Χρηστος Γιανναρας,Γαβριηλ πεντζικης
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
Χρηστος Γιανναρας,Γαβριηλ πεντζικης
Πείνα καὶ Δίψα
Χρῆστος Γιανναρᾶς
(ἀποσπάσματα)
Τὸ ἀληθινὸ πάθος εἶναι ἡ μεγάλη καὶ ἀπεριόριστη δίψα τῆς ψυχῆς, ἡ τραγικὴ πάλη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ ξεπεράσει τὸ μέτριο καὶ τὸ συμβατικό.
Μοναξιὰ δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς συντροφιᾶς, ἀλλὰ ἡ βαθειὰ συναίσθηση μιᾶς τέλειας μοναχικότητας, ἕνα αἴσθημα ἐγκατάλειψης ἀπ'ὅλους κι ἀπ'ὅλα μέσα στὴ ζωή.
Ὁ χαμένος παράδεισος ζεῖ μέσα μας στὶς στιγμὲς τῆς μεγάλης χαρᾶς, στὸ πλησίασμα ἑνὸς ἀνθρώπου, μιᾶς ἀλήθειας, μιᾶς ἀγάπης ἢ μιᾶς ὀμορφιᾶς. Οἱ στιγμὲς τῆς δυνατῆς ζωῆς μᾶς πείθουν πὼς ὁ χαμένος παράδεισος δὲν ἔχει ἀνεπανόρθωτα χαθεῖ. Ἦταν τὸ ξεκίνημα τῆς ἀνθρώπινης πορείας, θὰ εἶναι καὶ τὸ τέρμα της. Ἡ νοσταλγία τοῦ ἀπολύτου ποὺ καίει μέσα μας εἶναι ἡ νοσταλγία τοῦ τέρματος.
Νομίζω πὼς ἡ πιὸ συχνὴ ἀφορμὴ κόπου εἶναι ἡ ἀντινομία ἀνάμεσα στὸν κόσμο ποὺ κρύβουμε μέσα μας καὶ στὸν κόσμο τῆς καθημερινότητας στὸν ὁποῖο εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ὑποταχτοῦμε.
Νὰ ὑπάρχεις σημαίνει νὰ ζεῖς συνειδητὰ τὴν τραγικὴ ἀντινομία τοῦ μέσα σου καὶ τοῦ γύρω σου κόσμου.
Ὁ μεγάλος σκοπὸς εἶναι πάντα μιὰ μεγάλη μοναξιά. Καὶ μιὰ μεγάλη μοναξιὰ εἶναι ἡ ὀδύνη μιᾶς ζωῆς στερημένης ἀπὸ στοργή... Ὁ μεγάλος σκοπὸς εἶναι ἕνα χρέος ποὺ θὰ τὸ σηκώσεις μονάχος.
Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτεται παρὰ μόνο ὅταν ἀπομένεις μονάχος.
Ἡ αἴσθηση τῆς προσωρινότητας καὶ ἡ ἀβεβαιότητα τοῦ σήμερα ἴσως εἶναι τὸ μαρτυρικὸ τίμημα ποὺ προσφέρουμε γιὰ νὰ μείνουμε ἀδούλωτοι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἐφήμερης ἐπανάπαυσης, τῆς σιγουριᾶς ποὺ ἐξασφαλίζει ἡ προσκόλληση στὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου.
Ἐλεύθερος εἶσαι, ὅταν ἡ ἔκταση τοῦ μέσα σου κόσμου, ἡ ἔκταση στὴν ὁποία ζεῖ καὶ κινεῖται ἡ ψυχή σου, δὲν ἔχει σύνορα καὶ φραγμούς. Εἶσαι ἀδέσμευτος μέσα σου, ἔχεις μόνος ἐσὺ ὅλη τὴν εὐθύνη κι ὅλο τὸν ἔλεγχο τῆς ἐσωτερικῆς σου πορείας, κι ἡ πορεία σου αὐτὴ μπορεῖ σὲ κάθε στιγμὴ νὰ ζητήσει καινούργια κατεύθυνση.
Εἶναι τόσο σπάνιο ἡ ἀγάπη νὰ σέβεται τὴν ἐλευθερία. Εἶναι τόσο σπάνιο πρᾶγμα νὰ συντροφεύεται ἡ ἀγάπη ἀπ᾿ τὴν τρυφερότητα.
Εἶναι ἡ ἴδια ἡ τρυφερότητα μιὰ ἀτμόσφαιρα ἐλευθερίας. Καὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἡ τρυφερότητα δὲν ξεκινάει ἀπὸ καμιὰ σκοπιμότητα. Εἶναι ἡ ἴδια ἕνας αὐτοσκοπός, μιὰ γνησιότητα. Αὐτὸ μόνο.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀποφασίσουμε νὰ ζήσουμε μιὰ προσωπικότερη ζωή, τὴ ζωὴ μιᾶς προσωπικῆς ἀναζήτησης, ἔχουμε νὰ σηκώσουμε τὸ βαρὺ φορτίο μιᾶς εὐθύνης ἀπόλυτα προσωπικῆς, χωρὶς κανένα ξαλάφρωμα μοιρασιᾶς.
Τὸν Θεὸ θὰ τὸν βρεῖς μονάχος· ὅσα κι ἄν σοῦ ποῦν γι'Αὐτόν, ὅσα κι ἄν σὲ διδάξουν δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ στὸν ἀποκαλύψουν.
Ὁ ἔρωτας εἶναι ἀκριβῶς μιὰ ἔλλειψη, μιὰ ἀνάγκη πλήρωσης, μιὰ ὀδυνηρὴ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ.
Ἄν σ'αὐτὴ τὴ γῆ ὁ Θεὸς δὲν ἦταν ἕνας μεγάλος μόχθος κι ἕνας ἀτέλειωτος πόνος καὶ μιὰ ἀσίγαστη πείνα καὶ δίψα, τὸτε πάνω σὲ τούτη τὴ γῆ δὲ θὰ ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ θυμίζει οὐρανό.
Πάνω σ'αὐτὴ τὴ γῆ ὁ Θεὸς θὰ εἶναι γιὰ μένα πάντοτε ἕνας δρόμος κι ὄχι ἕνα τέρμα, μιὰ ἀνάβαση κι ὄχι μιὰ κορφή.
Πρέπει νὰ ξαναμάθουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ Θεό, νὰ τὸν μάθουμε πραγματικά, μὲ τὸ κορμί μας, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τὸν μεταδίνει σὰν βρώση καὶ πόση, σὰν κατάδυση καὶ ἀνάδυση στὸ ζωντανὸ νερὸ τοῦ κόσμου, σὰ σταυροκόπημα καὶ στρωτὴ μετάνοια καὶ εὐωδιαστὸ κερὶ καὶ λιβάνι, σὰ νηστεία τροφῆς καὶ κατάλυση τροφῆς, σὰν γιορτὴ καὶ πανήγυρη συνταιριασμένη μὲ τὴν ἐποχὴ καὶ τὸν καιρό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα χειροπιαστό, προσιτὸ στὶς αἰσθήσεις. Εἶναι τὸ χτίσμα μὲ τοὺς κεκλιμένους οὐρανοὺς στοὺς θόλους καὶ τὶς καμάρες του, ποὺ σαρκώνει τὸν Ἄσαρκο καὶ χωρεῖ τὸν Ἀχώρητο. Εἶναι ὁ ζωντανὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ στοὺς κόλπους της, οἱ τελῶνες καὶ οἱ ἅγιοι, οἱ πόρνες καὶ οἱ ὅσιοι. Εἶναι ἡ ζωγραφιστή, δηλαδὴ αἰσθητὴ καὶ ἄμεση παρουσία τῶν πεθαμένων. Εἴμαστε ἐμεῖς, ἡ ζωή, ὁ κόσμος, ἰδωμένος σωστά.
...........................................................................................................
Ἔρως τῆς Ἐκκλησίας
Νικολάου Γαβριὴλ Πεντζίκη, Πρὸς Ἐκκλησιασμό,
Ἐκδόσεις Πατριαρχικὸν Ἴδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 61-67
Μιὰ ξεχωριστὴ σωματικὴ αἴσθηση, ἐν Καβάλᾳ προσφάτως, μ΄ἔκαμε νὰ καταλάβω ὅτι ἀγαπῶ τὴν Ἐκκλησία· τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Τὴν ἄλλη μέρα ἐξηγοῦσα σὲ φίλους, ὅτι ἡ αἰσθηματικὴ αὐτὴ τοποθέτηση ἔλυε ὅλα τὰ προβλήματα, ποὺ μπορεῖ νά΄χει ὁ ἄνθρωπος.
Ἐκεῖνοι ἔδειξαν πὼς σεβόντουσαν τὰ αἰσθήματά μου σὰ μιὰ ἀπὸ τὶς ἰδιοτροπίες μου, ἀλλὰ δὲν συμφωνῆσαν μαζί μου ὅτι ἡ Ἐκκλησία χωράει τὰ πάντα. Ἀνάφεραν ὅτι, καὶ σὰν ἀρχιτεκτονικὸ κτίσμα καὶ σὰν ἠθικὸς θεσμός, βρισκόταν σὲ παρακμή, στόν τόπο μας σήμερα. Εἶπαν ὅτι οὔτε μιὰ ὄμορφη ἢ ἱστορικὰ σημαντικὴ ἐκκλησία ὑπάρχει, ἐπὶ παραδείγματι στὴν πόλι τους, παρ΄ὅλο ὅτι αὐτή, πρώτη σ΄ ὅλη τὴν Εὐρώπη, ὑποδέχτηκ
ε τὸν Μέγαν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν.
Ἐσυνέχισαν τέλος μὲ σχόλια γύρω ἀπὸ τὴ μόρφωση καὶ ἠθικὴ τῶν σημερινῶν ἱερωμένων. Μοῦ θύμησαν τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς ποὺ πέσαν ἀπάνω μου, σὰν ἀγάπησα μιὰ κοπέλλα, ποὺ κατὰ τὴ γνώμη τους δὲν ἄξιζε.
Συλλογίστηκα λοιπὸν τὸ θάῤῥος, ἔναντι σὲ κάθε συμβατικὴ κοινωνικὴ ἀξιολόγηση, τοῦ Προφήτη Ἀββακούμ, ποὺ παντρεύτηκε πόρνη καὶ δὲν ἐπιχείρησα ν΄ἀπαντήσω μὲ λογικές, πιθανές, ὀρθὲς ἀντιῤῥήσεις. Τὸ ἐναντίον, ὑπερθεμάτισα σὲ ὅσα ἔλεγαν. Μπορεῖ, ἐτόνισα, αὐτὸ ποὺ συνήθως ἐννοοῦμε ὡς Ἐκκλησία, τὸ κτήριο ἢ ὁ κοινωνικὸς θεσμός, οἱ πέτρες καὶ ἡ λάσπη ἢ ὁ κάθε ταλαίπωρος θνητὸς ποὺ τὴν ὑπηρετεῖ, ὄχι μονάχα σήμερα, ἀλλὰ οὐδέποτε νὰ μὴν ὑπῆρξαν ἀξιόλογα. Ἐν συνεχείᾳ μάλιστα, πρὸς ἐπίῤῥωση τῶν λεγομένων μου, ἐπρόσθεσα καὶ σχετικὰ ἀνέκδοτα ἀπὸ τὴν Ἀπόκρυφη ἱστορία τοῦ Προκοπίου κι΄ἀπ΄ἄλλους Βυζαντινοὺς Χρονογράφους. Τὸ ζήτημα ὅμως ἐν τέλει, ὑπογράμμισα, δὲν εἶναι νὰ ἐξετάσουμε, ἄν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πράττουμε τὸ καλό, παρὰ ἐὰν εἶναι, ναὶ ἢ ὄχι ἀπὸ Θεοῦ καὶ κατὰ συγκατάβαση ἡ Ἐκκλησία μας, ἐν Χριστῷ δωρεά, ὅπως καὶ ἡ ὕπαρξή μας, ἀσχέτως ἄν ἡμεῖς διὰ τοῦ παρόντος βίου τὴν κατασπιλώνουμε.
Συνήθως οἱ ἔννοιες ποὺ διατυπώνουμε, σὰν τὶς ἐξισώσεις τῆς ἄλγεβρας μὲ τὶς πολλὲς πιθανὲς λύσεις, ἀποτελοῦν νεφέλωμα θετικῶν ἢ ἀρνητικῶν διαθέσεων καὶ γι΄αὐτό, ἐπειδὴ στὴν ἔκφρασή μας δὲν ὑπάρχουν συχνὰ σαφὴ ὅρια, ἡ συζήτηση πέρνει ἄλλο δρόμο ἢ διακόπτεται. Ἔτσι συνέβη καὶ μὲ τοὺς φίλους τῆς Καβάλας. Ἡ σωματικὴ ὅμως αἴσθηση ποὺ ἀνάφερα, περιχαρακώνοντας τὸ σύνολο τῶν διαθέσεων τοῦ ἐσωτερικοῦ νεφελώματος, σὰν κυτταρικὴ μεμβράνη ἀνθεκτικότερη τοῦ πρωτοπλάσματος, ἀναγκάζει τὴ σκέψη μου νὰ συνεχίζει στὸν ἴδιο πάντα δρόμο τὴ συζήτηση. Τὸ δρόμο ποὺ φέρει τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ πλάστου Θεοῦ καὶ τέμνεται ἀπὸ τὴν κάθετο τῆς ἁμαρτίας τοῦ αὐτεξουσίου πλάσματος.
Ἀνθρώπινη ἀνάγκη εἶναι νὰ μπαίνουν σ΄ἕνα δρόμο τὰ πράγματα. Φόβοι καὶ δισταγμοὶ καὶ μέχρι τῆς στιγμῆς ποὺ γράφω ἀναστέλλουν κάθε σαφὴ τοποθέτηση. Ἀκούω μιὰ φωνή, ποὺ προσπαθεῖ νὰ μὲ πείσει, ὅτι τοποθετούμενος θὰ πάψω νὰ ὑφίσταμαι, θὰ κονιορτοποιηθῶ ἐντελῶς. Χρόνια τώρα σφυρηλατήθηκα ἀπ΄αὐτὴ τὴν αἴσθηση τῆς κονιορτοποιήσεως. Πιθανὸν νὰ εἶναι συγγενὴς στόν ἄνθρωπο. Πάντως, ὅταν τὸ καλοκαίρι τοῦ 1933 πρωτοπῆγα στὸ Ἅγιον Ὄρος, διατηροῦσα εἰσέτι πολλὲς βεβαιότητες διὰ τὸ συμπαγὲς σχῆμα τοῦ ἐγώ. Ἐξαιτίας αὐτοῦ θυμᾶμαι ἔκλεισα ἀμέσως τὸν Συναξαριστή, ποὺ εἶχα πάρει νὰ διαβάσω, ὅταν συνάντησα τὴ φράση, πὼς ἕνας Ἅγιος ἀπὸ βρέφος ἔδειχνε ὅτι θὰ γινόταν εὐσεβής, ἀποποιούμενος τὸ μαστὸ τῆς μητέρας του καὶ νηστεύοντας κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευή.
Ἀλλὰ ἤδη ἀπὸ τὸ 1937, δὲν ἐκφραζόμουν πιὰ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο. Διέβλεπα στὴν παραπάνω φράση καὶ σὲ ἄλλες ἀνάλογες μιὰ ἀλήθεια, πού, μὴ ξέροντας πῶς νὰ τὴν ἀποδείξω, γινόμουνα πεισματάρης, νιώθοντας, παράλληλα πρὸς τὸ πεῖσμα μου καὶ ἴσως ἐξαιτίας αὐτοῦ, μιὰ μεγάλη ντροπή, ποὺ δὲ μποροῦσα λογικὰ νὰ κυριαρχῶ τῶν συζητητῶν, ἀλλὰ τὸ ἐναντίον, διαρκῶς ἡττῶμην. Ἡ συνεχὴς ἧττα ἀντίκρυ στοὺς ὑποστηρίζοντας σαφῶς καὶ μὲ λογικὴ τὰ περὶ κόσμου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ διατηρήσω τὸ παράλογο ποὺ μέσα μου ἔνιωθα νὰ μεγαλώνει, ἀποτελώντας ὅλη μου τὴ χαρά καὶ τὴ ζωή, τὴν ὥρα πού, μετὰ ἀπὸ μιὰ συναισθηματικὴ κρίση, διατεινόμουν δίχως κανεὶς νὰ μὲ πιστεύει, πὼς ἤμουν ἕνας πεθαμένος ἄνθρωπος, μὲ πλησίαζε ὁλοένα ἐγγύτερα πρὸς τοὺς τρελλούς, ποὺ βλέπουμε νὰ καταφεύγουν, ξένοι πρὸς τὸν τριγύρω κόσμο, στὸ πλῆθος τῶν ναῶν καὶ παρεκκλησίων, ποῦ κοσμοῦν τὴν ἑλληνικὴ γῆ.
Ἐνῶ εἶχα ἀρχίσει νὰ περιηγοῦμαι, μᾶλλον σὰν τουρίστας, τὰ μνημεῖα, ποὺ ἄφησε ἡ ὀρθόδοξος χριστιανικὴ πίστη, τῶν ἀειμνήστων βυζαντινῶν μας πατέρων, σὺν τῷ χρόνῳ διαφοροποιούμουνα. Ἀρχιτεκτονική, ζωγραφικὸς διάκοσμος τῶν ναῶν, ποίηση καὶ μουσικὴ τῶν ἐν αὐτοῖς τελουμένων, χωρὶς τὴ σοβαρότητα τῆς ἀντικειμενικῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μὲ ξεκουράσει μὲ τὸν τίτλο τοῦ βυζαντινολόγου, χωρὶς τὴν τάξη τοῦ πιστοῦ ἐκ παραδόσεως, ποὺ λυτρώνεται παρακολουθώντας τακτικὰ τὴ λειτουργία, ἑνούμενα μὲ τὸν πυρήνα τοῦ παραλόγου ἐντός μου, σιγά σιγά ἄρχισαν νὰ μοῦ ἐπιτρέπουν τὴν ἐπικοινωνία μ΄ἕναν ἄλλο κόσμο. Παρ΄ὅλο ποὺ ὁ φόβος, μήπως χαρακτηρισθῶ ὡς ἐξοφλημένο ἀπὸ τὴ ζωὴ γραΐδιον ἢ σωστὰ τρελλός, ἀπὸ τοὺς συνοδεύοντας τὴν ἐκφορὰ τῶν κεκοιμημένων, δὲν μοῦ ἐπέτρεπε τὸν κόσμο αὐτὸ τὸ νέον, νὰ τὸν ὁμολογήσω σὰν βεβαίωση τῆς ἐνταῦθα ζωῆς, διὰ τῆς ὁποίας καὶ πάλιν αὐτὸς βεβαιοῦται. Πέρα ὅμως ἀπὸ κάθε φόβο, μ΄ἐνθουσίαζε στὴν Ἐκκλησία ἡ καταξίωση τοῦ παραλόγου. Ἔνιωθα μὲ ἱκανοποίηση ὅτι, εἰς τοὺς κόλπους της, ὁ καθένας μποροῦσε νά΄χει τὴ θέση του καὶ μάλιστα ἀνεξάρτητα πρὸς τὸ ὑπ΄αὐτοῦ ἐκτελούμενον ἔργο καὶ μόνον ἐκ τῆς προαιρέσεώς του.
Ἐγκωμιάζοντας τὴν Παναγία, πού, ἐνῶ ἦτο θνητὴ σὰν καὶ μᾶς, ὡς Παρθένος, ἀσπόρως ἠξιώθη, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σὲ χρόνο ἱστορικὸ νὰ γεννήσει ἀνάμεσά μας τὸν Θεὸ Υἱό, ποὺ πάλι
αὐτός, ὅταν ἡ Μητέρα ἐκοιμήθη, παράλαβε στὴν ἀγκαλιά του τὸ πνεῦμα της, Γεθσημανὶ τῷ χωρίῳ, ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν ὑμνητὴς αὐτῆς, στόν Κανόνα του λέγει:
«Στέργειν μὲν ἡμᾶς, ὡς ἀκίνδυνον φόβῳ,
Ῥᾶον σιωπήν. Τῷ πόθῳ δέ, Παρθένε,
Ὕμνους ὑφαίνειν συντόνως τεθηγμένους,
Ἐργῶδες ἐστίν. Ἀλλὰ καί, μῆτερ, σθένος,
Ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις δίδου».
Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης διηγεῖται ἔθιμον ὑλικῆς ἐνισχύσεως μέσα στὴν Ἐκκλησία, κατὰ τὴν παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων, τοῦ συνήθως νεαροῦ ἀναγνώστου τοῦ ἀνωτέρω ποιήματος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.
Πρέπει νὰ ὁμολογήσω, ὅτι πτωχὸς στὸ πνεῦμα, πολλαπλῶς διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐνισχύθην. Ἐκ τῆς μελέτης τῶν μνημείων τῆς θρησκευτικῆς μας παραδόσεως, ἐξήγαγα συμπεράσματα περὶ τοῦ συμμετρικῶς ἀσυμμέτρου, περὶ τοῦ ὅτι ὀρθότερον γεωμετρικῶς εἶναι τὸ πρακτικῶς μὴ ἀκριβῶς τετράγωνον, περὶ τῆς ἐννοίας τοῦ ῥυθμοῦ σὰν βασικοῦ ἑρμηνευτικοῦ στοιχείου τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, περὶ τῆς σημασίας τῆς ἐκλογῆς ὅσον γίνεται μικρότερης μονάδος, γιὰ νὰ εἶναι τὸ σύνολο δίκαιο, περὶ τῶν ὁρίων τοῦ προσωπικοῦ καὶ ὅτι τοῦτο μπορεῖ ἐνίοτε νὰ ἐκφραστεῖ καλύτερα διὰ τῆς ἀντιγραφῆς, ὅτι τὸ ὡραῖο, ὅταν ὑπάρχει πρὸς τοῦτο συγκίνηση, μπορεῖ νὰ κομματιαστεῖ καὶ νὰ μεταφερθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν ἑνότητα ποὺ τὸ γέννησε, σὲ ἄλλη καὶ ἄλλη, μέχρι ποὺ νὰ μπορεῖ ἕνας σήμερα νὰ περιβληθεῖ τὴν μυθικὴ ἁλουργίδα τῶν ἐπῶν τοῦ Ὁμήρου καί, ἐνδυμένος τὰ παλαιά, νὰ παρουσιάζεται συγχρονισμένος, πρὸς τὶς πιὸ ἐπίκαιρες φιλοσοφικὲς ἀπόψεις. Ἔφτασα ἔτσι νὰ δικαιώσω τὰ λόγια τῆς μητέρας τῆς μητέρας μου, ὅταν μωρὸ παιδὶ μ΄ἄλλαζε ἐσώρουχα: «ἀλλάζει ὁ Χριστὸς κι΄ἡ Παναγιὰ καὶ τ΄ἀποφόρια τὰ φορεῖ ὁ ἐγγονός μου».
Ξεφυλλίζοντας τὴν Ἱερὰ Σύνοψη, μποροῦμε ν΄ἀναγνώσουμε, σὲ ἦχο γ΄, τὸ ἔξοχο αὐτόμελο ἐξαποστειλάριο: «Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ· λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα καὶ σῶσόν με». Ἐὰν ἤθελα μὲ ἐνδύματα δικά μου νά΄μπω στὴν Ἐκκλησία, νὰ προσκυνήσω τὸν ἱερὸ τῆς σωτηρίας νυμφώνα, ὅπου ὁ Θεὸς Αἷμα καὶ Σάρκα προσφέρεται, διὰ τῆς θαυμαστῆς μετουσιώσεως τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ἀσφαλῶς, ἐμποδίζοντάς με, θά΄κλειναν οἱ πόρτες, ὅπως μπροστὰ στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, ποὺ μόνο ἀφοῦ μετεβλήθη, σκορπίζοντας σὲ σύννεφο φωτὸς τὸ πάγιο σχῆμα τοῦ ἐγώ, ἀξιώθηκε τῆς θείας μεταλήψεως. Τὶ συμβαίνει στὴν Ἔρημο; Τὶ γυρεύει ἐκεῖ πέρα ὁ ἄνθρωπος μόνος; Πῶς ἀποπλυνόμεθα τῶν ἁμαρτιῶν μας; Θυμοῦμαι τί μᾶς εἶχε πεῖ ἡ Μυγδαλιὰ ἡ ὑπηρέτρια, ἀπὅνα χωριὸ τῆς Χαλκιδικῆς, πού ῾χαμε σπίτι σὰν εἴμασταν παιδιά. Μᾶς εἶχε δεῖ, πού, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ποῦ ἔπεφταν καὶ χανόντουσαν ἐδῶ κι ἐκεῖ, κόβαμε τὰ νύχια τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν. Εἶπε λοιπόν, ὅτι δὲν κάναμε καλὰ καὶ αὐτὸ ἦταν ἁμαρτία, νὰ σκορπᾶμε τὰ μέρη τοῦ σώματός μας, γιατὶ στὴν Κρίση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θὰ πρέπει νὰ παρουσιαστοῦμε ὁλόκληροι, ἀλλιῶς θὰ μᾶς ῥίξει, γιὰ ἕνα ἀτελείωτο πλῆθος ἐτῶν, στὸ ἄναρχο κοσμικὸ χάος, πού῾ναι ἡ Κόλαση, νὰ ψάχνουμε ὅ,τι αὐθαιρέτως ἀπομακρύναμε ἀπὸ τὸ ἅπαξ γεννηθὲν καὶ συνεχῶς ἀναπτυσσόμενο εἶναι μας. Καὶ πρόσθεσε ὅτι ἔπρεπε νὰ μαζεύουμε τ᾿ ἀποκοπτόμενα καὶ νὰ τὰ ῥίχνουμε μέσα στὸν κόρφο μας, κάνοντας ταυτόχρονα τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.
Στὴ σύγχρονή μας τέχνη, εὔκολα μπορεῖ κανεὶς νὰ ξεχωρίσει, ὡς χαρακτηριστικό, μιὰν ἄοκνη, ὅσο καὶ βαθιὰ πρωτόγονη, προσπάθεια περισυλλογῆς τῶν μνημονίων τοῦ ψυχικοῦ μας εἶναι, σάμπως ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη νά΄χει χάσει παντελῶς τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς, ἀφήνοντας σκόρπια ξεσκλήδια στ΄ἀγκάθια τῶν καθημερινῶν πειρασμῶν, ποὺ συνεπάγεται ἡ ἀτομικὴ τοῦ ἐγὼ ἐπιβίωση. «Δὲν ἔχω», λοιπόν, «ἔνδυμα ἵνα εἰσέλθω», κραυγάζει ὁ καθείς.
