Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄ (2α) Αυγούστου, η ανακομιδή του λειψάνου του Αγίου Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου ΣΤΕΦΑΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Στέφανος ο Πρωτομάρτυς και Αρχιδιάκονος εγένετο ο πρώτος της των Χριστιανών πίστεως Μάρτυς υπό των Ιουδαίων λιθοβοληθείς και τελειωθείς. Αφ’ ου δε παρήλθον τριακόσια τέσσαρα έτη από του μαρτυρίου του και αφ’ ου ετελειώθησαν δια του μαρτυρίου πολλοί Χριστιανοί, η ειρήνη διεδέχθη την ταραχήν, και η οικουμένη απελάμβανεν ελευθερίαν και ησυχίαν· και όλαι μεν αι φυλακαί εκενώθησαν εκ των φυλακισμένων Χριστιανών, όλα δε τα βασανιστήρια των τυράννων κατέπαυσαν, βασιλεύσαντος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του χριστιανικωτάτου και πρώτου βασιλέως των Ορθοδόξων, τότε δ΄εφανερώθη και ο πολύτιμος θησαυρός, ήτοι το πανίερον λείψανον του Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου ούτω πως. Άνθρωπός τις κατώκει εις εκείνην την ιδίαν κώμην, όπου ήτο κεκρυμμένον το του Πρωτομάρτυρος λείψανον, γέρων την ηλικίαν, Ιερεύς το αξίωμα και αιδέσιμος κατά την ζωήν, Λουκιανός (ή Λουκιλλιανός) ονομαζόμενος. Εις τούτον λοιπόν εφάνη δις ή τρις ο Άγιος Στέφανος και έδειξεν εις αυτόν τον τόπον, όπου ευρίσκετο κεκρυμμένον το λείψανόν του. Ο δε Ιερεύς εφανέρωσε την οπτασίαν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ Ιωάννην, ο οποίος χαράς πολλής εμπλησθείς ήλθεν εις τον μηνυθέντα τόπον μετά των κληρικών του και σκάψας εύρε την θήκην εντός της οποίας ήτο το άγιον λείψανον. Έγινε δε παρευθύς μέγας σεισμός, και ευωδία πολλή εξήλθεν ευωδιάζουσα τους παρευρεθέντας· άνωθεν δε εξ ουρανών εγίνοντο φωναί αγγελικαί λέγουσαι· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Αι φωναί δε αύται ηκούοντο μακράν έως δέκα σημεία τόπου· αλλά και ιατρείαι ενηργούντο εις τους πάσχοντας διάφοροι, κηρύττουσαι την του Πρωτομάρτυρος χάριν. Αφ’ ου λοιπόν προσεκύνησεν ο Πατριάρχης με ευφροσύνην και χαράν το άγιον εκείνο λείψανον, μεθ’ όλων των κληρικών και του παρατυχόντος λαού, εσήκωσαν αυτό με λαμπάδας και ψαλμωδίας και θυμιάματα, και ούτω μεθ’ όλης της πρεπούσης τιμής το μετέφερον εις την Ιερουσαλήμ και το απέθεσαν εις την αγίαν Σιών. Μετά ταύτα δε έκτισε Ναόν εις το όνομα του Αγίου Στεφάνου εντός της Ιερουσαλήμ άρχων τις συγκλητικός, Αλέξανδρος ονομαζόμενος, ο οποίος παρακαλέσας θερμώς τον Πατριάρχην Ιωάννην κατέπεισεν αυτόν να αποθέση το άγιον λείψανον εν τω Ναώ εκείνω. Μετά παρέλευσιν δε πέντε ετών ησθένησεν ο κτίτωρ του Ναού Αλέξανδρος· όθεν κατασκευάσας θήκην εκ ξύλου περσέας (ροδακινέας) ομοίαν με την θήκην, ήτις περιείχε το λείψανον του Αγίου Στεφάνου, έθηκεν αυτήν πλησίον της θήκης του αγίου λειψάνου, αφ’ ου δε απέθανεν, απετέθη το λείψανόν του εις την καινήν εκείνην θήκην. Μετά δε οκτώ έτη, όταν εβασίλευεν ο Μέγας Κωνσταντίνος και επατριάρχευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο θείος Μητροφάνης, τότε η γυνή του ανωτέρω αποθανόντος Αλεξάνδρου, Ιουλιανή ονόματι, επειδή ηνωχλείτο μεν υπό πολλών να νυμφευθή εκ δευτέρου δια τον πλούτον και το κάλλος της, αυτή δε δεν ήθελε, τούτου ένεκα εσκέφθη να πράξη το εξής, να λάβη το σώμα του ανδρός της και να υπάγη εις τον πατέρα της και εις την πατρίδα της, την Κωνσταντινούπολιν. Παρουσιάσθη λοιπόν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ Άγιον Κύριλλον, και παρεκάλει αυτόν να της επιτρέψη να λάβη την θήκην την περιέχουσαν το λείψανον του ανδρός της· αλλ’ ο Άγιος Κύριλλος δεν επέτρεπε τούτο εις αυτήν. Δια τούτο έγραψεν εκείνη εις τον πατέρα της περί ταύτης της υποθέσεως, και τη συνεργεία αυτού έστειλεν ο βασιλεύς σάκραν, ήτοι βασιλικήν προσταγήν, να δύναται να λάβη το λείψανον του ανδρός της και να αναβή εις Κωνσταντινούπολιν· όθεν μη δυνάμενος πλέον ο Πατριάρχης να εναντιωθή, επέτρεψεν εις την γυναίκα να το λάβη. Πλανηθείσα όμως η γυνή κατά θείαν πρόνοιαν, αντί του ανδρός της έλαβε την ομοίαν εκείνην θήκην, την περιέχουσαν το του Αγίου Στεφάνου λείψανον· ταλυτην δε βάλουσα επί θρόνου, και τον θρόνον φορτώσασα εις όνον, ήρχισε την οδοιπορίαν δια Κωνσταντινούπολιν. Καθ’ όλην δε την νύκτα ηκούοντο εν τω αέρι, έως δέκα σημεία τόπου, ύμνοι αγγελικοί και δοξολογία θεοπρεπής λέγουσα· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», τα δε μέρη εκείνα επληρώθησαν ευωδίας μύρου πολλού και ευωδεστάτου· οι δε δαίμονες μακρόθεν κλαίοντες, εφώναζον με συνεχείς φωνάς· «Αλλοίμονον εις ημάς! Διότι ο Στέφανος διέρχεται εκ μέσου ημών και μας πληγώνει αοράτως». Αφιχθείσα δε η γυνή εις την παράλιον πόλιν της Ασκάλωνος εύρεν εκεί πλοίον, και δούσα ναύλον πεντήκοντα φλωρία επεβιβάσθη εις αυτό και ανεχώρησε δια την Κωνσταντινούπολιν. Όσα δε θαύματα εγίνοντο καθ’ οδόν και όσα σημεία ετελέσθησαν αδύνατον να τα περιγράψωμεν εν συντομία. Όταν δε η γυνή αφίκετο εις την Κωνσταντινούπολιν και έφθασεν εις τα ώτα του βασιλέως, ότι έρχεται το λείψανον του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εγένοντο δε εις αυτόν γνωστά τα περί της γυναικός του Αλεξάνδρου, η οποία παρασταθείσα ενώπιόν του διηγήθη ακριβώς δια ζώσης φωνής, απ’ αρχής μέχρι τέλους, τίνι τρόπω έλαβε χώραν το τοιούτον, τότε ο φιλευσεβέστατος βασιλεύς Κωνσταντίνος ενεπλήσθη αφάτου χαράς και αγαλλιάσεως· όθεν προσέταξεν ευθύς τον Πατριάρχην και όλον τον κλήρον να εξέλθωσιν εις προϋπάντησιν του Αγίου λειψάνου με τιμήν μεγίστην και ευλάβειαν, και ούτω να φέρωσιν αυτό εντός των βασιλικών παλατίων. Τότε δε όσα θαύματα έγιναν αδύνατον να τα περιγράψη τις ακριβώς. Έσυρον λοιπόν αι ημίονοι την άμαξαν, επί της οποίας ήτο το άγιον λείψανον, έως ου έφθασαν εις τόπον λεγόμενον Κωνσταντιαναί, και εκεί εσταμάτησαν· επειδή δε έπληττον τα ζώα ίνα προχωρήσωσι, τούτου ένεκα μία των ημιόνων ελάλησεν ανθρωπίνην φωνήν λέγουσα· «Διατί μας δέρετε; Ενταύθα πρέπει να αποτεθή το άγιον λείψανον» ταύτην την φωνήν ακούσαντες ο τε Πατριάρχης και όλοι οι παρευρεθέντες έδωκαν μεγαλοφώνως δόξαν τω Θεώ. Ταύτα δε μαθών και ο πιστότατος βασιλεύς εξεπλάγη, και παρευθύς έκτισε Ναόν εις τον τόπον εκείνον επ’ ονόματι του Πρωτομάρτυρος, εις δόξαν και αίνον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εις τον Ναόν εκείνον τελείται κατ’ έτος η του Αγίου Στεφάνου σύναξις και εορτή. Η εύρεσις του λειψάνου του Αγίου εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου, η δε μνήμη του, κατά την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΕΥΣΙΓΝΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Ευσίγνιος ο Άγιος Μάρτυς, εκ της Αντιοχείας καταγόμενος, ήτο στρατιώτης επί της βασιλείας Κώνσταντος του Χλωρού, του πατρός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εν έτει τδ΄ (304). Έγινε δε εκατόν δέκα ετών και έφθασεν έως εις τους χρόνους Ιουλιανού του παραβάτου, ήτοι εν έτει τξα΄ (361) μετρών εξήκοντα, ετών στρατιωτικόν βίον. Ούτος λοιπόν παρασταθείς εις τον Ιουλιανόν, ήλεγξεν αυτόν διότι παρέβη την πάτριον ευσέβειαν και πίστιν του Χριστού, και διότι την τιμήν και δόξαν, την οποίαν έπρεπε να αποδώση εις τον Θεόν, την απέδωκεν εις τα είδωλα, υπενθυμίσας εις αυτόν και την αρετήν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως και ότι δια θείας οπτασίας και αποκαλύψεως μετεστράφη εκείνος εις την πίστιν του Χριστού. Ταύτα λέγων ο Άγιος, εις μεν τους άλλους εφάνη συνετός και φρόνιμος και έμπειρος ωραίων ιστορικών γεγονότων, δια την μακροβιότητα και πολυζωϊαν του, ο δε Ιουλιανός, χλευάσας αυτόν, προσέταξε και τον απεκεφάλισαν και ούτως έλαβεν ο μακάριος παρά Κυρίου τον στέφανον της αθλήσεως.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) του Αυγούστου, η Μεταμόρφωσις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Κατά την έκτην του Μηνός Αυγούστου την ανάμνησιν της θείας Μεταμορφώσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού η αγία του Θεού Εκκλησία περιχαρώς εορτάζει, ο δε λόγος της εορτής ταύτης είναι ο εξής: Ο Δεσπότης ημών Χριστός πολλάκις προείπεν εις τους Αγίους Αυτού Μαθητάς δια τους κινδύνους, τα πάθη και τον θάνατον των Μαθητών του· επειδή δε οι μεν κίνδυνοι και τα δεινά ήσαν πρόχειρα και εν τη παρούση ζωή, τα δε μέλλοντα αγαθά ήσαν μετά ταύτα και ελπιζόμενα, τούτου ένεκα ηθέλησεν ο Κύριος να πληροφορήση τους Μαθητάς του και με τους ιδίους των οφθαλμούς, τις και ποία είναι η δόξα εκείνη, μετά της οποίας μέλλει να έλθη εν τη κοινή αναστάσει, και την οποίαν και αυτοί θα απολαύσωσιν. Αναβιβάζει όθεν αυτούς επί όρους υψηλού κατ’ ιδίαν, και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον Αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια Αυτού εγένοντο λευκά ως το φως· εφάνησαν δε εις αυτούς ο Μωϋσής και ο Ηλίας συνομιλούντες με τον Χριστόν. Τρεις δε μόνον Αποστόλους παρέλαβεν εις το όρος ως προκρίτους και υπερέχοντας, διότι ο μεν Πέτρος προεκρίθη, επειδή πολύ ηγάπα τον Χριστόν, ο δε Ιωάννης επειδή ηγαπάτο υπό του Χριστού, και ο Ιάκωβος, επειδή ηδύνατο να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον και ο Κύριος έπιεν. Έφερε δε εν τω μέσω αυτών τον Μωϋσήν και τον Ηλίαν, ίνα διορθώση τας περί Αυτού λελανθασμένας υποψίας των περισσοτέρων· καθότι άλλοι μεν έλεγον τον Κύριον, ότι είναι ο Ηλίας, άλλοι δε ότι είναι ο Ιερεμίας. Ιδού λοιπόν διατί παρέστησεν εις το Θαβώρ τους πρώτους και κορυφαίους Προφήτας, ίνα δηλαδή γνωρίσωσιν οι Μαθηταί, και δια των Μαθητών άπαντες, πόση διαφορά υπάρχει μεταξύ του Χριστού και των Προφητών, διότι ο μεν Χριστός είναι Δεσπότης, οι δε Προφήται είναι δούλοι· ίνα δε μάθωσιν ότι ο Κύριος έχει την εξουσίαν του θανάτου και της ζωής, εκ μεν των τεθνεώτων έφερε τον Μωϋσήν, εκ δε των ζώντων τον Ηλίαν. Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Αυγούστου, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ του θαυματουργού, του εν τω

