Η αντιμετώπιση του θανάτου

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
toula
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 39776
Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ

Η αντιμετώπιση του θανάτου

Δημοσίευση από toula »

Η αντιμετώπιση του θανάτου

Πολλά πράγματα θέλουμε να μαθαίνουμε και να κατανοούμε, προπαντός όμως τον καιρό που θα γίνει η συντέλεια του κόσμου. Ο από­στολος Παύλος, για να περιορίσει την άκαιρη αυτή πολυπραγμοσύνη μας, γράφει σε μιαν επιστολή του: «Σχετικά με το χρόνο του ερχομού του Κυρίου, αδελ­φοί, δεν χρειάζεται να σας γράψω, γιατί κι εσείς το ξέ­ρετε πολύ καλά, ότι η ημέρα του Κυρίου θα έρθει απροειδοποίητα, όπως ο κλέφτης τη νύχτα» (Α' Θεσ. 5:1-2).

Τί θα κερδίσουμε, δηλαδή, αν γνωρίζουμε πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού; Πέστε μου. Ας υποθέσουμε ότι θα γίνει ύστερ' από είκοσι χρόνια ή τριάντα ή εκατό. Ποιά σημασία μπορεί να έχει αυτό για μας; Μήπως για τον καθένα μας η συντέλεια δεν έρχεται με το τέλος της ζωής του; Γιατί, λοιπόν, πο­νοκεφαλιάζεις και βασανίζεσαι για το τέλος του κό­σμου; Δυστυχώς, όμως, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, στις οποίες αδιαφορούμε για τα ζητήματα που μας αφορούν άμεσα και καταπιανόμα­στε με τα ζητήματα των άλλων, παραμελούμε τις δικές μας υποθέσεις και φροντίζουμε για τις ξένες, έτσι και σε τούτη την περίπτωση· αντί ο καθένας μας να ενδιαφέρεται για το δικό του τέλος, θέλουμε να μάθουμε με λεπτομέρειες πώς και πότε θα έρθει το κοινό τέλος όλων μας.

Αν θέλετε να πληροφορηθείτε, γιατί είναι άγνω­στο στον καθένα μας το τέλος της ζωής του και γιατί ο θάνατος έρχεται ξαφνικά, όπως ο κλέφτης τη νύ­χτα, θα σας το πω, καθώς μάλιστα νομίζω ότι σωστά γίνεται έτσι. Αν, λοιπόν, ο καθένας μας ήξερε τη χρο­νική στιγμή του θανάτου του, κανείς μας δεν θα φρό­ντιζε να κάνει ενάρετα έργα, όσο θα ζούσε, αλλά, γνω­ρίζοντας ποια θα ήταν η τελευταία μέρα της ζωής του, αφού πρώτα θα έκανε αμέτρητα κακά, θα μετανοούσε λίγο πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του και θα έφευ­γε για την άλλη ζωή απαλλαγμένος από τις αμαρτίες του. Αν δηλαδή τώρα, που ο φόβος από την άγνοια του χρόνου του θανάτου συγκλονίζει τις ψυχές μας, αφού περάσουμε όλη μας τη ζωή μέσα στην αμαρτία, μόλις στις τελευταίες μας στιγμές αποφασίζουμε οι περισσότεροι να μετανοήσουμε, εφόσον βέβαια προ­λάβουμε, ποιος από μας θα φρόντιζε για την αρετή, αν ξέραμε σίγουρα το πότε θα πεθάνουμε; Τίποτα δεν θα διστάζαμε να πράξουμε ως την ημέρα εκείνη. Από τους εχθρούς μας θα παίρναμε εκδίκηση, όσους θέλα­με θα σκοτώναμε, τα άγρια πάθη της ψυχής μας θα ικανοποιούσαμε σε βάρος των συνανθρώπων μας, και μετά, πριν πεθάνουμε, θα... μετανοούσαμε!

Πέρα απ’ αυτό, ούτε πράξεις αληθινής αυτοθυσίας θα υπήρχαν ούτε οι γενναιόψυχοι άνθρωποι θα είχαν καμιάν ανταμοιβή, γιατί, όταν θ' αντιμετώπιζαν τολ­μηρά και ατρόμητα τους διάφορους κινδύνους, θα αντλούσαν το θάρρος τους από τη βεβαιότητα ότι δεν ήρθε η ώρα να πεθάνουν. Και ο πιο δειλός ακόμα θα ριχνόταν αδίσταχτα στη φωτιά, έχοντας τη γνώση ότι δεν κινδυνεύει να πάθει κανένα κακό. Γιατί αυτός που γνωρίζει ότι μπορεί να χάσει τη ζωή του σε κάποιον κίνδυνο και εντούτοις δεν διστάζει να εκτεθεί στον κίνδυνο αυτό, αποδεικνύει με ασφάλεια τη γενναιό­τητα και την αυτοθυσία του.

Όποιος έχει πραγματικά φιλοσοφημένη σκέψη και κατευθύνεται από την ελπίδα των μελλοντικών αγα­θών, ούτε και το θάνατο θα θεωρήσει σαν θάνατο. Ο δίκαιος, δηλαδή, που βαδίζει στο δρόμο του Θεού και καθημερινά περιμένει να μπει στη βασιλεία Του, δεν ταράζεται, δεν αναστατώνεται, δεν στενοχωριέται, όταν έρχεται αντιμέτωπος με το θάνατο, όταν λ.χ. αντικρύσει νεκρό κάποιον συγγενή ή φίλο του. Γιατί γνω­ρίζει ότι ο θάνατος, γι' αυτούς που έζησαν ενάρετα στη γη, δεν είναι παρά μετάθεση σε μια καλύτερη ζωή, ταξίδι για έναν καλύτερο τόπο, δρόμος που οδηγεί στα στεφάνια.

Γι' αυτό μπροστά στις πόλεις και στα χωριά υπάρ­χουν τα κοιμητήρια και οι τάφοι, για να μας θυμίζουν συνέχεια την ανθρώπινη θνητότητα. Έτσι, καθώς μπαίνουμε σε μια μεγάλη και πλούσια πόλη ή σ' ένα ωραίο και γραφικό χωριό, πριν δούμε τις ομορφιές και τα αξιοθέατά τους, βλέπουμε το τέλος και την κα­τάληξη κάθε ομορφιάς, κάθε πλούτου, κάθε δόξας.