Σὲ μιὰ ἀπέλπιδα στιγμὴ τῆς προσπαθείας μου γιὰ αὐτοπερισυλλογή, τὸ 1945, μονάχος ἕν΄ἀπόγευμα, μπῆκα στὴν Ἐκκλησία τοῦ συνοικισμοῦ Νέας Ἰωνίας Ἀθηνῶν. Ἀργότερα, πολλὲς φορὲς συσχέτισα τὴν εἴσοδό μου ἐκείνη, ἐντὸς τοῦ ἱδρύματος, τῆς ἐκ θείας ἀποκαλύψεως θρησκευτικῆς παραδόσεως, μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Κολοκοτρώνη, ὅταν ἔμεινε ἔρημος, πρὶν βγεῖ στὰ βουνὰ καὶ κράξει τοὺς σκόρπιους ἀπὸ τὸ φόβο τῶν Τούρκων Ἕλληνες, στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χρυσοβιτσιοῦ, ἐνισχυόμενος ἀπὸ τὸ μεγάλο τοῦ ἥρωος παράδειγμα. Μέσα ὁ ναὸς ἦταν ἀκόμη ἀσυμπλήρωτος καὶ ὡς μόνο πλήρωμα στεκόντουσαν κι΄ἄκουγαν, τὸν κρυμμένο μέσα στὸ ἱερὸ παπά, μιὰ μαυροφορεμένη γρηά, ἕνας τρελλὸς καὶ ἐγώ. Τότε λοιπόν, παρὰ τὶς ἐλλιπεῖς μου γνώσεις στὰ θρησκευτικὰ καὶ θεολογικά, καθὼς προσπαθοῦσα νὰ βάλω τοὺς σκόρπιους λογισμούς μου σὲ κάποια τάξη, ἀντιλήφθηκα ὅτι πολὺ σωστὰ θὰ μποροῦσαν νὰ διακοσμηθοῦν οἱ τοῖχοι τοῦ ἄδειου ναοῦ, μὲ τὴν ἁπλὴ καταγραφή, ἀπὸ πάνω ἕως κάτω, ὅπως στὰ χαρτάκια ποὺ δίνουμε στὸν παπὰ γιὰ νὰ τὰ διαβάσει, τῶν ὀνομάτων ὅλων τῶν προσφιλῶν μας νεκρῶν.
Ἡ ἀνωτέρω ἀντίληψη μοῦ κατέστησε σαφὲς (ἐφ΄ὅσον διὰ τὴν ἀναγραφὴ τῶν ὀνομάτων τῶν νεκρῶν ἐνεργεῖ ἄλλη χεὶρ ἀπὸ
; τὴν δική τους), ὅτι ἡ συγκρότηση τῆς ἑνότητος τῶν λογισμῶν μας δὲν ἐπιτυγχάνεται διὰ μόνου τοῦ ἑαυτοῦ μας. Χωρεῖ λοιπὸν ἕνα εἶδος παραιτήσεως καὶ ἐπιβάλλεται νὰ πεῖς, τὸ ἐγώ μου εἶν΄ ἕνας ἄλλος.
Ἄλλος ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἁγία αὐτοῦ Ἐκκλησία, ὅπου συνεχίζει ὑπάρχων. Ἄλλος ὁ πλησίον μας ἄνθρωπος ποὺ ἐν Χριστῷ, μέσα στὴν Ἐκκλησία, παντρευόμαστε. Ἄλλος! Ἐκείνη γυναίκα καὶ αὐτὸς ἄνδρας. Καὶ ὅμως τὸν ἀγαπῶ ὡς ἑαυτόν μου. Ἄλλος ὑπῆρξε ὁ ἀνάδοχός μου ποὺ μ΄ἔντυσε τὴ στολὴ τῆς πίστεως, ὅταν βαπτίστηκα ἐν Χριστῷ μωρὸ παιδὶ καὶ δὲν καταλάβαινα. Τόσοι ἄλλοι εἶμαι ἐγώ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σῶμα μου. Τὸ αἰσθάνθηκα στὴν Καβάλα προσφάτως καὶ τὸ διακηρύσσω. Ἀγαπῶ τὴν Ὀρθόδοξο Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐντὸς αὐτῆς, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ νεκρώσιμα εὐλογητάρια καὶ τὰ ἰδιόμελα τοῦ μοναχοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, κατανοῶ πὼς ὀ χορὸς τῶν Ἁγίων εὗρε πηγὴν ζωῆς καὶ θύραν παραδείσου, ἐν τῷ Φωτὶ τοῦ προσώπου καὶ τῷ γλυκασμῷ τῆς ὡραιότητος τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀῤῥήτου δόξης τοῦ ὁποίου εἴμαστε εἰκών, παρὰ τὰ στίγματα τῶν πταισμάτων ποὺ σηκώνουμε. Μέσα στὸν κοινὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ εἰκὼν λαμβάνει ζωή. Τὰ ἄνευ οὐδενὸς περιεχομένου γεγυμνωμένα ὀστᾶ τοῦ πατέρα μου, ποὺ ξεθάψαμε κατὰ τὴν ἀνακομιδή, ἐν Χριστῷ ἐνδύονται φῶς ζωῆς. Ζοῦν οἱ προσφιλεῖς ὑπάρξεις, ποὺ καμιὰ λογικὴ ἀνάλυση καὶ ψυχολογία δὲ μπορεῖ νὰ τὶς ἀναστήσει. «Ἀδελφοί, οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα».
www.athos.gr http://www.antibaro.gr/religion.php
Χρῆστος Γιανναρᾶς
(ἀποσπάσματα)
Τὸ ἀληθινὸ πάθος εἶναι ἡ μεγάλη καὶ ἀπεριόριστη δίψα τῆς ψυχῆς, ἡ τραγικὴ πάλη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ ξεπεράσει τὸ μέτριο καὶ τὸ συμβατικό.
Μοναξιὰ δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς συντροφιᾶς, ἀλλὰ ἡ βαθειὰ συναίσθηση μιᾶς τέλειας μοναχικότητας, ἕνα αἴσθημα ἐγκατάλειψης ἀπ'ὅλους κι ἀπ'ὅλα μέσα στὴ ζωή.
Ὁ χαμένος παράδεισος ζεῖ μέσα μας στὶς στιγμὲς τῆς μεγάλης χαρᾶς, στὸ πλησίασμα ἑνὸς ἀνθρώπου, μιᾶς ἀλήθειας, μιᾶς ἀγάπης ἢ μιᾶς ὀμορφιᾶς. Οἱ στιγμὲς τῆς δυνατῆς ζωῆς μᾶς πείθουν πὼς ὁ χαμένος παράδεισος δὲν ἔχει ἀνεπανόρθωτα χαθεῖ. Ἦταν τὸ ξεκίνημα τῆς ἀνθρώπινης πορείας, θὰ εἶναι καὶ τὸ τέρμα της. Ἡ νοσταλγία τοῦ ἀπολύτου ποὺ καίει μέσα μας εἶναι ἡ νοσταλγία τοῦ τέρματος.
Νομίζω πὼς ἡ πιὸ συχνὴ ἀφορμὴ κόπου εἶναι ἡ ἀντινομία ἀνάμεσα στὸν κόσμο ποὺ κρύβουμε μέσα μας καὶ στὸν κόσμο τῆς καθημερινότητας στὸν ὁποῖο εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ὑποταχτοῦμε.
Νὰ ὑπάρχεις σημαίνει νὰ ζεῖς συνειδητὰ τὴν τραγικὴ ἀντινομία τοῦ μέσα σου καὶ τοῦ γύρω σου κόσμου.
Ὁ μεγάλος σκοπὸς εἶναι πάντα μιὰ μεγάλη μοναξιά. Καὶ μιὰ μεγάλη μοναξιὰ εἶναι ἡ ὀδύνη μιᾶς ζωῆς στερημένης ἀπὸ στοργή... Ὁ μεγάλος σκοπὸς εἶναι ἕνα χρέος ποὺ θὰ τὸ σηκώσεις μονάχος.
Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτεται παρὰ μόνο ὅταν ἀπομένεις μονάχος.
Ἡ αἴσθηση τῆς προσωρινότητας καὶ ἡ ἀβεβαιότητα τοῦ σήμερα ἴσως εἶναι τὸ μαρτυρικὸ τίμημα ποὺ προσφέρουμε γιὰ νὰ μείνουμε ἀδούλωτοι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἐφήμερης ἐπανάπαυσης, τῆς σιγουριᾶς ποὺ ἐξασφαλίζει ἡ προσκόλληση στὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου.
Ἐλεύθερος εἶσαι, ὅταν ἡ ἔκταση τοῦ μέσα σου κόσμου, ἡ ἔκταση στὴν ὁποία ζεῖ καὶ κινεῖται ἡ ψυχή σου, δὲν ἔχει σύνορα καὶ φραγμούς. Εἶσαι ἀδέσμευτος μέσα σου, ἔχεις μόνος ἐσὺ ὅλη τὴν εὐθύνη κι ὅλο τὸν ἔλεγχο τῆς ἐσωτερικῆς σου πορείας, κι ἡ πορεία σου αὐτὴ μπορεῖ σὲ κάθε στιγμὴ νὰ ζητήσει καινούργια κατεύθυνση.
Εἶναι τόσο σπάνιο ἡ ἀγάπη νὰ σέβεται τὴν ἐλευθερία. Εἶναι τόσο σπάνιο πρᾶγμα νὰ συντροφεύεται ἡ ἀγάπη ἀπ᾿ τὴν τρυφερότητα.
Εἶναι ἡ ἴδια ἡ τρυφερότητα μιὰ ἀτμόσφαιρα ἐλευθερίας. Καὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἡ τρυφερότητα δὲν ξεκινάει ἀπὸ καμιὰ σκοπιμότητα. Εἶναι ἡ ἴδια ἕνας αὐτοσκοπός, μιὰ γνησιότητα. Αὐτὸ μόνο.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀποφασίσουμε νὰ ζήσουμε μιὰ προσωπικότερη ζωή, τὴ ζωὴ μιᾶς προσωπικῆς ἀναζήτησης, ἔχουμε νὰ σηκώσουμε τὸ βαρὺ φορτίο μιᾶς εὐθύνης ἀπόλυτα προσωπικῆς, χωρὶς κανένα ξαλάφρωμα μοιρασιᾶς.
Τὸν Θεὸ θὰ τὸν βρεῖς μονάχος· ὅσα κι ἄν σοῦ ποῦν γι'Αὐτόν, ὅσα κι ἄν σὲ διδάξουν δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ στὸν ἀποκαλύψουν.
Ὁ ἔρωτας εἶναι ἀκριβῶς μιὰ ἔλλειψη, μιὰ ἀνάγκη πλήρωσης, μιὰ ὀδυνηρὴ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ.
Ἄν σ'αὐτὴ τὴ γῆ ὁ Θεὸς δὲν ἦταν ἕνας μεγάλος μόχθος κι ἕνας ἀτέλειωτος πόνος καὶ μιὰ ἀσίγαστη πείνα καὶ δίψα, τὸτε πάνω σὲ τούτη τὴ γῆ δὲ θὰ ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ θυμίζει οὐρανό.
Πάνω σ'αὐτὴ τὴ γῆ ὁ Θεὸς θὰ εἶναι γιὰ μένα πάντοτε ἕνας δρόμος κι ὄχι ἕνα τέρμα, μιὰ ἀνάβαση κι ὄχι μιὰ κορφή.
Πρέπει νὰ ξαναμάθουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ Θεό, νὰ τὸν μάθουμε πραγματικά, μὲ τὸ κορμί μας, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τὸν μεταδίνει σὰν βρώση καὶ πόση, σὰν κατάδυση καὶ ἀνάδυση στὸ ζωντανὸ νερὸ τοῦ κόσμου, σὰ σταυροκόπημα καὶ στρωτὴ μετάνοια καὶ εὐωδιαστὸ κερὶ καὶ λιβάνι, σὰ νηστεία τροφῆς καὶ κατάλυση τροφῆς, σὰν γιορτὴ καὶ πανήγυρη συνταιριασμένη μὲ τὴν ἐποχὴ καὶ τὸν καιρό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα χειροπιαστό, προσιτὸ στὶς αἰσθήσεις. Εἶναι τὸ χτίσμα μὲ τοὺς κεκλιμένους οὐρανοὺς στοὺς θόλους καὶ τὶς καμάρες του, ποὺ σαρκώνει τὸν Ἄσαρκο καὶ χωρεῖ τὸν Ἀχώρητο. Εἶναι ὁ ζωντανὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ στοὺς κόλπους της, οἱ τελῶνες καὶ οἱ ἅγιοι, οἱ πόρνες καὶ οἱ ὅσιοι. Εἶναι ἡ ζωγραφιστή, δηλαδὴ αἰσθητὴ καὶ ἄμεση παρουσία τῶν πεθαμένων. Εἴμαστε ἐμεῖς, ἡ ζωή, ὁ κόσμος, ἰδωμένος σωστά.
...........................................................................................................
Ἔρως τῆς Ἐκκλησίας
Νικολάου Γαβριὴλ Πεντζίκη, Πρὸς Ἐκκλησιασμό,
Ἐκδόσεις Πατριαρχικὸν Ἴδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 61-67
Μιὰ ξεχωριστὴ σωματικὴ αἴσθηση, ἐν Καβάλᾳ προσφάτως, μ΄ἔκαμε νὰ καταλάβω ὅτι ἀγαπῶ τὴν Ἐκκλησία· τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Τὴν ἄλλη μέρα ἐξηγοῦσα σὲ φίλους, ὅτι ἡ αἰσθηματικὴ αὐτὴ τοποθέτηση ἔλυε ὅλα τὰ προβλήματα, ποὺ μπορεῖ νά΄χει ὁ ἄνθρωπος.
Ἐκεῖνοι ἔδειξαν πὼς σεβόντουσαν τὰ αἰσθήματά μου σὰ μιὰ ἀπὸ τὶς ἰδιοτροπίες μου, ἀλλὰ δὲν συμφωνῆσαν μαζί μου ὅτι ἡ Ἐκκλησία χωράει τὰ πάντα. Ἀνάφεραν ὅτι, καὶ σὰν ἀρχιτεκτονικὸ κτίσμα καὶ σὰν ἠθικὸς θεσμός, βρισκόταν σὲ παρακμή, στόν τόπο μας σήμερα. Εἶπαν ὅτι οὔτε μιὰ ὄμορφη ἢ ἱστορικὰ σημαντικὴ ἐκκλησία ὑπάρχει, ἐπὶ παραδείγματι στὴν πόλι τους, παρ΄ὅλο ὅτι αὐτή, πρώτη σ΄ ὅλη τὴν Εὐρώπη, ὑποδέχτηκ
ε τὸν Μέγαν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν.
Ἐσυνέχισαν τέλος μὲ σχόλια γύρω ἀπὸ τὴ μόρφωση καὶ ἠθικὴ τῶν σημερινῶν ἱερωμένων. Μοῦ θύμησαν τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς ποὺ πέσαν ἀπάνω μου, σὰν ἀγάπησα μιὰ κοπέλλα, ποὺ κατὰ τὴ γνώμη τους δὲν ἄξιζε.
Συλλογίστηκα λοιπὸν τὸ θάῤῥος, ἔναντι σὲ κάθε συμβατικὴ κοινωνικὴ ἀξιολόγηση, τοῦ Προφήτη Ἀββακούμ, ποὺ παντρεύτηκε πόρνη καὶ δὲν ἐπιχείρησα ν΄ἀπαντήσω μὲ λογικές, πιθανές, ὀρθὲς ἀντιῤῥήσεις. Τὸ ἐναντίον, ὑπερθεμάτισα σὲ ὅσα ἔλεγαν. Μπορεῖ, ἐτόνισα, αὐτὸ ποὺ συνήθως ἐννοοῦμε ὡς Ἐκκλησία, τὸ κτήριο ἢ ὁ κοινωνικὸς θεσμός, οἱ πέτρες καὶ ἡ λάσπη ἢ ὁ κάθε ταλαίπωρος θνητὸς ποὺ τὴν ὑπηρετεῖ, ὄχι μονάχα σήμερα, ἀλλὰ οὐδέποτε νὰ μὴν ὑπῆρξαν ἀξιόλογα. Ἐν συνεχείᾳ μάλιστα, πρὸς ἐπίῤῥωση τῶν λεγομένων μου, ἐπρόσθεσα καὶ σχετικὰ ἀνέκδοτα ἀπὸ τὴν Ἀπόκρυφη ἱστορία τοῦ Προκοπίου κι΄ἀπ΄ἄλλους Βυζαντινοὺς Χρονογράφους. Τὸ ζήτημα ὅμως ἐν τέλει, ὑπογράμμισα, δὲν εἶναι νὰ ἐξετάσουμε, ἄν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πράττουμε τὸ καλό, παρὰ ἐὰν εἶναι, ναὶ ἢ ὄχι ἀπὸ Θεοῦ καὶ κατὰ συγκατάβαση ἡ Ἐκκλησία μας, ἐν Χριστῷ δωρεά, ὅπως καὶ ἡ ὕπαρξή μας, ἀσχέτως ἄν ἡμεῖς διὰ τοῦ παρόντος βίου τὴν κατασπιλώνουμε.
Συνήθως οἱ ἔννοιες ποὺ διατυπώνουμε, σὰν τὶς ἐξισώσεις τῆς ἄλγεβρας μὲ τὶς πολλὲς πιθανὲς λύσεις, ἀποτελοῦν νεφέλωμα θετικῶν ἢ ἀρνητικῶν διαθέσεων καὶ γι΄αὐτό, ἐπειδὴ στὴν ἔκφρασή μας δὲν ὑπάρχουν συχνὰ σαφὴ ὅρια, ἡ συζήτηση πέρνει ἄλλο δρόμο ἢ διακόπτεται. Ἔτσι συνέβη καὶ μὲ τοὺς φίλους τῆς Καβάλας. Ἡ σωματικὴ ὅμως αἴσθηση ποὺ ἀνάφερα, περιχαρακώνοντας τὸ σύνολο τῶν διαθέσεων τοῦ ἐσωτερικοῦ νεφελώματος, σὰν κυτταρικὴ μεμβράνη ἀνθεκτικότερη τοῦ πρωτοπλάσματος, ἀναγκάζει τὴ σκέψη μου νὰ συνεχίζει στὸν ἴδιο πάντα δρόμο τὴ συζήτηση. Τὸ δρόμο ποὺ φέρει τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ πλάστου Θεοῦ καὶ τέμνεται ἀπὸ τὴν κάθετο τῆς ἁμαρτίας τοῦ αὐτεξουσίου πλάσματος.
Ἀνθρώπινη ἀνάγκη εἶναι νὰ μπαίνουν σ΄ἕνα δρόμο τὰ πράγματα. Φόβοι καὶ δισταγμοὶ καὶ μέχρι τῆς στιγμῆς ποὺ γράφω ἀναστέλλουν κάθε σαφὴ τοποθέτηση. Ἀκούω μιὰ φωνή, ποὺ προσπαθεῖ νὰ μὲ πείσει, ὅτι τοποθετούμενος θὰ πάψω νὰ ὑφίσταμαι, θὰ κονιορτοποιηθῶ ἐντελῶς. Χρόνια τώρα σφυρηλατήθηκα ἀπ΄αὐτὴ τὴν αἴσθηση τῆς κονιορτοποιήσεως. Πιθανὸν νὰ εἶναι συγγενὴς στόν ἄνθρωπο. Πάντως, ὅταν τὸ καλοκαίρι τοῦ 1933 πρωτοπῆγα στὸ Ἅγιον Ὄρος, διατηροῦσα εἰσέτι πολλὲς βεβαιότητες διὰ τὸ συμπαγὲς σχῆμα τοῦ ἐγώ. Ἐξαιτίας αὐτοῦ θυμᾶμαι ἔκλεισα ἀμέσως τὸν Συναξαριστή, ποὺ εἶχα πάρει νὰ διαβάσω, ὅταν συνάντησα τὴ φράση, πὼς ἕνας Ἅγιος ἀπὸ βρέφος ἔδειχνε ὅτι θὰ γινόταν εὐσεβής, ἀποποιούμενος τὸ μαστὸ τῆς μητέρας του καὶ νηστεύοντας κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευή.
Ἀλλὰ ἤδη ἀπὸ τὸ 1937, δὲν ἐκφραζόμουν πιὰ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο. Διέβλεπα στὴν παραπάνω φράση καὶ σὲ ἄλλες ἀνάλογες μιὰ ἀλήθεια, πού, μὴ ξέροντας πῶς νὰ τὴν ἀποδείξω, γινόμουνα πεισματάρης, νιώθοντας, παράλληλα πρὸς τὸ πεῖσμα μου καὶ ἴσως ἐξαιτίας αὐτοῦ, μιὰ μεγάλη ντροπή, ποὺ δὲ μποροῦσα λογικὰ νὰ κυριαρχῶ τῶν συζητητῶν, ἀλλὰ τὸ ἐναντίον, διαρκῶς ἡττῶμην. Ἡ συνεχὴς ἧττα ἀντίκρυ στοὺς ὑποστηρίζοντας σαφῶς καὶ μὲ λογικὴ τὰ περὶ κόσμου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ διατηρήσω τὸ παράλογο ποὺ μέσα μου ἔνιωθα νὰ μεγαλώνει, ἀποτελώντας ὅλη μου τὴ χαρά καὶ τὴ ζωή, τὴν ὥρα πού, μετὰ ἀπὸ μιὰ συναισθηματικὴ κρίση, διατεινόμουν δίχως κανεὶς νὰ μὲ πιστεύει, πὼς ἤμουν ἕνας πεθαμένος ἄνθρωπος, μὲ πλησίαζε ὁλοένα ἐγγύτερα πρὸς τοὺς τρελλούς, ποὺ βλέπουμε νὰ καταφεύγουν, ξένοι πρὸς τὸν τριγύρω κόσμο, στὸ πλῆθος τῶν ναῶν καὶ παρεκκλησίων, ποῦ κοσμοῦν τὴν ἑλληνικὴ γῆ.
Ἐνῶ εἶχα ἀρχίσει νὰ περιηγοῦμαι, μᾶλλον σὰν τουρίστας, τὰ μνημεῖα, ποὺ ἄφησε ἡ ὀρθόδοξος χριστιανικὴ πίστη, τῶν ἀειμνήστων βυζαντινῶν μας πατέρων, σὺν τῷ χρόνῳ διαφοροποιούμουνα. Ἀρχιτεκτονική, ζωγραφικὸς διάκοσμος τῶν ναῶν, ποίηση καὶ μουσικὴ τῶν ἐν αὐτοῖς τελουμένων, χωρὶς τὴ σοβαρότητα τῆς ἀντικειμενικῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μὲ ξεκουράσει μὲ τὸν τίτλο τοῦ βυζαντινολόγου, χωρὶς τὴν τάξη τοῦ πιστοῦ ἐκ παραδόσεως, ποὺ λυτρώνεται παρακολουθώντας τακτικὰ τὴ λειτουργία, ἑνούμενα μὲ τὸν πυρήνα τοῦ παραλόγου ἐντός μου, σιγά σιγά ἄρχισαν νὰ μοῦ ἐπιτρέπουν τὴν ἐπικοινωνία μ΄ἕναν ἄλλο κόσμο. Παρ΄ὅλο ποὺ ὁ φόβος, μήπως χαρακτηρισθῶ ὡς ἐξοφλημένο ἀπὸ τὴ ζωὴ γραΐδιον ἢ σωστὰ τρελλός, ἀπὸ τοὺς συνοδεύοντας τὴν ἐκφορὰ τῶν κεκοιμημένων, δὲν μοῦ ἐπέτρεπε τὸν κόσμο αὐτὸ τὸ νέον, νὰ τὸν ὁμολογήσω σὰν βεβαίωση τῆς ἐνταῦθα ζωῆς, διὰ τῆς ὁποίας καὶ πάλιν αὐτὸς βεβαιοῦται. Πέρα ὅμως ἀπὸ κάθε φόβο, μ΄ἐνθουσίαζε στὴν Ἐκκλησία ἡ καταξίωση τοῦ παραλόγου. Ἔνιωθα μὲ ἱκανοποίηση ὅτι, εἰς τοὺς κόλπους της, ὁ καθένας μποροῦσε νά΄χει τὴ θέση του καὶ μάλιστα ἀνεξάρτητα πρὸς τὸ ὑπ΄αὐτοῦ ἐκτελούμενον ἔργο καὶ μόνον ἐκ τῆς προαιρέσεώς του.
Ἐγκωμιάζοντας τὴν Παναγία, πού, ἐνῶ ἦτο θνητὴ σὰν καὶ μᾶς, ὡς Παρθένος, ἀσπόρως ἠξιώθη, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σὲ χρόνο ἱστορικὸ νὰ γεννήσει ἀνάμεσά μας τὸν Θεὸ Υἱό, ποὺ πάλι
αὐτός, ὅταν ἡ Μητέρα ἐκοιμήθη, παράλαβε στὴν ἀγκαλιά του τὸ πνεῦμα της, Γεθσημανὶ τῷ χωρίῳ, ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν ὑμνητὴς αὐτῆς, στόν Κανόνα του λέγει:
«Στέργειν μὲν ἡμᾶς, ὡς ἀκίνδυνον φόβῳ,
Ῥᾶον σιωπήν. Τῷ πόθῳ δέ, Παρθένε,
Ὕμνους ὑφαίνειν συντόνως τεθηγμένους,
Ἐργῶδες ἐστίν. Ἀλλὰ καί, μῆτερ, σθένος,
Ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις δίδου».
Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης διηγεῖται ἔθιμον ὑλικῆς ἐνισχύσεως μέσα στὴν Ἐκκλησία, κατὰ τὴν παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων, τοῦ συνήθως νεαροῦ ἀναγνώστου τοῦ ἀνωτέρω ποιήματος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.
Πρέπει νὰ ὁμολογήσω, ὅτι πτωχὸς στὸ πνεῦμα, πολλαπλῶς διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐνισχύθην. Ἐκ τῆς μελέτης τῶν μνημείων τῆς θρησκευτικῆς μας παραδόσεως, ἐξήγαγα συμπεράσματα περὶ τοῦ συμμετρικῶς ἀσυμμέτρου, περὶ τοῦ ὅτι ὀρθότερον γεωμετρικῶς εἶναι τὸ πρακτικῶς μὴ ἀκριβῶς τετράγωνον, περὶ τῆς ἐννοίας τοῦ ῥυθμοῦ σὰν βασικοῦ ἑρμηνευτικοῦ στοιχείου τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, περὶ τῆς σημασίας τῆς ἐκλογῆς ὅσον γίνεται μικρότερης μονάδος, γιὰ νὰ εἶναι τὸ σύνολο δίκαιο, περὶ τῶν ὁρίων τοῦ προσωπικοῦ καὶ ὅτι τοῦτο μπορεῖ ἐνίοτε νὰ ἐκφραστεῖ καλύτερα διὰ τῆς ἀντιγραφῆς, ὅτι τὸ ὡραῖο, ὅταν ὑπάρχει πρὸς τοῦτο συγκίνηση, μπορεῖ νὰ κομματιαστεῖ καὶ νὰ μεταφερθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν ἑνότητα ποὺ τὸ γέννησε, σὲ ἄλλη καὶ ἄλλη, μέχρι ποὺ νὰ μπορεῖ ἕνας σήμερα νὰ περιβληθεῖ τὴν μυθικὴ ἁλουργίδα τῶν ἐπῶν τοῦ Ὁμήρου καί, ἐνδυμένος τὰ παλαιά, νὰ παρουσιάζεται συγχρονισμένος, πρὸς τὶς πιὸ ἐπίκαιρες φιλοσοφικὲς ἀπόψεις. Ἔφτασα ἔτσι νὰ δικαιώσω τὰ λόγια τῆς μητέρας τῆς μητέρας μου, ὅταν μωρὸ παιδὶ μ΄ἄλλαζε ἐσώρουχα: «ἀλλάζει ὁ Χριστὸς κι΄ἡ Παναγιὰ καὶ τ΄ἀποφόρια τὰ φορεῖ ὁ ἐγγονός μου».
