Ο Γέροντας Πορφύριος ως προπονητής του σώματος και της ψυχής
«Ουκ οίδατε ότι οι σταδίω τρέχοντες πάντες μεν τρέχουσιν, εις δε λαμβάνει το βραβείον; ούτω τρέχετε ίνα καταλάβητε».
«Δεν ξέρετε ότι οι δρομείς στο στάδιο τρέχουν όλοι, ένας όμως παίρνει το βραβείο; Τρέχετε, λοιπόν, και εσείς έτσι ώστε να κατακτήσετε το βραβείο». (Προς Κορινθίους Α, 9, 24)
Γράφει ο αρχιμανδρίτης Γεώργιος Αλευράς,
Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής
Γεν. Θεοτόκου Κατουσίου Καρδίτσης
Από την αρχή που τον εγνώρισα η πρώτη συμβουλή που μου έδωσε ήταν, «Θόδωρε, να τρέχεις». Παραξενεύτηκα, όμως το έκανα ευχάριστα και ως λαϊκός, αλλά και ως μοναχός, όταν επήγα στο Άγιο Όρος. Όταν άρχισα να αντιμετωπίζω τις πρώτες δυσκολίες στην παραμονή μου στο Άγιο Όρος, από τις αδυναμίες μου και από το διάβολο μου αποκάλυψε μία ημέρα κάτι: «Θόδωρε, έλα κοντά μου να σου πω κάτι. Από εμένα θέλω μόνο ένα πράγμα να πάρεις, την γρηγοράδα μου! Ο διάβολος ποτέ δε θα μπορέσει να σε πιάσει. Μπροστά εσύ πίσω αυτός, μπροστά εσύ πίσω αυτός, πάντα αυτός θα έρχεται από πίσω».
Έλεγε κάποτε ο γέροντας: «Όποιος ενίκησε τη νωθρότητα μπήκε στον πνευματικό κόσμο• με τον Χριστό όμως». Ο ίδιος ο Χριστός μας δε μας λέγει στο Ευαγγέλιο, «γρηγορείτε και προσεύχεστε, ίνα μη εισέλθετε εις πειρασμόν»; (Ματθ. 26,41). Προηγείται η γρηγοράδα του σώματος και μετά της ψυχής. Σώμα νωθρό δεν μπορεί να προσευχηθεί.
Το Άγιο Πνεύμα έρχεται στον άνθρωπο όταν τον βρει σε μία σταθερή εγρήγορση. Ο πατήρ Πορφύριος ήταν αεικίνητος και έτσι μας ήθελε όλους. Κάποτε η αδελφή του τον έχασε στους δρόμους της Αθήνας από το βιαστικό του περπάτημα. Δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει. Σε όλα του ήταν γρήγορος και αθόρυβος.
Πριν φύγει από τη ζωή έλεγε: «Τους τεμπέληδες ο Θεός δεν τους ελεεί. Ο γρήγορος άνθρωπος είναι όπως το τρεχούμενο νερό, καθαρό και χρήσιμο». Έλεγε ακόμη ότι «με την εργασία θεραπεύεται η ψυχή». Δηλαδή εργασιοθεραπεία, αλλά με τον Χριστό.
Από την πρώτη ώρα που πήγα στα Καυσοκαλύβια ήθελε να πηγαίνω στη θάλασσα, κάτω, απόσταση 550 μέτρων περίπου, κάθε πρωί σαν μία γυμναστική και ύστερα να ξεκινάω όλες τις δουλειές μου, αλλά μιας και πήγαινα κάτω, μου έλεγε να ρίχνω κανένα κοφίνι και αν μπορούμε να βγάζουμε κανένα ψάρι έτσι ώστε να μη δείχνουμε το σκοπό μας. Είναι και αυτό ένα από τα μυστικά της πνευματικής ζωής. Δηλαδή να μην αποκαλύπτουμε τον τρόπο που εργαζόμαστε για να μην παρεξηγηθεί ως συμπεριφορά εγωιστική, αλλά ως ένας τρόπος προστατευτικός.
Όταν ο Θεός είπε στον Αδάμ να εργάζεται στον παράδεισο, του έδωσε και εντολή και να τον προστατεύει. Το έχουμε παρατηρήσει και στο χώρο του αθλητισμού. Φροντίζουν μεν οι αθλητές για την εξάσκησή τους, αλλά συγχρόνως θέλουν να διατηρούν και τη μυστικότητά τους έως ότου έρθει ο κατάλληλος καιρός.
Για να είμαι όμως ειλικρινής, μερικές φορές το αμελούσα. Ήταν πλάνη. Όμως τον τελευταίο καιρό, όταν ήρθε στα Καυσοκαλύβια για να μείνει μόνιμα μέχρις ο Θεός τον καλέσει κοντά του, με είχε αναλάβει πολύ προσωπικά, όπως οι προπονητές τους αθλητές τους.
Άσκηση και Άθληση
Ξεκινήσαμε σιγά-σιγά. Με έβαζε να πηγαίνω και να του φέρνω κανένα ψάρι φρέσκο για το φαγητό του. Όσο περνούσε όμως ο καιρός με έστελνε συχνότερα. Κάποια μέρα μου λέει, «Πήγαινε να μου φέρεις κανένα ψάρι, αλλά γρήγορα, αλλιώς δε γίνεται τίποτα». Έφυγα τρέχοντας, έπιασα ένα σαργό μεγαλούτσικο, το χάρηκα, πηγαίνοντας το επάνω έμεινε ευχαριστημένος. Έδειξε ότι κάναμε μία καλή αρχή.
Μία άλλη μέρα με έστειλε κάτω στη θάλασσα να του μεταφέρω μία μεγάλη φιάλη με νερό που του το φέρνανε απʼ έξω, από πηγή που είχε εντοπίσει ο ίδιος με χωνευτικό νερό. Έφτασα πολύ γρήγορα. Με απορία με ρώτησε «πότε έφτασες, βρε»; Το πρόσωπό του έδειχνε ικανοποιημένο.
