Η ΑΘΕΪΑ. ΤΟ ΚΑΥΧΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ.
Ἀειμνήστου Φωτίου Κόντογλου
Νὺξ ἀφεγγὴς τοῖς ἀπίστοις, Χριστέ, τοῖς δὲ πιστοῖς φωτισμός.
Ἀθεΐα! Τίτλος μεγάλος καὶ καύχημα γιὰ τὸν σημερινὸν ἄνθρωπο. Ὅποιος τὸν ἀποχτήσει (καὶ γιὰ νὰ τὸν ἀποχτήσει, φτάνει νὰ χειροτονηθεῖ μοναχὸς του ἄπιστος),γίνεται παρευθὺς στὰ μάτια τῶν ἄλλων σοφός, κι' ἄς εἶναι ἀμόρφωτος, σοβαρός, κι' ἄς εἶναι γελοῖος, ἐπίσημος κι' ἂς εἶναι ἀλογάριαστος, ὑπεράξιος κι' ἂς εἶναι ἀνάξιος, ἐπιστήμονας κι' ἄς εἶναι κουφιοκέφαλος.
Δὲν μιλῶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει πόθο νὰ πιστέψει, μὰ δὲν μπορεῖ, μὲ ὅλο ποὺ κατὰ βάθος πάντα ἡ αἰτία τῆς ἀπιστίας εἶναι ἡ περηφάνεια, αὐτὴ ἡ ὀχιά, ποὺ κρύβεται τόσο ἐπιτήδεια μέσα στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν καταλάβει. Ὅπως καὶ νἆναι, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνίζουνται καὶ πολεμᾶνε μὲ τὸν ἄπιστο ἑαυτό τους, ἔχουνε ὅλη τὴ συμπόνεσή μας. Γι' αὐτοὺς παρακαλοῦμε, ὅσοι πιστεύουμε, νὰ τοὺς βοηθήσει ὁ Θεὸς νὰ πιστέψουνε, ὅπως ἔκανε σὲ κεῖνον τὸν πατέρα ποὺ εἶχε ἄρρωστο τὸ παιδί του, καὶ παρεκάλεσε τὸν Χριστὸ νὰ τὸ γιατρέψει. Καὶ Κεῖνος τοῦ εἶπε: «Ἂν μπορεῖς νὰ πιστέψεις, ὅλα εἶναι δυνατὰ σὲ κεῖνον ποὺ πιστεύει». Καὶ τότε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ ἔκραξε μὲ δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τὴ ἀπιστία», δηλαδὴ «ἔχω πόθο νὰ πιστέψω, κι' ἐσύ, Κύριε, δυνάμωσε τὸν». Οἱ ἄπιστοι, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλοῦμε, δὲν εἶναι τέτοιοι. Ὄχι μονάχα δὲν κλάψανε ποτέ, γιὰ νὰ ἀνοίξουνε μὲ τὸν πόνο καὶ μὲ τὴ συντριβὴ τὴν κλεισμένη πόρτα, τὴν πόρτα τῆς μετανοίας, ὅπως ἔκανε ἐκεῖνος ὁ δυστυχισμένος πατέρας ποὺ γράφει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αἰσθανθήκανε καμμιὰ πίκρα γιὰ τὴν ἀπιστία τους, μήτε νοιώσανε πὼς ἔχουνε γι' αὐτὸ καμμιὰ εὐθύνη, κανένα φταίξιμο. Ὅλο τὸ φταίξιμο εἶναι τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν φανερώνεται μπροστὰ τοὺς νὰ τοὺς πεῖ: «Ἐλάτε, ψηλαφήσετε μέ, πιᾶστε μέ, μιλεῖστε μαζί μου ὅπως μιλᾶτε μεταξύ σας, ἀναλύσετε μὲ μὲ τὴ χημεῖα σας, κομματιάστε μὲ μὲ τὸ μαχαίρι τῆς ἀνατομίας σας, ζυγίστε με, μετρεῖστε με, ἱκανοποιήσετε τὶς ἄπιστες αἰσθήσεις σας, χορτάσετε τ' ἀχόρταγο λογικό σας!».
Αὐτοὶ οἱ αὐτοτιτλοφορούμενοι ἄπιστοι, σὲ καιρὸ ποὺ ἐπιδείχνουνε τὴν ἐξυπνάδα τους, φουσκωμένοι ἀπὸ τὸν κούφιον ἀγέρα τῆς περηφάνειας κι' ἀπὸ τὴν πονηρὴ εὐστροφία τοῦ μυαλοῦ τους, δὲν εἶναι σὲ θέση οἱ δύστυχοι, νὰ νοιώσουνε πόσο ἀνόητοι καὶ στενόψυχοι φαίνουνται σὲ κείνους ποὺ πιστεύουνε. Γιατί, γιὰ νὰ πιστέψουνε, ζητᾶνε κάποιες ἀποδείξεις ποὺ κάνουνε τὸν πιστὸ νὰ τοὺς ἐλεεινολογεῖ γιὰ τὴν περιορισμένη ἀντίληψη ποὺ ἔχουνε γιὰ τὸ πνεῦμα καὶ γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα. Ὁ πιστὸς ξέρει πολὺ καλὰ ὡς ποὺ μποροῦνε νὰ φτάξουνε οἱ διαλογισμοὶ τοῦ ἄπιστου, γιατί, κι' αὐτός, σὰν ἄνθρωπος, τοὺς ἔχει ἐκείνους τοὺς λογισμούς, τοὺς λογισμοὺς τῆς σάρκας, τοὺς λογισμοὺς τούτου τοῦ κόσμου. Ἐνῷ ὁ ἄπιστος εἶναι ἀνύποπτος γιὰ ὅσα ἔχει μέσα του ὁ πιστός, καὶ γιὰ ὅ,τι βρίσκεται παραπέρα ἀπὸ τὴν πρακτικὴ γνώση του, δηλαδὴ γιὰ τὰ μυστήρια ποὺ εἶναι κρυμμένα ἀπὸ τὰ μάτια του, καὶ ποὺ γι' αὐτὸ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχουνε. Κι' ἀπὸ τὴν ἀνοησία τοῦ κορδώνεται, καὶ μιλᾶ μὲ καταφρόνεση γιὰ κείνους ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσουνε τὴ βαθύτερη σύσταση τοῦ κόσμου, ἐνῷ αὐτὸς ὁ δυστυχὴς εἶναι τυφλὸς καὶ κουφός, καὶ θαρρεῖ πὼς τὰ ἀκούει ὅλα καὶ πὼς τὰ βλέπει ὅλα. Ὁ πιστὸς ἔχει πνευματικὰ μάτια καὶ πνευματικὰ αὐτιά, καθὼς καὶ κάποια «ὑπὲρ αἴσθησιν». Ὁ ἄπιστος πῶς νὰ πάρει εἴδηση ἀπὸ κεῖνον τὸν μυστικὸν κόσμο μόνο μὲ τὰ χονδροειδῆ μέσα ποῦ ἔχει, δηλαδὴ μὲ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις; Πῶς νὰ πιάσει τὰ λεπτὰ κι' ἀλλόκοτα μηνύματα ἐκείνου τοῦ κόσμου, ἀφοῦ ὁ δυστυχὴς δὲν ἔχει τὶς κεραῖες ποῦ χρειάζουνται γιὰ νὰ τὰ πιάσει;
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στὴν Α' πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του, μὲ τὸν τρόπο ποὺ γνωρίζει μονάχα αὐτός, γιὰ τὸ τί εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσει ὁ πιστός, καὶ τί μπορεῖ νὰ νοιώσει ὁ ἄπιστος: Λαλοῦμε, λέγει, τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι μέσα σὲ μυστήριο, καὶ ποὺ εἶναι κρυμμένη, τὴ σοφία ποὺ τὴν προόρισε ὁ Θεός, πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες, γιὰ δόξα δική μας, καὶ ποὺ δὲν τὴ γνώρισε κανένας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τούτου τοῦ κόσμου (δήλ. τοὺς σοφούς της κοσμικῆς σοφίας), καὶ ποὺ ξεσκεπάζει αὐτὰ πού, κατὰ τὴ Γραφή, δὲν τὰ εἶδε μάτι, καὶ ποὺ δὲν τ' ἄκουσε αὐτί, καὶ ποὺ δὲν ἀνεβήκανε στὴν καρδιὰ κανενὸς ἀνθρώπου, ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ κείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦνε. Ἀλλὰ σὲ μᾶς τὰ φανέρωσε ὁ Θεὸς μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ τὸ ἅγιο. Ἐπειδή, τὸ ἅγιο Πνεῦμα ὅλα τὰ ἐρευνά, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ.
Γιατί, ποιὸς ἄνθρωπος γνωρίζει τὸ μέσα τοῦ ἀνθρώπου, παρὰ μονάχα τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ποῦ εἶναι μέσα στὸν ἄνθρωπο; Ἔτσι καὶ τὰ μυστήρια του Θεοῦ δὲν τὰ γνωρίζει κανένας παρὰ μονάχα τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Κι' ἐμεῖς δὲν ἐπήραμε τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου (δήλ. τὴ φιλοσοφία καὶ τὴν κοσμικὴ γνώση), ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅσα χάρισε σὲ μᾶς ὁ Θεός. Κι' αὐτὰ (τὰ χαρίσματα) δὲν τὰ ἐκφράζουμε μὲ τὰ λόγια ποὺ διδάσκεται ἡ ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλὰ μὲ λόγια ποὺ διδάσκει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, μιλώντας σὲ πνευματικοὺς ἀνθρώπους μὲ πνευματικὸν τρόπο. Πλήν, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν σαρκικὴ γνώση (τὸν ὀρθολογισμό), δὲν παραδέχεται ὅσα διδάσκει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιατί τὰ νομίζει γιὰ ἀνοησίες, καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ καταλάβει πὼς ἀνακρίνεται πνευματικά. Ὁ πνευματικὸς ὅμως ἄνθρωπος, ἀνακρίνει κάθε ἄνθρωπο, ἐνῷ αὐτὸς ἀπὸ κανέναν δὲν ἀνακρίνεται».