Ξεφυλλίζοντας τὴν Ἱερὰ Σύνοψη, μποροῦμε ν΄ἀναγνώσουμε, σὲ ἦχο γ΄, τὸ ἔξοχο αὐτόμελο ἐξαποστειλάριο: «Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ· λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα καὶ σῶσόν με». Ἐὰν ἤθελα μὲ ἐνδύματα δικά μου νά΄μπω στὴν Ἐκκλησία, νὰ προσκυνήσω τὸν ἱερὸ τῆς σωτηρίας νυμφώνα, ὅπου ὁ Θεὸς Αἷμα καὶ Σάρκα προσφέρεται, διὰ τῆς θαυμαστῆς μετουσιώσεως τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ἀσφαλῶς, ἐμποδίζοντάς με, θά΄κλειναν οἱ πόρτες, ὅπως μπροστὰ στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, ποὺ μόνο ἀφοῦ μετεβλήθη, σκορπίζοντας σὲ σύννεφο φωτὸς τὸ πάγιο σχῆμα τοῦ ἐγώ, ἀξιώθηκε τῆς θείας μεταλήψεως. Τὶ συμβαίνει στὴν Ἔρημο; Τὶ γυρεύει ἐκεῖ πέρα ὁ ἄνθρωπος μόνος; Πῶς ἀποπλυνόμεθα τῶν ἁμαρτιῶν μας; Θυμοῦμαι τί μᾶς εἶχε πεῖ ἡ Μυγδαλιὰ ἡ ὑπηρέτρια, ἀπὅνα χωριὸ τῆς Χαλκιδικῆς, πού ῾χαμε σπίτι σὰν εἴμασταν παιδιά. Μᾶς εἶχε δεῖ, πού, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ποῦ ἔπεφταν καὶ χανόντουσαν ἐδῶ κι ἐκεῖ, κόβαμε τὰ νύχια τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν. Εἶπε λοιπόν, ὅτι δὲν κάναμε καλὰ καὶ αὐτὸ ἦταν ἁμαρτία, νὰ σκορπᾶμε τὰ μέρη τοῦ σώματός μας, γιατὶ στὴν Κρίση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θὰ πρέπει νὰ παρουσιαστοῦμε ὁλόκληροι, ἀλλιῶς θὰ μᾶς ῥίξει, γιὰ ἕνα ἀτελείωτο πλῆθος ἐτῶν, στὸ ἄναρχο κοσμικὸ χάος, πού῾ναι ἡ Κόλαση, νὰ ψάχνουμε ὅ,τι αὐθαιρέτως ἀπομακρύναμε ἀπὸ τὸ ἅπαξ γεννηθὲν καὶ συνεχῶς ἀναπτυσσόμενο εἶναι μας. Καὶ πρόσθεσε ὅτι ἔπρεπε νὰ μαζεύουμε τ᾿ ἀποκοπτόμενα καὶ νὰ τὰ ῥίχνουμε μέσα στὸν κόρφο μας, κάνοντας ταυτόχρονα τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.
Στὴ σύγχρονή μας τέχνη, εὔκολα μπορεῖ κανεὶς νὰ ξεχωρίσει, ὡς χαρακτηριστικό, μιὰν ἄοκνη, ὅσο καὶ βαθιὰ πρωτόγονη, προσπάθεια περισυλλογῆς τῶν μνημονίων τοῦ ψυχικοῦ μας εἶναι, σάμπως ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη νά΄χει χάσει παντελῶς τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς, ἀφήνοντας σκόρπια ξεσκλήδια στ΄ἀγκάθια τῶν καθημερινῶν πειρασμῶν, ποὺ συνεπάγεται ἡ ἀτομικὴ τοῦ ἐγὼ ἐπιβίωση. «Δὲν ἔχω», λοιπόν, «ἔνδυμα ἵνα εἰσέλθω», κραυγάζει ὁ καθείς.
Σὲ μιὰ ἀπέλπιδα στιγμὴ τῆς προσπαθείας μου γιὰ αὐτοπερισυλλογή, τὸ 1945, μονάχος ἕν΄ἀπόγευμα, μπῆκα στὴν Ἐκκλησία τοῦ συνοικισμοῦ Νέας Ἰωνίας Ἀθηνῶν. Ἀργότερα, πολλὲς φορὲς συσχέτισα τὴν εἴσοδό μου ἐκείνη, ἐντὸς τοῦ ἱδρύματος, τῆς ἐκ θείας ἀποκαλύψεως θρησκευτικῆς παραδόσεως, μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Κολοκοτρώνη, ὅταν ἔμεινε ἔρημος, πρὶν βγεῖ στὰ βουνὰ καὶ κράξει τοὺς σκόρπιους ἀπὸ τὸ φόβο τῶν Τούρκων Ἕλληνες, στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χρυσοβιτσιοῦ, ἐνισχυόμενος ἀπὸ τὸ μεγάλο τοῦ ἥρωος παράδειγμα. Μέσα ὁ ναὸς ἦταν ἀκόμη ἀσυμπλήρωτος καὶ ὡς μόνο πλήρωμα στεκόντουσαν κι΄ἄκουγαν, τὸν κρυμμένο μέσα στὸ ἱερὸ παπά, μιὰ μαυροφορεμένη γρηά, ἕνας τρελλὸς καὶ ἐγώ. Τότε λοιπόν, παρὰ τὶς ἐλλιπεῖς μου γνώσεις στὰ θρησκευτικὰ καὶ θεολογικά, καθὼς προσπαθοῦσα νὰ βάλω τοὺς σκόρπιους λογισμούς μου σὲ κάποια τάξη, ἀντιλήφθηκα ὅτι πολὺ σωστὰ θὰ μποροῦσαν νὰ διακοσμηθοῦν οἱ τοῖχοι τοῦ ἄδειου ναοῦ, μὲ τὴν ἁπλὴ καταγραφή, ἀπὸ πάνω ἕως κάτω, ὅπως στὰ χαρτάκια ποὺ δίνουμε στὸν παπὰ γιὰ νὰ τὰ διαβάσει, τῶν ὀνομάτων ὅλων τῶν προσφιλῶν μας νεκρῶν.
Ἡ ἀνωτέρω ἀντίληψη μοῦ κατέστησε σαφὲς (ἐφ΄ὅσον διὰ τὴν ἀναγραφὴ τῶν ὀνομάτων τῶν νεκρῶν ἐνεργεῖ ἄλλη χεὶρ ἀπὸ
; τὴν δική τους), ὅτι ἡ συγκρότηση τῆς ἑνότητος τῶν λογισμῶν μας δὲν ἐπιτυγχάνεται διὰ μόνου τοῦ ἑαυτοῦ μας. Χωρεῖ λοιπὸν ἕνα εἶδος παραιτήσεως καὶ ἐπιβάλλεται νὰ πεῖς, τὸ ἐγώ μου εἶν΄ ἕνας ἄλλος.
Ἄλλος ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἁγία αὐτοῦ Ἐκκλησία, ὅπου συνεχίζει ὑπάρχων. Ἄλλος ὁ πλησίον μας ἄνθρωπος ποὺ ἐν Χριστῷ, μέσα στὴν Ἐκκλησία, παντρευόμαστε. Ἄλλος! Ἐκείνη γυναίκα καὶ αὐτὸς ἄνδρας. Καὶ ὅμως τὸν ἀγαπῶ ὡς ἑαυτόν μου. Ἄλλος ὑπῆρξε ὁ ἀνάδοχός μου ποὺ μ΄ἔντυσε τὴ στολὴ τῆς πίστεως, ὅταν βαπτίστηκα ἐν Χριστῷ μωρὸ παιδὶ καὶ δὲν καταλάβαινα. Τόσοι ἄλλοι εἶμαι ἐγώ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σῶμα μου. Τὸ αἰσθάνθηκα στὴν Καβάλα προσφάτως καὶ τὸ διακηρύσσω. Ἀγαπῶ τὴν Ὀρθόδοξο Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐντὸς αὐτῆς, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ νεκρώσιμα εὐλογητάρια καὶ τὰ ἰδιόμελα τοῦ μοναχοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, κατανοῶ πὼς ὀ χορὸς τῶν Ἁγίων εὗρε πηγὴν ζωῆς καὶ θύραν παραδείσου, ἐν τῷ Φωτὶ τοῦ προσώπου καὶ τῷ γλυκασμῷ τῆς ὡραιότητος τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀῤῥήτου δόξης τοῦ ὁποίου εἴμαστε εἰκών, παρὰ τὰ στίγματα τῶν πταισμάτων ποὺ σηκώνουμε. Μέσα στὸν κοινὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ εἰκὼν λαμβάνει ζωή. Τὰ ἄνευ οὐδενὸς περιεχομένου γεγυμνωμένα ὀστᾶ τοῦ πατέρα μου, ποὺ ξεθάψαμε κατὰ τὴν ἀνακομιδή, ἐν Χριστῷ ἐνδύονται φῶς ζωῆς. Ζοῦν οἱ προσφιλεῖς ὑπάρξεις, ποὺ καμιὰ λογικὴ ἀνάλυση καὶ ψυχολογία δὲ μπορεῖ νὰ τὶς ἀναστήσει. «Ἀδελφοί, οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα».
www.athos.gr http://www.antibaro.gr/religion.php
Ποικίλα γένη θρησκοληψίας
Ποικίλα γένη θρησκοληψίας
Tου Xρηστου Γιανναρα
Προσπαθώ να βρω απάντηση στο ερώτημα: Γιατί τόσο αντιθρησκευτικό μένος στην Eλλάδα σήμερα; Γιατί σημαντική μερίδα των Nεοελλήνων, η κυρίαρχη στη δημοσιότητα, να συντηρεί τέτοιαν υπόκωφη οργή για την εκκλησία, τον κλήρο, την ένσαρκη στη λαϊκή παράδοση μεταφυσική – γιατί η παθιασμένη τυφλή απόρριψη;
Oι ιστορικές μνήμες δεν δικαιολογούν την αντίδραση, δεν παραπέμπουν σε τραυματικές εμπειρίες. Σφάλματα ή και εγκλήματα ανθρώπων του κλήρου υπήρξαν και θα υπάρχουν πάντοτε, αλλά εδώ στην «Aνατολή» δεν θεσμοποιήθηκαν, δεν καταξιώθηκαν με σκόπιμη «ιερότητα»: Oι Eλληνες δεν γνωρίσαμε Iερή Eξέταση, βατικάνια κρατική εξουσία, αλάθητη καθέδρα, Tράπεζα του Aγίου Πνεύματος, Propaganda Fidei και συνακόλουθη ιδεολογική τρομοκρατία, Index Librorum Prohbitorum, υποχρεωτική αγαμία του κλήρου.
H Eκκλησία στην Eλλάδα, παρά τον αλλοτριωτικό εκδυτικισμό της (τη θρησκειοποίησή της, τον μετασχηματισμό της σε «επικρατούσα» κρατική θρησκεία) δεν έχασε τον χαρακτήρα του λαϊκού (κοινωνικού) γεγονότος. Tην ταυτότητα της εκκλησιαστικής Oρθοδοξίας στους δύο τελευταίους αιώνες την εξέφρασε περισσότερο ο Nτοστογιέφσκι και ο Παπαδιαμάντης και λιγότερο η ακαδημαϊκή θεολογία ή το επισκοπάτο – η πάγκοινη αυτή διαπίστωση θα δικαιολογούσε μάλλον καύχηση παρά συμπλεγματική εμπάθεια.
Tο σημερινό μένος μοιάζει τεχνητό, ίσως γιατί αρχικά υπαγορεύτηκε από ανάγκες ιδεολογικής συνέπειας: Eπρεπε, ντε και καλά, να είχε λειτουργήσει και στον Eλληνισμό η «θρησκεία» σαν «όπιο του λαού», να είχαμε οπωσδήποτε και στο δικό μας παρελθόν ταύτιση της εκκλησίας με τις προνομιούχες τάξεις, διωγμούς ιδεών, βιβλία στην πυρά, τυραννική κληρικοκρατία.
Γιʼ αυτό και ψάρεψαν κάποιοι «ειδικοί» από την περίοδο της Tουρκοκρατίας περιστατικά και περιστασιακά συμβάντα αχρειότητας ατόμων ή αμηχανίας εμπερίστατων θεσμών για να συγκροτήσουν μιαν εξομοιωμένη εικόνα θρησκευτικού σκοταδισμού σε Δύση και Aνατολή: Kάποιος αποσπασματικός αφελής αφορισμός, κάποιο εκδικητικό κάψιμο βιβλίων, μια απαγόρευση διδασκαλίας. Kαι απόκτησε η ιδεολογική ιστοριογραφία φλάμπουρο.
H αρχική ανάγκη προκρούστειας προσαρμογής της Iστορίας στον νάρθηκα της δάνειας θεωρίας κατόρθωσε να μονοπωλήσει τα φτιασίδια της «προοδευτικής» αυτοκαταξίωσης. Kαι εκφυλίστηκε ταχύτατα σε εφόδιο για επαγγελματική καριέρα, σε τεκμήριο για αξιοβράβευτη «παραταξιακή πειθαρχία». H «προοδευτική» πόζα έγινε ζηλευτή προϋπόθεση κοινωνικής ανόδου, προβολής και δημοσιότητας, κατάκτησης διακρίσεων και λιπαρά αμειβόμενης πολυθεσίας, άνετης εισόδου στα φανταχτερά «στέκια».
Σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου η μαχητική απόρριψη της θρησκείας και ο στρατευμένος αντικληρικαλισμός εμφανίστηκαν σαν σύνδρομο του ζήλου για επιστημονική αυστηρότητα και «θετική» γνώση, στη σύγχρονη Eλλάδα τα ίδια φαινόμενα μοιάζει να συνοδεύουν την ημιμάθεια, τους δημοσιογραφικούς δογματισμούς, τον ευνουχισμό κάθε φιλοσοφικής ανησυχίας. H μεταφυσική αγραμματοσύνη των Nεοελλήνων είναι κάτι που εκπλήσσει. Σπάνιο, σπανιότατο να συναντήσει κανείς Nεοέλληνα που να ξέρει να εξηγήσει γιατί ο Παρθενώνας, ένας ναός καταγράφει ως τέχνημα το «νόημα» της πολιτικής ή της τραγωδίας και ποια κενά της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής μεταφυσικής προκάλεσαν τον ραγδαίο εκχριστιανισμό των Eλλήνων.
H Eλένη Bλάχου έγραψε κάποτε ότι για να συζητήσει κανείς μεταφυσικές και υπαρξιακές του ανησυχίες πρέπει να βρεθεί έξω από τη σημερινή Eλλάδα, με παρέες φίλων, σε δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες.
Πόσοι καταλαβαίνουν σε ποια δραματική υποβάθμιση της ανθρώπινης ευαισθησίας παραπέμπει αυτή η διαπίστωση, πόσο τραγικά μειωμένη καλλιέργεια προδίδει; Σίγουρα ο εξευτελισμός της πνευματικής μας παράδοσης από την κρατική ιδεολογία παλαιότερα του «Eλληνοχριστιανισμού» ή η καπηλεία της από τη δικτατορία των συνταγματαρχών οδήγησαν πολλούς «μαζί με το νερό του μπάνιου να πετάξουν και το μωρό». H αναπηρία ολοφάνερη και πληρωμένη με θλιβερή υπανάπτυξη.
Δεν είναι απαραίτητο να θρησκεύει κανείς για να διασώζει μεταφυσική εγρήγορση, που διαμεσολαβείται από την έκπληξη μπροστά στο κάλλος, ερωτική ευαισθησία, που χειραγωγεί στον σεβασμό για το άρρητο. Mην ξεχνάμε ότι και για να μετάσχει κανείς στο εκκλησιαστικό γεγονός οφείλει να αποβάλει την ορμέμφυτη ανάγκη του για θρησκεία – να περάσε0ι από τις εγωτικές ψυχολογικές βεβαιότητες στη διακινδύνευση της σχέσης, του έρωτα, της αυτοπροσφοράς. Γιʼ αυτό και το λαϊκίστικο αντιθρησκευτικό μένος των «προοδευτικών» Nεοελλήνων είναι μόνο μια άλλη μορφή θρησκοληψίας.
Θρησκοληψία λέμε κάθε ψυχολογικού χαρακτήρα «πεποίθηση» που υποκαθιστά την εμπειρική αναζήτηση και την ανοικτή ετοιμότητα κοινωνικής επαλήθευσης της γνώσης με αξιωματικές προκαταλήψεις, ανεξέλεγκτες παραδοχές. Eτσι, αυτός που αγκιστρώνεται σε ένα αφηρημένο νοητικό είδωλο «Θεού» και το λατρεύει ως ταμπού, δεν διαφέρει σε θρησκοληψία από αυτόν που εξίσου δογματικά και αυθαίρετα βάζει την αφηρημένη έννοια της «τυχαιότητας» στη θέση της αιτιώδους αρχής του υπαρκτού.
Στις τηλεοπτικές οθόνες γίνεται φανερό πόσο απελπιστικά ομόλογοι είναι στην Eλλάδα σήμερα οι εκπρόσωποι της «επικρατούσας θρησκείας» και οι «πεφωτισμένοι» του αντιθρησκευτικού μένους. Oλόιδια ξύλινες οι γλώσσες τους, άσχετες με τα πραγματικά υπαρξιακά μας προβλήματα, αμοιβαία και θλιβερή η απαιδευσία, ο στρουθοκαμηλισμός αποφυγής οντολογικών ερωτημάτων, ο ψυχοπαθολογικός φόβος διακινδύνευσης εξωραϊσμένος με φιοριτούρες ιδεολογικής μαχητικότητας.
Eνας ενεργός μέτοχος του εκκλησιαστικού γεγονότος είναι πολύ εγγύτερα προς ένα τίμιο αγνωστικιστή παρά σε ιδεολογούντες «αρχιερείς» νοητών ειδώλων. Kαι ένας τίμιος αγνωστικιστής θα βρει συνοδοιπόρο αναζήτησης εμπειρικών ψηλαφήσεων μάλλον έναν μοναχό αγιορείτη, παρά τους αφελείς κεκράχτες του «προοδευτικού» μηδενισμού, εκλεκτούς τηλεοπτικών «παραθύρων».
καθημερινη
Tου Xρηστου Γιανναρα
Προσπαθώ να βρω απάντηση στο ερώτημα: Γιατί τόσο αντιθρησκευτικό μένος στην Eλλάδα σήμερα; Γιατί σημαντική μερίδα των Nεοελλήνων, η κυρίαρχη στη δημοσιότητα, να συντηρεί τέτοιαν υπόκωφη οργή για την εκκλησία, τον κλήρο, την ένσαρκη στη λαϊκή παράδοση μεταφυσική – γιατί η παθιασμένη τυφλή απόρριψη;
Oι ιστορικές μνήμες δεν δικαιολογούν την αντίδραση, δεν παραπέμπουν σε τραυματικές εμπειρίες. Σφάλματα ή και εγκλήματα ανθρώπων του κλήρου υπήρξαν και θα υπάρχουν πάντοτε, αλλά εδώ στην «Aνατολή» δεν θεσμοποιήθηκαν, δεν καταξιώθηκαν με σκόπιμη «ιερότητα»: Oι Eλληνες δεν γνωρίσαμε Iερή Eξέταση, βατικάνια κρατική εξουσία, αλάθητη καθέδρα, Tράπεζα του Aγίου Πνεύματος, Propaganda Fidei και συνακόλουθη ιδεολογική τρομοκρατία, Index Librorum Prohbitorum, υποχρεωτική αγαμία του κλήρου.
H Eκκλησία στην Eλλάδα, παρά τον αλλοτριωτικό εκδυτικισμό της (τη θρησκειοποίησή της, τον μετασχηματισμό της σε «επικρατούσα» κρατική θρησκεία) δεν έχασε τον χαρακτήρα του λαϊκού (κοινωνικού) γεγονότος. Tην ταυτότητα της εκκλησιαστικής Oρθοδοξίας στους δύο τελευταίους αιώνες την εξέφρασε περισσότερο ο Nτοστογιέφσκι και ο Παπαδιαμάντης και λιγότερο η ακαδημαϊκή θεολογία ή το επισκοπάτο – η πάγκοινη αυτή διαπίστωση θα δικαιολογούσε μάλλον καύχηση παρά συμπλεγματική εμπάθεια.
Tο σημερινό μένος μοιάζει τεχνητό, ίσως γιατί αρχικά υπαγορεύτηκε από ανάγκες ιδεολογικής συνέπειας: Eπρεπε, ντε και καλά, να είχε λειτουργήσει και στον Eλληνισμό η «θρησκεία» σαν «όπιο του λαού», να είχαμε οπωσδήποτε και στο δικό μας παρελθόν ταύτιση της εκκλησίας με τις προνομιούχες τάξεις, διωγμούς ιδεών, βιβλία στην πυρά, τυραννική κληρικοκρατία.
Γιʼ αυτό και ψάρεψαν κάποιοι «ειδικοί» από την περίοδο της Tουρκοκρατίας περιστατικά και περιστασιακά συμβάντα αχρειότητας ατόμων ή αμηχανίας εμπερίστατων θεσμών για να συγκροτήσουν μιαν εξομοιωμένη εικόνα θρησκευτικού σκοταδισμού σε Δύση και Aνατολή: Kάποιος αποσπασματικός αφελής αφορισμός, κάποιο εκδικητικό κάψιμο βιβλίων, μια απαγόρευση διδασκαλίας. Kαι απόκτησε η ιδεολογική ιστοριογραφία φλάμπουρο.
H αρχική ανάγκη προκρούστειας προσαρμογής της Iστορίας στον νάρθηκα της δάνειας θεωρίας κατόρθωσε να μονοπωλήσει τα φτιασίδια της «προοδευτικής» αυτοκαταξίωσης. Kαι εκφυλίστηκε ταχύτατα σε εφόδιο για επαγγελματική καριέρα, σε τεκμήριο για αξιοβράβευτη «παραταξιακή πειθαρχία». H «προοδευτική» πόζα έγινε ζηλευτή προϋπόθεση κοινωνικής ανόδου, προβολής και δημοσιότητας, κατάκτησης διακρίσεων και λιπαρά αμειβόμενης πολυθεσίας, άνετης εισόδου στα φανταχτερά «στέκια».
Σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου η μαχητική απόρριψη της θρησκείας και ο στρατευμένος αντικληρικαλισμός εμφανίστηκαν σαν σύνδρομο του ζήλου για επιστημονική αυστηρότητα και «θετική» γνώση, στη σύγχρονη Eλλάδα τα ίδια φαινόμενα μοιάζει να συνοδεύουν την ημιμάθεια, τους δημοσιογραφικούς δογματισμούς, τον ευνουχισμό κάθε φιλοσοφικής ανησυχίας. H μεταφυσική αγραμματοσύνη των Nεοελλήνων είναι κάτι που εκπλήσσει. Σπάνιο, σπανιότατο να συναντήσει κανείς Nεοέλληνα που να ξέρει να εξηγήσει γιατί ο Παρθενώνας, ένας ναός καταγράφει ως τέχνημα το «νόημα» της πολιτικής ή της τραγωδίας και ποια κενά της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής μεταφυσικής προκάλεσαν τον ραγδαίο εκχριστιανισμό των Eλλήνων.
H Eλένη Bλάχου έγραψε κάποτε ότι για να συζητήσει κανείς μεταφυσικές και υπαρξιακές του ανησυχίες πρέπει να βρεθεί έξω από τη σημερινή Eλλάδα, με παρέες φίλων, σε δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες.
Πόσοι καταλαβαίνουν σε ποια δραματική υποβάθμιση της ανθρώπινης ευαισθησίας παραπέμπει αυτή η διαπίστωση, πόσο τραγικά μειωμένη καλλιέργεια προδίδει; Σίγουρα ο εξευτελισμός της πνευματικής μας παράδοσης από την κρατική ιδεολογία παλαιότερα του «Eλληνοχριστιανισμού» ή η καπηλεία της από τη δικτατορία των συνταγματαρχών οδήγησαν πολλούς «μαζί με το νερό του μπάνιου να πετάξουν και το μωρό». H αναπηρία ολοφάνερη και πληρωμένη με θλιβερή υπανάπτυξη.
Δεν είναι απαραίτητο να θρησκεύει κανείς για να διασώζει μεταφυσική εγρήγορση, που διαμεσολαβείται από την έκπληξη μπροστά στο κάλλος, ερωτική ευαισθησία, που χειραγωγεί στον σεβασμό για το άρρητο. Mην ξεχνάμε ότι και για να μετάσχει κανείς στο εκκλησιαστικό γεγονός οφείλει να αποβάλει την ορμέμφυτη ανάγκη του για θρησκεία – να περάσε0ι από τις εγωτικές ψυχολογικές βεβαιότητες στη διακινδύνευση της σχέσης, του έρωτα, της αυτοπροσφοράς. Γιʼ αυτό και το λαϊκίστικο αντιθρησκευτικό μένος των «προοδευτικών» Nεοελλήνων είναι μόνο μια άλλη μορφή θρησκοληψίας.
Θρησκοληψία λέμε κάθε ψυχολογικού χαρακτήρα «πεποίθηση» που υποκαθιστά την εμπειρική αναζήτηση και την ανοικτή ετοιμότητα κοινωνικής επαλήθευσης της γνώσης με αξιωματικές προκαταλήψεις, ανεξέλεγκτες παραδοχές. Eτσι, αυτός που αγκιστρώνεται σε ένα αφηρημένο νοητικό είδωλο «Θεού» και το λατρεύει ως ταμπού, δεν διαφέρει σε θρησκοληψία από αυτόν που εξίσου δογματικά και αυθαίρετα βάζει την αφηρημένη έννοια της «τυχαιότητας» στη θέση της αιτιώδους αρχής του υπαρκτού.
Στις τηλεοπτικές οθόνες γίνεται φανερό πόσο απελπιστικά ομόλογοι είναι στην Eλλάδα σήμερα οι εκπρόσωποι της «επικρατούσας θρησκείας» και οι «πεφωτισμένοι» του αντιθρησκευτικού μένους. Oλόιδια ξύλινες οι γλώσσες τους, άσχετες με τα πραγματικά υπαρξιακά μας προβλήματα, αμοιβαία και θλιβερή η απαιδευσία, ο στρουθοκαμηλισμός αποφυγής οντολογικών ερωτημάτων, ο ψυχοπαθολογικός φόβος διακινδύνευσης εξωραϊσμένος με φιοριτούρες ιδεολογικής μαχητικότητας.
Eνας ενεργός μέτοχος του εκκλησιαστικού γεγονότος είναι πολύ εγγύτερα προς ένα τίμιο αγνωστικιστή παρά σε ιδεολογούντες «αρχιερείς» νοητών ειδώλων. Kαι ένας τίμιος αγνωστικιστής θα βρει συνοδοιπόρο αναζήτησης εμπειρικών ψηλαφήσεων μάλλον έναν μοναχό αγιορείτη, παρά τους αφελείς κεκράχτες του «προοδευτικού» μηδενισμού, εκλεκτούς τηλεοπτικών «παραθύρων».
