Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15η) Ιουλίου, του Αγίου και Ισαποστόλου βασιλέως των Ρώσων ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ του εκχριστιανίσαντος τ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΕ΄ (15η) Ιουλίου, του Αγίου και Ισαποστόλου βασιλέως των Ρώσων ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ του εκχριστιανίσαντος την Ρωσίαν εν ειρήνη τελειωθέντος.

Βλαδίμηρος ο Ισαπόστολος Άγιος της Ρωσικής Εκκλησίας και ηγεμών της Ρωσίας ήτο υιός του ηγεμόνος του Κιέβου Σβιατοσλάβ, γεννηθείς κατά το έτος 949. Η μήτηρ του εκαλείτο Μαλούσα, ήτο δε πρότερον οικονόμος της μητρός του Σβιατοσλάβ Αγίας βασιλίσης Όλγας, ήτις ησπάσθη πρώτη τον Χριστιανισμόν εν Ρωσία και ωδήγησε πολλούς ειε την ευσέβειαν. Ο Βλαδίμηρος μετά τον θάνατον του πατρός του κατεδιώχθη υπό των αδελφών του Γιαροπόλσκ και Ολιέγ και κατέφυγεν εις Σουηδίαν, βραδύτερον όμως κατανικήσας αυτούς κατέλαβε τον θρόνον του Κιέβου. Κατά την εποχήν εκείνην ο Βλαδίμηρος ήτο ακόμη ειδωλολάτρης, διότι και ο πατήρ του ελάτρευεν έως τέλους τα είδωλα, μη ακολουθήσας εις την πίστιν του Χριστού την μητέρα του Όλγαν, έλαβε δε πολλάς συζύγους, εκ των οποίων απέκτησε δώδεκα υιούς και ένδεκα θυγατέρας. Ούτος προτού να γίνη ακόμη Χριστιανός ανήγειρεν επί του λόφου του Κιέβου παρά την όχθην του Δνειπέρου μέγα είδωλον του Περούν, τον οποίον ελάτρευον ως θεόν της βροντής και αστραπής, όστις ήτο και ο κύριος θεός των Σλαύων, εις τον οποίον, όπως αναφέρουν τα αρχαία Ρωσικά χρονικά, εγίνοντο ανθρώπιναι θυσίαι. Κατά την εποχήν εκείνην υπήρχον εν Κιέβω δύο Ναοί, ο του Προφήτου Ηλιού και εις μικρός ξύλινος Ναός της Αγίας Σοφίας, οίτινες είχον ιδρυθή υπό της μάμμης του Αγίου βασιλίσσης Όλγας και των υπ’ αυτής οδηγηθέντων εις την πίστιν του Χριστού πρώτων Ρώσων Χριστιανών. Ο Βλαδίμηρος ήτο τότε πολύ μαχητικός και δραστήριος βασιλεύς. Επολέμησε κατά των χωριστών σλαυικών εθνών, του Λιθουανικού έθνους και των Βουλγάρων. Κατόπιν όμως φωτισθείς υπό της θείας χάριτος και δια των πρεσβειών και ικεσιών της μάμμης του Αγίας βασιλίσσης Όλγας επίστευσεν εις τον αληθινόν Θεόν. Τα αρχαία χρονικά αναφέρουν πολλά θαυμαστά γεγονότα περί της προσελεύσεως εις την αληθή πίστιν του Χριστού του Αγίου τούτου βασιλέως Βλαδιμήρου. Πολλοί τότε Χριστιανικοί λαοί, Έλληνες, Λατίνοι και άλλοι, έστειλαν προς αυτόν εις το Κίεβον Ιεραποστόλους, αλλ’ ούτος τους απέπεμψε και έστειλεν ιδικούς του απεσταλμένους εις τα Χριστιανικά κράτη, ίνα εκλέξουν τον λαόν εκ του οποίου θα εδέχετο ούτος το Χριστιανικόν Βάπτισμα. Ελθόντες τότε οι απεσταλμένοι του Βλαδιμήρου εις την Κωνσταντινούπολιν παρηκολούθησαν την θείαν λειτουργίαν και τας διαφόρους τελετάς εις την Αγίαν Σοφίαν. Τόσον δε βαθείαν εντύπωσιν έκαμον εις αυτούς, ώστε έμειναν κατάπληκτοι και έλεγον κατόπιν εις τον Βλαδίμηρον· «Ουκ ίσμεν ει εσμέν εν ουρανώ ή επί της γης». Δεν ημπορούσαμεν δηλαδή να ξεχωρίσωμεν αν ευρισκόμεθα εις τον ουρανόν ή επί της γης. Και προσέθετον: «Εάν η Ελληνική πίστις δεν ήτο αρίστη, η μάμμη σου, η οποία ήτο σοφωτάτη γυνή, δεν θα ησπάζετο αυτήν». Τότε ο Βλαδίμηρος πιστεύσας εις τον Χριστόν εβαπτίσθη εν Κιέβω το έτος 987. Ενυμφεύθη δε και την αδελφήν των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου και Κωνσταντίνου Η΄ Άνναν. Κατεκρήμνισε τότε όλα τα είδωλα και εβάπτισεν εν πρώτοις τους κατοίκους του Κιέβου, εις τας εκβολάς του παραποτάμου του Δνειπέρου Βορυσθένους· εις το σημείον δε αυτό ηγέρθη και μνημείον εις ανάμνησιν του μεγάλου αυτού γεγονότος. Κατόπιν εβάπτισε και τους λοιπούς Ρώσους, μόνον δε εις την ηγεμονίαν του Νοβογορόδ συνήντησεν αντίστασιν εκ μέρους των ιερέων των ειδώλων. Ο Βλαδίμηρος έκτισεν εν Κιέβω και δύο ωραίας Εκκλησίας Δεσατίναϊα και Σπας-να-Μπερέτσοβε καλουμένας από τους επιχωρίους, αίτινες είναι αι αρχαιότεραι Εκκλησίαι που διετηρήθησαν μέχρι σήμερον. Ο Βλαδίμηρος μετά την βάπτισίν του μετέβαλεν εντελώς χαρακτήρα και έγινεν αληθινός Χριστιανός. Ο χρονογράφος Νέστωρ αναφέρει περί αυτού ότι εις την επικράτειάν του κατήργησε την θανατικήν ποινήν, επειδή τούτο απηγορεύετο υπό του Χριστιανισμού. Ο μακάριος Βλαδίμηρος εξετιμήθη πολύ υπό του Ρωσικού λαού, και τα Ρωσικά επικά άσματα «Μπιλίναι»τοποθετούν τούτον εις το κέντρον του έπους του Κιέβου. Ούτω θεαρέστως πολιτευόμενος ο Άγιος εκοιμήθη τη ιε΄ (15) Ιουλίου του έτους 1015. Και ο μεν μισθαποδότης Κύριος κατέταξε την μακαρίαν αυτού ψυχήν μετά των Αγίων, η δε Εκκλησία ονομάσασα αυτόν Ισαπόστολον Άγιον γεραίρει την μνήμην αυτού την 15ην Ιουλίου καθ’ ην παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΑΝΤΙΟΧΟΥ, αδελφού του Αγίου Μάρτυρος Πλάτωνος.

Δημοσίευση από silver »

Αντίοχος ο Μάρτυς κατήγετο εκ της εν Καππαδοκία πόλεως Σεβαστείας, την ιατρικήν δε μετερχόμενος περιήρχετο τας πόλεις και ιάτρευσε τους ασθενούντας. Περιερχόμενος λοιπόν την χώραν της Γαλατίας και Καππαδοκίας και ιατρεύων πάσαν ασθένειαν, συνελήφθη υπό του ηγεμόνος Ανδριανού, εκρεμάσθη δε υπ’ αυτού επί ξύλου και εξεσχίσθη εις τα πλευρά, δοθείς είτα εις το πυρ. Επειδή όμως αι βάσανοι αύται δεν έβλαψαν αυτόν, τούτου ένεκα εφυλακίσθη, και την επιούσαν ερρίφθη εντός λέβητος πλήρους ζέοντος ελαίου, ο οποίος εκαίετο επτά ημέρας. Εξελθών δε ο Άγιος και εκείθεν δια της θείας χάριτος αβλαβής, εδόθη ίνα καταβροχθισθή υπό των θηρίων, αλλά και αυτά τον αφήκαν αβλαβή· είτα συντρίψας δια της προσευχής του όλα τα είδωλα και εις κόνιν αυτά μεταβαλών, απεκεφαλίσθη δια την αιτίαν ταύτην ο αοίδιμος και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Ιδών δε Κυριακός ο δήμιος, ο αποκεφαλίσας τον Άγιον, παράδοξον θαύμα, ήτοι να τρέξη εκ του λαιμού του αίμα και γάλα, ωμολόγησε παρρησία εαυτόν Χριστιανόν και εφώνησεν· «Ανάθεμα τω Αδριανώ και τοις ειδώλοις αυτού». Διο αποκεφαλισθείς και αυτός ανήλθεν εις ουρανούς, ίνα μετά του Αγίου Αντιόχου συναγάλληται.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας και καλλινίκου Μάρτυρος ΜΑΡΙΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Μαρίνα η μακαρία κόρη και καλλιπάρθενος Μάρτυς ήτο από την Αντιόχειαν της Πισιδίας, τον καιρόν Διοκλητιανού ή Κλαυδίου Καίσαρος εν έτει σο΄ (270), από γονείς περιφανείς. Ο πατήρ αυτής ήτο ιερεύς των ειδώλων επίσημος, και εις όλην την πόλιν αιδέσιμος, Αιδέσιος δε και το όνομα. Ήτο δε η κόρη μονογενής θυγάτηρ του πατρός αυτής, ολίγας δε ημέρας μετά την γέννησιν αυτής απέθανεν η μήτηρ της. Έδωκε τότε ο Αιδέσιος το βρέφος εις τινα γυναίκα, ίνα το θηλάζη, ήτις κατώκει έξω της πόλεως δεκαπέντε στάδια. Τούτο δε ίσως ήτο οικονομία Θεού, να δοθή εκεί έξωθεν το κοράσιον, ότι εκεί ήσαν Χριστιανοί· όταν δε ηλικιώθη ολίγον και ωμίλει, ήκουσεν από τινος τον λόγον της του Χριστού πίστεως· επειδή δε έτυχεν εκ φύσεως αγαθής ψυχής και καλής προαιρέσεως, έτι δε και συνετή περισσώς και φρόνιμος, εδέχθη τον σωτήριον λόγον εις την καρδίαν της ευθύς ως ήκουσεν ότι ο Χριστός είναι αγαθός Θεός, αιώνιος και πολυεύσπλαγχνος και έγινε δια την σωτηρίαν των ανθρώπων άνθρωπος· σταυρωθείς δε εκουσίως ανέστη ενδόξως και ανελθών εις τους ουρανούς ετίμησε με την πατρικήν συνεδρίαν την φύσιν της ανθρωπότητος. Αυτά και έτερα όμοια ακούον το χαριτωμένον κοράσιον ερρίζωσεν εις την ψυχήν της ο σπόρος της πίστεως ως κόκκος σινάπεως, συνεργούσης της θείας χάριτος, με τον καιρόν δε απέδωκε τον καρπόν, ως εύκαρπος γη και καλλίστη, εκατονταπλάσιον, αυξάνουσα την ορθόδοξον πίστιν με το μαρτύριον, καθώς θέλετε ακούσει κατωτέρω σαφέστερον. Όσον επρόκοπτεν η κόρη εις την ηλικίαν του σώματος, τοσούτον ηύξανεν η γνώσις και φρόνησις αυτής, εφλόγιζε δε ο πόθος του Χριστού την καρδίαν της και καθ’ ημέραν προσηύχετο προς αυτόν, να την αξιώση να γίνη κοινωνός των Μαρτύρων και μέτοχος. Όχι δε μόνον εις την ψυχήν εμελέτα ταύτα η θεοφώτιστος, αλλά και δια του λόγου τα έλεγεν εις έκαστον, τον οποίον έβλεπε· ωμολόγει δε εις όλους ότι ήτο Χριστιανή, υβρίζουσα τα είδωλα. Δια ταύτα και ο ψευδώνυμος πατήρ αυτής, ο αναιδής Αιδέσιος, την εμίσησεν ολοψύχως, ακούσας την ομολογίαν αυτής και δεν ήθελε καν να την ίδη εις το πρόσωπον, αλλά την έκαμεν απόκληρον. Όσον δε την απεστρέφετο ο σαρκικός της πατήρ και επίγειος, τοσούτον ο ουράνιος και αιώνιος την εδέχετο, τον οποίον και αυτή ηγάπα εξ όλης καρδίας της, όσους δε έβλεπε να τους βασανίζουν και να τους φονεύουν δια το όνομά του ή τους έδερον, αυτή τους εσέβετο και επόθει να είναι μετ’ αυτών, και εμελέτα να μαρτυρήση και αυτή δια τον Χριστόν, όταν οικονομήση η χάρις του καθώς και εγένετο, διότι αφού με τον λόγον και τον λογισμόν επίστευσεν εις τον Χριστόν έπρεπε να τον δοξάση και με τα έργα, ήτοι να βασανισθή και αυτή, να δοκιμασθή εις την πίστιν, δια να συνδοξασθή εις την βασιλείαν αυτού με τους άλλους Μάρτυρας. Ο δε τρόπος της αθλήσεως της Αγίας ούτως εγένετο κατά το δέκατον πέμπτον έτος της ηλικίας της. Τον καιρόν εκείνον ήτο εις την Ανατολήν εις Έπαρχος, το όνομά του Ολύμβριος, άγριος και θηριόγνωμος άνθρωπος. Ούτος έτυχε και ήρχετο από τα μέρη της Ασίας, μεταβαίνων εις την Αντιόχειαν, και κατά τύχην είδεν εις τον δρόμον την καλλιπάρθενον Μαρίναν, ήτις επορεύετο εις το πατρικόν της ποίμνιον. Βλέπων δε το τόσον κάλλος αυτής και την ωραιότητα, ετρώθη εις την καρδίαν από σαρκικόν έρωτα, διότι ήτο η κόρη πολύ ωραία, έβαλε δε εις τον νουν του να την λάβη γυναίκα ο τρισκατάρατος· όθεν προσέταξε να του την φέρουν εις το κριτήριον. Καθώς λοιπόν την επήραν, προσηύχετο εις τον δρόμον να της δώση ο Κύριος σοφίαν και δύναμιν να φυλάξη έως τέλους την ευσέβειαν, να νικήση τα κολαστήρια και να στεφανωθή με τους Αγίους Μάρτυρας. Φθάσαντες εις το παλάτιον, την ερώτησεν ο άρχων να είπη το όνομα, το γένος και τον Θεόν τον οποίον επίστευεν. Η δε απεκρίνατο άφοβα· «Μαρίναν με λέγουσιν, είμαι ελευθέρων γονέων τέκνον, εύχομαι δε να γίνω δούλη του Θεού και Σωτήρος μου Ιησού Χριστού, όστις έκαμεν όλον τον κόσμον». Βλέποντες οι παρόντες τοσούτον κάλλος και ακούοντες τοιαύτην απόκρισιν εύτολμον εθαύμασαν. Πλην εφυλάκισαν αυτήν έως την άλλην ημέραν, κατά την οποίαν είχον εορτήν πάνδημον και επρόκειτο να έλθουν εις την θυσίαν άπαντες. Όταν λοιπόν συνήχθησαν δια την εορτήν έφεραν και την Αγίαν, ελπίζοντες, ότι θέλει θυσιάσει και αύτη, όταν ίδη αυτούς θυσιάζοντας. Αλλά ματαίως οι μάταιοι και αφρόνως εμελέτησαν. Διότι εκείνη ποσώς δεν ενικήθη ούτε με κολακείας, όσας της είπεν ο άρχων, υποσχόμενος εις αυτήν πλούσια χαρίσματα, ούτε τας απειλάς του ποσώς εφοβήθη, ότι την εφοβέριζε να της επιβάλη μύρια κολαστήρια. Αλλά με πολλήν παρρησίαν του απεκρίθη λέγουσα· «Μη έχης τινά ελπίδα ματαίως, ηγεμών, εις εμέ, να δειλιάσω ποσώς τα κολαστήρια, ότι δεν θέλει με χωρίσει από τον Χριστόν καμμία θλίψις, λιμός, πυρ, ξίφος και άλλη χαλεπωτέρα βάσανος, ούτε βίαιος και πολυώδυνος θάνατος· ούτε πάλιν απολαύσεις χρυσίου και άλλου πλούτου και τιμής θα με δελεάσωσιν, επειδή όλα ταύτα είναι φθαρτά και πρόσκαιρα, η δε ψυχή είναι αθάνατος και ποθεί τα αιώνια. Δια τούτο ημείς οι Χριστιανοί καταφρονούμεν ως φρόνιμοι τας παρούσας απολαύσεις, ως προσωρινάς και προσκαίρους, υπομένοντες τα λυπηρά και οδυνηρά της μιας ημέρας, δια να έχωμεν ζωήν αθάνατον μετά θάνατον και απόλαυσιν αιώνιον. Αν δε νομίζης ότι ψεύδομαι, εδώ είμαι, και δοκίμασόν με ίνα γνωρίσης και με το έργον την αλήθειαν. Δείρε με, σφάξον, κατάκαυσον, πνίξον και παίδευσόν με μέ κολαστήρια μύρια· όσον θέλεις με βασανίσει χειρότερα, τόσον περισσότερον θέλει με δοξάσει ο Χριστός εις την μέλλουσαν ζωήν και μακαριότητα. Πολλάκις δε μας δίδει και απ’ εδώ μικράν παράκλησιν εις αρραβώνα της μελλούσης αγαλλιάσεως και μας εξάγει από τον βυθόν της θαλάσσης, μας λυτρώνει από το πυρ και από άλλας κολάσεις εις αισχύνην σας και κατάκρισιν. Δεν λυπούμαι λοιπόν ζωήν πρόσκαιρον, αλλά παραδίδω προθύμως το σώμα εις τον θάνατον, δια τον αθάνατον Θεόν και Δεσπότην μου, καθώς και αυτός δια την αγάπην μου εσταυρώθη ο αναμάρτυτος». Αυτά και άλλα πλείονα ακούσας ο τύραννος, εξεμάνη από τον θυμόν η οργίλος και θηριώδης καρδία του. Πλην έχων ακόμη ολίγην ελπίδα να την δελεάση ως γυναίκα απλήν και απονήρευτον, δεν εφανέρωσε τον θυμόν του, αλλά την εκολάκευε λέγων· «Παρακαλώ, Μαρίνα, προσκύνησον τους θεούς, ίνα λυτρωθής από δεινά κολαστήρια, και σου υπόσχομαι να σε πάρω δια γυναίκα μου, να δοξασθής υπέρ όλας τας γυναίκας της πόλεως και να έχης πάσαν απόλαυσιν». Αυτά και έτερα παρόμοια εφλυάρει ο αφρονέστατος μάταια. Έπειτα βλέπων ότι τον ενέπαιζεν η Αγία και κατεφρόνει τους λόγους του, δεν ηδυνήθη πλέον να κρύψη την ένδοθεν θηριότητα, αλλά προστάσσει τους στρατιώτας να την γυμνώσουν και να την δείρουν με ραβδία σκληρά ασπλάγχνως· τόσον δε σκληρώς την έδειραν, ώστε εκοκκίνισεν η γη όλη από τα αίματα, διότι ήσαν τα ραβδία με ακάνθας και κατεξέσχιζαν τας σάρκας της. Η δε Μάρτυς υπέφερεν ανδρείως τους πόνους και ούτε εστέναξεν, ούτε εδάκρυσεν, ούτε καν σχήμα σκυθρωπότητος έδειξεν. Αλλ’ ώσπερ να εβασανίζετο άλλος και αυτή να επαραστέκετο, ούτως έστεκε στερεά και αήττητος, προς τον ουρανόν ατενίζουσα· νοερώς δε επεκαλείτο τον Θεόν εις βοήθειαν και με την δύναμιν αυτού υπέφερε τας πληγάς με ανδρείαν θαυμάσιον. Όταν την έδειραν ώραν πολλήν, επρόσταξεν ο τύραννος να την φυλακίσουν, όχι δια συμπάθειαν ο ασυμπαθής και απάνθρωπος, αλλά δια να μη αποθάνη από τας μάστιγας και ούτω πως δυνηθή να την βασανίση και δεύτερον. Την έκλεισαν λοιπόν εις ένα τόπον σκοτεινόν και απαραμύθητον. Και μεθ’ ημέρας τινάς την έφεραν πάλιν εις το κριτήριον· κρεμάσαντες δε αυτήν, κατεξέσχισαν τας πλευράς της με σιδηρούς όνυχας· και τόσον εξέσχισαν τας σάρκας της, ώστε ασχήμισε και έγινεν άχρηστον και άμορφον όλον το κάλλος του σώματος· ουχί δε μόνον ο κοινός λαός ελυπήθη και εσυμπόνεσε και εδάκρυσε δι’ αυτήν, αλλά και αυτός ο θηριώδης κολαστής απέστρεψεν απ’ αυτής το πρόσωπον μη υποφέρων να βλέπη την ασχημίαν της· τοσούτον έγινεν άμορφος η πρώην ωραιοτάτη και πάγκαλος. Είτα εφυλάκισαν και πάλιν την Αγίαν εις τον απαράκλητον εκείνον και άχαρον τόπον, αφήνοντες αυτήν άνευ τροφής και ανεπιμέλητον. Αλλ’ όσον ήτο διεφθαρμένον το σώμα της, τόσον η ψυχή της ανεκαινίσθη και εγένετο λαμπροτέρα, προσηύχετο δε ευχαριστούσα, ότι την ηξίωσεν ο Κύριος να βασανισθή δια την αγάπην του. Ο δε μισόκαλος και φθονερός διάβολος, βλέπων ότι δεν ηδυνήθη να νικήση μίαν τρυφεράν κόρην ο υπηρέτης του, ήτοι ο άρχων της πόλεως και να την κάμη να προσκυνήση τους δαίμονας, ηβουλήθη να δοκιμάση μήπως και την νικήση αυτός ο αδύνατος. Μεταμορφωθείς λοιπόν εις σχήμα μεγάλου και φοβερού δράκοντος, όπως είναι εις τα έργα βλαπτικός και θανάσιμος, εφάνη ο πάντλμος έμπροσθεν της Αγίας ως φοβερόν και εξαίσιον θέαμα. Από το στόμα του και τους οφθαλμούς εξήρχετο πυρ και καπνός· οι οδόντες του ήσαν λευκοί, η δε γλώσσα του ήτο κόκκινη ως αίμα· εσφύριζε δε δυνατά και έκαμνεν ανήκαστον σύγχυσιν, και τοιαύτα σχήματα φοβερώτερα, ώστε ήθελε τρομάξει έκαστος βλέπων. Η Αγία όμως ουδόλως εφοβήθη να παύση την προσευχήν, από την οποίαν προσεπάθει να την εμποδίση ο κακομήχανος. Βλέπων δε ούτος ότι δεν εδειλίασεν, αλλά προσηύχετο αφόβως, έδραμεν εναντίον της και πλατύνας το στόμα και την κοιλίαν του εφάνη ότι την εκατάπιεν. Όταν η Αγία είδεν ότι την κατέπιεν ο δράκων έως την μέσην, καθώς της εφάνη, έγινεν από τον φόβον της έντρομος· ευθύς δε επικαλουμένη του Σωτήρος Χριστού το σωτήριον όνομα έκαμε σταυρόν με την δεξιάν της εις τα σπλάγχνα του δράκοντος, ο δε σταυρός έσχισε την κοιλίαν αυτού ως ρομφαία δίστομος. Και ο μεν δράκων, αφού διερράγη, έγινεν άφαντος, η δε Μάρτυς έμεινεν αβλαβής και έχαιρε ψάλλουσα προς τον Θεόν δοξολογίας και νικητήρια, έλεγε δε και διάφορα από την Γραφήν αρμόδια, ήτοι: «ο Θεός ουκ έστι πέρας της μεγαλωσύνης σου, θανατοίς και ζωογονείς, συνέτριψας την κεφαλήν του δράκοντος», και έτερα όμοια. Τότε πάλιν ο δαίμων, ως φιλόνεικος όπου είναι, δεν έπαυσε τας μηχανουργίας, αλλ’ ηθέλησε να δοκιμάση και με άλλον τρόπον να πολεμήση την Μάρτυρα. Μετασχηματισθείς εις άνθρωπον ο μισάνθρωπος, έγινε μαύρος ωσάν τον αιθίοπα· όθεν ο φοβερός εκείνος δράκων μεταβληθείς, εφαίνετο ως μαύρος τις κύων. Τότε η Μάρτυς, αρπάσασα αυτόν από τας τρίχας και ευρούσα εκεί εν σφυρίον ερριμμένον, εκτύπησεν αυτόν εις την κεφαλήν και εις την ράχιν και τελείως αυτόν εταπείνωσε. Καθώς δε είναι εις τα έργα σκοτεινός και άσχημος, ούτως εφάνη και πάλιν τρέχων εναντίον της Αγίας, εκεί όπου έστεκε προσευχομένη. Την ήρπασεν από τας χείρας, και την εφοβέριζε με φωνάς μεγάλας, ότι θα την φονεύση, εάν δεν παύση την προσευχήν, ίνα μη του δίδη δι’ αυτής ενόχλησιν. Έως εδώ έκαμε, και άλλο περισσότερον δεν τον εσυγχώρησε να πράξη ο Κύριος· διότι εάν είχεν εξουσίαν περισσοτέραν θα την εθανάτωνεν. Αλλά δεν έχει αυτός ο ανίσχυρος δύναμιν αφ’ εαυτού να μας κακοποιήση χωρίς της θείας συγχωρήσεως. Πλην και τούτο το ολίγον δια κακόν του το έκαμεν ο ανόητος· ότι από το πρώτον του κακούργημα κατά της Αγίας και το του Θεού θαυματούργημα, επήρε θάρρος η Αγία κατά του πειράζοντος και αρπάσασα αυτόν από τας τρίχας της κεφαλής τον εμαστίγωσεν. Αφού λοιπόν ενίκησε τον πολέμιον ανδρείως η πάνσεμνος και έγινεν άφαντος ο ανίσχυρος και αδύνατος, τότε ήλθον εις την Αγίαν ουρανόθεν τα νικητήρια και ευαγγέλια σωτήρια και χαρμόσυνα· ήτοι, εφάνη φως μέγα εκ του οποίου έλαμψεν όλον το δεσμωτήριον· το φως δε αυτό εξήρχετο από ένα Σταυρόν, όστις έφθανεν από την γην έως τον ουρανόν· επάνω δε του Σταυρού επέτα μία λευκή περιστερά καθαρά και άμωμος. Ταύτα μοι φαίνεται ότι εδήλουν το της Αγίας Τριάδος μυστήριον· το μεν φως εσήμαινε την δόξαν του Πατρός· ο Σταυρός τον εσταυρωμένον Χριστόν και η περιστερά το Πνεύμα το Άγιον. Καταβάσα δε η περιστερά ήλθε πλησίον της Αγίας και της λέγει· «Χαίρε, Μαρίνα, η λογική περιστερά του Θεού, ότι ενίκησας τον πονηρόν και τον εχθρόν κατήσχυνας· χαίρε δούλη πιστή και αγαθή του Κυρίου σου, τον οποίον επόθησας εξ όλης καρδίας σου και εμίσησας πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον. Χαίρε και ευφραίνου, ότι έφθασεν η ημέρα να λάβης της νίκης τον στέφανον και να εισέλθης αξιόχρεως εστολισμένη με τας φρονίμους παρθένους εις τον νυμφώνα του νυμφίου και βασιλέως σου». Με τους λόγους τούτους, όπου ελαλήθησαν ουρανόθεν εις την Αγίαν, ανεκαινίσθη το σαρκίον αυτής με την δρόσον του Παναγίου Πνεύματος· όλαι δε αι πληγαί της τελείως εθεραπεύθησαν τόσον, ώστε ούτε σημείον τραύματος δεν έμεινε ποσώς εις το σώμα της. Όθεν ενεπλήσθη πλείστης χαράς και αγαλλιάσεως και εξωμολογείτο ευφραινομένη, μεγαλοφώνως λέγουσα· «Ευλογήσω σε, Κύριε, υμνήσω σε ο Θεός μου, και δοξάσω το όνομά σου, ότι έκαμες εις εμέ την αναξίαν δούλην σου θαυμάσια πράγματα. Υψώσω σε, Κύριε, και αινέσω σε, ότι ηλέησας και ιάτρευσας την ψυχήν και το σώμα μου, και δεν με παρέδωκας εις τας χείρας των εχθρών μου, αλλά και το υπέρογκον της φαντασίας του ολεθριωτάτου δράκοντος μου έδειξες, και τούτον με τους άλλους θανατηφόρους όφεις και δαίμονας εις τας αβύσσους εβύθισας. Τώρα δε πάλιν αγαλλιασθείσα τω πνεύματι επί σοι τω Θεώ και Σωτήρι μου, ζητώ άλλην μίαν χάριν από την αγαθοτάτην του χρηστότητα, να με αξιώσης να αναγεννηθώ με το λουτρόν του αγίου σου Βαπτίσματος, δια να τελειωθώ με το ύδωρ της παλιγγενεσίας, καθώς ηγιάσθην με το αίμα της αθλήσεως, να γίνω αξία της εισόδου των Αγίων σου· ότι συ είσαι μόνος Άγιος αληθώς και εν Αγίοις αναπαυόμενος και ενδοξαζόμενος, συν τω ανάρχω σου Πατρί, και τω ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας. Αμήν». Ούτω προσηύχετο καθ’ όλην την νύκτα η Αγία εις την φυλακήν αγαλλομένη και δοξάζουσα τον Θεόν. Το δε πρωϊ καθίσας εις τον θρόνον ο έπαρχος έμπροσθεν όλου του λαού της πόλεως διέταξε και έφεραν εκεί την Μάρτυρα. Βλέπων δε ο έπαρχος όλην υγιά και φαιδράν εις το πρόσωπον, εθαύμασεν εις αυτήν και της λέγει· «Βλέπεις, Μαρίνα, πως οι μεγάλοι θεοί έχουν την φροντίδα σου, και σπλαγχνισθέντες εις το κάλλος σου σε ιάτρευσαν; Πρέπει και συ να μη φανής εις τους ευεργέτας αχάριστος, αλλά να τους δώσης αξίαν αντάμειψιν, να γίνης ιέρειά των, να θυσιάζης εις αυτούς ομού με τον πατέρα σου». Λέγει εις αυτόν η Αγία: «Εμέ δεν ιάτρευσαν οι αναίσθητοι και ανίσχυροι θεοί σου, αλλά ο αληθής και μόνος Θεός, όστις θεραπεύει ψυχάς και σώματα, τον οποίον θέλω λατρεύει πάντοτε. Τούτον πρέπει να γνωρίσης και συ και αυτόν μόνον να προσκυνής ως αθάνατον, να μισήσης δε των ειδώλων την πλάνην και ματαιότητα». Τότε προστάσσει ο τύραννος να γυμνώσουν την Αγίαν και να την κρεμάσουν εις το ξύλον, και να κατακαίουν με λαμπάδας πυρός τας πλευράς και το στήθος της. Υπέμενε δε η Αγία τας αλγηδόνας και τους πόνους ώραν πολλήν καταφλεγομένη· προσηύχετο δε με την καρδίαν ήσυχα, ευχαριστούσα τον Κύριον. Μετά ταύτα έφεραν εις το μέσον ένα μεγάλον λέβητα, τον οποίον εγέμισαν νερόν· καταβιβάσαντες δε από το ξύλον την Μάρτυρα, έδεσαν αυτήν ισχυρώς και την εβούτηξαν εις τον λέβητα κατακέφαλα, δια να πνιγή εις τα ύδατα. Αλλ’ εις μάτην εκοπίαζον οι ανόητοι, ότι όταν την εισήγον εντός εβόησε λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις έλυσας τα δεσμά του θανάτου και τους νεκρούς εξανέστησας, Συ, παντοδύναμε, επίβλεψον και εις την δούλην σου, και τα δεσμά μου διάρρηξον· ας γίνη δε τούτο το ύδωρ εις εμέ εις ζωήν αιώνιον και εις αναπλήρωσιν του επιθυμουμένου μου Βαπτίσματος, ίνα εκδυθώ τον παλαιόν και φθειρόμενον άνθρωπον και ενδυθώ τον καινόν και αθάνατον». Ούτω προσευχομένην έρριψαν την Αγίαν εις το σκεύος εκείνο του ύδατος· παρευθύς δε σεισμός μέγας εγένετο και εφάνη πάλιν η πρώτη περιστερά επάνω του ύδατος, βαστάζουσα εις το στόμα στέφανον. Αυτήν την ώραν εφάνη και ο πύρινος στύλος, επάνω δε τούτου Σταυρός κατά τον τύπον, όπως άνω εγράψαμεν. Τούτου γενομένου εξήλθεν η Αγία από τα ύδατα ελευθέρα, διότι όλα τα δεσμά της ελύθησαν, ίστατο δε με αγαλλίασιν άφραστον δοξάζουσα την Παναγίαν Τριάδα και εξ όλης ψυχής αυτήν εμεγάλυνεν, ότι εβαπτίσθη αμέσως υπ’ αυτής κατά τον πόθον της και υπερφυώς εφωτίσθη. Όχι δε μόνον τούτο το θαυμάσιον έγινε τότε εις την Αγίαν, αλλά και έτερον εξαίρετον· ήτοι εκάθησεν η περιστερά εις την κεφαλήν της Μάρτυρος, βαστάζουσα εκείνον τον αμάραντον στέφανον και λέγει προς αυτήν με φωνήν γλυκυτάτην· «Ειρήνη σοι, δούλη του Θεού· έχε θάρρος, και δέξου από την δεξιάν του Υψίστου τούτον τον ουράνιον στέφανον». Ταύτα λέγουσα η θεία περιστερά, ω του θαύματος! Αναπτερίζει τας πτέρυγας, ώσπερ να εχαίρετο εις τα τελούμενα· τότε δε πετάξασα εκάθισεν επάνω εις τον φωτοφανή εκείνον Σταυρόν και λέγει πάλιν εις επήκοον πάντων προς την Αγίαν Μάρτυρα· «Ελθέ εις τας άνω Μονάς του Παραδείσου, Μαρίνα θεόνυμφε, να απολαύσης της αφθαρσίας τον στέφανον εις τα αγαπητά του Θεού σκηνώματα, να χαίρεσαι με τους Αγίους χορεύουσα και αναπαυομένη αιώνια». Αυτήν την θείαν φωνήν ακούσαντες όλοι της πόλεως έφριξαν και επίστευσαν ευθύς εις τον Χριστόν, άνδρες ομού και γυναίκες πλήθος αμέτρητον και εβόησαν μεγαλοφώνως, ότι ήσαν έτοιμοι να λάβουν δια τον Χριστόν, τον αληθή Θεόν, θάνατον. Ακούσας ο έπαρχος ότι ωμολογούσαν τον Χριστόν Θεόν και Βασιλέα, τους δε βασιλείς και τους θεούς εβλασφήμουν και ύβριζον, επρόσταξε να θανατώσουν όσους επίστευσαν, Εκείνοι δε οι μακάριοι έτρεχον εις την σφαγήν δια τον Χριστόν εκουσίως ως πρόβατα άκακα. Εφόνευσαν δε τότε οι ανήμεροι τύραννοι άνδρας χιλιάδας δεκαπέντε, χωρίς τας γυναίκας, όπου δεν τας εμέτρησαν. Όλοι δε ούτοι βαπτισθέντες με το άγιον αίμα των, δεν εχρειάσθησαν άλλο βάπτισμα· γενόμενοι δε θυσία και ολοκαύτωμα εις τον Θεόν, απήλθον εις την αιώνιον βασιλείαν οι τρισμακάριοι. Ο δε δυσσεβής Ολύμβριος, φοβούμενος μήπως και πιστεύσουν και οι επίλοιποι της πόλεως, εάν αφήση την Αγίαν ακόμη ζωντανήν, έδωκε κατ’ αυτής και μη θέλων την δια ξίφους απόφασιν. Καθώς δε επήραν αυτήν οι δήμιοι και την ωδήγησαν εις τον τόπον της καταδίκης, όπου και το ειρημένον πλήθος απεκεφάλισαν, παρεκάλεσεν η Αγία τον δήμιον, όπου ήθελε να την φονεύση, και του λέγει· «Περίμενε ολίγην ώραν δι’ εμέ, ω τέκνον μου, να ομιλήσω προς τους παρεστώτας ολίγους λόγους, να κάμω και την προσευχήν μου και τότε να κάμης το προστασσόμενον». Ούτως είπεν, έπειτα στρέφει προς το πλήθος το πρόσωπον λέγουσα: «Παρακαλώ σας, αδελφοί και φίλοι μου, ως αναξία δούλη του Υψίστου, ακούσατε νουνεχώς την μικράν μου ταύτην παραίνεσιν. Ηξεύρετε, ότι ένας είναι μόνον ο αληθινός Θεός εν Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι θεωρούμενος και προσκυνούμενος· όστις δε πιστεύει μόνον εις αυτόν σώζεται. Λοιπόν υπερβαίνοντες πάσαν την κτίσιν των ορωμένων και νοουμένων, υψώσατε τον νουν και γνωρίσατε τον Πατέρα των φώτων και τον μονογενή Υιόν και Λόγον αυτού, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και το πανάγιον Πνεύμα· ότι αυτά τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός αιώνιος, παντοδύναμος και ακατάληπτος και ουδείς σώζεται εις άλλο όνομα». Ταύτα η Μάρτυς προς τους παρόντας ομιλήσασα, ύψωσε προς τον ουρανόν τα όμματα της διανοίας τοιαύτα λέγουσα: «Άναρχε, αθάνατε, άχρονε, άκτιστε, ακατάληπτε και ανεξιχνίαστε Κύριε, Θεέ των όλων και δημιουργέ πάσης της κτίσεως, προνοητά και σωτήρ όλων, όπου εις Σε ελπίζουσιν, ευχαριστώ σοι, όπου με έφερες εις την ώραν ταύτην και ήγγισα εις τον στέφανον της δικαιοσύνης σου. Υμνώ και ευλογώ την αναρίθμητον ευσπλαγχνίαν και φιλανθρωπίαν σου, όπου ηθέλησες να με συντάξης με τους εκλεκτούς δούλους σου. Επίβλεψον και τώρα επ’ εμέ την ταπεινήν, Δέσποτα Θεέ, Κύριε του ελέους παντοκράτωρ και παντοδύναμε, επάκουσον της προσευχής μου, και πλήρωσόν μου τα αιτήματα εις έπαινον και τιμήν και δόξαν του υπεραγίου και προσκυνητού σου ονόματος, χάρισαι την άφεσιν των αμαρτιών όλων εκείνων, όπου θέλουν οικοδομήσει Εκκλησίαν εις το όνομα της δούλης σου, να λειτουργώσιν εις αυτήν προσευχόμενοι, ή γράφουσι το μαρτύριον της αθλήσεώς μου και το αναγινώσκουσι μετά πίστεως, μνημονεύοντες το όνομα της δούλης σου και καρποφορούσι το κατά δύναμιν· όλων αυτών, λέγω, όσοι θεραπεύσουν το οικητήριον του σώματός μου, όπου εμαρτύρησε δι’ αγάπην σου, συγχώρησον τας αμαρτίας κατά το μέτρον της πίστεως αυτών· και μη εγγίση χειρ κολαστήριος, ούτ πείνα, ουδέ θανατικόν, ή άλλη βλάβη ψυχής ή σώματος. Όσοι δε θέλουν με εορτάσει δοξολογούντες μετά πίστεως και σου ζητήσουν σωτηρίαν και έλεος δια μέσου μου, χάρισαί τους εις τούτον τον κόσμον τα αγαθά σου, να πορεύωνται προς αυτάρκειαν· αξίωσον δε αυτούς και της επουρανίου βασιλείας Σου. Ότι Συ Ει μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, και των αγαθών δοτήρ εις τους αιώνας. Αμήν. Ταύτα προσευχομένης της Μάρτυρος εγένετο πάλιν σεισμός, και έπεσον κατά γης πολλοί άνθρωποι, ομοίως και ο δήμιος, όπου έμελλε να την θανατώση, έπεσεν έντρομος. Ο δε Κύριος αυτός της επαραστάθη νοητώς με πλήθος πολύ Αγίων Αγγέλων, και της λέγει· «Έχε θάρρος, Μαρίνα, και μη φοβήσαι, ότι τας προσευχάς σου επήκουσα και πάντα όσα εζήτησας επλήρωσα και θα τα αποπληρώσω κατά καιρόν, καθώς και ήτησας· τώρα δε ήλθον να αναλάβω την ψυχήν σου εις τα ουράνια· μακαρία συ, ότι δια τους αμαρτωλούς παρεκάλεσας, εφάνης ενώπιόν μου άμωμος, και εύρες χάριν εις εμέ. Δι’ αυτό πολύς έσται ο μισθός σου εις τα ουράνια». Τότε η μακαρία ενεπλήσθη χαράς πολλής και αγαλλιάσεως και λέγει εις τον δήμιον· «Τελείωσον τώρα εις εμέ εκείνο, όπου σε επρόσταξαν». Αυτός δε έτρεμε και δεν ετόλμα να σηκώση το ξίφος. Αλλ’ η Αγία τον ενεθάρρυνε και μετά βίας τον κατέπεισε και απέτεμε την μακαρίαν της κεφαλήν τη δεκάτη εβδόμη του μηνός Ιουλίου. Τότε το μεν άγιον λείψανον παρέλαβον κρυφίως οι Χριστιανοί και ενεταφίασαν αυτό εντίμως ως έπρεπεν· η δε μακαρία αυτής ψυχή απήλθεν εις την ουράνιον εύκλειαν. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας και καλλινίκου Μάρτυρος ΜΑΡΙΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Μαρίνα η μακαρία κόρη και καλλιπάρθενος Μάρτυς ήτο από την Αντιόχειαν της Πισιδίας, τον καιρόν Διοκλητιανού ή Κλαυδίου Καίσαρος εν έτει σο΄ (270), από γονείς περιφανείς. Ο πατήρ αυτής ήτο ιερεύς των ειδώλων επίσημος, και εις όλην την πόλιν αιδέσιμος, Αιδέσιος δε και το όνομα. Ήτο δε η κόρη μονογενής θυγάτηρ του πατρός αυτής, ολίγας δε ημέρας μετά την γέννησιν αυτής απέθανεν η μήτηρ της. Έδωκε τότε ο Αιδέσιος το βρέφος εις τινα γυναίκα, ίνα το θηλάζη, ήτις κατώκει έξω της πόλεως δεκαπέντε στάδια. Τούτο δε ίσως ήτο οικονομία Θεού, να δοθή εκεί έξωθεν το κοράσιον, ότι εκεί ήσαν Χριστιανοί· όταν δε ηλικιώθη ολίγον και ωμίλει, ήκουσεν από τινος τον λόγον της του Χριστού πίστεως· επειδή δε έτυχεν εκ φύσεως αγαθής ψυχής και καλής προαιρέσεως, έτι δε και συνετή περισσώς και φρόνιμος, εδέχθη τον σωτήριον λόγον εις την καρδίαν της ευθύς ως ήκουσεν ότι ο Χριστός είναι αγαθός Θεός, αιώνιος και πολυεύσπλαγχνος και έγινε δια την σωτηρίαν των ανθρώπων άνθρωπος· σταυρωθείς δε εκουσίως ανέστη ενδόξως και ανελθών εις τους ουρανούς ετίμησε με την πατρικήν συνεδρίαν την φύσιν της ανθρωπότητος. Αυτά και έτερα όμοια ακούον το χαριτωμένον κοράσιον ερρίζωσεν εις την ψυχήν της ο σπόρος της πίστεως ως κόκκος σινάπεως, συνεργούσης της θείας χάριτος, με τον καιρόν δε απέδωκε τον καρπόν, ως εύκαρπος γη και καλλίστη, εκατονταπλάσιον, αυξάνουσα την ορθόδοξον πίστιν με το μαρτύριον, καθώς θέλετε ακούσει κατωτέρω σαφέστερον. Όσον επρόκοπτεν η κόρη εις την ηλικίαν του σώματος, τοσούτον ηύξανεν η γνώσις και φρόνησις αυτής, εφλόγιζε δε ο πόθος του Χριστού την καρδίαν της και καθ’ ημέραν προσηύχετο προς αυτόν, να την αξιώση να γίνη κοινωνός των Μαρτύρων και μέτοχος. Όχι δε μόνον εις την ψυχήν εμελέτα ταύτα η θεοφώτιστος, αλλά και δια του λόγου τα έλεγεν εις έκαστον, τον οποίον έβλεπε· ωμολόγει δε εις όλους ότι ήτο Χριστιανή, υβρίζουσα τα είδωλα. Δια ταύτα και ο ψευδώνυμος πατήρ αυτής, ο αναιδής Αιδέσιος, την εμίσησεν ολοψύχως, ακούσας την ομολογίαν αυτής και δεν ήθελε καν να την ίδη εις το πρόσωπον, αλλά την έκαμεν απόκληρον. Όσον δε την απεστρέφετο ο σαρκικός της πατήρ και επίγειος, τοσούτον ο ουράνιος και αιώνιος την εδέχετο, τον οποίον και αυτή ηγάπα εξ όλης καρδίας της, όσους δε έβλεπε να τους βασανίζουν και να τους φονεύουν δια το όνομά του ή τους έδερον, αυτή τους εσέβετο και επόθει να είναι μετ’ αυτών, και εμελέτα να μαρτυρήση και αυτή δια τον Χριστόν, όταν οικονομήση η χάρις του καθώς και εγένετο, διότι αφού με τον λόγον και τον λογισμόν επίστευσεν εις τον Χριστόν έπρεπε να τον δοξάση και με τα έργα, ήτοι να βασανισθή και αυτή, να δοκιμασθή εις την πίστιν, δια να συνδοξασθή εις την βασιλείαν αυτού με τους άλλους Μάρτυρας. Ο δε τρόπος της αθλήσεως της Αγίας ούτως εγένετο κατά το δέκατον πέμπτον έτος της ηλικίας της. Τον καιρόν εκείνον ήτο εις την Ανατολήν εις Έπαρχος, το όνομά του Ολύμβριος, άγριος και θηριόγνωμος άνθρωπος. Ούτος έτυχε και ήρχετο από τα μέρη της Ασίας, μεταβαίνων εις την Αντιόχειαν, και κατά τύχην είδεν εις τον δρόμον την καλλιπάρθενον Μαρίναν, ήτις επορεύετο εις το πατρικόν της ποίμνιον. Βλέπων δε το τόσον κάλλος αυτής και την ωραιότητα, ετρώθη εις την καρδίαν από σαρκικόν έρωτα, διότι ήτο η κόρη πολύ ωραία, έβαλε δε εις τον νουν του να την λάβη γυναίκα ο τρισκατάρατος· όθεν προσέταξε να του την φέρουν εις το κριτήριον. Καθώς λοιπόν την επήραν, προσηύχετο εις τον δρόμον να της δώση ο Κύριος σοφίαν και δύναμιν να φυλάξη έως τέλους την ευσέβειαν, να νικήση τα κολαστήρια και να στεφανωθή με τους Αγίους Μάρτυρας. Φθάσαντες εις το παλάτιον, την ερώτησεν ο άρχων να είπη το όνομα, το γένος και τον Θεόν τον οποίον επίστευεν. Η δε απεκρίνατο άφοβα· «Μαρίναν με λέγουσιν, είμαι ελευθέρων γονέων τέκνον, εύχομαι δε να γίνω δούλη του Θεού και Σωτήρος μου Ιησού Χριστού, όστις έκαμεν όλον τον κόσμον». Βλέποντες οι παρόντες τοσούτον κάλλος και ακούοντες τοιαύτην απόκρισιν εύτολμον εθαύμασαν. Πλην εφυλάκισαν αυτήν έως την άλλην ημέραν, κατά την οποίαν είχον εορτήν πάνδημον και επρόκειτο να έλθουν εις την θυσίαν άπαντες. Όταν λοιπόν συνήχθησαν δια την εορτήν έφεραν και την Αγίαν, ελπίζοντες, ότι θέλει θυσιάσει και αύτη, όταν ίδη αυτούς θυσιάζοντας. Αλλά ματαίως οι μάταιοι και αφρόνως εμελέτησαν. Διότι εκείνη ποσώς δεν ενικήθη ούτε με κολακείας, όσας της είπεν ο άρχων, υποσχόμενος εις αυτήν πλούσια χαρίσματα, ούτε τας απειλάς του ποσώς εφοβήθη, ότι την εφοβέριζε να της επιβάλη μύρια κολαστήρια. Αλλά με πολλήν παρρησίαν του απεκρίθη λέγουσα· «Μη έχης τινά ελπίδα ματαίως, ηγεμών, εις εμέ, να δειλιάσω ποσώς τα κολαστήρια, ότι δεν θέλει με χωρίσει από τον Χριστόν καμμία θλίψις, λιμός, πυρ, ξίφος και άλλη χαλεπωτέρα βάσανος, ούτε βίαιος και πολυώδυνος θάνατος· ούτε πάλιν απολαύσεις χρυσίου και άλλου πλούτου και τιμής θα με δελεάσωσιν, επειδή όλα ταύτα είναι φθαρτά και πρόσκαιρα, η δε ψυχή είναι αθάνατος και ποθεί τα αιώνια. Δια τούτο ημείς οι Χριστιανοί καταφρονούμεν ως φρόνιμοι τας παρούσας απολαύσεις, ως προσωρινάς και προσκαίρους, υπομένοντες τα λυπηρά και οδυνηρά της μιας ημέρας, δια να έχωμεν ζωήν αθάνατον μετά θάνατον και απόλαυσιν αιώνιον. Αν δε νομίζης ότι ψεύδομαι, εδώ είμαι, και δοκίμασόν με ίνα γνωρίσης και με το έργον την αλήθειαν. Δείρε με, σφάξον, κατάκαυσον, πνίξον και παίδευσόν με μέ κολαστήρια μύρια· όσον θέλεις με βασανίσει χειρότερα, τόσον περισσότερον θέλει με δοξάσει ο Χριστός εις την μέλλουσαν ζωήν και μακαριότητα. Πολλάκις δε μας δίδει και απ’ εδώ μικράν παράκλησιν εις αρραβώνα της μελλούσης αγαλλιάσεως και μας εξάγει από τον βυθόν της θαλάσσης, μας λυτρώνει από το πυρ και από άλλας κολάσεις εις αισχύνην σας και κατάκρισιν. Δεν λυπούμαι λοιπόν ζωήν πρόσκαιρον, αλλά παραδίδω προθύμως το σώμα εις τον θάνατον, δια τον αθάνατον Θεόν και Δεσπότην μου, καθώς και αυτός δια την αγάπην μου εσταυρώθη ο αναμάρτυτος». Αυτά και άλλα πλείονα ακούσας ο τύραννος, εξεμάνη από τον θυμόν η οργίλος και θηριώδης καρδία του. Πλην έχων ακόμη ολίγην ελπίδα να την δελεάση ως γυναίκα απλήν και απονήρευτον, δεν εφανέρωσε τον θυμόν του, αλλά την εκολάκευε λέγων· «Παρακαλώ, Μαρίνα, προσκύνησον τους θεούς, ίνα λυτρωθής από δεινά κολαστήρια, και σου υπόσχομαι να σε πάρω δια γυναίκα μου, να δοξασθής υπέρ όλας τας γυναίκας της πόλεως και να έχης πάσαν απόλαυσιν». Αυτά και έτερα παρόμοια εφλυάρει ο αφρονέστατος μάταια. Έπειτα βλέπων ότι τον ενέπαιζεν η Αγία και κατεφρόνει τους λόγους του, δεν ηδυνήθη πλέον να κρύψη την ένδοθεν θηριότητα, αλλά προστάσσει τους στρατιώτας να την γυμνώσουν και να την δείρουν με ραβδία σκληρά ασπλάγχνως· τόσον δε σκληρώς την έδειραν, ώστε εκοκκίνισεν η γη όλη από τα αίματα, διότι ήσαν τα ραβδία με ακάνθας και κατεξέσχιζαν τας σάρκας της. Η δε Μάρτυς υπέφερεν ανδρείως τους πόνους και ούτε εστέναξεν, ούτε εδάκρυσεν, ούτε καν σχήμα σκυθρωπότητος έδειξεν. Αλλ’ ώσπερ να εβασανίζετο άλλος και αυτή να επαραστέκετο, ούτως έστεκε στερεά και αήττητος, προς τον ουρανόν ατενίζουσα· νοερώς δε επεκαλείτο τον Θεόν εις βοήθειαν και με την δύναμιν αυτού υπέφερε τας πληγάς με ανδρείαν θαυμάσιον. Όταν την έδειραν ώραν πολλήν, επρόσταξεν ο τύραννος να την φυλακίσουν, όχι δια συμπάθειαν ο ασυμπαθής και απάνθρωπος, αλλά δια να μη αποθάνη από τας μάστιγας και ούτω πως δυνηθή να την βασανίση και δεύτερον. Την έκλεισαν λοιπόν εις ένα τόπον σκοτεινόν και απαραμύθητον. Και μεθ’ ημέρας τινάς την έφεραν πάλιν εις το κριτήριον· κρεμάσαντες δε αυτήν, κατεξέσχισαν τας πλευράς της με σιδηρούς όνυχας· και τόσον εξέσχισαν τας σάρκας της, ώστε ασχήμισε και έγινεν άχρηστον και άμορφον όλον το κάλλος του σώματος· ουχί δε μόνον ο κοινός λαός ελυπήθη και εσυμπόνεσε και εδάκρυσε δι’ αυτήν, αλλά και αυτός ο θηριώδης κολαστής απέστρεψεν απ’ αυτής το πρόσωπον μη υποφέρων να βλέπη την ασχημίαν της· τοσούτον έγινεν άμορφος η πρώην ωραιοτάτη και πάγκαλος. Είτα εφυλάκισαν και πάλιν την Αγίαν εις τον απαράκλητον εκείνον και άχαρον τόπον, αφήνοντες αυτήν άνευ τροφής και ανεπιμέλητον. Αλλ’ όσον ήτο διεφθαρμένον το σώμα της, τόσον η ψυχή της ανεκαινίσθη και εγένετο λαμπροτέρα, προσηύχετο δε ευχαριστούσα, ότι την ηξίωσεν ο Κύριος να βασανισθή δια την αγάπην του. Ο δε μισόκαλος και φθονερός διάβολος, βλέπων ότι δεν ηδυνήθη να νικήση μίαν τρυφεράν κόρην ο υπηρέτης του, ήτοι ο άρχων της πόλεως και να την κάμη να προσκυνήση