Ἡ ἀπιστία ὑπῆρχε πάντα. Μὰ σήμερα, μὲ τὴν ἀποτρόπαια ματαιοδοξία πού μας τρώγει, τὴν ἐπιδείχνουμε σὰν νὰ μᾶς δίνει τὴ μεγαλύτερη ἀξία. Ὅποιος ἔχει πίστη στὸν Θεὸ καὶ στὴν ἀλήθεια ποὺ φανέρωσε, εἶναι καταφρονεμένος, σὰν στενόμυαλος κι' ἀνόητος, καὶ τραβὰ πάνω τοῦ ὅλα τὰ περιγελάσματα. Λογαριάζεται γιὰ "βλαμμένος" ἀπὸ τὸν πολὺν κόσμο, μάλιστα ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ ξέρει νὰ τὰ καταφέρνει στὴ ζωή, νὰ «πετυχαίνει», νὰ βγάζει λεφτά, νὰ καλοπερνᾶ, νὰ μὴ δίνει πεντάρα γιὰ τίποτα, κατὰ τὸ ρητὸ ποὺ λέγει: «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Γιὰ τοῦτο, χρειάζεται νὰ ἔχει θάρρος καὶ νὰ περιφρονᾶ τὴν ἐκτίμηση τοῦ κόσμου καὶ τὸ ὑλικὸ συμφέρον του, ὅποιος λέγει πὼς ἔχει πίστη στὸν Θεό.
Ἐνῷ ἐκεῖνον ποὺ καυχιέται πὼς δὲν πιστεύει σὲ τίποτα, α') Τὸν ἔχει ὁ κόσμος σὲ μεγάλη ὑπόληψη καὶ σεβασμό, μάλιστα ὅσο περισσότερο ἄπιστος λέγει πὼς εἶναι, τόσο περισσότερη εἶναι ἡ ἐκτίμηση καὶ ὁ σεβασμὸς ποὺ φανερώνει ὁ ἔξυπνος καὶ σοβαρὸς κόσμος στὸ πρόσωπό του. Ὁ τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι συνοφρυωμένος, μὲ λίγα καὶ βαρειὰ λόγια, ἀράθυμος κι' ἀπότομος, «θετικὸς ἄνθρωπος», « γερὸ μυαλό». β') Ὅλα τοῦ ἔρχουνται βολικά, καὶ δὲν σκοτίζεται, δὲν στενοχωριέται γιὰ τίποτα. Δὲν ἔχει εὐθύνες καὶ ζαλοῦρες: Ἐδῶ κάτω, λέγει, εἶναι ἡ Κόλαση κι' ὁ Παράδεισος. Ἡ ζωὴ εἶναι γιὰ νὰ τὴν ἀπολαβαίνουνε οἱ ἔξυπνοι. Οἱ κοιμισμένοι κι' οἱ ἀφιονισμένοι ἂς πεθάνουνε».
Ἐξ ἄλλου, δὲν ὑπάρχει πιὸ εὔκολο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ νὰ κάνεις τὸν ἄπιστο! Πατᾶς ἕνα μονάχα κουμπί, κι' ὅλα σο[Υ ἔρχονται βολικά. Ὁ διάβολος εἶπε στὸν Χριστό: Πέσε, προσκύνησε μέ, καὶ θὰ γίνουνε οἱ πέτρες ψωμιά, «οἱ λίθοι ἄρτοι».
Λέγει λοιπὸν ὁ ἔξυπνος : «Νὰ κάθεσαι, ἄνθρωπος μὲ τετρακόσα μυαλά, νὰ χάνεις τὸν καιρό σου μὲ χαζομάρες, σὰν τὶς γρηές, μὲ θεούς, μὲ κόλαση καὶ μὲ παράδεισο, μὲ καντήλια, μὲ θυμιατά, μὲ δισκοπότηρα, μὲ παπάδες καὶ μὲ καλόγρηες! Καὶ σὲ ποιὰ ἐποχή; Στὴν ἐποχή μας, ποῦ ἡ ἐπιστήμη στέλνει ἀνθρώπους στοὺς πλανῆτες! Ἀκοῦς, φίλε μου, βλακεία ποῦ ἔχει αὐτὸς ὁ κόσμος;».
Αὐτὰ λένε γιὰ τοὺς πιστοὺς οἱ ἔξυπνοι καὶ οἱ τιμημένοι τούτου τοῦ κόσμου, καὶ τοὺς χειροκροτοῦνε οἱ πολλοί, ποὺ τοὺς ἔχουνε γιὰ φρόνιμους σὲ ὅλα, ἐπειδὴ δὲν κυνηγᾶνε ἴσκιους, ἀλλὰ ἔχουνε μυαλὸ γερό, καὶ ἐπιτυχαίνουνε σὲ ὅτι καταπιαστοῦνε.
Ναί! Ἐπιτυχαίνουνε, γιατί, μ' ἕναν λόγο, ἡ ἀπιστία εἶναι «ἡ πλατεῖα πύλη καὶ εὐρύχωρος ὁδός», ποὺ δὲν πιστεύουνε πὼς εἶναι «ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν», ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἀλλὰ «εἰς τὴν ἐπὶ γῆς εὐδαιμονίαν». Ἐνῷ ἡ πίστη εἶναι «ἡ στενὴ πύλη καὶ τεθλιμμένη ὁδός», ποὺ δὲν πιστεύουνε πὼς εἶναι «ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν», ἀλλὰ «εἰς τὴν ἐπὶ γῆς δυστυχίαν καὶ περιφρόνησιν». «Πολλοὶ εἰσὶν οἱ εἰσερχόμενοι διὰ τῆς πλατείας πύλης» κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, «καὶ ὀλίγοι εἰσιν οἱ εὑρίσκοντες τὴν στενὴν πύλην». Ἀλλὰ καὶ θαῦμα νὰ δεῖ ἕνας ἄπιστος, ἡ ὑπερηφάνεια δὲν τὸν ἀφήνει νὰ πιστέψει, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ εὐκολόπιστος καὶ καταφρονεθεῖ.
Μά, ὅπως καὶ νὰ εἶναι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ «τὴν τ' ἀσθενῆ θεραπεύουσαν καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσαν», θὰ βγάλουνε σὲ καλὸ τέλος τὸ βλογημένο αὐτὸ ἔργο, καὶ θὰ θριαμβέψει ἡ ἀκατάλυτη πίστη μας, καὶ θὰ ἀκουστεῖ ὡς τὰ πέρατα τοῦ ἄπιστου κόσμου ἡ βροντερὴ φωνή: «Τὶς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἠμῶν; Σὺ εἰ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος!».
Ἐκ τοῦ περιοδικοῦ: «Ὀρθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία»
Ἐκδόσεις: «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»
ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
(Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού https://imkifissias.gr/ )
Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού
Συντονιστής: Συντονιστές
- Αναστάσιος
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 1909
- Εγγραφή: Δευ Δεκ 24, 2018 4:18 pm
- Τοποθεσία: Νέα Μάκρη, Ηλιούπολη (για όσο θα σπουδάζω)
Re: Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού
«Εγώ ειμί το φως του κόσμου ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ΄ έξει το φως της ζωής...»
- Αναστάσιος
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 1909
- Εγγραφή: Δευ Δεκ 24, 2018 4:18 pm
- Τοποθεσία: Νέα Μάκρη, Ηλιούπολη (για όσο θα σπουδάζω)
Re: Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού
ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ, ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΟΣ.
ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟΣ
Περὶ ἀγάπης, ἐλπίδος καὶ πίστεως
Ὁσίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος
(Διὰ τὸν σύνδεσμον τῆς ἐναρέτου τριάδος τῶν ἀρετῶν, τῆς ἀγάπης, τῆς ἐλπίδος καὶ τῆς πίστεως)
1.Νυνὶ δὲ λοιπόν - ὕστερα ἀπὸ ὅλα τὰ προηγούμενα - μένει τὰ τρία ταῦτα – τὰ ὁποῖα σφίγγουν καὶ διατηροῦν τὸν σύνδεσμο ὅλων – πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη∙ μείζων δὲ πάντων ἡ ἀγάπη» (πρβλ. Α΄ Κορ. ιγ΄ 13), διότι καὶ ὁ Θεὸς ἀγάπη ὀνομάζεται (πρβλ. Α΄ Ἰωάν. δ΄ 16). Ἐγὼ ὅμως τὴν μία τὴν βλέπω σὰν ἀκτῖνα, τὴν ἄλλη σὰν φῶς καὶ τὴν Τρίτη σὰν ἡλιακὸ δίσκο, καὶ ὅλες μαζὶ σὰν ἕνα φωτεινὸ ἀπαύγασμα καὶ μία καὶ τὴν αὐτὴν λαμπρότητα. Ἡ μία, ἡ πίστις, δύναται νὰ ἐπιτελέση τὰ πάντα. Ἡ ἄλλη, ἡ ἐλπίς, περικυκλώνει μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν καταισχύνει τὸν ἐλπίζοντα. Καὶ ἡ Τρίτη, ἡ ἀγάπη, δὲν πέφτει ποτὲ ἀπὸ τὸ ὕψος της οὔτε σταματᾶ ἀπὸ τὸ τρέξιμό της οὔτε ἐπιτρέπει σ΄ αὐτὸν ποὺ ἐπλήγωσε μὲ τὰ βέλη της νὰ ἠρεμήση ἀπὸ τὴν «μακαρίαν μανίαν» ποὺ τοῦ ἐπροξένησε.
