"Βιβλιοκαλια" Κειμενα Αγιων Πατερων
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
22. Όποιος αποφεύγει όλες τις κοσμικές επιθυμίες, κάνει τον εαυτό του ανώτερο από κάθε κοσμική υλικότητα.
23. Όποιος αγαπά το Θεό, αγαπά δίχως άλλο και τον πλησίον του. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να φυλάει χρήματα· τα διαχειρίζεται κατά το θέλημα του Θεού και τα μοιράζει σ΄ εκείνους πού έχουν ανάγκη.
24. Όποιος κάνει ελεημοσύνη μιμούμενος το Θεό, δεν κάνει διάκριση καλού και κακού, δικαίου και αδίκου στα απαραίτητα της ζωής, αλλά μοιράζει ίδια σε όλους κατά τις ανάγκες τους, αν και προτιμά για την αγαθή του προαίρεση τον ενάρετο από τον κακό.
25. Ο Θεός, εκ φύσεως αγαθός και απαθής, όλους τούς αγαπά εξίσου ως δημιουργήματά Του, αλλά τον ενάρετο τον δοξάζει επειδή αποκτά και τη γνώση, ενώ τον κακό άνθρωπο, τον ελεεί λόγω της αγαθότητάς Του, και παιδεύοντάς τον σ΄ αυτόν τον κόσμο, τον φέρνει σε μετάνοια και διόρθωση. Έτσι και ο καλοπροαίρετος και απαθής άνθρωπος, όλους τούς ανθρώπους τούς αγαπά εξίσου. Τον ενάρετο και για την ανθρώπινη φύση του, και για την καλή του προαίρεση· τον κακό τον ελεεί και σαν συνάνθρωπό του, και από συμπάθεια, επειδή ως ανόητος βαδίζει στο σκοτάδι.
26. Η διάθεση της αγάπης δεν διαπιστώνεται μόνο με την παροχή χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση λόγου και με τη σωματική διακονία.
27. Εκείνος πού απαρνήθηκε ειλικρινά τα κοσμικά και υπηρετεί με αγάπη απροσποίητη τον πλησίον του, ελευθερώνεται γρήγορα από κάθε πάθος και μετέχει στη θεία αγάπη και γνώση.
28. Εκείνος πού έκανε κτήμα του τη θεία αγάπη, δεν κουράζεται να ακολουθεί συνέχεια τον Κύριό του, όπως λέει ο θειος Ιερεμίας, αλλά υπομένει με γενναιότητα κάθε κόπο, κακολογία και ύβρη, χωρίς να σκέφτεται το κακό πού του έκανε οποιοσδήποτε.
29. Όταν σε προσβάλει κανένας }η σ΄ εξευτελίσει σε κάτι, τότε φυλάξου από τούς λογισμούς της οργής, μήπως με τη λύπη σε χωρίσουν από την αγάπη και σε μεταφέρουν στη χώρα του μίσους.
30. Όταν αισθανθείς πόνο επειδή κάποιος σε πρόσβαλε η σε ντρόπιασε, να ξέρεις ότι ωφελήθηκες πολύ· με το ντρόπιασμα βγήκε από μέσα σου η κενοδοξία.
31. Όπως η μνήμη της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα, έτσι πίστη χωρίς αγάπη δεν φέρνει στην ψυχή το φωτισμό της γνώσεως.
32. Όπως το φως του ήλιου ελκύει το υγιές μάτι, έτσι και η γνώση του Θεού τραβά φυσικώς τον καθαρό νου στον εαυτό της με την αγάπη.
33. Νους καθαρός είναι ο νους πού απομακρύνθηκε από την άγνοια και καταφωτίζεται από το θειο φως.
34. Ψυχή καθαρή είναι εκείνη πού ελευθερώθηκε από τα πάθη και ευφραίνεται ακατάπαυστα με τη θεία αγάπη.
35. Πάθος αξιοκατηγόρητο, είναι μια κίνηση της ψυχής παρά φύση.
36. Απάθεια είναι μια ειρηνική κατάσταση της ψυχής, κατά την οποία η ψυχή δύσκολα κινείται προς την κακία.
37. Εκείνος πού απόκτησε τούς καρπούς της αγάπης με το ζήλο του, δεν χωρίζεται από αυτή, ακόμη κι αν υποφέρει μύρια κακά. Ας σε πείσει γι΄ αυτό ο Στέφανος ο μαθητής του Χριστού και οι όμοιοί του, πού προσευχόταν για κείνους πού τον φόνευαν και ζητούσε να τούς συγχωρήσει ο Θεός, επειδή ενεργούσαν έτσι από άγνοια.
38. Αν ιδίωμα της αγάπης είναι η μακροθυμία και η χρηστότητα, τότε εκείνος πού θυμομανιάζει και ενεργεί δόλια, είναι φανερό ότι αποξενώνεται από την αγάπη. Κι όποιος είναι ξένος από την αγάπη, είναι ξένος από το Θεό, αφού ο Θεός είναι αγάπη.
39. «Μην πείτε, λέει ο θειος Ιερεμίας, ότι είστε ναός του Κυρίου» · και συ μην πεις ότι «η απογυμνωμένη από έργα πίστη στον Κύριό μας Ιησού Χριστό μπορεί να με σώσει». Αυτό είναι αδύνατο, αν δεν αποκτήσεις και την αγάπη προς Αυτόν με τα έργα. Η γυμνή από έργα πίστη δεν ωφελεί, αφού και τα δαιμόνια πιστεύουν και τρέμουν.
40. Έργο αγάπης είναι η προς τον πλησίον ολόψυχη ευεργεσία και μακροθυμία και υπομονή, και η χρήση των πραγμάτων με ορθό λόγο.
41. Όποιος αγαπά το Θεό, δεν λυπεί κανένα, ούτε λυπάται από κανένα για πρόσκαιρα πράγματα. Μια μόνο λύπη προξενεί και δοκιμάζει, τη σωτήρια λύπη, την οποία ο μακάριος Παύλος και δοκίμασε και προξένησε στους Κορινθίους.
42. Εκείνος πού αγαπά το Θεό, ζει αγγελικό βίο πάνω στη γη· νηστεύει και αγρυπνεί, ψάλλει και προσεύχεται, και για κάθε άνθρωπο σκέφτεται πάντοτε καλά.
43. Ό,τι επιθυμεί κανείς εκείνο αγωνίζεται ν΄ αποκτήσει. Κι από όλα τα αγαθά και επιθυμητά, ασύγκριτα πιο αγαθό και επιθυμητό είναι ο Θεός. Πόση λοιπόν επιμέλεια έχουμε χρέος να καταβάλομε για να επιτύχομε το φύσει αγαθό και επιθυμητό;
44. Μη μολύνεις τη σάρκα σου με αισχρές πράξεις και μη λερώνεις την ψυχή σου με πονηρούς λογισμούς. Και η ειρήνη του Θεού θα έρθει σ΄ εσένα και θα φέρει την αγάπη.
45. Να καταπονείς το σώμα σου με νηστεία και αγρυπνία και ν΄ ασχολείσαι ακούραστα με την ψαλμωδία και την προσευχή· και θα έρθει σ΄ εσένα ο αγιασμός της σωφροσύνης και θα φέρει την αγάπη.
46. Εκείνος πού αξιώθηκε να λάβει την θεία γνώση και απόκτησε δια μέσου της αγάπης το φωτισμό της, δε θα παρασυρθεί ποτέ από το πνεύμα της κενοδοξίας. Εύκολα όμως παρασύρεται από αυτήν όποιος δεν αξιώθηκε τη θεία γνώση. Αλλά αν ο άνθρωπος αυτός σε κάθε τι πού πράττει έχει στραμμένο το βλέμμα του στο Θεό, με την αίσθηση ότι όλα τα πράττει γι΄ Αυτόν, εύκολα με τη βοήθεια του Θεού θα απαλλαγεί από την κενοδοξία.
47. Όποιος δεν απόκτησε ακόμη τη θεία γνώση, πού εκδηλώνεται με την αγάπη, }έχει μεγάλη ιδέα για όσα έργα κάνει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.Εκείνος όμως πού αξιώθηκε και την απόκτησε, λέει με βαθιά συναίσθηση τα λόγια πού είπε ο πατριάρχης Αβραάμ όταν είδε το Θεό: « Εγώ είμαι χώμα και στάχτη».
23. Όποιος αγαπά το Θεό, αγαπά δίχως άλλο και τον πλησίον του. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να φυλάει χρήματα· τα διαχειρίζεται κατά το θέλημα του Θεού και τα μοιράζει σ΄ εκείνους πού έχουν ανάγκη.
24. Όποιος κάνει ελεημοσύνη μιμούμενος το Θεό, δεν κάνει διάκριση καλού και κακού, δικαίου και αδίκου στα απαραίτητα της ζωής, αλλά μοιράζει ίδια σε όλους κατά τις ανάγκες τους, αν και προτιμά για την αγαθή του προαίρεση τον ενάρετο από τον κακό.
25. Ο Θεός, εκ φύσεως αγαθός και απαθής, όλους τούς αγαπά εξίσου ως δημιουργήματά Του, αλλά τον ενάρετο τον δοξάζει επειδή αποκτά και τη γνώση, ενώ τον κακό άνθρωπο, τον ελεεί λόγω της αγαθότητάς Του, και παιδεύοντάς τον σ΄ αυτόν τον κόσμο, τον φέρνει σε μετάνοια και διόρθωση. Έτσι και ο καλοπροαίρετος και απαθής άνθρωπος, όλους τούς ανθρώπους τούς αγαπά εξίσου. Τον ενάρετο και για την ανθρώπινη φύση του, και για την καλή του προαίρεση· τον κακό τον ελεεί και σαν συνάνθρωπό του, και από συμπάθεια, επειδή ως ανόητος βαδίζει στο σκοτάδι.
26. Η διάθεση της αγάπης δεν διαπιστώνεται μόνο με την παροχή χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση λόγου και με τη σωματική διακονία.
27. Εκείνος πού απαρνήθηκε ειλικρινά τα κοσμικά και υπηρετεί με αγάπη απροσποίητη τον πλησίον του, ελευθερώνεται γρήγορα από κάθε πάθος και μετέχει στη θεία αγάπη και γνώση.
28. Εκείνος πού έκανε κτήμα του τη θεία αγάπη, δεν κουράζεται να ακολουθεί συνέχεια τον Κύριό του, όπως λέει ο θειος Ιερεμίας, αλλά υπομένει με γενναιότητα κάθε κόπο, κακολογία και ύβρη, χωρίς να σκέφτεται το κακό πού του έκανε οποιοσδήποτε.
29. Όταν σε προσβάλει κανένας }η σ΄ εξευτελίσει σε κάτι, τότε φυλάξου από τούς λογισμούς της οργής, μήπως με τη λύπη σε χωρίσουν από την αγάπη και σε μεταφέρουν στη χώρα του μίσους.
30. Όταν αισθανθείς πόνο επειδή κάποιος σε πρόσβαλε η σε ντρόπιασε, να ξέρεις ότι ωφελήθηκες πολύ· με το ντρόπιασμα βγήκε από μέσα σου η κενοδοξία.
31. Όπως η μνήμη της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα, έτσι πίστη χωρίς αγάπη δεν φέρνει στην ψυχή το φωτισμό της γνώσεως.
32. Όπως το φως του ήλιου ελκύει το υγιές μάτι, έτσι και η γνώση του Θεού τραβά φυσικώς τον καθαρό νου στον εαυτό της με την αγάπη.
33. Νους καθαρός είναι ο νους πού απομακρύνθηκε από την άγνοια και καταφωτίζεται από το θειο φως.
34. Ψυχή καθαρή είναι εκείνη πού ελευθερώθηκε από τα πάθη και ευφραίνεται ακατάπαυστα με τη θεία αγάπη.
35. Πάθος αξιοκατηγόρητο, είναι μια κίνηση της ψυχής παρά φύση.
36. Απάθεια είναι μια ειρηνική κατάσταση της ψυχής, κατά την οποία η ψυχή δύσκολα κινείται προς την κακία.
37. Εκείνος πού απόκτησε τούς καρπούς της αγάπης με το ζήλο του, δεν χωρίζεται από αυτή, ακόμη κι αν υποφέρει μύρια κακά. Ας σε πείσει γι΄ αυτό ο Στέφανος ο μαθητής του Χριστού και οι όμοιοί του, πού προσευχόταν για κείνους πού τον φόνευαν και ζητούσε να τούς συγχωρήσει ο Θεός, επειδή ενεργούσαν έτσι από άγνοια.
38. Αν ιδίωμα της αγάπης είναι η μακροθυμία και η χρηστότητα, τότε εκείνος πού θυμομανιάζει και ενεργεί δόλια, είναι φανερό ότι αποξενώνεται από την αγάπη. Κι όποιος είναι ξένος από την αγάπη, είναι ξένος από το Θεό, αφού ο Θεός είναι αγάπη.
39. «Μην πείτε, λέει ο θειος Ιερεμίας, ότι είστε ναός του Κυρίου» · και συ μην πεις ότι «η απογυμνωμένη από έργα πίστη στον Κύριό μας Ιησού Χριστό μπορεί να με σώσει». Αυτό είναι αδύνατο, αν δεν αποκτήσεις και την αγάπη προς Αυτόν με τα έργα. Η γυμνή από έργα πίστη δεν ωφελεί, αφού και τα δαιμόνια πιστεύουν και τρέμουν.
40. Έργο αγάπης είναι η προς τον πλησίον ολόψυχη ευεργεσία και μακροθυμία και υπομονή, και η χρήση των πραγμάτων με ορθό λόγο.
41. Όποιος αγαπά το Θεό, δεν λυπεί κανένα, ούτε λυπάται από κανένα για πρόσκαιρα πράγματα. Μια μόνο λύπη προξενεί και δοκιμάζει, τη σωτήρια λύπη, την οποία ο μακάριος Παύλος και δοκίμασε και προξένησε στους Κορινθίους.
42. Εκείνος πού αγαπά το Θεό, ζει αγγελικό βίο πάνω στη γη· νηστεύει και αγρυπνεί, ψάλλει και προσεύχεται, και για κάθε άνθρωπο σκέφτεται πάντοτε καλά.
43. Ό,τι επιθυμεί κανείς εκείνο αγωνίζεται ν΄ αποκτήσει. Κι από όλα τα αγαθά και επιθυμητά, ασύγκριτα πιο αγαθό και επιθυμητό είναι ο Θεός. Πόση λοιπόν επιμέλεια έχουμε χρέος να καταβάλομε για να επιτύχομε το φύσει αγαθό και επιθυμητό;
44. Μη μολύνεις τη σάρκα σου με αισχρές πράξεις και μη λερώνεις την ψυχή σου με πονηρούς λογισμούς. Και η ειρήνη του Θεού θα έρθει σ΄ εσένα και θα φέρει την αγάπη.
45. Να καταπονείς το σώμα σου με νηστεία και αγρυπνία και ν΄ ασχολείσαι ακούραστα με την ψαλμωδία και την προσευχή· και θα έρθει σ΄ εσένα ο αγιασμός της σωφροσύνης και θα φέρει την αγάπη.
46. Εκείνος πού αξιώθηκε να λάβει την θεία γνώση και απόκτησε δια μέσου της αγάπης το φωτισμό της, δε θα παρασυρθεί ποτέ από το πνεύμα της κενοδοξίας. Εύκολα όμως παρασύρεται από αυτήν όποιος δεν αξιώθηκε τη θεία γνώση. Αλλά αν ο άνθρωπος αυτός σε κάθε τι πού πράττει έχει στραμμένο το βλέμμα του στο Θεό, με την αίσθηση ότι όλα τα πράττει γι΄ Αυτόν, εύκολα με τη βοήθεια του Θεού θα απαλλαγεί από την κενοδοξία.
47. Όποιος δεν απόκτησε ακόμη τη θεία γνώση, πού εκδηλώνεται με την αγάπη, }έχει μεγάλη ιδέα για όσα έργα κάνει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.Εκείνος όμως πού αξιώθηκε και την απόκτησε, λέει με βαθιά συναίσθηση τα λόγια πού είπε ο πατριάρχης Αβραάμ όταν είδε το Θεό: « Εγώ είμαι χώμα και στάχτη».
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
48. Εκείνος πού φοβάται τον Κύριο, έχει πάντοτε σύντροφό του την ταπεινοφροσύνη, και με τις ενθυμήσεις πού αυτή προκαλεί, φτάνει στη θεία αγάπη και ευχαριστία. Φέρνει στο νου του τη ζωή πού έκανε πρωτύτερα στον κόσμο, και τα διάφορα αμαρτήματα και τούς πειρασμούς πού αντιμετώπισε από τον καιρό της νεότητάς του, και πως απ΄ όλα εκείνα τον γλύτωσε ο Κύριος, και τον μετέφερε από την ζωή των παθών στον κατά Θεόν βίο· και μαζί με το φόβο, αποκτά και την αγάπη, ευχαριστώντας πάντοτε με πολλή ταπεινοφροσύνη τον Ευεργέτη και Κυβερνήτη της ζωής μας.
49. Μη λερώσεις το νου σου ανεχόμενος λογισμούς επιθυμίας και θυμού, για να μην ξεπέσεις από την καθαρή προσευχή και περιπέσεις στο πνεύμα της ακηδίας.
50. Τότε ο νους χάνει την οικειότητα πού έχει με το Θεό, όταν δέχεται πονηρούς η ακάθαρτους λογισμούς να παραμένουν.
51. Ο ανόητος, πού τον οδηγούν τα πάθη, όταν αναστατώνεται από το θυμό, βιάζεται να φύγει ασυλλόγιστα μακριά από τούς αδελφούς. Άλλοτε πάλι, όταν καίγεται από την επιθυμία, μετανοιωμένος τρέχει να τούς συναντήσει. Ο φρόνιμος όμως, και στις δύο περιπτώσεις κάνει το αντίθετο. Στην περίπτωση του θυμού, αφού κόψει τις αιτίες της ταραχής, απαλλάσσει τον εαυτό του από τη λύπη προς τούς αδελφούς· στην περίπτωση της επιθυμίας, συγκρατεί τον εαυτό του από την παράλογη παρόρμηση για συνάντηση άλλων.
52. Στον καιρό των πειρασμών μην εγκαταλείψεις το Μοναστήρι σου, αλλά υπόμενε με γενναιότητα τα κύματα των λογισμών, και μάλιστα της λύπης και της ακηδίας. Έτσι αφού δοκιμαστείς κατά θεία οικονομία με τις θλίψεις, θα αποκτήσεις βέβαια ελπίδα στο Θεό. Αν όμως το εγκαταλείπεις, θα φανείς ανάξιος, άνανδρος και άστατος.
53. Αν θέλεις να μην ξεπέσεις από την αγάπη του Θεού, μήτε τον αδελφό να αφήσεις να κοιμηθεί στενοχωρημένος από σένα, μήτε συ να κοιμηθείς στενοχωρημένος εναντίον του. Συμφιλιώσου με τον αδελφό σου και τότε πήγαινε και πρόσφερε στο Χριστό με καθαρή συνείδηση το δώρο της αγάπης, με ένθερμη προσευχή.
54. Αν εκείνος πού έχει όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, και δεν έχει αγάπη, δεν ωφελείται τίποτε σύμφωνα με τον θειο Απόστολο, πόση επιμέλεια πρέπει να καταβάλομε για να την αποκτήσομε;
55. Αν η αγάπη δεν κάνει κακό στον πλησίον, εκείνος πού φθονεί τον αδελφό και λυπάται για την προκοπή του και με ειρωνείες προσπαθεί να κηλιδώσει την υπόληψή του η με όποια κακοήθεια τον επιβουλεύεται, πως αυτός δεν αποξενώνεται από την αγάπη και δεν κάνει τον εαυτό του ένοχο για την αιώνιο Κρίση;
56. Αν η αγάπη είναι το πλήρωμα του νόμου, εκείνος πού έχει μνησικακία για τον αδελφό και κάνει δόλια σχέδια εναντίον του και τον καταριέται και δοκιμάζει χαρά για κάθε πτώση του, πως δεν καταπατεί το νόμο και δεν είναι άξιος για την αιώνια κόλαση;
57. Αν εκείνος πού κατηγορεί και κρίνει τον αδελφό του κατηγορεί και κρίνει το θειο νόμο, και ο νόμος του Χριστού είναι η αγάπη, πως δεν ξεπέφτει από την αγάπη του Χριστού εκείνος πού καταλαλεί, και δεν προξενεί ο ίδιος στον εαυτό του την αιώνια κόλαση;
58. Μην παραδώσεις την ακοή σου στους λόγους όποιου καταλαλεί, ούτε τούς δικούς σου λόγους στην ακοή ενός φιλοκατήγορου, μιλώντας η ακούγοντας μ΄ ευχαρίστηση κατά του πλησίον σου, για να μη χάσεις τη θεία αγάπη και βρεθείς απόκληρος από την αιώνια ζωή.
59. Μη δέχεσαι κατηγορίες κατά του πνευματικού σου πατέρα, μήτε να διευκολύνεις εκείνον πού τον προσβάλλει, για να μην οργιστεί ο Κύριος για τα έργα σου και σε εξολοθρεύσει από τη χώρα της ζωής.
60. Κλεινέ το στόμα εκείνου πού κατηγορεί τον άλλον, για να μην αμαρτάνεις μαζί του διπλή αμαρτία· και συνηθίζοντας ο ίδιος σε καταστρεπτικό πάθος, και μη σταματώντας εκείνον πού φλυαρεί κατά του πλησίον.
61. « Εγώ όμως σας λέω, είπε ο Κύριος, αγαπάτε τούς εχθρούς σας, ευεργετείτε όσους σας μισούν, προσεύχεστε για όσους σας βλάπτουν». Γιατί τα διέταξε αυτά; Για να σε ελευθερώσει από το μίσος, τη λύπη, την οργή και την μνησικακία και να σε αξιώσει να λάβεις το μέγιστο απόκτημα, την τέλεια αγάπη, πού είναι αδύνατο να την έχει όποιος δεν αγαπά εξίσου όλους τούς ανθρώπους, κατά μίμηση του Θεού, ο όποιος αγαπά εξίσου όλους τούς ανθρώπους και θέλει να σωθούν και να λάβουν πλήρη γνώση της αλήθειας.
62. « Όμως σας λέω να μην αντισταθείτε στον πονηρό, αλλά αν κανείς σε χτυπήσει στο δεξί μέρος του προσώπου, γύρισέ του και το άλλο· και σ΄ αυτόν πού θέλει να σε πάει στο δικαστήριο για να σου πάρει το χιτώνα, άφησέ του και το ιμάτιο· και αν σε αγγαρεύει κάποιος για ένα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο». Γιατί λέει αυτά ο Κύριος; Για να φυλάξει κι εσένα χωρίς οργή, ταραχή και λύπη, και να διδάξει κι εκείνον με την ανεξικακία σου· και τούς δύο πάλι, σαν καλός Πατέρας, να σας φέρει στον ζυγό της αγάπης.