τους δαίμονας, ηβουλήθη να δοκιμάση μήπως και την νικήση αυτός ο αδύνατος. Μεταμορφωθείς λοιπόν εις σχήμα μεγάλου και φοβερού δράκοντος, όπως είναι εις τα έργα βλαπτικός και θανάσιμος, εφάνη ο πάντλμος έμπροσθεν της Αγίας ως φοβερόν και εξαίσιον θέαμα. Από το στόμα του και τους οφθαλμούς εξήρχετο πυρ και καπνός· οι οδόντες του ήσαν λευκοί, η δε γλώσσα του ήτο κόκκινη ως αίμα· εσφύριζε δε δυνατά και έκαμνεν ανήκαστον σύγχυσιν, και τοιαύτα σχήματα φοβερώτερα, ώστε ήθελε τρομάξει έκαστος βλέπων. Η Αγία όμως ουδόλως εφοβήθη να παύση την προσευχήν, από την οποίαν προσεπάθει να την εμποδίση ο κακομήχανος. Βλέπων δε ούτος ότι δεν εδειλίασεν, αλλά προσηύχετο αφόβως, έδραμεν εναντίον της και πλατύνας το στόμα και την κοιλίαν του εφάνη ότι την εκατάπιεν. Όταν η Αγία είδεν ότι την κατέπιεν ο δράκων έως την μέσην, καθώς της εφάνη, έγινεν από τον φόβον της έντρομος· ευθύς δε επικαλουμένη του Σωτήρος Χριστού το σωτήριον όνομα έκαμε σταυρόν με την δεξιάν της εις τα σπλάγχνα του δράκοντος, ο δε σταυρός έσχισε την κοιλίαν αυτού ως ρομφαία δίστομος. Και ο μεν δράκων, αφού διερράγη, έγινεν άφαντος, η δε Μάρτυς έμεινεν αβλαβής και έχαιρε ψάλλουσα προς τον Θεόν δοξολογίας και νικητήρια, έλεγε δε και διάφορα από την Γραφήν αρμόδια, ήτοι: «ο Θεός ουκ έστι πέρας της μεγαλωσύνης σου, θανατοίς και ζωογονείς, συνέτριψας την κεφαλήν του δράκοντος», και έτερα όμοια. Τότε πάλιν ο δαίμων, ως φιλόνεικος όπου είναι, δεν έπαυσε τας μηχανουργίας, αλλ’ ηθέλησε να δοκιμάση και με άλλον τρόπον να πολεμήση την Μάρτυρα. Μετασχηματισθείς εις άνθρωπον ο μισάνθρωπος, έγινε μαύρος ωσάν τον αιθίοπα· όθεν ο φοβερός εκείνος δράκων μεταβληθείς, εφαίνετο ως μαύρος τις κύων. Τότε η Μάρτυς, αρπάσασα αυτόν από τας τρίχας και ευρούσα εκεί εν σφυρίον ερριμμένον, εκτύπησεν αυτόν εις την κεφαλήν και εις την ράχιν και τελείως αυτόν εταπείνωσε. Καθώς δε είναι εις τα έργα σκοτεινός και άσχημος, ούτως εφάνη και πάλιν τρέχων εναντίον της Αγίας, εκεί όπου έστεκε προσευχομένη. Την ήρπασεν από τας χείρας, και την εφοβέριζε με φωνάς μεγάλας, ότι θα την φονεύση, εάν δεν παύση την προσευχήν, ίνα μη του δίδη δι’ αυτής ενόχλησιν. Έως εδώ έκαμε, και άλλο περισσότερον δεν τον εσυγχώρησε να πράξη ο Κύριος· διότι εάν είχεν εξουσίαν περισσοτέραν θα την εθανάτωνεν. Αλλά δεν έχει αυτός ο ανίσχυρος δύναμιν αφ’ εαυτού να μας κακοποιήση χωρίς της θείας συγχωρήσεως. Πλην και τούτο το ολίγον δια κακόν του το έκαμεν ο ανόητος· ότι από το πρώτον του κακούργημα κατά της Αγίας και το του Θεού θαυματούργημα, επήρε θάρρος η Αγία κατά του πειράζοντος και αρπάσασα αυτόν από τας τρίχας της κεφαλής τον εμαστίγωσεν. Αφού λοιπόν ενίκησε τον πολέμιον ανδρείως η πάνσεμνος και έγινεν άφαντος ο ανίσχυρος και αδύνατος, τότε ήλθον εις την Αγίαν ουρανόθεν τα νικητήρια και ευαγγέλια σωτήρια και χαρμόσυνα· ήτοι, εφάνη φως μέγα εκ του οποίου έλαμψεν όλον το δεσμωτήριον· το φως δε αυτό εξήρχετο από ένα Σταυρόν, όστις έφθανεν από την γην έως τον ουρανόν· επάνω δε του Σταυρού επέτα μία λευκή περιστερά καθαρά και άμωμος. Ταύτα μοι φαίνεται ότι εδήλουν το της Αγίας Τριάδος μυστήριον· το μεν φως εσήμαινε την δόξαν του Πατρός· ο Σταυρός τον εσταυρωμένον Χριστόν και η περιστερά το Πνεύμα το Άγιον. Καταβάσα δε η περιστερά ήλθε πλησίον της Αγίας και της λέγει· «Χαίρε, Μαρίνα, η λογική περιστερά του Θεού, ότι ενίκησας τον πονηρόν και τον εχθρόν κατήσχυνας· χαίρε δούλη πιστή και αγαθή του Κυρίου σου, τον οποίον επόθησας εξ όλης καρδίας σου και εμίσησας πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον. Χαίρε και ευφραίνου, ότι έφθασεν η ημέρα να λάβης της νίκης τον στέφανον και να εισέλθης αξιόχρεως εστολισμένη με τας φρονίμους παρθένους εις τον νυμφώνα του νυμφίου και βασιλέως σου». Με τους λόγους τούτους, όπου ελαλήθησαν ουρανόθεν εις την Αγίαν, ανεκαινίσθη το σαρκίον αυτής με την δρόσον του Παναγίου Πνεύματος· όλαι δε αι πληγαί της τελείως εθεραπεύθησαν τόσον, ώστε ούτε σημείον τραύματος δεν έμεινε ποσώς εις το σώμα της. Όθεν ενεπλήσθη πλείστης χαράς και αγαλλιάσεως και εξωμολογείτο ευφραινομένη, μεγαλοφώνως λέγουσα· «Ευλογήσω σε, Κύριε, υμνήσω σε ο Θεός μου, και δοξάσω το όνομά σου, ότι έκαμες εις εμέ την αναξίαν δούλην σου θαυμάσια πράγματα. Υψώσω σε, Κύριε, και αινέσω σε, ότι ηλέησας και ιάτρευσας την ψυχήν και το σώμα μου, και δεν με παρέδωκας εις τας χείρας των εχθρών μου, αλλά και το υπέρογκον της φαντασίας του ολεθριωτάτου δράκοντος μου έδειξες, και τούτον με τους άλλους θανατηφόρους όφεις και δαίμονας εις τας αβύσσους εβύθισας. Τώρα δε πάλιν αγαλλιασθείσα τω πνεύματι επί σοι τω Θεώ και Σωτήρι μου, ζητώ άλλην μίαν χάριν από την αγαθοτάτην του χρηστότητα, να με αξιώσης να αναγεννηθώ με το λουτρόν του αγίου σου Βαπτίσματος, δια να τελειωθώ με το ύδωρ της παλιγγενεσίας, καθώς ηγιάσθην με το αίμα της αθλήσεως, να γίνω αξία της εισόδου των Αγίων σου· ότι συ είσαι μόνος Άγιος αληθώς και εν Αγίοις αναπαυόμενος και ενδοξαζόμενος, συν τω ανάρχω σου Πατρί, και τω ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας. Αμήν». Ούτω προσηύχετο καθ’ όλην την νύκτα η Αγία εις την φυλακήν αγαλλομένη και δοξάζουσα τον Θεόν. Το δε πρωϊ καθίσας εις τον θρόνον ο έπαρχος έμπροσθεν όλου του λαού της πόλεως διέταξε και έφεραν εκεί την Μάρτυρα. Βλέπων δε ο έπαρχος όλην υγιά και φαιδράν εις το πρόσωπον, εθαύμασεν εις αυτήν και της λέγει· «Βλέπεις, Μαρίνα, πως οι μεγάλοι θεοί έχουν την φροντίδα σου, και σπλαγχνισθέντες εις το κάλλος σου σε ιάτρευσαν; Πρέπει και συ να μη φανής εις τους ευεργέτας αχάριστος, αλλά να τους δώσης αξίαν αντάμειψιν, να γίνης ιέρειά των, να θυσιάζης εις αυτούς ομού με τον πατέρα σου». Λέγει εις αυτόν η Αγία: «Εμέ δεν ιάτρευσαν οι αναίσθητοι και ανίσχυροι θεοί σου, αλλά ο αληθής και μόνος Θεός, όστις θεραπεύει ψυχάς και σώματα, τον οποίον θέλω λατρεύει πάντοτε. Τούτον πρέπει να γνωρίσης και συ και αυτόν μόνον να προσκυνής ως αθάνατον, να μισήσης δε των ειδώλων την πλάνην και ματαιότητα». Τότε προστάσσει ο τύραννος να γυμνώσουν την Αγίαν και να την κρεμάσουν εις το ξύλον, και να κατακαίουν με λαμπάδας πυρός τας πλευράς και το στήθος της. Υπέμενε δε η Αγία τας αλγηδόνας και τους πόνους ώραν πολλήν καταφλεγομένη· προσηύχετο δε με την καρδίαν ήσυχα, ευχαριστούσα τον Κύριον. Μετά ταύτα έφεραν εις το μέσον ένα μεγάλον λέβητα, τον οποίον εγέμισαν νερόν· καταβιβάσαντες δε από το ξύλον την Μάρτυρα, έδεσαν αυτήν ισχυρώς και την εβούτηξαν εις τον λέβητα κατακέφαλα, δια να πνιγή εις τα ύδατα. Αλλ’ εις μάτην εκοπίαζον οι ανόητοι, ότι όταν την εισήγον εντός εβόησε λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις έλυσας τα δεσμά του θανάτου και τους νεκρούς εξανέστησας, Συ, παντοδύναμε, επίβλεψον και εις την δούλην σου, και τα δεσμά μου διάρρηξον· ας γίνη δε τούτο το ύδωρ εις εμέ εις ζωήν αιώνιον και εις αναπλήρωσιν του επιθυμουμένου μου Βαπτίσματος, ίνα εκδυθώ τον παλαιόν και φθειρόμενον άνθρωπον και ενδυθώ τον καινόν και αθάνατον». Ούτω προσευχομένην έρριψαν την Αγίαν εις το σκεύος εκείνο του ύδατος· παρευθύς δε σεισμός μέγας εγένετο και εφάνη πάλιν η πρώτη περιστερά επάνω του ύδατος, βαστάζουσα εις το στόμα στέφανον. Αυτήν την ώραν εφάνη και ο πύρινος στύλος, επάνω δε τούτου Σταυρός κατά τον τύπον, όπως άνω εγράψαμεν. Τούτου γενομένου εξήλθεν η Αγία από τα ύδατα ελευθέρα, διότι όλα τα δεσμά της ελύθησαν, ίστατο δε με αγαλλίασιν άφραστον δοξάζουσα την Παναγίαν Τριάδα και εξ όλης ψυχής αυτήν εμεγάλυνεν, ότι εβαπτίσθη αμέσως υπ’ αυτής κατά τον πόθον της και υπερφυώς εφωτίσθη. Όχι δε μόνον τούτο το θαυμάσιον έγινε τότε εις την Αγίαν, αλλά και έτερον εξαίρετον· ήτοι εκάθησεν η περιστερά εις την κεφαλήν της Μάρτυρος, βαστάζουσα εκείνον τον αμάραντον στέφανον και λέγει προς αυτήν με φωνήν γλυκυτάτην· «Ειρήνη σοι, δούλη του Θεού· έχε θάρρος, και δέξου από την δεξιάν του Υψίστου τούτον τον ουράνιον στέφανον». Ταύτα λέγουσα η θεία περιστερά, ω του θαύματος! Αναπτερίζει τας πτέρυγας, ώσπερ να εχαίρετο εις τα τελούμενα· τότε δε πετάξασα εκάθισεν επάνω εις τον φωτοφανή εκείνον Σταυρόν και λέγει πάλιν εις επήκοον πάντων προς την Αγίαν Μάρτυρα· «Ελθέ εις τας άνω Μονάς του Παραδείσου, Μαρίνα θεόνυμφε, να απολαύσης της αφθαρσίας τον στέφανον εις τα αγαπητά του Θεού σκηνώματα, να χαίρεσαι με τους Αγίους χορεύουσα και αναπαυομένη αιώνια». Αυτήν την θείαν φωνήν ακούσαντες όλοι της πόλεως έφριξαν και επίστευσαν ευθύς εις τον Χριστόν, άνδρες ομού και γυναίκες πλήθος αμέτρητον και εβόησαν μεγαλοφώνως, ότι ήσαν έτοιμοι να λάβουν δια τον Χριστόν, τον αληθή Θεόν, θάνατον. Ακούσας ο έπαρχος ότι ωμολογούσαν τον Χριστόν Θεόν και Βασιλέα, τους δε βασιλείς και τους θεούς εβλασφήμουν και ύβριζον, επρόσταξε να θανατώσουν όσους επίστευσαν, Εκείνοι δε οι μακάριοι έτρεχον εις την σφαγήν δια τον Χριστόν εκουσίως ως πρόβατα άκακα. Εφόνευσαν δε τότε οι ανήμεροι τύραννοι άνδρας χιλιάδας δεκαπέντε, χωρίς τας γυναίκας, όπου δεν τας εμέτρησαν. Όλοι δε ούτοι βαπτισθέντες με το άγιον αίμα των, δεν εχρειάσθησαν άλλο βάπτισμα· γενόμενοι δε θυσία και ολοκαύτωμα εις τον Θεόν, απήλθον εις την αιώνιον βασιλείαν οι τρισμακάριοι. Ο δε δυσσεβής Ολύμβριος, φοβούμενος μήπως και πιστεύσουν και οι επίλοιποι της πόλεως, εάν αφήση την Αγίαν ακόμη ζωντανήν, έδωκε κατ’ αυτής και μη θέλων την δια ξίφους απόφασιν. Καθώς δε επήραν αυτήν οι δήμιοι και την ωδήγησαν εις τον τόπον της καταδίκης, όπου και το ειρημένον πλήθος απεκεφάλισαν, παρεκάλεσεν η Αγία τον δήμιον, όπου ήθελε να την φονεύση, και του λέγει· «Περίμενε ολίγην ώραν δι’ εμέ, ω τέκνον μου, να ομιλήσω προς τους παρεστώτας ολίγους λόγους, να κάμω και την προσευχήν μου και τότε να κάμης το προστασσόμενον». Ούτως είπεν, έπειτα στρέφει προς το πλήθος το πρόσωπον λέγουσα: «Παρακαλώ σας, αδελφοί και φίλοι μου, ως αναξία δούλη του Υψίστου, ακούσατε νουνεχώς την μικράν μου ταύτην παραίνεσιν. Ηξεύρετε, ότι ένας είναι μόνον ο αληθινός Θεός εν Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι θεωρούμενος και προσκυνούμενος· όστις δε πιστεύει μόνον εις αυτόν σώζεται. Λοιπόν υπερβαίνοντες πάσαν την κτίσιν των ορωμένων και νοουμένων, υψώσατε τον νουν και γνωρίσατε τον Πατέρα των φώτων και τον μονογενή Υιόν και Λόγον αυτού, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και το πανάγιον Πνεύμα· ότι αυτά τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός αιώνιος, παντοδύναμος και ακατάληπτος και ουδείς σώζεται εις άλλο όνομα». Ταύτα η Μάρτυς προς τους παρόντας ομιλήσασα, ύψωσε προς τον ουρανόν τα όμματα της διανοίας τοιαύτα λέγουσα: «Άναρχε, αθάνατε, άχρονε, άκτιστε, ακατάληπτε και ανεξιχνίαστε Κύριε, Θεέ των όλων και δημιουργέ πάσης της κτίσεως, προνοητά και σωτήρ όλων, όπου εις Σε ελπίζουσιν, ευχαριστώ σοι, όπου με έφερες εις την ώραν ταύτην και ήγγισα εις τον στέφανον της δικαιοσύνης σου. Υμνώ και ευλογώ την αναρίθμητον ευσπλαγχνίαν και φιλανθρωπίαν σου, όπου ηθέλησες να με συντάξης με τους εκλεκτούς δούλους σου. Επίβλεψον και τώρα επ’ εμέ την ταπεινήν, Δέσποτα Θεέ, Κύριε του ελέους παντοκράτωρ και παντοδύναμε, επάκουσον της προσευχής μου, και πλήρωσόν μου τα αιτήματα εις έπαινον και τιμήν και δόξαν του υπεραγίου και προσκυνητού σου ονόματος, χάρισαι την άφεσιν των αμαρτιών όλων εκείνων, όπου θέλουν οικοδομήσει Εκκλησίαν εις το όνομα της δούλης σου, να λειτουργώσιν εις αυτήν προσευχόμενοι, ή γράφουσι το μαρτύριον της αθλήσεώς μου και το αναγινώσκουσι μετά πίστεως, μνημονεύοντες το όνομα της δούλης σου και καρποφορούσι το κατά δύναμιν· όλων αυτών, λέγω, όσοι θεραπεύσουν το οικητήριον του σώματός μου, όπου εμαρτύρησε δι’ αγάπην σου, συγχώρησον τας αμαρτίας κατά το μέτρον της πίστεως αυτών· και μη εγγίση χειρ κολαστήριος, ούτ πείνα, ουδέ θανατικόν, ή άλλη βλάβη ψυχής ή σώματος. Όσοι δε θέλουν με εορτάσει δοξολογούντες μετά πίστεως και σου ζητήσουν σωτηρίαν και έλεος δια μέσου μου, χάρισαί τους εις τούτον τον κόσμον τα αγαθά σου, να πορεύωνται προς αυτάρκειαν· αξίωσον δε αυτούς και της επουρανίου βασιλείας Σου. Ότι Συ Ει μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, και των αγαθών δοτήρ εις τους αιώνας. Αμήν. Ταύτα προσευχομένης της Μάρτυρος εγένετο πάλιν σεισμός, και έπεσον κατά γης πολλοί άνθρωποι, ομοίως και ο δήμιος, όπου έμελλε να την θανατώση, έπεσεν έντρομος. Ο δε Κύριος αυτός της επαραστάθη νοητώς με πλήθος πολύ Αγίων Αγγέλων, και της λέγει· «Έχε θάρρος, Μαρίνα, και μη φοβήσαι, ότι τας προσευχάς σου επήκουσα και πάντα όσα εζήτησας επλήρωσα και θα τα αποπληρώσω κατά καιρόν, καθώς και ήτησας· τώρα δε ήλθον να αναλάβω την ψυχήν σου εις τα ουράνια· μακαρία συ, ότι δια τους αμαρτωλούς παρεκάλεσας, εφάνης ενώπιόν μου άμωμος, και εύρες χάριν εις εμέ. Δι’ αυτό πολύς έσται ο μισθός σου εις τα ουράνια». Τότε η μακαρία ενεπλήσθη χαράς πολλής και αγαλλιάσεως και λέγει εις τον δήμιον· «Τελείωσον τώρα εις εμέ εκείνο, όπου σε επρόσταξαν». Αυτός δε έτρεμε και δεν ετόλμα να σηκώση το ξίφος. Αλλ’ η Αγία τον ενεθάρρυνε και μετά βίας τον κατέπεισε και απέτεμε την μακαρίαν της κεφαλήν τη δεκάτη εβδόμη του μηνός Ιουλίου. Τότε το μεν άγιον λείψανον παρέλαβον κρυφίως οι Χριστιανοί και ενεταφίασαν αυτό εντίμως ως έπρεπεν· η δε μακαρία αυτής ψυχή απήλθεν εις την ουράνιον εύκλειαν. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Αιμιλιανός ο Άγιος Μάρτυς κατήγετο από την πόλιν Δορύστολον Μοισίας της εν τη Θράκη, ήτο δε δούλος Έλληνος τινος κατά τους χρόνους Ιουλιανού του παραβάτου και Καπετωλίνου Βικαρίου, εν έτει τξα΄ (361), σεβόμενος μεν και πιστεύων εις τον Χριστόν, αποστρεφόμενος δε τα είδωλα. Εισελθών δε ποτε ο Άγιος εν τω Ναώ των ειδώλων συνέτριψεν όλα τα είδωλα δια σφύρας, την οποίαν εκράτει εις χείρας του· πολλών δε συρομένων εις καταδίκην και δερομένων δια το συμβεβηκός τούτο, άτε αγνώστου μένοντος του αυτουργού, τούτου ένεκα αυθορμήτως παρουσιασθείς απεκάλυψεν αυτός εαυτόν ως τον δράστην της πράξεως. Όθεν συλληφθείς, ήλεγξε την αγνωσίαν του Βικαρίου, ελπίζοντος εις τα μάταια είδωλα· δια τούτο εδάρη ασπλάγχνως με βούνευρα, έπειτα ερρίφθη εις το πυρ, όπου άκαυστος διαμείνας παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβε του μαρτυρίου τον αμάραντον στέφανον. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τω Ναώ αυτού τω ευρισκομένω εις τόπον καλούμενον Ράβδος.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (19η) Ιουλίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΜΑΚΡΙΝΗΣ, αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΗ΄ (19η) Ιουλίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΜΑΚΡΙΝΗΣ, αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου.

Μακρίνα η οσιωτάτη μήτηρ ημών ήτο μεγαλυτέρα αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου, κεκοσμημένη δε ούσα με σωματικόν κάλλος και με γνώμην αγαθήν, ηρραβωνίσθη, πριν ή δε τελεσθή ο γάμος της απέθανεν ο ταύτην αρραβωνισθείς, ενώ εισέπραττε τους δημοσίους φόρους· η δε μακαρία Μακρίνα, καίτοι εζήτουν αυτήν άλλοι πολλοί εις γάμου κοινωνίαν, όμως δεν ηθέλησεν, αλλά προετίμησε μάλλον την χηρείαν και τα της χηρείας δεινά ή να δοκιμάση τας του γάμου τέρψεις και ηδονάς. Όθεν αποσπασθείσα πάσης κοσμικής συναναστροφής διέμενε μετά της μητρός της και κατεγίνετο εις την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών· πρωτότοκος δε ούσα, και επέχουσα θέσιν δευτέρας μητρός επί των εννέα άλλων αδελφών της, ανέτρεφε και επαίδευεν αυτούς. Οσίως λοιπόν και ασκητικώς διανύσασα την ζωήν της και μετά του αδελφού της θείου Γρηγορίου του Νύσσης συμφιλοσοφήσασα περί ψυχής εις αυτάς τας τελευταίας της αναπνοάς, απήλθε προς Κύριον.


Ο κατά πλάτος Βίος και πολιτεία της Οσίας μητρός ημών ΜΑΚΡΙΝΗΣ, αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου, ασκησάσης κατά το τξ΄ (360) έτος από Χριστού, συγγραφείς υπό του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης του αυταδέλφου αυτής και αποσταλείς προς Πλύμπιον Μοναχόν· ήδη δε μεταφρασθείς εις το απλούν παρά Νικοδήμου Αγιορείτου.

Το είδος του παρόντος λόγου, όσον μεν από την επιγραφήν φαίνεται, είναι επιστολή, το δε πλήθος των λεγομένων υπερβαίνει τα όρια της επιστολής, και εκτείνεται εις διήγησιν και συγγραφήν βίου, διότι ενθυμείσαι, αδελφέ Ολύμπιε, την συνομιλίαν εκείνην, την οποίαν εκάμαμεν μεταξύ μας, όταν εγώ σε συνάντησα εις την Αντιόχειαν, όπου ήθελες να υπάγης εις την Ιερουσαλήμ, δια να προσκυνήσης τους ιερούς τόπους. Αφού δε εκινήθησαν μεταξύ μας λόγοι πολλοί δια τους οποίους έδιδε τας αιτίας η ιδική σου σύνεσις, ήλθεν ο λόγος και εις ενθύμησιν της εναρέτου πολιτείας της μακαρίας Μακρίνης, της οποίας η διήγησις δεν είχε την πληροφορίαν από ακοήν άλλων, αλλά από την πείραν αυτήν και δοκιμήν, καθ’ όσον αυτή ήτο αδελφή μου από τους αυτούς γονείς γεννημένη και πρωτότοκος. Επειδή λοιπόν και συ έκρινας κέρδος ψυχής την διήγησιν ταύτην, δια να μη λησμονηθή ο Βίος της και κρυφθή από την σιωπήν ως ανωφελής, αυτή όπου ανέβη εις το άκρον της αρετής με την άσκησιν, δια τούτο νομίζω, ότι είναι καλόν να πεισθώ εις την παρακίνησίν σου, και με ολιγολογίαν να διηγηθώ τον υποδειγματικόν Βίον της, με απλήν και ανεπιτήδευτον διήγησιν. Η παρθένος αύτη ωνομάσθη από τους γονείς μας Μακρίνα και αυτό ήτο το όνομα όπου είχεν εις το φανερόν· άλλο δε όνομα είχεν εις το κρυπτόν, με το οποίον επωνομάσθη προτού ακόμη να γεννηθή, από θείαν οπτασίαν· διότι η μήτηρ ημών Αιμιλία ήτο πολλά ενάρετος, και εποθούσε να φυλάξη παρθενίαν και να διέλθη ζωήν άμεμπτον· αλλ’ επειδή έμεινεν ορφανή από πατέρα και μητέρα, και ήτο πολλά ωραία, και η φήμη του κάλλους της επαρακινούσε πολλούς να την νυμφευθούν, και ανίσως δεν ενυμφεύετο με κανένα άνδρα θεληματικώς, εκινδύνευε να πάθη κανένα σατανικόν πράγμα και να την αρπάση κανένας από εκείνους όπου ήσαν τετρωμένοι εις το κάλλος της, δια τούτο έστερξε να λάβη άνδρα τον πλέον σεμνότερον εις την ζωήν, τον Βασίλειον, λέγω, τον πατέρα μας, δια να τον έχη φύλακα της ζωής και της σωφροσύνης της. Όθεν η μήτηρ μας αύτη εις την πρώτην γέννησιν, όταν ήλθεν ο καιρός δια να γεννήση, είδεν εις τον ύπνον της, ότι εκράτει εις τας χείρας της βρέφος, την θυγατέρα της ταύτην, εκεί δε εφάνη ένας μεγαλοπρεπής άνθρωπος και την ωνόμασε Θέκλαν· λέγω εκείνην, η οποία έχει φήμην μεγάλην ανάμεσα εις τας παρθένους· αφού δε ο μεγαλοπρεπής εκείνος ωνόμασε το βρέφος Θέκλαν τρεις φοράς, έγινεν άφαντος, δίδων ευκολίαν εις την μητέρα μας δια να γεννήση· ευθύς δε όταν εξύπνησεν, εγέννησε την αδελφήν μας. Λοιπόν το όνομα τούτο της Θέκλης είχε κεκρυμμένον η αδελφή μας· εγώ όμως νομίζω, ότι εκείνος ο μεγαλοπρεπής, όστις εφάνη εις την μητέρα μας, δεν είχε σκοπόν, δια να οδηγήση την μητέρα μας εις το να την ονομάση Θέκλαν, αλλά δια να προδηλώση με το όνομα της Θέκλης την ζωήν της αδελφής μας και την ομοιότητα της προαιρέσεως όπου είχε με την παρθένον Θέκλαν. Αφού δε η Μακρίνα επέρασε την νηπιώδη ηλικίαν και ήτο επιτηδεία να μάθη εκείνα τα μαθήματα, εις τα οποία είναι δεκτική η φύσις των παιδίων, εις εκείνο το μάθημα όπου ήθελαν οι γονείς δια να μάθη, εις εκείνο επρόκοπτε και η Μακρίνα. Η δε μήτηρ μας εσπούδαζε να μανθάνη η θυγάτηρ της τα θεόπνευστα λόγια της Αγίας Γραφής και όσα είναι αρμόδια εις την ηλικίαν των παιδίων, μάλιστα δε την Σοφίαν του Σολομώντος, και όσα άλλα συντείνουσιν εις τα χρηστά ήθη της ζωής. Αλλά και τα λόγια του Ψαλτηρίου ήσαν μαθήματα της Μακρίνης, κάθε δε λόγιον του Ψαλτηρίου ελέγετο από την νέαν εις τον αρμόδιον καιρόν· δηλαδή και όταν ηγείρετο από τον ύπνον, και όταν ήρχιζε κανέν έργον και όταν το ετελείωνε, και όταν έτρωγεν άρτον, και όταν ηγείρετο από την τράπεζαν, και όταν επήγαινε δια να κοιμηθή· και πάντοτε τους ψαλμούς του Δαβίδ είχεν εις το στόμα της ως καλήν συνοδείαν. Με ταύτα και τα τοιαύτα μαθήματα ηύξανε την ηλικίαν η Οσία, αφού δε έμαθε α κατασκευάζη και ιερά εργόχειρα, έφθασεν εις το δωδέκατον έτος της ηλικίας της, εις το οποίον αρχίζει να λάμπη το άνθος της νεότητος· όθεν και ήτο άξιον θαύματος, πως και μολονότι ήτο κεκρυμμένον το κάλλος της νέας και δεν εβλέπετο, με όλον τούτο δεν ελάνθανε τους πολλούς, αλλ’ ενομίζετο, πως η Μακρίνα είχε τοιούτον κάλλος, ώστε εις όλην την πατρίδα της δεν ευρίσκετο άλλο παρόμοιον. Δια τούτο πολύ πλήθος νέων έτρεχον εις τους γονείς μας δια να την νυμφευθούν· ο δε πατήρ μας, διότι ήτο φρόνιμος και άξιος να κρίνη την καλήν γνώμην των ανθρώπων, προκρίνων ένα νέον ευγενή, προκομμένον εις την μάθησιν και λαμπρόν εις την σωφροσύνην, απεφάσισε να νυμφεύση με εκείνον την νέαν, όταν έλθη εις ηλικίαν· όθεν ο μεν νέος ετρέφετο με τας καλάς ελπίδας, ότι έχει να πάρη ως γυναίκα του την Μακρίναν, και έδιδεν εις τον πατέρα μας, ωσάν νυμφικούς αρραβώνας, την προκοπήν όπου είχεν εις τους λόγους υπερασπιζόμενος με αυτούς τους αδικουμένους, όμως ο θάνατος έκοψε τας καλάς ταύτας ελπίδας, αρπάζων αυτόν από την ζωήν ταύτην εις τον καιρόν της νεότητός του. Ήξευρε δε και η κόρη την υπόσχεσιν και απόφασιν όπου έκαμεν ο πατήρ, δια να την υπανδρεύση με αυτόν· επειδή δε ημποδίσθη η απόφασις εκείνη από τον θάνατον, δια τούτο την απόφασιν του πατρός της την ωνόμασε γάμον· ωσάν δε να είχε γίνει εμπράκτως ο γάμος, έτσι έκρινεν εύλογον να μένη εις το εξής υποκειμένη εις αυτόν, και δεύτερον να μη υπανδρευθή· όθεν και όταν οι γονείς της τής έλεγον δια γάμον, διότι την εζητούσαν πολλοί δια την ωραιότητά της, αυτή απεκρίνετο εις αυτούς, ότι ήτο άτοπον και παράνομον να μη στέργη τον γάμον, τον οποίον έλαβε πρότερον από τον πατέρα της, αλλά να ζητή άλλον, εις καιρόν δε όπου διωρίσθη εις τους ανθρώπους ένας γάμος, μία γέννησις και ένας θάνατος. Διϊσχυρίζετο δε, ότι ο άνθρωπος όπου συνηρμόσθη με αυτήν, κατά την απόφασιν των γονέων της, δεν απέθανεν, αλλά ανεχώρησεν μόνον, και είναι ζων εν τω Θεώ δια την ελπίδα της αναστάσεως και όχι νεκρός, επομένως άτοπον είναι να μη φυλάξη πίστιν και σωφροσύνην εις τον νυμφίον της, όστις ανεχώρησεν. Με τοιαύτα λόγια απεμάκρυνεν εκείνους όπου της έλεγαν δια γάμον, εστοχάσθη δε δια προφύλαξιν της καλής ταύτης αποφάσεώς της να μη χωρισθή ποτέ από την μητέρα της ουδέ στιγμήν· αύτη δε η ένωσις της Μακρίνης δεν ήτο χωρίς κέρδος δια την μητέρα της· διότι η υπηρεσία όπου της άκαμνεν ήτο αρκετή εις αυτήν, αντί πολλών υπηρετριών, εγίνετο δε αντιπληρωμή καλή και από τας δύο· ότι η μεν μήτηρ υπηρετούσε την ψυχήν της θυγατρός, η δε θυγάτηρ το σώμα της μητρός εις όλα τα χρειαζόμενα, πολλάς δε φοράς ητοίμαζε με τας ιδίας της χείρας και τον άρτον, όπου έτρωγεν η μήτηρ της· έκαμνε δε τούτο, διότι ενόμιζεν, ότι ήτο πρέπον εις το επάγγελμα της παρθενίας να καταγίνεται εις τοιαύτας ιεράς εργασίας, από τον καιρόν δε όπου της επερίσσευεν ητοίμαζε με τους ιδικούς της κόπους τον άρτον εις την μητέρα της. Όχι δε μόνον τούτο αλλά και κάθε φροντίδα της οικίας εκυβερνούσε μαζί με την μητέρα της· επειδή η μήτηρ μας είχεν εννέα τέκνα, χωρίς την Μακρίναν, τέσσαρας υιούς και πέντε θυγατέρας, και ήτο υποκειμένη εις τρεις διαφόρους εξουσιαστάς, διότι είχεν υποστατικά εις την επικράτειαν τριών εθνών. Όθεν επειδή η μήτηρ μας ήτο μοιρασμένη εις πολλά δια τας φροντίδας της οικίας (διότι είχεν αποθάνει πρωτύτερα ο πατήρ μας), εις όλας αυτάς τας φροντίδας ήτο συγκοινωνός η Μακρίνα με την μητέρα μας, και την ελάφρωνεν από τας βαρείας εργασίας, εις τον ίδιον δε καιρόν εφύλαττε και την ζωήν της καθαράν και άμεπτον με την παιδαγωγίαν της μητρός. Προς τούτοις, δια μέσου ταύτης της πολιτείας της, εγένετο παράδειγμα εις την μητέρα της, δια να μιμηθή και αυτή την ιδίαν άσκησιν και ολίγον κατ’ ολίγον την προσείλκυσεν εις την άϋλον και τελείαν ζωήν των Μοναχών. Όταν δε η μήτηρ μας ωκονόμησε τας αδελφάς καλώς και ευτάκτως, τότε εγύρισεν από τα σχολεία και ο αδελφός μας ο Μέγας Βασίλειος, πεπαιδευμένος χρόνους πολλούς εις τα μαθήματα της έξω σοφίας. Η δε θαυμαστή Μακρίνα επήρε μαζί της τούτον, και εις ολίγον καιρόν τον έφερεν εις τον σκοπόν της αληθινής φιλοσοφίας και ασκήσεως, με όλον δε όπου ήτο υψωμένος από το φρόνημα της έξω φιλοσοφίας και λαμπρός κατά την μεγαλειότητα περισσότερον από τους δυνάστας, αν και εκαταφρονούσε τα αξιώματά των, με όλον τούτο η Οσία τον έκαμε να χωρισθή από την κοσμικήν λαμπρότητα, να καταφρονήση τους επαίνους της έξω σοφίας και μαθήσεως, όπου όλοι τον εθαύμαζον, και να έλθη εις ταύτην την εργατικήν ζωήν με την τελείαν ακτημοσύνην, δια μέσου δε της ακτημοσύνης να ετοιμάση εις τον εαυτόν του ανεμπόδιστον τον δρόμον της εναρέτου πολιτείας. Αλλά τα μεν περί της ζωής του Μεγάλου Βασιλείου και τα άλλα του κατορθώματα, με τα οποία έγινεν ονομαστός εις όλην την οικουμένην, ας παραλείψωμεν τώρα, διότι χρειάζονται πολύν καιρόν δια να τα συγγράψη τις, και ας έλθωμεν εις το προκείμενον. Επειδή λοιπόν η μακαρία Μακρίνα ηλευθέρωσε τον εαυτόν της από τας φροντίδας της κοσμικής ζωής, κατέπεισε και την μητέρα της να αφήση την συνηθισμένην της ζωήν, την φανταστικήν πολιτείαν και τας υπηρεσίας όπου ελάμβανεν από τας υπηρετρίας, και να γίνη ομοία κατά το φρόνημα με τους πολλούς, να ενωθή δε και αυτή με τας παρθένους και καλογραίας εις την πολιτείαν, και τας πρώην δούλας της να τας κάμη ως αδελφάς ομοτίμους. Εδώ όμως θέλω να συνάψω μίαν διήγησιν, την οποίαν δεν αγαπώ να αφήσω, διότι δια μέσου αυτής φανερώνεται περισσότερον η υψηλή γνώμη της Οσίας. Ένας από τους τέσσαρας αδελφούς μας, ο δεύτερος από τον Μέγαν Βασίλειον, Ναυκράτιος ονόματι, διέφερεν από τους άλλους κατά τα φυσικά χαρίσματα, κατά την ωραιότητα του σώματος, κατά την δύναμιν και ταχύτητα, και κατά την επιτηδειότητα, όπου είχεν εις κάθε πράγμα. Ούτος, όταν έφθασεν εις τον εικοστόν δεύτερον χρόνον της ηλικίας του, έδωκε μεγάλην φήμην εις τας ακοάς των πολλών δια την φιλοπονίαν του, τέλος πάντων όμως καταφρονών όλα όσα είχεν εις χείρας του από θείαν πρόνοιαν, μετεχειρίσθη με μεγάλην ορμήν και προθυμίαν την ακτήμονα και ασκητικήν πολιτείαν των Μοναχών, χωρίς να έχη μαζί του άλλο τι, εκτός από τον εαυτόν του· ηκολούθησε δε εις αυτόν και ένας από τους ανθρώπους της οικίας μας, Χρυσάφιος ονομαζόμενος, διότι ήτο ηγαπημένος του Ναυκρατίου, και διότι είχε και αυτός την αυτήν αγάπην εις την μοναδικήν πολιτείαν. Επήγε λοιπόν ο Ναυκράτιος εις μίαν άκραν ερημίαν πλησίον εις τον ποταμόν Ίριδα, ευρίσκων δε ένα τόπον πυκνόν από δένδρα άγρια, και ένα ύψωμα κεκρυμμένον μέσα εις την ράχιν του βουνού, εκάθητο εις αυτό και διήρχετο την ζωήν του μακράν από τας ταραχάς των πόλεων και τας φροντίδας των κριτηρίων, υπηρετούσε δε με τας ιδίας του χείρας τους γέροντας, τους πτωχούς και τους ασθενείς, όσοι ήσαν εκεί πλησίον. Επειδή δε ήτο επιτήδειος εις το να αλιεύη ιχθύς, εξησφάλιζε την ζωοτροφίαν των ρηθέντων ασθενών, και με αυτούς τους κόπους εκαταδάμαζε την νεότητά του, εις τον αυτόν δε καιρόν υπήκουε και εις τα θελήματα της μητρός του, όταν καμμίαν φοράν ήθελε τον προστάξη εις τι με ταύτα δε τα δύο εστόλιζε την ζωήν του και επρόκοπτεν εις τας θείας εντολάς. Έπειτα από πέντε έτη όπου έκαμεν ο Ναυκράτιος εις τοιαύτην άσκησιν, ηκολούθησε μία βαρεία και λυπηρά συμφορά, από επιβουλήν, νομίζω, του διαβόλου, η οποία επροξένησε λύπην μεγάλην εις όλην μας την συγγένειαν· διότι αίφνης ηρπάγη από την ζωήν ταύτην ο αοίδιμος, χωρίς καμμίαν ασθένειαν, χωρίς κανέν άλλο φανερόν πάθος· αλλά πηγαίνων εις τον ποταμόν να αλιεύση ιχθύς, δια να θρέψη τους ασθενείς γέροντας εκείνους, όπου εγηροκομούσεν, εφέρθη εις το κελλίον του νεκρός, τόσον ο Ναυκράτιος, όσον και ο σύντροφός του Χρυσάφιος. Η δε μήτηρ των ήτο μακράν από τον τόπον εκείνον τριών ημερών διάστημα. Όταν δε έλαβε την είδησιν του θανάτου του, αν και ήτο τελεία εις την αρετήν, όμως την ενίκησε το πάθος, και από την λύπην της έγινεν άπνους και άφωνος. Τότε λοιπόν εφάνη η γενναιότης και αρετή της μεγάλης Μακρίνης· διότι αυτή ηναντιώθη εις το πάθος της λύπης με τον ορθόν λογισμόν, και τον εαυτόν της εφύλαξεν ανίκητον από την λύπην, και την ασθένειαν της μητρός μας εδυνάμωσε, και από τον βυθόν της λύπης την ανέσπασεν, επειδή εδίδαξε προς ανδρείαν την ψυχήν της με την ιδικήν της στερεάν και ανίκητον γνώμην. Δια τούτο ανέλαβεν ευθύς από το πάθος η μήτηρ μας, και δεν έπαθεν κανέν άνανδρον ιδίωμα των γυναικών, εις τρόπον ώστε να φωνάξη ή να σχίση το ιμάτιόν της από την λύπην, ή με θρηνώδεις μελωδίας να κινήση τους θρήνους· αλλά με ησυχίαν και αταραξίαν υπέμεινε την λύπην, διώκουσα την ασθένειαν της φύσεως με τους ιδικούς της ορθούς λογισμούς και με εκείνους όπου της επρόσφερεν η Μακρίνα προς παρηγορίαν του πάθους. Αφού δε έλειψαν από την μητέρα μας αι φροντίδες της ανατροφής των τέκνων της και αι μέριμναι της αποκαταστάσεώς των, τα δε υπάρχοντα διεμοιράσθησαν εις τα τέκνα της, τότε, ως προείπομεν, η ζωή της θυγατρός της Μακρίνης έγινε συμβουλή καλή και παράδειγμα εις την ασκητικήν πολιτείαν· δια τούτο άφησεν όλας τας παλαιάς συνηθείας της και έφθασεν εις τα ίδια μέτρα της ταπεινοφροσύνης της Μακρίνης, έκαμε δε τον εαυτόν της ομότιμον με τας άλλας καλογραίας. Έτρωγε και εκείνη από μίαν και την αυτήν τράπεζαν, και εκοιμάτο εις ομοίαν στρωμνήν, αλλά και εις όλα τα άλλα μετείχε παρόμοια με εκείνας· και καθώς αι ψυχαί εκείναι όπου χωρισθούν από τα σώματά των εν ταυτώ χωρίζονται και από όλας τας φροντίδας του κόσμου, τοιουτοτρόπως και η ζωή της Μακρίνης και της μητρός μας ήτο χωρισμένη από κάθε κοσμικήν ματαιότητα, και εμιμείτο την ζωήν των Αγγέλων· διότι εις την πολιτείαν των δεν εφαίνετο ούτε θυμός, ούτε φθόνος, ούτε μίσος, ούτε υπερηφάνεια, ούτε άλλο κανέν τοιούτον πάθος· ούτε ευρίσκετο εις αυτάς καμμία επιθυμία των ματαίων πραγμάτων, τιμής, λέγω, δόξης, τύφου και των άλλων ομοίων· αλλ’ η εγκράτεια ήτο εις αυτάς τρυφή· το να μη γνωρίζωνται από τινα, ήτο δόξα· πλούτος ήτο η ακτημοσύνη και το να αποτινάξουν ως μίαν κόνιν κάθε υλικόν πράγμα. Όλα τα σπουδαζόμενα έργα της παρούσης ζωής ήσαν εις αυτάς πάρεργα, έργον δε ήτο μόνον η μελέτη των θείων, η παντοτεινή προσευχή και η ακατάπαυστος ψαλμωδία, γινομένη εξ ίσου εις το διάστημα της νυκτός και εις το διάστημα της ημέρας· ώστε το αυτό ήτο εις αυτάς εργόχειρον ομού και ανάπαυσις. Τις λόγος ημπορεί να παραστήση την τοιαύτην πολιτείαν, η οποία ήτο ως ένα μεθόριον μεταξύ της ανθρωπίνης ζωής και της αγγελικής; Διότι το να ελευθερωθούν από τα ανθρώπινα πάθη η Μακρίνα και η μήτηρ μας, τούτο ήτο ανώτερον από την φυσικήν κατάστασιν των ανθρώπων, το δε να έχουν σώμα και να ζουν με τας αισθήσεις, τούτο ήτο κατώτερον από την αγγελικήν φύσιν. Τάχα δε τις ήθελε τολμήσει να ειπή, ότι ούτε κατά τούτο ήσαν κατώτεραι, διότι αν και ήσαν συνδεδεμέναι με το σώμα, όμως καθ’ ομοιότητα των ασωμάτων Αγγέλων δεν εφέροντο κάτω από το βάρος του σώματος, αλλ’ ήτο η ζωή των ανωφερής και υψηλή, συνυψουμένη με τας ουρανίους δυνάμεις. Εις τοιαύτην λοιπόν πολιτείαν παρήλθον έτη πολλά, και μαζί με τα έτη ηύξανον και αι αρεταί των και πάντοτε επρόκοπτον εις το υψηλότερον με προσθήκας νέων αρετών. Εις τον μέγαν τούτον σκοπόν της ζωής της Μακρίνης υπηρέτει εξαιρέτως ο αδελφός ημών Πέτρος, τελευταίος υιός της μητρός μας, ο οποίος, ευθύς ως εγεννήθη, ωνομάσθη και ορφανός, διότι απεβίωσεν ο πατήρ μας· αλλ’ η μεγαλυτέρα μας αδελφή Μακρίνα τον ανέθρεψε και τον επαιδαγώγησε με την υψηλοτέραν παιδαγωγίαν, διότι εγύμνασεν αυτόν από μικράς ηλικίας τόσον πολύ εις τα ιερά μαθήματα, ώστε δεν έδωκεν ευκαιρίαν εις την ψυχήν του να κλίνη εις κανέν μάταιον· αλλά έγινεν αυτή δι’ αυτόν πατήρ και διδάσκαλος και παιδαγωγός και μήτηρ, και κάθε καλού και αρετής σύμβουλος, τον κατεσκεύασε δε τοιούτον, ώστε πριν ακόμη να διέλθη την ηλικίαν των παίδων, υψώθη εις τον υψηλόν σκοπόν της ασκήσεως και έγινεν επιτήδειος εις κάθε τέχνην, ήτις ενηργείτο δια χειρός, και χωρίς να έχη κανένα οδηγόν και διδάσκαλον έμαθεν ακριβώς τέχνην και επιστήμην, τας οποίας μανθάνουν οι άλλοι με πολυκαιρίαν και κόπον. Oύτος λοιπόν ο αδελφός μας Πέτρος, καταφρονών την μάθησιν της έξω σοφίας, έχων δε την φύσιν διδάσκαλον κάθε καλού μαθήματος, βλέπων μάλιστα και προς την αδελφήν Μακρίναν ως εις παράδειγμα κάθε καλού, τόσον επρόκοψεν, ώστε δεν εφαίνετο να είναι κατώτερος εις την αρετήν από τον Μέγαν Βασίλειον. Επειδή δε και εις εκείνον τον καιρόν ηκολούθησε λιμός μέγας και πολλοί ακούοντες τας ευεργεσίας, τας οποίας έκαμνον οι τρεις ούτοι, η Μακρίνα, η μήτηρ και ο αδελφός Πέτρος, έτρεχον εις τον τόπον, όπου ησκήτευον· ο δε Πέτρος δια μέσου της οικονομικής του εφευρέσεως τόσον επλήθυνε τας τροφάς των πεινώντων, ώστε από το πλήθος των ανθρώπων, οίτινες συνέτρεχον, εφαίνετο πόλις η ερημία. Εις τούτον τον καιρόν έφθασε και η μήτηρ μας εις βαθύ γήρας, και απήλθε προς Κύριον αναπαυθείσα εις τας χείρας των δύο τέκνων της. Άξιον όμως είναι να ενθυμηθώμεν εδώ τα λόγια της ευχής, άτινα είπεν εις τα τέκνα της, όταν απέθνησκεν. Αφού ηυχήθη τα άλλα της τέκνα, όσα έλειπον, ήπλωσε τας χείρας της επάνω εις την Μακρίναν και εις τον Πέτρον, οίτινες εκάθηντο πλησίον της, το ένα τέκνον της από το δεξιόν μέρος και το άλλο από το αριστερόν και ανεβόησε προς τον Θεόν ταύτα· «Εις σε, Κύριε, αφιερώνω και την απαρχήν και το δέκατον καρπόν της κοιλίας μου· απαρχή μου είναι αυτή η πρωτότοκος θυγάτηρ μου, και δέκατος είναι ούτος ο τελευταίος υιός· εις Σε είναι αφιερωμένα από τον νόμον και τα πρωτοφανήσιμα, και τα δέκατα όλων των καρπών, και ιδικαί Σου προσφοραί και αφιερώματα είναι· λοιπόν ας έλθη ο αγιασμός και η χάρις Σου και εις την απαρχήν ταύτην, και εις το δέκατόν μου τούτο», δείξασα με τας χείρας της την Μακρίναν και τον Πέτρον. Και ταύτα λέγουσα έπαυσεν από την ευχήν ομού και από την ζωήν, αφού παρήγγειλεν εις τα τέκνα της να θάψουν το σώμα της εις το μνήμα του πατρός των. Εκείνοι δε, αφού ετελείωσαν την παραγγελίαν της μητρός των, ηγωνίζοντο εις την άσκησιν προθυμότερον, συνεριζόμενοι πάντοτε με την προτέρα ζωήν, και τα πρωτύτερά των κατορθώματα τα ενικούσαν με τα νεώτερα και θαυμασιώτερα. Εις τούτον τον καιρόν έγινεν Αρχιερεύς Καισαρείας και ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος εχειροτόνησε και τον αδελφόν μας Πέτρον πρεσβύτερον και Αρχιερέα Σεβαστείας. Όθεν από τότε και εις το εξής επερνούσεν ο Πέτρος ζωήν αγιωτέραν από την πρώτην και σεμνοτέραν, διότι με την προσθήκην της αρχιερωσύνης ηυξήθη και η άσκησίς του. Αφού δε επέρασαν οκτώ έτη, απήλθεν από τον κόσμον τούτον ο κατά πάσαν την οικουμένην ονομαστός Βασίλειος και εξεδήμησε προς Κύριον, γενόμενος κοινή υπόθεσις πένθους και εις την πατρίδα του και εις όλην την οικουμένην. Η δε αδελφή μας Μακρίνα, ακούσασα από μακρόθεν την θλιβεράν είδησιν του θανάτου του, ελυπήθη μεν κατά την ψυχήν δια την τοσαύτην ζημίαν· διότι πως ήτο δυνατόν να μη αισθανθή και εκείνη, ήτις ήτο αδελφή, το πάθος της λύπης, το οποίον και αυτοί ακόμη οι εχθροί της αληθείας το ησθάνθησαν; Όμως δεν κατέπεσε τελείως, αλλ’ υπέμεινε με γενναιότητα την συμφοράν. Και καθώς ο χρυσός δοκιμάζεται εις διάφορα χωνευτήρια, δια να καθαρισθή από κάθε ρύπον και σκωρίαν και να μείνη τελείως καθαρός, τοιουτοτρόπως και η Μακρίνα εδοκιμάσθη με τας διαφόρους προσβολάς των λυπηρών, και ανεδείχθη από κάθε μέρος το γνήσιον και ακατάσειστον της ψυχής της· πρώτον με τον θάνατον του αδελφού Ναυκρατίου, δεύτερον με τον χωρισμόν της μητρός, και τρίτον όταν εχωρίσθη από την ζωήν το κοινόν καλόν του γένους, ο Μέγας, λέγω, Βασίλειος· όθεν έμεινεν ως ένας αθλητής ακαταγώνιστος, χωρίς να καταπέση εις καμμίαν προσβολήν των συμφορών. Αφού δε ο Μέγας Βασίλειος απέθανε και παρήλθον εννέα μήνες, εσυνάχθη εις την Αντιόχειαν τοπική Σύνοδος, εις την οποίαν έλαβον μέρος και εγώ ο Γρηγόριος, και αφού διελύθη η Σύνοδος και επέστρεψαν όλοι οι Αρχιερείς έκαστος εις την επαρχίαν του, προτού να παρέλθη ο χρόνος, μου ήλθε λογισμός να υπάγω εις την αδελφήν μου Μακρίναν, επειδή επέρασεν εν τω μεταξύ πολύς καιρός, όπου δεν επήγα να την επισκεφθώ, εμποδιζόμενος από τα περιστατικά των πειρασμών, τους οποίους εδοκίμαζον από τους υπερασπιστάς της Αρειανής αιρέσεως, αριθμών δε τον καιρόν, εύρον, ότι ήσαν περασμένα οκτώ έτη, όπου δεν την επεσκέφθην. Εκίνησα λοιπόν δια να υπάγω, και αφού επεριπάτησα πολύ διάστημα οδού και ήμην μακράν από την αδελφήν έως μιας ημέρας διάστημα, είδον ένα όνειρον, το οποίον μοι