Πάλι μία άλλη μέρα, κουβαλώντας μία φιάλη με νερό, έφτασα κάτω από το σπίτι μας στο σημείο του δρόμου που μας είχε υποδείξει επανειλημμένα ότι υπάρχει μία ευωδία όμως μέχρι τότε δεν το είχαμε αισθανθεί εκείνη τη στιγμή την αισθάνθηκα πολύ δυνατά, για λίγο. [/]Μας είχε αποκαλύψει στο τέλος της ζωής του ότι εκεί πήρε τη μεγαλύτερη χάρη από το Θεό, ερχόμενος από κάποια εργασία. Έλεγε ότι από εκείνη τη στιγμή ετελειώθηκε ως χριστιανός και έμεινε και η ευωδία της χάριτος σε αυτό το μέρος.[/b] Ήταν τότε ηλικίας 17 ετών περίπου, μεγαλόσχημος μοναχός με το όνομα Νικήτας. Ήταν η δεύτερη παρουσία του Αγίου Πνεύματος στο μικρό μοναχό Νικήτα, διότι την πρώτη την πήρε σε ηλικία 15 περίπου ετών, στον εξωνάρθηκα του Κυριακού της Αγίας Τριάδος από τον Ρώσο γέροντα Δημά, ηλικίας 90 ετών, πρώην αξιωματικό του Τσάρου που ασκήτευε ψηλά στη Σκήτη σε ένα ξεροκάλυβο του Τιμίου Προδρόμου.
Φτάνοντας στο κελλί, με μεγάλη χαρά πήγα να του το αναγγείλω. Τον βρήκα πολύ καταβεβλημένο. Του λέγω: «Γέροντα, είναι ανάγκη να σας μιλήσω. «Λέγε γρήγορα δεν είμαι καλά». Με άκουγε σιωπηλά κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του, σήκωσε το δάκτυλό του κι το έβαλε στο στόμα του. Ήθελε να μου πει «σιωπή». Με ένα νεύμα μου έδειξε να φύγω.
Πάντα και όταν ήταν υγιής κυριαρχούσε αυτός ο τρόπος, δηλαδή της σιωπής και της ησυχίας. Ήθελε όλες τις δουλειές μας να τις κάνουμε γρήγορα και αθόρυβα. Το θεωρούσε πολύ σπουδαίο για την πρόοδό μας το να είμαστε αθόρυβοι. Μάλιστα μία φορά μας εζήτησε ένα χαλί για το κελλί του. Με φώναξε προσωπικά για να μου πει γιατί το θέλει. «Θεόδωρε, μου έχουν πει οι γιατροί ότι και το βράδυ ακόμη πρέπει να σηκώνομαι και να περπατώ έστω και λίγο μέσα στο κελλί μου. Μου κάνει καλό, για να μην είμαι πολλές ώρες ακίνητος στο κρεβάτι. Το βράδυ μήπως, όταν περπατώ, σε ενοχλώ»; Του απαντώ, «Γέροντα, όχι, δεν σας ακούω».
«Θέλω ένα μάλλινο χαλί για να περπατώ πάνω σε αυτό, για να είμαι πιο αθόρυβος, μήπως και σας ενοχλώ και ίσως να ντρέπεστε να μου πείτε». Του απαντώ πάλι, «Όχι γέροντα». «Ε! τότε καλά, ας πηγαίνεις».
Μας έκανε διδασκαλία περί ησυχίας και αθόρυβης ζωής, δείχνοντας ταυτόχρονα και τη μεγάλη ευγένεια ψυχής που είχε προς όλους μας.
* Το ανωτέρω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Γενεσίου της Θεοτόκου, Κατουσίου Καρδίτσας Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Αλευρά, που τιτλοφορείται «Πνευματική Ολυμπιάδα». Σύντομα μάλιστα θα κυκλοφορήσει και ειδικό CD με χαρακτηριστικά διδακτικά αποσπάσματα του βιβλίου.
Συντάκτης: ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΕΥΡΑΣ
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΤΕΥΧΟΣ 73
Ο γ. Πορφύριος ως προπονητής του σώματος και της ψυχής
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3872
- Εγγραφή: Δευ Δεκ 26, 2005 6:00 am
- Τοποθεσία: http://clubs.pathfinder.gr/seraphim
- Επικοινωνία:
Ο γ. Πορφύριος ως προπονητής του σώματος και της ψυχής
<div><img width="158" height="171" border="0" src="whiteangelap0.jpg" /></div><br />
Ο ΠΑΤΗΡ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΕΛΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΖΙΑΣ (Διευθυντής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Υπουργείου Πολιτισμού Καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών)
Στο Όρος των Αμώμων, την Πεντέλη, το πιο ήρεμο και φιλικό βουνό της Αττικής, γνωρίσαμε το Γέροντα Πορφύριο. Μας πρωτομίλησε για το Γέροντα Αγιορείτης ηγούμενος έμπειρος στην πνευματική ζωή, αλλά και γνώστης των πολύπτυχων προβλημάτων της σύγχρονης ζωής στον κόσμο. Παρʼόλα όμως αυτά ξεκινήσαμε με κάποιες επιφυλάξεις να συναντήσουμε το μοναχό αυτόν στην Πεντέλη.
Ο π.Πορφύριος ζούσε σε προχειροεπισκευασμένα κελλάκια στο Μετόχι της Μονής Αγίας Τριάδος (Πεντέλης) τον Άγιο Νικόλαο στα Καλλίσια.
Για να φτάσεις εκεί, πρέπει να αφήσεις το αυτοκίνητο σʼένα ξέφωτο κι από εκεί να περπατήσεις κάτι λιγότερο από μισή ώρα. Το μονοπάτι ξεκινάει στο ίσιωμα. Έπειτα στενεύει και περπατάς στο φρύδι σχεδόν του βράχου. Κυκλάμινα συμπαραστέκονται στον οδοιπόρο. Παραπέρα, αφού κατέβεις μια κατηφόρα και διαβείς μικρό ρυάκι, μπαίνεις σε σκιερό πευκοδάσος. Έπειτα ανηφορίζεις πάλι και αφού περάσεις δίπλα από χαλάσματα, βρίσκεσαι σε βραχόσπαρτο ξέφωτο,όπου έχει κτιστεί πριν τριακόσια ίσως χρόνια το μοναστηράκι από το οποίο σήμερα σώζονται κυρίως ο χαριτωμένος μικρός τρουλλωτός ναός του Αγίου Νικολάου.