2. Αὐτός ποὺ θέλει νὰ ὁμιλῆ γιὰ τὴν ἀγάπη εἶναι σὰν νὰ ἐπιχειρῆ νὰ ὁμιλῆ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεόν. Ἡ ἀνάπτυξις ὅμως ὁμιλίας περὶ Θεοῦ εἶναι πρᾶγμα ἐπισφαλὲς καὶ ἐπικίνδυνο σὲ ὅσους δὲν προσέχουν. Γιὰ τὴν ἀγάπη γνωρίζουν νὰ ὁμιλοῦν οἱ Ἄγγελοι, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς θείας ἐλλάμψεώς τους. Ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, καὶ ὅποιος προσπαθεῖ νὰ δώση ὁρισμὸ τοῦ Θεοῦ ὁμοιάζει μὲ τυφλὸ ποὺ μετρᾶ στὴν ἄβυσσο τοὺς κόκκους τῆς ἄμμου.
3. Ἡ ἀγάπη, ὡς πρὸς τὴν ποιότητά της εἶναι ὁμοίωσις μὲ τὸν Θεόν, ὅσο βέβαια εἶναι δυνατὸν στοὺς ἀνθρώπους. Ὡς πρὸς τὴν ἐνέργειά της, μέθη τῆς ψυχῆς. Ὡς πρὸς δὲ τὶς ἰδιότητές της, πηγὴ πίστεως, ἄβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.
4. Ἡ ἀγάπη κυρίως εἶναι ἡ ἀπόρριψις κάθε ἐχθρικῆς καὶ ἀντιθέτου σκέψεως, ἔφ΄ ὅσον «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τὸ κακόν» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ υἱοθεσία μόνο στὴν ὀνομασία διαφέρουν. Ὅπως ταυτίζεται ἡ ἐνέργεια στὸ φῶς, στὴν φωτιὰ καὶ στὴν φλόγα, ἔτσι νὰ σκέπτεσαι ὅτι συμβαίνει καὶ σ΄ αὐτές. Ὅσο ποσὸν ἀγάπης λείπει, τόσο ποσὸν φόβου ὑπάρχει. Διότι ὅποιος δὲν ἔχει φόβο ἢ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀγάπη ἢ εἶναι νεκρωμένος ψυχικά.
5. Δέν εἶναι ἀπρεπὲς ἐὰν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα χρησιμοποιήσωμε παραδείγματα γιὰ τὸν πόθο καὶ τὸν φόβο καὶ τὴν ἐπιμέλεια καὶ τὸν ζῆλο καὶ τὴν δουλεία καὶ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τέτοιο πόθο πρὸς τὸν Θεόν, ὡσὰν αὐτὸν ποὺ ἔχει ὁ μανιώδης ἐραστὴς πρὸς τὴν ἐρωμένη του.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἐφοβήθηκε τὸν Κύριον, ὅσο οἱ ὑπόδικοι τὸν δικαστή.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἔδειξε τόση ἐπιμέλεια καὶ φροντίδα στὰ πνευματικά, ὅσο οἱ εὐγνώμονες δοῦλοι στὸν κύριό τους.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἔδειξε τόση ζηλοτυπία γιὰ τὶς ἀρετές, ὅση οἱ σύζυγοι ποὺ προσέχουν ζηλότυπα τὶς γυναῖκες τους.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἵσταται ἐμπρὸς στὸν Κύριον ὅπως οἱ ὑπηρέτες ἐμπρὸς στὸν βασιλέα.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ προσπαθεῖ συνεχῶς νὰ περιποιῆται καὶ νὰ ἀναπαύη τὸν Κύριον ὅπως ἔτυχε νὰ περιποιηθῆ καὶ νὰ ἀναπαύση (σεβαστούς) ἀνθρώπους.
Δὲν προσκολλᾶται τόσο πολὺ ἡ μητέρα στὸ βρέφος ποὺ θηλάζει, ὅσο ὁ υἱὸς τῆς ἀγάπης στὸν Κύριον.
6. Ο πραγματικὸς ἐραστὴς φέρνει πάντοτε στὸν νοῦ του τὸ πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου του καὶ τὸ ἐναγκαλίζεται μυστικὰ μὲ ἡδονή. Αὐτὸς ποτέ, οὔτε καὶ στὸν ὕπνο του δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάση, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ βλέπει τὸ ποθητὸ πρόσωπο καὶ συνομιλεῖ μαζί του. Ἔτσι συμβαίνει στὸν σωματικὸ ἔρωτα. Ἔτσι συμβαίνει καὶ σ΄ αὐτοὺς ποὺ ἂν καὶ ἔχουν σῶμα εἶναι ἀσώματοι (καὶ ἀσκοῦν τὸν πνευματικὸ ἔρωτα).
7. Κάποιος ποὺ ἐκτυπήθηκε ἀπὸ αὐτὸ τὸ βέλος ἔλεγε γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ - πρᾶγμα ποὺ μὲ κάνει νὰ θαυμάζω - : «Ἐγὼ καθεύδω» ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς φύσεως, «ἡ δὲ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ ἔρωτος (πρβλ. Ἆσμα ε΄ 2).
8. Πρέπει νὰ σημειώσης καὶ τοῦτο, ὦ ἀφωσιωμένε φίλε, ὅτι ἀφοῦ ἡ ψυχὴ σὰν ἄλλη ἔλαφος ἐξοντώση τὰ δηλητηριώδη ἑρπετὰ τῶν παθῶν, τότε «ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει πρὸς Κύριον» (πρβλ. Ψαλμ. πγ΄3), διότι πληγώνεται σὰν μὲ δηλητήριο ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης.
9. Εκείνο ποὺ προξενεῖ ἡ πεῖνα εἶναι κάτι ποὺ δὲν φαίνεται καὶ δὲν ἐκδηλώνεται. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ προξενεῖ ἡ δίψα εἶναι κάτι τὸ ἔντονο καὶ φανερὸ ποὺ κάνει ἔκδηλο σὲ ὅλους τὸν ἐσωτερικὸ φλογισμό. Γί΄αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐπόθει τὸν Θεὸν ἔλεγε: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. μα΄ 3).
10. Εάν τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαποῦμε γνήσια, μᾶς μεταβάλλη ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὴν παρουσία του καὶ μᾶς κάνη φαιδροὺς καὶ χαρωποὺς καὶ χωρὶς λύπη, τί δὲν θὰ προξενῆ ἄραγε τὸ πρόσωπο τοῦ Δεσπότου, ὅταν ἐπισκέπτεται μυστικὰ τὴν καθαρὴ ψυχή;
11. Ὁ φόβος, ὅταν εἰσχωρήση πραγματικὰ σὲ μία ψυχή, λυώνει καὶ κατατρώγει τὰ ρυπαρὰ πάθη τῆς σαρκός. «Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τάς σάρκας μου», λέγει σχετικὰ ὁ Ψαλμωδός (Ψαλμ. ριη΄ 120). Ἐνῷ ἡ ὁσία ἀγάπη, ἄλλους συνηθίζει νὰ τοὺς κατατρώγη, ὅπως εἶπε ὁ σοφός: «Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἐκαρδίωσας»∙ δηλαδή «μᾶς ἐπλήγωσες στὴν καρδιά» (Ἆσμα δ΄ 9). Ἄλλους τοὺς κάνει ὡρισμένες φορὲς νὰ ἀγάλλωνται καὶ νὰ λάμπουν ἀπὸ χαρά, ὅπως πάλι ἀναφέρεται στὴν Γραφή: «Ἐπ΄ αὐτῶ ἤλπισεν ἡ καρδία μου καὶ ἐβοηθήθην καὶ ἀνέθαλεν ἡ σάρξ μου» (Ψαλμ. κζ΄7). Καί, «Καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει» (Παρμ. ιε΄ 13).
Ὅταν λοιπὸν ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος συγχωνευθῆ κάπως μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε καὶ ἐξωτερικὰ στὸ σῶμα του σὰν σὲ καθρέπτη δείχνει τὴν ἐσωτερικὴ λαμπρότητα τῆς ψυχῆς. Κάτ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐδοξάσθη καὶ ἐκεῖνος ὁ θεόπτης, ὁ Μωϋσῆς. Ὅσοι κατέκτησαν τὴν ἰσάγγελη αὐτὴ βαθμίδα, ξεχνοῦν πολλὲς φορὲς τὴν σωματικὴ τροφή. Καὶ νομίζω ὅτι δὲν τὴν ἐπιθυμοῦν καὶ τόσο συχνά, πρᾶγμα ὄχι ἀπίστευτο, ἀφοῦ συμβαίνει καὶ ὁ μὴ κατὰ Θεὸν πόθος νὰ κόβη πολλὲς φορὲς τὴν ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ.