εδείκνυε λυπηράς ελπίδας δια το μέλλον· διότι μου εφαίνετο εις το όνειρόν μου, ότι εκράτουν εις τας χείρας μου λείψανα Μαρτύρων, από τα οποία εξήρχετο τόση λάμψις, όση εξέρχεται από τον καθαρόν καθρέπτην, όταν τεθή απέναντι εις τον ήλιον· ώστε εξήστραπτον από την λάμψιν οι οφθαλμοί μου. Το όνειρον αυτό το είδον τρεις φοράς την αυτήν νύκτα· αλλά δεν ημπορούσα να καταλάβω τι εδηλούσε, μόνον έβλεπον μίαν λύπην εις την ψυχήν μου και επαρατηρούσα να ιδώ από τα πράγματα την έκβασιν του φανέντος ονείρου. Λοιπόν όταν έφθασα πλησίον εις το ασκητήριον της Οσίας, ηρώτησα ένα φίλον από εκείνους όπου εκατοικούσαν εκεί, πρώτον δια τον αδελφόν μας Πέτρον· επειδή δε εκείνος μου απεκρίθη, ότι ο Πέτρος είχε τάσσαρας ημέρας όπου εξήλθε δια να έλθη προς ημάς, ενόμισα ότι επήγεν από άλλην οδόν και δια τούτο δεν μας απήντησεν· έπειτα ηρώτησα και δια την μεγάλην Μακρίναν πως έχει, μαθών δε ότι ευρίσκεται εις ασθένειαν, έτρεχα την οδόν ταχέως· διότι ετάρασσε την ψυχήν μου λύπη και φόβος δια το μέλλον. Όταν δε εγώ έφθασα εις το ασκητήριον της Οσίας και ο λόγος ηκούσθη εις την αδελφότητα, ότι επήγα, τότε οι μεν ασκηταί άνδρες εξήλθον και με προϋπάντησαν· ότι τοιαύτην συνήθειαν έχουν να προϋπαντούν τους φίλους· ο δε χορός των ασκητριών εστέκετο με ευκοσμίαν εις την Εκκλησίαν και με επερίμενον. Αφού εμβήκαν εις την Εκκλησίαν και έλαβε τέλος η συνήθως γινομένη εις τοιαύτας περιστάσεις ευχή και ευλογία, αι μεν καλογραίαι έκλιναν τας κεφαλάς ευσχημόνως και ανεχώρησαν, εγώ δε στοχαζόμενος, ότι δεν ήτο μαζί με εκείνας η Καθηγουμένη τούτων Μακρίνα, έλαβα οδηγόν και επήγα εις το κελλίον της· εκείνη δε από την ασθένειαν ήτο κατάκοιτος, αναπαυομένη όχι επάνω εις κλίνην ή στρώμα, αλλά κατά γης, επάνω εις μίαν σανίδα όπου είχε κάτω από τον σάκκον της· είχε και άλλην σανίδα κατεσκευασμένην με λοξόν σχήμα αντί προσκεφαλαίου, και εστήριζεν επάνω την κεφαλήν της και τον λαιμόν της. Καθώς δε με είδεν όπου επήγα πλησίον εις την θύραν, ηγέρθη και ακούνβησεν επάνω εις τον αγκώνα των χειρών της, αλλά δεν ηδυνήθη να έλθη προς εμ΄ς, διότι ήτο αποκαμωμένη η δύναμίς της από τον πυρετόν, στηρίξασα δε επάνω εις την γην τας χείρας της όσον ηδύνατο, εξήλθεν από την χαμαικοιτίαν της, και με αυτό επλήρωσε την δεξίωσιν της ιδικής μου υπαντήσεως. Τότε εγώ έτρεξα ευθύς και βάλλων τας χείρας μου υποκάτω από το πρόσωπόν της, όπερ ήτο κεκλιμένον χαμαί, την ήγειρα πάλιν και την έβαλα εις το συνειθισμένον σχήμα, με το οποίον έκειτο· εκείνη δε απλώσασα τας χείρας της εις τον Θεόν, είπε· «Και αυτήν την χάριν, Κύριέ μου, την επλήρωσας εις εμέ, και δεν με εστέρησας από την επιθυμίαν μου· ότι εκίνησας τον δούλον σου εις επίσκεψιν της παιδίσκης σου». Πλην δια να μη προξενήση εις εμέ καμμίαν λύπην εκράτησε τον στεναγμόν της, και εβιάζετο να κρύψη από εμέ την θλίψιν της καρδίας της. Ήρχισε τότε να λέγη λόγους χαρμοσύνους και με εχαροποιούσε με τας ερωτήσεις της. Αλλ’ επειδή και παρενέπεσε λόγος δια τον Μέγαν Βασίλειον, παρευθύς η ιδική μου καρδία εθλίβη και το πρόσωπόν μου εσκυθρώπασεν· η δε μακαρία Μακρίνα τόσον μακράν ήτο από το να συλλυπηθή με εμέ, ώστε από την ενθύμησιν του Αγίου έλαβεν αφορμήν περισσοτέρας μεγαλοψυχίας και εφιλοσόφησε πολλά δια την ανθρωπίνην φύσιν, φανερώνουσα την θείαν οικονομίαν, ήτις είναι κεκρυμμένη μέσα εις τα λυπηρά· τόσα δε είπε περί της μελλούσης ζωής, ως φωτισμένη από το Πνεύμα το Άγιον, ώστε μοι εφαίνετο, ότι υψώθη ο νους μου με τα λόγια της, και εβγαίνων από την ανθρωπίνην φύσιν εμβήκα έως μέσα εις τα ύδατα των ουρανών, οδηγούμενος από τους λόγους της. Καθώς δε ακούομεν δια τον Ιώβ, ότι εις το σώμα είχε τους πόνους, ο δε νους του δεν ημποδίζετο από την ιδικήν του ενέργειαν, ουδέ απέκοπτε τον λογισμόν του από το να θεωρή τα υψηλότερα, τοιούτον πράγμα έβλεπον εις εκείνην την μακαρίαν, διότι αν και η θέρμη κατεξήρανεν όλην την δύναμίν της και την ωθούσεν εις τον θάνατον, αυτή όμως αναψύχουσα ως με δρόσον το σώμα της είχεν ανεμπόδιστον τον νουν της εις την θεωρίαν των υψηλών, χωρίς να βλάπτεται τελείως από την ασθένειαν. Αν ο λόγος δεν εξετείνετο εις μήκος πολύ, ήθελον διηγηθή όλα καθεξής· πως δηλαδή υψώθη η αοίδιμος με την ομιλίαν και εφιλοσόφησε περί της ψυχής και περί της δια σαρκός ζωής· δια ποίαν αιτίαν έγινεν ο άνθρωπος· πως έγινε θνητός· πόθεν έγινεν ο θάνατος· και πως πάλιν επαναστρέφει από τον θάνατον εις την ζωήν· τα οποία διηγείτο με κάθε ευκολίαν, διότι εφωτίζετο από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, έτρεχε δε ο λόγος από το στόμα της καθώς τρέχει το νερόν από την βρύσιν. Όταν ετελείωσεν η ομιλία είπεν εις εμέ· «Καιρός είναι, αδελφέ, να αναπαύσης ολίγον το σώμα σου, το οποίον είναι κεκοπιασμένον από την οδοιπορίαν». Εγώ δε, αν και ησθανόμην ανάπαυσιν μεγάλην και αληθινήν με το να βλέπω αυτήν και να ακροάζωμαι τα μεγάλα της λόγια, αλλ’ επειδή αυτό ήτο αρεστόν εις αυτήν, δια να φανώ ότι κατά πάντα πείθομαι εις την διδάσκαλον, επήγα με οδηγόν μέσα εις ένα κήπον όπου ήτο εκεί πλησίον, ένθα ευρών ητοιμασμένην και χαριεστάτην κατοικίαν, ανεπαυόμην υποκάτω εις την σκιάν των αναδενδράδων· όμως δεν ήτο δυνατόν να αισθανθώ την ευφροσύνην εκείνην, διότι η ψυχή μου εθλίβετο από την ελπίδα των λυπηρών· επειδή το όνειρον, όπου είδον, εφαίνετο, ότι εδηλοποιείτο δια μέσου των πραγμάτων· διότι το προκείμενον θέαμα της μακαρίας εφαίνετο, κατά την αλήθειαν, ως λείψανα Αγίου Μάρτυρος, τα οποία ήσαν νενεκρωμένα δια του Αγίου Πνεύματος, όπου εκατοικούσεν εις αυτά. Εις καιρόν λοιπόν όπου εγώ ήμουν σκυθρωπός δια την ανάμνησιν των λυπηρών, δεν ηξεύρω πως εστοχάσθη η Οσία τους λογισμούς μου, και έστειλε μήνυμα χαροποιόν εις εμέ, προστάζουσα να ευθυμώ και να έχω δι’ αυτήν καλλιτέρας ελπίδας· ότι ησθάνθη ότι έγινε καλλίτερα· αυτά δε δεν τα έλεγε δια να με γελάση, αλλά ήσαν αληθινά, αν και εγώ τότε δεν τα εκατάλαβα, διότι τη αληθεία έτσι ακολουθεί· καθώς ένας δρομεύς όπου τρέχει και περάση τον αντίπαλόν του και φθάση πλησίον εις το τέλος του δρόμου, όταν πλησιάση να λάβη το χάρισμα, να ιδή τον στέφανον της νίκης, τότε χαίρεται αυτός εις τον εαυτόν του, ως να το έλαβε, μηνύει δε με χαράν την νίκην εις τους φίλους του, τοιουτοτρόπως και η μακαρία εκείνη, από τοιαύτην διάθεσιν κινουμένη, εμήνυσεν εις εμέ να ελπίζω δι’ αυτήν τα καλλίτερα, διότι έβλεπε τότε προς το βραβείον της άνω κλήσεως και σχεδόν έλεγεν εκείνο το λόγιον του θείου Αποστόλου Παύλου· «Απόκειταί μοι λοιπόν ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει μοι ο δίκαιος κριτής· επειδή τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα». Εγώ λοιπόν, επειδή εχαροποιήθηκα από το χαροποιόν μήνυμα, απήλαυσα από τα φαγητά όπου είχον ητοιμασμένα, τα οποία ήσαν διάφορα και νόστιμα, διότι η σπουδή της Μακρίνης τοιουτοτρόπως εσυγκατέβη έως και εις την ετοιμασίαν των φαγητών μου. Αφού δε εγώ ανεπαύθην, πάλιν με εκάλεσε και ήρχισε να ενθυμήται τας πράξεις όπου έκαμεν εκ νεότητός της και να τας διηγήται καταλεπτώς· ομοίως διηγείτο και τα έργα των γονέων μας, όσα ενεθυμείτο και όσα ηκολούθησαν πρωτύτερα από την ιδικήν μου γέννησιν, και την μετά ταύτα ζωήν μου· σκοπός της δε ήτο με την διήγησιν ταύτην να προσφέρη ευχαριστίαν εις τον Θεόν δι’ όλα διότι διηγείτο την ζωήν των γονέων μας, όχι ότι ήτο τόσον λαμπρά εις τους τότε καιρούς, αλλά πως ηυξήθη και εμεγαλύνθη από την φιλανθρωπίαν του Θεού· επειδή οι πρόγονοι του πατρός μας, διότι ωμολόγησαν τον Χριστόν, εστερήθησαν τα υπάρχοντά των, ο δε προπάτωρ της μητρός μας εθανατώθη από αγανάκτησιν βασιλικήν, και οι γονείς μας έμειναν ξένοι από τα υπάρχοντα των γονέων των, με όλον τούτο ο Βίος και ο πλούτος των γονέων μας τόσον ηυξήθη, δια μέσου της πίστεως όπου είχαν εις τον Θεόν, ώστε εις τους καιρούς των δεν ήτο άλλος πλέον ονομαστότερος από αυτούς· και πάλιν η περιουσία των εμοιράσθη εις τόσα μέρη, όσα ήσαν τα τέκνα των, και ο Θεός με την ευλογίαν του τόσον επλήθυνε τα υπάρχοντα του κάθε παιδίου, ώστε η περιουσία του καθενός υπερέβαινε την περιουσίαν των γονέων μας. Έλεγε δε και τούτο η μεγάλη, ότι από όσα υπάρχοντα έλαβεν εις το μερίδιόν της, δεν εκράτησε τίποτε, αλλά τα έδωκεν εις τον αδελφόν Πέτρον, δια να τα οικονομήση, κατά την εντολήν του Θεού· όμως ο Βίος της έγινεν τοιούτος από την ευλογίαν του Θεού, ώστε τα χέρια της δε έπαυαν από το να δουλεύουν κατ’ εντολήν, και ούτε προς άνθρωπον απέβλεψε ποτέ, ούτε με ευεργεσίαν και ελεημοσύνην ανθρώπων ωκονόμησε τας αναγκαίας χρείας της ζωής της· αλλά ούτε απεδίωξε καμμίαν φοράν τους αδελφούς όπου εζητούσαν έλεος χωρίς να τους δώση ούτε εζήτησεν από τους φιλοχρίστους, όπου εμοίραζαν ελεημοσύνην επειδή και ο Θεός ηύξανε κρυφίως, ως σπέρματα, το ολίγον εργόχειρον όπου εδούλευε και το επλήθυνε, με την ευλογίαν του, εις πολύν καρπόν. Επειδή δε ήρχισα και εγώ να διηγούμαι τους κόπους όπου εδοκίμαζα, πρότερον μεν δια τον διωγμόν όπου έκαμνεν ο βασιλεύς Ουάλης, ως Αρειανός, εις την ορθοδοξίαν, ύστερον δε δια την σύγχυσιν και ταραχήν των Εκκλησιών του Χριστού, η οποία μας εκαλούσεν εις αγώνας και πόνους, μου είπεν η μεγάλη· «Δεν παύεις από το να φαίνεσαι αχάριστος εις τα καλά όπου σου εχάρισεν ο Θεός; Δεν διορθώνεις την αχαριστίαν σου; Δεν διωρθώνεις την γνώμην σου; Δεν συγκρίνεις τα καλά των γονέων σου με τα ιδικά σου; Ναι, πολύς εις την μάθησιν ενομίζετο ο πατήρ μας, και μεταξύ εις τους άλλους ρήτορας ήτο ο πρώτος, όμως η φήμη του δεν επέρασε πέραν από την πατρίδα μας· αλλά εσύ έγινες ονομαστός εις πολιτείας και δήμους και έθνη· αι δε Εκκλησίαι του Θεού στέλλουν και σε καλούν, δια να τας συμβοηθήσης και να τας διορθώσης, δεν στοχάζεσαι την χάριν ταύτην; Ουδέ ηξεύρεις την αιτίαν των τόσων αγαθών πόθεν είναι; Δια να ευχαριστήσης τον Θεόν, όπου δια των ευχών των γονέων μας σε ανεβίβασεν εις το ύψος αυτό· διότι εσύ από τον εαυτόν σου δεν είχες εις τούτο καμμίαν δύναμιν». Ταύτα μεν έλεγεν εκείνη, εγώ δε επεθύμουν να εκταθή περισσότερον η ημέρα, δια να μη παύση η μακαρία από το να καταγλυκαίνη τας ακοάς μου με τα λόγια της· αλλ’ επειδή και η φωνή των ψαλλόντων μας εκάλεσεν εις τον εσπερινόν, εγώεπήγα εις την Εκκλησίαν και εκείνη πάλιν ανεχώρησε προς τον Θεόν δια μέσου της προσευχής· ούτω παρήλθεν η νύκτα, και όταν ήλθεν η ημέρα, εγώ μεν επροστοχαζόμην από τα σημεία όπου έβλεπα, ότι η ημέρα εκείνη ήτο το έσχατον τέλος της ζωής της, διότι κατέστρεψεν ο πυρετός όλην την δύναμιν του σώματός της, εκείνη δε διότι προέβλεπε την ασθένειαν των λογισμών μου, εμεθοδεύετο να με εξαγάγη από τας λυπηράς ελπίδας, και με λεπτόν και στενόν ανασασμόν διεσκόρπιζε την λύπην της ψυχής μου με τα καλά της λόγια. Με όλα ταύτα η ψυχή μου ελάμβανε διάφορα πάθη· κατά φυσικόν δε τρόπον έκλινεν εις λύπην, καθώς ήτο πρέπον, διότι δεν υπήρχε πλέον ελπίς να ακούση άλλην φοράν την φωνήν της, αλλά μετ’ ολίγον έμελλε να εξέλθη από την ζωήν ταύτην το κοινόν καύχημα της γενεάς μας. Πάλιν κατά άλλον τρόπον εξεπλήττετο η ψυχή μου από την χαράν, στοχαζομένη από εκείνα όπου έβλεπα, ότι η αδελφή μου υπερέβη κατά αλήθειαν την κοινήν φύσιν και έγινεν υπέρ φύσιν. Διότι έβλεπα την μακαρίαν εκείνην, όπου έφθασεν εις τας τελευταίας αναπνοάς, και δεν εδειλίασε τελείως τον χωρισμόν της ζωής, ουδέ έπαθε καμμίαν αλλαγήν, δια την ελπίδα του θανάτου της· αλλά εφιλοσοφούσε με υψηλήν διάνοιαν έως εσχάτης αναπνοής περί της μοναδικής πολιτείας. Δια τούτο φαίνεταί μοι, ότι τότε εφανέρωσεν εις τους παρόντας τον θεϊκόν έρωτα, όπου έκρυπτε μέσα εις τα βάθη της ψυχής της, προς τον αόρατον νυμφίον Χριστόν, και πόσον πόθον είχε να ελευθερωθή από τα δεσμά του σώματος, δια να φθάση το ταχύτερον προς τον ποθούμενον Ιησούν και να ενωθή με Αυτόν. Και της μεν ημέρας εξωδεύθη το περισσότερον μέρος, ο δε ήλιος έφθανεν εις την δύσιν, της δε μακαρίας η προθυμία δεν ητόνιζε τελείως· αλλά τόσον περισσότερον έτρεχε προς τον ποθούμενον με θερμοτέραν ορμήν, βλέπουσα καθαρώτερα του Νυμφίου της το κάλλος· όθεν δεν εκοίταζε πλέον εις εμέ, αλλά προς Αυτόν ητένιζεν ακλινώς· διότι η κλίνη της έβλεπε προς ανατολάς· τότε άφησε πλέον την συνομιλίαν όπου έκαμνε με εμέ, και ωμιλούσεν εις το εξής με τον Θεόν δια μέσου της προσευχής, και τον επαρακαλούσεν υποψιθυρίζουσα με λεπτήν φωνήν, τόσον όπου ήκουον ολίγον τα λόγια της, τα οποία ήσαν ταύτα. «Συ, Κύριε, έλυσας δια χάριν μας του θανάτου τον φόβον· συ έκαμες αρχήν αληθινής ζωής το τέλος της παρούσης ζωής· συ προς καιρόν αναπαύεις τα σώματά μας με τον ύπνον του θανάτου, και πάλιν μας εξεγείρεις με την τελευταίαν σάλπιγγα· συ δίδεις εις την γην, ως παρακαταθήκην, την ιδικήν μας γην, ήτοι το σώμα, το οποίον με τας ιδικάς σου χείρας εμόρφωσας· πάλιν δε λαμβάνεις από την γην, εκείνο όπου της έδωκας, και μεταμορφώνεις με αφθαρσίαν και χάριν το θνητόν και άσχημον σώμα μας· συ μας ηλευθέρωσας από την κατάραν και από την αμαρτίαν, γενόμενος δια την αγάπην μας κατάρα και αμαρτία· συ συνέτριψας τας κεφαλάς του δράκοντος, όστις δια της παρακοής κατέπιε τον άνθρωπον· συ μας ήνοιξας οδόν εις την ανάστασιν, και συντρίβων τας θύρας του Άδου κατήργησας τον έχοντα το κράτος του θανάτου, ήτοι τον διάβολον· συ έδωκας σημείον εις εκείνους όπου σέβονται τον τύπον του τιμίου σου Σταυρού, εις αφανισμόν του εχθρού και εις υπεράσπισιν της ιδικής μας ζωής. Εις εσέ, Θεέ μου, ερρίφθην εκ κοιλίας μητρός μου και σε ηγάπησεν η ψυχή μου εξ όλης μου της δυνάμεως, και εις εσέ αφιέρωσα και το σώμα και την ψυχήν μου εκ νεότητός μου και μέχρι του νυν· συ παράστησόν μοι Άγγελον φωτεινόν, δια να με οδηγήση εις τον τόπον της αναπαύσεως, εις τους κόλπους των Αγίων Πατέρων μας. Συ όπου εμπόδισας την φλογίνην ρομφαίαν και αποκατέστησας εις τον Παράδεισον τον ληστήν άνθρωπον, όπου εσταυρώθη μαζί με Εσέ, και έπεσεν υποκάτω εις τους οικτιρμούς σου, μνήσθητι και εμού εν τη βασιλεία σου· και εγώ εσταυρώθην μαζί με εσέ, καρφώσασα από τον φόβον σου τας σάρκας μου, και φοβηθείσα από των κριμάτων σου· ας μη με χωρίση από τους εκλεκτούς σου το φοβερόν χάσμα, μηδέ ας αντισταθή εις τον δρόμον μου ο φθονερός διάβολος, μηδέ ας ευρεθή έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς σου η αμαρτία μου, είτε έσφαλα δια την ασθένειαν της φύσεώς μας με λόγον ή με έργον ή με λογισμόν· συ, ο έχων εξουσίαν αφιέναι αμαρτίας, συγχώρησόν μοι, ίνα αναψύξω και ευρεθώ ενώπιόν σου, όταν εκδυθώ το σώμα τούτο, χωρίς να έχω κανένα μολυσμόν εις την μορφήν της ψυχής μου· αλλά ας προσδεχθή η ψυχή μου από τας χείρας σου καθαρά και άμωμος, ως θυμίαμα ενώπιόν σου». Ταύτα λέγουσα έκαμε και το σημείον του Σταυρού εις τους οφθαλμούς της, εις το στόμα της και εις την καρδίαν της· έπειτα, επειδή εκαταφρυγανίσθη η γλώσσα της από την θέρμην, δεν ημπορούσε πλέον να καθαρίση τον λόγον· αλλά και η φωνή της απέκαμε, με μόνον δε το άνοιγμα των χειλέων της και με την κίνησιν των χειρών της εκαταλαμβάνομεν ότι προσεύχεται. Επάνω εις ταύτα έφθασε και η εσπέρα και όταν έφεραν φως ήνοιξεν η μακαρία μίαν φοράν τους οφθαλμούς της και είδε το φως, εφαίνετο δε πως είχε προθυμίαν να ειπή την συνειθισμένην εσπερινήν ευχαριστίαν, αλλά με το να εχάθη πλέον η φωνή της, ευχαριστούσε με την καρδίαν και με την κίνησιν των χειρών της, μαζί δε με την καρδίαν εκινούντο και τα χείλη της. Όταν ετελείωσε την ευχαριστίαν, έκαμε τον τύπον του Σταυρού επάνω εις το πρόσωπόν της· έπειτα επήρε μίαν μεγάλην και βαθείαν αναπνοήν και ετελείωσε την ζωήν της. Τότε ενεθυμήθην εγώ την εντολήν, όπου μου έδωκε την πρώτην φοράν όπου την αντάμωσα, δια να βάλω τας χείρας μου επάνω εις τους οφθαλμούς της, όταν αποθάνη, και να τους κλείσω, κατά την συνήθειαν των νεκρών, να ενταφιάσω δε το λείψανόν της καθώς πρέπει· όθεν έβαλον την χείρα μου επάνω εις το άγιόν της πρόσωπον, όσον μόνον δια να φανώ πως κάμνω την εντολήν της, επειδή οι οφθαλμοί της μακαρίας δεν εχρειάζοντο δια να κλεισθούν από τινα, διότι εκλείσθησαν μόνοι των από τα βλέφαρα, με μεγάλην ευκοσμίαν, καθώς καλύπτονται εις τον φυσικόν ύπνον· ομοίως και τα χείλη της εσφαλίσθησαν προσφυέστατα, αι χείρες της ηπλώθησαν με σεμνοπρέπειαν επάνω εις το στήθος της και όλη η θέσις του σώματός της ηρμόσθη ευσχημόνως αφ’ εαυτού της και δεν εχρειάζετο χειρ ανθρώπου να την ευκοσμήση. Εγώ λοιπόν από δύο μέρη έγινα παράλυτος από το πάθος της λύπης, από το λείψανον, όπου έβλεπον, και από τους θρήνους των παρθένων· πλην τότε εκείναι εβάστασαν ολίγον την λύπην των με ησυχίαν και απέπνιξαν την προς τα έξω ορμήν των θρήνων, από τον φόβον όπου είχαν εις αυτήν· διότι και με όλον όπου εσιωπούσε το πρόσωπον της Ηγουμένης, με όλον τούτο εφοβούντο την επιτίμησιν, να μη ακουσθή από αυτάς μεγάλη φωνή έξω από την διάταξίν της, και λυπήση και νενεκρωμένην την διδάσκαλον αυτών· αλλά δεν ηδυνήθησαν πλέον να κρατήσουν με ησυχίαν την λύπην, διότι εκατάκαιε κρυφά μέσα τας ψυχάς των ως φωτιά το πάθος. Έξαφνα λοιπόν ακούεται ένας ήχος πικρός και ακράτητος από αυτάς, τόσον όπου και εγώ δεν ημπόρεσα να κρατήσω πλέον τον λογισμόν μου, αλλά το πάθος της λύπης, ως ένας χειμερινός ποταμός, έπνιξεν αυτόν όλον και δεν εσυλλογίσθην εκείνα όπου είχον εις χείρας μου, αλλά εδόθην όλως δι’ όλου εις τους θρήνους, νομίζων ότι ήτο εύλογος η αιτία, δια την οποίαν εθρηνούσαν αι Μοναχαί. Διότι δεν εθρηνούσαν δια την στέρησιν της συνηθισμένης σωματικής προνοίας της Οσίας ουδέ δια κανέν άλλο τέλος κοσμικόν, δια το οποίον λυπούνται οι κοσμικοί εις τους θανάτους των συγγενών των, αλλά διότι εστερήθησαν την κατά Θεόν ελπίδα και σωτηρίαν των ψυχών αυτών, δια τούτο έκλαιον και ωδύροντο και εφώναζον μετά δακρύων ταύτα· «Εσβέστη ο λύχνος των οφθαλμών μας, εσβέστη από ημάς το φως της οδηγίας των ψυχών μας· εσηκώθη από ημάς η σφραγίς της αφθαρσίας μας· εκόπη ο δεσμός της σωφροσύνης μας· συνετρίβη το στήριγμα των αδυνάτων· εκλείπει η ιατρεία των ασθενών· εις τας ημέρας τας ιδικάς σου, ω καλή μας διδασκάλισσα, και αυτή η νύκτα εφαίνετο ως ημέρα με το να εφωτίζετο από την καθαράν σου ζωήν· αλλά τώρα και αυτή η ημέρα θέλει μεταστραφή εις νύκτα και σκότος». Περισσότερον δε από τας άλλας εθρηνούσαν εκείναι, όπου την ωνόμαζον μητέρα αυτών και τροφόν. Αυταί ήσαν εκείναι αι Μοναχαί, τας οποίας εύρεν η μεγάλη ερριμμένας εις την οδόν, εις τον καιρόν της πείνης, και τας έλαβε και τας ανέθρεψε και τας ωδήγησεν εις την άφθορον ζωήν των παρθένων. Αλλά μετ’ ολίγον, καθώς εθεώρησα εις την αγίαν εκείνην κεφαλήν του νεκρού λειψάνου, ως να επετιμήθην από αυτήν δια την αταξίαν και ταραχήν των θρήνων, ευθύς ανέβασα τον λογισμόν μου, ως από κανένα βυθόν της θαλάσσης, και εφώναξα προς τας παρθένους· «Κοιτάξατε εις την διδάσκαλον, και ενθυμηθήτε τας παραγγελίας της, με τας οποίας εδιδάχθητε να φυλάττετε κάθε ευταξίαν εις όλα τα πράγματα· η θεία εκείνη ψυχή μας εδίδαξε να θρηνώμεν ένα καιρόν μόνον, όταν προσευχώμεθα εις τον Θεόν· τούτο είναι συγκεχωρημένον και τώρα να κάμωμεν και να μεταβάλωμεν τας θρηνώδεις φωνάς εις ψαλμωδίαν κατανυκτικήν». Αυτά έλεγον με μεγάλην φωνήν δια να νικήση η φωνή μου τας φωνάς των θρήνων εκείνων· έπειτα επαρακίνησα τας παρθένους να υπάγουν εις το κελλίον όπου ήτο πλησίον, και να μείνουν ολίγαι από αυτάς, όσας εδέχετο η μακαρία, όταν εζούσε, να την υπηρετούν. Εις αυτάς ήτο και μία γυναίκα, Ουετιανή καλουμένη, ονομαστή εις τον πλούτον, εις την ευγένειαν και εις την ωραιότητα, η οποία υπανδρεύθη με ένα αξιωματικόν, εις ολίγον δε καιρόν εχήρευσε και έκαμε φύλακα και παιδαγωγόν της χηρείας της την Μεγάλην Μακρίναν, τον περισσότερον δε καιρόν συνανεστρέφετο με τας παρθένους και εδιδάσκετο από αυτάς την ενάρετον πολιτείαν. Εις αυτήν λοιπόν είπον εγώ, ότι τώρα δεν είναι εμποδισμένον το να βάλωμεν εις το ιερόν λείψανον κάποιον φαιδρόν στολισμόν, και να κοσμήσωμεν το καθαρόν εκείνο σώμα με λαμπρά σινδόνια· η δε Ουετιανή είπεν ότι πρέπει να μάθωμεν, ανίσως και η Οσία έκρινεν εύλογον να γίνη τούτο εις αυτήν· διότι είναι πρέπον να κάμωμεν εκείνο όπου της αρέσκει· ότι εκείνο όπου είναι ευάρεστον εις τον Θεόν, είναι και εις αυτήν ευάρεστον και επιθυμητόν. Ήτο δε μία παρθένος πρώτη από όλον τον χορόν των άλλων, διάκονος κατά τον βαθμόν, Λαμπαδία ονομαζομένη, αυτή δε ήξευρε με ακρίβειαν εκείνο, όπου παρήγγειλεν η Οσία δια την ταφήν της· και ερωτών αυτήν εγώ περί τούτου, μου απεκρίθη μετά δακρύων· «Εις την Αγίαν στολισμός ήτο η καθαρά ζωή· αυτό ήτο το εγκαλλώπισμά της, όταν εζούσε· αυτό ας είναι και τώρα εντάφιον εις τον θάνατόν της· εκείνα δε όπου αποβλέπουν εις καλλωπισμόν σώματος, ούτε εις την ζωήν της τα εδέχθη, ούτε τα εφύλαξε δια να έχη τώρα εις την ταφήν της· ώστε και αν θελήσωμεν να κάμωμεν τι περισσότερον εις το λείψανόν της, δεν έχομεν την ετοιμασίαν αυτήν και τον τρόπον». Εγώ δε την ηρώτησα· «Δεν έχετε φυλαγμένα τίποτε από εκείνα, όπου ημπορούν να στολίσουν το λείψανόν της»; Και εκείνη απεκρίθη· «Τι να έχωμεν φυλαγμένον; Ιδού έχεις εδώ όλα τα φυλαγμένα πράγματά της. Ιδού το ιμάτιόν της. Ιδού το σκέπασμά της. Ιδού τα τετριμμένα υποδήματα των ποδών της· αυτός είναι ο πλούτος της· αυτή είναι η περιουσία της· έξω από αυτά, όπου βλέπεις, δεν έχει άλλο τίποτε κεκρυμμένον ούτε εις κιβώτιον, ούτε εις κελλίον· αυτή μίαν αποθήκην ήξευρε του ιδικού της πλούτου, τον ουρανόν· όθεν εκεί τα απεθησαύρισεν όλα και δεν άφησε τίποτε εις την γην». Εγώ δε προς ταύτα είπον· «Ανίσως και εγώ προσφέρω κανέν από εκείνα, όπου έχω φυλαγμένα εις την ταφήν της, είναι τάχα αρεστόν εις αυτήν»; Εκείνη μου είπεν· «Βέβαια και ζωντανή αν ήτο η Αγία ήθελε δεχθή την προσφοράν ταύτην, τόσον δια την αρχιερωσύνην όπου έχεις, όσον και δια την αδελφικήν συγγένειαν της φύσεως, και δεν ήθελε νομίσει ως ξένον το δώρον του αδελφού της· επειδή δια τούτο επρόσταξε να ενταφιασθή το σώμα της με τας ιδικάς σου χείρας». Με το να εσυγχωρήθημεν λοιπόν να περιστείλομεν το άγιον λείψανον με τα ιδικά μου, επρόσταξα έναν άνθρωπόν μου και έφερεν ένα φόρεμα δια να ενδύσωμεν το λείψανον· η δε Ουετιανή, περιστέλλουσα με τας χείρας της την ιεράν κεφαλήν της Οσίας, έβαλε το χέρι της εις τον λαιμόν και λέγει προς εμέ· «Ιδού ο περιδέραιος στολισμός όπου είναι κρεμασμένος από τον λαιμόν της». Λύσασα δε τον δεσμόν από οπίσω, μου έδειξεν ένα Σταυρόν σιδηρούν, και ένα δακτυλίδιον σιδηρούν, τα οποία ήσαν δεμένα με νήμα λεπτόν, και εκρέμαντο επάνω εις την καρδίαν της. Και εγώ είπον· «Ας γίνη κοινόν αυτό το απόκτημα· και συ έχε τον Σταυρόν εις φυλακτήριόν σου, εις εμέ δε είναι αρκετή η κληρονομία του δακτυλιδίου». Επάνω δε εις την σφραγίδα του δακτυλιδίου ήτο χαραγμένος Σταυρός, ο οποίος εφανέρωνε το τίμιον ξύλον του Σταυρού, όπου ήτο κεκρυμμένον μέσα εις την σφραγίδα, καθώς μου είπεν η Ουετιανή, όπου το ήξευρεν. Επειδή δε και ήτο καιρός να ενδυθή το καθαρόν σώμα με το φόρεμα, η δε μακαρία έδωκεν εις εμέ εντολήν να υπηρετήσω εις τούτο, εξετέλουν το πρόσταγμα· ήτο δε εκεί η προαναφερθείσα Ουετιανή και μου εσυμβοηθούσε και ενέδυον το ιερόν λείψανον με το φόρεμα· τότε μου είπεν εκείνη· «Μη αφήσης αθεώρητον το μεγάλον θαύμα όπου έκαμεν η Αγία». Παρευθύς δε εγύμνωσε μέρος τι από το στήθος της, και φέρουσα τον λύχνον πλησιέστερα εις το μέρος εκείνο μου έδειξεν ένα λεπτόν σημείον εις το δέρμα, το οποίον ωμοίαζεν ως να έγινεν από λεπτήν βελόνην. Εγώ δε της είπον· «Και τι θαύμα είναι, αν το μέρος τούτο του σώματος έχει το σημάδι τούτο»; Και εκείνη απεκρίθη· «Τούτο έμεινεν εις το σώμα μία ενθύμησις της μεγάλης βοηθείας, όπου ενήργησεν ο Θεός εις την μακαρίαν· διότι ένα καιρόν εφύτρωσεν εις τούτο το μέρος ένα πάθος δεινόν, ήτο δε κίνδυνος, εάν δεν εσχίζετο με μάχαιραν, να γίνη μεγάλον και ανίατον, και δια τούτο την επαρακαλούσεν η μήτηρ της να φέρη ιατρόν να το σχίση· η δε μακαρία εστοχάσθη, ότι το να ξεγυμνώση κανένα μέρος του σώματός της και να το ιδούν ξένα μάτια ήτο χειρότερον κακόν από το πάθος εκείνο όπου έπασχεν. Όθεν όταν ήλθεν η εσπέρα και ετελείωσε την συνηθισμένην υπηρεσίαν της μητρός της, εμβήκεν εις το άγιον Βήμα και έμεινεν εκεί όλην την νύκτα, και προσπίπτουσα επαρακαλούσε τον ιατρόν των απάντων Θεόν να την θεραπεύση· τόσα δε δάκρυα έχυσεν, όπου με αυτά έκαμε πηλόν, και εκείνον μετεχειρίσθη ιατρικόν εις το πάθος της· επειδή δε η μήτηρ της ελυπείτο και την επαρακινούσε πάλιν να φέρη ιατρόν, η Αγία της είπεν, ότι ανίσως η μήτηρ της κάμη με το χέρι της το σημείον του ζωοποιού Σταυρού εις το πονεμένον μέρος θέλει ιατρευθή· και ευθύς όπου η μήτηρ της έβαλεν εις τον κόλπον το χέρι της και την εσταύρωσεν, ω του θαύματος! Ιατρεύθη το πάθος, και έμεινε μόνον τούτο το ολίγον σημείον, δια να είναι εις ενθύμησιν της θείας ιατρείας και εις αφορμήν παντοτεινής ευχαριστίας εις τον Θεόν». Αφού δε τοιουτοτρόπως εκοσμήθη το σώμα της Αγίας, μου είπεν η Ουετιανή· «Δεν πρέπει να φαίνεται η Αγία εις τους οφθαλμούς των παρθένων ως νύμφη εστολισμένη· αλλ’ εγώ έχω ένα αυτόμαυρον φόρεμα της μακαρίας μητρός σας, το οποίον πρέπει να βάλωμεν επάνω από το άγιον λείψανον, δια να μη φαίνεται το ιερόν κάλλος, όπου εκλάμπει από το λείψανον και λαμπρύνεται με τον ξένον τούτον καλλωπισμόν του φορέματος». Ούτως εβάλθη επάνω το αυτόμαυρον εκείνο φόρεμα, αλλά και μέσα εις το μαύρον εκείνο χρώμα έλαμπε το πρόσωπον της Αγίας, και νομίζω, ότι η θεία δύναμις επρόσθεσεν εις το άγιον λείψανον την χάριν ταύτην, ώστε κατά το όνειρον όπου προείδον, εφαίνοντο ότι έβγαιναν αστραπαί από το κάλλος εκείνο. Όταν ημείς ετελειώσαμεν αυτά και αι ψαλμωδίαι των παρθένων ομού με τους θρήνους ηκούοντο γύρωθεν, δεν ηξεύρω πως η φωνή ηκούσθη εις εκείνους όπου εκατοικούσαν εκεί γύρωθεν, και όλοι ομού έτρεχαν από κάθε μέρος και συνηθροίζοντο, ώστε ουδέ το προαύλιον εχωρούσεν εκείνους, όπου εσυνάχθησαν. Κατά δε την νύκτα εκείνην έγινεν αγρυπνία με υμνωδίας, καθώς γίνεται εις τας πανηγύρεις των Μαρτύρων· όταν δε έφθασεν ο όρθρος, το πλήθος των ανδρών και γυναικών όπου εσυνάχθη ετάρασσε την ψαλμωδίαν με τους θρήνους των· εγώ δε, αν και έπασχον κακώς από την λύπην, όμως εστοχαζόμην όσον το δυνατόν να μη λείψη τίποτε από εκείνα όπου έπρεπε να γίνουν εις κηδείαν· όθεν εχώρισα τα συναχθέντα πλήθη, και τας μεν γυναίκας έβαλα μαζί με τας παρθένους, τους δε άνδρας με το τάγμα των Μοναχών, έκαμα δε να γίνεται και από τους δύο χορούς μία εναρμόνιος και εύτακτος ψαλμωδία. Όταν δε εξημέρωσε και όλος ο τόπος του ασκητηρίου εστενοχωρείτο από το πλήθος όπερ εσυνάχθη, ο Επίσκοπος του τόπου εκείνου (Αράξιος καλούμενος, ο οποίος ήλθεν εις την κηδείαν με όλους τους Ιερείς) με επαρακινούσε να άρωμεν το λείψανον και να υπάγωμεν εις τον τόπον, όπου έμελλε να ενταφιασθή· τότε εγώ πρώτος ήγειρα το νεκροκράββατον από το ένα μέρος και ο Επίσκοπος από το άλλο, έτεροι δε δύο εντιμότατοι κληρικοί από τα άλλα δύο μέρη και ούτως επηγαίναμεν ήσυχα. Επροπορεύοντο δε έμπροσθεν από τα δύο μέρη του λειψάνου πλήθος πολύ διακόνων και αναγνωστών, δορυφορούντες κατά σειράν το άγιον λείψανον, έχοντες όλοι αναμμένας λαμπάδας, ώστε ήτο μία μυστική πανήγυρις η κηδεία της μακαρίας, επειδή και η ψαλμωδία εμελωδείτο ομοφώνως από τους πρώτους έως τους τελευταίους. Αλλ’ επειδή το διάστημα έως εις τον Ναόν των Μαρτύρων, όπου ήσαν τεθαμμένα τα σώματα των γονέων μας, ήτο έως επτά ή οκτώ στάδια, ήτοι ένα περίπου μίλιον, μόλις και μετά βίας επεράσαμεν αυτό όλην την ημέραν, διότι το πλήθος μας ημπόδιζεν εις τον δρόμον. Αφού δε εφθάσαμεν μέσα εις τον Ναόν εκείνον, απεθέσαμεν το νεκροκράββατον, ήρχισε δε να γίνεται προσευχή χωρίς ψαλμωδίαν. Αλλ’ η προσευχή έγινεν εις τον λαόν αιτία θρήνων, διότι αφού έπαυσεν η ψαλμωδία, εξεσκεπάζετο ο τάφος των γονέων μας, εις τον οποίον είχε παραγγελίαν η Αγία να ενταφιασθή, και μία από τας παρθένους θεωρήσασα το ιερόν εκείνο πρόσωπον, εφώναξεν άτακτα ταύτα το λόγια· «Αλλοίμονον! Ότι ύστερα από την ώραν ταύτην δεν έχομεν να ίδωμεν πλέον τούτο το θεοειδές πρόσωπον». Καθώς δε ήκουσαν τούτο και αι λοιπαί Μοναχαί, εφώναξαν αυταί τα ίδια λόγια ομού με εκείνην και παρευθύς έγινεν ένας θόρυβος άτακτος, και εσύγχυσε την ιεροπρεπή εκείνην προσευχήν· διότι εσυντρίφθησαν με αυτά τα λόγια όλων των συναχθέντων αι καρδίαι, και ανελύθησαν εις δάκρυα. Τότε εγώ έκαμα νεύμα δια να σιωπήσουν και ο Διάκονος εφώναξε τας συνηθισμένας εις την Εκκλησίαν φωνάς και επρόσταξε να ευχηθούν, μετά βίας δε κατέστη ο λαός εις το εύτακτον σχήμα της προσευχής. Όταν δε ετελείωσεν η προσευχή, εμβήκεν εις την ψυχήν μου ένας φόβος της θείας εντολής εκείνης όπου λέγει· «Ασχημοσύνην πατρός σου και ασχημοσύνην μητρός σου ουκ αποκαλύψεις» (Λευϊτ. ιη:7) και είπον με τον λογισμόν μου, πως έχω να γλυτώσω από το κρίμα τούτο εγώ, όπου έχω να ίδω εις τα σώματα των γονέων μου την κοινήν ασχημοσύνην της ανθρωπίνης φύσεως, όπου τα σώματά των διελύθησαν και έγιναν άμορφα οστά; (Εντεύθεν φαίνεται, ότι δεν ήτο συνήθεια τότε να κάμνουν ανακομιδήν των λειψάνων, ως νυν αύτη επικρατεί· τούτο το ίδιον συνάγεται και από τον ζ΄ Κανόνα του αυτού τούτου Νύσσης). Ταύτα στοχαζόμενος εφοβούμην τα μάλιστα από την αγανάκτησιν, όπου έδειξεν ο Νώε κατά του υιού Χαμ, διότι είδε την γύμνωσίν του· τέλος πάντων, η μέθοδος όπου εμεταχειρίσθησαν οι δύο υιοί του Νώε, ο Σημ και ο Ιάφεφ, μου έδειξε τι να κάμω. Όθεν ευθύς όπου ήνοιξεν ο τάφος των γονέων μου, εσκεπάσθησαν τα λείψανά των με ένα καθαρόν σινδόνιον, προ του να τα ίδωμεν, έπειτα ελάβαμεν το άγιον λείψανον εγώ και ο Επίσκοπος, και το εθέσαμεν πλησίον εις το λείψανον της μητρός μας· ούτως επληρώθη η ευχή και η υπόσχεσις, όπου είχον και αι δύο μήτηρ και θυγάτηρ. Ότι και αι δύο εζητούσαν από τον Θεόν να ενωθούν και μετά θάνατον τα σώματά των, καθώς ήσαν ηνωμέναι και εις την ζωήν ταύτην. Όταν δε ετελείωσαν τα νενομισμένα εις την ταφήν, έπεσον εις τον τάφον και ησπάσθην την κόνιν, και ούτως εκίνησα εις τον δρόμον, λυπημένος και πλήρης από δάκρυα, στοχαζόμενος ποίον αγαθόν εστερήθη η ζωή των ανθρώπων. Έτυχε δε εις τον δρόμον ένας άνθρωπος επίσημος, έχων εξουσίαν στρατιωτικήν εις μίαν πολιτείαν του Πόντου, την καλουμένην Σεβαστόπολιν. Ευρισκόμενος δε μαζί με τους στρατιώτας του, μας απήντησε φιλοφρόνως· και ακούων τον θάνατον της μακαρίας, ελυπήθη πολλά (διότι ήτο συγγενής μας) και μου διηγήθη τοιούτον διήγημα, το οποίον μόνον θέλω προσθέσει εις την ιστορίαν ταύτην και ούτω να τελειώσω. Αφού δε επαύσαμεν από τα δάκρυα και ηρχίσαμεν να ομιλούμεν, μου λέγει· «Άκουε πόσον μεγάλον αγαθόν εβγήκεν από την παρούσαν ζωήν», και ήρχισε το διήγημα. «Επεθυμήσαμεν, λέγει, μίαν φοράν ομού με την σύζυγόν μου να υπάγωμεν εις το σχολείον της αρετής (διότι έτσι πρέπει να ονομάζεται το ασκητήριον εκείνο, εις το οποίον εκατοικούσεν η μακαρία)· ήτο δε μαζί μας και το θυγάτριόν μας, εις του οποίου τους οφθαλμούς ηκολούθησεν ένα πάθος από λοιμικήν ασθένειαν, και ήτο ένα θέαμα άσχημον και ελεεινόν, επειδή το ένδυμα της κόρης του οφθαλμού επαχύνθη και ελευκάνθη το μέρος εκείνο. Όταν λοιπόν επήγαμεν εις το Μοναστήριον, διεμοιράσαμεν τους τόπους, και εγώ μεν επήγα εκεί όπου εμόναζαν οι άνδρες, εις τους οποίους ήτο Ηγούμενος ο αδελφός σου Πέτρος, η δε σύζυγός μου επήγε μέσα εις το Μοναστήριον των παρθένων και ήτο μαζί με την μακαρίαν Μακρίναν. Αφού λοιπόν εμείναμεν επ’ αρκετόν, ηθελήσαμεν να αναχωρήσωμεν, και όταν ητοιμαζόμεθα, τότε συμφώνως και οι δύο μας ημπόδιζον· και ο μεν αδελφός σου επαρακαλούσεν εμέ να σταθώ, δια να απολαύσω την ασκητικήν του τράπεζαν, η δε μακαρία αδελφή σου παρομοίως δεν άφηνε την σύζυγόν μου να αναχωρήση, αλλ’ έχουσα εις τους κόλπους της το θυγάτριόν μας, έλεγε πως δεν της το δίδει, έως ότου να απολαύση την τράπεζάν της· και φιλούσα, κατά το σύνηθες, το παιδίον, επλησίασε το στόμα της εις τους οφθαλμούς του, και βλέπουσα το πάθος όπου είχεν εις τους οφθαλμούς του, είπεν· «Εάν σεις μου δώσετε την χάριν ταύτην και απολαύσετε την τράπεζάν μας, θέλω σας αντιδώσω και εγώ μισθόν, όχι ανάξιον της τοιαύτης τιμής και χάριτος». Η δε μήτηρ είπε· «Ποίον μισθόν έχεις να μας δώσης»; Απεκρίθη η μακαρία· «Έχω να σας δώσω ένα ιατρικόν δια να ιατρευθή το πάθος του οφθαλμού του τέκνου σας». Αυτή η υπόσχεσις της Αγίας ηγγέλθη εις εμέ, και δια τούτο χαρούμενοι εμείναμεν. Όταν δε ετελείωσεν η τράπεζα, εκινήσαμεν με χαράν εις τον δρόμον, διηγούμενοι ο εις εις τον άλλον όσα είδομεν και ηκούσαμεν εις τους ιερούς εκείνους τόπους· εγώ διηγούμην τα των ανδρών, η δε σύζυγός μου διηγείτο καταλεπτώς εκείνα όπου είδε και ήκουσεν από την μακαρίαν, δεν ήθελε δε να αφήση ουδέ αυτά τα παραμικρά. Εκεί λοιπόν όπου διηγείτο ταύτα, και ήλθεν εις τα λόγια όπου υπεσχέθη η Αγία, ότι θέλει ιατρεύσει το τέκνο μας, έκοψε την διήγησιν και είπεν· «Ωχ! Και τι είναι τούτο όπου επάθομεν; Πως ελησμονήσαμεν να λάβωμεν το ιατρικόν όπου μας υπεσχέθη»; Επειδή δε ελυπούμην και εγώ δια την αμέλειαν ταύτην και την επρόσταξα να επιστρέψη οπίσω γρήγορα, δια να το λάβη, κατά τύχην εγύρισε το παιδίον να κοιτάξη εις την μητέρα του, το οποίον είχεν η τροφός εις τας χείρας της, ευθύς δε όπου εκοίταξεν εις τους οφθαλμούς του τέκνου η μήτηρ του, από την χαράν της μου λέγει με μεγάλην φωνήν· «Μη λυπείσαι δια το ιατρικόν, διότι δεν υστερήθημεν από εκείνο όπου μας έταξεν η Αγία· επειδή το ιατρικόν της ήτο η θεραπεία, όπου έκαμεν εις το τέκνον μας δια μέσου της προσευχής της, και δεν έμεινεν εις τον οφθαλμόν του κανένα σημείον πάθους, όπου να μη θεραπευθή από το ιατρικόν της». Ταύτα δε λέγουσα, έλαβεν εις τας αγκάλας της το τέκνον, και το έβαλεν εις τας χείρας μου. Τότε και εγώ, βλέπων το τοιούτον θαυμάσιον, ενεθυμήθην τα θαύματα του Κυρίου μας όπου δεν τα πιστεύουν μερικοί, και είπα·»Και τι μεγάλον πράγμα είναι να θεραπεύωνται οι τυφλοί δια χειρός του Κυρίου, αφού η δούλη του, με την πίστιν όπου έχει εις τον Θεόν, έκαμε το τοιούτον θαύμα, όπου δεν είναι κατώτερον από εκείνα»; Ταύτα διηγούμενος εις εμέ ο επίσημος εκείνος συγγενής μας, έκοψε τον λόγον, και ήρχισεν να τρέχουν τα δάκρυα από τους οφθαλμούς του. Ταύτα και άλλα τοιαύτα θαυμάσια της μακαρίας Μακρίνης ήκουσα από εκείνους όπου έζησαν μαζί με αυτήν, και ήξευραν με ακρίβειαν την ζωήν της, τα οποία δεν τα λέγω, διότι φαίνονται απίστευτα εις τους πολλούς· διότι οι περισσότεροι άνθρωποι, κατά το μέτρον της ιδικής των γνώσεως, κρίνουν και εκείνα όπου ακούουν· εκείνο δε όπου υπερβαίνει τα μέτρα της ιδικής των γνώσεως, το νομίζουν με τας υποψίας των πως είναι ψευδές και δεν το πιστεύουν· δια τούτο σιωπώ και εγώ την παράδοξον εκείνην καρποφορίαν όπου έκαμεν η μακαρία εις τον καιρόν του λιμού, όπου ο σίτος όπου έδιδεν από την αποθήκην και τον διεμοίραζεν εις τους πτωχούς ουδόλως ωλιγόστευεν, αλλά έμενεν ο ίδιος και άλλα ακόμη παραδοξότερα από αυτό, καθώς ήσαν αι θεραπείαι όπου έκαμνεν εις τους ασθενείς, αι ιατρείαι των δαιμονιζομένων, αι προφητείαι όπου έλεγε περί των μελλόντων. Ταύτα τα θαύματα εκείνοι όπου έχουν γνώσιν ακριβή και τελείαν τα πιστεύουν ότι είναι αληθινά και αν έτι φαίνονται απίστευτα, διότι το θαύμα είναι υπέρ φύσιν· εκείνοι δε όπου είναι αμελείς εις τον νουν και σαρκικοί, νομίζουν πως είναι αδύνατα· ούτοι δεν ηξεύρουν, ότι κατά την αναλογίαν της πίστεως, έτσι δίδονται και τα θεία χαρίσματα, μικρά μεν εις τους ολιγοπίστους, μεγάλα δε εις εκείνους όπου έχουν μεγάλην την ευρυχωρίαν της πίστεως. Δια τούτο λέγω, δια να μη ζημιωθούν οι ολιγόπιστοι όπου δεν πιστεύουν εις τα χαρίσματα του Θεού, παρήτησα και εγώ, και δεν έγραψα τα παραδοξότερα θαύματα, όπου έκαμεν ο Θεός δια μέσου της μεγάλης Μακρίνης, στοχαζόμενος ότι εκείνα όπου έγραψα είναι αρκετά εις την περιγραφήν της πολιτείας της· ης ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν της βασιλείας των Ουρανών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20) Ιουλίου, η ως εις Ουρανόν πυρφόρος ανάβασις του Αγίου ενδόξου Προφήτου ΗΛΙΟΥ του Θεσβίτου

Δημοσίευση από silver »