63. Των πραγμάτων, με τα όποια κάποτε μας έδενε κάποιο πάθος, έχουμε μέσα μας τις εμπαθείς φαντασίες. Όποιος λοιπόν νικά τις εμπαθείς φαντασίες, καταφρονεί οπωσδήποτε και τα πράγματα πού αυτές απεικονίζουν. Γιατί ο πόλεμος εναντίον των ενθυμήσεων είναι τόσο χειρότερος από τον πόλεμο εναντίον των πραγμάτων, όσο είναι πιο εύκολο να αμαρτάνει κανείς με τη διάνοια από το να αμαρτάνει με έργα.
64. Άλλα από τα πάθη είναι σωματικά κι άλλα ψυχικά. Τα σωματικά έχουν τις αφορμές τους από το σώμα, τα ψυχικά από τα εξωτερικά πράγματα. Και τα δύο αυτά είδη παθών τα αφανίζουν η αγάπη και η εγκράτεια· η πρώτη τα ψυχικά, η δεύτερη τα σωματικά.
65. Από τα πάθη, άλλα ανήκουν στο θυμικό μέρος της ψυχής, άλλα στο επιθυμητικό. Και τα δύο αυτά είδη κινούνται δια μέσου των αισθήσεων. Και κινούνται τότε, όταν η ψυχή βρίσκεται έξω από τα όρια της εγκράτειας και της αγάπης.
49. Μη λερώσεις το νου σου ανεχόμενος λογισμούς επιθυμίας και θυμού, για να μην ξεπέσεις από την καθαρή προσευχή και περιπέσεις στο πνεύμα της ακηδίας.
50. Τότε ο νους χάνει την οικειότητα πού έχει με το Θεό, όταν δέχεται πονηρούς η ακάθαρτους λογισμούς να παραμένουν.
51. Ο ανόητος, πού τον οδηγούν τα πάθη, όταν αναστατώνεται από το θυμό, βιάζεται να φύγει ασυλλόγιστα μακριά από τούς αδελφούς. Άλλοτε πάλι, όταν καίγεται από την επιθυμία, μετανοιωμένος τρέχει να τούς συναντήσει. Ο φρόνιμος όμως, και στις δύο περιπτώσεις κάνει το αντίθετο. Στην περίπτωση του θυμού, αφού κόψει τις αιτίες της ταραχής, απαλλάσσει τον εαυτό του από τη λύπη προς τούς αδελφούς· στην περίπτωση της επιθυμίας, συγκρατεί τον εαυτό του από την παράλογη παρόρμηση για συνάντηση άλλων.
52. Στον καιρό των πειρασμών μην εγκαταλείψεις το Μοναστήρι σου, αλλά υπόμενε με γενναιότητα τα κύματα των λογισμών, και μάλιστα της λύπης και της ακηδίας. Έτσι αφού δοκιμαστείς κατά θεία οικονομία με τις θλίψεις, θα αποκτήσεις βέβαια ελπίδα στο Θεό. Αν όμως το εγκαταλείπεις, θα φανείς ανάξιος, άνανδρος και άστατος.
53. Αν θέλεις να μην ξεπέσεις από την αγάπη του Θεού, μήτε τον αδελφό να αφήσεις να κοιμηθεί στενοχωρημένος από σένα, μήτε συ να κοιμηθείς στενοχωρημένος εναντίον του. Συμφιλιώσου με τον αδελφό σου και τότε πήγαινε και πρόσφερε στο Χριστό με καθαρή συνείδηση το δώρο της αγάπης, με ένθερμη προσευχή.
54. Αν εκείνος πού έχει όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, και δεν έχει αγάπη, δεν ωφελείται τίποτε σύμφωνα με τον θειο Απόστολο, πόση επιμέλεια πρέπει να καταβάλομε για να την αποκτήσομε;
55. Αν η αγάπη δεν κάνει κακό στον πλησίον, εκείνος πού φθονεί τον αδελφό και λυπάται για την προκοπή του και με ειρωνείες προσπαθεί να κηλιδώσει την υπόληψή του η με όποια κακοήθεια τον επιβουλεύεται, πως αυτός δεν αποξενώνεται από την αγάπη και δεν κάνει τον εαυτό του ένοχο για την αιώνιο Κρίση;
56. Αν η αγάπη είναι το πλήρωμα του νόμου, εκείνος πού έχει μνησικακία για τον αδελφό και κάνει δόλια σχέδια εναντίον του και τον καταριέται και δοκιμάζει χαρά για κάθε πτώση του, πως δεν καταπατεί το νόμο και δεν είναι άξιος για την αιώνια κόλαση;
57. Αν εκείνος πού κατηγορεί και κρίνει τον αδελφό του κατηγορεί και κρίνει το θειο νόμο, και ο νόμος του Χριστού είναι η αγάπη, πως δεν ξεπέφτει από την αγάπη του Χριστού εκείνος πού καταλαλεί, και δεν προξενεί ο ίδιος στον εαυτό του την αιώνια κόλαση;
58. Μην παραδώσεις την ακοή σου στους λόγους όποιου καταλαλεί, ούτε τούς δικούς σου λόγους στην ακοή ενός φιλοκατήγορου, μιλώντας η ακούγοντας μ΄ ευχαρίστηση κατά του πλησίον σου, για να μη χάσεις τη θεία αγάπη και βρεθείς απόκληρος από την αιώνια ζωή.
59. Μη δέχεσαι κατηγορίες κατά του πνευματικού σου πατέρα, μήτε να διευκολύνεις εκείνον πού τον προσβάλλει, για να μην οργιστεί ο Κύριος για τα έργα σου και σε εξολοθρεύσει από τη χώρα της ζωής.
60. Κλεινέ το στόμα εκείνου πού κατηγορεί τον άλλον, για να μην αμαρτάνεις μαζί του διπλή αμαρτία· και συνηθίζοντας ο ίδιος σε καταστρεπτικό πάθος, και μη σταματώντας εκείνον πού φλυαρεί κατά του πλησίον.
61. « Εγώ όμως σας λέω, είπε ο Κύριος, αγαπάτε τούς εχθρούς σας, ευεργετείτε όσους σας μισούν, προσεύχεστε για όσους σας βλάπτουν». Γιατί τα διέταξε αυτά; Για να σε ελευθερώσει από το μίσος, τη λύπη, την οργή και την μνησικακία και να σε αξιώσει να λάβεις το μέγιστο απόκτημα, την τέλεια αγάπη, πού είναι αδύνατο να την έχει όποιος δεν αγαπά εξίσου όλους τούς ανθρώπους, κατά μίμηση του Θεού, ο όποιος αγαπά εξίσου όλους τούς ανθρώπους και θέλει να σωθούν και να λάβουν πλήρη γνώση της αλήθειας.
62. « Όμως σας λέω να μην αντισταθείτε στον πονηρό, αλλά αν κανείς σε χτυπήσει στο δεξί μέρος του προσώπου, γύρισέ του και το άλλο· και σ΄ αυτόν πού θέλει να σε πάει στο δικαστήριο για να σου πάρει το χιτώνα, άφησέ του και το ιμάτιο· και αν σε αγγαρεύει κάποιος για ένα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο». Γιατί λέει αυτά ο Κύριος; Για να φυλάξει κι εσένα χωρίς οργή, ταραχή και λύπη, και να διδάξει κι εκείνον με την ανεξικακία σου· και τούς δύο πάλι, σαν καλός Πατέρας, να σας φέρει στον ζυγό της αγάπης.
63. Των πραγμάτων, με τα όποια κάποτε μας έδενε κάποιο πάθος, έχουμε μέσα μας τις εμπαθείς φαντασίες. Όποιος λοιπόν νικά τις εμπαθείς φαντασίες, καταφρονεί οπωσδήποτε και τα πράγματα πού αυτές απεικονίζουν. Γιατί ο πόλεμος εναντίον των ενθυμήσεων είναι τόσο χειρότερος από τον πόλεμο εναντίον των πραγμάτων, όσο είναι πιο εύκολο να αμαρτάνει κανείς με τη διάνοια από το να αμαρτάνει με έργα.
64. Άλλα από τα πάθη είναι σωματικά κι άλλα ψυχικά. Τα σωματικά έχουν τις αφορμές τους από το σώμα, τα ψυχικά από τα εξωτερικά πράγματα. Και τα δύο αυτά είδη παθών τα αφανίζουν η αγάπη και η εγκράτεια· η πρώτη τα ψυχικά, η δεύτερη τα σωματικά.
65. Από τα πάθη, άλλα ανήκουν στο θυμικό μέρος της ψυχής, άλλα στο επιθυμητικό. Και τα δύο αυτά είδη κινούνται δια μέσου των αισθήσεων. Και κινούνται τότε, όταν η ψυχή βρίσκεται έξω από τα όρια της εγκράτειας και της αγάπης.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
66. Τα πάθη του θυμικού μέρους της ψυχής είναι πιο δυσκολοπολέμητα από τα πάθη του επιθυμητικου. Γι΄ αυτό και δόθηκε από τον Κύριο εναντίον των παθών του θυμικού δυνατότερο φάρμακο, το οποίο είναι η εντολή της αγάπης.
67. Όλα τα άλλα πάθη, ερεθίζουν είτε το θυμικό μέρος της ψυχής, είτε το επιθυμητικό, είτε το λογιστικό, όπως είναι η λήθη και η άγνοια. Η ακηδία όμως, κυριαρχώντας σ΄ όλες τις δυνάμεις της ψυχής, κινεί όλα μαζί τα πάθη. Γι΄ αυτό και είναι το πιο βαρύ από όλα τα άλλα πάθη. Καλώς λοιπόν ο Κύριος, δίνοντας το αντίδοτό της, λέει: «Με την υπομονή σας, κερδίστε τις ψυχές σας».
68. Μην προσβάλεις ποτέ κανένα αδελφό, και μάλιστα χωρίς εύλογη αιτία, μην τυχόν επιστρέψει στον κόσμο μη μπορώντας ν΄ αντέξει τη θλίψη, και έτσι δε θα αποφύγεις τον έλεγχο της συνειδήσεως πού θα σου προξενεί πάντα λύπη στην προσευχή και θα αποδιώχνει το νου από την παρρησία προς το Θεό.
69. Μην ανέχεσαι τις υπόνοιες η και τούς ανθρώπους πού σου μεταφέρουν σκάνδαλα άλλων. Γιατί εκείνοι πού παραδέχονται σκάνδαλα με οποιοδήποτε τρόπο για εκείνα πού συμβαίνουν προαιρετικά η απροαίρετα, δεν γνωρίζουν το δρόμο της ειρήνης, η οποία οδηγεί τούς εραστές της δια μέσου της αγάπης στη γνώση του Θεού.
70. Δεν έχει τέλεια αγάπη εκείνος πού αλλάζει διάθεση προς τούς ανθρώπους ανάλογα με το χαρακτήρα τους· τον ένα π.χ. τον αγαπά και τον άλλον τον μισεί, }η τον ίδιο άνθρωπο άλλοτε τον αγαπά και άλλοτε τον μισεί για τις ίδιες αιτίες.
71. Η τέλεια αγάπη δεν διαχωρίζει κατά τις διαθέσεις των επιμέρους ανθρώπων τη μία και κοινή ανθρώπινη φύση, αλλά αποβλέποντας σ΄ αυτήν, αγάπα εξίσου όλους τούς ανθρώπους. Αγαπά τούς ενάρετους ως φίλους· τούς κακούς τούς αγαπά ως εχθρούς, και τούς ευεργετεί και μακροθυμεί και υπομένει αν την βλάψουν, χωρίς να λογαριάζει διόλου το κακό, αλλά και πάσχει για χάρη τους, αν το καλέσει η περίσταση, για να τούς κάνει και αυτούς φίλους, }αν είναι δυνατόν. Αν δεν το κατορθώσει, δεν αλλάζει τη διάθεσή της, αλλά φανερώνει τούς καρπούς της αγάπης εξίσου προς όλους τούς ανθρώπους. Γι΄ αυτό και ο Κύριός μας και Θεός Ιησούς Χριστός, δείχνοντας την αγάπη Του σ΄ εμάς, έπαθε για χάρη όλης της ανθρωπότητας και χάρισε σε όλους εξίσου την ελπίδα της αναστάσεως -αν και καθένας κάνει τον εαυτό του άξιο είτε για δόξα είτε για κόλαση.
72. Εκείνος πού δεν καταφρονεί τη δόξα και την εξουδένωση, τον πλούτο και τη φτώχεια, την ηδονή και τη λύπη, δεν απόκτησε ακόμη τέλεια αγάπη. Γιατί η τέλεια αγάπη δεν καταφρονεί μόνον αυτά, αλλά και την πρόσκαιρη ζωή και το θάνατο.
73. Άκουσε τι λένε εκείνοι πού αξιωθήκανε να έχουν την τέλεια αγάπη: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη η στενοχώρια η διωγμός η γυμνότητα η κίνδυνος η μάχαιρα; Καθώς λέει η Γραφή, για χάρη Σου θανατωνόμαστε όλη την ημέρα· θεωρηθήκαμε ως πρόβατα για σφαγή. Αλλά σ΄όλα τούτα βγαίνομε νικητές με τη βοήθεια Εκείνου πού μας αγάπησε. Πιστεύω απόλυτα ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε άγγελοι, ούτε Αρχές, ούτε Δυνάμεις, ούτε τωρινά, ούτε μελλοντικά, ούτε ύψωμα, ούτε βάθος, ούτε καμιά άλλη κτίση θα μπορέσει να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού πού εκδηλώνεται με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας».
74. Άκουσε πάλι τι λένε για την αγάπη προς τον πλησίον: «Λέω αλήθεια, μάρτυς μου ο Χριστός, δεν ψεύδομαι· η συνείδησή μου, πού φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα, μαρτυρεί κι αυτή, ότι έχω μεγάλη λύπη και πόνο αδιάκοπο στην καρδιά μου για τούς ομοεθνείς μου Ιουδαίους. Θα ευχόμουν να χωριστώ εγώ από το Χριστό για χάρη των αδελφών μου, των φυσικών συγγενών μου, οι οποίοι είναι Ισραηλίτες κλπ.». Παρόμοια είπαν και ο Μωυσής και οι άλλοι Άγιοι.
75. Εκείνος πού δεν καταφρονεί τη δόξα και την ηδονή, καθώς και τη φιλαργυρία πού συντελεί στην αύξησή τους και για χάρη τους υπάρχει, δεν μπορεί να κόψει τις αφορμές του θυμού. Εκείνος όμως πού δεν τις κόβει, δεν μπορεί να επιτύχει την τέλεια αγάπη.
76. Η ταπείνωση και η κακοπάθεια ελευθερώνουν τον άνθρωπο από κάθε αμαρτία, καθώς κόβει η μια τα πάθη της ψυχής και η άλλη τα πάθη του σώματος. Αυτό έκανε και ο μακάριος Δαβίδ και προσευχόταν στο Θεό λέγοντας: «Δες την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου και συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου».
77. Δια μέσου των εντολών Του, ο Κύριος κάνει απαθείς όσους τις εφαρμόζουν. Δια μέσου των θείων δογμάτων, χαρίζει σ΄ αυτούς το φωτισμό της θείας γνώσεως.
78. Όλα τα δόγματα αναφέρονται }η στο Θεό, η στα ορατά και τα αόρατα, }η στην πρόνοια και την κρίση του Θεού γι΄ αυτά.
79. Η ελεημοσύνη θεραπεύει το θυμικό μέρος της ψυχής· η νηστεία μαραίνει την επιθυμία· η προσευχή καθαρίζει το νου και τον κάνει επιτήδειο για τη θεωρία των όντων. Γιατί ανάλογα με τις δυνάμεις της ψυχής, ο Κύριος μας χάρισε και τις εντολές Του.
80. «Μάθετε από εμένα, λέει ο Κύριος, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά κλπ.». Η πραότητα διατηρεί ατάραχο το θυμικό μέρος της ψυχής· η ταπείνωση ελευθερώνει το νου από την αλαζονεία και την κενοδοξία.
81. Ο φόβος του Θεού είναι δύο ειδών. Εκείνος πού γεννιέται μέσα μας από τις απειλές της κολάσεως και κάνει να φυτρώνουν μέσα μας η εγκράτεια, η ελπίδα στο Θεό, η απάθεια και στη συνέχεια κατά φυσική τάξη η αγάπη. Και ο φόβος πού είναι ενωμένος με την ίδια την αγάπη, και φέρνει πάντοτε στην ψυχή ευλάβεια, για να μην καταλήξει σε καταφρόνηση του Θεού εξαιτίας της παρρησίας πού δίνει η αγάπη.
82. Τον πρώτο φόβο τον εκτοπίζει η τέλεια αγάπη, γιατί η ψυχή πού την έχει δεν φοβάται πλέον την κόλαση. Το δεύτερο φόβο τον έχει, όπως είπαμε, η αγάπη ενωμένο πάντα μαζί της. Στον πρώτο φόβο ταιριάζει ο λόγος: «Με το φόβο του Κυρίου απομακρύνεται καθένας από το κακό», και ο λόγος: « Αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου». Στο δεύτερο φόβο ταιριάζει ο λόγος: «Δεν θα δοκιμάσουν στέρηση όσοι φοβούνται τον Κύριο».
67. Όλα τα άλλα πάθη, ερεθίζουν είτε το θυμικό μέρος της ψυχής, είτε το επιθυμητικό, είτε το λογιστικό, όπως είναι η λήθη και η άγνοια. Η ακηδία όμως, κυριαρχώντας σ΄ όλες τις δυνάμεις της ψυχής, κινεί όλα μαζί τα πάθη. Γι΄ αυτό και είναι το πιο βαρύ από όλα τα άλλα πάθη. Καλώς λοιπόν ο Κύριος, δίνοντας το αντίδοτό της, λέει: «Με την υπομονή σας, κερδίστε τις ψυχές σας».
68. Μην προσβάλεις ποτέ κανένα αδελφό, και μάλιστα χωρίς εύλογη αιτία, μην τυχόν επιστρέψει στον κόσμο μη μπορώντας ν΄ αντέξει τη θλίψη, και έτσι δε θα αποφύγεις τον έλεγχο της συνειδήσεως πού θα σου προξενεί πάντα λύπη στην προσευχή και θα αποδιώχνει το νου από την παρρησία προς το Θεό.
69. Μην ανέχεσαι τις υπόνοιες η και τούς ανθρώπους πού σου μεταφέρουν σκάνδαλα άλλων. Γιατί εκείνοι πού παραδέχονται σκάνδαλα με οποιοδήποτε τρόπο για εκείνα πού συμβαίνουν προαιρετικά η απροαίρετα, δεν γνωρίζουν το δρόμο της ειρήνης, η οποία οδηγεί τούς εραστές της δια μέσου της αγάπης στη γνώση του Θεού.
70. Δεν έχει τέλεια αγάπη εκείνος πού αλλάζει διάθεση προς τούς ανθρώπους ανάλογα με το χαρακτήρα τους· τον ένα π.χ. τον αγαπά και τον άλλον τον μισεί, }η τον ίδιο άνθρωπο άλλοτε τον αγαπά και άλλοτε τον μισεί για τις ίδιες αιτίες.
71. Η τέλεια αγάπη δεν διαχωρίζει κατά τις διαθέσεις των επιμέρους ανθρώπων τη μία και κοινή ανθρώπινη φύση, αλλά αποβλέποντας σ΄ αυτήν, αγάπα εξίσου όλους τούς ανθρώπους. Αγαπά τούς ενάρετους ως φίλους· τούς κακούς τούς αγαπά ως εχθρούς, και τούς ευεργετεί και μακροθυμεί και υπομένει αν την βλάψουν, χωρίς να λογαριάζει διόλου το κακό, αλλά και πάσχει για χάρη τους, αν το καλέσει η περίσταση, για να τούς κάνει και αυτούς φίλους, }αν είναι δυνατόν. Αν δεν το κατορθώσει, δεν αλλάζει τη διάθεσή της, αλλά φανερώνει τούς καρπούς της αγάπης εξίσου προς όλους τούς ανθρώπους. Γι΄ αυτό και ο Κύριός μας και Θεός Ιησούς Χριστός, δείχνοντας την αγάπη Του σ΄ εμάς, έπαθε για χάρη όλης της ανθρωπότητας και χάρισε σε όλους εξίσου την ελπίδα της αναστάσεως -αν και καθένας κάνει τον εαυτό του άξιο είτε για δόξα είτε για κόλαση.
72. Εκείνος πού δεν καταφρονεί τη δόξα και την εξουδένωση, τον πλούτο και τη φτώχεια, την ηδονή και τη λύπη, δεν απόκτησε ακόμη τέλεια αγάπη. Γιατί η τέλεια αγάπη δεν καταφρονεί μόνον αυτά, αλλά και την πρόσκαιρη ζωή και το θάνατο.
73. Άκουσε τι λένε εκείνοι πού αξιωθήκανε να έχουν την τέλεια αγάπη: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη η στενοχώρια η διωγμός η γυμνότητα η κίνδυνος η μάχαιρα; Καθώς λέει η Γραφή, για χάρη Σου θανατωνόμαστε όλη την ημέρα· θεωρηθήκαμε ως πρόβατα για σφαγή. Αλλά σ΄όλα τούτα βγαίνομε νικητές με τη βοήθεια Εκείνου πού μας αγάπησε. Πιστεύω απόλυτα ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε άγγελοι, ούτε Αρχές, ούτε Δυνάμεις, ούτε τωρινά, ούτε μελλοντικά, ούτε ύψωμα, ούτε βάθος, ούτε καμιά άλλη κτίση θα μπορέσει να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού πού εκδηλώνεται με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας».
74. Άκουσε πάλι τι λένε για την αγάπη προς τον πλησίον: «Λέω αλήθεια, μάρτυς μου ο Χριστός, δεν ψεύδομαι· η συνείδησή μου, πού φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα, μαρτυρεί κι αυτή, ότι έχω μεγάλη λύπη και πόνο αδιάκοπο στην καρδιά μου για τούς ομοεθνείς μου Ιουδαίους. Θα ευχόμουν να χωριστώ εγώ από το Χριστό για χάρη των αδελφών μου, των φυσικών συγγενών μου, οι οποίοι είναι Ισραηλίτες κλπ.». Παρόμοια είπαν και ο Μωυσής και οι άλλοι Άγιοι.