Όταν, πάλι, ένας άνδρας και μια γυναίκα πα­ντρεύονται, υπογράφουν συχνά ένα συμβόλαιο, με το οποίο ρυθμίζουν από πριν την τύχη της περιουσίας τους σε περίπτωση θανάτου του ενός ή του άλλου: «Αν ο σύζυγος πεθάνει πριν από τη σύζυγο, θα γίνει τούτο. Αν η σύζυγος πεθάνει πριν από το σύζυγο, θα γίνει τούτο και τούτο». Καλά-καλά δεν γνωρίστη­καν ακόμα, καλά-καλά τη ζωή τους δεν άρχισαν, και το θάνατο σκέφτονται. Πολλές φορές, μάλιστα, το συμ­βόλαιο αναφέρει τι θα γίνει, αν πεθάνει το παιδί, που θα γεννήσουν: «Αν το παιδί, που θα γεννηθεί, πεθά­νει, θα γίνει αυτό κι αυτό». Ακόμα δεν φάνηκε ο από­γονος, και εκδόθηκε η απόφαση του θανάτου του!

Τί θέλω να πω με όλα αυτά; Ότι, πηγαίνοντας στο συμβολαιογραφείο για τη σύνταξη ενός συμβολαίου, ο καθένας γνωρίζει πως ο θάνατος θα επισκεφθεί κά­ποια στιγμή τον ίδιο ή έναν δικό του άνθρωπο. Το θε­ωρεί απόλυτα φυσιολογικό και αναπόφευκτο. Όταν, όμως, έρθει ο θάνατος, ξεχνάει όσα έγραψε και άλλα λέει. "Έπρεπε να πάθω εγώ τέτοιο πράγμα;", φωνά­ζει με θρήνους και αναστεναγμούς ο άντρας που χή­ρεψε. "Περίμενα να με βρει τέτοια συμφορά και να χάσω τη γυναίκα μου;". Τί λες, άνθρωπέ μου; Όταν ήσουνα, ή μάλλον νόμιζες πως ήσουνα, μακριά από το θάνατο, ήξερες καλά τους φυσικούς νόμους· τώρα που έπαθες τη συμφορά, τους ξέχασες; Ίσως να πήρε ο Θεός τη γυναίκα σου, επειδή θέλει να σε οδηγήσει στην εγκράτεια, επειδή σε θεωρεί ικανό για μεγαλύ­τερους αγώνες, για ανώτερη πνευματική ζωή, και γι' αυτό σε ελευθέρωσε από τον συζυγικό δεσμό.

Κι εσύ πάλι, η γυναίκα, που έχασες τον άντρα σου, γιατί κλαις; Μήπως επειδή έχασες τον προστάτη σου κι έμεινες έρημη στον κόσμο; Ποτέ μην πεις κάτι τέ­τοιο. Γιατί δεν έχασες το Θεό, που είναι ο πραγματι­κός προστάτης όλων μας. Αφού έχεις βοηθό το Θεό, δεν έχεις ανάγκη από κανέναν άλλο. Μήπως, και όταν ζούσε ο άντρας σου, ο Θεός δεν ήταν που σας τα έδι­νε όλα; Αυτό να σκέφτεσαι και να λες, όπως ο Δαβίδ: «Ο Κύριος είναι το φως μου και ο σωτήρας μου, ποι­όν θα φοβηθώ; Ο Κύριος είναι ο υπερασπιστής της ζωής μου, τί θα με κάνει να δειλιάσω;» (Ψαλμ. 26:1). Τώρα πια Αυτός, «ο πατέρας των ορφανών και συ­μπαραστάτης των χηρών» (Ψαλμ. 67:6), θα φροντίζει για σένα περισσότερο απ’ όσο φρόντιζε πριν.
Βλέπεις, λοιπόν, ένα συγγενή σου να φεύγει απ’ αυτόν τον κόσμο; Μην τρομάζεις, μη θρηνείς, μη συ­ντρίβεσαι. Συγκεντρώσου στον εαυτό σου, εξέτασε τη συνείδησή σου και σκέψου ότι σε λίγο καιρό σε περι­μένει κι εσένα το ίδιο τέλος.

"Μα ο νεκρός", θα μου πεις, "σαπίζει, γίνεται σκό­νη". Ακριβώς γι' αυτό πρέπει να χαίρεσαι περισσό­τερο. Όταν θέλει κανείς να ξαναχτίσει ένα σπίτι, που πάλιωσε και έγινε ετοιμόρροπο, αφού πρώτα βγάλει τους ενοίκους, το κατεδαφίζει και το φτιάχνει πιο καλό. Και όταν γίνεται αυτό, οι ένοικοι δεν λυπούνται, επειδή βγήκαν από το παλιό σπίτι, αλλά μάλλον ευχα­ριστημένοι είναι. Δεν τους νοιάζει, βλέπεις, για την κατεδάφιση, που βλέπουν με τα μάτια τους, γιατί συλ­λογίζονται τη νέα και ωραία οικοδομή, που θα ανεγερθεί, κι ας μην τη βλέπουν ακόμα.

Το ίδιο κάνει και ο Θεός. Όταν πρόκειται να δια­λύσει το σώμα μας, βγάζει πρώτα την ψυχή, που κα­τοικεί μέσα σ' αυτό, όπως θα την έβγαζε από ένα πα­λιό και ετοιμόρροπο σπίτι, για να την εγκαταστήσει πάλι με μεγαλύτερη δόξα στο νέο σπίτι, που θα οικο­δομήσει. Και ο Αδάμ, όταν δημιουργήθηκε, δεν είδε ότι πλάστηκε από χώμα. Ο Θεός, δηλαδή, δεν έπλασε την ψυχή πρώτη, για να μη δει τη δημιουργία του σώ­ματος. Γι' αυτό η ψυχή δεν γνώριζε την ευτέλεια του σώματος. Όταν, όμως, γίνει η κοινή ανάσταση, τότε η ψυχή θα βρεθεί σ' ένα νέο άφθαρτο σώμα, όχι πια στο παλιό χωμάτινο ένδυμά της.

Ο νεκρός, κι αν δεν βλέπει τον εαυτό του, βλέπει όμως εκείνους που πέθαναν πιο μπροστά να γίνονται σκόνη, και διδάσκεται πολλά. Για κοίτα πόσο μαζε­μένοι και συγκρατημένοι είναι μπροστά στους νεκρούς ακόμα και οι πιο περήφανοι, ακόμα και οι πιο απόκοτοι άνθρωποι! Ακούγεται η λέξη "θάνατος", και η καρδιά όλων σπαρταράει από το φόβο. Και φι­λοσοφούμε γύρω από τους τάφους και σκεφτόμαστε που καταλήγουμε και φλυαρούμε για τη ματαιότητα των εγκοσμίων, αλλά, μόλις απομακρυνθούμε, ξεχνάμε την ευτέλειά μας. Να, για παράδειγμα, όταν βρεθεί κανείς στην κηδεία ενός φίλου του, γυρίζει στο δι­πλανό του και του λέει λόγια σαν και τούτα: "Αλήθεια, πόσο ταλαίπωροι είμαστε! Πόσο ασήμαντη είναι η ζωή μας! Τί γινόμαστε, άραγε, μετά το θάνατο; Αυτό πρέπει να σκεφτόμαστε και να μην κακολογούμε, να μην αδικούμε, να μη μνησικακού με...". Φαίνεται να μιλάει με τόση ειλικρίνεια, ώστε, καθώς τον ακούς, δεν αμφιβάλλεις ότι την ίδια κιόλας στιγμή θ' απαρ­νηθεί ολότελα την κακία του και θ' αρχίσει να ζει ενά­ρετα. Μα, αλίμονο, μετά την κηδεία θα ξεχάσει και το φόβο του και τα λόγια του, και θα συνεχίσει να ζει στην αμαρτία, όπως πρώτα.

Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στο θέμα μας. Πες μου, για ποιό λόγο κλαις με τόσο πόνο αυτόν που πέθανε; Γιατί ήταν κακός; Ε, λοιπόν, όχι μόνο δεν πρέπει να κλαις, αλλά και να ευχαριστείς το Θεό, που σταμάτη­σε πια η κακία του. Μήπως, απεναντίας, ήταν καλός; Και στην περίπτωση αυτή πρέπει να χαίρεσαι, γιατί πέθανε «πριν η κακία αλλάξει τη σύνεσή του ή η δολιότητα της αμαρτίας εξαπατήσει την ψυχή του» (Σοφ. Σολ. 4:11). Ήταν μήπως νέος; Και γι' αυτό ακό­μα ευχαρίστησε το Θεό και δόξασέ Τον, γιατί τον πήρε κοντά Του. Όπως εκείνους που πηγαίνουν για ν' αναλάβουν κάποιο αξίωμα, τους κατευοδώνουμε με χαρά και ικανοποίηση, έτσι πρέπει ν' αποχαιρετάμε κι αυτούς που φεύγουν από τούτη τη ζωή, γιατί πηγαίνουν κοντά στο Θεό, όπου θ' απολαμβάνουν με­γάλη τιμή και ευτυχία.

Δεν λέω, βέβαια, ότι δεν πρέπει να λυπόμαστε για το χωρισμό από τ' αγαπημένα μας πρόσωπα, που πε­θαίνουν, αλλά να μη λυπόμαστε περισσότερο απ’ όσο πρέπει. Γιατί θα παρηγορηθούμε αρκετά, αν σκε­φτούμε ότι ο άνθρωπος, που χάσαμε, ήταν θνητός, όπως όλοι μας. Με το ν' αγανακτούμε, δεν δείχνουμε τίποτ' άλλο, παρά πως ζητάμε πράγματα ασυμβίβαστα με την ανθρώπινη φύση. Γεννήθηκες άνθρωπος, επο­μένως θνητός. Γιατί, λοιπόν, υποφέρεις με κάτι τόσο φυσικό, όπως ο θάνατος; Μήπως λυπάσαι, επειδή, για να ζήσεις, πρέπει να τρως; Μήπως επιδιώκεις να ζή­σεις χωρίς τροφή; Τότε γιατί επιδιώκεις να μην πεθά­νεις; Όσο φυσικό είναι το να τρως, άλλο τόσο και το να πεθάνεις. Αφού είσαι θνητός, μη ζητάς να γίνεις αθάνατος· γιατί αυτό το πράγμα καθορίστηκε και νο­μοθετήθηκε μια μόνο φορά και για πάντα. Ας μη μοι­άζουμε στους ληστές, που θέλουν να κάνουν δικά τους όσα ανήκουν σε άλλους. Έτσι, όταν ο Θεός παίρνει από μας χρήματα ή τιμή ή δόξα, ακόμα και το σώμα ή και την ψυχή, παίρνει αυτά που Του ανήκουν. Και το παιδί σου ακόμη αν πάρει, δεν παίρνει ουσιαστικά το παιδί σου, αλλά το δικό Του πλάσμα.

Αφού, λοιπόν, εμείς δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, πώς θα ανήκουν σ' εμάς όσα ανήκουν σ' Εκείνον; Αν η ψυχή σου δεν είναι δική σου, πώς είναι δικά σου τα χρήματά σου; Και αν δεν είναι δικά σου, πώς ξοδεύεις άσκοπα ή άπρεπα αυτά που ανήκουν σε άλλον; Μη λες, "Τα δικά μου ξοδεύω, από τα δικά μου διασκεδάζω"· γιατί ξοδεύεις και διασκεδάζεις με τα ξένα. Και τα αποκαλώ ξένα, γιατί ο Θεός θεωρεί δι­κά σου όσα σου έδωσε, για να τα μοιράσεις στους φτω­χούς. Τότε μόνο τα ξένα γίνονται δικά σου. Αν τα ξοδέψεις για τον εαυτό σου, τότε τα δικά σου γίνο­νται ξένα.

Δεν βλέπεις ότι τα σώματά μας τα υπηρετούν τα χέρια; Δεν βλέπεις ότι το στόμα μασάει την τροφή, πριν τη δεχθεί το στομάχι; Μήπως το στομάχι λέει, "Αφού δέχτηκα την τροφή, δικαιωματικά τα κατέχω όλα"; Τα μάτια πάλι, μήπως, επειδή αυτά δέχονται το φως, το κρατάνε μόνο για τον εαυτό τους και δεν το θέτουν στην υπηρεσία όλου του σώματος; Ή μήπως τα πόδια, επειδή μόνο αυτά βαδίζουν, τον εαυτό τους μόνο μετακινούν και όχι το σώμα ολόκληρο; Αλλά και από τους επαγγελματίες, αν θελήσει ο καθένας να μην παραχωρήσει και σε άλλους την ωφέλεια από το επάγγελμά του, όχι μόνο εκείνους, αλλά και τον εαυ­τό του θα ζημιώσει. Ακόμα και οι φτωχοί, αν ήταν τό­σο κακοί όσο εσείς, οι πλούσιοι, που τίποτ' άλλο δεν σκέφτεστε παρά το πως θ' αυξήσετε τα κέρδη σας, και δεν έδιναν από το υστέρημά τους στους πιο φτωχούς και αναγκεμένους, γρήγορα θα σας έριχναν κι εσάς στη φτώχεια.

