Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) του Αυγούστου, μνήμη της αοιδίμου και παμμακαρίστου βασιλίσσης

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΓ΄ (13η) του Αυγούστου, μνήμη της αοιδίμου και παμμακαρίστου βασιλίσσης και κτιτορίσσης της σεβασμίας Μονής του Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού ΕΙΡΗΝΗΣ, της δια του αγίου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείσης ΞΕΝΗΣ Μοναχής.

Ειρήνη η αοίδιμος βασίλισσα εγεννήθη μεν υπό γονέων ευτυχών βασιλέων της Δύσεως, εκ νεαράς δε ηλικίας εδείκνυεν η μακαρία οποία μέλλει να γίνη ακολούθως, καθώς και τα εύκαρπα δένδρα δεικνύουσιν άμα τη αρχή της βλαστήσεώς των οποίους καρπούς μέλλουσι να αποφέρωσι· προκόπτουσα δε έγινεν εις όλους ονομαστή και περίφημος, διότι η αρετή συνηθίζει να φανερώνη τους μεταχειριζομένους αυτήν, καν εκείνοι ώσι κεκρυμμένοι εις γωνίαν τινά ή απόκεντρον τόπον. Επειδή δε τότε εζητείτο υπό των αοιδίμων βασιλέων Αλεξίου του Κομνηνού και της τούτου συζύγου Ειρήνης, οι οποίοι εν έτει αο΄ (1070) εβασίλευον, ωραία και ενάρετος κόρη, εύρον την αοίδιμον ταύτην Ειρήνην, ήτις συνεκέντρωνεν εις εαυτήν όλα τα καλά και ταύτην συνήψαν δια γάμου με τον θεοπάροχον αυτών βλαστόν και πορφυρογέννητον βασιλέα Ιωάννην. Όθεν τα πάντα επληρώθησαν ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Εγέννησε λοιπόν η μακαρία αύτη με τον ρηθέντα Ιωάννην τέκνα οκτώ, τέσσαρα άρρενα και τέσσαρα θήλεα, τα οποία ανέθρεψε μεγαλοπρεπώς και βασιλικώς. Ύστερον δε, λογιζομένη τα γόητρα του κόσμου τούτου και αυτήν έτι την βασιλείαν ως μηδέν, έλεγε μυστικώς καθ’ εαυτήν το του Δαβίδ· «Τις ωφέλεια εν τω αίματί μου, εν τω καταβαίνειν με εις διαφθοράν»; Όθεν δεν έπαυε νυχθημερόν η τρισολβία να λατρεύη τον Θεόν δια των μεσολαβήσεων και παρακλήσεών της εις τον βασιλέα προς βοήθειαν των δεομένων, υπερασπιζομένη μεν και παντοιοτρόπως ευεργετούσα τους χρείαν έχοντας, χαίρουσα δε περισσότερον εις το να δίδη αυτή και να ελεή τους πτωχούς, παρά εις το να λαμβάνη παρ’ άλλων. Αλλά και όσα χρήματα περιήλθον εις χείρας της προ του να στεφθή βασίλισσα, όλα τα διένειμεν εις τους πένητας ούσα προστάτις των ορφανών και χηρών και των Μοναστηρίων, τα οποία επλούτισε δια χρημάτων. Τας δε άλλας αρετάς αυτής πως δύναμαι να διηγηθώ ή πως να απεικονίσω την προότητα αυτής, το ήρεμον, την ταπεινοφροσύνην, την εις πάντας ευπροσηγορίαν, την χάριν, την ετοιμολογίαν, την μακροθυμίαν; Διότι ουδέποτε ωργίσθη η μακαρία ουδέ εκινήθη εις ύβριν κατά τινος ή εκδίκησιν, αλλά και αν έπρεπε να μειδιάση, το μειδίαμά της ώφειλε να είναι σεμνότατον. Πάντοτε επένθει και ελυπείτο εαυτήν, διότι πάντοτε είχε προ των χειλέων της τους πενθικούς ψαλμούς του Δαβίδ· επειδή δε εσεμνύνετο εις την εγκράτειαν, έχαιρε καταξηραίνουσα το σώμα της με ευτελή και αυτοσχέδια φαγητά, διότι προέκρινε να ζη ασκητικώς. Ταύτα πάντα όμως δεν ενόμιζεν η αξιέπαινος αποχρώντα όπως ευχαριστήση τον θεοφιλή σκοπόν της· όθεν αφού μετά ταύτα έγινε βασίλισσα, κατεφρόνησεν όλα τα της βασιλείας πράγματα και αυτά ακόμη τα της ζωής. Δια τούτο και την βασιλικήν Μονήν, την επονομαζομένην του Παντοκράτορος, αυτή έκτισεν η αοίδιμος εκ θεμελίων, ομοίως και τους νυν ορωμένους περικαλλείς Ναούς και τα ξενοδοχεία και γηροκομεία, τα οποία υπερέβησαν τους τε αρχαίους ναούς και τα αρχαία ξενοδοχεία και γηροκομεία, ως και τα νέα κατά την τοποθεσίαν και ωραιότητα. Μεγάλως δε συνέτεινε και συνήργησεν εις τας οικοδομάς και τεχνικάς συμμετρίας όλων των ανωτέρω κτιρίων ο νέος Βεσελεήλ, ο πάντιμος, λέγω, Νικηφόρος, ο οικειότατος άνθρωπος της μακαρίας ταύτης Ειρήνης, όστις μετά τοσαύτης σπουδής και προθυμίας επεμελήθη την τελείωσιν των ανωτέρω ευαγών οικοδομημάτων της, ώστε ουδέ ύπνον έδιδεν ο αοίδιμος εις τους οφθαλμούς του, ουδέ ανάπαυσιν εις τους κροτάφους του. Ταύτα λοιπόν πάντα τελειώσασα η αοίδιμος Ειρήνη τη συνεργεία του ρηθέντος Νικηφόρου, προυξένησεν εις την βασιλεύουσαν των πόλεων Κωνσταντινούπολιν τερπνόν και χαροποιόν εγκαλλώπισμα, χαίρουσα μεν δια την τούτων επιτυχίαν και ωραιότητα, τω Θεώ δε δι’ αυτά ευχαριστούσα και υπέρ αυτών προσευχομένη. Επειδή δε η μακαρία αύτη εχρειάζετο μεγαλύτερον βοηθόν όπως εντελώς πραγματοποιήση τους θεαρέστους σκοπούς της, επέτυχε και τούτου ούτω πως. Λαβούσα ποτέ εκ της χειρός τον σύζυγον αυτής και βασιλέα, εισήλθεν εντός του περικαλλούς Ναού του Παντοκράτορος, τον οποίον αυτή έκτισεν· είτα πεσούσα κατά γης, και την κεφαλήν προσκολλήσασα εις το ιερόν έδαφος του Ναού, έλεγε μετά δακρύων· «Δέξαι, ω Δέσποτα, τον εκ Θεού κατασκευασθέντα Ναόν δια την χάριν Σου». Προσθέτουσα δε δάκρυα επί δακρύων, εβεβαίωνεν η μακαρία, ότι δεν θέλει εγερθή εκ του εδάφους, εάν δεν λάβη την βεβαιότητα της αιτήσεώς της. Αφού δε ήκουσε του βασιλέως, υποσχεθέντος ότι θέλει εκτελέσει την αίτησιν και επιθυμίαν της, ότι θέλει αγωνισθή, και υπέρ δύναμιν, να αφιερώση ιερά κειμήλια και κτήματα διάφορα εις τον Ναόν, ότι δια των κινητών και ακινήτων πραγμάτων και των ενιαυσίων προσόδων θέλει καταστήσει την σεβασμίαν ταύτην Μονήν εξέχουσαν και υπερτερούσαν των άλλων της πόλεως Μοναστηρίων, και ότι ο εν αυτώ σεβόμενος και τιμώμενος Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις το εξής θα είναι και θα ονομάζηται Παντοκράτωρ, ως και τη αληθεία είναι και ονομάζεται – ταύτα, λέγω, ακούσασα η αοίδιμος Ειρήνη, ηγέρθη εκ του εδάφους ευφροσύνης αρρήτου έμπλεως· όθεν και εις το εξής ηγαλλιάτο τω πνεύματι, επειδή απέβαλεν από του λογισμού της το βάρος και την φροντίδα του Μοναστηρίου. Δεν παρήλθε χρόνος πολύς και μεταβάσα η αοίδιμος αύτη εις την Βιθυνίαν, εκεί απήλθε προς τον Παντοκράτορα Κύριον, τον οποίον επόθησε, αφού προηγουμένως έλαβε το αγγελικόν σχήμα μετονομασθείσα Ξένη· το δε τίμιον αυτής λείψανον ενεταφιάσθη εις το παρ’ αυτής κτισθέν Μοναστήριον του Παντοκράτορος. Αφού δε ετελειώθη η υπόσχεσις, την οποίαν έδωκεν ο ευσεβής βασιλεύς, τότε και το Μοναστήριον του Παντοκράτορος ηυξήθη και επλατύνθη τόσον, ώστε επρώτευε μεταξύ όλων των Μοναστηρίων της Κωνσταντινουπόλεως. Μετ’ ολίγον δε και αυτός ο ευσεβέστατος και αοίδιμος βασιλεύς Ιωάννης αφήκε την επίγειον ταύτην βασιλείαν και μετέβη προς τον επουράνιον Δεσπότην και Βασιλέα Θεόν, το δε λείψανον αυτού ενεταφιάσθη εις το αυτό Μοναστήριον του Παντοκράτορος, το παρ’ αυτού αυξηθέν και λαμπρυνθέν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΜΙΧΑΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Μιχαίας ο Άγιος Προφήτης εις εκ των δώδεκα Προφητών, των μικρών λεγομένων, ήτο εκ της φυλής του Εφραίμ, υιός Ιωράμ, γεννηθείς εις τόπον λεγόμενον Μωρασθεί, προεφήτευσε δε έτη πδ΄ (84) και προέλαβε την έλευσιν του Χριστού έτη χστ΄ (606). Επειδή δε ήλεγχε τον βασιλέα Σαμαρείας Αχαάβ δια τας πολλάς και διαφόρους αμαρτίας του, εμισείτο παρ’ εκείνου, γνωρίζων δε τούτο ο Προφήτης ανεχώρει και ως επί το πλείστον έζη εις τα όρη, ίνα μη συναχώς εμφανιζόμενος και ελέγχων τον βασιλέα κινήση την οργήν αυτού και καταδικασθή εις θάνατον. Αφού δε απέθανεν ο Αχαάβ, ήλεγχεν ο Προφήτης τον υιόν του Αχαάβ, Ιωράμ ονομαζόμενον, δια τας παρανομίας εις τας οποίας και ούτος προέβαινεν, ακολουθών τα ίχνη του πατρός του. Ο δε Ιωράμ, νέος ων, δεν ηνείχετο τον έλεγχον του Προφήτου· όθεν συλλαβών αυτόν και κρεμάσας τον εθανάτωσε, το δε λείψανον αυτού έρριψεν εις τον εκεί πλησίον κρημνόν. Οι συγγενείς του όμως λαβόντες αυτό, το έθαψαν με τιμάς εις την πατρίδα του, την καλουμένην Μωραθή, εν τω κοιμητηρίω του Ενακείμ· ο δε τάφος αυτού είναι εγνωσμένος.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15η) του Αυγούστου, η σεβασμία Μετάστασις της Υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθέ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΕ΄ (15η) του Αυγούστου, η σεβασμία Μετάστασις της Υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου ΜΑΡΙΑΣ.

Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ηθέλησε να παραλάβη παρ’ εαυτώ την Μητέρα Του, τότε εφανέρωσεν εις αυτήν προ τριών ημερών δι’ Αγγέλου (όστις λέγουσιν ότι ήτο ο Αρχάγγελος Γαβριήλ) την από γης εις ουρανόν μετάστασιν αυτής. Ελθών δε προς αυτήν ο Άγγελος είπε· «Τάδε λέγει ο Υιός σου – Καιρός είναι να παραλάβω πλησίον μου την Μητέρα μου – Όθεν μη ταραχθής δια τούτο, αλλ’ ευφροσύνως δέξαι το μήνυμα, επειδή μεταβαίνεις εις ζωήν αθάνατον». Τούτο μαθούσα η Θεοτόκος εχάρη χαράν μεγάλην, και φλεγομένη υπό του πόθου να μεταβή προς τον Υιόν της, ανέβη μετά σπουδής και προθυμίας εις το όρος των Ελαιών, ίνα προσευχηθή (διότι η πανύμνητος είχε τοιαύτην συνήθειαν, να αναβαίνη συχνότατα εις το όρος τούτο). Εγένετο δε θαύμα παράδοξον κατά την εκεί ανάβασιν της Θεοτόκου, διότι έκλιναν την κορυφήν αυτών τα δένδρα, τα εν τω όρει πεφυτευμένα, ως να ήσαν έμψυχα και λογικά, και ούτω προσεκύνησαν και απέδωκαν, κατά το πρέπον, σέβας και τιμήν εις την Κυρίαν και Δέσποιναν του κόσμου. Αφού δε η Πανάχραντος προσηυχήθη επ’ αρκετόν, επανήλθεν εις τα ίδια, και, ω του θαύματος! Παρευθύς εσείσθη όλη η οικία. Έπειτα ανάψασα η Δέσποινα φώτα πολλά και ευχαριστήσασα τον Θεόν, εκάλεσε τας συγγενείς αυτής και γείτονας· καθαρίζει τον οίκον της, ευτρεπίζει την νεκρικήν κλίνην, και ετοιμάζει όλα τα προς την ταφήν αναγκαία. Φανερώνει δε και εις τας άλλας γυναίκας τους λόγους τους οποίους ελάλησε προς αυτήν ο Άγγελος περί της εις ουρανούς μεταστάσεώς της, και εις πληροφορίαν και πίστωσιν των λεγομένων δεικνύει εις αυτάς το χαροποιόν και νικητικόν σημείον, το οποίον έλαβε παρά του Αγγέλου· τούτο δε ήτο κλάδος φοίνικος. Αι προσκεκλημέναι γυναίκες, ακούσασαι το λυπηρόν τούτο μήνυμα, εθρήνουν και έβρεχον με δάκρυα το πρόσωπον αυτών, οδυρόμεναι με φωνάς σπαρακτικάς, παύσασαι όμως τους θρήνους, παρεκάλουν την Δέσποιναν να μη τας αφήση ορφανάς. Η δε Θεοτόκος τας εβεβαίωσεν, ότι, και αφού μεταστή εις τους ουρανούς, θέλει διαφυλάττει όχι μόνον αυτάς, αλλά και όλον τον κόσμον· όθεν δια των τοιούτων παραμυθητικών λόγων διεσκέδασε την υπερβάλλουσαν θλίψιν των. Έπειτα διώρισεν η Πάναγνος περί των δύο φορεμάτων της, να λάβωσι δηλαδή ανά εν εκάστη των δύο χηρών, αι οποίαι ήσαν σχετικαί προς αυτήν και φίλαι και ετρέφοντο παρ’ αυτής. Ενώ δε ταύτα διέτασσεν η πανάμωμος, ω του θαύματος! Ηκούσθη αίφνης ήχος δυνατής βροντής, και ευθύς συνεπυκνώθησαν εκεί πλείστα όσα νέφη, τα οποία αρπάσαντα εκ των περάτων της οικουμένης άπαντας τους Αποστόλους, έφεραν αυτούς εις την οικίαν της Θεοτόκου. Μετά των Αποστόλων δε ήλθε και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, ο Άγιος Ιερόθεος, διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Απόστολος Τιμόθεος και οι λοιποί θεόσοφοι Ιεράρχαι, επί των νεφελών φερόμενοι. Ούτοι δε άμα μαθόντες την αιτίαν, δια την οποίαν αιφνιδίως και παραδόξως συνήχθησαν, έλεγον προς την Θεοτόκον ταύτα· «Σε, Δέσποινα, βλέποντες ημείς ζώσαν και διαμένουσαν εν τω κόσμω, παρηγορούμεθα, ως αν εβλέπομεν τον Υιόν σου και Δεσπότην ημών και διδάσκαλον. Επειδή δε τώρα τη βουλή του Υιού και Θεού σου μεταβαίνεις εις τα ουράνια, δια τούτο θρηνούμεν, ως βλέπεις, και δακρύομεν, καίτοι άλλως χαίρομεν δια τα επί σοι οικονομούμενα». Ταύτα δε λέγοντες, έβρεχον με δάκρυα το πρόσωπόν των. Τότε η Θεοτόκος απεκρίθη προς αυτούς· «Ω φίλοι και μαθηταί του εμού Υιού και Θεού, μη μεταβάλλετε εις πένθος και λύπην την χαράν μου, αλλά ενταφιάσατε το σώμα μου, καθώς εγώ θέλω το προετοιμάσει επί του νεκροκραββάτου». Όταν δε ετελείωσε τους λόγους τούτους, ιδού φθάνει και ο θεσπέσιος Απόστολος Παύλος, το σκεύος της εκλογής, όστις πεσών εις τους πόδας της Θεομήτορος προσεκύνησεν αυτήν, ανοίξας δε το στόμα του την ενεκωμίασε με πολλά και ουράνια εγκώμια λέγων· «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής και του εμού κηρύγματος η υπόθεσις, διότι καίτοι εγώ δεν είδον σωματικώς επί της γης τον Υιόν σου, Σε όμως βλέπων ενόμιζον ότι βλέπω εκείνον τον ίδιον». Μετά ταύτα αποχαιρετά όλους η Παρθένος, ανακλίνεται επί του νεκροκραββάτου, σχηματίζει το πανάχραντον αυτής σώμα καθώς ηθέλησε, προσφέρει δεήσεις και ικεσίας εις τον Υιόν της δια την σύστασιν και ειρήνην όλου του κόσμου, πληροί τους Αποστόλους και Ιεράρχας εκ της ευλογίας του Υιού της, της δι’ αυτής διδομένης εις τους ανθρώπους, και ούτως αφήνει εις τας χείρας του Υιού και Θεού της την ολόφωτον και παναγίαν ψυχήν της. Τότε ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος ήρχισε πρώτος να εκφωνή εις την Θεοτόκον εγκώμια επιτάφια, οι δε λοιποί Απόστολοι ήγειραν το νεκροκράββατον, και άλλοι μεν προεπορεύοντο κρατούντες λαμπάδας και φώτα και ψάλλοντες ύμνους, άλλοι δε παρηκολούθουν, προπέμποντες εις τον τάφον το θεοδόχον σώμα της Θεομήτορος. Τότε δη και οι Άγγελοι ηκούοντο ψάλλοντες εν Ουρανοίς, και αι φωναί των Ασωμάτων Δυνάμεων επλήρουν την ατμόσφαιραν. Όλα δε ταύτα μη υποφέροντες να βλέπωσι και να ακούωσιν οι φθονεροί άρχοντες των Ιουδαίων, παρεκίνησάν τινας εκ του λαού και έπεισαν αυτούς να κρημνίσωσιν εις την γην το ιερόν νεκροκράββατον, επί του οποίου εφέρετο το ζωαρχικόν σώμα της Θεοτόκου· αλλ’ όμως η θεία δίκη επρόφθασε και ετιμώρησε τους τούτο τολμήσαντας, τυφλώσασα πάντων τους οφθαλμούς. Ένα δε εξ αυτών εστέρησεν όχι μόνον των οφθαλμών, αλλά και των χειρών του, καθότι αυτός μετά περισσοτέρας θρασύτητος ή οι άλλοι ώρμησε και ασεβώς ήγγισε την ιεράν εκείνην κλίνην· έμειναν δε κρεμασμέναι εις την κλίνην αι τολμηραί χείρες του, τας οποίας η σπάθη της θείας δίκης απέκοψεν. Έγινε λοιπόν ο τάλας εκείνος ελεεινόν και αξιοδάκρυτον θέαμα· πιστεύσας όμως ύστερον εξ όλης ψυχής όχι μόνον αυτός ιατρεύθη και αποκατέστη υγιής, ως πρότερον, αλλά και εις τους άλλους, οι οποίοι ετυφλώθησαν, έγινεν αίτιος ιατρείας και σωτηρίας, διότι λαβών μικρόν τεμάχιον εκ του ιματίου της Θεοτόκου, και επιθέσας αυτό επί των τυφλωθέντων, ω του θαύματος! Ιάτρευσεν αυτούς εκ του πάθους της τυφλότητος και εκ του πάθους της απιστίας. Φθάσαντες δε οι Απόστολοι εις το χωρίον Γεθσημανή ενεταφίασαν το πάναγνον σώμα της Θεοτόκου, και τρεις ημέρας προσμένουσιν εκεί, ακούοντες ακαταπαύστως, καθ’ όλον το χρονικόν τούτο διάστημα, τους ύμνους και τας μελωδίας των Αγίων Αγγέλων. Επειδή δε, κατά θείαν οικονομίαν, ως λέγεται, εις εκ των Αποστόλων (ο Θωμάς ως οι πλείστοι διϊσχυρίζονται) δεν παρευρέθη εις την κηδείαν του ζωαρχικού σώματος της Θεομήτορος, αλλ’ ήλθε την τρίτην ημέραν, πολύ ελυπείτο επειδή δεν ηξιώθη να γίνη και αυτός αυτόπτης των όσων ηξιώθησαν να ίδωσιν οι λοιποί Απόστολοι· όθεν κοινή ψήφω οι Απόστολοι άπαντες ηνέωξαν τον τάφον, ίνα προσκυνήση το σώμα της Θεοτόκου ο καθυστερήσας Απόστολος. Τότε δε εξέστησαν άπαντες, διότι εύρον κενόν μεν τον τάφον, μόνον δε την σινδόνα περιέχοντα, ήτις έμεινε παραμυθία δια την μέλλουσαν λύπην των Αποστόλων και μαρτυρία και απόδειξις αψευδής της εκ του τάφου μεταθέσεως της Θεοτόκου, επειδή και μέχρι σήμερον ο εν τη πέτρα εσκαμμένος τάφος αυτής φαίνεται και προσκυνείται κενός σώματος εις δόξαν και τιμήν της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας. Τελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εν τω σεβασμίω οίκω των Βλαχερνών, πανηγυρίζεται δε και εις όλας τας κατά τόπους Εκκλησίας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :ΛΟΓΟΣ Α΄ Εις την Κοίμησιν της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.

Δημοσίευση από silver »

ΛΟΓΟΣ Α΄ Εις την Κοίμησιν της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. (Δαμασκηνού του Στουδίτου)