75. Εκείνος πού δεν καταφρονεί τη δόξα και την ηδονή, καθώς και τη φιλαργυρία πού συντελεί στην αύξησή τους και για χάρη τους υπάρχει, δεν μπορεί να κόψει τις αφορμές του θυμού. Εκείνος όμως πού δεν τις κόβει, δεν μπορεί να επιτύχει την τέλεια αγάπη.
76. Η ταπείνωση και η κακοπάθεια ελευθερώνουν τον άνθρωπο από κάθε αμαρτία, καθώς κόβει η μια τα πάθη της ψυχής και η άλλη τα πάθη του σώματος. Αυτό έκανε και ο μακάριος Δαβίδ και προσευχόταν στο Θεό λέγοντας: «Δες την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου και συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου».
77. Δια μέσου των εντολών Του, ο Κύριος κάνει απαθείς όσους τις εφαρμόζουν. Δια μέσου των θείων δογμάτων, χαρίζει σ΄ αυτούς το φωτισμό της θείας γνώσεως.
78. Όλα τα δόγματα αναφέρονται }η στο Θεό, η στα ορατά και τα αόρατα, }η στην πρόνοια και την κρίση του Θεού γι΄ αυτά.
79. Η ελεημοσύνη θεραπεύει το θυμικό μέρος της ψυχής· η νηστεία μαραίνει την επιθυμία· η προσευχή καθαρίζει το νου και τον κάνει επιτήδειο για τη θεωρία των όντων. Γιατί ανάλογα με τις δυνάμεις της ψυχής, ο Κύριος μας χάρισε και τις εντολές Του.
80. «Μάθετε από εμένα, λέει ο Κύριος, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά κλπ.». Η πραότητα διατηρεί ατάραχο το θυμικό μέρος της ψυχής· η ταπείνωση ελευθερώνει το νου από την αλαζονεία και την κενοδοξία.
81. Ο φόβος του Θεού είναι δύο ειδών. Εκείνος πού γεννιέται μέσα μας από τις απειλές της κολάσεως και κάνει να φυτρώνουν μέσα μας η εγκράτεια, η ελπίδα στο Θεό, η απάθεια και στη συνέχεια κατά φυσική τάξη η αγάπη. Και ο φόβος πού είναι ενωμένος με την ίδια την αγάπη, και φέρνει πάντοτε στην ψυχή ευλάβεια, για να μην καταλήξει σε καταφρόνηση του Θεού εξαιτίας της παρρησίας πού δίνει η αγάπη.
82. Τον πρώτο φόβο τον εκτοπίζει η τέλεια αγάπη, γιατί η ψυχή πού την έχει δεν φοβάται πλέον την κόλαση. Το δεύτερο φόβο τον έχει, όπως είπαμε, η αγάπη ενωμένο πάντα μαζί της. Στον πρώτο φόβο ταιριάζει ο λόγος: «Με το φόβο του Κυρίου απομακρύνεται καθένας από το κακό», και ο λόγος: « Αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου». Στο δεύτερο φόβο ταιριάζει ο λόγος: «Δεν θα δοκιμάσουν στέρηση όσοι φοβούνται τον Κύριο».
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
83. «Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας πού σέρνονται στη γη· την πορνεία, την ακαθαρσία, το πάθος, την κακή επιθυμία και την πλεονεξία κτλ.». Με τη γη εννοεί το σαρκικό φρόνημα. Πορνεία ονόμασε την έμπρακτη αμαρτία. Ακαθαρσία είπε τη συγκατάθεση στην αμαρτία. Πάθος, τον εμπαθή λογισμό. Επιθυμία κακή ονόμασε την απλή παραδοχή του λογισμού και της επιθυμίας. Πλεονεξία είπε το υλικό πού γεννά και αυξάνει το πάθος. Όλα λοιπόν αυτά, σαν μέλη του σαρκικού φρονήματος, διέταξε ο Απόστολος να νεκρώσομε.
84. Η μνήμη, στην αρχή, φέρνει στο νου το λογισμό χωρίς εμπάθεια· και όταν αυτός μένει στο νου για καιρό, κινείται το πάθος. Αν αυτό δεν εξολοθρευτεί, λυγίζει το νου στη συγκατάθεση. Μετά τη συγκατάθεση αρχίζει η έμπρακτη αμαρτία. Ο πάνσοφος λοιπόν Απόστολος, γράφοντας προς τούς Χριστιανούς πού ήταν πρωτύτερα ειδωλολάτρες, διατάζει πρώτα να αφανίζουν το αποτέλεσμα της αμαρτίας· κι έπειτα, με αντίστροφη σειρά να καταλήγουν στην αιτία της αμαρτίας. Και η αιτία είναι, όπως είπαμε, η πλεονεξία, πού γέννα και αυξάνει το πάθος. Νομίζω ότι εδώ σημαίνει τη γαστριμαργία, η οποία είναι μητέρα και τροφός της πορνείας. Γιατί η πλεονεξία είναι κακή όχι μόνο για τα χρήματα, αλλά και για την τροφή· όπως και η εγκράτεια δεν εννοείται μόνο για τα φαγητά, αλλά και για τα χρήματα.
85. Όπως ένα σπουργίτι δεμένο από το πόδι, όταν πάει να πετάξει, πέφτει στο χώμα, επειδή το τραβάει το σχοινί, έτσι και ο νους πού δεν απόκτησε ακόμη την απάθεια και πετά προς τη γνώση των επουρανίων, τραβιέται από τα πάθη στη γη.
86. Όταν ο νους ελευθερωθεί τελείως από τα πάθη, τότε πορεύεται προς τη θεωρία των όντων χωρίς να γυρίζει πίσω, βαδίζοντας πλέον προς τη γνώση της Αγίας Τριάδας.
87. Όταν είναι καθαρός ο νους, δεχόμενος τα νοήματα των πραγμάτων προχωρεί μέσω αυτών στην πνευματική θεωρία· όταν όμως από ραθυμία γίνει ακάθαρτος, τότε τα μεν νοήματα των άλλων πραγμάτων τα φαντάζεται απλώς (χωρίς να οδηγείται σε θεωρία), τα δε ανθρώπινα νοήματα πού δέχεται, τα μετατρέπει σε αισχρούς η πονηρούς λογισμούς.
88. Όταν πάντοτε, κατά τον καιρό της προσευχής, δεν ενοχλεί το νου σου κανένα νόημα του κόσμου, τότε να ξέρεις ότι δεν είσαι έξω από τα όρια της απάθειας.
89. Όταν η ψυχή αρχίζει να αισθάνεται την ίδια την υγεία της, τότε και τις φαντασίες του ύπνου τις βλέπει χωρίς εμπάθεια και ταραχή.
90. Όπως το μάτι το ελκύει η ομορφιά των ορατών, έτσι και τον καθαρό νου η γνώση των αοράτων. Αόρατα εννοώ τα ασώματα.
91. Μεγάλο πράγμα είναι να μην κινείται κάποιος σε κάποιο πάθος από τα πράγματα· πολύ μεγαλύτερο όμως είναι να μένει απαθής απέναντι στις φαντασίες των πραγμάτων. Γιατί ο πόλεμος των δαιμόνων εναντίον μας με τούς λογισμούς, είναι πολύ πιο φοβερός από τον πόλεμο μέσω των πραγμάτων.
92. Εκείνος πού κατόρθωσε τις αρετές και πλούτισε με θεία γνώση, επειδή βλέπει τα πράγματα στη φυσική τους κατάσταση, πράττει τα πάντα και μιλά γι΄ αυτά κατά τις υπαγορεύσεις του ορθού λόγου, χωρίς να σφάλλει καθόλου. Γιατί από την ορθή η μη ορθή χρησιμοποίηση των πραγμάτων είναι πού γινόμαστε ενάρετοι η κακοί.
93. Σημάδι τέλειας απάθειας είναι να αναδύονται πάντοτε στην καρδιά χωρίς πάθος τα νοήματα των πραγμάτων, τόσο όταν είμαστε ξυπνητοί, όσο και στον ύπνο μας.
94. Ο νους αποβάλλει με την εκτέλεση των εντολών, τα πάθη· με την πνευματική θεωρία των ορατών, τα εμπαθή νοήματα των πραγμάτων· με τη γνώση των αοράτων, τη θεωρία των ορατών· τέλος κι αυτήν την αποβάλλει, με τη γνώση της Αγίας Τριάδας.
95. Όταν ο ήλιος ανατέλλει και φωτίζει τον κόσμο, φανερώνει και τον εαυτό του και τα πράγματα πού φωτίζονται από αυτόν. Έτσι και ο Ήλιος της δικαιοσύνης, όταν ανατέλλει στον καθαρό νου, φανερώνει και τον εαυτό Του, και τούς λόγους όσων έχουν γίνει από Αυτόν και όσων μέλλουν να γίνουν.
96. Δεν γνωρίζομε το Θεό από την ουσία Του, αλλά από τα θαυμαστά έργα Του και την πρόνοιά Του για τα όντα. Απ΄ αυτά, σαν μέσα από καθρέφτη, βλέπομε την άπειρη αγαθότητα και σοφία και δύναμή Του.
97. Ο καθαρός νους κινείται η μέσα στα χωρίς πάθος νοήματα των ανθρωπίνων πραγμάτων, η στη φυσική θεωρία των ορατών η των αοράτων, η μέσα στο φως της Αγίας Τριάδας.
98. Όταν ο νους φτάσει στη θεωρία των ορατών, ερευνά η τούς φυσικούς λόγους τους η τούς λόγους πού αυτοί υποδηλώνουν, η ζητεί την ίδια την αιτία τους.
99. Όταν πάλι κινείται στη θεωρία των αοράτων, ζητεί και τούς φυσικούς τους λόγους και την αιτία της υπάρξεώς τους και τα επακόλουθά της, και ποια είναι η σχετική με αυτά πρόνοια και κρίση.
100. Όταν ο νους φτάσει στο Θεό, ζητεί πρώτα να μάθει τούς λόγους περί της ουσίας Του, καθώς φλέγεται από τον πόθο. Δεν μπορεί όμως να ικανοποιήσει τον πόθο του αυτό (γιατί κάτι τέτοιο είναι τελείως αδύνατο σε όλα γενικώς τα λογικά δημιουργήματα) · έτσι παρηγορείται από τη γνώση των σχετικών με τις ιδιότητες του Θεού. Δηλαδή της αιωνιότητας, της απειρίας, της απεριοριστίας, της αγαθότητας, της σοφίας, της δυνάμεως να δημιουργεί, να προνοεί και να κρίνει τα όντα. Το μόνο πού μπορούμε να καταλάβομε γι΄ Αυτόν, είναι η απειρία Του και το ότι είναι αδύνατο να γίνει γνωστός, όπως έχουν πει οι θεολόγοι Γρηγόριος και Διονύσιος Αρεοπαγίτης.
84. Η μνήμη, στην αρχή, φέρνει στο νου το λογισμό χωρίς εμπάθεια· και όταν αυτός μένει στο νου για καιρό, κινείται το πάθος. Αν αυτό δεν εξολοθρευτεί, λυγίζει το νου στη συγκατάθεση. Μετά τη συγκατάθεση αρχίζει η έμπρακτη αμαρτία. Ο πάνσοφος λοιπόν Απόστολος, γράφοντας προς τούς Χριστιανούς πού ήταν πρωτύτερα ειδωλολάτρες, διατάζει πρώτα να αφανίζουν το αποτέλεσμα της αμαρτίας· κι έπειτα, με αντίστροφη σειρά να καταλήγουν στην αιτία της αμαρτίας. Και η αιτία είναι, όπως είπαμε, η πλεονεξία, πού γέννα και αυξάνει το πάθος. Νομίζω ότι εδώ σημαίνει τη γαστριμαργία, η οποία είναι μητέρα και τροφός της πορνείας. Γιατί η πλεονεξία είναι κακή όχι μόνο για τα χρήματα, αλλά και για την τροφή· όπως και η εγκράτεια δεν εννοείται μόνο για τα φαγητά, αλλά και για τα χρήματα.
85. Όπως ένα σπουργίτι δεμένο από το πόδι, όταν πάει να πετάξει, πέφτει στο χώμα, επειδή το τραβάει το σχοινί, έτσι και ο νους πού δεν απόκτησε ακόμη την απάθεια και πετά προς τη γνώση των επουρανίων, τραβιέται από τα πάθη στη γη.
86. Όταν ο νους ελευθερωθεί τελείως από τα πάθη, τότε πορεύεται προς τη θεωρία των όντων χωρίς να γυρίζει πίσω, βαδίζοντας πλέον προς τη γνώση της Αγίας Τριάδας.
87. Όταν είναι καθαρός ο νους, δεχόμενος τα νοήματα των πραγμάτων προχωρεί μέσω αυτών στην πνευματική θεωρία· όταν όμως από ραθυμία γίνει ακάθαρτος, τότε τα μεν νοήματα των άλλων πραγμάτων τα φαντάζεται απλώς (χωρίς να οδηγείται σε θεωρία), τα δε ανθρώπινα νοήματα πού δέχεται, τα μετατρέπει σε αισχρούς η πονηρούς λογισμούς.
88. Όταν πάντοτε, κατά τον καιρό της προσευχής, δεν ενοχλεί το νου σου κανένα νόημα του κόσμου, τότε να ξέρεις ότι δεν είσαι έξω από τα όρια της απάθειας.
89. Όταν η ψυχή αρχίζει να αισθάνεται την ίδια την υγεία της, τότε και τις φαντασίες του ύπνου τις βλέπει χωρίς εμπάθεια και ταραχή.
90. Όπως το μάτι το ελκύει η ομορφιά των ορατών, έτσι και τον καθαρό νου η γνώση των αοράτων. Αόρατα εννοώ τα ασώματα.
91. Μεγάλο πράγμα είναι να μην κινείται κάποιος σε κάποιο πάθος από τα πράγματα· πολύ μεγαλύτερο όμως είναι να μένει απαθής απέναντι στις φαντασίες των πραγμάτων. Γιατί ο πόλεμος των δαιμόνων εναντίον μας με τούς λογισμούς, είναι πολύ πιο φοβερός από τον πόλεμο μέσω των πραγμάτων.
92. Εκείνος πού κατόρθωσε τις αρετές και πλούτισε με θεία γνώση, επειδή βλέπει τα πράγματα στη φυσική τους κατάσταση, πράττει τα πάντα και μιλά γι΄ αυτά κατά τις υπαγορεύσεις του ορθού λόγου, χωρίς να σφάλλει καθόλου. Γιατί από την ορθή η μη ορθή χρησιμοποίηση των πραγμάτων είναι πού γινόμαστε ενάρετοι η κακοί.
93. Σημάδι τέλειας απάθειας είναι να αναδύονται πάντοτε στην καρδιά χωρίς πάθος τα νοήματα των πραγμάτων, τόσο όταν είμαστε ξυπνητοί, όσο και στον ύπνο μας.
94. Ο νους αποβάλλει με την εκτέλεση των εντολών, τα πάθη· με την πνευματική θεωρία των ορατών, τα εμπαθή νοήματα των πραγμάτων· με τη γνώση των αοράτων, τη θεωρία των ορατών· τέλος κι αυτήν την αποβάλλει, με τη γνώση της Αγίας Τριάδας.
95. Όταν ο ήλιος ανατέλλει και φωτίζει τον κόσμο, φανερώνει και τον εαυτό του και τα πράγματα πού φωτίζονται από αυτόν. Έτσι και ο Ήλιος της δικαιοσύνης, όταν ανατέλλει στον καθαρό νου, φανερώνει και τον εαυτό Του, και τούς λόγους όσων έχουν γίνει από Αυτόν και όσων μέλλουν να γίνουν.
96. Δεν γνωρίζομε το Θεό από την ουσία Του, αλλά από τα θαυμαστά έργα Του και την πρόνοιά Του για τα όντα. Απ΄ αυτά, σαν μέσα από καθρέφτη, βλέπομε την άπειρη αγαθότητα και σοφία και δύναμή Του.
97. Ο καθαρός νους κινείται η μέσα στα χωρίς πάθος νοήματα των ανθρωπίνων πραγμάτων, η στη φυσική θεωρία των ορατών η των αοράτων, η μέσα στο φως της Αγίας Τριάδας.
98. Όταν ο νους φτάσει στη θεωρία των ορατών, ερευνά η τούς φυσικούς λόγους τους η τούς λόγους πού αυτοί υποδηλώνουν, η ζητεί την ίδια την αιτία τους.
99. Όταν πάλι κινείται στη θεωρία των αοράτων, ζητεί και τούς φυσικούς τους λόγους και την αιτία της υπάρξεώς τους και τα επακόλουθά της, και ποια είναι η σχετική με αυτά πρόνοια και κρίση.
100. Όταν ο νους φτάσει στο Θεό, ζητεί πρώτα να μάθει τούς λόγους περί της ουσίας Του, καθώς φλέγεται από τον πόθο. Δεν μπορεί όμως να ικανοποιήσει τον πόθο του αυτό (γιατί κάτι τέτοιο είναι τελείως αδύνατο σε όλα γενικώς τα λογικά δημιουργήματα) · έτσι παρηγορείται από τη γνώση των σχετικών με τις ιδιότητες του Θεού. Δηλαδή της αιωνιότητας, της απειρίας, της απεριοριστίας, της αγαθότητας, της σοφίας, της δυνάμεως να δημιουργεί, να προνοεί και να κρίνει τα όντα. Το μόνο πού μπορούμε να καταλάβομε γι΄ Αυτόν, είναι η απειρία Του και το ότι είναι αδύνατο να γίνει γνωστός, όπως έχουν πει οι θεολόγοι Γρηγόριος και Διονύσιος Αρεοπαγίτης.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
ΑΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ
Περί της πνευματικής τελειότητας
Με τη χάρη και τη θεία δωρεά του Πνεύματος ο καθένας από μας κερδίζει τη σωτηρία· με πίστη πάλι και αγάπη και με αγώνα της αυτεξούσιας προαιρέσεως μπορεί να φτάσει στο τέλειο μέτρο της αρετής. Και τούτο, για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή όχι μόνο με τη χάρη, αλλά και με τη δικαιοσύνη. Και μήτε να αξιώνεται την τέλεια αρετή με μόνη τη θεία δύναμη και χάρη, χωρίς να συνεισφέρει και τούς δικούς του κόπους, μήτε πάλι με μόνη τη δική του προθυμία και δύναμη να φτάνει το τέλειο μέτρο της ελευθερίας και της καθαρότητας χωρίς να βοηθήσει από ψηλά το χέρι του Θεού. Όπως λέει και ο Ψαλμωδός, αν ο Κύριος δεν οικοδομήσει το σπίτι, η δε φυλάξει την πόλη, μάταια αγρυπνούν οι φύλακες και μάταια κοπιάζουν οι οικοδόμοι.
2. Ερώτηση: Ποιο είναι το θέλημα του Θεού, στο οποίο προτρέπει και καλεί ο Απόστολος τον καθένα να φτάσει;
Απόκριση: Η τέλεια κάθαρση από την αμαρτία, η ελευθερία από τα πάθη της ατιμίας και η απόκτηση της κορυφαίας αρετής. Αυτό είναι ο καθαρισμός και αγιασμός της καρδιάς πού γίνεται με τη μέθεξη του τέλειου και θεϊκού Πνεύματος, με εσωτερική αίσθηση. Γιατί λέει ο Κύριος: «Μακάριοι όσοι έχουν καθαρή καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό», και: «Να γίνεστε και σεις τέλειοι, όπως είναι τέλειος και ο ουράνιος Πατέρας σας». Και ο Δαβίδ λέει: «Είθε να γίνει η καρδιά μου άμεμπτη στην τήρηση των εντολών Σου, για να μην ντροπιαστώ», και πάλι: «Τότε μόνο δεν θα ντροπιαστώ, όταν εκπληρώνω όλες τις εντολές Σου». Επίσης σ΄ εκείνον πού ερωτά: «Ποιος είναι άξιος να ανέβει στο όρος του Κυρίου και να σταθεί στον άγιο τόπο Του;» αποκρίνεται: «Αυτός πού έχει αθώα χέρια και καθαρή καρδιά». Με τα λόγια αυτά υποδηλώνει την τέλεια αναίρεση της αμαρτίας πού επιτελείται με την πράξη και με τη διάνοια.
3. Το Άγιο Πνεύμα, γνωρίζοντας ότι τα αφανή και κρυφά πάθη δύσκολα φεύγουν και είναι σαν ριζωμένα βαθιά στην ψυχή, μας δείχνει μέσω του Δαβίδ, με τι τρόπο να επιχειρούμε την κάθαρσή τους. Λέει αυτός δηλαδή: «Καθάρισέ με από τα κρυμμένα πάθη μου». Έτσι φανερώνει ότι θα το πετύχομε αυτό με πολλή δέηση και πίστη και με ολοκληρωτική στροφή προς το Θεό, μαζί με τη συνέργια του Πνεύματος. Παράλληλα, με το να αντιστεκόμαστε και εμείς στα πάθη και να φυλάγομε με κάθε τρόπο την καρδιά μας.
4. Και ο μακάριος Μωυσής, θέλοντας με παραδείγματα να δείξει ότι η ψυχή δεν πρέπει να ακολουθεί δύο γνώμες, δηλαδή το καλό και το κακό, αλλά μόνο το καλό, ούτε να καλλιεργεί δύο είδη καρπών, δηλαδή ωφέλιμους και βλαβερούς, αλλά μόνο ωφέλιμους, λέει: «Στο αλώνι σου, δε θα ζέψεις μαζί ζώα διαφορετικού γένους, λ.χ. βόδι με γαϊδούρι, αλλά αφού ζέψεις ζώα του ιδίου γένους, να αλωνίσεις τα σπαρτά σου», -δηλαδή στο αλώνι της καρδιάς μας να μην αλωνίζουν μαζί αρετή και κακία, αλλά μόνον η αρετή. «Δεν θα υφάνεις λινό μαζί με μάλλινο ύφασμα, ούτε μαλλί με λινό. Δε θα καλλιεργήσεις στο χωράφι σου δύο είδη καρπών μαζί. Δε θα διασταυρώσεις ζώα διαφορετικού γένους, αλλά θα ενώσεις ζώα ίδιου γένους.» Με όλα αυτά υπαινίσσεται με μυστικό τρόπο ότι δεν πρέπει να καλλιεργούνται μέσα μας, όπως είπαμε, κακία και αρετή, αλλά να γεννιούνται αποκλειστικά οι γόνοι της αρετής· ούτε να μετέχει η ψυχή σε δύο πνεύματα, στο πνεύμα του Θεού και στο πνεύμα του κόσμου, αλλά μόνο στο πνεύμα του Θεού, και να καρποφορεί μόνο τούς καρπούς του Πνεύματος. Γι΄ αυτό λέει ο Ψαλμωδός: «Συμμορφωνόμουν σ΄ όλες τις εντολές Σου και μίσησα κάθε τι πού οδηγεί στην αδικία».
