sotirio έγραψε:Το Θέμα είναι ‘ ο Καθολικισμός χειρότερος από τον αθεϊσμό ‘
Σαφώς ο Άθεος απλά δεν έχει Θεό . Ο αιρετικός έχει σατανά .
Του σατανά ιερείς οι αιρετικοί ιερείς και όχι του Ιησού , η προσευχή τους βλασφημία , το βάπτισμα - κοινωνία - αγιασμός τους είναι μόλυσμα ... κατά απόφαση συνόδου της Καρχηδόνας ( της Καρχηδόνας νομίζω όποιος έχει βιβλία ας κάνει αγάπη να μας πει περισσότερα και ακριβέστερα , όντως είναι επίκαιρα λόγω ημερών ...... )
Τώρα στην χειρότερη θέση δεν είναι ο άθεος η ο αιρετικός αλλά εκείνος ο Ορθοδοξος που ενώ είναι του Θεού αμαρτάνει , που ενώ είναι του Θεού Τον προδίδει Τον αρνείται που δίνει τα Άγια στα σκυλιά ......
Ματ. 7:6 Μη δώσητε το άγιον εις τους κύνας μηδέ ρίψητε τους μαργαρίτας σας έμπροσθεν των χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς με τους πόδας αυτών και στραφέντες σας διασχίσωσιν.
Μέσα έπεσες αγαπητέ.
Πρόκειται για τη σύνοδο της Καρχηδόνας του 251 μ.Χ.
Κείμενο βαρύ.
Βαρύ κι ασήκωτο στα ώτα αυτών που έχουν συνηθίσει να ακούν μονο για αγάπες και λουλούδια.
Και όμως τέτοιες αποφάσεις ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (ΑΓΙΩΝ ΣΤΟ ΒΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ) χλευάζονται απο επίσημα εκκλησιαστικά χείλη γιατί απλά στέκονται εμπόδιο στα σχέδιά τους για το ξεπούλημα της Ορθοδοξίας δηλαδή του Χριστού , σε τιμή ευκαιρίας.
Αφιερώστε λίγο χρόνο για την ανάγνωση του κειμένου.
Δεν είναι εκτός εποχής , καμία επίσημη απόφαση της Εκκλησίας δεν πρέπει να αγνοείται και να μένουμε μονο στα απολύτως βασικά , ηθικολογικά στοιχεία της πίστης μας , που άλλωστε πολλά συναντώνται και σε άλλες θρησκείες.
"Οτι οι παρά αιρετικοίς βεβαπτισμένοι , προσερχόμενοι τη Εκκλησία βαπτίζονται"
Εν κοινοβουλίω όντες, αγαπητοί αδελφοί, ανέγνωμεν γράμματα αφ’ υμών σταλέντα περί τών παρά τοίς αιρετικοίς, ή σχισματικοίς δοκούντων βεβαπτίσθαι, ερχομένων πρός τήν καθολικήν Εκκλησίαν, ήτις εστί μία, εν ή βαπτιζόμεθα καί αναγεννώμεθα. Περί ών καί πεποίθαμεν, καί υμάς αυτούς εκείνα πράττοντας, τήν στερρότητα τού τής καθολικής Εκκλησίας κανόνος κρατείν. Όμως επεί συγκοινωνοί ημών εστέ καί ζητήσαι περί τούτου διά τήν κοινήν αγάπην ηθελήσατε,
ου πρόσφατον γνώμην, ουδέ νύν ηδρασμένην προσφέρομεν, αλλά τήν πάλαι υπό τών προγενεστέρων ημών μετά πάσης ακριβείας καί επιμελείας δεδοκιμασμένην, καί υφ’ ημών παρατηρηθείσαν, κοινούμεθα υμίν καί συζεύγνυμεν, τούτο καί νύν χειροτονούντες, όπερ διά παντός ισχυρώς καί ασφαλώς κρατούμεν,
μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι έξω τής καθολικής Εκκλησίας, ενός όντος βαπτίσματος καί εν μόνη τή καθολική Εκκλησία υπάρχοντος. Γέγραπται γάρ: Εμέ εγκατέλιπον, πηγήν ύδατος ζώντος, καί ώρυξαν εαυτοίς λάκκους συντετριμμένους, τούς μή δυναμένους ύδωρ συσχείν. Καί πάλιν, η αγία Γραφή προμηνύουσα λέγει: Από ύδατος αλλοτρίου απέχεσθε καί από πηγής αλλοτρίας μή πίητε. Δεί δέ καθαρίζεσθαι καί αγιάζεσθαι τό ύδωρ πρώτον υπό τού ιερέως, ίνα δυνηθή τώ ιδίω βαπτίσματι τάς αμαρτίας τού βαπτιζομένου ανθρώπου αποσμήξαι. Διά τε Ιεζεκιήλ τού προφήτου λέγει Κύριος: Καί ραντίσω υμάς καθαρώ ύδατι καί καθαριώ υμάς, καί δώσω υμίν καρδίαν καινήν καί πνεύμα καινόν δώσω υμίν.