Δημοσίευση από silver »

Τη Ζ΄ (7η) Αυγούστου, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ του θαυματουργού, του εν τω του Καλλιστράτου όρει διαλάμψαντος.

Νικάνωρ ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών κατήγετο από την περίφημον μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην. Ο πατήρ του ωνομάζετο Ιωάννης, η δε μήτηρ Μαρία, αποτελούντες ευσεβές και ενάρετον ανδρόγυνον, τους οποίους όλη η πόλις εκαλοτύχιζε και επαινούσε, τόσον δια τα υλικά αγαθά, τον πολύν πλούτον και την ευγένειαν, όσον και δια την θεάρεστον πολιτείαν των. Διότι και οι δύο ήσαν παράδειγμα αρετής εις όλους. Αλλ’ όσον ήσαν από το εν μέρος περιφανείς και επαινετοί εις τους ανθρώπους, τόσον ήσαν από το άλλο μέρος περίλυποι, επειδή ήσαν άτεκνοι και δεν είχον κληρονόμον του πλούτου των, ουδέ θα είχον παραμυθίαν εις τα γηρατεία των. Όθεν κάθε ημέραν δεν έπαυον δίδοντες ελεημοσύνας πλουσία χειρί εις τους πένητας, ενήστευον με μεγάλην ταπείνωσιν, προσηύχοντο πολλάς φοράς καθ’ όλην την νύκτα, εις την Εκκλησίαν συχνάκις μετέβαινον και παρεκάλουν τον Θεόν με θερμά δάκρυα να τους δώση κληρονόμον και διάδοχον του πλούτου και του γένους των. Ο δε ταχύς εις την αντίληψιν Κύριος και έτοιμος εις τας δεήσεις των δούλων του, επήκουσε και της δεήσεως αυτών, και τους έδωσε τέκνον κατά τον πόθον των, τούτον τον θαυματουργόν και μέγαν Νικάνορα. Και ακούσατε παρακαλώ την υπόθεσιν, δια να εννοήσετε ταύτην καλύτερον. Εν μια των ημερών, ξηροφαγήσασα η μήτηρ του Αγίου και πολλάς ελεημοσύνας προς τους δεομένους ποιήσασα, μετέβη αφ’ εσπέρας εις τον Ναόν του Μεγαλομάρτυρος Μηνά, εις τον οποίον είχε συνήθειαν να πηγαίνη πάντοτε· εκεί δε προσηύχετο καθ’ όλην την νύκτα γονυκλινώς έμπροσθεν της εικόνος του Αγίου, έχυνε ποταμηδόν τα δάκρυα από τους οφθαλμούς της και εδέετο μετά συντετριμμένης καρδίας και κατανύξεως να της δώση τέκνον ο πλουσιόδωρος Κύριος. Όθεν η ταχυτάτη βοήθεια του παναγάθου Θεού, καθώς ποτε επήκουσε της δεήσεως της Προφήτιδος Άννης και έλυσε την στείρωσίν της, ούτω και τότε εκάμφθη εις τα δάκρυα και την θερμήν δέησιν της δούλης του Μαρίας, και την ηξίωσε να γεννήση κατ’ επαγγελίαν τον Άγιον. Διότι, καθώς ύπνωσεν ολίγον από τον πολύν κόπον, ευθύς βλέπει εν οράματι τον Μεγαλομάρτυρα Μηνάν, εξερχόμενον εκ του αγίου Βήματος με άλλους δύο λευκοφόρους άνδρας και λέγει προς αυτήν· «Επήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς σου, ω γύναι, ως ποτε της Άννης, και έλυσε τα δεσμά της στειρώσεώς σου, μόνον πορεύου εις τον οίκον σου, και θέλεις συλλάβει και θα γεννήσης υιόν, όστις θα γίνη δοχείον καθαρόν του Παναγίου Πνεύματος, και πολλούς θέλει οδηγήσει εις Κύριον δια της αγγελικής αυτού και εναρέτου διαγωγής». Ταύτα ως ήκουσεν η γυνή, ευθύς εξύπνησεν από την χαράν της, και πιστεύσασα μετά θάρρους εις τα οραθέντα, πολλάς δοξολογίας ανέπεμψε προς τον Θεόν και προς τον αυτού Μεγαλομάρτυρα, ότι ετάχυνεν εις την δέησίν της. Όθεν το πρωϊ, μετά την τελείωσιν της θείας Λειτουργίας, επέστρεψεν εις τον οίκον της χαίρουσα και δοξάζουσα τον Άγιον Θεόν. Μετ’ ολίγας ημέρας πράγματι συνέλαβε κατά την του Μεγαλομάρτυρος πρόρρησιν, και εφυλάσσετο εις όλον τον καιρόν της κυοφορίας της. Όταν δε ήλθεν ο καιρός, εγέννησε τον μέγαν εις την αρετήν τούτον Όσιον (1363), τον οποίον, αναγεννώντες δια του θείου βαπτίσματος, τον ωνόμασαν Νικόλαον, όστις και εξ αυτής της βρεφικής ηλικίας εφαίνετο ότι θέλει διαλάμψει κατά την αρετήν. Διότι αφού έφθασεν εις την παιδικήν ηλικίαν και έγινε έως πέντε χρόνων, τον παρέδωσαν οι γονείς του εις χείρας ενός εναρέτου διδασκάλου, δια να τον διδάξη τα ιερά γράμματα. Επειδή δε έτυχεν ο παις ευφυής εις τον νουν και οξύτατος, εις ολίγον καιρόν έλαβε δύναμιν ικανήν εις την ανάγνωσιν των ιερών βιβλίων, επειδή και πάντοτε εις την μελέτην κατεγίνετο. Δεν ηθέλησε δε ουδέποτε να συναναστραφή με άλλα παιδιά εις παιχνίδια άτακτα, αλλ’ όπου έβλεπε φρονίμους ανθρώπους και γέροντας, οι οποίοι συνωμίλουν, εκεί επήγαινε και αυτός, δια να ακούση κανένα λόγον ψυχωφελή και να συνάξη ως σοφή μέλισσα από τα ευώδη άνθη το νέκταρ με το οποίον έμελλε να κατασκευάση το γλυκύτατον μέλι των αρετών. Βλέποντες λοιπόν οι γονείς του τόσην σύνεσιν και ευταξίαν εις αυτόν, όστις περισσότερον ηύξανεν εις την πνευματικήν αρετήν ή εις την σωματικήν ηλικίαν, εξίσταντο χαίροντες και ηυχαρίστουν τον Θεόν, όστις τους εχάρισε τοιούτον θεοφώτιστον και κεχαριτωμένον τέκνον. Καιρός πολύς δεν επέρασε και ο πατήρ του Αγίου επλήτωσε το κοινόν χρέος τω 1383 και απήλθεν εις τας αιωνίους Μονάς. Ο δε Άγιος έμεινε του λοιπού με την μητέρα του και ηγωνίζετο την αρετήν περισσότερον, σπουδάζων να γίνη νικητής και κατά τα έργα, καθώς και κατά το όνομα ελέγετο Νικόλαος. Όθεν γενναίως με την νηστείαν και την εγκράτειαν ενίκα της νεότητος τα αχαλίνωτα πάθη και εχαλιναγώγει τας ατάκτους ορμάς και κινήσεις του σώματος, αγρυπνών πάντοτε εις την προσευχήν και εις την ανάγνωσιν των θείων Γραφών. Περισσότερον δε από όλα εμελέτα καθ’ εκάστην τους βίους και τας πράξεις των Οσίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, των οποίων στοχαζόμενος την ισάγγελον πολιτείαν κατεφλέγετο όλος υπό του θείου έρωτος, και επεθύμει να γίνη μιμητής της εναρέτου διαγωγής των, δια να απολαύση ομού με αυτούς και τον της ασκήσεως στέφανον. Αυτός μεν λοιπόν τοιαύτα εβουλεύετο ο μακάριος, και πολλάκις εδέετο του Θεού να τον αξιώση να λάβη το αγγελικόν σχήμα, δια να πολιτευθή εναρέτως κατά τον πόθον του. Η δε μήτηρ του εμελέτα να τον νυμφεύση ως μονογενή της υιόν, δια να αφήση κληρονόμον του γένους της. Αλλ’ ο νέος δεν ήθελε παντελώς να υπακούση εις την τοιαύτην βουλήν της μητρός του· όμως δια να μη την λυπήση, της έδιδεν αναβολήν καιρού, έως να επιτύχη αυτός καιρόν αρμόδιον, να αναχωρήση από τον κόσμον, δια να περιπατήση την στενήν και τεθλιμμένην οδόν της μοναδικής ζωής, της οποίας το τέλος είναι ευρύχωρον και μακάριον. Όταν λοιπόν η μήτηρ αυτού εύρε κόρην τινά πλουσίαν και ωραιοτάτην, από γένος ευγενικόν, και εσκέπτετο να τον νυμφεύση, έστω και παρά την θέλησίν του, τότε ο καρδιογνώστης Θεός μετέστησεν αυτήν εις τας αιωνίους Μονάς τω 1390, έμεινε δε ούτως ο Άγιος ελεύθερος, δια να κατορθώση εκείνο το οποίον ήθελεν. Όθεν ο Άγιος, ευχαριστήσας τον Κύριον, ήρχισεν εις το εξής να πολιτεύεται με εναρετωτέραν διαγωγήν, αγωνιζόμενος πάντοτε κατά της σαρκός, με νηστείας, με χαμευνίας, με ολονυκτίους προσευχάς και με θερμότατα δάκτυα. Διεμοίραζε δε ολίγον κατ’ ολίγον και τα πατρικά του πλούτη εις τους πένητας και ορφανούς, δια να τα εύρη θησαυρισμένα εις την ουράνιον αποθήκην. Απέκτησε δε την αρετήν της ακτημοσύνης, της οποίας μετ’ ολίγον καιρόν ηξιώθη να τρυγήση και τον καρπόν ώριμον, να ενδυθή, λέγω, το αγγελικόν σχήμα του μονήρους και ακτήμονος βίου, κατά τον διάπυρον πόθον του. Τότε δε αντί Νικόλαος μετωνομάσθη Νικάνωρ, θέλων να σηκώση εις τους ώμους του τον Σταυρόν, με τον οποίον ήθελε φανή νικητής και να εγείρη τρόπαιον κατά του αντιπάλου διαβόλου. Αφ’ ου λοιπόν εισήλθεν ο μακάριος υπό τον ελαφρόν ζυγόν του Χριστού, τότε επολλαπλασίασε και τας αρετάς του, δεν έπαυε δε πάντοτε αγρυπνών και προσευχόμενος και κάθε άλλην αρετήν εργαζόμενος αναβαίνων ημέραν εξ ημέρας την θείαν κλίμακα των αρετών. Ώστε ακούων ο τότε Αρχιερεύς την λαμπροτάτην και ενάρετον πολιτείαν του, τον προσεκάλεσε, παρακαλών αυτόν να αποδεχθή το επάγγελμα της ιερωσύνης. Αυτός δε ο μακάριος, ως ταπεινόφρων, δεν ηθέλησε, νομίζων τον εαυτόν του ανάξιον του τοιούτου αξιώματος. Ο Αρχιερεύς όμως, βλέπων την ένθεον πολιτείαν του, τον εχειροτόνησε και ακουσίως του, πρώτον μεν Διάκονον, έπειτα δε Πρεσβύτερον, και τέλος τυπικάριον, δια να επιμελήται ως έμπειρος την ευκοσμίαν της εκκλησιαστικής διατάξεως. Όθεν ο Άγιος, δια να μη φανή παρήκοος, εδέχθη και παρά την θέλησίν του την αξίαν, τόσην δε σπουδήν άδειξεν εις αυτήν την διακονίαν, ώστε ουδείς τον υπερέβαλε πώπωτε. Πάντοτε εις την Εκκλησίαν ευρίσκετο, καταγινόμενος εις τας αναγνώσεις των ιερών βιβλίων, από τας οποίας εσύναξε και πολλήν σοφίαν πνευματικήν. Και ως καλός ζωγράφος πάντοτε εξέλεγε τα εκλεκτότερα πρότυπα, δια να ζωγραφήση την εικόνα της ψυχής του με τας περιφανεστέρας αρετάς, και να την κάμη