5. Η ψυχή πού επιθυμεί να διατηρήσει την παρθενικότητά της και να ενωθεί με το Θεό, δεν πρέπει να μένει αγνή μόνο από τα φανερά αμαρτήματα, όπως είναι η πορνεία, ο φόνος, η κλοπή, η γαστριμαργία, η κατάκριση, το ψεύδος, η φιλαργυρία, η πλεονεξία και τα όμοια, αλλά πολύ περισσότερο από τα αφανή, όπως προείπαμε. Δηλαδή από επιθυμία, κενοδοξία, ανθρωπαρέσκεια, υποκρισία, φιλαρχία, δολιότητα, κακοήθεια, μίσος, απιστία, φθόνο, φιλαυτία, υπερηφάνεια και τα όμοια. Κατά την Γραφή, τα εσωτερικά αυτά αμαρτήματα είναι ίσα με τα εξωτερικά. Γιατί λέει: « Ο Κύριος διασκόρπισε τα κόκαλα των ανθρωπάρεσκων», και: « Ο Κύριος αποστρέφεται τον αιμοχαρή και δόλιο άνθρωπο», δείχνοντας με αυτό ότι την δολιότητα ο Κύριος την αποστρέφεται ίσα με τον φόνο. Επίσης λέει για «ανθρώπους πού μιλούν ειρηνικά στους άλλους, μέσα τους όμως σχεδιάζουν κακά», και πάλι: «Μέσα στην καρδιά σας συλλογίζεστε πως να διαπράξετε ανομίες στη ζωή», και: « Αλίμονο σας, όταν όλοι οι άνθρωποι σας επαινούν», όταν δηλαδή επιδιώκετε να ακούτε καλά για τον εαυτό σας από τούς ανθρώπους και κρέμεστε από τη γνώμη και τούς επαίνους τους· επειδή, πως είναι δυνατό να διαφύγετε την προσοχή των ανθρώπων για πάντα όταν κάνετε το καλό; Άλλωστε και ο ίδιος ο Κύριος λέει: «Να λάμψει το φως σας μπροστά στους ανθρώπους», αλλά προσθέτει: «Να επιδιώκετε να πράττετε το αγαθό για τη δόξα του Θεού και όχι για δική σας δόξα, ούτε να σας κινεί έρωτας για ανθρώπινους επαίνους». Γιατί ο Κύριος φανέρωσε ότι οι τέτοιοι άνθρωποι είναι άπιστοι, λέγοντας: «Πως μπορείτε να έχετε πίστη, αφού αποζητάτε τον έπαινο ο ένας του άλλου και δε ζητάτε τη δόξα από τον μόνο Θεό;». Πρόσεξε και τον Απόστολο, πως απαιτεί ακρίβεια ακόμη και μέχρι το φαγητό και το ποτό. Δίνει εντολή, όλες οι πράξεις μας να αποβλέπουν στη δόξα του Θεού, λέγοντας: «Είτε τρώτε, είτε πίνετε, είτε κάνετε οτιδήποτε, όλα να τα κάνετε για τη δόξα του Θεού». Και ο Θεολόγος Ιωάννης κατατάσσει το μίσος μαζί με το φόνο, λέγοντας: «Αυτός πού μισεί τον αδελφό του είναι ανθρωποκτόνος».
6. « Η αγάπη όλα τα δέχεται, όλα τα υπομένει· η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει», λέει ο Απόστολος. Με το ¨ουδέποτε εκπίπτει΄΄ εννοεί το εξής: Εκείνοι πού έλαβαν τα χαρίσματα του Πνεύματος πού ανέφερε, αλλά δεν αξιώθηκαν ακόμη την τέλεια ελευθερία από τα πάθη μέσω της πλήρους και ενεργούς αγάπης, δεν έφτασαν ακόμη στην ασφάλεια, αλλά η αρετή τους βρίσκεται ακόμη σε κίνδυνο και αγώνα και φόβο λόγω της επιβουλής των πονηρών πνευμάτων. Η τέλεια αγάπη όμως δεν υπόκειται ούτε σε πτώση, ούτε σε πάθος, αλλά, όπως υπέδειξε ο Απόστολος, είναι τέτοια ώστε οι γλώσσες των Αγγέλων, η προφητεία, όλη η γνώση και τα χαρίσματα των ιαμάτων είναι μηδέν όταν παραβληθούν με εκείνη.
7. Ο λόγος πού ο Κύριος παρουσίασε την τελειότητα ως σκοπό, είναι για να βλέπει ο καθένας πόσο φτωχός είναι από ένα τόσο μεγάλο πλούτο και να τρέχει με ζέση και ορμή προς αυτό το τέρμα και να διανύει έτσι τον πνευματικό δρόμο μέχρις ότου το φτάσει, όπως λέει ο Απόστολος: « Έτσι να τρέχετε, για να κερδίσετε το βραβείο».
8. Το να απαρνηθεί κανείς τον εαυτό του σημαίνει το εξής: Να είναι κανείς παραδομένος τελείως στην αδελφότητα και να μην ακολουθεί διόλου δικό του θέλημα, μήτε να έχει τίποτε δικό του, παρά μόνο το ένδυμα, για να είναι από όλα ελεύθερος και να εκτελεί με χαρά ό,τι τον διατάζουν. Τούς αδελφούς όλους και μάλιστα τούς ανωτέρους και εκείνους πού έχουν αναλάβει τα βάρη της μονής, να τούς θεωρεί κυρίους και δεσπότες του για το Χριστό, υπακούοντας σ΄ Αυτόν πού είπε: « Όποιος από σας θέλει να είναι πρώτος και μέγας, ας είναι τελευταίος απ΄ όλους και υπηρέτης σε όλους και δούλος όλων». Να μην επιδιώκει από τούς αδελφούς ούτε δόξα, ούτε τιμή, ούτε έπαινο, ακόμη κι εκείνον τον έπαινο πού συνοδεύει την καλή διακονία και διαγωγή. Γιατί λέει ο Απόστολος: «Να διακονείτε με κάθε καλή διάθεση, όχι για τα μάτια και για να είστε αρεστοί στους ανθρώπους». Και να θεωρεί πάντοτε τον εαυτό του χρεώστη της διακονίας προς τούς αδελφούς με αγάπη και απλότητα.
9. Οι προϊστάμενοι της αδελφότητας, επειδή έχουν αναλάβει μεγάλο έργο, πρέπει να αγωνίζονται προς τις αντίθετες πανουργίες της κακίας με την ταπεινοφροσύνη, για να μην πέσουν στο πάθος της υπερηφάνειας και, ασκώντας δυναστική εξουσία στους υποταγμένους αδελφούς, προξενήσουν στον εαυτό τους ζημία αντί μέγιστο κέρδος. Αλλά σαν εύσπλαχνοι πατέρες και σαν να έχουν παραδώσει για το Θεό τούς εαυτούς των στην αδελφότητα σωματικά και πνευματικά, να φροντίζουν γι΄ αυτούς και να τούς επιμελούνται σαν παιδιά του Θεού. Στα φανερά βέβαια δεν πρέπει να αμελούν τα καθήκοντα του προϊσταμένου, δηλαδή να διατάζουν, η να συμβουλέψουν τούς πιο
ώριμους, η να επιπλήξουν, η να ελέγξουν όπου χρειάζεται, η να παρηγορήσουν όπου πρέπει, για να μην επέλθει σύγχυση στα μοναστήρια με την πρόφαση της ταπεινώσεως η της πραότητας, καθώς θα καταργείται η πρέπουσα διάκριση σε προϊσταμένους και υποτακτικούς. Βαθιά όμως στην καρδιά τους να πιστεύουν ότι είναι ανάξιοι δούλοι όλων των αδελφών και, σαν καλοί παιδαγωγοί πού τούς έχουν εμπιστευθεί τα παιδιά του κυρίου τους, να φροντίζουν με κάθε καλή διάθεση και φόβο Θεού να καταρτίζουν καθένα αδελφό σε κάθε καλό έργο, γνωρίζοντας ότι γι΄ αυτόν τον κόπο τους ο Θεός τούς έχει ετοιμάσει μεγάλο και αναφαίρετο μισθό.
10. Αυτοί πού έχουν αναλάβει την παιδαγωγία παιδιών πού τυχαίνει να είναι κάποτε και δικοί τους κύριοι, για χάρη της αγωγής και της ευταξίας δεν παραμελούν και να τα χτυπούν, αλλά με αγάπη. Έτσι πρέπει και οι προεστωτες όχι από θυμό και υψηλοφροσύνη, ούτε για εκδίκηση, να τιμωρούν τούς αδελφούς εκείνους πού έχουν ανάγκη παιδεύσεως, αλλά με σπλάχνα οικτίρμων, και με σκοπό πνευματικής ωφέλειας να προξενούν τη διόρθωσή τους.
Περί της πνευματικής τελειότητας
Με τη χάρη και τη θεία δωρεά του Πνεύματος ο καθένας από μας κερδίζει τη σωτηρία· με πίστη πάλι και αγάπη και με αγώνα της αυτεξούσιας προαιρέσεως μπορεί να φτάσει στο τέλειο μέτρο της αρετής. Και τούτο, για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή όχι μόνο με τη χάρη, αλλά και με τη δικαιοσύνη. Και μήτε να αξιώνεται την τέλεια αρετή με μόνη τη θεία δύναμη και χάρη, χωρίς να συνεισφέρει και τούς δικούς του κόπους, μήτε πάλι με μόνη τη δική του προθυμία και δύναμη να φτάνει το τέλειο μέτρο της ελευθερίας και της καθαρότητας χωρίς να βοηθήσει από ψηλά το χέρι του Θεού. Όπως λέει και ο Ψαλμωδός, αν ο Κύριος δεν οικοδομήσει το σπίτι, η δε φυλάξει την πόλη, μάταια αγρυπνούν οι φύλακες και μάταια κοπιάζουν οι οικοδόμοι.
2. Ερώτηση: Ποιο είναι το θέλημα του Θεού, στο οποίο προτρέπει και καλεί ο Απόστολος τον καθένα να φτάσει;
Απόκριση: Η τέλεια κάθαρση από την αμαρτία, η ελευθερία από τα πάθη της ατιμίας και η απόκτηση της κορυφαίας αρετής. Αυτό είναι ο καθαρισμός και αγιασμός της καρδιάς πού γίνεται με τη μέθεξη του τέλειου και θεϊκού Πνεύματος, με εσωτερική αίσθηση. Γιατί λέει ο Κύριος: «Μακάριοι όσοι έχουν καθαρή καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό», και: «Να γίνεστε και σεις τέλειοι, όπως είναι τέλειος και ο ουράνιος Πατέρας σας». Και ο Δαβίδ λέει: «Είθε να γίνει η καρδιά μου άμεμπτη στην τήρηση των εντολών Σου, για να μην ντροπιαστώ», και πάλι: «Τότε μόνο δεν θα ντροπιαστώ, όταν εκπληρώνω όλες τις εντολές Σου». Επίσης σ΄ εκείνον πού ερωτά: «Ποιος είναι άξιος να ανέβει στο όρος του Κυρίου και να σταθεί στον άγιο τόπο Του;» αποκρίνεται: «Αυτός πού έχει αθώα χέρια και καθαρή καρδιά». Με τα λόγια αυτά υποδηλώνει την τέλεια αναίρεση της αμαρτίας πού επιτελείται με την πράξη και με τη διάνοια.
3. Το Άγιο Πνεύμα, γνωρίζοντας ότι τα αφανή και κρυφά πάθη δύσκολα φεύγουν και είναι σαν ριζωμένα βαθιά στην ψυχή, μας δείχνει μέσω του Δαβίδ, με τι τρόπο να επιχειρούμε την κάθαρσή τους. Λέει αυτός δηλαδή: «Καθάρισέ με από τα κρυμμένα πάθη μου». Έτσι φανερώνει ότι θα το πετύχομε αυτό με πολλή δέηση και πίστη και με ολοκληρωτική στροφή προς το Θεό, μαζί με τη συνέργια του Πνεύματος. Παράλληλα, με το να αντιστεκόμαστε και εμείς στα πάθη και να φυλάγομε με κάθε τρόπο την καρδιά μας.
4. Και ο μακάριος Μωυσής, θέλοντας με παραδείγματα να δείξει ότι η ψυχή δεν πρέπει να ακολουθεί δύο γνώμες, δηλαδή το καλό και το κακό, αλλά μόνο το καλό, ούτε να καλλιεργεί δύο είδη καρπών, δηλαδή ωφέλιμους και βλαβερούς, αλλά μόνο ωφέλιμους, λέει: «Στο αλώνι σου, δε θα ζέψεις μαζί ζώα διαφορετικού γένους, λ.χ. βόδι με γαϊδούρι, αλλά αφού ζέψεις ζώα του ιδίου γένους, να αλωνίσεις τα σπαρτά σου», -δηλαδή στο αλώνι της καρδιάς μας να μην αλωνίζουν μαζί αρετή και κακία, αλλά μόνον η αρετή. «Δεν θα υφάνεις λινό μαζί με μάλλινο ύφασμα, ούτε μαλλί με λινό. Δε θα καλλιεργήσεις στο χωράφι σου δύο είδη καρπών μαζί. Δε θα διασταυρώσεις ζώα διαφορετικού γένους, αλλά θα ενώσεις ζώα ίδιου γένους.» Με όλα αυτά υπαινίσσεται με μυστικό τρόπο ότι δεν πρέπει να καλλιεργούνται μέσα μας, όπως είπαμε, κακία και αρετή, αλλά να γεννιούνται αποκλειστικά οι γόνοι της αρετής· ούτε να μετέχει η ψυχή σε δύο πνεύματα, στο πνεύμα του Θεού και στο πνεύμα του κόσμου, αλλά μόνο στο πνεύμα του Θεού, και να καρποφορεί μόνο τούς καρπούς του Πνεύματος. Γι΄ αυτό λέει ο Ψαλμωδός: «Συμμορφωνόμουν σ΄ όλες τις εντολές Σου και μίσησα κάθε τι πού οδηγεί στην αδικία».
5. Η ψυχή πού επιθυμεί να διατηρήσει την παρθενικότητά της και να ενωθεί με το Θεό, δεν πρέπει να μένει αγνή μόνο από τα φανερά αμαρτήματα, όπως είναι η πορνεία, ο φόνος, η κλοπή, η γαστριμαργία, η κατάκριση, το ψεύδος, η φιλαργυρία, η πλεονεξία και τα όμοια, αλλά πολύ περισσότερο από τα αφανή, όπως προείπαμε. Δηλαδή από επιθυμία, κενοδοξία, ανθρωπαρέσκεια, υποκρισία, φιλαρχία, δολιότητα, κακοήθεια, μίσος, απιστία, φθόνο, φιλαυτία, υπερηφάνεια και τα όμοια. Κατά την Γραφή, τα εσωτερικά αυτά αμαρτήματα είναι ίσα με τα εξωτερικά. Γιατί λέει: « Ο Κύριος διασκόρπισε τα κόκαλα των ανθρωπάρεσκων», και: « Ο Κύριος αποστρέφεται τον αιμοχαρή και δόλιο άνθρωπο», δείχνοντας με αυτό ότι την δολιότητα ο Κύριος την αποστρέφεται ίσα με τον φόνο. Επίσης λέει για «ανθρώπους πού μιλούν ειρηνικά στους άλλους, μέσα τους όμως σχεδιάζουν κακά», και πάλι: «Μέσα στην καρδιά σας συλλογίζεστε πως να διαπράξετε ανομίες στη ζωή», και: « Αλίμονο σας, όταν όλοι οι άνθρωποι σας επαινούν», όταν δηλαδή επιδιώκετε να ακούτε καλά για τον εαυτό σας από τούς ανθρώπους και κρέμεστε από τη γνώμη και τούς επαίνους τους· επειδή, πως είναι δυνατό να διαφύγετε την προσοχή των ανθρώπων για πάντα όταν κάνετε το καλό; Άλλωστε και ο ίδιος ο Κύριος λέει: «Να λάμψει το φως σας μπροστά στους ανθρώπους», αλλά προσθέτει: «Να επιδιώκετε να πράττετε το αγαθό για τη δόξα του Θεού και όχι για δική σας δόξα, ούτε να σας κινεί έρωτας για ανθρώπινους επαίνους». Γιατί ο Κύριος φανέρωσε ότι οι τέτοιοι άνθρωποι είναι άπιστοι, λέγοντας: «Πως μπορείτε να έχετε πίστη, αφού αποζητάτε τον έπαινο ο ένας του άλλου και δε ζητάτε τη δόξα από τον μόνο Θεό;». Πρόσεξε και τον Απόστολο, πως απαιτεί ακρίβεια ακόμη και μέχρι το φαγητό και το ποτό. Δίνει εντολή, όλες οι πράξεις μας να αποβλέπουν στη δόξα του Θεού, λέγοντας: «Είτε τρώτε, είτε πίνετε, είτε κάνετε οτιδήποτε, όλα να τα κάνετε για τη δόξα του Θεού». Και ο Θεολόγος Ιωάννης κατατάσσει το μίσος μαζί με το φόνο, λέγοντας: «Αυτός πού μισεί τον αδελφό του είναι ανθρωποκτόνος».
6. « Η αγάπη όλα τα δέχεται, όλα τα υπομένει· η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει», λέει ο Απόστολος. Με το ¨ουδέποτε εκπίπτει΄΄ εννοεί το εξής: Εκείνοι πού έλαβαν τα χαρίσματα του Πνεύματος πού ανέφερε, αλλά δεν αξιώθηκαν ακόμη την τέλεια ελευθερία από τα πάθη μέσω της πλήρους και ενεργούς αγάπης, δεν έφτασαν ακόμη στην ασφάλεια, αλλά η αρετή τους βρίσκεται ακόμη σε κίνδυνο και αγώνα και φόβο λόγω της επιβουλής των πονηρών πνευμάτων. Η τέλεια αγάπη όμως δεν υπόκειται ούτε σε πτώση, ούτε σε πάθος, αλλά, όπως υπέδειξε ο Απόστολος, είναι τέτοια ώστε οι γλώσσες των Αγγέλων, η προφητεία, όλη η γνώση και τα χαρίσματα των ιαμάτων είναι μηδέν όταν παραβληθούν με εκείνη.
7. Ο λόγος πού ο Κύριος παρουσίασε την τελειότητα ως σκοπό, είναι για να βλέπει ο καθένας πόσο φτωχός είναι από ένα τόσο μεγάλο πλούτο και να τρέχει με ζέση και ορμή προς αυτό το τέρμα και να διανύει έτσι τον πνευματικό δρόμο μέχρις ότου το φτάσει, όπως λέει ο Απόστολος: « Έτσι να τρέχετε, για να κερδίσετε το βραβείο».
8. Το να απαρνηθεί κανείς τον εαυτό του σημαίνει το εξής: Να είναι κανείς παραδομένος τελείως στην αδελφότητα και να μην ακολουθεί διόλου δικό του θέλημα, μήτε να έχει τίποτε δικό του, παρά μόνο το ένδυμα, για να είναι από όλα ελεύθερος και να εκτελεί με χαρά ό,τι τον διατάζουν. Τούς αδελφούς όλους και μάλιστα τούς ανωτέρους και εκείνους πού έχουν αναλάβει τα βάρη της μονής, να τούς θεωρεί κυρίους και δεσπότες του για το Χριστό, υπακούοντας σ΄ Αυτόν πού είπε: « Όποιος από σας θέλει να είναι πρώτος και μέγας, ας είναι τελευταίος απ΄ όλους και υπηρέτης σε όλους και δούλος όλων». Να μην επιδιώκει από τούς αδελφούς ούτε δόξα, ούτε τιμή, ούτε έπαινο, ακόμη κι εκείνον τον έπαινο πού συνοδεύει την καλή διακονία και διαγωγή. Γιατί λέει ο Απόστολος: «Να διακονείτε με κάθε καλή διάθεση, όχι για τα μάτια και για να είστε αρεστοί στους ανθρώπους». Και να θεωρεί πάντοτε τον εαυτό του χρεώστη της διακονίας προς τούς αδελφούς με αγάπη και απλότητα.
9. Οι προϊστάμενοι της αδελφότητας, επειδή έχουν αναλάβει μεγάλο έργο, πρέπει να αγωνίζονται προς τις αντίθετες πανουργίες της κακίας με την ταπεινοφροσύνη, για να μην πέσουν στο πάθος της υπερηφάνειας και, ασκώντας δυναστική εξουσία στους υποταγμένους αδελφούς, προξενήσουν στον εαυτό τους ζημία αντί μέγιστο κέρδος. Αλλά σαν εύσπλαχνοι πατέρες και σαν να έχουν παραδώσει για το Θεό τούς εαυτούς των στην αδελφότητα σωματικά και πνευματικά, να φροντίζουν γι΄ αυτούς και να τούς επιμελούνται σαν παιδιά του Θεού. Στα φανερά βέβαια δεν πρέπει να αμελούν τα καθήκοντα του προϊσταμένου, δηλαδή να διατάζουν, η να συμβουλέψουν τούς πιο
ώριμους, η να επιπλήξουν, η να ελέγξουν όπου χρειάζεται, η να παρηγορήσουν όπου πρέπει, για να μην επέλθει σύγχυση στα μοναστήρια με την πρόφαση της ταπεινώσεως η της πραότητας, καθώς θα καταργείται η πρέπουσα διάκριση σε προϊσταμένους και υποτακτικούς. Βαθιά όμως στην καρδιά τους να πιστεύουν ότι είναι ανάξιοι δούλοι όλων των αδελφών και, σαν καλοί παιδαγωγοί πού τούς έχουν εμπιστευθεί τα παιδιά του κυρίου τους, να φροντίζουν με κάθε καλή διάθεση και φόβο Θεού να καταρτίζουν καθένα αδελφό σε κάθε καλό έργο, γνωρίζοντας ότι γι΄ αυτόν τον κόπο τους ο Θεός τούς έχει ετοιμάσει μεγάλο και αναφαίρετο μισθό.