Βαδίζοντας στο στενό μονοπάτι ξέκοβες σιγά - σιγά από την πολύβουη πόλη της Αθήνας των μηχανών και των ρύπων και χωρίς να το καταλαβαίνεις έμπαινες σʼέναν άλλο κόσμο. Τη μέρα η πόλη κάτω ξαπλωνότανε στη θολή της νωχέλεια. Τη νύχτα συχνά λαμπυρίζουν μακρινά τα φώτα. Στα Καλλίσια όμως δεν είχε ηλεκτρικό. Κεριά και λίγα καντήλια στο εκκλησάκι την ώρα του Εσπερινού αχνοφωτίζουν τις εξίτηλες μορφές των Αγίων και τις γυμνές πέτρες. Πετρόλαμπα φώτιζε τα λίγα κελλιά και το μικρό «αρχονταρίκι» που το ζέσταινε τον χειμώνα αυτοσχέδια σόμπα για καυσόξυλα. Μόνη τεχνολογική παρουσία έξω απʼτά κελλιά: τεντωμένο σύρμα για κεραία ραδιοφώνου.
Τον χειμώνα ο παπα- Πορφύριος φώλιαζε δίπλα στην σόμπα. Το καλοκαίρι περπατούσε έξω στο μικρό υψίπεδο με τα βράχια η στα κηπάκια που καλλιεργούσε στα χαμηλότερα απάγγια της Μονής. Όταν ο καιρός ήταν καλός, εξομολογούσε στην εκκλησία. Τότες, όπως όταν πρωτοπήγαμε, περιμέναμε έξω στην αυλή κάνοντας γνωριμίες με ανθρώπους που βλέπαμε για πρώτη φορά, αλλά γρήγορα νιώθαμε μια απροσδόκητη φιλία και τρυφερότητα στην καρδιά μας. Ισως και σαν συνδετικό στοιχείο να λειτουργούσε η εσωτερική ανάγκη και κάποιος πόνος, που μας οδηγούσε όλους στα όρη, όπου περιμέναμε τη βοήθεια.
Η πρώτη συνάντηση με τον π. Πορφύριο ήταν πολύ ήρεμη και φιλική. Χωρίς καμμία βλοσυρότητα η κατήφεια, που μπορούσε να φανταστεί κανείς ακούγοντας για Γέροντα ασκητή. Γαλήνιος και συγκαταβατικός άκουγε αιχμηρές αποκαλύψεις των άστατων ψυχών, σαν να ήταν κοινές καθημερινές κουβέντες. Σαν να ήταν πράγματα που ήξερε. Με την πρώτη γνωριμία όλες οι επιφυλάξεις διαλύθηκαν. Καμμιά απάνθρωπη αυστηρότητα. Μόνο φιλάδελφη αγάπη και συγχωρητικότητα. Ακούει , προσεύχεται συνάμα με το κομποσχοίνι, ευλογεί και συγχωρεί.
«Μεγάλο πράγμα ο πνευματικός», θα μας πει αργότερα. «Γιʼ αυτό στην Ορθοδοξία δεν υπάρχει απελπισία. Δεν υπάρχει αδιέξοδο. Γιατί υπάρχει ο πνευματικός, που έχει τη χάρη να συγχωρεί. Να λευτερώνει τους προστρέχοντες, εναποθέτοντας στο πετραχήλι του τα βάρη της ψυχής τους» Το ιλαρό φως της δύσης μακρυά στην Πειραϊκή μαζί με το λόγο του Γέροντα γαληνεύουν τις τρικυμισμένες ψυχές.
Στις πολλές αναβάσεις που ακολουθούν, δειλινά η πρωϊνά, νύχτεςκαί μεσημέρια, κάθε φορά που σφίγγεται η καρδιά και μοιάζει ο ορίζοντας κλειστός κι ο δρόμος αδιέξοδος, κάθε φορά που παίρνουμε το μονοπάτι με τις αιχμηρές πέτρες και τα ανοιχτόχρωμα κυκλάμινα, κάθε φορά που ο Παππούλης μας περιμένει και μας υποδέχεται, για να ξεφορτώσει τα βάρη από τις καρδιές.
Ένα απογευματινό ανοιξιάτικο τον βρίσκουμε να φροντίζει τις φράουλες ξαπλωμένος σχεδόν στη γη.
Διαλέγει φράουλες και μας προσφέρει να γευτούμε τους καρπούς της γης. Και κει κουβεντιάζουμε. Χωρίς πολλές συμβουλές και ηθικολογίες τέμνει βαθειά την ψυχή και ρίχνει το βάλσαμο της χάρης του Θεού. Ακτινοβολεί τέτοιες ώρες και λάμπει και χαίρεται σαν παιδί. Μας μιλάει ασταμάτητα για την ευχή. Για τη νοερά προσευχή. Άλλοτε μας λέει και μας εξηγεί τη σημασία της ευλογίας από τον ιερέα για το χειροφίλημα. «Το χέρι του ιερέα!»λέει με θαυμασμό και έκσταση. «Τι σπουδαίο πράγμα, ε! Τι μυστήριο!». Μιλάει απλά και ταπεινά τονίζοντας κι επαναλαμβάνοντας πως ξέρει πολύ λίγα γράμματα: «Δ Δημοτικοῦ!». Κάποια βραδυά είχαμε συγκεντρωθεί μια ομάδα μαζί μʼ έναν Αγιορείτη. Νύχτωσε. Ο καιρός ήταν ανταριασμένος κι απειλητικός. Όμως κοντά στον Γέροντα και για όσους ακόμη δεν ήσαν μαθημένοι στην σκοτεινή νύχτα της φύσης, δεν ταραζότανε η γαλήνη. Ο Γέροντας μιλούσε για την διαφορά της ταπεινοφροσύνης από το πλέγμα της κατωτερότητας.