ωραιοτάτην με τα ποικιλόχροα και πνευματικά άνθη, καθώς και εποίησε. Διότι όποιος θέλει να καταλάβη τους μεγάλους αγώνας του, από τούτο το μικρόν ας συμπεράνη τα μεγαλύτερα, ότι τας περισσοτέρας φοράς εστέκετο από το βράδυ έως το πρωϊ όρθιος, έχων τας χείρας του ως ο Μωϋσής υψωμένας και προσηύχετο ολονυκτίως. Ούτω λοιπόν οσίως και θεοφιλώς πολιτευόμενος ο Όσιος, ηθέλησε τέλος πάντων να αποφύγη τελείως τον κόσμον και τα του κόσμου, δια να εύρη την ποθουμένην ησυχίαν. Δια τούτο δε εδέετο πάντοτε του Θεού να του αποκαλύψη το ποθούμενον. Μίαν δε νύκτα, προσευχόμενος και έχων το πρόσωπόν του κατά γης και ικετεύων με θερμά δάκρυα, ήκουσεν ουρανόθεν φωνήν, ήτις του έλεγε· «Νικάνορ, έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου, και πορεύου εις το του Καλλιστράτου όρος (υπό Βουλγάρων καταγραφείσα τω 740 η Μονή του Καλλιστράτου εις το Βέρμιον όρος των Γρεβενών) και αγωνίζου εκεί καλώς· εγώ δε θα είμαι μετά σου ίνα σε διαφυλάττω πάσας τας ημέρας της ζωής σου, και ποιήσω ακουστόν το όνομά σου και σε δοξάσω εις πάντας τους αιώνας». Ο δε Όσιος, ταύτην την φωνήν ακούσας, ευθύς ηγέρθη από της γης συν φόβω και χαρά και εδοξολόγει μετά δακρύων τον Κύριον. Ήτο δε τότε κατά την σωματικήν ηλικίαν έως τριάκοντα επτά ετών· ως δε έμαθε παρά Κυρίου τον ποθούμενον τόπον της ησυχίας, ευθύς απεσκόρπισεν εις τους πτωχούς, χωρίς αναβολήν καιρού, όσα κινητά και ακίνητα πράγματα του είχον μείνει από τα πατρικά του, αποχαιρετήσας δε τους συγγενείς και φίλους του, εξήλθε μετά χαράς από την πόλιν τω 1400. Περιπατών δε ο Όσιος από πόλεως εις πόλιν και από χωρίου εις χωρίον, εδίδασκεν, ως άλλος Απόστολος, τους Χριστιανούς να φυλάττουν ορθώς την ευσέβειαν· Διότι ολίγον αργότερον έμελλον να κυριεύσουν οι Αγαρηνοί την Κωνσταντινούπολιν, επληθύνετο δε τότε η ασέβεια του λαοπλάνου Μωάμεθ. Όθεν πολλούς εστερέωσε προς την εις Χριστόν πίστιν ο μακάριος με την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του, και με το καλόν παράδειγμα της εναρέτου διαγωγής του. Φθάσας δε εις εν χωρίον, Σαρακίνα ονομαζόμενον, και διατρίψας εκεί καιρόν ικανόν, πολλά θαύματα ετέλεσε δια της δυνάμεως του παντοδυνάμου Θεού, τα οποία ούτε όλα με συγχωρεί ο καιρός να διηγηθώ, ούτε πάλιν όλα ημπορώ να τα σιωπήσω και δια τούτο περιγράφω ολίγα από τα πολλά, δια να αντιληφθήτε την μεγάλην αρετήν του Αγίου και την παρρησίαν την οποίαν είχεν εις τον Θεόν. Άνθρωπός τις από το αυτό χωρίον εκυριεύετο από χαλεπόν δαιμόνιον, το οποίον, ως είδε τον Όσιον ερχόμενον εις το χωρίον, εφώναζε μεγαλοφώνως και έλεγε· «Διώξατε τον Νικάρονα απ’ εδώ, ότι δεινώς με βασανίζει ο ερχομός του». Ταύτα ακούσαντες οι άνθρωποι, οι οποίοι εφύλαττον σιδηροδέσμιον τον δαιμονιζόμενον, έδραμον μετά δακρύων και έπεσον εις τους πόδας του Αγίου, παρακαλούντες αυτόν να έλθη προς τον ασθενή, ίνα τον ιατρεύση. Ο δε Όσιος, ως συμπαθής, τους ηυσπλαγχνίσθη, και ήλθεν εις τον πάσχοντα. Το δε δαιμόνιον, ως είδε τον Άγιον, ήρχισε να σπαράσση τον δαιμονιζόμενον, να τον κτυπά κατά γης, να τρίζη τους οδόντας του κατά του Αγίου, και να φωνάζη ελεεινώς· «Αδικείς με, Νικάνορ, αδικείς με». Ο δε Άγιος, ποιήσας προς Κύριον δέησιν και εγγίσας το στόμα του πάσχοντος με την ράβδον, την οποίαν εκράτει, παρευθύς εξήλθε το δαιμόνιον, και έμεινεν ο άνθρωπος υγιής και σωφρονών, δοξάζων τον Πανάγαθον Θεόν και τον Άγιον. Γυνή δε τις πάλιν από το αυτό χωρίον είχε πάθος χαλεπόν αιμορροίας, το οποίον δεν ημπορούσε να το θεραπεύση με διαφόρους ιατρούς. Όθεν μιμουμένη και αυτή την πίστιν της αιμορροούσης, δια την οποίαν μας διηγείται ο ιερός Λουκάς, επήγεν όπισθεν του Αγίου, και εγγίσασα μετά πίστεως εις το άκρον του ιματίου αυτού παρευθύς ιατρεύθη από το πολυχρόνιον εκείνο και ανίατον πάθος της. Άλλος άνθρωπος πάλιν έκειτο παράλυτος εις όλον το σώμα, μη δυνάμενος παντελώς να κινηθή, βασταζόμενος δε υπό των συγγενών του επί κραββάτου εφέρθη εις το κατάλυμα του Αγίου, παρακαλών αυτόν να κάμη έλεος. Ο δε Άγιος, βλέπων αυτόν ένα ελεεινόν θέαμα, τον εσυμπόνεσε, και ποιήσας εις αυτόν το σημείον του Τιμίου Σταυρού, είτα κρατήσας της δεξιάς χειρός, είπεν· «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έγειραι και περιπάτει». Ευθύς δε με τον λόγον ηγέρθη ο πρώην παράλυτος και περιεπάτει, δοξάζων τον Θεόν και ευχαριστών τον Άγιον. Όθεν θέλων ο Όσιος να αποφύγη την τιμήν των ανθρώπων, δια τα θαύματα όπου έκαμνεν, έφυγεν εκείθεν, και διαβάς από την Κλεισούραν, ήλθεν εις το όρος του Καλλιστράτου, το οποίον ο Κύριος εις κατοικίαν αυτού προητοίμασε. Κατοικήσας λοιπόν ο Όσιος εις την υπώρειαν του όρους, και βλέπων το ησυχαστικόν του τόπου, ηυφραίνετο ότι εύρε τον ποθούμενον τόπον της ησυχίας του. Περιπατών δε το πετρώδες κσι δύσβατον του τόπου εκείνου, έφθασεν εις το χείλος του ποταμού, και βλέπει άντικρυ τόπον αρμόδιον δια την ησυχίαν του, ένθα ελθών εύρε σπήλαιον υψηλόν και δυσανάβατον, εις το οποίον ανέβη με πολύν κόπον, έκτισε δε εκεί μικράν ανάπαυσιν, ανακαινίζων και την σεβασμίαν Μονήν του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου (ήτις ίσταται έως της σήμερον) και εκεί έμεινεν ο Όσιος με πνεύμα ταπεινώσεως και με συντετριμμένην καρδίαν. Η τροφή του δε ήτο τα χόρτα και ακρόδρυα, τα οποία παρήγεν εκείνη η έρημος, με τα οποία ετρέφετο όσον μόνον δια να ζη και να ημπορή να εργάζεται την αρετήν. Διότι τόσους κόπους και ταλαιπωρίας υπέμεινεν εκεί ο Άγιος, ώστε είναι αδύνατον να τους απαριθμήση και να τους περιγράψη τις καταλεπτώς· επειδή πάντοτε ενέκρωνε την σάρκα με άκραν νηστείαν, με ολονυκτίους προσευχάς, με παντελή χαμευνίαν, και σχεδόν με κάθε αρετήν πνευματικήν και σωματικήν στενοχωρίαν· ταύτα μη υποφέρων να βλέπη ο μισόκαλος διάβολος δεν έπαυε να του προξενή διαφόρους επιβουλάς και πειρασμούς. Μίαν δε νύκτα, καθώς προσηύχετο ο Άγιος, μετεσχηματίσθη ο της αληθείας εχθρός εις σχήμα Αιθίοπος, και επήγε κρατών εις τας χείρας γεγυμνωμένον ξίφος και εφοβέριζε να τον θανατώση, αν ίσως και δεν φύγη απ’ εκεί. Ο δε Όσιος, γνωρίζων την επιβουλήν του πονηρού, εποίησε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και ευθύς αφανής εγένετο και ως καπνός διελύθη. Άλλην νύκτα πάλιν ήλθεν ο αλιτήριος με πλήθος δαιμόνων κατ’ αυτού, και εφώναζον φοβερώς, έτριζον τους οδόντας, ηπείλουν και επάσχιζον να κατερειπώσουν το σπήλαιον και το κελλίον του δια να τον πλακώση· αλλά δεν ηδυνήθησαν να κάμουν τίποτε οι ανίσχυροι, εμποδιζόμενοι υπό της θείας δυνάμεως. Μετά δε τον θάνατον του Οσίου ήλθον οι ψυχοφθόροι δαίμονες και κατεκρήμνισαν εκείνο το σπήλαιον, δια την εχθρότητα που είχον προς τον Άγιον, φοβούμενοι μη τύχη και κατοικήση εκεί πάλιν και άλλος ενάρετος και τους καταπολεμή ως ο Όσιος. Άλλοτε πάλιν επήγαιναν την νύκτα, και εγίνοντο ως κόρακες, φωνάζοντες μεγαλοφώνως, δια να τον φοβίσουν. Άλλοτε εγίνοντο σκορπίοι, και τον επλήγωνον εις τους πόδας, όταν προσηύχετο. Αλλ’ ο Άγιος ήτο πάντοτε ακαταπτόητος, και εστέκετο στερεός ως αδάμας, μη λαμβάνων υπ’ όψιν τας ταραχάς και πανουργίας του δυσμενούς, διότι ήτο ωπλισμένος με την θείαν δύναμιν και δεν ηδύναντο να τον βλάψουν, αλλ’ ως υπό πυρός φλογιζόμενοι έφευγον έντρομοι. Αλλά τι να περιγράψω καταλεπτώς τους πειρασμούς, τους οποίους ελάμβανε καθ’ εκάστην ο Όσιος εξ επιβουλής του ανθρωποκτόνου διαβόλου; Τούτο λέγω μόνον, δια να καταλάβετε την πολλήν του καρτερίαν και υπομονήν, ότι ηγωνίζετο να μιμηθή τους παλαιούς εκείνους προπάτορας· κατά μεν τα πάθη τον Ιώβ, κατά δε τους πειρασμούς τον Ιωσήφ, και τους άλλους κατ’ άλλον τρόπον το κατά δύναμιν. Προ πάντων δε είχεν αποκτήσει ο μακάριος την μακαρίαν ταπείνωσιν και ποτέ δεν ηθέλησε να φορέση λαμπρά φορέματα, μολονότι κατήγετο από γένος λαμπρόν και πλούσιον, αλλά πάντοτε εφόρει εν ευτελές και τρίχινον ιμάτιον με μεγάλην ταπείνωσιν. Όθεν πολλάκις οι μαθηταί του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω όρει ασκήσαντος εθαύμαζον, βλέποντες την μεγάλην ταπείνωσιν την οποίαν είχεν ο Όσιος Νικάνωρ εις τα ενδύματα. Περί τούτου είπεν εις αυτούς ο Όσιοε Διονύσιος· «Βλέπετε, αδελφοί, μέγαν θησαυρόν κρύπτει υποκάτω εκείνο το ευτελές τριβώνιον». Ταύτα ως ήκουσαν περί του Οσίου Νικάνορος δύο πλούσιοι Χριστιανοί, και μαθόντες ακριβώς τα περί τούτου, ήλθον δρομαίοι εις την