10. Αυτοί πού έχουν αναλάβει την παιδαγωγία παιδιών πού τυχαίνει να είναι κάποτε και δικοί τους κύριοι, για χάρη της αγωγής και της ευταξίας δεν παραμελούν και να τα χτυπούν, αλλά με αγάπη. Έτσι πρέπει και οι προεστωτες όχι από θυμό και υψηλοφροσύνη, ούτε για εκδίκηση, να τιμωρούν τούς αδελφούς εκείνους πού έχουν ανάγκη παιδεύσεως, αλλά με σπλάχνα οικτίρμων, και με σκοπό πνευματικής ωφέλειας να προξενούν τη διόρθωσή τους.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
11. Ο καθένας πού θέλει να χαραχθούν επάνω του αυτά τα καλά ήθη, πρέπει πριν από κάθε άλλο και παντού να επιδιώκει το φόβο του Θεού και την ιερή αγάπη, η οποία είναι πρώτη και μεγαλύτερη εντολή. Και να την ζητεί από τον Κύριο ακατάπαυστα να την κάνει περιεχόμενο της καρδιάς του, και έτσι με τη συνεχή και αδιάκοπη μνήμη του Θεού, προκόβοντας μέρα τη μέρα με τη χάρη, να προσθέτει σ΄ αυτήν και να την αυξάνει. Γιατί με το ζήλο και το σθένος, το φροντίδα και τον αγώνα, γινόμαστε ικανοί να αποκτήσομε την αγάπη του Θεού, η οποία διαμορφώνεται μέσα μας με τη χάρη και τη δωρεά του Χρστού. Από αυτήν κατορθώνομε εύκολα και τη δεύτερη εντολή, δηλαδή την αγάπη προς τον πλησίον. Γιατί τα πρώτα πρέπει να μπαίνουν μπροστά και να τα φροντίζομε περισσότερα από τα άλλα, και κατόπιν τα δεύτερα ακολουθούν τα πρώτα. Αν τώρα κανείς παραμελήσει την πρώτη και μεγάλη εντολή, δηλαδή την αγάπη προς το Θεό, -η οποία συγκροτείται από την εσωτερική μας διάθεση, την αγαθή συνείδηση και τα ορθά περί Θεού φρονήματα, συνάμα δε και από τη θεία βοήθεια-, και από τη δεύτερη θέλει μόνο στην εξωτερική επιμέλεια της διακονίας να αφοσιωθεί, είναι αδύνατο να την ασκήσει σωστά και καθαρά. Γιατί όταν η κακία βρει το νου έρημο από τη μνήμη και την αγάπη και την αναζήτηση του Θεού, η κάνει να φαίνονται δύσκολα και κοπιαστικά τα θεια προστάγματα, συνδαυλίζοντας στην ψυχή γογγυσμούς και λύπες και κατηγορίες εναντίον της διακονίας των αδελφών, η τον εξαπατά με την ιδέα ότι είναι τάχα ενάρετος και τον φουσκώνει και τον παραπείθει να θεωρεί τον εαυτό του άξιο τιμής και σπουδαίο και τέλειο τηρητή των εντολών.
12. Όταν ο άνθρωπος νομίσει ότι επιμελείται άριστα τις εντολές, τότε είναι φανερό ότι αμαρτάνει και παραβαίνει την εντολή, γιατί έκρινε ο ίδιος τον εαυτό του και δεν περίμενε Εκείνον πού κρίνει αληθινά. Όταν το Πνεύμα του Θεού δίνει κοινή μαρτυρία με το δικό μας πνεύμα, σύμφωνα με το ρητό του Παύλου, τότε είμαστε αληθινά άξιοι του Χριστού και τέκνα Θεού· όχι όμως όταν από τη δική μας ιδέα δικαιώσομε τον εαυτό μας. Γιατί, όπως λέει ο Απόστολος, δεν είναι δόκιμος εκείνος πού αυτοσυσταίνεται, αλλά εκείνος πού τον συσταίνει ο Κύριος. Όταν ο άνθρωπος είναι γυμνός από τη μνήμη και το φόβο του Θεού, τότε είναι αναπόφευκτο να έχει έρωτα για τη δόξα και να κυνηγά τον έπαινο εκείνων τούς οποίους υπηρετεί. Αυτός όμως ελέγχεται ως άπιστος από τον Κύριο, όπως προείπαμε. «Πως μπορείτε, λέει, να πιστεύετε σεις πού δέχεστε δόξα ο ένας από τον άλλον και δε ζητάτε τη δόξα από το μόνο Θεό;»
13. Με μεγάλο αγώνα και κόπο του νου, με σεμνές έννοιες και με συνεχή φροντίδα όλων των καλών κατορθώνεται η αγάπη προς το Θεό, όπως προείπαμε. Και αυτό γιατί ο εχθρός εμποδίζει το νου και δεν τον αφήνει να προσηλώνεται στον θειο έρωτα με τη μνήμη των καλών, αλλά του ερεθίζει την αίσθηση προς τις γήινες επιθυμίες. Γιατί ο θάνατος του εχθρού και η αγχόνη του, μπορούμε να πούμε, είναι όταν ο νους χωρίς περισπασμό ενδιατρίβει στην αγάπη και στη μνήμη του Θεού. Από αυτό μπορεί να γεννηθεί και η ειλικρινής αγάπη του πλησίον· επίσης και η αληθινή απλότητα, η πραότητα, η ταπείνωση, η ακεραιότητα, η αγαθότητα και η προσευχή, και γενικά όλο το πανέμορφο στεφάνι των αρετών, από τη μία και μόνη και πρώτη εντολή, την αγάπη προς το Θεό, αντλεί την τελειότητα. Έχουμε λοιπόν ανάγκη από μεγάλο αγώνα και πόνο κρυφό και εσωτερικό, από έρευνα των λογισμών και γύμναση των εξασθενημένων αισθητηρίων της ψυχής για να διακρίνουν το καλό και το κακό, και από ενδυνάμωση και αναζωπύρωση των καταπονημένων μελών της ψυχής με την επιμελή ύψωση του νου προς το Θεό. Γιατί όταν ο νους μας συνεχώς προσκολλάται με τέτοιο τρόπο στο Θεό, θα γίνει ένα πνεύμα με τον Κύριο, σύμφωνα με το ρητό του Παύλου.
14. Εκείνοι πού αγαπούν την αρετή πρέπει νύχτα και μέρα να έχουν ακατάπαυστα αυτόν τον κρυφό αγώνα και τον πόνο και τη μελέτη κατά την εργασία οποιασδήποτε εντολής, δηλαδή όταν προσεύχονται, όταν διακονούν, όταν τρώνε, όταν πίνουν, η όταν κάνουν οτιδήποτε, ώστε όποιο αγαθό πραγματοποιηθεί, να γίνει για τη δόξα του Θεού και όχι για δική μας δόξα. Έτσι θα είναι ευχερής και εύκολη για μας όλη η επιμέλεια των εντολών, καθώς θα την ευκολύνει και θα ελαφρύνει τον κόπο της η αγάπη του Θεού. Γιατί όλος ο αγώνας και η φροντίδα του εχθρού συγκεντρώνεται, όπως προείπαμε, στο να αποτραβήξει το νου από τη μνήμη του Θεού και το φόβο και την αγάπη Του, και εξαπατώντας τον με γήινα δολώματα να τον στρέψει από το όντως αγαθό στα νομιζόμενα αγαθά.
15. Ο πατριάρχης Αβραάμ, όταν συνάντησε τον ιερέα του Θεού Μελχισεδέκ, του έδωσε δώρο από τα καλύτερα των υπαρχόντων του και έτσι δέχθηκε την ευλογία του. Με αυτό, το Πνεύμα μας ανυψώνει σε υψηλότερη θεωρία. Πρέπει δηλαδή τα άκρα και τα καλύτερα λιπαρά μέρη του όλου ψυχοσωματικού μας συνθέματος, τα όποια είναι ο νους, η συνείδηση, η αγαπητική δύναμη της ψυχής, να τα προσφέρομε πρώτα απ΄ όλα σαν ιερό ολοκαύτωμα. Έπειτα, τούς πρώτους και καλύτερους από τούς ορθούς λογισμούς μας να τούς αφιερώνομε στη μνήμη του Θεού και να τούς απασχολούμε αδιάκοπα στην αγάπη Του και στον μυστικό και υπέρλογο ερωτά Του. Και έτσι μπορούμε να προκόβομε μέρα τη μέρα και να προοδεύομε στην αρετή, με τη βοήθεια της θείας χάρης, οπότε και το φορτίο της δικαιοσύνης των εντολών θα μας φανεί ελαφρό και θα τις εκτελούμε καθαρά και άμεμπτα, βοηθούμενοι από τον ίδιο τον Κύριο με την πίστη μας προς Αυτόν.
16. Σχετικά με την εξωτερική άσκηση και ποια αγαθή εργασία είναι μεγαλύτερη και πρώτη, πρέπει να γνωρίζετε τούτο, αγαπητοί· ότι οι αρετές είναι δεμένες μεταξύ τους και ακολουθούν η μία την άλλη, σαν κάποια ιερή αλυσίδα, πιασμένες η μία από την άλλη. Η προσευχή, για παράδειγμα, από την αγάπη, η αγάπη από τη χαρά, η χαρά από την πραότητα, η πραότητα από την ταπεινοφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη από τη διακονία, η διακονία από την ελπίδα, η ελπίδα από την πίστη, η πίστη από την υπακοή, η υπακοή από την απλότητα. Επίσης τα αντίθετα είναι δεμένα το ένα με το άλλο. Το μίσος με το θυμό, ο θυμός με την υπερηφάνεια, αυτή με την κενοδοξία· τούτη με την απιστία, η απιστία με τη σκληροκαρδία, αυτή με την αμέλεια, η αμέλεια με τη χαύνωση, με την ολιγωρία τούτη, αυτή πάλι με την ακηδία, όπως επίσης κι αυτή με την ανυπομονησία, ενώ τούτη με τη φιληδονία. Έτσι και οι υπόλοιπες κακίες, η μία ακολουθεί την άλλη.
17. Ό,τι καλό κάνει ο άνθρωπος, ο πονηρός θέλει να το σπιλώνει και να το καταμολύνει με την επιμιξία των δικών του σπερμάτων, δηλαδή της κενοδοξίας η της οιήσεως η του γογγυσμού η κάποιου άλλου παρομοίου, ώστε να μη γίνεται το καλό για το Θεό μονάχα η με προθυμία. Αναφέρεται στη Γραφή ότι ο Άβελ πρόσφερε στο Θεό θυσία από τα λιπαρά μέρη και από τα πρωτότοκα πρόβατα. Επίσης κι ο Κάιν πρόσφερε δώρα από τούς καρπούς της γης, αλλ΄ όχι από τα πρώτα. Γι΄ αυτό ο Θεός δέχτηκε τις θυσίες του Άβελ, αλλά τα δώρα του Κάιν δεν τα δέχτηκε. Απ΄ αυτό μαθαίνομε ότι ένα καλό, μπορεί να μην το κάνομε καλά· να το κάνομε δηλαδή η με αμέλεια, η καταφρονητικά, η για κάτι άλλο και όχι για το Θεό. Και γι΄ αυτό συμβαίνει να μη γίνεται ευπρόσδεκτο από το Θεό.
12. Όταν ο άνθρωπος νομίσει ότι επιμελείται άριστα τις εντολές, τότε είναι φανερό ότι αμαρτάνει και παραβαίνει την εντολή, γιατί έκρινε ο ίδιος τον εαυτό του και δεν περίμενε Εκείνον πού κρίνει αληθινά. Όταν το Πνεύμα του Θεού δίνει κοινή μαρτυρία με το δικό μας πνεύμα, σύμφωνα με το ρητό του Παύλου, τότε είμαστε αληθινά άξιοι του Χριστού και τέκνα Θεού· όχι όμως όταν από τη δική μας ιδέα δικαιώσομε τον εαυτό μας. Γιατί, όπως λέει ο Απόστολος, δεν είναι δόκιμος εκείνος πού αυτοσυσταίνεται, αλλά εκείνος πού τον συσταίνει ο Κύριος. Όταν ο άνθρωπος είναι γυμνός από τη μνήμη και το φόβο του Θεού, τότε είναι αναπόφευκτο να έχει έρωτα για τη δόξα και να κυνηγά τον έπαινο εκείνων τούς οποίους υπηρετεί. Αυτός όμως ελέγχεται ως άπιστος από τον Κύριο, όπως προείπαμε. «Πως μπορείτε, λέει, να πιστεύετε σεις πού δέχεστε δόξα ο ένας από τον άλλον και δε ζητάτε τη δόξα από το μόνο Θεό;»
13. Με μεγάλο αγώνα και κόπο του νου, με σεμνές έννοιες και με συνεχή φροντίδα όλων των καλών κατορθώνεται η αγάπη προς το Θεό, όπως προείπαμε. Και αυτό γιατί ο εχθρός εμποδίζει το νου και δεν τον αφήνει να προσηλώνεται στον θειο έρωτα με τη μνήμη των καλών, αλλά του ερεθίζει την αίσθηση προς τις γήινες επιθυμίες. Γιατί ο θάνατος του εχθρού και η αγχόνη του, μπορούμε να πούμε, είναι όταν ο νους χωρίς περισπασμό ενδιατρίβει στην αγάπη και στη μνήμη του Θεού. Από αυτό μπορεί να γεννηθεί και η ειλικρινής αγάπη του πλησίον· επίσης και η αληθινή απλότητα, η πραότητα, η ταπείνωση, η ακεραιότητα, η αγαθότητα και η προσευχή, και γενικά όλο το πανέμορφο στεφάνι των αρετών, από τη μία και μόνη και πρώτη εντολή, την αγάπη προς το Θεό, αντλεί την τελειότητα. Έχουμε λοιπόν ανάγκη από μεγάλο αγώνα και πόνο κρυφό και εσωτερικό, από έρευνα των λογισμών και γύμναση των εξασθενημένων αισθητηρίων της ψυχής για να διακρίνουν το καλό και το κακό, και από ενδυνάμωση και αναζωπύρωση των καταπονημένων μελών της ψυχής με την επιμελή ύψωση του νου προς το Θεό. Γιατί όταν ο νους μας συνεχώς προσκολλάται με τέτοιο τρόπο στο Θεό, θα γίνει ένα πνεύμα με τον Κύριο, σύμφωνα με το ρητό του Παύλου.
14. Εκείνοι πού αγαπούν την αρετή πρέπει νύχτα και μέρα να έχουν ακατάπαυστα αυτόν τον κρυφό αγώνα και τον πόνο και τη μελέτη κατά την εργασία οποιασδήποτε εντολής, δηλαδή όταν προσεύχονται, όταν διακονούν, όταν τρώνε, όταν πίνουν, η όταν κάνουν οτιδήποτε, ώστε όποιο αγαθό πραγματοποιηθεί, να γίνει για τη δόξα του Θεού και όχι για δική μας δόξα. Έτσι θα είναι ευχερής και εύκολη για μας όλη η επιμέλεια των εντολών, καθώς θα την ευκολύνει και θα ελαφρύνει τον κόπο της η αγάπη του Θεού. Γιατί όλος ο αγώνας και η φροντίδα του εχθρού συγκεντρώνεται, όπως προείπαμε, στο να αποτραβήξει το νου από τη μνήμη του Θεού και το φόβο και την αγάπη Του, και εξαπατώντας τον με γήινα δολώματα να τον στρέψει από το όντως αγαθό στα νομιζόμενα αγαθά.
15. Ο πατριάρχης Αβραάμ, όταν συνάντησε τον ιερέα του Θεού Μελχισεδέκ, του έδωσε δώρο από τα καλύτερα των υπαρχόντων του και έτσι δέχθηκε την ευλογία του. Με αυτό, το Πνεύμα μας ανυψώνει σε υψηλότερη θεωρία. Πρέπει δηλαδή τα άκρα και τα καλύτερα λιπαρά μέρη του όλου ψυχοσωματικού μας συνθέματος, τα όποια είναι ο νους, η συνείδηση, η αγαπητική δύναμη της ψυχής, να τα προσφέρομε πρώτα απ΄ όλα σαν ιερό ολοκαύτωμα. Έπειτα, τούς πρώτους και καλύτερους από τούς ορθούς λογισμούς μας να τούς αφιερώνομε στη μνήμη του Θεού και να τούς απασχολούμε αδιάκοπα στην αγάπη Του και στον μυστικό και υπέρλογο ερωτά Του. Και έτσι μπορούμε να προκόβομε μέρα τη μέρα και να προοδεύομε στην αρετή, με τη βοήθεια της θείας χάρης, οπότε και το φορτίο της δικαιοσύνης των εντολών θα μας φανεί ελαφρό και θα τις εκτελούμε καθαρά και άμεμπτα, βοηθούμενοι από τον ίδιο τον Κύριο με την πίστη μας προς Αυτόν.
16. Σχετικά με την εξωτερική άσκηση και ποια αγαθή εργασία είναι μεγαλύτερη και πρώτη, πρέπει να γνωρίζετε τούτο, αγαπητοί· ότι οι αρετές είναι δεμένες μεταξύ τους και ακολουθούν η μία την άλλη, σαν κάποια ιερή αλυσίδα, πιασμένες η μία από την άλλη. Η προσευχή, για παράδειγμα, από την αγάπη, η αγάπη από τη χαρά, η χαρά από την πραότητα, η πραότητα από την ταπεινοφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη από τη διακονία, η διακονία από την ελπίδα, η ελπίδα από την πίστη, η πίστη από την υπακοή, η υπακοή από την απλότητα. Επίσης τα αντίθετα είναι δεμένα το ένα με το άλλο. Το μίσος με το θυμό, ο θυμός με την υπερηφάνεια, αυτή με την κενοδοξία· τούτη με την απιστία, η απιστία με τη σκληροκαρδία, αυτή με την αμέλεια, η αμέλεια με τη χαύνωση, με την ολιγωρία τούτη, αυτή πάλι με την ακηδία, όπως επίσης κι αυτή με την ανυπομονησία, ενώ τούτη με τη φιληδονία. Έτσι και οι υπόλοιπες κακίες, η μία ακολουθεί την άλλη.
17. Ό,τι καλό κάνει ο άνθρωπος, ο πονηρός θέλει να το σπιλώνει και να το καταμολύνει με την επιμιξία των δικών του σπερμάτων, δηλαδή της κενοδοξίας η της οιήσεως η του γογγυσμού η κάποιου άλλου παρομοίου, ώστε να μη γίνεται το καλό για το Θεό μονάχα η με προθυμία. Αναφέρεται στη Γραφή ότι ο Άβελ πρόσφερε στο Θεό θυσία από τα λιπαρά μέρη και από τα πρωτότοκα πρόβατα. Επίσης κι ο Κάιν πρόσφερε δώρα από τούς καρπούς της γης, αλλ΄ όχι από τα πρώτα. Γι΄ αυτό ο Θεός δέχτηκε τις θυσίες του Άβελ, αλλά τα δώρα του Κάιν δεν τα δέχτηκε. Απ΄ αυτό μαθαίνομε ότι ένα καλό, μπορεί να μην το κάνομε καλά· να το κάνομε δηλαδή η με αμέλεια, η καταφρονητικά, η για κάτι άλλο και όχι για το Θεό. Και γι΄ αυτό συμβαίνει να μη γίνεται ευπρόσδεκτο από το Θεό.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Ο Αββάς Μακάριος όταν κατοικούσε στην Πανέρημο ήταν ο μόνος αναχωρητής σε αυτή, ενώ παρακάτω ήταν άλλη έρημος με περισσοτέρους αδελφούς. Παρατηρούσε ο γερών την οδό, και βλέπει το Σατανά με μορφή ανθρώπου να περνά δίπλα του καθώς ανέβαινε. Φαινόταν να φορά κεντητό χιτώνα από λίνο διάτρητο και από κάθε τρύπα κρεμόντουσαν φιαλίδια. Και του λέγει ο μεγάλος γέροντας.
Που πηγαίνεις; Και του είπε. Πηγαίνω να υπενθυμίσω τους αδελφούς. Ο δε γέρων του λέει. Και τι σου χρειάζονται αυτά τα φιαλίδια; Και είπε. Φέρνω γεύματα στους αδελφούς. Και είπε ο γέρων. Και όλα αυτά; Αποκρίθηκε ο Σατανάς. Ναι. Εάν δεν αρέσει σε κάποιον το ένα, φέρω το άλλο, Εάν δε ούτε τούτο, του δίνω το άλλο. Οπωσδήποτε από αυτό κάποιο θα του αρέσει. Και αφού είπε αυτά έφυγε. Ο δε γέρων εξακολουθούσε να παρατηρεί τους δρόμους, μέχρι που επέστρεψε εκείνος. Και καθώς τον είδε ο γέρων του λέει. Να σωθείς. Αυτός αποκρίθηκε. Που μπορώ να σωθώ; Του λέει ο γέρων. Γιατί; Αυτός του απαντά. Γιατί όλοι μου έγιναν άγριοι και κανένας δεν με ανέχεται. Του λέει ο γέρων. Δεν έχεις λοιπόν εκεί κανένα φίλο; Αυτός του λέει. Ναι, έχω ένα φίλο και αυτός τουλάχιστον με υπακούει και όταν με βλέπει στρέφεται σαν ανέμη. Του λέει ο γέρων. Και πώς λέγετε ο αδελφός; Αυτός του απαντά. Θεόπεμπτος. Όταν είπε αυτά έφυγε. Και αφού σηκώθηκε ο αββάς Μακάριος, πηγαίνει στην παρακάτω έρημο.
Και μόλις έμαθαν οι αδελφοί, πήραν βάια και εξήλθαν να τον υποδεχτούν. Και μάλιστα ο καθένας ευτρεπιζόταν, νομίζοντας ότι ο γέρων επρόκειτο να καταλύσει σε αυτόν.
Αυτός όμως ζητούσε να μάθη ποιος ήταν στο όρος που ονομάζονταν Θεόπεμπτος. Και, όταν τον βρήκε, μπήκε στο κελί του. Ο Θεόπεμπτος τον υποδέχτηκε χαρούμενος. Όταν δε άρχισε να εξοικειώνεται μαζί του, λέει ο γέρων.