Τρεις καταστάσεις υπάρχουν των ανθρώπων όλων, ευλογημένοι Χριστιανοί, ως το λέγουν τα βιβλία μας· πρώτη μεν είναι των ανθρώπων εκείνων, οίτινες χωρίς άλλο τι, άμα επινοήσωσι το αγαθόν, το πράττουσιν· ως ο Αβραάμ, καθώς το μαρτυρούν αι θείαι Γραφαί ότι χωρίς να ακούση διδαχήν, έπραξε το καλόν. Που να ακούση διδαχήν ο Αβραάμ αφού ο πατήρ του, ο Θάρρας, και το γένος του όλον ήσαν ειδωλολάτραι; Τι δε λέγω το γένος του; Ο κόσμος ολόκληρος ελάτρευε τότε τα είδωλα, αλλ’ αυτός, ως έχων αγίαν ψυχήν, καθό έτοιμος να κάμη το καλόν, βλέπων τον ουρανόν πλήρη αστέρων, επίστευσεν απ’ αυτό εις τον Θεόν, και εμίσησε τα είδωλα του πατρός, σκεφθείς νοερώς, ότι εάν οι αστέρες, η σελήνη και ο ήλιος είναι τόσον λαμπρά και ωραιότατα τω όντι ποιήματα, πόσον μάλλον είναι εκείνος, όστις έπλασεν αυτά. Συλλογισθείς είτα ο Αβραάμ ως φρονιμώτατος, ότι ο πατήρ του και το γένος του όλον προσκυνεί τα είδωλα, και λέγουν, ότι αυτά είναι θεοί, διελογίσθη καθ’ εαυτόν και είπε· «Πως τα είδωλα αυτά, αφού είναι ξύλα και λίθοι κωφά και αναίσθητα, πως ηδυνήθησαν αυτά τα είδωλα και εποίησαν τον ουρανόν και τους αστέρας; Πως τα ξύλα και οι λίθοι θα έκαμνον τοιαύτα πράγματα; Αλλά πρέπει να υπάρχη τις Θεός, όστις εποίησεν αυτά τα ωραία κτίσματα, τον οποίον ημείς οι άνθρωποι, επειδή θα είναι λαμπρός και ωραίος, δεν δυνάμεθα να τον ίδωμεν· εις αυτόν τον Θεόν πρέπει να πιστεύωμεν οι άνθρωποι, εγώ δε από του νυν εις αυτόν θα πιστεύω». Ταύτα όχι μόνον διελογίσθη απλώς ο Πατριάρχης Αβραάμ, αλλά και τα ετελείωσε, διότι η καρδία του, ήτις ηννόησε το καλόν, παρευθύς και εις το τέλος ηγάπα να το κατορθώνη, ως και το κατώρθωσεν. Αλλά δια τούτο και ο Θεός ηύξησε το γένος του, επλήθυνε το σπέρμα του, ηυλόγησε την γενεάν του· δια τούτο και από Άβραμ, όπερ σημαίνει πατήρ ενός παιδίου, τον ωνόμασεν ο Θεός Αβραάμ, δηλαδή πατέρα πολλών εθνών. Τις τον εδίδαξε να γίνη τόσον ελεήμων και φιλόξενος; Ουδείς· αλλά μόνον αφ’ εαυτού εδιδάχθη. Να είπωμεν, ότι πρότερον ήσαν άλλοι τοιούτοι και εμιμήθη εκείνους; Κανείς όμως δεν ήτο προ του Αβραάμ φιλόξενος ως αυτός, ή τουλάχιστον ημείς ουδένα ηκούσαμεν τοιούτον φιλόξενον άνθρωπον, αλλ’ αυτός ο Αβραάμ ήτο αφ’ εαυτού τοιούτος. Ηκούσαμεν ότι και ο Σηθ ο υιός του Αδάμ ήτο αγαθός άνθρωπος, αλλά εκείνος ήτο δεδιδαγμένος από τον πατέρα του τον Αδάμ και την μητέρα του την Εύαν. Αυτός δε ο Αβραάμ ποτέ λόγον Θεού ή διδαχήν δεν ήκουσεν, αλλά μόνος του επενόησε το καλόν. Αύτη είναι η πρώτη κατάστασις των ανθρώπων. Δευτέρα κατάστασις των ανθρώπων είναι εκείνων, οίτινες δεν δύνανται μόνοι των να εννοήσωσι το καλόν, αλλά χρειάζονται διδάσκαλον να τους διδάξη, όταν δε το ακούσωσι, το δέχονται με πάσαν προθυμίαν, και το κάμνουν παρευθύς· όπως όλοι σχεδόν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, και πρώτον οι Απόστολοι, οίτινες ήσαν άνθρωποι αγράμματοι και ιδιώται και δεν εγνώριζαν την αλήθειαν, καθώς την έμαθον ύστερον, διότι πρότερον δεν είχον οδηγόν τινα ή διδάσκαλον εις το αγαθόν, ως τον Χριστόν, τον οποίον εύρον ύστερον, αλλ’ όσον μεν ήτο έργον γνώμης αγαθής και θεαρέστου, εκείνο και έκαμαν· το δε τέλειον των καλών έργων ακόμη δεν το είχον ακούσει. Όταν όμως ήλθεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, και τους εδίδαξε, και τους καθωδήγησε, και τους έδειξε την αλήθειαν, τότε, ως καλόγνωμοι και καλοπροαίρετοι άνθρωποι όπου ήσαν, παρευθύς έλαβον το καλόν και το κατώρθωσαν· και όχι μόνον αυτοί, αλλά και όσοι εγένοντο διάδοχοί των μετά ταύτα, διότι ουδέ εκείνοι εγνώριζον τέλειον αγαθόν, επειδή άλλοι ήσαν παίδες Ελλήνων, άλλοι Εβραίων, και άλλοι από διάφορα πεπλανημένα γένη· όθεν δεν εγνώριζαν ποίον είναι το θέλημα του αληθινού Θεού· ως δε το ήκουσαν από τους Αποστόλους και από τους διαδόχους των, παρευθύς άλλοι μεν εγένοντο Μάρτυρες, άλλοι ασκηταί, άλλοι ομολογηταί, άλλοι δίκαιοι, άλλοι διδάσκαλοι και Αρχιερείς, άλλοι εις ό,τι μέτρον έφθασαν και ήρεσαν προς τον Θεόν. Αύτη είναι, ευλογημένοι Χριστιανοί, η Δευτέρα κατάστασις των ανθρώπων. Τρίτη δε κατάστασις των ανθρώπων είναι εκείνων, οίτινες ούτε από τον εαυτόν των εννοούν το αγαθόν, ούτε και από άλλον εάν το ακούσωσι το κάμνουν, ως πολλοί την σήμερον· και πρώτος ο Ιούδας, όστις ήτο και αυτός εις από τους Αποστόλους, αλλ’ ως κακόγνωμος και κακοπροαίρετος άνθρωπος όπου ήτο ο μιαρός, δεν ωφελήθη τίποτε, διότι ούτε από τον εαυτόν του ηννόησε το αγαθόν, ούτε αφού το ήκουσεν από το στόμα του Χριστού το έκαμνεν. Είθε εις την τρίτην ταύτην τάξιν ουδείς των Χριστιανών να καταταχθή. Εάν δε εις την πρώτην τάξιν δεν φθάσωμεν, αλλά καν εις την δευτέραν ας είμεθα· διότι και ο Χριστός τοιούτους μας θέλει να είμεθα· διότι και η Βασιλεία των ουρανών τοιούτους ανθρώπους δέχεται· ότι και η πανήγυρις και αι εορταί των Αγίων τοιούτους ανθρώπους χρειάζινται. Όστις όθεν είναι από την πρώτην τάξιν, ανάγκην διδαχής δεν έχει, διότι ο Χριστός είναι εντός της καρδίας του και του διδάσκει την αλήθειαν· όστις δε πάλιν είναι από την τρίτην τάξιν, ουδέ αυτός έχει ανάγκην διδαχής, διότι όσα και εάν είπη τις εις επήκοόν του είναι εις μάτην, διότι ο διάβολος είναι εγκάτοικος εις την καρδίαν του και δεν τον αφήνει να κάμη το καλόν. Εκείνος δε όστις ευρίσκεται εις την δευτέραν τάξιν, ο τοιούτος έχει ανάγκην διδαχής και αγαπά να ακούη το καλόν· τοιούτους ανθρώπους όστις διδάσκει έχει και μισθόν εκ Θεού, ως το λέγει και ο Προφήτης «Μακάριοι οι λαλούντες εις ώτα ακουόντων». Οι τοιούτοι άνθρωποι είναι μακάριοι, ως το λέγει και το ιερόν Ευαγγέλιον· «Μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν». Εις τους ανθρώπους αυτούς φέρει καρπόν η διδαχή, δι’ αυτούς κηρύττεται ο λόγος του Θεού, δια τους τοιούτους γίνονται αι εορταί και αι πανηγύρεις. Όθεν εάν τις, εξ όσων σήμερον συνήχθητε δια να εορτάσητε την εορτήν της Παναγίας, είναι από την πρώτην τάξιν, ας μας συμπαθήση, όπου δεν φθάνομεν εις τα μέτρα του· ει δε είναι τις από την τρίτην τάξιν, ας μη εμπαίξη τους λόγους μας και τας αγίας εορτάς μας· ότι φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος· ότι αυτός είναι εξεταστής όχι μόνον των έργων του ανθρώπου, αλλά και των λογισμών και ενθυμήσεων· δια τούτο ή ας διορθώση τον εαυτόν του ή ας λείπη από τας εορτάς μας τας αγίας. Ημείς δε οι υπήκοοι δούλοι του Χριστού ας εορτάζωμεν τας πανηγύρεις μας τας τιμίας, δια να λάβωμεν και μισθόν από τους εορταζομένους Αγίους. Όλαι μεν αι εορταί των Αγίων άγιαι και τίμιαι είναι, και οι ευσεβείς Χριστιανοί εις όλας ευφραινόμεθα και χαίρομεν, ως το λέγει και ο σοφός Σολομών. «Εγκωμιαζομένου δικαίου, ευφρανθήσονται λαοί»· αλλ’ εις τας Δεσποτικάς και Θεομητορικάς εορτάς περισσότερον χαίρομεν οι ορθόδοξοι Χριστιανοί, ότι αι βασιλικαί πανηγύρεις έχουν και περισσοτέρας δορυφορίας, ότι των δούλων αι τιμαί ολιγώτερον έχουσι τον έπαινον, αι δε βασιλικαί τιμαί πάσαν τιμήν και δόξαν υπερβαίνουσιν, διότι έκαστος άνθρωπος οφείλει τότε να πανηγυρίζη, να χαίρη, να ευφραίνεται, και να κάμνη όσα είναι άξια βασιλικής πανηγύρεως. Τοιαύτην εορτήν έχομεν και τοιαύτην ημέραν βασιλικήν εορτάζομεν σήμερον, ευλογημένοι Χριστιανοί, διότι της Μητρός του αθανάτου Βασιλέως, της Κυρίας Θεοτόκου, της Βασιλίδος των ουρανών, της μόνης Παρθένου μητρός την Μετάστασιν εορτάζομεν. Τις είδεν ή τις ήκουσε μητέρα, ήτις να είναι παρθένος; Ή παρθένον, να γίνη μήτηρ; Αλλ’ αυτή και μήτηρ έγινε του Βασιλέως ημών Ιησού Χριστού και παρθένος άφθορος έμεινε, και παμμήτωρ όλων των Χριστιανών. Αυτής την πανήγυριν εορτάζομεν, ήτις είναι και η τελευταία των εορτών της Θεομήτορος· δια τούτο χρεωστούμεν και με περισσοτέραν ευλάβειαν να την εορτάσωμεν. Αλλά τάξις είναι, όταν ο βασιλεύς θέλη να τιμήση άνθρωπον τινα, ορίζει κήρυκα και κηρύττει, ότι ο βασιλεύς τιμά σήμερον τον δείνα άνθρωπον· ομοίως και εγώ, ως κήρυξ είμαι της σημερινής πανηγύρεως· δια τούτο χρεωστώ τα όσα έχει η Παναγία δια τιμήν της, όλα να τα είπω· και πρώτον ας είπωμεν με ποία ονόματα την ονομάζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας και πάλιν όχι όλα, αλλ’ όσα μας επιτρέψη το στενόν του καιρού. Η Κυρία Θεοτόκος ονομάζεται Βάτος· άκουε και την μαρτυρίαν από στόματος του Προφήτου Μωϋσέως, όστις είπεν εις το Σινά όρος, όταν είδε την βάτον, ήτις εφλέγετο και δεν εκαίετο· «Καταβάς όψομαι το όραμα το μέγα τούτο, ότι η βάτος καίεται και ου κατακαίεται». Ονομάζεται Ράβδος· άκουε την μαρτυρίαν εκ του Προφήτου Ησαϊου· «Εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί»· λέγεται Ρίζα· ο αυτός Προφήτης μαρτυρεί λέγων· «Και έσται η ρίζα του Ιεσσαί, και ανιστάμενος εξ αυτής άρχων εθνών». Λέγεται Γη Αγία· και άκουε πάλιν και αυτήν την μαρτυρίαν από στόματος του Θεού προς τον Μωϋσήν· «Μωϋσή! Μωϋσή! Μη εγγίσης ώδε, λύσον το υπόδημα εκ των ποδών σου· ο γαρ τόπος εφ’ ον έστηκας, γη Αγία εστί». Λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ· «Και εξουθένωσαν Γην επιθυμητήν»· και πάλιν ο αυτός· «Αλήθεια εκ της γης ανέτειλε, και δικαιοσύνη εκ του ουρανού διέκυψεν»· Αλήθειαν μεν την Παναγίαν ονομάζει ο Προφήτης, δια την αληθινήν παρθενίαν της, ότι και προ τόκου, και εν τόκω, και μετά τόκον αληθώς παρθένος ήτο· δικαιοσύνην δε τον Χριστόν ονομάζει, ότι είναι δικαιοκρίτης· και ότι μεν η Παρθένος Μαρία ήτο από την γην, ως άνθρωπος, ο Χριστός δε από τους ουρανούς, όχι ως άνθρωπος, αλλ’ ως Θεός, τούτο και ο θεσπέσιος Παύλος μαρτυρεί λέγων· «Ο πρώτος άνθρωπος», ήτοι ο Αδάμ, «εκ γης χοϊκός, ο δεύτερος», ήτοι ο Χριστός, «εξ ουρανού». Ο Προφήτης Αββακούμ την ονομάζει Θαιμάν, λέγων· «Ο Θεός από Θαιμάν ήξει». Λέγεται Όρος· ο αυτός Προφήτης διαρρήδην μαρτυρεί· «Και ο άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος»· και ο Δανιήλ προς τον Ναβουχοδονόσορα· «Εθεώρεις, βασιλεύ, ότι ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρός»· και ο Δαβίδ· «Το όρος ο ηυδόκησεν ο Θεός κατοικείν εν αυτώ». Λέγεται Ελαία· ο Προφήτης Δαβίδ μαρτυρεί ως εκ προσώπου της Παναγίας, και λέγει· «Εγώ δε ωσεί ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού ήλπισα επί το έλεος αυτού». Κιβωτός, κατά την μαρτυρίαν πάλιν του αυτού Προφήτου, την λέγουσαν· «Ανάστηθι, Κύριε, εις την ανάπαυσίν σου, συ και η κιβωτός του αγιάσματός σου». Λέγεται Θρόνος, και άκουε την μαρτυρίαν εκ στόματος του Προφήτου Ησαϊου· «Είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου». Λέγεται Πύλη και μαρτυρεί ο Προφήτης Ιεζεκιήλ· «Η πύλη αύτη κεκλεισμένη άσται, ουκ ανοιχθήσεται, ου μη διέλθη τις δι’ αυτής». Αλλού πάλιν η Θεοτόκος λέγεται Σιών, ως μαρτυρεί ο Προφήτης· «Ήξει εκ Σιών ο ρυόμενος, και αποστρέψει ασεβείας από Ιακώβ» και πάλιν ο Προφήτης Δαβίδ· «Εξελέξατο Κύριος την Σιών, ηρετίσατο αυτήν εις κατοικίαν εαυτώ». Λέγεται Μήτηρ· άκουσον του Προφήτου Δαβίδ μαρτυρούντος· «Μήτηρ Σιών ερεί άνθρωπος». Και του Ευαγγελίου· «Και πόθεν μοι τούτο, ίνα έλθη η Μήτηρ του Κυρίου μου προς με»; Λέγεται Φορείον, ήτοι βαστακτήριον· και άκουσον του Άσματος των Ασμάτων· «Φορείον εποίησεν εαυτώ ο βασιλεύς Σολομών από ξύλου του Λιβάνου». Λέγεται Κλίνη· άκουσον την μαρτυρίαν πάλιν εξ αυτού του βιβλίου· «Ιδού η κλίνη Σολομών, εξήκοντα δυνατοί κύκλω από δυνατών Ισραήλ». Λέγεται Κεφαλή· και μαρτυρεί ο Προφήτης Ιεζεκιήλ λέγων· «Και ιδού χειρ εκτεταμένη προς με, και εν αυτή κεφαλή». Λέγεται Βιβλίον· ο Ησαϊας το μαρτυρεί· «Και έσται μετά τα ρήματα ταύτα, ως οι λόγοι του βιβλίου του εσφραγισμένου». Λέγεται Τόμος· ο Προφήτης Ησαϊας το μαρτυρεί. «Και είπε Κύριος προς με· λάβε σαυτώ τόμον καινόν». Λέγεται Λαβίς· ο αυτός μαρτυρεί εμφαντορικώτατα· «Και απεστάλη προς με εν των Σεραφείμ, και είχεν εν τη χειρί αυτού Λαβίδα, και εν αυτή άνθραξ». Λέγεται Παρθένος· ο αυτός Προφήτης μαρτυρεί· «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί λήψεται, και τέξεται Υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ». Λέγεται Προφήτις, ως ο αυτός μαρτυρεί· «Και προσήλθον προς την προφήτιν, και εν γαστρί έλαβεν». Λέγεται Βασίλισσα· άκουσον την μαρτυρίαν εκ του Προφήτου Δαβίδ· «Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου». Λέγεται Πλησίον· άκουσον του Άσματος των Ασμάτων· «Όλη καλή η πλησίον μου, όλη καλή, και μώμος ουκ έστιν εν σοι· ανάστα η πλησίον μου, και ελθέ προς με». Λέγεται Νύμφη· η αυτή Βίβλος μαρτυρεί· «Δεύρο από Λιβάνου νύμφη». Λέγεται Αδελφή· η αυτή Βίβλος μαρτυρεί· «Τι εκωλύθησαν οι οφθαλμοί σου αδελφή μου, νύμφη»; Λέγεται και Κήπος και Πηγή· η αυτή Βίβλος το μαρτυρεί και αυτό λέγουσα· «Κήπος κεκλεισμένος, Πηγή εσφραγισμένη». Λέγεται Θυγάτηρ· άκουσον του Δαβίδ· «Άκουσον, θύγατερ, και ίδε, και κλίνον το ους σου, και επιλάθου του λαού σου, και του οίκου του πατρός σου» και του Σολομώντος λέγοντος εις τας Παροιμίας· «Πολλαί θυγατέρες εποίησαν δύναμιν, συ δε υπέρκεισαι και υπερήρας πάσας». Λέγεται Μεμνηστευμένη· και άκουε του κατά Λουκάν Ευαγγελίου· «Τω μηνί τω έκτω απεστάλη Άγγελος Γαβριήλ από Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας, η όνομα Ναζαρέτ, προς Παρθένον μεμνηστευμένην ανδρί, ω όνομα Ιωσήφ». Λέγεται Νεφέλη· και μαρτυρεί ο Προφήτης Ησαϊας· «Ιδού ο Κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης, και ήξει εις Αίγυπτον». Λέγεται Όρασις, ως το μαρτυρεί ο Προφήτης Ιεζεκιήλ. «Είδον όρασιν πυρός, και το φέγγος αυτού κύκλω, ως όρασις τόξου». Και πάλιν ο αυτός· «Αύτη η όρασις ομοιώματος δόξης Κυρίου». Λέγεται Ήλεκτρον, ο αυτός το μαρτυρεί· «Και είδον ως όψιν ηλέκτρου όρασιν πυρός». Λέγεται Αλλοίωσις· το μαρτυρεί ο Προφήτης Δαβίδ λέγων· «Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου». Λέγεται Ημέρα και Νυξ· ο αυτός Προφήτης το μαρτυρεί· «Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν». Και πάλιν αλλαχού Ουρανόν την ονομάζει ο Προφήτης Δαβίδ, λέγων· «Εξ ουρανού επέβλεψεν ο Κύριος» και «ο ουρανός του νου τω Κυρίω, την δε γην έδωκε τοις υιοίς των ανθρώπων». Την λέγει και Ανατολήν και άκουε αυτού· «Αι βασιλείαι της γης άσατε τω Θεώ, ψάλατε τω Κυρίω τω επιβεβηκότι επί τον ουρανόν του ουρανού, κατά ανατολάς». Την ονομάζει και Δύσιν, λέγων· «Οδοποιήσατε τω επιβεβηκότι εκ δυσμών». Λέγεται Ήλιος· ο αυτός Προφήτης το μαρτυρεί και αυτό· «Εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού». Λέγεται Πόλις· ο αυτός Προφήτης Δαβίδ το μαρτυρεί· «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου η πόλις του Θεού»· και πάλιν· «Του ποταμού τα ορμήματα ευφραίνουσι την πόλιν του Θεού». Λέγεται Πλίνθος· το μαρτυρεί ο Προφήτης Ιεζεκιήλ λέγων· «Υιέ ανθρώπου, λάβε σεαυτώ πλίνθον καινήν». Λέγεται Τόπος· το μαρτυρεί ο Πατριάρχης Ιακώβ, λέγων· «Ως φοβερός ο τόπος ούτος»· και ο Προφήτης Ιεζεκιήλ· «Και ανέλαβον πνεύμα, και ήκουσα κατόπισθέν μου φωνής σεισμού μεγάλου λεγούσης: «Ευλογημένη η δόξα Κυρίου εκ του τόπου αυτού»· και o Δαβίδ· «Ου δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου, και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω». Λέγεται Πόκος· και το μαρτυρεί ο αυτός Δαβίδ· «Καταβήσεται ως υετός επί πόκον, και ωσεί σταγών η στάζουσα επί την γην». Λέγεται Γυνή· και το μαρτυρεί το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον· «Ευλογημένη συ εν γυναιξί, και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου». Και ο Απόστολος Παύλος· «Ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον»· λέγεται Μακαρία· και το μαρτυρεί το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον· «Και μακαρία η πιστεύσασα, ότι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου»· και πάλιν αλλού· «Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε, και μαστοί ους εθήλασας». Λέγεται Μαριάμ το καθολικόν της όνομα, ως το μαρτυρεί το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, όταν έλεγεν ο Γαβριήλ προς αυτήν· «Μη φοβού, Μαριάμ, εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ». Αλλά αυτά μεν τα ονόματα και τας μαρτυρίας των ονομάτων τα είπα, ευλογημένοι Χριστιανοί, δια να ακούσητε και να μάθητε, ότι από την πολλήν καθαρότητα και αγιότητα αυτής, ει τι καλόν και άγιον όνομα την ονομάση τις, της πρέπει και της αρμόζει, διότι είναι αγιωτάτη από όλους τους Αγίους, διότι τιμιωτάτη είναι από όλους τους τιμίους, επαινετωτάτη είναι από όλους τους επαινετούς, θαυμαστοτάτη είναι από όλους τους θαυμαστούς· τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος έχει, και τα πρωτεία των ποιημάτων όλων ως δοχείον της Αγίας Τριάδος, της Βασιλίσσης των ποιημάτων. Αλλ’ ημείς οι ευσεβείς Χριστιανοί, αν και άλλο άξιον εορτής έργον δεν έχομεν, αλλά καν υμνήσωμεν μετά των Αγγέλων, ας δοξάσωμεν μετά των Αποστόλων της αγίας ημέρας την δύναμιν. Τι δε είναι η εορτή μας; Τέλος είναι πανηγύρεων και των εορτών όλων, ευλογημένοι Χριστιανοί· διότι καθώς ο Ευαγγελισμός ήτο αρχή, ούτω η σημερινή εορτή είναι τέλος· επειδή η Κυρία Θεοτόκος και αρχή και τέλος είναι της σωτηρίας των ανθρώπων· και όσον μεν ήτο σωματικώς επί της γης, αρχήν είχε του μυστηρίου το κεφάλαιον, όταν δε μετεστάθη εκ της γης, ετελειώθη η άρρητος βουλή του Θεού, και πέρας έλαβε το απ’ αιώνος βούλημα του Θεού. Πολλοί των ανθρώπων την σημερινήν ημέραν την έχουσι λύπης ημέραν και δακρύων αιτίαν, ότι απήλθεν από της γης η Κυρία Θεοτόκος, εγώ δε ευφροσύνης ημέραν την έχω, διότι όσον μεν ήτο εις την γην, μόνον η Γεθσημανή το χωρίον την είχεν· όταν δε μετεστάθη, όλος ο κόσμος την απέκτησε βοηθόν και επιτηρητήν· ότι από της γης μετέβη εις τον ουρανόν, από της φθοράς εις την αφθαρσίαν, από της λύπης εις την χαράν, από τα φθαρτά εις τα άφθαρτα, από όλα τα θλιβερά εις τα χαροποιά και ευφρόσυνα· δια τούτο χαίρω, δια τούτο ευφραίνομαι και προθυμούμαι να διηγηθώ της ημέρας την υπόθεσιν, ίνα ίδητε και σεις ότι δεν είναι λύπης αιτία η σημερινή εορτή μας, αλλά μάλλον χαράς και αγαλλιάσεως, και ακούσατε. Η Κυρία Θεοτόκος πεντήκοντα εννέα ετών ήτο, όταν έμελλε να αποθάνη· και πως; Μάθετέ το. Η Παναγία, όταν επήγεν εις το Ιερόν, ήτο τριών ετών και έκαμε και εις το ιερόν δώδεκα έτη, και έως να γεννήση τον Χριστόν παρήλθεν άλλο εν έτος· έκαμε και με τον Χριστόν τριάντα δύο έτη, έζησε και μετά ταύτα ένδεκα, όπου είναι όλα έτη πεντήκοντα εννέα. Όταν έφθασε τοσούτων ετών η Παναγία, πρότερον από τρεις ημέρας της Κοιμήσεώς της εφάνη ο Αρχάγγελος Γαβριήλ με κλάδον φοίνικος εις την χείρα, και λέγει εις αυτήν· «Γίνωσκε, Κυρία Θεοτόκε, ότι μετά τρεις ημέρας μέλλεις να μετατεθής από την γην εις τους ουρανούς· δια τούτο ευτρέπισον σεαυτήν, ετοίμασε τα επιτάφιά σου, και περίμενε την κοίμησίν σου, ότι έρχεται ο Υιός σου να παραλάβη την αγίαν σου ψυχήν». Ως ήκουσεν η Παναγία, παρευθύς εσηκώθη και ανέβη εις το όρος των Ελαιών, εκεί όπου ανελήφθη ο Υιός της, τα δε δένδρα του όρους εκείνου όλα (θαύμα παράδοξον!) έπεσαν και την προσεκύνησαν· αυτή δε ύψωσε τας χείρας της εις τον Θεόν, και ηύχετο ούτω· «Υιέ μου μονογενές και ηγαπημένε, όστις κατεδέχθης να έλθης επί της γης, να σαρκωθής από τα αίματά