καθημερινη
ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΣΧΑ
Οι δύο λέξεις "Χριστός Ανέστη" έγιναν χαιρετισμός, γιατί κάποτε μετέφεραν, πραγματικά, μιά βεβαιότητα χαράς. Οι άνθρωποι κοινωνούσαν αυτή τή βεβαιότητα, συναντιόντουσαν καί ήθελαν αυτήν πρώτα απ' όλα νά δηλώσουν. Χριστός ανέστη: αναστήθηκε ο Χριστός, άρα δέν τελειώνουν όλα στό θάνατο. Καί πάνω σέ αυτή τήν προοπτική τής ζωής πού νικάει τό θάνατο, έχτιζαν τήν καθημερινότητα τού βίου. Όχι γιά νά ψευτοπαρηγορηθούν μέ φαντασιώσεις, αλλά γιατί από αυτή τήν εμπειρική βεβαιότητα αντλούσαν νόημα καί περιεχόμενο καί αξίες ζωής. Άν ο Χριστός ανέστη, ο μύχιος πυρήνας τής ύπαρξής μας, τό υποκείμενο ή η προσωπικότητα τού ανθρώπου δέν τελειώνει μέ τόν βιολογικό θάνατο. Τότε ακόμα καί η πολιτική, η οικονομία, οι κοινωνικοί θεσμοί παίρνουν άλλο νόημα κι άλλη προοπτική. Άν η ευθύνη τού ανθρώπου δέν τελειώνει σέ κάποια συμβατικά όρια ορθολογισμού καί τυπικών υποχρεώσεων, άν η ευθύνη γιά τίς πράξεις του αναφέρεται τελικά σέ αυτή τήν ερωτική παραφορά μιάς σταυρωμένης γι' αυτόν καί αναστημένης Αγάπης, τότε καί η πολιτική είναι μιά διακονία αγάπης, μιά αυτοπαραίτηση καί αυτοπροσφορά, ένας έρωτας νά υπηρετήσεις τούς αδελφούς σου καί τίς ανάγκες τους.
Στόν δικό μας τόπο καί στή δική μας ελληνική παράδοση αυτή η πίστη στήν Ανάσταση, η αναφορά σέ έναν Θεό όχι τιμωρό καί δικαστή, αλλά μανικό εραστή καί Νυμφίο τού ανθρώπου, ήταν ο άξονας πού οργάνωνε τή ζωή καί τή συνοχή τού κοινωνικού σώματος. Αυτή η πίστη έδινε ταυτότητα στόν Έλληνα. Θυμάστε τό πρώτο Σύνταγμα τής Επιδαύρου τό 1822; Μόλις έστησαν ελεύθερη τήν πατρίδα αυτοί οι μαρτυρικοί αγωνιστές, θέλησαν νά ορίσουν στό Σύνταγμα ποιός είναι ο Έλληνας πολίτης τού νεοσύστατου κράτους. Καί δέν είχαν πού αλλού νά εντοπίσουν τήν ελληνική ιδιότητα παρά μόνο στήν πίστη: "Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι τής Επικρατείας τής Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες".
Αν ξαναφέρναμε στό Σύνταγμα σήμερα αυτόν τόν ορισμό τού Έλληνα, μέ πόσους πολίτες θά απόμενε αυτή η δύσμοιρη πατρίδα; Δεκαετίες τώρα, ξεριζώνουμε πεισματικά κάθε πίστη καί κάθε ελπίδα καί κάθε αληθινό έρωτα από τήν ψυχή τού λαού. Ρημάξαμε τίς ψυχές μέ τή νέκρα τής "προοδευτικής" ξιπασιάς, πιθηκισμού δήθεν μοντέρνων ιδεών πού αφήνουν άριζο καί ανέστιο τόν άνθρωπο σέ φοβερή ερημία καί μοναξιά. Δεκαετίες ολόκληρες ο ελληνοχριστιανισμός λειτούργησε σάν στείρα συμβατική ιδεοληψία, γιά νά πνιγεί τελικά μέσα στόν περίγελο τής χουντικής εκμετάλλευσης τού "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών".
Καί ήρθε η τελευταία οκταετία, όπου συστηματικά πιά καί μεθοδευμένα ξεριζώθηκε κάθε υπόλειμμα σεβασμού καί μνήμης τής πνευματικής μας παράδοσης. Από τά αλφαβητάρια τού Δημοτικού εξαλείφθηκαν, μέ φανατισμένο πείσμα, ακόμα καί οι λέξεις Χριστός, Παναγιά, εκκλησιά, γιορτή, πανηγύρι, προσευχή. Μοναδική μνεία γιορτής στό αλφαβητάρι τής Α? Δημοτικού η διαδήλωση γιά τήν επέτειο τού Πολυτεχνείου. Τά βιβλία τού Γυμνασίου καί τού Λυκείου νά χλευάζουν καί νά κατασυκοφαντούν τό Βυζάντιο, νά προπαγανδίζουν τόν πιό χυδαίο υλισμό μέ φανατισμό πού δέν γνώρισε ούτε η σταλινική περίοδος.
Η καταστροφή πού συντελέστηκε, ειδικά στήν παιδεία, τά τελευταία οχτώ χρόνια είναι εφιαλτική. Αλλά γιά τά μέγιστα καί τίμια τού ήθους καί τής ελπίδας τών ανθρώπων, ελπίδας πέρα από τή ζωώδη επιβίωση καί τήν καταναλωτική υστερία, γι' αυτά δέν μιλάει κανείς.
Προτεραιότητα ήθους στήν πράξη - είναι η μόνη μας ελπίδα. Όχι απλώς γιά ορθολογική συνέπεια, αλλά γιά νά αναστηθούν καί πάλι άξονες ζωής σέ αυτόν τόν τόπο. Είναι ευχή καί απαίτηση.
Χρήστος Γιανναράς
Οι δύο λέξεις "Χριστός Ανέστη" έγιναν χαιρετισμός, γιατί κάποτε μετέφεραν, πραγματικά, μιά βεβαιότητα χαράς. Οι άνθρωποι κοινωνούσαν αυτή τή βεβαιότητα, συναντιόντουσαν καί ήθελαν αυτήν πρώτα απ' όλα νά δηλώσουν. Χριστός ανέστη: αναστήθηκε ο Χριστός, άρα δέν τελειώνουν όλα στό θάνατο. Καί πάνω σέ αυτή τήν προοπτική τής ζωής πού νικάει τό θάνατο, έχτιζαν τήν καθημερινότητα τού βίου. Όχι γιά νά ψευτοπαρηγορηθούν μέ φαντασιώσεις, αλλά γιατί από αυτή τήν εμπειρική βεβαιότητα αντλούσαν νόημα καί περιεχόμενο καί αξίες ζωής. Άν ο Χριστός ανέστη, ο μύχιος πυρήνας τής ύπαρξής μας, τό υποκείμενο ή η προσωπικότητα τού ανθρώπου δέν τελειώνει μέ τόν βιολογικό θάνατο. Τότε ακόμα καί η πολιτική, η οικονομία, οι κοινωνικοί θεσμοί παίρνουν άλλο νόημα κι άλλη προοπτική. Άν η ευθύνη τού ανθρώπου δέν τελειώνει σέ κάποια συμβατικά όρια ορθολογισμού καί τυπικών υποχρεώσεων, άν η ευθύνη γιά τίς πράξεις του αναφέρεται τελικά σέ αυτή τήν ερωτική παραφορά μιάς σταυρωμένης γι' αυτόν καί αναστημένης Αγάπης, τότε καί η πολιτική είναι μιά διακονία αγάπης, μιά αυτοπαραίτηση καί αυτοπροσφορά, ένας έρωτας νά υπηρετήσεις τούς αδελφούς σου καί τίς ανάγκες τους.
Στόν δικό μας τόπο καί στή δική μας ελληνική παράδοση αυτή η πίστη στήν Ανάσταση, η αναφορά σέ έναν Θεό όχι τιμωρό καί δικαστή, αλλά μανικό εραστή καί Νυμφίο τού ανθρώπου, ήταν ο άξονας πού οργάνωνε τή ζωή καί τή συνοχή τού κοινωνικού σώματος. Αυτή η πίστη έδινε ταυτότητα στόν Έλληνα. Θυμάστε τό πρώτο Σύνταγμα τής Επιδαύρου τό 1822; Μόλις έστησαν ελεύθερη τήν πατρίδα αυτοί οι μαρτυρικοί αγωνιστές, θέλησαν νά ορίσουν στό Σύνταγμα ποιός είναι ο Έλληνας πολίτης τού νεοσύστατου κράτους. Καί δέν είχαν πού αλλού νά εντοπίσουν τήν ελληνική ιδιότητα παρά μόνο στήν πίστη: "Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι τής Επικρατείας τής Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες".
Αν ξαναφέρναμε στό Σύνταγμα σήμερα αυτόν τόν ορισμό τού Έλληνα, μέ πόσους πολίτες θά απόμενε αυτή η δύσμοιρη πατρίδα; Δεκαετίες τώρα, ξεριζώνουμε πεισματικά κάθε πίστη καί κάθε ελπίδα καί κάθε αληθινό έρωτα από τήν ψυχή τού λαού. Ρημάξαμε τίς ψυχές μέ τή νέκρα τής "προοδευτικής" ξιπασιάς, πιθηκισμού δήθεν μοντέρνων ιδεών πού αφήνουν άριζο καί ανέστιο τόν άνθρωπο σέ φοβερή ερημία καί μοναξιά. Δεκαετίες ολόκληρες ο ελληνοχριστιανισμός λειτούργησε σάν στείρα συμβατική ιδεοληψία, γιά νά πνιγεί τελικά μέσα στόν περίγελο τής χουντικής εκμετάλλευσης τού "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών".
Καί ήρθε η τελευταία οκταετία, όπου συστηματικά πιά καί μεθοδευμένα ξεριζώθηκε κάθε υπόλειμμα σεβασμού καί μνήμης τής πνευματικής μας παράδοσης. Από τά αλφαβητάρια τού Δημοτικού εξαλείφθηκαν, μέ φανατισμένο πείσμα, ακόμα καί οι λέξεις Χριστός, Παναγιά, εκκλησιά, γιορτή, πανηγύρι, προσευχή. Μοναδική μνεία γιορτής στό αλφαβητάρι τής Α? Δημοτικού η διαδήλωση γιά τήν επέτειο τού Πολυτεχνείου. Τά βιβλία τού Γυμνασίου καί τού Λυκείου νά χλευάζουν καί νά κατασυκοφαντούν τό Βυζάντιο, νά προπαγανδίζουν τόν πιό χυδαίο υλισμό μέ φανατισμό πού δέν γνώρισε ούτε η σταλινική περίοδος.
Η καταστροφή πού συντελέστηκε, ειδικά στήν παιδεία, τά τελευταία οχτώ χρόνια είναι εφιαλτική. Αλλά γιά τά μέγιστα καί τίμια τού ήθους καί τής ελπίδας τών ανθρώπων, ελπίδας πέρα από τή ζωώδη επιβίωση καί τήν καταναλωτική υστερία, γι' αυτά δέν μιλάει κανείς.
Προτεραιότητα ήθους στήν πράξη - είναι η μόνη μας ελπίδα. Όχι απλώς γιά ορθολογική συνέπεια, αλλά γιά νά αναστηθούν καί πάλι άξονες ζωής σέ αυτόν τόν τόπο. Είναι ευχή καί απαίτηση.
Χρήστος Γιανναράς
Τι δεν είναι η Ανάσταση
Nα λειτουργούσε τουλάχιστον πληροφόρηση!
Αφού η γνώση απαιτεί άθλημα σχέσης, ας υπήρχε έστω μια στοιχειώδης μάθηση, επαρκείς εμπεδωμένες πληροφορίες.
Τουλάχιστον να μην αντιστρέφονται οι σημασίες των λέξεων, να συμπίπτουμε στους νοηματικούς ορισμούς.
Eτσι ώστε οι προσωπικές επιλογές να έχουν πραγματικό αντίκρισμα: να μην αποκηρύσσουμε μετά βδελυγμίας τα όσα αγνοούμε ή παρερμηνεύουμε, και να μην ειδωλοποιούμε σαν αλάθητη πίστη την παρανόηση, την παρεξήγηση, τη διαστροφή.
«Xριστός ανέστη», είναι αναφώνημα γιορταστικής βεβαιότητας ή χαιρετισμός και χαιρετισμός σημαίνει: κλήση σε κοινή χαρά.
Nα χαρούμε τι, να γιορτάσουμε τι;
Aν η ανάσταση του Xριστού είναι ατομική περίπτωση «θαύματος», έστω και βεβαιωμένο από αυτόπτες, «υπερφυσικό» γεγονός, δηλαδή φακιρικό κατόρθωμα, ποιος ο λόγος δικής μας χαράς;
Kατά τι μας αφορά η νεκρανάσταση κάποιου μακρινού ιστορικού προσώπου;
Eκτός αν επιλέξαμε για «θρησκεία» μας τις θεσμικές εκφάνσεις του λεγόμενου «χριστιανισμού» και κολακεύει το εγώ μας να είναι ο δικός μας «αρχηγός» αναστημένος, άρα ανώτερος από άλλους, από τον Mωάμεθ, λ.χ., ή τον Bούδα.
Να γιορτάζουμε την υπεροχή μας σαν ψυχαναγκασμένοι φίλαθλοι.
Η γλώσσα της εκκλησιαστικής εμπειρίας.
Τουλάχιστον, να λειτουργούσε πληροφόρηση.
Έστω να είχαμε ακούσει και υποψιαστεί ότι είναι άλλο πράγμα η θρησκεία (η ορμέμφυτη ενστικτώδης ανάγκη της φύσης του ανθρώπου για βεβαιότητες μεταφυσικής εξασφάλισης) και άλλο το εκκλησιαστικό γεγονός.
Ότι η γλώσσα της εκκλησιαστικής εμπειρίας είναι ασυμβίβαστη, ασύμπτωτη, ασύμβατη, άσχετη με ιδεολογικές «αρχές», με νοητικές και ψυχολογικές «πεποιθήσεις», με δόγματα και αφορισμούς.
Ότι είναι όπως η γλώσσα της μουσικής, των μαθηματικών, της ζωγραφικής, η γλώσσα κάθε τέχνης.
Προϋποθέτει μαθητεία, μύηση, έμπρακτους τρόπους πρόσβασης στα σημαινόμενα.
Νοητικές αναλύσεις και συλλογισμοί έμμεσα μόνο μπορούν να χειραγωγήσουν, να λειτουργήσουν σαν δρομοδείχτες προς την εμπειρική γνώση -αποκλείεται να την υποκαταστήσουν.
Και μην ξεγελαστεί κανείς να συμπεράνει από τη σχετικοποίηση της λογικής μεθόδου ότι η εμπειρία που συγκροτεί το εκκλησιαστικό γεγονός είναι «συναίσθημα» (όπως λένε οι αφελείς) ή «μυστικισμός».
Στο συναίσθημα και στον μυστικισμό οι έμπειροι του εκκλησιαστικού γεγονότος εντοπίζουν την ακύρωση της εμπειρίας τους.
Η δική τους εμπειρία είναι σχέση με το υπαρκτό και πραγματικό, άθλημα σχέσης, όχι ψυχολογική φυγή από την πραγματικότητα.
Σχέση, όπως κάθε έρωτας.
Το νόημα του χαιρετισμού
«Xριστός ανέστη», λοιπόν, θα πει χαιρετισμός, κλήση σε κοινή χαρά, κλήση σε σχέση, στη γιορτή του έρωτα.
Αν δεν μετέχουμε εμπειρικά σε αυτήν τη χαρά, τουλάχιστον να έχουμε σωστή πληροφόρηση, να μάθουμε γιατί κάποιοι χαίρονται με την ανάσταση του Xριστού.
Να το μάθουμε έστω με σχετικά και ανεπαρκή, αλλά ενδεικτικά νοήματα.
H ανάσταση του Xριστού μαρτυρείται στη γλώσσα της εκκλησιαστικής εμπειρίας όχι σαν «θαύμα» ατομικής εξαίρεσης από τη φυσική νομοτέλεια, αλλά ως «σημείο»: δηλαδή, ενδεχόμενο υπαρκτικής ελευθερίας ως προς τους όρους - περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης μας.
Αν η αιτιώδης αρχή του υπαρκτού, που συμβατικά την αποκαλούμε «Θεό», μπορεί να ενανθρωπίσει (να υπάρξει πραγματικά ως ανθρώπινο ιστορικό πρόσωπο), τότε αποδείχνεται υπαρκτικά ελεύθερη από τους «φυσικούς» προκαθορισμούς της θεότητας.
Και αν, ως άνθρωπος, μπορεί να νικήσει τον θάνατο, να αναστηθεί εκ νεκρών, αποδείχνει υπαρκτική ελευθερία και από τους φυσικούς προκαθορισμούς της ανθρωπότητας.
Αυτή η αναγωγή της αιτιώδους αρχής των υπαρκτών στην ελευθερία, η άρνηση κάθε νομοτέλειας, αναγκαιότητας, προκαθορισμού του υπαρκτικού γεγονότος, είναι η αποκάλυψη, το ευαγγέλιο της εκκλησίας.
Ένας τρόπος να υπάρχει ο άνθρωπος
Αποκάλυψη κοινωνούμενης ιστορικής εμπειρίας και ευαγγέλιο, δηλαδή πρόταση που αφορά στον «τρόπο της υπάρξεως».
O «τρόπος» συνοψίζεται σε τρεις λέξεις: πατήρ, υιός, πνεύμα.
Δηλώνουν και οι τρεις τρόπο όχι ατομικής, αλλά «προσωπικής» ύπαρξης: την ύπαρξη που πραγματώνεται ως ελευθερία άρνησης της ατομοκεντρικής υπαρκτικής αυτοτέλειας δηλώνουν την υπαρκτική (υποστατική) ταυτότητα που αντλείται από την ελευθερία της ερωτικής αυτοπροσφοράς και όχι από δεδομένη «φύση» (νομοτέλεια) θεότητας ή ανθρωπότητας.
Πατήρ
Χάρη στο όνομα «πατήρ» σημαίνεται γλωσσικά η ελευθερία, όχι ως βουλητικό απλώς γεγονός, αλλά ως αιτία να υποστασιάζεται το είναι (να συνιστά υπαρκτικές υποστάσεις).
Aυτό που είναι ο πατήρ δε δηλώνεται με τη θεότητά του, δηλώνεται με την πατρότητα: την απεριόριστη και απροκαθόριστη ελευθερία του να υπάρχει επειδή αγαπάει, ελευθερία που βεβαιώνεται με τη «γέννηση» του υιού και την «εκπόρευση» του πνεύματος.
Υιός
Tην ίδια απόλυτη υπαρκτική ελευθερία δηλώνει και το όνομα «υιός»: υπάρχει χωρίς η ύπαρξή του να «προηγείται» της υιότητας, να δεσμεύεται υπαρκτικά σε προκαθορισμούς οντικής (ατομικής) αυτοτέλειας.
Αυτό που είναι σημαίνεται ακριβώς με την εκούσια υιότητα όχι με την ουσιαστική (ουσίας, δηλαδή αναγκαστική) θεότητα.
Πνεύμα
Tο ίδιο και με τη λέξη «πνεύμα»: δηλώνεται η ενεργός υποστατική ετερότητα που υπάρχει παραπέμποντας «έργω» στο είναι της αγάπης του πατρός, στη θεία αγάπη ως οντοποιό και ζωοποιό αλήθεια.
Πρόκειται για το «πνεύμα του πατρός» σε αντιστοιχία γλωσσικής λογικής με τον υιό-λόγο του πατρός.
Ο υιός «γεννάται» και το πνεύμα «εκπορεύεται» από τον πατέρα, από την προσωπική αιτιώδη αρχή της υπαρκτικής ελευθερίας -η γλώσσα κατορθώνει να «πει» την υπαρκτική ταυτότητα ως αγαπητική σχέση και αναφορική πραγμάτωση, δηλαδή, ως ελευθερία υπέρβασης κάθε ορίζουσας αυτονομίας.
Κάπως έτσι (εδώ άτεχνα και τηλεγραφικά) λειτουργεί εκτός εκκλησιαστικού γεγονότος η πληροφορία.
Το ενδεχόμενο ανάστασης, νίκης καταπάνω στον θάνατο, είναι συνάρτηση «τρόπου της υπάρξεως».
Τρόπου να πραγματώνεται η ύπαρξη ως ελευθερία από κάθε ατομοκεντρική σκοπιμότητα, να είναι έρωτας αυτοπροσφοράς ή ύπαρξη.
Σε αυτό τον τρόπο καλεί ο χαιρετισμός, αναφώνημα γιορταστικής βεβαιότητας, «Xριστός ανέστη».
O Χρήστος Γιανναράς είναι καθηγητής του Παντείου πανεπιστημίο
Nα λειτουργούσε τουλάχιστον πληροφόρηση!
Αφού η γνώση απαιτεί άθλημα σχέσης, ας υπήρχε έστω μια στοιχειώδης μάθηση, επαρκείς εμπεδωμένες πληροφορίες.
Τουλάχιστον να μην αντιστρέφονται οι σημασίες των λέξεων, να συμπίπτουμε στους νοηματικούς ορισμούς.
Eτσι ώστε οι προσωπικές επιλογές να έχουν πραγματικό αντίκρισμα: να μην αποκηρύσσουμε μετά βδελυγμίας τα όσα αγνοούμε ή παρερμηνεύουμε, και να μην ειδωλοποιούμε σαν αλάθητη πίστη την παρανόηση, την παρεξήγηση, τη διαστροφή.
«Xριστός ανέστη», είναι αναφώνημα γιορταστικής βεβαιότητας ή χαιρετισμός και χαιρετισμός σημαίνει: κλήση σε κοινή χαρά.
Nα χαρούμε τι, να γιορτάσουμε τι;
Aν η ανάσταση του Xριστού είναι ατομική περίπτωση «θαύματος», έστω και βεβαιωμένο από αυτόπτες, «υπερφυσικό» γεγονός, δηλαδή φακιρικό κατόρθωμα, ποιος ο λόγος δικής μας χαράς;
Kατά τι μας αφορά η νεκρανάσταση κάποιου μακρινού ιστορικού προσώπου;
Eκτός αν επιλέξαμε για «θρησκεία» μας τις θεσμικές εκφάνσεις του λεγόμενου «χριστιανισμού» και κολακεύει το εγώ μας να είναι ο δικός μας «αρχηγός» αναστημένος, άρα ανώτερος από άλλους, από τον Mωάμεθ, λ.χ., ή τον Bούδα.
Να γιορτάζουμε την υπεροχή μας σαν ψυχαναγκασμένοι φίλαθλοι.
Η γλώσσα της εκκλησιαστικής εμπειρίας.
Τουλάχιστον, να λειτουργούσε πληροφόρηση.
Έστω να είχαμε ακούσει και υποψιαστεί ότι είναι άλλο πράγμα η θρησκεία (η ορμέμφυτη ενστικτώδης ανάγκη της φύσης του ανθρώπου για βεβαιότητες μεταφυσικής εξασφάλισης) και άλλο το εκκλησιαστικό γεγονός.
Ότι η γλώσσα της εκκλησιαστικής εμπειρίας είναι ασυμβίβαστη, ασύμπτωτη, ασύμβατη, άσχετη με ιδεολογικές «αρχές», με νοητικές και ψυχολογικές «πεποιθήσεις», με δόγματα και αφορισμούς.
Ότι είναι όπως η γλώσσα της μουσικής, των μαθηματικών, της ζωγραφικής, η γλώσσα κάθε τέχνης.
Προϋποθέτει μαθητεία, μύηση, έμπρακτους τρόπους πρόσβασης στα σημαινόμενα.
Νοητικές αναλύσεις και συλλογισμοί έμμεσα μόνο μπορούν να χειραγωγήσουν, να λειτουργήσουν σαν δρομοδείχτες προς την εμπειρική γνώση -αποκλείεται να την υποκαταστήσουν.
Και μην ξεγελαστεί κανείς να συμπεράνει από τη σχετικοποίηση της λογικής μεθόδου ότι η εμπειρία που συγκροτεί το εκκλησιαστικό γεγονός είναι «συναίσθημα» (όπως λένε οι αφελείς) ή «μυστικισμός».
Στο συναίσθημα και στον μυστικισμό οι έμπειροι του εκκλησιαστικού γεγονότος εντοπίζουν την ακύρωση της εμπειρίας τους.
Η δική τους εμπειρία είναι σχέση με το υπαρκτό και πραγματικό, άθλημα σχέσης, όχι ψυχολογική φυγή από την πραγματικότητα.
Σχέση, όπως κάθε έρωτας.
Το νόημα του χαιρετισμού
«Xριστός ανέστη», λοιπόν, θα πει χαιρετισμός, κλήση σε κοινή χαρά, κλήση σε σχέση, στη γιορτή του έρωτα.
Αν δεν μετέχουμε εμπειρικά σε αυτήν τη χαρά, τουλάχιστον να έχουμε σωστή πληροφόρηση, να μάθουμε γιατί κάποιοι χαίρονται με την ανάσταση του Xριστού.
Να το μάθουμε έστω με σχετικά και ανεπαρκή, αλλά ενδεικτικά νοήματα.
H ανάσταση του Xριστού μαρτυρείται στη γλώσσα της εκκλησιαστικής εμπειρίας όχι σαν «θαύμα» ατομικής εξαίρεσης από τη φυσική νομοτέλεια, αλλά ως «σημείο»: δηλαδή, ενδεχόμενο υπαρκτικής ελευθερίας ως προς τους όρους - περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης μας.
Αν η αιτιώδης αρχή του υπαρκτού, που συμβατικά την αποκαλούμε «Θεό», μπορεί να ενανθρωπίσει (να υπάρξει πραγματικά ως ανθρώπινο ιστορικό πρόσωπο), τότε αποδείχνεται υπαρκτικά ελεύθερη από τους «φυσικούς» προκαθορισμούς της θεότητας.
Και αν, ως άνθρωπος, μπορεί να νικήσει τον θάνατο, να αναστηθεί εκ νεκρών, αποδείχνει υπαρκτική ελευθερία και από τους φυσικούς προκαθορισμούς της ανθρωπότητας.
Αυτή η αναγωγή της αιτιώδους αρχής των υπαρκτών στην ελευθερία, η άρνηση κάθε νομοτέλειας, αναγκαιότητας, προκαθορισμού του υπαρκτικού γεγονότος, είναι η αποκάλυψη, το ευαγγέλιο της εκκλησίας.
Ένας τρόπος να υπάρχει ο άνθρωπος
Αποκάλυψη κοινωνούμενης ιστορικής εμπειρίας και ευαγγέλιο, δηλαδή πρόταση που αφορά στον «τρόπο της υπάρξεως».
O «τρόπος» συνοψίζεται σε τρεις λέξεις: πατήρ, υιός, πνεύμα.
Δηλώνουν και οι τρεις τρόπο όχι ατομικής, αλλά «προσωπικής» ύπαρξης: την ύπαρξη που πραγματώνεται ως ελευθερία άρνησης της ατομοκεντρικής υπαρκτικής αυτοτέλειας δηλώνουν την υπαρκτική (υποστατική) ταυτότητα που αντλείται από την ελευθερία της ερωτικής αυτοπροσφοράς και όχι από δεδομένη «φύση» (νομοτέλεια) θεότητας ή ανθρωπότητας.
Πατήρ
Χάρη στο όνομα «πατήρ» σημαίνεται γλωσσικά η ελευθερία, όχι ως βουλητικό απλώς γεγονός, αλλά ως αιτία να υποστασιάζεται το είναι (να συνιστά υπαρκτικές υποστάσεις).
Aυτό που είναι ο πατήρ δε δηλώνεται με τη θεότητά του, δηλώνεται με την πατρότητα: την απεριόριστη και απροκαθόριστη ελευθερία του να υπάρχει επειδή αγαπάει, ελευθερία που βεβαιώνεται με τη «γέννηση» του υιού και την «εκπόρευση» του πνεύματος.
Υιός
Tην ίδια απόλυτη υπαρκτική ελευθερία δηλώνει και το όνομα «υιός»: υπάρχει χωρίς η ύπαρξή του να «προηγείται» της υιότητας, να δεσμεύεται υπαρκτικά σε προκαθορισμούς οντικής (ατομικής) αυτοτέλειας.
Αυτό που είναι σημαίνεται ακριβώς με την εκούσια υιότητα όχι με την ουσιαστική (ουσίας, δηλαδή αναγκαστική) θεότητα.