Ηλίας ο ένδοξος Προφήτης ήτο υιός Σωβάκ, καταγόμενος εκ Θέσβης, πόλεως της Γαλαάδ πέραν του Ιορδάνου, εκ της φυλής του Ααρών, η δε Θέσβη, εξ ης και θεσβίτης εκλήθη ο Άγιος, ήτο δεδομένη εις τους ιερείς. Όταν δε ούτος εγεννήθη, είδεν ο πατήρ του Σωβάκ οπτασίαν, ότι άνδρες λευκοφόροι τον ωνόμαζον Ηλίαν (όπερ δηλοί Θεός ή θείος, παραγόμενον εκ του Ηλί, το οποίον σημαίνει εβραϊστί Θεός), ότι τον εσπαργάνωναν με πυρ, και πυρ έδιδον εις αυτόν να φάγη. Όθεν μεταβάς εις την Ιερουσαλήμ εφανέρωσε την οπτασίαν ταύτην εις τους ιερείς, οι οποίοι είπον εις αυτόν δια χρηματισμού προφητικού και αποκαλύψεως ταύτα· «Μη φοβηθής, ω άνθρωπε, ότι η κατοίκησις του τέκνου θα είναι φως, ο λόγος του απόφασις, η ζωή του κατά Κύριον, και ο ζήλος του θα φανή ευάρεστος εις τον Θεόν, θέλει δε κρίνει τον Ισραήλ δια πυρός και μαχαίρας». Ούτος ο Άγιος ήκμασε περί τα εννεακόσια έτη προ της ελεύσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και προεφήτευσεν έτη είκοσι πέντε (921- 896 π.Χ.), ας ίδωμεν δε ποία και πόσα έργα και θαύματα έκαμεν. Γράφει το βιβλίον της Παλαιάς Διαθήκης, όπερ ονομάζεται Βασιλειών Τρίτη, εις το τέλος του δεκάτου έκτου Κεφαλαίου, ότι εις την πόλιν Σαμάρειαν, καθώς και εις τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, εβασίλευεν εις βασιλεύς Αχαάβ ονομαζόμενος, υιός του Αμβρί. Ούτος ήτο ασεβής και δεν επίστευεν εις τον αληθινόν Θεόν, επήρε δε και γυναίκα την Ιεζάβελ, την θυγατέρα του βασιλέως των Σιδωνίων, Ιεθεβαάλ· τόσον δε εγκατέλειψε τον Θεόν, όστις εποίησε τον ουρανόν και την γην, ώστε έκαμε Ναόν ειδωλικόν, έστησε δε και μέγα είδωλον, ίνα προσκυνή τον θεόν των Ελλήνων, τον οποίον οι μεν Έλληνες ωνόμαζον Δία, οι δε Εβραίοι Βάαλ. Εις εκείνας τας ημέρας ήτο και ο Προφήτης Ηλίας, βλέπων δε τον βασιλέα ότι αφήκε τον αληθινόν Θεόν και προσκυνεί είδωλα κωφά και αναίσθητα, αυτός και ο λαός άπας, είπε· «Ζη Κύριος ο Θεός των δυνάμεων, ο Θεός του Ισραήλ, ενώπιον του οποίου παρίσταμαι εγώ· να μη γίνη πλέον δρόσος ουδέ βροχή εις την γην, ειμή μόνον πάλιν δια του λόγου μου». Αφού είπε ταύτα ήλθε λόγος Κυρίου προς τον Ηλίαν λέγων· «Φύγε απ’ εδώ κατά ανατολάς και κρύψου εις τον χείμαρρον όπου είναι απέναντι του Ιορδάνου ποταμού και ονομάζεται Χοράθ, θέλεις δε πίνει νερόν από τον ποταμόν και εγώ θέλω προστάξει τους κόρακας να σε τρέφουν εκεί». Τότε ο Προφήτης έκαμε κατά τον λόγον του Κυρίου, και εκάθισεν εις τον χείμαρον Χοράθ, οι δε κόρακες του έφερναν κάθε πρωϊ άρτον, το δε δειλινόν του έφερναν κρέας, έπινε δε και νερόν από τον λάκκον. Εάν δε ερωτήση τις διατί ο Θεός επρόσταξε τους κόρακας να τρέφουν τον Προφήτην και όχι άλλο πτηνόν, γνωρίσατε ότι οι κόρακες είναι κατά πολύ μισότεκνοι, διότι έχουν συνήθειαν, όταν βγάλουν τα πουλιά των, δεν τα τρέφουν καθώς και τα άλλα πτηνά, αλλά τα αφήνουσι μόνα εις την φωλεάν και αναχωρούν· εκείνα δε πεινώντα και ζητούντα τροφήν, κράζουν φωνάς προς τον Θεόν, ο δε Θεός ευσπλαγχνιζόμενος ταύτα στέλλει τα ζωϋφια τα μικρά, μυίας δηλονότι και ακρίδας και άλλα τοιαύτα, τα οποία πετούν πλησίον του στόματος των πτηνών εκείνων, τότε δε εκείνα αρπάζουν τα ζωϋφια και διατρέφονται έως ότου έρχονται εις ηλικίαν και πετώσιν. Ότι δε αληθής είναι ο λόγος ούτος και ο συγγραφεύς του Ιώβ βεβαιών τούτο λέγει εν τω τριακοστώ ογδόω Κεφαλαίω· «Τις δε ητοίμασε κόρακι βοράν; Νεοσσοί γαρ αυτού προς Κύριον κεκράγασι πλανώμενοι τα σίτα ζητούντες». Ομοίως δε και ο Προφήτης Δαυϊδ το λέγει εις τον ρμστ΄ (146) ψαλμόν: «Διδόντι τοις κτήνεσι τροφήν αυτών και τοις νεοσσοίς των κοράκων τοις επικαλουμένοις αυτόν». Επειδή λοιπόν, ως είπον, οι κόρακες είναι μισότεκνοι και δεν διατρέφουν τα παιδιά των, δια τούτο τους έστειλε και ο Θεός να διαθρέψουν τον Προφήτην, σημείον τούτο δεικνύον και λέγον προς τον Προφήτην, διότι και συ, ω Ηλία, είσαι ανελεήμων, ότι δεν λυπείσαι τα ζώα και τους ανθρώπους, αλλά με παρεκάλεσες να μη βρέξω ίνα αποθάνουν. Αυτό δε το άκαμεν ο Θεός, ως εύσπλαγχνος, ίνα λυπηθή ο Προφήτης τους ανθρώπους και ζητήση βροχήν από τον Θεόν. Αλλά ας έλθωμεν πάλιν εις την διήγησίν μας. Μετά τινας ημέρας εξηράνθη ο χείμαρρος και δεν είχε νερόν, διότι βροχή δεν έγινε παντελώς. Είπε πάλιν ο Θεός προς τον Ηλίαν· «Έγειραι και πορεύθητι εις πόλιν ονομαζομένην Σαρεφθά, ήτις είναι εις τα σύνορα της Σιδώνος, και εγώ θέλω προστάξει μίαν χήραν γυναίκα εκεί να σε διαθρέψη». Μετέβη λοιπόν ο Ηλιού και εστάθη έξω από την πύλην της πόλεως, βλέπει δε μίαν γυναίκα χήραν, ήτις συνέλεγεν ολίγα ξύλα και επέστρεφεν εις τον οίκον της· ο δε Προφήτης της είπεν· «Λάβε ολίγον ύδωρ εις αγγείον και φέρε μου να πίω». Πορευομένην δε να φέρη το ύδωρ εφώνησε πάλιν αυτήν ο Προφήτης λέγων· «Φέρε μου και ολίγον άρτον να φάγω». Απεκρίθη η γυνή· «Ζη Κύριος ο Θεός σου, άρτος δεν ευρίσκεται παρ’ εμοί, μόνον ολίγον άλευρον εις το καδίον μου, και ολίγον έλαιον εις το δοχείον και δια τούτο συλλέγω ολίγα ξύλα ίνα κάμω μικράν πήτταν, να φάγω εγώ και τα παιδιά μου και έπειτα να αποθάνωμεν από την πείναν». Ο δε Προφήτης λέγει εις αυτήν· «Έχε θάρρος, πορεύου και ποίησον καθώς λέγεις, αλλά φέρε εις εμέ πρώτον τεμάχιον άρτου και μετά ταύτα θέλεις φάγει και συ και τα παιδιά σου· διότι ούτω λέγει Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, από το καδίον δεν θέλει ολιγοστεύσει το άλευρον και από το δοχείον δεν θέλει λείψει το έλαιον έως τας ημέρας, καθ’ ας θα εξαποστείλη ο Θεός βροχήν εις την γην». Επήγε λοιπόν η γυνή και έκαμε κατά τον λόγον του Προφήτου, και απ’ εκείνης της ημέρας δεν έλειψεν ούτε το άλευρον από το καδίον ούτε το άλαιον από το δοχείον κατά τον λόγον του Κυρίου, όστις ελαλήθη δια στόματος του Προφήτου Ηλιού. Βλέπετε, ευλογημένοι Χριστιανοί, πόσην ωφέλειαν προξενεί η ελεημοσύνη; Η γυνή εκείνη μήπως εγνώριζεν ότι είναι Προφήτης και Άγιος και του έδωκεν άρτον, τον οποίον, ούτως ειπείν, αφήρεσεν από το στόμα της και από το στόμα των τέκνων της; Ουχί· μόνον ως πτωχόν και συνάνθρωπον τον είδεν· αλλ’ επειδή ήτο ελεήμων και φιλόξενος, επροτίμησε κάλλιον να δώση εις τον πτωχόν και πεινασμένον να φάγη, παρά αυτή και τα παιδιά της. Που είναι να ακούσουν ταύτα τινές ανελεήμονες γυναίκες, όπου έρχεται ο πτωχός αδελφός του Χριστού εις την θύραν των και δεν αρκεί, ότι δεν δίδουν ολίγον άρτον, αλλά τον υβρίζουν και ονειδίζουν και με θυμόν πολύν τον αποδιώκουν; Εκείνη όμως η χήρα δεν έπραξεν ούτω, αλλά με ένα λόγον του Προφήτου εστέρησε τον εαυτόν της και το έδωκεν εις αυτόν· αλλά ιδέ και την ευλογίαν του Θεού την οποίαν απέκτησε. Πόσοι άρχοντες και αρχόντισσαι ήσαν τον καιρόν εκείνον με χιλιάδας φλωρία; Όμως απέθνησκον από την πείναν· η δε χήρα η πτωχή, με την φιλοξενίαν της, έτρωγε και έπινε με αυτάρκειαν· όχι δε μόνον αυτήν την ευλογίαν απέκτησεν, αλλά και τον υιόν της, ο οποίος απέθανε τας ημέρας εκείνας, τον ανέστησεν ο Προφήτης. Πως δε τον ανέστησεν; Ακούσατε. Ευρισκομένου του Αγίου εις τον οίκον της χήρας, ησθένησεν ο υιός της από ασθένειαν σοβαράν, έως ου απέθανε. Παρεπονέθη τότε προς τον Προφήτην η γυνή και είπεν· «Άνθρωπε του Θεού, ήλθες να αναμνήσης τας αμαρτίας μου εις τον Θεόν και να θανατωθή ο υιός μου»! Λέγει προς αυτήν ο Προφήτης· «Δος μοι τον υιόν σου». Έλαβε λοιπόν αυτόν από τας αγκάλας της και τον ανεβίβασεν εις το ανώγειον, όπου εκοιμάτο αυτός και τον έθεσεν επάνω εις την κλίνην του. Τότε τον ενεφύσησε τρις εις το πρόσωπον, είτα επεκαλέσθη τον Θεόν, και είπεν· «Ας επιστρέψη η ψυχή του παιδαρίου τούτου». Ούτω δε και εγένετο και ανέστη το παιδίον. Τότε το παρέδωκεν εις την μητέρα λέγων· «Ίδε, ζη ο υιός σου». Είπε δε η γυνή· «Τώρα εγνώρισα, ότι είσαι άνθρωπος του Θεού, και λόγος Κυρίου αληθινός είναι εις το στόμα σου». Αφού δε παρήλθον τρία έτη, έγινε λόγος Κυρίου προς τον Προφήτην Ηλίαν λέγων· «Ύπαγε και παρουσιάσθητι έμπροσθεν του Αχαάβ, ίνα δώς βροχήν επί πρόσωπον της γης». Παρουσιάσθη λοιπόν ο Προφήτης προςτον Αχαάβ, κατοικούντα εις την Σαμάρειαν· ήτο δε εκεί λιμός μέγας. Ο δε Αχαάβ εκάλεσε τον οικονόμον του, Αβδιού ονόματι, ο οποίος εφοβείτο τον Θεόν κατά πολλά· διότι η μεν Ιεζάβελ, η γυνή του Αχαάβ, εφόνευσε τους Ιερείς του Θεού του Υψίστου, εκείνος δε έλαβεν εκατόν άνδρας από αυτούς και τους έκρυψεν εις δύο σπήλαια, και τους έτρεφεν εκεί κρυφίως. Αυτόν λοιπόν εκάλεσε τότε ο Αχαάβ και του λέγει· «Ας εξέλθωμεν εις το πεδίον και εις τας πηγάς των υδάτων, μήπως εύρωμεν που χόρτον δια τους ίππους μας και τα ζώα μας, ώστε να μη εξολοθρευθώσι παντελώς». Διεμέρισαν δε την οδόν, και ο μεν Αχαάβ επορεύετο προς το ένα μέρος, ζητών βοσκήν δια τα ζώα, ο δε Αβδιού επήγεν εις άλλο μέρος. Εκεί ερχομένου του Προφήτου Ηλιού, απήντησεν αυτόν ο Αβδιού, ως δε τον είδεν, έπεσεν επί πρόσωπον αυτού και είπε· «Μη είσαι συ, κύριέ μου, ο Ηλιού»; Ο δε Προφήτης του λέγει· «Εγώ είμαι· μόνον ύπαγε και ειπέ εις τον Αχαάβ τον κύριόν σου, ότι θέλω να τον συναντήσω». Απεκρίθη ο Αβδιού· «Διατί, κύριέ μου, εκαταφρόνησες τόσον την ζωήν σου και θέλεις να θανατωθής; Ζη ο Θεός, δεν έμεινε βασιλεία ουδέ τόπος, όπου να μη έστειλεν ο Αχαάβ αναζητών σε· όσοι δε είπον, ότι δεν σε είδον, τους εθανάτωσε και τον τόπον των κατέκαυσε· συ δε τώρα μόνος σου ζητείς τον θάνατόν σου; Καλώς δε λέγεις, να υπάγω να του είπω, ότι επιθυμείς να τον συναντήσης· αλλά εάν έλθη πνεύμα Θεού και σε αρπάση και ελθών ο Αχαάβ δεν σε εύρη, δεν ηξεύρεις, ότι θα με θανατώση; Ή μήπως δεν γνωρίζεις ότι και εγώ φοβούμαι τον Θεόν, τον οποίον και συ προσκυνείς και ότι παρέλαβον εκατόν Ιερείς και τους έχω κεκρυμμένους εις δύο σπήλαια και τους τρέφω δια να μη τους φονεύση η Ιεζάβελ; Τώρα φοβούμαι να μη φονεύση η Ιεζάβελ και εμέ δια την ιδικήν σου αιτίαν». Απεκρίθη ο Προφήτης· «Ζη Κύριος ο Θεός των δυνάμεων, εις τον οποίον παρεστάθην σήμερον· πρέπει να παρουσιασθώ εις τον Αχαάβ». Επήγε λοιπόν ο Αβδιού και ευρών τον Αχαάβ του είπε καταλεπτώς την υπόθεσιν. Ερχόμενος δε ο Αχαάβ δια να συναντήση τον Προφήτην Ηλίαν, είδε μακρόθεν αυτόν και του είπε· «Συ είσαι, όστις διαστρέφεις τον λαόν»; Απεκρίθη ο Προφήτης· «Δεν τον διαστρέφω εγώ, αλλά συ και ο οίκος του πατρός σου, οίτινες αφήσατε Κύριον τον Θεόν και προσκυνείτε τον Βάαλ. Λοιπόν τώρα ύπαγε, στείλε και σύναξε όλους τους ιερείς των ειδώλων να έλθουν προς με εις το όρος Καρμήλιον, και τους τετρακοσίους πεντήκοντα ιερείς του Βάαλ και τους άλλους υπολοίπους ιερείς της αισχύνης, τους οποίους ωνόμαζον οι Έλληνες της Αφροδίτης, και τους τετρακοσίους ιερείς των Αλσών, δηλαδή των Ναών, οι οποίοι ευρίσκοντο υποκάτω των δένδρων, οι οποίοι τρώγουν τον άρτον της Ιεζάβελ· όλοι ας έλθουν εκεί». Τότε έστειλεν ο Αχαάβ και έφερεν όλους τους ιερείς εις το Καρμήλιον όρος. Αφού λοιπόν εσυνάχθησαν όλοι, λέγει προς αυτούς ο Προφήτης· «Έως πόυε θα χωλαίνετε και από τους δύο πόδας; Εάν είναι Κύριος ο Θεός, υπάγετε με αυτόν». Ο δε λαός δεν απεκρίθη λόγον. Τους λέγει πάλιν ο Προφήτης· «Εγώ έμεινα μόνος Προφήτης Κυρίου του Θεού, οι δε ιερείς του Βάαλ και της αισχύνης και των Αλσών είναι χίλιοι διακόσιοι· φέρετε λοιπόν δύο βόας, ας πάρουν δε αυτοί τον ένα και εγώ τον άλλον και ας τον σφάξουν, πυρ όμως εις τον βωμόν να μη ανάψουν, να σφάξω δε και εγώ τον άλλον και να σωρεύσω ξύλα, πυρ δε και εγώ να μη ανάψω και ας κάμωμεν προσευχήν εις το όνομα του Θεού μας. Όποιος δε Θεός εισακούση και στείλη πυρ να κατακαύση τον βουν, εκείνος είναι Θεός αληθινός». Απεκρίθη τότε όλος ο λαός και είπε· «Καλοί και δίκαιοι είναι οι λόγοι ους ελάλησας». Τότε λοιπόν λέγει ο Προφήτης προς τους ιερείς της αισχύνης· «Λάβετε σεις πρώτον τον ένα, σφάξατέ τον και προσφέρετε θυσίαν εις τον Βάαλ, παρακαλέσατε δε τον θεόν σας να σας στείλη πυρ». Έλαβον λοιπόν τον βουν και τον έσφαξαν επί του βωμού, κατόπιν εκύκλωσαν γύρωθεν τον βωμόν, και από πρωϊας μέχρι μεσημβρίας έκραζον μεγαλοφώνως λέγοντες· «Επάκουσον ημών, Βάαλ, επάκουσον ημών εν πυρί». Αλλ’ ουδέ η ελαχίστη φωνή του θεού των ηκούετο, ουδ’ αυτός είχε ώτα να τους ακούση. Τότε λοιπόν ο Προφήτης κατεγέλασε και τους είπε· «Κράξατε περισσότερον, διότι ίσως κοιμάται ή δεν έχει καιρόν και δεν σας ακούει». Εκείνοι δε περιεφέροντο γύρωθεν του βωμού και έκραζον με φωνάς μεγάλας· έτυπτον δε τα στήθη των, μέχρις αιματώσεως, αλλά ματαίως εκοπίαζον, έως ου ήλθε το δειλινόν, αλλά δεν εφάνη κανέν σημείον. Τότε λέγει προς τους ιερείς ο Προφήτης· «Παραμερίσατε να κάμω και εγώ την προσευχήν μου». Έλαβε τότε δώδεκα λίθους, κατά τον αριθμόν των δώδεκα φυλών του Ισραήλ και έκτισε θυσιαστήριον δια τον Θεόν, έπειτα έκαμε λάκκον, ο οποίος εχωρούσε δύο φορτία σίτου, γύρωθεν του θυσιαστηρίου. Μετά ταύτα εμέλισε τον άλλον βουν και τον έβαλεν επάνω εις τα ξύλα τα ξηρά, και λέγει προς τον λαόν· «Λάβετε τέσσαρας κάδους ύδωρ και χύσατε επάνω εις τον βουν και εις τα ξύλα». Και εποίησαν ούτως· είπε πάλιν· «Χύσατε δεύτερον». Και εδευτέρωσαν. Λέγει πάλιν· «Χύσατε τρίτον». Έχυσαν τότε εκ τρίτου· το δε ύδωρ εκείνο επλήρωσε τον λάκκον και περιεχύθη γύρωθεν αυτού. Πλην μάθετε και τούτο, ότι αι τρεις φοραί όπου είπεν ο Προφήτης να χύσουν νερόν ήσαν εις τύπον της Αγίας Τριάδος, οι δε τέσσαρες κάδοι ήσαν εις τύπον των τεσσάρων Ευαγγελιστών, εδήλουν δε ότι η παναιτία και ζωαρχική Τριάς με το ύδωρ, ήτοι την διδαχήν των τεσσάρων Ευαγγελιστών, επότισε τας κεχερσωμένας ψυχάς των Εθνών. Αλλά ας έλθωμεν εις τον λόγον μας. Αφού λοιπόν ούτως εποίησεν ο λαός, ανέβλεψε ο Προφήτης εις τον ουρανόν και είπε· «Κύριε ο Θεός Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, επάκουσόν μου σήμερον εν πυρί, ίνα γνωρίση ο λαός ούτος, ότι συ είσαι Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, και εγώ ειμί δούλος σου, και ότι δι’ εσέ έκαμα τα έργα ταύτα. Επάκυσόν μου, Κύριε, επάκουσόν μου εν πυρί, ίνα εννοήση ο λαός, ότι συ είσαι Θεός αληθινός, και συ επέστρεψας την καρδίαν του λαού τούτου οπίσω σου». Λέγοντος ταύτα του Προφήτου, παρευθύς έπεσε πυρ παρά Κυρίου εκ του ουρανού και κατέφαγε τον βουν, τα ξύλα και το ύδωρ, όπερ ήτο εις τον λάκκον, αλλά και αυτούς τους λίθους έως και το χώμα έγλειψε το πυρ. Τότε έπεσε πας ο λαός επί πρόσωπον αυτών και είπον· «Αληθώς Κύριος είναι ο Θεός· αυτός είναι Θεός αληθής». Είπε τότε ο Προφήτης προς τον λαόν· «Συλλάβετε τους ιερείς του Βάαλ, κανείς να μη μείνη από αυτούς». Συνέλαβον τότε αυτούς, ο δε Προφήτης τους κατεβίβασεν εις ένα ξηροπόταμον, όστις ονομάζεται χείμαρρος Κισσών, εκεί δε κατέσφαξεν αυτούς. Μετά ταύτα είπε προς τον Αχαάβ· «Ύπαγε, φάγε και πίε, ότι ακούω την βροχήν όπου έρχεται». Και ο Αχαάβ έπραξεν ως προσετάχθη· ο δε Προφήτης Ηλίας ανέβη εις το όρος, και κύψας επί την γην, έβαλε το πρόσωπόν του εν μέσω των γονάτων αυτού. Μετά δε ώραν εστράφη προς τον υπηρέτην του, όστις λέγουσιν, ότι ήτο ο Προφήτης Ιωνάς, ο υιός της χήρας, τον οποίον ανέστησεν ο Προφήτης Ηλίας, περί του οποίου προείπομεν, και του λέγει· «Βλέψον προς την θάλασσαν, ίνα ίδης τι έρχεται». Είδεν ο υπηρέτης, αλλ’ ουδέν εφάνη. Πάλιν λέγει ο Προφήτης· «Βλέψον έως επτά». Εποίησε καθώς προσετάχθη, την δε εβδόμην είδε νέφος μικρόν, ως πάτημα ανθρώπου, όπερ ηγείρετο από την θάλασσαν. Τότε λέγει ο Προφήτης εις εκείνον τον υπηρέτην του· «Ύπαγε και ειπέ εις τον Αχαάβ να ζεύξη την άμαξάν του, να προφθάση εις την οικίαν του, διότι θέλει κινδυνεύσει από την βροχήν». Εποίησε τότε ο βασιλεύς Αχαάβ ούτω· τόση δε πολλή βροχή ήλθεν, ώστε δεν επρόφθασε να υπάγη εις την Σαμάρειαν την πόλιν, εις τα βασίλειά του, αλλά εισήλθεν εις πόλιν τινα Ιεζράελ ονομαζομένην. Εις την πόλιν αυτήν εισήλθε και ο Προφήτης Ηλίας, φεύγων την πολλήν βροχήν όπου εγίνετο. Μετά τινας ημέρας, αφού έπαυσεν η βροχή, ήλθεν ο Αχαάβ εις την Σαμάρειαν και διηγήθη εις την γυναίκα του Ιεζάβελ πάντα όσα εποίησεν Ηλίας και ότι εφόνευσε τους ιερείς του Βάαλ. Η δε μιαρά εκείνη γυνή, ως ήκουσεν ότι ο Προφήτης Ηλίας εφόνευσε τους ιερείς, έστειλεν εις αυτόν ανθρώπους και είπον· «Εάν συ είσαι ο Ηλίας, και εγώ είμαι η Ιεζάβελ. Μάθε λοιπόν ότι εις αυτά που επέτρεψεν ο Θεός και έγιναν έχουν να προστεθούν και ταύτα· αύριον αυτήν την ώραν θα φονεύσω και εγώ σε, ως συ εφόνευσες εκείνους». Ταύτα ως ήκουσεν ο Προφήτης Ηλίας, άνθρωπος ήτο και αυτός, εφοβήθη και ηγέρθη να φύγη, φεύγων δε ήλθεν εις μίαν χώραν Βηρσαβεέ λεγομένην, ήτις ήτο εις τα σύνορα της Ιουδαίας. Εκεί αφήκε το παιδάριον, τον υπηρέτην, ο οποίος ήτο ο Ιωνάς, ως προείπον, αυτός δε επορεύθη εις την έρημον, μιάς ημέρας οδόν. Αγανακτημένος δε επήγε και εκάθησε κάτωθεν ενός δένδρου, το οποίον εβραϊστί μεν λέγεται Ραθμάν, ελληνιστί δε το λέγουν Άρκευθον, το οποίον γίνεται μόνον εις τον τόπον της Παλαιστίνης, είναι δε παρόμοιον ως κέδρος. Εκεί όπου εκάθητο στενοχωρημένος και απηλπισμένος και εζήτει από τον Θεόν τον θάνατον, απεκοιμήθη και ιδού Άγγελος Κυρίου ήλθε και ήγειρεν αυτόν λέγων· «Έγειραι και φάγε». Ηγέρθη ο Προφήτης και βλέπει ότι επάνω του μέρους της κεφαλής του ήτο μία πήττα άρτου από βρίζαν και δοχείον με ύδωρ. Έφαγε τότε και πάλιν απεκοιμήθη. Επήγε δε πάλιν ο Άγγελος εκ δευτέρου και του λέγει· «Έγειραι, φάγε και πίε, ότι πολλήν οδόν έχεις να περιπατήσης». Πάλιν δε ηγέρθη και έφαγε και έπιε. Με την δύναμιν του φαγητού εκείνου επεριπάτησεν ο Προφήτης Ηλίας τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας, έως ου επήγεν εις το όρος το λεγόμενον Χωρήβ, το οποίον λέγεται εις την Γραφήν και Σινά, διότι το Σίναιον όρος έχει δύο κορυφάς και η μεν μία κορυφή λέγεται Σινά, η δε άλλη λέγεται Χωρήβ, εις την οποίαν είδε και ο Μωϋσής την βάτον καιομένην και μη καταφλεγομένην. Εις αυτήν επορεύθη και ο Προφήτης και εισήλθεν εις ένα εκεί σπήλαιον, και ιδού λόγος Κυρίου εγένετο προς αυτόν λέγων· «Διατί ήλθες εδώ, Ηλία»; Είπεν ο Προφήτης· «Ηγάπησεν η ψυχή μου τον Παντοκράτορα Κύριον, διότι σε εγκατέλιπον οι υιοί του Ισραήλ, τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, τους Προφήτας σου εφόνευσαν, μόνον δε εγώ έμεινα Προφήτης μονώτατος και ζητούσι και την ιδικήν μου ζωήν να την αφαιρέσουν». Τότε ηκούσθη φωνή Κυρίου λέγουσα· «Να εξέλθης αύριον και να σταθής έμπροσθεν του Κυρίου εις το όρος τούτο. Και ιδού θέλει έλθει ο Κύριος. Θέλει δε γίνει τότε άνεμος δυνατός, να εξολοθρεύση τα όρη και τας πέτρας, αλλά δεν θέλει είναι εκεί ο Κύριος. Έπειτα θέλει γίνει σεισμός, αλλ’ ουδέ εκεί θέλει είναι. Μετά τον σεισμόν θέλει γίνει πυρ, αλλ’ ούτε εκεί θέλει είναι ο Κύριος. Μετά το πυρ θέλει γίνει φωνή πνοής λεπτής, εκεί θέλει είναι ο Κύριος». Τούτο προέλεγε την θεωρίαν, την οποίαν είδεν ο Προφήτης εις το όρος Θαβώρ, δηλαδή την Μεταμόρφωσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ακόμη δε ότι η φωνή εκείνη θέλει είναι ο Πρόδρομος Ιωάννης, ο οποίος ήτο η φωνή του Λόγου. Αλλά ταύτα έγιναν μετά ταύτα. Ως ήκουσεν ο Προφήτης τούτον τον λόγον του Κυρίου, εκάλυψε το πρόσωπόν του με την μηλωτήν του και εξήλθε και εστάθη εις την είσοδον του σπηλαίου. Τότε ιδού πάλιν φωνή εγένετο εκ Θεού προς αυτόν λέγουσα· «Τι περιμένεις εδώ, Ηλία»; Και είπεν ο Ηλίας τα ίδια όπου είπε και την πρώτην φοράν. Λέγει ο Κύριος· «Εγείρου και ύπαγε όπισθεν εις την οδόν σου, και να υπάγης εις την Δαμασκόν την πόλιν, να χρίσης τον Αζαήλ εις βασιλέα της Συρίας και τον Ιηού τον υιόν του Ναμεσσί να χρίσης εις βασιλέα επί τον Ισραήλ, και τον Ελισσαιέ, τον υιόν του Σαφάτ, όπου είναι από την χώραν την Αβελμανουλάν, να τον χρίσης εις Προφήτην, ίνα αντικαταστήση σε». Ανεχώρησε λοιπόν εκείθεν ο Προφήτης Ηλίας και ευρίσκει τον Ελισσαιέ, όστις εκαλλιέργει αγρόν. Παρευθύς έρριψε τότε ο Ηλίας την μηλωτήν του επάνω αυτού· ο δε Ελισσαιέ, καταλιπών τα πάντα, ηκολούθησεν έκτοτε τον Προφήτην Ηλίαν και εγένετο μαθητής και υπηρέτης αυτού. Μετά ταύτα ήτο άνθρωπος τις από τα περίχωρα της Σαμαρείας, ονόματι Ναβουθαί, όστις είχεν άμπελον πλησίον εις το αλώνιον του Αχαάβ, του βασιλέως της Σαμαρείας. Ο δε Αχαάβ, ζηλοτυπών την άμπελον εκείνην, είπεν εις τον Ναβουθαί· «Δος μοι την άμπελόν σου να κάμω κήπον λαχάνων, διότι είναι πλησίον εις τον οίκον μας, και να σου δώσω άλλην αντ’ αυτής. Ει δε και δεν θέλεις να λάβης άλλην άμπελον, λάβε χρήματα δια την τιμήν της». Του λέγει ο Ναβουθαί· «Να μη μου γίνη αύτη η εγκατάλειψις από τον Θεόν μου, να δώσω την πατρικήν μου κληρονομίαν εις άλλον άνθρωπον». Αποτυχών ο Αχαάβ, επέστρεψε λυπημένος εις τον οίκον του, και την εσπέραν από την λύπην του δεν έφαγε, αλλ’ εκοιμήθη νήστις. Η δε μιαρά γυνή αυτού Ιεζάβελ, ως είδεν αυτόν λυπημένον, τον ηρώτησε· «Τι έχεις, ω κύριέ μου, και είσαι ούτω πικραμένος»; Της λέγει εκείνος· «Εζήτησα από τον Ναβουθαί τον Ισραηλίτην την άμπελόν του να την μεταβάλω εις κήπον, και αυτός μοι απεκρίθη· «Να μη δώση ο Θεός να πωλήσω την πατρικήν μου κληρονομίαν». Του λέγει η μιαρά Ιεζάβελ· «Εγέρθητι, κύριέ μου, φάγε και χαίρου, και αύριον θα ενεργήσω εγώ, ώστε να κληρονομήσης χωρίς πληρωμήν την άμπελον του Ναβουθαί». Ο Αχαάβ την εσπέραν εκείνην επαρηγορήθη. Η δε μιαρά Ιεζάβελ γράφει το πρωϊ επιστολήν και σφραγίζει αυτήν με την σφραγίδα του Αχαάβ, απέστειλε δε ταύτην προς τους συμπολίτας του Ναβουθαί, τους εχθρούς του, λέγουσα εις αυτούς· «Να βάλετε ψευδο μάρτυρας κατά του Ναβουθαί, ότι ύβρισε τον Θεόν και τον βασιλέα και να τον λιθοβολήσετε». Εκείνοι δε, προς χάριν της βασιλίσσης, εψευδομαρτύρησαν κατά του Ναβουθαί και ελιθοβόλησαν αυτόν. Μετά ταύτα οι άνθρωποι εκείνοι έστειλαν μήνυμα εις την Ιεζάβελ, λέγοντες· «Καθώς διετάχθημεν, ούτως έγινεν· παρουσιάσαμεν μάρτυρας ότι ο Ναβουθαί ύβρισε τον Θεόν και τον βασιλέα και τον ελιθοβολήσαμεν, και ιδού απέμεινεν η κληρονομία του έρημος». Τότε η μιαρά εκείνη γυνή Ιεζάβελ, ως έγινε το θέλημά της, είπε προς τον άνδρα της, τον Αχαάβ· «Ιδού απέμεινεν η άμπελος του Ναβουθαί έρημος· όρισε λοιπόν να είναι της βασιλείας σου». Ενώ δε ανεχώρει ο Αχαάβ δια να υπάγη εις την άμπελον εκείνην, είπε Κύριος ο Θεός προς τον Προφήτην Ηλίαν· «Ύπαγε εις συνάντησιν του βασιλέως Αχαάβ της Σαμαρείας, όστις υπάγει να κληρονομήση τον αμπελώνα του Ναβουθαί, και ειπέ προς αυτόν· «Συ έρχεσαι να κληρονομήσης τον αμπελώνα του Ναβουθαί, αλλ’ ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· «Εις τον τόπον όπου εχύθη το αίμα του Ναβουθαί, να χυθή και το ιδικόν σου, ως και της μιαράς Ιεζάβελ, της οποίας το αίμα να γλείψωσιν οι κύνες, διότι εζηλεύσατε την άμπελον του γείτονός σας και εκάματε πάντα τρόπον αδικίας δια να την κληρονομήσετε· και άνθρωπος από την γενεάν σου να μη μείνη ήσυχος εις την βασιλείαν». Ταύτα ακούσας ο Προφήτης επήγε καθώς προσετάχθη, και τα είπεν εις τον Αχαάβ. Ο δε Αχαάβ, ως ήκουσε ταύτα, έκλαυσε και ενεδύθη σάκκον, και ενήστευσε μετανοών δια την αμαρτίαν του. Ο δε Θεός εδέχθη την μετάνοιάν του, και πάλιν είπε προς τον Προφήτην· «Βλέπεις πως εμετανόησεν ο Αχαάβ; Δια τούτο δεν θα δώσω την οργήν μου εις τας ημέρας του, αλλά εις τας ημέρας του υιού αυτού». Τούτο δε και εγένετο αληθές κατά τον λόγον του Θεού. Διότι μετά τον θάνατον του Αχαάβ εβασίλευσεν εις την Σαμάρειαν ο υιός αυτού, Οχαζίας ονόματι, ο οποίος έπαυσε να προσκυνή τον μόνον αληθή Θεόν, και προσεκύνει τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα, όπως και οι Έλληνες. Μίαν δε των ημερών, αφού πλέον είχεν αποθάνει ο Αχαάβ, πεσών ο νέος βασιλεύς Οχαζίας από τον εξώστην του παλατίου του, ησθένησε. Δεν εζήτησεν όμως ιατρείαν από τον Θεόν, όστις δίδει την υγείαν εις τους ασθενείς, αλλ’ είπεν εις τους ανθρώπους του· «Υπάγετε εις την πόλιν Ακκαρών, εκεί είναι μία μάντις του Βάαλ· εκείνην ερωτήσατε δια την ασθένειάν μου». Πορευομένων δε των ανθρώπων, Άγγελος Κυρίου ελάλησε προς τον Προφήτην Ηλίαν λέγων· «Ύπαγε εις συνάντησιν των ανθρώπων του Οχοζίου και ειπέ προς αυτούς· «Δεν είναι ο Θεός εις την Ιερουσαλήμ, όστις δίδει την υγείαν, αλλά ζητείτε μάντεις; Δια τούτο ούτω λέγει Κύριος ο Θεός: Από την κλίνην, όπου κατάκειται ο βασιλεύς, δεν θέλει εγερθή, αλλ’ εκεί θέλειαποθάνει». Επήγε τότε ο Προφήτης και είπε προς τους ανθρώπους του βασιλέως τον λόγον του Κυρίου, εκείνοι δε επιστρέψαντες ανήγγειλαν εις τον βασιλέα ότι εις άνθρωπος μας συνήντησε καθ’ οδόν, και μας είπε τούτους τους λόγους. Τους ηρώτησεν ο βασιλεύς· «Τι είδους άνθρωπος ήτο εκείνος»; Λέγουν αυτοί· «Άνθρωπος ήτο, με κόμην μακράν, είχε δε ζώνην δερματίνην εζωσμένην περί την οσφύν του». Λέγει ο βασιλεύς· «Ηλίας ο Θεσβίτης είναι· αλλά σπεύσατε, εις πεντηκόνταρχος να παραλάβη πεντήκοντα στρατιώτας και να υπάγη να τον φέρη». Επήγεν ο πεντηκόνταρχος εις το όρος και ευρών τον Προφήτην, είπε· «Άνθρωπε του Θεού, ο βασιλεύς σε καλεί να κατέλθης». Απεκρίθη ο Προφήτης και είπεν· «Εάν εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, να κατέλθη πυρ από τους ουρανούς να καταφάγη σε και τους ανθρώπους σου». Παρευθύς, με τον λόγον του Προφήτου, κατήλθε πυρ εξ ουρανού και κατέφαγε τον πεντηκόνταρχον και τους πεντήκοντα στρατιώτας αυτού. Ως έμαθεν ο βασιλεύς την υπόθεσιν, απέστειλε πάλιν δεύτερον πεντηκόνταρχον με άλλους πεντήκοντα ανθρώπους. Ομοίως όμως και εκείνους δια προσευχής κατέκαυσεν ο Προφήτης. Έστειλε τότε και τρίτον πεντηκόνταρχον, με άλλους τόσους ανθρώπους. Εκείνος δε ο τρίτος εστάθη από μακρόθεν, έπεσεν εις την γην και εδεήθη του Αγίου λέγων· «Άνθρωπε του Θεού, μη οργισθής εναντίον μου, όπως ωργίσθης κατά του πρώτου και δευτέρου πεντηκοντάρχου και των ανθρώπων αυτών, αλλά λυπήσου με, κατάβηθι, ίνα έλθης εις τον βασιλέα». Τότε Άγγελος Κυρίου είπε προς τον Προφήτην· «Μη φοβηθής, μόνον ύπαγε και μόνος σου εις τον βασιλέα Οχοζίαν». Επήγε λοιπόν ο Ηλίας και ήλεγξε τον βασιλέα, κατά την εντολήν του Κυρίου και εγένετο το τέλος αυτού, εν έτει 896 π.Χ. καθώς προείπεν ο Προφήτης Ηλίας. Μετά δε τον θάνατον τούτου εβασίλευσεν άλλος υιός του Αχαάβ, Ιωράμ ονόματι. Εις τας ημέρας τούτου του βασιλέως ηθέλησεν ο Θεός να πάρη τον Προφήτην Ηλίαν από της παρούσης προσκαίρου ζωής. Τότε παρέλαβεν ο Προφήτης Ηλίας τον μαθητήν του Ελισσαίον, και επήγαν εις τινα τόπον, ονομαζόμενον Γάλγαλα. Εκεί είπεν ο Ηλίας προς τον Ελισσαίον· «Κάθισε συ εδώ, διότι εμέ με απέστειλεν ο Θεός να υπάγω έως την πόλιν Βαιθήλ». Απεκρίθη ο Ελισσαίος· «Ζη Κύριος, και ζη η ψυχή σου, δεν θέλω σε αφήσει». Ήλθον τότε και οι δύο εις την Βαιθήλ· οι δε άνθρωποι όπου ήσαν εις την Βαιθήλ, τέκνα όντες των Προφητών, είπον προς τον Ελισσαίον· «Γνωρίζεις, ότι σήμερον ο Θεός θέλει να παραλάβη τον γέροντά σου»; Λέγει ο Ελισσαίος· «Και εγώ το γνωρίζω, μόνον σιωπάτε». Πάλιν είπεν ο Ηλίας εις τον Ελισσαίον· «Κάθισε εδώ, διότι ο Θεός με απέστειλεν έως την Ιεριχώ». Πάλιν λέγει ο Ελισσαίος· «Ζη Κύριος, και ζη η ψυχή σου, δεν θέλω σε αφήσει». Περιπατούντες δε οι δύο, ήγγισαν εις την Ιεριχώ. Πάλιν δε εκεί οι υιοί των Προφητών είπον εις τον Ελισσαίον· «Γνωρίζεις, ότι σήμερον ο Θεός θέλει να παραλάβη τον διδάσκαλόν σου»; Λέγει και προς εκείνους ο Ελισσαίος· «Και εγώ το γνωρίζω, μόνον σιωπάτε». Πάλιν εκ τρίτου είπεν ο Ηλίας εις τον Ελισσαίον· «Κάθισε εδώ, διότι ο Θεός με απέστειλεν έως τον Ιορδάνην ποταμόν, να υπάγω μόνος». Λέγει πάλιν ο Ελισσαίος· «Ζη Κύριος, και ζη η ψυχή σου, δεν θέλω σε αφήσει». Επορεύθηησαν τότε αμφότεροι εις τον Ιορδάνην ποταμόν. Μετ’ αυτών δε ηκολούθησαν και άλλοι πεντήκοντα άνθρωποι, οι οποίοι ήσαν τέκνα των Προφητών. Τότε ο Προφήτης Ηλίας έβγαλε την μηλωτήν του και εκτύπησε τον ποταμόν, παρευθύς δε εσχίσθη εις το μέσον ο ποταμός και εγένετο οδός, από την οποίαν επέρασαν ως δια ξηράς εις το πέραν. Μετά ταύτα είπεν ο Ηλίας εις τον Ελισσαίον· «Ζήτησον να σου γίνη κανέν χάρισμα, πριν αναληφθώ από σου». Λέγει ο Ελισσαίος· «Ας γίνη η χάρις του Θεού, την οποίαν έχεις, διπλή εις εμέ». Απεκρίθη ο Ηλίας· «Μέγα χάρισμα εζήτησας, πλην, εάν με ίδης, όταν αναληφθώ, να γίνη εις σε ως εζήτησας· εάν δε δεν με ίδης, να μη γίνη». Εκεί τότε, καθώς ωμίλουν, ιδού εφάνη ως άρμα πύρινον και ίπποι πύρινοι, και ήρπασαν τον Προφήτην Ηλίαν και τον ανέβαζον ως εις τον ουρανόν. Ο δε Ελισσαίος βλέπων αυτόν υψούμενον, έκραξε μεγαλοφώνως· «Πάτερ, άρμα Ισραήλ, και ιππεύς αυτού»· όπερ ερμηνεύεται, ότι οι μεν βασιλείς των Εβραίων είχον ίππους και αμάξας και ίππευον ως εξουσιασταί, συ δε, ω Προφήτα, είσαι και άρμα και ιππεύς, και εξουσιαστής του Ισραήλ. Ταύτα λέγων ο Ελισσαίος εκράτησε την μηλωτήν του Προφήτου Ηλιού και πλέον δεν τον είδεν. Ως δε ητοιμάζετο να περάση τον Ιορδάνην και ευρίσκετο εις το χείλος του ποταμού, έλαβε την μηλωτήν του Προφήτου Ηλιού, η οποία έπεσεν επάνωθεν αυτού και με εκείνην εκτύπησε το ύδωρ, αλλά δεν εσχίσθη. Τότε είπεν ο Ελισσαίος· «Που είναι ο Θεός Ηλιού του πατρός μου»; Και μετά το ειπείν τον λόγον, πάλιν δεύτερον εκτύπησε το ύδωρ και εσχίσθη εις δύο και διεπέρασε δια ξηράς εις το πέραν. Ιδόντες δε οι υιοί των Προφητών, οίτινες ήσαν εις την Ιεριχώ, ότι ούτως εθαυματούργησεν ο Ελισσαίος, είπον· «Ανεπαύθη το πνεύμα του Προφήτου Ηλιού επί τον Ελισσαίον». Τότε εξήλθον εις συνάντησίν του, και τον επροσκύνησαν έως την γην. Ήσαν δε τότε 895 χρόνοι προ Χριστού. Τα μεν έργα και θαύματα του Προφήτου ούτως έγιναν, ευλογημένοι Χριστιανοί, καθώς εν συντόμω τα ακούσατε. Ίσως δε να ερωτήση τις, ότι επειδή η Παλαιά Διαθήκη δεν γράφει, ότι απέθανεν ο Προφήτης ούτος, αλλά ανελήφθη ως εις τον ουρανόν, άραγε απέθανε φυσικόν θάνατον, ως οι άλλοι άνθρωποι, οι τε δίκαιοι και οι αμαρτωλοί, ή είναι έως την σήμερον ζων; Εάν δε είναι ζων εις ποίον τόπον ευρίσκεται; Ή διατί είναι ζων και δεν απέθανε, και πότε θέλει αποθάνει; Προς αυτάς τας ερωτήσεις λέγομεν απόκρισιν όχι ιδικήν μας, αλλά της θείας Γραφής. Ο Προφήτης ούτος εφάνη μεν ότι ανελήφθη ως εις τον ουρανόν, καθώς το ηκούσατε, αλλά εις τον ουρανόν δεν ανέβη· δια τούτο λέγει και η Παλαιά Γραφή, ότι ανέβη ως εις τον ουρανόν, επειδή δεν είναι δυνατόν σώμα φθαρτόν να αναβή εις τον ουρανόν. Ουδέ άλλος τις ανέβη ποτέ εις τους ουρανούς μετά του σώματος, μόνον ο Χριστός, καθώς το λέγει και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εις το τρίτον αυτού Κεφάλαιον· «Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ειμή ο εκ του ουρανού καταβάς, ο υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ». Ο δε Απόστολος Παύλος, εν τη προς Εφεσίους Επιστολή, εις το τέταρτον Κεφάλαιον, τούτο αποδεικνύει λέγων· «Ο καταβάς, αυτός εστι (τουτέστι ο Χριστός) και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα». Άλλος τις εκτός από τον Χριστόν, ως είπον, δεν ανέβη εις τον ουρανόν. Αλλ’ ο Θεός, θέλων να φυλάξη τον Προφήτην Ηλίαν, δια να έλθη εις το τέλος του κόσμου να ελέγξη τον Αντίχριστον, δια τούτο άφησε μεν να φανή ότι ανελήφθη ως εις τον ουρανόν, πλην εδώ κάτω εις την γην ευρίσκεται ζων μετά του φθαρτού σώματος, αν και ημείς δεν τον βλέπομεν με τους αισθητούς οφθαλμούς ως ανάξιοι όντες της τοιαύτης θεωρίας. Εις ποίον δε τόπον ευρίσκεται ουδείς Άγιος, ούτε διδάσκαλος της Εκκλησίας μας το έγραψε, και δια τούτο μήτε ημείς δεν δυνάμεθα να αποφασίσωμεν περί του τόπου, τόσον δε μόνον γνωρίζομεν, ότι ο Θεός, όστις τον έτρεφε και άλλοτε δια κόρακος, αυτός δύναται και τώρα δι’ Αγγέλου να τον τρέφη μέχρι της συντελείας του κόσμου. Ότι δε είναι ακόμη ζων και ότι μέλλει να έλθη πάλιν σωματικώς μετά του δικαίου Ενώχ να ελέγξη τον Αντίχριστον και να διδάξη τον κόσμον να μη πιστεύσουν εις αυτόν τον πλάνον Αντίχριστον, και ότι τότε μέλλει να λάβη τον θάνατον εκ των χειρών του Αντιχρίστου, το λέγει και ο Προφήτης Μαλαχίας εις το τέταρτον Κεφάλαιον ως εκ προσώπου του Θεού· «Ιδού εγώ αποστελώ υμίν Ηλίαν τον Θεβίτην, πριν ή ελθείν την ημέραν Κυρίου την μεγάλην και επιφανή, ος αποκαταστήσει καρδίαν πατρός προς υιόν και καρδίαν ανθρώπου προς τον πλησίον αυτού, μη ελθών πατάξω την γην άρδην». Αλλά και ο Θεολόγος Ιωάννης εις το βιβλίον της Αποκαλύψεως αυτού, εις το ενδέκατον Κεφάλαιον πλέον καθαρώτατα και λεπτότερα το διηγείται, λέγων ούτως· «Και δώσω τοις δυσί μάρτυσί μου (δηλαδή εις τους Προφήτας Ηλίαν και Ενώχ), και προφητεύσουσιν ημέρας χιλίας διακοσίας εξήκοντα (ήτοι μόνον τρεις χρόνους και πέντε και ήμισυν μήνας), περιβεβλημένοι σάκκους. Ούτοι εισιν αι δύο ελαίαι και αι δύο λυχνίαι αι ενώπιον του Κυρίου της γης εστώσαι και ει τις αυτούς θέλει αδικήσαι, πυρ εκπορεύεται εκ του στόματος αυτών και κατεσθίει τους εχθρούς αυτών· και ει τις θέλει αυτούς αδικήσαι, ούτω δει αυτόν αποκτανθήναι. Ούτοι έχουσιν εξουσίαν τον ουρανόν κλείσαι, ίνα μη υετός βρέχει εν ταις ημέραις της προφητείας αυτών, και εξουσίαν έχουσιν επί των υδάτων στρέφειν αυτά εις αίμα, και πατάξαι την γην εν πάση πληγή, οσάκις εάν θελήσωσι. Και όταν τελέσωσι την μαρτυρίαν αυτών, το θηρίον το αναβαίνον εκ της αβύσσου ποιήσει μετ’αυτών πόλεμον και νικήσει αυτούς και αποκτενεί αυτούς. Και το πτώμα αυτών (ρίψει) επί της πλατείας της πόλεως της μεγάλης, ήτις καλείται πνευματικώς Σόδομα και Αίγυπτος, όπου και ο Κύριος αυτών εσταυρώθη. Και βλέπουσιν εκ των λαών και φυλών και γλωσσών και εθνών το πτώμα αυτών ημέρας τρεις και ήμισυ, και τα πτώματα αυτών ουκ αφήσουσι τεθήναι εις μνήμα. Και οι κατοικούντες επί της γης (ήτοι όσοι πιστεύσουν εις τον Αντίχριστον) χαίρουσιν επ’ αυτοίς, και ευφρανθήσονται και δώρα πέμψουσιν αλλήλοις, ότι ούτοι οι δύο Προφήται εβασάνισαν τους κατοικούντας επί της γης». (Αποκ. Ιωάν. ια: 3-10). Ιδού, βοηθεία Θεού, εδιαλύσαμεν τας απορίας μας. Πρέπει δε και τούτο να γνωρίζετε, ότι τα θαύματα, τα οποία ηκούσατε ότι έκαμεν ο Προφήτης Ηλίας, τα μαρτυρεί και το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον, αλλά και οι Απόστολοι. Διότι ο μεν Ευαγγελιστής Λουκάς εις το τέταρτον Κεφάλαιον λέγει δια την Σαρεφθίαν χήραν ούτως, ως εκ προσώπου του Χριστού, προς τους Ιουδαίους· «Επ’ αληθείας δε λέγω υμίν, πολλαί χήραι ήσαν εν ταις ημέραις Ηλιού εν τω Ισραήλ, ότε εκλείσθη ο ουρανός επί έτη τρία και μήνας εξ, ως εγένετο λιμός μέγας επί πάσαν την γην, και προς ουδεμίαν αυτών επέμφθη Ηλίας, ειμή εις Σάραπτα της Σιδωνίας προς γυναίκα χήραν». Δια δε την προσευχήν όπου έκαμε και δεν έβρεξεν ο Θεός επί της γης τρεις χρόνους και εξ μήνας, ο Αδελφόθεος Ιάκωβος το λέγει εις το πέμπτον Κεφάλαιον της Καθολικής αυτού επιστολής ούτως· «Ηλίας άνθρωπος ην ομοιοπαθής ημίν, και προσευχή προσηύξατο του μη βρέξαι, και ουκ έβρεξεν επί της γης ενιαυτούς τρεις και μήνας εξ· και πάλιν προσηύξατο, και ο ουρανός υετόν έδωκε και η γη εβλάστησε τον καρπόν αυτής». Ότι δε και δια προσευχής κατεβίβασεν ο Προφήτης Ηλίας πυρ εξ ουρανού και έκαυσε τους δύο πεντηκοντάρχους μετά των στρατιωτών, ο Ευαγγελιστής Λουκάς και τούτο το βεβαιώνει εις το ένατον Κεφάλαιον του Ευαγγελίου αυτού λέγων, ως από προσώπου των Αποστόλων προς τον Χριστόν· «Κύριε, θέλεις είπωμεν πυρ καταβήναι εξ ουρανού, και αναλώσαι αυτούς, ως και Ηλίας εποίησεν»; Αλλά και ο Απόστολος Παύλος εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν εις το ενδέκατον Κεφάλαιον λέγει τους λόγους του Προφήτου· «Κύριε, τους Προφήτας σου απέκτειναν, και τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, καγώ υπελείφθην μόνος, και ζητούσι την ψυχήν μου». Ταύτα είναι τα εξαίσια θαύματα τα οποία εν τη παρούσι ζωή ευρισκόμενος ετέλεσε ο Προφήτης Ηλίας. Όμως και μετά την ως εις ουρανούς ανάληψίν του δεν έπαυσεν ο Άγιος θαυματουργών και ελέγχων την παρανομίαν. Δια τούτο και όταν ο Ιωράμ ο βασιλεύς της Ιουδαίας, ο υιός του Ιωσαφάτ, αφήκε την λατρείαν του αληθινού Θεού και ελάτρευε τα είδωλα, τον ήλεγξε δριμύτατα δι’ επιστολής του την οποίαν του έστειλε δια θείου Αγγέλου οκτώ έως δέκα έτη από της αναλήψεώς του. (εις την Παλαιάν Διαθήκην βιβλίον β’ των Παραλειπομένων, Κεφάλαιον εικοστόν πρώτον στίχος 12 γράφονται δα την εν λόγω επιστολήν του Προφήτου Ηλία ταύτα: «Και ήλθεν αυτώ –τω Ιωράμ δηλαδή- εν φραφή παρά Ηλιού του Προφήτου λέγων· τάδε λέγει Κύριος Θεός Δαβίδ του πατρός σου…»). Τον απειλούσε δε δια της επιστολής ταύτης ότι θα ασθενήση, τούτο δε και εγένετο δια την αμετανόητον κατάστασίν του. Αλλά και μέχρι σήμερον δεν παύει ο Άγιος θαυματουργών και ευεργετών ημάς· ( Ο Ιερός Δοσίθεος Πατριάρχης Ιεροσολύμων εν τη Δωδεκαβίβλω αυτού –βιβλίον ΙΒ΄ κεφάλαιον β΄ παράγραφος β΄ σελίς 1192- διηγείται το εξής θαύμα, όπερ έλαβε χώραν κατά την εικοστήν Ιουλίου, ημέραν της εορτής του Αγίου με το παλαιόν Ορθόδοξον ημερολόγιον, εν Βελιγραδίω, παρόντος του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Παϊσίου παρευρεθέντος εκεί κατά τινα μετάβασίν του, λέγων επί λέξει τα εξής: «… Ο ουν Παϊσιος από Ιασίου ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν, είτα εις Ανδριανούπολιν, Φιλιππούπολιν, Σόφιαν και Βελιγράδιον, εν ω όντος αυτού του Πατριάρχου Παϊσίου, συνέβη γενέσθαι τοιούτον τι. Γυνή τις ορθόδοξος Λατινίδι γυναικί ζυμώσαι θελούση κατά την εικοστήν του Ιουλίου, εν η η του Ηλιού του Προφήτου εορτάζεται μνήμη, είπε· «Σήμερον εστίν η εορτή Ηλιού του Προφήτου, και μη άπτου έργων». Η δε