σκήτην του, θέλοντες να υποταχθούν εις αυτόν. Ο δε Όσιος Νικάνωρ, προγνωρίζων εκ θείας χάριτος τον ερχομόν των, εξήλθεν από το κελλίον του και τους υπεδέχθη φιλοφρόνως, και λέγει προς αυτούς· «Τι προς εμέ τον ευτελή του Δεσπότου Χριστού δούλον ήλθετε, τέκνα, αφέντες τον πολύν εν αρετή Διονύσιον; Δεν έχει τούτο το ευτελές μου ιμάτιον καμμίαν αρετήν κεκρυμμένην, ως παρ’ εκείνου ηκούσατε· μόνον υπάγετε προς εκείνον τον όντως Όσιον και ενάρετον». Ταύτα ειπών προς αυτούς ο Όσιος και εισελθών εις το κελλίον του, έκλεισε την θύραν. Οι δε ίσταντο έξω και τον παρεκάλουν μετά δακρύων να τους δεχθή και να τους κουρεύση το συντομώτερον. Βλέπων λοιπόν ο Όσιος την πολλήν υπομονήν και τον ένθεον πόθον των, ήνοιξε την θύραν και τους υπεδέχθη και τους εδίδαξεν ικανώς όλα τα της μοναδικής πολιτείας, μετά δε τρεις ημέρας τους ενέδυσε το άγιον σχήμα και τους είχε πάντοτε μεθ’ εαυτού αγωνιζομένους τον καλόν δρόμον της ασκήσεως. Αλλ’ επειδή ήτο αδύνατον να κρύπτεται η αρετή τοιούτου φωστήρος, ηθέλησεν ο Θεός να σώση δι’ αυτού και άλλους πολλούς και δια τούτο μίαν νύκτα, καθώς προσηύχετο ο Όσιος μετά πολλών δακρύων έμπροσθεν της εικόνος του Εσταυρωμένου Χριστού, ήκουσε φωνήν γλυκυτάτην εκ της εικόνος λέγουσαν· «Νικάνορ, ανάβηθι ταχέως εις την κορυφήν του όρους και εκεί θέλεις εύρει την εικόνα μου εν τη γη κεκρυμμένην, κτίσον δε εκεί Εκκλησίαν εις το εμόν όνομα και κελλία, ότι λαόν θέλεις ποιμάνει περιούσιον». Ταύτα ακούσας ο Όσιος ηγέρθη, το δε πρωϊ, λαβών μαθητάς τινας, ανέβη επάνω εις την κορυφήν του όρους, εκεί δε εύρε πεπαλαιωμένον και χαλασμένον θεμέλιον, τόπον δύσβατον και δάσος βαθύ. Όθεν κόπτων τα δένδρα, ρίπτων λίθους και σκάπτων τα πεπαλαιωμένα εκείνα θεμέλια, εύρε την Αγίαν Εικόνα του Σωτήρος Χριστού, ως θησαυρόν πολύτιμον εν τη γη κεκρυμμένην. Λαβών δε ταύτην εις χείρας μετά φόβου και χαράς εδόξαζε τον Θεόν, όστις τον ηξίωσε να εύρη τοιούτον μέγαν θησαυρόν. Μεθ’ ημέρας δε τινάς, παραλαβών τεχνίτας επιδεξίους, έκτισε την σεβασμίαν Μονήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, με τραπεζαρείον ωραιότατον, και με άλλα αξιέπαινα οικοδομήματα, καθώς και έως την σήμερον φαίνονται. Η Μονή σώζεται έως την σήμερον υπέρ τα φν΄ (550) έτη, αφ’ ότου την έκτισεν ο Όσιος, χωρητικότητος χιλίων Μοναχών, το δε μετόχιον δισχιλίων, είναι δε αποθήκη των καρπών της γης προς τροφήν των Μοναχών. Εις ταύτα πάντα συνεκοπίαζε και ο Όσιος και εδούλευε μαζί με τους τεχνίτας εις την κατασκευήν του ιερού Μοναστηρίου, το οποίον δια να το αυξήση περισσότερον επεμελήθη ο μακάριος και έκτισε και άλλας πολλάς οικοδομάς έξωθεν του Μοναστηρίου δια το συμφέρον των αδελφών. Αφ’ ου δε ετελειώθη το σεβάσμιον Μοναστήριον, τότε καθ’ εκάστην έτρεχε πλήθος Χριστιανών από διαφόρους τόπους. Άλλοι μεν δια να μονάσωσιν εκεί, έτεροι δε δια να λάβωσι την ευλογίαν του, και άλλοι δια να ακούσουν την γλυκυτάτην και ψυχοσωτήριον διδασκαλίαν του, και έκαστος ελάμβανε το προσφυές αντίδοτον πάσης ψυχικής και σωματικής ασθενείας. Διότι ο Άγιος όχι μόνον με ψυχωφελή λόγια τους συνεβούλευεν, αλλά και με διαφόρους ιατρείας τους ευηργέτει, τινάς μεν ιατρεύων με μόνην την αφήν της αγίας του δεξιάς, άλλους δε εγγίζων δια της ράβδου του, και άλλους με μόνον τον λόγον· μερικούς ταχέως και μερικούς αργότερα, έκαστον κατά την πίστιν και μετάνοιαν αυτού, ούτως ώστε ήτο ο Άγιος κοινός ευεργέτης και ιατρός άμισθος, γινόμενος εις όλους μεταδοτικός δια την των πολλών ψυχικήν ωφέλειαν. Ούτω μεν λοιπόν εναρέτως και αγγελικώς επολιτεύθη ο Όσιος όλον τον καιρόν της ζωής του και με τόσους κόπους και αγώνας ασκητικούς ετελείωσε τον δρόμον της παροικίας του. Ούτως οσίως και θεοφιλώς ευηρέστησε τω Θεώ, έως ου έζη εις ταύτην την πρόσκαιρον ζωήν. Όταν δε ήλθεν ο καιρός να μεταβή εις την άλλην ζωήν την αιώνιον, δια να λάβη την αξίαν αμοιβήν των αγώνων του, τότε εκ θείας χάριτος προεγνώρισε και την ημέραν της τελειώσεώς του. Συνάξας τότε όλους τους μαθητάς του, τους είπεν, ότι μετά τρεις ημέρας τελειώνει ο δρόμος της ζωής του και υπάγει προς τον ποθούμενον. Εκείνοι δε ως ήκουσαν, ήρχισαν να κλαίουν και να οδύρωνται την στέρησίν του απαραμύθητα, ολοφυρόμενοι την ορφανίαν των. Ο δε Άγιος τους παρεμύθει με λόγια συμβουλευτικά και παραμυθητικά, λέγων προς αυτούς ταύτα. «Μη λυπείσθε, τέκνα μου αγαπητά, δια τον θάνατόν μου, διότι τούτο το πικρόν του θανάτου ποτήριον είναι κοινόν, και δεν ημπορεί να το αποφύγη τις. Μόνον σας συμβουλεύω να φυλάξετε αμετασάλευτα όσα διαλαμβάνει η διαθήκη μου, ανίσως και αγαπάτε την σωτηρίαν σας· να πολιτεύεσθε κοινοβιακώς εις όλα τα πράγματά σας· να έχετε πρώτον μεν την εις Θεόν αγάπην και ευσέβειαν, έπειτα δε και την εις αλλήλους αδελφικήν αγάπην και ομόνοιαν. Να φυλάσσετε ακριβώς την παράδοσιν των Αγίων Πατέρων, όσα περί Πίστεως και εναρέτου διαγωγής έγραψαν, και όσα το τυπικόν του Αγίου Σάββα τρανώς διακελεύεται περί εκκλησιαστικής τάξεως και περί αρετής. Γυναίκα ποτέ μη δεχθήτε εις το Μοναστήριον, είτε καλογραία είναι, είτε κοσμική, ή βασιλέως μήτηρ, ή βασίλισσα, ούτε παιδί αμύστακον και αγένειον. Ποτέ να μη χειροτονήσητε Διάκονον ή Ιερέα ανάξιον· ότι άλλο δεν παροργίζει τόσον τον Θεόν, όσον ο ανάξιος Ιερεύς. Εάν ποτέ δεν ήθελεν ευρεθή τις άξιος από το αυτό Μοναστήριον να γίνη Ηγούμενος, να υπάγετε εις το Μοναστήριον του Βαρλαάμ και ερευνήσατε εκεί δια τινα άξιον. Εάν δε πάλιν δεν εύρητε και εκεί, υπάγετε εις το Μοναστήριον του Τιμίου Προδρόμου, του εν τη σκήτη της Βεροίας, εις το κτίριον του εμού αδελφού και συνασκητού Διονυσίου, και ζητήσατε μετά πολλών δακρύων και δεήσεων κανένα άξιον αδελφόν δια να προχειρίσετε Ηγούμενον. Εάν δε τέλος πάντων δεν ευρεθή ουδέ εκεί πρόσωπον άξιον λόγω τε και έργω, ας γίνη και όποιος εκλεγή από την Αδελφότητα· πλην να είναι ευλαβής και σώφρων και άξιος Ιερεύς. Προς τούτοις να μη έχη άδειαν κανείς από σας τους Μοναχούς να πηγαίνη εις τας πανηγύρεις των κοσμικών· διότι ο θείος νόμος προστάζει ούτως· «Αββάς εις λιτήν κοσμικού καθίσας, ως νεκρόν λογίζεται αυτόν ο Θεός». Αργός να μη κάθηται ποτέ τις, αλλ’ ή να προσεύχηται εις το κελλίον του, ή να αναγινώσκη τας θεοπνεύστους γραφάς, ή να εργάζηται, ο μεν εν αμπέλω, ο δε εν κήπω, και άλλος εις άλλην υπηρεσίαν. Διότι ο Απόστολος Παύλος λέγει· «Μηδείς αργός εσθιέτω». Ποτέ κανείς, ω τέκνα μου αγαπητά, να μη έχη σακκίδιον χωριστόν του Ηγουμένου, μηδέ να έχητε προς αλλήλους μνησικακίαν, καταλαλιάν τε και έχθραν. Μηδέ να υψώση ο εις χείρα κατά του άλλου· αλλά να έχετε πάντοτε αγάπην, υπομονήν και ταπείνωσιν. Εάν δε τις δεν ήθελε να φυλάξη αυτάς τας παραμικράς μου παραγγελίας, ας διωχθή από το Μοναστήριον ως ψωραλέον πρόβατον, δια να μη μολυνθούν από την ψώραν του και τα λοιπά πρόβατα της του Χριστού μάνδρας. Εάν δε ποτε συμβή και σκανδαλισθή ο εις με τον άλλον, ας φιλιώνεται προ της δύσεως του ηλίου, δια να μη μένουν εις έχθραν και εύρη χώραν ο διάβολος και τους ρίψη εις μεγαλύτερα ανομήματα. Οι γέροντες και προκομμένοι εις τα θεία και πρακτικοί εις τα πάντα, νουθετείτε τους αμαθείς και νέους. Οι νέοι πάλιν υποτάσσεσθε εις τους πρεσβυτέρους, και ακούετε με προσοχήν και αγάπην τας νουθεσίας των. Και εάν ταύτα όσα σας είπα και όσα γράφω εις την διαθήκην μου φυλάξετε, θέλετε αξιωθή της των ουρανών Βασιλείας, ίνα ευφραίνεσθε μετά δικαίων. Εάν δε και δεν φυλάξετε, θέλετε λάβει τον μισθόν της παρακοής, θα τιμωρήσθε εις την αιώνιον κόλασιν. Αυτά και άλλα περισσότερα εδίδασκεν ο Όσιος τους μαθητάς του και τους παρηγορούσε να μη λυπούνται δια τον θάνατόν του. Κατά δε την έκτην του Αυγούστου μηνός εσυνάχθησαν πολλοί Χριστιανοί εις το Μοναστήριον, αφ’ ενός μεν δια την εορτήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, αφ’ ετέρου δε δια να λάβουν ευλογίαν από τον Όσιον. Ο δε Όσιος τους υπεδέχθη πατρικώς, και μετά την απόλυσιν της θείας λειτουργίας τους εφίλευσε πλουσιοπαρόχως, και τους εξαπέστειλε. Μετά δε ταύτα εμβήκεν εις το κελλίον του και ευθύς τον εκυρίευσε πυρετός, και έκειτο πλαγιασμένος εις την κλίνην του. Την δε ερχομένην ημέραν ηγέρθη το πρωϊ και εισελθών εις το Κυριακόν, και ιερουργήσας, εκοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια. Εξελθών δε μετά την θείαν Μυσταγωγίαν, είπε πάλιν προς τους μαθητάς