μου, Συ παράλαβέ με και εις την Βασιλείαν σου· αρκεί μοι ο χωρισμός σου· αρκεί μοι η στέρησίς σου, Υιέ μου· ως θέλεις, ούτω και ποίησον». «Όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός»· αυτό λέγω και εγώ, εκεί όπου είσαι Συ, Υιέ μου ηγαπημένε, εκεί αξίωσόν με να έλθω, ότι η καρδία μου είναι τεθλιμμένη δια την αγάπην σου. Τοιούτους λόγους είπεν η Παναγία, και κατέβη από το όρος εκείνο, και επέστρεψεν εις τον οίκον της εις το χωρίον Γεθσημανή· είχε δε δύο φορέματα, εκ των οποίων το μεν εν εφόρει, το δε έτερον το εχάρισεν εις πτωχήν γειτόνισσαν, η οποία ήτο εκεί πλησίον. Ο δε Απόστολος Πέτρος και Ιωάννης ο Θεολόγος ήσαν εκεί πλησίον κηρύττοντες, διότι ακόμη δεν είχον μεταβή μακράν. Επειδή ο μεν Πέτρος είχε πολλήν πίστιν εις την Κυρίαν Θεοτόκον, ο δε Ιωάννης ήτο ως υιός αυτής υιοθετημένος και δεν επήγαιναν μακράν, δια να υπηρετούν την Παναγίαν. Την τρίτην ημέραν, εκεί όπου εδίδασκον, παρευθύς σύννεφον τους ήρπασε και τους έφερεν εις Γεθσημανή, εις τον οίκον της Παναγίας· ομοίως και τους άλλους Αποστόλους όλους. Τότε ήτο και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, και ο διδάσκαλός του Ιερόθεος, και ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος και αυτούς νεφέλη τους ήρπασε και τους εσύναξεν όλους εις την Γεθσημανή. Η δε Παναγία, ως τους είδε, παρευθύς εχάρη, και τους λέγει· «Καθίσατε, τέκνα μου, να σας αποχαιρετήσω, ότι σήμερον υπάγω εις τον Υιόν μου τον ηγαπημένον· διότι ο Άγγελος Γαβριήλ, όστις μοι ευηγγελίσατο την σύλληψιν του Υιού μου, πάλιν ήλθε και μοι έδωκε τον κλάδον τούτον του φοίνικος, και μοι είπε· «Χαίρε, Θεοτόκε, γίνωσκε ότι μετά τρεις ημέρας μετατίθεσαι από την γην εις τα ουράνια». Δια τούτο ευχαριστώ τον Υιόν μου και Θεόν, ότι σας εσύναξεν όλους εις το τέλος να σας ίδω». Καθώς ήκουσαν ταύτα οι Απόστολοι όλοι έκλαυσαν μεγάλως. Απεκρίθη δε δακρυρροών ο Ιωάννης και της λέγει· «Κυρία Θεοτόκε και μήτηρ μου, ο Υιός σου ο ηγαπημένος ήτο με ημάς, μας άφησε δε να έχωμεν Σε, τώρα μας αφήνεις και Συ; Αλλά τίνα θα έχωμεν ημείς οι ωνειδισμένοι Απόστολοι από όλα τα έθνη δια παρηγορίαν; Τις θα μας διδάσκη και θα μας καθοδηγή; Τίνα θα βλέπωμεν ημείς εις την γην να παρηγορούμεθα, εάν Συ μας αφήσης»; Τότε λέγει η Παναγία προς αυτούς και αυτή κλαίουσα· «Μη λυπείσθε, τέκνα μου, διότι κάμνετε και εμέ να λυπούμαι, επειδή σας βλέπω όπου κλαίετε· μη έχετε λύπην δια τον θάνατόν μου· εάν και από την γην μετατίθεμαι, ω φίλοι του Υιού μου, αλλά δεν θα χωρισθώ από σας, μηδέ από όλους όσοι με επικαλούνται, αλλ’ εγώ θα είμαι πρέσβυς και μεσίτρια εις τον ηγαπημένον μου Υιόν δι’ όλον το Χριστιανικόν γένος· μόνον σεις μη κλαίετε, αλλά ενταφιάσατέ με καθώς με ευρίσκετε και με βλέπετε». Απεκρίθη ο Απόστολος Παύλος δακρυρροών, και λέγει προς την Παναγίαν· «Κυρία Θεοτόκε, εγώ τον ηγαπημένον σου Υιόν τον Χριστόν δεν τον είδον σωματικώς εις την γην, αλλά βλέπων Σε ήτο ως να έβλεπον και τον Υιόν σου· τώρα με αφήνεις και Συ; Αλλά τις θα με παρηγορή εις τους πειρασμούς τους οποίους υφίσταμαι; Τις θα με λυπηθή εις τους ονειδισμούς; Ποίον θα έχω εγώ ο ταπεινός δια παρηγορίαν των θλίψεών μου και των πειρασμών»; Του λέγει η Παναγία· «Παύλε, φίλε του ηγαπημένου μου Υιού και εμού, ο Υιός μου και η χάρις μου θα παρηγορή και σε και τους άλλους μαθητάς». Τότε και ο Πέτρος εκ των κλαυθμών ήνοιξε το στόμα του και λέγει προς την Παναγίαν· «Κυρία Θεοτόκε, αληθώς μέλλεις να αποθάνης; Εγώ τι έμενον πλησίον εδώ, και δεν επήγαινον μακράν; Ούτως εθάρρουν εγώ και δεν ανεχώρουν μακράν να μη ίδω τον θάνατόν σου και καίεται η καρδία μου; Ενόμιζα ότι θα σε έβλεπον να με παρηγορής τον γέροντα, και τώρα με αφήνεις και συ; Δεν φθάνει εις ημάς ο σωματικός χωρισμός του Υιού σου, αλλά θέλεις να μας αφήσης και συ Παναγία»; Η δε Παναγία του λέγει· «Ηγαπημένε μου Πέτρε, μη λυπήσαι τίποτε· ως με είχατε εις την γην σωματικά, ούτω χάριτι του Χριστού μου θα με έχετε και νοητόν βοηθόν και παρηγορίαν σας από την σήμερον· αλλά συ είσαι γεροντότερος από όλους τους φίλους μου, Πέτρε, δια τούτο τώρα δι’ ολίγας ημέρας παρηγόρησε τους νεωτέρους, στήριξον τους αδυνάτους, να μη λυπούνται εις τον θάνατόν μου». Απεκρίθησαν οι λοιποί Απόστολοι και λέγουν προς την Παναγίαν· «Συ μεν, Κυρία Θεοτόκε, γινώσκομεν ότι μετατίθεσαι εις τους ουρανούς· τουλάχιστον άφησέ μας λόγον τινά και παρηγορίαν εκ του αγίου σου στόματος, να ενθυμούμεθα ημείς οι δούλοι σου». Η δε Κυρία Θεοτόκος τους λέγει· «Τέκνα μου ηγαπημένα, ακούσατε λόγον σύντομον και διδαχήν μικράν από το στόμα μου, επειδή τούτο θέλετε και ζητείτε. Βλέπετε, τέκνα μου, τον κόσμον τούτον; Ως πανήγυρις είναι· ο δε Θεός είναι ως Βασιλεύς· σεις δε οι δούλοι του ηγαπημένου μου Υιού είσθε ως έμποροι· λοιπόν ακούσατε την παραβολήν ταύτην. Ήτο Βασιλεύς τις μέγας και ισχυρός, όστις είχε δύο δούλους, ήκουσε δε ότι εις τον δείνα τόπον γίνεται μεγάλη πανήγυρις, και κάμνουσιν οι άνθρωποι μεγάλην πραγματείαν και υπάρχει εκεί μέγα κέρδος. Καλεί τότε τους δύο δούλους του, και λέγει προς αυτούς· «Λάβετε βίον πολύν και υπάγετε εις τον δείνα τόπον, όπου γίνεται η πανήγυρις, εμπορεύθητε εκεί, και μετά ένα μήνα πάλιν να έλθητε· όστις δε βραδύνει περισσότερον, να αποτέμνεται η κεφαλή του». Έλαβον οι δύο υπηρέται εκείνοι τα χρήματα, και απήλθον εις την πανήγυριν· και ο μεν εις, ως ανόητος και μωρός, δεν ηγόρασε πράγματα, τα οποία ήσαν χρήσιμα εις τον βασιλέα, και να επανέλθη γρήγορα, αλλά ηγόρασε οίκους και εργαστήρια και αγρούς, και όσα ο βασιλεύς δεν εχρειάζετο, ούτε κέρδος του έδιδον. Έως ότου δε να σπείρη ο δούλος τους αγρούς, και να επιδιορθώση τα εργαστήρια και τους οίκους, όπου ήσαν χαλασμένα, παρήλθον τρεις και τέσσαρες μήνες. Ο δε άλλος, ως φρονιμώτερος που ήτο, ηγόρασεν αδάμαντας και πολυτίμους λίθους, και επέστρεψεν εις τον βασιλέα· ο δε βασιλεύς τον ετίμησε και τον εδόξασεν, επειδή εφάνη πιστός· τον δε άλλον απέστειλε διαταγήν και τον απεκεφάλισαν ως εχθρόν και εναντίον του βασιλέως». «Ομοίως είσθε και σεις όλοι οι Απόστολοι του Υιού μου. Σας έστειλεν ο Υιός μου ο ηγαπημένος να υπάγετε εις τον κόσμον ως έμποροι, να κερδήσετε τας ψυχάς των πεπλανημένων ανθρώπων, όσοι ήκουσαν το όνομά Του. Όστις από σας, φίλοι μου και τέκνα μου, φανή φίλος του διδασκάλου του και Υιού μου, θα τον τιμήση και Εκείνος εις την Βασιλείαν του· όστις δε δεν εκτελέση τας εντολάς του διδασκάλου του, ο ίδιος γινώσκει τι θα πάθη. Δια τούτο, τέκνα μου ηγαπημένα, υπάγετε να κηρύξετε, να φωτίσετε, να καθοδηγήσετε τον πεπλανημένον κόσμον, δια να τον κερδήσετε και να τον οδηγήσετε εις την Βασιλείαν του Υιού μου. Μη φοβείσθε από τους βασιλείς, οι οποίοι δύνανται μόνον το σώμα σας να βλάψουν, όχι όμως και την ψυχήν σας· αλλά φοβείσθε από τον Θεόν όστις δύναται και το σώμα σας και την ψυχήν σας να βλάψη, όπως σας το έλεγεν ο Υιός μου. Έχετε αγάπην και ειρήνην μετ’ αλλήλων, και χαίρετε και ευφραίνεσθε ότι πολύς ο μισθός σας εις την Βασιλείαν των ουρανών. Αν και εγώ, φίλοι μου, υπάγω εις την Βασιλείαν του Υιού και Θεού μου, αλλά πάντοτε θα είμαι μαζί σας, θα σας ενισχύω και θα σας παρηγορώ εις τας θλίψεις σας». Ταύτα είπεν η Θεοτόκος εις τους Αποστόλους, και άλλα περισσότερα· παρευθύς δε έκλεισε τους αγίους αυτής οφθαλμούς ειπούσα μεγάλη τη φωνή· «Υιέ μου, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου»· και εκοιμήθη. Εδέχθη δε την αγίαν της ψυχήν ο Υιός της εις τας χείρας Του. Εζήτησε τότε η Παναγία από τον Υιόν της να υπάγη εις τον Άδην να ίδη τους τόπους όπου επήγεν Εκείνος να ελευθερώση τους Προπάτορας και την εισήκουσεν. Άγγελοι δε φωτεινοί επήραν την αγίαν της ψυχήν, και την ωδήγησαν όπου ήθελε μόνη της η ψυχή, ως μαρτυρεί τούτο ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός εις το Τροπάριον της τετάρτης ωδής σήμερον λέγων· «Θάμβος ην θεάσασθαι τον ουρανόν του παμβασιλέως τον έμψυχον, τους κενεώνας υπερχόμενον της γης»· ήτοι θαύμα και έκπληξις ήτο να ίδη τις της Παναγίας την ψυχήν πως περιεπάτει εις τα κατώτατα της γης, δηλαδή εις τον Άδην. Και η μεν ψυχή της επήγεν εις τον Άδην, ως το εζήτησε, το δε άγιον και θεοδόχον σώμα της συνέστειλαν οι Μαθηταί, και το επήραν εις τους ώμους των, να το φέρουν εις τον τάφον· και από μεν το εν μέρος εκράτει ο Θεολόγος Ιωάννης, από δε το έτερον ο Πέτρος, από δε το τρίτον μέρος εκράτει ο Ιάκωβος ο αδελφός του Ιωάννου, από δε το τέταρτον ο Παύλος, οι δε λοιποί Απόστολοι και Αρχιερείς επορεύοντο ψάλλοντες και υμνούντες· οι φθονεροί δε Ιουδαίοι ακούοντες την υμνωδίαν των Αγγέλων και των Αποστόλων και βλέποντες την πολλήν παρρησίαν, εφθόνησαν· ποιήσαντες δε βουλήν απεφάσισαν να υπάγουν να κρημνίσουν τον κράββατον της Παναγίας με το άγιον αυτής και παναμώμητον σώμα. Εφώρμησαν λοιπόν όλοι εις το μέσον των Αποστόλων, αλλά παρευθύς ετυφλώθησαν· ένας δε εξ αυτών, ως τολμηρότερος, ετόλμησε να αρπάση τον κράββατον, Άγγελος όμως Κυρίου έκοψε τας χείρας του αοράτως. Τότε, ως εγνώρισαν οι Ιουδαίοι το θαύμα, μετενόησαν και προσέπεσαν εις τους Αποστόλους ζητούντες σωτηρίαν. Οι δε Απόστολοι ως είδον, ότι μετανοούσιν, έλαβον τον κλάδον εκείνον του φοίνικος, και ήγγισαν εις τα πρόσωπα των τυφλωθέντων Ιουδαίων και του αποκεκομμένου τας χείρας, με την βοήθειαν δε της Παναγίας ιατρεύθησαν άπαντες. Όταν έφθασαν εις τον τάφον, απέθεσαν το άγιον λείψανον δια να το αποχαιρετήσουν οι εκεί παρευρεθέντες, τότε δε ήρχισεν εις άκαστος να αποχαιρετά την Παναγίαν και να λέγη εγκώμια προς αυτήν, όλοι δε είπον διάφορα εγκώμια. Ο Ιερόθεος είπε τοιαύτα εγκώμια τα οποία όχι εγώ, όστις είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και θνητός δεν δύναμαι να είπω, αλλά τολμώ ειπείν ουδέ αυτοί οι Άγγελοι δεν ήθελον δυνηθή να τα είπωσι καταλεπτώς, καθώς τα είπεν εκείνος. Εις δε τα εγκώμια των άλλων Αποστόλων ο Απόστολος Παύλος επροτιμάτο, και αυτός ήρχιζε· και το μαρτυρεί ο Δαμασκηνός Ιωάννης εις το τροπάριον της πέμπτης ωδής σήμερον, λέγων· «Το σκεύος διέπρεπε της εκλογής, τοις ύμνοις σου, όλως εξιστάμενος, Παρθένε» και ούτω καθ’ εξής· ήτοι, ο Απόστολος Παύλος, όστις ωνομάζετο σκεύος εκλογής, ήτοι της εκλογής του Θεού, αυτός διέπρεπεν εις τους ύμνους της Παναγίας. Αλλά των Αποστόλων καταλεπτώς τα εγκώμια και τους επιταφίους λόγους δύσκολον είναι να τους επαναλάβωμεν· όμως τόσον θα είπωμεν, όσον ούτε οι έχοντες γνώσεις να μας βαρυνθούν ως πολυλόγους, ούτε οι αμαθείς να ζημιωθούν μη ακούσαντες αυτά, ολίγα δε μόνον εκ των εγκωμίων εκείνων θα είπωμεν δι’ ενθύμησιν. «Ω θαύμα των ποτέ θαυμάτων, τα οποία είδον οι άνθρωποι! Η Βασίλισσα του παντός πως άπνους τίθεται; Η Μήτηρ του Ιησού πως απέθανε; Συ είσαι, Παρθένε, το κήρυγμα των Προφητών· Συ είσαι το κήρυγμα το ιδικόν μας· Σε προσκυνούσιν οι άνθρωποι· Σε δοξάζουσιν οι Άγιοι. Χαίρε λοιπόν Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου, και δια Σου μεθ’ ημών. Μετά του Γαβριήλ Σε υμνούμεν, μετά των Αγγέλων Σε δοξάζομεν, μετά των Προφητών Σε εγκωμιάζομεν, ότι Σε εκήρυττον οι Προφήται, δια Σε επροφήτευσαν άπαντες· ο Αββακούμ Σε είδεν ως όρος σύνδεδρον, ότι Συ είσαι εσκεπασμένη από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος· ο Δανιήλ Σε εθεώρησεν ως όρος και αυτός, από το οποίον όρος χωρίς σποράν ανδρός εγεννήθη ο στερεός και ισχυρός Βασιλεύς, ο Χριστός· Σε είδεν ο δίκαιος Ιακώβ ως κλίμακα, από την γέννησίν Σου ο μεν Θεός κατέβη και συνέφαγε και συνέπιε με ημάς, ημείς δε οι δούλοι Αυτού μέλλει να αναβώμεν εις τους ουρανούς. Αλλά και Συ ιδού, ότι αναβαίνεις πρωτύτερα από ημάς. Χαίρε, Παρθένε, ότι ο Γεδεών πόκον Σε είδεν, ο Δαβίδ Παρθένον και Θυγατέρα και Βασίλισσαν· ο Ησαϊας Μητέρα του Θεού Σε ονομάζει· ο Ιεζεκιήλ Πύλην, και όλοι οι Προφήται Σε ενεκωμίασαν». «Ημείς δε τι να Σε ονομάσωμεν, Παρθένε; Παράδεισον; Σοι πρέπει, ότι Συ εβλάστησας το άνθος της αφθαρσίας, τον Χριστόν, όστις ευωδίασε τας ψυχάς των ανθρώπων. Παρθένον; Και αληθώς Παρθένος είσαι, ότι χωρίς σποράν ανδρός εγέννησας τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ότι και προ του τόκου Παρθένος ήσο, και εν τόκω Παρθένος ευρέθης, και μετά τόκον πάλιν Παρθένος έμεινας. Να σε ονομάσωμεν Μητέρα; Σοι πρέπει και αυτό· ότι Μήτηρ έγινες του Βασιλέως των όλων Χριστού. Να σε είπωμεν Ουρανόν; Σοι πρέπει και αυτό, ότι ανέτειλας τον Ήλιον της δικαιοσύνης. Χαίρε λοιπόν, Παρθένε, και ύπαγε εις την κατάπαυσιν του Υιού σου· πορεύου εις τα σκηνώματα τα ηγαπημένα σοι· ύπαγε εις τον ητοιμασμένον σοι τόπον και ενθυμού και ημάς και το γένος μας όλον, Κυρία Θεοτόκε· ότι και ημείς και Συ, Παρθένε, από εν γένος του Αδάμ είμεθα· δια τούτο μεσίτευε, δια τούτο παρακάλει τον Υιόν σου, τον οποίον εβάστασας και εθήλασας, να μας βοηθήση εις το κήρυγμα, και μετά ταύτα να μας αξιώση να απολαύσωμεν τας ελπίδας μας. Ύπαγε, Παρθένε, από την γην εις τον ουρανόν· από την φθοράν εις την αφθαρσίαν· από την λύπην του κόσμου τούτου εις την χαράν της Βασιλείας των ουρανών· από την φθαρτήν γην εις τον άφθαρτον ουρανόν· ύπαγε, Παρθένε, εις το φως το ουράνιον, εις τους ύμνους των Αγγέλων, εις τας δοξολογίας των απ’ αιώνος Αγίων. Ύπαγε, Παρθένε, εις τον τόπον του Υιού σου, εις την Βασιλείαν του, εις την εξουσίαν του· υμνήσατε Άγγελοι, δοξάσατε Προφήται, επαινέσατε Αρχάγγελοι του Βασιλέως την Μητέρα, του φωτός την λυχνίαν, του ουρανού την πλατυτέραν, του στερεώματος την υψηλοτέραν, την προστασίαν των Χριστιανών και μεσίτριαν του γένους ημών». Με τοιαύτα και τοσαύτα εγκώμια απεχαιρέτησαν και ησπάσθησαν το σώμα της Παναγίας οι Άγιοι Απόστολοι και οι λοιποί παρευρεθέντες και κατόπιν έθαψαν αυτό εις τον τάφον, όστις ήτο προητοιμασμένος. Τρεις ημέρας και τρεις νύκτας έμενον οι Απόστολοι γύρωθεν εις τον τάφον, και ετήρουν τον τόπον από την αγάπην, την οποίαν είχον προς την Παναγίαν. Θωμάς δε ο Απόστολος, ευδοκία Θεού, ως και εις την Ανάστασιν του Κυρίου, ούτω ουδέ τότε ευρέθη εκεί. Εις δε την τρίτην ημέραν και αυτόν νεφέλη εξαίφνης ήρπασε και μετήγαγεν επάνω εις τον τάφον της Παναγίας, ένθα υπήντησε την Παναγίαν άνωθεν του τάφου της, ενώ μεθίστατο σύσσωμος εις τους ουρανούς, και ως την είδεν έκραξε· «Παναγία, Παναγία, που υπάγεις»; Και η Παναγία του λέγει· «Δέξου αυτό, φίλε μοι». Απεζώσθη τότε η Παναγία, και του έδωκε την αγίαν ζώνην της, με την οποίαν ήτο εζωσμένη· και την μεν Παναγίαν πλέον δεν την είδε, μόνον επήγεν εις τους άλλους Μαθητάς και τους εύρε καθημένους και φυλάττοντας τον τάφον της Παναγίας· τότε εκάθισε και εκείνος, συλλυπούμενος ότι δεν ευρέθη να ίδη και αυτός τον θάνατον της Παναγίας, ως οι άλλοι Απόστολοι και έλεγεν· «Όλοι μας ενός διδασκάλου είμεθα μαθηταί, όλοι μας εν κήρυγμα κηρύττομεν, όλοι μας ενός Κυρίου, του Χριστού, είμεθα δούλοι· διατί σεις κατηξιώθητε και είδετε τον θάνατον της Παναγίας και εγώ δεν ευρέθην; Μήπως εγώ δεν είμαι Απόστολος; Μήπως δεν αρέσκει εις τον Θεόν το κήρυγμά μου; Αλλά σας παρακαλώ, συμμαθηταί μου, ανοίξατε τον τάφον, καν νεκρόν να ίδω το σώμα της· έστω και τώρα εις το τέλος να το ασπασθώ και να το αποχαιρετήσω και εγώ». Υπήκουσαν λοιπόν οι Απόστολοι εις τον Θωμάν, και ήνοιξαν τον τάφον της Παναγίας, να ίδωσι το σώμα της, αλλά τίποτε δεν ευρέθη, διότι μετέστη έκτοτε. Και πως; Το σώμα εκείνο, ευλογημένοι Χριστιανοί, άφθαρτον κατέστη και αθάνατον, ως και η Αγία Σαρξ του Κυρίου, ως πάντες οι άνθρωποι μέλλομεν να αφθαρτισθώμεν εις την δευτέραν παρουσίαν του Χριστού· απέθανε μεν και θαύμα δεν είναι, ότι και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ως άνθρωπος απέθανεν· ηφθαρτίσθη δε, ως και ο Υιός της, το σώμα εκείνο, όπερ μέλλουσιν οι δίκαιοι να λάβωσιν εις την καθολικήν ανάστασιν, αυτό τούτο έλαβε πρωτύτερα η Παναγία προ της ημέρας εκείνης. Εις πίστωσιν δε περισσοτέραν, μίαν ημέραν εφάνη η Παναγία εις την τράπεζαν των Αποστόλων τοιουτοτρόπως. Οι Απόστολοι, μετά την Ανάληψιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, είχον συνήθειαν, όταν ήθελον να φάγωσιν, άφηναν τόπον κενόν εις την τράπεζαν δια τον Χριστόν· έκοπτον δε τεμάχιον άρτου τετράγωνον, και το έθετον επάνω της τραπέζης εις μοίραν Χριστού· μετά δε το φαγητόν ηγείρετο εις εξ αυτών και ελάμβανε το τεμάχιον εκείνο με τας δύο του χείρας, το ύψωνε και έλεγε· «Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος – Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει ημίν». Κατόπιν ελάμβανον ολίγον από το τεμάχιον εκείνο και έτρωγον όλοι όσοι ευρίσκοντο εις την τράπεζαν. Κατ’ εκείνας λοιπόν τας ημέρας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εκάθισαν οι Απόστολοι ως εις παρηγορίαν να φάγωσιν, έκοψαν δε και τον άρτον εκείνον κατά την συνήθειαν· όταν δε ήθελον να είπωσι «Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει ημίν», παρευθύς εφάνη η Παναγία επάνωθέν των λαμπροφορούσα και τους είπε· «Χαίρετε, ότι μεθ’ ημών ειμί πάσας τας ημέρας»· ως δε την είδον εβόησαν· «Παναγία Θεοτόκε, βοήθει ημίν» · τότε δε εγνώρισαν ότι ζωντανή είναι και σύσσωμος εις τους ουρανούς μετά του Υιού της. Αυτήν την εορτήν εορτάζομεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, αυτήν πανηγυρίζομεν. Δια τούτο ας πανηγυρίζωμεν· ας εορτάζωμεν όχι ως είναι των εθνών αι συνήθειαι, αλλ’ ως αρέσκει εις τον Χριστόν και την σήμερον εορταζομένην Παναγίαν, όχι με θυσίας ελληνικάς, ή με χορούς, όχι με μέθας και αργολογίας, όχι με παίγνια και άσματα, και με όσα χαίρει ο δαίμων, όταν τα κάμνωμεν, όχι με κακάς δαπάνας και πολυφαγίας, αλλά με ευχαριστίας, με δοξολογίας, με καθαράν καρδίαν, με όσα χαίρει και δοξάζεται η Παναγία· με τοιαύτα ας εορτάζωμεν δια να έχωμεν και θάρρος προς την Παναγίαν να λέγωμεν· «Κυρία Θεοτόκε, Βασίλισσα, τιμή και δόξα των Χριστιανών, υψηλοτέρα των ουρανών και καθαρωτέρα του ηλίου, Παρθένε πανύμνητε και ακήρατε, ελπίς των αμαρτωλών και λιμήν γαληνέ των χειμαζομένων υπό των αμαρτιών, βλέψον εις τον λαόν σου, ίδε εις την κληρονομίαν σου, πρόβατα είμεθα της μάνδρας του Υιού σου άκακα και πεπλανημένα, λοιπόν φύλαξον ημάς, λύτρωσον ημάς από του νοητού λύκου, από του διαβόλου τας χείρας, διότι Σε έχομεν μεσίτιν, προστάτιν, βοηθόν, εις Σε έχομεν τας ελπίδας μας, αμαρτωλοί είμεθα και τρέχομεν εις την βοήθειάν σου· μη μας αποδιώξης, μη μας οργισθής. Βλέπεις, Παρθένε, τους πειρασμούς, βλέπεις τα κακά τα οποία συνέβησαν εις ημάς, δια τούτο ενθυμήσου την συγγένειαν, την οποίαν έχομεν· ότι όλοι μας από εν γένος είμεθα, και ημείς και συ, Θεοτόκε· μεσίτευε, παρακάλεσε τον Υιόν σου, τον οποίον εσωμάτωσας, τον οποίον εβάστασας, τον οποίον εθήλασας, δια να μας σπλαγχνισθή, να μας φιλανθρωπευθή, εδώ μεν να περάσωμεν ζωήν αβλαβή και ακίνδυνον, εκεί δε να μας αξιώση της αιωνίου του Βασιλείας. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν τη Ση μεσιτεία, εν Χριστώ τω Θεώ ημών, ω πρέπει δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου και ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ του Νέου,