«Ο ταπεινός, έλεγε, δεν είναι μια προσωπικότητα διαλυμένη. Έχει συνείδηση της κατάστασής του αλλά δεν έχει χάσει το κέντρο της προσωπικότητάς του. Ξέρει την αμαρτωλότητά του, τη μικρότητά του και δέχεται τις παρατηρήσεις του πνευματικού του, των αδελφών του. Λυπάται αλλά δεν απελπίζεται. Θάβεται, αλλά δεν εξουθενώνεται και δεν οργίζεται. Ο κυριευμένος από το πλέγμα κατωτερότητας εξωτερικά και στην αρχή μοιάζει με τον ταπεινό. Αν όμως λίγο τον θίξεις η τον συμβουλεύσεις, τότε το αρρωστημένο εγώ εξανίσταται, ταράζεται, χάνει κι αυτή την λίγη ειρήνη που έχει. Το ίδιο, έλεγε, συμβαίνει και με τον παθολογικά μελαγχολικό σε σχέση με τον μετανοούντα αμαρτωλό. «Ο μελαγχολικός περιστρέφεται κι ασχολείται με τον εαυτό του και μόνο. Ο αμαρτωλός που μετανοεί κι εξομολογείται βγαίνει απʼτόν εαυτό του. Αυτό το μεγάλο έχει η πίστη μας, τον εξομολόγο. Τον πνευματικό. Έτσι και το ʽπες στο Γέροντα κι έλαβες συγχώρεση μη γυρνάς πίσω». Αυτό το τόνιζε πολύ. Να μην ξαναγυρνά κανείς στα προηγούμενα αλλά να προχωρά. Μεγάλη σημασία έδινε επίσης στη νηστεία χωρίς ακρότητες και υπερβολές, αλλά υπογραμμίζοντας την καθαρτική της σημασία.
Οι συζητήσεις όμως με τον π. Πορφύριο άγγιζαν ποικίλα θέματα. Μερικές φορές μάλιστα μας προκαλούσε έκπληξη το πλάτος των ενδιαφερόντων του. Ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα βιαζόμαστε να φύγουμε. Του είπα τον λόγο: θα πηγαίναμε να παρακολουθήσουμε μια συναυλία στο Ηρώδειο. Το ανέφερα έτσι σχεδόν επίτηδες, για να δω τις αντιδράσεις του. Έμεινα κατάπληκτος όταν και το μουσουργό ήξερε και τον ερμηνευτή και μου μίλησε με πολύ εύστοχες παρατηρήσεις. Ο Παππούλης της Δ Δημοτικοῦ! Ρώτησα επίσης αυτούς που πήγαιναν παλαιότερα από εμένα και ήξεραν περισσότερες λεπτομέρειες για τον Γέροντα, τι χρειαζόταν εκεί η κεραία. Κι έμαθα ότι ο Γέροντας κάποτε καταγινότανε με την κατασκευή κάποιου είδους δέκτου με γαληνίτη. Του άρεσε εκτός από την καλλιέργεια της γης -που άλλωστε η μεγάλη ήδη ηλικία του και η ευαίσθητη υγεία του δεν του επέτρεπαν να ασχολείται -να καταπιάνεται με τα τεχνικά.
Ανάφερα κιόλας την δικής του έμπνευσης ξυλόσομπα, που μας μάζευε τις χειμωνιάτικες μέρες μετά την εκκλησία κι αρχίζαμε ατέρμονες συζητήσεις περιμένοντας την ώρα να δει έναν-έναν ο Γέροντας, ενώ η κυρά -Χαρίκλεια (η σημερινή Γερόντισσα Πορφυρία), αδελφή του Γέροντα, μας φρόντιζε με καφέ και κάθε άλλο κέρασμα. Μαζευόντουσαν εκεί αδελφωμένοι θεολόγοι, κληρικοί,Έλληνες και Σέρβοι, δικαστές, φιλόσοφοι, γιατροί, παιδαγωγοί, καθηγητές, φοιτητές και είχε μια ζεστασιά η συντροφιά, που και να έσβηνε η σόμπα δεν θα το νιώθαμε.
Συχνά ρωτούσαμε τον Γέροντα για αποφάσεις κι επιλογές στη ζωή μας. Είχε πάντα μια απάντηση. Άλλοτε αναμενόμενη κι άλλοτε αναπάντεχη. Δεν συνιστούσε παραίτηση κι απομάκρυνση από τις δραστηριότητες. Κάθε άλλο. Επέμενε όμως στον απλό τρόπο ζωής στην εξοχή. Ένα περίπατο στο βουνό το θεωρούσε σπουδαία ψυχαγωγία.
Ο αείμνηστος Παναγιώτης Νέλλας τον ρωτούσε συχνά για την Σύναξη κι έπαιρνε τη σωστή απάντηση.
Είναι γνωστό ότι ο π. Πορφύριος είχε διορατικό και προορατικό χάρισμα. Πολλοί πήγαιναν να εξομολογηθούν και τους αποκάλυπτε τις πράξεις τους. Όμως το χάρισμα αυτό το χρησιμοποιούσε με μεγάλη διάκριση και για λόγους ποιμαντικούς.Όταν ήταν αναγκαίο. Σπάνια, όταν ήταν σε πολύ καλή διάθεση και έκανε τους μακρούς περιπά
τους του για να ξεκουραστεί λίγο, ρωτούσε με εκείνο το καλοκάγαθο χαμόγελό του για την πατρίδα κάποιου της συντροφιάς. Κι ενώ δεν είχε πάει ο ίδιος διέκοπτε και συνέχιζε την περιγραφή. Αυτό το χάρισμα όμως του προκαλούσε και πολλές στεναχώριες. Πολλοί το παραξήλωναν και πήγαιναν σʼαύτόν χωρίς μετάνοια και πίστη στον Θεό, απλά και μόνο από περιέργεια η για να πληροφορηθούν τα μέλλοντα. Ο Γέροντας φυσικά τηρούσε την ανάλογη στάση. Κάποτε όμως κι άνθρωποι, που ξεκινούσαν από τέτοιες «πονηρές» προθέσεις, έβρισκαν στο Γέροντα την πίστη και τη σωτηρία τους. Άλλος πάλι πειρασμός ήταν κάποιοι αιρετικοί η και πλανεμένοι(γλωσσολαλίες κλπ.) Ο Γέροντας ήταν κατηγορηματικός κι ανένδοτος σʼαυτές τις περιπτώσεις και διεχώριζε απερίφραστα τη θέση του, στηλιτεύοντας την πλάνη τους και καταδικάζοντας την αίρεση. Γιατί ο ίδιος τόνιζε πάντα μόνη σωτήρια οδό την Εκκλησία και όχι κάποιες «προσωπικές» η άλλου ανάλογου είδους «κινήσεις» .