"Μα έχασα το μονάκριβο παιδί μου", θα πει ίσως κάποιος, "που πάνω του στήριζα τόσες ελπίδες". Και τί μ' αυτό; Ευχαρίστησε το Θεό, που πήρε το παιδί σου, και τότε δεν θα είσαι κατώτερος από τον Αβρα­άμ, που οδήγησε το γιο του Ισαάκ στο βουνό για να τον θυσιάσει, ύστερ' από θεία εντολή. Όπως εκείνος αγόγγυστα πρόσφερε το μονάκριβο παιδί του στο Θεό, έτσι πρόσφερέ το κι εσύ, και δεν θα πάρεις μικρότερη αμοιβή. Μην κλαις, μη βαρυγγωμάς, μην αναστενάζεις. Πες ό,τι είπε και ο μακάριος Ιώβ, όταν έχασε όλα του τα παιδιά: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα πήρε. Όπως φάνηκε καλό στον Κύ­ριο, έτσι κι έγινε. Ας είναι τ' όνομά Του δοξασμένο παντοτινά» (Ιώβ 1:21). Έτσι αποστόμωσε και τη γυ­ναίκα του, λέγοντάς της μάλιστα και τούτα τα λόγια, που προκαλούν το θαυμασμό μας: «Αν δεχτήκαμε από τα χέρια του Κυρίου τα αγαθά, δεν θα υπομεί­νουμε και τις συμφορές;» (Ιώβ 2:10). Έτσι να σκέ­φτεσαι κι εσύ, καθώς μάλιστα το παιδί σου δεν έπεσε στα χέρια εχθρού ή κακούργου, αλλά πήγε κοντά στο Θεό, που φροντίζει γι' αυτό περισσότερο από σένα και που γνωρίζει το συμφέρον του καλύτερα από σέ­να. Κοίτα πόσα παιδιά, που βρίσκονται στη ζωή, έκα­ναν μαρτυρική τη ζωή των γονιών τους.

"Τα καλά παιδιά δεν τα βλέπεις;", θα με ρωτήσεις. Και σου απαντώ: Τα βλέπω κι αυτά, η κατάσταση όμως του δικού σου παιδιού είναι πιο σίγουρη από τη δική τους. Μπορεί τώρα να είναι καλά, το τέλος τους όμως είναι άγνωστο. Εσύ δεν φοβάσαι πια για το παιδί σου, μήπως πάθει τίποτα ή μήπως πάρει στρα­βό δρόμο. Γι' αυτό, σου το ξαναλέω, μη θρηνείς. Να δοξολογείς μόνο τον Κύριο, όπως έκανε ο Ιώβ.
"Και πώς να μη θρηνώ", θα πεις, "που δεν είμαι πια πατέρας;". Τί λόγια είναι τούτα; Μήπως έχασες το παιδί σου; Μάλλον τώρα το έκανες δικό σου και το έχεις πιο σίγουρα. Δεν έπαψες να είσαι πατέρας. Είσαι μάλιστα κάτι παραπάνω -όχι πια πατέρας ενός θνητού πλάσματος, μα ενός αθάνατου όντος! Μη νο­μίζεις ότι έχασες πραγματικά το παιδί σου, επειδή δεν είναι κοντά σου. Όπως θα συνέχιζε να είναι παιδί σου, αν είχε μεταναστεύσει σε μακρινή χώρα, έτσι και τώρα, που έφυγε για τον ουρανό. Βλέποντας, λοιπόν, τα μάτια του κλειστά, το στόμα του άφωνο και το σώμα του ακίνητο, μη σκέφτεσαι: "Αυτό το στόμα δεν μιλάει πια, αυτά τα μάτια δεν βλέπουν πια, αυτά τα πόδια δεν βαδίζουν πια". Αλλά να σκέφτεσαι: "Αυτό το στόμα θα πει καλύτερα λόγια, αυτά τα μάτια θα δουν ωραιότερα πράγματα, αυτά τα πόδια θα περπα­τήσουν στον ουρανό, αυτό το σώμα θ’ αναστηθεί άφθαρτο και θα πάρω πίσω το παιδί μου λαμπρότερο".
"Αλλά δεν γνωρίζω που πήγε", ίσως θα μου πεις. Πώς δεν το γνωρίζεις; Είτε θεάρεστα έζησε είτε όχι, εί­ναι γνωστό που θα πάει. "Γι' αυτό ακριβώς κλαίω", θα εξηγήσεις, "γιατί έφυγε φορτωμένο με αμαρτίες". Μα κι αν δεν είχε αμαρτίες, μήπως δεν θα έκλαιγες και δεν θα βαρυγγωμούσες; Τώρα παραπονιέσαι στο Θεό και Του λες: "Γιατί μου πήρες το παιδί μου γεμάτο αμαρτίες;". Τότε θα Του έλεγες: "Γιατί μου πήρες ένα τόσο καλό παιδί;". Και στις δυο περιπτώσεις, όμως, πρέπει να χαίρεσαι. Αν το παιδί ήταν αμαρτωλό, για­τί έπαψε πια ν' αμαρτάνει και δεν πρόσθεσε μεγαλύ­τερο βάρος κακίας στην ψυχή του. Ενώ μάλιστα δεν μπορούσες να το βοηθήσεις όσο ζούσε, γιατί δεν άκουγε τις συμβουλές σου, τώρα μπορείς να το βοη­θήσεις· όχι με δάκρυα και θρήνους, αλλά με προσευχές και ελεημοσύνες και προσφορές. Αυτά καθορίστηκαν από τους αγίους αποστόλους όχι τυχαία, αλλά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Ο ιερέας, μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, όταν τελεί τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, μνημονεύει όχι μόνο τους ζωντανούς, αλλά και τους νεκρούς, οπότε οι ψυχές ανακουφίζο­νται. Και όταν εμείς κάνουμε γι' αυτούς προσφορές στην εκκλησία ή ελεημοσύνες στους φτωχούς, τους προξενούμε κάποια παρηγοριά, όσο αμαρτωλοί κι αν ήταν. Αν πάλι το παιδί σου ήταν καλό και ενάρετο, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να λυπάσαι. Γιατί, όπως ο καθαρός κι ολόλαμπρος ήλιος ανεβαίνει στον ουρα­νό, έτσι και η καθαρή ψυχή, που εγκαταλείπει το σώμα, ανεβαίνει ολόλαμπρη, με τη συνοδεία αγγέλων, στο βασίλειο του Θεού.

Δεν είναι κακό, λοιπόν, το να πεθάνει κανείς. Τότε για ποιο λόγο φοβόμαστε το θάνατο; Γιατί δεν μας έχει κυριέψει ο έρωτας της ουράνιας βασιλείας, γιατί δεν μας έχει φλογίσει ο πόθος των μελλοντικών αγαθών. Αν είχε συμβεί αυτό, όλα τα αγαθά της γης θα τα περιφρονούσαμε. Όποιος φοβάται πάντα την κόλαση, δεν θα φοβηθεί ποτέ το θάνατο. Να μην έχε­τε, λοιπόν, τη σκέψη μικρού παιδιού, αλλά την ακακία μικρού παιδιού. Τα μικρά παιδιά φοβούνται τις αγριωπές αλλ' ακίνδυνες μάσκες, δεν φοβούνται όμως την επικίνδυνη φωτιά. Έτσι, αν τα κρατάει κανείς κοντά σ' ένα αναμμένο λυχνάρι, χωρίς να το σκεφτούν, ακουμπάνε το χέρι τους στη φλόγα και καίγονται.