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΣΤ΄ (16η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου και ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ του Νέου, του εκ της κωμοπόλεως Αγίου Λαυρεντίου έλκοντος την καταγωγήν, εν Κωνσταντινουπόλει δε αθλήσαντος, επί της βασιλείας Σουλμάν Μεχμέτ του Δ΄ εν έτει σωτηρίω 1686.

Χαίρει σήμερον των Αποστόλων ο χορός και λαμπρότατα πανηγυρίζει απολαμβάνων τον ομώνυμόν του Απόστολον. Αγάλλονται τα των Μαρτύρων συστήματα, συναριθμούντα εν ταις χορείαις αυτών τον νεοφανή Μάρτυρα, όστις, ως άλλος αυγερινός του νοητού στερεώματος της Εκκλησίας του Χριστού, ανέτειλε κατά τους ζοφερούς εκείνους χρόνους της δουλείας τω αχπστ΄ (1686) επί της βασιλείας του Σουλτάν Μεχμέτ του Α΄, οπότε πάντες σχεδόν οι ετερόφυλοι και ετερόθρησκοι άρχοντες της εποχής εκείνης, οι τε τον μόνιμον στρατόν της μεγάλης τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτελούντες, και άπαντες εν γένει οι διοικηταί, ανώτεροί τε και κατώτεροι του κολοσσιαίου εκείνου κράτους, επί τοσούτον προέβησαν αυθαιρεσίας και φανατικότητος, ώστε αδύνατος αποβαίνει η παράστασις του εγκλήματος δι’ ολίγων, και μάλιστα αφ’ ου άλλων επεχειρήσαμεν την διήγησιν. Εις τοιαύτην λοιπόν εποχήν σκότους και μισοχριστότητος γεννηθείς ο Μεγαλομάρτυς Απόστολος, όχι μόνον δεν εσκοτίσθη παντελώς, κατά την ευαγγελικήν ρήσιν, και η σκοτία αυτόν ου κατέλαβεν, αλλά και ως αδάμας ήστραψε την μαρτυρικήν ομολογίαν του αληθινού φωτός, του Χριστού, περιβληθείς, αν και σκληρότατα εβασανίσθη υπό των θηριωδών του καιρού του τυράννων, όπως τον ήλιον της δικαιοσύνης απαρνηθή και τον άτιμον της αθεϊας χιτώνα περιβληθή. Μετέβη δε τέλος πάντων, ως χρυσός εν χωνευτηρίω δοκιμασθείς, εις τον ουράνιον κύκλον, ίνα λάμπη εκεί και ακτινοβολή, της αθανάτου Βασιλείας θερμός λάτρης γεγονώς, φέρων τον αμάραντον του μαρτυρίου στέφανον, τον οποίον εκέρδισε δια του αθώου του αίματος, ποθήσας την δόξαν του ουρανίου σκηνώματος, και υπέρ τας δυνάμεις του συντελέσας προς τον εξευγενισμόν του χριστωνύμου γένους. Ούτος λοιπόν ο μόνος φερωνύμως κληθείς Απόστολος, πατρίδα μεν είχε τον Άγιον Λαυρέντιον, κωμόπολιν παρά τας νοτιοανατολικάς πλευράς του Πηλίου κειμένην κατά την επαρχίαν της Δημητριάδος· γονείς δε ουχί τόσον επιφανείς και ευγενείς, όσον αυτάρκεις και ευσεβείς, τούτο μόνον πλουτούντας, το θεαρέστως ζην, δια των ιδίων αυτών χειρών εργαζόμενοι και δια του ιδρώτος του προσώπου των τρώγοντες τον άρτον αυτών. Και ο μεν πατήρ αυτού ωνομάζετο Κώστας Σταματίου, Μέλω δε η μήτηρ του, η την λογικήν ταύτην μέλισσαν του Παραδείσου τεκούσα. Τούτων δε απορφανισθείς, άγων το 15ον έτος της ηλικίας του, απεδήμησεν εις Κωνσταντινούπολιν και εγένετο υπάλληλος εις τι των εκεί καπηλείων. Υπηρέτει δε παρ’ αυτώ το τέταρτον έτος, ότε των γηϊνων τούτων καταφρονήσας και υπό μόνων των ουρανίων καταληφθείς συνέβη να υποστή τον μαρτυρικόν θάνατον, ως θα αναγνώσητε παρακατιόντες, αδελφοί. Οι κάτοικοι των χωρίων του Βόλου, και κατ’ εξοχήν οι του Αγίου Λαυρεντίου, σκληρώς βασανιζόμενοι και βαρέως φορολογούμενοι υπό του τότε διοικητού των βοϊβόδα, και μη υποφέροντες την τυραννίαν του, ανυπόφορον καταστάσαν δια τας αθεμιτουργίας, και δη δια την υπέρογκον άδικον προσθήκην νέων φόρων, απεφάσισαν να προσδράμωσι προς τους επιτρόπους της βασιλομήτορος, οριζούσης τότε τα πλείστα των χωρίων τούτων, και προβάλλοντες τα δίκαιά των να επιφέρωσι μακράν τινα του κακού θεραπείαν, ή αν ουχί άλλο να μαλακώσωσι τουλάχιστον την σκληρότητα του βαρβάρου· αλλά μάτην εκοπίαζον προς ανήμερον θηρίον μαχόμενοι· διότι και μετά ταύτα, και μετά την αποστολήν δηλαδή τινών προς εκείνους, όχι μόνον τα σταλέντα αυθεντικά γράμματα εκ μέρους των επιτρόπων της βασιλομήτορος, τα οποία εκόμισαν προς αυτόν οι επανακάμψαντες εκ Κωνσταντινουπόλεως, περιεφρόνησε και ως ψευδή τα απέρριψεν, αλλά και κατά των ανδρών εκείνων τοσούτον ωργίσθη, ώστε λαβών τρεις εξ αυτών δεσμίους, ως κακούργους τους αναβιβάζει, συνοδεύων αυτούς ο ίδιος εις Κωνσταντινούπολιν και εις σκοτεινοτάτην και υγράν φυλακήν τους ρίπτει ο ασεβής και παμβέβηλος, ως ενόχους της εσχάτης τιμωρίας. Ταύτα μαθόντες τινές συμπατριώται αναβαίνουσιν εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα ελευθερώσωσι τους αδίκως τρεις φυλακισθέντας συμπολίτας των, και αναφερθώσι κατ’ αυτού του βοϊβόδα ουχί πλέον, ως οι πρότεροι, προς τους επιτρόπους της βασιλομήτορος, αλλά προς αυτήν την ιδίαν. Φθάσαντες δε εκεί κατά πρώτον μεν επεσκέφθησαν τον Μάρτυρα, αγνοούντες αυτοί, ως πρώτην φοράν αφιχθέντες εις Κωνσταντινούπολιν, δια τίνος τρόπου έπρεπε να ενεργήσωσι περί των σκοπών δια τους οποίους ήλθον εκεί· παρά του Αγίου δε συμβουλευθέντες περί του πρακτέου, απεφάσισαν το κατ’ αρχάς μεν να δώσωσι αναφοράν εις τον αρχιευνούχον του παλατίου και να παραστήσωσι την αδικίαν και ωμότητα του βοϊβόδα, την βαρυτάτην προσθήκην νέων φόρων, τους οποίους αυτός περά τας διαταγάς των εν Κωνσταντινουπόλει επέβαλεν εις τους υπηκόους, και δη την άδικον εκείνην φυλακήν των τριών συμπατριωτών των, οίτινες εστέναζον υπό βαρυτάτας αλύσεις, πιεζόμενοι εις τας φυλακάς οι δείλαιοι, μη έχοντες τον βοηθούντα. Και τούτο μεν παμψηφεί απεφασίσθη, ουδείς όμως ετόλμα να παρουσιασθή και να επιδώση την αναφοράν. Τότε ο Άγιος, ο ευγενής κατά την ψυχήν ούτος νεανίας, ων και κατά την των οθωμανών διάλεκτον εμπειρότατος, πλήρης ισχύος και θάρρους λαμβάνει την αναφοράν, τρέχει προθύμως, παρουσιάζεται γενναίως εις τον Ιουσούφ αγάν καθώς ποτε ο Δαβίδ προς τον Σαούλ, και χωρίς το παράπαν να ταραχθή ή να αλλοιωθή το χαριέστατον αυτού πρόσωπον, εγχειρίζει την αναφοράν. Ταύτην αναγνώσας εκείνος τον ηρώτησε πόθεν ήτο, ο δε Άγιος απεκρίθη ότι είναι εις εξ εκείνων, τους οποίους ορίζει η ενδοξότης του. Ταύτας τας λάξεις ακούσας ελευθέρως προφερθείσας από του στόματος του Αγίου ο αρχιευνούχος, επειδή ήτο και διαβεβλημένος πρότερον υπό του βοϊβόδα κατά του Αγίου, τόσον εθυμώθη ώστε, χωρίς να προβή εις άλλο τι, ευθύς διέταξε να παραδοθή ούτος εις τον βοϊβόδαν, ως ανήκων εις εκείνον και να τιμωρηθή δια το αύθαδες τόλμημά του. Τούτου γενομένου ο μεν βοϊβόδας ευθύς αλυσοδένει τους πόδας αυτού και του ζητεί τεσσάρων ετών χαράτσι, αφ’ ότου δηλαδή έλειψεν εκ της πατρίδος του. Ο δε Άγιος μετά μεγάλης ελευθερίας απεκρίθη· «Αργύριον και χρυσίον ουχ υπάρχει μοι, μία δε μόνη οικία εις την πατρίδα μου ευρίσκεται και ταύτην, εάν θέλης, πώλησον και λάβε τα ζητούμενα». Ακούσας ο ακόρεστος της φιλαργυρίας θιασώτης, ότι αντί τεσσάρων ετών χαράτσι θα ελάμβανε την αξίαν της εν τη πατρίδι του Αγίου οικίας, ηυχαριστήθη τρόπον τινά και έμελλε την επομένην ημέραν να απολύση τον Άγιον, συνυποσχόμενος προσέτι ότι και τους τρεις συμπατριώτας του θα απέλυεν, αν έρριπτον το παρελθόν εις την λήθην και ανεχώρουν εκείθεν, χωρίς τι κατ’ αυτού να ενεργήσωσι, μεταβαίνοντες και πάλιν εις την πατρίδα των. Και ταύτα μεν θα έπραττεν αναμφιλέκτως ο βοϊβόδας, φοβούμενος μη οι νεωστί εκεί αφιχθέντες, τους οποίους ηγνόει που διέμενον εν Κωνσταντινουπόλει, και δια του Μάρτυρος κατ’ αυτού ενεργούντες, προσδράμωσιν εις την βασιλομήτορα. Αλλ’ εν τω μεταξύ εις εκ των τελευταίως αφιχθέντων συμπατριωτών του Αγίου, γέρων ζηλότυπος, μαθών ότι την επομένην ημέραν θα απεφυλακίζοντο οι τρεις συμπολίται του, πεισθέντος υπό του Αγίου του βοϊβόδα, φθονήσας τον Άγιον μη ευφημισθή εις την πατρίδα του δια την ικανότητα, την οποίαν έδειξεν ο ασήμαντος ούτος και πτωχός νεανίας, προσέρχεται εις τον βοϊβόδαν και μεταπείθει αυτόν, λέγων ότι οι μεν μετ’ αυτού συναναβάντες εκεί δειλιάσαντες ανεχώρησαν δια την πατρίδα των, και ότι το αυτό θα πράξη και αυτός, προσθέτων ακόμη ότι ο Άγιος ήτο ο τα πάντα υποκινήσας, και ότι αν απέλυεν αυτόν τον άπιστον και τολμηρόν νεανίαν, δεν θα εβράδυνεν αυτός να τον καταμηνύση εις την βασιλομήτορα. Ταύτα ακούσας ο αιμοχαρής βοϊβόδας, όστις πρότερον ένεκα δέους συγκατετέθη να απολύση τον Άγιον και τους τρεις αυτού συμπατριώτας και να παραιτηθή εκ της προσθήκης των νέων φόρων, επί τοσούτον εθρασύνθη, ώστε χωρίς καν στιγμήν να βραδύνη ή να σκεφθή ολίγον περί της αληθείας των διακοινωθέντων εις αυτόν, διατάσσει τους υπηρέτας του να δράμωσιν εις την φυλακήν και σκληρώς να βασανίσωσι τον Μεγαλομάρτυρα, προσθέσας συν τούτοις ότι τούτο θα πράττωσι πάντοτε μέχρις ου αποτελειώσωσιν αυτόν. Και ταύτα μεν κατά κεραίαν εξετελούντο. Ο δε Άγιος, τοιουτοτρόπως απηνώς και ασπλάγχνως βασανιζόμενος, μίαν των ημερών ευρίσκει τρόπον και εκβάλλει τον ένα του πόδα των δεσμών, και ούτως αργοπατών ητοιμάζετο προς δραπέτευσιν. Αλλά δεν ήτο βεβαίως τούτο Θεού οικονομία να στερηθή ο σημερινός στεφανίτης του Μαρτυρίου τον στέφανον. Ούτω λοιπόν περί την φυγήν αγωνιζομένου του Αγίου, ο κτύπος των αλύσεων έγινεν αντιληπτός εις τας ακοάς των αθέων εκείνων υπηρετών, και παρευθύς τρέχουσι και κρατούσι τον Άγιον. Τούτων δε έτι λογομαχούντων μετά του Αγίου, ιδού έρχεται και ο βοϊβόδας. Ιδών δε την σύγχυσιν και ταραχήν των υπηρετών, ερωτά την αιτίαν. Μαθών δε την αποτολμηθείσαν υπό του Αγίου φυγήν, δράττει τον εκεί τυχόντα πέλεκυν και με τούτον ασπλαγχνότατα τον δέρει ο άσπλαγχνος. Αλλ’ ο γενναίος ούτος της αληθείας βοηθός, όχι μόνον ηψήφησε παντελώς τας σκληροτάτας και αφορήτους εκείνας πληγάς, αλλ’ ων όλος πλήρης θείας χάριτος εναντιούται κατά του τυράννου και χριστομιμήτως του λέγει· «Διατί με δέρεις και σκληροκαρδίως με τυραννείς; Ή δεν ηξεύρεις ότι είμαι και σου και των υπηρετών σου τιμιώτερος»; Εις ταύτα εκπλαγείς ο βοϊβόδας, λέγει εις τον Μάρτυρα· «Μήπως και συ είσαι μωαμεθανός, ως εγώ, και λέγεις ότι είσαι και εμού καλύτερος»; «Όχι, δεν εννόησα τούτο», απεκρίθη θαρραλέως ο Άγιος. «Ναι, τούτο είπες», απεκρίθησαν ομοθυμαδόν οι υπηρέται. «Μη γένοιτο, επρόσθεσεν ο Άγιος, εγώ να βλασφημήσω ποτέ!» «Ψεύδεσαι» επανέλαβον οι υπηρέται της αδικίας, οι υιοί του σκότους· «πλην μάθε ότι δεν θα αφήσωμεν να εγκαταλείψης τον μωαμεθανισμόν, τον οποίον ωμολόγησας ο ίδιος». Και ταύτα μεν κατεμαρτύρουν αυτού οι υπηρέται συκοφαντούντες. Ο δε βοϊβόδας, θέλων να υπηρετήση τον μωαμεθανισμόν, προσθέτων εις τον κολοσσόν του ένα ισλάμην, έστειλεν ευθύς και έφερε τον κουρέα, ίνα ενεργήση την περιτομήν. Αλλ’ ο Άγιος γενναίως ανθίστατο λέγων, ότι μάλλον της κεφαλής την αποκοπήν έστεργε δια τον Χριστόν παρά να δεχθή την περιτομήν δια την ζωήν. Όθεν και ανέκραζε λέγων· «Εγώ Χριστιανός είμαι και από της αγίας μου πίστεως ουδέποτε παραιτούμαι». Οι δε υπηρέται του βοϊβόδα έλεγον προς τον Άγιον· «και δεν είσαι συ όστις προ μικρού την παρήτησας και εθελουσίως ωμολόγησας τον εαυτόν σου οθωμανόν»; «Φλυαρείτε» είπεν ο Άγιος· «Ψεύδεσθε προφανώς· ω! μη γένοιτο εγώ να εκφέρω παρομοίαν βλασφημίαν! Αν δε προ ολίγου έκρινα τον εαυτόν μου τιμιώτερον από σας, τούτο το είπον δια την αμώμητόν μου πίστιν, εις την οποίαν μάλιστα και καυχώμαι, και δια την οποίαν προτιμώ μάλλον να κοπώ εις λεπτότατα τεμάχια παρά να αρνηθώ την προς τον Χριστόν μου πίστιν». Ταύτα ακούσαντες οι χριστομάχοι εκείνοι άθεοι λαμβάνουσι τον Άγιον και ως μέγαν πταίστην τον εγκλείουσιν εις την φυλακήν, εις την οποίαν συνείθιζον να φυλακίζωσι τους εις θάνατον καταδεδικασμένους, υβρίσαντες, λοιδορήσαντες και μαστιγώσαντες αυτόν. Μετ’ ου πολύ δε εξαγαγόντες εκείθεν, τον μεταφέρουσι προς τον σεϊχουλισλάμην και εκείθεν εις τον καζασκέρην, και καθεξής προς τους λοιπούς, παντού καταμαρτυρούντες αυτού και συκοφαντούντες, ότι, ομολογήσας πρότερον εαυτόν οθωμανόν, αρνείται νυν προς χλεύην και εμπαιγμόν του προφήτου αυτών. Αλλ’ ο μεν γενναίος ούτος Μεγαλομάρτυς, έχων τα πνευματικά της πίστεως όπλα, όχι μόνον δεν εταράττετο παντελώς, αλλά και μεγαλοψύχως και αφόβως ωμολόγει τον Χριστόν Θεόν του. Οι δε πεπλανημένοι εκείνοι και άδικοι κριταί, μιμηταί του βοϊβόδα γενόμενοι, θέλοντες, ούτως ειπείν, να προσθέσωσιν ένα ακόμη ισλάμην, κατά πρώτον μεν ιδόντες την νεαράν ηλικίαν του Μάρτυρος ήρχισαν εξ υποσχέσεων και κολακειών, υποσχόμενοι αξιώματα, πλούτη, τιμάς και τα παραπλήσια· αλλ’ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, ίνα κατά τον Προφήτην είπω. Διότι ο Άγιος ταύτα απέναντι της αγίας του Χριστού πίστεως περιφρονών, όχι μόνον δεν εκάμφθη παντελώς, αλλά και τους εχλεύαζε και τους περιεφρόνει. Αλλά και εκείνοι δεν απηλπίσθησαν. Όθεν λαβόντες αυτόν κολακευτικώς τον μεταφέρουσιν εις το βεζυρικόν μέγαρον και τον παρουσιάζουσι έμπροσθεν του βεζύρου. Ο δε βεζύρης ιδών αυτόν προσεπάθει να τον καταπείση, ίνα απαρνηθή τον Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, αλλ’ ιδών το αμετάθετον της γνώμης του προσέτρεξε και αυτός εις τα δώρα. Δια να καταπλήξη όθεν ο βεζύρης όχι μόνον την ακοήν, ώσπερ οι προ αυτού έπραξαν, αλλά και τους οφθαλμούς του Αγίου, διατάσσει να φέρωσιν εκεί ίππον εστολισμένον βασιλικώς, και πληθύν χρυσίου και αργυρίου εις νομίσματα. Τούτων δε προσενεχθέντων, λέγει εις τον Άγιον· «Νεανία, εάν συγκατανεύσης εις τους λόγους μου, όχι μόνον αυτά όπου βλέπεις θα σοι δωρήσω, αλλά και με αξιώματα και τιμάς βασιλικάς θέλω σε ανταμείψει!» Ο δε Άγιος, ουδόλως προσέχων εις τε τους λόγους, τα δώρα και τας υποσχέσεις του τυράννου, είπε· «Μη χάνετε τον καιρόν σας ματαίως, αλλ’ ο μέλλετε ποιείν, ποιήσατε τάχιον. Σας διαβεβαιώ δε, ως τίμιος Χριστιανός, ότι με οποιονδήποτε θάνατον θέλετε να με θανατώσητε, χάριν του Χριστού μου Ιησού, θα τον δεχθώ προθυμότατα. Μη αργοπορείτε λοιπόν· να με κατακαύσητε θέλετε; Εγώ τα ξύλα συνάξω και την πυράν ετοιμάζω· να με απαγχονίσητε; Εγώ δια των ιδίων μου χειρών σύρω τον βρόχον· να με αποκεφαλίσητε; Δότε μοι το ξίφος να το ακονίσω όσον χρειάζεται. Τέλος, οιονδήποτε τρόπον στοχάζεσθε επονειδιστότατον, αποφασίσατε, και εγώ γίνομαι ο πρώτος υπηρέτης και εκτελεστής. Μη λοιπόν συλλογίζεσθε ματαιοπονούντες και προς κέντρα λακτίζοντες, αλλά τελειώσατε εκείνο το οποίον σκέπτεσθε». Ταύτα του Αγίου ειπόντος, νέφος παχύτατον αίσχους επεσκίασεν όλους τους εκεί παρευρεθέντας και αυτόν μάλιστα τον βεζύρην. Όθεν μη δυνάμενοι επί πλέον να ανεχθώσι την χλεύην, απεφάσισαν τέλος να τον αποκεφαλίσωσιν, αφού πλέον είδον το αδύνατον του να τον καταπείσωσι. Την αυτήν λοιπόν στιγμήν φραγγελώσαντες αυτόν, ως άλλος Πιλάτος, τον ρίπτουσιν και πάλιν εις την ειρκτήν. Τη δε επαύριον ήτοι κατά την παρούσαν δεκάτην έκτην Αυγούστου του αυτού έτους ημέραν Δευτέραν περί όρθρον βαθύν, αφού όλην εκείνην την νύκτα σκληρότατα τον εβασάνισαν, εις των ανωτέρων αξιωματικών παρακολουθούμενος και υπό ευαρίθμων στρατιωτών και του δημίου τον απάγει εις τον τόπον της καταδίκης. Και οι μεν αιμοβόροι εκείνοι δήμιοι τον εβίαζον εις τον δρόμον να τρέχη. Ο δε Άγιος φαιδρός και χαρούμενος ωσεί επορεύετο εις γάμον ή εις συμπόσιον εβάδιζε. Χριστιανούς δε τινάς απαντήσας εις τον δρόμον τους εχαιρέτησε και τους εζήτησε συγχώρησιν. Ούτοι δε εννοήσαντες τον σκοπόν της απαγωγής του, περίφοβοι ηκολούθησαν αυτόν και την συνοδείαν του μακρόθεν και αυτόπται εγένοντο του μαρτυρικού τέλους του Μάρτυρος, όστις άμα έφθασεν εις τον προσδιωρισμένον τόπον, ακριβώς εις την σημερινήν θέσιν, έξω της τον Κεράτιον κόλπον βλεπούσης πύλης του Γενί-Τζαμίου, επάνω των λιθίνων βαθμίδων της αυτής πύλης έκλινε τα γόνατα και περιέμενε τον δήμιον. Οι δε υιοί του σκότους, μη υποφέροντες την καταισχύνην, της οποίας έτυχον δια την νίκην του Αγίου, ήρχισαν και πάλιν να προβάλλωσιν εις αυτόν τας ως και πρότερον ματαιότητας λέγοντες· «Μη θελήσης, νεανία, να θυσιάσης την ζωήν σου πρόσκαιρα· λυπήσου την νεότητά σου· σκέψου πόσα καλά έχεις να στερηθής, πόσα πλούτη και βασιλικάς τιμάς, και τρυφάς σωματικάς θα χάσης, κατεχόμενος υπό ανοήτου ισχυρογνωμοσύνης». Ταύτα και πλείστα άλλα έλεγον και ενταύθα προς τον Άγιον οι άφρονες, πλην ουδαμώς ωφελήθησαν. Τέλος δε ιδόντες το άκαμπτον της γενναίας ψυχής του και παντελώς απελπισθέντες πλέον, μη έχοντες δε και τι άλλο να προβάλωσιν, έδωσαν διαταγήν εις τον δήμιον να τον αποκεφαλίση. Ων δε και ούτος της αυτής σατανικής ρίζης και την αυτήν λύσσαν κατά του Χριστιανισμού λυσσών, δεν εστάθη και αυτός κατώτερος των ομοφύλων του κατά την θηριωδίαν. Όθεν θέλων να αυξήση τον πόνον και την οδύνην του Αγίου, αφού εκ τρίτου κατήνεγκε το ξίφος κατά του τραχήλου αυτού επίτηδες ανεπιτυχώς, τέλος περιτυλίξας εις την αιμοβόρον χείρα του την κόμην της ιεράς κεφαλής του, δίκην σφαγίου τον αποκεφαλίζει ασπλάγχνως ο λιθοκάρδιος. Ούτω λοιπόν τελειωθέντος του μαρτυρίου του Αγίου, η μεν αγία αυτού ψυχή υπό φωτεινών αγγέλων εφέρθη εις τους ουρανούς, όπως απολαμβάνη παρά του μισθαποδότου Θεού τους καρπούς των μαρτυρικών αγώνων του· ο δε δήμιος μετά των λοιπών απεμακρύνθησαν ολίγον τι πέραν του ιερού του Μάρτυρος λειψάνου, όπως μικρόν ανακουφισθώσι. Δεν είχε παρέλθει ουδέ λεπτόν της ώρας, και ιδού αίφνης αστήρ καταβαίνων εξ ουρανού εστάθη άνω του λειψάνου του Μάρτυρος, σχηματίζων τον πανάγιον Σταυρόν του Σωτήρος. Μετ’ ου πολύ δε και πλήθος ανθρώπων περιεκύκλωσαν αυτό. Ταύτα δε ιδόντες οι μετά του δημίου συγκαθήμενοι, και νομίσαντες ότι Χριστιανοί ήσαν εκείνοι οι άνθρωποι, ελθόντες εκεί όπως κλέψωσι το λείψανον, ώρμησαν προς το μέρος εκείνο· αλλ’ ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Ουδένα είδον, εκτός του ιερού σώματος του Αγίου. Έκθαμβοι δε τότε επί πολλήν ώραν γεγονότες, ελογομάχουν μεταξύ των περί των φανέντων εκείνων σημείων. Ως δε υπέφωσκεν η ημέρα, και οι άνθρωποι εξυπνήσαντες ήρχισαν να περιφέρωνται εις τας οδούς, φοβηθέντες ούτοι μήπως, ιδόντες οι Χριστιανοί τα φαινόμενα, εξαιτήσωσι και λάβωσι το σώμα του Αγίου, ίνα το τιμώσι, λαβόντες αυτό το έρριψαν εντός του Κερατίου κόλπου εις την θάλασσαν, όπως βυθισθή, αλλ’ αντί να βυθισθή, ως πτηνόν επιπλέον επί των κυμάτων εξήλθε του Κερατίου κόλπου, αλλ’ άγνωστον που προσωρμίσθη και τίνες έσχον την τύχην να το απολαύσωσι. Και περί μεν του ιερού αυτού λειψάνου τόσον γινώσκομεν. Η δε αγία αυτού κάρα μετεφέρθη εις τα ανάκτορα, ως δείγμα ότι εξετελέσθησαν αι διαταγαί των ανωτέρων. Και ταύτα μεν περί του μαρτυρίου του Αγίου. Ως δε εγένετο η ημέρα και επληροφορήθησαν οι εν τοις Πατριαρχείοις τα κατά τον Μάρτυρα υπό των Χριστιανών εκείνων, τους οποίους ο Άγιος απαντήσας καθ’ οδόν τους εχαιρέτησε και συγχώρησιν τους εζήτησεν, έστειλαν κατά την συνήθειαν και εζήτησαν την ιεράν του Αγίου κάραν, προσποιούμενοι, ως εικός, ότι έμελλον να αποδώσωσιν εις αυτήν τα υπό της θρησκείας νενομισμένα. Τούτου δε γενομένου, κατ’ επίμονον αίτησιν των Χριστιανών εκείνων, αιτούντων να αποδοθή εις αυτούς η ιερά του Αγίου κάρα, την απέδωσαν οι εν τοις Πατριαρχείοις εις αυτούς, οίτινες εμβαλόντες αυτήν εις αργυράν θήκην, την κατέθεσαν εις τον Ναόν του Αγίου Δημητρίου εν Ταταούλοις, όθεν μετέπειτα λαβών ταύτην ο Σελευκείας Δοσίθεος, συμπατριώτης του Μάρτυρος, μετά τινων φορεμάτων απέστειλεν εις την πατρίδα του, ένθα κατετέθη εις την ιδίαν του Μάρτυρος οικίαν, ανοικοδομηθείσαν εις Ναόν τη προτροπή αυτού προς τους συμπατριώτας του, δια θαυμάτων ζωντανών επανειλημμένως κατ’ εκείνους τους χρόνους. Ούτως, ω φιλέορτοι, έχει ο βίος και το Μαρτύριον του Νεομάρτυρος Αποστόλου, τον οποίον συνήλθομεν να εορτάσωμεν σήμερον και να δοξολογήσωμεν τον επουράνιον ημών Πατέρα, τον θαυμαστόν εν τοις αγίοις αυτού, συν τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) του Αυγούστου, μνήμη των Οσίων και θεοφόρων πατέρων ημών ΒΑΡΝΑΒΑ και ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ του ανεψιο

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΗ΄ (18η) του Αυγούστου, μνήμη των Οσίων και θεοφόρων πατέρων ημών ΒΑΡΝΑΒΑ και ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ του ανεψιού αυτού των Αθηναίων και ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ του Τραπεζουντίου των εν τω όρει του Μελά ασκησάντων και εν ειρήνη τελειωθέντων.

