Του π. Γεώργιου Δ. Μεταλληνού
Το αίτημα «να ξαναγραφεί η Ιστορία» κυριαρχεί από ετών σε κύκλους διανοουμένων και πολιτικών με αφορμή τα πολιτικά προβλήματα της χώρας με τους γείτονές της. Αυτό σημαίνει την εισαγωγή, μέσα από την εκπαίδευση, μιας κολοβωμένης Ιστορίας για την επίτευξη πολιτικών σκοπιμοτήτων. Με την επιλεκτική στάση απέναντι στις πηγές επιτυγχάνεται η σκόπιμη αναπαραγωγή θέσεων που ευνοούν και προωθούν εθνομηδενιστικούς στόχους.
Τη σκέψη των επιβουλευομένων την Ιστορία μας, αλλά και των ιστοριογράφων συνεργατών τους κατευθύνει ένα πνεύμα «ειρηνισμού», που υποστασιώνει την άποψη ότι αρκούν η απάλειψη των διαιρούντων και ο τονισμός των ενούντων για να αρθεί το «μεσότειχον» (Εφ., 2, 14) μεταξύ εθνών που βρίσκονται σε διάλογο για την επίλυση προβλημάτων στις σχέσεις τους. Η μέθοδος δε αυτή της προβολής των ενούντων και της αποσιώπησης των διαιρούντων εφαρμόζεται και στον Οικουμενισμό, στον διαχριστιανικό διάλογο. Λίγοι όμως μπορούν να κατανοήσουν ότι και στις δύο πλευρές του Οικουμενισμού, Πολιτικού και Θρησκευτικού, το επιδιωκόμενο είναι η εξυπηρέτηση των στόχων και των σχεδίων της αληθινής Υπερδύναμης και της πλανητικής πολιτικής της.
Δεν θέλουμε όμως -ίσως δε και δεν μπορούμε- να κατανοήσουμε ότι για τις όποιες διχοστασίες και διαιρέσεις δεν φταίει η Ιστορία, το παρελθόν δηλαδή, αλλά η εφαρμοζόμενη πολιτική και οι σκόπιμες παραχαράξεις και παρερμηνείες της Ιστορίας. Οι αλώσεις, λ.χ., του 1204 και του 1453, όλοι οι εθνικοί διχασμοί μας έως τον 20ό αιώνα, το δράμα της Κύπρου και το «Σκοπιανό» δεν λύνονται με το «ξαναγράψιμο» της Ιστορίας και, στην ουσία, με τον βιασμό της Ιστορίας, αλλά με την ορθή κατανόηση των μηνυμάτων της. Δυστυχώς όμως το επιδιωκόμενο είναι αληθινή «γενοκτονία», με την προσπάθεια για τη διάλυση των εθνικών ταυτοτήτων μέσα από τη λοβοτόμηση της εθνικής μνήμης και τη διάσπαση της εθνικής μας συνέχειας. Αυτό όμως δεν είναι ξαναγράψιμο της Ιστορίας με ανανεωμένα, έστω, επιστημονικά κριτήρια, αλλά φίμωση των πηγών, χωρίς τις οποίες δεν γράφεται αληθινή Ιστορία αλλά μια κατασκευασμένη παραϊστορία. Η επιστήμη τότε θυσιάζεται εκούσια στην κακή πολιτική.
Το προϊόν αυτής της κίνησης, που άρχισε προ ετών με τη «νέα Ιστορία» των βαλκανικών λαών και την έξωθεν επιχορήγησή της, είναι πραγματικά μια «Ιστορία του σωλήνα», χωρίς την ελάχιστη αξιοπιστία. Είναι Ιστορία κατά βούληση, που τα μόνα που επιτυγχάνει είναι η νόθευση της εθνικής μνήμης και η αποκοπή από το παρελθόν, το οποίο στα κύρια σημεία του παρουσιάζεται αλλοιωμένο και, συνεπώς, πλαστό. Και το αποτέλεσμα είναι η σύγχυση και η αδυναμία διακρίβωσης της αλήθειας. Έχει όμως μεγάλη σημασία το γεγονός ότι ανάλογες προσπάθειες στην άλλη Ευρώπη δεν γίνονται δεκτές και αποκρούονται. Η Γαλλία, λ.χ., δεν μπορεί να απορρίψει τον Ναπολέοντα, έστω και αν πολύ θα το ήθελαν οι γείτονές της.