Θέλετε να σας πω και άλλη αιτία, για την οποία φοβόμαστε το θάνατο; Γιατί δεν ζούμε ενάρετη ζωή και δεν έχουμε καθαρή συνείδηση. Αλλιώς ο θάνατος δεν θα μας τρόμαζε. Απόδειξέ μου ότι θα κληρονο­μήσω τη βασιλεία των ουρανών και σφάξε με τώρα κιόλας. Θα σου χρωστάω μάλιστα και χάρη για τη σφαγή μου, αφού θα με στείλεις γρήγορα σ' εκείνα τα αγαθά. "Αλλά φοβάμαι να πεθάνω άδικα", ίσως θα μου πεις. Ώστε ήθελες να πεθάνεις δίκαια; Και ποιός είναι τόσο ταλαίπωρος, που, ενώ μπορεί να πε­θάνει άδικα, προτιμάει να πεθάνει δίκαια; Αν πρέπει να φοβόμαστε θάνατο, πρέπει να φοβόμαστε εκείνον που μας βρίσκει δίκαια. Όποιος πεθαίνει άδικα, μοι­άζει στους αγίους. Γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς που ευαρέστησαν το Θεό, θανατώθηκαν άδικα. Και πρώτος ο Αβελ. Δεν δολοφονήθηκε γιατί έφταιξε στον Κάιν, αλλά γιατί τίμησε το Θεό. Και ο Θεός πα­ραχώρησε να γίνει αυτός ο φόνος γιατί αγαπούσε τον Αβελ ή γιατί τον μισούσε; Ολοφάνερα γιατί τον αγαπούσε και ήθελε να του προσφέρει πιο λαμπρό στε­φάνι, λόγω της άδικης σφαγής του.
Βλέπεις που δεν πρέπει να φοβάσαι μήπως πεθά­νεις άδικα, αλλά μήπως πεθάνεις φορτωμένος με αμαρτίες; Ο Αβελ πέθανε άδικα, μα ο Κάιν πέρασε την υπόλοιπη ζωή του έχοντας την κατάρα του Θεού, στενάζοντας και τρέμοντας ακατάπαυστα. Ποιός από τους δύο ήταν πιο μακάριος; Εκείνος που έπαψε να ζει μέσα στη αρετή ή αυτός που έζησε μέσα στην αμαρτία; Εκείνος που άδικα πέθανε ή αυτός που δίκαια τιμωρήθηκε;

Ας μην κλαίμε, λοιπόν, αδιάκριτα όλους όσοι πε­θαίνουν, αλλά εκείνους που πεθαίνουν έχοντας πολλές αμαρτίες. Σ' αυτούς πρέπουν τα δάκρυα και οι θρήνοι. Γιατί ποιά ελπίδα έχουν, αφού δεν είναι πια δυνατό να καθαριστούν από τις αμαρτίες τους; Όσο βρίσκονταν στην παρούσα ζωή, υπήρχε ελπίδα να μετανοή­σουν. Εκεί που πήγαν, όμως, δεν κερδίζει κανείς τί­ποτα με τη μετάνοια. Ας τους κλαίμε, ναι, όχι όμως με τρόπο υστερικό και άπρεπο, όχι τραβώντας τα μαλ­λιά μας, ξεσκίζοντας το πρόσωπό μας, ουρλιάζοντας και τσιρίζοντας, αλλά με σεμνότητα, αφήνοντας τα δάκρυα να κυλούν ήρεμα από τα μάτια μας. Αυτό ωφελεί κι εμάς. Γιατί, πενθώντας έτσι τον νεκρό, πολύ περισσότερο θα προσπαθήσουμε να μην πέσουμε και οι ίδιοι σε παρόμοια αμαρτήματα. Με το τράβηγμα των μαλλιών και τις κραυγές ο νους σκοτίζεται, ενώ με το ήρεμο πένθος διατηρεί τη διαύγειά του και μπορεί να φιλοσοφήσει ωφέλιμα γύρω από το θάνατο.

Μ' αυτόν τον τρόπο να φιλοσοφείς όχι μόνο όταν πεθαίνει κάποιος γνωστός σου, μα κι όταν βλέπεις έναν άγνωστο νεκρό να οδηγείται με πομπή μέσ' από τους δρόμους στην τελευταία του κατοικία και να συ­νοδεύεται από τα ορφανά παιδιά του, τη χήρα γυναί­κα του, τους συγγενείς και τους φίλους του, όλους κλαμένους και συντριμμένους. Να συλλογίζεσαι τότε πως η ζωή και τα πράγματα του κόσμου τούτου δεν έχουν καμιάν αξία και καμιά διαφορά από τις σκιές και τα όνειρα.

Κοίτα, πόσα κάστρα και παλάτια βασιλιάδων, ηγε­μόνων και αρχόντων είναι σωριασμένα σε ερείπια! Σκέψου, πόση δύναμη και πόσο πλούτο είχαν κάποτε! Τώρα έχουν ξεχαστεί και τα ονόματά τους. Λέει η Γραφή: «Πολλοί άρχοντες έχασαν την εξουσία τους και κάθησαν στο χώμα· κι ένας άσημος, που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γίνει βασιλιάς, φόρεσε στέμμα» (Σοφ. Σειρ. 11:5).
Δεν σου φτάνουν αυτά; Συλλογίσου τότε, ποιά εί­ναι η αξία σου όταν κοιμάσαι; Μήπως δεν μπορεί κι ένα ζωύφιο να σε θανατώσει; Ναι, πολλοί πέθαναν έτσι στον ύπνο τους. Αλήθεια, από μια κλωστή κρέμεται η ζωή μας! Κόβεται η κλωστή και τελειώνουν όλα.
Έτσι να φιλοσοφείς και να μη σαγηνεύεσαι από την ομορφιά, τα πλούτη, τη δόξα, τις απολαύσεις. Ένα μόνο να σε απασχολεί: Που τελειώνουν όλα αυτά. Θαυμάζεις όσα βλέπεις εδώ στη γη; Πιο αξιο­θαύμαστα, όμως, είναι εκείνα που αναφέρονται στις άγιες Γραφές.

Δείξε μου έναν αγέρωχο άρχοντα ή έναν λαμπροντυμένο πλούσιο, όταν ψήνεται από τον πυρετό, όταν ψυχομαχεί, και τότε θα σε ρωτήσω: "Πού είναι εκεί­νος, που περνούσε από την αγορά καμαρωτός και πε­ρήφανος με ακολούθους και σωματοφύλακες; Πού εί­ναι εκείνος, που φορούσε πανάκριβα ρούχα; Πού είναι η χλιδή της ζωής του, η πολυτέλεια των συμποσίων του, οι υπηρέτες, οι παρατρεχάμενοι, τα γέλια, οι ανέ­σεις, οι σπατάλες; Όλα έφυγαν και πέταξαν. Τί απέ­γινε το σώμα, που απολάμβανε τόση ηδονή; Πλησίασε στον τάφο και κοίτα τη σκόνη, τη σαπίλα, τα σκουλήκια. Κοίτα και στέναξε πικρά. Και μακάρι το κακό να περιοριζόταν σε τούτη τη σκόνη, που βλέπεις. Από τον τάφο και τα σκουλήκια φέρε τη σκέψη σου στο ακοίμητο σκουλήκι της άλλης ζωής, στο τρίξιμο των δοντιών, στο αιώνιο σκοτάδι, στην άσβεστη φωτιά, στις πικρές και αφόρητες εκείνες τιμωρίες, που δεν θα έχουν τέλος. Εδώ, στη γη, και τα καλά και τα κα­κά κάποτε, αργά ή γρήγορα, τελειώνουν εκεί, όμως, και τα δύο διαρκούν αιώνια. Και διαφέρουν ως προς την ποιότητα από τα καλά και τα κακά του κόσμου τούτου τόσο, που δεν είναι δυνατό να εκφράσει κανείς με λόγια.

