ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΞ ΑΥΤΗΣ ΓΕΝΝΩΜΕΝΗΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ
Η εντολή του Χριστού δεν είναι ως ήδη είπομεν ηθικός κανών αλλʼ αυτή καθʼ εαυτήν η προβολή της αιωνίου θείας ζωής εν τω κόσμω τούτω. Ο γηγενής δεν έχει αυτήν την ζωήν εν τω κτιστώ είναι αυτού, και δια τούτο δεν δύναται να ζη κατά τας εντολάς του Θεού δια των φυσικών αυτού δυνάμεων.
Εκ της πείρας ο χριστιανός πείθεται ότι η χάρις κατά την ενέργειαν και ιδιότητα αυτής, δύναται να είναι μόνον θείας προελεύσεως. Δια της πείρας περαιτέρω βεβαιούται ότι ουχί μόνον ο άνθρωπος ζωτεί τον Θεόν, αλλά και ο Ίδιος ο Θεός ζητεί τον άνθρωπον και δη εις βαθμόν ασυγκρίτως μεγαλύτερον. Ο Θεός ζητεί τον άνθρωπον δια παντός και δια τούτο ευθύς ως ο άνθρωπος εκδηλώση την έφεσιν αυτού προς το αγαθόν και την επιθυμίαν προς πραγματοποίησιν αυτού η χάρις «προλαμβάνει» αυτόν. Η επενέργεια της χάριτος όμως δεν υπόκειται εις την προαίρεσιν του ανθρώπου.
Γνωρίσας τούτο δια πείρας ο ορθόδοξος μοναχός θέτει όλον το νόημα της ζωής αυτού εις την απόκτησιν της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Επί τη βάσει των δεδομένων της ιστορίας της Εκκλησίας και της επικοινωνίας ημών μετά πολλών ασκητών κατελήξαμεν εις το συμπέρασμα ότι η πείρα της χάριτος εις όσους ηξιώθησαν μεγάλων επισκέψεων και οράσεων, μόνον μετά παρέλευσιν πολλών χρόνων ασκήσεως αφομοιούται βαθύτερον και λαμβάνει μορφήν πνευματικής γνώσεως.
Αυτήν ακριβώς την γνώσιν προτιμώμεν να ορίσωμεν ως «δογματικήν συνείδησιν».
Η ιστορική πείρα της Εκκλησίας … παρέχει την δυνατότητα να καθορίσωμεν ως απαραίτητον προς αφομοίωσιν της χάριτος το διάστημα δεκαπέντε ετών και πλέον.
Εις την ζωήν του Γέροντος Σιλουανού βλέπομεν ότι παρήλθον τριάκοντα και πλέον έτη πριν ή εκμυστηρευθή την πείραν αυτού εγγράφως μεθʼ ωρίμου δογματικής συνειδήσεως. Τοσούτον μακρά είναι η πορεία της αφομοιώσεως της χάριτος.
Η δογματική εκείνη συνείδησις την οποίαν έχομεν υπʼ όψιν είναι καταστάλαγμα μακροχρονίου πείρας της χάριτος ουχί δε διανοητικής εργασίας.
Η ασκητική δογματική συνείδησις δεν είναι λογική ανάλυσις πνευματικών βιωμάτων, πράγμα εν γένει ψυχολογικώς φυσικόν. Διότι η λογική αυτοεξέτασις κατά την ώραν της θείας επισκέψεως ουχί μόνον υποστέλλει την έντασιν της θεωρίας του Φωτός, αλλʼ οδηγεί και εις την κατάπαυσιν της ενεργουμένης θεωρίας. Τότε η απογεγυμνωμένη εκ της χάριτος ψυχή βυθίζεται εις κενόν, και δεν απομένει εν αυτή ει μη απλώς αφηρημένη τις γνώσις εστερημένη δυνάμεως ζωής.