Πώς πηγαίνουν τα προβλήματα σου αδελφέ; Αυτός του είπε. Με τις ευχές σας καλά. Είπε ο γέρων. Μήπως σε πολεμούν οι λογισμοί; Αυτός είπε. Για την ώρα καλά είμαι. Γιατί φοβόταν να πει. Του λέει ο γέρων. Ιδού πόσα χρόνια είμαι ασκητής και τιμούμε από όλους, κι εμένα το γέροντα ενοχλεί το πνεύμα της πορνείας. Αποκρίθηκε ο Θεόπεμπτός λέγοντας. Πράγματι κι εμένα Αββά. Ο δε αββάς προφασιζόταν ότι και άλλοι λογισμοί τον πολεμούν, μέχρι να τον κάνει να ομολογήσει. Μετά του λέει. Πώς νηστεύεις; Μέχρι την ένατη ώρα του λέει. Του λέει ο γέρων.Νήστευε έως το βράδυ, κάνε άσκηση και αποστήθιζε το Ευαγγέλιο και τις άλλες γραφές, και αν σου έλθει λογισμός, μην προσέξεις ποτέ κάτω, αλλά πάντοτε επάνω και αμέσως ο Κύριος θα σε βοηθήσει. Και αφού σταύρωσε ο γέρων τον αδελφό, πήγε στην δική του έρημο. Και παρατηρώντας πάλι βλέπει τον δαίμονα και του λέει. Που πάλι πηγαίνεις; Να υπενθυμίσω τους αδελφούς του λέει. Και έφυγε. Όταν επέστρεφε του λέει ο άγιος. Πως πηγαίνουν οι αδελφοί; Αυτός του λέει. Κακώς. Ο δε γέρων του λέει. Γιατί; Και απάντησε. Είναι όλοι άγριοι, και το μεγαλύτερο κακό είναι ότι και αυτός που είχα φίλο υπάκουο, δεν γνωρίζω πώς, διαστράφηκε και δεν υπακούει, αλλά έγινε αγριότερος από όλους, και ορκίσθηκα να μην ξαναπατήσω Εκει, παρά μόνο έπειτα από πολλή χρόνο. Και αφού είπε έτσι, αναχώρησε, αφήνοντας τον γέροντα. Και ο άγιος εισήλθε στο κελί του.
Πηγαίνοντας κάποτε ο αββάς Μακάριος από την όαση στο κελί του, κρατούσε φοινικοίνες. Τον συνάντησε τότε ο διάβολος στο δρόμο με δρεπάνι, αλλά όταν θέλησε να τον κτυπήσει, δεν το κατόρθωσε. Και του λέει
Πολλή δύναμη αντιμετωπίζω σε σένα Μακάριε, και δεν μπορώ να τα καταφέρω. Ότι κάνεις, κάνω και εγώ. Εσύ νηστεύεις και εγώ, αγρυπνείς, και εγώ δεν κοιμάμαι καθόλου. Ένα μόνο υπάρχει, στο οποίο με νικάς. Ποιο είναι αυτό του λέει ο Άγιος. Αυτός δε είπε. Η ταπείνωση σου, και για αυτό δεν μπορώ να τα καταφέρω. Επισκέφτηκε αδελφός τον αββά Μακάριο, και του λέει. Πες μου ένα λόγο να σωθώ. Και λέει ο γέρων. Πήγαινε στο μνημείο και βρίσε τους νεκρούς. Αφού λοιπόν πήγε ο αδελφός, τους έβρισε και τους πέταξε πέτρες. Αφού ήλθε, το ανακοίνωσε στον γέροντα. Και αυτός του λέει. Δεν σου είπαν τίποτα; Αυτός είπε. Όχι! Του λέει ο γέρων. Πήγαινε πάλι αύριο και δόξασε τους. Αφού λοιπόν πήγε ο αδελφός τους δόξασε λέγοντας Απόστολοι και Άγιοι και δίκαιοι. Και ήλθε στον γέροντα και του είπε. Τους δόξασα. Και του λέει ο γέρων. Και δεν σου αποκρίθηκαν τίποτε; Είπε ο αδελφός. Όχι! Του λέει ο γέρων. Κατάλαβες πόσο τους ατίμασες και δεν σου αποκρίθηκαν τίποτε, και πόσο τους δόξασες και δεν σου είπαν τίποτε. Έτσι και εσύ αν θέλεις να σωθείς, γίνε νεκρός. Να μην υπολογίζεις ούτε την αδικία, ούτε την δόξα των ανθρώπων σαν οι νεκροί και μπορείς να σωθείς.
Έλεγαν για τον αββά Μακάριο το Μεγάλο ότι έγινε, καθώς είναι γραμμένο, θεός επίγειος, ότι όπως ο Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι και ο αββάς Μακάριος σκέπαζε τα ελαττώματα που έβλεπε σαν να μην έβλεπε και που άκουγε σαν να μην άκουγε.
Είπε ο αββάς Μακάριος.
Περπατούσα κάποτε στην έρημο, και βρήκα ένα κρανίο νεκρού πεταμένο στο έδαφος και όταν το κούνησα με την βάινη ράβδο μου μίλησε το κρανίο. Και του λέω. Ποιος είσαι εσύ; Μου αποκρίθηκε το κρανίο. Εγώ ήμουν αρχιερέας των ειδώλων και των ειδωλολατρών που απέμειναν σε αυτό το τόπο. Εσύ δεν είσαι ο Μακάριος ο πνευματοφόρος που όποια ώρα σπλαγχνισθής, τους ευρισκόμενους στην κόλαση και ευχηθείς για αυτούς, ανακουφίζονται λίγο. Του λέει ο γέρων. Ποια είναι η ανακούφιση και ποια η τιμωρία; Του λέει. Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόσο είναι το πύρ από κάτω μας, ενώ στεκόμαστε μέσα στο πύρ από τα ποδιά έως στο κεφάλι, και δεν είναι δυνατό να δει κανείς άλλον πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά το πρόσωπο του καθενός είναι κολλημένο προς την πλάτη του αλλού. Όταν λοιπόν εσύ εύχεσαι για μας, τότε βλέπει κανείς λίγο το πρόσωπο του άλλου. Αυτή είναι η ανακούφιση. Και κλαίγοντας ο γέρων είπε. Αλίμονο στην μέρα που γεννήθηκε ο άνθρωπος αν αυτή είναι η ανακούφιση από την τιμωρία. Του λέει ο γέρων. Υπάρχει άλλη βάσανος χειρότερη; Του λέει το κρανίο. Χειρότερη βάσανος είναι από κάτω μας. Του λέει ο γέρων. Και ποιοι είναι εκεί; Του λέει το κρανίο. Εμείς με την δικαιολογία ότι δεν γνωρίσαμε τον Θεό, ελεούμαστε λίγο τουλάχιστον, ενώ εκείνοι που είχαν γνωρίσει το Θεό και τον έχουν αρνηθεί, είναι από κάτω μας. Είπε πάλι. Εάν άνθρωπος δεν έχει στην καρδιά του την πεποίθηση ότι είναι αμαρτωλός, ο Θεός δεν τον εισακούει. Και είπε ο αδελφός. Τι σημαίνει να έχει στην καρδιά του την πεποίθηση ότι είναι αμαρτωλός. Και είπε ο γέρων. Οποίος βαστάζει τις δικές του αμαρτίες δεν βλέπει τις αμαρτίες του διπλανού του. Είπε πάλι. Εάν δεν συμφωνήσει η πράξης με την προσευχή, στα χαμένα κοπιάζει ο αδελφός. Και είπε ο αδελφός. Τι σημαίνει συμφωνήσει πράξεις και προσευχης; Και είπε ο γέρων Εννοώ όταν δεν κάνουμε εκείνα για τα οποία ευχόμαστε. Πραγματικά όταν ο άνθρωπος αφήσει τα θελήματα του , τότε συμφιλιώνεται με τον Θεό, και αυτός δέχεται την προσευχή του. Ρώτησε ο αδελφός. Σε κάθε προσπάθεια του ανθρώπου τι είναι αυτό που τον βοηθά; Και λέει ο γέρων. Ο Θεός είναι που βοηθάει, γιατι έχει γραφτεί, « Ο Θεός μας είναι καταφυγή και δύναμη, βοηθός σε δυνατές θλίψεις που μας βρίσκουν». Είπε ο αδελφός. Οι νηστείες και αγρυπνίες που κάνει ο άνθρωπος τι γίνονται; Του λέει ο γέρων. Αυτές κάνουν την ψυχή να ταπεινωθεί, γιατί έχει γραφτεί, « ίδε την ταπείνωσή μου, και τον κόπο μου, και άφησε όλες τις αμαρτίες μου». Εάν η ψυχή παράγει όλους αυτούς τους καρπούς, την σπλαχνίζεται για αυτούς ο Θεός. Λέει ο αδελφός στο γέροντα. Τι να κάνει ο άνθρωπος για κάθε πειρασμό που έρχεται εναντίον του ή για κάθε λογισμό του εχθρού; Του λέει ο γέρων. Οφείλει να κλαίει ενώπιον της αγαθότητας του Θεού, για να τον βοηθήσει. Και ανακουφίζεται αμέσως, εάν παρακαλεί με γνώση, γιατί έχει γραφτεί, « ο Κύριος είναι βοηθός μου, και δεν θα φοβηθώ τι θα μου κάνει ο άνθρωπος». Ρώτησε ο αδελφός. Ιδού, άνθρωπος δέρνει το δούλο του για αμαρτία που διέπραξε. Τι θα πει ο δούλος; Λέγει ο γέρων. Εάν είναι καλός δούλος, θα πει ελέησον με αμάρτησα. Του λέει ο αδελφός . Τίποτα άλλο να μην πει.; Λέει ο γέρων. Όχι. Γιατί από την στιγμή που θα επιρρίψει την μομφή πάνω στον εαυτό του και πει αμάρτησα αμέσως τον σπλαχνίζεται ο Κύριος.
ΤΟ ΚΟΡΥΦΩΜΑ ΟΛΩΝ ΑΥΤΩΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΚΡΙΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ.
Πραγματικά. Όταν το χέρι του Κύριου φόνευσε κάθε πρωτ
ότοκο στη χώρα της Αιγύπτου, δεν υπήρχε οικογένεια που να μην είχε νεκρό. Του λέει ο αδελφός. Τι σημαίνει ο λόγος αυτός; Του λέει ο γέρων. Εάν επιδοθούμε στο να δούμε τις δικές μας αμαρτίες, δεν θα δούμε τις αμαρτίες του πλησίον. Γιατί είναι μωρία για τον άνθρωπο που ενώ έχει δικό του νεκρό να τον αφήνει και να πηγαίνει να κλάψει το νεκρό του πλησίον. Το να πεθάνεις από τον πλησίον σου, αυτό είναι να βαστάζεις τις αμαρτίες σου και να αδιαφορείς για κάθε άνθρωπο για το αν είναι καλός η κακός.
ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΝΗΣ ΚΑΚΟ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑ ΑΝΘΡΩΠΟ
ΝΑ ΜΗΝ ΣΚΕΠΤΕΣΑΙ ΠΟΝΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑ.
Μήτε να προσβάλεις κανένα που κάνει κακό, Μήτε να πεισθείς σε οποίον κακοποιεί τον πλησίον του, Μήτε να χαίρεσαι μαζί με αυτόν που κάνει κακό στον πλησίον του. Να μην καταλαλήσεις κανένα , αλλά να λες ο Θεός γνωρίζει τον καθένα . Να μην πειστείς σ΄αυτά που λέει ο κατάλαλος, Μήτε να χαρείς μεν την καταλαλια του Μήτε να μισήσεις αυτόν που καταλαλεί τον πλησίον του. Και αυτό είναι να μην κατακρίνεις. Να μην έχεις έχθρα με κανένα άνθρωπο και να μην κρατήσεις έχθρα στην καρδιά σου. Να μην μισήσεις αυτόν που εχθρεύεται το πλησίον. Και αυτή είναι η ειρήνη. Με αυτά να παρηγορείς τον εαυτό σου. Γιατί λίγο χρόνο θα είναι η κούραση και για παντοτινά η ανάπαυση με την χάρη του Θεού Λόγου. Αμήν .
Που πηγαίνεις; Και του είπε. Πηγαίνω να υπενθυμίσω τους αδελφούς. Ο δε γέρων του λέει. Και τι σου χρειάζονται αυτά τα φιαλίδια; Και είπε. Φέρνω γεύματα στους αδελφούς. Και είπε ο γέρων. Και όλα αυτά; Αποκρίθηκε ο Σατανάς. Ναι. Εάν δεν αρέσει σε κάποιον το ένα, φέρω το άλλο, Εάν δε ούτε τούτο, του δίνω το άλλο. Οπωσδήποτε από αυτό κάποιο θα του αρέσει. Και αφού είπε αυτά έφυγε. Ο δε γέρων εξακολουθούσε να παρατηρεί τους δρόμους, μέχρι που επέστρεψε εκείνος. Και καθώς τον είδε ο γέρων του λέει. Να σωθείς. Αυτός αποκρίθηκε. Που μπορώ να σωθώ; Του λέει ο γέρων. Γιατί; Αυτός του απαντά. Γιατί όλοι μου έγιναν άγριοι και κανένας δεν με ανέχεται. Του λέει ο γέρων. Δεν έχεις λοιπόν εκεί κανένα φίλο; Αυτός του λέει. Ναι, έχω ένα φίλο και αυτός τουλάχιστον με υπακούει και όταν με βλέπει στρέφεται σαν ανέμη. Του λέει ο γέρων. Και πώς λέγετε ο αδελφός; Αυτός του απαντά. Θεόπεμπτος. Όταν είπε αυτά έφυγε. Και αφού σηκώθηκε ο αββάς Μακάριος, πηγαίνει στην παρακάτω έρημο.
Και μόλις έμαθαν οι αδελφοί, πήραν βάια και εξήλθαν να τον υποδεχτούν. Και μάλιστα ο καθένας ευτρεπιζόταν, νομίζοντας ότι ο γέρων επρόκειτο να καταλύσει σε αυτόν.
Αυτός όμως ζητούσε να μάθη ποιος ήταν στο όρος που ονομάζονταν Θεόπεμπτος. Και, όταν τον βρήκε, μπήκε στο κελί του. Ο Θεόπεμπτος τον υποδέχτηκε χαρούμενος. Όταν δε άρχισε να εξοικειώνεται μαζί του, λέει ο γέρων.
Πώς πηγαίνουν τα προβλήματα σου αδελφέ; Αυτός του είπε. Με τις ευχές σας καλά. Είπε ο γέρων. Μήπως σε πολεμούν οι λογισμοί; Αυτός είπε. Για την ώρα καλά είμαι. Γιατί φοβόταν να πει. Του λέει ο γέρων. Ιδού πόσα χρόνια είμαι ασκητής και τιμούμε από όλους, κι εμένα το γέροντα ενοχλεί το πνεύμα της πορνείας. Αποκρίθηκε ο Θεόπεμπτός λέγοντας. Πράγματι κι εμένα Αββά. Ο δε αββάς προφασιζόταν ότι και άλλοι λογισμοί τον πολεμούν, μέχρι να τον κάνει να ομολογήσει. Μετά του λέει. Πώς νηστεύεις; Μέχρι την ένατη ώρα του λέει. Του λέει ο γέρων.Νήστευε έως το βράδυ, κάνε άσκηση και αποστήθιζε το Ευαγγέλιο και τις άλλες γραφές, και αν σου έλθει λογισμός, μην προσέξεις ποτέ κάτω, αλλά πάντοτε επάνω και αμέσως ο Κύριος θα σε βοηθήσει. Και αφού σταύρωσε ο γέρων τον αδελφό, πήγε στην δική του έρημο. Και παρατηρώντας πάλι βλέπει τον δαίμονα και του λέει. Που πάλι πηγαίνεις; Να υπενθυμίσω τους αδελφούς του λέει. Και έφυγε. Όταν επέστρεφε του λέει ο άγιος. Πως πηγαίνουν οι αδελφοί; Αυτός του λέει. Κακώς. Ο δε γέρων του λέει. Γιατί; Και απάντησε. Είναι όλοι άγριοι, και το μεγαλύτερο κακό είναι ότι και αυτός που είχα φίλο υπάκουο, δεν γνωρίζω πώς, διαστράφηκε και δεν υπακούει, αλλά έγινε αγριότερος από όλους, και ορκίσθηκα να μην ξαναπατήσω Εκει, παρά μόνο έπειτα από πολλή χρόνο. Και αφού είπε έτσι, αναχώρησε, αφήνοντας τον γέροντα. Και ο άγιος εισήλθε στο κελί του.
Πηγαίνοντας κάποτε ο αββάς Μακάριος από την όαση στο κελί του, κρατούσε φοινικοίνες. Τον συνάντησε τότε ο διάβολος στο δρόμο με δρεπάνι, αλλά όταν θέλησε να τον κτυπήσει, δεν το κατόρθωσε. Και του λέει
Πολλή δύναμη αντιμετωπίζω σε σένα Μακάριε, και δεν μπορώ να τα καταφέρω. Ότι κάνεις, κάνω και εγώ. Εσύ νηστεύεις και εγώ, αγρυπνείς, και εγώ δεν κοιμάμαι καθόλου. Ένα μόνο υπάρχει, στο οποίο με νικάς. Ποιο είναι αυτό του λέει ο Άγιος. Αυτός δε είπε. Η ταπείνωση σου, και για αυτό δεν μπορώ να τα καταφέρω. Επισκέφτηκε αδελφός τον αββά Μακάριο, και του λέει. Πες μου ένα λόγο να σωθώ. Και λέει ο γέρων. Πήγαινε στο μνημείο και βρίσε τους νεκρούς. Αφού λοιπόν πήγε ο αδελφός, τους έβρισε και τους πέταξε πέτρες. Αφού ήλθε, το ανακοίνωσε στον γέροντα. Και αυτός του λέει. Δεν σου είπαν τίποτα; Αυτός είπε. Όχι! Του λέει ο γέρων. Πήγαινε πάλι αύριο και δόξασε τους. Αφού λοιπόν πήγε ο αδελφός τους δόξασε λέγοντας Απόστολοι και Άγιοι και δίκαιοι. Και ήλθε στον γέροντα και του είπε. Τους δόξασα. Και του λέει ο γέρων. Και δεν σου αποκρίθηκαν τίποτε; Είπε ο αδελφός. Όχι! Του λέει ο γέρων. Κατάλαβες πόσο τους ατίμασες και δεν σου αποκρίθηκαν τίποτε, και πόσο τους δόξασες και δεν σου είπαν τίποτε. Έτσι και εσύ αν θέλεις να σωθείς, γίνε νεκρός. Να μην υπολογίζεις ούτε την αδικία, ούτε την δόξα των ανθρώπων σαν οι νεκροί και μπορείς να σωθείς.
Έλεγαν για τον αββά Μακάριο το Μεγάλο ότι έγινε, καθώς είναι γραμμένο, θεός επίγειος, ότι όπως ο Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι και ο αββάς Μακάριος σκέπαζε τα ελαττώματα που έβλεπε σαν να μην έβλεπε και που άκουγε σαν να μην άκουγε.
Είπε ο αββάς Μακάριος.
Περπατούσα κάποτε στην έρημο, και βρήκα ένα κρανίο νεκρού πεταμένο στο έδαφος και όταν το κούνησα με την βάινη ράβδο μου μίλησε το κρανίο. Και του λέω. Ποιος είσαι εσύ; Μου αποκρίθηκε το κρανίο. Εγώ ήμουν αρχιερέας των ειδώλων και των ειδωλολατρών που απέμειναν σε αυτό το τόπο. Εσύ δεν είσαι ο Μακάριος ο πνευματοφόρος που όποια ώρα σπλαγχνισθής, τους ευρισκόμενους στην κόλαση και ευχηθείς για αυτούς, ανακουφίζονται λίγο. Του λέει ο γέρων. Ποια είναι η ανακούφιση και ποια η τιμωρία; Του λέει. Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόσο είναι το πύρ από κάτω μας, ενώ στεκόμαστε μέσα στο πύρ από τα ποδιά έως στο κεφάλι, και δεν είναι δυνατό να δει κανείς άλλον πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά το πρόσωπο του καθενός είναι κολλημένο προς την πλάτη του αλλού. Όταν λοιπόν εσύ εύχεσαι για μας, τότε βλέπει κανείς λίγο το πρόσωπο του άλλου. Αυτή είναι η ανακούφιση. Και κλαίγοντας ο γέρων είπε. Αλίμονο στην μέρα που γεννήθηκε ο άνθρωπος αν αυτή είναι η ανακούφιση από την τιμωρία. Του λέει ο γέρων. Υπάρχει άλλη βάσανος χειρότερη; Του λέει το κρανίο. Χειρότερη βάσανος είναι από κάτω μας. Του λέει ο γέρων. Και ποιοι είναι εκεί; Του λέει το κρανίο. Εμείς με την δικαιολογία ότι δεν γνωρίσαμε τον Θεό, ελεούμαστε λίγο τουλάχιστον, ενώ εκείνοι που είχαν γνωρίσει το Θεό και τον έχουν αρνηθεί, είναι από κάτω μας. Είπε πάλι. Εάν άνθρωπος δεν έχει στην καρδιά του την πεποίθηση ότι είναι αμαρτωλός, ο Θεός δεν τον εισακούει. Και είπε ο αδελφός. Τι σημαίνει να έχει στην καρδιά του την πεποίθηση ότι είναι αμαρτωλός. Και είπε ο γέρων. Οποίος βαστάζει τις δικές του αμαρτίες δεν βλέπει τις αμαρτίες του διπλανού του. Είπε πάλι. Εάν δεν συμφωνήσει η πράξης με την προσευχή, στα χαμένα κοπιάζει ο αδελφός. Και είπε ο αδελφός. Τι σημαίνει συμφωνήσει πράξεις και προσευχης; Και είπε ο γέρων Εννοώ όταν δεν κάνουμε εκείνα για τα οποία ευχόμαστε. Πραγματικά όταν ο άνθρωπος αφήσει τα θελήματα του , τότε συμφιλιώνεται με τον Θεό, και αυτός δέχεται την προσευχή του. Ρώτησε ο αδελφός. Σε κάθε προσπάθεια του ανθρώπου τι είναι αυτό που τον βοηθά; Και λέει ο γέρων. Ο Θεός είναι που βοηθάει, γιατι έχει γραφτεί, « Ο Θεός μας είναι καταφυγή και δύναμη, βοηθός σε δυνατές θλίψεις που μας βρίσκουν». Είπε ο αδελφός. Οι νηστείες και αγρυπνίες που κάνει ο άνθρωπος τι γίνονται; Του λέει ο γέρων. Αυτές κάνουν την ψυχή να ταπεινωθεί, γιατί έχει γραφτεί, « ίδε την ταπείνωσή μου, και τον κόπο μου, και άφησε όλες τις αμαρτίες μου». Εάν η ψυχή παράγει όλους αυτούς τους καρπούς, την σπλαχνίζεται για αυτούς ο Θεός. Λέει ο αδελφός στο γέροντα. Τι να κάνει ο άνθρωπος για κάθε πειρασμό που έρχεται εναντίον του ή για κάθε λογισμό του εχθρού; Του λέει ο γέρων. Οφείλει να κλαίει ενώπιον της αγαθότητας του Θεού, για να τον βοηθήσει. Και ανακουφίζεται αμέσως, εάν παρακαλεί με γνώση, γιατί έχει γραφτεί, « ο Κύριος είναι βοηθός μου, και δεν θα φοβηθώ τι θα μου κάνει ο άνθρωπος». Ρώτησε ο αδελφός. Ιδού, άνθρωπος δέρνει το δούλο του για αμαρτία που διέπραξε. Τι θα πει ο δούλος; Λέγει ο γέρων. Εάν είναι καλός δούλος, θα πει ελέησον με αμάρτησα. Του λέει ο αδελφός . Τίποτα άλλο να μην πει.; Λέει ο γέρων. Όχι. Γιατί από την στιγμή που θα επιρρίψει την μομφή πάνω στον εαυτό του και πει αμάρτησα αμέσως τον σπλαχνίζεται ο Κύριος.