Αὐτῶν ποὺ ἔφθασαν πλέον σὲ τέτοια ἀφθαρσία νομίζω ὅτι καὶ τὸ σῶμα τους δὲν θὰ ἀσθενῆ τόσο εὔκολα. Διότι κατὰ κάποιον τρόπο ἐξαγνίσθηκε πλέον καὶ ἀφθαρτοποιήθηκε. Ἡ φλόγα δηλαδὴ τῆς ἁγνότητος ἔσβησε τὴν φλόγα τῶν σαρκικῶν παθῶν καὶ ἀσθενειῶν. Νομίζω ἀκόμη ὅτι καὶ τὸ φαγητὸ ποὺ τρώγουν δὲν τοὺς προξενεῖ καμμία εὐχαρίστησι. Διότι ὅπως οἱ ὑπόγειες φλέβες τοῦ νεροῦ ποτίζουν μυστικὰ τὶς ρίζες τῶν φυτῶν, ἔτσι καὶ τὶς ψυχὲς αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τὶς τρέφει μυστικὰ τὸ οὐράνιο πῦρ.
12. Η αὔξησις τοῦ φόβου εἶναι ἀρχὴ τῆς ἀγάπης. Καὶ τὸ τέλος τῆς ἁγνείας εἶναι προϋπόθεσις τῆς θεολογίας. Ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε τελείως τὶς αἰσθήσεις του μὲ τὸν Θεόν, μυσταγωγεῖται στὴν θεολογία ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεόν. Ἐὰν ὅμως οἱ αἰσθήσεις δὲν ἔχουν ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεόν, εἶναι δύσκολο καὶ ἐπικίνδυνο νὰ θεολογῆ κανείς.
13. Ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, σὲ ἐκεῖνον ποὺ θὰ κατοικήση, θὰ χαρίση τελεία ἁγνότητα καὶ καθαρότητα, νεκρώνοντας τὸν θάνατο, (δηλαδὴ τὰ πάθη ποὺ νεκρώνουν τὴν ψυχή). Μετὰ ἀπὸ τὴν νέκρωσι αὐτή, ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ φωτίζεται καὶ γίνεται γνώστης τῆς θεολογίας. (Ὁ ἁγνὸς γνωρίζει τὸν Ἁγνόν), ἔφ΄ ὅσον «ὁ Λόγος Κυρίου, δηλαδὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἁγνός (ἐστί) διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος» (πρβλ. Ψαλμ. ια΄ 7, ιη΄ 10). Καὶ ὅποιος δὲν ἐγνώρισε κάτ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν Θεόν, ὁμιλεῖ περὶ Θεοῦ «στοχαστικῶς».
14. Η ἁγνεία ἀνέδειξε θεολόγο τὸν μαθητή, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἁγνεία του αὐτὴ ἀξιώθηκε νὰ κηρύξη καὶ νὰ στερεώση τὰ δόγματα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
15. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Κύριον, ἔχει προηγουμένως ἀγαπήσει τὸν ἀδελφό του. Τὸ δεύτερο ὁπωσδήποτε εἶναι ἀπόδειξις τοῦ πρώτου. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν πλησίον του, ποτὲ δὲν θὰ ἀνεχθῆ ἀνθρώπους ποὺ καταλαλοῦν. Θὰ φύγη δὲ μακρυὰ ἀπὸ αὐτοὺς σὰν ἀπὸ φωτιά. Ἐκεῖνος ποὺ λέγει ὅτι ἀγαπᾶ τὸν Κύριον καὶ συγχρόνως ὀργίζεται κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ τρέχει στὸν ὕπνο του!
16. Ἡ δύναμις τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἐλπίς, διότι μὲ αὐτὴν περιμένομε τὸν μισθὸ τῆς ἀγάπης. Ἡ ἐλπὶς εἶναι «ἀδήλου πλούτου πλοῦτος», (δηλαδὴ πλοῦτος ἐνὸς πλούτου ποὺ δὲν φαίνεται). Ἡ ἐλπὶς εἶναι ἀσφαλὴς ἀπόκτησις θησαυροῦ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόκτησί του. Αὐτὴ εἶναι ἀνάπαυσις καὶ ἀνακούφισις ἀπὸ τοὺς κόπους. Αὐτὴ εἶναι ἡ θύρα τῆς ἀγάπης. Αὐτὴ φονεύει τὴν ἀπόγνωσι. Αὐτὴ εἰκονίζει ἐμπρός μας τὰ πράγματα ποὺ εὑρίσκονται μακρυά. Ἔλλειψις τῆς ἐλπίδος σημαίνει ἀφανισμὸς τῆς ἀγάπης. Σ΄ αὐτὴν εἶναι δεμένοι οἱ πόνοι, σ΄ αὐτὴν εἶναι κρεμασμένοι οἱ κόποι, αὐτὴν περικυκλώνει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
17. Ὁ εὔελπις μοναχὸς εἶναι σφάκτης τῆς ἀκηδίας, τὴν ὁποία κατανικᾶ μὲ τὴν μάχαιρα τῆς ἐλπίδος. Ἡ ἐλπὶς γεννᾶται ἀπὸ τὴν γεῦσι καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν δώρων τοῦ Κυρίου. Διότι αὐτὸς ποὺ δὲν τὰ ἐγεύθηκε, ἔχει δισταγμούς. Τὴν ἐλπίδα τὴν ἐξαφανίζει ὁ θυμός, διότι ὅπως λέγει ἡ Γραφή, «ἡ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει» (Ρωμ. ε΄ 5), ἐνῷ «ἀνὴρ θυμώδης οὐκ εὐσχήμων» (Παρμ. ια΄ 25).
18. Ἡ ἀγάπη χορηγεῖ τὴν χάρι τῆς προφητείας, ἡ ἀγάπη παρέχει τὴν δύναμι τῆς θαυματουργίας, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἄβυσσος τῆς θείας ἐλλάμψεως, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ θεϊκοῦ πυρὸς – ὅσο περισσότερο πῦρ ἀναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει ἐκεῖνον ποὺ διψᾶ. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ στάσις καὶ ἡ ἑδραίωσις τῶν Ἀγγέλων, ἡ πρόοδος εἰς τοὺς αἰῶνες ὅλων τῶν ἐκλεκτῶν του Θεοῦ.
«Ἀνάγγειλέ μας, ὦ σὺ ἡ ὡραία ἀνάμεσα στὶς ἀρετές, ποῦ βόσκεις τὰ πρόβατά σου; Ποῦ κατασκηνώνεις τὸ μεσημέρι;» (πρβλ. Ἆσμα α΄ 7). «Φώτισον ἡμᾶς, πότισον ἡμᾶς, ὁδήγησον ἡμᾶς, χειραγώγησον ἡμᾶς». Ἐπιθυμοῦμε πιὰ νὰ ἀνεβοῦμε κοντά σου. Διότι ἐσὺ κυριαρχεῖς σὲ ὅλα. Τώρα μοῦ ἐπλήγωσες τὴν καρδία καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἀνθέξω στὴν φλόγα σου. Γί΄αὐτὸ θὰ σὲ ὑμνήσω καὶ θὰ προχωρήσω: Ἐσὺ κυριαρχεῖς ἐπάνω στὴν δύναμι τῆς θαλάσσης, ἐσὺ καταπραΰνεις καὶ νεκρώνεις τὴν ταραχὴ τῶν κυμάτων της. Ἐσὺ ταπεινώνεις καὶ καταρρίπτεις ὡς τραυματία τὸν ὑπερήφανο λογισμό. Μὲ τὸν ἰσχυρό σου βραχίονα διασκορπίζεις τοὺς ἐχθροὺς σου (πρβλ. Ψάλμ. πη΄ 10-11) καὶ ἀναδεικνύεις ἀνικήτους τούς ἰδικούς σου ἐραστᾶς.
Καὶ βιάζομαι νὰ μάθω πὼς σὲ εἶδε ὁ Ἰακὼβ ἐπάνω στὴν κορυφὴ τῆς κλίμακος. Ἐρωτῶ νὰ μάθω γί΄αὐτὴν τὴν ἀνάβασι. Πές μου, πὼς ἦταν ὁ τρόπος καὶ ἡ σύνθεσις στὴν διάταξι τῶν βαθμίδων; Τῶν βαθμίδων τῆς ἀναβάσεως ἐκείνης, τὴν ὁποία ἔβαλε στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδία του νὰ ἐπιχειρήση ὁ ἐραστής σου; (πρβλ. Ψάλμ. πγ΄ 6). Διψῶ ἀκόμη νὰ μάθω, ποιὸς ἦταν ὁ ἀριθμὸς τῶν βαθμίδων, καὶ πόσος χρόνος ἐχρειαζόταν γιὰ τὴν ἀνάβασι. Διότι τοὺς μὲν χειραγωγοὺς τῆς ἀναβάσεως, (τοὺς Ἀγγέλους δηλαδή), τοὺς ἀνήγγειλε αὐτὸς ποὺ σὲ εἶδε καὶ ἐπάλαιψε μαζὶ σού, ἀλλὰ γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν θέλησε ἢ μᾶλλον δὲν κατώρθωσε νὰ μᾶς διαφωτίση».