Τι το όφελος να πραγματεύησαι περί της φύσεως της χάριτος μη έχων εν σοι την ενέργειαν αυτής; Τι το όφελος να καλλιλογής περί Θαβωρίου Φωτός, μη διαμένων εν αυτώ υπαρξιακώς;
Όταν εκχέηται επί του ανθρώπου η ευδοκία του Θεού τότε απουσιάζει εκ της ψυχής πάσα τάσις προς έκφρασιν της πείρας εις λογικάς εννοίας και ερμηνείας. Η ψυχή γνωρίζει αληθώς διʼ αναποδείκτου αλλά και μη εχούσης χρείαν αποδείξεων, γνώσεως ότι ζη εν τω αληθινώ Θεώ. Και εάν υπάρχη εισέτι δύναμις τις εν αυτή τότε ορέγεται μείζονος πληρώματος εάν δε πάλιν η ενέργεια του Θεού υπερβαίνη τας δυνάμεις αυτής τότε αναπαύεται εν μακαρία εξαντλήσει.
… Ο Θεός γνωρίζεται δια της πίστεως και της ζώσης μετʼ Αυτού κοινωνίας, όταν δε εισέρχηται ο ανθρώπινος λόγος δια της ιδιαζούσης εις αυτόν σχετικότητος και ρευστότητος τότε διανοίγεται πεδίον προς ατελευτήτους απορίας και αντιφάσεις.
Δυνατόν να λεχθή μετά βεβαιότητος ότι ουδείς των Αγίων θα επεδίωκε την δια λόγων έκφρασιν βιωθείσης άνωθεν δωρεάς· μάλλον θα ετήρουν σιγήν περί του μυστηρίου του μέλλοντος αιώνος, εάν δεν προεβάλλετο ενώπιον αυτών το καθήκον να συμμερισθούν ταύτην μετά του πλησίον, εάν η αγάπη δεν εγέννα την ελπίδα ότι τινές «έστω και μια ψυχή» ως γράφει ο Γέρων θα ακούσουν τον λόγον και θα αναλάβουν μετάνοιαν προς σωτηρίαν.
Αι βάσεις της δογματικής γνώσεως δίδονται ακεραίως κατά την πρώτην ήδη πείραν της χάριτος … η αφομοίωσις του δώρου τούτου υπό του ανθρώπου συνδέεται μετά μακράς εσωτερικής διαδικασίας.
Αλλʼ όσον μέγα και αν είναι το πρώτον δώρον της Θείας χάριτος, εφʼ όσον δεν έχει αφομοιωθή είναι δυνατόν ο άνθρωπος να υποστή ουχί μόνον κλονισμόν, αλλά και πτώσιν.
Η πρώτη πείρα Θείας επισκέψεως πλήττει βαθέως τον όλον άνθρωπον και έλκει αυτόν καθʼ ολοκληρίαν προς την εσωτερικήν ζωήν, την προσευχήν, τον αγώνα κατά των παθών. Είναι περίοδος πλουσία καρδιακών αισθημάτων και γέμει βιωμάτων τοσούτων ισχυρών ώστε ο νους όλος προσελκύεται εις την συμμετοχήν αυτών (Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ). … Μόνον μετά παρέλευσιν πολλών ετών … ο άνθρωπος ανακαλύπτει εντός αυτού το φως της γνώσεως των οδών του Πνεύματος, το ελθόν μυστικώς «άνευ παρατηρήσεως».
Αύτη είναι η υφʼ ημών κληθείσα δογματική συνείδησις η βαθεία ζωή του πνεύματος, και ουχί η αφηρημένη γνώσις.,
Ο Θεός δεν είναι φθονερός. Ο Θεός δεν είναι φίλαυτος ούτε φιλόδοξος. Αυτός ο Ίδιος ταπεινώς και υπομονητικώς ζητεί έκαστον άνθρωπον εν πάσαις ταις οδοίς αυτού. Δια τούτο έκαστος δύναται κατά τούτο ή εκείνο το μέτρο να γνωρίση τον Θεόν ουχί μόνον εν τη Εκκλησία, αλλά και εκτός Αυτής, αν και η τελεία επίγνωσις του Θεού άνευ του Χριστού ή και εκτός Χριστού, δεν είναι δυνατή.