Από τας αγράφους παραδόσεις, όσας οι Άγιοι Απόστολοι παρέδωσαν εις τους ακολούθους των και αλληλοδιαδόχως παρέπεμψαν εις ημάς, είναι και η σχετική με την προσκύνησιν των θείων Εικόνων, την οποίαν οι μεν άλλοι αγράφως, ως είπον, παρέδωσαν, ο δε ιερός Λουκάς και εμπράκτως την παρέδωσεν, επειδή ιστόρισε με χρώματα, καθώς ομολογεί η κοινή παράδοσις, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, βασταζόμενον ως βρέφος μέσα εις τας αγκάλας της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Από δε τας πολλάς εικόνας, όσας θα ιστόρησε, βεβαίως τρεις μόνον, άδεται λόγος, ότι έδειξεν εις την Θεοτόκον, τας οποίας αποδεξαμένη είπεν εκείνο το περίφημον ρήμα: «Η χάρις του εξ εμού τεχθέντος δι’ εμού είη μετ’ αυτών». Από δε τας τρεις, καθώς αποδεικνύουσιν οι ιστορικοί και μαρτυρούν τα βασιλικά χρυσόβουλλα και τα Πατριαρχικά σιγγιλλιώδη γράμματα, μία μεν είναι εκείνη ήτις ευρίσκεται εις το Μέγα Σπήλαιον της Πελοποννήσου, Δευτέρα δε η του Κύκκου εις την Κύπρον, και Τρίτη η εις το όρος του Σουμελά ευρισκομένη, κοντά εις την Τραπεζούντα, ήτις ονομάζεται και Οδηγήτρια. Ταύτην λέγουσιν ότι ο Απόστολος Λουκάς την περιέφερε πάντοτε μαζί του· πως δε, και πόθεν, και με ποίον τρόπον κατήντησεν εις το ανωτέρω όρος και ηθέλησε να παραμείνη εκεί τούτο ακούσατε παρακατιόντως. Αφού ο ιερός Λουκάς εις τας Θήβας της Βοιωτίας μετέβη εις Χριστόν, εις Χριστιανός, Ανανίας ονόματι, παρέλαβε την αγίαν εικόνα ταύτην και την έφερεν εις τας Αθήνας, δια δε τα άπειρα θαύματα όπου έκαμνε καθ’ εκάστην ημέραν εις εκείνους, όσοι προσέτρεχον εις αυτήν μετά πίστεως, ωκοδόμησαν οι Αθηναίοι Ναόν ωραιότατον έξω της πόλεως, μέσα δε εις αυτόν έβαλαν την αγίαν εικόνα και έμεινεν εκεί έως εις τον καιρόν του βασιλέως Θεοδοσίου του Μεγάλου. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν, άνθρωπός τις, Βασίλειος το όνομα, γέννημα και θρέμμα των Αθηνών από γονείς ευσεβείς, Κωνσταντίνον και Άνναν, ευσεβής εις τον Θεόν, ευλαβής εις την Θεοτόκον και πρόθυμος εργάτης των εντολών του Κυρίου, αφού έγινε τριάκοντα χρόνων εχειροτονήθη Ιερεύς, ευρίσκετο δε μαζί του και ένας ανεψιός του, Σωτήριχος ονομαζόμενος, και εχειροτονήθη και αυτός Διάκονος. Μίαν λοιπόν νύκτα, κοιμώμενος ο Βασίλειος, είδεν εις το όραμά του, ότι ελειτουργούσε, και μετά την τελείωσιν της θείας λειτουργίας του εφάνη ότι βλέπει εις τα δεξιά μέρη του βήματος μίαν ωραιοτάτην και υπέρλαμπρον κόρην περικυκλουμένην από άπειρον πλήθος ασπροφόρων νέων, και ότι εκείνη τον έβλεπε με ήμερον βλέμμα και του είπε· «Βασίλειε, σήκω το ταχύτερον με τον ανεψιόν σου Σωτήριχον, και αποχαιρετήσαντες όλα τα του κόσμου ενδυθήτε το μαναχικόν σχήμα, μετονομαζόμενοι συ μεν Βαρνάβας, ο δε Σωτήριχος, Σωφρόνιος». Ταύτα με θάμβος και τρόμον βλέπων και ακούων ο Βασίλειος, ενόμισεν ότι την ηρώτησε, ποία είναι αυτή όπου του φαίνεται και τον προστάζει αυτά και ότι εκείνη του απεκρίθη με πραότητα πάλιν, ότι είναι η Θεοτόκος Μαρία, η Βασίλισσα των Αγγέλων και ότι με τούτο τον παρεθάρρυνε πάλιν, ώστε αδιστάκτως να υπακούση εις το πρόσταγμά της, λέγουσα τελευταίον και τούτο, ότι υπάρχει και θα υπάρχημε αυτούς όλας τας ημέρας της ζωής των. Εξύπνησε δε παρευθύς ο Βασίλειος χαρούμενος, και πάραυτα εφανέρωνε το όραμα εις τον Σωτήριχον· και λοιπόν πιστεύσαντες ολοψύχως εις τους λόγους της Θεοτόκου, διεμοίρασαν εις ολίγον καιρόν τα υπάρχοντά των εις τους πτωχούς και ανεχώρησαν από την πόλιν, χωρίς να το ηξεύρη τις. Εις δε την οδόν από παρακίνησιν του Σωτηρίχου, ή καλλίτερα να είπω, από νεύσιν της Θεοτόκου, εμβαίνοντες εις τον Ναόν εκείνον όπου, καθώς είπομεν, έβαλαν την αγίαν της εικόνα, ρίπτοντες τον εαυτόν των κατά γης έμπροσθέν της, μετά θερμών δακρύων προσηύχοντο τοιουτοτρόπως· «Αειπάρθενε Θεοτόκε, εάν θέλη και βοηθή ημάς τους αναξίους δια μεσιτείας σου η χάρις του Υιού σου και Θεού ημών εις τούτον μας τον σκοπόν, γίνου, παρακαλούμεν, βοηθός εις ημάς, καθώς μας υποσχέθης και οδήγησέ μας έως εις τον τόπον εκείνον εις τον οποίον ηθέλησας να δοξάζεσαι, δια να ευαρεστήσωμεν και ημείς εις σε και εις τον γεννηθέντα εκ σου, και να αξιωθώμεν δια σου και της εκ δεξιών του στάσεως». Ευθύς τότε ακούουν, ω των εξαισίων θαυμασίων σου Δέσποινα! Φωνήν από την αγίαν Εικόνα όπου έλεγεν· «Ακολουθήσατέ με αδιστάκτως και ακόπως κατ’ Ανατολάς, διότι ιδού προπορεύομαι, τέκνα μου, καθώς σας προείπα, και σας συνοδεύω προς το όρος του Μελά, το οποίον ηγάπησα»· και εν ταυτώ με την φωνήν βλέπουν την αγίαν Εικόνα, όπου έβγαινεν από τον Ναόν, και εβάσταζον αυτήν δύο Άγγελοι, και ολίγον κατ’ ολίγον υψώνετο, έως ου υψώθη έως εις τα σύννεφα και πλέον δεν εφαίνετο. Περιπατούντες λοιπόν με φόβον και χαράν ενυκτώθησαν, οπότε βλέπει πάλιν ο Βασίλειος εις τον ύπνον του, ότι ανέβη επάνω εις εν υψηλότατον και σύνδενδρον όρος, και εκεί περιστρέφων παντού τα βλέμματά του, του εφάνη, ότι βλέπει πάλιν εις τα δεξιά μέρη την αγίαν Εικόνα όπου έλαμπεν υπέρ τον ήλιον με πλήθος τριγύρω της αναρίθμητον ασπροφόρων νέων, και ότι ήκουεν από αυτήν φωνήν τοιαύτην· «Μη φοβηθής, Βασίλειε, διότι εγώ είμαι· αφού λοιπόν ενδυθής, καθώς σου προείπον, το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών ομού με τον ανεψιόν σου, τρέχε να φθάσης με την ιδικήν μου οδηγίαν το όρος όπου βλέπεις εκεί πέραν όπου εγώ αναπαύομαι, διότι όταν μου οικοδομήσης εκεί Ναόν θα συναθροισθούν πολλοί δι’ αγάπην ασκήσεως, και θα εύρουν ανάπαυσιν εις τας ψυχάς των». Ταύτα ειπούσα η Θεοτόκος έγινεν άφαντος· εξύπνησε δε ο Βασίλειος, και ανατέλλοντος του ηλίου συνέχισε χαρούμενος τον δρόμον ομού με τον Σωτήριχον. Περιπατούντες κατήντησαν εις εν Μοναστήριον, εις το οποίον ήτο εις ενάρετος Ηγούμενος, Θεόδουλος, όστις τους εδέχθη με πολλήν προθυμίαν και επεριποιήθη αυτούς πλουσίως, προγνωρίζων από θείαν αποκάλυψιν τον ερχομόν των. Ούτος αφού του διηγήθη ο Βασίλειος όλην την οπτασίαν, την οποίαν προ ολίγου είδεν εις το όρος, και όσα επροστάχθη, ευθύς εκούρευσεν αυτούς Μοναχούς, καθώς η Θεοτόκος του ελάλησε, τους ενέδυσε τα Μοναχικά ενδύματα, και τον μεν Βασίλειον μετωνόμασε Βαρνάβαν, τον δε Σωτήριχον, Σωφρόνιον, διδάξας δε αυτούς επί μίαν εβδομάδα την μοναδικήν πολιτείαν, τους απέλυσε με ειρήνην, κλαίοντας και οδυρομένους τον αποχωρισμόν εκείνης της Αδελφότητος και μάλιστα του καλλίστου εκείνου ποιμένος. Αναχωρήσαντες εκείθεν και πορευόμενοι προς Ανατολάς, βλέπουν πάλιν προσευχόμενοι την ακόλουθον νύκτα εκστατικοί την Υπερύμνητον Θεοτόκον με υπέρλαμπρον φως, περικυκλουμένην από πλήθος Αγγέλων, και καλούσαν κατ’ όνομα και τους δύο λέγουσα· «Ειρήνη υμίν· διότι εγώ είμαι· μη φοβείσθε, αλλά περιπατείτε χαίροντες την οδόν όπου σας φέρει με την ιδικήν μου οδηγίαν εις το όρος». Ούτως επορεύοντο χαρούμενοι και μετά τρεις ημέρας φθάνουν εις την Κολώνειαν πόλιν, εις την οποίαν ήτο τότε Επίσκοπος ο Πέτρος, ο θείος του θαυμαστού εκείνου αναχωρητού Κυριακού, όστις υποδεχθείς αυτούς μετά χαράς, αφού έμαθεν από αυτούς την κατάστασιν και τον σκοπόν των, χειροτονεί Ιερέα τον Σωφρόνιον, φιλοξενήσας δε αυτόν τρεις ημέρας, τους απέλυσεν εν ειρήνη. Εκείθεν διεκθόντες από την Μονήν όπου είναι εις το Σείρι της Ελλάδος, την ογδόην ημέραν έφθασαν εις Λάρισαν, δια να προσκυνήσουν το λείψανον του Αγίου Αχιλλείου· εκείθεν δε έρχονται την τρίτην ημέραν εις το όρος των Κελλίων, εις το οποίον, περιερχόμενοι τα ασκητήρια των Μοναχών, είδον ένα ενάρετον άνδρα εστολισμένον με ιερωσύνην και με προφητικόν χάρισμα. Έπειτα κατασπασθέντες και την λάρνακα ενός μυροβλήτου βαρβάρου, ο οποίος από λήσταρχος, όπου ήτο πρότερον, μετανοήσας άκρως ηγίασε και ευηρέστησεν εις τον Θεόν, ανεχώρησαν από το όρος, και περιήρχοντο προς το μέρος της Μεσημβρίας πόλεις και χώρας διαφόρους, έως ότου έφθασαν εις τι Μοναστήριον της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εκείθεν πάλιν επαναστραφέντες κατά την Μακεδονίαν, έρχονται εις την Θεσσαλονίκην, όπου κατασπασθέντες την θήκην του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου, συναπαντώσιν έπειτα Μοναχόν τινα, Λάζαρον καλούμενον, ο οποίος μανθάνων δι’ αυτούς από θείαν αποκάλυψιν της Θεοτόκου, ότι από συνέργειαν του φθονερού δαίμονος επλανήθησαν από την εις το Άγιον Όρος οδόν, τους προϋπήντησε, και οδηγών αυτούς προς το όρος, τους άφησε εις τους πρόποδας αυτού εις τι Μοναστήριον, δια να διδαχθούν από τον Ηγούμενον την Μοναχικήν τάξιν, και να ίδουν και τα άλλα Μοναστήρια, αυτός δε πηγαίνων εις το Βατοπαίδιον, το ιδικόν του Μοναστήριον, μετά τρεις μήνας υπεδέχθη και εκείνους όπου ήλθον εκεί. Ο δε Ηγούμενος της Μονής, μανθάνων από αυτόν τα περί των ξένων τούτων Μοναχών και ότι είναι δούλοι της Θεοτόκου, εδόξασε τον Θεόν και τους προσεκάλεσεν εμπρός εις όλην την Αδελφότητα της Μονής, τους ησπάσθη με ευλάβειαν, και αυτός και οι άλλοι αδελφοί, και τους εφιλοξένησε κατά την συνήθειαν μίαν εβδομάδα. Μετά ταύτα ο προειρημένος Λάζαρος είπεν εις τον Ηγούμενον να απολύση τους ξένους Μοναχούς, διότι ήσαν προσκαλεσμένοι από την Θεοτόκον εις τον τόπον όπου αυτή ηγάπησεν· αλλ’ εκείνος δεν συγκατέβαινε, το περισσότερον δια ωφέλειαν των αδελφών. Ο δε Λάζαρος του έλεγεν· «Είναι αδύνατον να μείνουν ούτοι εδώ, πάτερ, ότι ουδέ εγώ, λέγει, δεν εισηκούσθην, αν και παρεκάλεσα πολλά δια τούτο την Θεοτόκον, και δια να καταλάβης το θέλημα της Θεομήτορος, έλα να υπάγωμεν εις τον λιμένα». Καταβαίνοντες δε οι δύο, ιδού και βλέπουν πλοίον πλησιάζον εις τον λιμένα. Εξελθών δε ο ναύκληρος και ερωτώμενος, τους διηγείτο, ότι ήλθαν να πάρουν τους δύο ξένους Μοναχούς, οι οποίοι είναι εδώ, τους εξεχώριζε δε έκαστον με το όνομά του, ότι χθες, λέγει, εις το πέλαγος, μη έχοντες νερόν, και ολιγοψυχήσαντες από την δίψαν, παρακαλούσαμεν τον Θεόν να μας δώση ευνοϊκόν άνεμον να πλεύσωμεν δια την Κύπρον, εν τω μεταξύ δε ολίγον υπνώσας, μου εφάνη ότι είδον γυναίκα τινά βασιλικά εστολισμένην, ήτις έλαμπεν υπέρ τον ήλιον, παρέστεκαν δε πέριξ αυτής ωραιότατοι τινές λευκοφόροι νέοι. Ταύτα βλέπων ετρόμαξα, και τότε λέγοι μοι η Βασίλισσα, καλούσά με κατ’ όνομα· «Δεν είναι, ναύκληρε Θωμά, το πλεύσιμόν σου, καθώς μελετάς, δια την Κύπρον, αλλά επανάστρεψε εις το λιμάνι του Άθωνος όρους, και ζήτησε να εύρης δύο Μοναχούς Αθηναίους, Βαρνάβαν και Σωφρόνιον καλουμένους, και αφ’ ου τους πάρης, φέρε τους εις Μαρωνίαν την πόλιν», ευθύς δε έγινεν άφαντος. Ακούσας ταύτα ο Ηγούμενος εδόξασε τον Θεόν και την Υπεραγίαν Θεοτόκον· καλέσας δε τους Οσίους τους απέλυσε, και αποχαιρετισθέντες απεχωρίσθησαν κλαίοντες εις τα ίδια έκαστος. Αφού εισήλθον οι Όσιοι εις το πλοίον και εταξίδευσαν, την τετάρτην ημέραν έφθασαν εις Μαρωνίαν, εκεί δε ανταμώσαντες τον Επίσκοπον, και ερωτώμενοι από αυτόν, του έλεγαν πως τάχα υπάγουν από τον Άθωνα εις την Ιερουσαλήμ χάριν προσκυνήσεως· ο δε Επίσκοπος, ελέγχων την υπόκρισίν των, λέγει προς αυτούς· «Και πως λοιπόν ταξιδεύοντες δια την Ιερουσαλήμ, εβγήκατε από το πλοίον, όπου εγώ το βλέπω και αρμενίζει κατά Ανατολάς»; Εκείνοι δε ζητήσαντες εις τούτο συγχώρησιν, τον παρεκάλεσαν να μη φανερώση εις κανένα τον σκοπόν των, αλλά το ταχύτερον να τους αποστείλη· ο δε Επίσκοπος τους λέγει· «Σας συμβουλεύω να υπάγετε κατά το παρόν, προπεμπόμενοι παρ’ εμού, εις το Παππίκιον όρος, δια να θαυμάσητε τα ευρισκόμενα εκεί πολλά και περίφημα Μοναστήρια, περισσότερον δε τους Μοναχούς και Ασκητάς, έπειτα πηγαίνετε την οδόν σας». Ούτοι συγκατένευσαν· τους προέπεμψε δε ο Επίσκοπος δίδων εις αυτούς οδηγόν και επιστολήν δια τον Προεστώτα του πρώτου εκεί Μοναστηρίου. Εκείνος δε γνωρίζων την κατάστασίν των από την επιστολήν όπου ανέγνωσε, και θέλων να τους δοκιμάση, τους ηρώτησε με αυστηρότητα, λέγων προς αυτούς· «Σεις πόθεν είσθε; Ότι εγώ σας βλέπω, όπου υποκρίνεσθε την ευλάβειαν, χωρίς να είσθε ενάρετοι». Στρεφόμενος δε και εις τον οδηγόν των Βησσαρίωνα, του λέγει· «Διατί έφερες εδώ αυτούς τους πλάνους και σκανδαλοποιούς; Δεν ήκουσες τον αββάν Βαρσανούφιον όστις παραγγέλλει, τους ακαταστάτους Μοναχούς να μη τους δεχώμεθα παντελώς μέσα εις το Μοναστήριον, αλλ’ έξω εις την θύραν να τους δίδωμεν τα χρειαζόμενα και να γλυτώνωμεν από αυτούς, δια να μη τύχη και εμβαίνοντες πλανήσουν τους αδελφούς»; Ταύτα δε ειπών και λαβών αυτούς από την χείρα τους έβγαλεν έξω του Μοναστηρίου. Τούτο έκαμεν ο θαυμαστός εκείνος Ηγούμενος, δια να γνωρίση αν ήσαν αληθινά ενάρετοι και ευλαβείς, και δια τούτο επρόσταξε να μη τους δοθή μήτε φαγητόν, μήτε ποτόν, αλλά μήτε να συνομιλήση τις μοναστηριακός με αυτούς έως τρεις ημέρας. Οι δε αληθινοί δούλοι του Θεού, χωρίς να σκανδαλισθούν, υπέμειναν αγόγγυστα εμπρός εις τον πυλώνα, ζητούντες από την Θεοτόκον τα συμφέροντα. Την δε τρίτην ημέραν βλέπει την Θεοτόκον ο Ηγούμενος εις τον ύπνον του, και του λέγει· «Ιδού, εδοκίμασας τους ιδικούς μου δούλους και τους εγνώρισας ειλικρινείς από την υπομονήν την οποίαν έδειξαν, δυναμούμενοι υπ’ εμού· όθεν τώρα παράλαβε αυτούς και αναπαύσας ολίγον, απόλυσον να υπάγουν κατά Ανατολάς, εμπόδισον δε αυτούς από την περιήγησιν του όρους». Αφού λοιπόν εξύπνησεν ο Ηγούμενος, στέλλει τον προειρημένον Βησσαρίωνα και τους καλεί, όταν δε ήλθαν τους λέγει πάλιν με αυστηρότητα. «Ποίοι άνθρωποι είσθε σεις; Και από ποίον τόπον; Και που υπάγετε, ούτω άφοβα ποιμαίνοντες τον εαυτόν σας»; Εκείνοι δε με θερμά δάκρυα, κύπτοντες κάτω την κεφαλήν, είπον· «Μεγάλην χάριν σοι ομολογούμεν, τίμιε πάτερ, δια την ωφέλειαν την οποίαν ελάβομεν από την αγιωσύνην σου τώρα, παρά εις κανένα άλλον καιρόν· τώρα λοιπόν εις τας χείρας σου εμπιστευόμεθα εαυτούς και εκείνο όπου σε φωτίση ο Θεός κάμε εις ημάς». Εκείνος δε, κρύπτων τα όσα του εφανέρωσεν η Θεοτόκος, τους λέγει· «Δεν θέλω να περιτριγυρίσετε το όρος, αλλά να πηγαίνετε τον δρόμον σας». Εκείνοι δε παρεκάλουν αυτόν, να παραμείνουν εις το Μοναστήριον έως τρεις χρόνους, δια να μάθουν εντελώς την Μοναχικήν τάξιν και πολιτείαν· τότε φανερών εις αυτούς ολίγον το θέλημα της Θεοτόκου λέγει· «Ούτω, τέκνα μου, εφάνη εύλογον εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και εις την Πανάχραντον Μητέρα του, να υπάγετε τον δρόμον σας κατά ανατολάς, δι’ εκείνο όπου και εκινήσατε». Όθεν κρίνοντες ότι είναι θεάρεστα εκείνα όπου τους είπεν ο Ηγούμενος, τον απεχαιρέτησαν και αυτός εναγκαλισθείς αυτούς τους ησπάσθη και ύστερον ανεχώρησαν. Περιπατούντες δε καθ’ οδόν έψαλλον οι δύο δια τους Μοναχούς όπου είδον εις το Μοναστήριον, οι οποίοι περεβάλλοντο σχεδόν με τους Αγγέλους εις την αρετήν, λέγοντες τα του Δαβίδ· «Ιδού δη τι καλόν, ή τι τερπνόν, αλλ’ ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό;… Ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ’ Αγγέλους». Έλεγε δε ο ιερός Βαρνάβας εις τον σοφόν Σωφρόνιον· «Ας μη φοβηθώμεν, τέκνον, τον κόπον της μοναδικής πολιτείας, μηδέ να λογαριάζωμεν τον εαυτόν μας ως τα περιπλανώμενα όρνεα, αλλ’ ως λογικοί όπου είμεθα, έχοντες την χάριν του Χριστού, όστις ούτως ηθέλησεν εις ημάς, ας λέγωμεν βοώντες· Κύριος φωτισμός και σωτήρ ημών, τίνα φοβηθησόμεθα; Κύριος υπερασπιστής ημών, από τίνος δειλιάσομεν»; Με τοιαύτα και άλλα παρόμοια παραθαρρύνοντες ο εις τον άλλον, και αγωνιζόμενοι εις την αρετήν ο ιερός Βαρνάβας, ο οποίος δια την παντοτεινήν της καρδίας του κατάνυξιν και την αδιάκοπον ροήν των δακρύων ήτο άλλος υιός παρακλήσεως, διώρισε δια κανόνα, κάθε ημέραν ομού με τας συνήθεις ώρας να τελειώνη το μισόν ψαλτήριον και την νύκτα το υπόλοιπον· του οποίου την ανάγνωσιν, όχι όταν ήσαν παιδία, αλλά περιπατούντες, με φιλοπονίαν την έμαθον. Περιπατούντες λοιπόν και ψάλλοντες με χαράν της ψυχής των, έφθασαν εις ένα ποταμόν, Έβρον ονομαζόμενον, ο οποίος ήτο ξεχειλισμένος από το πολύ νερόν, διότι ήτο ο μην Σεπτέμβριος· και οι μεν εντόπιοι έλεγον, ότι είναι αδύνατον να τον περάσουν, έως ότου να καταβή και να ολιγοστεύση το νερόν του ποταμού· οι δε Όσιοι έμειναν το εσπέρας εις τας όχθας του ποταμού, μη ευρίσκοντες πως να περάσουν, και παρακαλούντες τον Θεόν. Την δε αυγήν, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Κατέβη ο ποταμός, και τον επέρασαν σχεδόν αβρόχοις ποσίν· αφού δε είδον το θαύμα εκείνοι οι οποίοι παρετήρουν να καταβή ο ποταμός, διεπέρασαν και το ανήγγειλαν εις την χώραν· οι δε χωρικοί τρέχοντες έφθασαν τους Οσίους, και τους προσεκάλουν εις την χώραν των, δια να ευλογήσουν τους αγρούς των, τους οποίους κατέτρωγαν επί τρία ήδη ολόκληρα έτη η ακρίδα. Οι δε δεν ηθέλησαν, ως τάχα να μη ήσαν άξιοι εις τούτο· όθεν εγύρισαν οι εντόπιοι άπρακτοι, αν και πολύ τους παρεκάλεσαν. Αφού δε ήλθον να περάσουν τον ποταμόν, και τον εύρον περισσότερον πλημμυρισμένον παρά πρότερον, στρέφουσιν οπίσω εις τους Οσίους, και τους παρακαλούν μετά δακρύων να τους ελεήσουν, λέγοντες, ότι η ακρίδα έπεσεν ως σύννεφον και βλάπτει τα γεννήματά των. Τότε οι Όσιοι, συμπονέσαντες τα δάκρυά των, εγονάτισαν και προσηυχήθησαν εις τον Κύριον, λέγοντες· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, όστις έκαμες τα πάντα με μόνον τον λόγον σου, και λαβών χώμα από την γην έπλασας τον άνθρωπον, και με λογικήν ψυχήν και με την εικόνα σου τον ετίμησες, συ όστις δίδεις εις τα κτήνη και τα πετεινά τροφήν, όστις εις τον καιρόν της ενσάρκου παρουσίας σου με ολίγους άρτους εχόρτασας πολλάς χιλιάδας, συ, πανάγαθε Δέσποτα, διάθρεψε και τούτους, όσοι επικαλούνται το πανάγιόν σου όνομα, με την παντοδύναμον και μεγαλόδωρον δεξιάν σου, και λυπήσου όλους αυτούς και ημάς. Ναι, παρακαλούμεν σε, Κύριε Ιησού Χριστέ, όπως είπας, αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, δώσε και εις ημάς τους αμαρτωλούς και αναξίους δούλους σου, οι οποίοι με πίστιν σου ζητούμεν, Δέσποτα, το μέγα σου έλεος· και ελευθέρωσε τούτους από την φθοροποιόν ταύτην ακρίδα, ήτις κατατρώγει τα γεννήματα και την τροφήν των δούλων σου, δια της χάριτος του ανάρχου σου Πατρός, και του Αγίου σου Πνεύματος, δια πρεσβειών της Παναχράντου Μητρός σου. Αμήν». Και ω του θαύματος! Ως σύννεφον έφυγεν η ακρίς και πίπτουσα επνίγη μέσα εις τον ποταμόν· ούτω δε εδοξάσθη ο Θεός δια των Οσίων του. Έπειτα περιερχόμενοι διαφόρους πόλεις και χώρας, κατήντησαν εις Κύμψαλλον, και φιλοξενηθέντες εις την Μονήν του Τιμίου Προδρόμου, ήτις ήτο εκεί, ανώρθωσαν ένα Μοναχόν, όστις κατέκειτο πολλούς χρόνους παράλυτος, θεραπεύσαντες αυτόν με το ηγιασμένον ύδωρ το οποίον του έδωσαν και ελούσθη. Τούτο δε ο Τίμιος Πρόδρομος απεκάλυψε προς τον άρρωστον εις τον ύπνον του· διότι οι Όσιοι από την πολλήν των ταπεινοφροσύνην συστελλόμενοι δεν συγκατένευαν εις την προσευχήν που τους ηνάγκαζεν ο Ηγούμενος να κάμουν δια τον άρρωστον· το νερόν όμως όπου έφερε βιαζόμενος ο θείος Βαρνάβας, το ηυλόγησε προσευχηθείς ούτω· «Ο Θεός ο αόρατος και ακατάληπτος, ο τον παράλυτον εν τη Προβατική κολυμβήθρα ιασάμενος τη παρουσία σου, ελθέ και νυν αοράτως ώδε, και ίασαι τον δούλον σου Αυξέντιον Μονάχόν εκ της περιεχούσης αυτόν ασθενείας, δια πρεσβειών της Παναχράντου σου Μητρός· συ γαρ ει ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών, και σοι την δόξαν αναφέρομεν συν τω ανάρχω σου Πατρί, και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας. Αμήν». Μετά δε την ευχήν αφήκαν τους αδελφούς, οι οποίοι τους ευφημούσαν δια την θεραπείαν του ασθενούς, κρυφίως δε τρέχοντες εμβήκαν μέσα εις το δάσος του όρους. Εκείθεν επήγαν την άλλην ημέραν εις το Ρούσιον, πόλιν της Θράκης, εις εν Μοναστήριον, και κρούσαντες την πύλην επροστάχθησαν να προσμείνουν έξω φιλοξενούμενοι έως το Σάββατον· επειδή είχον εκεί συνήθειαν τας πέντε ημέρας της εβδομάδος την Τεσσαρακοστήν να έχουν κλειστήν την θύραν της Μονής· το δε Σάββατον ο Ηγούμενος τους ηρώτησε, ποίοι είναι, και πόθεν έρχονται και που υπάγουσι, και μαθών ότι χάριν ωφελείας περιέρχονται τα Μοναστήρια, τους ηυχήθη κατά τον πόθον των. Έμειναν λοιπόν εκεί φιλοξενούμενοι το Σάββατον και την Κυριακήν, και εκοινώνησαν τα άχραντα Μυστήρια· ύστερον συναντήσαντες εκεί ενάρετόν τινα αδελφόν από το όρος του Λάτρου, Αμβρόσιον καλούμενον, ακούοντες δε αυτόν ευφημίζοντα τους Μοναχούς και τα Μοναστήρια του Λάτρου, αποχαιρετήσαντες τους αδελφούς ανεχώρησαν έχοντες συνοδοιπόρον τον Αμβρόσιον, όστις τους εθέρμαινε την καρδίαν δια την περιήγησιν του Λάτρου. Όθεν απονεύοντες από Ανατολής εις Νότον ήλθον εις δέκα ημέρας εις την Έφεσον και ελθόντες την μεσημβρίαν εις τον Ναόν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου δια να προσευχηθούν και να τον θεωρήσουν, εύρον τας θύρας κεκλεισμένας, προβάλλοντες δε ως κλείδα την προσευχήν, ω του θαύματος! Παρευθύς ήνοιξαν μόναι των αι θύραι, αφού δε εμβήκαν μέσα και προσηυχήθησαν, εξελθόντες διηυθύνοντο κατά το Λάτριον, αφήσαντες ανοικτάς τας πύλας του Ναού. Ο δε Επίσκοπος της Εφέσου, όταν του ανήγγειλεν ο κανδηλανάπτης ότι εύρεν ανοικτάς τας θύρας και τας κλείδας εις την θέσιν των και ότι κανέν πράγμα δεν έλειπεν, στοχαζόμενος ώραν πολλήν, είπεν εις αυτόν, ότι κρυφός τις δούλος του Θεού εθαυματούργησε τούτο το παράδοξον. Φθάσαντες την πέμπτην ημέραν εις το Λάτρον (εις το οποίον λέγουσιν ότι οι αρχηγοί των Ασκητών μετετόπισαν από τα Μοναστήρια της Αιγύπτου, από θείαν αποκάλυψιν, και μετώκησαν εις τον καιρόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, δια τας συχνάς επιδρομάς των εις την Αίγυπτον Βλεμμύων Αράβων), συναπαντούν εξερχόμενοι από την Μονήν των Κελιβάρων ένα πνευματοφόρον και προφητικόν άνδρα, ο οποίος εκπλήττων αυτούς με τούτο, ότι τους εχαιρέτησε κατ’ όνομα, τους ηρώτησε δια τον οδηγόν των Αμβρόσιον, που έμεινε και διατί απεχωρίσθη από την καλήν των συντροφίαν· μετά δε τούτο προσεκάλεσε τους ξένους εις την τράπεζαν, την οποίαν προσέταξε τον μαθητήν του και ητοίμασε, λησμονών από την πολλήν του χαράν να κάμη την συνειθισμένην επιτραπέζιον ευχήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :

Δημοσίευση από silver »