Ἐκείνη δὲ -ἂν καὶ θεωρῶ καλύτερο νὰ εἰπῶ Ἐκεῖνος- ἡ βασίλισσα, σὰν νὰ ἔσκυψε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἔλεγε στὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς μου:
«Ἐάν, ὦ ἐραστά, δὲν λυθῆς ἀπὸ τὴν παχύτητα τοῦ σώματος, δὲν θὰ μπορέσης νὰ γνωρίσης τὸ κάλλος τοῦ προσώπου μου. Ἡ κλῖμαξ ἄς σὲ διδάσκη τὴν πνευματικὴ σύνθεσι τῶν ἐπὶ μέρους ἀρετῶν. Στὴν κορυφὴ δὲ αὐτῆς τῆς κλίμακος εἶμαι στηριγμένη ἐγώ, καθὼς τὸ εἶπε ὁ μεγάλος μύστης μου, (ὁ Ἀπόστολος Παῦλος): «Νυνὶ δὲ μένει τὰ τρία ταῦτα∙ πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη∙ μείζων δὲ πάντων ἡ ἀγάπη»
(Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού https://imkifissias.gr/index.php/epikai ... ai-elpidos)
ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟΣ
Περὶ ἀγάπης, ἐλπίδος καὶ πίστεως
Ὁσίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος
(Διὰ τὸν σύνδεσμον τῆς ἐναρέτου τριάδος τῶν ἀρετῶν, τῆς ἀγάπης, τῆς ἐλπίδος καὶ τῆς πίστεως)
1.Νυνὶ δὲ λοιπόν - ὕστερα ἀπὸ ὅλα τὰ προηγούμενα - μένει τὰ τρία ταῦτα – τὰ ὁποῖα σφίγγουν καὶ διατηροῦν τὸν σύνδεσμο ὅλων – πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη∙ μείζων δὲ πάντων ἡ ἀγάπη» (πρβλ. Α΄ Κορ. ιγ΄ 13), διότι καὶ ὁ Θεὸς ἀγάπη ὀνομάζεται (πρβλ. Α΄ Ἰωάν. δ΄ 16). Ἐγὼ ὅμως τὴν μία τὴν βλέπω σὰν ἀκτῖνα, τὴν ἄλλη σὰν φῶς καὶ τὴν Τρίτη σὰν ἡλιακὸ δίσκο, καὶ ὅλες μαζὶ σὰν ἕνα φωτεινὸ ἀπαύγασμα καὶ μία καὶ τὴν αὐτὴν λαμπρότητα. Ἡ μία, ἡ πίστις, δύναται νὰ ἐπιτελέση τὰ πάντα. Ἡ ἄλλη, ἡ ἐλπίς, περικυκλώνει μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν καταισχύνει τὸν ἐλπίζοντα. Καὶ ἡ Τρίτη, ἡ ἀγάπη, δὲν πέφτει ποτὲ ἀπὸ τὸ ὕψος της οὔτε σταματᾶ ἀπὸ τὸ τρέξιμό της οὔτε ἐπιτρέπει σ΄ αὐτὸν ποὺ ἐπλήγωσε μὲ τὰ βέλη της νὰ ἠρεμήση ἀπὸ τὴν «μακαρίαν μανίαν» ποὺ τοῦ ἐπροξένησε.
2. Αὐτός ποὺ θέλει νὰ ὁμιλῆ γιὰ τὴν ἀγάπη εἶναι σὰν νὰ ἐπιχειρῆ νὰ ὁμιλῆ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεόν. Ἡ ἀνάπτυξις ὅμως ὁμιλίας περὶ Θεοῦ εἶναι πρᾶγμα ἐπισφαλὲς καὶ ἐπικίνδυνο σὲ ὅσους δὲν προσέχουν. Γιὰ τὴν ἀγάπη γνωρίζουν νὰ ὁμιλοῦν οἱ Ἄγγελοι, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς θείας ἐλλάμψεώς τους. Ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, καὶ ὅποιος προσπαθεῖ νὰ δώση ὁρισμὸ τοῦ Θεοῦ ὁμοιάζει μὲ τυφλὸ ποὺ μετρᾶ στὴν ἄβυσσο τοὺς κόκκους τῆς ἄμμου.
3. Ἡ ἀγάπη, ὡς πρὸς τὴν ποιότητά της εἶναι ὁμοίωσις μὲ τὸν Θεόν, ὅσο βέβαια εἶναι δυνατὸν στοὺς ἀνθρώπους. Ὡς πρὸς τὴν ἐνέργειά της, μέθη τῆς ψυχῆς. Ὡς πρὸς δὲ τὶς ἰδιότητές της, πηγὴ πίστεως, ἄβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.
4. Ἡ ἀγάπη κυρίως εἶναι ἡ ἀπόρριψις κάθε ἐχθρικῆς καὶ ἀντιθέτου σκέψεως, ἔφ΄ ὅσον «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τὸ κακόν» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ υἱοθεσία μόνο στὴν ὀνομασία διαφέρουν. Ὅπως ταυτίζεται ἡ ἐνέργεια στὸ φῶς, στὴν φωτιὰ καὶ στὴν φλόγα, ἔτσι νὰ σκέπτεσαι ὅτι συμβαίνει καὶ σ΄ αὐτές. Ὅσο ποσὸν ἀγάπης λείπει, τόσο ποσὸν φόβου ὑπάρχει. Διότι ὅποιος δὲν ἔχει φόβο ἢ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀγάπη ἢ εἶναι νεκρωμένος ψυχικά.
5. Δέν εἶναι ἀπρεπὲς ἐὰν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα χρησιμοποιήσωμε παραδείγματα γιὰ τὸν πόθο καὶ τὸν φόβο καὶ τὴν ἐπιμέλεια καὶ τὸν ζῆλο καὶ τὴν δουλεία καὶ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τέτοιο πόθο πρὸς τὸν Θεόν, ὡσὰν αὐτὸν ποὺ ἔχει ὁ μανιώδης ἐραστὴς πρὸς τὴν ἐρωμένη του.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἐφοβήθηκε τὸν Κύριον, ὅσο οἱ ὑπόδικοι τὸν δικαστή.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἔδειξε τόση ἐπιμέλεια καὶ φροντίδα στὰ πνευματικά, ὅσο οἱ εὐγνώμονες δοῦλοι στὸν κύριό τους.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἔδειξε τόση ζηλοτυπία γιὰ τὶς ἀρετές, ὅση οἱ σύζυγοι ποὺ προσέχουν ζηλότυπα τὶς γυναῖκες τους.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἵσταται ἐμπρὸς στὸν Κύριον ὅπως οἱ ὑπηρέτες ἐμπρὸς στὸν βασιλέα.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ προσπαθεῖ συνεχῶς νὰ περιποιῆται καὶ νὰ ἀναπαύη τὸν Κύριον ὅπως ἔτυχε νὰ περιποιηθῆ καὶ νὰ ἀναπαύση (σεβαστούς) ἀνθρώπους.
Δὲν προσκολλᾶται τόσο πολὺ ἡ μητέρα στὸ βρέφος ποὺ θηλάζει, ὅσο ὁ υἱὸς τῆς ἀγάπης στὸν Κύριον.
6. Ο πραγματικὸς ἐραστὴς φέρνει πάντοτε στὸν νοῦ του τὸ πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου του καὶ τὸ ἐναγκαλίζεται μυστικὰ μὲ ἡδονή. Αὐτὸς ποτέ, οὔτε καὶ στὸν ὕπνο του δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάση, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ βλέπει τὸ ποθητὸ πρόσωπο καὶ συνομιλεῖ μαζί του. Ἔτσι συμβαίνει στὸν σωματικὸ ἔρωτα. Ἔτσι συμβαίνει καὶ σ΄ αὐτοὺς ποὺ ἂν καὶ ἔχουν σῶμα εἶναι ἀσώματοι (καὶ ἀσκοῦν τὸν πνευματικὸ ἔρωτα).
7. Κάποιος ποὺ ἐκτυπήθηκε ἀπὸ αὐτὸ τὸ βέλος ἔλεγε γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ - πρᾶγμα ποὺ μὲ κάνει νὰ θαυμάζω - : «Ἐγὼ καθεύδω» ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς φύσεως, «ἡ δὲ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ ἔρωτος (πρβλ. Ἆσμα ε΄ 2).
8. Πρέπει νὰ σημειώσης καὶ τοῦτο, ὦ ἀφωσιωμένε φίλε, ὅτι ἀφοῦ ἡ ψυχὴ σὰν ἄλλη ἔλαφος ἐξοντώση τὰ δηλητηριώδη ἑρπετὰ τῶν παθῶν, τότε «ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει πρὸς Κύριον» (πρβλ. Ψαλμ. πγ΄3), διότι πληγώνεται σὰν μὲ δηλητήριο ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης.
9. Εκείνο ποὺ προξενεῖ ἡ πεῖνα εἶναι κάτι ποὺ δὲν φαίνεται καὶ δὲν ἐκδηλώνεται. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ προξενεῖ ἡ δίψα εἶναι κάτι τὸ ἔντονο καὶ φανερὸ ποὺ κάνει ἔκδηλο σὲ ὅλους τὸν ἐσωτερικὸ φλογισμό. Γί΄αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐπόθει τὸν Θεὸν ἔλεγε: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. μα΄ 3).