Τί έγιναν, λοιπόν, όλα εκείνα τα μεγαλεία; Τί έγι­ναν τα χρήματα και τα κτήματα; Ποιός άνεμος φύση­ξε και τα πήρε και τα σκόρπισε; Τί θέλει, πάλι, κι αυτή η ανώφελη δαπάνη για την κηδεία, που και τον νεκρό δεν ωφελεί και τους οικείους του ζημιώνει; Ο Χριστός αναστήθηκε γυμνός από τον τάφο. Ας μη γίνε­ται, λοιπόν, η κηδεία αφορμή ικανοποιήσεως της μα­νίας μας για επίδειξη. Ο Κύριος είπε: «Πείνασα και μου δώσατε να φάω· δίψασα και μου δώσατε να πιω· ήμουνα γυμνός και με ντύσατε» (Ματθ. 25:35-36). Όμως δεν είπε: «Ήμουνα νεκρός και με θάψατε». Γιατί, αν μας παραγγέλλει να μην έχουμε τίποτα πε­ρισσότερο από ένα σκέπασμα, όταν ζούμε, πολύ πε­ρισσότερο όταν πεθάνουμε. Ποιάν απολογία θα δώ­σουμε στο Θεό, λοιπόν, όταν ξοδεύουμε τεράστια πο­σά για να κηδέψουμε ένα νεκρό σώμα, τη στιγμή που ο Χριστός, με τη μορφή των φτωχών συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος και γυμνός, κι εμείς αδιαφορούμε γι' αυτό;

Όλα όσα σας λέω, βέβαια, είναι ανώφελα για κεί­νους που έχουν ήδη πεθάνει. Ας τ' ακούσουν, όμως, οι ζωντανοί και ας συνέλθουν, ας λογικευτούν, ας διορθωθούν. Όπου νά 'ναι θα έρθει και η δική τους ώρα. Δεν θ' αργήσουν να βρεθούν κι αυτοί, δεν θ' αργήσουμε να βρεθούμε όλοι μας, μπροστά στο φοβε­ρό Κριτήριο, όπου θα δώσουμε λόγο για τις πράξεις μας. Ας αγωνιστούμε, λοιπόν, να γίνουμε καλύτεροι, εγκαταλείποντας την αμαρτία και ακολουθώντας την αρετή, για να μη χάσουμε τη βασιλεία των ουρανών, για ν' αποκτήσουμε τα άφθαρτα αγαθά, που έχει ετοι­μάσει για μας ο φιλάνθρωπος Κύριος.

(Πηγή: Βιβλίο «Θέματα ζωής». Κείμενα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου. Η επεξεργασία και μετάφραση των κειμένων καθώς και η έκδοση των βιβλίων έχουν γίνει από τους πατέρες της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού, Τόμος Α’, σελ. 106-121)

Γράφει: Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Πηγή: http://www.alopsis.gr/
Άβαταρ μέλους
Captain Yiannis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3182
Εγγραφή: Τρί Νοέμ 18, 2008 9:34 pm

Re: Η αντιμετώπιση του θανάτου

Δημοσίευση από Captain Yiannis »

Το θνητό τούτο σώμα , ..πρέπει ..να πεθάνει, .... γιά να περάσει στην αιωνιότητα................

Δεν νομίζω οτι γεννηθήκαμε γιά να πεθάνουμε.

Το άγνωστο σχέδιο του Θεού δεν μπορεί να είχε θάνατο μέσα... :smile:

Πιστεύω ότι αυτή η σάρκα η γεννημένη στην αμαρτία , ..πρέπει ...να ξαναγυρίσει στο χώμα, .. και χώμα να γίνει πάλι.

Ώστε ...με τον ερχομό του Κυρίου ημών Ιησούς Χριστού, να αναστηθεί, να λάβει την προτέρα της μορφή ...και να παραμείνει Αιώνια!!!

Δόξα τω Θεώ Πάντων Ένεκεν !!!
Κανείς δεν είναι τέλειος και κανείς δεν θα πρέπει να απαιτεί από τους άλλους τελειότητα.
Όλοι ως ατελείς πορευόμαστε και με ατέλειες συμπορευόμαστε.
Η τελειότητα δεν ανήκει στους ανθρώπους παρά μονάχα στον Θεό.
Άβαταρ μέλους
dionysisgr
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4279
Εγγραφή: Τρί Φεβ 12, 2008 6:00 am
Τοποθεσία: Νικαια

Re: Η αντιμετώπιση του θανάτου

Δημοσίευση από dionysisgr »

Ασφαλως..

Ειναι ενα μεγαλο θεολογικο θεμα για το κατα ποσο: ο θανατος ηταν στο αρχικο "σεναριο".

Ασφαλως η Πατερικη θεση ειναι οτι ο θανατος παραχωρηθηκε, "ινα μη το κακο αθανατον, γενηται." αγιος Γρηγοριος ο Θεολογος.

Αυτη ειναι μια πνευματικα ηγετικη, περιεκτικη θεση, υψιστο δειγμα θεωμενου νοος,
οπως του προαναφερομενου Πατρος της Εκκλησιας,
που κρυβει μεσα της, ενα τεραστιο πλουτο ερμηνευτικης-εξηγητικης σκεψης.

Υπαρχει πολυ βαθος αναλυσεως, για τα δικα μας μετρα.
Ακροθιγως ομως βλεπουμε καποια πραγματα.

Μεσα στην απολυτη ενοειδη, παντογνωσια του Θεου, φυσικα προ-νοουμενος,
ο θανατος υπηρχε ως δυνατοτητα επιλογης του κτιστου οντος.

Ηταν εκδοχη, αναμενομενη απο τον Θεο, ως μια επιλογη των ενεργειων του ανθρωπου.
Γιαυτο και ο Χριστος κατα οσιο Μαξιμο Ομολογητη, ειναι το "προεπινοουμενον τελος των οντων".

Ο Θεος εφερε τα παντα στο Ειναι, στην υπαρξη, οχι για να χαθουν,
η να μετα-κυλησουν στο μη ον, αλλα για να ζουν, να γευονται της μακαριοτητος, και της κοινωνιας Του.