Ο π.Πορφύριος πρόσφερε το λόγο της σωτηρίας και έδινε την ανάπαυση στις ψυχές όλων απλά χωρίς προκαθορισμένο πρόγραμμα, ομιλίες, «εκδηλώσεις» κτλ. Καθισμένος στα βράχια η κατάχαμα μας αποκάλυπτε μυστήρια κι αλήθειες. Μιλώντας για τη μεγάλη σημασία που έχουν οι μετάνοιες και δείχνοντάς μας το σωστό τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνεται η «μετάνοια», μας ερμήνευε τη σημασία της μετοχής του σώματος στην προσευχή και την ενότητα της ψυχοσωματικής υπόστασης του ανθρώπου. Μα εκείνο που φυσικά τον έκανε να λάμπει με παιδιάστικη χαρά ήταν να μιλάει για την νοερά προσευχή. Με την καθαρή, λίγο αδύναμη, φωνή του και με μια χαριτωμένη χειρονομία υπογραμμίζοντας έλεγε αργά μια-μια τις λέξεις: «Κύριε, ημών, Ιησού Χριστέ, ελέησον με». Και πρόσθεσε κάποτε σε μια τέτοια συζήτηση: «Εμένα μου έδωσε τη χάρη ο Θεός νʼασχοληθώ πολύ με αυτή την εργασία». «Εργασία» ονόμαζε την άσκησή του στην καρδιακή προσευχή. «Αυτή η εργασία είναι πολύ χρήσιμη για όλους τους πιστούς. Καθαρίζει την ψυχή και κρατάει το νου». Στις περισσότερες συζητήσεις κάτι θα έλεγε για την ευχή. Αργότερα, όταν είχε πρόχειρα εγκαταβιώσει στο Μίλεσι του Ωρωπού (πριν ακόμη ανεγερθούν το κτίρια του Ησυχαστηρίου) ονειρευότανε τη δημιουργία ενός χώρου κατάλληλου που θα αφιερωνότανε στην «εργασία αυτή».
Το σπουδαιότερο όμως έργο ετελεσιουργείτο μέσα στον άδυτο χώρο της ψυχής του καθενός. Κι αυτό μένει ερμητικά κλεισμένο, γνωστό μόνο στο Θεό και σʼαυτούς που δέχονται την ευεργετική αύρα της Θείας ενεργείας. Έτσι αυτά δεν λέγονται και δεν γράφονται. Όμως και οι άλλοι βλέπουν κάποτε συγκλονιστικές αλλαγές σε ανθρώπους, που μοιάζουν να έχουν φτάσει στο βάθος της αβύσσου, να μεταβάλλονται τώρα σε τέκνα φωτός.
Τα τελευταία χρόνια ήταν τις περισσότερες ώρες στο κρεββάτι. Άλλωστε όλη τη ζωή του ήταν φιλάσθενος και αδύναμος. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να πηγαίνει συχνά, συχνότατα στο Άγιον Όρος και μάλιστα στο δυσπρόσιτο τόπο του κελλιού του. Ούτε τον εμπόδιζε από το να παλεύει συχνά με τους δαίμονες σώμα με σώμα για να ελευθερώσει τις ψυχές βασανισμένων ανθρώπων, που πρόστρεχαν ζητώντας τη βοήθεια του. Γαλήνιος πάντα, όταν δεν μπορούσε σχεδόν να μιλήσει ευλογούσε από το κρεββάτι του και ψιθύριζε πως μας σκέφτεται και προσεύχεται για μας.
Ο π.Πόρφύριος τώρα έφυγε για τον Ουρανό περνώντας απʼτήν Πύλη του Ουρανού, το Άγιον Όρος. Κι από κει μας ευλογεί. Κι εμείς κρατάμε στην καρδιά μας την ιερή ανάμνηση του πολύτιμη παρακαταθήκη. Γαληνεύει η ψυχή μας με την εικόνα εκείνη της πραότητας και της ειρήνης του κοντόσωμου με το μαύρο μάλλινο σκούφο Γερούλη, που ο Θεός εχαρίτωσε στους έσχατους τούτους καιρούς για να στηρίξει τις ψυχές των συγχρόνων Ορθοδόξων.
Περιοδικό «Ορθόδοξη Μαρτυρία» τεύχος 36, 1992
ΝΙΚΟΣ ΖΙΑΣ (Διευθυντής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Υπουργείου Πολιτισμού Καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών)
Στο Όρος των Αμώμων, την Πεντέλη, το πιο ήρεμο και φιλικό βουνό της Αττικής, γνωρίσαμε το Γέροντα Πορφύριο. Μας πρωτομίλησε για το Γέροντα Αγιορείτης ηγούμενος έμπειρος στην πνευματική ζωή, αλλά και γνώστης των πολύπτυχων προβλημάτων της σύγχρονης ζωής στον κόσμο. Παρʼόλα όμως αυτά ξεκινήσαμε με κάποιες επιφυλάξεις να συναντήσουμε το μοναχό αυτόν στην Πεντέλη.