10. Εάν τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαποῦμε γνήσια, μᾶς μεταβάλλη ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὴν παρουσία του καὶ μᾶς κάνη φαιδροὺς καὶ χαρωποὺς καὶ χωρὶς λύπη, τί δὲν θὰ προξενῆ ἄραγε τὸ πρόσωπο τοῦ Δεσπότου, ὅταν ἐπισκέπτεται μυστικὰ τὴν καθαρὴ ψυχή;
11. Ὁ φόβος, ὅταν εἰσχωρήση πραγματικὰ σὲ μία ψυχή, λυώνει καὶ κατατρώγει τὰ ρυπαρὰ πάθη τῆς σαρκός. «Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τάς σάρκας μου», λέγει σχετικὰ ὁ Ψαλμωδός (Ψαλμ. ριη΄ 120). Ἐνῷ ἡ ὁσία ἀγάπη, ἄλλους συνηθίζει νὰ τοὺς κατατρώγη, ὅπως εἶπε ὁ σοφός: «Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἐκαρδίωσας»∙ δηλαδή «μᾶς ἐπλήγωσες στὴν καρδιά» (Ἆσμα δ΄ 9). Ἄλλους τοὺς κάνει ὡρισμένες φορὲς νὰ ἀγάλλωνται καὶ νὰ λάμπουν ἀπὸ χαρά, ὅπως πάλι ἀναφέρεται στὴν Γραφή: «Ἐπ΄ αὐτῶ ἤλπισεν ἡ καρδία μου καὶ ἐβοηθήθην καὶ ἀνέθαλεν ἡ σάρξ μου» (Ψαλμ. κζ΄7). Καί, «Καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει» (Παρμ. ιε΄ 13).
Ὅταν λοιπὸν ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος συγχωνευθῆ κάπως μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε καὶ ἐξωτερικὰ στὸ σῶμα του σὰν σὲ καθρέπτη δείχνει τὴν ἐσωτερικὴ λαμπρότητα τῆς ψυχῆς. Κάτ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐδοξάσθη καὶ ἐκεῖνος ὁ θεόπτης, ὁ Μωϋσῆς. Ὅσοι κατέκτησαν τὴν ἰσάγγελη αὐτὴ βαθμίδα, ξεχνοῦν πολλὲς φορὲς τὴν σωματικὴ τροφή. Καὶ νομίζω ὅτι δὲν τὴν ἐπιθυμοῦν καὶ τόσο συχνά, πρᾶγμα ὄχι ἀπίστευτο, ἀφοῦ συμβαίνει καὶ ὁ μὴ κατὰ Θεὸν πόθος νὰ κόβη πολλὲς φορὲς τὴν ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ.
Αὐτῶν ποὺ ἔφθασαν πλέον σὲ τέτοια ἀφθαρσία νομίζω ὅτι καὶ τὸ σῶμα τους δὲν θὰ ἀσθενῆ τόσο εὔκολα. Διότι κατὰ κάποιον τρόπο ἐξαγνίσθηκε πλέον καὶ ἀφθαρτοποιήθηκε. Ἡ φλόγα δηλαδὴ τῆς ἁγνότητος ἔσβησε τὴν φλόγα τῶν σαρκικῶν παθῶν καὶ ἀσθενειῶν. Νομίζω ἀκόμη ὅτι καὶ τὸ φαγητὸ ποὺ τρώγουν δὲν τοὺς προξενεῖ καμμία εὐχαρίστησι. Διότι ὅπως οἱ ὑπόγειες φλέβες τοῦ νεροῦ ποτίζουν μυστικὰ τὶς ρίζες τῶν φυτῶν, ἔτσι καὶ τὶς ψυχὲς αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τὶς τρέφει μυστικὰ τὸ οὐράνιο πῦρ.
12. Η αὔξησις τοῦ φόβου εἶναι ἀρχὴ τῆς ἀγάπης. Καὶ τὸ τέλος τῆς ἁγνείας εἶναι προϋπόθεσις τῆς θεολογίας. Ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε τελείως τὶς αἰσθήσεις του μὲ τὸν Θεόν, μυσταγωγεῖται στὴν θεολογία ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεόν. Ἐὰν ὅμως οἱ αἰσθήσεις δὲν ἔχουν ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεόν, εἶναι δύσκολο καὶ ἐπικίνδυνο νὰ θεολογῆ κανείς.
13. Ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, σὲ ἐκεῖνον ποὺ θὰ κατοικήση, θὰ χαρίση τελεία ἁγνότητα καὶ καθαρότητα, νεκρώνοντας τὸν θάνατο, (δηλαδὴ τὰ πάθη ποὺ νεκρώνουν τὴν ψυχή). Μετὰ ἀπὸ τὴν νέκρωσι αὐτή, ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ φωτίζεται καὶ γίνεται γνώστης τῆς θεολογίας. (Ὁ ἁγνὸς γνωρίζει τὸν Ἁγνόν), ἔφ΄ ὅσον «ὁ Λόγος Κυρίου, δηλαδὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἁγνός (ἐστί) διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος» (πρβλ. Ψαλμ. ια΄ 7, ιη΄ 10). Καὶ ὅποιος δὲν ἐγνώρισε κάτ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν Θεόν, ὁμιλεῖ περὶ Θεοῦ «στοχαστικῶς».
14. Η ἁγνεία ἀνέδειξε θεολόγο τὸν μαθητή, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἁγνεία του αὐτὴ ἀξιώθηκε νὰ κηρύξη καὶ νὰ στερεώση τὰ δόγματα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
15. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Κύριον, ἔχει προηγουμένως ἀγαπήσει τὸν ἀδελφό του. Τὸ δεύτερο ὁπωσδήποτε εἶναι ἀπόδειξις τοῦ πρώτου. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν πλησίον του, ποτὲ δὲν θὰ ἀνεχθῆ ἀνθρώπους ποὺ καταλαλοῦν. Θὰ φύγη δὲ μακρυὰ ἀπὸ αὐτοὺς σὰν ἀπὸ φωτιά. Ἐκεῖνος ποὺ λέγει ὅτι ἀγαπᾶ τὸν Κύριον καὶ συγχρόνως ὀργίζεται κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ τρέχει στὸν ὕπνο του!
16. Ἡ δύναμις τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἐλπίς, διότι μὲ αὐτὴν περιμένομε τὸν μισθὸ τῆς ἀγάπης. Ἡ ἐλπὶς εἶναι «ἀδήλου πλούτου πλοῦτος», (δηλαδὴ πλοῦτος ἐνὸς πλούτου ποὺ δὲν φαίνεται). Ἡ ἐλπὶς εἶναι ἀσφαλὴς ἀπόκτησις θησαυροῦ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόκτησί του. Αὐτὴ εἶναι ἀνάπαυσις καὶ ἀνακούφισις ἀπὸ τοὺς κόπους. Αὐτὴ εἶναι ἡ θύρα τῆς ἀγάπης. Αὐτὴ φονεύει τὴν ἀπόγνωσι. Αὐτὴ εἰκονίζει ἐμπρός μας τὰ πράγματα ποὺ εὑρίσκονται μακρυά. Ἔλλειψις τῆς ἐλπίδος σημαίνει ἀφανισμὸς τῆς ἀγάπης. Σ΄ αὐτὴν εἶναι δεμένοι οἱ πόνοι, σ΄ αὐτὴν εἶναι κρεμασμένοι οἱ κόποι, αὐτὴν περικυκλώνει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
17. Ὁ εὔελπις μοναχὸς εἶναι σφάκτης τῆς ἀκηδίας, τὴν ὁποία κατανικᾶ μὲ τὴν μάχαιρα τῆς ἐλπίδος. Ἡ ἐλπὶς γεννᾶται ἀπὸ τὴν γεῦσι καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν δώρων τοῦ Κυρίου. Διότι αὐτὸς ποὺ δὲν τὰ ἐγεύθηκε, ἔχει δισταγμούς. Τὴν ἐλπίδα τὴν ἐξαφανίζει ὁ θυμός, διότι ὅπως λέγει ἡ Γραφή, «ἡ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει» (Ρωμ. ε΄ 5), ἐνῷ «ἀνὴρ θυμώδης οὐκ εὐσχήμων» (Παρμ. ια΄ 25).
18. Ἡ ἀγάπη χορηγεῖ τὴν χάρι τῆς προφητείας, ἡ ἀγάπη παρέχει τὴν δύναμι τῆς θαυματουργίας, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἄβυσσος τῆς θείας ἐλλάμψεως, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ θεϊκοῦ πυρὸς – ὅσο περισσότερο πῦρ ἀναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει ἐκεῖνον ποὺ διψᾶ. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ στάσις καὶ ἡ ἑδραίωσις τῶν Ἀγγέλων, ἡ πρόοδος εἰς τοὺς αἰῶνες ὅλων τῶν ἐκλεκτῶν του Θεοῦ.
«Ἀνάγγειλέ μας, ὦ σὺ ἡ ὡραία ἀνάμεσα στὶς ἀρετές, ποῦ βόσκεις τὰ πρόβατά σου; Ποῦ κατασκηνώνεις τὸ μεσημέρι;» (πρβλ. Ἆσμα α΄ 7). «Φώτισον ἡμᾶς, πότισον ἡμᾶς, ὁδήγησον ἡμᾶς, χειραγώγησον ἡμᾶς». Ἐπιθυμοῦμε πιὰ νὰ ἀνεβοῦμε κοντά σου. Διότι ἐσὺ κυριαρχεῖς σὲ ὅλα. Τώρα μοῦ ἐπλήγωσες τὴν καρδία καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἀνθέξω στὴν φλόγα σου. Γί΄αὐτὸ θὰ σὲ ὑμνήσω καὶ θὰ προχωρήσω: Ἐσὺ κυριαρχεῖς ἐπάνω στὴν δύναμι τῆς θαλάσσης, ἐσὺ καταπραΰνεις καὶ νεκρώνεις τὴν ταραχὴ τῶν κυμάτων της. Ἐσὺ ταπεινώνεις καὶ καταρρίπτεις ὡς τραυματία τὸν ὑπερήφανο λογισμό. Μὲ τὸν ἰσχυρό σου βραχίονα διασκορπίζεις τοὺς ἐχθροὺς σου (πρβλ. Ψάλμ. πη΄ 10-11) καὶ ἀναδεικνύεις ἀνικήτους τούς ἰδικούς σου ἐραστᾶς.