του· «Ήλθε τώρα η ώρα, τέκνα μου, δια να πηγαίνω προς τον ποθούμενον Δεσπότην μου. Σεις δε εις το εξής αγωνισθήτε, όσον δύνασθε, να φανήτε ευάρεστοι εις τον Θεόν, και αυτός θέλει σας κυβερνά πάντοτε πνευματικώς τε και σωματικώς, εάν έχετε εις αυτόν όλην την ελπίδα σας. Και μη λυπείσθε ότι εγώ χωρίζομαι σωματικώς από σας, διότι πνευματικώς ποτέ δεν θέλω αποχωρισθή. Εάν δε εύρω παρρησίαν προς τον Δεσπότην Χριστόν ο ανάξιος, δεν θέλω παύσει να δέωμαι της Βασιλείας του δια την σωτηρίαν σας. Ταύτα ειπών ο Άγιος, και ευχόμενος και ευλογών τους περιεστώτας Μοναχούς και λαϊκούς, και πλαγιάσας επί της κλίνης του, παρέδωκε το πνεύμα εις χείρας Θεού κατά το αυιθ΄ (1419) έτος, εν μηνί Αυγούστω, ζ΄ (7). Και την μεν μακαρίαν αυτού ψυχήν λαβόντες οι Άγιοι Άγγελοι μετά πάντων των Οσίων και Δικαίων, την έφεραν εις την άνω Ιερουσαλήμ με ύμνους και δοξολογίας. Το δε πανίερον αυτού και σεβάσμιον λείψανον ενεταφίασαν ευλαβώς, με υμνωδίας και δάκρυα, εις το παρεκκλήσιον του Τιμίου Προδρόμου. Το οποίον καθ’ εκάστην κάμνει θαύματα εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών, και διαμένει παντοδαπών νοσημάτων αλεξιτήριον, και πηγάς ιαμάτων βρύει εις τους μετά πίστεως προστρέχοντας. Διότι τοιουτοτρόπως γνωρίζει να δοξάζη ο Θεός τους αυτόν αντιδοξάζοντας· τας μεν αγίας αυτών ψυχάς να συναριθμή με τας αϋλους ουσίας των Αγγέλων, τα δε σεβάσμια αυτών λείψανα να τα αποδεικνύη πηγάς ιαμάτων και νόσων πολυτρόπων φυγαδευτήρια. Πολλά δε και άπειρα θαύματα ετέλεσε και τελεί καθ’ εκάστην το αγιώτατον λείψανον του θαυματουργού Νικάνορος, από τα οποία, αφήνων τα πολλά δια συντομίαν, θέλω διηγηθή μερικά, όσα έκαμεν εις τους καθ΄ημάς χρόνους, δια να γνωρίσετε την μεγάλην αρετήν του Αγίου, και την παρρησίαν την οποίαν έχει προς τον Παντοκράτορα Θεόν. Ευρίσκοντό ποτε εις απορίαν χρημάτων, τα οποία επεβλήθησαν εις αυτούς από τους μισοθέους Αγαρηνούς, και μη έχοντες ελπίδα βοηθείας από άλλο μέρος, έκριναν άπαντες, κοινή γνώμη, να λάβωσι τον μέγαν όντως και πολύτιμον θησαυρόν, την πάνσεπτον, λέγω, κάραν του Οσίου Νικάνορος, να απέλθωσιν εις τα Σέρβια, επειδή τότε δια τας των ανθρώπων αμαρτίας είχεν ακολουθήσει φθοροποιός πανώλης εις εκείνην την πολιτείαν, αφ’ ενός μεν ίνα ελευθερώση ο Θεός τους Χριστιανούς από την πανώλεθρον εκείνην νόσον, δια πρεσβειών του δούλου αυτού Νικάνορος, αφ’ ετέρου δε δια να ενισχυθή και το Μοναστήριον δια της των Χριστιανών ελεημοσύνης. Λαβόντες λοιπόν την αγίαν κάραν δύο ευλαβείς Ιερομόναχοι, ο Πανοσιώτατος Ηγούμενος κυρ Δαβίδ, και ο Πνευματικός Νεόφυτος, ανεχώρησαν από το Μοναστήριον μετά της συνοδείας αυτών. Το εσπέρας έφθασαν, Θεού βοηθούντος, εις εν χωρίον ονομαζόμενον Καισάρειαν, τους οποίους απαντήσας εις Χριστιανός ευλαβής, ονόματι Νικόλαος, τους υπεδέχθη χαροποιώς εις την οικίαν του και τους εφιλοξένησεν αβραμιαίως. Το πρωϊ παρεκάλεσεν ο Νικόλαος τους Ιερείς να ψάλωσιν αγιασμόν εις τον οίκον του, αυτός δε πηγαίνων έδωσεν είδησιν εις τους γείτονάς του, δια να έλθουν να αγιασθούν και να ασπασθούν την σεβασμίαν του Αγίου κάραν. Όθεν οι μεν Ιερομόναχοι, βλέποντες την ευλάβειαν του Νικολάου, ήρχισαν να ψάλλωσι τον αγιασμόν. Ο δε λαός ως ήκουσεν, έδραμον μικροί και μεγάλοι, άνδρες τε και γυναίκες, και ησπάζοντο πανευλαβώς την πάνσεπτον κάραν. Μεταξύ εκείνων επλησίασεν και μία κόρη άσεμνος και ακάθαρτος δια να ασπασθή την αγίαν κάραν, παρευθύς δε έπεσεν εις την γην ως νεκρά. Τούτο βλέποντες οι άνθρωποι έλαβον μέγαν φόβον και τρόμον και ερράντιζαν με νερόν την κόρην να σηλωθή. Όθεν μετά πολλήν ώραν ηγέρθη ολίγον και εκάθισε, την ηρώτα δε η μήτηρ της να της είπη την αιτίαν. Η δε κόρη με φόβον πολύν απεκρίθη, λέγουσα· «Εγώ, ως επλησίασα να ασπασθώ την κάραν του Αγίου, μοι εφάνη εκεί ένας Μοναχός κοκκινογένης και με εκτύπησε με ένα ράπισμα εις το πρόσωπον, λέγων εις εμέ μετά πολλού θυμού· «Εγώ την ώραν ταύτην ήθελα, πάντολμε, να σε θανατώσω, επειδή ούτως ερρυπωμένη και ακάθαρτος ετόλμησας να με εγγίσης. Αλλά πάλιν δια την πολλήν ευλάβειαν του πιστού μου τούτου Νικολάου σου χαρίζω την ζωήν· πρόσεχε δε εις το εξής να μη πλησιάζης αναξίως εις τα ιερά, δια να μη πάθης κάτι χειρότερον». Ταύτα ακούσαντες οι περιεστώτες εθαύμασαν και έδωσαν δόξαν εις τον παντοδύναμον Θεόν και τον θαυματουργόν Νικάνορα. Αναχωρήσαντες οι πατέρες εκείθεν, επήγαιναν κατά τον σκοπόν των εις τα Σέρβια· κατά δε το μέσον της οδοιπορίας τους συνήντησεν ένας υπηρέτης του τότε Αρχιερέως της των Σερβίων Εκκλησίας, Ζαχαρίου του θεοφιλούς ανδρός, όστις μαθών παρά των Πατέρων τα περί του Αγίου, επιστρέψας ανήγγειλε την υπόθεσιν εις τον Αρχιερέα. Ακούσας τούτο ο Αρχιερεύς εθυμώθη αρχικώς κατά των Ιερομονάχων, και ήθελε να τους αποδιώξη, μη πιστεύων τα όσα έλεγον περί του Αγίου, επειδή δεν ήσαν ακόμη γνωστά εις όλους. Μετά δε ταύτα ερευνήσας ακριβώς την υπόθεσιν και βεβαιωθείς παρά των αξιοπίστων Χριστιανών τα θαύματα του Αγίου, μάλιστα δε πιστωθείς δια του σιγγιλλιώδους γράμματος του Μοναστηρίου, μετέτρεψε τον θυμόν εις ημερότητα και έδωσεν άδειαν εις τους πατέρας να ψάλλουν ακωλύτως αγιασμούς εις όλην την επαρχίαν του. Καθώς λοιπόν έκαμαν αρχήν οι Πατέρες να ψάλλουν αγιασμούς εις τα Σέρβια, ήρχισε να τρίζη το κιβώτιον το έχον την κάραν του Αγίου, τούτο δε έγινε πολλάκις· και ηπόρουν οι άνθρωποι εις το τοιούτον τεράστιον. Μετά δε ολίγας ημέρας εγνώρισαν την του Αγίου θαυματουργίαν. Διότι όσον έτριζε το κιβώτιον, τόσον η λοιμώδης και φθοροποιός νόσος εξωστρακίζετο από την πολιτείαν. Εις διάστημα δε ολίγων ημερών ηλευθερώθησαν όλοι οι Χριστιανοί από τον φοβερόν θάνατον του λοιμού και εδόξαζον τον Θεόν και τον Άγιον. Τούτο το παράδοξον θαύμα βλέποντες οι Αγαρηνοί ωργίζοντο, και την του Αγίου θαυματουργίαν ωνόμαζον μαγείαν οι άφρονες. Όθεν δύο πάντολμοι γενίτσαροι, υπό του πατρός αυτών διαβόλου παρακινούμενοι, απεφάσισαν να συλλάβουν τους πατέρας όταν περιέρχωνται τας οδούς, να τους αρπάσουν την αγίαν κάραν, και να την συντρίψουν επάνω εις τας πέτρας. Οι μεν λοιπόν ασεβείς ταύτα κατά του Αγίου κακώς εμελέτησαν. Ο δε καρδιογνώστης Θεός, όστις δοξάζει τους δούλους του και φυλάττει τα άγια αυτών λείψανα αβλαβή, τι εποίησεν; Εξαπέστειλεν εις εκείνους τους άφρονας οργήν θυμού αυτού, και απέθανεν αιφνιδίως από πανώλη εκείνην την νύκτα ο εις από εκείνους ομού με όλους τους ανθρώπους του κατηραμένου οίκου του. Εις δε τον άλλον εφάνη ο Άγιος, εν οράματι, και λέγει εις αυτόν μετ’ οργής· «Τι ήτο το πονηρόν, όπερ κατ’ εμού εμελέτησας να πράξης ομού με τον σύντροφόν σου, πάντολμε; Εγώ έλαβον παρά Θεού θέλημα να σε θανατώσω την νύκτα ταύτην, ως και τον παράφρονα φίλον σου, αλλά πάλιν σε ηλέησα, δια να γίνης κήρυξ της ιδικής σου σωτηρίας και της συμφοράς του συντρόφου σου». Ταύτα ως είδε και ήκουσεν ο ασεβής, ευθύς έντρομος εσηκώθη από την κλίνην του και εδέετο του Αγίου να τον συγχωρήση δια το σφάλμα του. Το δε πρωϊ εξήλθε και έλεγε παρρησία εις πάντας όσα του είπε κατ’ όναρ ο Άγιος και όσα αυτός με τον σύντροφόν του εμελέτα να πράξη κατά της σεβασμίας του Αγίου κάρας. Αύτη είναι, ω φιλακροάμονες Χριστιανοί, η αγγελομίμητος και θαυμαστή πολιτεία του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Νικάνορος, καθώς με συντομίαν ηκούσατε. Ούτω θεοφιλώς ηγωνίσατο και κατεπάλαισε τον νοητόν δράκοντα· ούτω και εδοξάσθη παρά Θεού, και έλαβε τον της νίκης στέφανον. Τοιαύτην παρρησίαν εύρε προς τον Δεσπότην Χριστόν, δια τους πολλούς και ασκητικούς του αγώνας, ώστε πάντοτε βρύει πηγάς ιαμάτων εις τους μετά πίστεως προστρέχοντας εις αυτόν. Όθεν και ημείς, οι οποίοι ηξιώθημεν σήμερον να ακούσωμεν την θεάρεστον αυτού πολιτείαν, ας τον εγκωμιάσωμεν κατά το δυνατόν, ως νικητήν του μισοκάλου εχθρού. Ας πανηγυρίσωμεν την χαρμόσυνον εορτήν του με ύμνους και δοξολογίας, και ας αγωνισθώμεν να τον μιμηθώμεν εις την κατά Θεόν πολιτείαν, όσον δυνάμεθα, ίνα και ημείς της των Ουρανών Βασιλείας αξιωθώμεν. Χάριτι και φιλανθρωπία του ανάρχου Πατρός και του μονογενούς Υιού και του ομοουσίου Πνεύματος, της ζωοποιού και αδιαιρέτου Τριάδος. Η πρέπει κράτος και τιμή εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) του Αυγούστου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ Επισκόπου Κυζίκου του Ομολογητού.