Ο π.Πορφύριος ζούσε σε προχειροεπισκευασμένα κελλάκια στο Μετόχι της Μονής Αγίας Τριάδος (Πεντέλης) τον Άγιο Νικόλαο στα Καλλίσια.
Για να φτάσεις εκεί, πρέπει να αφήσεις το αυτοκίνητο σʼένα ξέφωτο κι από εκεί να περπατήσεις κάτι λιγότερο από μισή ώρα. Το μονοπάτι ξεκινάει στο ίσιωμα. Έπειτα στενεύει και περπατάς στο φρύδι σχεδόν του βράχου. Κυκλάμινα συμπαραστέκονται στον οδοιπόρο. Παραπέρα, αφού κατέβεις μια κατηφόρα και διαβείς μικρό ρυάκι, μπαίνεις σε σκιερό πευκοδάσος. Έπειτα ανηφορίζεις πάλι και αφού περάσεις δίπλα από χαλάσματα, βρίσκεσαι σε βραχόσπαρτο ξέφωτο,όπου έχει κτιστεί πριν τριακόσια ίσως χρόνια το μοναστηράκι από το οποίο σήμερα σώζονται κυρίως ο χαριτωμένος μικρός τρουλλωτός ναός του Αγίου Νικολάου.
Βαδίζοντας στο στενό μονοπάτι ξέκοβες σιγά - σιγά από την πολύβουη πόλη της Αθήνας των μηχανών και των ρύπων και χωρίς να το καταλαβαίνεις έμπαινες σʼέναν άλλο κόσμο. Τη μέρα η πόλη κάτω ξαπλωνότανε στη θολή της νωχέλεια. Τη νύχτα συχνά λαμπυρίζουν μακρινά τα φώτα. Στα Καλλίσια όμως δεν είχε ηλεκτρικό. Κεριά και λίγα καντήλια στο εκκλησάκι την ώρα του Εσπερινού αχνοφωτίζουν τις εξίτηλες μορφές των Αγίων και τις γυμνές πέτρες. Πετρόλαμπα φώτιζε τα λίγα κελλιά και το μικρό «αρχονταρίκι» που το ζέσταινε τον χειμώνα αυτοσχέδια σόμπα για καυσόξυλα. Μόνη τεχνολογική παρουσία έξω απʼτά κελλιά: τεντωμένο σύρμα για κεραία ραδιοφώνου.
Τον χειμώνα ο παπα- Πορφύριος φώλιαζε δίπλα στην σόμπα. Το καλοκαίρι περπατούσε έξω στο μικρό υψίπεδο με τα βράχια η στα κηπάκια που καλλιεργούσε στα χαμηλότερα απάγγια της Μονής. Όταν ο καιρός ήταν καλός, εξομολογούσε στην εκκλησία. Τότες, όπως όταν πρωτοπήγαμε, περιμέναμε έξω στην αυλή κάνοντας γνωριμίες με ανθρώπους που βλέπαμε για πρώτη φορά, αλλά γρήγορα νιώθαμε μια απροσδόκητη φιλία και τρυφερότητα στην καρδιά μας. Ισως και σαν συνδετικό στοιχείο να λειτουργούσε η εσωτερική ανάγκη και κάποιος πόνος, που μας οδηγούσε όλους στα όρη, όπου περιμέναμε τη βοήθεια.
Η πρώτη συνάντηση με τον π. Πορφύριο ήταν πολύ ήρεμη και φιλική. Χωρίς καμμία βλοσυρότητα η κατήφεια, που μπορούσε να φανταστεί κανείς ακούγοντας για Γέροντα ασκητή. Γαλήνιος και συγκαταβατικός άκουγε αιχμηρές αποκαλύψεις των άστατων ψυχών, σαν να ήταν κοινές καθημερινές κουβέντες. Σαν να ήταν πράγματα που ήξερε. Με την πρώτη γνωριμία όλες οι επιφυλάξεις διαλύθηκαν. Καμμιά απάνθρωπη αυστηρότητα. Μόνο φιλάδελφη αγάπη και συγχωρητικότητα. Ακούει , προσεύχεται συνάμα με το κομποσχοίνι, ευλογεί και συγχωρεί.
«Μεγάλο πράγμα ο πνευματικός», θα μας πει αργότερα. «Γιʼ αυτό στην Ορθοδοξία δεν υπάρχει απελπισία. Δεν υπάρχει αδιέξοδο. Γιατί υπάρχει ο πνευματικός, που έχει τη χάρη να συγχωρεί. Να λευτερώνει τους προστρέχοντες, εναποθέτοντας στο πετραχήλι του τα βάρη της ψυχής τους» Το ιλαρό φως της δύσης μακρυά στην Πειραϊκή μαζί με το λόγο του Γέροντα γαληνεύουν τις τρικυμισμένες ψυχές.
Στις πολλές αναβάσεις που ακολουθούν, δειλινά η πρωϊνά, νύχτεςκαί μεσημέρια, κάθε φορά που σφίγγεται η καρδιά και μοιάζει ο ορίζοντας κλειστός κι ο δρόμος αδιέξοδος, κάθε φορά που παίρνουμε το μονοπάτι με τις αιχμηρές πέτρες και τα ανοιχτόχρωμα κυκλάμινα, κάθε φορά που ο Παππούλης μας περιμένει και μας υποδέχεται, για να ξεφορτώσει τα βάρη από τις καρδιές.
Ένα απογευματινό ανοιξιάτικο τον βρίσκουμε να φροντίζει τις φράουλες ξαπλωμένος σχεδόν στη γη.