Λατινίς υπολαβούσα έφη, ότι δέκα παρήλθον ημέραι από της εορτής Ηλιού του Προφήτου, και ούτως αμφότεραι αλλήλαις εφιλονείκουν, ει άρα αι δέκα ημέραι καλώς προσετέθησαν παρά των παπιστών, και ήρξατο η Λατινίς ζυμούσα. Και ω του θαύματος! Μετεβέβλητο εν ταις χερσίν αυτής το φύραμα εις λίθον, οίον εστι το κισσήριον, το κοινώς λεγόμενον πωρί, και ηκούσθη εις την Σερβίαν το πράγμα, και διένειμαν εαυτοίς τον λίθον οι άνθρωποι εις μαρτύριον και έλαβε και ο Παϊσιος μέρος εκ της πέτρας, όπερ έως του νυν κείται κρεμάμενον εις την εικόνα του Προφήτου εν τω κατά την Ιερουσαλήμ Μοναστηρίω αυτού. Είτα ο Παϊσιος απήλθεν εις Σέρρας, Θεσσαλονίκην και Βέροιαν και αύθις εις Κωνσταντινούπολιν, κακείθεν εις Ιεροσόλυμα…»· πρέπον δε είναι και ημείς, οίτινες ευεργετούμεθα υπό των Αγίων και ακούομεν τας διηγήσεις και τους λόγους αυτών, να σπουδάζωμεν πώς να γίνωμεν και μιμηταί τούτων, δια να τύχωμεν και ημείς της βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω και Αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) Ιουλίου, μνήμη των Οσίων Πατέρων ημών ΣΥΜΕΩΝ του δια Χριστόν σαλού, και ΙΩΑΝΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Συμεών και Ιωάννης οι δύο ούτοι Όσιοι Πατέρες ήλθον κατά τας ημέρας του βασιλέως Ιουστίνου του νέου, εν έτει φιη΄ (518), από την Έδεσσαν εις τα Ιεροσόλυμα κατά την εορτήν της Υψώσεως, δια να προσκυνήσουν τον Τίμιον Σταυρόν, καθώς και άλλοι πολλοί την ημέραν αυτήν προσέρχονται. Εκ τούτων ο πρώτος, ο Ιωάννης, πατέρα μεν είχε, μητέρα δε δεν είχεν. Ο δε έτερος, ο Συμεών, πατέρα δεν είχε, μόνον δε μητέρα, γεροντικής ηλικίας ογδοήκοντα περίπου ετών. Ήτο δε ο Ιωάννης ετών είκοσι δύο και τον υπάνδρευσεν ο πατήρ αυτού κατ’ εκείνον τον χρόνον. Είχον δε οι νέοι ούτοι πολλήν αγάπην μεταξύ των, ώστε δεν ηδύναντο ουδόλως να χωρισθώσιν ο εις από τον άλλον. Αφού λοιπόν επροσκύνησαν τους Αγίους Τόπους, ήλθον εις τον Ιορδάνην. Καθώς δε περιήρχοντο και παρετήρουν τους Οσίους Ασκητάς, ετρώθη η καρδία των εις τον θείον έρωτα και έβαλον κατά νουν να γίνουν Μοναχοί. Καθώς λοιπόν επροχώρουν έφιπποι (επειδή ήσαν πλούσιοι και ευγενέστατοι), όταν διέτρεξαν ικανόν δρόμον αφίππευσαν, έδωσαν δε τους ίππους των εις τους υπηρέτας και τους διέταξαν να ιππεύσουν και να προχωρήσουν, διότι εκείνοι είχον υπηρεσίαν, και κατόπιν θα τους έφθαναν. Όταν έμειναν μόνοι των, έδειξεν ο Ιωάννης εις τον Συμώνα τας δύο οδούς, όπου έβλεπε, λέγων· «Ιδού, αδελφέ, η οδός όπου πηγαίνει εις την αιώνιον ζωήν». Έδειξε δε εκείνην ήτις έφερε προς την έρημον. Έπειτα του δεικνύει την άλλην, ήτις ωδήγει εις τον κόσμον, λέγων· «Αυτή οδηγεί την ψυχήν εις τον θάνατον και την απώλειαν. Λοιπόν ας κάμωμεν προς τον Κύριον δέησιν, να μας φωτίση να γίνη το συμφερώτερον». Κλίναντες τότε τα γόνατα και στενάξαντες εκ βάθους καρδίας, προσηύχοντο λέγοντες· «Ο Θεός, όστις θέλεις να σωθή όλος ο κόσμος, φανέρωσόν μας το θέλημά σου, και φώτισόν μας να κάμωμεν το καλλίτερον δια την ψυχήν μας». Ταύτα ειπόντες, ηγέρθησαν· θέσαντες δε κλήρους έτυχεν εις αυτούς η οδός της ερήμου. Όθεν περιχαρείς γενόμενοι, κατεφρόνησαν άπαντα τα πρόσκαιρα αγαθά ως σκύβαλα, δια να κληρονομήσουν τα αιώνια. Εναγκαλισθέντες λοιπόν αλλήλους εφιλήθησαν ο εις μετά του άλλου, λέγοντες· «Ας περιπατήσωμεν, αδελφέ, την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, δια να εύρωμεν κατόπιν την ευρύχωρον. Ας μισήσωμεν την σάρκα και ας την νεκρώσωμεν, δια να ζη η ψυχή αιώνια». Ταύτα ειπόντες έτρεχον χαίροντες, ως να μετέβαινον εις γάμον, και ο εις τον άλλον επροθυμοποίει· διότι ο μεν Ιωάννης εφοβείτο δια τον Συμεών, μήπως και η αγάπη της μητρός του τον εμποδίση από τον ένθεον έρωτα, ο δε Συμεών πάλιν εδίσταζε δια τον Ιωάννην, μήπως η πολλή προσπάθεια και η πολλή αγάπη της νεονύμφου γυναικός τον σύρη προς αυτήν βιαίως, ως ο μαγνήτης τον σίδηρον. Όθεν ο μεν Ιωάννης προς τον Συμεών τοιαύτα έλεγε· «Πρόσεχε, αδελφέ μου, μη αμελήσης εις την προκειμένην οδόν της αρετής, διότι σήμερον εξαναγεννήθημεν, και δεν μας μέλει πλέον δια του κόσμου τα πράγματα, ότι ο πλούτος μας δεν δύναται να μας ωφελήση ποσώς την ώραν της κρίσεως. Η νεότης και το κάλλος της σαρκός ως άνθος μαραίνεται, και όλη η ευδαιμονία του κόσμου παρέρχεται ταχέως, και ως όνειρον αφανίζεται». Ο δε Συμεών πάλιν προς τον Ιωάννην τοιαύτα ανταπεκρίνετο· «Εγώ, αδελφέ μου φίλτατε, ούτε πατέρα έχω, ούτε αδελφούς ή άλλον τινά συγγενή μου, ειμή μόνον την γραίαν αυτήν, ήτις με εγέννησεν· όθεν δεν φοβούμαι ποσώς δι’ εμέ να επιστρέψω πλέον εις την κοσμικήν ματαιότητα, αλλά μόνον δια τον εαυτόν σου αμφιβάλλω και θλίβομαι, μήπως και σε αποσπάση βιαίως ο πόθος της νεονύμφου σου γυναικός από τον ένθεον έρωτα». Αυτά και έτερα λέγοντες, έφθασαν εις το Μοναστήριον του Οσίου Γερασίμου, εις το οποίον ήτο εις ενάρετος άνθρωπος, Νίκων ονομαζόμενος, όστις ενίκησεν όντως πάσαν δαιμονικήν παράταξιν εις τον πνευματικόν πόλεμον, και έλαμπε με σημεία και θαύματα. Μάλιστα είχε και προορατικόν χάρισμα και προέβλεπε τα μέλλοντα, καθώς και την έλευσιν αυτών εγνώρισε δι’ οράματος. Διότι του είπεν εις φοβερός εις την θέαν και θαυμάσιος· «Εγείρου, άνοιξον την θύραν της ποίμνης, ίνα εισέλθουν τα πρόβατά μου». Ταύτα ακούσας ηγέρθη και ανοίξας την θύραν εκάθητο. Οι δε νέοι είχον κάμει προσευχήν προς τον Θεόν, να οικονομήση η χάρις του, εάν ήτο θέλημά του να γίνουν Μοναχοί, να εύρουν ανοικτήν την θύραν του Μοναστηρίου. Φθάσαντες λοιπόν εκεί, και ιδόντες την θύραν ανεωγμένην, εχάρησαν. Ο δε Ηγούμενος τους υπεδέχθη λέγων· «Καλώς ήλθον του Χριστού τα πρόβατα». Προς δε τον Συμεών είπεν ιδιαιτέρως· «Καλώς ήλθες, Σαλέ», επροφήτευσε δε και άλλα λόγια. Και αναπαύσας αυτούς την πρώτην ημέραν, την δευτέραν τους ενουθέτησε (πριν αυτοί του είπουν τίποτε) λέγων· «Καλή και αξία είναι η προς Θεόν αγάπη σας, μόνον να μη ψυχρανθή η πολλή σας προθυμία από δαιμονική συνεργίαν. Καλά και γνωστικά επράξατε να καταφρονήσετε τα παρόντα δια τα μέλλοντα. Καλοί είναι και οι κατά σάρκα γονείς τε και συγγενείς, αλλά καλλίτερα να ευαρεστήσετε και να δουλεύσητε εις τον ουράνιον Πατέρα ως τέκνα του φίλτατα, να έχετε τους αγίους Αγγέλους φίλους και ευμενείς προστάτας προς Κύριον. Καλή και γλυκεία η του παρόντος βίου απόλαυσις, και τερπνός ο πλούτος και η ευδαιμονία η πρόσκαιρος· αλλά δεν είναι ισαξία προς τα άφθαρτα και αιώνια αγαθά της ουρανίου μακαριότητος». Αφού ενουθέτησεν ικανώς από κοινού και τους δύο, είπε ταύτα ιδιαιτέρως προς τον Συμεών· «Μη λυπήσαι δια το γήρας της μητρός σου, ότι ο Κύριος δύναται να την παρηγορήση κάλλιον από σε υπό των αγώνων σου δυσωπούμενος. Ότι καλά και συ επερίμενες την τελευτήν εκείνης, αλλά δεν ήξευρες εάν απέθνησκες συ πρότερον, να υπάγης εις τον άλλον κόσμον έρημος από αρετάς και να μη έχης τινά να σε λυτρώση της αιωνίου κολάσεως. Ότι εκεί δεν δύναται πλούτος ή δόξα, ή συγγενών μεσιτεία, να ωφελήσουν τινά, ει μη μόνον η ενάρετος πολιτεία και οι κατά Θεόν πόνοι και κάματοι». Έπειτα εστράφη και προς τον Ιωάννην και του λέγει· «Πρόσεχε, τέκνον, να μη λυπηθής ποσώς δια την γυναίκα σου, ότι ο Θεός έχει την φροντίδα της». Αποτεινόμενος είτα και πάλιν προς τους δύο είπε· «Χαίρετε αμφότεροι, επειδή καλού βασιλέως εγίνατε στρατιώται· και έχετε εις αυτόν τας ελπίδας σας, ότι ως ελεήμων και Πανάγαθος θέλει φροντίσει δια τον οίκον σας, να κυβερνήση τους συγγενείς σας και υμάς ψυχή τε και σώματι· μόνον μη οκνεύσετε εις την δούλευσιν αυτού ποτέ· ότι εάν ήθελε σας προσκαλέσει ο επίγειος βασιλεύς εις το επίγειόν του παλάτιον, να σας τιμήση με αξίωμα Πατρικίου, εκαταφρονείτε όλα σας τα υπάρχοντα, και υπομένετε πάσαν κακοπάθειαν, και εδέχεσθε να διατρέχετε καθ’ εκάστην ώραν κίνδυνον της ζωής σας δια την φιλίαν του φθαρτού βασιλέως, και δια την ολίγην ταύτην τιμήν, όπου ηδύνατο να σας δώση, ήτις ως σκιά και ενύπνιον αφανίζεται. Τοσούτω μάλλον πρέπει να σπουδάσητε να ευαρεστήσετε τον ουράνιον και αιώνιον Βασιλέα των Βασιλέων Χριστόν τον Θεόν ημών, όστις έδειξε τόσην αγάπην εις ημάς τους αγνώμονας, ώστε εθανατώθη κατά το ανθρώπινον δια τον άνθρωπον ως φιλάνθρωπος. Εάν και το ίδιον αίμα δι’ αυτόν εκχύσωμεν, τι θαυμαστόν; Ότι και Αυτός έχυσεν εις τον Σταυρόν το ίδιον Αυτού αίμα το πολυτίμητον και σωτήριον, δια να μας λυτρώση από την δεινήν αιχμαλωσίαν του κακοσχόλου δαίμονος». Με ταύτα και άλλα παρόμοια ψυχωφελή υποδείγματα επροθυμοποίει τους νέους ο Γέρων δια να μη οκνεύσουν ποτέ εις την θείαν βούλησιν, βλέπων πως ήσαν πολύ τρυφεροί και δεν ήσαν συνηθισμένοι εις την σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν. Έπειτα, δια να τους δοκιμάση, ηρώτησεν αυτούς, εάν ήθελον να τους κουρεύση ευθύς ή να κάμουν την δοκιμήν κατά την συνήθειαν πρότερον. Ούτοι δε είπον με μίαν γνώμην και οι δύο, να τους κουρεύση το συντομώτερον. Μάλιστα ο Συμεών του είπεν, ότι εάν δεν τους κουρεύση ευθύς, θα υπάγουν εις άλλο Μοναστήριον. Ούτως είπε, διότι ήτο άκακος και απονήρευτος. Αλλ’ ο Ιωάννης ήτο γνωστικός και σοφώτερος· ήξευρον όμως και οι δύο ελληνικά γράμματα, και ήσαν εις άκρον πεπαισευμένοι. Τότε τους εξήτασε και χωριστά ένα προς ένα ο πάνσοφος, δια να καταλάβη τον πόθον αυτών καλλίτερα, δοκιμάζων δε μόνον τον Συμεών του έλεγεν· «Ο σύντροφός σου μοι υπεσχέθη να μείνη ακόμη εν έτος λαϊκός δια δόκιμος». Ο δε απεκρίνατο· «Εάν αυτός θέλη, ας κάμη όπως θέλει, αλλ’ εγώ δεν μένω ούτε μίαν ημέραν κοσμικός. Πλην παρακαλώ την αγιωσύνην σου, να τον κουρεύσης και αυτόν συντόμως. Διότι το έτος τούτο υπανδρεύθη και έλαβεν σύζυγον πλουσίαν και εύμορφον, μήπως ο πόθος της τον αιχμαλωτίση και ολιγοστεύση τον ένθεον αυτού έρωτα». Πάλιν δε ο Ιωάννης έλεγε μόνος του προς εκείνον τον Άγιον Γέροντα με θερμότατα δάκρυα (επειδή ήτο πολύ κατανυκτικός και είχε τα δάκρυα πολύ εύκολα)· «Κάμε, πάτερ, δια τον Κύριον, κούρευσόν μας σήμερον, ότι δια τον Συμεών φοβούμαι· διότι ζη η μητέρα του, προς την οποίαν έχει τοσαύτην αγάπην, ώστε εκοιμώντο μαζί έως σήμερον και δεν ηδύναντο ούτε ημέραν ούτε νύκτα να αποχωρισθώσιν». Όταν εγνώρισεν ο Όσιος την σταθεράν ιδέαν των νέων, τότε επληροφορήθη, ότι και ο Θεός δεν θέλει τους καταισχύνει, επειδή ολοψύχως τον επόθησαν και προσέδραμον εις αυτόν αδιστάκτως. Όθεν έφερε το ψαλίδιον και το έθεσεν εις την αγίαν Τράπεζαν, από την οποίαν το έλαβον αυτοί κατά την τάξιν· και δώσαντες αυτό εις τας χείρας του, τους εκούρευσε και τους ενέδυσεν ιμάτια πεπαλαιωμένα του αγίου και αγγελικού σχήματος αρμόδια. Μετά ταύτα πάλιν εκάθισεν όλην εκείνην την ημέραν, νουθετών αυτούς ο Ηγούμενος, διότι προέβλεπεν, ότι ολίγον καιρόν θα έμεναν εις το Μοναστήριον. Ήτο δε τότε Σάββατον, όταν τους εκούρευσε, ήθελε δε την επομένην ημέραν εις την λειτουργίαν να τους τελειώση Μοναχούς, να τους ενδύση το αγγελικόν σχήμα. Είχε δε κάμει ένα Μοναχόν προ ολίγων ημερών, όστις εφόρει ακόμη τον μανδύαν, το κουκούλιον, εβάστα δε και τον Σταυρόν κατά την τάξιν, έως ότου τελειώση η εβδομάς. Τούτον τον νεόκουρον διέταξεν ο Ηγούμενος να έλθη εκεί όπου ήσαν οι νέοι, οίτινες ιδόντες αυτόν ούτως ενσεδυμένον εξέστησαν δια μίαν οπτασίαν όπου αυτοί μόνοι ως καθαροί και αμόλυντοι είδον, την οποίαν τους ηξίωσεν ο Πανάγαθος Θεός και είδον δια να ευλαβηθούν καλλίτερον το άγιο Σχήμα. Εγερθέντες λοιπόν προσεκύνησαν τον νεόκουρον και τον Ηγούμενον, παρακαλούντες αυτόν και λέγοντες· «Εάν μέλλη να λάβωμεν και ημείς τοσαύτην τιμήν και δόξαν, ως ούτος ο τρισμακάριος, ένδυσόν μας αφ’ εσπέρας αυτό το άγιον φόρεμα, μήπως και μας συμβή ενυπνιασμός την νύκτα από φαντασίαν του δαίμονος και στερηθώμεν τοιούτων πολυτίμων στεφάνων, και αυτής της λαμπροφόρου συνοδείας οι τάλανες». Ταύτα ακούσας ο Ηγούμενος ηννόησεν ότι είδον οπτασίαν, και διέταξε τον νεόκουρον να υπάγη εις το καλλίον του. Οι δε παίδες του Χριστού ελυπήθησαν πολύ και λέγουσι προς τον Ηγούμενον· «Μακάριοι και ημείς εάν αξιωθώμεν τοσαύτης τιμής, να φορώμεν εις την κεφαλήν τοιούτον λαμπρόν στέφανον, και να μας συνοδεύουν τοσούτον πλήθος Μοναχών με λαμπάδας εις τας χείρας χαίροντες». Ούτως είπον, νομίζοντες ότι ο Ηγούμενος τα έβλεπεν. Αυτός δε πάλιν εσιώπησε, θαυμάζων την πολλήν των ακεραιότητα και την της ψυχής καθαρότητα. Μόνον υπεσχέθη να τους τελειώση την επομένην δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και ούτως εποίησε. Τόσην δε λάμψιν είχεν η όψις των, ώστε έβλεπον την νύκτα ο εις του άλλου το πρόσωπον, εις δε την κεφαλήν τον πολυτίμητον εκείνον στέφανον, τον οποίον έβλεπον πρότερον εις την κεφαλήν του προαναφερθέντος νεοκούρου Μοναχού. Αυτά όλα όπου είπομεν έως εδώ και όσα θέλομεν διηγηθή μέχρι τέλους διηγήθη ο αψευδής Συμεών προς ένα ιεροδιάκονον της Εδέσσης, Ιωάννην ονομαζόμενον. Όστις ως θαυμαστός και ενάρετος όπου ήτο, από θείαν χάριν ηννόησε την απόκρυφον αρετήν του Συμεών· όστις εφαίνετο εις τους ανθρώπους σαλός και άγνωστος (καθώς κατόπιν θέλομεν διηγηθή ακριβέστερον εις το θαυμάσιον, όπου άκαμεν εις αυτόν τον Διάκονον), εις δε τον Θεόν ήτο φρόνιμος πολύ και σοφώτατος. Ούτος ο θεοφιλής Ιωάννης μας διηγήθη όλον τον Βίον τούτον, καθώς τον ήκουσεν απ’ αυτόν τον Μέγαν Συμεών, και επεκαλείτο τον Θεόν μάρτυρα, ότι δεν είπε περισσότερον από την αλήθειαν, αλλά μάλιστα και πολλά από την πολυκαιρίαν ελησμόνησεν. Εις τοσαύτην χαράν ευρίσκετο η ψυχή μας (έλεγεν ο Μέγας Συμεών, προς τον ρηθέντα Διάκονον), ώστε δεν ηθέλομεν να γευθώμεν τροφήν ή ποτόν από την ευλάβειαν. Μετά δύο δε ημέρας είδομεν υπηρετούντα εις την Μονήν τον νεόκουρον εκείνον Μοναχόν, εφόρει δε άλλο ιμάτιον και δεν είχε πλέον εις την κεφαλήν τον άνωθεν στέφανον, ούτε οι Μοναχοί τον συνώδευον με τας λαμπάδας ως πρότερον· θαυμάσας δε είπον εις τον Ιωάννην· «Πίστευσόν μοι, αδελφέ, ότι αφού πληρώσωμεν και ημείς τας επτά ημέρας, δεν θα έχωμεν πλέον ταύτην την χάριν και την ευπρέπειαν. Λοιπόν αν θέλης να με ακούσης, ακολούθει μοι προθύμως, να υπάγωμεν εις τόπον ήσυχον και ατάραχον, να εργασθώμεν δια την ψυχήν μας. Ναι, αδελφέ φίλτατε, καθώς απηρνήθημεν τα κοσμικά, ας αρνηθώμεν και πάσαν φροντίδα και μέριμναν γήϊνον, να μελετώμεν μόνον τα ουράνια· ότι εις τούτο το άγιον Σχήμα, όπου ελάβομεν, βλέπω ξένα και θαυμάσια πράγματα· δια τούτο από την ώραν όπου μας ενέδυσεν ο δούλος του Θεού αισθάνομαι πυρ, το οποίον μου κατακαίει τα εντόσθια, και ζητεί η ψυχή μου να μη ίδω πλέον άνθρωπον, ούτε να ομιλήσω μετά τινος όλως διόλου».Του λέγει ο Ιωάννης· «Τι θα τρώγωμεν; Πως θα ψάλλωμεν, όπου ακόμη καμμίαν κατάστασιν της μοναδικής πολιτείας και διαγωγήν δεν εμάθομεν»; Λέγει ο Συμεών· «Εκείνος ο πλουσιόδωρος Βασιλεύς, όστις τρέφει πάσαν πνοήν λογικήν και άλογον, αυτός έχει την έννοιαν ως πατήρ φιλόπαις να μας τρέφη ως αγαθός και εύσπλαγχνος και να μας διδάξη πώς να διάγωμεν, μόνον μη διακόψης παρακαλώ την προθυμίαν μου». Του λέγει ο Ιωάννης· «Ας πράξωμεν όπως θέλεις. Αλλά πως θα φύγωμεν την νύκτα, όπου η θύρα του Μοναστηρίου κλείεται»; Ο δε Συμεών είπεν· «Εκείνος όστις μας ήνοιξεν όταν ήλθομεν, αυτός πάλιν θα μας ανοίξη να φύγωμεν». Καθώς λοιπόν απεφάσισαν, είδεν αυτήν την νύκτα ο Ηγούμενος όραμα, ότι η θύρα του Μοναστηρίου ήνοιξεν, ήκουσε δε φωνήν ούτω λέγουσαν· «Εξέλθετε να βοσκήσετε εσφραγισμένα πρόβατα του Χριστού». Εγερθείς τότε από την κλίνην έδραμε και ευρών την θύραν ανοικτήν εστέναζε, νομίζων ότι έφυγον οι νεόκουροι και δεν ηξιώθη να λάβη την ευλογίαν των. Καθώς ταύτα διελογίζετο και ενώ οι καθαροί νυμφίοι του Δεσπότου Χριστού ήρχοντο να εξέλθουν, έβλεπεν έμπροσθεν αυτών ο Ηγούμενος Αγγέλους τινάς λαμπαδηφόρους, οίτινες εκράτουν εις την μίαν χείρα σκήπτρον. Οι δε μακάριοι ιδόντες την θύραν ανεωγμένην και τον Ηγούμενον εκεί ευρισκόμενον εχάρησαν, θέλοντες δε να τον προσκυνήσουν, δεν τους άφησεν. Αυτοί δε ευχαριστήσαντες αυτόν ικανώς, διότι τους ηξίωσε του αγγελικού Σχήματος, του εζήτησαν συγχώρησιν να υπάγουν εις αναχώρησιν δια να δυνηθούν να δουλεύσουν ολοψύχως τον Θεόν εις την έρημον, τον παρεκάλεσαν δε να μη τους λησμονήση εις την προσευχήν του, αλλά να δέηται δια λόγου των. Αφού λοιπόν έκλαυσαν αμφότεροι ικανώς, εγονάτισεν ο Όσιος Νίκων, θέσας εις την δεξιάν του τον Συμεών και εις την αριστεράν τον Ιωάννην, και υψώσας προς τον ουρανόν τας χείρας, προσηύχετο ούτω· «Ο Θεός ο μέγας και ισχυρός, ο αινετός και δίκαιος, επάκουσόν μου την ώραν ταύτην του αναξίου δούλου σου, και τους πόδας αυτών εις οδόν ειρήνης κατάρτισον. Ναι, Κύριος ο Θεός, επάκουσόν μου η ελπίς πάντων των περάτων της γης, και των επί ξένης μακράν. Επιτίμησον τοις ακαθάρτοις δαίμοσιν από προσώπου των παίδων σου, και ανάστηθι εις την βοήθειαν αυτών· πνεύμα δειλίας, ακηδίας, υπερηφανείας και πάσης κακίας ας σβύση απ’ αυτών και πάσα πύρωσις σαρκός και διαβολικής συνεργείας και φώτισον τας ψυχάς αυτών με το φως της σης επιγνώσεως, δια να φθάσουν εις το άκρον της αρετής, να δοξάζουν αιωνίως με τους Αγίους Αγγέλους σου και πάντας τους εναρέτους δούλους σου το πάντιμον και φυλακτήριον όναμά σου του Πατρός και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν». Ταύτα θερμώς προς Θεόν ευξάμενος, πάλιν προς αυτούς μετά δακρύων έλεγεν· «Ο Θεός, τέκνα, τον οποίον επροτιμήσατε από όλα τα κτίσματα, να στείλη τον Άγγελόν του προ προσώπου σας, να ετοιμάση την οδόν σας, να σας λυτρώση από όλα τα εναντία και από τας χείρας του βροτοκτόνου λέοντος, καθώς και τον Προφήτην εφύλαξεν από τα στόματα των λεόντων ως Παντοδύναμος. Βλέπετε, τέκνα, εις πόλεμον ήλθετε, αλλά μη φοβηθήτε, διότι δεν σας αφήνει ο Κύριος να πειραχθήτε περισσότερον από όσον δύνασθε να υποφέρετε. Μόνον σταθήτε ανδρείοι, έχοντες τα όπλα του αγίου Σχήματος. Ενθυμείσθε την παραβολήν του πύργου, και προσπαθήσετε να τελειώσητε αυτό το καλόν όπου ηρχίσατε, ίνα μη καταισχυνθήτε κατόπιν. Μικρός είναι ο πόλεμός σας και μεγάλος ο στέφανος· πρόσκαιρος ο κόπος και αιωνία η απόλαυσις». Ταύτα και άλλα πολλά ψυχοσωτήρια λόγια λέγων ο Όσιος προς τους Οσίους, έκρουσε το ξύλον του όρθρου. Τότε λαμβάνει ο Συμεών κατά μέρος τον Ηγούμενον και του λέγει· «Προσεύχου, Δέσποτα, παρακαλώ την αγιωσύνην σου, δια τον αδελφόν Ιωάννην, να λησμονήση την σύζυγόν του, δια να μη με αφήση μοναχόν εις την έρημον». Ομοίως και ο έτερος του είπε μυστικά, να κάμη δια τον Συμεών δέησιν, να μη ενθυμηθή της μητρός του και τον αφήση μόνον, να κινδυνεύη ως εις ναυάγιον. Θαυμάσας ο Γέρων δια την αγάπην όπου είχεν ο εις μετά του άλλου, τους απεχαιρέτησε λέγων· «Υπάγετε, τέκνα μου, ιδού σας ευαγγελίζομαι, ότι ο Κύριος έχει ανοικτήν την θύραν του Παραδείσου, να σας υποδεχθή χαίροντας, καθώς και την θύραν της Μονής ταύτης σας ήνοιξε με τρόπον θαυμάσιον». Σφραγίσας δε αυτούς με το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις όλον το σώμα, τους απέλυσεν εις ειρήνην. Επορεύοντο λοιπόν οι μακάριοι χαίροντες, προσευχόμενοι δε έλεγον· «Ο Θεός οδήγησον ημάς τους ξένους, να μη πλανηθώμεν ως απολωλότα πρόβατα, ότι δια την αγάπην σου παρεδόθημεν εις το πέλαγος της ερήμου ταύτης». Λέγει ο Ιωάννης προς τον Συμεών, όταν έφθασαν εις ένα δίστρατον· «Από ποίον δρόμον να υπάγωμεν»; Ο δε είπεν εις αυτόν· «Ας οδεύσωμεν το δεξιόν, διότι τα δεξιά προτιμώνται πάντοτε». Οδεύσαντες λοιπόν ικανώς, έφθασαν εις την Νεκράν θάλασσαν, κατ’ οικονομίαν δε του Θεού, όστις δεν αφήνει τους δούλους του να κακοπέσουν, εύρον τόπον τινά κατάλληλον δι’ άσκησιν, Αρρωνάν ονομαζόμενον, εις τον οποίον κατώκει εις Γέρων ενάρετος. Αφού έφθασαν εις τοιούτον τόπον σωτήριον, εχάρησαν ευχαριστούντες τον Κύριον και έμειναν εκεί αγωνιζόμενοι. Ο δε μισόκαλος τους εφθόνησε, μη υποφέρων να βλέπη την αρετήν των, και τον μεν Ιωάννην παρεκίνει εις το να επιθυμή την σύζυγόν του, τον δε Συμεών εις τον πόθον της μητρός του. Αυτοί δε προσηύχοντο εκ καρδίας και ούτως εδίωκον τον πειράζοντα. Άλλην φοράν τους ενεθύμιζε κρεωφαγίαν, οινοποσίαν και πάσαν άλλην τρυφήν και ηδυπάθειαν σώματος, εις δε τας ευχάς ακηδίαν και δειλίαν εις την άσκησιν. Εις τον ύπνον πάλιν τους εδείκνυε τους συγγενείς των κλαίοντας, αλλά και πάσαν άλλην μηχανήν τους εδείκνυεν ο κακότεχνος με φαντασίας διαφόρους, δια να τους κάμη να δειλιάσωσιν. Αλλ’ αυτοί οι αείμνηστοι, ενθυμούμενοι τους στεφάνους και την διδασκαλίαν του Γέροντος, τον οποίον έβλεπον πολλάκις και εις τον ύπνον των, επαρηγορούντο θαυμασιώτατα, διότι και καθ’ ύπνον τους ενουθέτει και μακράν ευρισκομένους προσηύχετο δι’ αυτούς. Ταύτα βλέποντες εις τον ύπνον εχαίροντο, γνωρίζοντες βέβαια, ότι ο Όσιος Νίκων εφρόντιζε δια την σωτηρίαν αυτών ως φιλάδελφος. Εζήτησαν δε από τον Θεόν την χάριν, ο μεν Συμεών να παρηγορηθή η μητέρα του, να μη λυπήται δι’ αυτόν. Ο δε Ιωάννης, να κοιμηθή η σύζυγός του δια να μη τον ενοχλή εις τον νουν η ενθύμησις αυτής. Επήκουσε δε αμφοτέρων ο Κύριος, όστις ως εύσπλαγχνος παρέχει τα αιτήματα των δούλων του. Όθεν μετά δύο έτη επληροφορήθη από τον Θεόν ο μακάριος Συμεών, ότι έμεινεν η μήτηρ του άνευ λύπης δι’ αυτόν, διότι αυτός εφαίνετο καθ’ όλην την νύκτα εις το όνειρον και την παρηγόρει ούτω λέγων εις την Συριακήν διάλεκτον· «Λάδε χρελημέχ», δηλαδή: «Μη λυπήσαι, μήτερ, διότι καλά είμεθα εγώ και ο Ιωάννης· επειδή εστρατεύθημεν εις τα ουράνια παλάτια του αιωνίου Βασιλέως, ο οποίος μας ενέδυσε με στολάς ωραίας, φορούμεν δε εις τας κεφαλάς στεφάνους ευπρεπείς δια τον κόπον της ασκήσεώς μας. Λοιπόν παρηγόρησον και του Ιωάννου τους συγγενείς να μη λυπούνται παντάπασι δι’ αυτόν». Ο δε Ιωάννης πάλιν είδεν εις τον ύπνον του ένα λευκοφόρον και του λέγει· «Ιδού τον πατέρα σου κατέστησα άνευ λύπης, θέλω δε λάβει και την σύζυγόν σου εις την αιώνιον αγαλλίασιν». Διηγήθησαν τότε ο εις προς τον έτερον το όραμά των και έμειναν παρηγορημένοι αμφότεροι, διάγοντες άνευ πόνων και οκνηρίας τον δρόμον της ασκήσεως, αδιαλείπτως ευχόμενοι· τοιουτοτρόπως μετ’ ολίγα έτη προώδευσαν και έγιναν τέλειοι τόσον, ώστε ηξιώθησαν και θείων οράσεων και θαυμασίων αποκαλύψεων. Ησύχαζον δε ο καθ’ εις εις ένα σπήλαιον· ήσαν δε ο εις από τον άλλον μακράν τόσον όσον να ρίψη τις μίαν πέτραν, δια να προσεύχηται έκαστος μόνος του με δάκρυα κατανύξεως. Όταν δε ήρχετο εις τον ένα ακηδία ή άλλος πειρασμός, προσηύχοντο μεταξύ των προς Κύριον και εδίωκον τον πειράζοντα. Εν μια δε των ημερών είδεν ο Συμεών οπτασίαν, με την οποίαν εγνώρισεν ότι εκοιμήθη η μήτηρ αυτού. Όθεν το είπεν εις τον Ιωάννην, και έκαμαν δια την ψυχήν της προς τον Κύριον κοινήν δέησιν ομού πρότερον, έπειτα πάλιν αυτός προσηύχετο ιδιαιτέρως εις τον Θεόν να αναπαύση την ψυχήν αυτής εις τόπον ανέσεως. Έπειτα είπε προς τον Συμεών ο Ιωάννης· «Επειδή επήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς σου και σε επληροφόρησεν, ότι ανέπαυσε την μητέρα σου, σε παρακαλώ ας συγκοπιάσωμεν μαζί ευχόμενοι προς τον Κύριον και οι δύο να κάμη ευσπλαγχνίαν εις την ονομασθείσαν σύζυγόν μου, ή να την φωτίση και αυτήν όπως ενδυθή το άγιον Σχήμα, ή να την αναπαύση με την μητέρα σου, δια να μείνω και εγώ εις το εξής ανενόχλητος ο ανάξιος». Ούτως ευξάμενοι, είδε μίαν νύκτα οπτασίαν ο Ιωάννης, ότι ήλθεν η μήτηρ του Συμεών και έλαβε την σύζυγόν του από την χείρα λέγουσα· «Ανάστα, αδελφή, εκδύσου τα ερρυπωμένα ιμάτια και ενδύσου στολήν λευκήν. Ότι ο ουράνιος Βασιλεύς σου εχάρισε λαμπρόν οικητήριον, να συναγάλλεσαι πάντοτε μετά του νυμφίου σου». Γνωρίσαντες τότε και οι δύο ότι ελυτρώθησαν από τοιαύτην φροντίδα, διήλθον εις την έρημον ασκούντες με πολλήν κακοπάθειαν και άσκησιν είκοσιν εννέα έτη πολλούς πειρασμούς υπομείναντες. Τους οποίους όλους νικήσαντες, και τον διάβολον ανδρείως πατάξαντες, έφθασαν εις μέτρα τελειότητος· μάλιστα δε ο Συμεών, όστις με την πολλήν του ακακίαν και καθαρότητα ησθάνετο τελείαν απάθειαν εις το σώμα του, με την χάριν και δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, και ούτε πάθος εφοβείτο, ούτε ψύχραν ησθάνετο, ούτε επείνα, ούτε καύσιν ησθάνετο, αλλά σχεδόν υπερέβη τα μέτρα της ανθρωπίνης φύσεως και δυνάμεως.΄Οθεν είπε προς τον συναγωνιστήν αυτού ταύτα· «Αδελφέ Ιωάννη, εδώ όπου καθήμεθα μόνον τον εαυτόν μας ωφελούμεν· αλλ’ εάν υπάγωμεν εις τον κόσμον, θα έχωμεν πολλήν μισθαποδοσίαν, θα γίνωμεν και άλλων πολλών οδηγοί προς σωτηρίαν, καθώς εις πολλά μέρη της Αγίας Γραφής είναι γεγραμμένα διάφορα παραδείγματα». Του είπε και ρήσεις τινάς εξ αυτών, ήτοι: «Μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου», και πάλιν: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπω…», και τα τούτοις όμοια. Αυτά και άλλα πλείστα του έλεγε, δια να τον φέρη εις την γνώμην του. Ο δε Ιωάννης είπεν εις αυτόν· «Νομίζω, αδελφέ, ότι ο σατανάς εφθόνησε την ησυχίαν μας και σου έβαλεν αυτήν την ιδέαν· όθεν κάθησον εις το κελλίον σου, να τελειώσωμεν εδώ, όπου εκλήθημεν, το επίλοιπον της παροικίας μας». Του λέγει ο Συμεών· «Πίστευσόν μοι, ότι δεν μένω πλέον εδώ, αλλά θα υπάγω να εμπαίζω τον κόσμον». Λέγει ο Ιωάννης: «Μη, αδελφέ μου αγαπητέ· σε παρακαλώ, δια τον Κύριον, μη με αφήσης μόνον τον ταπεινόν, ότι εγώ δεν έφθασα ακόμη εις αυτά τα μέτρα, να εμπαίζω τον κόσμον, και μη διαχωρισθής από εμέ, διότι δεν έχω άλλον μετά Θεόν ειμή μόνον σε, και δια την αγάπην σου απηρνήθην τα πάντα και σε ηκολούθησα, τώρα δε θέλεις να με αφήσης εις το πέλαγος της ερήμου ταύτης, να κινδυνεύω ο άπορος; Ενθυμήσου τας συνθήκας, όπου εδώσαμεν εις τον Θεόν, όταν μας εκούρευσεν ο Όσιος Νίκων να μη διαχωρισθή δια καμμίαν αιτίαν ο εις από του άλλου, αλλά να είμεθα και οι δύο μία ψυχή εις δύο σώματα. Εάν με αφήσης εδώ μόνον, θέλω αμαρτήσει και θέλει εκζητήσει ο Θεός την ψυχήν μου από σε». Του λέγει πάλιν ο Συμεών· «Υπόθεσον κατά νουν, ότι απέθανον· όθεν διοικήσου καθώς δύνασαι, διότι εγώ δεν περιμένω πλέον εδώ». Ιδών την σταθεράν γνώμην του ο Ιωάννης εγνώρισεν, ότι εκ Θεού προήρχετο η ιδέα αύτη, επειδή δεν τους εχώριζε κανείς ειμή ο θάνατος· μάλιστα ουδέ αυτός ο θάνατος, διότι πολλάκις έκαμαν δέησιν προς τον Χριστόν να κοιμηθώσι μαζί την αυτήν ημέραν, επειδή δε είχον πίστιν ο Θεός τους επήκουσε και εις τούτο, καθώς εις όσα του εζήτησαν. Λέγει λοιπόν ο Ιωάννης· «Πρόσεχε, Συμεών, μήπως σε εξαπατήση ο διάβολος». Ο δε είπεν εις αυτόν· «Συ μόνον μη με λησμονήσης εις τας ευχάς σου καθώς και εγώ δεν θέλω σε λησμονήσει ποτέ, και αι ευχαί σου (του Θεού βοηθούντος) με σώζουσι». Τότε πάλιν ο Ιωάννης τον συνεβούλευσε με τοιαύτα σοφώτατα λόγια, λέγων· «Πρόσεχε ακριβώς, Αββά Συμεών, και φυλάττου επιμελέστατα, να μη σου σκορπίση ο κόσμος όσην αρετήν η έρημος σου εσύναξε, να μη σε βλάψη η ταραχή όσον σε ωφέλησεν η ησυχία, και να απολέσης με την πολυϋπνίαν όσα με την αγρυπνίαν απέκτησας. Πρόσεχε μη φθείρης την σωφροσύνην του μοναχικού Βίου με γυναίκας συναυλιζόμενος· μη απολέσης την κατάνυξιν δια γέλωτος και την προσευχήν σου δι’ αμέλειαν· απλώς δε βάλε πολλήν επιμέλειαν εις τας ψυχικάς σου δυνάμεις, να μη πράττη και η ψυχή έσωθεν όσα τελούσι τα σωματικά μέλη έξωθεν· αλλά εις όσα πράξη το σώμα, σχήματα ή λόγους ή πράγματα, ας μείνη ο νους σου και η καρδία ατάραχος, δια να μη μολύνεται ποσώς η ψυχή από ταύτα και βλάπτεται. Ούτω και εγώ εις την σωτηρίαν σου θέλω χαίρει, μόνον εύχου τω Θεώ να μη μας χωρίση εις τον αιώνα τον μέλλοντα». Εις τους λόγους τούτους του Ιωάννου, δακρύων ο Συμεών είπε· «Μη φοβού, αδελφέ, ότι αυτό όπου θέλω να πράξω, δεν το πράττω από τον εαυτόν μου, αλλ’ ο Θεός με διέταξε· θέλεις δε γνωρίσει και συ, ότι ευηρέστησε το έργον μου εις τον Θεόν και ότι με την συνεργείαν Αυτού και βοήθειαν εγένετο εκ του ότι προ του θανάτου μου θέλω έλθει να σε χαιρετήσω, εντός δε ολίγων ημερών θέλεις με φθάσεις και συ, Θεού θέλοντος». Ταύτα ειπών, έκαμεν ευχήν επί πολλήν ώραν· ασπασθέντες δε αλλήλους εις τα στήθη εδάκρυσαν και απεχαιρετίσθησαν. Ηκολούθησε δε ο Ιωάννης επί πολύ διάστημα τον Συμεώνα, διότι η ψυχή του τον επόθει, και δεν ηδύνατο να τον χωρισθή· αλλ’ όσας φοράς του έλεγεν ο Συμεών να επιστρέψη οπίσω, του εφαίνετο, πως εχώριζε με το ξίφος την καρδίαν του, δια τούτο τον παρεκάλει να τον αφήση να ακολουθή, αλλ’ ο Συμεών τον διέταξε δριμύτερον· όθεν επέστρεψε στυγνός και περίλυπος καταβρέχων την γην με άφθονα δάκρυα. Ο δε Συμεών έφθασεν εις Ιεροσόλυμα, διότι επεθύμει να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους, και παραμείνας εκεί επί τρεις ημέρας προσηύχετο, παρακαλών τον Κύριον να μη φανερωθή η εργασία του έως της τελευτής αυτού, δια να φύγη την δόξαν των ανθρώπων, δια της οποίας έρχεται η υπερηφάνεια και οίησις, η οποία εκρήμνισεν από τους ουρανούς τους Αγγέλους. Επήκουσε δε αυτού ο Κύριος, διότι παρ’ όλας τας θαυματουργίας, τας οποίας ετέλεσε, δεν εφανερώθη η εργασία του. Επειδή εάν ο Κύριος δεν τον εσκέπαζεν, ήθελον γνωρίσει οι άνθρωποι την αρετήν του από τα θαύματα τα οποία έκαμε· ότι ιάτρευσε δαιμονισμένους, άνθρακας εις τας χείρας εβάστασεν, προέβλεψε τα μέλλοντα, τα μακρόθεν εφανέρωσεν, Ιουδαίους και αιρετικούς προς την Ορθόδοξον πίστιν εχειραγώγησε, νοσούντας και ασθενείς εθεράπευσε, και άλλα πολλά θαύματα έκαμε. Πλην με όλα ταύτα ωκονόμησεν ο Κύριος να μη τον γνωρίσουν οι άνθρωποι, καθώς αυτός εζήτησεν ο μακάριος. Αλλ’ ας διηγηθώμεν εξ αρχής την υπόθεσιν, δια να γνωρίσωμεν καλύτερα τον Άγιον. Αφού προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους, επήγεν εις την Έδεσσαν· ευρών δε εκεί σκύλον τινά νεκρόν έξωθεν της πόλεως, έλυσε το σχοινίον, όπερ ήτο εζωσμένος εις την μέσην, και έδεσε με αυτό τον σκύλον, σύρων δε αυτόν τον εισήγαγε μέσα από την θύραν της πόλεως· εκεί δε πλησίον ήτο σχολείον· οι δε παίδες, ιδόντες αυτόν, έτρεξαν όλοι οπίσω του και τον περιέπαιζον ως μωρόν. Ελθόντα δε εις την αγοράν, είδεν αυτόν εις κάπηλος ούτω πτωχικά ενδεδυμένον και ηρώτησεν αυτόν, εάν ήθελε να του πωλή τα φαγητά, όπου είχεν εις το εργαστήριον, ο δε Συμεών εδέχθη. Κατά δε την πρώτην ημέραν έφαγε πρώτον αυτός, διότι είχε μίαν εβδομάδα νήστις· έπειτα έδωσε τα επίλοιπα ελεημοσύνην εις τους πτωχούς. Το εσπέρας ήνοιξε το ερμάριον ο κάπηλος, να ίδη πόσα χρήματα είχεν εισπράξει ο Αββάς εξόσων επώλησεν, αλλά δεν εύρεν ούτε οβολόν, τα δε φαγητά δεν υπήρχον, διότι τα εμοίρασεν όλα. Όθεν έδειρεν αυτόν και τον εξεδίωξε και παρά πολύ τον εξουθένωσε και τον ύβρισεν. Αλλ’ αυτός δεν έφυγεν εκείνην την εσπέραν. Κατά δε την νύκτα έβαλεν άνθρακας αναμμένους εις την δεξιάν του χείρα και θέσας λιβάνιον εθυμίαζεν. Η δε γυνή του εστιάτορος τον είδε και εθαύμασε πως δεν εκάη ποσώς η χειρ του, δ’ αυτό δε το θαύμα έγινεν όλος ο οίκος των ορθόδοξος, οι οποίοι ήσαν όλοι αιρετικοί του Σεβήρου, δηλαδή ακέφαλοι. Ο δε Όσιος, όταν έκαμνεν εν θαύμα εις μίαν συνοικίαν, έφευγεν απ’ εκεί και επήγαινεν εις άλλην, έως να λησμονηθή το πράγμα να μη τον γνωρίσουν. Ή όταν ήθελε κάμει το θαύμα, έκαμνε κατόπιν και μίαν μωρίαν, δια να σκεπάση με την σαλότητα το κατόρθωμα. Τούτο έκαμε και τότε, όταν είδεν ότι η γυνή του εστιάτορος τον εσέβετο και τον εθαύμαζε· ανέβη μίαν νύκτα, όπου εκοιμάτο μόνη εις το στρώμα της, προσποιούμενος ότι θέλει να την μοιχεύση. Αυτή δε εφώναξεν, ώστε ήλθεν ο άνδρας της και του λέγει ότι ο καλόγηρος ήθελε να την βιάση. Τότε εκείνος έδειρεν αυτόν άσπλαγχνα και τον έβγαλεν έξω, όπου ήτο μεγάλος χειμών και ψύχος αφόρητον, και δεν τον εδέχθη πλέον, μάλιστα όπου και αν ευρίσκετο ο εστιάτωρ, όταν ήκουε κανένα να λέγη δια τον Συμεών ότι ήτο σαλός με το θέλημά του, αυτός ανταπεκρίνετο και τον κατέκρινεν, ότι είχε δαιμόνιον, διότι μίαν νύκτα, εάν αυτός δεν επρόφθανεν, ήθελε βιάσει την γυναίκα του. Έτρωγε δε μερικάς φοράς και το κρέας ο δίκαιος, όχι πολύ, αλλά μόνον δια να τον βλέπουν οι άνθρωποι, να τον νομίζωσι δια σαλόν και ανόητον, κατόπιν δε ενήστευε και τον άρτον επί μίαν εβδομάδα. Πλην την μεν κρεωφαγίαν έβλεπον, την δε νηστείαν δεν εγνώριζαν· διότι τας αρετάς τας έκαμνεν απόκρυφα, την δε ασχημοσύνην εις τον φανερόν, δια να τον αποστρέφονται. Ιδών δε πολλάκις αυτόν εις ενάρετος και θεοφιλής Διάκονος, Ιωάννης ονόματι, όστις, ως προείπομεν, είναι ο μετά ταύτα φανερώσας τα περί του Οσίου, τον εσυμπόνεσεν ως εύσπλαγχνος θαυμάζων την πολλήν του σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν και τον επήρε να τον πλύνη εις ένα λουτρόν. Όταν δε έφθασαν εκεί προσεπάθει ο Ιωάννης να τον σύρη μέσα εις τα λουτρά των ανδρών, να τον πλύνωσι· αλλ’ αυτός έδραμε μέσα εις το γυναικείον, και ώρμησεν εν μέσω των γυναικών, αι οποίαι τον έδειραν και τον εδίωξαν. Ύστερον δε τον ηρώτησεν ο θεοφιλής Ιωάννης, ο οποίος έγραψε και τον Βίον του όλον και του λέγει· «Δια τον Κύριον, πάτερ, όταν εισήλθες εις το μέσον αυτών δεν ησθάνθης εις το σώμα σου καμμίαν ενόχλησιν»; Ο δε απεκρίνατο· «Πίστευσόν μοι, τέκνον, ότι καθώς όταν τοποθετής ένα ξύλον εις τα άλλα ξύλα δεν αισθάνεται, ούτω και εγώ δεν εσαλεύθην όλως διόλου, αλλ’ ήτο όλος ο νους μου εις τον Θεόν και προσηυχόμην». Ούτος ο θεοφιλής Ιωάννης είχεν υιόν άσωτον, όστις επόρνευσε με γυναίκα τινά ύπανδρον και όταν εξήλθεν από τον οίκον της εδαιμονίσθη ο άθλιος. Ο δε Όσιος, θέλων να τον ιατρεύση ψυχή τε και σώματι, τον έφθασεν εις την αγοράν και του δίδει ράπισμα, λέγων· «Ταπεινέ, μη μοιχεύσης πλέον, να μη σε εγγίση ο δαίμων». Τότε τον έρριψεν ο δαίμων και αφρίζων εσπάραζε· και ιδού βλέπει τον σαλόν ο δαιμονιζόμενος και του έβγαλεν από επάνω του ένα μαύρον σκύλον, τον οποίον έδειρε με Σταυρόν ξύλινον και ούτως ελυτρώθη από τον δαίμονα. Όταν δε συνήλθε ο πάσχων, τον ηρώτησαν τι έπαθε, αλλά δεν ηδυνήθη να είπη άλλον λόγον, ειμή μόνον τούτον· «Ένας μου είπε να μη μοιχεύω». Μετά όμως το τέλος του Αββά Συμεών, εξηγείτο εις όλους καταλεπτώς το θαυμάσιον. Είχε δε συνήθειαν ο Όσιος να αναβαίνη και εις τας οικίας των πλουσίων να παίζη, πολλάς δε φοράς προσεποιείτο ότι εφίλει τας δούλας, μία δε από αυτάς συνέλαβεν από ένα δημότην, δηλαδή πολίτην. Την ηρώτησε λοιπόν η κυρία της τις την έφθειρεν. Η δε απεκρίθη· «Ο σαλός Συμεών με εβίασε». Όταν δε ήλθεν ο Όσιος εις αυτόν τον οίκον, τον ήλεγξεν η κυρία της, λέγουσα· «Κακώς έκαμες, Συμεών, και εβίασας την δούλην μου». Αυτός δε εμειδίασε και της έφερε πολλάκις οψάρια, κρέας και άρτον λέγων· «Φάγε, γυνή μου, να γεννήσης γρήγορα». Όταν δε επλησίασεν ο καιρός να γεννήση, εβασανίζετο τρία ημερόνυκτα η αθλία, και εκινδύνευε να αποθάνη. Η δε κυρία της είπε προς τον Όσιον· «Κάμε προσευχήν, Συμεών, δια την γυναίκα σου, διότι δεν ημπορεί να γεννήση η τάλαινα». Αυτός δε τρέχων προς αυτήν, εκτύπα τας χείρας και έλεγεν· «Τη αληθεία, ταπεινή, δεν γεννάται το βρέφος, εάν δεν ομολογήσης τον πατέρα του». Τότε η τάλαινα, βλέπουσα τον επικείμενον κίνδυνον, ωμολόγησε την αλήθειαν, λέγουσα· «Άδικα τον δίκαιον εκατάκρινα, αλλά με τον δείνα δημότην το άκαμα». Τότε παρευθύς εγέννησε, πάντες δε εθαύμασαν. Όθεν είχον πολλοί τον Συμεών ως Άγιον, άλλοι δε έλεγον ότι από τον σατανάν ήσαν αυτά τα σημεία δια να πλανώνται οι άνθρωποι. Εις παντοπώλης της πόλεως, Εβραίος, είδεν ημέραν τινά, ότε επλύνετο ο Όσιος, ότι του ωμίλουν δύο Άγγελοι. Όθεν έβαλεν εις τον νουν του να φανερώση την αρετήν του. Ο δε Όσιος εφάνη καθ’ ύπνον και του λέγει· «Μη είπης εις ουδένα τι είδες». Όταν εξημέρωσεν, ήθελεν ο Εβραίος να φανερώση τον Όσιον, ούτος όμως φανείς ήγγισεν αυτόν εις τα χείλη και εβουβάθηκεν. Όθεν ήλθε προς τον Σαλόν και του έλεγε με νεύματα να τον θεραπεύση. Τότε εφάνη και πάλιν εις τον ύπνον του ο Όσιος και του λέγει· «Εάν πιστεύσης εις τον Χριστόν και βαπτισθής, θεραπεύεσαι, αλλέως αποθνήσκεις ούτως άλαλος». Ο δε Ιουδαίος τότε μεν δεν απεφάσισε να βαπτισθή· όταν δε ο Όσιος απήλθε προς Κύριον και τον είδεν ο Ιουδαίος εστεφανωμένον, μετετέθη δε το άγιόν του και σεβάσμιον λείψανον, ως θέλομεν ίδει κατωτέρω, τότε πιστεύσας εβαπτίσθη με όλον τον οίκον του· όταν δε εξήλθεν από την ιεράν κολυμβήθραν ωμίλησεν. Όθεν είχε τόσην ευλάβειαν εις τον Συμεών, όπου τον εώρταζε κατ’ έτος και πολλούς πτωχούς εθεράπευσεν. Έφθασε δε ο Όσιος εις τόσην απάθειαν και καθαρότητα, ώστε επήγαινεν εις το μέσον των εταιρίδων γυναικών, όταν εχόρευον εις το θέατρον, και έμενεν ως χρυσός καθαρός και αμόλυντος, καθώς αυτός εζήτησεν από τον Θεόν εις την προσευχήν του, να τον λυτρώση από τον πόλεμον της πορνείας. Είδε τότε τον μακάριον Νίκωνα, όστις του είπε· «Πως έχεις, αδελφέ Συμεών»; Ο δε απεκρίνατο· «Κακώς έχω, εάν δε προφθάσης να μου δώσης βοήθειαν, διότι η σαρξ μου σαλεύει και με σκανδαλίζει». Του