Πώς δέ δύναται καθαρίσαι καί αγιάσαι ύδωρ ο ακάθαρτος ών αυτός καί παρ' ώ Πνεύμα άγιον ουκ έστι, λέγοντος τού Κυρίου εν τοίς Αριθμοίς: Καί πάντων ών άψεται ο ακάθαρτος, ακάθαρτα έσται;
Πώς βαπτίζων δύναται άλλω δούναι άφεσιν αμαρτιών ο μή δυνηθείς τά ίδια αμαρτήματα έξω τής Εκκλησίας αποθέσθαι; Αλλά καί αυτή η ερώτησις, η εν τώ βαπτίσματι γενομένη, μάρτυς εστί τής αληθείας. Λέγοντες γάρ τώ εξεταζομένω: Πιστεύεις αιώνιον ζωήν καί άφεσιν αμαρτιών λαμβάνειν; ουκ άλλο τι λέγομεν, ει μή ό,τι εν τή καθολική Εκκλησία δοθήναι δύναται.
Παρά δέ τοίς αιρετικοίς, όπου Εκκλησία ουκ έστιν, αδύνατον αμαρτημάτων άφεσιν λαβείν. Καί διά τούτο οι τών αιρετικών συνήγοροι ή τήν επερώτησιν εναλλάξαι οφείλουσιν ή τήν αλήθειαν εκδικήσαι, ειμή τι αυτοίς καί τήν Εκκλησίαν προσνέμουσιν, ούς βάπτισμα έχειν διαβεβαιούνται. Ανάγκη δέ εστι καί χρίεσθαι τόν βεβαπτισμένον, ίνα, λαβών χρίσμα, μέτοχος γένηται Χριστού.
Αγιάσαι δέ έλαιον ου δύναται ο αιρετικός, ο μήτε θυσιαστήριον έχων, μήτε Εκκλησίαν. Όθεν ου δύναται χρίσμα τό παράπαν παρά τοίς αιρετικοίς είναι. Πρόδηλον γάρ εστιν ημίν, μηδαμώς δύνασθαί παρ' εκείνοις αγιάζεσθαι έλαιον εις ευχαριστίαν. Ειδέναι γάρ καί μή αγνοείν οφείλομεν, ότι γέγραπται: Έλαιον αμαρτωλού μή λιπανάτω τήν κεφαλήν μου, ό δή καί πάλαι εμήνυσε τό Πνεύμα τό άγιον εν Ψαλμοίς. Μήπως, εξιχνιασθείς τις καί από τής ευθείας οδού πλανηθείς, παρά τοίς αιρετικοίς, τοίς τού Χριστού αντιπάλοις, χρισθή. Πώς δέ εύξεται υπέρ τού βαπτισθέντος ουχί ιερεύς, αλλ' ιερόσυλος καί αμαρτωλός, λεγούσης τής Γραφής, ότι ο Θεός αμαρτωλών ουκ ακούει, αλλ' εάν τις θεοσεβής ή καί τό θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει; Διά τής αγίας Εκκλησίας νοούμεν άφεσιν αμαρτιών: τίς δέ δύναται δούναι, όπερ αυτός ουκ έχει ή πώς δύναται πνευματικά εργάζεσθαι ο αποβαλών Πνεύμα άγιον; Διά τούτο καί ανανεούσθαι οφείλει ο πρός τήν Εκκλησίαν ερχόμενος, ίνα έσω διά τών αγίων αγιασθή, γέγραπται γάρ ότι: Άγιοι έσεσθε, καθώς εγώ άγιός ειμι, λέγει Κύριος, ίνα καί ο πλάνη