Δημοσίευση από silver »

Τη Η΄ (8η) του Αυγούστου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ Επισκόπου Κυζίκου του Ομολογητού.

Αιμιλιανός ο Άγιος Επίσκοπος Κυζίκου υπέμεινε πολλάς κακοπαθείας και εξορίας και θλίψεις δια την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων υπό του θηριωνύμου Λέοντος (ίσως του Αρμενίου) εν έτει ωιγ΄ (813). Τελειώσας δε την ζωήν του εν μέσω των τοιούτων κακοπαθειών, έλαβε παρά Κυρίου τον της ομολογίας άφθαρτον στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) του Αυγούστου, μνήμη των Δέκα Μαρτύρων, των δια την αγίαν Εικόνα του Σωτήρος ημών Ιησού Χρι

Δημοσίευση από silver »

Τη Θ΄ (9η) του Αυγούστου, μνήμη των Δέκα Μαρτύρων, των δια την αγίαν Εικόνα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την εν τη Χαλκή Πύλη, αθλησάντων, ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ, ΜΑΡΚΙΑΝΟΥ, ΙΩΑΝΝΟΥ, ΙΑΚΩΒΟΥ, ΑΛΕΞΙΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΕΤΡΟΥ, ΛΕΟΝΤΙΟΥ και ΜΑΡΙΑΣ της Πατρικίας.

Ιουλιανός και οι συν αυτώ αθλήσαντες Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους του θηριωνύμου Λέοντος του Ισαύρου εν έτει ψιστ΄ (716). Ο αυτοκράτωρ ούτος, αποστρεφόμενος τας αγίας Εικόνας, κατέκαιεν αυτάς δια πυρός· διο και ο τότε Πατριάρχης Άγιος Γερμανός πολλάς θλίψεις και κακοπαθείας εδοκίμασεν υπό του αλιτηρίου τούτου Λέοντος, διότι ήλεγχεν αυτόν ως ασεβή και παράνομον. Επειδή δε ο θηριώνυμος επεχείρησε να κρημνίση την σεβασμίαν Εικόνα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την προσκυνουμένην εν τη Χαλκή Πύλη της Κωνσταντινουπόλεως, και αι αναβάθραι ήδη κατεσκευάζοντο, και ξύλα μακρά εβάλλοντο, οι δε μέλλοντες να την κρημνίσωσιν αναβάντες ήρχισαν να εργάζωνται δια την κατάρριψιν της αγίας Εικόνος, ούτοι οι γενναίοι του Χριστού αθληταί προφθάσαντες και λαβόντες την μίαν αναβάθραν, έσυραν αυτήν προς εαυτούς και ούτω κατεκρήμνισαν τον σπαθάριον, όστις εκρήμνιζε την σεβασμίαν Εικόνα και εθανάτωσαν αυτόν, τον δε ασεβή βασιλέα κατηρώντο και ανεθεμάτιζον. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς και οργισθείς σφόδρα προσέταξε να αποκεφαλίσωσιν όλους τους εκείσε παρευρεθέντας, των οποίων τον αριθμόν μόνος ηξεύρει ο Κύριος, επειδή ήτο μέγα πλήθος. Τούτους δε τους εννέα Μοναχούς προσέταξε να μαστιγώσωσι σκληρώς, έπειτα να τους ρίψωσιν εις την φυλακήν, όπου καθ’ εκάστην να δίδωσιν εις αυτούς πεντακοσίους ραβδισμούς. Ούτως υπέμειναν ανδρείως οι μακάριοι δερόμενοι επί οκτώ μήνας. Όταν δε είδεν αυτούς ο τύραννος αποκαμόντας, προσέταξε να πυρακτώσωσι περόνας σιδηράς και με αυτάς να κατακαύσωσι τα των μαρτύρων πρόσωπα, τελευταίον δε να τους αποκεφαλίσωσιν εις τόπον λεγόμενον Κυνηγέσιον, ομού με την Αγίαν Μαρίαν την πατρικίαν, τα δε λείψανα αυτών να ριφθώσιν εις το πέλαγος· ούτω δε έλαβον οι αοίδιμοι της αθλήσεως τους στεφάνους.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) του Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ Αρχιδιακόνου, ΞΥΣΤΟΥ Πάπα Ρώμης και Ι

Δημοσίευση από silver »

Τη Ι΄ (10η) του Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ Αρχιδιακόνου, ΞΥΣΤΟΥ Πάπα Ρώμης και ΙΠΠΟΛΥΤΟΥ.