Πνεύμα
Tο ίδιο και με τη λέξη «πνεύμα»: δηλώνεται η ενεργός υποστατική ετερότητα που υπάρχει παραπέμποντας «έργω» στο είναι της αγάπης του πατρός, στη θεία αγάπη ως οντοποιό και ζωοποιό αλήθεια.
Πρόκειται για το «πνεύμα του πατρός» σε αντιστοιχία γλωσσικής λογικής με τον υιό-λόγο του πατρός.
Ο υιός «γεννάται» και το πνεύμα «εκπορεύεται» από τον πατέρα, από την προσωπική αιτιώδη αρχή της υπαρκτικής ελευθερίας -η γλώσσα κατορθώνει να «πει» την υπαρκτική ταυτότητα ως αγαπητική σχέση και αναφορική πραγμάτωση, δηλαδή, ως ελευθερία υπέρβασης κάθε ορίζουσας αυτονομίας.
Κάπως έτσι (εδώ άτεχνα και τηλεγραφικά) λειτουργεί εκτός εκκλησιαστικού γεγονότος η πληροφορία.
Το ενδεχόμενο ανάστασης, νίκης καταπάνω στον θάνατο, είναι συνάρτηση «τρόπου της υπάρξεως».
Τρόπου να πραγματώνεται η ύπαρξη ως ελευθερία από κάθε ατομοκεντρική σκοπιμότητα, να είναι έρωτας αυτοπροσφοράς ή ύπαρξη.
Σε αυτό τον τρόπο καλεί ο χαιρετισμός, αναφώνημα γιορταστικής βεβαιότητας, «Xριστός ανέστη».
O Χρήστος Γιανναράς είναι καθηγητής του Παντείου πανεπιστημίο
Ερως και θάνατος
Δεν είναι η σωστή μέρα ούτε ο σωστός τόπος για να κριθεί η επίσκεψη του αρχιεπισκόπου Αθηνών στον πάπα Ρώμης, παραμονές της Γιορτής των Χριστουγέννων. Να μην λείψει, ωστόσο, κάποιο ίχνος λόγου, λόγου οδύνης, για μια τόσο εμφατική καπηλεία και διαστροφή του εκκλησιαστικού γεγονότος. Σε παραμονές πανηγύρεως που ίσως ακόμα απηχεί ψηλάφηση ζωτικής ελπίδας των ελαχίστων.
Οσοι επιμένουν στο άθλημα εμπειρικών ανιχνεύσεων αυτής της ελπίδας, να ξέρουν: η συγκεκριμένη συνεύρεση αρχιεπισκόπου και πάπα δεν έχει τίποτα να κάνει με τη δική τους αναζήτηση. Οι αμοιβαίες προσφωνήσεις, το κοινό κείμενο, οι ασπασμοί, τα δώρα, είναι συμπτώματα άσχετα και ασύμβατα με το εκκλησιαστικό άθλημα, μηχανεύματα εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων, φτηνές απομιμήσεις στρατηγημάτων της πολιτικής. Κάθε έμπειρος της μεταφυσικής αναζήτησης, έντιμος συναθλητής στην κοινωνία της εμπειρίας που συνιστά την Εκκλησία, θα ντρεπόταν να παίξει στο διεθνές προσκήνιο τόσο ευτελισμένους ρόλους.
Δύσκολο και πολύ οδυνηρό να βλέπει ένα παιδί τον πατέρα του ανυποψίαστο ή ανάξιο για τη χαρά και την ευθύνη της πατρότητας. Λυπόμαστε έναν τέτοιο πατέρα, δεν τον πολεμάμε. Ανάλογα ακριβώς θλιβόμαστε για τα λόγια και τα καμώματα λειτουργών του εκκλησιαστικού γεγονότος ανυποψίαστων για το λειτούργημά τους. Ανάγκη μόνο να ορίσουμε τη διαστροφή ή την καπηλεία, να την ξεχωρίσουμε από τα ζητούμενα των ζωτικών προσδοκιών μας.
Ιδια ανάγκη και με τη Γιορτή: Να ξεχωρίσουμε, σαν στοιχειωδώς έντιμοι άνθρωποι, τι ακριβώς «γιορτάζουμε» τα Χριστούγεννα. Την ηδονή της αργίας, της ανάπαυλας από το μεροδούλι; Τα ξεχωριστά εδέσματα, τα πατροπαράδοτα, και το ποτό; Την επιδερμική ευεξία που χαρίζουν τα δώρα; Την τεχνητή (και παιδαριωδώς ανακυκλούμενη) «ατμόσφαιρα» με τον διάκοσμο των δρόμων και των μαγαζιών, τα τυποποιημένα τραγούδια της δήθεν γιορτινής χαράς; Τουλάχιστον, έστω και με το μυαλό μας μόνο, να τα ξεχωρίσουμε όλα αυτά από την πραγματική αιτία που μπορεί να γεννήσει μέσα στον άνθρωπο την έκρηξη της χαράς. Την αιτία που κάνει τον άνθρωπο να θέλει να γιορτάσει – να τραγουδήσει, να χορέψει, να παίξει σαν μικρό παιδί, να πει τη χαρά του με όλες τις δυνατότητες έκφρασης που διαθέτει.
Οχι να κάνει κέφι, αλλά να δηλώσει χαρά, εκείνο το είδος της χαράς που αλλάζει τη ζωή σε Γιορτή. Και αυτή η χαρά, στην εκκλησιαστική Γιορτή των Χριστουγέννων, γεννιέται μόνο με την ψηλάφηση εμπειρικής ελπίδας να είναι ο θάνατος κατώφλι ερωτικής συνάντησης ελεύθερης από χρόνο, χώρο και φθορά. Με εραστή «μανικώτατον», υπαρκτικά ελεύθερον να νηπιάζει στη φάτνη, ενώ ταυτόχρονα παραμένει η ασύλληπτη Αιτιώδης Αρχή της ύπαρξης και των υπαρκτών. Πέρα από προκαθορισμούς φύσης και αναγκαιότητας «τον περί ημάς αυτού παρίστησιν έρωτα».
Ποιο ευ-αγγέλιο Γιορτής ευαγγελίστηκαν από τη Ρώμη οι θλιβεροί δεσμώτες των εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων ή των ναρκισσιστικών εκζητήσεων της διεθνούς δημοσιότητας; Μα, ακριβώς ό,τι ευαγγελίζεται αυτές τις μέρες σαν Γιορτή Χριστουγέννων και η εμπορεύσιμη προτεραιότητα των ενστίκτων ατομοκεντρικής αυτασφάλισης: Οι έμποροι κολακεύουν την καταναλωτική αδηφαγία, την αυταρέσκεια, την ηδονοθηρεία του βιολογικού ατόμου. Αρχιεπίσκοπος και πάπας πόνταραν αντίστοιχα στην εγωκεντρική θωράκιση που υπόσχονται η «προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων», οι «αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού» – τις οποίες έσπευσαν και να μεταφράσουν (ρεαλιστικότατα) σε «θεμέλια της ευημερίας των κοινωνιών μας». Μίλησαν για τα προβλήματα (άκρως ενοχλητικά της ευημερίας μας) «εκ της μετακινήσεως χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών ποικίλης προελεύσεως», για τους «κινδύνους εκ του θρησκευτικού φανατισμού» (κινδύνους υπονόμευσης των κοσμικών πλεονεκτημάτων εξουσίας των δύο συνομιλητών).
Παιδαριώδεις κοινοτοπίες χιλιοφθαρμένες στα χείλη πολιτικάντηδων και «επικοινωνιολόγων». Και επαναλήφθηκαν από τους αυτοσυστηνόμενους ως «χριστιανούς ηγέτες» που έσπευσαν μάλιστα να διευκρινίσουν ότι η ηγεσία τους είναι σαφώς «εκ του κόσμου τούτου»: είναι «θρησκευτικοί ηγέτες», διαχειρίζονται την ενστικτώδη ανάγκη του φυσικού ανθρώπου για θρησκεία – δεν έχουν σχέση με το εκκλησιαστικό γεγονός, το κοινόν άθλημα ελευθερίας από τη δουλεία στις αναγκαιότητες των όρων της φύσης. Γι’ αυτό και κάλεσαν από τη Ρώμη τους ομοτέχνους τους, «το σύνολο των θρησκευτικών ηγετών», σε τι ακριβώς; Μα στο επιτασσόμενο από τη Νέα Τάξη καλαμπούρι του «Διαθρησκειακού Διαλόγου»: «να εργασθώσι διά την δημιουργίαν μιας κοινωνίας ειρήνης και αδελφότητος μεταξύ προσώπων και λαών»!Ντροπή και οδύνη. Η συνάντηση της Ρώμης πραγματικά αμαυρώνει τη χαρά της Γιορτής. Να περιμένεις μαρτυρία για τον θάνατο που «πατείται θανάτω», για τη Ενανθρώπιση (τα Χριστούγεννα) που αγγέλλει θρίαμβο υπαρκτικής ελευθερίας. Και να ακούς από τους φερόμενους ως επισκόπους και ηγουμένους σώματος ευχαριστιακού τοπικής ο καθένας Εκκλησίας (Ρώμης και Αθηνών) μωρολογίες που υποβιβάζουν μια πανανθρώπινη ελπίδα σε εφαλτήριο ευτελισμένων φιλοδοξιών. Τουλάχιστον ο Ρώμης έχει πίσω του αιώνες εθισμών σε «αέρα» κοσμικής ηγεμονίας, αντανακλαστικών φεουδαρχικής επιβλητικότητας, με όλα τα λιλιά και τα ξόμπλια που συνοδεύουν την υπεραναπλήρωση κάθε (και του μεσαιωνικού) επαρχιωτισμού. Τι του πρόσφερε ο έστω και ευκαιριακός συναγελασμός με την επαρχιωτίλα της εξ Αθηνών καταγέλαστης εξουσιολαγνείας; Τουλάχιστον τα βατικάνεια επιτελεία δεν γνωρίζουν ποιο γόητρο διαθέτει στην ελληνική κοινωνία ο άρχων του θιάσου Γιοσάκη - Βαβύλη - Κουλουσούσα;
Οδύνη ανυπόφορη ένας πατέρας ανυποψίαστος ή ανάξιος για τη χαρά και την ευθύνη της πατρότητας, ένας επίσκοπος σώματος εκκλησιαστικού μεταλλαγμένος σε θρησκευτικό ηγέτη, σε ζήτουλα κοσμικής προβολής και δημοσιότητας. Οσοι επιμένουν στο άθλημα εμπειρικών ανιχνεύσεων ζωτικής ελπίδας, όσοι διψάνε γιορτή και όχι καραγκιοζιλίκια, να οπλιστούν με ασυμβίβαστο πείσμα: Σε κάθε βήμα τουσς παραμονεύει η απάτη, η αλλοτρίωση του πραγματικού σε φαντασιώδες ιδεολόγημα, ψυχολόγημα.
Στοχοθετημένο πείσμα. Κάνει να «λάμπει μέσα μας κείνο που αγνοούμε», να ανατέλλει το φως το της γνώσεως. Και τότε όλα είναι δυνατά: η παρθένος τίκτει, ουσιούται ο υπερούσιος, η γη το σπήλαιο στον απρόσιτο προσάγει. Αγγελοι συμψάλλουν με ποιμένες, μάγοι έχουν συνοδοιπόρο ένα αστέρι. Ολα έχουν νόημα, αν η γνώση είναι ερωτική εμπειρία
Tου Xρηστου Γιανναρα
Δεν είναι η σωστή μέρα ούτε ο σωστός τόπος για να κριθεί η επίσκεψη του αρχιεπισκόπου Αθηνών στον πάπα Ρώμης, παραμονές της Γιορτής των Χριστουγέννων. Να μην λείψει, ωστόσο, κάποιο ίχνος λόγου, λόγου οδύνης, για μια τόσο εμφατική καπηλεία και διαστροφή του εκκλησιαστικού γεγονότος. Σε παραμονές πανηγύρεως που ίσως ακόμα απηχεί ψηλάφηση ζωτικής ελπίδας των ελαχίστων.
Οσοι επιμένουν στο άθλημα εμπειρικών ανιχνεύσεων αυτής της ελπίδας, να ξέρουν: η συγκεκριμένη συνεύρεση αρχιεπισκόπου και πάπα δεν έχει τίποτα να κάνει με τη δική τους αναζήτηση. Οι αμοιβαίες προσφωνήσεις, το κοινό κείμενο, οι ασπασμοί, τα δώρα, είναι συμπτώματα άσχετα και ασύμβατα με το εκκλησιαστικό άθλημα, μηχανεύματα εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων, φτηνές απομιμήσεις στρατηγημάτων της πολιτικής. Κάθε έμπειρος της μεταφυσικής αναζήτησης, έντιμος συναθλητής στην κοινωνία της εμπειρίας που συνιστά την Εκκλησία, θα ντρεπόταν να παίξει στο διεθνές προσκήνιο τόσο ευτελισμένους ρόλους.
Δύσκολο και πολύ οδυνηρό να βλέπει ένα παιδί τον πατέρα του ανυποψίαστο ή ανάξιο για τη χαρά και την ευθύνη της πατρότητας. Λυπόμαστε έναν τέτοιο πατέρα, δεν τον πολεμάμε. Ανάλογα ακριβώς θλιβόμαστε για τα λόγια και τα καμώματα λειτουργών του εκκλησιαστικού γεγονότος ανυποψίαστων για το λειτούργημά τους. Ανάγκη μόνο να ορίσουμε τη διαστροφή ή την καπηλεία, να την ξεχωρίσουμε από τα ζητούμενα των ζωτικών προσδοκιών μας.
Ιδια ανάγκη και με τη Γιορτή: Να ξεχωρίσουμε, σαν στοιχειωδώς έντιμοι άνθρωποι, τι ακριβώς «γιορτάζουμε» τα Χριστούγεννα. Την ηδονή της αργίας, της ανάπαυλας από το μεροδούλι; Τα ξεχωριστά εδέσματα, τα πατροπαράδοτα, και το ποτό; Την επιδερμική ευεξία που χαρίζουν τα δώρα; Την τεχνητή (και παιδαριωδώς ανακυκλούμενη) «ατμόσφαιρα» με τον διάκοσμο των δρόμων και των μαγαζιών, τα τυποποιημένα τραγούδια της δήθεν γιορτινής χαράς; Τουλάχιστον, έστω και με το μυαλό μας μόνο, να τα ξεχωρίσουμε όλα αυτά από την πραγματική αιτία που μπορεί να γεννήσει μέσα στον άνθρωπο την έκρηξη της χαράς. Την αιτία που κάνει τον άνθρωπο να θέλει να γιορτάσει – να τραγουδήσει, να χορέψει, να παίξει σαν μικρό παιδί, να πει τη χαρά του με όλες τις δυνατότητες έκφρασης που διαθέτει.
Οχι να κάνει κέφι, αλλά να δηλώσει χαρά, εκείνο το είδος της χαράς που αλλάζει τη ζωή σε Γιορτή. Και αυτή η χαρά, στην εκκλησιαστική Γιορτή των Χριστουγέννων, γεννιέται μόνο με την ψηλάφηση εμπειρικής ελπίδας να είναι ο θάνατος κατώφλι ερωτικής συνάντησης ελεύθερης από χρόνο, χώρο και φθορά. Με εραστή «μανικώτατον», υπαρκτικά ελεύθερον να νηπιάζει στη φάτνη, ενώ ταυτόχρονα παραμένει η ασύλληπτη Αιτιώδης Αρχή της ύπαρξης και των υπαρκτών. Πέρα από προκαθορισμούς φύσης και αναγκαιότητας «τον περί ημάς αυτού παρίστησιν έρωτα».
Ποιο ευ-αγγέλιο Γιορτής ευαγγελίστηκαν από τη Ρώμη οι θλιβεροί δεσμώτες των εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων ή των ναρκισσιστικών εκζητήσεων της διεθνούς δημοσιότητας; Μα, ακριβώς ό,τι ευαγγελίζεται αυτές τις μέρες σαν Γιορτή Χριστουγέννων και η εμπορεύσιμη προτεραιότητα των ενστίκτων ατομοκεντρικής αυτασφάλισης: Οι έμποροι κολακεύουν την καταναλωτική αδηφαγία, την αυταρέσκεια, την ηδονοθηρεία του βιολογικού ατόμου. Αρχιεπίσκοπος και πάπας πόνταραν αντίστοιχα στην εγωκεντρική θωράκιση που υπόσχονται η «προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων», οι «αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού» – τις οποίες έσπευσαν και να μεταφράσουν (ρεαλιστικότατα) σε «θεμέλια της ευημερίας των κοινωνιών μας». Μίλησαν για τα προβλήματα (άκρως ενοχλητικά της ευημερίας μας) «εκ της μετακινήσεως χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών ποικίλης προελεύσεως», για τους «κινδύνους εκ του θρησκευτικού φανατισμού» (κινδύνους υπονόμευσης των κοσμικών πλεονεκτημάτων εξουσίας των δύο συνομιλητών).
Παιδαριώδεις κοινοτοπίες χιλιοφθαρμένες στα χείλη πολιτικάντηδων και «επικοινωνιολόγων». Και επαναλήφθηκαν από τους αυτοσυστηνόμενους ως «χριστιανούς ηγέτες» που έσπευσαν μάλιστα να διευκρινίσουν ότι η ηγεσία τους είναι σαφώς «εκ του κόσμου τούτου»: είναι «θρησκευτικοί ηγέτες», διαχειρίζονται την ενστικτώδη ανάγκη του φυσικού ανθρώπου για θρησκεία – δεν έχουν σχέση με το εκκλησιαστικό γεγονός, το κοινόν άθλημα ελευθερίας από τη δουλεία στις αναγκαιότητες των όρων της φύσης. Γι’ αυτό και κάλεσαν από τη Ρώμη τους ομοτέχνους τους, «το σύνολο των θρησκευτικών ηγετών», σε τι ακριβώς; Μα στο επιτασσόμενο από τη Νέα Τάξη καλαμπούρι του «Διαθρησκειακού Διαλόγου»: «να εργασθώσι διά την δημιουργίαν μιας κοινωνίας ειρήνης και αδελφότητος μεταξύ προσώπων και λαών»!Ντροπή και οδύνη. Η συνάντηση της Ρώμης πραγματικά αμαυρώνει τη χαρά της Γιορτής. Να περιμένεις μαρτυρία για τον θάνατο που «πατείται θανάτω», για τη Ενανθρώπιση (τα Χριστούγεννα) που αγγέλλει θρίαμβο υπαρκτικής ελευθερίας. Και να ακούς από τους φερόμενους ως επισκόπους και ηγουμένους σώματος ευχαριστιακού τοπικής ο καθένας Εκκλησίας (Ρώμης και Αθηνών) μωρολογίες που υποβιβάζουν μια πανανθρώπινη ελπίδα σε εφαλτήριο ευτελισμένων φιλοδοξιών. Τουλάχιστον ο Ρώμης έχει πίσω του αιώνες εθισμών σε «αέρα» κοσμικής ηγεμονίας, αντανακλαστικών φεουδαρχικής επιβλητικότητας, με όλα τα λιλιά και τα ξόμπλια που συνοδεύουν την υπεραναπλήρωση κάθε (και του μεσαιωνικού) επαρχιωτισμού. Τι του πρόσφερε ο έστω και ευκαιριακός συναγελασμός με την επαρχιωτίλα της εξ Αθηνών καταγέλαστης εξουσιολαγνείας; Τουλάχιστον τα βατικάνεια επιτελεία δεν γνωρίζουν ποιο γόητρο διαθέτει στην ελληνική κοινωνία ο άρχων του θιάσου Γιοσάκη - Βαβύλη - Κουλουσούσα;
Οδύνη ανυπόφορη ένας πατέρας ανυποψίαστος ή ανάξιος για τη χαρά και την ευθύνη της πατρότητας, ένας επίσκοπος σώματος εκκλησιαστικού μεταλλαγμένος σε θρησκευτικό ηγέτη, σε ζήτουλα κοσμικής προβολής και δημοσιότητας. Οσοι επιμένουν στο άθλημα εμπειρικών ανιχνεύσεων ζωτικής ελπίδας, όσοι διψάνε γιορτή και όχι καραγκιοζιλίκια, να οπλιστούν με ασυμβίβαστο πείσμα: Σε κάθε βήμα τουσς παραμονεύει η απάτη, η αλλοτρίωση του πραγματικού σε φαντασιώδες ιδεολόγημα, ψυχολόγημα.
Στοχοθετημένο πείσμα. Κάνει να «λάμπει μέσα μας κείνο που αγνοούμε», να ανατέλλει το φως το της γνώσεως. Και τότε όλα είναι δυνατά: η παρθένος τίκτει, ουσιούται ο υπερούσιος, η γη το σπήλαιο στον απρόσιτο προσάγει. Αγγελοι συμψάλλουν με ποιμένες, μάγοι έχουν συνοδοιπόρο ένα αστέρι. Ολα έχουν νόημα, αν η γνώση είναι ερωτική εμπειρία
Tου Xρηστου Γιανναρα
Στροφή
Θέλω να σε μιλήσω κ' εμποδίζουμαι.
Aχ του κόσμου σπίτια, γιατί νάστε πέτρινα;
Γιατί η πλάση σαν ψωμί αγίνωτο να μη φουσκώνει,
ακούγοντας στον χτύπο της καρδιάς την πνοή του πλάστη;
Aνοίχτε τα παράθυρα για νάμπει ο ήλιος,
γκρεμίζοντας τις μάντρες πόκτισαν οι ανθρώποι,
του Θεού στην κορυφή σημάδι ν' ανατείλει
η απλή ανθοφορεμένη γλυκιά ελπίδα.
Σένα θέλω να τραγουδήσω λουλούδι της γης,
καθώς το χέρι μου βυθίζω στο παρελθόν της γενιάς,
μες από σωρούς πεσμένα φύλλα νεκρά,
ίσαμε το μίσχο που σηκώνει το κεφάλι σου ψηλά.
Aυτό το κεφάλι που θα θεριστεί κάποια στιγμή
είναι η πιο εγκάρδια του Θεού ικανοποίηση,
που διαβάζοντάς την μπορούμε να πεθαίνουμε,
απ' τη γνωριμία ευτυχισμένοι μιας άλλης ζωής.
Συμβάν
Mερικοί φαντάροι μακριά απ' τα σπίτια τους, κάποιαν ώρα
εύκαιρη,
είτε για κορίτσια ή ρετσίνα και προσφάι, κατηφόρισαν,
στη ρεματιά με τ' αρχοντικά λευκάδια κάτω από το χωριό,
ίσαμε τ' αντικρυνά καλύβια, σιμά στα κυπαρίσσια
και τις φτελιές.
Φτωχός ο τόπος και τα καλωσορίσματα περισσότερα
απ' τις μπουκιές.
Aν ψωμί δεν χόρταιναν, τα κορίτσια τάβλεπαν από μακριά.
Mπορεί και για το λόγο αυτό νάχαν τ' αμέριμνο χαμόγελο,
γεμάτοι προσδοκίες ξαφνικές πάνω στο κάθε τι π' αντίκρυζαν.
Στα λιβάδια από κάθε μεριά του νερού άνθιζε η άνοιξη,
συνοδεύοντας με χρώματα τις φωνές από βατράχια και πουλιά.
Πέρασαν το μικρό πέτρινο γεφύρι και στρίβοντας μέσα στη
λόχμη·
"Δεν πάμε", λεν, "παιδιά, να δούμε ποια ψυχή εδωπέρα ζη".
Kανένας δεν ζούσε, μονάχα χρονολογίες και ονόματα πολλά
διάβασαν
πάνω σε Σταυρούς. Kατά λάθος πήραν το ξωκκλήσι για σπίτι.
Ένιωθαν σάμπως διπλή τη ζωντάνια τους, προφέροντας
φωναχτά όσα διάβαζαν
μέσα στη δροσερή ήσυχη αυλή, πριν έμπουνε στο ναΐδριο.
Aστοχώντας τις συνήθεις αμφιβολίες της εποχής
για τα μεταφυσικά,
όλοι τους, καθώς ενθυμούμενοι τους δικούς των άναψαν κεριά,
γοητεμένοι από το μελένιο φως, βάλθηκαν να εξετάζουν,
θέλοντας να δουν το κάθε τι μέσα στο μάλλον
σκοτεινό εσωτερικό.
Σε χρωματουργίες από την πολυκαιρία στους τοίχους
μισόσβηστες,
η Oρθόδοξη Xριστιανική Eποποιΐα αρχινούσε
απ' το Nάρθηκα,
πάν' απόναν σωρό ρόβη στη γωνιά και την ξεχασμένη
μπούκλα του τσομπάνη,
παριστάνοντας αριστερά στον τοίχο, στον κυρίως ναό,
έναν έφιππο.
Aπό το κόκκινο τ' άτι του ευθύς γνώρισαν
τον Άγιο Δημήτριο.
Διαβάζοντας όμως "ΣKYΛOΓIANNHΣ", δίπλα
στην πεσμένη μορφή,
που την υποτάσσει τρυπώντας την με το κοντάρι του
ο Mυροβλήτης,
απόρεσαν, γιατ' ήξεραν πως με τον Λυαίο η νίκη του Aγίου
σχετίζεται.
Tότε όμως ένας απ' τη Σαλονίκη, καθώς θυμήθηκε
τα καλά παιδιάτα του,
όταν πέφτοντας σ' ένα κατώγι άπλωσε ο Άγιος το χέρι του
και τον γλύτωσε,
είπε πως είναι αναρίθμητες οι νίκες του Πολιούχου
στην πραγματικότητα,
και απ' τα συναξάρια όπως το θυμόταν εξιστόρησε
το περιστατικό.
Όταν ο τσάρος των Bουλγάρων όλη τη Mακεδονία
καταστρέφοντας,
έφτασε απ' το Λαγκαδά κι' απ' τον Γαλλικό ταυτόχρονα
μπροστά στην πόλη,
αγναντεύοντας απόνα ύψωμα όλη την έκταση της πόλης
με τα οικήματα,
και την ίδια νύχτα πατάχτηκε αυτοπροσώπως απ' τον Άγιο.
Tα λόγια του με την πυκνή παράθεση των συγκεκριμένων
τοπωνυμιών
δίνοντας σάρκα και οστά σε όσα γνώριμα της πόλεως
αναθυμόταν,
χόρταιναν τις αισθήσεις των συναδέλφων του παρουσιάζοντας,
όχι ένα κτίσμα, αλλά σάμπως μια γυναίκα ζωντανή,
τη Θεσσαλονίκη.
O Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης διαβάζει Πεντζίκη, Διόνυσος 1996
Θέλω να σε μιλήσω κ' εμποδίζουμαι.
Aχ του κόσμου σπίτια, γιατί νάστε πέτρινα;
Γιατί η πλάση σαν ψωμί αγίνωτο να μη φουσκώνει,
ακούγοντας στον χτύπο της καρδιάς την πνοή του πλάστη;
Aνοίχτε τα παράθυρα για νάμπει ο ήλιος,
γκρεμίζοντας τις μάντρες πόκτισαν οι ανθρώποι,
του Θεού στην κορυφή σημάδι ν' ανατείλει
η απλή ανθοφορεμένη γλυκιά ελπίδα.
Σένα θέλω να τραγουδήσω λουλούδι της γης,
καθώς το χέρι μου βυθίζω στο παρελθόν της γενιάς,
μες από σωρούς πεσμένα φύλλα νεκρά,
ίσαμε το μίσχο που σηκώνει το κεφάλι σου ψηλά.
Aυτό το κεφάλι που θα θεριστεί κάποια στιγμή
είναι η πιο εγκάρδια του Θεού ικανοποίηση,
που διαβάζοντάς την μπορούμε να πεθαίνουμε,
απ' τη γνωριμία ευτυχισμένοι μιας άλλης ζωής.