Διαλέγει φράουλες και μας προσφέρει να γευτούμε τους καρπούς της γης. Και κει κουβεντιάζουμε. Χωρίς πολλές συμβουλές και ηθικολογίες τέμνει βαθειά την ψυχή και ρίχνει το βάλσαμο της χάρης του Θεού. Ακτινοβολεί τέτοιες ώρες και λάμπει και χαίρεται σαν παιδί. Μας μιλάει ασταμάτητα για την ευχή. Για τη νοερά προσευχή. Άλλοτε μας λέει και μας εξηγεί τη σημασία της ευλογίας από τον ιερέα για το χειροφίλημα. «Το χέρι του ιερέα!»λέει με θαυμασμό και έκσταση. «Τι σπουδαίο πράγμα, ε! Τι μυστήριο!». Μιλάει απλά και ταπεινά τονίζοντας κι επαναλαμβάνοντας πως ξέρει πολύ λίγα γράμματα: «Δ Δημοτικοῦ!». Κάποια βραδυά είχαμε συγκεντρωθεί μια ομάδα μαζί μʼ έναν Αγιορείτη. Νύχτωσε. Ο καιρός ήταν ανταριασμένος κι απειλητικός. Όμως κοντά στον Γέροντα και για όσους ακόμη δεν ήσαν μαθημένοι στην σκοτεινή νύχτα της φύσης, δεν ταραζότανε η γαλήνη. Ο Γέροντας μιλούσε για την διαφορά της ταπεινοφροσύνης από το πλέγμα της κατωτερότητας.
«Ο ταπεινός, έλεγε, δεν είναι μια προσωπικότητα διαλυμένη. Έχει συνείδηση της κατάστασής του αλλά δεν έχει χάσει το κέντρο της προσωπικότητάς του. Ξέρει την αμαρτωλότητά του, τη μικρότητά του και δέχεται τις παρατηρήσεις του πνευματικού του, των αδελφών του. Λυπάται αλλά δεν απελπίζεται. Θάβεται, αλλά δεν εξουθενώνεται και δεν οργίζεται. Ο κυριευμένος από το πλέγμα κατωτερότητας εξωτερικά και στην αρχή μοιάζει με τον ταπεινό. Αν όμως λίγο τον θίξεις η τον συμβουλεύσεις, τότε το αρρωστημένο εγώ εξανίσταται, ταράζεται, χάνει κι αυτή την λίγη ειρήνη που έχει. Το ίδιο, έλεγε, συμβαίνει και με τον παθολογικά μελαγχολικό σε σχέση με τον μετανοούντα αμαρτωλό. «Ο μελαγχολικός περιστρέφεται κι ασχολείται με τον εαυτό του και μόνο. Ο αμαρτωλός που μετανοεί κι εξομολογείται βγαίνει απʼτόν εαυτό του. Αυτό το μεγάλο έχει η πίστη μας, τον εξομολόγο. Τον πνευματικό. Έτσι και το ʽπες στο Γέροντα κι έλαβες συγχώρεση μη γυρνάς πίσω». Αυτό το τόνιζε πολύ. Να μην ξαναγυρνά κανείς στα προηγούμενα αλλά να προχωρά. Μεγάλη σημασία έδινε επίσης στη νηστεία χωρίς ακρότητες και υπερβολές, αλλά υπογραμμίζοντας την καθαρτική της σημασία.
Οι συζητήσεις όμως με τον π. Πορφύριο άγγιζαν ποικίλα θέματα. Μερικές φορές μάλιστα μας προκαλούσε έκπληξη το πλάτος των ενδιαφερόντων του. Ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα βιαζόμαστε να φύγουμε. Του είπα τον λόγο: θα πηγαίναμε να παρακολουθήσουμε μια συναυλία στο Ηρώδειο. Το ανέφερα έτσι σχεδόν επίτηδες, για να δω τις αντιδράσεις του. Έμεινα κατάπληκτος όταν και το μουσουργό ήξερε και τον ερμηνευτή και μου μίλησε με πολύ εύστοχες παρατηρήσεις. Ο Παππούλης της Δ Δημοτικοῦ! Ρώτησα επίσης αυτούς που πήγαιναν παλαιότερα από εμένα και ήξεραν περισσότερες λεπτομέρειες για τον Γέροντα, τι χρειαζόταν εκεί η κεραία. Κι έμαθα ότι ο Γέροντας κάποτε καταγινότανε με την κατασκευή κάποιου είδους δέκτου με γαληνίτη. Του άρεσε εκτός από την καλλιέργεια της γης -που άλλωστε η μεγάλη ήδη ηλικία του και η ευαίσθητη υγεία του δεν του επέτρεπαν να ασχολείται -να καταπιάνεται με τα τεχνικά.
Ανάφερα κιόλας την δικής του έμπνευσης ξυλόσομπα, που μας μάζευε τις χειμωνιάτικες μέρες μετά την εκκλησία κι αρχίζαμε ατέρμονες συζητήσεις περιμένοντας την ώρα να δει έναν-έναν ο Γέροντας, ενώ η κυρά -Χαρίκλεια (η σημερινή Γερόντισσα Πορφυρία), αδελφή του Γέροντα, μας φρόντιζε με καφέ και κάθε άλλο κέρασμα. Μαζευόντουσαν εκεί αδελφωμένοι θεολόγοι, κληρικοί,Έλληνες και Σέρβοι, δικαστές, φιλόσοφοι, γιατροί, παιδαγωγοί, καθηγητές, φοιτητές και είχε μια ζεστασιά η συντροφιά, που και να έσβηνε η σόμπα δεν θα το νιώθαμε.
Συχνά ρωτούσαμε τον Γέροντα για αποφάσεις κι επιλογές στη ζωή μας. Είχε πάντα μια απάντηση. Άλλοτε αναμενόμενη κι άλλοτε αναπάντεχη. Δεν συνιστούσε παραίτηση κι απομάκρυνση από τις δραστηριότητες. Κάθε άλλο. Επέμενε όμως στον απλό τρόπο ζωής στην εξοχή. Ένα περίπατο στο βουνό το θεωρούσε σπουδαία ψυχαγωγία.
Ο αείμνηστος Παναγιώτης Νέλλας τον ρωτούσε συχνά για την Σύναξη κι έπαιρνε τη σωστή απάντηση.