Ερχόμενος δε έπειτα εις τον εαυτόν του, επέπληξε τον μαθητήν του λέγων· «Τι είναι τούτο όπου έκαμες, τέκνον, και δεν με ενεθύμισας δια την ευχήν, την οποίαν εγώ από την πολλήν μου προς τους ξένους χαράν ελησμόνησα; Διότι ολίγον έμεινε να λείψουν οι άρτοι από τον κόφινον, επειδή δεν τους ηυλογήσαμεν σήμερον· ή τάχα αρέσκεσαι να πηγαίνης καθ’ ημέραν εις την οικουμένην δια παραμικρόν άρτον»; Ευθύς τότε εγερθέντες από την τράπεζαν έκαμαν την συνειθισμένην ευχήν επάνω εις τον κόφινον. Έπειτα λέγει εις τον μαθητήν του· «Λάβε, τέκνον, από την τράπεζαν τα ανευλόγητα τεμάχια του έρτου, και βάλε από εκείνα που ηυλογήσαμεν τώρα». Ο δε μαθητής επήγε να πάρη και ευρίσκει τον κόφινον (ω των θαυμασίων σου Χριστέ Βασιλεύ!) γεμάτον από νωπούς και καθαρούς άρτους· τότε φοβηθείς εβόησε· «Δόξα σοι, Χριστέ ο Θεός». Ο δε γέρων λέγει· «Βλέπεις, τέκνον, ποίαν μεν εγκατάλειψιν ήθελε μας προξενήσει σήμερον η ιδική σου παράλειψις, ποίαν δε δύναμιν έχει η ευχή του Τρισαγίου, και μάλιστα εις την παρουσίαν τούτων των δούλων του Θεού»; Αφού λοιπόν έφαγαν με ευχαρίστησιν, επέρασαν όλην την νύκτα συνομιλούντες τα ψυχοσωτήρια· προς δε το εξημέρωμα τους προείπεν ο γέρων εκείνα όπου έμελλον να τους συναπαντήσουν εις τον δρόμον, ότι μέλλουν να περιπέσουν εις τους ληστάς, και έπειτα τους απέλυσεν εν ειρήνη. Περιπατούντες διέπλευσαν τον Μαίανδρον ποταμόν και ήλθον εις ένα μικρόν βουνόν. Οι δε κλέπται, οίτινες εφύλαττον εις την υπώρειαν, ώρμησαν έξαφνα με υψωμένα τα ξίφη εναντίον των, καθ’ ην ώραν εκείνοι εκοιμώντο, εζητούσαν δε απ’ αυτούς να εύρουν αργύρια, και μη ευρίσκοντες τίποτε άλλο από τα τρίχινα ράσα όπου εφορούσαν, τους εφοβέριζαν ευθύς να τους κατασφάξουν, αν δεν φέρουν αφεύκτως να τους δώσουν τα αργύρια όπου έχουν κεκρυμμένα εις την γην· εκείνοι δε φέροντες Μάρτυρα τον Θεόν, έλεγον· «Δεν έχομεν, τέκνα, περισσότερον από αυτά τα ενδύματα όπου βλέπετε, και από τον ξύλινον τούτον Σταυρόν», τον οποίον και δεικνύοντες με την δεξιάν χείρα, έλεγον· «Ούτος είναι όλος μας ο πλούτος, ούτος είναι ο θησαυρός μας, ούτος είναι η ελπίς της σωτηρίας μας». Ευθύς δε με τον λόγον έλαμψεν ο Τίμιος Σταυρός, και καθώς τον είδον οι λησταί, πάραυτα έρριψαν κάτω τα όπλα και έπεσαν εις τους πόδας των Πατέρων, ζητούντες συγχώρησιν και μετανοούντες, όχι μόνον δια τα τωρινά εκείνα κακά, αλλά και δι’ όλα εκείνα όπου ετόλμησαν και έκαμαν πρότερον. Ο δε ιερός Βαρνάβας, όστις είχεν εις τα χείλη του λάμπουσαν την χάριν του Πνεύματος, υπενθυμίζων εις αυτούς από το εν μέρος την άφευκτον κρίσιν της φοβεράς εκείνης ημέρας και την ακόλουθον αιώνιον κόλασιν, και από το άλλο πάλιν, παρηγορών τας ψυχάς των με το παράδειγμα εκείνων, όπου ο Κύριος όχι μόνον τους εδέχθη, αφού μετενόησαν, αλλά και τους εδικαίωσε και τελευταίον προσευχηθείς δια την σωτηρίαν των, τους έφερεν εις κατάνυξιν και μετάνοιαν. Τότε οι ανθρωπόμορφοι εκείνοι λύκοι εξέβαλον όλοι εν ταυτώ μίαν φωνήν με εν στόμα, λέγοντες· «Πάτερ τίμιε, ιδού από την σήμερον σου παραδίδομεν τας ψυχάς και τα σώματά μας, και καθώς γνωρίζεις ούτως οικονόμησε τας ψυχάς μας». Εξετάζοντος δε του θείου Βαρνάβα έκαστον εξ αυτών πόθεν και ποίας καταστάσεως ήτο πριν γίνη ληστής και από ποίαν αιτίαν κατήντησε να γίνη τοιούτος, ο εις του είπεν· «Εγώ, πάτερ, εστάθην δούλος ενός διεστραμμένου αυθέντου και δια την κακογνωμίαν του φεύγων, δεν υπέφερον πλέον να γίνω άλλου τινός δούλος, αλλά από συνεργείαν του δαίμονος έγινα τούτο όπου με βλέπεις». Ο δε άλλος λέγει· «Εγώ εφόνευσα τον αδελφόν μου, επειδή δεν συγκατένευε να μοιράσωμεν την πατρικήν μας κληρονομίαν, και φεύγων ήλθον και ηνώθην με τον άνθρωπον τούτον». Ο δε τρίτος είπε· «Εγώ από μικράς σχεδόν ηλικίας επεδιδόμην εις την κλοπήν και επειδή ήκουσα κάποτε, ότι πηγαίνουν από ένα τόπον βασιλικόν φόρον εις την Κωνσταντινούπολιν, παραμονεύων εις εν δύσβατον μέρος εφόνευσα τους περισσοτέρους ανθρώπους εξ αυτών, όμως δεν ημπόρεσα να κυριεύσω τον θησαυρόν, και δια τούτο ήλθον φεύγων από εκείνους όπου εζήτουν να με συλλάβουν και συνηριθμήθην με τούτους τους δύο, και έγινα τρίτος· και έχομεν εδώ δέκα χρόνους τώρα, όσοι δε περιπέσουν εις τας χείρας μας, τους απογυμνώνομεν και με την μάχαιραν τους φονεύομεν· αλλ’ επειδή τώρα, συνεργεία του Αγίου Θεού, όστις δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού αλλά αγαπά την μετάνοιάν του και την σωτηρίαν του, εγνωρίσαμεν σας τους Αγίους Πατέρας, σας παρακαλούμεν, δια αγάπην αυτού του Σωτήρος Θεού, να μη παραβλέψητε την σωτηρίαν μας». Ο δε ιερός Βαρνάβας, αφού τους ήκουσεν, είπε· «Τέκνα μου, αν δεν σας πνίγουν οι βρόχοι της απελπισίας, αλλά δεικνύετε καθαράν και ανυπόκριτον την υπακοήν εις εμέ, δια δε τα κακά όπου εκάμετε, δεικνύετε καθαράν την μετάνοιαν, ελάτε να γίνετε καθώς και ημείς· διότι ούτος είναι ο τρόπος, και αύτη εστίν η οδός της σωτηρίας σας». Εκείνοι δε ευθύς ως ήκουσαν αυτά, ουδέ να γυρίσουν να κυττάξουν πλέον τα όπλα δεν ηθέλησαν, αλλά χαρούμενοι ηκολούθησαν τους Οσίους τούτους Πατέρες, βεβαιώνοντες αυτούς, ότι δεν θ’ αποχωρισθούν παντελώς πλέον απ’ αυτούς. Επαναστρέψαντες είτα εις την Έφεσον, επήγαν να προσκυνήσουν τον Αρχιερέα, έχοντες συνακολουθούντας ως πρόβατα και τους προειρημένους ληστάς· εις τον οποίον διηγήθησαν και κατά μόνας όσα έπαθον και έκαμον εις την οδόν και τον παρεκάλεσαν προς τούτοις και δια τα μοναχικά φορέματα, που εχρειάζοντο οι αρχάριοι εκείνοι Μοναχοί. Ο δε Αρχιερεύς τους μεν ποτε ληστάς ποιών ρασοφόρους Μοναχούς, τους ενέδυσε τα μοναχικά ενδύματα, τους δε Πατέρας φιλοξενήσας τους διώρισε και κατοικίαν δι’ ανάπαυσιν. Εκείνην δε την νύκτα του εφάνη εις τον ύπνον του Ιωάννης ο Θεολόγος και του λέγει: «Ούτοι είναι εκείνοι οι δύο Μοναχοί, των οποίων εγώ προ ολίγου ήνοιξα τας πύλας του Ναού, αλλά το ταχύτερον απόστειλον αυτούς εις το Γαλήσιον όρος, γράφων επιστολήν εις τον εκεί Ηγούμενον, ώστε εκείνους μεν όπου συ από ληστάς έκαμες Μοναχούς να τους συναριθμήση με τους ιδικούς του αδελφούς, τον δε Βαρνάβαν και Σωφρόνιον να τους αφήση να υπάγουν εις τον προορισμόν των». Εξυπνήσας λοιπόν ο Αρχιερεύς εκάλεσε κατά μόνας τους δύο Πατέρας, και τους ηρώτησεν ορκίζων αυτούς να μη του κρύψουν τίποτε από την κατάστασίν των, πληροφορών αυτούς ότι θέλει φυλάξει εχεμυθίαν. Εκείνοι δε, εις μεν την αρχήν εσυστέλλοντο ονομάζοντες εαυτούς αμαρτωλούς, τελευταίον όμως, φοβηθέντες τον ορκισμόν, διηγήθησαν εις αυτόν όλα απ’ αρχής μέχρι τέλους, και εκείνος εναγκαλιζόμενος αυτούς με τας δύο του χείρας τους κατεφίλησε με το άγιον φίλημα και τους λέγει· «Επειδή σεις, ω τέκνα, εξεθαρρεύσατε εις εμέ το ιδικόν σας απόκρυφον, ουδέ εγώ δεν θα κρύψω από σας εκείνο το οποίον μοι εφανέρωσεν εις τον ύπνον ο Θεολόγος Ιωάννης δια σας· δια τούτο σας ώρκισα, δια να γνωρίσω από το ιδικόν σας μυστήριον οποίον είναι το ιδικόν μου, απατηλόν ή αληθινόν; Γνωρίζων λοιπόν τώρα το ιδικόν μου και το ιδικόν σας μυστήριον, ότι είναι σύμφωνα, ξεθαρρεύω και εγώ εις σας τα κρύφιά μου». Και ούτω φανερώνων και αυτός εκείνα τα οποία του απεκαλύφθησαν δι’ αυτούς, τους απέστειλε με ένα του κληρικόν εις το Γαλήσιον όρος, δίδων εις αυτούς και επιστολήν εις τον πρώτον του όρους, εις την οποίαν του έγραφε ποίαν περιποίησιν έπρεπε να κάμη εις τους ξένους. Όταν λοιπόν ήλθον εις το όρος, ο εκεί πρώτος, υποδεξάμενος και φιλοξενών αυτούς, τους μεν αρχαρίους Μοναχούς συνηρίθμησε με τους αδελφούς της Μονής, τον δε Βαρνάβαν και τον Σωφρόνιον την τρίτην ημέραν τους απέλυσε με ειρήνην θαυμάζων την ακτημοσύνην των. Επορεύοντο λοιπόν χαίροντες και δοξάζοντες τον Θεόν δι’ όλα εκείνα όπου έκαμεν εις αυτούς· ελθόντες δε την τρίτην ημέραν εις την Σμύρνην, απ’ εκεί διέβησαν την πέμπτην ημέραν εις την Μυτιλήνην, και την ακόλουθον εις την Καλλίπολιν, και εκείθεν εις την Λάμψακον, εις την οποίαν ευρίσκετο το ιερόν σώμα του ιεράρχου και θαυματουργού Παρθενίου, το οποίον ευλαβώς ασπασάμενοι μεγάλως εφιλοξενήθησαν από τον τότε Επίσκοπον, όστις εθαύμασε και δια τα άλλα προτερήματα των ανδρών, αλλά και δια την ανυποδησίαν των. Μεταβάντες από εκεί εις την πλησίον πόλιν Κύζικον, αναβαίνουσιν εις τον Μέγαν Αγρόν, εις το όρος της Σιγγριανής· του οποίου θαυμάσαντες την κεχαριτωμένην τοποθεσίαν και την εκεί περίφημον Μονήν, ήθελον να απομείνουν και εκεί, εάν δεν ηναντιώνοντο εις το θέλημα του Θεού. Ως τόσον ο Ηγούμενος της Μονής, χαιρετίζων αυτούς κατ’ όνομα, τους λέγει· «Ποίοι είναι, τέκνα, οι διαλογισμοί οι αναβαίνοντες εις τας καρδίας σας; (διότι ήτο δια προφητικού χαρίσματος εστολισμένος ο ανήρ)· δεν γίνεται τούτο, δεν γίνεται· αδύνατον να απομείνητε σεις εδώ· αλλ’ αφού αναπαυθήτε ολίγον, πρέπει να αποπλεύσητε εις την Κωνσταντινούπολιν, και εκεί θα σας φανερωθή τι πρέπει να κάμετε». Αφού λοιπόν οι Όσιοι ήκουσαν ταύτα, μεταβαλόντες γνώμην απεχαιρέτησαν τον Ηγούμενον και ανέβησαν από εκεί με πλοίον εις εξ ημέρας εις την Κωνσταντινούπολιν. Εξερχόμενοι δε από το πλοίον, εκεί όπου εσυλλογίζοντο που τάχα να καταλύσωσι προς ώραν, ιδού έρχεται εις Μοναχός από την Μονήν του Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτου, και μανθάνων ότι είναι ξένοι και νεόφερτοι και δεν έχουν, η καλύτερον να είπω, δεν ηξεύρουν που να κλίνουν την κεφαλήν, τους επήρεν εις το Μοναστήριόν του και φιλοξενών αυτούς τρεις ημέρας τους έδειξε τα εις την Πόλιν αξιόλογα Μοναστήρια και Εκκλησίας· μετά δε ταύτα, αποχαιρετήσαντες τον αδελφόν, κατέβησαν εις το λιμένα δια να αποπλεύσουν, και ευδοκία της Θεοτόκου ευρίσκοντες εν πλοίον από την Τραπεζούντα, το οποίον ητοιμάζετο να αναχωρήση εις τα οπίσω, εμβήκαν μέσα εις αυτό και την δεκάτην ημέραν έφυασαν, και εξερχόμενοι από το πλοίον επήγαν εν ώρα εσπερινού εις την Βασιλικήν Εκκλησίαν της Παντανάσσης Θεοτόκου της Χρυσοκεφάλου· αφού δε απέλυσεν ο εσπερινός, τους εδέχθη φιλικώς ο Αρχιερεύς, και την επομένην ημέραν επήγαν εις τον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Ευγενίου του Τραπεζουντίου και προσεκύνησαν την αγίαν του κάραν. Εξελθόντες είτα από την πόλιν, το βράδυ εκοιμήθησαν εις εν μικρόν Μοναστήριον της Θεοτόκου· και ιδού τους ήλθε πάλιν θείον όραμα εις τον ύπνον των, και τους ωνείδιζεν, ότι αμελούν και αναπαύονται· επειδή δε έλεγον εκείνοι ότι δεν ηξεύρουν την οδόν, τους είπεν η φωνή εκείνη· «Τον Πυξίτην ποταμόν ζητήσατε και αναβαίνοντες αυτόν περιπατείτε έως εις τας πηγάς του». Αφού λοιπόν εξύπνησαν και ήρχισαν να περιπατούν τον Πυξίτην ποταμόν, τον οποίον ζητήσαντες εύρον, λέγει ο Σωφρόνιος εις τον Βαρνάβαν· «Καθώς βλέπω, Πάτερ, κακοτοπίας έχομεν να περιπατήσωμεν, και άρτους δεν επήραμεν, αλλά να επαναστρέψω, αν σοι φαίνεται εύλογον, εις την πόλιν, να αγοράσω άρτους». Ο δε Βαρνάβας υπενθύμιζεν εις αυτόν τα θαυμάσια όπου έπραξεν ο Κύριος εις την έρημον, και τους λόγους τους οποίους είπεν εις εκείνον, όστις ηπόρησε παρομοίως, συνεβούλευε δε αυτόν να μη φροντίζη περί άρτων, αλλ’ εκείνος δεν εισήκουσε και στρέφων οπίσω έτρεχε δια να αγοράση άρτους· αφού όμως απεμακρύνθη ολίγον, εσκόνταψεν εις πέτραν τον πόδα του τόσον κακώς, ώστε και ο όνυξ του μεγάλου δακτύλου του ποδός του έπεσε, και αυτός από τον πολύν πόνον κατέπεσεν εις την γην· τρέξας δε ο Βαρνάβας πλησίον του λέγει· «Βλέπεις, τέκνον, τον μισθόν της παρακοής; Τόσους πολλούς δρόμους περιπατήσαντες, πουθενά δεν επάθαμεν κανέν κακόν, τώρα δε, με το να παρακούσης, επειράχθημεν». Ωμολόγησε δε εκείνος ότι έσφαλε, και ο Βαρνάβας, κάμνων έμπλαστρον από το χόρτον το ευρεθέν εκεί, με τα ιδικά του δάκρυα, κατέδεσε την πληγήν· ήτο δε ώρα σχεδόν έκτη. Περιπατούντων λοιπόν εις κακοτοπίας, την ερχομένην ημέραν υγιαίνων το πόδα ο Σωφρόνιος ηρώτα τον Βαρνάβαν δια το έμπλαστρον, από ποίον χόρτον ήτο· και εκείνος χαμογελών λέγει· «Δεν είναι από το χόρτον, τέκνον, αλλά από τον Θεόν η υγεία σου». Εκεί δε όπου περιπάτουν άσιτοι και άποτοι και την δευτέραν ημέραν, δοξολογούντες με ευφροσύνην ψυχής τον Κύριον, ιδού (θαυμαστή είναι,Δέσποινα, η Πρόνοιά σου!) συναντούν ένα Μοναχόν, όστις εξ αποκαλύψεως της Θεοτόκου έφερεν εις αυτούς τρεις άρτους, τυρόν και αυγά. Ευχαριστήσαντες λοιπόν τον Θεόν εις αυτά, και ενδυναμωθέντες από την τροφήν όπου έφαγον, κατέλυσαν ερχόμενοι το βράδυ εις εν χωρίον, Κουσπίδα λεγόμενον, πλησίον εις τον Πυξίτην ποταμόν, εις τους πρόποδας του όρους, εις την οικίαν φιλοξένου τινός ψαρά. Επειδή δε έμαθον, ότι τα ψάρια τα οποία έφαγον εψαρεύθησαν από τον Πυξίτην ποταμόν, ο οποίος τρέχει από το πλησίον όρος, το ονομαζόμενον Μελάς, παρεκάλουν ορκίζοντες τον ψαράν να τους οδηγήση εις το όρος εκείνο, εκείνος δε είπεν εις αυτούς, ότι ασφαλής οδηγός είναι αυτός ο ίδιος ο ποταμός. Όθεν σηκωθέντες ευθύς το πρωϊ περιεπάτουν, ελπίζοντες έως εσπέρας, ή καν την ερχομένην ημέραν, να ιδούν το ποθούμενον σπήλαιον, το οποίον και έγινε. Την δε ερχομένην ημέραν, από μεσονυκτίου κατά την συνήθειάν των προσευχόμενοι, βλέπουν, ανατέλλοντος του ηλίου, το όρος· και εις αυτό κατά την δύσιν (ω των θαυμασίων σου, Δέσποινα!) πλήθος άπειρον χελιδόνων, των οποίων των οποίων άλλαι μεν εισήρχοντο εις το σπήλαιον, άλλαι δε εξήρχοντο. Συμπεράναντες λοιπόν από το φαινόμενον, ότι πλησίον, μάλλον δε, ότι εις χείρας των έχουν το ζητούμενον, διεπέρασαν τον ποταμόν και ανέβαινον το όρος με πολύν κόπον, καθό σύνδενδρον και απεριπάτητον, αποκλίνοντες όλον προς το μέρος όπου επέτων αι χελιδόνες. Αφού δε επλησίασαν κοντά εις το σπήλαιον, ηπόρουν μη έχοντες από που και με τι τρόπον να αναβούν, διότι ήτο και από τα δύο μέρη κρημνός και χάος. Ενώ δε εστοχάζοντο τριγύρω με απορίαν, ιδού εν από τα υψηλότερα δένδρα (ω των θαυμασίων σου, Δέσποινα!) έρχεται και πίπτει αφ’ εαυτού κατ’ ευθείαν εις το σπήλαιον, και έγινεν ως σκάλα· ούτω δε αναβάντες εις το σπήλαιον εδόξαζον εκθαμβούμενοι τον Θεόν, τα δε χελιδόνια, επειδή ήσαν άπειρα το πλήθος και ως ασυνήθιστα από ανθρώπους, ίσως δε και από τον διάβολον κινούμενα, ερχόμενα με πολλήν ορμήν, τόσον δυνατά εκτυπούσαν τας κεφαλάς των Οσίων, ώστε από τον πολύν πόνονο ιερός Βαρνάβας είπεν εις αυτά· «Τι είναι τούτο το κακόν; Μήπως ήλθομεν να πάρωμεν τα πουλιά από την φωλεάν σας; Το σπήλαιον χωρεί και σας, εάν θέλετε· ει δε μη, αναχωρείτε· διότι ημείς κατ’ εικόνα Θεού εγίναμεν». Και ευθύς με τον λόγον (ω του θαύματος!) τα μεν χελιδόνια άφησαν τας φωλεάς των και έφυγαν όλα, από δε την κορυφήν του όρους ήστραψε φως· και ιδού βλέπουν επάνω εις μίαν υψηλήν πέτραν την σεβασμίαν εικόνα της Θεοτόκου, περί της οποίας είπομεν. Ευφρανθέντες λοιπόν υπερβολικά και δοξάσαντες τον Θεόν και την Θεοτόκον, ήρχισαν να καθαρίζουν το σπήλαιον από την ακαθαρσίαν όπου είχε· ηπόρουν δε συλλογιζόμενοι, διότι ο τόπος ήτο άνυδρος, πως να οικοδομήσουν τον Ναόν της Θεοτόκου. Ως τόσον ενθυμηθέντες τα νερά τα οποία ανέβλυσεν ο Θεός εις τους αχαρίστους Εβραίους από την άνικμον πέτρα, και έχοντες και αυτοί την αυτήν χάριν της πίστεως, καθώς είναι γεγραμμένον· «Επίστευσα, διό ελάλησα», καταφεύγουν εις τον Θεόν με προσευχήν και νηστείαν, λέγοντες· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο τον ισραηλιτικόν λαόν ποτε τη κραταιά σου χειρί, δια του Μωϋσέως ελευθερώσας της πικράς δουλείας του Φαραώ, και εν ερήμω εκ πέτρας ύδωρ διψώντι πηγάσας, ο τον Θεοσβίτην Ηλίαν εκ του ξηρού χειμάρρου ποτίσας, Συ και ημάς δια της Παναχράντου σου Μητρός ελευθερωθέντας των αιγυπτιακών του κόσμου ταραχών, ως οίδας, διάθρεψον· ναι, Δέσποτα Χριστέ Βασιλεύ, μη παρίδης τους δούλους σου· αλλ’ ως ποτε επί Ηλιού, διανοίξας τους καταρράκτας του ουρανού ύδωρ κατέπεμψας, ούτω και νυν, δια της Παναχράντου σου Μητρός, ύδωρ πιείν διψώσιν ημίν επίδος, δεόμεθα, ίνα και εν τούτω τω τόπω δοξασθή σου το Πανάγιον Όναμα, συν τω ανάρχω σου Πατρί, και τω παναγίω σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Στραφέντες είτα και προς την Σεβασμίαν Εικόνα της Θεοτόκου, εδέοντο ταύτα· «Δέσποινα Θεοτόκε Αειπάρθενε, η εκ των κοσμικών παγίδων ημάς ελευθερώσασα και διασώσασα έως ώδε εις τον τόπον τούτον, ον ηγάπησας, επίβλεψον επί τους δούλους σου, υπερύμνητε, και μνήσθητι ων επηγγείλω· έχεις και γαρ τη βουλήσει την δύναμιν σύνδρομον, ως μητρικήν κεκτημένη την παρρησίαν προς τον πάντα δυνάμενον· πήγασον ουν ημίν ύδωρ εν τώδε τω τόπω και προς αναψυχήν της ημών ασθενείας και προς οικοδομήν του ιερού σου Ναού, ίνα εν τούτω δοξάζοντές σε και τον εκ σου τεχθέντα Κύριον, τον εν Πατρί και Πνεύματι προσκυνούμενον, και τα ευάρεστα αυτώ ποιήσαντες, καταξιωθώμεν δια σου και της των ουρανών βασιλείας». Και μετά το Αμήν (ω ταχίστων δωρεών σου, Δέσποινα!), εξήλθε φωνή από την αγίαν Εικόνα, λέγουσα· «ιδού, αγαπητοί, σας δίδεται νερόν από την άνικμον πέτραν παντοτεινόν και ιαματικόν, όχι μόνον δίψης σωματικής, αλλά και κάθε ασθενείας εις εκείνους που το πίνουν μετά πίστεως». Και ευθύς με την φωνήν εσχίσθη η πέτρα, η οποία ήτο επάνω του σπηλαίου, υποκάτωθεν της αγίας Εικόνος, και εστάλαξε μεγάλας σταγόνας ύδατος, καθώς και έως την σήμερον φαίνεται, διότι δεν παύει ούτος ο θεόβρυτος σταλαγμός. Ευχαριστήσαντες όθεν τον Κύριον, απέβαλον έκτοτε κάθε ολιγοψυχίαν και αμφιβολίαν εις όσα τους υπεσχέθη η Θεοτόκος· και προς μεν το παρόν τότε έκαμον καθώς ηδυνήθησαν πρόχειρα εις μίαν γωνίαν του σπηλαίου εν κελλίον, και μένοντες άσιτοι δέκα επτά ημέρας, ετρέφοντο με τα ευρισκόμενα εκεί χόρτα. Ο δε Κύριος, όστις και τον Προφήτην Ηλίαν έτρεφέ ποτε με τα όρνεα, ουδέ τας τούτων γαστέρας άφησεν εις πολύν καιρόν αστηρίκτους από άρτον· διότι ο Ηγούμενος της Μονής του Τιμίου Προδρόμου εις το Ζαβουλών, ήτοι Βαζελών προς την Δύσιν, δι’ αποκαλύψεως του Προδρόμου έστειλεν εις αυτούς τρεις Μοναχούς, και τους έφεραν με τον ημίονον αρκετά τα χρειαζόμενα· και όχι μόνον τούτο, αλλά και όταν οικοδομούσαν παρεκκλήσιον εις το όνομα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, φιλόχριστοί τινες ελθόντες τους εβοήθησαν προθυμότατα (διότι έφθασε και ευφημίσθη η αρετή των) από το πλησίον χωρίον Κουσπίδα. Εγκαινιάσαντες λοιπόν το παρεκκλήσιον, το οποίον έκτισαν, με τους ευλαβεστάτους κληρικούς όπου έστειλαν και τους έφεραν από τον Επίσκοπον της Τραπεζούντος, ήρχισαν να κτίζουν και τον Ναόν της Θεοτόκου, επειδή όλοι οι εις τα γύρω χωρία φιλόχριστοι έφερον εις αυτούς πλούσια τα χρειαζόμενα εις την οικοδομήν των. Αφού δε ετελειώθη ο θείος Ναός της Θεοτόκου, ανέβη να τον ίδη με πολλούς άλλους προσκυνητάς και ο ευσεβέστατος βασιλεύς Τραπεζούντος, Αυγουστάλιος Κορτίκιος, όστις θαυμάζων πολλά την ωραιότητα του Ναού και την ακτημοσύνην των Οσίων, και την χάριν την οποίαν η λαμπρά ζωή και η διδασκαλία των ήστραπτε, τους έδιδε δύο λίτρας χρυσίου· εκείνοι όμως δεν το εδέχθησαν, λέγοντες, ότι όσοι πραγματεύονται τον πολύτιμον εκείνον μαργαρίτην, δεν χρειάζονται εκείνα τα οποία χρειάζονται οι πραγματευταί των φθαρτών· αντί δε του χρυσίου τον παρεκάλεσαν να ενθυμίση εις τον Επίσκοπον δια τον εγκαινιασμόν του Ναού, τον οποίον έκτισαν, διότι τούτο χρειάζονται. Ο δε βασιλεύς, λυπηθείς πολύ δια την ελεημοσύνην του, την οποίαν δεν εδέχθησαν, εσυλλογίζετο την δυσκολίαν και τον πολύν κόπον, ακόμη και το επικίνδυνον όπου είχεν η εις το σπήλαιον ανάβασις, εξαγαγών δε ικανά αργύρια από τον κόλπον του, τα έβαλεν αναχωρών κρυφά μέσα εις εν μέρος της Μονής, παρακαλών τους Οσίους με εν σημείωμα, το οποίον έκλεισε μέσα, να δεχθούν αφεύκτως αυτήν την μικράν του δωρεάν, και να ευκολύνουν την ανάβασιν του σπηλαίου δια να είναι εις τον καθένα εύκολος η ανάβασις. Επιστρέψας εις την Τραπεζούντα ενεθύμισεν εις τον Επίσκοπον δια τον εγκαινιασμόν του Ναού, μάλιστα επήρεν αυτόν και επήγαν μαζί, ενεκαινιάσθη δε ο Ναός της Θεοτόκου εις τους 386 χρόνους από Χριστού. Οι δε Όσιοι από τα αργύρια του βασιλέως όχι μόνον την ανάβασιν του σπηλαίου διώρθωσαν, αλλά και κοιμητήριον ακόμη έκτισαν υποκάτω εις το ιερόν βήμα του Ναού. Από τότε λοιπόν φημιζόμενα αφ’ ενός μεν τα θαύματα, τα οποία έκαμνεν η αγία Εικών εις όσους με πίστιν προσέτρεχον, και αφ’ ετέρου η αγγελική ζωή των Οσίων, εκ τούτου επερίσσευε τόσον ο αριθμός των Μοναχών όπου εκεί εμόναζον και εκείνων όπου ήρχοντο εις προσκύνησιν, ώστε ο ιερός Βαρνάβας έκτισε και Ξενοδοχείον εις την υποκάτωθεν πεδιάδα, κοντά εις το σπήλαιον, δια να αναπαύωνται από την μακράν των οδοιπορίαν οι ερχόμενοι, ούτω δε να γίνεται εις αυτούς η εις το σπήλαιον ανάβασις ευκολωτέρα. Προς δε τούτοις έκτισε και ιερόν Ναόν των ισαποστόλων Βασιλέων Κωνσταντίνου και Ελένης, παρακινούμενος δ’ εκ τούτου και ο ιερός Σωφρόνιος έκτισε και αυτός άλλον Ναόν εις το όνομα της Αγίας Βαρβάρας· οι οποίοι Ναοί φαίνονται σωζόμενοι μέχρι της σήμερον, έχοντες και γλυκύτατον ύδωρ τρεχούμενον. Ο δε ιερός Βαρνάβας, μιμούμενος τους παλαιούς Οσίους, Αντώνιον, Παχώμιον και Ιλαρίωνα, εις τας διωρισμένας τεσσαρακοστάς και νηστίμους ημέρας, αναχωρών από το Μοναστήριον (διότι αντί εαυτού άφηνε τον ανεψιόν του να φροντίζη δι’ αυτό, καθό αρκετόν τότε πλέον ίνα διδάσκη τους αδελφούς), διέτριβε κατά μόνας εις την επάνωθεν έρημον, τρεφόμενος μόνον με τα ευρισκόμενα εκεί άγρια χόρτα. Και ποτε, κατ’ Αύγουστον μήνα, προσευχόμενος και ομιλών κατά μόνας με τον Θεόν, εκεί εις το ασκητήριον, ων δε σχεδόν εξηντλημένος από την ασιτίαν, είδε θαυμαστόν φως· και καθό μεν έχων προητοιμασμένην και ατάραχον την καρδίαν του, ίστατο ομοίως ατάραχος· το δε φως εκείνο ήτο προμήνυμα της παρουσίας της Θεοτόκου, και ουχί φως του σκοτεινού πνεύματος, το οποίον, ως λέγει ο θείος Παύλος, μεταμορφούται εις Άγγελον φωτός, ήτις εφάνη εις αυτόν ως Μήτηρ του ανεσπέρου φωτός, καθώς Εκείνη ηθέλησε, και αυτός ηδύνατο να ίδη, κρατούσα δε εις την δεξιάν της τον Τίμιον Σταυρόν και εις την αριστεράν κλάδον ελαίας παρεθάρρυνεν αυτόν λέγουσα ποία είναι, και δίδουσα εις αυτόν εκείνα τα οποία εκρατούσεν εις τας χείρας Της λέγει εις αυτόν· «Λάβε τον αρραβώνα τούτον, δια την από του κόσμου τούτου αναχώρησιν· διότι μετά την μνήμην της εορτής μου, την τρίτην ημέραν μέλλει να αναχωρήσης με ειρήνην και να προστεθής εις τους πατέρες σου». Αφού ήκουσε ταύτα ο Όσιος, κλίνας τα γόνατα παρεκάλει και δια τον ανεψιόν του, όστις υπέμεινε και εκείνος τους αυτούς αγώνας. Η δε Κυρία Θεοτόκος του είπεν· «Μη ανησυχής δι’ εκείνον, ότι εις και ο αυτός τάφος θέλει είναι και των δύο σας»· ευθύς δε έγινεν άφαντος. Επανέστρεψε τότε ο Όσιος από την έρημον εις το σπήλαιον όλως ηλλοιωμένος και παρηγορήθησαν και οι αδελφοί και αυτός· αυτός μεν διότι τους εύρεν ειρηνικούς, εκείνοι δε διότι απήλαυσαν υγιά τον πατέρα των. Μετά δε την αγρυπνίαν της Κυριακής και την απόλυσιν της λειτουργίας, την οποίαν ο ιερός Βαρνάβας ομού με τον Σωφρόνιον ελειτούργησαν, επάνω εις την τράπεζαν διηγήθη εις τους αδελφούς μίαν τοιαύτην παραβολήν λέγων· «Μου διηγήθη εις από τους πατέρας, ότι ήτο εις Ηγούμενος ενός Μοναστηρίου· ο δε βασιλεύς ακούων δι’ εκείνον, έστειλε γραμματοφόρον τινά κόμητα, και τον εκάλεσεν ίνα έλθη ενώπιόν του· ο δε Ηγούμενος, μη δυνάμενος να εναντιωθή εις τον βασιλέα, εκάλεσε τους αδελφούς της Μονής και τους λέγει· «Δεν ηξεύρω, τέκνα, πως το έπαθεν ο βασιλεύς και ενεθυμήθη την ιδικήν μου ταπεινότητα και με προσκαλεί, καθώς βλέπετε, με τα ίδια του γράμματα· και εγώ μεν τώρα υπάγω, χωρίς να ηξεύρω πόσα έχουν να μου συμβούν, ουδέ τι έχει να γεννήση η αυριανή ημέρα· σεις δε, τέκνα, ηξεύρετε ότι νύκτα τε και ημέραν δεν έπαυσα από του να συμβουλεύω τον κάθε ένα σας τα ψυχοσωτήρια. Καθώς λοιπόν παρελάβετε την τάξιν και τον κανόνα της Μονής, ούτω να τα κρατήτε». Μετά ταύτα αποχαιρετήσας αυτούς ανεχώρησεν. Αφού δε επήγεν εις τον βασιλέα και τον επροσκύνησε, και τον υπεδέχθη μετά χαράς, επλησίασε την μητέρα του βασιλέως παρακαλών αυτήν να προστατεύη την Μονήν, από την οποίαν αυτός ανεχώρησε, και εκείνη, νεύσαντος του βασιλέως, κατεστάθη επίτροπος, ώστε να μη τολμά τις ποτε να βλάπτη με κανένα τρόπον την από τότε βασιλικήν εκείνην Μονήν. Ο δε βασιλεύς επήρε και άλλον ένα από τους αδελφούς της Μονής εις την υπηρεσίαν του». Έπειτα πάλιν τους λέγει· «Ηννοήσατε, τέκνα, την παραβολήν»; Εκείνοι δε είπον· «Όχι, πάτερ, αν συ ο ίδιος δεν μας την εξηγήσης». Και εκείνος είπεν· «Την παραβολήν, τέκνα, ύστερον από ολίγον καιρόν μέλλετε να καταλάβετε· συ δε, τέκνον μου Σωφρόνιε, επειδή καθώς βλέπεις εγήρασα, και τον καιρόν του θανάτου μου δεν τον ηξεύρω, ύπαγε και φέρε μου εδώ χάρτην και μελάνην, δια να διατάξω εις σας, τα πνευματικά μου τέκνα, οι οποίοι ομού με εμέ εβαστάσατε το βάρος και τον ασκητικόν καύσωνα της ημέρας, μίαν περιληπτικήν διδασκαλίαν και κανόνα δια παρηγορίαν σας».