Αι αφηρημέναι παραστάσεις δυνατόν να αντιστοιχούν προς την αληθινήν ύπαρξιν. Αλλά και εν τοιαύτη εισέτι περιπτώσει, ένεκα ελλείψεως θετικής πείρας της χάριτος δεν συνιστούν την γνώσιν εκείνην του Θεού, ήτις ως εκ της φύσεως αυτής είναι η αιώνιος ζωή. ,Είναι πάντως πολύτιμοι διότι δύνανται να οδηγήσουν τον άνθρωπον εις την ασφαλή οδόν της πνευματικής ζωής (ΔΟΓΜΑΤΑ).,
Ο θεολόγος-ορθολογιστής γνωρίζει πλήθος προβλημάτων και ζητεί λύσιν εν ταις οδοίς της εγκεφαλικής διανοήσεως. Η πραγματική θρησκευτική πείρα δυνατόν να μη είναι μεγάλη. Η πείρα αυτού κυρίως ανήκει εις την σφαίραν του λογικού και ουχί της ζώσης Θεοκοινωνίας. Την επιστημονικήν πολυμάθειαν και την λογικήν αυτού πείραν εκλαμβάνει ως πνευματικόν πλούτον και εκτιμά αυτόν τοσούτον, ώστε πάσα άλλη γνώσις και πείρα εν τοις οφθαλμοίς αυτού υποχωρούν εις δευτερεύουσαν θέσιν.
Δια τον γνησίως πνευματικόν άνθρωπον τον ζητούντα την ζώσαν Θεοκοινωνίαν, τον ζώντα Θεόν, οφθαλμοφανής είναι η αφέλεια της στάσεως του ορθολογιστού. Απορεί κατά τινα τρόπον δεν εννοεί, πως δύναται ο γνωστικός άνθρωπος να ικανοποιήται δια των εικασιών και των αφηρημένων οικοδομημάτων αυτού. Οι ορθολογισταί επί παραδείγματι επί αιώνας μάχονται δια την επίλυσιν του προβλήματος της σχέσεως χάριτος και κτιστής ελευθερίας. Ούτοι επιλανθάνονται θα έλεγε τις ότι υπάρχει άλλη οδός προς επίλυσιν των πνευματικών ζητημάτων:
,η οδός της υπαρξιακής γνώσεως, της αμοιβαίας ενεργείας Θείας χάριτος και ανθρωπίνης ελευθερίας.,
Την οδόν ταύτην επορεύθη ο Γέρων Σιλουανός. Αύτη είναι εν γένει η οδός της Εκκλησίας, ήτις είναι ισχυρά και πλουσία ουχί λόγω της επιστημονικής αυτής πολυμαθείας, αλλά προ πάντων δια της πραγματικής κατοχής των δωρεών της χάριτος. Η Εκκλησία ζη δια του Αγίου Πνεύματος, αναπνέει διʼ Αυτού και γνωρίζει τίνι τρόπω ενεργεί Εκείνο.
Κατά την μαρτυρίαν των Πατέρων της Εκκλησίας και του Γέροντος, όταν ο Κύριος έρχηται εις την ψυχήν του ανθρώπου, όταν το Θείον Φως περιπτύσσηται τον όλον άνθρωπον, όταν όλος ο άνθρωπος μένη εν τω Θεώ, τότε, τρόπον τινα, αίρεται η ελευθερία αυτού· τότε η ελευθερία αυτού εμφανίζεται παραδεδομένη ολοκληρωτικώς εις τον Θεόν και ο άνθρωπος δεν ενεργεί πλέον αφʼ εαυτού, αλλʼ αποδέχεται μόνον το υπό του Θεού δωρούμενον. Εν τη καταστάσει αυτή ο άνθρωπος «ουκ ερωτά ουδέν». Άλλαις λέξεσι τότε απορρίπτεται παν ερώτημα, πας προβληματισμός.