Λαυρέντιος, Ξύστος και Ιππόλυτος οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου εν έτει σν΄ (250). Εκ τούτων ο μεν Άγιος Ξύστος κατήγετο εξ Αθηνών, εις τας οποίας εδιδάχθη τα μαθήματα της φιλοσοφίας· μεταβάς δε εις Ρώμην εχειροτονήθη Επίσκοπος, αφού εμαρτύρησεν ο Άγιος Στέφανος ο Πάπας της Ρώμης. Επειδή δε τότε προητοιμάζετο ο κατά των Χριστιανών διωγμός, διέταξεν ο Άγιος Ξύστος τον Αρχιδιάκονόν του Άγιον Λαυρέντιον να οικονομήση τα σκεύη της Εκκλησίας της Ρώμης, ο δε θείος Λαυρέντιος διεμοίρασε ταύτα εις τους πτωχούς. Όταν λοιπόν επανήλθεν εκ της Περσίας ο Δέκιος, ωδηγήθη έμπροσθεν αυτού ο Άγιος Ξύστος, και επειδή δεν επείσθη να αρνηθή τον Χριστόν, αλλ’ ωμολόγησε παρρησία αυτόν Θεόν αληθινόν και δημιουργόν του παντός, απεκεφαλίσθη και έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. Είτα προσήχθη έμπροσθεν του βασιλέως και ο Αρχιδιάκονος Λαυρέντιος, παρά του οποίου εζήτει ο Δέκιος επιβλητικώς να λάβη τα σκεύη και τα χρήματα της Εκκλησίας. Όθεν ο Άγιος, ζητήσας αμάξας, επεβίβασεν επ’ αυτών τους πτωχούς και χωλούς και ταπεινούς εκείνους εις τους οποίους διεμοίρασε τα χρήματα, και έφερεν αυτούς εις τον βασιλέα· ο δε βασιλεύς, ιδών αυτούς και οργισθείς, προσέταξε να μαστιγώσωσι τον Άγιον ισχυρώς, και έπειτα να ρίψωσιν αυτόν εις την φυλακήν. Εκεί δε ο Άγιος ευρισκόμενος ιάτρευεν όλους τους ασθενείς, τους προς αυτόν ερχομένους· βλέπων δε τας ιατρείας ταύτας ο τριβούνος Καλλίνικος, ο οποίος ήτο επιστάτης της φυλακής, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη. Μετά ταύτα παρέστη πάλιν εις τον βασιλέα ο Άγιος Λαυρέντιος, και επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, εξήπλωσαν αυτόν επί εσχάρας πεπυρακτωμένης, υπό την οποίαν ευρίσκετο ανημμένον πυρ. Απλωθείς λοιπόν ο Άγιος εις αυτήν και ευχαριστήσας τω Θεώ παρέδωκε το πνεύμα, λαβών τον της αθλήσεως αμάραντον στέφανον, παραλαβών δε ο μακάριος Ιππόλυτος το άγιον αυτού λείψανον ενεταφίασεν εντίμως. Τούτο μαθών ο ασεβής βασιλεύς έστειλε και έφερε τον Άγιον Ιππόλυτον και προσέταξε να μαστιγώσωσι και αυτόν με σιδηράς κινάρας, και έπειτα να δέσωσιν εις ίππους αγρίους, υπό των οποίων συρόμενος με βίαν ο του Χριστού αθλητής εις πολύ διάστημα τόπου παρέδωκεν ο μακάριος την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Η δε σύναξις τούτων και εορτή τελείται εις τόπον καλούμενον Τρίκογχον, παρά το Καπιτώλιον της Ρώμης. Λέγουσι δε, ότι μετά επτά ημέρας από του μαρτυρίου του Αγίου Ιππολύτου ο βασιλεύς Δέκιος και ο Ουαλεριανός μετέβησαν έφιπποι εις το θέατρον, ένθα απώλεσαν τας μιαράς των ψυχάς· και ο μεν Δέκιος εν τη ώρα του θανάτου του είπεν· «Ο Ιππόλυτος με έδεσε με πυρίνας αλύσεις και με σύρει». Ούτοι δε οι λόγοι εφανερώθησαν εις όλην την Ρώμην, δια δε της Ρώμης έμαθεν αυτούς άπασα η οικουμένη· όθεν και όλοι εστερεώθησαν εις την πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΕΥΠΛΟΥ του Διακόνου.

Δημοσίευση από silver »

Εύπλος ο ένδοξος Μάρτυς και Διάκονος ήκμασεν επί βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει 296, καταγόμενος εκ Κατάνης της εν τη Επαρχία της Σικελίας. Διαβληθείς δε ούτος εις τον άρχοντα Καλβιασιανόν, και μη πεισθείς να αρνηθή τον Χριστόν, πρώτον μεν εδέθη τας χείρας, τους πόδας και τα γόνατα, είτα δε εκρεμάσθη εις ξύλον ορθόν και εξεσχίσθη με σιδηρούς όνυχας. Ελθούσα δε εις αυτόν θεϊκή τις φωνή τον ενεδυνάμωσε. Μετά ταύτα συνέτριψαν τας κνήμας του με σιδηράς σφύρας, και έρριψαν αυτόν εν τη φυλακή, εκεί δε ευρισκόμενος ο Άγιος δια μόνης της προσευχής του έκαμε να αναβλύση πηγή ύδατος, ούτω δε εξήγαγον αυτόν εκ της φυλακής. Ύστερον πάλιν τον εφυλάκισαν, και με σιδηρούς και πεπυρωμένους όνυχας κατεπλήγωσαν τα ώτα του· τελευταίον δε απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν και ούτως έλαβε παρά Κυρίου τον του μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) του Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΦΩΤΙΟΥ και ΑΝΙΚΗΤΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Ανίκητος και Φώτιος οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπη΄ (288), του Φωτίου όντος ανεψιού του Αγίου Ανικήτου. Όταν λοιπόν ο Διοκλητιανός εις την Νικομήδειαν εδημηγόρησε κατά των Χριστιανών, παρούσης εκεί και της Συγκλήτου Βουλής, και όταν έβαλεν εις το μέσον πολλά είδη βασανιστηρίων οργάνων, απειλήσας ο ασεβέστατος ότι θέλει εξαφανίσει παντοιοτρόπως, και εξ αυτών των άκρων της Οικουμένης, εκείνους, όσοι επικαλούνται το όνομα του Χριστού· όταν, λέγω, ο αλιτήριος εκείνος τύραννος εβλασφήμησε κατά της Θεότητος και δόξης του Μονογενούς Υιού του Θεού, τότε παρών και ο Μάρτυς του Χριστού Ανίκητος δεν εφοβήθη τας απειλάς του τυράννου, αλλά παρρησία ομολογήσας εαυτόν Χριστιανόν, ήλεγξε και εστηλίτευσε την πλάνην των ειδώλων, προσθέσας και τούτο, ότι όσοι σέβονται τα είδωλα είναι κωφοί και αναίσθητοι. Δια τους λόγους λοιπόν τούτους οι των ειδώλων λάτραι τόσον πολύ τον έδειραν τον Άγιον, ώστε εκ των ραβδισμών έγιναν πληγαί και σχισίματα εις όλον το σώμα του, δια των οποίων εφαίνοντο τα οστά του. Έπειτα αφήκαν λέοντα κατ’ αυτού, τον οποίον βλέπων ο Άγιος εφοβήθη, επειδή εκτός του ότι ο λέων ήτο μεγαλόσωμος και ώρμησε με λύσσαν και μανίαν, εβρυχήθη προς τούτοις και με φοβερόν και καταπληκτικόν βρυχηθμόν. Όταν όμως το θηρίον επλησίασεν εις τον Άγιον, έγινεν ημερώτερον προβάτου, και λυπούμενον τον Μάρτυρα εσπόγγισε με τον δεξιόν του πόδα τον ιδρώτα, όστις έρρευσεν εις το πρόσωπόν του εκ του φόβου. Αφού λοιπόν ηυχαρίστησε τον Θεόν ο Άγιος, εις το τέλος της ευχαριστίας έγινε σεισμός, εκ του οποίου κατέπεσε το είδωλον του Ηρακλέους και έγινεν ως κονιορτός, αλλά και μέρος τι της πόλεως Νικομηδείας εκρημνίσθη και πολλούς Έλληνας κατεπλάκωσεν. Όθεν προσέταξεν ο βασιλεύς να αποκεφαλίσωσι τον Μάρτυρα. Επειδή δε ο επί τούτω στρατιώτης, επιχειρών να αποκεφαλίση τον Άγιον, έμεινεν ανενέργητος, διότι εκρατήθη η χειρ του και δεν ηδύνατο να καταβιβάση το ξίφος, μετέβαλεν ο βασιλεύς την απόφασιν και δέσας τον Άγιον εις τροχόν, έστρωσε πυρ υποκάτω. Κοπτομένων λοιπόν των μελών του αθλητού υπό του τροχού, και υπό του πυρός καιομένων, προσηυχήθη ούτος εις τον Θεόν· προσευχηθέντος δε, ω του θαύματος! Ελύθησαν τα δεσμά, ο τροχός εστάθη και το πυρ εσβέσθη. Τότε ο ανεψιός του Φώτιος έτρεξε πλησίον του Αγίου, και εναγκαλισάμενος αυτόν ωνόμαζε πατέρα και μητέρα και θείον του. Εδέθη λοιπόν και αυτός μετά του θείου του με αλύσεις σιδηράς και ερρίφθησαν αμφότεροι εν τη φυλακή, έπειτα εξεσχίσθησαν, εκάησαν και υπό του δήμου ελιθοβολήθησαν εν τω θεάτρω. Εις όλας δε τας βασάνους ταύτας αβλαβείς διαφυλαχθέντες οι του Χριστού αθληταί, εδέθησαν εις ξύλα εκ των ποδών και εσύρθησαν υπό ίππων αγρίων· μετά ταύτα πάλιν τους έδειραν δυνατά και με άλας και όξος έτριψαν τα πεπληγωμένα μέλη των, και ούτω ριφθέντες εν τη φυλακή, εκεί έμειναν ανεπιμέλητοι τρία ολόκληρα έτη. Αφού λοιπόν κατεξηράνθησαν ως εκ της πολυχρονίου κακοπαθείας της φυλακής, τότε ήναψεν ο τύραννος τρεις ημέρας το λεγόμενον λουτρόν του Αντωνίνου και εκεί ενέκλεισε τους Αγίους, προσευχηθέντων δε των Μαρτύρων εσχίσθη η βάσις του λουτρού, και ανέβλυσε κάτωθεν πολύ ύδωρ, οι δε Άγιοι εφαίνοντο ότι είναι όχι εντός λουτρού πεπυρακτωμένου, αλλά εις δροσερόν περιβόλιον. Ύστερον εσκέφθη ο ασεβής Διοκλητιανός και κατεσκεύασε κάμινον εις είδος χωνίου, εστερεωμένην επί σιδηρών στηλών. Εις ταύτην λοιπόν βληθέντες οι Άγιοι και προσευχηθέντες παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού και ούτως έλαβον παρ’ αυτού τους στεφάνους της αθλήσεως. Λέγουσι δε ότι, αφού ερρίφθησαν οι Άγιοι εις την κάμινον, έμειναν ζωντανοί τρεις ημέρας, τα δε σώματα αυτών συρθέντα έξω της καμίνου με σιδηρά όργανα ήσαν σώα και ολόκληρα, χωρίς να βλάψη το πυρ ούτε καν τρίχα της κεφαλής των. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον αγιώτατον αυτών Ναόν, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Στρατήγιον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) του Αυγούστου, μνήμη της αοιδίμου και παμμακαρίστου βασιλίσσης