ΤΟ ΚΟΡΥΦΩΜΑ ΟΛΩΝ ΑΥΤΩΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΚΡΙΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ.
Πραγματικά. Όταν το χέρι του Κύριου φόνευσε κάθε πρωτ
ότοκο στη χώρα της Αιγύπτου, δεν υπήρχε οικογένεια που να μην είχε νεκρό. Του λέει ο αδελφός. Τι σημαίνει ο λόγος αυτός; Του λέει ο γέρων. Εάν επιδοθούμε στο να δούμε τις δικές μας αμαρτίες, δεν θα δούμε τις αμαρτίες του πλησίον. Γιατί είναι μωρία για τον άνθρωπο που ενώ έχει δικό του νεκρό να τον αφήνει και να πηγαίνει να κλάψει το νεκρό του πλησίον. Το να πεθάνεις από τον πλησίον σου, αυτό είναι να βαστάζεις τις αμαρτίες σου και να αδιαφορείς για κάθε άνθρωπο για το αν είναι καλός η κακός.
ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΝΗΣ ΚΑΚΟ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑ ΑΝΘΡΩΠΟ
ΝΑ ΜΗΝ ΣΚΕΠΤΕΣΑΙ ΠΟΝΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑ.
Μήτε να προσβάλεις κανένα που κάνει κακό, Μήτε να πεισθείς σε οποίον κακοποιεί τον πλησίον του, Μήτε να χαίρεσαι μαζί με αυτόν που κάνει κακό στον πλησίον του. Να μην καταλαλήσεις κανένα , αλλά να λες ο Θεός γνωρίζει τον καθένα . Να μην πειστείς σ΄αυτά που λέει ο κατάλαλος, Μήτε να χαρείς μεν την καταλαλια του Μήτε να μισήσεις αυτόν που καταλαλεί τον πλησίον του. Και αυτό είναι να μην κατακρίνεις. Να μην έχεις έχθρα με κανένα άνθρωπο και να μην κρατήσεις έχθρα στην καρδιά σου. Να μην μισήσεις αυτόν που εχθρεύεται το πλησίον. Και αυτή είναι η ειρήνη. Με αυτά να παρηγορείς τον εαυτό σου. Γιατί λίγο χρόνο θα είναι η κούραση και για παντοτινά η ανάπαυση με την χάρη του Θεού Λόγου. Αμήν .
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Λόγος περί πίστεως
Και διδασκαλία για εκείνους πού λένε, ότι δεν είναι δυνατόν εκείνοι πού βρίσκονται μέσα στις φροντίδες του κόσμου να φτάσουν στην τελειότητα των αρετών. Και διήγηση επωφελής στην αρχή.
Αδελφοί και πατέρες· είναι καλό να διακηρύττομε σε όλους το έλεος του Θεού και να φανερώνομε στους πλησίον μας την ευσπλαχνία και την ανείπωτη αγαθότητα του Θεού προς εμάς. « Εγώ λοιπόν, καθώς το βλέπετε, μήτε νηστείες έκανα, μήτε αγρυπνίες, μήτε χαμαικοιτίες, αλλά μόνο ταπεινώθηκα και ο Κύριος σύντομα με έσωσε», λέει ο θειος Δαβίδ. Και μπορεί κανείς να πει πολύ πιο σύντομα: «Μόνο πίστεψα, και με δέχτηκε ο Κύριος». Επειδή είναι πολλά αυτά πού μας εμποδίζουν ν΄ αποκτήσομε την ταπείνωση, να βρούμε όμως την πίστη δεν μας εμποδίζει τίποτε. Γιατί αν το θελήσομε ολόψυχα, ευθύς ενεργεί μέσα μας η πίστη, αφού είναι δώρο του Θεού και φυσικό προσόν, αν και υπόκειται στην αυτεξουσιότητα της προαιρέσεώς μας. Γι΄ αυτό ακόμη και οι Σκύθες και οι βάρβαροι πιστεύουν ο ένας τα λόγια του άλλου. Και για να σας δείξω στην πράξη την ενέργεια της ενδιάθετης πίστεως και να βεβαιώσω όσα είπα, ακούστε να σας διηγηθώ κάτι πού άκουσα από κάποιον πού δεν ψεύδεται.
Κάποιος, Γεώργιος ονομαζόμενος, νέος στην ηλικία, έως είκοσι χρόνων, κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη τώρα στους καιρούς μας· ο οποίος ήταν όμορφος και φανταχτερός στην εμφάνιση, τούς τρόπους και το βάδισμα, έτσι πού μερικοί από τούτα σχημάτισαν κακή γνώμη γι΄ αυτόν, όσοι δηλαδή βλέπουν μόνο τα εξωτερικά και κρίνουν κακώς τα των άλλων. Αυτός γνωρίστηκε με κάποιον άγιο μοναχό πού ζούσε σ΄ ένα μοναστήρι της πόλεως, και αναθέτοντάς του όλα τα της ψυχής του, έλαβε από αυτόν για υπενθύμιση μια μικρή εντολή (ένα σύντομο κανόνα). Ο νέος ζήτησε ακόμη από τον γέροντα να του δώσει κανένα βιβλίο πού να περιέχει διηγήσεις για τη ζωή των μοναχών και την πρακτική τους άσκηση. Εκείνος του έδωσε να διαβάσει το σύγγραμμα του μοναχού Μάρκου πού διδάσκει περί του πνευματικού νόμου· το οποίο ο νέος το πήρε σαν να ήταν σταλμένο από τον ίδιο το Θεό. Και ελπίζοντας πώς θα λάβει πολύ μεγάλη ωφέλεια από αυτό, το διάβασε όλο με πόθο και προσοχή. Και ωφελήθηκε βέβαια απ΄ όλα όσα διάβασε, όμως τρία κεφάλαια* μόνο ενσφήνωσε, να πω έτσι, στην καρδιά του.
Το ένα έλεγε επί λέξει: « Αν ζητάς τη θεραπεία της ψυχής σου, επιμελήσου τη συνείδησή σου, και να κάνεις όσα αυτή σου επιδεικνύει, και θα βρεις ωφέλεια». Το άλλο έλεγε: « Όποιος ζητά τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος προτού να εργαστεί τις εντολές του Θεού, είναι παρόμοιος με αγορασμένο δούλο, ο οποίος την ίδια ώρα πού αγοράστηκε ζητά να του δώσουν και το χαρτί της απελευθερώσεως». Και το τρίτο έλεγε: « Εκείνος πού προσεύχεται σωματικά και δεν απέκτησε ακόμη γνώση πνευματική, είναι παρόμοιος με τον τυφλό πού φώναζε ¨Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με΄΄. Όταν ο πρώην τυφλός έλαβε το φως του και είδε τον Κύριο, δεν τον ονόμασε πλέον υιό Δαβίδ, αλλά τον ομολόγησε Υιό Θεού και τον προσκύνησε».
Αυτά λοιπόν τα διάβασε ο νέος εκείνος και τα θαύμασε, και πίστεψε ότι με την επιμέλεια της συνειδήσεως θα βρει ωφέλεια και με την εργασία των εντολών θα δεχτεί συνειδητά την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και με τη χάρη Του θ΄ ανοίξουν τα νοερά του μάτια και θα δει τον Κύριο. Και πληγωμένος από την αγάπη και την επιθυμία του Κυρίου, ζητούσε πλέον το Πρώτο Κάλλος, το αόρατο.
Τίποτε άλλο όμως δεν έκανε, καθώς με βεβαίωσε ύστερα με όρκους, παρά μόνο εκτελούσε κάθε βράδυ το σύντομο κανόνα πού του όρισε ο άγιος εκείνος γέρων, και τότε πλάγιαζε και κοιμόταν. Και καθώς η συνείδηση του έλεγε: «Κάνε κι άλλες μετάνοιες, πρόσθεσε κι άλλους ψαλμούς, πες κι άλλο το Κύριε ελέησον, αφού μπορείς», αυτός υπάκουε σ΄ αυτήν πρόθυμα κι αδίστακτα κι έτσι έπραττε, σαν να τα έλεγε ο ίδιος ο Θεός. Και από τότε πλέον δεν κοιμήθηκε ποτέ με τη συνείδηση να τον ελέγχει και να λέει: «Αυτό γιατί δεν το έκανες;». Κι έτσι, υπακούοντας αυτός χωρίς παράλειψη στη συνείδησή του κι εκείνη προσθέτοντας μέρα με τη μέρα περισσότερο, σε λίγες μέρες αυξήθηκε πολύ η εσπερινή προσευχή του. Κατά τη διάρκεια της ημέρας είχε την επιστασία του σπιτιού ενός πατρικίου κι είχε πολλές βιοτικές φροντίδες και πήγαινε κάθε μέρα στο Παλάτι· έτσι κανείς δεν αντιλήφθηκε όσα αυτός έπραττε το βράδυ. Αλλά κάθε βράδυ έτρεχαν από τα μάτια του δάκρυα κι έκανε πολλές γονυκλισίες και μετάνοιες και όταν στεκόταν σε προσευχή είχε τα πόδια κολλημένα μεταξύ τους και ακίνητα και διάβαζε ευχές στη Θεοτόκο με πόνο και στεναγμούς και δάκρυα και, σαν να ήταν ο Κύριος παρών σωματικά, έτσι έπεφτε εμπρός στα άχραντα πόδια Του και ως τυφλός του ζητούσε να τον σπλαχνιστεί και να του χαρίσει το φως των ματιών της ψυχής του. Και καθώς πλήθαινε κάθε βράδυ η προσευχή, κρατούσε ως τα μεσάνυχτα, κι όση ώρα προσευχόταν, στεκόταν όρθιος σαν κολόνα η σαν ασώματος, χωρίς διόλου να χαλαρώνει η να ραθυμεί η έστω να κινεί κανένα μέλος του σώματός του, μήτε τα μάτια του να στρέψει η να τα σηκώσει.
Ένα βράδυ λοιπόν, πού ήταν όρθιος κι έλεγε το « Ο Θεός ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ» με το νου μάλλον παρά με το στόμα, έξαφνα φανερώθηκε πλούσια από ψηλά μια έλλαμψη θεϊκή και γέμισε από φως όλο τον τόπο και ο νέος αγνόησε και λησμόνησε αν βρισκόταν μέσα σε σπίτι η αν ήταν κάτω από στέγη, γιατί παντού έβλεπε μόνο φως και δεν ήξερε μήτε αν πατούσε στη γη. Ούτε φόβο είχε μήπως πέσει, ούτε καμία φροντίδα του κόσμου, ούτε τίποτε άλλο από όσα ταιριάζουν σε ανθρώπους πού έχουν σώμα περνούσε από το λογισμό του. Αλλά μένοντας τελείως μέσα στο άϋλο φως, του φαινόταν πώς έγινε και αυτός φως και λησμόνησε όλο τον κόσμο κι ήταν όλος γεμάτος από δάκρυα κι από ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση. Και ύστερα από τούτο ανέβηκε ο νους του στον ουρανό κι εκεί είδε άλλο φως λαμπρότερο από το γύρω του· και κοντά σ΄ εκείνο το φως του φάνηκε να στέκεται ο άγιος και ισάγγελος εκείνος γέροντας πού του έδωσε, όπως είπαμε, την εντολή και το βιβλίο.
Λόγος περί πίστεως
Και διδασκαλία για εκείνους πού λένε, ότι δεν είναι δυνατόν εκείνοι πού βρίσκονται μέσα στις φροντίδες του κόσμου να φτάσουν στην τελειότητα των αρετών. Και διήγηση επωφελής στην αρχή.
Αδελφοί και πατέρες· είναι καλό να διακηρύττομε σε όλους το έλεος του Θεού και να φανερώνομε στους πλησίον μας την ευσπλαχνία και την ανείπωτη αγαθότητα του Θεού προς εμάς. « Εγώ λοιπόν, καθώς το βλέπετε, μήτε νηστείες έκανα, μήτε αγρυπνίες, μήτε χαμαικοιτίες, αλλά μόνο ταπεινώθηκα και ο Κύριος σύντομα με έσωσε», λέει ο θειος Δαβίδ. Και μπορεί κανείς να πει πολύ πιο σύντομα: «Μόνο πίστεψα, και με δέχτηκε ο Κύριος». Επειδή είναι πολλά αυτά πού μας εμποδίζουν ν΄ αποκτήσομε την ταπείνωση, να βρούμε όμως την πίστη δεν μας εμποδίζει τίποτε. Γιατί αν το θελήσομε ολόψυχα, ευθύς ενεργεί μέσα μας η πίστη, αφού είναι δώρο του Θεού και φυσικό προσόν, αν και υπόκειται στην αυτεξουσιότητα της προαιρέσεώς μας. Γι΄ αυτό ακόμη και οι Σκύθες και οι βάρβαροι πιστεύουν ο ένας τα λόγια του άλλου. Και για να σας δείξω στην πράξη την ενέργεια της ενδιάθετης πίστεως και να βεβαιώσω όσα είπα, ακούστε να σας διηγηθώ κάτι πού άκουσα από κάποιον πού δεν ψεύδεται.
Κάποιος, Γεώργιος ονομαζόμενος, νέος στην ηλικία, έως είκοσι χρόνων, κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη τώρα στους καιρούς μας· ο οποίος ήταν όμορφος και φανταχτερός στην εμφάνιση, τούς τρόπους και το βάδισμα, έτσι πού μερικοί από τούτα σχημάτισαν κακή γνώμη γι΄ αυτόν, όσοι δηλαδή βλέπουν μόνο τα εξωτερικά και κρίνουν κακώς τα των άλλων. Αυτός γνωρίστηκε με κάποιον άγιο μοναχό πού ζούσε σ΄ ένα μοναστήρι της πόλεως, και αναθέτοντάς του όλα τα της ψυχής του, έλαβε από αυτόν για υπενθύμιση μια μικρή εντολή (ένα σύντομο κανόνα). Ο νέος ζήτησε ακόμη από τον γέροντα να του δώσει κανένα βιβλίο πού να περιέχει διηγήσεις για τη ζωή των μοναχών και την πρακτική τους άσκηση. Εκείνος του έδωσε να διαβάσει το σύγγραμμα του μοναχού Μάρκου πού διδάσκει περί του πνευματικού νόμου· το οποίο ο νέος το πήρε σαν να ήταν σταλμένο από τον ίδιο το Θεό. Και ελπίζοντας πώς θα λάβει πολύ μεγάλη ωφέλεια από αυτό, το διάβασε όλο με πόθο και προσοχή. Και ωφελήθηκε βέβαια απ΄ όλα όσα διάβασε, όμως τρία κεφάλαια* μόνο ενσφήνωσε, να πω έτσι, στην καρδιά του.
Το ένα έλεγε επί λέξει: « Αν ζητάς τη θεραπεία της ψυχής σου, επιμελήσου τη συνείδησή σου, και να κάνεις όσα αυτή σου επιδεικνύει, και θα βρεις ωφέλεια». Το άλλο έλεγε: « Όποιος ζητά τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος προτού να εργαστεί τις εντολές του Θεού, είναι παρόμοιος με αγορασμένο δούλο, ο οποίος την ίδια ώρα πού αγοράστηκε ζητά να του δώσουν και το χαρτί της απελευθερώσεως». Και το τρίτο έλεγε: « Εκείνος πού προσεύχεται σωματικά και δεν απέκτησε ακόμη γνώση πνευματική, είναι παρόμοιος με τον τυφλό πού φώναζε ¨Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με΄΄. Όταν ο πρώην τυφλός έλαβε το φως του και είδε τον Κύριο, δεν τον ονόμασε πλέον υιό Δαβίδ, αλλά τον ομολόγησε Υιό Θεού και τον προσκύνησε».
Αυτά λοιπόν τα διάβασε ο νέος εκείνος και τα θαύμασε, και πίστεψε ότι με την επιμέλεια της συνειδήσεως θα βρει ωφέλεια και με την εργασία των εντολών θα δεχτεί συνειδητά την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και με τη χάρη Του θ΄ ανοίξουν τα νοερά του μάτια και θα δει τον Κύριο. Και πληγωμένος από την αγάπη και την επιθυμία του Κυρίου, ζητούσε πλέον το Πρώτο Κάλλος, το αόρατο.
Τίποτε άλλο όμως δεν έκανε, καθώς με βεβαίωσε ύστερα με όρκους, παρά μόνο εκτελούσε κάθε βράδυ το σύντομο κανόνα πού του όρισε ο άγιος εκείνος γέρων, και τότε πλάγιαζε και κοιμόταν. Και καθώς η συνείδηση του έλεγε: «Κάνε κι άλλες μετάνοιες, πρόσθεσε κι άλλους ψαλμούς, πες κι άλλο το Κύριε ελέησον, αφού μπορείς», αυτός υπάκουε σ΄ αυτήν πρόθυμα κι αδίστακτα κι έτσι έπραττε, σαν να τα έλεγε ο ίδιος ο Θεός. Και από τότε πλέον δεν κοιμήθηκε ποτέ με τη συνείδηση να τον ελέγχει και να λέει: «Αυτό γιατί δεν το έκανες;». Κι έτσι, υπακούοντας αυτός χωρίς παράλειψη στη συνείδησή του κι εκείνη προσθέτοντας μέρα με τη μέρα περισσότερο, σε λίγες μέρες αυξήθηκε πολύ η εσπερινή προσευχή του. Κατά τη διάρκεια της ημέρας είχε την επιστασία του σπιτιού ενός πατρικίου κι είχε πολλές βιοτικές φροντίδες και πήγαινε κάθε μέρα στο Παλάτι· έτσι κανείς δεν αντιλήφθηκε όσα αυτός έπραττε το βράδυ. Αλλά κάθε βράδυ έτρεχαν από τα μάτια του δάκρυα κι έκανε πολλές γονυκλισίες και μετάνοιες και όταν στεκόταν σε προσευχή είχε τα πόδια κολλημένα μεταξύ τους και ακίνητα και διάβαζε ευχές στη Θεοτόκο με πόνο και στεναγμούς και δάκρυα και, σαν να ήταν ο Κύριος παρών σωματικά, έτσι έπεφτε εμπρός στα άχραντα πόδια Του και ως τυφλός του ζητούσε να τον σπλαχνιστεί και να του χαρίσει το φως των ματιών της ψυχής του. Και καθώς πλήθαινε κάθε βράδυ η προσευχή, κρατούσε ως τα μεσάνυχτα, κι όση ώρα προσευχόταν, στεκόταν όρθιος σαν κολόνα η σαν ασώματος, χωρίς διόλου να χαλαρώνει η να ραθυμεί η έστω να κινεί κανένα μέλος του σώματός του, μήτε τα μάτια του να στρέψει η να τα σηκώσει.
Ένα βράδυ λοιπόν, πού ήταν όρθιος κι έλεγε το « Ο Θεός ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ» με το νου μάλλον παρά με το στόμα, έξαφνα φανερώθηκε πλούσια από ψηλά μια έλλαμψη θεϊκή και γέμισε από φως όλο τον τόπο και ο νέος αγνόησε και λησμόνησε αν βρισκόταν μέσα σε σπίτι η αν ήταν κάτω από στέγη, γιατί παντού έβλεπε μόνο φως και δεν ήξερε μήτε αν πατούσε στη γη. Ούτε φόβο είχε μήπως πέσει, ούτε καμία φροντίδα του κόσμου, ούτε τίποτε άλλο από όσα ταιριάζουν σε ανθρώπους πού έχουν σώμα περνούσε από το λογισμό του. Αλλά μένοντας τελείως μέσα στο άϋλο φως, του φαινόταν πώς έγινε και αυτός φως και λησμόνησε όλο τον κόσμο κι ήταν όλος γεμάτος από δάκρυα κι από ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση. Και ύστερα από τούτο ανέβηκε ο νους του στον ουρανό κι εκεί είδε άλλο φως λαμπρότερο από το γύρω του· και κοντά σ΄ εκείνο το φως του φάνηκε να στέκεται ο άγιος και ισάγγελος εκείνος γέροντας πού του έδωσε, όπως είπαμε, την εντολή και το βιβλίο.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Εγώ λοιπόν, καθώς τʼ άκουσα από το νέο, σκέφτηκα ότι και η πρεσβεία του αγίου εκείνου θα είχε συνεργήσει πολύ σε τούτο και ότι ο Θεός πάλι θα οικονόμησε να δείξει στο νέο σε ποιο ύψος αρετής βρισκόταν ο άγιος εκείνος. Όταν πέρασε αυτή η θεωρία και ήρθε πάλι στον εαυτό του ο νέος εκείνος, όπως έλεγε, ήταν γεμάτος από χαρά και θαυμασμό και έκπληξη και δάκρυζε από την καρδιά του· και μαζί με τα δάκρυα ακολουθούσε και μία γλυκύτητα. Τέλος, πλάγιασε να κοιμηθεί και την ίδια ώρα λάλησε ο πετεινός, δείχνοντας τη μέση της νύχτας· και σε λίγο σήμαναν οι εκκλησίες για το Όρθρο. Και σηκώθηκε ο νέος για να ψάλλει κατά τη συνήθειά του, χωρίς να σκεφτεί καθόλου τον ύπνο εκείνη τη νύχτα.
Αυτά έγιναν όπως ο Θεός γνωρίζει, ο οποίος και τα πραγματοποίησε για λόγους πού μόνο Εκείνος ξέρει, ενώ ο νέος δεν έκανε τίποτε περισσότερο από όσα ακούσατε, πλην είχε ορθή πίστη και αδίστακτη ελπίδα. Και μην πει κανείς, πώς εκείνος τα έκανε αυτά για να δοκιμάσει· γιατί αυτός μήτε με το λογισμό του είπε μήτε καν σκέφτηκε κάτι τέτοιο -επειδή όποιος δοκιμάζει η πειράζει το Θεό, δεν έχει πίστη. Αλλά απορρίπτοντας ο νέος εκείνος κάθε άλλον εμπαθή και φιλήδονο λογισμό, φρόντιζε τόσο πολύ -όπως έλεγε με όρκο- να πραγματοποιεί εκείνα πού του έλεγε η συνείδησή του, ώστε σε όλα τα άλλα αισθητά πράγματα του κόσμου να είναι σαν αναίσθητος και δεν ήθελε μήτε να φάει η να πιει ηδονικά η συχνότερα.