Καὶ βιάζομαι νὰ μάθω πὼς σὲ εἶδε ὁ Ἰακὼβ ἐπάνω στὴν κορυφὴ τῆς κλίμακος. Ἐρωτῶ νὰ μάθω γί΄αὐτὴν τὴν ἀνάβασι. Πές μου, πὼς ἦταν ὁ τρόπος καὶ ἡ σύνθεσις στὴν διάταξι τῶν βαθμίδων; Τῶν βαθμίδων τῆς ἀναβάσεως ἐκείνης, τὴν ὁποία ἔβαλε στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδία του νὰ ἐπιχειρήση ὁ ἐραστής σου; (πρβλ. Ψάλμ. πγ΄ 6). Διψῶ ἀκόμη νὰ μάθω, ποιὸς ἦταν ὁ ἀριθμὸς τῶν βαθμίδων, καὶ πόσος χρόνος ἐχρειαζόταν γιὰ τὴν ἀνάβασι. Διότι τοὺς μὲν χειραγωγοὺς τῆς ἀναβάσεως, (τοὺς Ἀγγέλους δηλαδή), τοὺς ἀνήγγειλε αὐτὸς ποὺ σὲ εἶδε καὶ ἐπάλαιψε μαζὶ σού, ἀλλὰ γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν θέλησε ἢ μᾶλλον δὲν κατώρθωσε νὰ μᾶς διαφωτίση».
Ἐκείνη δὲ -ἂν καὶ θεωρῶ καλύτερο νὰ εἰπῶ Ἐκεῖνος- ἡ βασίλισσα, σὰν νὰ ἔσκυψε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἔλεγε στὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς μου:
«Ἐάν, ὦ ἐραστά, δὲν λυθῆς ἀπὸ τὴν παχύτητα τοῦ σώματος, δὲν θὰ μπορέσης νὰ γνωρίσης τὸ κάλλος τοῦ προσώπου μου. Ἡ κλῖμαξ ἄς σὲ διδάσκη τὴν πνευματικὴ σύνθεσι τῶν ἐπὶ μέρους ἀρετῶν. Στὴν κορυφὴ δὲ αὐτῆς τῆς κλίμακος εἶμαι στηριγμένη ἐγώ, καθὼς τὸ εἶπε ὁ μεγάλος μύστης μου, (ὁ Ἀπόστολος Παῦλος): «Νυνὶ δὲ μένει τὰ τρία ταῦτα∙ πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη∙ μείζων δὲ πάντων ἡ ἀγάπη»
(Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού https://imkifissias.gr/index.php/epikai ... ai-elpidos)
«Εγώ ειμί το φως του κόσμου ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ΄ έξει το φως της ζωής...»
- Αναστάσιος
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 1909
- Εγγραφή: Δευ Δεκ 24, 2018 4:18 pm
- Τοποθεσία: Νέα Μάκρη, Ηλιούπολη (για όσο θα σπουδάζω)
Re: Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού
ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ.
Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου
Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου κατέχει ξεχωριστῆ θέση, στὸ λειτουργικὸ ἡμερολόγιο. Δὲν ἀνήκει στὶς σαράντα ἠμέρες τῆς μετάνοιας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς οὔτε καὶ στὶς ὀδυνηρὲς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, αὐτὲς ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Δευτέρα καὶ τελειώνουν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Μαζὶ μὲ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων συνθέτουν ἕνα σύντομο χαρούμενο πρελούδιο τῶν γεμάτων πόνο ἡμερῶν ποὺ ἀκολουθοῦν. Δυὸ σημαντικὰ περιστατικὰ συνδέονται μὲ τὴ Βηθανία: ἐκεῖ ἀνέστησε τὸν Λάζαρο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ξεκίνησε ὁ Ἰησοῦς τὴν πορεία καὶ ἄνοδό Του πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου εἶναι ἕνα γεγονὸς πού, ὅπως θὰ δοῦμε, ἔχει ἐξαιρετικὰ μεγάλη σημασία. Συνδέεται μυστηριωδῶς μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας καὶ παίζει, ὡς πρὸς αὐτή, τὸν ρόλο μιᾶς ἔμπρακτης προφητείας. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Λάζαρός μᾶς παρουσιάζεται στὸ κατῶφλι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἀναστημένος, ὡς προάγγελος τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ θανάτου, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, παραμονὲς τῶν Θεοφανείων, προανήγγειλε τὸν Ἐπιφανέντα Χριστό. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὸν πρωταρχικὸ αὐτὸ χαρακτῆρα της, ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἔχει καὶ κάποιες δευτερεύουσες πτυχὲς τὶς ὁποῖες εἶναι χρήσιμο νὰ ἐξετάσουμε:
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἀναγγέλλει τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἡ ὁποία ἔρχεται ὡς συνέπεια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου: «Λάζαρον τεθνεῶτα τετραήμερον ἀνέστησας ἐξ Ἅδου, Χριστέ, πρὸ τοῦ σοῦ θανάτου διασείσας τοῦ θανάτου τὸ κράτος καὶ δι’ ἑνὸς προσφιλοῦς τὴν πάντων ἀνθρώπων προμηνύων ἐκ φθορᾶς ἐλευθερίαν». Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου εἶναι, κατὰ κάποιο τρόπο, ἡ ἑορτὴ ὄλων τῶν νεκρῶν. Μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιβεβαιώσουμε καὶ νὰ συγκεκριμενοποιήσουμε τὴν πίστη μας στὴν Ἀνάσταση. Ὁ Κύριός μας, τονώνοντας τὸ ἠθικὸ τῆς Μάρθας, μᾶς δίνει σχετικὰ μὲ τοὺς κεκοιμημένους μας μιὰ πολύτιμη διδασκαλία. Εἶπε στὴ Μάρθα: «Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου». Ἡ Μάρθα ἀπάντησε: «Γνωρίζω ὅτι ὁ ἀδελφός μου θὰ ἀναστηθεῖ κατὰ τὴ γενικὴ ἀνάσταση τῆς ἐσχάτης ἡμέρας».
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνταπάντησε: «Ἐγὼ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή». Ἡ πίστη τῆς Μάρθας ἦταν ἀνεπαρκὴς σὲ δυὸ σημεῖα. Προέβαλε στὸ μέλλον, καὶ μόνο στὸ μέλλον, τὴν ἀνάσταση τοῦ ἀδελφοῦ της καί, δεύτερον, δὲν ἀντιλαμβανόταν αὐτὴ τὴν ἀνάσταση παρὰ μόνο σὲ σχέση μὲ ἕνα γενικὸ νόμο. Ὁ Ἰησοὺς ὅμως τῆς δείχνει ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι ἔνα γεγονὸς ἤδη παρόν, ἐπειδὴ Αὐτὸς δὲν προξενεῖ ἁπλῶς, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή. Οἱ κεκοιμημένοι μας ζοῦν διὰ καὶ ἐν Χριστῷ. Ἡ ζωὴ τους συνδέεται μὲ τὴν προσωπικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκδηλώνεται ἐν αὐτῇ. Ἐὰν θελήσουμε νὰ ἑνωθοῦμε πνευματικὰ μὲ ἕναν κεκοιμημένο ἀδελφό μας ποὺ ἀγαπούσαμε πολύ, δὲν θὰ προσπαθήσουμε νὰ τὸν ζωντανέψουμε στὴ φαντασία μας, ἀλλὰ θὰ ἔρθουμε σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Ἰησοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ θὰ τὸν βροῦμε.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου εἶναι μία θαυμάσια ἐπεξήγηση τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος. Μᾶς δείχνει πώς, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐνώνονται χωρὶς νὰ συγχέονται: «Ἀνάστασις καὶ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχων, Χριστέ, ἐν τῷ μνήματι Λαζάρου ἐπέστης, πιστούμενος ἠμὶν τᾶς δυὸ οὐσίας σου…». Ἀφενός, στὸν Ἰησοῦ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ λυγίσει μπροστὰ στὴ συγκίνηση καὶ νὰ θλιβεῖ γιὰ τὴν ἀπώλεια ἐνὸς φίλου: «Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον δὲ οἱ Ἰουδαῖοι, ἴδε πὼς ἐφίλει αὐτόν». Ἀφετέρου, ὁ Θεός, ἐν Χριστῷ, μπορεῖ νὰ διατάξει τὸν θάνατο ὡς ἔχων ἐξουσία: «Φωνὴ μεγάλη ἐκραύγασε∙ Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκῶς…».
Τέλος, ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου παρακινεῖ τὸν ἁμαρτωλὸ νὰ ἐλπίζει ὅτι, ἀκόμη κι ἂν εἶναι πνευματικὰ νεκρός, μπορεῖ νὰ ξαναζήσει: «Καμέ, φιλάνθρωπε, νεκρὸν τοῖς πάθεσιν, ὡς συμπαθὴς ἐξανάστησον, δέομαι». Εἶναι κάποιες φορὲς ποὺ μιὰ τέτοια πνευματικὴ ἀνάσταση φαίνεται ἐξίσου ἀδύνατη ὅπως καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου: «Κύριε, ἤδη ὄζει, τεταρταῖος γάρ ἐστι». Ὅλα ὅμως εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀπὸ τὸ νὰ μεταστρέφει τὸν πιὸ σκληρόκαρδο ἀμαρτωλὸ μέχρι νὰ ἀναστήσει ἕνα νεκρό: «Λέγει ὁ Ἰησοῦς, ἄρατε τὸν λίθον…».