λέγει ο Όσιος Νίκων· «Μη δειλιάσης εξ αυτού». Τότε επήρε νερόν από τον Ιορδάνην και τον έβρεξεν εις το υπογάστριον και τον εσφράγισε με τον τύπον του Σταυρού ειπών· «Ιδού υγιής γέγονας». Από τότε, καθώς ώμνυεν ο Όσιος, ουδέποτε εσκανδαλίσθη όλως διόλου. Όθεν έχων αυτό το θάρρος εισήρχετο ελεύθερα μέσα εις τας γυναίκας, και έκαμνε όσα σχήματα ήθελε, δια να τον νομίζουν μωρόν και άφρονα. Είχε δε και το χάρισμα της εγκρατείας ο μακάριος και δεν εδοκίμαζε τίποτε από την αρχήν της Τεσσαρακοστής μέχρι της Μεγάλης Πέμπτης, και τότε ήρπαζεν άρτον από τον αρτοποιόν και έτρωγεν. Οι δε άνθρωποι εσκανδαλίζοντο λέγοντες· «Καν την Μεγάλην Πέμπτην δεν δύνασαι να νηστεύης, άγνωστε»; Εν μια δε των ημερών είδε δαίμονα με τους νοερούς οφθαλμούς του, όστις εστέκετο εις την αγοράν, έχων κατά νουν να εισέλθη εις εκείνον όστις περάση πρώτος. Ο δε Όσιος το ηννόησεν εκ θείας χάριτος, και γεμίσας λίθους τον κόλπον του, όταν έβλεπεν ανθρώπους ερχομένους δια να περάσουν, τους ελιθοβόλει και έστρεφον οπίσω φοβούμενοι, έως ου επέρασεν ένας σκύλος, κρούσας δε αυτόν ο διάβολος ήρχισε να αφρίζη· τότε και ο Όσιος εφώναξεν εις τους ανθρώπους να διέλθουν άφοβα. Όλος λοιπόν ο σκοπός του Οσίου ήτο δια να σώση ψυχάς με όποιον τρόπον ηδύνατο, ή με προβλήματα γελοιώδη ή με άλλην τέχνην και γνωστικήν διάθεσιν ή και με θαυματουργίαν και παραγγελίαν τινά κατά τον αρμόδιον καιρόν γενομένην. Ημέραν τινά επέρασεν ο Όσιος από τόπον τινά, όπου εχόρευον κοράσια και καθώς τον είδον ήρχισαν να τον περιγελούν, και ετραγώδουν αισχρά δια τους Μοναχούς και άσχημα λόγια. Ο δε δίκαιος, δια να τα σωφρονίση, έκαμε προσευχήν και παρευθύς ετυφλώθησαν εκ του ενός οφθαλμού. Όθεν διηγείτο η μία της άλλης την συμφοράν· και εννοήσασαι ότι ο Συμεών τας ετύφλωσεν, έτρεχον οπίσω του φωνάζουσαι· «Συγχώρησόν μας, σαλέ, και λύσε μας». Όταν δε τον έφθασαν, εκράτησαν αυτόν βιαίως και τον ώρκιζον να τας ιατρεύση. Ο δε Όσιος είπεν εις αυτάς· «Ήτις θέλει να ιατρευθή, ας δεχθή να την φιλήσω εις τον τυφλόν οφθαλμόν, και τότε παρευθύς θέλει θεραπευθή». Όσας λοιπόν ήθελεν ο Θεός να ιατρευθούν, εδέχθησαν και τας εφίλησε και ιάθησαν· αι δε άλλαι, όσαι δεν ηθέλησαν να τας φιλήση ο σαλός, έμειναν ούτω κλαίουσαι. Μετ’ ολίγην ώραν, αφού ανεχώρησεν απ’ εκεί ο Όσιος, έτρεχον και αυταί κατόπιν φωνάζουσαι· «Περίμενε, σαλέ, φίλησον και ημάς δια τον Κύριον». Αλλ’ αυτός πλέον δεν εδέχθη, γνωρίζων εκ Πνεύματος Αγίου, ότι εάν δεν ήθελε τυφλώσει αυτάς, ήθελον γίνει αι πορνικώτεραι από όλας τας γυναίκας της Συρίας. Με την ασθένειαν δε εκείνην έπαυσαν την ασωτείαν και έμειναν ούτω μέχρι θανάτου. Ήλθον ποτέ άνθρωποι τινες από την Έδεσσαν εις Ιεροσόλυμα να εορτάσουν την Αγίαν Ανάστασιν. Εις δε απ’ αυτούς κατέβη εις τον Ιορδάνην δι’ ευλάβειαν· πηγαίνων δε εις όλα τα σπήλαια της ερήμου, έδιδεν ελεημοσύνην εις τους Ασκητάς δια τον Κύριον. Ούτος, όστις ήτο έμπορος, κατ’ οικονομίαν Θεού συνήντησε τον συνασκητήν του Συμεών Ιωάννην, τον οποίον επροσκύνησεν ο έμπορος και του εζήτει ευλογίαν. Του λέγει ο Ιωάννης· «Από ποίον τόπον είσαι»; Ο δε είπεν· «Από την Έδεσσαν». Τότε του λέγει ο Όσιος· «Σεις έχετε εκεί τον Αββάν Συμεών τον σαλόν και ζητείς ευχήν από εμέ τον ανάξιον, όταν εγώ και όλος ο κόσμος χρειάζεται ευχήν από αυτόν»; Έλαβε λοιπόν τον έμπορον εις το σπήλαιον αυτού και τον εφίλευσε πλούσια, όσα ο Θεός του έστειλεν. Ούτος δε εθαύμασε βλέπων πως έφερεν εις την τράπεζαν άρτον ζεστόν και οψάρια ψητά και οίνον ωραιότατον, ταύτα δε εις τοσαύτην πλησμονήν, ώστε εχόρτασαν και επερίσσευσαν. Έπειτα, όταν επήρεν ο έμπορος την συγχώρησιν να αναχωρήση, του έδωκεν ο Ιωάννης άλλας τρεις ευλογίας, δηλαδή άρτους ζεστούς, και του λέγει· «Δώσε του σαλού Συμεώνος, και ειπέ του να εύχεται δια τον αδελφόν του Ιωάννην». Καθώς δε έφθασεν ο έμπορος εις την Έδεσσαν, ω του θαύματος! απήντησεν αυτόν εις την θύραν της πόλεως ο Συμεών, και του λέγει· «Μήπως έφαγες τας τρεις ευλογίας, τας οποίας ο Αββάς Ιωάννης μου έστειλεν; Εάν τας έφαγες να τας πληρώσης κακώς έχων». Εκείνος δε εθαύμασε ταύτα ακούσας, και τον επήρεν ο Συμεών εις την καλύβην του να τον φιλεύση· ώμνυε δε κατόπιν ο έμπορος, ότι του έβαλε και αυτός εις την τράπεζαν από εκείνα τα ίδια φαγητά, όπου ο Ιωάννης τον εφίλευσεν εις την έρημον, και τα ίδια αγγεία, όπου είχεν εκεί, και τα οψάρια. Όταν έφαγον, του έδωκεν ο έμπορος τους τρεις άρτους και ανεχώρησεν εις τον οίκον του, και δεν ετόλμησε να ομολογήση τινος το θαυμάσιον. Αλλ’ ακούσατε ένα εξαίσιον τερατούργημα όπου έγινε δια προσευχής του Οσίου εις τον ρηθέντα Διάκονον, τον φίλον αυτού, όστις έγραψε τον Βίον του. Τινές κακούργοι εφόνευσαν άνθρωπον, τον οποίον έρριψαν εις την οικίαν του Ιωάννου από το παράθυρον. Όταν εύρον τον νεκρόν εις τον οίκον του θεοφιλεστάτου εκείνου ανδρός, όλοι ενόμισαν, ότι αυτός τον εφόνευσεν. Όθεν έδωκεν ο άρχων κατ’ αυτού την απόφασιν, δια να τον κρεμάσουν. Καθώς λοιπόν τον επήραν οι δήμιοι και τον έφεραν δεδεμένον εις τον τόπον της καταδίκης, δεν έλεγεν άλλον λόγον καθ’ όλον τον δρόμον ειμή μόνον· «ο Θεός του σαλού ας με βοηθήση». Θέλων δε ο Θεός να τον σώση από τοιαύτην συκοφαντίαν, έστειλεν άνθρωπον, όστις λέγει του Συμεών· «Σαλέ άθλιε, τώρα πηγαίνουν να κρεμάσουν τον φίλον σου, εάν δε αυτός αποθάνη εις ολίγας ημέρας θα αποθάνης και συ από την πείναν, ότι άλλος κανείς δεν φροντίζει δια τον εαυτόν σου». Είπε δε εις αυτόν και την πανουργίαν του φονέως ως άνωθεν είπομεν. Τότε ο Όσιος επήγε μόνος εις το κελλίον του, ήτοι εις ένα τόπον απόκρυφον, όπου ηύχετο πάντοτε και τον οποίον κανείς δεν εγνώριζεν, ειμή μόνον αυτός ο φίλος του Ιωάννης· κλίνας δε εκεί τα γόνατα, παρεκάλει τον Κύριον να λυτρώση τον δούλον αυτού από τον προκείμενον κίνδυνον. Όθεν ο Δεσπότης Χριστός επήκουσε τον φίλον του και ωκονόμησε να φανερωθούν οι φονείς ευθύς και να μη αποθάνη αδίκως ο δίκαιος. Όταν λοιπόν έφεραν οι δήμιοι εις την αγχόνην τον Ιωάννην, ήλθον τρεις ιππείς τρέχοντες και διατάσσουν τους δημίους να τον απολύσουν, διότι οι φονείς ευρέθησαν. Λυτρωθείς παραδόξως ο Ιωάννης έδραμεν εις τον άνωθεν απόκρυφον τόπον, βλέπων δε από μακράν τον Συμεών ευχόμενον εφοβήθη· ότι ως σφαίραι πυρός εξήρχοντο από το στόμα του, και ανέβαινον εις τον ουρανόν, γύρωθεν δε αυτού ήτο ως κλίβανος πυρός καιομένου, ο δε Όσιος έστεκεν εις το μέσον του πυρός ευχόμενος· όθεν δεν ετόλμησε να τον πλησιάση, μέχρις ότου απετελείωσε την προσευχήν. Τότε στραφείς ο Όσιος είπε προς τον Διάκονον· «Ούτος ο πειρασμός σου συνέβη, διότι ήλθον χθες δύο πτωχοί και σου εζήτησαν ελεημοσύνην, συ δε ενώ είχες δεν τους έδωσες, αλλά τους απέπεμψες. Μη νομίζης ότι είναι ιδικά σου εκείνα τα οποία δίδεις, ολιγόπιστε; Ο Κύριος λέγει ότι, όστις δώση ελεημοσύνη, θα απολαμβάνη εις τούτον τον κόσμον εκατονταπλάσιον και ζωήν αιώνιον εις τον μέλλοντα. Λοιπόν, εάν πιστεύης, δίδε όσον δύνασαι, εάν δε δεν δίδης, είναι φανερόν, πως είσαι άπιστος». Αυτά και έτερα ψυχωφελή ακούσας ο Ιωάννης, ευχαριστών αυτόν απήλθεν εις την οικίαν του χαίρων. Μίαν πρωϊαν εκράτει ο Όσιος σινάπι τριμμένον εις την αριστεράν του χείρα, εις δε την δεξιάν άρτον, και βυθίζων εις το σινάπι έτρωγεν. Όστις δε ήθελε τον περιπαίξη, ήλειφε με το σινάπι το στόμα του. Ήλθε δε και εις του οποίου οι οφθαλμοί είχον ασπράδα, έχρισε δε ο Όσιος τους οφθαλμούς αυτού με το σινάπι ειπών· «Ύπαγε και πλύσου με σκορδόξυδον, να ιατρευθής, έξηχε», δηλαδή σαλέ· διότι τούτον τον λόγον είχε πάντοτε συνήθειαν να λέγη προς άπαντας. Εκείνος δε επήγεν εις ιατρούς να τον θεραπεύσουν (διότι τον λόγον του σαλού δεν επίστευεν), οίτινες τον ετύφλωσαν ακόμη περισσότερον. Όθεν από την θλίψιν του ηναγκάσθη μίαν ημέραν και είπεν· «Ό,τι μου είπεν ο σαλός θα πράξω, έστω και εάν ήξευρα ότι θα έβγουν οι οφθαλμοί μου όλως διόλου». Ούτος λοιπόν επλύθη με σκορδόξυδον και τόσον ιάθη τελείως, ώστε έγιναν οι οφθαλμοί του καθαροί ως παιδίου μικρού, και έβλεπε θαυμάσια. Τότε περισσώς εθαύμαζεν. Απαντήσας δε αυτόν ο Όσιος, τον συνεβούλευσε λέγων· «Βλέπεις πως ιατρεύθης, έξηχε; Μη κλέψης πλέον του γείτονός σου τας αίγας». Άλλος τις πλούσιος ήτο εκεί εις την Έδεσσαν· τούτου δε εις δούλος έκλεψεν απ’ αυτού πεντακόσια χρυσά νομίσματα, και μη δυνάμενος να τα εύρη, απαντήσας τον Όσιον, τον ηρώτησε λέγων· «Δύνασαι, έξηχε, να μου εύρης τα αργύρια όπου έχασα, και να σου δώσω τα δέκα»; Του λέγει ο Όσιος· «Δώσε μου υπόσχεσιν ότι δεν θα δείρης πλέον κανένα δούλον σου, και να σου είπω που είναι». Αυτός δε έδωκε τον λόγον του με όρκον φρικτόν να τον υπακούση. Τότε είπεν ο Όσιος το όνομα του κλέπτου, και τον τόπον όπου τα έκρυψε, και εύρεν αυτά. Μετά καιρόν δε, θέλων να δείρη ένα των δούλων του ο ρηθείς πλούσιος, έτρεμεν η χειρ του· όθεν ηννόησε πως ήτο του σαλού ενέργεια, και ευρών αυτόν του είπε· «Λύσον με από τον όρκον, σαλέ». Ο δε Όσιος δεν του έδωκεν απάντησιν. Μόνον εφάνη εις τον ύπνον αυτού και του λέγει· «Εάν λύσω τον όρκον, θέλω σκορπίσει τα αργύριά σου, να τα χάσης όλως διόλου. Δεν εντρέπεσαι, άγνωστε, να δέρης τους δούλους σου, όπου αυτοί θα υπάγουν εις την αιώνιον ζωήν, συ δε εις την γέενναν, εάν δεν γίνης συμπαθής προς τους πένητας»; Συνέπασχε δε και συνελυπείτο τους δαιμονιζομένους ο Όσιος και συνηντάτο μετ’ αυτών και προσηύχετο δι’ αυτούς, ώστε πολλούς εθεράπευσε, και πολλάκις εξέπεμπον τοιαύτας φωνάς οι δαίμονες λέγοντες· «Ω βία σαλέ, όλον τον κόσμον χλευάζεις και πειράζεις και ημάς, αναίσχυντε! Φύγε απ’ εδώ, μη βασανίζης και ημάς». Ο δε Όσιος ήλεγχεν όλους όσους ήξευρεν από Πνεύμα Άγιον ότι ήσαν αμαρτωλοί, δηλαδή πόρνους, κλέπτας, επιόρκους και βεβαρημένους άλλους με διάφορα αμαρτήματα και τους ωνείδιζε με τρόπον επιδέξιον, ούτως ώστε επέστρεφεν αυτούς εις μετάνοιαν. Ήτο δε εκεί γυνή τις μάντισσα, ήτις έκαμνε φυλακτήρια, την οποίαν προσεποιείτο ότι ηγάπα και της έδιδεν άρτον, και άλλα φαγητά και ιμάτια όπου του εχάριζαν. Έπειτα της είπε μίαν ημέραν· «Θέλεις να σου κάμω ένα φυλακτόν, να μη σε βλάπτη ποτέ κανείς οφθαλμός»; Του λέγει εκείνη· «Ναι». Ο δε μακάριος έγραψε ταύτα εις Συριακήν διάλεκτον· «Είθε να σε καταργήση ο Θεός και να σε κάμη να παύσης να αποστρέφεσαι απ’ αυτού, και να αποστρέφης και τους άλλους». Τούτο το γράμμα λαβούσα εκράτει επάνω της η μάντισσα και δεν ηδύνατο πλέον να κάμη μαγείαν ή φυλακτήριον. Καθήμενος ποτέ ο Όσιος πλησίον εις κάμινόν τινα, εις την οποίαν έψηνε γυαλιά εις Εβραίος, είπε προς τινας πτωχούς· «Θέλετε να σας κάμω να γελάσετε; Κυττάξετε επιμελώς τι θέλω πράξει». Εγερθείς δε έκαμεν ένα Σταυρόν εις τα υάλινα σκεύη του Εβραίου και εθραύσθησαν τότε επτά αγγεία. Και οι μεν εγελούσαν, ο δε Εβραίος εθυμώθη, και καύσας δια πυράς τον Όσιον τον εδίωξεν. Ο δε Όσιος είπεν εις αυτόν· «Επ’ αληθείας, εάν δεν κάμης Σταυρόν εις το μέτωπόν σου, όλα σου τα αγγεία θέλουν συντριβή». Τότε δε πάλιν, όταν έλεγε ταύτα ο Όσιος, εθραύσθησαν άλλα δεκατρία αγγεία. Τούτο το θαυμάσιον ιδών ο Εβραίος εκατανύχθη, και κάμνων την άλλην ημέραν τον Σταυρόν εις το μέτωπον, δεν εθραύσθη κανέν αγγείον τελείως· όθεν πιστεύσας εις τον Χριστόν εβαπτίσθη. Άλλην φοράν έπλυναν έξω της πόλεως δέκα δημόται τα ενδύματά των και περνών απ’ εκεί ο Όσιος είπεν εις αυτούς· «Έλθετε μετ’ εμού, να σας φιλεύσω, έξηχοι». Οι πέντε λοιπόν επίστευσαν τον λόγον του και τον ηκολούθησαν. Όταν δε τους ωδήγησεν εις ένα τόπον όπου ηθέλησε, τους είπε· «Καθίσατε ολίγον εδώ, έως να έλθω». Πηγαίνων δε παρεμπρός, έκαμεν ευχήν προς τον Θεόν, όστις του έστειλε φαγητά διάφορα, άρτους και οίνον νόστιμον, και τους εφίλευσε πλουσιώτατα. Όταν δε εχόρτασαν, τους έδωκεν όσα επερίσσευσαν λέγων· «Λάβετε ταύτα μαζί σας, να φάγουν αι γυναίκες και τα παιδιά σας· και εάν αφήτε αυτήν την τέχνην, να μη είσθε πλέον δημόται, να σας φθάσουν αυτά τα φαγητά, να τρώγετε έως να αποθάνω». Αυτοί τότε τα επήραν και είπον προς αλλήλους· «Ας δοκιμάσωμεν μίαν εβδομάδα, και εάν δεν ολιγοστεύσουν τα βρώματα, ας αφήσωμεν την αμαρτίαν». Ούτω ποιήσαντες έτρωγαν καθ’ ημέραν, και δεν ωλιγόστευσαν τα βρώματα, ω του θαύματος! αλλά ήσαν την εβδόμην ημέραν ως και την πρώτην ανελλιπή· όθεν επέστρεψαν εις μετάνοιαν, οι δε τρεις απ’ αυτούς έγιναν Μοναχοί. Ούτος ο μακάριος, μεταξύ των άλλων αρετών, είχε την ακτημοσύνην και δεν είχεν άλλο τι εις την καλύβην του, ειμή μόνον ένα φορτίον κλήματα, δια να κοιμάται παραμικρόν· πολλάς δε φοράς διήρχετο όλην την νύκτα άϋπνος, εις την προσευχήν ιστάμενος, βράχων την γην με δάκρυα. Το δε πρωϊ, όταν εξήρχετο από την καλύβην, έκοπτε κλάδους ελαιών ή από άλλα φυτά και κάμνων στέφανον τον εφόρει εις την κεφαλήν, εις δε την χείρα εκράτει άλλον κλάδον φωνάζων· «Νίκα τω Βασιλεί και τη Πόλει». Πόλιν δε έλεγε την ψυχήν, Βασιλέα δε τον νουν. Εζήτησε δε και χάριν παρά του Θεού ο τρισόλβιος να μη μακρύνουν ποτέ τα μαλλιά του και τα γένεια, δια να μην τα κόπτη, και γνωρίσουν ότι ήτο σαλός εκουσίως. Όθεν όλη του η ζωή παρήλθε χωρίς ποτέ να κόψη τας τρίχας της κεφαλής του. Προς δε τον θεοφιλή Διάκονον είπε πολλάκις την αλήθειαν, αλλά τον εφοβέρισε να μη ομολογήση τινός την υπόθεσιν ζώντος αυτού· ει δε και την φανερώση, να λαμβάνη εις τον μέλλοντα αιώνα μεγάλην βάσανον. Όταν δε εγνώρισεν ότι έμελλε να κοιμηθή, προ δύο ημερών είπεν εις αυτόν· «Γίνωσκε, φίλε μου Ιωάννη, ότι σήμερον επήγα και εύρον τον αδελφόν μου τον Ασκητήν Ιωάννην εις την έρημον, και ηυφράνθην πολλά, διότι τον είδα ότι εφόρει τίμιον στέφανον εις τον οποίον γύρωθεν ήσαν γεγραμμένα ταύτα· «Στέφανος υπομονής της ερήμου». Πάλιν δε εκείνος είπε προς με· «Εγώ είδα πως ήλθε τις και σου έλεγεν· «Ελθέ, σαλέ, να λάβης τους στεφάνους των ψυχών, όπου μου έφερες». Εγώ δε, κύριέ μου Διάκονε, δεν έχω κανένα καλόν επάνω μου, ούτε μισθόν ποσώς αναμένω· μόνον παρακαλώ σε να επιμελήσαι πάσαν ψυχήν άπορον, μάλιστα τους Μοναχούς και αναπήρους, και να τους ελεής όσον δύνασαι· ότι οι τοιούτοι δύνανται να μας αξιώσουν της ουρανίου μακαριότητος. Έτι δε σε παρακαλώ να κοπιάσης μικρόν δια την αγάπην μου, να γράψης όλην την αμέλειαν του οικτρού μου Βίου, καθώς σου τον είπα με συντομίαν, ο δε Κύριος θέλει πληρώσει τον κόπον σου. Γίνωσκε δε και τούτο, ότι εις ολίγας ημέρας αναχωρείς και συ από τούτον τον πρόσκαιρον κόσμον, καθώς ο Δεσπότης μου εφανέρωσε· λοιπόν ετοίμασον τα εφόδια και φρόντισον δια την ψυχήν σου, δια να δυνηθής να περάσης τα εναέρια πνεύματα. Ότι ο Κύριος το γινώσκει, πολύν φόβον έχω, έως να τα περάσω και εγώ, να μη με πειράξωσι. Δια τούτο σε παρακαλώ να σπουδάσης και δια τον εαυτόν σου. Και τούτο σου γίνεται εύκολον, εάν φυλάξης αυτά τα δύο· πρώτον να δώσης ελεημοσύνην το κατά δύναμιν και υπέρ την δύναμιν· ότι αυτή η αρετή σου βοηθεί από τας άλλας περισσότερον κατά την Γραφήν: «Μακάριος ο Κύριος». Δεύτερον σε παρακαλώ, να νη πλησιάσης εις το Άγιον Θυσιαστήριον πώποτε όταν έχης με τινα σκάνδαλον, δια να μη εμποδίση η ανομία σου την επιφοίτησιν του Παναγίου Πνεύματος, να υστερηθούν της χάριτός του και οι επίλοιποι». Αυτά και έτερα πλείονα του παρήγγειλεν, από τα οποία του είπε να μη ομολογήση τινός ωρισμένα απ’ αυτά. Έπειτα του είπεν: «Αδελφέ Ιεροδιάκονε, παρακλήθητι, ότι την τρίτην ημέραν προσλαμβάνει ο Κύριος τον σαλόν και ελάχιστον, και τον Αββάν Ιωάννην τον αδελφόν μου, καθώς εγώ χθες σου είπον. Ύπαγε λοιπόν εις ειρήνην, και μετά δύο ημέρας να έλθης εις την καλύβην μου, και μη μου λησμονήσης του ταπεινού και αμαρτωλού παράφρονος». Ταύτα ειπών ο ταπεινόφρων και μέτριος επήγεν εις την καλύβην αυτού και προσευχόμενος ικανώς εις τον Κύριον παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, τη εικοστή πρώτη του Ιουλίου, μεγάλως υπεραστράψας εις τας αρετάς και εις ένθεα και φρικτά κατορθώματά του, καταπλήξας τους Ασωμάτους Αγγέλους με την θαυμάσιον πολιτείαν του. Όταν δε παρήλθον ημέραι δύο και δεν εφαίνετο ο Όσιος, μετέβησαν οι γνώριμοί του και τον εύρον υποκάτω εις τα κλήματα τελειωθέντα. Τούτο δε το έκαμεν ο πάνσοφος, δια να πιστεύσουν τινές ότι ήτο σαλός, όταν τον ίδωσιν ούτως ηπλωμένον ως κτήνος ανόητα. Εσήκωσαν λοιπόν δύο πτωχοί το λείψανον του Οσίου και επήγαιναν να τον ενταφιάσουν εις το ξενοταφείον ούτως ανεπιμέλητα, καθώς δε διήρχοντο από τον οίκον του Ιουδαίου, περί του οποίου είπομεν ανωτέρω, ήκουσεν ο Εβραίος εντός του οίκου του ευρισκόμενος ψαλμωδίαν τοιαύτην και μελωδίαν τοσούτον θαυμάσιον, την οποίαν δεν φθάνει γλώσσα ανθρώπου να την διηγηθή. Εκπλαγείς λοιπόν ο Ιουδαίος και προκύψας από το παράθυρον, βλέπει ότι μόνον δύο πτωχοί εσήκωναν το τίμιον λείψανον του πλουσίου εις αρετάς Οσίου, ατενίσας δε εις τον αέρα είδεν άνωθεν του λειψάνου Αγίους Αγγέλους να συνοδεύουν αυτό ψάλλοντες ουράνια άσματα. Τότε εδάκρυσεν από την χαράν και εβόησε λέγων· «Όντως καλότυχος συ και μακάριος, ότι μη έχων ανθρώπους να σε ενταφιάσουν, επήρες τας ουρανίους Δυνάμεις των Αρχαγγέλων και σε συνοδεύωσιν άδοντες υπερκόσμια άσματα». Ταύτα ειπών ο πρώην Ιουδαίος εξήλθε με όλον τον οίκον του και συνοδεύσας το άγιον λείψανον, το ενεταφίασε με πολλήν ευλάβειαν, διηγούμενος εις όλους καταλεπτώς το θαυμάσιον. Ταύτα ακούσας ο θεοφιλής Διάκονος Ιωάννης έδραμεν εις τον τάφον με άλλους πολλούς περίλυπος, ότι δεν ήλθε πρωτύτερα· θέλων δε να τον αναχώση δια να τον ενταφιάσουν με Ιερείς και θυμιάματα, καθώς έπρεπεν, ανοίξαντες τον τάφον, δεν ευρέθη ποσώς (ω του θαύματος!) το τρισόλβιον σώμα του μάκαρος, ότι ο Κύριος το μετέθεσεν όπου ηθέλησε και τότε ο εις εις τον άλλον διηγούντο τα του Οσίου θαυμάσια, όσα ετέλεσε και εποίησεν εις καθ’ έκαστον, και εδόξασαν τον Θεόν, όστις έδωκεν εις τον πιστόν τούτον δούλον του τόσην δύναμιν και χάριν. Ούτος είναι ο Βίος και η θαυμαστή πολιτεία του αοιδίμου Συμεών, δια μέσου του οποίου εποίησεν ο Κύριος τοσαύτα θαυμάσια. Μάλιστα επ’ αληθείας αφήκα και πολλά άγραφα, μόνον δε τα πλέον χρησιμώτερα εσημείωσα, δια να τα αναγινώσκουν πρόθυμα οι ακροαταί και να μη αμελούν και κοιμώνται εις την τούτων ανάγνωσιν. Εκοιμήθη δε και ο μακάριος Ιωάννης ο εν Χριστώ αδελφός και συνασκητής αυτού την ιδίαν ημέραν, ήτοι κατά την σήμερον, καθώς αυτοί εδεήθησαν του Θεού, όστις επήκουσεν ως αγαθός και επλήρωσε την αίτησιν αυτών καθώς και αυτοί εφύλαξαν τας εντολάς του απαρασάλευτα και εδώ μεν ηξίωσε να λυτρωθώσιν εις την ιδίαν ημέραν από τους σωματικούς αγώνας και έπαθλα, εκεί δε ανέπαυσε τας ψυχάς αυτών εις ομοίαν δόξαν και ανάπαυσιν αιώνιον. Ής γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν τη αυτού χάριτι και φιλανθρωπία, ω πρέπει τιμή και προσκύνησις συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι πάντοτε νυν και εις τους αιώνας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) Ιουλίου, μνήμη των Οσίων Πατέρων ημών ΣΥΜΕΩΝ του δια Χριστόν σαλού, και ΙΩΑΝΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Συμεών και Ιωάννης οι δύο ούτοι Όσιοι Πατέρες ήλθον κατά τας ημέρας του βασιλέως Ιουστίνου του νέου, εν έτει φιη΄ (518), από την Έδεσσαν εις τα Ιεροσόλυμα κατά την εορτήν της Υψώσεως, δια να προσκυνήσουν τον Τίμιον Σταυρόν, καθώς και άλλοι πολλοί την ημέραν αυτήν προσέρχονται. Εκ τούτων ο πρώτος, ο Ιωάννης, πατέρα μεν είχε, μητέρα δε δεν είχεν. Ο δε έτερος, ο Συμεών, πατέρα δεν είχε, μόνον δε μητέρα, γεροντικής ηλικίας ογδοήκοντα περίπου ετών. Ήτο δε ο Ιωάννης ετών είκοσι δύο και τον υπάνδρευσεν ο πατήρ αυτού κατ’ εκείνον τον χρόνον. Είχον δε οι νέοι ούτοι πολλήν αγάπην μεταξύ των, ώστε δεν ηδύναντο ουδόλως να χωρισθώσιν ο εις από τον άλλον. Αφού λοιπόν επροσκύνησαν τους Αγίους Τόπους, ήλθον εις τον Ιορδάνην. Καθώς δε περιήρχοντο και παρετήρουν τους Οσίους Ασκητάς, ετρώθη η καρδία των εις τον θείον έρωτα και έβαλον κατά νουν να γίνουν Μοναχοί. Καθώς λοιπόν επροχώρουν έφιπποι (επειδή ήσαν πλούσιοι και ευγενέστατοι), όταν διέτρεξαν ικανόν δρόμον αφίππευσαν, έδωσαν δε τους ίππους των εις τους υπηρέτας και τους διέταξαν να ιππεύσουν και να προχωρήσουν, διότι εκείνοι είχον υπηρεσίαν, και κατόπιν θα τους έφθαναν. Όταν έμειναν μόνοι των, έδειξεν ο Ιωάννης εις τον Συμώνα τας δύο οδούς, όπου έβλεπε, λέγων· «Ιδού, αδελφέ, η οδός όπου πηγαίνει εις την αιώνιον ζωήν». Έδειξε δε εκείνην ήτις έφερε προς την έρημον. Έπειτα του δεικνύει την άλλην, ήτις ωδήγει εις τον κόσμον, λέγων· «Αυτή οδηγεί την ψυχήν εις τον θάνατον και την απώλειαν. Λοιπόν ας κάμωμεν προς τον Κύριον δέησιν, να μας φωτίση να γίνη το συμφερώτερον». Κλίναντες τότε τα γόνατα και στενάξαντες εκ βάθους καρδίας, προσηύχοντο λέγοντες· «Ο Θεός, όστις θέλεις να σωθή όλος ο κόσμος, φανέρωσόν μας το θέλημά σου, και φώτισόν μας να κάμωμεν το καλλίτερον δια την ψυχήν μας». Ταύτα ειπόντες, ηγέρθησαν· θέσαντες δε κλήρους έτυχεν εις αυτούς η οδός της ερήμου. Όθεν περιχαρείς γενόμενοι, κατεφρόνησαν άπαντα τα πρόσκαιρα αγαθά ως σκύβαλα, δια να κληρονομήσουν τα αιώνια. Εναγκαλισθέντες λοιπόν αλλήλους εφιλήθησαν ο εις μετά του άλλου, λέγοντες· «Ας περιπατήσωμεν, αδελφέ, την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, δια να εύρωμεν κατόπιν την ευρύχωρον. Ας μισήσωμεν την σάρκα και ας την νεκρώσωμεν, δια να ζη η ψυχή αιώνια». Ταύτα ειπόντες έτρεχον χαίροντες, ως να μετέβαινον εις γάμον, και ο εις τον άλλον επροθυμοποίει· διότι ο μεν Ιωάννης εφοβείτο δια τον Συμεών, μήπως και η αγάπη της μητρός του τον εμποδίση από τον ένθεον έρωτα, ο δε Συμεών πάλιν εδίσταζε δια τον Ιωάννην, μήπως η πολλή προσπάθεια και η πολλή αγάπη της νεονύμφου γυναικός τον σύρη προς αυτήν βιαίως, ως ο μαγνήτης τον σίδηρον. Όθεν ο μεν Ιωάννης προς τον Συμεών τοιαύτα έλεγε· «Πρόσεχε, αδελφέ μου, μη αμελήσης εις την προκειμένην οδόν της αρετής, διότι σήμερον εξαναγεννήθημεν, και δεν μας μέλει πλέον δια του κόσμου τα πράγματα, ότι ο πλούτος μας δεν δύναται να μας ωφελήση ποσώς την ώραν της κρίσεως. Η νεότης και το κάλλος της σαρκός ως άνθος μαραίνεται, και όλη η ευδαιμονία του κόσμου παρέρχεται ταχέως, και ως όνειρον αφανίζεται». Ο δε Συμεών πάλιν προς τον Ιωάννην τοιαύτα ανταπεκρίνετο· «Εγώ, αδελφέ μου φίλτατε, ούτε πατέρα έχω, ούτε αδελφούς ή άλλον τινά συγγενή μου, ειμή μόνον την γραίαν αυτήν, ήτις με εγέννησεν· όθεν δεν φοβούμαι ποσώς δι’ εμέ να επιστρέψω πλέον εις την κοσμικήν ματαιότητα, αλλά μόνον δια τον εαυτόν σου αμφιβάλλω και θλίβομαι, μήπως και σε αποσπάση βιαίως ο πόθος της νεονύμφου σου γυναικός από τον ένθεον έρωτα». Αυτά και έτερα λέγοντες, έφθασαν εις το Μοναστήριον του Οσίου Γερασίμου, εις το οποίον ήτο εις ενάρετος άνθρωπος, Νίκων ονομαζόμενος, όστις ενίκησεν όντως πάσαν δαιμονικήν παράταξιν εις τον πνευματικόν πόλεμον, και έλαμπε με σημεία και θαύματα. Μάλιστα είχε και προορατικόν χάρισμα και προέβλεπε τα μέλλοντα, καθώς και την έλευσιν αυτών εγνώρισε δι’ οράματος. Διότι του είπεν εις φοβερός εις την θέαν και θαυμάσιος· «Εγείρου, άνοιξον την θύραν της ποίμνης, ίνα εισέλθουν τα πρόβατά μου». Ταύτα ακούσας ηγέρθη και ανοίξας την θύραν εκάθητο. Οι δε νέοι είχον κάμει προσευχήν προς τον Θεόν, να οικονομήση η χάρις του, εάν ήτο θέλημά του να γίνουν Μοναχοί, να εύρουν ανοικτήν την θύραν του Μοναστηρίου. Φθάσαντες λοιπόν εκεί, και ιδόντες την θύραν ανεωγμένην, εχάρησαν. Ο δε Ηγούμενος τους υπεδέχθη λέγων· «Καλώς ήλθον του Χριστού τα πρόβατα». Προς δε τον Συμεών είπεν ιδιαιτέρως· «Καλώς ήλθες, Σαλέ», επροφήτευσε δε και άλλα λόγια. Και αναπαύσας αυτούς την πρώτην ημέραν, την δευτέραν τους ενουθέτησε (πριν αυτοί του είπουν τίποτε) λέγων· «Καλή και αξία είναι η προς Θεόν αγάπη σας, μόνον να μη ψυχρανθή η πολλή σας προθυμία από δαιμονική συνεργίαν. Καλά και γνωστικά επράξατε να καταφρονήσετε τα παρόντα δια τα μέλλοντα. Καλοί είναι και οι κατά σάρκα γονείς τε και συγγενείς, αλλά καλλίτερα να ευαρεστήσετε και να δουλεύσητε εις τον ουράνιον Πατέρα ως τέκνα του φίλτατα, να έχετε τους αγίους Αγγέλους φίλους και ευμενείς προστάτας προς Κύριον. Καλή και γλυκεία η του παρόντος βίου απόλαυσις, και τερπνός ο πλούτος και η ευδαιμονία η πρόσκαιρος· αλλά δεν είναι ισαξία προς τα άφθαρτα και αιώνια αγαθά της ουρανίου μακαριότητος». Αφού ενουθέτησεν ικανώς από κοινού και τους δύο, είπε ταύτα ιδιαιτέρως προς τον Συμεών· «Μη λυπήσαι δια το γήρας της μητρός σου, ότι ο Κύριος δύναται να την παρηγορήση κάλλιον από σε υπό των αγώνων σου δυσωπούμενος. Ότι καλά και συ επερίμενες την τελευτήν εκείνης, αλλά δεν ήξευρες εάν απέθνησκες συ πρότερον, να υπάγης εις τον άλλον κόσμον έρημος από αρετάς και να μη έχης τινά να σε λυτρώση της αιωνίου κολάσεως. Ότι εκεί δεν δύναται πλούτος ή δόξα, ή συγγενών μεσιτεία, να ωφελήσουν τινά, ει μη μόνον η ενάρετος πολιτεία και οι κατά Θεόν πόνοι και κάματοι». Έπειτα εστράφη και προς τον Ιωάννην και του λέγει· «Πρόσεχε, τέκνον, να μη λυπηθής ποσώς δια την γυναίκα σου, ότι ο Θεός έχει την φροντίδα της». Αποτεινόμενος είτα και πάλιν προς τους δύο είπε· «Χαίρετε αμφότεροι, επειδή καλού βασιλέως εγίνατε στρατιώται· και έχετε εις αυτόν τας ελπίδας σας, ότι ως ελεήμων και Πανάγαθος θέλει φροντίσει δια τον οίκον σας, να κυβερνήση τους συγγενείς σας και υμάς ψυχή τε και σώματι· μόνον μη οκνεύσετε εις την δούλευσιν αυτού ποτέ· ότι εάν ήθελε σας προσκαλέσει ο επίγειος βασιλεύς εις το επίγειόν του παλάτιον, να σας τιμήση με αξίωμα Πατρικίου, εκαταφρονείτε όλα σας τα υπάρχοντα, και υπομένετε πάσαν κακοπάθειαν, και εδέχεσθε να διατρέχετε καθ’ εκάστην ώραν κίνδυνον της ζωής σας δια την φιλίαν του φθαρτού βασιλέως, και δια την ολίγην ταύτην τιμήν, όπου ηδύνατο να σας δώση, ήτις ως σκιά και ενύπνιον αφανίζεται. Τοσούτω μάλλον πρέπει να σπουδάσητε να ευαρεστήσετε τον ουράνιον και αιώνιον Βασιλέα των Βασιλέων Χριστόν τον Θεόν ημών, όστις έδειξε τόσην αγάπην εις ημάς τους αγνώμονας, ώστε εθανατώθη κατά το ανθρώπινον δια τον άνθρωπον ως φιλάνθρωπος. Εάν και το ίδιον αίμα δι’ αυτόν εκχύσωμεν, τι θαυμαστόν; Ότι και Αυτός έχυσεν εις τον Σταυρόν το ίδιον Αυτού αίμα το πολυτίμητον και σωτήριον, δια να μας λυτρώση από την δεινήν αιχμαλωσίαν του κακοσχόλου δαίμονος». Με ταύτα και άλλα παρόμοια ψυχωφελή υποδείγματα επροθυμοποίει τους νέους ο Γέρων δια να μη οκνεύσουν ποτέ εις την θείαν βούλησιν, βλέπων πως ήσαν πολύ τρυφεροί και δεν ήσαν συνηθισμένοι εις την σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν. Έπειτα, δια να τους δοκιμάση, ηρώτησεν αυτούς, εάν ήθελον να τους κουρεύση ευθύς ή να κάμουν την δοκιμήν κατά την συνήθειαν πρότερον. Ούτοι δε είπον με μίαν γνώμην και οι δύο, να τους κουρεύση το συντομώτερον. Μάλιστα ο Συμεών του είπεν, ότι εάν δεν τους κουρεύση ευθύς, θα υπάγουν εις άλλο Μοναστήριον. Ούτως είπε, διότι ήτο άκακος και απονήρευτος. Αλλ’ ο Ιωάννης ήτο γνωστικός και σοφώτερος· ήξευρον όμως και οι δύο ελληνικά γράμματα, και ήσαν εις άκρον πεπαισευμένοι. Τότε τους εξήτασε και χωριστά ένα προς ένα ο πάνσοφος, δια να καταλάβη τον πόθον αυτών καλλίτερα, δοκιμάζων δε μόνον τον Συμεών του έλεγεν· «Ο σύντροφός σου μοι υπεσχέθη να μείνη ακόμη εν έτος λαϊκός δια δόκιμος». Ο δε απεκρίνατο· «Εάν αυτός θέλη, ας κάμη όπως θέλει, αλλ’ εγώ δεν μένω ούτε μίαν ημέραν κοσμικός. Πλην παρακαλώ την αγιωσύνην σου, να τον κουρεύσης και αυτόν συντόμως. Διότι το έτος τούτο υπανδρεύθη και έλαβεν σύζυγον πλουσίαν και εύμορφον, μήπως ο πόθος της τον αιχμαλωτίση και ολιγοστεύση τον ένθεον αυτού έρωτα». Πάλιν δε ο Ιωάννης έλεγε μόνος του προς εκείνον τον Άγιον Γέροντα με θερμότατα δάκρυα (επειδή ήτο πολύ κατανυκτικός και είχε τα δάκρυα πολύ εύκολα)· «Κάμε, πάτερ, δια τον Κύριον, κούρευσόν μας σήμερον, ότι δια τον Συμεών φοβούμαι· διότι ζη η μητέρα του, προς την οποίαν έχει τοσαύτην αγάπην, ώστε εκοιμώντο μαζί έως σήμερον και δεν ηδύναντο ούτε ημέραν ούτε νύκτα να αποχωρισθώσιν». Όταν εγνώρισεν ο Όσιος την σταθεράν ιδέαν των νέων, τότε επληροφορήθη, ότι και ο Θεός δεν θέλει τους καταισχύνει, επειδή ολοψύχως τον επόθησαν και προσέδραμον εις αυτόν αδιστάκτως. Όθεν έφερε το ψαλίδιον και το έθεσεν εις την αγίαν Τράπεζαν, από την οποίαν το έλαβον αυτοί κατά την τάξιν· και δώσαντες αυτό εις τας χείρας του, τους εκούρευσε και τους ενέδυσεν ιμάτια πεπαλαιωμένα του αγίου και αγγελικού σχήματος αρμόδια. Μετά ταύτα πάλιν εκάθισεν όλην εκείνην την ημέραν, νουθετών αυτούς ο Ηγούμενος, διότι προέβλεπεν, ότι ολίγον καιρόν θα έμεναν εις το Μοναστήριον. Ήτο δε τότε Σάββατον, όταν τους εκούρευσε, ήθελε δε την επομένην ημέραν εις την λειτουργίαν να τους τελειώση Μοναχούς, να τους ενδύση το αγγελικόν σχήμα. Είχε δε κάμει ένα Μοναχόν προ ολίγων ημερών, όστις εφόρει ακόμη τον μανδύαν, το κουκούλιον, εβάστα δε και τον Σταυρόν κατά την τάξιν, έως ότου τελειώση η εβδομάς. Τούτον τον νεόκουρον διέταξεν ο Ηγούμενος να έλθη εκεί όπου ήσαν οι νέοι, οίτινες ιδόντες αυτόν ούτως ενσεδυμένον εξέστησαν δια μίαν οπτασίαν όπου αυτοί μόνοι ως καθαροί και αμόλυντοι είδον, την οποίαν τους ηξίωσεν ο Πανάγαθος Θεός και είδον δια να ευλαβηθούν καλλίτερον το άγιο Σχήμα. Εγερθέντες λοιπόν προσεκύνησαν τον νεόκουρον και τον Ηγούμενον, παρακαλούντες αυτόν και λέγοντες· «Εάν μέλλη να λάβωμεν και ημείς τοσαύτην τιμήν και δόξαν, ως ούτος ο τρισμακάριος, ένδυσόν μας αφ’ εσπέρας αυτό το άγιον φόρεμα, μήπως και μας συμβή ενυπνιασμός την νύκτα από φαντασίαν του δαίμονος και στερηθώμεν τοιούτων πολυτίμων στεφάνων, και αυτής της λαμπροφόρου συνοδείας οι τάλανες». Ταύτα ακούσας ο Ηγούμενος ηννόησεν ότι είδον οπτασίαν, και διέταξε τον νεόκουρον να υπάγη εις το καλλίον του. Οι δε παίδες του Χριστού ελυπήθησαν πολύ και λέγουσι προς τον Ηγούμενον· «Μακάριοι και ημείς εάν αξιωθώμεν τοσαύτης τιμής, να φορώμεν εις την κεφαλήν τοιούτον λαμπρόν στέφανον, και να μας συνοδεύουν τοσούτον πλήθος Μοναχών με λαμπάδας εις τας χείρας χαίροντες». Ούτως είπον, νομίζοντες ότι ο Ηγούμενος τα έβλεπεν. Αυτός δε πάλιν εσιώπησε, θαυμάζων την πολλήν των ακεραιότητα και την της ψυχής καθαρότητα. Μόνον υπεσχέθη να τους τελειώση την επομένην δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και ούτως εποίησε. Τόσην δε λάμψιν είχεν η όψις των, ώστε έβλεπον την νύκτα ο εις του άλλου το πρόσωπον, εις δε την κεφαλήν τον πολυτίμητον εκείνον στέφανον, τον οποίον έβλεπον πρότερον εις την κεφαλήν του προαναφερθέντος νεοκούρου Μοναχού. Αυτά όλα όπου είπομεν έως εδώ και όσα θέλομεν διηγηθή μέχρι τέλους διηγήθη ο αψευδής Συμεών προς ένα ιεροδιάκονον της Εδέσσης, Ιωάννην ονομαζόμενον. Όστις ως θαυμαστός και ενάρετος όπου ήτο, από θείαν χάριν ηννόησε την απόκρυφον αρετήν του Συμεών· όστις εφαίνετο εις τους ανθρώπους σαλός και άγνωστος (καθώς κατόπιν θέλομεν διηγηθή ακριβέστερον εις το θαυμάσιον, όπου άκαμεν εις αυτόν τον Διάκονον), εις δε τον Θεόν ήτο φρόνιμος πολύ και σοφώτατος. Ούτος ο θεοφιλής Ιωάννης μας διηγήθη όλον τον Βίον τούτον, καθώς τον ήκουσεν απ’ αυτόν τον Μέγαν Συμεών, και επεκαλείτο τον Θεόν μάρτυρα, ότι δεν είπε περισσότερον από την αλήθειαν, αλλά μάλιστα και πολλά από την πολυκαιρίαν ελησμόνησεν. Εις τοσαύτην χαράν ευρίσκετο η ψυχή μας (έλεγεν ο Μέγας Συμεών, προς τον ρηθέντα Διάκονον), ώστε δεν ηθέλομεν να γευθώμεν τροφήν ή ποτόν από την ευλάβειαν. Μετά δύο δε ημέρας είδομεν υπηρετούντα εις την Μονήν τον νεόκουρον εκείνον Μοναχόν, εφόρει δε άλλο ιμάτιον και δεν είχε πλέον εις την κεφαλήν τον άνωθεν στέφανον, ούτε οι Μοναχοί τον συνώδευον με τας λαμπάδας ως πρότερον· θαυμάσας δε είπον εις τον Ιωάννην· «Πίστευσόν μοι, αδελφέ, ότι αφού πληρώσωμεν και ημείς τας επτά ημέρας, δεν θα έχωμεν πλέον ταύτην την χάριν και την ευπρέπειαν. Λοιπόν αν θέλης να με ακούσης, ακολούθει μοι προθύμως, να υπάγωμεν εις τόπον ήσυχον και ατάραχον, να εργασθώμεν δια την ψυχήν μας. Ναι, αδελφέ φίλτατε, καθώς απηρνήθημεν τα κοσμικά, ας αρνηθώμεν και πάσαν φροντίδα και μέριμναν γήϊνον, να μελετώμεν μόνον τα ουράνια· ότι εις τούτο το άγιον Σχήμα, όπου ελάβομεν, βλέπω ξένα και θαυμάσια πράγματα· δια τούτο από την ώραν όπου μας ενέδυσεν ο δούλος του Θεού αισθάνομαι πυρ, το οποίον μου κατακαίει τα εντόσθια, και ζητεί η ψυχή μου να μη ίδω πλέον άνθρωπον, ούτε να ομιλήσω μετά τινος όλως διόλου».