Κανενας και τιποτα δεν θα μπορουσε να αναιρεσει την αρχαια Βουλη του Θεου.

Πολλω δε μαλλον, αυτο ισχυει για την κορωνιδα της δημιουργιας τον ανθρωπο. Ειναι ορος, εκ των ουκ ανευ.
Δεν νοειται το ανθρωπινο ον, χωρις αναφορα εις τον Θεον. Αλλιως ειναι ηδη εν ανυπαρξια. Δεν παει προς αυτην, την εχει ηδη ως κατασταση.

Γιαυτο αλλωστε ειπε ο Χριστος, στον ανθρωπο που ηθελε να Τον ακολουθησει, οταν ζητησε αδεια να παει στην κηδεια του πατερα του:

"Αφηστε τους νεκρους να θαψουν τους νεκρους τους.."

Πλαστηκε για να ζει ο Ανθρωπος. Οχι ομως απροϋποθετα.
Αλλα σε σχεση και αναφορα προς το Προσωπο του Θεου του Τρισυποστατου. Οχι για και προς, τον εαυτο του.

Απο την στιγμη ομως που ο ανθρωπος ειναι κτιστος αρα τρεπτος, εχει μια εγγενη ταση προς το μηδεν, η οποια περα απο την ελλειψη αυθυπαρξιας,
ενισχυεται απο την ελευθερη βουληση του.

Επειδη το κτιστο ον, το δημιουργημενο, δεν αντλει την υπαρξη απο τον εαυτο του, συνεχως ρεπει προς το μηδεν.
Το μηδεν υπο την θεολογικη-οντολογικη του εννοια νοειται, και οχι ως προς την απλη μαθηματικη μηδενικη κατασταση.

Δηλαδη το μηδεν νοειται εδω ως εξαφανιση αυτου που υπαρχει, στην προτερη μη ουσα κατασταση, χωρις καμμια δυνατοτητα επαναφορας.
Ακριβως απο αυτο μας σωζει, η συνεχης προνοια του Πλαστουργου, που ενεργει με απειρους τροπους,
για να περικρατει, να συνεχει και να διατηρει στο Ειναι, τα κτιστα λογικα, θεοειδη οντα, τους ανθρωπους.

Καιτοι εκδηλωθηκε και εκδιπλωθηκε με την θεια Οικονομια της σωτηριας εν Χριστω, συνεχιζει να εκδηλωνεται με την ακτιστη ενεργεια Του.

Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο αὐτοῖς: "ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται καγὼ ἐργάζομαι.." Iωαννην 5,17
Θα πει ο Κυριος.

Επιλεγοντας ο ανθρωπος τον θανατο, ο οποιος δεν ειναι παρα το νομοτελειακο αποτελεσμα,
της μη κοινωνιας, με τον Ζωοδοτη Κυριο, εξαντλησε τα περιθωρια των επιλογων του.
Αλλωστε ο θανατος καταργει καθε δυνατοτητα επιλογης στον ανθρωπο, και τον εγκλωβιζει σε ενα αιωνιο τελμα ανυπαρξιας.

Τι μας λεει η Γενεση;
"..Εν τη ημερα που θα φατε απο αυτον τον καρπο, θανατω αποθανεισθε."

Αυτο το λεει ο Θεος, για να προϊδεασει τον ανθρωπο.

Καποιοι θα πουν: Εδω περιοριζει, βαζει ορια στην ελευθερια του οντος.
Ο συλλογισμος αυτος ειναι λαθος ομως.

Γιατι αγνοει ο συλλογισμος αυτος, οτι ο Θεος εκτος απο Δημιουργος ειναι και Πατερας. Δημιουργει και Αγαπα.
Δημιουργει ακριβως επειδη Αγαπα, επειδη ειναι Αγαπη, αλλα οχι εξωτερικα, δεν εχει την Αγαπη ως αρετη, αλλα Ειναι Αγαπη ουσιωδως.

Το λεει λοιπον, γιατι προγνωριζει, οτι θα φανε τον καρπο.
Και θελει να τους γλυτωσει ει δυνατον, πατρικα και στοργικα, απο την ταλαιπωρια της ιστοριας και του ανθρωπινου δραματος.

Και οντως, αυτοι τρωνε. Και πεθαινουν.. Αλλα πως;

Πεθαινουν οχι μονο ως προς την παρακοη, στο Θειο θελημα,
αλλα και απο την επαφη-κοινωνια-διαλεκτικη τους, με τα νεκρα πνευματα,
που εχουν ηδη υποστει απ'αιωνων τον πνευματικο θανατο, και οι οποιοι ειναι ο πονηρος και οι συν αυτω.
Επειδη οτι εχεις αυτο και μεταδιδεις, κοινωνουν την νεκρωση δια των πνευματων που την κατεχουν με την δικη τους ελευθερια.

Ομως παραταυτα, δεν πεθαναν την ιδια ημερα, εις τελος, αντιθετα εζησαν "εγνω, ο ενας τον αλλον",
εκαναν υϊους και κορες και ετη πολλα μετα, "απεθανον".

Ποτε στ'αληθεια ειχαν πεθανει; Πολλοι ισως μπερδευονται.
Ομως τα πραγματα ειναι απλα. Και ακριβως επειδη ειναι απλα, ειναι πολυ δυσκολα.

Στην απολυτη οντολογικη πραγματικοτητα, ο ανθρωπος πεθαινει οταν διακοψει την κοινωνια με τον Θεο. Εκει εχει ηδη τελειωσει.
Πρωτιστως πεθαινει τον πνευματικο θανατο. Αυτος ειναι και ο πιο δυσκολος να αναιρεθει.
Αυτο που ακολουθει εν καιρω ειναι η φυσικη-αφυσικη, -παραδοξη αντινομια εδω-, φθορα, που επιφερει και τον σωματικο θανατο.

Οι πρωτοπλαστοι, πεθαινουν ηδη πνευματικα με την βρωση του καρπου,
στην συνεχεια ζουν μια ζωη βοσκηματωδη, πολυ κατω απο τις "προδιαγραφες λειτουργιας" τους,
παραταυτα ευλογημενη, και προνοιακως δεκτη και οικονομουμενη, απο τον Μακροθυμο και Πολυευσπλαχνο Θεο.

Ειναι σαν να βλεπεις το παιδι σου, να ολοφυρεται σε μια κατασταση που δεν του αξιζει.
Παλι το αγαπας, και το πονας, και θα κανεις οτι ειναι δυνατον να το θεραπευσεις.
Δεν πεφτει στα ματια σου, γιατι εισαι πατερας και μανα, και οτι και να γινει ειναι παιδι σου.

Ετσι και ο Θεος, και απειρως παραπανω, ακολουθει τον ανθρωπο, στα βαθη του,
και τον ανασηκωνει εν καιρω, εν Χριστω, με τον τροπο που Αυτος ξερει, δηλαδη τελεια και αιωνια.