Είναι γνωστό ότι ο π. Πορφύριος είχε διορατικό και προορατικό χάρισμα. Πολλοί πήγαιναν να εξομολογηθούν και τους αποκάλυπτε τις πράξεις τους. Όμως το χάρισμα αυτό το χρησιμοποιούσε με μεγάλη διάκριση και για λόγους ποιμαντικούς.Όταν ήταν αναγκαίο. Σπάνια, όταν ήταν σε πολύ καλή διάθεση και έκανε τους μακρούς περιπά
τους του για να ξεκουραστεί λίγο, ρωτούσε με εκείνο το καλοκάγαθο χαμόγελό του για την πατρίδα κάποιου της συντροφιάς. Κι ενώ δεν είχε πάει ο ίδιος διέκοπτε και συνέχιζε την περιγραφή. Αυτό το χάρισμα όμως του προκαλούσε και πολλές στεναχώριες. Πολλοί το παραξήλωναν και πήγαιναν σʼαύτόν χωρίς μετάνοια και πίστη στον Θεό, απλά και μόνο από περιέργεια η για να πληροφορηθούν τα μέλλοντα. Ο Γέροντας φυσικά τηρούσε την ανάλογη στάση. Κάποτε όμως κι άνθρωποι, που ξεκινούσαν από τέτοιες «πονηρές» προθέσεις, έβρισκαν στο Γέροντα την πίστη και τη σωτηρία τους. Άλλος πάλι πειρασμός ήταν κάποιοι αιρετικοί η και πλανεμένοι(γλωσσολαλίες κλπ.) Ο Γέροντας ήταν κατηγορηματικός κι ανένδοτος σʼαυτές τις περιπτώσεις και διεχώριζε απερίφραστα τη θέση του, στηλιτεύοντας την πλάνη τους και καταδικάζοντας την αίρεση. Γιατί ο ίδιος τόνιζε πάντα μόνη σωτήρια οδό την Εκκλησία και όχι κάποιες «προσωπικές» η άλλου ανάλογου είδους «κινήσεις» .
Ο π.Πορφύριος πρόσφερε το λόγο της σωτηρίας και έδινε την ανάπαυση στις ψυχές όλων απλά χωρίς προκαθορισμένο πρόγραμμα, ομιλίες, «εκδηλώσεις» κτλ. Καθισμένος στα βράχια η κατάχαμα μας αποκάλυπτε μυστήρια κι αλήθειες. Μιλώντας για τη μεγάλη σημασία που έχουν οι μετάνοιες και δείχνοντάς μας το σωστό τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνεται η «μετάνοια», μας ερμήνευε τη σημασία της μετοχής του σώματος στην προσευχή και την ενότητα της ψυχοσωματικής υπόστασης του ανθρώπου. Μα εκείνο που φυσικά τον έκανε να λάμπει με παιδιάστικη χαρά ήταν να μιλάει για την νοερά προσευχή. Με την καθαρή, λίγο αδύναμη, φωνή του και με μια χαριτωμένη χειρονομία υπογραμμίζοντας έλεγε αργά μια-μια τις λέξεις: «Κύριε, ημών, Ιησού Χριστέ, ελέησον με». Και πρόσθεσε κάποτε σε μια τέτοια συζήτηση: «Εμένα μου έδωσε τη χάρη ο Θεός νʼασχοληθώ πολύ με αυτή την εργασία». «Εργασία» ονόμαζε την άσκησή του στην καρδιακή προσευχή. «Αυτή η εργασία είναι πολύ χρήσιμη για όλους τους πιστούς. Καθαρίζει την ψυχή και κρατάει το νου». Στις περισσότερες συζητήσεις κάτι θα έλεγε για την ευχή. Αργότερα, όταν είχε πρόχειρα εγκαταβιώσει στο Μίλεσι του Ωρωπού (πριν ακόμη ανεγερθούν το κτίρια του Ησυχαστηρίου) ονειρευότανε τη δημιουργία ενός χώρου κατάλληλου που θα αφιερωνότανε στην «εργασία αυτή».
Το σπουδαιότερο όμως έργο ετελεσιουργείτο μέσα στον άδυτο χώρο της ψυχής του καθενός. Κι αυτό μένει ερμητικά κλεισμένο, γνωστό μόνο στο Θεό και σʼαυτούς που δέχονται την ευεργετική αύρα της Θείας ενεργείας. Έτσι αυτά δεν λέγονται και δεν γράφονται. Όμως και οι άλλοι βλέπουν κάποτε συγκλονιστικές αλλαγές σε ανθρώπους, που μοιάζουν να έχουν φτάσει στο βάθος της αβύσσου, να μεταβάλλονται τώρα σε τέκνα φωτός.
Τα τελευταία χρόνια ήταν τις περισσότερες ώρες στο κρεββάτι. Άλλωστε όλη τη ζωή του ήταν φιλάσθενος και αδύναμος. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να πηγαίνει συχνά, συχνότατα στο Άγιον Όρος και μάλιστα στο δυσπρόσιτο τόπο του κελλιού του. Ούτε τον εμπόδιζε από το να παλεύει συχνά με τους δαίμονες σώμα με σώμα για να ελευθερώσει τις ψυχές βασανισμένων ανθρώπων, που πρόστρεχαν ζητώντας τη βοήθεια του. Γαλήνιος πάντα, όταν δεν μπορούσε σχεδόν να μιλήσει ευλογούσε από το κρεββάτι του και ψιθύριζε πως μας σκέφτεται και προσεύχεται για μας.
Ο π.Πόρφύριος τώρα έφυγε για τον Ουρανό περνώντας απʼτήν Πύλη του Ουρανού, το Άγιον Όρος. Κι από κει μας ευλογεί. Κι εμείς κρατάμε στην καρδιά μας την ιερή ανάμνηση του πολύτιμη παρακαταθήκη. Γαληνεύει η ψυχή μας με την εικόνα εκείνη της πραότητας και της ειρήνης του κοντόσωμου με το μαύρο μάλλινο σκούφο Γερούλη, που ο Θεός εχαρίτωσε στους έσχατους τούτους καιρούς για να στηρίξει τις ψυχές των συγχρόνων Ορθοδόξων.
Περιοδικό «Ορθόδοξη Μαρτυρία» τεύχος 36, 1992