Νὰ λοιπὸν τί θὰ μάθουμε, ἂν πᾶμε τὸ Σάββατο αὐτὸ στὴ Βηθανία, στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου. Ἐμεῖς ὅμως δὲν θέλουμε νὰ συναντήσουμε τὸν Λάζαρο. Θέλουμε νὰ συναντήσουμε στὴ Βηθανία τὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ ξεκινήσουμε μαζί Του τὴ φετινὴ Μεγάλη Ἐβδομάδα. Μᾶς προσκαλεῖ ὁ Ἴδιος καὶ μᾶς περιμένει. Ἡ Μάρθα ᾖρθε κρυφὰ νὰ πεῖ στὴν ἀδελφή της: «Ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σοι». Καὶ ἡ Μαρία «ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς Αὐτόν». Ὁ Κύριος μὲ καλεῖ. Θέλει κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ Πάθους Του νὰ μὴν Τὸν ἐγκαταλείψω. Θέλει, αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς μέρες, νὰ ἀποκαλυφθεῖ σὲ μένα -ποὺ μπορεῖ ἤδη νὰ «ὄζω»- μ’ ἕναν τρόπο καινούργιο καὶ ὑπέροχο. Κύριε, ἔρχομαι.
(Lev Gillet, «Πασχαλινὴ κατάνυξη», ἐκδ. Ἀκρίτας)
(Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού https://imkifissias.gr/index.php/epikai ... ou-lazarou)
Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου
Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου κατέχει ξεχωριστῆ θέση, στὸ λειτουργικὸ ἡμερολόγιο. Δὲν ἀνήκει στὶς σαράντα ἠμέρες τῆς μετάνοιας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς οὔτε καὶ στὶς ὀδυνηρὲς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, αὐτὲς ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Δευτέρα καὶ τελειώνουν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Μαζὶ μὲ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων συνθέτουν ἕνα σύντομο χαρούμενο πρελούδιο τῶν γεμάτων πόνο ἡμερῶν ποὺ ἀκολουθοῦν. Δυὸ σημαντικὰ περιστατικὰ συνδέονται μὲ τὴ Βηθανία: ἐκεῖ ἀνέστησε τὸν Λάζαρο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ξεκίνησε ὁ Ἰησοῦς τὴν πορεία καὶ ἄνοδό Του πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου εἶναι ἕνα γεγονὸς πού, ὅπως θὰ δοῦμε, ἔχει ἐξαιρετικὰ μεγάλη σημασία. Συνδέεται μυστηριωδῶς μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας καὶ παίζει, ὡς πρὸς αὐτή, τὸν ρόλο μιᾶς ἔμπρακτης προφητείας. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Λάζαρός μᾶς παρουσιάζεται στὸ κατῶφλι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἀναστημένος, ὡς προάγγελος τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ θανάτου, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, παραμονὲς τῶν Θεοφανείων, προανήγγειλε τὸν Ἐπιφανέντα Χριστό. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὸν πρωταρχικὸ αὐτὸ χαρακτῆρα της, ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἔχει καὶ κάποιες δευτερεύουσες πτυχὲς τὶς ὁποῖες εἶναι χρήσιμο νὰ ἐξετάσουμε:
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἀναγγέλλει τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἡ ὁποία ἔρχεται ὡς συνέπεια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου: «Λάζαρον τεθνεῶτα τετραήμερον ἀνέστησας ἐξ Ἅδου, Χριστέ, πρὸ τοῦ σοῦ θανάτου διασείσας τοῦ θανάτου τὸ κράτος καὶ δι’ ἑνὸς προσφιλοῦς τὴν πάντων ἀνθρώπων προμηνύων ἐκ φθορᾶς ἐλευθερίαν». Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου εἶναι, κατὰ κάποιο τρόπο, ἡ ἑορτὴ ὄλων τῶν νεκρῶν. Μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιβεβαιώσουμε καὶ νὰ συγκεκριμενοποιήσουμε τὴν πίστη μας στὴν Ἀνάσταση. Ὁ Κύριός μας, τονώνοντας τὸ ἠθικὸ τῆς Μάρθας, μᾶς δίνει σχετικὰ μὲ τοὺς κεκοιμημένους μας μιὰ πολύτιμη διδασκαλία. Εἶπε στὴ Μάρθα: «Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου». Ἡ Μάρθα ἀπάντησε: «Γνωρίζω ὅτι ὁ ἀδελφός μου θὰ ἀναστηθεῖ κατὰ τὴ γενικὴ ἀνάσταση τῆς ἐσχάτης ἡμέρας».
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνταπάντησε: «Ἐγὼ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή». Ἡ πίστη τῆς Μάρθας ἦταν ἀνεπαρκὴς σὲ δυὸ σημεῖα. Προέβαλε στὸ μέλλον, καὶ μόνο στὸ μέλλον, τὴν ἀνάσταση τοῦ ἀδελφοῦ της καί, δεύτερον, δὲν ἀντιλαμβανόταν αὐτὴ τὴν ἀνάσταση παρὰ μόνο σὲ σχέση μὲ ἕνα γενικὸ νόμο. Ὁ Ἰησοὺς ὅμως τῆς δείχνει ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι ἔνα γεγονὸς ἤδη παρόν, ἐπειδὴ Αὐτὸς δὲν προξενεῖ ἁπλῶς, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή. Οἱ κεκοιμημένοι μας ζοῦν διὰ καὶ ἐν Χριστῷ. Ἡ ζωὴ τους συνδέεται μὲ τὴν προσωπικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκδηλώνεται ἐν αὐτῇ. Ἐὰν θελήσουμε νὰ ἑνωθοῦμε πνευματικὰ μὲ ἕναν κεκοιμημένο ἀδελφό μας ποὺ ἀγαπούσαμε πολύ, δὲν θὰ προσπαθήσουμε νὰ τὸν ζωντανέψουμε στὴ φαντασία μας, ἀλλὰ θὰ ἔρθουμε σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Ἰησοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ θὰ τὸν βροῦμε.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου εἶναι μία θαυμάσια ἐπεξήγηση τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος. Μᾶς δείχνει πώς, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐνώνονται χωρὶς νὰ συγχέονται: «Ἀνάστασις καὶ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχων, Χριστέ, ἐν τῷ μνήματι Λαζάρου ἐπέστης, πιστούμενος ἠμὶν τᾶς δυὸ οὐσίας σου…». Ἀφενός, στὸν Ἰησοῦ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ λυγίσει μπροστὰ στὴ συγκίνηση καὶ νὰ θλιβεῖ γιὰ τὴν ἀπώλεια ἐνὸς φίλου: «Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον δὲ οἱ Ἰουδαῖοι, ἴδε πὼς ἐφίλει αὐτόν». Ἀφετέρου, ὁ Θεός, ἐν Χριστῷ, μπορεῖ νὰ διατάξει τὸν θάνατο ὡς ἔχων ἐξουσία: «Φωνὴ μεγάλη ἐκραύγασε∙ Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκῶς…».
Τέλος, ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου παρακινεῖ τὸν ἁμαρτωλὸ νὰ ἐλπίζει ὅτι, ἀκόμη κι ἂν εἶναι πνευματικὰ νεκρός, μπορεῖ νὰ ξαναζήσει: «Καμέ, φιλάνθρωπε, νεκρὸν τοῖς πάθεσιν, ὡς συμπαθὴς ἐξανάστησον, δέομαι». Εἶναι κάποιες φορὲς ποὺ μιὰ τέτοια πνευματικὴ ἀνάσταση φαίνεται ἐξίσου ἀδύνατη ὅπως καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου: «Κύριε, ἤδη ὄζει, τεταρταῖος γάρ ἐστι». Ὅλα ὅμως εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀπὸ τὸ νὰ μεταστρέφει τὸν πιὸ σκληρόκαρδο ἀμαρτωλὸ μέχρι νὰ ἀναστήσει ἕνα νεκρό: «Λέγει ὁ Ἰησοῦς, ἄρατε τὸν λίθον…».
Νὰ λοιπὸν τί θὰ μάθουμε, ἂν πᾶμε τὸ Σάββατο αὐτὸ στὴ Βηθανία, στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου. Ἐμεῖς ὅμως δὲν θέλουμε νὰ συναντήσουμε τὸν Λάζαρο. Θέλουμε νὰ συναντήσουμε στὴ Βηθανία τὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ ξεκινήσουμε μαζί Του τὴ φετινὴ Μεγάλη Ἐβδομάδα. Μᾶς προσκαλεῖ ὁ Ἴδιος καὶ μᾶς περιμένει. Ἡ Μάρθα ᾖρθε κρυφὰ νὰ πεῖ στὴν ἀδελφή της: «Ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σοι». Καὶ ἡ Μαρία «ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς Αὐτόν». Ὁ Κύριος μὲ καλεῖ. Θέλει κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ Πάθους Του νὰ μὴν Τὸν ἐγκαταλείψω. Θέλει, αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς μέρες, νὰ ἀποκαλυφθεῖ σὲ μένα -ποὺ μπορεῖ ἤδη νὰ «ὄζω»- μ’ ἕναν τρόπο καινούργιο καὶ ὑπέροχο. Κύριε, ἔρχομαι.
(Lev Gillet, «Πασχαλινὴ κατάνυξη», ἐκδ. Ἀκρίτας)
(Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού https://imkifissias.gr/index.php/epikai ... ou-lazarou)
«Εγώ ειμί το φως του κόσμου ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ΄ έξει το φως της ζωής...»