Του λέγει ο Ιωάννης· «Τι θα τρώγωμεν; Πως θα ψάλλωμεν, όπου ακόμη καμμίαν κατάστασιν της μοναδικής πολιτείας και διαγωγήν δεν εμάθομεν»; Λέγει ο Συμεών· «Εκείνος ο πλουσιόδωρος Βασιλεύς, όστις τρέφει πάσαν πνοήν λογικήν και άλογον, αυτός έχει την έννοιαν ως πατήρ φιλόπαις να μας τρέφη ως αγαθός και εύσπλαγχνος και να μας διδάξη πώς να διάγωμεν, μόνον μη διακόψης παρακαλώ την προθυμίαν μου». Του λέγει ο Ιωάννης· «Ας πράξωμεν όπως θέλεις. Αλλά πως θα φύγωμεν την νύκτα, όπου η θύρα του Μοναστηρίου κλείεται»; Ο δε Συμεών είπεν· «Εκείνος όστις μας ήνοιξεν όταν ήλθομεν, αυτός πάλιν θα μας ανοίξη να φύγωμεν». Καθώς λοιπόν απεφάσισαν, είδεν αυτήν την νύκτα ο Ηγούμενος όραμα, ότι η θύρα του Μοναστηρίου ήνοιξεν, ήκουσε δε φωνήν ούτω λέγουσαν· «Εξέλθετε να βοσκήσετε εσφραγισμένα πρόβατα του Χριστού». Εγερθείς τότε από την κλίνην έδραμε και ευρών την θύραν ανοικτήν εστέναζε, νομίζων ότι έφυγον οι νεόκουροι και δεν ηξιώθη να λάβη την ευλογίαν των. Καθώς ταύτα διελογίζετο και ενώ οι καθαροί νυμφίοι του Δεσπότου Χριστού ήρχοντο να εξέλθουν, έβλεπεν έμπροσθεν αυτών ο Ηγούμενος Αγγέλους τινάς λαμπαδηφόρους, οίτινες εκράτουν εις την μίαν χείρα σκήπτρον. Οι δε μακάριοι ιδόντες την θύραν ανεωγμένην και τον Ηγούμενον εκεί ευρισκόμενον εχάρησαν, θέλοντες δε να τον προσκυνήσουν, δεν τους άφησεν. Αυτοί δε ευχαριστήσαντες αυτόν ικανώς, διότι τους ηξίωσε του αγγελικού Σχήματος, του εζήτησαν συγχώρησιν να υπάγουν εις αναχώρησιν δια να δυνηθούν να δουλεύσουν ολοψύχως τον Θεόν εις την έρημον, τον παρεκάλεσαν δε να μη τους λησμονήση εις την προσευχήν του, αλλά να δέηται δια λόγου των. Αφού λοιπόν έκλαυσαν αμφότεροι ικανώς, εγονάτισεν ο Όσιος Νίκων, θέσας εις την δεξιάν του τον Συμεών και εις την αριστεράν τον Ιωάννην, και υψώσας προς τον ουρανόν τας χείρας, προσηύχετο ούτω· «Ο Θεός ο μέγας και ισχυρός, ο αινετός και δίκαιος, επάκουσόν μου την ώραν ταύτην του αναξίου δούλου σου, και τους πόδας αυτών εις οδόν ειρήνης κατάρτισον. Ναι, Κύριος ο Θεός, επάκουσόν μου η ελπίς πάντων των περάτων της γης, και των επί ξένης μακράν. Επιτίμησον τοις ακαθάρτοις δαίμοσιν από προσώπου των παίδων σου, και ανάστηθι εις την βοήθειαν αυτών· πνεύμα δειλίας, ακηδίας, υπερηφανείας και πάσης κακίας ας σβύση απ’ αυτών και πάσα πύρωσις σαρκός και διαβολικής συνεργείας και φώτισον τας ψυχάς αυτών με το φως της σης επιγνώσεως, δια να φθάσουν εις το άκρον της αρετής, να δοξάζουν αιωνίως με τους Αγίους Αγγέλους σου και πάντας τους εναρέτους δούλους σου το πάντιμον και φυλακτήριον όναμά σου του Πατρός και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν». Ταύτα θερμώς προς Θεόν ευξάμενος, πάλιν προς αυτούς μετά δακρύων έλεγεν· «Ο Θεός, τέκνα, τον οποίον επροτιμήσατε από όλα τα κτίσματα, να στείλη τον Άγγελόν του προ προσώπου σας, να ετοιμάση την οδόν σας, να σας λυτρώση από όλα τα εναντία και από τας χείρας του βροτοκτόνου λέοντος, καθώς και τον Προφήτην εφύλαξεν από τα στόματα των λεόντων ως Παντοδύναμος. Βλέπετε, τέκνα, εις πόλεμον ήλθετε, αλλά μη φοβηθήτε, διότι δεν σας αφήνει ο Κύριος να πειραχθήτε περισσότερον από όσον δύνασθε να υποφέρετε. Μόνον σταθήτε ανδρείοι, έχοντες τα όπλα του αγίου Σχήματος. Ενθυμείσθε την παραβολήν του πύργου, και προσπαθήσετε να τελειώσητε αυτό το καλόν όπου ηρχίσατε, ίνα μη καταισχυνθήτε κατόπιν. Μικρός είναι ο πόλεμός σας και μεγάλος ο στέφανος· πρόσκαιρος ο κόπος και αιωνία η απόλαυσις». Ταύτα και άλλα πολλά ψυχοσωτήρια λόγια λέγων ο Όσιος προς τους Οσίους, έκρουσε το ξύλον του όρθρου. Τότε λαμβάνει ο Συμεών κατά μέρος τον Ηγούμενον και του λέγει· «Προσεύχου, Δέσποτα, παρακαλώ την αγιωσύνην σου, δια τον αδελφόν Ιωάννην, να λησμονήση την σύζυγόν του, δια να μη με αφήση μοναχόν εις την έρημον». Ομοίως και ο έτερος του είπε μυστικά, να κάμη δια τον Συμεών δέησιν, να μη ενθυμηθή της μητρός του και τον αφήση μόνον, να κινδυνεύη ως εις ναυάγιον. Θαυμάσας ο Γέρων δια την αγάπην όπου είχεν ο εις μετά του άλλου, τους απεχαιρέτησε λέγων· «Υπάγετε, τέκνα μου, ιδού σας ευαγγελίζομαι, ότι ο Κύριος έχει ανοικτήν την θύραν του Παραδείσου, να σας υποδεχθή χαίροντας, καθώς και την θύραν της Μονής ταύτης σας ήνοιξε με τρόπον θαυμάσιον». Σφραγίσας δε αυτούς με το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις όλον το σώμα, τους απέλυσεν εις ειρήνην. Επορεύοντο λοιπόν οι μακάριοι χαίροντες, προσευχόμενοι δε έλεγον· «Ο Θεός οδήγησον ημάς τους ξένους, να μη πλανηθώμεν ως απολωλότα πρόβατα, ότι δια την αγάπην σου παρεδόθημεν εις το πέλαγος της ερήμου ταύτης». Λέγει ο Ιωάννης προς τον Συμεών, όταν έφθασαν εις ένα δίστρατον· «Από ποίον δρόμον να υπάγωμεν»; Ο δε είπεν εις αυτόν· «Ας οδεύσωμεν το δεξιόν, διότι τα δεξιά προτιμώνται πάντοτε». Οδεύσαντες λοιπόν ικανώς, έφθασαν εις την Νεκράν θάλασσαν, κατ’ οικονομίαν δε του Θεού, όστις δεν αφήνει τους δούλους του να κακοπέσουν, εύρον τόπον τινά κατάλληλον δι’ άσκησιν, Αρρωνάν ονομαζόμενον, εις τον οποίον κατώκει εις Γέρων ενάρετος. Αφού έφθασαν εις τοιούτον τόπον σωτήριον, εχάρησαν ευχαριστούντες τον Κύριον και έμειναν εκεί αγωνιζόμενοι. Ο δε μισόκαλος τους εφθόνησε, μη υποφέρων να βλέπη την αρετήν των, και τον μεν Ιωάννην παρεκίνει εις το να επιθυμή την σύζυγόν του, τον δε Συμεών εις τον πόθον της μητρός του. Αυτοί δε προσηύχοντο εκ καρδίας και ούτως εδίωκον τον πειράζοντα. Άλλην φοράν τους ενεθύμιζε κρεωφαγίαν, οινοποσίαν και πάσαν άλλην τρυφήν και ηδυπάθειαν σώματος, εις δε τας ευχάς ακηδίαν και δειλίαν εις την άσκησιν. Εις τον ύπνον πάλιν τους εδείκνυε τους συγγενείς των κλαίοντας, αλλά και πάσαν άλλην μηχανήν τους εδείκνυεν ο κακότεχνος με φαντασίας διαφόρους, δια να τους κάμη να δειλιάσωσιν. Αλλ’ αυτοί οι αείμνηστοι, ενθυμούμενοι τους στεφάνους και την διδασκαλίαν του Γέροντος, τον οποίον έβλεπον πολλάκις και εις τον ύπνον των, επαρηγορούντο θαυμασιώτατα, διότι και καθ’ ύπνον τους ενουθέτει και μακράν ευρισκομένους προσηύχετο δι’ αυτούς. Ταύτα βλέποντες εις τον ύπνον εχαίροντο, γνωρίζοντες βέβαια, ότι ο Όσιος Νίκων εφρόντιζε δια την σωτηρίαν αυτών ως φιλάδελφος. Εζήτησαν δε από τον Θεόν την χάριν, ο μεν Συμεών να παρηγορηθή η μητέρα του, να μη λυπήται δι’ αυτόν. Ο δε Ιωάννης, να κοιμηθή η σύζυγός του δια να μη τον ενοχλή εις τον νουν η ενθύμησις αυτής. Επήκουσε δε αμφοτέρων ο Κύριος, όστις ως εύσπλαγχνος παρέχει τα αιτήματα των δούλων του. Όθεν μετά δύο έτη επληροφορήθη από τον Θεόν ο μακάριος Συμεών, ότι έμεινεν η μήτηρ του άνευ λύπης δι’ αυτόν, διότι αυτός εφαίνετο καθ’ όλην την νύκτα εις το όνειρον και την παρηγόρει ούτω λέγων εις την Συριακήν διάλεκτον· «Λάδε χρελημέχ», δηλαδή: «Μη λυπήσαι, μήτερ, διότι καλά είμεθα εγώ και ο Ιωάννης· επειδή εστρατεύθημεν εις τα ουράνια παλάτια του αιωνίου Βασιλέως, ο οποίος μας ενέδυσε με στολάς ωραίας, φορούμεν δε εις τας κεφαλάς στεφάνους ευπρεπείς δια τον κόπον της ασκήσεώς μας. Λοιπόν παρηγόρησον και του Ιωάννου τους συγγενείς να μη λυπούνται παντάπασι δι’ αυτόν». Ο δε Ιωάννης πάλιν είδεν εις τον ύπνον του ένα λευκοφόρον και του λέγει· «Ιδού τον πατέρα σου κατέστησα άνευ λύπης, θέλω δε λάβει και την σύζυγόν σου εις την αιώνιον αγαλλίασιν». Διηγήθησαν τότε ο εις προς τον έτερον το όραμά των και έμειναν παρηγορημένοι αμφότεροι, διάγοντες άνευ πόνων και οκνηρίας τον δρόμον της ασκήσεως, αδιαλείπτως ευχόμενοι· τοιουτοτρόπως μετ’ ολίγα έτη προώδευσαν και έγιναν τέλειοι τόσον, ώστε ηξιώθησαν και θείων οράσεων και θαυμασίων αποκαλύψεων. Ησύχαζον δε ο καθ’ εις εις ένα σπήλαιον· ήσαν δε ο εις από τον άλλον μακράν τόσον όσον να ρίψη τις μίαν πέτραν, δια να προσεύχηται έκαστος μόνος του με δάκρυα κατανύξεως. Όταν δε ήρχετο εις τον ένα ακηδία ή άλλος πειρασμός, προσηύχοντο μεταξύ των προς Κύριον και εδίωκον τον πειράζοντα. Εν μια δε των ημερών είδεν ο Συμεών οπτασίαν, με την οποίαν εγνώρισεν ότι εκοιμήθη η μήτηρ αυτού. Όθεν το είπεν εις τον Ιωάννην, και έκαμαν δια την ψυχήν της προς τον Κύριον κοινήν δέησιν ομού πρότερον, έπειτα πάλιν αυτός προσηύχετο ιδιαιτέρως εις τον Θεόν να αναπαύση την ψυχήν αυτής εις τόπον ανέσεως. Έπειτα είπε προς τον Συμεών ο Ιωάννης· «Επειδή επήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς σου και σε επληροφόρησεν, ότι ανέπαυσε την μητέρα σου, σε παρακαλώ ας συγκοπιάσωμεν μαζί ευχόμενοι προς τον Κύριον και οι δύο να κάμη ευσπλαγχνίαν εις την ονομασθείσαν σύζυγόν μου, ή να την φωτίση και αυτήν όπως ενδυθή το άγιον Σχήμα, ή να την αναπαύση με την μητέρα σου, δια να μείνω και εγώ εις το εξής ανενόχλητος ο ανάξιος». Ούτως ευξάμενοι, είδε μίαν νύκτα οπτασίαν ο Ιωάννης, ότι ήλθεν η μήτηρ του Συμεών και έλαβε την σύζυγόν του από την χείρα λέγουσα· «Ανάστα, αδελφή, εκδύσου τα ερρυπωμένα ιμάτια και ενδύσου στολήν λευκήν. Ότι ο ουράνιος Βασιλεύς σου εχάρισε λαμπρόν οικητήριον, να συναγάλλεσαι πάντοτε μετά του νυμφίου σου». Γνωρίσαντες τότε και οι δύο ότι ελυτρώθησαν από τοιαύτην φροντίδα, διήλθον εις την έρημον ασκούντες με πολλήν κακοπάθειαν και άσκησιν είκοσιν εννέα έτη πολλούς πειρασμούς υπομείναντες. Τους οποίους όλους νικήσαντες, και τον διάβολον ανδρείως πατάξαντες, έφθασαν εις μέτρα τελειότητος· μάλιστα δε ο Συμεών, όστις με την πολλήν του ακακίαν και καθαρότητα ησθάνετο τελείαν απάθειαν εις το σώμα του, με την χάριν και δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, και ούτε πάθος εφοβείτο, ούτε ψύχραν ησθάνετο, ούτε επείνα, ούτε καύσιν ησθάνετο, αλλά σχεδόν υπερέβη τα μέτρα της ανθρωπίνης φύσεως και δυνάμεως.΄Οθεν είπε προς τον συναγωνιστήν αυτού ταύτα· «Αδελφέ Ιωάννη, εδώ όπου καθήμεθα μόνον τον εαυτόν μας ωφελούμεν· αλλ’ εάν υπάγωμεν εις τον κόσμον, θα έχωμεν πολλήν μισθαποδοσίαν, θα γίνωμεν και άλλων πολλών οδηγοί προς σωτηρίαν, καθώς εις πολλά μέρη της Αγίας Γραφής είναι γεγραμμένα διάφορα παραδείγματα». Του είπε και ρήσεις τινάς εξ αυτών, ήτοι: «Μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου», και πάλιν: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπω…», και τα τούτοις όμοια. Αυτά και άλλα πλείστα του έλεγε, δια να τον φέρη εις την γνώμην του. Ο δε Ιωάννης είπεν εις αυτόν· «Νομίζω, αδελφέ, ότι ο σατανάς εφθόνησε την ησυχίαν μας και σου έβαλεν αυτήν την ιδέαν· όθεν κάθησον εις το κελλίον σου, να τελειώσωμεν εδώ, όπου εκλήθημεν, το επίλοιπον της παροικίας μας». Του λέγει ο Συμεών· «Πίστευσόν μοι, ότι δεν μένω πλέον εδώ, αλλά θα υπάγω να εμπαίζω τον κόσμον». Λέγει ο Ιωάννης: «Μη, αδελφέ μου αγαπητέ· σε παρακαλώ, δια τον Κύριον, μη με αφήσης μόνον τον ταπεινόν, ότι εγώ δεν έφθασα ακόμη εις αυτά τα μέτρα, να εμπαίζω τον κόσμον, και μη διαχωρισθής από εμέ, διότι δεν έχω άλλον μετά Θεόν ειμή μόνον σε, και δια την αγάπην σου απηρνήθην τα πάντα και σε ηκολούθησα, τώρα δε θέλεις να με αφήσης εις το πέλαγος της ερήμου ταύτης, να κινδυνεύω ο άπορος; Ενθυμήσου τας συνθήκας, όπου εδώσαμεν εις τον Θεόν, όταν μας εκούρευσεν ο Όσιος Νίκων να μη διαχωρισθή δια καμμίαν αιτίαν ο εις από του άλλου, αλλά να είμεθα και οι δύο μία ψυχή εις δύο σώματα. Εάν με αφήσης εδώ μόνον, θέλω αμαρτήσει και θέλει εκζητήσει ο Θεός την ψυχήν μου από σε». Του λέγει πάλιν ο Συμεών· «Υπόθεσον κατά νουν, ότι απέθανον· όθεν διοικήσου καθώς δύνασαι, διότι εγώ δεν περιμένω πλέον εδώ». Ιδών την σταθεράν γνώμην του ο Ιωάννης εγνώρισεν, ότι εκ Θεού προήρχετο η ιδέα αύτη, επειδή δεν τους εχώριζε κανείς ειμή ο θάνατος· μάλιστα ουδέ αυτός ο θάνατος, διότι πολλάκις έκαμαν δέησιν προς τον Χριστόν να κοιμηθώσι μαζί την αυτήν ημέραν, επειδή δε είχον πίστιν ο Θεός τους επήκουσε και εις τούτο, καθώς εις όσα του εζήτησαν. Λέγει λοιπόν ο Ιωάννης· «Πρόσεχε, Συμεών, μήπως σε εξαπατήση ο διάβολος». Ο δε είπεν εις αυτόν· «Συ μόνον μη με λησμονήσης εις τας ευχάς σου καθώς και εγώ δεν θέλω σε λησμονήσει ποτέ, και αι ευχαί σου (του Θεού βοηθούντος) με σώζουσι». Τότε πάλιν ο Ιωάννης τον συνεβούλευσε με τοιαύτα σοφώτατα λόγια, λέγων· «Πρόσεχε ακριβώς, Αββά Συμεών, και φυλάττου επιμελέστατα, να μη σου σκορπίση ο κόσμος όσην αρετήν η έρημος σου εσύναξε, να μη σε βλάψη η ταραχή όσον σε ωφέλησεν η ησυχία, και να απολέσης με την πολυϋπνίαν όσα με την αγρυπνίαν απέκτησας. Πρόσεχε μη φθείρης την σωφροσύνην του μοναχικού Βίου με γυναίκας συναυλιζόμενος· μη απολέσης την κατάνυξιν δια γέλωτος και την προσευχήν σου δι’ αμέλειαν· απλώς δε βάλε πολλήν επιμέλειαν εις τας ψυχικάς σου δυνάμεις, να μη πράττη και η ψυχή έσωθεν όσα τελούσι τα σωματικά μέλη έξωθεν· αλλά εις όσα πράξη το σώμα, σχήματα ή λόγους ή πράγματα, ας μείνη ο νους σου και η καρδία ατάραχος, δια να μη μολύνεται ποσώς η ψυχή από ταύτα και βλάπτεται. Ούτω και εγώ εις την σωτηρίαν σου θέλω χαίρει, μόνον εύχου τω Θεώ να μη μας χωρίση εις τον αιώνα τον μέλλοντα». Εις τους λόγους τούτους του Ιωάννου, δακρύων ο Συμεών είπε· «Μη φοβού, αδελφέ, ότι αυτό όπου θέλω να πράξω, δεν το πράττω από τον εαυτόν μου, αλλ’ ο Θεός με διέταξε· θέλεις δε γνωρίσει και συ, ότι ευηρέστησε το έργον μου εις τον Θεόν και ότι με την συνεργείαν Αυτού και βοήθειαν εγένετο εκ του ότι προ του θανάτου μου θέλω έλθει να σε χαιρετήσω, εντός δε ολίγων ημερών θέλεις με φθάσεις και συ, Θεού θέλοντος». Ταύτα ειπών, έκαμεν ευχήν επί πολλήν ώραν· ασπασθέντες δε αλλήλους εις τα στήθη εδάκρυσαν και απεχαιρετίσθησαν. Ηκολούθησε δε ο Ιωάννης επί πολύ διάστημα τον Συμεώνα, διότι η ψυχή του τον επόθει, και δεν ηδύνατο να τον χωρισθή· αλλ’ όσας φοράς του έλεγεν ο Συμεών να επιστρέψη οπίσω, του εφαίνετο, πως εχώριζε με το ξίφος την καρδίαν του, δια τούτο τον παρεκάλει να τον αφήση να ακολουθή, αλλ’ ο Συμεών τον διέταξε δριμύτερον· όθεν επέστρεψε στυγνός και περίλυπος καταβρέχων την γην με άφθονα δάκρυα. Ο δε Συμεών έφθασεν εις Ιεροσόλυμα, διότι επεθύμει να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους, και παραμείνας εκεί επί τρεις ημέρας προσηύχετο, παρακαλών τον Κύριον να μη φανερωθή η εργασία του έως της τελευτής αυτού, δια να φύγη την δόξαν των ανθρώπων, δια της οποίας έρχεται η υπερηφάνεια και οίησις, η οποία εκρήμνισεν από τους ουρανούς τους Αγγέλους. Επήκουσε δε αυτού ο Κύριος, διότι παρ’ όλας τας θαυματουργίας, τας οποίας ετέλεσε, δεν εφανερώθη η εργασία του. Επειδή εάν ο Κύριος δεν τον εσκέπαζεν, ήθελον γνωρίσει οι άνθρωποι την αρετήν του από τα θαύματα τα οποία έκαμε· ότι ιάτρευσε δαιμονισμένους, άνθρακας εις τας χείρας εβάστασεν, προέβλεψε τα μέλλοντα, τα μακρόθεν εφανέρωσεν, Ιουδαίους και αιρετικούς προς την Ορθόδοξον πίστιν εχειραγώγησε, νοσούντας και ασθενείς εθεράπευσε, και άλλα πολλά θαύματα έκαμε. Πλην με όλα ταύτα ωκονόμησεν ο Κύριος να μη τον γνωρίσουν οι άνθρωποι, καθώς αυτός εζήτησεν ο μακάριος. Αλλ’ ας διηγηθώμεν εξ αρχής την υπόθεσιν, δια να γνωρίσωμεν καλύτερα τον Άγιον. Αφού προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους, επήγεν εις την Έδεσσαν· ευρών δε εκεί σκύλον τινά νεκρόν έξωθεν της πόλεως, έλυσε το σχοινίον, όπερ ήτο εζωσμένος εις την μέσην, και έδεσε με αυτό τον σκύλον, σύρων δε αυτόν τον εισήγαγε μέσα από την θύραν της πόλεως· εκεί δε πλησίον ήτο σχολείον· οι δε παίδες, ιδόντες αυτόν, έτρεξαν όλοι οπίσω του και τον περιέπαιζον ως μωρόν. Ελθόντα δε εις την αγοράν, είδεν αυτόν εις κάπηλος ούτω πτωχικά ενδεδυμένον και ηρώτησεν αυτόν, εάν ήθελε να του πωλή τα φαγητά, όπου είχεν εις το εργαστήριον, ο δε Συμεών εδέχθη. Κατά δε την πρώτην ημέραν έφαγε πρώτον αυτός, διότι είχε μίαν εβδομάδα νήστις· έπειτα έδωσε τα επίλοιπα ελεημοσύνην εις τους πτωχούς. Το εσπέρας ήνοιξε το ερμάριον ο κάπηλος, να ίδη πόσα χρήματα είχεν εισπράξει ο Αββάς εξόσων επώλησεν, αλλά δεν εύρεν ούτε οβολόν, τα δε φαγητά δεν υπήρχον, διότι τα εμοίρασεν όλα. Όθεν έδειρεν αυτόν και τον εξεδίωξε και παρά πολύ τον εξουθένωσε και τον ύβρισεν. Αλλ’ αυτός δεν έφυγεν εκείνην την εσπέραν. Κατά δε την νύκτα έβαλεν άνθρακας αναμμένους εις την δεξιάν του χείρα και θέσας λιβάνιον εθυμίαζεν. Η δε γυνή του εστιάτορος τον είδε και εθαύμασε πως δεν εκάη ποσώς η χειρ του, δ’ αυτό δε το θαύμα έγινεν όλος ο οίκος των ορθόδοξος, οι οποίοι ήσαν όλοι αιρετικοί του Σεβήρου, δηλαδή ακέφαλοι. Ο δε Όσιος, όταν έκαμνεν εν θαύμα εις μίαν συνοικίαν, έφευγεν απ’ εκεί και επήγαινεν εις άλλην, έως να λησμονηθή το πράγμα να μη τον γνωρίσουν. Ή όταν ήθελε κάμει το θαύμα, έκαμνε κατόπιν και μίαν μωρίαν, δια να σκεπάση με την σαλότητα το κατόρθωμα. Τούτο έκαμε και τότε, όταν είδεν ότι η γυνή του εστιάτορος τον εσέβετο και τον εθαύμαζε· ανέβη μίαν νύκτα, όπου εκοιμάτο μόνη εις το στρώμα της, προσποιούμενος ότι θέλει να την μοιχεύση. Αυτή δε εφώναξεν, ώστε ήλθεν ο άνδρας της και του λέγει ότι ο καλόγηρος ήθελε να την βιάση. Τότε εκείνος έδειρεν αυτόν άσπλαγχνα και τον έβγαλεν έξω, όπου ήτο μεγάλος χειμών και ψύχος αφόρητον, και δεν τον εδέχθη πλέον, μάλιστα όπου και αν ευρίσκετο ο εστιάτωρ, όταν ήκουε κανένα να λέγη δια τον Συμεών ότι ήτο σαλός με το θέλημά του, αυτός ανταπεκρίνετο και τον κατέκρινεν, ότι είχε δαιμόνιον, διότι μίαν νύκτα, εάν αυτός δεν επρόφθανεν, ήθελε βιάσει την γυναίκα του. Έτρωγε δε μερικάς φοράς και το κρέας ο δίκαιος, όχι πολύ, αλλά μόνον δια να τον βλέπουν οι άνθρωποι, να τον νομίζωσι δια σαλόν και ανόητον, κατόπιν δε ενήστευε και τον άρτον επί μίαν εβδομάδα. Πλην την μεν κρεωφαγίαν έβλεπον, την δε νηστείαν δεν εγνώριζαν· διότι τας αρετάς τας έκαμνεν απόκρυφα, την δε ασχημοσύνην εις τον φανερόν, δια να τον αποστρέφονται. Ιδών δε πολλάκις αυτόν εις ενάρετος και θεοφιλής Διάκονος, Ιωάννης ονόματι, όστις, ως προείπομεν, είναι ο μετά ταύτα φανερώσας τα περί του Οσίου, τον εσυμπόνεσεν ως εύσπλαγχνος θαυμάζων την πολλήν του σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν και τον επήρε να τον πλύνη εις ένα λουτρόν. Όταν δε έφθασαν εκεί προσεπάθει ο Ιωάννης να τον σύρη μέσα εις τα λουτρά των ανδρών, να τον πλύνωσι· αλλ’ αυτός έδραμε μέσα εις το γυναικείον, και ώρμησεν εν μέσω των γυναικών, αι οποίαι τον έδειραν και τον εδίωξαν. Ύστερον δε τον ηρώτησεν ο θεοφιλής Ιωάννης, ο οποίος έγραψε και τον Βίον του όλον και του λέγει· «Δια τον Κύριον, πάτερ, όταν εισήλθες εις το μέσον αυτών δεν ησθάνθης εις το σώμα σου καμμίαν ενόχλησιν»; Ο δε απεκρίνατο· «Πίστευσόν μοι, τέκνον, ότι καθώς όταν τοποθετής ένα ξύλον εις τα άλλα ξύλα δεν αισθάνεται, ούτω και εγώ δεν εσαλεύθην όλως διόλου, αλλ’ ήτο όλος ο νους μου εις τον Θεόν και προσηυχόμην». Ούτος ο θεοφιλής Ιωάννης είχεν υιόν άσωτον, όστις επόρνευσε με γυναίκα τινά ύπανδρον και όταν εξήλθεν από τον οίκον της εδαιμονίσθη ο άθλιος. Ο δε Όσιος, θέλων να τον ιατρεύση ψυχή τε και σώματι, τον έφθασεν εις την αγοράν και του δίδει ράπισμα, λέγων· «Ταπεινέ, μη μοιχεύσης πλέον, να μη σε εγγίση ο δαίμων». Τότε τον έρριψεν ο δαίμων και αφρίζων εσπάραζε· και ιδού βλέπει τον σαλόν ο δαιμονιζόμενος και του έβγαλεν από επάνω του ένα μαύρον σκύλον, τον οποίον έδειρε με Σταυρόν ξύλινον και ούτως ελυτρώθη από τον δαίμονα. Όταν δε συνήλθε ο πάσχων, τον ηρώτησαν τι έπαθε, αλλά δεν ηδυνήθη να είπη άλλον λόγον, ειμή μόνον τούτον· «Ένας μου είπε να μη μοιχεύω». Μετά όμως το τέλος του Αββά Συμεών, εξηγείτο εις όλους καταλεπτώς το θαυμάσιον. Είχε δε συνήθειαν ο Όσιος να αναβαίνη και εις τας οικίας των πλουσίων να παίζη, πολλάς δε φοράς προσεποιείτο ότι εφίλει τας δούλας, μία δε από αυτάς συνέλαβεν από ένα δημότην, δηλαδή πολίτην. Την ηρώτησε λοιπόν η κυρία της τις την έφθειρεν. Η δε απεκρίθη· «Ο σαλός Συμεών με εβίασε». Όταν δε ήλθεν ο Όσιος εις αυτόν τον οίκον, τον ήλεγξεν η κυρία της, λέγουσα· «Κακώς έκαμες, Συμεών, και εβίασας την δούλην μου». Αυτός δε εμειδίασε και της έφερε πολλάκις οψάρια, κρέας και άρτον λέγων· «Φάγε, γυνή μου, να γεννήσης γρήγορα». Όταν δε επλησίασεν ο καιρός να γεννήση, εβασανίζετο τρία ημερόνυκτα η αθλία, και εκινδύνευε να αποθάνη. Η δε κυρία της είπε προς τον Όσιον· «Κάμε προσευχήν, Συμεών, δια την γυναίκα σου, διότι δεν ημπορεί να γεννήση η τάλαινα». Αυτός δε τρέχων προς αυτήν, εκτύπα τας χείρας και έλεγεν· «Τη αληθεία, ταπεινή, δεν γεννάται το βρέφος, εάν δεν ομολογήσης τον πατέρα του». Τότε η τάλαινα, βλέπουσα τον επικείμενον κίνδυνον, ωμολόγησε την αλήθειαν, λέγουσα· «Άδικα τον δίκαιον εκατάκρινα, αλλά με τον δείνα δημότην το άκαμα». Τότε παρευθύς εγέννησε, πάντες δε εθαύμασαν. Όθεν είχον πολλοί τον Συμεών ως Άγιον, άλλοι δε έλεγον ότι από τον σατανάν ήσαν αυτά τα σημεία δια να πλανώνται οι άνθρωποι. Εις παντοπώλης της πόλεως, Εβραίος, είδεν ημέραν τινά, ότε επλύνετο ο Όσιος, ότι του ωμίλουν δύο Άγγελοι. Όθεν έβαλεν εις τον νουν του να φανερώση την αρετήν του. Ο δε Όσιος εφάνη καθ’ ύπνον και του λέγει· «Μη είπης εις ουδένα τι είδες». Όταν εξημέρωσεν, ήθελεν ο Εβραίος να φανερώση τον Όσιον, ούτος όμως φανείς ήγγισεν αυτόν εις τα χείλη και εβουβάθηκεν. Όθεν ήλθε προς τον Σαλόν και του έλεγε με νεύματα να τον θεραπεύση. Τότε εφάνη και πάλιν εις τον ύπνον του ο Όσιος και του λέγει· «Εάν πιστεύσης εις τον Χριστόν και βαπτισθής, θεραπεύεσαι, αλλέως αποθνήσκεις ούτως άλαλος». Ο δε Ιουδαίος τότε μεν δεν απεφάσισε να βαπτισθή· όταν δε ο Όσιος απήλθε προς Κύριον και τον είδεν ο Ιουδαίος εστεφανωμένον, μετετέθη δε το άγιόν του και σεβάσμιον λείψανον, ως θέλομεν ίδει κατωτέρω, τότε πιστεύσας εβαπτίσθη με όλον τον οίκον του· όταν δε εξήλθεν από την ιεράν κολυμβήθραν ωμίλησεν. Όθεν είχε τόσην ευλάβειαν εις τον Συμεών, όπου τον εώρταζε κατ’ έτος και πολλούς πτωχούς εθεράπευσεν. Έφθασε δε ο Όσιος εις τόσην απάθειαν και καθαρότητα, ώστε επήγαινεν εις το μέσον των εταιρίδων γυναικών, όταν εχόρευον εις το θέατρον, και έμενεν ως χρυσός καθαρός και αμόλυντος, καθώς αυτός εζήτησεν από τον Θεόν εις την προσευχήν του, να τον λυτρώση από τον πόλεμον της πορνείας. Είδε τότε τον μακάριον Νίκωνα, όστις του είπε· «Πως έχεις, αδελφέ Συμεών»; Ο δε απεκρίνατο· «Κακώς έχω, εάν δε προφθάσης να μου δώσης βοήθειαν, διότι η σαρξ μου σαλεύει και με σκανδαλίζει». Του λέγει ο Όσιος Νίκων· «Μη δειλιάσης εξ αυτού». Τότε επήρε νερόν από τον Ιορδάνην και τον έβρεξεν εις το υπογάστριον και τον εσφράγισε με τον τύπον του Σταυρού ειπών· «Ιδού υγιής γέγονας». Από τότε, καθώς ώμνυεν ο Όσιος, ουδέποτε εσκανδαλίσθη όλως διόλου. Όθεν έχων αυτό το θάρρος εισήρχετο ελεύθερα μέσα εις τας γυναίκας, και έκαμνε όσα σχήματα ήθελε, δια να τον νομίζουν μωρόν και άφρονα. Είχε δε και το χάρισμα της εγκρατείας ο μακάριος και δεν εδοκίμαζε τίποτε από την αρχήν της Τεσσαρακοστής μέχρι της Μεγάλης Πέμπτης, και τότε ήρπαζεν άρτον από τον αρτοποιόν και έτρωγεν. Οι δε άνθρωποι εσκανδαλίζοντο λέγοντες· «Καν την Μεγάλην Πέμπτην δεν δύνασαι να νηστεύης, άγνωστε»; Εν μια δε των ημερών είδε δαίμονα με τους νοερούς οφθαλμούς του, όστις εστέκετο εις την αγοράν, έχων κατά νουν να εισέλθη εις εκείνον όστις περάση πρώτος. Ο δε Όσιος το ηννόησεν εκ θείας χάριτος, και γεμίσας λίθους τον κόλπον του, όταν έβλεπεν ανθρώπους ερχομένους δια να περάσουν, τους ελιθοβόλει και έστρεφον οπίσω φοβούμενοι, έως ου επέρασεν ένας σκύλος, κρούσας δε αυτόν ο διάβολος ήρχισε να αφρίζη· τότε και ο Όσιος εφώναξεν εις τους ανθρώπους να διέλθουν άφοβα. Όλος λοιπόν ο σκοπός του Οσίου ήτο δια να σώση ψυχάς με όποιον τρόπον ηδύνατο, ή με προβλήματα γελοιώδη ή με άλλην τέχνην και γνωστικήν διάθεσιν ή και με θαυματουργίαν και παραγγελίαν τινά κατά τον αρμόδιον καιρόν γενομένην. Ημέραν τινά επέρασεν ο Όσιος από τόπον τινά, όπου εχόρευον κοράσια και καθώς τον είδον ήρχισαν να τον περιγελούν, και ετραγώδουν αισχρά δια τους Μοναχούς και άσχημα λόγια. Ο δε δίκαιος, δια να τα σωφρονίση, έκαμε προσευχήν και παρευθύς ετυφλώθησαν εκ του ενός οφθαλμού. Όθεν διηγείτο η μία της άλλης την συμφοράν· και εννοήσασαι ότι ο Συμεών τας ετύφλωσεν, έτρεχον οπίσω του φωνάζουσαι· «Συγχώρησόν μας, σαλέ, και λύσε μας». Όταν δε τον έφθασαν, εκράτησαν αυτόν βιαίως και τον ώρκιζον να τας ιατρεύση. Ο δε Όσιος είπεν εις αυτάς· «Ήτις θέλει να ιατρευθή, ας δεχθή να την φιλήσω εις τον τυφλόν οφθαλμόν, και τότε παρευθύς θέλει θεραπευθή». Όσας λοιπόν ήθελεν ο Θεός να ιατρευθούν, εδέχθησαν και τας εφίλησε και ιάθησαν· αι δε άλλαι, όσαι δεν ηθέλησαν να τας φιλήση ο σαλός, έμειναν ούτω κλαίουσαι. Μετ’ ολίγην ώραν, αφού ανεχώρησεν απ’ εκεί ο Όσιος, έτρεχον και αυταί κατόπιν φωνάζουσαι· «Περίμενε, σαλέ, φίλησον και ημάς δια τον Κύριον». Αλλ’ αυτός πλέον δεν εδέχθη, γνωρίζων εκ Πνεύματος Αγίου, ότι εάν δεν ήθελε τυφλώσει αυτάς, ήθελον γίνει αι πορνικώτεραι από όλας τας γυναίκας της Συρίας. Με την ασθένειαν δε εκείνην έπαυσαν την ασωτείαν και έμειναν ούτω μέχρι θανάτου. Ήλθον ποτέ άνθρωποι τινες από την Έδεσσαν εις Ιεροσόλυμα να εορτάσουν την Αγίαν Ανάστασιν. Εις δε απ’ αυτούς κατέβη εις τον Ιορδάνην δι’ ευλάβειαν· πηγαίνων δε εις όλα τα σπήλαια της ερήμου, έδιδεν ελεημοσύνην εις τους Ασκητάς δια τον Κύριον. Ούτος, όστις ήτο έμπορος, κατ’ οικονομίαν Θεού συνήντησε τον συνασκητήν του Συμεών Ιωάννην, τον οποίον επροσκύνησεν ο έμπορος και του εζήτει ευλογίαν. Του λέγει ο Ιωάννης· «Από ποίον τόπον είσαι»; Ο δε είπεν· «Από την Έδεσσαν». Τότε του λέγει ο Όσιος· «Σεις έχετε εκεί τον Αββάν Συμεών τον σαλόν και ζητείς ευχήν από εμέ τον ανάξιον, όταν εγώ και όλος ο κόσμος χρειάζεται ευχήν από αυτόν»; Έλαβε λοιπόν τον έμπορον εις το σπήλαιον αυτού και τον εφίλευσε πλούσια, όσα ο Θεός του έστειλεν. Ούτος δε εθαύμασε βλέπων πως έφερεν εις την τράπεζαν άρτον ζεστόν και οψάρια ψητά και οίνον ωραιότατον, ταύτα δε εις τοσαύτην πλησμονήν, ώστε εχόρτασαν και επερίσσευσαν. Έπειτα, όταν επήρεν ο έμπορος την συγχώρησιν να αναχωρήση, του έδωκεν ο Ιωάννης άλλας τρεις ευλογίας, δηλαδή άρτους ζεστούς, και του λέγει· «Δώσε του σαλού Συμεώνος, και ειπέ του να εύχεται δια τον αδελφόν του Ιωάννην». Καθώς δε έφθασεν ο έμπορος εις την Έδεσσαν, ω του θαύματος! απήντησεν αυτόν εις την θύραν της πόλεως ο Συμεών, και του λέγει· «Μήπως έφαγες τας τρεις ευλογίας, τας οποίας ο Αββάς Ιωάννης μου έστειλεν; Εάν τας έφαγες να τας πληρώσης κακώς έχων». Εκείνος δε εθαύμασε ταύτα ακούσας, και τον επήρεν ο Συμεών εις την καλύβην του να τον φιλεύση· ώμνυε δε κατόπιν ο έμπορος, ότι του έβαλε και αυτός εις την τράπεζαν από εκείνα τα ίδια φαγητά, όπου ο Ιωάννης τον εφίλευσεν εις την έρημον, και τα ίδια αγγεία, όπου είχεν εκεί, και τα οψάρια. Όταν έφαγον, του έδωκεν ο έμπορος τους τρεις άρτους και ανεχώρησεν εις τον οίκον του, και δεν ετόλμησε να ομολογήση τινος το θαυμάσιον. Αλλ’ ακούσατε ένα εξαίσιον τερατούργημα όπου έγινε δια προσευχής του Οσίου εις τον ρηθέντα Διάκονον, τον φίλον αυτού, όστις έγραψε τον Βίον του. Τινές κακούργοι εφόνευσαν άνθρωπον, τον οποίον έρριψαν εις την οικίαν του Ιωάννου από το παράθυρον. Όταν εύρον τον νεκρόν εις τον οίκον του θεοφιλεστάτου εκείνου ανδρός, όλοι ενόμισαν, ότι αυτός τον εφόνευσεν. Όθεν έδωκεν ο άρχων κατ’ αυτού την απόφασιν, δια να τον κρεμάσουν. Καθώς λοιπόν τον επήραν οι δήμιοι και τον έφεραν δεδεμένον εις τον τόπον της καταδίκης, δεν έλεγεν άλλον λόγον καθ’ όλον τον δρόμον ειμή μόνον· «ο Θεός του σαλού ας με βοηθήση». Θέλων δε ο Θεός να τον σώση από τοιαύτην συκοφαντίαν, έστειλεν άνθρωπον, όστις λέγει του Συμεών· «Σαλέ άθλιε, τώρα πηγαίνουν να κρεμάσουν τον φίλον σου, εάν δε αυτός αποθάνη εις ολίγας ημέρας θα αποθάνης και συ από την πείναν, ότι άλλος κανείς δεν φροντίζει δια τον εαυτόν σου». Είπε δε εις αυτόν και την πανουργίαν του φονέως ως άνωθεν είπομεν. Τότε ο Όσιος επήγε μόνος εις το κελλίον του, ήτοι εις ένα τόπον απόκρυφον, όπου ηύχετο πάντοτε και τον οποίον κανείς δεν εγνώριζεν, ειμή μόνον αυτός ο φίλος του Ιωάννης· κλίνας δε εκεί τα γόνατα, παρεκάλει τον Κύριον να λυτρώση τον δούλον αυτού από τον προκείμενον κίνδυνον. Όθεν ο Δεσπότης Χριστός επήκουσε τον φίλον του και ωκονόμησε να φανερωθούν οι φονείς ευθύς και να μη αποθάνη αδίκως ο δίκαιος. Όταν λοιπόν έφεραν οι δήμιοι εις την αγχόνην τον Ιωάννην, ήλθον τρεις ιππείς τρέχοντες και διατάσσουν τους δημίους να τον απολύσουν, διότι οι φονείς ευρέθησαν. Λυτρωθείς παραδόξως ο Ιωάννης έδραμεν εις τον άνωθεν απόκρυφον τόπον, βλέπων δε από μακράν τον Συμεών ευχόμενον εφοβήθη· ότι ως σφαίραι πυρός εξήρχοντο από το στόμα του, και ανέβαινον εις τον ουρανόν, γύρωθεν δε αυτού ήτο ως κλίβανος πυρός καιομένου, ο δε Όσιος έστεκεν εις το μέσον του πυρός ευχόμενος· όθεν δεν ετόλμησε να τον πλησιάση, μέχρις ότου απετελείωσε την προσευχήν. Τότε στραφείς ο Όσιος είπε προς τον Διάκονον· «Ούτος ο πειρασμός σου συνέβη, διότι ήλθον χθες δύο πτωχοί και σου εζήτησαν ελεημοσύνην, συ δε ενώ είχες δεν τους έδωσες, αλλά τους απέπεμψες. Μη νομίζης ότι είναι ιδικά σου εκείνα τα οποία δίδεις, ολιγόπιστε; Ο Κύριος λέγει ότι, όστις δώση ελεημοσύνη, θα απολαμβάνη εις τούτον τον κόσμον εκατονταπλάσιον και ζωήν αιώνιον εις τον μέλλοντα. Λοιπόν, εάν πιστεύης, δίδε όσον δύνασαι, εάν δε δεν δίδης, είναι φανερόν, πως είσαι άπιστος». Αυτά και έτερα ψυχωφελή ακούσας ο Ιωάννης, ευχαριστών αυτόν απήλθεν εις την οικίαν του χαίρων. Μίαν πρωϊαν εκράτει ο Όσιος σινάπι τριμμένον εις την αριστεράν του χείρα, εις δε την δεξιάν άρτον, και βυθίζων εις το σινάπι έτρωγεν. Όστις δε ήθελε τον περιπαίξη, ήλειφε με το σινάπι το στόμα του. Ήλθε δε και εις του οποίου οι οφθαλμοί είχον ασπράδα, έχρισε δε ο Όσιος τους οφθαλμούς αυτού με το σινάπι ειπών· «Ύπαγε και πλύσου με σκορδόξυδον, να ιατρευθής, έξηχε», δηλαδή σαλέ· διότι τούτον τον λόγον είχε πάντοτε συνήθειαν να λέγη προς άπαντας. Εκείνος δε επήγεν εις ιατρούς να τον θεραπεύσουν (διότι τον λόγον του σαλού δεν επίστευεν), οίτινες τον ετύφλωσαν ακόμη περισσότερον. Όθεν από την θλίψιν του ηναγκάσθη μίαν ημέραν και είπεν· «Ό,τι μου είπεν ο σαλός θα πράξω, έστω και εάν ήξευρα ότι θα έβγουν οι οφθαλμοί μου όλως διόλου». Ούτος λοιπόν επλύθη με σκορδόξυδον και τόσον ιάθη τελείως, ώστε έγιναν οι οφθαλμοί του καθαροί ως παιδίου μικρού, και έβλεπε θαυμάσια. Τότε περισσώς εθαύμαζεν. Απαντήσας δε αυτόν ο Όσιος, τον συνεβούλευσε λέγων· «Βλέπεις πως ιατρεύθης, έξηχε; Μη κλέψης πλέον του γείτονός σου τας αίγας». Άλλος τις πλούσιος ήτο εκεί εις την Έδεσσαν· τούτου δε εις δούλος έκλεψεν απ’ αυτού πεντακόσια χρυσά νομίσματα, και μη δυνάμενος να τα εύρη, απαντήσας τον Όσιον, τον ηρώτησε λέγων· «Δύνασαι, έξηχε, να μου εύρης τα αργύρια όπου έχασα, και να σου δώσω τα δέκα»; Του λέγει ο Όσιος· «Δώσε μου υπόσχεσιν ότι δεν θα δείρης πλέον κανένα δούλον σου, και να σου είπω που είναι». Αυτός δε έδωκε τον λόγον του με όρκον φρικτόν να τον υπακούση. Τότε είπεν ο Όσιος το όνομα του κλέπτου, και τον τόπον όπου τα έκρυψε, και εύρεν αυτά. Μετά καιρόν δε, θέλων να δείρη ένα των δούλων του ο ρηθείς πλούσιος, έτρεμεν η χειρ του· όθεν ηννόησε πως ήτο του σαλού ενέργεια, και ευρών αυτόν του είπε· «Λύσον με από τον όρκον, σαλέ». Ο δε Όσιος δεν του έδωκεν απάντησιν. Μόνον εφάνη εις τον ύπνον αυτού και του λέγει· «Εάν λύσω τον όρκον, θέλω σκορπίσει τα αργύριά σου, να τα χάσης όλως διόλου. Δεν εντρέπεσαι, άγνωστε, να δέρης τους δούλους σου, όπου αυτοί θα υπάγουν εις την αιώνιον ζωήν, συ δε εις την γέενναν, εάν δεν γίνης συμπαθής προς τους πένητας»; Συνέπασχε δε και συνελυπείτο τους δαιμονιζομένους ο Όσιος και συνηντάτο μετ’ αυτών και προσηύχετο δι’ αυτούς, ώστε πολλούς εθεράπευσε, και πολλάκις εξέπεμπον τοιαύτας φωνάς οι δαίμονες λέγοντες· «Ω βία σαλέ, όλον τον κόσμον χλευάζεις και πειράζεις και ημάς, αναίσχυντε! Φύγε απ’ εδώ, μη βασανίζης και ημάς». Ο δε Όσιος ήλεγχεν όλους όσους ήξευρεν από Πνεύμα Άγιον ότι ήσαν αμαρτωλοί, δηλαδή πόρνους, κλέπτας, επιόρκους και βεβαρημένους άλλους με διάφορα αμαρτήματα και τους ωνείδιζε με τρόπον επιδέξιον, ούτως ώστε επέστρεφεν αυτούς εις μετάνοιαν. Ήτο δε εκεί γυνή τις μάντισσα, ήτις έκαμνε φυλακτήρια, την οποίαν προσεποιείτο ότι ηγάπα και της έδιδεν άρτον, και άλλα φαγητά και ιμάτια όπου του εχάριζαν. Έπειτα της είπε μίαν ημέραν· «Θέλεις να σου κάμω ένα φυλακτόν, να μη σε βλάπτη ποτέ κανείς οφθαλμός»; Του λέγει εκείνη· «Ναι». Ο δε μακάριος έγραψε ταύτα εις Συριακήν διάλεκτον· «Είθε να σε καταργήση ο Θεός και να σε κάμη να παύσης να αποστρέφεσαι απ’ αυτού, και να αποστρέφης και τους άλλους». Τούτο το γράμμα λαβούσα εκράτει επάνω της η μάντισσα και δεν ηδύνατο πλέον να κάμη μαγείαν ή φυλακτήριον. Καθήμενος ποτέ ο Όσιος πλησίον εις κάμινόν τινα, εις την οποίαν έψηνε γυαλιά εις Εβραίος, είπε προς τινας πτωχούς· «Θέλετε να σας κάμω να γελάσετε; Κυττάξετε επιμελώς τι θέλω πράξει». Εγερθείς δε έκαμεν ένα Σταυρόν εις τα υάλινα σκεύη του Εβραίου και εθραύσθησαν τότε επτά αγγεία. Και οι μεν εγελούσαν, ο δε Εβραίος εθυμώθη, και καύσας δια πυράς τον Όσιον τον εδίωξεν. Ο δε Όσιος είπεν εις αυτόν· «Επ’ αληθείας, εάν δεν κάμης Σταυρόν εις το μέτωπόν σου, όλα σου τα αγγεία θέλουν συντριβή». Τότε δε πάλιν, όταν έλεγε ταύτα ο Όσιος, εθραύσθησαν άλλα δεκατρία αγγεία. Τούτο το θαυμάσιον ιδών ο Εβραίος εκατανύχθη, και κάμνων την άλλην ημέραν τον Σταυρόν εις το μέτωπον, δεν εθραύσθη κανέν αγγείον τελείως· όθεν πιστεύσας εις τον Χριστόν εβαπτίσθη. Άλλην φοράν έπλυναν έξω της πόλεως δέκα δημόται τα ενδύματά των και περνών απ’ εκεί ο Όσιος είπεν εις αυτούς· «Έλθετε μετ’ εμού, να σας φιλεύσω, έξηχοι». Οι πέντε λοιπόν επίστευσαν τον λόγον του και τον ηκολούθησαν. Όταν δε τους ωδήγησεν εις ένα τόπον όπου ηθέλησε, τους είπε· «Καθίσατε ολίγον εδώ, έως να έλθω». Πηγαίνων δε παρεμπρός, έκαμεν ευχήν προς τον Θεόν, όστις του έστειλε φαγητά διάφορα, άρτους και οίνον νόστιμον, και τους εφίλευσε πλουσιώτατα. Όταν δε εχόρτασαν, τους έδωκεν όσα επερίσσευσαν λέγων· «Λάβετε ταύτα μαζί σας, να φάγουν αι γυναίκες και τα παιδιά σας· και εάν αφήτε αυτήν την τέχνην, να μη είσθε πλέον δημόται, να σας φθάσουν αυτά τα φαγητά, να τρώγετε έως να αποθάνω». Αυτοί τότε τα επήραν και είπον προς αλλήλους· «Ας δοκιμάσωμεν μίαν εβδομάδα, και εάν δεν ολιγοστεύσουν τα βρώματα, ας αφήσωμεν την αμαρτίαν». Ούτω ποιήσαντες έτρωγαν καθ’ ημέραν, και δεν ωλιγόστευσαν τα βρώματα, ω του θαύματος! αλλά ήσαν την εβδόμην ημέραν ως και την πρώτην ανελλιπή· όθεν επέστρεψαν εις μετάνοιαν, οι δε τρεις απ’ αυτούς έγιναν Μοναχοί. Ούτος ο μακάριος, μεταξύ των άλλων αρετών, είχε την ακτημοσύνην και δεν είχεν άλλο τι εις την καλύβην του, ειμή μόνον ένα φορτίον κλήματα, δια να κοιμάται παραμικρόν· πολλάς δε φοράς διήρχετο όλην την νύκτα άϋπνος, εις την προσευχήν ιστάμενος, βράχων την γην με δάκρυα. Το δε πρωϊ, όταν εξήρχετο από την καλύβην, έκοπτε κλάδους ελαιών ή από άλλα φυτά και κάμνων στέφανον τον εφόρει εις την κεφαλήν, εις δε την χείρα εκράτει άλλον κλάδον φωνάζων· «Νίκα τω Βασιλεί και τη Πόλει». Πόλιν δε έλεγε την ψυχήν, Βασιλέα δε τον νουν. Εζήτησε δε και χάριν παρά του Θεού ο τρισόλβιος να μη μακρύνουν ποτέ τα μαλλιά του και τα γένεια, δια να μην τα κόπτη, και γνωρίσουν ότι ήτο σαλός εκουσίως. Όθεν όλη του η ζωή παρήλθε χωρίς ποτέ να κόψη τας τρίχας της κεφαλής του. Προς δε τον θεοφιλή Διάκονον είπε πολλάκις την αλήθειαν, αλλά τον εφοβέρισε να μη ομολογήση τινός την υπόθεσιν ζώντος αυτού· ει δε και την φανερώση, να λαμβάνη εις τον μέλλοντα αιώνα μεγάλην βάσανον. Όταν δε εγνώρισεν ότι έμελλε να κοιμηθή, προ δύο ημερών είπεν εις αυτόν· «Γίνωσκε, φίλε μου Ιωάννη, ότι σήμερον επήγα και εύρον τον αδελφόν μου τον Ασκητήν Ιωάννην εις την έρημον, και ηυφράνθην πολλά, διότι τον είδα ότι εφόρει τίμιον στέφανον εις τον οποίον γύρωθεν ήσαν γεγραμμένα ταύτα· «Στέφανος υπομονής της ερήμου». Πάλιν δε εκείνος είπε προς με· «Εγώ είδα πως ήλθε τις και σου έλεγεν· «Ελθέ, σαλέ, να λάβης τους στεφάνους των ψυχών, όπου μου έφερες». Εγώ δε, κύριέ μου Διάκονε, δεν έχω κανένα καλόν επάνω μου, ούτε μισθόν ποσώς αναμένω· μόνον παρακαλώ σε να επιμελήσαι πάσαν ψυχήν άπορον, μάλιστα τους Μοναχούς και αναπήρους, και να τους ελεής όσον δύνασαι· ότι οι τοιούτοι δύνανται να μας αξιώσουν της ουρανίου μακαριότητος. Έτι δε σε παρακαλώ να κοπιάσης μικρόν δια την αγάπην μου, να γράψης όλην την αμέλειαν του οικτρού μου Βίου, καθώς σου τον είπα με συντομίαν, ο δε Κύριος θέλει πληρώσει τον κόπον σου. Γίνωσκε δε και τούτο, ότι εις ολίγας ημέρας αναχωρείς και συ από τούτον τον πρόσκαιρον κόσμον, καθώς ο Δεσπότης μου εφανέρωσε· λοιπόν ετοίμασον τα εφόδια και φρόντισον δια την ψυχήν σου, δια να δυνηθής να περάσης τα εναέρια πνεύματα. Ότι ο Κύριος το γινώσκει, πολύν φόβον έχω, έως να τα περάσω και εγώ, να μη με πειράξωσι. Δια τούτο σε παρακαλώ να σπουδάσης και δια τον εαυτόν σου. Και τούτο σου γίνεται εύκολον, εάν φυλάξης αυτά τα δύο· πρώτον να δώσης ελεημοσύνην το κατά δύναμιν και υπέρ την δύναμιν· ότι αυτή η αρετή σου βοηθεί από τας άλλας περισσότερον κατά την Γραφήν: «Μακάριος ο Κύριος». Δεύτερον σε παρακαλώ, να νη πλησιάσης εις το Άγιον Θυσιαστήριον πώποτε όταν έχης με τινα σκάνδαλον, δια να μη εμποδίση η ανομία σου την επιφοίτησιν του Παναγίου Πνεύματος, να υστερηθούν της χάριτός του και οι επίλοιποι». Αυτά και έτερα πλείονα του παρήγγειλεν, από τα οποία του είπε να μη ομολογήση τινός ωρισμένα απ’ αυτά. Έπειτα του είπεν: «Αδελφέ Ιεροδιάκονε, παρακλήθητι, ότι την τρίτην ημέραν προσλαμβάνει ο Κύριος τον σαλόν και ελάχιστον, και τον Αββάν Ιωάννην τον αδελφόν μου, καθώς εγώ χθες σου είπον. Ύπαγε λοιπόν εις ειρήνην, και μετά δύο ημέρας να έλθης εις την καλύβην μου, και μη μου λησμονήσης του ταπεινού και αμαρτωλού παράφρονος». Ταύτα ειπών ο ταπεινόφρων και μέτριος επήγεν εις την καλύβην αυτού και προσευχόμενος ικανώς εις τον Κύριον παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, τη εικοστή πρώτη του Ιουλίου, μεγάλως υπεραστράψας εις τας αρετάς και εις ένθεα και φρικτά κατορθώματά του, καταπλήξας τους Ασωμάτους Αγγέλους με την θαυμάσιον πολιτείαν του. Όταν δε παρήλθον ημέραι δύο και δεν εφαίνετο ο Όσιος, μετέβησαν οι γνώριμοί του και τον εύρον υποκάτω εις τα κλήματα τελειωθέντα. Τούτο δε το έκαμεν ο πάνσοφος, δια να πιστεύσουν τινές ότι ήτο σαλός, όταν τον ίδωσιν ούτως ηπλωμένον ως κτήνος ανόητα. Εσήκωσαν λοιπόν δύο πτωχοί το λείψανον του Οσίου και επήγαιναν να τον ενταφιάσουν εις το ξενοταφείον ούτως ανεπιμέλητα, καθώς δε διήρχοντο από τον οίκον του Ιουδαίου, περί του οποίου είπομεν ανωτέρω, ήκουσεν ο Εβραίος εντός του οίκου του ευρισκόμενος ψαλμωδίαν τοιαύτην και μελωδίαν τοσούτον θαυμάσιον, την οποίαν δεν φθάνει γλώσσα ανθρώπου να την διηγηθή. Εκπλαγείς λοιπόν ο Ιουδαίος και προκύψας από το παράθυρον, βλέπει ότι μόνον δύο πτωχοί εσήκωναν το τίμιον λείψανον του πλουσίου εις αρετάς Οσίου, ατενίσας δε εις τον αέρα είδεν άνωθεν του λειψάνου Αγίους Αγγέλους να συνοδεύουν αυτό ψάλλοντες ουράνια άσματα. Τότε εδάκρυσεν από την χαράν και εβόησε λέγων· «Όντως καλότυχος συ και μακάριος, ότι μη έχων ανθρώπους να σε ενταφιάσουν, επήρες τας ουρανίους Δυνάμεις των Αρχαγγέλων και σε συνοδεύωσιν άδοντες υπερκόσμια άσματα». Ταύτα ειπών ο πρώην Ιουδαίος εξήλθε με όλον τον οίκον του και συνοδεύσας το άγιον λείψανον, το ενεταφίασε με πολλήν ευλάβειαν, διηγούμενος εις όλους καταλεπτώς το θαυμάσιον. Ταύτα ακούσας ο θεοφιλής Διάκονος Ιωάννης έδραμεν εις τον τάφον με άλλους πολλούς περίλυπος, ότι δεν ήλθε πρωτύτερα· θέλων δε να τον αναχώση δια να τον ενταφιάσουν με Ιερείς και θυμιάματα, καθώς έπρεπεν, ανοίξαντες τον τάφον, δεν ευρέθη ποσώς (ω του θαύματος!) το τρισόλβιον σώμα του μάκαρος, ότι ο Κύριος το μετέθεσεν όπου ηθέλησε και τότε ο εις εις τον άλλον διηγούντο τα του Οσίου θαυμάσια, όσα ετέλεσε και εποίησεν εις καθ’ έκαστον, και εδόξασαν τον Θεόν, όστις έδωκεν εις τον πιστόν τούτον δούλον του τόσην δύναμιν και χάριν. Ούτος είναι ο Βίος και η θαυμαστή πολιτεία του αοιδίμου Συμεών, δια μέσου του οποίου εποίησεν ο Κύριος τοσαύτα θαυμάσια. Μάλιστα επ’ αληθείας αφήκα και πολλά άγραφα, μόνον δε τα πλέον χρησιμώτερα εσημείωσα, δια να τα αναγινώσκουν πρόθυμα οι ακροαταί και να μη αμελούν και κοιμώνται εις την τούτων ανάγνωσιν. Εκοιμήθη δε και ο μακάριος Ιωάννης ο εν Χριστώ αδελφός και συνασκητής αυτού την ιδίαν ημέραν, ήτοι κατά την σήμερον, καθώς αυτοί εδεήθησαν του Θεού, όστις επήκουσεν ως αγαθός και επλήρωσε την αίτησιν αυτών καθώς και αυτοί εφύλαξαν τας εντολάς του απαρασάλευτα και εδώ μεν ηξίωσε να λυτρωθώσιν εις την ιδίαν ημέραν από τους σωματικούς αγώνας και έπαθλα, εκεί δε ανέπαυσε τας ψυχάς αυτών εις ομοίαν δόξαν και ανάπαυσιν αιώνιον. Ής γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν τη αυτού χάριτι και φιλανθρωπία, ω πρέπει τιμή και προσκύνησις συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι πάντοτε νυν και εις τους αιώνας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μυροφόρου και Ισαποστόλου ΜΑΡΙΑΣ της Μαγδαληνής.