Η Διαθήκη του Οσίου Βαρνάβα.
«Εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν».
Ευλογητός ο Θεός ημών, ο εν Τριάδι Αγία υπό πάντων προσσκυνούμενος και δοξαζόμενος, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, με την χάριν του οποίου δια της Θεοτόκου είθε να διαφυλαχθώμεν ειρηνικοί και από τον εχθρόν μας ανεπιβούλευτοι· εγώ μεν τώρα, ω τέκνα, υπάγω εις τον Θεόν, και ο καιρός της αναχωρήσεώς μου έφθασε. Σεις δε, εν όσω έχετε καιρόν, πρέπει να φροντίσετε δια τας ψυχάς σας, ηξεύροντες καλώς, ότι μετά την παρούσαν ζωήν δεν ισχύει τίποτε η μετάνοια, αλλ’ εδώ μεν είναι ο καιρός των αγώνων, εκεί δε ο της πληρωμής και των στεφάνων· και ότι τα γλυκά και χαροποιά του κόσμου τούτου γλυκαίνουν και χαροποιούν εις ολίγον καιρόν την αίσθησιν μόνον, ευθύς δε φθείρονται και χάνονται· αλλά η ευφροσύνη και η λύπη των μελλόντων είναι παντοτεινή. Επειδή δε από αμέλειαν και μόνον εκπίπτομεν από την σωτηρίαν την επιθυμητήν, πρέπει να φυλάξωμεν με κάθε τρόπον και με όλην μας την δύναμιν, συνεργούντος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Αειπαρθένου αυτού Μητρός, τας σωτηρίους του εντολάς, την πίστιν και την ελπίδα, αι οποίαι ενεργούνται μάλιστα με την αγάπην, την εις τον Θεόν και την εις τον πλησίον· διότι ο Θεός, καθώς λέγει ο ηγαπημένος Ιωάννης, αγάπη είναι και όστις μένει εις την αγάπην, με τον Θεόν μένει, και ο Θεός με αυτόν· ο δε Κύριος λέγει· με τούτο θα γνωρίσωσιν όλοι, ότι είσθε ιδικοί μου μαθηταί, εάν έχετε αγάπην αναμεταξύ σας. Αλλά και ο Απόστολος λέγει· εάν έχω τα πάντα, και αγάπην δεν έχω, τίποτε δεν ωφελούμαι. Κοντά δε εις την αγάπην πρέπει να επιδιώκωμεν και την καθαρότητα του σώματός μας, δια να κατοικήση η χάρις του Αγίου Πνεύματος εις ημάς τους εμψύχους ναούς του, και να γεμίση τας ψυχάς μας από τον αγιασμόν και την ευωδίαν του,αποφεύγοντες τας κοσμικάς συνομιλίας και τα ηδονικά φαγητά. Να αποφεύγωμεν τα πάθη και όλα μεν τα άλλα, ιδιαιτέρως δε όσα βλάπτουν την φιλαδελφίαν, σπουδάζοντες με κάθε τρόπον να φυλάττωμεν το ειρηνικόν και ήμερον ήθος, ώστε και αν συμβή ποτε να οργισθώμεν αναμεταξύ μας, να μη βασιλεύη ο ήλιος επάνω εις την οργήν μας, καθώς είναι γεγραμμένον, αλλά την ιδίαν ημέραν να επιστρέφωμεν εις το καλόν, την αγάπην, διότι χωρίς αυτήν δεν είναι δυνατόν να ίδωμεν τον νοητόν ήλιον. Να φυλάττωμεν τας θυρίδας των αισθήσεών μας δια των οποίων εισέρχεται ο θάνατος, καθώς λέγει η Γραφή, τας δε προσβολάς των κακών λογισμών μηδέ εις την αρχήν να μη δεχώμεθα, δια να μη εμφωλεύσουν εντός μας και μας προξενούν έπειτα κόπους δια να τας διώξωμεν, επειδή γίνονται δυσκολονίκητοι, αλλά να τας αποπέμπωμεν έξω με τα όπλα της νηστείας και της προσευχής και των δακρύων και ιδιαιτέρως με την ενθύμησιν του θανάτου και της κολάσεως, ετοιμαζόμενοι κάθε ώραν δια την υπάντησιν του Χριστού. Να μη εμπιστευώμεθα εις την σάρκα μας, και να μη ανοίγωμεν θύραν εις τα πάθη, τρώγοντες χορταστικά· αλλά όταν σκιρτά και ατακτή η σάρξ, να την θλίβωμεν, ταπεινώνοντες αυτήν με πόνους και νηστείαν, ώστε και αυτόν τον καθημερινόν άρτον μεμετρημένον και κρίθινον να τον τρώγωμεν, τον δε οίνον να μη πολυμεταχειριζώμεθα. Να μιμώμεθα τα κατορθώματα και τας αρετάς των μακαρίων πατέρων μας, και να παραμένωμεν εις την έρημον έως τέλους, εις την οποίαν και προσεκλήθημεν, αγρυπνούντες και προσευχόμενοι, δια να μη εισέλθωμεν εις πειρασμόν. Να πλουτούμεν τον αναφαίρετον και τιμιώτατον πλούτον της μακαρίας ταπεινοφροσύνης και της αμερίμνου ακτημοσύνης, ευχαριστούμενοι εις τας διατροφάς και τα σκεπάσματα όπου έχομεν, καθώς παραγγέλλει ο ουρανοβάμων Απόστολος. Όποιος νομίζει ότι στέκει, να μη υπερηφανεύεται εις τον πλούτον της αρετής του, και να μη τον αναφέρη εις την ιδικήν του δύναμιν, ή να μη κατακρίνη, ως ο Φαρισαίος εκείνος, εκείνους όπου δεν κατορθώνουν την αρετήν, δια να μη πάθη υπερηφάνειαν και πέση· αλλά εάν τις αγαπά να κατακρίνη, τον εαυτόν του μάλιστα ας κατακρίνη παντοτεινά, εξετάζων, εάν λησμονή τα οπίσω κατορθώματα, να εξαπλώνεται και να προθυμοποιήται εις τα έμπροσθεν. Να μη λησμονήτε την φιλοξενίαν, ώστε και αυτούς τους πόδας των ξένων να νίπτετε με ταπεινοφροσύνην, μιμούμενοι τον Χριστόν, όστις και το επρόσταξε, δια να απονίψωμεν ομού με το νίψιμον των ξένων ποδών και το ιδικόν μας μεγαλώτατον αρρώστημα, την οίησιν, λέγω, και να την θεραπεύσωμεν. Από τας πολλάς και διαφόρους κακοτοπίας της μετανοίας, και από τους διαφόρους τρόπους τους καθαρτικούς της πολυπλόκου αμαρτίας, να κυνηγούμεν τον πλέον ευκολώτερον και ακοπίαστον, ότι τα δάκρυα της τεθλιμμένης καρδίας, η νηστεία, η προσευχή, η χαμαικοιτία, και ό,τι άλλο ωφέλιμον της μετανοίας ιατρικόν, κατορθώνεται με κόπον, αλλά το να συγχωρήσωμεν εκείνους οι οποίοι πταίουν εις ημάς, και χωρίς κόπον μας προξενεί την συγχώρησιν, και σφοδρότερον λυπεί εκείνον ο οποίος μας ελύπησεν, επειδή θα τον κάμνη να αισθανθή και το σφάλμα του, και να γίνη ο πρότερον αχάριστος ευχάριστος εις εκείνον που τον συνεχώρησε. Ταύτα, αδελφοί και πατέρες, ολίγα από πολλά, διέταξα εγώ εις σας τελευταίον, σεις δε ωσάν φρόνιμοι, προσθέτοντες και τα περισσότερα, μη αμελείτε να νουθετήτε τους αρχαρίους τα καλά και ψυχοσωτήρια, παρακινούντες αυτούς το περισσότερον με το ιδικόν σας παράδειγμα εις τον αγώνα της αρετής, επειδή εις εκείνην την φοβεράν ημέραν θέλουν ζητηθούν αι ψυχαί των από τας ιδικάς σας χείρας. Αλλά και οι αρχάριοι χρεωστείτε, καθώς παραγγέλλει ο Απόστολος, να πείθεσθε εις τους Ηγουμένους σας και να υποτάσσεσθε κατά πάντα εις τους προεστώτας της αδελφότητος· επειδή και αυτοί αγρυπνούν δια τας ψυχάς σας, διότι μέλλουν να δώσουν απολογίαν· και ούτω, καθώς λέγει ο Κύριος, άλλοι μεν προπορευόμενοι, άλλοι δε ακολουθούντες, θα έχετε εξ άπαντος και την Υπερύμνητον Θεοτόκον δια της χάριτος της αγίας Εικόνος της προστάτριαν, ώστε να φροντίζη και να σας βοηθή εις όλα τα ψυχοσωτήρια. Ταύτα αφού υπηγόρευσεν ο θείος Βαρνάβας, επήρεν από τον Σωφρόνιον τον κονδυλοφόρον και έγραψε και άλλην διδασκαλίαν ιδιοχείρως, γράψας ούτω: Όποιος, τέκνα μου γενόμενος Μοναχός παραμείνη έως τέλους εις τούτον τον ερημικόν και απαρηγόρητον τόπον της στενοχωρίας, και φυλάττη την μοναχικήν ακολουθίαν και τάξιν απαρασάλευτον, του δίδω εγγυήτριαν την ιδίαν Θεοτόκον, ότι εξ άπαντος εις την ημέραν της κρίσεως θα λάβη συγχώρησιν από τον δίκαιον Κριτήν, δι’ όσα ως άνθρωπος έσφαλεν εις τούτον τον κόσμον· διότι δεν είναι άδικος ο Θεός, ώστε να λησμονήση εκείνα που εκοπίασεν εδώ ο καθείς καθώς ηδυνήθη, και να μη του αποδώση την σωτηρίαν του, αν φυλάττη και τα άλλα της Μοναχικής τάξεως, και προς τούτοις και τον Κανόνα της προσευχής, τον οποίον εγώ ο ταπεινός διέταξα, να δοξολογή επτά φοράς την ημέραν τον Κύριον, Όρθρον μετά της Πρώτης Ώρας, Τρίτην, Έκτην, Ενάτην Ώραν, Εσπερινόν, Απόδειπνον και Μεσονυκτικόν, και δεν απολείπηται και από την θείαν λειτουργίαν, εκείνος δε όστις ηξεύρει γράμματα να αποστηθίζη και το ιερόν Ψαλτήριον, ότι και ο Μοναχός, με την απονέκρωσιν των παθών, ψαλτήριον του Αγίου Πνεύματος είναι και λύρα και τύμπανον, σφάζων με την μάχαιραν του πνεύματος το τριμερές της ψυχής, τον θυμόν, την κακήν επιθυμίαν και την υπερηφάνειαν. Εκείνοι λοιπόν όπου φυλάττουν αυτά δεν είναι μακράν από την Βασιλείαν των ουρανών. Διότι εγώ ηξεύρω, ότι μετά την ιδικήν μου θανήν ο τόπος ούτος θα γίνη ακατοίκητος ικανούς χρόνους, και θα ερημώση από τας συχνάς επιδρομάς και θλίψεις και ενοχλήσεις των εθνικών, αλλ’ η Μήτηρ του Θεού ημών Χριστού πάλιν θα δοξάση τον ιδικόν της Βασιλικόν Οίκον, γεμίζουσα αυτόν ομοίως ως και πρότερον από Μοναχούς· εκείνοι όμως, οι οποίοι θα συναχθούν τότε, θα είναι φίλαυτοι περισσότερον και φιλοκτήμονες, παρά ακτήμονες και φιλήσυχοι, έχοντες σκοπόν και τέλος της αρετής που μεταχειρίζονται, όχι αυτό το καλόν, αλλά την φιλαυτίαν το περισσότερον· επισφραγίζων λοιπόν την διαθήκην μου, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, γράφω ούτω.
Ο ελάχιστος των Ιερομονάχων και προεστώς της εν τω Μελά Σεβασμίας Μονής της Θεοτόκου
Αυγούστου 18 κατά το 412 έτος από Χριστού ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ

Κοντά λοιπόν εις εκείνα τα οποία εγγράφως διέταξε, διδάσκων και άλλα κατόπιν περισσότερα τους παρόντας με το στόμα, και ευξάμενος δι’ αυτούς, και δίδων και λαμβάνων συγχώρησιν, εκείνους μεν εξαπέστειλεν εις διακονίαν, τον δε Σωφρόνιον, υποκρινόμενος πρόφασιν, ότι τάχα διψά, εζήτησε να υπάγη να του φέρη νερόν από την βρύσιν της Αγίας Βαρβάρας ειπών· «Δια να πίω και να σε ευλογήση η ψυχή μου, και να μένης ευλογημένος». Όταν λοιπόν έλειπεν ο Σωφρόνιος εις το νερόν, ο ιερός Βαρνάβας εισερχόμενος με σπουδήν και ταχύτητα εις τον Ναόν, εφόρεσε την ιερατικήν στολήν, και φιλών με δάκρυα την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου, έβαλε την διαθήκην του επάνω εις την αγίαν Τράπεζαν, προσευξάμενος θερμώς υπέρ των αδελφών· έπειτα εξελθών εμβήκεν εις το κοιμητήριον, και παρέδωκεν εκεί εις χείρας Θεού την αγίαν του ψυχήν, χωρίς να λάβη καν αίσθησιν ουδέ μιας ασθενείας. Ο δε Σωφρόνιος τρέχων επανέστρεψε (διότι υπωπτεύθη από την διαθήκην και τρόπον τινά, επρογνώρισε το πλάσμα) και ζητών αυτόν παντού εις το σπήλαιον, τελευταίον τον εύρε μέσα εις το κοιμητήριον όπου ανελπίστως ύπνωσε με συστολήν τον ύπνον, ο οποίος πρέπει εις τους μακαρίους, και επεριχύθη εις το νεκρόν σώμα και με στεναγμούς και δάκρυα έλεγε θρηνών ταύτα· «Ανεχώρησας, λοιπόν, πάτερ, ο οδηγός της σωτηρίας μου, αφήνων εμέ ούτω αίφνης; Ώστε πλάσμα και υπόκρισις ήτο, καθώς φαίνεται, η δίψα του νερού, και μου επρόσθεσε κόπον και πόνον επάνω εις το πρόσταγμά σου, δια να μη ευρεθώ παρών και απολαύσω τας πλουτοποιούς ευχάς σου, ο οποίος εδίψησες όχι δίψαν νερού, αλλά το να υπάγης εις τον Χριστόν»! Κυλιόμενος δε εμπρός εις τους αγίους πόδας του, εφώναζε· «Παράλαβε και εμέ, πάτερ, καθώς μου υπεσχέθης». Αναμεταξύ δε εις αυτά, γενόμενος ως εκστατικός, εσηκώθη και έτρεξεν εις τον Ναόν, και κατασπασάμενος την αγίαν Εικόνα, επήρε την διαθήκην του μακαρίου πατρός, και υπέγραψε και αυτός μέσα εις αυτήν ούτω. «Αειπάρθενε Θεοτόκε, διαφύλαξε με ειρήνην και ομόνοιαν τους αδελφούς μας, όσοι προσέρχονται μετά πίστεως εις τούτον τον θείον Ναόν σου, και δίδε τους όλα τα ζητήματα τα οποία είναι δια την σωτηρίαν των, δια πρεσβειών του αγαπητού σου και πατρός ημών Βαρνάβα. Σεις δε, αδελφοί και πατέρες και τέκνα του Κυρίου αγαπητά, φυλάξατε προθύμως αυτά τα οποία διέταξεν εδώ ο κοινός πατήρ ημών Βαρνάβας, και ακολουθείτε τα ίχνη του με όλην σας την δύναμιν, και μη λυπείσθε, διότι η Υπερευλογημένη Θεοτόκος, δια πρεσβειών του πιστού της δούλου και διδασκάλου μας, δεν παύει από του να σας διαφυλάττη και να σας σκέπη, δια να παρασταθήτε άξιοι εις την μέλλουσαν ημέραν της κρίσεως εκ δεξιών του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού· ου η χάρις και το άπειρον έλεος εύχομαι να διατηρή αβλαβείς όλους σας. Αμήν». Αφού δε έγραψεν αυτά, έθεσε πάλιν τον χάρτην επάνω εις την αγίαν Τράπεζαν, αυτός δε φορέσας όλην την ιερατικήν του στολήν, εμβήκεν εις το κοιμητήριον, και σχηματίζων τον εαυτόν του κατά το συνειθισμένον, εκοιμήθη ειπών· «Κύριε, εις χείρας σου αποθέτω την ψυχήν μου», και ούτω προσετέθη και ο ιερός Σωφρόνιος εις τον πνευματικόν του πατέρα. Οι δε αδελφοί, οι οποίοι εστάλησαν εις διακονίαν, ερχόμενοι το βράδυ και μη ευρίσκοντες κανένα από τους πατέρας, επληγώθησαν κατά την καρδίαν, και όμως ενόμισαν κατά το παρόν, ότι περιέρχονται εις την ανωτέραν έρημον, καθώς είχον συνήθειαν· αφού δε και εκεί εζήτησαν και δεν τους εύρον, εθρηνούσαν την ορφανίαν των, ονομάζοντες συχνά τους φωστήρας, τους προστάτας, τους αγαπητοτάτους πατέρας των, και ηπόρουν αναμεταξύ των λέγοντες ο ένας εις τον άλλον: «τάχα επροτίμησαν να συγκατοικούν με τα θηρία παρά με ημάς τους απειθείς; Ή τάχα με τον Θεόν, και απέθαναν, καθώς ο θείος πατήρ το υπέδειξε πρότερον με την παραβολήν εκείνην την οποίαν μας είπε»; Μανθάνοντες δε από ένα αναγνώστην τα γενόμενα, τρέχοντες εμβήκαν εις το κοιμητήριον, και ευρόντες αυτούς ανεστέναξαν μετά κλαυθμού, κατακόπτοντες τον εαυτόν των απαρηγόρητα, δια εκείνα τα οποία ανελπίστως έβλεπαν. Εμβαίνοντες μετά ταύτα οι αδελφοί εις τον Ναόν παρεπονούντο εις την Θεοτόκον δια εκείνο όπου έγινε, τρόπον τινά έξω φρενών γενόμενοι· λαβόντες όμως έπειτα από την Αγίαν Τράπεζαν την διαθήκην των Οσίων, και διαβάζοντες τα γεγραμμένα παρηγορήθησαν ικανώς, και διώρισαν εις το εξής να αναγινώσκεται η Κατήχησις εκείνη κάθε ημέραν εις τον Όρθρον, δια ενθύμησιν και των παραγγελμάτων εκείνων τα οποία διετάχθησαν, και των Πατέρων εκείνων οι οποίοι τα διέταξαν. Κάμνοντες δε τα συνειθισμένα μνημόσυνα των θείων Πατέρων, μετά τας τεσσαράκοντα ημέρας των, εκλέξαντες ένα από τους αδελφούς τον εψήφισαν δια Ηγούμενον και τον εχειροτόνησαν, καθώς είναι το πρέπον με την επίθεσιν των χειρών του Επισκόπου Τραπεζούντος. Πολιτευόμενοι δε καθώς διελάμβανεν η διάταξις των πατέρων, επρόκοπταν καθ’ εκάστην εις το έμπροσθεν· το δε πλήθος εκείνων, οι οποίοι συνέτρεχαν από παντού, δεν έλειπαν από του να φέρουν κάθε ημέραν σχεδόν εκείνους όπου όχι μόνον υπέφερον από διαφόρους ασθενείας, αλλά και ηνωχλούντο από ακαθάρτους δαίμονας, οι οποίοι και ευθύς ιατρευόμενοι εγύριζαν εις τας οικίας των δοξάζοντες τον Θεόν και μεγαλύνοντες την Αειπάρθενον Θεοτόκον. Εν όσω λοιπόν ήνθει η βασιλεία των Ρωμαίων, ήτο ευτυχισμένη και σεβασμία η Μονή· αφού δε εις το ύστερον μετεβλήθη η κατάστασις της ρωμαϊκής πολιτείας, ήρχισε και η Μονή να απομαραίνεται, επειδή η συχνή επιδρομή των βαρβάρων και εκείνους οι οποίοι επροαιρούντο να έλθουν εις προσκύνησιν τους ημπόδιζε και τον αριθμόν των Μοναχών τον ωλιγόστευεν· ώστε προβαίνοντος του καιρού παντάπασιν ηρημώθη σχεδόν, καθώς το προείπεν ο θείος Βαρνάβας, διότι οι εθνικοί, οι οποίοι ανεμποδίστως ελήστευαν πρότερον τους τριγύρω πλησιοχώρους τόπους, αφού ήκουσαν και δια την περίφημον ταύτην Μονήν, αναβαίνοντες εις το όρος ήρπαζον τα πράγματα της Μονής, τους δε Μοναχούς, όσους συνέλαβον, έδειραν δια να φανερώσουν κεκρυμμένον τάχα θησαυρόν, και τελευταίον τους εφόνευσαν. Έπειτα οι μεν άλλοι λαβόντες την Αγίαν Εικόνα επάνω εις το όρος εσυλλογίζοντο να την συντρίψουν, δια να πάρουν τον χρυσόν στολισμόν που ήτο επάνω της. Ένας δε από τούτους έτρεχε να τους εμποδίση, λέγων εις αυτούς· «Ας λυπηθώμεν, αδελφοί, την εστολισμένην αυτήν εικόνα και ας μη την συντρίψωμεν, δια να την πωλήσωμεν με περισσοτέραν τιμήν εις τους Χριστιανούς». Όμως τα θηρία εκείνα δεν επείθοντο, αλλά ρίπτοντες αυτήν κατά γης κατεβίβασαν τον πέλεκυν και την εκτύπησαν από τα οπίσω· ευθύς δε, (ω του θαύματος!) εξήλθε φλοξ από την εικόνα και κατεκάησαν οι δύο εκείνοι ασεβείς, από εκείνο δε το σύνδενδρον και κατεσκιασμένον μέρος δεν έμεινεν εις το μετά ταύτα ουδέ και χλωρόν χόρτον, αλλά κατεμαύρισεν έως τριών ωρών διάστημα και από τότε ο τόπος εκείνος ωνομάσθη Καμμένα. Οι δε άλλοι βάρβαροι, αρπάζοντες την αγίαν κάραν του θείου Βαρνάβα με την αργυράν θήκην της, εκράτησαν την θήκην, την δε αγίαν κάραν ρίπτοντες εις τον Πυξίτην ποταμόν, ο οποίος έτρεχεν εκείθεν, ανεχώρησαν. Οι δε πατέρες, όσοι φεύγοντες εγλύτωσαν, γυρίζοντες την νύκτα εις την Μονήν, ελυπούντο εξ όλης των της ψυχής, το περισσότερον δια την διαρπαγήν της σεβασμίας Εικόνος και της ιεράς κάρας. Μη δυνάμενοι όμως να κάμουν τίποτε, εκοιμήθησαν με λύπην, το πρωϊ δε εμβαίνοντες εις τον Ναόν, κατά την συνήθειαν, βλέπουν (ω του θαύματος!) την αγίαν Εικόνα εις τον τόπον της εστημένην με τον πρότερον στολισμόν της. Βλέποντες δε ότι η Εικών ήτο από τα οπίσω κτυπημένη με τον πέλεκυν εθαύμαζον απορούντες, ότι διετηρείτο πάλιν ακεραία. Μαθόντες δε τα γενόμενα από εκείνον τον ληστήν, όστις εσώθη από την φλόγα, εδόξασαν τον Θεόν και την Υπεραγίαν Θεοτόκον, και ούτως ήλλαξαν την λύπην εις χαράν· διότι και την αγίαν κάραν του θείου Βαρνάβα ολίγον ύστερον την απέκτησαν· ο δε τρόπος της ευρέσεώς της είναι θαυμαστός, διότι πολλάκις την νύκτα έβλεπαν εις τας αντιπέραν όχθας του ποταμού ένα στύλον πυρός έως εις τον ουρανόν υψηλόν, και απορούντες τι τάχα να ήτο το φαινόμενον, εσυστέλλοντο να διαβούν και να εξετάσουν το πράγμα. Ένας δε βουκόλος της Μονής, πηγαίνων εις τον ποταμόν να ποτίση τα ζώα, γυρίζων ήλθε και τους εμήνυσεν, ότι είδε μίαν κάραν μέσα εις σχήμα πέτρας, η οποία ευωδίαζεν· οι δε πατέρες συμπεραίνοντες, ότι ο στύλος του πυρός ταύτην εφανέρωνε, καταβάντες την επήραν με λαμπάδας και υμνολογίας και την απέθεσαν εις την Μονήν, ευχαριστούντες τον Θεόν και την Θεοτόκον· ούτω δε αυξάνοντες επλήθυναν οι αδελφοί εις την Μονήν, έως ου πάλιν από τους Αγαρηνούς, οι οποίοι άλλους μεν έδερναν και κατεπλήγωναν και άλλους εφόνευαν, κατήντησεν η Μονή εις τόσην ερημίαν, κατά συγχώρησιν Θεού, ώστε ουδέ επίστευέ τις σχεδόν πάντάπασιν, ότι εστάθη ποτέ κατοικητήριον Μοναχών.