Τι σημαινει πρακτικα, υπαρξιακα, η συμβολικα αναφερομενη ως "παρανομη" βρωση του καρπου;

Σημαινει οτι ο ανθρωπος επιλεγει να ανοιχθει σε βαθη υπαρξιακα, τα οποια δεν ελεγχει.
Θα υποστει τα αποτελεσματα, χωρις να εχει την δυναμη να τα αναιρεσει.
Σημαινει οτι αφηνει το χερι του Θεου, για να "μαθει" να περπατα την οδο μονος του.
Η οδος ομως αυτη, κρυβει ληστες και παγιδες που θα του επιφερουν θανασιμα χτυπηματα.

Παραχωρει ο Θεος, και τραβιεται πισω.. Σεβομενος αυτο που επιλεγει ο ανθρωπος.
Ο Θεος, αντιθετα απο οτι πολλοι νομιζουν, δεν εχει δημιουργησει.. Playmobil, ουτε LEGO.

Εχει δημιουργησει ενα ολοτελα ανεξαρτητο, αυτονομο οντολογικα πλασμα, που το αντιμετωπιζει,
περα απο καθε λογικη, -και εδω ειναι να τρελλαινεται καποιος-, ως ισον προς ΙΣΟ.

Ο Θεος μας βλεπει και μας θεωρει, απειρως παραπανω, αξιολογικα, απο οτι εμεις οι ιδιοι νομιζουμε.

"Πονα" απαθως ο Θεος, και "αδημονει" για το πλασμα Του, ομως ηδη εχει την Λυση που λεγεται Σταυρος.

Σαρκουμενος, Σταυρουμενος και Αναστας ο Χριστος μας, δεν ερχεται να κανει μια "καλη ανθρωποτητα".
Ο Χριστος δεν ειναι unicef, ουτε actionAid.. Oυτε ηρθε να μας αφησει κανεναν κωδικα κοινωνικης συμπεριφορας..

Ακομα και ο καλυτερος ανθρωπος, με τους πιο ευγενικους τροπους, και την πιο αγαθη καρδια, παιρνει ως βραβειο ενα μνημα,
και μια παρεα απο αχορταγα σκουληκια, να τον κολατσιζουν..

Ο Χριστος ερχεται να δωσει την Υστατη Μαχη κατα των εργων της φθορας του θανατου, της υπαρξιακης τρελλας και του διαβολου.

Δεν συμμεριζεται το φρικτο τελος που ασοφα διαλεξε ο ανθρωπος για τον εαυτο του,
αλλα δινει παλι εν ελευθερια, εκ νεου το φιλι της Ζωης, και ανιστα μια ανθρωποτητα που δεν ειχε ΚΑΜΜΙΑ δυνατοτητα,
να ζησει αιωνια, και να αναχθει απο μονη της, σε αυτο που πλαστηκε να Ειναι Οντως.

Ετσι αφηνει παλι, κατα την θεοπρεπη Του, Πανσοφια, ελευθερο παλι τον δρομο, να τον βαδισει "οστις θελει".
Παλι σεβομενος, την ελευθερια της οδου για καθε ανθρωπο, να πορευθει και να πολιτευθει οπως θελει ο ιδιος.

Αγιος πριν τον Χριστο. Καθαρμα πριν τον Χριστο.
Αγιος μετα τον Χριστο. Καθαρμα μετα τον Χριστο.

Τιποτα που να απτεται της ελευθεριας, του ανθρωπου δεν κατηργησε ο Χριστος.
Γιαυτο και δεν καταργει "αυτοματα" και "επι τοπου" τον θανατο και την φθορα. Θα ηταν ασοφια αυτο.

Γιατι εφοσον εχει καταργησει την ουσια τους, την υπαρξιακη δεσμευση που επιφερουν στον ανθρωπο,
το να καταργησει την φαινομενολογια τους, θα ηταν περιττο και ακαιρο.

Οι ανθρωποι εξακολουθουν να πεθαινουν και να γερνουν, να φθειρονται να υποφερουν.

Ομως οχι πια, χωρις νοημα και διεξοδο.
Οχι πια χωρις οφελος και σκοπο.

Αλλα δωριζοντας τον πονο του, την οδυνη, τον θανατο, την φθορα απο τον κοσμο και τον πονηρο,
στον Χριστο, ο καθε ταλαιπωρος ανθρωπος παιρνει, και πορευεται με αντιδωρημα, τιποτα λιγοτερο απο την Αιωνιο Ζωη, μετα του Τριαδικου Θεου.

Αλλα ολα πλεον εχουν αντιστραφει εν Χριστω Ιησου.
"Θανατω, θανατον πατησας!". Εκφραση ασυλληπτης σοφιας και ενεργειας του Θεου.

Αυτο ερχεται να καταργησει ο Χριστος με το απολυτρωτικο Του, εργο, τοτε, τωρα και εις το αει.
Ακριβως εδω πολλοι μπερδευονται και χανουν το νοημα.
Ο Χριστος δεν ηρθε να κανει καλους τους ανθρωπους, και μια τελεια κοινωνια.
Αλλα ηρθε να καταργησει τον θανατο, νικωντας τον, δια της ιδιας του της αλλαγης ως κατασταση.

Δεν τον καταργει στανικα, με ενα νευμα, ως μονομερης καταργηση της ελευθεριας των οντων.
Αλλα τον μεταποιει σε ενα Πασχα-περασμα προς την οντως αληκτη και αιωνια ζωη, σε μια Εξοδο προς την αθανασια.

Και απο εκει που ηταν εντελως οντολογικα χρεωκοπημενος "καλη ωρα σαν του λογου μας",
βγαινει να εχει να λαμβανει και εναν Παραδεισο..

Απο εκει που εξεπεσε σε μια αβυσσο χωρις εξοδο, βγαινει στο ξεφωτο της αληκτης χαρας.

Και ο Πατερας μας εν τοις Ουρανοις, δικαιωνει το πλασμα Του, με μια δικαιωση αφθαρτης ζωης και ανειπωτης μακαριοτητας εντος Του.

Και το αναβιβαζει πανω ακομα, πολυ πιο πανω, απο τις αρχικες του "προδιαγραφες", αναβαθμιζοντας το, σε υψη που νους δεν επιασε, και οφθαλμος ουκ ειδε, και ους ουκ ηκουσε, αλλα μενει να λαβουμε γνωση και γευση, οπως λεει και ο θειος και ουρανοδρομος Παυλος των Εθνων,
οταν ερθει η Ημερα του Κυριου, και η αινιγματικη ματια μας, μεσα απο την κλειδαροτρυπα, γινει αφραστο βλεμμα της νεας Ιερουσαλημ..

Ανεστη Χριστος και Ζωην πολιτευεται!
"ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. ᾿Αμήν."
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”