Δημοσίευση από silver »

Μαρία η Μαγδαληνή κατήγετο από τα Μάγδαλα, τα οποία κείνται εις τα οροθέσια της Συρίας· προσελθούσα δε τω Χριστώ απηλλάγη δια της χάριτος αυτού των επτά δαιμονίων, τα οποία την ηνώχλουν, και ούτως ακολουθήσασα αυτώ και υπηρετούσα έως του πάθους και του Σταυρού, έγινε και Μυροφόρος και ευαγγελίστρια, και πρώτη αυτή, μεταξύ των άλλων Μυροφόρων, είδε την Ανάστασιν του Κυρίου, μετά της άλλης Μαρίας, της Υπεραγίας Θεοτόκου, όταν οψέ Σαββάτων, ήτοι μετά το Σάββατον, είδε τον Άγγελον, καθώς γράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος· όταν δε μετέβη το πρωϊ εις το μνήμα, τότε είδε δύο Αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους, και πάλιν είδε τον Χριστόν, τον οποίον νομίζουσα ότι είναι ο κηπουρός, και θέλουσα να εγγίση τους πόδας του, ήκουσε παρ’ αυτού: «Μη μου άπτου», καθώς αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Αύτη η Μυροφόρος μετά την Ανάληψιν του Κυρίου επορεύθη εις την Ρώμην, όπου παρουσιάσθη εις τον Τιβέριον και επέτυχε την τιμωρίαν του Πιλάτου. Είτα επέστρεψεν εις Ιεροσόλυμα, κατόπιν εξελθούσα δια δευτέραν φοράν εις το κήρυγμα επορεύθη και πάλιν εις τα μέρη της δύσεως. Μετά ταύτα ήλθεν εις την Έφεσον, ένθα εύρε τον Άγιον Ιωάννην τον Θεολόγον, και εκεί κοιμηθήσα οσίως ενεταφιάσθη παρά την θύρα του σπηλαίου, εντός του οποίου εκοιμήθησαν ύστερον οι επτά Παίδες οι εν Εφέσω. Ας ίδωμεν όμως τον κατά πλάτος Βίον αυτής, ίνα γνωρίσωμεν καλύτερον την Αγίαν.

Βίος και πολιτεία της Αγίας ενδόξου Πανευφήμου Μυροφόρου και Ισαποστόλου Μαρίας της Μαγδαληνής. Εγώ τους εμέ φιλούντας αγαπώ, οι δε εμέ ζητούντες ευρίσκουσι χάριν και δόξαν. Ηγάπησαν βεβαίως πάντες οι Άγιοι τον Θεόν, και δια τούτο εύρον χάριν και δόξαν παρ’ αυτού. Χάριν μεν εύρον διότι τα σώματα αυτών, κείμενα εν τοις μνήμασι, αναβλύζουσι μύρα και θαύματα επιτελούσιν εις τους ορθώς και μετά πίστεως προστρέχοντας εις αυτούς. Δόξαν δε έλαβον την ουράνιον εκείνην του Θεού, εις την Βασιλείαν των ουρανών. Διότι πόσην δόξαν θέλουσιν έχει οι Άγιοι, όταν ακούσωσι παρά του Χριστού το «Ευ δούλοι αγαθοί, επί ολίδα ήτε πιστοί, επί πολλών καταστήσω υμάς, εισέλθετε εις την βασιλείαν μου»; Ίδετε τι κέρδος έχουσι οι ζητούντες το θέλημα αυτού και τας εντολάς αυτού τηρούντες. Ούτοι είναι μακάριοι, ούτοι θέλουσιν ίδει τον Θεόν, ούτοι θέλουσιν εύρει την χάριν αυτού και την δόξαν. Εκ τούτων μία υπάρχει και η ένδοξος Μαρία η Μαγδαληνή, διότι αύτη τον Θεόν εζήτησε και ηγάπησεν αυτόν· διο χάριν εύρε και δόξαν αυτού, και εγένετο Αγία και Ισαπόστολος. Εις πολλούς δε τόπους το όνομα το άγιον αυτού εκήρυξε, και Μυροφόρος εγένετο, και θαυματουργός κατέστη, και τους πόδας του Κυρίου εφίλησε, και πολλά πράγματα εύρομεν εις τας αγίας Γραφάς δι’ αυτής. Αλλά και οι τέσσαρες Ευαγγελισταί δοξάζουσι αι επαινούσιν αυτήν, περί της αγάπης και της πίστεως, την οποίαν είχεν εις τον Χριστόν. Αύτη λοιπόν η Μαρία ήτο από τα Μάγδαλα, πόλιν ήτις έκειτο εις το οροθέσιον της Συρίας, πλουσία σφόδρα και ωραία την όψιν και το κάλλος. Ο πατήρ της ωνομάζετο Σύρος, η δε μήτηρ της Ευχαριστία. Ούτοι ήσαν ονομαστοί και ένδοξοι εις πάντα, και κατά την ευγένειαν περιφανείς και κατά τον πλούτον περίβλεπτοι. Αύτη λοιπόν η μακαρία ακούσασα περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του αληθινού Θεού, ότι ευρίσκεται εις Ιεροσόλυμα, όπου διδάσκει και θαύματα πολλά ποιεί, τυφλούς φωτίζει, λεπρούς καθαρίζει, νεκρούς ανιστά και δαιμονιζομένους θεραπεύει, καταλιπούσα τα Μάγδαλα, ήλθεν εις Ιερουσαλήμ ζητούσα τον Κύριον, τον οποίον ευρούσα ηκολούθει εις αυτόν ψυχικώς τε και σωματικώς· μαθήτρια δε αυτού γίνεται, και χάριν ευρίσκει μεγάλην παρ’ αυτώ. Ηνωχλείτο δε αύτη η Μαρία η Μαγδαληνή υπό δαιμονίων επτά, και δια της Χριστού χάριτος λυτρούται και απαλλάττεται αυτών και ιατρεύεται. Δαιμόνια δε ακούων επτά, εννόει τα των επτά αρετών υπάρχοντα εναντία πνεύματα. Δηλαδή πνεύμα αφοβίας Θεού, πνεύμα ασυνεσίας, πνεύμα αγνωσίας, πνεύμα ψεύδους, πνεύμα κενοδοξίας, πνεύμα επάρσεως, πνεύμα κάλλους. Ταύτα πάντα είναι εναντία και αντίπαλα πασών των αρετών. Καθότι πάσα αμαρτία έχει τον δαίμονα, ήτοι το ενεργούν αυτήν πνεύμα. Εκ τούτων λοιπόν των επτά πνευμάτων, τα οποία είχεν η μακαρία, ελύτρωσεν αυτήν ο Κύριος και εθεράπευσεν. Απαλλαγείσα λοιπόν η μακαρία Μαρία πάσης κακίας ενέδυσεν εαυτήν με το ένδυμα της αγαθότητος και ηκολούθησε τον Χριστόν ως μαθήτρια και Διάκονος, μέχρι του πάθους αυτού· και τα του κόσμου άπαντα φθαρτά εις ουδέν λογισαμένη, και πλούτον και δόξαν και ωραιότητα και ει τι έτερον όμοιον με ταύτα βδελυξαμένη παντελώς, εγένετο Μυροφόρος ομού μετ’ άλλων γυναικών, δια την αιτίαν δε ταύτην ηγάπησεν αυτήν ο Δεσπότης Χριστός. Αλλά και η Υπεραγία Θεοτόκος προσέλαβεν αυτήν σύντροφον και συνοδοιπόρον, όταν επορεύετο εις τον τάφον. Αύτη πρώτη των άλλων Μυροφόρον είδε την Ανάστασιν του Κυρίου μετά της Θεοτόκου, και εφίλησε τους πόδας του Κυρίου και εψηλάφησεν αυτόν. Αλλά και εν τω καιρώ της Αναστάσεως είδε το μεσονύκτιον Άγγελον ως αστραπήν, ο οποίος εκύλισε τον λίθον του μνήματος και τότε έσπευσε να ευαγγελισθή εις τους Μαθητάς και Αποστόλους την Ανάστασιν του Κυρίου ειπούσα και εις αυτόν τον Πέτρον το χαρμόσυνον άγγελμα. Αύτη η Αγία κατά την ημέραν της Αγίας Αναστάσεως ήλθε πολλάκις εις το μνημείον μεθ’ ετέρων γυναικών, δεικνύουσα τον τάφον κενόν. Ακόμη δε και μαζί με τον Πέτρον και τον Ιωάννην ήλθεν εις το μνημείον· έπειτα δε πάλιν είδε δύο Αγγέλους κατά την ημέραν εκείνην εις τον τάφον, ένα προς την κεφαλήν, και ένα προς τους πόδας, οίτινες και ελάλησαν εις αυτήν λέγοντες· «Τίνα ζητείς»; Αλλά και τον Κύριον είδε νομίσασα αυτόν ως κηπουρόν· διο και ωνειδίσθη παρά Κυρίου και ήκουσε το «Μη μου άπτου», όταν εγνώρισεν αυτόν. Μετά δε ταύτα ήτο εις Ιεροσόλυμα ομού με άλλας γυναίκας, έως της Αναλήψεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Τούτων ούτως εχόντων, όταν συνεπληρώθη η Πεντηκοστή, κατά την οποίαν εγένετο η επιφοίτησις του Αγίου Πνεύματος, οι μεν Απόστολοι επορεύθησαν εις το κήρυγμα, η δε Αγία Μαρία η Μαγδαληνή, σφοδροτέραν αγάπην προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν επιδεικνύουσα, επορεύθη εις την Ρώμην προς τον Καίσαρα, φέρουσα αναφοράν προς αυτόν, ήτις έλεγεν· «Ο Πιλάτος τον οποίον απέστειλας εις Ιερουσαλήμ ηγεμόνα, έκαμε κρίσιν άδικον εις τον Ιησούν τον Υιόν της Μαρίας, ο οποίος εποίει σημεία μεγάλα και τέρατα εις τον λαόν, δίδων εις τους τυφλούς ανάβλεψιν, εγείρων τους νεκρούς, καθαρίζων τους λεπρούς, εκβάλλων δια μόνου του λόγου δαιμόνια και απλώς, πάσαν νόσον θεραπεύων. Οι δε αρχιερείς Άννας και Καϊάφας, δια ζήλον και φθόνον παρέδωκαν αυτόν εις τον ηγεμόνα Πιλάτον, όστις πολλά εξετάσας αυτόν και μηδέν άξιον θανάτου ευρών εις αυτόν εσταύρωσεν αυτόν. Τότε η κτίσις ιδούσα την αδικίαν εσαλεύθη, ο ήλιος ημαύρωσε τας ακτίνας, η δε σελήνη μετεβλήθη εις σκότος, η γη εσείσθη, αι πέτραι διερράγησαν, το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη από άνωθεν έως κάτω, και οι νεκροί ανέστησαν». Ταύτα ακούσας ο Καίσαρ, και ότι εγένετο κατ’ εκείνην την ώραν σκότος, το οποίον εγένετο εις όλον τον κόσμον, και γράψας τον καιρόν, εγνώρισεν ότι το αληθές λέγει η γυνή. Όθεν παραχρήμα γράφει εις Ιερουσαλήμ, όπως έλθη ο Πιλάτος εις την Ρώμην, ομοίως να έλθουν ταχέως και οι αρχιερείς του ενιαυτού εκείνου Άννας και Καϊάφας. Και ο μεν Καϊάφας λέγουσιν ότι απέθανεν εις την Κρήτην, ο δε Άννας ανήλθεν εις Ρώμην. Τότε ο Καίσαρ εξέδωσεν απόφασιν δι’ αυτόν, ίνα εκδάρωσι μίαν βουβάλαν, και με το νωπόν αυτής δέρμα τυλίξωσιν αυτόν, ούτω δε τυλιγμένον στήσωσιν αυτόν εις τον ήλιον. Τούτου λοιπόν γενομένου έσφιγξεν αυτόν το δέρμα και απέρρηξεν οδυνηρώς την ελεεινήν αυτού ψυχήν. Δια δε τον Πιλάτον επρόσταξεν ο βασιλεύς να τον φέρωσιν προ του βήματος αυτού, ίνα απολογηθή δια το κακόν το οποίον έκαμεν. Είχε δε ο βασιλεύς την εξής συνήθειαν, ότι ουδείς άξιος θανάτου επετρέπετο να ίδη το πρόσωπον αυτού, εάν δε και έβλεπεν αυτό, συνεχωρείτο εκ του θανάτου. Επειδή λοιπόν έμελλεν ο Πιλάτος να ίδη το πρόσωπον του βασιλέως και να ερωτηθή υπ’ αυτού, πως εθανάτωσεν αδίκως τον ποιήσαντα τοσαύτα θαύματα και τέρατα εις τον λαόν, εποίησε πρώτον απόφασιν, ότι καν ίδη το πρόσωπον αυτού ο Πιλάτος, ουδεμίαν ελευθερίαν θέλει έχει. Καθίσαντος λοιπόν του Καίσαρος επί του βήματος, παρίσταται ο Πιλάτος, τον οποίον ιδών ο Καίσαρ εστάθη όρθιος (διότι τόσον εδοξάσθη ο Πιλάτος). Ήτο δε εκεί παρούσα και η Μαρία η Μαγδαληνή, ήτις ως είδε τούτον λέγει προς τον Καίσαρα· «Γίνωσκε, κύριε Καίσαρ, ότι ο Πιλάτος φορεί το ιμάτιον του δικαίου εκείνου, του αδίκως σταυρωθέντος υπ’ αυτού, δια τούτο και απήλαυσε τοιαύτης τιμής». Να δικάζη δηλαδή αυτόν ο Καίσαρ ιστάμενος όρθιος. Είχε δε πράγματι αγοράσει ο Πιλάτος τον ιματισμόν του Ιησού, τον άνωθεν υφαντόν και άρραφον, τον οποίον έπλεξε δια των ιδίων της χειρών η Παρθένος Μαρία. Τον ιματισμόν αυτόν ηγόρασεν ο Πιλάτος από τους στρατιώτας. Διότι οι στρατιώται κατά τον καιρόν της Σταυρώσεως διεμοιράσθησαν μεταξύ των τα ιμάτια του Ιησού και έλαβον έκαστος ανά εν μέρος. Επειδή όμως το εξωτερικόν ένδυμα ήτο από επάνω έως κάτω υφαντόν, χωρίς καμμίαν ραφήν, δια να μη το καταστρέψωσιν, είπον μεταξύ των· «Μη σχίσωμεν αυτό, αλλά βάλωμεν κλήρους τίνος λάχοι». Τούτον λοιπόν τον ιματισμόν ηγόρασεν ο Πιλάτος και ενεδύθη αυτόν έσωθεν των ιματίων αυτού προς βοήθειαν, δια τούτο είπεν η Μαγδαληνή Μαρία· «κύριε Καίσαρ, ο Πιλάτος φορεί το ιμάτιον του δικαίου ανθρώπου εκείνου του αδίκως σταυρωθέντος υπ’ αυτού». Εκδύσαντες τότε τον Πιλάτον εύρον τον ιματισμόν του Ιησού, καθώς είπεν η Μαρία, και τον εξέβαλον εξ αυτού. Τότε ενεδύθη πάλιν ο Πιλάτος τα ιμάτιά του, αλλ’ εστερήθη πλέον της προτέρας τιμής. Ήρχισε λοιπόν να ερωτά αυτόν ο Καίσαρ, λέγων εις αυτόν· «Πως ετόλμησας να τελέσης τοιούτον άδικον φόνον εις τον Ιησούν; Δεν ήκουσας τα θαύματα τα οποία εποίησεν εις πάσαν την Ιερουσαλήμ και εις τα όρια εκείνα, ένδοξα όλα και θαυμάσια; Τυφλούς εφώτισε, λεπρούς εκαθάρισε, νεκρόν ανέστησε τετραήμερον ονόματι Λάζαρον, και άλλα όσα τεράστια και τας ακοάς υπερβαίνοντα εποίησεν; Ποίαν λοιπόν αιτίαν εύρες κατ’ αυτού, και εποίησας ταύτην την αδικίαν και παρανομίαν»; Απεκρίθη τότε ο Πιλάτος και λέγει προς τον Καίσαρα· «κύριε Καίσαρ, ονομαστέ και θαυμαστέ, οι αρχιερείς και οι γραμματείς των Ιουδαίων παρέδωκαν εις εμέ αυτόν, λέγοντες και βοώντες, ότι δεν τηρεί το Σάββατον, ότι παραβαίνει τον νόμον του Μωυσέως, ότι κωλύει τα τέλη και τους φόρους σου του Καίσαρος, και εξεγείρει τον όχλον· και εγώ τούτον ακούσας, πολλάκις είπον προς αυτούς· λάβετε αυτόν υμείς, και κατά τον ιδικόν σας νόμον κρίνατε. Οι δε ήρχισαν με μεγάλην φωνήν να κράζουν· θανάτωσον αυτόν, διότι είναι άξιος θανάτου· ότι και εαυτόν Υιόν Θεού εποίησε, και άλλους λόγους πολλούς είπεν άπας ο λαός κατά του κράτους σου λέγων, ότι εάν δεν σταυρώσης αυτόν, δεν είσαι φίλος του Καίσαρος· και ότι πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών, αντιλέγει εις τον Καίσαρα. Ταύτα και τα τοιαύτα ακούσας εγώ περί του κράτους και της εξουσίας σου, ηγωνιζόμην πολύ να απολύσω αυτόν. Ιδών δε ότι ουδέν ωφελούμαι, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται εις τον λαόν, έκρινα να παραδώσω τον Ιησούν εις θάνατον· ταύτα δε έπραξα δια τον φόβον σου». Τότε ο Καίσαρ λέγει προς τον Πιλάτον· «Άθλιε και ταλαίπωρε, επειδή εξουσίαν είχες να απολύσης αυτόν, τίνος ένεκεν δεν τον απέλυσας»; Διέταξε τότε να βάλωσι τον Πιλάτον εις φυλακήν, έως ου σκεφθή δια ποίου πικρού θανάτου να θανατώση αυτόν, δια την άδικον δίκην, την οποίαν έκαμε κατά του Ιησού, του δικαίου εκείνου και αναμαρτήτου· τότε οι του Καίσαρος υπηρέται, παραλαβόντες τον Πιλάτον, ωδήγησαν αυτόν εις την εξωτερικήν φυλακήν· διότι αι φυλακαί της Ρώμης ήσαν έξωθεν της πόλεως. Χρονοτριβήσαντες δε του Πιλάτου εις την φυλακήν εφρόντιζον επιμελώς οι γνώριμοι και οι γνήσιοι φίλοι αυτού να λυτρώσωσιν αυτόν εκ της ζοφεράς εκείνης φυλακής· αλλά δεν ετόλμων να ομιλήσωσι περί αυτού εις τον Καίσαρα. Πλην μίαν των ημερών, δια να εύρωσιν αφορμήν, ωργάνωσαν κυνήγιον έξω της Ρώμης πλησίον της φυλακής, εις την οποίαν ήτο φυλακισμένος ο Πιλάτος. Εις το κυνήγιον δε αυτό θα επήγαιναν ομού μετά του Καίσαρος, παρήγγειλαν δε εις τον Πιλάτον, όταν ίδη τον Καίσαρα εκεί πλησιάσαντα, να κύψη εκ της θυρίδος ικετεύων και παρακαλών όπως τύχη ελέους. Όταν λοιπόν ήρχισαν να κυνηγούν τα εκεί συνηγμένα ζώα, ήτοι λαγωούς, ελάφους και ει τι έτερον γένος των ζώων έτυχε να ευρίσκεται εις εκείνην την πεδιάδα, μία έλαφος, ωραιοτέρα όλων των άλλων, εμφανισθείσα εις το μέσον, ήρχισε να τρέχη φεύγουσα δι’ όλων αυτής των δυνάμεων. Ελθούσα δε επάνω του τείχους της φυλακής, εστάθη εκεί. Ταύτην ιδών ο Καίσαρ, ευθύς την κατεδίωξε και ηγωνίζετο όπως δια παντός τρόπου συλλάβη αυτήν. Τότε ο Πιλάτος έκυψεν εκ της θυρίδος, ίνα ικετεύση τον Καίσαρα, την στιγμήν όμως εκείνην ο Καίσαρ είχε φθάσει πλησίον της ελάφου και έρριψε κατ’ αυτής το βέλος του, φυγόν δε τούτο από της χειρός αυτού έκρουσε τον Πιλάτον εις το μέσον της καρδίας και ούτως ετελειώθη δια πικρού θανάτου. Ταύτα μεν ούτως έχουν, ημείς δε εις το προκείμενον επανέλθωμεν. Έρχεται λοιπόν και πάλιν η Μαγδαληνή Μαρία, εις Ιερουσαλήμ, εύθυμος ούσα διότι εποίησε την εκδίκησιν του Κυρίου, εκεί δε εγένετο μαθήτρια και ακόλουθος του Αγίου Αποστόλου Πέτρου. Μετά δε χρόνους δεκατέσσαρας από της Χριστού Αναλήψεως, οι μεν Απόστολοι επορεύθησαν εις το κήρυγμα του Κυρίου, όπως κηρύξωσιν εις πάντα τον κόσμον το όνομα αυτού, την ένσαρκον οικονομίαν και την Αγίαν αυτού Ανάστασιν. Η δε Μαγδαληνή Μαρία παρεδόθη υπό του Αποστόλου Πέτρου εις Μάξιμον τινα, όστις ήτο εκ των εβδομήκοντα Αποστόλων, έμεινε δε εις Ιεροσόλυμα. Επειδή δε πάντες οι Απόστολοι εσκορπίσθησαν, οι παράνομοι Ιουδαίοι, κατακαιόμενοι υπό του φθόνου κατά του Αγίου Αποστόλου Μαξίμου, συνέλαβον αυτόν και τον επεβίβασαν ομού μετά της μακαρίας Μαρίας και άλλων πολλών Χριστιανών εις εν πλοίον, μη έχον ούτε ιστία ούτε κώπας, ούτε επισιτισμόν ποσώς έχον, όπως καταποντισθώσι, και βυθισθώσιν αδίκως. Αλλ’ όμως το θέλημα του Αγίου Θεού, και ο αληθινός κυβερνήτης των πιστών αυτού ικετών ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, δεν επέτρεψε να απολεσθώσιν, αλλ’ έσωσεν αυτούς ακινδύνως και ωδήγησεν εις την Γαλλίαν, εις πόλιν λεγομένην Μασσαλίαν. Εκεί λοιπόν προσορμισθέντες και υπό της πείνης, της δίψης και του δεινοτάτου ψύχους πιεζομένους, ουδείς ευρέθη να υποδεχθή αυτούς ή να φιλοξενήση φιλοφρόνως, διότι πάντες οι άνθρωποι του τόπου εκείινου ήσαν ειδωλολάτραι· έτρεχον δε όλος ομού ο λαός του τόπου εκείνου εν μια ημέρα εις όποιον είδωλον εσέβοντο, δια να προσφέρουν εις αυτό θυσίαν. Ταύτα λοιπόν ιδούσα η μακαρία Μαγδαληνή Μαρία εστάθη μετά πολλής παρρησίας και ιλαρωτάτου προσώπου, και μετά ευλάλου γλώσσης ήρχισε να κηρύττη τον λόγον του Θεού λέγουσα προς αυτούς· «Άνδρες άριστοι, μάθετε να γνωρίζετε τον ποιητήν του ουρανού και της γης, τον Θεόν τον ισχυρόν και δυνατόν, τον Θεόν τον αληθινόν, και αρνησάμενοι τα κωφά και άλαλα είδωλα, πιστεύσατε εις τον προαιώνιον Λόγον του Θεού, όστις είναι ο Ιησούς Χριστός ο Σωτήρ του κόσμου, ο λυτρωσάμενος ημάς εκ της των αλάλων και κωφών ειδώλων πλάνης». Ακούοντες δε εκείνοι τους λόγους της μακαρίας Μαρίας εθαύμαζον δια την γλυκύτητα του λόγου αυτής, και εξεπλήσσοντο δια την ωραιότητα του κάλλους αυτής. Αφού δε αύτη ετελείωσε τον λόγον της διδαχής, έτυχε να έλθη και ο άρχων του τόπου εκείνου μετά της γυναικός αυτού, προσκομίζοντες θυσίαν προς το είδωλον και θεόν αυτών, δια να αποκτήσωσι τέκνον, διότι ήσαν άτεκνοι. Τότε λοιπόν ιδούσα τούτον η Μαγδαληνή Μαρία ήρχισε να κηρύττη μετά παρρησίας το όνομα του Χριστού. Αφού λοιπόν παρήλθεν η ημέρα εκείνη ενεφανίσθη η μακαρία Μαρία κατά το διάστημα της νυκτός εις την γυναίκα του άρχοντος μετά φόβου λέγουσα προς αυτήν· «Τίνος ένεκεν δεν θέλετε να κάμετε καλωσύνην εις τους ξένους τούτους, τους πεινώντας και διψώντας και από το ψύχος αποθνήσκοντας; Και ούτοι δούλοι του Θεού είναι». Παρήγγειλε δε εις αυτήν μετ’ επιτιμήσεως να είπη αυτά τα οποία της είπε, εις τον άνδρα της, ίνα ποιήση έλεος εις τους ξένους. Η δε αρχόντισσα εφοβήθη να είπη την όρασιν, την οποίαν είδε. Πάλιν δε κατά την επιούσαν νύκτα φαίνεται η Μαρία λέγουσα προς αυτήν τα αυτά λόγια, παρήγγειλε δε και πάλιν να είπη ταύτα εις τον άνδρα αυτής· η δε και πάλιν παρήκουσε και ουδέν είπεν εκ των οραθέντων. Τότε τι ποιεί η δούλη του Θεού; Φαίνεται πάλιν δια τρίτην φοράν εις τον άρχοντα και την γυναίκα αυτού, μετά θυμού πολλού· το δε πρόσωπον αυτής έλαμπεν ωσεί πυρ κατακαίον τον οίκον αυτού, και λέγει προς αυτόν· «Κοιμάσαι, ω τύραννε, σώμα του πατρός σου του Σατανά, μετά εχίδνης της γυναικός σου, εις την οποίαν παρήγγειλα να είπη εις σε λόγον και δεν ηθέλησεν· αναπαύεσαι, ω εχθρέ του Σταυρού του Χριστού, εσθίων και πίνων δια πολλών φαγητών και διαφόρων ποτών γεμίζων την κοιλίαν σου, τους δε ξένους και αγίους του Θεού αφήκες να αποθάνουν βασανιζόμενοι υπό της πείνης, της δίψης και της ψυχρότητος, συ δε κοιμάσαι εις το παλάτιόν σου τετυλιγμένος με πλούσια σκεπάσματα· οι δε δούλοι του Θεού αποθνήσκουσι άοικοι πιεζόμενοι υπό του ψύχους. Εβράδυνας τόσον πολύ να ποιήσης εις αυτούς αυτό το καλόν· διο θέλει έλθει επί σε η οργή του Θεού». Ταύτα δε ειπούσα ανεχώρησεν απ’ αυτού. Έξυπνος τότε γενομένη η αρχόντισα κατείχετο υπό φόβου και μεγάλως αναστέναξεν· ουδέν όμως εξ όσων είδεν ετόλμα να είπη εις τον άνδρα αυτής. Τότε ο άρχων λέγει προς αυτήν· «Γνωρίζεις, ω γύναι, το όνειρον το οποίον ενυπνιάσθην εγώ»; Η δε λέγει· «Ναι, και δειλιώ και τρέμω πολλά». Είπεν εκείνος: «Τι πρέπει να ποιήσωμεν εις τούτο το πράγμα»; Η δε λέγει εις αυτόν: «Καλύτερον είναι να ποιήσωμεν το διαταχθέν υπό της δούλης του Θεού, ίνα καταπραϋνωμεν το θείον, παρά να παρακούσωμεν και να υποστώμεν την αφόρητον δίκην». Πρωϊας λοιπόν γενομένης, παραλαβόντες τους ξένους εις τον οίκον των, εφιλοξένησαν αυτούς φιλοφρόνως και πρεπόντως ανέπαυσαν, προσφέραντες πλουσιοπαρόχως ό,τι είχον ανάγκην. Επειδή δε η μακαρία εδίδασκεν, εν μια των ημερών λέγει ο άρχων προς αυτήν· «Άραγε, δύνασαι να με πληροφορήσης δι’ έργων, επιδεικνύουσα φανερώς εις εμέ την πίστιν, την οποίαν διδάσκεις»; Λέγει εις αυτόν η Αγία· «Δύναμαι δια θαύματος, του Αγίου Θεού βοηθούντος μοι». Τότε ο άρχων, συν τη αυτού γυναικί, απεκρίθησαν λέγοντες προς αυτήν· «Δύνασαι να αιτήσης παρά του Θεού σου να αποκτήσωμεν παιδίον; Και εάν μεν τούτο ποιήσης, ημείς μεθ’ όλου του οίκου μας θέλομεν πεισθή εις όλα τα υπό σου διδασκόμενα και κηρυττόμενα». Υπεσχέθη τότε η Αγία και δεηθείσα προς τον Θεόν επέτυχε του σκοπού. Παρελθουσών δε ολίγων ημερών συνέλαβεν η γυνή, ιδών δε ο άρχων, ότι είναι αληθές, ηβουλήθη να απέλθη εις την Ρώμην προς τον Απόστολον Πέτρον, όπως μάθη εάν είναι αληθή όσα λέγει και διδάσκει η Μαρία. Λέγει εις αυτόν η γυνή αυτού· «Θέλω και εγώ να έλθω μαζί σου εις την Ρώμην, να γνωρίσω τον Πέτρον». Τότε αποκριθείς ο άρχων είπεν εις αυτήν· «Δεν επιτρέπεται εις σε τοιούτον ταξείδιον, ίνα μη πάθης κακόν τι εις την θάλασσαν, επειδή είσαι έγκυος». Ήρχισε τότε εκείνη να κλαίη πικρώς και οδυνηρώς, προσπίπτουσα δε εις τους πόδας αυτού εζήτει ίνα υπάγουν ομού. Η δε μακαρία Μαρία έπεισε τον άρχοντα να συμφωνήση εις την επιθυμίαν εκείνης, και ηυλόγησεν αυτούς λέγουσα· «Η δύναμις του Θεού έστω μεθ’ υμών». Εσφράγισε δε αυτούς δια του σημείου του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, ίνα μη ο υπεναντίος σκανδαλίση αυτούς εν τη οδώ. Ητοίμασαν λοιπόν το πλοίον, και αγοράσαντες ό,τι είχον ανάγκην τα έβαλον εις αυτό, τα δε επίλοιπα αυτών παρέδωκαν εις τας χείρας της Αγίας και ανεχώρησαν. Πορευομένων δε αυτών προς την Ρώμην, έφθασεν η ώρα της γεννήσεως αυτής, γεννήσασα δε παιδίον άρρεν, απέθανεν η μήτηρ αυτού. Ενώ δε οι ναύται εβούλοντο να ρίψωσιν αυτήν εις την θάλασσαν, ο άρχων ευρισκόμενος εις μεγάλην θλίψιν και απορίαν περί της γυναικός και του παιδίου, μη γνωρίζων τι να πράξη, παρεκάλεσε τους ναύτας ίνα μη ρίψωσι τα νεκρά σώματα εις την θάλασσαν, αλλά μάλλον να υπάγωσιν εις τινα ερημόνησον και εκεί να θάψωσιν αυτήν, τούτο δε και εποίησαν. Ιδόντες λοιπόν βουνόν τι εις την θάλασσαν απήλθον εκεί, εύρον δε έσωθεν σπήλαιον μικρόν, εις το οποίον εισελθόντες έθηκαν την μητέρα μετά του βρέφους. Ο δε πατήρ τούτου κλαύσας πικρώς εσκέπασεν αυτά δια του μανδηλίου αυτού, και εμβάς εις το πλοίον επορεύθη εις την Ρώμην προς τον Άγιον Απόστολον Πέτρον, και διηγήθη εις αυτόν πάντα όσα εποίησεν εις αυτόν Μαρία η Μαγδαληνή, ως και περί της γυναικός και του παιδίου αυτού και πως απέθανον, και έθηκεν αυτά εις το σπήλαιον. Ταύτα ακούσας ο Απόστολος Πέτρος εδίδαξεν αυτόν περί υπομονής, τον συνεβούλευσε δε να μη λυπήται, αλλά να είναι καρτερικός και να αναμένη άνευ αμφιβολίας την πραγματοποίησιν πάντων των υπό της Μαρίας της Μαγδαληνής λαληθέντων και ότι ουδέν εξ αυτών θέλει υστερήσει· διότι αν και η γυνή μετά του παιδίου απέθανον, όμως ζώσιν εν Κυρίω· διότι η προς τον Θεόν πίστις εις πάντα δύναται να συνεργήση. Δια τοιούτων πολλών παρακλητικών λόγων εδίδαξεν αυτόν. Επειδή δε ο άρχων έβαλε κατά νουν να αναβή εις Ιεροσόλυμα δια να προσκυνήση τον τάφον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συναπήλθε μετ’ αυτού και ο Απόστολος Πέτρος, δια να δείξη εις αυτόν πάντας τους τόπους, όσους επεριπάτησεν ο Κύριος, εκεί όπου εσταυρώθη, απέθανεν, ετάφη, ανέστη και ανελήφθη εις τους ουρανούς. Παραμείνας λοιπόν ο άρχων εις Ιεροσόλυμα χρόνους δύο, και μέλλων να επανέλθη εις την πατρίδα αυτού, έλαβε παραγγελίαν παρά του Αποστόλου Πέτρου, ίνα βαπτισθή υπό Μαρίας της Μαγδαληνής. Εμβάς δε εις το πλοίον, ενεθυμήθη πως εξήλθεν εκ της χώρας αυτού χαίρων και αγαλλόμενος μετά της συμβίας αυτού, πως δε τώρα επανακάμπτει λυπούμενός τε και στενοχωρούμενος δια την στέρησιν αυτής και του παιδίου· ταύτα δε συλλογιζόμενος, ηβουλήθη να υπάγη εις τον τόπον εις τον οποίον έθηκε τα λείψανα της γυναικός και του παιδίου αυτού, ίνα καν λάβη ταύτα προς παρηγορίαν. Την βουλήν ταύτην ενέβαλεν εις αυτόν ο πολυεύσπλαγχνος Κύριος αφ’ ενός μεν ίνα παρηγορήση αυτόν, αφ’ ετέρου δε, το οποίον είναι και το μεγαλύτερον, ίνα δοξάση την Αγίαν Μαρίαν την Μαγδαληνήν. Όταν λοιπόν επλησίαζον εις το όρος εκείνο, βλέπουσιν παιδίον μικρόν παίζον εις την θάλασσαν και λίαν εθαύμασαν. Το δε παιδίον ιδόν αυτούς έφυγε και εισήλθεν εις το σπήλαιον, εις το οποίον ήτο η μήτηρ αυτού. Τότε εισελθόντες και οι περί τον έρχοντα εις το σπήλαιον, βλέπουσι την γυναίκα σώαν, κεκαλυμμένους έχουσαν τους οφθαλμούς αυτής, ωσάν να εκοιμάτο, ήρχισαν δε να κλαίουν· αφυπνισθείσα τότε η γυνή ενέπλησεν αυτούς φόβου και τρόμου. Ήρχισε τότε ο άρχων να ερωτά αυτήν λέγων· «Πως ανέζησας, και τοσούτον χρόνον πως διέτριβες»; Η δε αποκριθείσα είπεν· «Η δούλη του Θεού Μαρία η Μαγδαληνή ήρχετο συνεχώς ενταύθα φέρουσα πάντοτε τροφήν εις ημάς». Ταύτα ακούσας ο άρχων εθαύμαζε και ενεός γενόμενος ενόμιζεν ότι βλέπει όραμα. Έπειτα αναχωρήσαντες εκείθεν εισήλθον εις το πλοίον, και μετά πλείστης χαράς έφθασαν εις την χώραν αυτών· ένθα καταξιωθέντες να ίδωσι την Αγίαν, ηυχαρίστησαν τον Κύριον, τον ποιήσαντα τοιαύτα θαυμάσια, και τας ακοάς υπερβαίνοντα. Συνομιλήσαντες λοιπόν περί τούτων αρκετά δεν έπαυσαν να έχουν κατά νουν και η Αγία και ο άρχων το παράγγελμα του Αγίου Αποστόλου Πέτρου, την τέλεσιν δηλαδή του αγίου Βαπτίσματος. Εβάπτισε λοιπόν η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή τον άρχοντα μεθ’ όλου του οίκου του, ή καλύτερον να είπωμεν μεθ’ όλου του λαού. Καταστήσασα δε ιερούς Ναούς και καλώς τα περί τούτων οικονομήσασα, και πάντας εμπλήσασα της ζωηρρύτου διδαχής, τούτους μεν παρέδωκεν εις τον αληθή Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον και επίστευσαν, αύτη δε η θαυμαστή και μεγάλη όντως, ουδόλως υπολογίζουσα το μήκος της οδού, ούτε εκ της ασθενείας της γυναικείας φύσεως δειλιάσασα, έφθασεν εις Έφεσον, όπου συνήντησε τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην τον Θεολόγον, τον υιόν της βροντής, τον και επί του δεσποτικού στήθους γνησίως αναπεσόντα· παρέμεινε δε μετ’ αυτού κοινωνούσα του κηρύγματος, των θλίψεων, των δεσμών, της φυλακής, και όλων των άλλων ανιαρών αυτού. Επειδή δε και αυτή άνθρωπος ήτο και έπρεπε να πληρωθή και εις αυτήν ο κοινός νόμος της φύσεως, ησθένησεν ολίγον και παρέδωκε την αγίαν της ψυχήν εις χείρας του Θεού. Φιλόχριστοι δε τινες καλώς κηδεύσαντες το ταύτης πάντιμον σώμα έθαψαν φιλοτίμως παρά την είσοδον του σπηλαίου, εις το οποίον εκοιμήθησαν οι επτά Παίδες, πλείστα θαύματα τελέσασα κατά τε την κατάθεσιν του αγίου αυτής λειψάνου και κατά τον μετά ταύτα χρόνον. Και ταύτα μεν είναι τα μέχρι τότε κατορθώματα της Αγίας. Άξιον δε είναι να είπωμεν και περί της ανακομιδής του τιμίου ταύτης λειψάνου. Λέων ο Σοφός ο εν ευσεβεί τη λήξει γενόμενος αυτοκράτωρ του Βυζαντίου, οικοδομήσας εκ βάθρων την περικαλλή Μονήν του Αγίου Λαζάρου, και διακοσμήσας αυτήν δια θαυμασίας τέχνης, επειδή ήτο φιλάγιος καθώς ήτο και φιλοδίκαιος και επειδή ήθελε να καταστήση την Μονήν αυτήν εντιμοτέραν, ανεκόμισεν εξ Εφέσου με μεγάλας τιμάς και μεγαλυτέραν ευσέβειαν, κατά το έτος οκτακόσια ενενήκοντα από Χριστού (890), το τίμιον λείψανον της μακαρίας ταύτης και μεγάλης Μαγδαληνής και κατέθεσεν εις την Μονήν ταύτην, ένθα και νυν υπάρχει τιμωμένη πιστώς εις αυτήν και λαμπρώς και ποθεινώς κατ’ έτος εορταζομένη, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών· ω πρέπει δόξα, τιμή και κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”