Ο Όσιος Χριστόφορος Αλλά η Πανάχραντος Θεοτόκος, μη υποφέρουσα να φαίνεται ο οίκος της έως τέλους ηρημωμένος, ωκονόμησε να επανέλθη εις το καλλίτερον, επειδή αφ’ ενός μεν κατώκησαν εις την Μονήν ενάρετοι άνδρες και αφ’ ετέρου έσυρε βασιλείς εθνικούς δωροφόρους εις αυτήν, με τα πολλά θαύματα όπου έκαμνεν εις αυτούς. Διότι ήτο κάποιος Χριστοφόρος από χωρίον της Τραπεζούντος, ονομαζόμενον Γαζαρή, άνθρωπος χωρικός μεν κατά την προέλευσιν, ομότροπος δε με τον Προφήτην Ελισσαίον και σκεύος εκλογής διαλεγμένον από τον Θεόν, όστις γνωρίζει τα πάντα και προ της γενέσεως αυτών. Τούτον η Θεοτόκος τον έφερεν εις την Μονήν από τον αγρόν, όπου εγεωργούσε, και τον εγκατέστησε νέον κτίτορα του Μοναστηρίου και προεστώτα εις τους χμγ΄ (644) χρόνους από Χριστού, επί της βασιλείας Κώνσταντος, εγγόνου του Ηρακλείου, δια να πληθύνουν ούτω τα γεννήματα της αρετής. Εκεί λοιπόν όπου ο Χριστοφόρος ώργωνε τον αγρόν του με ζεύγος βοών, εφάνη η Παναγία εις αυτόν με λαμπροτάτην φωτοχυσίαν, και τον διέταξε λέγουσα· «Τέκνον, Χριστοφόρε, σήκω το ταχύτερον και στάσου εις τους πόδας σου», (διότι ήτο πεσμένος εις την γην και περίτρομος, καθό πληγωθείς τας όψεις από την υπερβολικήν εκείνην λαμπρότητα, η οποία τον περιήστραψε)· λαμβάνουσα δε αυτόν η Θεοτόκος από την χείρα, τον εσήκωσε και τον παρεθάρρυνε δια τον φόβον τον οποίον έλαβε και τον ενεδυνάμωσε με την επαφήν της χειρός της λέγουσα εις αυτόν· «Κατάλαβε ταύτα όπου σου λέγω, Χριστοφόρε, και βάλε τα μέσα εις την καρδίαν σου και γνώρισε ποία είναι εκείνη η οποία ταύτην την στιγμήν σου λαλεί· συ εξ άπαντος Χριστιανός είσαι και ομολογείς τον Χριστόν και την Μητέρα του». Λέγει ο Χριστοφόρος· «Μάλιστα, Δέσποινά μου, ομολογώ και προσκυνώ τον Χριστόν και Σε την Κυρίαν Θεοτόκον». Εκείνη δε πάλιν του λέγει· «Ήξευρε, ότι είσαι αφιερωμένος εις εμέ εκ κοιλίας μητρός σου, καθώς και το όνομά σου το μαρτυρεί· διότι Χριστοφόρος ονομάζεσαι ως φορών τον Χριστόν· τούτο δε το ίδιον θέλει φανερώσει και ο έκτος δάκτυλος της χειρός σου, ότι είσαι δηλαδή αφιέρωμα εις εμέ· θέλω λοιπόν να αφήσης την γεωργικήν ζωήν και να γίνης ιδικός μου, και πηγαίνων εις το όρος Μελά να ανακαινίσης τον ιδικόν μου εκεί βασιλικόν οίκον· όθεν αφού αφήσης εις τον αγρόν τους βους και το άροτρον, μη στραφής εις τους ιδικούς σου, αλλά πήγαινε το ταχύτερον εις την Τραπεζούντα, και παρουσιάσθητι εις τον εκεί Επίσκοπον και διηγήθητι εις αυτόν όλα, όσα σε επρόσταξα, ειπέ του δε να σε χειροτονήση Ιερέα». Ο Χριστοφόρος, αφού ήκουσε ταύτα τα παράδοξα, μετά βίας ανοίγων το στόμα του (διότι ηπόρει και δι’ άλλα πολλά, και μάλιστα διότι ήτο αγράμματος) αποκρίνεται εις την Θεοτόκον· «Και πως είναι δυνατόν να γίνη τούτο, Δέσποινά μου, επειδή εγώ κοντά εις την αναξιότητά μου είμαι ακόμη και παντελώς αγράμματος»; Και η Δέσποινα του λέγει· «Εσο ευπειθής και μη εναντιολόγος εις το ιδικόν μου θέλημα, αλλ’ ό,τι σε προστάζω κάμε, και δια τα γράμματα, όπου δεν ηξεύρεις, εγώ φροντίζω».Ευθύς δε μετά τον λόγον έγινεν άφαντος. Ο δε Χριστοφόρος πρώτον μεν εσυλλογίζετο τι είναι ταύτα, έπειτα, αισθανόμενος ότι εθερμαίνετο η καρδία του εις εκείνα όπου επροστάχθη, κατήλθεν εις την οδόν, και ηδύνατο τάχιστα περιεπάτει τρέχων, χωρίς να στραφή να ίδη οπίσω, αφήνων εκεί και βους και άροτρον, το δε βράδυ εκοιμήθη εις τον δρόμον· η Θεοτόκος όμως εφάνη εις τον Επίσκοπον, και του λέγει· «Γνωρίζεις ποία είμαι εγώ»; Ο δε Επίσκοπος (διότι ήτο πνευματοφόρος) λέγει· «Σε γνωρίζω, την Μητέρα της Ζωής, του Κυρίου, λέγω, και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Και η Θεοτόκος είπε· «Λοιπόν κατάλαβε εκείνα όπου σε προστάζω, και προσπάθει να τα τελειώσης. Σήμερον έρχεται προς σε άνθρωπος, του οποίου το σημείον είναι εξ δάκτυλοι της δεξιάς του χειρός. Τούτον χειροτόνησον Ιερέα του Ναού μου εις το όρος Μελά, πέμπων αυτόν αμέσως εκεί». Ταύτα ειπούσα η Θεοτόκος ευθύς ανεχώρησεν. Ο δε Αρχιερεύς, κοινολογών το πρωϊ εις τους εκκλησιασθέντας την οπτασίαν, ανέμενε την έλευσιν της ημέρας, ίνα ίδη την έκβασιν του οράματος. Μετά την λειτουργίαν λοιπόν ωμίλει εις το προαύλιον της Εκκλησίας με τους κληρικούς του, ότε ιδού έρχεται χωρικά ενδεδυμένος ο Χριστοφόρος, και προσπίπτων κατά την συνήθειαν εις τον Αρχιερέα, αφού ηγέρθη, ήπλωσε την δεξιάν του χείρα και λέγει· «Γνωρίζεις, δέσποτα, ταύτην την χείρα»; Εκείνος δε αναγνωρίσας αυτόν ότι είναι εκείνος όπου είδεν εις τον ύπνον του, στραφείς λέγει εις τον λαόν· «Ιδού, τέκνα, εκείνος τον οποίον μου απεκάλυψε καθ’ ύπνον η Βασίλισσα των Αγγέλων και μου ελάλησε δι’ αυτόν». Έπειτα πλησιάζων λέγει προς αυτόν· «Πόθεν ήλθες, αδελφέ»; Εκείνος δε του διηγήθη λεπτομερώς όλα τα γενόμενα, ως ανωτέρω τα προείπομεν, και ότι μη δυνάμενος να εναντιωθή εις την ουράνιον αποκάλυψιν ήλθεν. Ο δε Αρχιερεύς ακούσας όλα ταύτα εδόξασε τον Θεόν και παραλαβών τον Χριστοφόρον, την άλλην ημέραν τον εχειροτόνησε Διάκονον, και την τρίτην Ιερέα, δώσας δε εις αυτόν τα ιερατικά ενδύματα και τας ευχάς της θείας λειτουργίας με το ιερόν Ευαγγέλιον, τον απέστειλεν οπίσω με ειρήνην. Επιστρέψας ο Όσιος εις τον αγρόν όπου ώργωνεν, εύρε τα ζώα όπως τα άφησε, και έστεκον εκεί καλοθρεμμένα και εμηρύκαζον. Εθαύμαζεν όθεν απορών, πως παρέμειναν εξ ημέρας χωρίς τροφήν, και χωρίς να κατασπαραχθούν από τους λύκους, μη όντος ουδενός φύλακος, ή πως κανείς από τους συγγενείς του δεν τα εύρε, να τα οδηγήση εις την οικίαν του. Εκεί δε όπου εσυλλογίζετο αυτά, ιδού πάλιν τον περιέλαμψε φως, και γνωρίζων ότι είναι πάλιν παρουσία της Θεοτόκου, κύπτων προσεκύνησε και ευθύς ακούει· «Καλώς ήλθες, τέκνον Χριστοφόρε! Ετελείωσες εκείνα όπου σε επρόσταξα»; Λέγει εκείνος· «Καθώς επρόσταξες, Δέσποινα, και ευώδωσεν η δεξιά σου, ιδού έγιναν». Λέγει η Θεοτόκος πάλιν· «Φέρε, να ίδω αυτά τα οποία κρατείς». Τότε εκείνος έδειξε την ιερατικήν στολήν, την φυλλάδα της λειτουργίας και το ιερόν Ευαγγέλιον. Του λέγει η Θεοτόκος· «Επειδή λοιπόν εστολίσθης με ιερωσύνην, ύπαγε τα ζώα εις την οικίαν σου, χωρίς να είπης τίποτε εις εκείνους, οι οποίοι σε ερωτούν, και έπειτα έλα εις το χωρίον Κουσπίδα, ακολούθει δε τον ποταμόν περιπατών κατά τον άνω ρουν αυτού, και έλα εις το όρος της κατοικίας μου, αφού δε έλθης εκεί, θα σου δείξω τι πρέπει να κάμης». Οδηγία λοιπόν της Οδηγητρίας Θεοτόκου ερχόμενος, χωρίς να πλανηθή πουθενά, διοδεύων εισήλθεν εις το σπήλαιον· ευρών δε τον Ναόν καθαρόν και εστολισμένον εθαύμαζε, δοξάζων τον Θεόν εν ευφροσύνη της καρδίας του και κατασπαζόμενος την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου. Κατά δε την ώραν του εσπερινού, φορέσας τα ιερατικά του, εθυμίαζε τον θείον Ναόν, εξερχόμενος δε από το ιερόν ελυπείτο μόνος, επειδή δεν ήξευρε γράμματα. Και ευθύς εφάνη πάλιν εις αυτόν η μακαρία εκείνη οπτασία και του λέγει· «Καλώς ήλθες, ιερέ Χριστοφόρε, ο εργάτης της υπακοής». Έπειτα επάρασα το ιερόν Ευαγγέλιον του το δίδει λέγουσα· «Ανάγνωσε, ιερέ Χριστοφόρε». Μη δυναμένου δε εκείνου ν’ αναγνώση, του λέγει πάλιν η Δέσποινα· «Η χάρις του εξ εμού γεννηθέντος να σε φωτίση δι’ εμού»· και (ω των θαυμασίων σου, Δέσποινα!) ανοίγων το στόμα του εκείνος, όστις πρότερον δεν ήξευρε ουδέ το αλφάβητον, ανεγίνωσκεν έμπροσθέν της ελεύθερα. Τότε είπεν η Παναγία· «Λοιπόν εγνώρισες, τέκνον, ότι όλα είναι δυνατά εις τον Θεόν; Ιδού ετελείωσα όσα σοι έταξα». Ο δε προσεκύνησε και είπεν· «Εγνώρισα, Δέσποινα, και επίστευσα, ότι κανέν δεν είναι εις σε αδύνατον, αλλ’ ως Μήτηρ του Ποιητού των απάντων, όλα τα δύνασαι». Και Εκείνη του λέγει· «Λοιπόν μη αμφιβάλλης παντάπασιν, αλλά φυλάττων το μυστήριον τούτο απόκρυφον, λειτούργει εμέ, καθ’ όσον δύνασαι, εις τούτον τον ιερόν Οίκον μου, και ψάλλε πάντοτε Τρισάγιον εις τον Όρθρον και εσπερινόν επάνω εις τα άγια λείψανα των ιδικών μου δούλων, δια δε την στέρησιν των χρειωδών να μη αποκάμης δια τους πολλούς κόπους, ότι εγώ είμαι μετά σου και βοηθώ και σε και όλους εκείνους όσοι έως τέλους υπομείνωσιν εις τούτον τον τόπον, τον οποίον εξελέξαμεν εγώ και ο εξ εμού τεχθείς Χριστός ο Κύριος». Και η μεν Δέσποινα, αφού είπεν αυτά, έγινεν άφαντος· ο δε ιερός Χριστοφόρος, αλλοιωθείς από τότε την θείαν αλλοίωσιν, υπέμενε χαίρων εις τον τόπον και επρόκοπτε καθ’ ημέραν, προχωρών εις το έμπροσθεν της αρετής και των θεωριών, διότι ήρχισεν η Θεοτόκος να τον υψώνη με πνευματικά χαρίσματα τόσον, ώστε έλεγεν εκ στήθους και όλην την θείαν Γραφήν· εκ τούτου ήρχισαν να προσέρχωνται και άλλοι δια να μονάσουν, έχοντες τον Όσιον Χριστοφόρον οδηγόν, καθ’ ημέραν δε και επλήθυνεν ο αριθμός των Μοναχών. Αλλ’ επειδή και αυτός υπηρετών εις ταύτην την ζωήν όσον έπρεπε έμελλε να αναχωρήση από εδώ, μίαν των ημερών προσκαλεί τους αδελφούς της Μονής, και ήρχισε να τους κατηχή ούτω: «Αγαπητοί μου αδελφοί και πατέρες, έφθασεν ο καιρός της εις Χριστόν αναχωρήσεώς μου· καθώς ηξεύρετε, δεν έπαυσά ποτε από του να σας νουθετώ νύκτα και ημέραν τα ψυχοσωτήρια· τώρα δε πάλιν σας παρακαλώ να φυλάττετε με ακρίβειαν την κατήχησιν των θεοφόρων Πατέρων ημών, του Βαρνάβα, λέγω, και Σωφρονίου, και να ενθυμήσθε παν ό,τι σας διέταξαν μέσα εις αυτήν· διότι εκείνοι δεν παύουν από του να μεσιτεύουν ομού με την Θεοτόκον δι’ ημάς, διότι παραστέκονται εις τον Δεσποτικόν Θρόνον· δια τούτο δε πρέπει να τιμάτε με ευλάβειαν και τα άγιά των λείψανα. Και εις μεν την Υπεραγίαν Θεοτόκον να δουλεύετε με όλην σας την ψυχήν, την δε αγίαν Εικόνα της να τιμάτε με ξεχωριστήν τιμήν, δια τα άπειρα θαύματα όπου μεσιτεύουσα καθ’ ημέραν κάμνει η Βασίλισσα του παντός και με όλην σας την δύναμιν να ακολουθήτε ό,τι διέταξαν οι θείοι Πατέρες, ηξεύροντες, ότι είναι στενή και τεθλιμμένη η οδός η φέρουσα εις την βασιλείαν των ουρανών. Δια τούτο πρέπει, καθώς λέγει ο Μέγας Βασίλειος, να ζήτε με ακτημοσύνην ατάραχοι, ευλαβείς εις το σχήμα, να έχετε την φωνήν σύμμετρον, τον λόγον εύτακτον, την δίαιταν της τροφής ατάραχον και καταστηματικήν, να ακροάζεσθε με σιωπήν τους γηραλέους και σοφωτέρους σας, να νουθετήτε με αγάπην τους κατωτέρους σας, να αποφεύγετε τους κακούς και σαρκικούς και περιέργους, να νοήτε πολλά και να λαλήτε ολίγα. Να μη είσθε θρασύλογοι ή εναντιολόγοι και πολύλογοι, μηδέ γελωτοποιοί· να είσθε εντροπαλοί και ευπειθείς· κάτω να βλέπετε, και τα ουράνια να μελετάτε, να κοπιάζετε με τας χείρας σας· να υπομένετε εις τας θλίψεις, να χαίρετε με την ελπίδα, να προσεύχεσθε αδιακόπως, και ευχαριστήτε δια κάθε τι. Να ταπεινώνεσθε εις όλους, μισούντες τον λογισμόν σας δια τα καθημερινά σας κινήματα και τας πράξεις σας· να μη περιπλέκεσθε με τας πραγματείας του κόσμου, αλλά εργαζόμενοι τας εντολάς, να αποθηκεύετε εις τον ουρανόν· και μη περιεργάζεσθε την ζωήν των αμελών, αλλά να μιμήσθε την πολιτείαν των Πατέρων, να συγχαίρετε χωρίς φθόνον με εκείνους οι οποίοι χαίρουν και εκείνους, οι οποίοι πάσχουν, να τους συμπονήτε χωρίς να τους κατακρίνετε. Να μη ονειδίζετε εκείνον ο οποίος μετανοεί δια τα πρότερά του σφάλματα, να μη δικαιώνετε ποτέ τον εαυτόν σας, αλλά μάλιστα να ομολογήτε ότι είσθε αμαρτωλοί περισσότερον από όλους και εις τον Θεόν και τους ανθρώπους. Να νουθετήτε τους ατάκτους· να παρηγορήτε τους ολιγοψύχους· να υπηρετήτε τους αρρώστους· να νίπτετε τους πόδας των Αγίων· να επιμελήσθε την ξενοδοχίαν με φιλαδελφίαν, να ειρηνεύετε με τους ομοπίστους, να αποφεύγετε τους ετεροδόξους, να αναγινώσκετε τα κανονικά βιβλία, τα δε απόκρυφα ούτε με τας χείρας σας ποσώς να τα ψαύετε· να μη φιλονεικήτε και να κηρύττετε παρρησία άκτιστον Τριάδα και ομοούσιον, λέγοντες εις τους ερωτώντας, ότι πρέπει να βαπτιζώμεθα καθώς παρελάβομεν και να πιστεύωμεν καθώς εβαπτίσθημεν, και να φρονούμεν καθώς επιστεύσαμεν. Να συναναστρεφώμεθα με έργα ενάρετα και με λόγους καλούς, να μη ομνύετε παντελώς, να μη δίδετε τα χρήματα με διάφορον, ουδέ κανέν από τα φαγώσιμα ή πόσιμα, δια να το πάρετε με προσθήκην· να απέχετε από πολυποσίας και μέθας και φροντίδας κοσμικάς· να μη ομιλήτε με δόλον παντελώς, μηδέ να λαλήτε ενάντια κατά τινος· να μη καταλαλήτε κανένα, μηδέ να ακούετέ τινα καταλαλούντα άλλον· να μη κυριεύεσθε από επιθυμίαν, μηδέ να τυραννήσθε από θυμόν εις τόσον, ώστε και χωρίς εύλογον αιτίαν να οργίζεσθε κατά του πλησίον· να μη μνησικακήτε ουδένα, μηδέ να αποδίδετε κακόν αντί κακού, αλλά να κακολογήσθε περισσότερον, παρά να κακολογήτε, να δέρεσθε, παρά να αποστερήτε· να αποφεύγητε μάλιστα τας συνομιλίας των γυναικών και την κατάχρησιν οίνου· να μη αποκάμνετε εργαζόμενοι τας εντολάς, αλλά να προσμένετε τον μισθόν και τον έπαινον από αυτόν τον Κύριον, ποθούντες την απόλαυσιν της αιωνίου ζωής και έχοντες πάντοτε εμπρός εις τους οφθαλμούς σας το ρητόν του Δαβίδ, και να λέγετε· «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστιν, ίνα μη σαλευθώ». Και ως μεν υιοί να τον αγαπάτε, ως δε δούλοι να τον ευλαβήσθε, και να τον φοβήσθε, και να πραγματεύησθε με φόβον και τρόμον την σωτηρίαν σας. Να θερμαίνητε την καρδίαν με την χάριν του Αγίου Πνεύματος· να είσθε ενδεδυμένοι όλοι τα όπλα του Αγίου Πνεύματος, να τρέχετε όχι άσκοπα, να νικάτε τον εχθρόν με την ασθένειαν της σαρκός και με την πανοπλίαν του πνεύματος. Αφού δε κάμετε όλα τα διατεταγμένα, να λέγετε εαυτούς αχρείους και να ευχαριστήτε τον Άγιον και ένδοξον και φοβερόν Θεόν δια να αρέσετε εις Εκείνον μόνον να μη καυχάσθε και να μη επαινήτε τον εαυτόν σας, μηδέ να ακούετε με όρεξιν άλλον, όταν σας επαινή, αλλά να δουλεύετε τον Θεόν εις το κρυφόν, και να ζητήτε Εκείνου τον έπαινον, συλλογιζόμενοι την ένδοξον παρουσίαν Του, την από εδώ αναχώρησίν σας, τα πεφυλαγμένα δια τους δικαίους αγαθά· ομοίως και το ητοιμασμένον δια τον διάβολον και τους υπηρέτας του αιώνιον πυρ. Ύστερον δε από αυτά να μνημονεύετε και το ρητόν του Αποστόλου, ότι τα παθήματα του παρόντος καιρού δεν είναι άξια με την δόξαν όπου μέλλει να αποκαλυφθή εις ημάς, και να λέγετε με τον Δαβίδ· «Τοις φυλάττουσι τας εντολάς αυτού ανταπόδοσις πολλή». Μισθός πολύς, και στέφανος δικαιοσύνης· ζωή ατελεύτητος· χαρά ανεκδιήγητος· κατοικία ακατάλυτος πλησίον εις τον Πατέρα και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, εις τον εν ουρανοίς αληθινόν Θεόν φανέρωσις πρόσωπον με πρόσωπον· χοροί με Αγγέλους, Πατριάρχας, Προφήτας, Αποστόλους, Μάρτυρας, Ομολογητάς, Οσίους και με όλους τους Αγίους, με τους οποίους ας πασχίσωμεν να ευρεθώμεν, δια της χάριτος του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού· ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Αφού είπε ταύτα, λαβών συγχώρησιν από τους αδελφούς και εμβάς και αυτός εις το κοιμητήριον, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού τη 19η του Αυγούστου μηνός. Οι δε αδελφοί, κλαίοντες δι’ αυτόν, εθρήνησαν δια την ορφανίαν των· και κάμνοντες εις αυτόν τα συνειθισμένα μνημόσυνα, εψήφισαν Ηγούμενον ένα από τους αδελφούς, τον πλέον ενάρετον· ο οποίος, συγκεντρώνων εις εαυτόν όλην την αρετήν του θείου Χριστοφόρου, ωδήγει το ποίμνιον εις βοσκήν ζωηφόρον παρόμοια με εκείνον, περιπατών εις τα ίχνη τα οποία διέταξαν οι θεοφόροι εκείνοι Πατέρες και διδάσκων τους υποτακτικούς του. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ανώρθωσε πάλιν η Θεοτόκος τον ιδικόν της βασιλικόν οίκον και τον αποκατέστησεν εις το πρώτον κάλλος και ευπρέπειαν, καταστολίζουσα αυτόν καθώς και πρότερον με εναρέτους άνδρας και με χάριν θαυμάτων. Αλλά το μεν πλήθος των παραδόξων θαυμάτων, τα οποία ενεργεί καθ’ ημέραν η Κυρία Θεοτόκος εις εκείνους, οι οποίοι προστρέχουν με πίστιν εις την αγίαν της Εικόνα και εις τα λείψανα των δούλων της, ιατρεύουσα δαιμονιζομένους, τυφλούς, χωλούς και τέλος κάθε πάθος και κάθε ασθένειαν, αφήνω να τα διηγούνται πλατύτερον εκείνοι οι οποίοι και τα βλέπουν και τα δοκιμάζουν εις εαυτούς· εγώ δε επαναλαμβάνων με συντομίαν τα των Πατέρων, θα τελειώσω εις ολίγον την διήγησίν μου. Λοιπόν ούτοι οι τρισμακάριοι Πατέρες, ο μεν Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος, ως είπομεν, κατήγοντο από τας Αθήνας, διαμοιράσαντες δε εις τους πτωχούς τα υπάρχοντά των, απηρνήθησαν τα του κόσμου τούτου και τους συγγενείς, και ανεχώρησαν από την πατρίδα των, κατ’ αποκάλυψιν της Θεοτόκου· γενόμενοι δε Μοναχοί, και περιπατούντες, χωρίς να στραφούν εις τα οπίσω, έφθασαν, με την οδηγίαν της Θεοτόκου, εις το όρος του Μελά, δοκιμάσαντες καθ’ οδόν πολλά θλιβερά, και κάμνοντες θαύματα συνήθροισαν πολλά καλά. Αφού δε ήλθαν εις το όρος, τόσα πολλά και μεγάλα νικητήρια κατώρθωσαν, πολεμούντες νύκτα και ημέραν τα φθοροποιά πάθη και τους δαίμονας με μακράς νηστείας, αγρυπνίας, προσευχάς, χαμαικοιτίας παντοτεινάς και αδιάκοπα δάκρυα, ώστε είναι δύσκολον να τα διηγηθή τις, όμως είναι εύκολον να τα συμπεράνωμεν από τούτο, ότι ο Κύριος της δόξης τους εδόξασε λαμπρώς και ζώντας. Τότε μεν ομιλών με αυτούς πολλάς φοράς δια μέσου της Θεοτόκου, και εισακούων την προσευχήν των, τώρα δε πλουτίζων τα λείψανά των με τόσην ευωδίαν και χάριν, ώστε από εκείνους, οι οποίοι προστρέχουν με πίστιν, άλλοι μεν από την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου, άλλοι δε από τα εκείνων λείψανα, και άλλοι και από τα δύο μέρη λαμβάνουν τα σωτήριά των ζητήματα και ψυχωφελή αιτήματα. Ο δε ύστερος κατά τους χρόνους, εις δε την αρετήν παρόμοιος με εκείνους ιερός Χριστοφόρος ήτο χωρικός, ων δε απονήρευτος εις την γνώμην, από τον αγρόν, τον οποίον ηροτρία, διωρίσθη από την Παναγίαν Θεοτόκον γεωργός του πνευματικού αμπελώνος Της και συνομιλών με Αυτήν πολλάκις εδιδάχθη και τα γράμματα, τα οποία δεν ήξευρεν, ώστε δια μέσου της θείας Γραφής, την οποίαν αδίδακτα ανέπνεεν, επήγαζαν και από την ιδικήν του κοιλίαν ποταμοί ύδατος ζώντος· δεν πρέπει όμως να παραξενεύεται τις, εάν ο Όσιος μη μαθών γράμματα ιστορείται ότι ήξευρε μετά την χειροτονίαν, η οποία έγινεν εις αυτόν με ψήφον Θεού· διότι εις τους αγραμμάτους και χωρικούς εκείνους όπου είναι προσκαλεσμένοι από τον Θεόν, η χειροτονία επιφέρει καρδίαν νέαν και νουν νέον, και τους σοφίζει, ώστε όχι μόνον να ηξεύρουν τα γράμματα, τα οποία δεν έμαθαν, αλλά ακόμη και να προφητεύουν, καθώς φαίνεται εις το δέκατον κεφάλαιον της πρώτης των Βασιλειών. Τούτους λοιπόν και ημείς, αδελφοί, τους ουρανίους ανθρώπους και επιγείους Αγγέλους, θέτοντες έμπροσθέν μας, ως εντελέστατον κανόνα και στάθμην της μοναχικής πολιτείας, ας πασχίζωμεν να ευθύνωμεν και την ιδικήν μας ζωήν, όσον δυνάμεθα, με την ιδικήν των, επειδή έχομεν από το εν μέρος την Υπεραγίαν Θεοτόκον οδηγήτριαν, από δε το άλλο μέρος τους Οσίους Πατέρας πρεσβευτάς και συμβοηθούς· δια να αξιωθώμεν με τας πρεσβείας των και της Βασιλείας των ουρανών, με την χάριν Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20η) του μηνός Αυγούστου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Προφήτου ΣΑΜΟΥΗΛ.

Δημοσίευση από silver »


Σαμουήλ ο ένδοξος Προφήτης κατήγετο εκ της Αρμαθαίμ Σιφά, εκ του όρους Εφραίμ, υιός ων Ελκανά και Άννης της Προφήτιδος. Ο δε Ελκανά έχων δύο γυναίκας, εκ των οποίων η μεν ονομαζομένη Άννα ήτο στείρα, η δε άλλη, Φεννάνα, είχε τέκνα, ανέβη μετά της Άννης εις τον τόπον Σηλώ, όπου ήτο τότε η Σκηνή και η Κιβωτός· εκεί δε ήτο και ο Ιερεύς Ηλί, και οι δύο υιοί του, ο Οφνί και ο Φινεές. Επειδή δε ο Κύριος απέκλεισε την μήτραν της Άννης και έμεινεν άτεκνος, η δε αντίζηλός της Φεννάνα ελύπει αυτήν, προσηυχήθη αύτη εις τον Θεόν μετά πόνου καρδίας, και εισηκούσθη παρ’ αυτού γεννήσασα δε υιόν τον μέγαν τούτον Προφήτην Σαμουήλ (το οποίον ερμηνεύεται Θεαίτητος) αφιέρωσεν αυτόν εις τον Θεόν. Όθεν, όταν ηυξήθη κατά την ηλικίαν, ελειτούργει εις τον Θεόν, και έγινε μέγας Προφήτης· ο δε Ηλί και οι υιοί του συνετρίβησαν υπό της οργής του Κυρίου και ηφανίσθησαν, διότι παρώργιζον τον Θεόν. Έκρινε δε Σαμουήλ τον λαόν του Ισραήλ εις όλας τας ημέρας της ζωής του, και δώρα παρ’ ουδενός έλαβεν. Αυτός έχρισε τον Σαούλ βασιλέα, ως και τον Προφήτην Δαβίδ· ελθών δε εις γήρας βαθύ και πλήρης ημερών γενόμενος, εκοιμήθη εν Κυρίω, προλαβών την σάρκωσιν του Χριστού χίλια τριάκοντα πέντε έτη, και προφητεύσας έτη τεσσαράκοντα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) του μηνός Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΘΑΔΔΑΙΟΥ, του και Λεββαίου καλουμένου.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΑ΄ (21η) του μηνός Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΘΑΔΔΑΙΟΥ, του και Λεββαίου καλουμένου.

Θαδδαίος ο Απόστολος πατρίδα είχε την Έδεσσαν, Εβραίος ων κατά το γένος και άριστα γεγυμνασμένος εις τας θείας Γραφάς. Ούτος λοιπόν αναβάς εις τα Ιεροσόλυμα, ίνα προσκυνήση, κατά τας ημέρας Ιωάννου του Βαπτιστού, και ακούσας τούτου το κήρυγμα, και υπερθαυμάσας την αγγελικήν ζωήν του, εβαπτίσθη υπ’ αυτού. Μετά ταύτα, βλέπων τον Δεσπότην Χριστόν και τα άπειρα θαύματα, όσα ετέλει, ακούσας δε και την διδασκαλίαν του, ηκολούθησεν αυτόν έως το σωτήριον πάθος. Μετά δε την Ανάληψιν του Κυρίου επανήλθεν εις την πατρίδα του Έδεσσαν, και βαπτίσας τον Τοπάρχην Αύγαρον, εκαθάρισε το λείψανον εκείνο της λέπρας, το οποίον είχε μείνει εις το έτωπόν του, καθώς περί τούτου είπομεν κατά την δεκάτην έκτην του Αυγούστου. Πολλούς δε και άλλους διδάξας και φωτίσας και Εκκλησίας οικοδομήσας, σιήλθε τας πόλεις της Συρίας και φθάσας εις Βηρυτόν, πόλιν της Φοινίκης, εδίδαξε πολλούς και εβάπτισεν, ένθα και την ψυχήν του παρέδωκεν εις χείρας Θεού. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον σεπτόν Ναόν του Αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου Πέτρου, παρά τη Μεγάλη Εκκλησία και εις το Μοναστήριον του Πρόβου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) του μηνός Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΑΓΑΘΟΝΙΚΟΥ και των συν αυτώ ΖΩΤΙΚΟΥ, ΖΗΝΩΝΟ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΒ΄ (22α) του μηνός Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΑΓΑΘΟΝΙΚΟΥ και των συν αυτώ ΖΩΤΙΚΟΥ, ΖΗΝΩΝΟΣ, ΘΕΟΠΡΕΠΙΟΥ, ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ και ΣΕΒΗΡΙΑΝΟΥ.

Αγαθόνικος ο ένδοξος αθλοφόρος του Χριστού και οι συν αυτώ αθλήσαντες Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, εν έτει 298, ότε κόμης τις, Ευτόλμιος ονομαζόμενος, σταλείς εκ της Νικομηδείας εις τα μέρη του Ευξείνου Πόντου υπό του βασιλέως, ίνα θανατώση τους ευρισκομένους εκεί Χριστιανούς, προσωρμίσθη εις το εμπόριον το λεγόμενον Κάρπην· εκεί δε ευρών τον Άγιον Ζωτικόν με τους μαθητάς του ομολογούντας τον Χριστόν, κατεδίκασεν αυτόν εις σταυρικόν θάνατον. Επαναλθών ο Ευτόλμιος εις την Νικομήδειαν και μαθών ότι ο λεγόμενος Πρίγκηψ επίστευσεν εις τον Χριστόν, καταπεισθείς υπό τινος Αγαθονίκου, όστις απεμάκρυνε τους Έλληνας από των ειδώλων και προσέφερεν αυτούς εις τον Χριστόν, συνέλαβεν αμφοτέρους, και τον μεν Αγαθόνικον δυνατά έδειρε, τον δε Πρίγκηπα, μετά και άλλων Χριστιανών, απήγαγε δέσμιον εις την Θράκην, όπου διετέλει ων ο βασιλεύς, ίνα ούτοι παρά του βασιλέως κριθώσιν. Ελθών δε εις κώμην λεγομένην Ποταμός, εκεί εθανάτωσε δια τινος μηχανικού οργάνου, του καταπέλτου (ομοιάζοντος με το ακόντιον), τους Αγίους Ζήνωνα, Θεοπρέπιον και Ακίνδυνον, καθότι δεν ηδύναντο πλέον να περιπατήσωσιν οι μακάριοι ως εκ των επενεχθεισών εις αυτούς πρότερον πληγών δια ραβδισμάτων. Είτα αφιχθείς εις την Χαλκηδόνα εφόνευσε δια ξίφους τον Άγιον Σεβηριανόν, κηρύττοντα τον Χριστόν. Όταν δε ήλθεν εις το Βυζάντιον, παρέστη ενώπιόν του ο υπ’ αυτού πρότερον δαρείς Αγαθόνικος μετά του Πρίγκηπος και των δεσμίων, τους οποίους είχεν ο κόμης μεθ’ εαυτού. Εξέβαλε λοιπόν τον Μάρτυρα Αγαθόνικον έξω της πόλεως και έδειραν αυτόν πολύ δυνατά, είτα λαβών και τούτον μεθ’ εαυτού, όταν έφθασεν εις την Σηλύβριαν, εις τόπον λεγόμενον Άμμους, όπου ήτο ο βασιλεύς, εκεί απεκεφάλισε τον Μάρτυρα Αγαθόνικον και τον Πρίγκηπα και τους λοιπούς Χριστιανούς, όσους είχεν απαγάγει εκ της Νικομηδείας, και ούτως έλαβον όλοι τους στεφάνους του Μαρτυρίου. Τελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εν τω αγίω αυτών Ναώ τω ευρισκομένω εν Καινουπόλει, εν τω Ναώ της Αγίας Θεοδώρας και εν τω Μοναστηρίω του Ξηροκέρκου.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”