Η Γερμανία αδυνατεί να απαγκιστρωθεί από το φάντασμα του Βίσμαρκ, έστω και αν αυτό θα διευκόλυνε κάποιους από τους σημερινούς εταίρους της. Είναι δε γεγονός ότι η απώθηση του κακού στη λήθη μάς καταδικάζει να ξαναζήσουμε τις ίδιες συμφορές. Διότι έτσι η Ιστορία χάνει τον παιδευτικό χαρακτήρα της και δεν μπορεί να αποτρέψει την επανάληψη των ίδιων λαθών και την αποφυγή των οδυνηρών αποτελεσμάτων τους. Αντίθετα, η πλήρης και ορθή γνώση του παρελθόντος οδηγεί στην εμπέδωση της γνώσης για τη δημιουργία ενιαίας συνείδησης σε ένα έθνος που θέλει να συμπορεύεται ειρηνικά με τους γείτονές του.
Η μέθοδος και η στοχοθεσία των «εκσυγχρονιστών» της πολιτικής και της ιστοριογραφίας θυμίζουν ένα προφητικό σχόλιο, πριν από αρκετά χρόνια, του πρωταγωνιστή της πολιτικής γελοιογραφίας κ. Κυριακόπουλου (ΚΥΡ): «Έλληνες και Τούρκοι», έγραφε, «έκαμαν τσιμπούσι στην Αλαμάνα. Έψησαν και έφαγαν σουβλάκια. Συμμετείχε και ο Αθανάσιος Διάκος...» Αυτό ίσως εννοούν κάποιοι μιλώντας για ξαναγράψιμο της Ιστορίας και, στην ουσία, για ευνουχισμό της μνήμης και κατανόηση των ιστορικών δεδομένων με τρόπο που συμφέρει την πολιτική. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που ελέχθη από μια πρωταγωνίστρια της ομάδας για τη «Νέα Βαλκανική Ιστορία»: «Όποιος ελέγχει το παρελθόν ελέγχει και το μέλλον». Και αυτό είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Το ερώτημα είναι: Εμείς τι μπορούμε να κάνουμε; Θα δεχθούμε παθητικά τα τεκταινόμενα με το πρόσχημα ότι δεν μπορούμε να κάμουμε τίποτε; Η πρώτη κινητοποίηση ανήκει στους δασκάλους και καθηγητές. Τι διδάσκουν; Το βιβλίο έχει δευτερεύουσα σημασία. Πρωτεύουσα σημασία έχουν ο δάσκαλος και η κατάρτισή του από αυθεντικά βιβλία Ιστορίας, ελληνικά και ξένα. Τα ελλείποντα, διεστραμμένα και ασαφή στο διδακτικό εγχειρίδιο συμπληρώνονται και διορθώνονται από τον Ελληνα δάσκαλο. Αυτό, βέβαια, χρειάζεται διάθεση αγώνα και θυσίας... Όταν ως παλαίμαχος δάσκαλος της Ιστορίας προσκλήθηκα να μιλήσω για τον περιβόητο «συνωστισμό» στην καταστροφή της Σμύρνης, συνέστησα απλώς να σημειώνουν οι μαθητές: «Διότι τους έσφαζαν οι Τσέτες του Κεμάλ Ατατούρκ...» Αλλά πόσοι τόλμησαν; Οι Βυζαντινοί Πατέρες μας έλεγαν: «Όποιος έχει την Πόλη είναι ο αυτοκράτωρ». Όποιος κατέχει το υπουργείο Παιδείας επιβάλλει ποικιλότροπα τη θέλησή του.
Μια διαφωτιστική όμως εκστρατεία στον λαό μας είναι ευκολότερο να γίνει με τη διάδοση βιβλίων που παραδίδουν ανόθευτη την Ιστορία μας. Και υπάρχουν αρκετά στην Ελλάδα και περισσότερα στο εξωτερικό. Καθοδηγητικό ρόλο πρέπει να παίζει μόνιμα η πεποίθηση ότι η Ιστορία, η Γλώσσα και η Θρησκεία μας είναι τα θεμέλια της εθνικής μας ύπαρξης. Και μόνο αυτό έχει τη δύναμη να οδηγήσει σε κάθε αγώνα και θυσία.
Η Ιστορία μας δεν θα πρέπει να γίνει θύμα του εθνομηδενισμού
Συντονιστής: Συντονιστές