Συμβάν
Mερικοί φαντάροι μακριά απ' τα σπίτια τους, κάποιαν ώρα
εύκαιρη,
είτε για κορίτσια ή ρετσίνα και προσφάι, κατηφόρισαν,
στη ρεματιά με τ' αρχοντικά λευκάδια κάτω από το χωριό,
ίσαμε τ' αντικρυνά καλύβια, σιμά στα κυπαρίσσια
και τις φτελιές.
Φτωχός ο τόπος και τα καλωσορίσματα περισσότερα
απ' τις μπουκιές.
Aν ψωμί δεν χόρταιναν, τα κορίτσια τάβλεπαν από μακριά.
Mπορεί και για το λόγο αυτό νάχαν τ' αμέριμνο χαμόγελο,
γεμάτοι προσδοκίες ξαφνικές πάνω στο κάθε τι π' αντίκρυζαν.
Στα λιβάδια από κάθε μεριά του νερού άνθιζε η άνοιξη,
συνοδεύοντας με χρώματα τις φωνές από βατράχια και πουλιά.
Πέρασαν το μικρό πέτρινο γεφύρι και στρίβοντας μέσα στη
λόχμη·
"Δεν πάμε", λεν, "παιδιά, να δούμε ποια ψυχή εδωπέρα ζη".
Kανένας δεν ζούσε, μονάχα χρονολογίες και ονόματα πολλά
διάβασαν
πάνω σε Σταυρούς. Kατά λάθος πήραν το ξωκκλήσι για σπίτι.
Ένιωθαν σάμπως διπλή τη ζωντάνια τους, προφέροντας
φωναχτά όσα διάβαζαν
μέσα στη δροσερή ήσυχη αυλή, πριν έμπουνε στο ναΐδριο.
Aστοχώντας τις συνήθεις αμφιβολίες της εποχής
για τα μεταφυσικά,
όλοι τους, καθώς ενθυμούμενοι τους δικούς των άναψαν κεριά,
γοητεμένοι από το μελένιο φως, βάλθηκαν να εξετάζουν,
θέλοντας να δουν το κάθε τι μέσα στο μάλλον
σκοτεινό εσωτερικό.
Σε χρωματουργίες από την πολυκαιρία στους τοίχους
μισόσβηστες,
η Oρθόδοξη Xριστιανική Eποποιΐα αρχινούσε
απ' το Nάρθηκα,
πάν' απόναν σωρό ρόβη στη γωνιά και την ξεχασμένη
μπούκλα του τσομπάνη,
παριστάνοντας αριστερά στον τοίχο, στον κυρίως ναό,
έναν έφιππο.
Aπό το κόκκινο τ' άτι του ευθύς γνώρισαν
τον Άγιο Δημήτριο.
Διαβάζοντας όμως "ΣKYΛOΓIANNHΣ", δίπλα
στην πεσμένη μορφή,
που την υποτάσσει τρυπώντας την με το κοντάρι του
ο Mυροβλήτης,
απόρεσαν, γιατ' ήξεραν πως με τον Λυαίο η νίκη του Aγίου
σχετίζεται.
Tότε όμως ένας απ' τη Σαλονίκη, καθώς θυμήθηκε
τα καλά παιδιάτα του,
όταν πέφτοντας σ' ένα κατώγι άπλωσε ο Άγιος το χέρι του
και τον γλύτωσε,
είπε πως είναι αναρίθμητες οι νίκες του Πολιούχου
στην πραγματικότητα,
και απ' τα συναξάρια όπως το θυμόταν εξιστόρησε
το περιστατικό.
Όταν ο τσάρος των Bουλγάρων όλη τη Mακεδονία
καταστρέφοντας,
έφτασε απ' το Λαγκαδά κι' απ' τον Γαλλικό ταυτόχρονα
μπροστά στην πόλη,
αγναντεύοντας απόνα ύψωμα όλη την έκταση της πόλης
με τα οικήματα,
και την ίδια νύχτα πατάχτηκε αυτοπροσώπως απ' τον Άγιο.
Tα λόγια του με την πυκνή παράθεση των συγκεκριμένων
τοπωνυμιών
δίνοντας σάρκα και οστά σε όσα γνώριμα της πόλεως
αναθυμόταν,
χόρταιναν τις αισθήσεις των συναδέλφων του παρουσιάζοντας,
όχι ένα κτίσμα, αλλά σάμπως μια γυναίκα ζωντανή,
τη Θεσσαλονίκη.
O Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης διαβάζει Πεντζίκη, Διόνυσος 1996
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
του ΓΑΒΡΙΗΛ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΕΝΤΖΙΚΗ
1908. Παρασκευή 17/30 Οκτωβρίου: Γέννηση του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη στη Θεσσαλονίκη. Στερνοπαίδι του Γαβριήλ (χρον. γένν. 1868) και της Μαίρης (χρον. γένν. 1879) μετά από τρεις κόρες: Χρυσούλα (η μετέπειτα ποιήτρια Ζωή Καρέλλη) , Ελενίτσα και Κλειώ. Πλούσια αστική οικογένεια. Ο πατέρας, φαρμακοποιός, ίδρυσε το πρώτο επιστημονικό φαρμακείο της πόλης. Η μητέρα, διδασκάλισσα, ανέπτυξε σημαντική κοινωνική δράση.
1919. Πηγαίνει για πρώτη φορά στο σχολείο στην έκτη δημοτικού στο σχολείο Στεφάνου Νούκα. Μέχρι τότε διδασκόταν κατ' οίκον.
1920 - 26. Παρακολουθεί την πρώτη τάξη του γυμνασίου στο Β' Γυμνάσιο και τις υπόλοιπες στο Α' Εξατάξιο Γυμνάσιο
1921. Οικογενειακό ταξίδι στο Βελιγράδι, τη Βουδαπέστη και τη Βιέννη.
1922. Γράφει μια Παγκόσμια Γεωγραφία που εγκρίνεται από το Υπουργείο Παιδείας. Η έγκριση ανακαλείται όταν διαπιστώνεται η ηλικία του συγγραφέα. Γράφει τους πρώτους του στίχους, επηρεασμένος από το δημοτικό τραγούδι.
1925. Οικογενειακό ταξίδι στη Σερβία και την Αυστρία.
1926. Απολυτήριο Γυμνασίου (βαθμός: Καλώς). Αναχωρεί για σπουδές Οπτικής και Φαρμακευτικής στο Παρίσι. Γνωριμία με τον Ψυχάρη.
1927. 27 Φεβρουαρίου: Θάνατος του πατέρα του. Ο Ν.Γ.Π. τον πληροφορείται μόνον όταν επιστρέφει για τις θερινές διακοπές. Αρχίζουν οικονομικές δυσχέρειες για την οικογένεια. Ο Ν.Γ.Π. συνεχίζει τις σπουδές του στο Παρίσι ως το τέλος της ακαδημαϊκής χρονιάς. Πτυχίο οπτικής φυσιολογίας.
1928 -29. Μετεγγράφεται στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, όπου σπουδάζει Φαρμακευτική και Βοτανική. Πτυχίο με βαθμό Λίαν Καλώς. Πολλές από τις εμπειρίες και τα βιώματα αυτής της διετίας μετουσιώνονται στο πρώτο του μυθιστόρημα, Αντρέας Δημακούδης, (ένας νέος μονάχος), (1935).
1930. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας επιδεινώνεται σταθερά Διαδέχεται επίσημα τον πατέρα του στο φαρμακείο, το οποίο για μια εικοσαετία θα αποτελέσει το κατ' εξοχήν λογοτεχνικό στέκι και φυτώριο λογοτεχνών τπς νεότερης γενιάς.
1931. Γνωριμία με τον Στρατή Δούκα. Η αδιάπτωτη φιλία τους αποτυπώνεται στο κείμενο, Το Βασιλόπουλο που δεν βλέπει ούτε ακούει. (περιοδικό Κοχλίας, 1941) και τον πίνακα, Η Κηδεία του Ιδομενέα. (τέμπερα, 1983) που ζωγράφισε ο Ν.Γ.Π. όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του Δούκα.
1933. Νοσηλεύεται στο Σανατόριο Ασβεστοχωρίου με προφυματίωση. Επισκέπτεται το Άγιον 'Ορος για πρώτη φορά. Μέχρι το τέλος της ζωής του θα το επισκεφτεί 94 φορές.
Αρχίζει να ζωγραφίζει.
1934. Γράφει το μυθιστόρημα Αντρέας Δημακούδης (ένας νέος μονάχος), που θα εκδοθεί την επόμενη χρονιά με το ψευδώνυμο: Σταυράκιος Κοσμάς.
1935. Δημοσιεύεται στο περιοδικό «Το 3ο Μάτι» το ποίημα «Η Γυναίκα που προπονείται στο κολύμπημα». Δημοσιεύονται πεζογραφήματα στο περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες» και σε τοπικές εφημερίδες. Μεταφράζει με τη Ζωή Καρέλλη μια διάλεξη του Χουάν Γκρις για το «30 Μάτι». Μεταφράζει απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Ε. Dujardin Οι δάφνες κόπηκαν. Αυτοκτονεί ο εξάδελφός του Μιλτιάδης Σαράντη Πεντζίκης.
1936. Δημοσιεύονται πεζογραφήματά του στο περιοδικό «Το 30 Μάτι». Σε δημοσίευμα τον Ιούλιο εμφανίζεται για τελευταία φορά το ψευδώνυμο Σταυράκιος Κoσμάς που χρησιμοποιούσε μέχρι τώρα.
Γνωριμία και φιλία με τον Γιώργο Σαραντάρη.
1938. Γράφει το μυθιστόρημα «Ο πεθαμένος και η ανάσταση. Δημοσιεύεται απόσπασμα στο περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες».
1941. Επιστρατεύεται ως αγύμναστος. Πριν προλάβει να τελειώσει τη βασική εκπαίδευση, υπογράφεται η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς.
1943. Θάνατος της γιαγιάς του, Ελένης Ιωαννίδου (29 Μαίου). Εμπειρία καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξη του Ν. Γ. Π. Στο διάστημα Σεπτέμβριος-Νοέμβριος γράφει τη σειρά ποιημάτων «Εικόνες» που θα εκδοθούν την επόμενη χρονιά. Εντάσσεται στο Κομουνιστικό Κόμμα.
1944. Πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος «Ο πεθαμένος και η ανάσταση». Πρώτη έκδοση της ποιητικής συλλογής «Εικόνες». Παρουσιάζει για πρώτη φορά ζωγραφική του εργασία μαζί με άλλους θεσσαλονικείς καλλιτέχνες στο ανθοπωλείο Ευρυβιάδη Κωνσταντινίδη.
1945. Κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Κοχλίας», του οποίου ο Ν.Γ.Π. αποτελεί βασικό συνεργάτη. Από το 1945 ως το 1948 ο Ν.Γ.Π. Θα δημοσιεύσει εκεί σχέδια, πρωτότυπα πεζογραφήματα, τεχνοκριτικά σημειώματα, ατομικές και συλλογικές μεταφράσεις.
1946. Δημοσιεύεται στο περιοδικό «Φιλολογικά Χρονικά» το ποίημα «Πάνω στα βάσανα που επιβάλλει ο άνθρωπος στον άνθρωπο». Συχνά ταξίδια στην Αθήνα. Γράφει το πεζογράφημα Ιωνάς Νεόπουλος ή κάπως έτσι, Δημοσιεύονται στον «Κοχλία» μεταφράσεις ποιημάτων του Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου και αποσπάσματος της Χρονογραφίας του Εφραίμ καθώς και ομαδικές μεταφράσεις αποσπασμάτων του Τζέιμς Τζόις και του Μιχαήλ Ψελλού. Αναγκάζεται να συνεταιριστεί στο φαρμακείο.
1947. Δημοσιεύει τεχνοκριτικό σημειώματα στην εφημερίδα «Το Φύλλο του Λαού». Δημοσιεύεται η μελέτη του «0 ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς» και η μετάφραση του Ίγγιτουρ ή τρέλα του Ελβενόν του Μαλαρμέ.
1948. Γάμος με τη Νίκη Λαζαρίδου (χρον. γένν. 1920). Δημοσιεύεται η μελέτη του για τον Νίκο Χατζηκυριάκο - Γκίκα.
1949. Γράφει την Πραγματογνωσία (κείμενο σε συνέχεια) που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Μορφές» από τον Ιούνιο του 1949 ως τον Μάρτιο του 1950. Η συγγραφή του κειμένου ολοκληρώνεται τον Δεκέμβριο του 1949.
1950. Πρώτη έκδοση της Πραγματογνωσίας. Δημοσιεύεται στις «Μορφές» το ποίημα «Μετά τον ύπνο». Στα επόμενα τρία χρόνια θα δημοσιευτούν στο περιοδικό αυτό συνολικά δέκα ποιήματα του.
1951. Ατομική έκθεση ζωγραφικής στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης.
1952. Του απονέμεται η γαλλική τιμητική διάκριση Ρalmes d' Offlcier d' Academie. Αρχίζει τη συγγραφή του μυθιστορήματος «Η αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής, που θα ολοκληρωθεί την επόμενη χρονιά. Μαζί με τον φίλο του ζωγράφο Γιώργο Παραλή μένουν ενάμισι μήνα στο Άγιον Όρος ζωγραφίζοντας. Ατομική έκθεση στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης. Γέννηση του γιου του, Γαβριήλ.
1953. Δημοσιεύει στο περιοδικό «Μορφές» αποσπάσματα της πρώτης μορφής του Μυθιστορήματος της κυρίας Έρσης. Αρχίζει να εργάζεται στην ελβετική εταιρία Φαρμάκων Geigy SA, ως σύμβουλος προώθησης προϊόντων. Η υπαλληλική του εργασία συνεπάγεται συχνά ταξίδια και περιοδείες ανά τη Βόρειο Ελλάδα.
1955. Αντιγράφει, διορθώνει και τακτοποιεί την πρώτη γραφή της Αρχιτεκτονικής της σκόρπιας ζωής. Δημοσιεύεται απόσπασμα στο περιοδικό «Σημερινά Γράμματα»
1958. Θάνατος της μητέρας του (5 Μαΐου). Μετά το Θάνατό της, ο Ν.Γ.Π. γράφει μέσα σε 40 ημέρες την ενότητα των ποιημάτων Ανακομιδή. Πρώτη ατομική έκθεση στην Αθήνα (γκαλερί «Ζυγός»). Η χρονιά αποτελεί καμπή στο ζωγραφικό του έργο: ο Ν.Γ.Π. εγκαταλείπει οριστικά τα λάδια και αφιερώνεται στην τέμπερα.
1959. Δημοσιεύονται τα πεζογραφήματα Βοροφρύνη ή η κυρία Μαριγώ και Έφυγε στις 8:10' μ.μ. (αφιερωμένο στον Νίκο Καχτίτση). Πουλά το φαρμακείο και αποδεσμευμένος εξακολουθεί να εργάζεται στην Geigy SA ως επιστημονικός συνεργάτης.
1960. Δημοσιεύεται στο περιοδικό «Ενδοχώρα» το πεζογράφημα «Απόσπασμα σε τρεις συνέχειες» γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του '40. Το κείμενο αυτό με τίτλο Εγκατάλειπα Ιωάννου Κνίτελλη, θα κυκλοφορήσει μεταθανατίως το 1994 σε πειρατική έκδοση.
1961. Δημοσιεύεται το κείμενο «Εσωτερική Κατάθεση περί του ποιητού Γιώργου Σεφέρη» στον τιμητικό τόμο για τα 30 χρόνια της «Στροφής». Δημοσιεύεται στο περιοδικό «Διαγώνιος» η ποιητική συλλογή Ανακομιδή που κυκλοφορεί και ως ανάτυπο με εξώφυλλο του συγγραφέα.
1963. Πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος Η αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής.
1964. Διορθώνει και τακτοποιεί την πρώτη γραφή του Μυθιστορήματος της κυρίας Έρσης. Ζωγραφίζει δέκα πίνακες που με ισάριθμους του Γιώργου Μανουσάκη θα κοσμήσουν το Ημερολόγιο 1966 της ΑΓΕΤ Όλυμπος-Ηρακλής.
1965. Από το Σεπτέμβριο ως τον Ιανουάριο του 1966 γράφει τις Σημειώσεις εκατό ημερών. Συμμετέχει στην 8η Πανελλήνια Έκθεση.
1966. Οι Σημ
ειώσεις εκατό ημερών δημοσιεύονται στο περιοδικό «Ιωλκός» σε συνέχειες από τον Ιούνιο ως τον Απρίλιο της επόμενης χρονιάς. Συμμετέχει στην ομαδική έκθεση ζωγράφων της Θεσσαλονίκης στην «Τέχνη». Πρώτη έκδοση του Μυθιστορήματος της κυρίας Έρσης.
1967. Στις αρχές της χρονιάς ολοκληρώνει το οδοιπορικό Ψιλή ή περισπωμένη που θα κυκλοφορήσει σε αυτοτελή έκδοση το 1995. Δημοσιεύεται στον «Ταχυδρόμο» η μελέτη του Γιώργου Σεφέρη «Οι ώρες της "Kυρίας Έρσης"». Συμμετέχει στην 9η Πανελλήνια Έκθεση.
Χρονιά ορόσημο στη ζωή του Ν.Γ.Π.: αρχίζει την καθημερινή ενασχόληση με τον «Συναξαριστή». του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, που θα εξακολουθήσει μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του. Eφεξής, η καθημερινή αυτή ενασχόληση θα οδηγήσει στη σύνταξη μιας «Μικρής και μιας μεγάλης Περίληψης» και θα αποτελέσει τον άξονα της συγγραφικής και ζωγραφικής του έκφρασης. Αρχίζει να χρησιμοποιεί ραπιντογράφο.
1969. Παραιτείται από την εταιρία Geigy SA και συνταξιοδοτείται. Απρίλιος: Παρουσίαση τρόπου εργασίας και ανέκδοτης δουλειάς σε εκδήλωση του Ινστιτούτου Γκαίτε στην ΑΘήνα. Προλόγισε ο καθηγητής Γ. Π. Σαββίδης. Το έργο του αρχίζει να γίνεται ευρύτερα γνωστό.
1970. Πρώτη έκδοση του Μητέρα Θεσσαλονίκη Πρώτη έκδοση της συλλογής κειμένων Θεώρησης Προς εκκλησιασμόν. Πρώτη έκδοση της συλλογής πεζογραφημάτων (1936-1968) Συνοδεία. Δεύτερη έκδοση του Ο πεθαμένος και η ανάσταση. Ταξίδι στην Κύπρο, όπου συμμετέχει στην Αντιπροσωπευτική Έκθεση Ελληνικής Ζωγραφικής
1971. Συμμετέχει στην έκθεση ζωγραφικής Greek Αrt Τοdaγ στο Λονδίνο. Κυκλοφορεί η Βιβλιογραφία Ν.Γ. Πενrζίκη (1935-1971) της Σοφίας Σκοπετέα. Του απονέμεται ο Αργυρούς Σταυρός του Τάγματος του Φοίνικος. Η ΑΘΠ ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας τού απονέμει το οφίκιο του Μεγάλου Άρχοντος Μυρεψού της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.
1972. Πρώτη έκδοση του Ομιλήματα (περιλαμβάνει κείμενα του 1938, 1939 και μεταγενέστερα). Αρχίζει τακτική συνεργασία με το περιοδικό «Ευθύνη».
1973. Πρώτη έκδοση του Σημειώσεις εκατό ημερών. Δημοσιεύεται στον «Νεοελληνικό Λόγο» η διάλεξη «Ένας καλός περίπατος» και κυκλοφορεί ως ανάτυπο με εξώφυλλο του συγγραφέα
1974. Από 1ης Ιανουαρίου του παρέχεται ισόβια μηνιαία τιμητική σύνταξη. Πρώτη έκδοση του Αρχείον (Βιβλίον έρωτος ήτοι της αγάπης που χαρίζει ως φως οικουμενικόν ο Κύριος». Ζωγραφίζει τον πίνακα «Ηγέτης και Πύργος» που παριστάνει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μπροστά στον Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης.
1975. Γράφει το πεζογράφημα Mηv Νοέμβριος. Επεξεργασία του ανέκδοτου κειμένου Πλίνθοι, κέραμοι και ξύλα, μέσω του Συναξαριστή, τμήμα του οποίου δημοσιεύεται στην εφημερίδα « Τα Νέα»
1976. Ατομική έκθεση στην γκαλερί «Κρεωνίδη» στην ΑΘήνα. Διάλεξη στην Εταιρία Σπουδών Μοραΐτη με Θέμα «υποσυνειδήτου κλίμαξ και σουρεαλισμός». Συμμετέχει στο Διεθνές Συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών με την ανακοίνωση «Μυστικιστικές Απόψεις πάνω στην τοιχοποιία των Εκκλησιών της Άρτας»
1977. Δεύτερη έκδοση του μυθιστορήματος Αντρέας Δημακούδης μαζί με άλλα κείμενα που τιτλοφορούνται Μαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας. Δεύτερη έκδοση της Πραγματογνωσίας μαζί με 7 μεταγενέστερα «κείμενα γεωγραφίας μυθοπλαστικής». Γέννηση της εγγονής του Ελισάβετ-Μαρίας
1978. Ξανακοιτάζει και διορθώνει την Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής εν όψει της δεύτερης έκδοσής της, που κυκλοφορεί εντός του έτους μαζί με μεταγενέστερα κείμενα. Δεύτερη έκδοση του Μυθιστορήματος της κυρίας Έρσης. Δεύτερη έκδοση του Μητέρα Θεσσαλονίκη. Συνέντευξη στο περιοδικό «Διαβάζω» με τίτλο «Ποτέ δε θα γίνω λογοτέχνης».
1980. Πρώτη έκδοση της συλλογής Παλαιότερα ποιήματα και νεώτερα πεζά, που συμπεριλαμβάνει τα ποιήματα της συλλογής Εικόνες, κείμενα του «Κοχλία» και τα πεζά της προηγούμενης χρονιάς.
1981. Ταξίδι και παραμονή 5 εβδομάδων στην Αυστραλία μετά από πρόσκληση του Αρχιεπισκόπου Στυλιανού. Δημοσιεύεται στο περιοδικό «Δραμινά Χρονικά» το πεζογράφημα Πόλεως και Νομού Δράμας παραμυθία.
1982. Ατομική έκθεση ζωγραφικής στην γκαλερί «Κοχλίας» στη Θεσσαλονίκη. Τρίτη έκδοση του Ο πεθαμένος και η ανάσταση με εξώφυλλο και οπισθόφυλλο του συγγραφέα. Γράφει, πάντα με βάση τον Συναξαριστή τα κείμενα «Μνήμης Επίσκεψη» και «Υδάτων Υπερεκχείλιση». Επανέκδοση του πεζογραφήματος Βοροφρύνη ή η κυρία Μαριγώ. Κυκλοφορεί ο τόμος Modern Greek Ρoetry του Κίμων Φράιαρ, με μεταφράσεις έργων του Ν. Γ. Π.
Ι983. Τηλεοπτική εκπομπή «Η Μεγάλη Εβδομάδα κατά Ν Γ.Π». Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Άγρα» σε αυτοτελή μορφή το Πόλεως και Νομού Δράμας παραμυθία, που θα τιμηθεί με το πρώτο Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Κυκλοφορεί επίσης σε αυτοτελή έκδοση η μετάφραση του Ίγγιτουρ ή η τρέλα του Ελβενόν του Μαλαρμέ. Κυκλοφορεί η μονογραφία του Γιώργου Δανιήλ «Homage to Byzaηtium: the Iife and works of Nikos Gabriel Ρentzikis». Tρίτη έκδοση του Μυθιστορήματος της κυρίας Έρσης με εξώφυλλο του συγγραφέα. Αφιέρωμα στον Ν.Γ Π. του περιοδικού «η λέξη». Κυκλοφορεί η ανατύπωση του «Κοχλία» από το ΕΛΙΑ.
Ι984. Δεύτερη έκδοση της συλλογής πεζογραφημάτων Συνοδεία. Διαβάζει ποιήματά του στο ραδιόφωνο. Ατομική έκθεση στην γκαλερί «Νέες Μορφές» Αφιέρωμα στον Ν.Γ.Π. του περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες». Τηλεοπτικό αφιέρωμα της εκπομπής «Μονόγραμμα». της Ε.Ρ.Τ.
1985. Τηλεοπτική εκπομπή «Η Ε.Ρ.Τ. στη Βόρειο Ελλάδα». Συνέντευξη στο περιοδικό «Τέταρτο». Ζωγροφίζει τον πίνακα «Η Θεσσαλονίκη με καπέλο την περισπωμένη». Ομώνυμο κείμενο δημοσιεύεται στο περιοδικό «Σύναξη».
Ι986. Επισκέπτεται το Στρασβούργο για πρώτη φορά μετά από 57 χρόνια. Δεύτερη έκδοση του Προς εκκλησιασμόν. Αναδρομική έκθεση στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο.
1988. Ατομική έκθεση στο βιβλιοπωλείο «Αγκάθι» στην Αθήνα. Αφιέρωμα του περιοδικού «Σύναξη». Κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή Ποιήματα (Παλαιοντολογικά), που θησαυρίζει μέγα μέρος της ποιητικής του δουλειάς, κυρίως τα ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Μορφές» και στην Ανακομιδή. Δεύτερη έκδοση του Σημειώσεις εκατό ημερών. Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ι989. Τηλεοπτικό αφιέρωμα της εκπομπής «Τέχνη και Πολιτισμός» της Ε.Ρ.Τ. Διάλεξη στο Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν. Του απονέμεται το Βραβείο Χέρντερ στη Βιέννη. Συνεχίζει την καθημερινή ψηφαριθμητική ανάλυση των ποιημάτων του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού. Πρόθεσή του να εκδοθεί το έργο ως μελέτη. Δεν θα προλάβει να το ολοκληρώσει.
Ι990. Κυκλοφορεί ο τόμος των αναλέκτων Υδάτων υπερεκχείλιση.
Ι99Ι. Συμμετέχει στη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης για το μυθιστόρημα που διοργανώνει το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Δεύτερη έκδοση του Αρχείου. Μεγάλη αναδρομική έκθεση στη Δημοτική Πινακοθήκη Πάτρας.
Ι992. Δεύτερη έκδοση του Ομιλήματα με πρόλογο του Αρχιμ. Βασιλείου Ιβηρίτη. Κυκλοφορεί η γαλλική μετάφραση του Ο πεθαμένος και η ανάσταση. («Le jeune homme, Ia mort et Ia resurrection») από τον Bruno Dulibine. Βαθιά συγκλονισμένος από τη διατυπωμένη πρόθεση των Αρχών να φτιάξουν χωματερή στο χωριό Νυφόπετρες του Μιγδονικού Λεκανοπεδίου, τόπο που θεωρούσε μυθικά ιερό, εκφράζει την επιθυμία να γράψει μυθιστόρημα με τίτλο «Νυφόπετρες» και θέμα τις 3.256 γυναίκες που ερωτεύτηκε στη ζωή του. Δεν προλαβαίνει να το ξεκινήσει.
Ι993. Πεθαίνει από καρδιακή ανακοπή στις 13 Ιανουαρίου. Κηδεύεται την επομένη και ενταφιάζεται στο κοιμητήριο του Ιερού Κοινοβίου του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στην Ορμύλια της Χαλκιδικής.