βουκοληθείς εν τώ αληθεί καί εκκλησιαστικώ βαπτίσματι καί αυτός τούτο αποδύσηται, όστις πρός Θεόν ερχόμενος άνθρωπος καί ιερέα επιζητών εν πλάνη ευρεθείς, ιεροσύλω προσέπεσε. Δοκιμάζειν γάρ εστι τό τών αιρετικών καί σχισματικών βάπτισμα, τό συνευδοκείν τοίς υπ' εκείνων βεβαπτισμένοις. Ου γάρ δύναται εν μέρει υπερισχύειν: ει ηδυνήθη βαπτίσαι, ίσχυε καί άγιον Πνεύμα δούναι: ει ουκ ηδυνήθη, ότι έξω ών, Πνεύμα άγιον ουκ έχει, ου δύναται τόν ερχόμενον βαπτίσαι, ενός όντος τού βαπτίσματος, καί ενός όντος τού αγίου Πνεύματος, καί μιάς Εκκλησίας τού Χριστού τού Κυρίου ημών, επάνω Πέτρου τού αποστόλου, αρχήθεν λέγοντος, τής ενότητος τεθεμελιωμένης. Καί διά τούτο
τά υπ' αυτών γινόμενα, ψευδή καί κενά υπάρχοντα, πάντα εστίν αδόκιμα. Ου γάρ δύναταί τι δεκτόν καί αιρετόν είναι παρά τώ Θεώ τών υπ' εκείνων γινομένων, ούς ο Κύριος πολεμίους καί αντιπάλους αυτού λέγει εν τοίς Ευαγγελίοις: Ο μή ών μετ' εμού κατ' εμού εστί, καί ο μή συνάγων μετ' εμού σκορπίζει. Καί ο μακάριος απόστολος Ιωάννης, εντολάς Κυρίου τηρών, εν τή επιστολή προέγραψεν: Ηκούσατε, ότι ο αντίχριστος έρχεται, καί νύν δέ αντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν: όθεν γινώσκομεν, ότι εσχάτη ώρα, εστίν. Εξ ημών εξήλθον, αλλ' ουκ ήσαν εξ ημών. Όθεν καί ημείς συνιέναι οφείλομεν καί νοείν, ως οι εχθροί Κυρίου καί οι αντίχριστοι ωνομασμένοι, δυνατοί ουκ είεν χάριν δούναι τώ Κυρίω. Καί διά τούτο ημείς οι σύν Κυρίω όντες καί ενότητα Κυρίου κρατούντες καί κατά τήν αξίαν αυτού χορηγούμενοι, τήν ιερατείαν αυτού εν τή Εκκλησία λειτουργούντες, όσα οι αντικείμενοι αυτώ, τουτέστι πολέμιοι καί αντίχριστοι, ποιούσιν αποδοκιμάσαι καί αποποιήσαι καί απορρίψαι καί ως βέβηλα έχειν οφείλομεν. Καί τοίς από πλάνης καί στρεβλότητος ερχομένοις, επί γνώσει τής αληθινής καί εκκλησιαστικής πίστεως, δούναι καθόλου θείας δυνάμεως μυστήριον ενότητός τε καί πίστεως καί αληθείας.
ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΝΟΝΩΝ: Αποστολικοί μς’, μζ’, ξη’- Β’ ζ’ – ΣΤ , κε’ - Λαοδικείας μη’