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΓ΄ (13η) του Αυγούστου, μνήμη της αοιδίμου και παμμακαρίστου βασιλίσσης και κτιτορίσσης της σεβασμίας Μονής του Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού ΕΙΡΗΝΗΣ, της δια του αγίου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείσης ΞΕΝΗΣ Μοναχής.

Ειρήνη η αοίδιμος βασίλισσα εγεννήθη μεν υπό γονέων ευτυχών βασιλέων της Δύσεως, εκ νεαράς δε ηλικίας εδείκνυεν η μακαρία οποία μέλλει να γίνη ακολούθως, καθώς και τα εύκαρπα δένδρα δεικνύουσιν άμα τη αρχή της βλαστήσεώς των οποίους καρπούς μέλλουσι να αποφέρωσι· προκόπτουσα δε έγινεν εις όλους ονομαστή και περίφημος, διότι η αρετή συνηθίζει να φανερώνη τους μεταχειριζομένους αυτήν, καν εκείνοι ώσι κεκρυμμένοι εις γωνίαν τινά ή απόκεντρον τόπον. Επειδή δε τότε εζητείτο υπό των αοιδίμων βασιλέων Αλεξίου του Κομνηνού και της τούτου συζύγου Ειρήνης, οι οποίοι εν έτει αο΄ (1070) εβασίλευον, ωραία και ενάρετος κόρη, εύρον την αοίδιμον ταύτην Ειρήνην, ήτις συνεκέντρωνεν εις εαυτήν όλα τα καλά και ταύτην συνήψαν δια γάμου με τον θεοπάροχον αυτών βλαστόν και πορφυρογέννητον βασιλέα Ιωάννην. Όθεν τα πάντα επληρώθησαν ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Εγέννησε λοιπόν η μακαρία αύτη με τον ρηθέντα Ιωάννην τέκνα οκτώ, τέσσαρα άρρενα και τέσσαρα θήλεα, τα οποία ανέθρεψε μεγαλοπρεπώς και βασιλικώς. Ύστερον δε, λογιζομένη τα γόητρα του κόσμου τούτου και αυτήν έτι την βασιλείαν ως μηδέν, έλεγε μυστικώς καθ’ εαυτήν το του Δαβίδ· «Τις ωφέλεια εν τω αίματί μου, εν τω καταβαίνειν με εις διαφθοράν»; Όθεν δεν έπαυε νυχθημερόν η τρισολβία να λατρεύη τον Θεόν δια των μεσολαβήσεων και παρακλήσεών της εις τον βασιλέα προς βοήθειαν των δεομένων, υπερασπιζομένη μεν και παντοιοτρόπως ευεργετούσα τους χρείαν έχοντας, χαίρουσα δε περισσότερον εις το να δίδη αυτή και να ελεή τους πτωχούς, παρά εις το να λαμβάνη παρ’ άλλων. Αλλά και όσα χρήματα περιήλθον εις χείρας της προ του να στεφθή βασίλισσα, όλα τα διένειμεν εις τους πένητας ούσα προστάτις των ορφανών και χηρών και των Μοναστηρίων, τα οποία επλούτισε δια χρημάτων. Τας δε άλλας αρετάς αυτής πως δύναμαι να διηγηθώ ή πως να απεικονίσω την προότητα αυτής, το ήρεμον, την ταπεινοφροσύνην, την εις πάντας ευπροσηγορίαν, την χάριν, την ετοιμολογίαν, την μακροθυμίαν; Διότι ουδέποτε ωργίσθη η μακαρία ουδέ εκινήθη εις ύβριν κατά τινος ή εκδίκησιν, αλλά και αν έπρεπε να μειδιάση, το μειδίαμά της ώφειλε να είναι σεμνότατον. Πάντοτε επένθει και ελυπείτο εαυτήν, διότι πάντοτε είχε προ των χειλέων της τους πενθικούς ψαλμούς του Δαβίδ· επειδή δε εσεμνύνετο εις την εγκράτειαν, έχαιρε καταξηραίνουσα το σώμα της με ευτελή και αυτοσχέδια φαγητά, διότι προέκρινε να ζη ασκητικώς. Ταύτα πάντα όμως δεν ενόμιζεν η αξιέπαινος αποχρώντα όπως ευχαριστήση τον θεοφιλή σκοπόν της· όθεν αφού μετά ταύτα έγινε βασίλισσα, κατεφρόνησεν όλα τα της βασιλείας πράγματα και αυτά ακόμη τα της ζωής. Δια τούτο και την βασιλικήν Μονήν, την επονομαζομένην του Παντοκράτορος, αυτή έκτισεν η αοίδιμος εκ θεμελίων, ομοίως και τους νυν ορωμένους περικαλλείς Ναούς και τα ξενοδοχεία και γηροκομεία, τα οποία υπερέβησαν τους τε αρχαίους ναούς και τα αρχαία ξενοδοχεία και γηροκομεία, ως και τα νέα κατά την τοποθεσίαν και ωραιότητα. Μεγάλως δε συνέτεινε και συνήργησεν εις τας οικοδομάς και τεχνικάς συμμετρίας όλων των ανωτέρω κτιρίων ο νέος Βεσελεήλ, ο πάντιμος, λέγω, Νικηφόρος, ο οικειότατος άνθρωπος της μακαρίας ταύτης Ειρήνης, όστις μετά τοσαύτης σπουδής και προθυμίας επεμελήθη την τελείωσιν των ανωτέρω ευαγών οικοδομημάτων της, ώστε ουδέ ύπνον έδιδεν ο αοίδιμος εις τους οφθαλμούς του, ουδέ ανάπαυσιν εις τους κροτάφους του. Ταύτα λοιπόν πάντα τελειώσασα η αοίδιμος Ειρήνη τη συνεργεία του ρηθέντος Νικηφόρου, προυξένησεν εις την βασιλεύουσαν των πόλεων Κωνσταντινούπολιν τερπνόν και χαροποιόν εγκαλλώπισμα, χαίρουσα μεν δια την τούτων επιτυχίαν και ωραιότητα, τω Θεώ δε δι’ αυτά ευχαριστούσα και υπέρ αυτών προσευχομένη. Επειδή δε η μακαρία αύτη εχρειάζετο μεγαλύτερον βοηθόν όπως εντελώς πραγματοποιήση τους θεαρέστους σκοπούς της, επέτυχε και τούτου ούτω πως. Λαβούσα ποτέ εκ της χειρός τον σύζυγον αυτής και βασιλέα, εισήλθεν εντός του περικαλλούς Ναού του Παντοκράτορος, τον οποίον αυτή έκτισεν· είτα πεσούσα κατά γης, και την κεφαλήν προσκολλήσασα εις το ιερόν έδαφος του Ναού, έλεγε μετά δακρύων· «Δέξαι, ω Δέσποτα, τον εκ Θεού κατασκευασθέντα Ναόν δια την χάριν Σου». Προσθέτουσα δε δάκρυα επί δακρύων, εβεβαίωνεν η μακαρία, ότι δεν θέλει εγερθή εκ του εδάφους, εάν δεν λάβη την βεβαιότητα της αιτήσεώς της. Αφού δε ήκουσε του βασιλέως, υποσχεθέντος ότι θέλει εκτελέσει την αίτησιν και επιθυμίαν της, ότι θέλει αγωνισθή, και υπέρ δύναμιν, να αφιερώση ιερά κειμήλια και κτήματα διάφορα εις τον Ναόν, ότι δια των κινητών και ακινήτων πραγμάτων και των ενιαυσίων προσόδων θέλει καταστήσει την σεβασμίαν ταύτην Μονήν εξέχουσαν και υπερτερούσαν των άλλων της πόλεως Μοναστηρίων, και ότι ο εν αυτώ σεβόμενος και τιμώμενος Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις το εξής θα είναι και θα ονομάζηται Παντοκράτωρ, ως και τη αληθεία είναι και ονομάζεται – ταύτα, λέγω, ακούσασα η αοίδιμος Ειρήνη, ηγέρθη εκ του εδάφους ευφροσύνης αρρήτου έμπλεως· όθεν και εις το εξής ηγαλλιάτο τω πνεύματι, επειδή απέβαλεν από του λογισμού της το βάρος και την φροντίδα του Μοναστηρίου. Δεν παρήλθε χρόνος πολύς και μεταβάσα η αοίδιμος αύτη εις την Βιθυνίαν, εκεί απήλθε προς τον Παντοκράτορα Κύριον, τον οποίον επόθησε, αφού προηγουμένως έλαβε το αγγελικόν σχήμα μετονομασθείσα Ξένη· το δε τίμιον αυτής λείψανον ενεταφιάσθη εις το παρ’ αυτής κτισθέν Μοναστήριον του Παντοκράτορος. Αφού δε ετελειώθη η υπόσχεσις, την οποίαν έδωκεν ο ευσεβής βασιλεύς, τότε και το Μοναστήριον του Παντοκράτορος ηυξήθη και επλατύνθη τόσον, ώστε επρώτευε μεταξύ όλων των Μοναστηρίων της Κωνσταντινουπόλεως. Μετ’ ολίγον δε και αυτός ο ευσεβέστατος και αοίδιμος βασιλεύς Ιωάννης αφήκε την επίγειον ταύτην βασιλείαν και μετέβη προς τον επουράνιον Δεσπότην και Βασιλέα Θεόν, το δε λείψανον αυτού ενεταφιάσθη εις το αυτό Μοναστήριον του Παντοκράτορος, το παρ’ αυτού αυξηθέν και λαμπρυνθέν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”