* Το υλικό του παρόντος χρονολογίου προέρχεται από εκείνο που συντάχθηκε για το αφιέρωμα στον Ν.Γ. Πεντζίκη της εφημερίδας«Καθημερινή / Επτά Ημέρες» (Μάρτιος 1997) και προσαρμόστηκε στις επιταγές του αφιερώματος του περιοδικού «διαβάζω» (Μάιος 2000) .
«Δηλαδή, όταν κοιμάμαι, δεν υπάρχω;»
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ
Πήγα σπίτι του να του πάρω μια συνέντευξη -πρέπει να ήταν το 1985- για τη γνωριμία του με τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη. Εκανα τότε μια σειρά για την εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» με θέμα «Ενας λογοτέχνης μιλά για κάποιον άλλον λογοτέχνη». Το σπίτι του Πεντζίκη ήτανε σε όροφο στη Βασιλίσσης Ολγας, περίπου στο ύψος της Μαρτίου - με το που μπαίνω, παρατηρώ στους τοίχους τις γνωστές ζωγραφιές του, μια μεγάλη συλλογή από κοχύλια και περίεργα έπιπλα. Δεν προλαβαίνω σχεδόν να καθήσω, ίσα που βάζω μπρος το μαγνητόφωνο και μου λέει:
- Ο Σαραντάρης έγραψε τον πιο ωραίο ερωτικό στίχο που έχει ποτέ γραφτεί για γυναίκα.
- Ποιος είναι;
Ο Πεντζίκης πάει κάθεται άβολα σε μια καρέκλα και απαγγέλλει:
-«Ελένη, καμπύλη του κόσμου, με εβένινη σημασία».
Μετά, αρχίζει να γελάει. Μου λέει πως ο Σαραντάρης δεν είχε πάει ποτέ με γυναίκα, ήταν λίγο χωλός και πως ο ίδιος ο Πεντζίκης, όταν ο ποιητής ερχόταν στη Θεσσαλονίκη, τον ταλαιπωρούσε πηγαίνοντάς τον απέραντες βόλτες με τα πόδια - μια φορά, μου λέει, τον πήγα ποδαράτο ώς τον Λαγκαδά, κόντεψα να τον πεθάνω τον άνθρωπο.
Συνέχισε να μιλάει για τον Σαραντάρη με χίλιες παρεκβάσεις στο λόγο του, έμπαινε σε άσχετα θέματα, επέστρεφε, εκτρεπόταν σε αναμνήσεις, έπεφτε σε άσχετες ιστορίες και μετά, ξαφνικά, πετούσε ένα ιδιοφυές σχόλιο, έλεγε μια καταπληκτική, αστραφτερή φράση που μ' άφηνε άναυδο. Το Βυζάντιο, οι άγιοι, τα χόρτα, τα χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης που τα ήξερε όλα απ' έξω, μέχρι και τους παπάδες και ονόματα ανθρώπων από κάθε μέρος - μια μνήμη αδιανόητη, τερατώδης, παιγνιώδης, ατελεύτητη. Ο λόγος του, ένας συνδυασμός αφήγησης, ενδιάμεσων σχολίων, ανεκδότων, λογοτεχνικής κριτικής, περιγραφών. Ηξερε όλο το Βυζάντιο απ' έξω, το ίδιο και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, ακόμα και τις νεότατες τάσεις της κριτικής. Δεν γούσταρε πολύ τους φορμαλιστές και τον Γιάκομπσον, κατέβαζε ονόματα της γερμανικής κριτικής, ειρωνευόταν ενδιάμεσα τον Λούκατς και τους φροϊδιστές, τους Νέους Κριτικούς, γούσταρε κάπως τον Μπαχτίν κι έλεγε πως καταφεύγει στην ψηφαρίθμηση για να βρει τη χαμένη, τυφλή ολότητα.
Κι από άλλες συναντήσεις μας θυμάμαι πως είχε μανία με τον Καρτέσιο και με το «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Του ριχνόταν συχνά. Είπε μια φορά: «Δηλαδή, όταν κοιμάμαι, δεν υπάρχω;». Ηταν ανίερος και απομυθοποιητικός μέσα στον ιδιότυπο χριστιανισμό του, ένας ευσεβής αναρχικός, ζηλωτής της γνώσης, πετούσε εξωφρενικούς χρησμούς («Τα δύο πιο ωραία πράματα στον κόσμο είναι η Ορθοδοξία κι ο κώλος») με τρόπο εντελώς φυσιολογικό - «προχθές, που πήγα στη μονή Φιλοθέου, μπήκα στο μοναστήρι γελώντας. Ο ηγούμενος με επέκρινε που δεν ήμουνα σοβαρός και του απαντώ: Πώς να μη γελάω αφού, στον αρσανά, ο καλόγερος που με υποδέχτηκε λεγόταν Γελάσιος;».
Τα μαλλιά του ήταν πλούσια και κατάλευκα, φορούσε κοκκάλινα γυαλιά πολύ συντηρητικά, μάλλον του ΙΚΑ, παντελόνι στενό κάτω και κάπως κοντό, τα χέρια του ελαφρώς στρεβλά - παραδίπλα είχε αφημένο ένα ξύλινο μπαστούνι. Το πιο χαρακτηριστικό ήταν τα μάτια του, που με κοίταζαν κάπως πλάγια μέσα από τους φακούς, και το σταθερό, λοξό χαμόγελό του που του έδινε μια ειρωνική παιδικότητα. Ηταν κάπως στραβοξυρισμένος -αλλά, τώρα όπως και πάντα, όταν τον συναντούσα ήταν φεγγερός, ελκυστικός, έτοιμος για εξωφρενικές παρατηρήσεις, λογοπαίγνια, απαγγελίες, ανέκδοτα, που σε λίγο τα έμπλεκε με τον Ρεμπό και τον Εφραίμ τον Σύρο, σε έναν καμβά από αδιανόητους ειρωνικούς αυτοσχεδιασμούς. Θαύμαζα τον Πεντζίκη, αν και ποτέ δεν με συγκίνησε ως συγγραφέας, εννοώ τα έργα του καθεαυτά - εκτός ελάχιστων μικρών πεζών και ποιημάτων του που μ' αρέσουν πάντα πολύ. Αλλά ήταν ένας νους, μια παρουσία, ένας κατ' εξοχήν αειφορικός ομιλητής, που επηρέασε πολλούς με ποικίλους τρόπους -εμένα μου άνοιξε τα μάτια σχετικώς με τους Βυζαντινούς, που τους μελέτησα μετά μανίας αρκετά χρόνια, μου δίδαξε, άθελά του, να παρατηρώ τα πάντα, αρχίζοντας από το έσχατο χορταράκι, τα βότανα και τα ζούδια, ώς τα ψάρια και τα φυτά και τα έντομα: εξαιτίας του έψαξα βιβλία για σαύρες, για εκτροφή σαλιγκαριών, τη ζωή του κυπρίνου, τις διαδρομές του χελιού, τους Πατέρες, τους Αραβες, τη ρωμαϊκή πεζογραφία και τα λοιπά. Καθόταν λοιπόν εκεί και μου μιλούσε για τον Γιώργο Σαραντάρη -τρόπος τού λέγειν, δηλαδή, με τον τρόπο τού δικού του λέγειν. Ηταν πάντα απολαυστικός, μαιανδρικός, απρόβλεπτος, με εκπληκτικό χιούμορ, τολμηρές λεκτικές αυθαιρεσίες, ενέπλεκε πρόσωπα άσχετα μεταξύ τους, θυμόταν απίστευτες ημερομηνίες, σάλτερνε άνετα, με αψιδωτές χρονικές μεταβάσεις.
Επαιρνε μια ανάσα, θυμόταν κάθε τόσο στίχους του Σαραντάρη απ' έξω, μου είπε πως πέθανε στην Κατοχή.
Την άλλη μέρα, έκανα δέκα ώρες, μου βγήκε η ψυχή να απομαγνητοφωνήσω την κασέτα -δηλαδή αυτά που είχαν σχέση με τον Σαραντάρη.
Ολα τα άλλα, το ενενήντα τοις εκατό ήταν, απλώς, μαγευτικός Πεντζίκης.
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ
Πήγα σπίτι του να του πάρω μια συνέντευξη -πρέπει να ήταν το 1985- για τη γνωριμία του με τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη. Εκανα τότε μια σειρά για την εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» με θέμα «Ενας λογοτέχνης μιλά για κάποιον άλλον λογοτέχνη». Το σπίτι του Πεντζίκη ήτανε σε όροφο στη Βασιλίσσης Ολγας, περίπου στο ύψος της Μαρτίου - με το που μπαίνω, παρατηρώ στους τοίχους τις γνωστές ζωγραφιές του, μια μεγάλη συλλογή από κοχύλια και περίεργα έπιπλα. Δεν προλαβαίνω σχεδόν να καθήσω, ίσα που βάζω μπρος το μαγνητόφωνο και μου λέει:
- Ο Σαραντάρης έγραψε τον πιο ωραίο ερωτικό στίχο που έχει ποτέ γραφτεί για γυναίκα.
- Ποιος είναι;
Ο Πεντζίκης πάει κάθεται άβολα σε μια καρέκλα και απαγγέλλει:
-«Ελένη, καμπύλη του κόσμου, με εβένινη σημασία».
Μετά, αρχίζει να γελάει. Μου λέει πως ο Σαραντάρης δεν είχε πάει ποτέ με γυναίκα, ήταν λίγο χωλός και πως ο ίδιος ο Πεντζίκης, όταν ο ποιητής ερχόταν στη Θεσσαλονίκη, τον ταλαιπωρούσε πηγαίνοντάς τον απέραντες βόλτες με τα πόδια - μια φορά, μου λέει, τον πήγα ποδαράτο ώς τον Λαγκαδά, κόντεψα να τον πεθάνω τον άνθρωπο.
Συνέχισε να μιλάει για τον Σαραντάρη με χίλιες παρεκβάσεις στο λόγο του, έμπαινε σε άσχετα θέματα, επέστρεφε, εκτρεπόταν σε αναμνήσεις, έπεφτε σε άσχετες ιστορίες και μετά, ξαφνικά, πετούσε ένα ιδιοφυές σχόλιο, έλεγε μια καταπληκτική, αστραφτερή φράση που μ' άφηνε άναυδο. Το Βυζάντιο, οι άγιοι, τα χόρτα, τα χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης που τα ήξερε όλα απ' έξω, μέχρι και τους παπάδες και ονόματα ανθρώπων από κάθε μέρος - μια μνήμη αδιανόητη, τερατώδης, παιγνιώδης, ατελεύτητη. Ο λόγος του, ένας συνδυασμός αφήγησης, ενδιάμεσων σχολίων, ανεκδότων, λογοτεχνικής κριτικής, περιγραφών. Ηξερε όλο το Βυζάντιο απ' έξω, το ίδιο και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, ακόμα και τις νεότατες τάσεις της κριτικής. Δεν γούσταρε πολύ τους φορμαλιστές και τον Γιάκομπσον, κατέβαζε ονόματα της γερμανικής κριτικής, ειρωνευόταν ενδιάμεσα τον Λούκατς και τους φροϊδιστές, τους Νέους Κριτικούς, γούσταρε κάπως τον Μπαχτίν κι έλεγε πως καταφεύγει στην ψηφαρίθμηση για να βρει τη χαμένη, τυφλή ολότητα.
Κι από άλλες συναντήσεις μας θυμάμαι πως είχε μανία με τον Καρτέσιο και με το «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Του ριχνόταν συχνά. Είπε μια φορά: «Δηλαδή, όταν κοιμάμαι, δεν υπάρχω;». Ηταν ανίερος και απομυθοποιητικός μέσα στον ιδιότυπο χριστιανισμό του, ένας ευσεβής αναρχικός, ζηλωτής της γνώσης, πετούσε εξωφρενικούς χρησμούς («Τα δύο πιο ωραία πράματα στον κόσμο είναι η Ορθοδοξία κι ο κώλος») με τρόπο εντελώς φυσιολογικό - «προχθές, που πήγα στη μονή Φιλοθέου, μπήκα στο μοναστήρι γελώντας. Ο ηγούμενος με επέκρινε που δεν ήμουνα σοβαρός και του απαντώ: Πώς να μη γελάω αφού, στον αρσανά, ο καλόγερος που με υποδέχτηκε λεγόταν Γελάσιος;».
Τα μαλλιά του ήταν πλούσια και κατάλευκα, φορούσε κοκκάλινα γυαλιά πολύ συντηρητικά, μάλλον του ΙΚΑ, παντελόνι στενό κάτω και κάπως κοντό, τα χέρια του ελαφρώς στρεβλά - παραδίπλα είχε αφημένο ένα ξύλινο μπαστούνι. Το πιο χαρακτηριστικό ήταν τα μάτια του, που με κοίταζαν κάπως πλάγια μέσα από τους φακούς, και το σταθερό, λοξό χαμόγελό του που του έδινε μια ειρωνική παιδικότητα. Ηταν κάπως στραβοξυρισμένος -αλλά, τώρα όπως και πάντα, όταν τον συναντούσα ήταν φεγγερός, ελκυστικός, έτοιμος για εξωφρενικές παρατηρήσεις, λογοπαίγνια, απαγγελίες, ανέκδοτα, που σε λίγο τα έμπλεκε με τον Ρεμπό και τον Εφραίμ τον Σύρο, σε έναν καμβά από αδιανόητους ειρωνικούς αυτοσχεδιασμούς. Θαύμαζα τον Πεντζίκη, αν και ποτέ δεν με συγκίνησε ως συγγραφέας, εννοώ τα έργα του καθεαυτά - εκτός ελάχιστων μικρών πεζών και ποιημάτων του που μ' αρέσουν πάντα πολύ. Αλλά ήταν ένας νους, μια παρουσία, ένας κατ' εξοχήν αειφορικός ομιλητής, που επηρέασε πολλούς με ποικίλους τρόπους -εμένα μου άνοιξε τα μάτια σχετικώς με τους Βυζαντινούς, που τους μελέτησα μετά μανίας αρκετά χρόνια, μου δίδαξε, άθελά του, να παρατηρώ τα πάντα, αρχίζοντας από το έσχατο χορταράκι, τα βότανα και τα ζούδια, ώς τα ψάρια και τα φυτά και τα έντομα: εξαιτίας του έψαξα βιβλία για σαύρες, για εκτροφή σαλιγκαριών, τη ζωή του κυπρίνου, τις διαδρομές του χελιού, τους Πατέρες, τους Αραβες, τη ρωμαϊκή πεζογραφία και τα λοιπά. Καθόταν λοιπόν εκεί και μου μιλούσε για τον Γιώργο Σαραντάρη -τρόπος τού λέγειν, δηλαδή, με τον τρόπο τού δικού του λέγειν. Ηταν πάντα απολαυστικός, μαιανδρικός, απρόβλεπτος, με εκπληκτικό χιούμορ, τολμηρές λεκτικές αυθαιρεσίες, ενέπλεκε πρόσωπα άσχετα μεταξύ τους, θυμόταν απίστευτες ημερομηνίες, σάλτερνε άνετα, με αψιδωτές χρονικές μεταβάσεις.
Επαιρνε μια ανάσα, θυμόταν κάθε τόσο στίχους του Σαραντάρη απ' έξω, μου είπε πως πέθανε στην Κατοχή.
Την άλλη μέρα, έκανα δέκα ώρες, μου βγήκε η ψυχή να απομαγνητοφωνήσω την κασέτα -δηλαδή αυτά που είχαν σχέση με τον Σαραντάρη.
Ολα τα άλλα, το ενενήντα τοις εκατό ήταν, απλώς, μαγευτικός Πεντζίκης.
Συνέντευξη του Ν. Γ. Πεντζίκη
(αποσπάσματα από συνέντευξη που είχε δώσει στο περιοδικό «Ελέυθερη Γενιά»)
— Κύριε Πεντζίκη, ποιες κατά τη γνώμη σας, είναι οι τάσεις της σύγχρονης λογοτεχνίας;
— Οι ολοένα βαθύτερες αναδρομές στους χώρους της μνήμης πέρα από τ' όνειρο και τα δεδομένα της ψυχανάλυσης. Στην περιοχή όπου ένα άλλο πρόσωπο υποκαθιστά το εγώ. Στο ευρύτερα όρια της ταύτισης της φυσιολογίας με την παθολογία. Εκεί που η ζωή αρχινά να παρομοιάζει με το θάνατο και ο θάνατος με τη ζωή. Όπου από ανέκαθεν βρίσκονται οι πηγές του μύθου, μοναδικής εξόδου από τα θλιβερά και το άγχος.
— Τι έχετε να συστήσετε στους νέους που γράφουν;
—Να μην εμπιστεύονται εύκολα στις έτοιμες ιδέες και έννοιες. Έξω από το νοητικό της περιεχόμενο η κάθε λέξη είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Η σπουδή των οργανισμών αυτών επιτυγχάνεται βασικά με την άσκηση της μνήμης δια της αντιγραφής και επανάληψης. Με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που μαθαίνουν τα παιδιά να καλλιγραφούν την αλφαβήτα συνδυάζοντάς την ασματικά με το κόψιμο της πίτας.
— Ακόμα, τι έχετε να πείτε στους νέους που ζωγραφίζουν;
— Ότι τα σχήματα που αντιλαμβανόμαστε άμεσα, δεν είναι τα πραγματικά. Η αναζήτηση των αληθινών απαιτεί συνεχή και αδιάλειπτη παρακολούθηση των χρωματικών περιπετειών του φωτός. Με τον καιρό και την άσκηση, η φωτοσύνθεση των γηίνων, περνά στον χώρο της προσωπικής μνήμης, αποκτώντας την ανέσπερη οικουμενικότητα του Ευαγγελικού φωτός.
—Ποια είναι η πνευματικότητα του νέου Ελληνισμού;
— Η προσπάθεια της ένταξης των ατομικιστικών στοιχείων δράσης και κίνησης, στο χώρο της Ορθόδοξης Αγιορείτικης πνευματικής παράδοσης με τον σαφή εξωτερικό χαρακτήρα της ακινησίας και αδράνειας.
— Τι γράφετε τώρα;
— Πεζά, όπου η αναφορά στ' αγιολογικά δεδομένα, με βοηθά στη διείσδυση στους χώρους του μύθου. Στην βαθύτερή τους ουσία αποτελούν απλές ασκήσεις προσευχής.
(αποσπάσματα από συνέντευξη που είχε δώσει στο περιοδικό «Ελέυθερη Γενιά»)
— Κύριε Πεντζίκη, ποιες κατά τη γνώμη σας, είναι οι τάσεις της σύγχρονης λογοτεχνίας;
— Οι ολοένα βαθύτερες αναδρομές στους χώρους της μνήμης πέρα από τ' όνειρο και τα δεδομένα της ψυχανάλυσης. Στην περιοχή όπου ένα άλλο πρόσωπο υποκαθιστά το εγώ. Στο ευρύτερα όρια της ταύτισης της φυσιολογίας με την παθολογία. Εκεί που η ζωή αρχινά να παρομοιάζει με το θάνατο και ο θάνατος με τη ζωή. Όπου από ανέκαθεν βρίσκονται οι πηγές του μύθου, μοναδικής εξόδου από τα θλιβερά και το άγχος.
— Τι έχετε να συστήσετε στους νέους που γράφουν;
—Να μην εμπιστεύονται εύκολα στις έτοιμες ιδέες και έννοιες. Έξω από το νοητικό της περιεχόμενο η κάθε λέξη είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Η σπουδή των οργανισμών αυτών επιτυγχάνεται βασικά με την άσκηση της μνήμης δια της αντιγραφής και επανάληψης. Με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που μαθαίνουν τα παιδιά να καλλιγραφούν την αλφαβήτα συνδυάζοντάς την ασματικά με το κόψιμο της πίτας.
— Ακόμα, τι έχετε να πείτε στους νέους που ζωγραφίζουν;
— Ότι τα σχήματα που αντιλαμβανόμαστε άμεσα, δεν είναι τα πραγματικά. Η αναζήτηση των αληθινών απαιτεί συνεχή και αδιάλειπτη παρακολούθηση των χρωματικών περιπετειών του φωτός. Με τον καιρό και την άσκηση, η φωτοσύνθεση των γηίνων, περνά στον χώρο της προσωπικής μνήμης, αποκτώντας την ανέσπερη οικουμενικότητα του Ευαγγελικού φωτός.
—Ποια είναι η πνευματικότητα του νέου Ελληνισμού;
— Η προσπάθεια της ένταξης των ατομικιστικών στοιχείων δράσης και κίνησης, στο χώρο της Ορθόδοξης Αγιορείτικης πνευματικής παράδοσης με τον σαφή εξωτερικό χαρακτήρα της ακινησίας και αδράνειας.
— Τι γράφετε τώρα;
— Πεζά, όπου η αναφορά στ' αγιολογικά δεδομένα, με βοηθά στη διείσδυση στους χώρους του μύθου. Στην βαθύτερή τους ουσία αποτελούν απλές ασκήσεις προσευχής.
Αποσπάσματα
Ενας γέρος, φτωχός και ζαρωμένος, με μια καμπούρα βουνό πίσω στη ράχη, δε μπόραγε να σταθεί στα πόδια του, αν δεν κράταγε το μπαστούνι κοντά του, γύρευε όμως πάντα και παντού παντρειά.
Πρώτη λοιπόν του Σεπτέμβρη, που αρχινάν να μετράν οι μέρες σε χωριστούς γύρους, αρσενικούς και γυναίκειους μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, της Παναγίας και όλων των Αγίων, αφήνοντας πίσω του πολυτραγουδημένο ένα βουνό της θείας Γέννησης, ο Γεροζήτουλας, που σχεδόν τα μάτια του δεν ξεχώριζαν το φως απʼ το σκοτάδι, κρατώντας τη μαγκούρα, προχώραγε σε δρόμο, που ξεκινώντας απʼ το βασίλεμα του ήλιου πήγαινε ν ανταμώσει τη στράτα των Μάγων της Προσκύνησης. Ώρες είκοσι τέσσερις πορεία, δίχως νʼ απαντήσει καμιά κατοικία και ψυχή. Ξημέρωσε η άλλη μέρα κι απάντησε ένα μωρό, που αφημένο μόνο κι έρημο, το τάιζε ένα ελάφι. ήρθε κοντά του ένα μαύρο άλογο και έξι περιστέρια σταθήκαν πάνʼ απʼ το κεφάλι του. Μια καμπάνα απόμακρη άκουσε να σημαίνει: Αμήν. «Ζει ακόμα ο νους μου», είπε, κάνοντας το σταυρό του από το μέτωπο ίσαμε τον αφαλό πάνω στην κοιλιά κι από το δεξί τον ώμο ίσαμε την κορακοειδή απόφυση στη άρθρωση του βραχίονα, ζερβά. Δεν είχε προλάβει ακόμα να τελειώσει το σχηματισμό κι από σαράβαλο που ένιωθε, έλαβε απίστευτη ομορφιά.....
………………………………………
Φτάνοντας στο τωρινό χωριό πέρʼ απʼ τα ερείπια, άκουσε τη φωνή μιας γυναίκας 105 χρονών που επαναλάμβανε τη παραδοσιακή διδαχή για τα ψηφία της αλφαβήτας. άλφα: αρχή του κόσμου. Βήτα: βασιλεύει ο Κύριος. Γάμα: γεννιέται ο Χριστός... Σίμωσε και της μίλησε. Του απάντησε ότι , αφού έφαγε τʼ αχλάδι της Βιστωνίδος και μετάλαβε το κρασί της Μάκρης, θα ʽπρεπε τώρα να βρει, να φιλήσει μια Ξανθιανή, για να μην πεθάνει ποτέ.Το πρώτο από τα πουλιά που ήρθαν μετά, έφερε την είδηση, ότι ο άνθρωπος που η κόρη περίμενε στον άδειο χώρο που εκείνος είχε αφήκει το ραβδί του, αντάμωσε και φίλησε, παρέξω απʼ το χωριό Παράδεισος, εδώθε απʼ το φράγμα του ποταμού, μια κόρη Ξανθιανή. Συμπλήρωσε το δεύτερο πουλί, ότι η νεαρή κόρη από την Ξάνθη, που δέχτηκε το ερωτικό φιλί,
χαρίζοντας την αθανασία στο γέρον άνδρα, συνόδευε ως φτωχή θεραπαινίδα μια κυρά τρανή με καπέλο πλατύγυρο.
Ηρθε κατόπι η είδηση ότι η κυρά, θυμωμένη που δε μπόρεσε με την ομπρέλα που κράταγε να εμποδίσει την πονηρά πράξη, έσπευσε να καταγγείλει το γεγονός στη χωροφυλακή. Η επόμενη είδηση διευκρίνιζε ότι οι άνδρες του σταθμού Χωροφυλακής στους Τοξότες στάθηκε αδύνατο να καταλάβουν, αν τα όσα κατάθεσε η υψηλή αρχόντισσα αφορούσαν άνθρωπο ή φίδι, που κρεμασμένο από ένα κλαδί, μαύλισε με τα μεγάλα σαν τάλιρα μάτια του το αθώο πλάσμα, βγάνοντας τη μακριά διχαλωτή του γλώσσα ή απλώς ένα γαυραντισμένο, βαρβάτο γάιδαρο, που διάλεξε αστόχαστα.
Η πυκνή ομίχλη, που υψώθηκε από τον ποταμό, εισβάλλοντας στα στενά των Κορπηλίων, ανάγγειλε το πέμπτο πουλί, ότι περιορίζοντας τις δυνατότητες διευκρίνισης της αλήθειας, τόσο στο νου όσο και στην όραση, επέβαλε σʼ όλους γενικά τη γνώμη ότι δεν είχε τίποτα το πραγματικό συμβεί και ότι όλα τα καταγγελθέντα δεν ήταν παρά απλή μαγική φαντασίωση. Τέλος το στερνό πέταγμα πουλιού έριξε στα πόδια της κόρης που περίμενε ένα σημείωμα, σε διπλωμένο στα δυο χαρτί, που βεβαίωνε ότι η νεαρά δουλίδα της κυράς εξαφανίστηκε και είχε ήδη αρχίσει η οργάνωση της αναζήτησης του φτωχού κοριτσιού...
……………………………………
...Νύχτες τριάντα τέσσερις από τη της πρωτομαγιά και μετά μέχρι που να κάψει ο φούρνος, παραμονή του Αη-Γιαννιού, στα τέλη του Ιουνίου. Ο ποταμός στα σκοτεινά της απώλειας της μακαρίτισσας, που παρέμεινε θαμμένη στη Αμισό. Τα ερημωμένα σπίτια της Φρυγία, λίθοι άψυχοι, αποκρίνονται στην αναζήτηση του δολοφονημένου αδελφού του Γκιώνη: «Γκιώνη... Γκιώνη».
Η φτερωτή τρίζει γυρνώντας με τα νερά της ποταμιά απάνω κάτω, αλέθοντας τα γραμμένα χαρτιά.
Στο νεροφράχτη του μύλου ξεκρίνουν μια πάπια τα σχοληταρούδια, να κολυμπά. Τα χρώματα στα φτερά της εννιά σμαράγδια, δώδεκα φύλλα μοσκοϊτιάς, άσπρα σύννεφα τʼ ουρανού επτά, χρυσά φλουριά οκτώ, λουλούδια της βοϊδόγλωσσας δεύτερη φορά οκτώ και Τρίτη πάλι, οκτώ γυμνές φλούδες πορτοκαλιού, πέντε κουρτίνες θλιμμένων παραθυριών και άλλα τόσα νυφιάτικα πέπλα, άμφια επτά ολόχρυσα. Εννιά πνοές ανέμου την ξεντύνουν, σηκώνοντάς την πάνω απʼ τα νερά, πέντε δάχτυλα της τύχης την αρπάζουν, στα μπαμπάκια την κοιμίζουν, στις πέντε χαρές από τα εφτά απανωσέντονα και στις έξι των αποκάτω, Πάπια αγαθή και δοξασμένη. Με τις δεκαεννιά μενεξεδιές βουλίτσες, τις τριανταέξι κόκκινες, τις είκοσι οκτώ πράσινες, τις δέκα κάτασπρες και ξεξασπρες, τις δεκαπέντε ολόξανθες αχτίδες του ήλιου και τις εφτά χαρούμενες ημέρες της Πασχαλιάς...