Ο ορθολογιστής ίνα ικανοποιήση τα διανοητικά αυτού ενδιαφέροντα οικοδομεί τα πλέον πολύπλοκα θεολογικο-φιλοσοφικά συστήματα. Εκτελεί κολοσσιαίαν τινα εργασίαν αποσκοπών εάν ουχί να αποδείξη, τουλάχιστον να αναπτύξη διαλεκτικώς την κατάστασιν των πραγμάτων, ως παρουσιάζεται εις αυτόν. Συχνάκις αφιεροί προς τούτο πάσας τας δυνάμεις αυτού πάντα τα
χαρίσματα αυτού, πάσαν την ζωήν αυτού. Κατά παράδοξον όμως τρόπον διαφεύγει του οπτικού αυτού πεδίου το ανυπόστατον τοιαύτης αναζητήσεως (ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ).
Η ιστορία της ανθρωπίνης σκέψεως και της πνευματικής πείρας γνωρίζει την σημαντικήν στιγμήν ότε προεφέρθησαν οι λόγοι εκείνοι: «Cogito, ergo sum» - «Σκέφτομαι άρα υπάρχω» (Καρτέσιος). Άλλος φιλόσοφος της εποχής ημών διαφόρως κατενόησε την ζωήν: «Εγώ θα έλεγον: Αγαπώ άρα υπάρχω, διότι βαθυτέραν βάσιν προς κατανόησιν της υπάρξεως ημών θεωρώ την αγάπην». Άλλοι είπον: «Τρώγω, περιπατώ, άρα υπάρχω». Τουτέστι πάσα ενέργεια και εκδήλωσις του «εγώ» του ανθρώπου αποτελεί ένδειξιν της υπάρξεως αυτού.
Πάσαι αι εκφράσεις αύται φέρουν εν εαυτοίς στοιχειά λογικών συλλογισμών επί του ερωτήματος: Άρα γε υπάρχω; Αλλά και έξω αυτού του στοχασμού, εν τη σφαίρα της αμέσου αυτοσυνειδησίας πας άνθρωπος συνειδητοποιεί εαυτόν υπάρχοντα.
… Ενταύθα δεν δύναται να υπάρξη «πλούτος» σκέψεων και θεολογικών θεωριών. Ο ανθρώπινος λόγος δεν έχει την δύναμιν να εκφράση την κατάστασιν εκείνην εις την οποίαν εκλήθημεν, την οποίαν δωρείται ο Θεός. Προσέτι και ο Ίδιος ο Κύριος απέφυγε να περιγράψη αυτήν λόγω, αλλʼ είπεν:
, «Όταν δε έλθη Εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν … και εν εκείνη τη ημέρα Εμέ ουκ ερωτήσετε ουδέν». ,
από τον βίο και την θεολογία του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου
η Χάρις και η δογματική συνείδηση που γεννά
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3872
- Εγγραφή: Δευ Δεκ 26, 2005 6:00 am
- Τοποθεσία: http://clubs.pathfinder.gr/seraphim
- Επικοινωνία:
η Χάρις και η δογματική συνείδηση που γεννά
<div><img width="158" height="171" border="0" src="whiteangelap0.jpg" /></div><br />
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3872
- Εγγραφή: Δευ Δεκ 26, 2005 6:00 am
- Τοποθεσία: http://clubs.pathfinder.gr/seraphim
- Επικοινωνία:
αγαπητοι μου αδελφοί με τον τρόπο που περιγράφει παραπάνω ο Γέροντας Σωφρόνιος προέκυψαν οι δογματικές αλήθειες της πίστης μας.
δεν είναι καρπός διανοητικής εργασίας αλλά καρπός της διαμονής επι μακρόν εν τω Φωτί του Προσώπου του Θεού.
γι αυτό και οι άγιοι μας υπερασπίζονται και το "Ι" και το "Και" μέχρις αίματος.
επειδή μας λείπει η υπαρξιακή αυτη εμπειρία του Αληθινού Θεού , σε κάποιους φανταζει η σταθερη και ανυποχωρητη σταση των αγιων μας απέναντι στις αιρέσεις παράλογη και αναχρονιστική.