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Πόλεως και Νομού Δράμας Παραμυθία, Εκδόσεις Άγρα
....
Ισως όλα να έχουν σχέση με το προχώρημα του χειμώνα και τον τρομακτικό περιορισμό την ηλιοφάνειας, ή με το γεγονός ότι έχω γεράσει. Έφηβος μαρτύρησε ο Αγιος Νικήτας. Η βιογραφία του στο Νέο Μαρτυρολόγιο, ήταν η σπουδαιότερη βρύση φωτός, που μʼ επέτρεπε να βλέπω και να καταλαβαίνω τον κ. Πωσνατομπούμ. Δίχως αυτό, τα πάντα είναι ανοησίες και αποτυγχάνοντας ως συγγραφέας να ολοκληρώσω ό,τι σκεφτόμουν κι έβλεπα ως αληθινό, δε μου έμενε άλλος τρόπος παρά να σηκωθώ να πω ότι πολλά και ουσιώδη δεν τα γνωρίζω.
Πώς λέγεται όμως αυτός ο λόγος, όταν κανείς δεν αντέχει να ζει, δίχως ένα ποσοστό υπερηφάνειας. Να ʽσαι συγγραφέας, να περιμένεις να δημοσιευτείς και να είσαι όλος ντροπή, μονάχα ντροπή, γίνεται;
Γίνεται πάω να πω. Γίνεται, γιατί στο σκοτάδι των λογισμών, όπου δεν βλέπουμε, το φως συμβαίνει να γίνεται αντιληπτό στην ακοή...
........................................................
Είμουν 11 ετών και 4 μηνών τον Φεβρουάριο του 1920, που διαβάζοντας τις σημειώσεις στον τόμο του Καρυωτάκη, πληροφορήθηκα ότι βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη ο ποιητής, που αγρότερα αυτοκτόνησε, πρωτοδιορισμένος ως υπάλληλος.
Φορέματα των γυναικών εκείνης της εποχής, τοποθεσίες εντός της πόλεως και τα πέριξ σπίτια, πρόσωπα, γνώριμου (μεταξύ των οποίων αρκετοί εξακολουθούν να είναι εν ζωή), κουβέντες, στοχασμούς και σκέρτσα του ενός και του άλλου, από τότε, τα καταλαβαίνω τώρα πολύ διαφορετικά και καλύτερα, χάρις στο γεγονός της παρουσίας του ανθρώπου που μας αφήκε την επώδυνη μαρτυρία του, εκείνον τον καιρό στην πόλη που γεννήθηκα και ζω. Οπως ακριβώς υπαινίσσεται ο Καρυωτάκης, αναγνωρίζω στα πρόσωπα, την ταχεία εξάντληση του ερωτικού των φορτίου. Πεταλούδες, ψυχές τιθαιβώσουσαι, κορίτσια και άνθη γρήγορα εξαντλημένα. Μου ήθραν στο νου οι καλλιγραφημένες φράσεις και οι ζωγραφιές στο Αλμπούμ, ενός που χρημάτισε αξιωματικός εκείνον τον καιρό στη Μικρασία. Τον ολέθριο Σαγγάριο μνημονεύει ο Καρυωτάκης, στο ποίημά του «Εις Ανδρέαν Κάλβο» της σειράς «Σάτιρες». Το κλίμα των στίχων του ποιητή γενικά εντελώς αντίθετο μʼ εκείνο των ηρώων της Εθνεγερσίας, στον τόπο της ιδιαίτερής του καταγωγής την Τριπολιτσά. Αυτάρεσκη συναισθηματολογία εντόμων, που μετά ένα εικοσιτετράωρο, όλα ξεψυχούν. Δε σημαίνουν όμως τίποτα ενάντια στον ποιητή όλʼ αυτά. Αυτός με τους φραμπαλάδες μια Ελληνικής BELLE EPOQUE, οικοδόμησε την αναμφισβήτητη μαρτυρία της ήττας του, προσφέροντας ένα παράδειγμα αγώνα, εν ονόματι του λόγου, προς διασκελισμό της ζωής από την παραμυθία, που άπαντες αποζητούμε και θέλουμε. Η μαρτυρία του ανθρώπου ποιητή, διακοσμητικό φυτό των τάφων, μου ενέπνευσε γαλήνη και παρηγοριά, τις ώρες που καθισμένος στην πολυθρόνα μου σκεφτόμουν, τα χωρίς διέξοδο, όπως νόμιζα, προβλήματα του πρόωρου σταματήματος του γραψίματός μου.
Συμπαθώς λοιπόν διακείμενος, προς τον άντρα που τον ήβραν έξω από την Πρέβεζα, πεσμένος χάμου σαν ένα κουρέλι, με το ψαθάκι που τότε ήταν της μόδας να φοριέται, δίπλα στο τραυματισμένο του κεφάλι, αναγκάστηκα για όσα εκ των σημειώσεων συνεπέρανα, τι θα είχε γράψει ενάντια στα «Ελεγεία και Σάτιρες» του Καρυωτάκη, ο φέρων μακράν γενειάδα λευκή, εκ των φωνασκούντων περί προόδου κ.τ.λ. ανευθύνων, που επιμένουν νʼ αγνοούν ότι ο θάνατος είναι ένα σχολειό, στο ο
ποίο φοιτά κάθε ποιητής, προσπαθώντας να υπερβεί τον εφήμερο
χαρακτήρα, όλων όσων αισθανόμαστε. Με αυτά και αυτά άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν έχουν καμιά σημασία οι αδυναμίες μου ως ανθρώπου, όταν επεξεργαζόμενος τα λόγια, νοιώθω αυτά να γίνονται προσευχή...
…………………………………………
Σε τι η κυρά Σιωπή διέφερε, ώστε το χέρι της με τα πέντε δάχτυλα, τις θυγατέρες της να παρομοιάζει άνθος;
Εγκαταλείποντας την ενταύθα ζωή, μια γυναίκα που φωτογραφήθηκε, τρεις ώρες πριν του θανάτου της, είχε κάτι το παραμυθένιο στην όψη της, παρομοιάζοντας με την αρχαία προφήτισσα Κασσάνδρα της Τροίας.
Το μυθικό στοιχείο στον άνθρωπο απελευθερώνεται, ευθύς που θʼ αποξενωθεί των γηίνων, όταν ζει συμφώνως προς την σύσταση του Μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου, διατηρώντας τη συνείδηση, ότι οπουδήποτε κι αν βρίσκεται επί της γης είναι ένας ταξιδιώτης ξενοδοχούμενος.
Παρόμοια αντίληψη σχημάτισε η κυρά Σιωπή μετά τη Μικρασιατική καταστροφή όπου έχασε τον Κύριον Αρτο, τον άντρα της, χορταίνοντας μένα ψωμί βαλμένο ανάποδα πάνω στο τραπέζι, προσβλητικά προς τα θρησκευτικώς παραδεδομένα.
Δεν είναι σπάνιο στο παλαιό εικονογραφικό διάκοσμο των εκκλησιών, προσέχοντας τις λεπτομέρειες να διακρίνουμε, ότι το Θέναρ και ο αντίχειρ προσομοιάζουν τέλεια με ύπερο άνθους. Ετσι π.χ. συμβαίνει με το χέρι που κρατάει το Ευαγγέλιο, στον κεντρικό από τους πέντε τρούλους των Δώδεκα Αποστόλων της Θεσσαλονίκης, όταν το Παντοκρατορικό Πρόσωπο έχει
κατά την περίοδο της δουλείας καταστραφεί.
Επίσης με ύπερο παρομοιάζει αντίχειρ και θέναρ στο χέρι του Προφήτη Ηλία που υποστηρίζει τη βυθισμένη σε σκέψεις κεφαλή, στην τοιχογραφία επί της προσόψεως της Κουμπελίδικης στην Καστοριά.
Διαγράμματα λουλουδιών σʼ άλλους Ναούς, όπως στην Παναγία της γαλλάντρας, των μέσων του ΙΖ' αιώνα, ξεχωρίζουν τη μια από την άλλη τις σειρές των εικονογραφικών κύκλων, όπου την συγκεκριμένης εκείνη εποχή της σκλαβιάς, καθώς και κατά τα τελευταία δυσχερή χρόνια του Βυζαντίου, προτιμούνταν και πολλαπλασιάζονταν τα εκ των Παθών του Σωτήρος θέματα
(Ελκόμενος, Καθήλωση επί του Σταυρού, Σταύρωση, Αποκαθήλωση, Επιτάφιος Θρήνος και προ αυτών ο Εμπαιγμός)
Μετά που κάηκε η Σμύρνη, ποιανού άνθους διάγραμμα αποδίδει πιστά το χέρι με τα δάχτυλα της κυρά Σιωπής;
………………………………………………………
Προσφιλή νέος αυτόχειρ, τριγυρνώντας στα πέριξ της πόλεως μνήματα, έκανε ανθοδέσμες με την Βερονίκη την ακιδώδη και την Βερονίκη την χαμαίδρυν.
Κάποτε στην πλάι από τους τάφους ρεματιά, εκεί που παλαιότερα πλούτισε μια οικογένεια βρίσκοντας ένα κιούπι φλωριά, ο ίδιος αυτός νέος ανεύρε πολλά άτομα του είδους Βερονίκη η αναγκαλλίς.
……………………………………………
Κάποιος Βοτανικός, ανακαλύπτοντας επί του Ολύμπου, την έδρα του αρχαίου Δωδεκάθεου - σπάνιο είδος φυτού, που ξεπρόβαλε μέσα από τις ρωγμές των βράχων σα μενεξεδής ήλιος - αναλογιζόμενος πόσων εκατομμυρίων ετών διαβιώσεως και αγώνων, προσπαθειών προσαρμογής, στις συνεχείς γεωαρχιτεκτονικές αναστατώσεις του φλοιού της γης, αντιπροσώπευε το άνθινο εκείνο μνημείο, έσκυψε και το ασπάστηκε.
……………………………………………
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Σημειώσεις εκατό ημερών Εκδόσεις Παρατηρητής
Ενας γέρος, φτωχός και ζαρωμένος, με μια καμπούρα βουνό πίσω στη ράχη, δε μπόραγε να σταθεί στα πόδια του, αν δεν κράταγε το μπαστούνι κοντά του, γύρευε όμως πάντα και παντού παντρειά.
Πρώτη λοιπόν του Σεπτέμβρη, που αρχινάν να μετράν οι μέρες σε χωριστούς γύρους, αρσενικούς και γυναίκειους μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, της Παναγίας και όλων των Αγίων, αφήνοντας πίσω του πολυτραγουδημένο ένα βουνό της θείας Γέννησης, ο Γεροζήτουλας, που σχεδόν τα μάτια του δεν ξεχώριζαν το φως απʼ το σκοτάδι, κρατώντας τη μαγκούρα, προχώραγε σε δρόμο, που ξεκινώντας απʼ το βασίλεμα του ήλιου πήγαινε ν ανταμώσει τη στράτα των Μάγων της Προσκύνησης. Ώρες είκοσι τέσσερις πορεία, δίχως νʼ απαντήσει καμιά κατοικία και ψυχή. Ξημέρωσε η άλλη μέρα κι απάντησε ένα μωρό, που αφημένο μόνο κι έρημο, το τάιζε ένα ελάφι. ήρθε κοντά του ένα μαύρο άλογο και έξι περιστέρια σταθήκαν πάνʼ απʼ το κεφάλι του. Μια καμπάνα απόμακρη άκουσε να σημαίνει: Αμήν. «Ζει ακόμα ο νους μου», είπε, κάνοντας το σταυρό του από το μέτωπο ίσαμε τον αφαλό πάνω στην κοιλιά κι από το δεξί τον ώμο ίσαμε την κορακοειδή απόφυση στη άρθρωση του βραχίονα, ζερβά. Δεν είχε προλάβει ακόμα να τελειώσει το σχηματισμό κι από σαράβαλο που ένιωθε, έλαβε απίστευτη ομορφιά.....
………………………………………
Φτάνοντας στο τωρινό χωριό πέρʼ απʼ τα ερείπια, άκουσε τη φωνή μιας γυναίκας 105 χρονών που επαναλάμβανε τη παραδοσιακή διδαχή για τα ψηφία της αλφαβήτας. άλφα: αρχή του κόσμου. Βήτα: βασιλεύει ο Κύριος. Γάμα: γεννιέται ο Χριστός... Σίμωσε και της μίλησε. Του απάντησε ότι , αφού έφαγε τʼ αχλάδι της Βιστωνίδος και μετάλαβε το κρασί της Μάκρης, θα ʽπρεπε τώρα να βρει, να φιλήσει μια Ξανθιανή, για να μην πεθάνει ποτέ.Το πρώτο από τα πουλιά που ήρθαν μετά, έφερε την είδηση, ότι ο άνθρωπος που η κόρη περίμενε στον άδειο χώρο που εκείνος είχε αφήκει το ραβδί του, αντάμωσε και φίλησε, παρέξω απʼ το χωριό Παράδεισος, εδώθε απʼ το φράγμα του ποταμού, μια κόρη Ξανθιανή. Συμπλήρωσε το δεύτερο πουλί, ότι η νεαρή κόρη από την Ξάνθη, που δέχτηκε το ερωτικό φιλί,
χαρίζοντας την αθανασία στο γέρον άνδρα, συνόδευε ως φτωχή θεραπαινίδα μια κυρά τρανή με καπέλο πλατύγυρο.
Ηρθε κατόπι η είδηση ότι η κυρά, θυμωμένη που δε μπόρεσε με την ομπρέλα που κράταγε να εμποδίσει την πονηρά πράξη, έσπευσε να καταγγείλει το γεγονός στη χωροφυλακή. Η επόμενη είδηση διευκρίνιζε ότι οι άνδρες του σταθμού Χωροφυλακής στους Τοξότες στάθηκε αδύνατο να καταλάβουν, αν τα όσα κατάθεσε η υψηλή αρχόντισσα αφορούσαν άνθρωπο ή φίδι, που κρεμασμένο από ένα κλαδί, μαύλισε με τα μεγάλα σαν τάλιρα μάτια του το αθώο πλάσμα, βγάνοντας τη μακριά διχαλωτή του γλώσσα ή απλώς ένα γαυραντισμένο, βαρβάτο γάιδαρο, που διάλεξε αστόχαστα.
Η πυκνή ομίχλη, που υψώθηκε από τον ποταμό, εισβάλλοντας στα στενά των Κορπηλίων, ανάγγειλε το πέμπτο πουλί, ότι περιορίζοντας τις δυνατότητες διευκρίνισης της αλήθειας, τόσο στο νου όσο και στην όραση, επέβαλε σʼ όλους γενικά τη γνώμη ότι δεν είχε τίποτα το πραγματικό συμβεί και ότι όλα τα καταγγελθέντα δεν ήταν παρά απλή μαγική φαντασίωση. Τέλος το στερνό πέταγμα πουλιού έριξε στα πόδια της κόρης που περίμενε ένα σημείωμα, σε διπλωμένο στα δυο χαρτί, που βεβαίωνε ότι η νεαρά δουλίδα της κυράς εξαφανίστηκε και είχε ήδη αρχίσει η οργάνωση της αναζήτησης του φτωχού κοριτσιού...
……………………………………
...Νύχτες τριάντα τέσσερις από τη της πρωτομαγιά και μετά μέχρι που να κάψει ο φούρνος, παραμονή του Αη-Γιαννιού, στα τέλη του Ιουνίου. Ο ποταμός στα σκοτεινά της απώλειας της μακαρίτισσας, που παρέμεινε θαμμένη στη Αμισό. Τα ερημωμένα σπίτια της Φρυγία, λίθοι άψυχοι, αποκρίνονται στην αναζήτηση του δολοφονημένου αδελφού του Γκιώνη: «Γκιώνη... Γκιώνη».
Η φτερωτή τρίζει γυρνώντας με τα νερά της ποταμιά απάνω κάτω, αλέθοντας τα γραμμένα χαρτιά.
Στο νεροφράχτη του μύλου ξεκρίνουν μια πάπια τα σχοληταρούδια, να κολυμπά. Τα χρώματα στα φτερά της εννιά σμαράγδια, δώδεκα φύλλα μοσκοϊτιάς, άσπρα σύννεφα τʼ ουρανού επτά, χρυσά φλουριά οκτώ, λουλούδια της βοϊδόγλωσσας δεύτερη φορά οκτώ και Τρίτη πάλι, οκτώ γυμνές φλούδες πορτοκαλιού, πέντε κουρτίνες θλιμμένων παραθυριών και άλλα τόσα νυφιάτικα πέπλα, άμφια επτά ολόχρυσα. Εννιά πνοές ανέμου την ξεντύνουν, σηκώνοντάς την πάνω απʼ τα νερά, πέντε δάχτυλα της τύχης την αρπάζουν, στα μπαμπάκια την κοιμίζουν, στις πέντε χαρές από τα εφτά απανωσέντονα και στις έξι των αποκάτω, Πάπια αγαθή και δοξασμένη. Με τις δεκαεννιά μενεξεδιές βουλίτσες, τις τριανταέξι κόκκινες, τις είκοσι οκτώ πράσινες, τις δέκα κάτασπρες και ξεξασπρες, τις δεκαπέντε ολόξανθες αχτίδες του ήλιου και τις εφτά χαρούμενες ημέρες της Πασχαλιάς...
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Πόλεως και Νομού Δράμας Παραμυθία, Εκδόσεις Άγρα
....
Ισως όλα να έχουν σχέση με το προχώρημα του χειμώνα και τον τρομακτικό περιορισμό την ηλιοφάνειας, ή με το γεγονός ότι έχω γεράσει. Έφηβος μαρτύρησε ο Αγιος Νικήτας. Η βιογραφία του στο Νέο Μαρτυρολόγιο, ήταν η σπουδαιότερη βρύση φωτός, που μʼ επέτρεπε να βλέπω και να καταλαβαίνω τον κ. Πωσνατομπούμ. Δίχως αυτό, τα πάντα είναι ανοησίες και αποτυγχάνοντας ως συγγραφέας να ολοκληρώσω ό,τι σκεφτόμουν κι έβλεπα ως αληθινό, δε μου έμενε άλλος τρόπος παρά να σηκωθώ να πω ότι πολλά και ουσιώδη δεν τα γνωρίζω.
Πώς λέγεται όμως αυτός ο λόγος, όταν κανείς δεν αντέχει να ζει, δίχως ένα ποσοστό υπερηφάνειας. Να ʽσαι συγγραφέας, να περιμένεις να δημοσιευτείς και να είσαι όλος ντροπή, μονάχα ντροπή, γίνεται;
Γίνεται πάω να πω. Γίνεται, γιατί στο σκοτάδι των λογισμών, όπου δεν βλέπουμε, το φως συμβαίνει να γίνεται αντιληπτό στην ακοή...
........................................................
Είμουν 11 ετών και 4 μηνών τον Φεβρουάριο του 1920, που διαβάζοντας τις σημειώσεις στον τόμο του Καρυωτάκη, πληροφορήθηκα ότι βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη ο ποιητής, που αγρότερα αυτοκτόνησε, πρωτοδιορισμένος ως υπάλληλος.
Φορέματα των γυναικών εκείνης της εποχής, τοποθεσίες εντός της πόλεως και τα πέριξ σπίτια, πρόσωπα, γνώριμου (μεταξύ των οποίων αρκετοί εξακολουθούν να είναι εν ζωή), κουβέντες, στοχασμούς και σκέρτσα του ενός και του άλλου, από τότε, τα καταλαβαίνω τώρα πολύ διαφορετικά και καλύτερα, χάρις στο γεγονός της παρουσίας του ανθρώπου που μας αφήκε την επώδυνη μαρτυρία του, εκείνον τον καιρό στην πόλη που γεννήθηκα και ζω. Οπως ακριβώς υπαινίσσεται ο Καρυωτάκης, αναγνωρίζω στα πρόσωπα, την ταχεία εξάντληση του ερωτικού των φορτίου. Πεταλούδες, ψυχές τιθαιβώσουσαι, κορίτσια και άνθη γρήγορα εξαντλημένα. Μου ήθραν στο νου οι καλλιγραφημένες φράσεις και οι ζωγραφιές στο Αλμπούμ, ενός που χρημάτισε αξιωματικός εκείνον τον καιρό στη Μικρασία. Τον ολέθριο Σαγγάριο μνημονεύει ο Καρυωτάκης, στο ποίημά του «Εις Ανδρέαν Κάλβο» της σειράς «Σάτιρες». Το κλίμα των στίχων του ποιητή γενικά εντελώς αντίθετο μʼ εκείνο των ηρώων της Εθνεγερσίας, στον τόπο της ιδιαίτερής του καταγωγής την Τριπολιτσά. Αυτάρεσκη συναισθηματολογία εντόμων, που μετά ένα εικοσιτετράωρο, όλα ξεψυχούν. Δε σημαίνουν όμως τίποτα ενάντια στον ποιητή όλʼ αυτά. Αυτός με τους φραμπαλάδες μια Ελληνικής BELLE EPOQUE, οικοδόμησε την αναμφισβήτητη μαρτυρία της ήττας του, προσφέροντας ένα παράδειγμα αγώνα, εν ονόματι του λόγου, προς διασκελισμό της ζωής από την παραμυθία, που άπαντες αποζητούμε και θέλουμε. Η μαρτυρία του ανθρώπου ποιητή, διακοσμητικό φυτό των τάφων, μου ενέπνευσε γαλήνη και παρηγοριά, τις ώρες που καθισμένος στην πολυθρόνα μου σκεφτόμουν, τα χωρίς διέξοδο, όπως νόμιζα, προβλήματα του πρόωρου σταματήματος του γραψίματός μου.
Συμπαθώς λοιπόν διακείμενος, προς τον άντρα που τον ήβραν έξω από την Πρέβεζα, πεσμένος χάμου σαν ένα κουρέλι, με το ψαθάκι που τότε ήταν της μόδας να φοριέται, δίπλα στο τραυματισμένο του κεφάλι, αναγκάστηκα για όσα εκ των σημειώσεων συνεπέρανα, τι θα είχε γράψει ενάντια στα «Ελεγεία και Σάτιρες» του Καρυωτάκη, ο φέρων μακράν γενειάδα λευκή, εκ των φωνασκούντων περί προόδου κ.τ.λ. ανευθύνων, που επιμένουν νʼ αγνοούν ότι ο θάνατος είναι ένα σχολειό, στο ο
ποίο φοιτά κάθε ποιητής, προσπαθώντας να υπερβεί τον εφήμερο
χαρακτήρα, όλων όσων αισθανόμαστε. Με αυτά και αυτά άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν έχουν καμιά σημασία οι αδυναμίες μου ως ανθρώπου, όταν επεξεργαζόμενος τα λόγια, νοιώθω αυτά να γίνονται προσευχή...
…………………………………………
Σε τι η κυρά Σιωπή διέφερε, ώστε το χέρι της με τα πέντε δάχτυλα, τις θυγατέρες της να παρομοιάζει άνθος;
Εγκαταλείποντας την ενταύθα ζωή, μια γυναίκα που φωτογραφήθηκε, τρεις ώρες πριν του θανάτου της, είχε κάτι το παραμυθένιο στην όψη της, παρομοιάζοντας με την αρχαία προφήτισσα Κασσάνδρα της Τροίας.
Το μυθικό στοιχείο στον άνθρωπο απελευθερώνεται, ευθύς που θʼ αποξενωθεί των γηίνων, όταν ζει συμφώνως προς την σύσταση του Μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου, διατηρώντας τη συνείδηση, ότι οπουδήποτε κι αν βρίσκεται επί της γης είναι ένας ταξιδιώτης ξενοδοχούμενος.
Παρόμοια αντίληψη σχημάτισε η κυρά Σιωπή μετά τη Μικρασιατική καταστροφή όπου έχασε τον Κύριον Αρτο, τον άντρα της, χορταίνοντας μένα ψωμί βαλμένο ανάποδα πάνω στο τραπέζι, προσβλητικά προς τα θρησκευτικώς παραδεδομένα.
Δεν είναι σπάνιο στο παλαιό εικονογραφικό διάκοσμο των εκκλησιών, προσέχοντας τις λεπτομέρειες να διακρίνουμε, ότι το Θέναρ και ο αντίχειρ προσομοιάζουν τέλεια με ύπερο άνθους. Ετσι π.χ. συμβαίνει με το χέρι που κρατάει το Ευαγγέλιο, στον κεντρικό από τους πέντε τρούλους των Δώδεκα Αποστόλων της Θεσσαλονίκης, όταν το Παντοκρατορικό Πρόσωπο έχει
κατά την περίοδο της δουλείας καταστραφεί.
Επίσης με ύπερο παρομοιάζει αντίχειρ και θέναρ στο χέρι του Προφήτη Ηλία που υποστηρίζει τη βυθισμένη σε σκέψεις κεφαλή, στην τοιχογραφία επί της προσόψεως της Κουμπελίδικης στην Καστοριά.
Διαγράμματα λουλουδιών σʼ άλλους Ναούς, όπως στην Παναγία της γαλλάντρας, των μέσων του ΙΖ' αιώνα, ξεχωρίζουν τη μια από την άλλη τις σειρές των εικονογραφικών κύκλων, όπου την συγκεκριμένης εκείνη εποχή της σκλαβιάς, καθώς και κατά τα τελευταία δυσχερή χρόνια του Βυζαντίου, προτιμούνταν και πολλαπλασιάζονταν τα εκ των Παθών του Σωτήρος θέματα
(Ελκόμενος, Καθήλωση επί του Σταυρού, Σταύρωση, Αποκαθήλωση, Επιτάφιος Θρήνος και προ αυτών ο Εμπαιγμός)
Μετά που κάηκε η Σμύρνη, ποιανού άνθους διάγραμμα αποδίδει πιστά το χέρι με τα δάχτυλα της κυρά Σιωπής;
………………………………………………………
Προσφιλή νέος αυτόχειρ, τριγυρνώντας στα πέριξ της πόλεως μνήματα, έκανε ανθοδέσμες με την Βερονίκη την ακιδώδη και την Βερονίκη την χαμαίδρυν.
Κάποτε στην πλάι από τους τάφους ρεματιά, εκεί που παλαιότερα πλούτισε μια οικογένεια βρίσκοντας ένα κιούπι φλωριά, ο ίδιος αυτός νέος ανεύρε πολλά άτομα του είδους Βερονίκη η αναγκαλλίς.
……………………………………………
Κάποιος Βοτανικός, ανακαλύπτοντας επί του Ολύμπου, την έδρα του αρχαίου Δωδεκάθεου - σπάνιο είδος φυτού, που ξεπρόβαλε μέσα από τις ρωγμές των βράχων σα μενεξεδής ήλιος - αναλογιζόμενος πόσων εκατομμυρίων ετών διαβιώσεως και αγώνων, προσπαθειών προσαρμογής, στις συνεχείς γεωαρχιτεκτονικές αναστατώσεις του φλοιού της γης, αντιπροσώπευε το άνθινο εκείνο μνημείο, έσκυψε και το ασπάστηκε.
……………………………………………
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Σημειώσεις εκατό ημερών Εκδόσεις Παρατηρητής