Ακούσατε, αδελφοί μου, τι κατορθώνει η πίστη στο Θεό, όταν βεβαιώνεται με τα έργα; Καταλάβατε πώς μήτε η νεότητα είναι απορριπτέα, μήτε το γήρας ωφέλιμο, αν λείπει η σύνεση και ο φόβος του Θεού; Μάθατε ότι μήτε η παραμονή στην πόλη μας εμποδίζει να εργαστούμε τις εντολές του Θεού, αν έχουμε προθυμία και εγρήγορση, μήτε η ησυχία και η αναχώρηση από τον κόσμο μας ωφελούν αν βρισκόμαστε σε ραθυμία και αμέλεια; Όλοι μας ακούμε για τον Δαβίδ και θαυμάζομε και λέμε ότι ένας Δαβίδ έγινε κι όχι άλλος· και να πού σε τούτο το νέο συνέβη κάτι περισσότερο από το Δαβίδ. Γιατί ο Δαβίδ έλαβε τη μαρτυρία από τον ίδιο το Θεό, χρίστηκε προφήτης και βασιλιάς, έγινε μέτοχος του Αγίου Πνεύματος κι είχε λάβει πολλές αποδείξεις περί Θεού. Όταν λοιπόν αμάρτησε κι έχασε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και το αξίωμα της προφητείας και αποξενώθηκε από τη συναναστροφή του Θεού, τι το παράδοξο πού τα ζήτησε πάλι, όταν έφερε στο νου του τη χάρη από την οποία ξέπεσε; Ο νέος όμως αυτός τίποτε τέτοιο δεν είχε σκεφτεί ποτέ, αλλά ήταν προσηλωμένος μόνο στα κοσμικά πράγματα κι έβλεπε μόνο τα πρόσκαιρα και η διάνοιά του δεν είχε φανταστεί τίποτε ανώτερο από τα γήινα· και -τι θαυμαστά τα κρίματά Σου,Κύριε!- μόνο άκουσε γι΄ αυτά κι ευθύς πίστεψε. Και τόσο πολύ πίστεψε, ώστε να παρουσιάσει και έργα πού αρμόζουν στην πίστη, με τα όποια η διάνοιά του πήρε φτερά και έφτασε στους ουρανούς κι έκανε τη Μητέρα του Χριστού να τον ευσπλαχνιστεί και με την πρεσβεία της εξιλέωσε το Θεό και κατέβασε ως αυτόν τη χάρη του Πνεύματος· και αυτή τον δυνάμωσε να φτάσει ως τον ουρανό και τον αξίωσε να δει φως, το οποίο όλοι το επιθυμούν μα πολύ λίγοι το πετυχαίνουν.
Ο νέος αυτός πού μήτε χρόνους πολλούς νήστεψε, μήτε ποτέ κοιμήθηκε στο έδαφος, μήτε φόρεσε τρίχινα ρούχα, μήτε τη μοναχική κουρά έλαβε, μήτε από τον κόσμο αναχώρησε σωματικά, αλλά μόνο πνευματικά· μόνο αγρύπνησε λίγο, και φάνηκε ανώτερος από τον Λώτ στα Σόδομα. Η μάλλον, έγινε άγγελος μέσα σε σώμα, πού ενώ οι άλλοι τον ψηλαφούσαν και τον έβλεπαν, ήταν εντούτοις ακράτητος και ασύλληπτος, άνθρωπος στο φαινόμενο και άσαρκος στο νοούμενο, βλεπόμενος από όλους και μόνος ευρισκόμενος με μόνο τον παντογνώστη Θεό. Γι΄ αυτό και με τη δύση του αισθητού ηλίου τον έλουσε το γλυκύ φως του νοητού Ηλίου, και πολύ εύλογα· γιατί η αγάπη του προς τον ζητούμενο Θεό τον έβγαλε τελείως από τον κόσμο και από την ίδια του τη φύση και από όλα τα πράγματα και τον έκανε όλον πνευματικό και όλον φως, και μάλιστα ενώ κατοικούσε μέσα στην πόλη κι είχε την επιστασία ενός αρχοντικού και φρόντιζε για δούλους και ελεύθερους και έκανε και έπραττε όλα όσα αρμόζουν στο βίο.
Αλλά είναι αρκετά αυτά πού είπαμε και για έπαινο του νέου και για παρακίνηση δική σας στον πόθο και τη μίμησή του, η θέλετε να σας πω και αλλά μεγαλύτερα, τα όποια ίσως δεν μπορέσει να δεχτεί η ακοή σας; Όμως τι άλλο θα βρεθεί μεγαλύτερο η τελειότερο από αυτό; Σίγουρα, δεν υπάρχει άλλο μεγαλύτερο, καθώς λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος: « Αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου. Όπου είναι ο φόβος, εκεί και η φύλαξη των εντολών· και όπου η φύλαξη των εντολών, εκεί και η κάθαρση της σάρκας, η οποία είναι ένα νέφος εμπρός στην ψυχή και δεν την αφήνει να δει καθαρά τη λάμψη τη θεϊκή· κι εκεί πού είναι η κάθαρση, εκεί και η έλλαμψη. Και η έλλαμψη είναι η ικανοποίηση του πόθου αυτών πού ποθούν τα μέγιστα η το μέγιστο η αυτό πού είναι πάνω από μέγα.» Λέγοντας αυτά φανέρωσε ότι ο φωτισμός του Πνεύματος είναι τέλος ατελές κάθε αρετής, και όποιος έρθει σ΄ αυτόν, έφτασε στο τέλος και το πέρας όλων των αισθητών και βρήκε την αρχή της γνώσεως των πνευματικών.
Αυτά είναι, αδελφοί μου, τα θαυμάσια του Θεού· για τούτο φανερώνει ο Θεός τούς κρυπτόμενους Αγίους Του, ώστε άλλοι να τούς μιμηθούν και άλλοι να μείνουν αναπολόγητοι. Γιατί κι εκείνοι πού βρίσκονται μέσα στους περισπασμούς και όσοι είναι στα κοινόβια, τα όρη και τα σπήλαια και πολιτεύονται όπως πρέπει, σώζονται και αξιώνονται να λάβουν από το Θεό μεγάλα καλά, για μόνη την πίστη τους προς Αυτόν, έτσι ώστε όσοι αποτυγχάνουν από ραθυμία, να μην έχουν να πουν τίποτε την ημέρα της Κρίσεως. Γιατί, αδελφοί μου, δεν ψεύδεται Αυτός πού υποσχέθηκε να σώζει για μόνη την πίστη προς Αυτόν. Λοιπόν λυπηθείτε τον εαυτό σας και εμάς πού σας αγαπούμε και συχνά θρηνούμε και κλαίμε για χάρη σας -γιατί τέτοιοι προστάζει να είμαστε ο σπλαχνικός και ελεήμων Θεός-· και πιστεύοντας ολόψυχα στον Κύριο, αφήστε τη γη κι όλα όσα παρέρχονται, και προσέλθετε και κολληθείτε σ΄ Αυτόν, γιατί λίγο ακόμη και ο ουρανός με τη γη θα παρέλθουν, και έξω από το Θεό δεν υπάρχει ούτε στάση ούτε πέρας ούτε κατάληξη της πτώσεως των αμαρτωλών. Αφού δηλαδή ο Θεός είναι αχώρητος και ακατάληπτος, πές μου, αν μπορείς, που θα βρεθεί τόπος για όσους εκπίπτουν από τη βασιλεία Του;
Μου έρχεται να θρηνώ και λυπούμαι υπερβολικά και λιώνω για σας, όταν συλλογιστώ πώς έχουμε τέτοιο Κύριο πλουσιόδωρο και φιλάνθρωπο, πού για μόνη την πίστη μας προς Αυτόν μας χαρίζει αυτά πού υπερβαίνουν κάθε νου και ακοή και διάνοια και πού ποτέ δεν τα συνέλαβε άνθρωπος, κι εμείς σαν άλογα ζώα προτιμούμε μόνο τη γη και όσα η γη βγάζει για μας από την πολλή ευσπλαχνία του Θεού για να επαρκούμε στις ανάγκες του σώματος· ώστε εμείς να τρεφόμαστε από αυτά με μέτρο και η ψυχή μας να κάνει ανεμπόδιστα την πορεία της προς τα άνω, τρεφόμενη και αυτή με τη νοερή τροφή του Πνεύματος, ανάλογα με την κάθαρση και την ανάβασή της.
Γιατί αυτό είναι ο άνθρωπος και για τούτο δημιουργηθήκαμε και ήρθαμε στην ύπαρξη· δεχόμενοι εδώ αυτές τις μικρές ευεργεσίες, με την ευχαριστία και την ευγνωμοσύνη προς το Θεό ν΄ απολαύσομε εκεί τα ανώτερα και αιώνια.
Αλλά εμείς, αλίμονο, ενώ δε φροντίζομε καθόλου για τα μέλλοντα, είμαστε αχάριστοι για όσα απολαμβάνομε εδώ, κι έτσι γινόμαστε παρόμοιοι με τούς δαίμονες η και χειρότεροι, αν πρέπει να πω την αλήθεια. Και για τούτο πρέπει να τιμωρηθούμε περισσότερο, γιατί και περισσότερες ευεργεσίες λάβαμε και γνωρίζομε Θεό πού έγινε για μας άνθρωπος όπως εμείς, μόνο χωρίς την αμαρτία, για να μας απαλλάξει από την πλάνη και να μας ελευθερώσει από την αμαρτία. Τι άλλο να πω; Σε όλα αυτά πιστεύομε μονάχα με τα λόγια, και με τα έργα τα αρνούμαστε. Δεν ακούγεται παντού το όνομα του Χριστού, στις πόλεις και τα χωριά και τα κοινόβια και τα όρη; Αν θέλεις, κοίταξε και εξέτασε προσεκτικά, αν τηρούν τις εντολές Του· και μόλις θα βρεις -είναι αλήθεια- ένα σε χιλιάδες η ένα σε μυριάδες πού να είναι Χριστιανός και με τα λόγια και με τα έργα.
Δεν είπε ο Κύριος και Θεός μας στο άγιο ευαγγέλιο: « Όποιος πιστέψει σ΄ εμένα θα κάνει κι αυτός τα έργα πού κάνω εγώ κι ακόμη μεγαλύτερα»; Ποιος λοιπόν από εμάς τολμά να πει: « Εγώ κάνω έργα Χριστού και πιστεύω ορθά στο Χριστό»; Δε βλέπετε, αδελφοί, ότι έχουμε να βρεθούμε άπιστοι κατά τη
ν ημέρα της κρίσεως και να κολαστούμε χειρότερα από εκείνους πού δε γνωρίζουν τον Κύριο; Γιατί είναι ανάγκη η εμείς να καταδικαστούμε ως άπιστοι, η ο Χριστός να αποδειχτεί ψεύτης, το οποίο είναι αδύνατο, αδελφοί μου, αδύνατο.
Αυτά τα έγραψα όχι για να εμποδίσω την αναχώρηση από τον κόσμο και να προβάλω τη ζωή μέσα σ΄ αυτόν, αλλά για να πληροφορήσω όλους όσοι διαβάσουν την παρούσα διήγηση, πώς εκείνος πού θέλει να κάνει το αγαθό, έλαβε και τη δύναμη από το Θεό να μπορεί να το κάνει σε κάθε τόπο. (Και να αξιωθεί να λάβει και χαρίσματα πνευματικά και θειες θεωρίες όπως και τούτος ο νέος, ο ευλογημένος Γεώργιος, τον οποίο επειδή είχα γνώριμο και στενό φίλο, τον παρακάλεσα και μου τα διηγήθηκε καθώς τα έγραψα).
Για τούτο, αδελφοί μου εν Χριστώ, σας παρακαλώ ας τρέξομε κι εμείς με κόπο το δρόμο των εντολών του Χριστού, και δεν πρόκειται να καλύψει η ντροπή τα πρόσωπά μας. Γιατί όπως ο Χριστός ανοίγει τις πύλες της βασιλείας Του σε καθένα πού χτυπά επίμονα, και δίνει το ευθές και πανάγιο Πνεύμα σε καθένα πού γυρεύει, και είναι αδύνατο, εκείνος πού ζητά ολοψύχως, να μη βρει τον πλούτο των χαρισμάτων Του, έτσι κι εσείς θα εντρυφήσετε στα απόρρητα αγαθά Του, τα όποια ετοίμασε γι΄ αυτούς πού τον αγαπούν, τώρα βέβαια εν μέρει και με πνευματική σοφία, κατά τον μέλλοντα όμως αιώνα ολοκληρωτικά, μαζί με όλους τούς Αγίους, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σ΄ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Αυτά έγιναν όπως ο Θεός γνωρίζει, ο οποίος και τα πραγματοποίησε για λόγους πού μόνο Εκείνος ξέρει, ενώ ο νέος δεν έκανε τίποτε περισσότερο από όσα ακούσατε, πλην είχε ορθή πίστη και αδίστακτη ελπίδα. Και μην πει κανείς, πώς εκείνος τα έκανε αυτά για να δοκιμάσει· γιατί αυτός μήτε με το λογισμό του είπε μήτε καν σκέφτηκε κάτι τέτοιο -επειδή όποιος δοκιμάζει η πειράζει το Θεό, δεν έχει πίστη. Αλλά απορρίπτοντας ο νέος εκείνος κάθε άλλον εμπαθή και φιλήδονο λογισμό, φρόντιζε τόσο πολύ -όπως έλεγε με όρκο- να πραγματοποιεί εκείνα πού του έλεγε η συνείδησή του, ώστε σε όλα τα άλλα αισθητά πράγματα του κόσμου να είναι σαν αναίσθητος και δεν ήθελε μήτε να φάει η να πιει ηδονικά η συχνότερα.
Ακούσατε, αδελφοί μου, τι κατορθώνει η πίστη στο Θεό, όταν βεβαιώνεται με τα έργα; Καταλάβατε πώς μήτε η νεότητα είναι απορριπτέα, μήτε το γήρας ωφέλιμο, αν λείπει η σύνεση και ο φόβος του Θεού; Μάθατε ότι μήτε η παραμονή στην πόλη μας εμποδίζει να εργαστούμε τις εντολές του Θεού, αν έχουμε προθυμία και εγρήγορση, μήτε η ησυχία και η αναχώρηση από τον κόσμο μας ωφελούν αν βρισκόμαστε σε ραθυμία και αμέλεια; Όλοι μας ακούμε για τον Δαβίδ και θαυμάζομε και λέμε ότι ένας Δαβίδ έγινε κι όχι άλλος· και να πού σε τούτο το νέο συνέβη κάτι περισσότερο από το Δαβίδ. Γιατί ο Δαβίδ έλαβε τη μαρτυρία από τον ίδιο το Θεό, χρίστηκε προφήτης και βασιλιάς, έγινε μέτοχος του Αγίου Πνεύματος κι είχε λάβει πολλές αποδείξεις περί Θεού. Όταν λοιπόν αμάρτησε κι έχασε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και το αξίωμα της προφητείας και αποξενώθηκε από τη συναναστροφή του Θεού, τι το παράδοξο πού τα ζήτησε πάλι, όταν έφερε στο νου του τη χάρη από την οποία ξέπεσε; Ο νέος όμως αυτός τίποτε τέτοιο δεν είχε σκεφτεί ποτέ, αλλά ήταν προσηλωμένος μόνο στα κοσμικά πράγματα κι έβλεπε μόνο τα πρόσκαιρα και η διάνοιά του δεν είχε φανταστεί τίποτε ανώτερο από τα γήινα· και -τι θαυμαστά τα κρίματά Σου,Κύριε!- μόνο άκουσε γι΄ αυτά κι ευθύς πίστεψε. Και τόσο πολύ πίστεψε, ώστε να παρουσιάσει και έργα πού αρμόζουν στην πίστη, με τα όποια η διάνοιά του πήρε φτερά και έφτασε στους ουρανούς κι έκανε τη Μητέρα του Χριστού να τον ευσπλαχνιστεί και με την πρεσβεία της εξιλέωσε το Θεό και κατέβασε ως αυτόν τη χάρη του Πνεύματος· και αυτή τον δυνάμωσε να φτάσει ως τον ουρανό και τον αξίωσε να δει φως, το οποίο όλοι το επιθυμούν μα πολύ λίγοι το πετυχαίνουν.
Ο νέος αυτός πού μήτε χρόνους πολλούς νήστεψε, μήτε ποτέ κοιμήθηκε στο έδαφος, μήτε φόρεσε τρίχινα ρούχα, μήτε τη μοναχική κουρά έλαβε, μήτε από τον κόσμο αναχώρησε σωματικά, αλλά μόνο πνευματικά· μόνο αγρύπνησε λίγο, και φάνηκε ανώτερος από τον Λώτ στα Σόδομα. Η μάλλον, έγινε άγγελος μέσα σε σώμα, πού ενώ οι άλλοι τον ψηλαφούσαν και τον έβλεπαν, ήταν εντούτοις ακράτητος και ασύλληπτος, άνθρωπος στο φαινόμενο και άσαρκος στο νοούμενο, βλεπόμενος από όλους και μόνος ευρισκόμενος με μόνο τον παντογνώστη Θεό. Γι΄ αυτό και με τη δύση του αισθητού ηλίου τον έλουσε το γλυκύ φως του νοητού Ηλίου, και πολύ εύλογα· γιατί η αγάπη του προς τον ζητούμενο Θεό τον έβγαλε τελείως από τον κόσμο και από την ίδια του τη φύση και από όλα τα πράγματα και τον έκανε όλον πνευματικό και όλον φως, και μάλιστα ενώ κατοικούσε μέσα στην πόλη κι είχε την επιστασία ενός αρχοντικού και φρόντιζε για δούλους και ελεύθερους και έκανε και έπραττε όλα όσα αρμόζουν στο βίο.
Αλλά είναι αρκετά αυτά πού είπαμε και για έπαινο του νέου και για παρακίνηση δική σας στον πόθο και τη μίμησή του, η θέλετε να σας πω και αλλά μεγαλύτερα, τα όποια ίσως δεν μπορέσει να δεχτεί η ακοή σας; Όμως τι άλλο θα βρεθεί μεγαλύτερο η τελειότερο από αυτό; Σίγουρα, δεν υπάρχει άλλο μεγαλύτερο, καθώς λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος: « Αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου. Όπου είναι ο φόβος, εκεί και η φύλαξη των εντολών· και όπου η φύλαξη των εντολών, εκεί και η κάθαρση της σάρκας, η οποία είναι ένα νέφος εμπρός στην ψυχή και δεν την αφήνει να δει καθαρά τη λάμψη τη θεϊκή· κι εκεί πού είναι η κάθαρση, εκεί και η έλλαμψη. Και η έλλαμψη είναι η ικανοποίηση του πόθου αυτών πού ποθούν τα μέγιστα η το μέγιστο η αυτό πού είναι πάνω από μέγα.» Λέγοντας αυτά φανέρωσε ότι ο φωτισμός του Πνεύματος είναι τέλος ατελές κάθε αρετής, και όποιος έρθει σ΄ αυτόν, έφτασε στο τέλος και το πέρας όλων των αισθητών και βρήκε την αρχή της γνώσεως των πνευματικών.
Αυτά είναι, αδελφοί μου, τα θαυμάσια του Θεού· για τούτο φανερώνει ο Θεός τούς κρυπτόμενους Αγίους Του, ώστε άλλοι να τούς μιμηθούν και άλλοι να μείνουν αναπολόγητοι. Γιατί κι εκείνοι πού βρίσκονται μέσα στους περισπασμούς και όσοι είναι στα κοινόβια, τα όρη και τα σπήλαια και πολιτεύονται όπως πρέπει, σώζονται και αξιώνονται να λάβουν από το Θεό μεγάλα καλά, για μόνη την πίστη τους προς Αυτόν, έτσι ώστε όσοι αποτυγχάνουν από ραθυμία, να μην έχουν να πουν τίποτε την ημέρα της Κρίσεως. Γιατί, αδελφοί μου, δεν ψεύδεται Αυτός πού υποσχέθηκε να σώζει για μόνη την πίστη προς Αυτόν. Λοιπόν λυπηθείτε τον εαυτό σας και εμάς πού σας αγαπούμε και συχνά θρηνούμε και κλαίμε για χάρη σας -γιατί τέτοιοι προστάζει να είμαστε ο σπλαχνικός και ελεήμων Θεός-· και πιστεύοντας ολόψυχα στον Κύριο, αφήστε τη γη κι όλα όσα παρέρχονται, και προσέλθετε και κολληθείτε σ΄ Αυτόν, γιατί λίγο ακόμη και ο ουρανός με τη γη θα παρέλθουν, και έξω από το Θεό δεν υπάρχει ούτε στάση ούτε πέρας ούτε κατάληξη της πτώσεως των αμαρτωλών. Αφού δηλαδή ο Θεός είναι αχώρητος και ακατάληπτος, πές μου, αν μπορείς, που θα βρεθεί τόπος για όσους εκπίπτουν από τη βασιλεία Του;
Μου έρχεται να θρηνώ και λυπούμαι υπερβολικά και λιώνω για σας, όταν συλλογιστώ πώς έχουμε τέτοιο Κύριο πλουσιόδωρο και φιλάνθρωπο, πού για μόνη την πίστη μας προς Αυτόν μας χαρίζει αυτά πού υπερβαίνουν κάθε νου και ακοή και διάνοια και πού ποτέ δεν τα συνέλαβε άνθρωπος, κι εμείς σαν άλογα ζώα προτιμούμε μόνο τη γη και όσα η γη βγάζει για μας από την πολλή ευσπλαχνία του Θεού για να επαρκούμε στις ανάγκες του σώματος· ώστε εμείς να τρεφόμαστε από αυτά με μέτρο και η ψυχή μας να κάνει ανεμπόδιστα την πορεία της προς τα άνω, τρεφόμενη και αυτή με τη νοερή τροφή του Πνεύματος, ανάλογα με την κάθαρση και την ανάβασή της.
Γιατί αυτό είναι ο άνθρωπος και για τούτο δημιουργηθήκαμε και ήρθαμε στην ύπαρξη· δεχόμενοι εδώ αυτές τις μικρές ευεργεσίες, με την ευχαριστία και την ευγνωμοσύνη προς το Θεό ν΄ απολαύσομε εκεί τα ανώτερα και αιώνια.
Αλλά εμείς, αλίμονο, ενώ δε φροντίζομε καθόλου για τα μέλλοντα, είμαστε αχάριστοι για όσα απολαμβάνομε εδώ, κι έτσι γινόμαστε παρόμοιοι με τούς δαίμονες η και χειρότεροι, αν πρέπει να πω την αλήθεια. Και για τούτο πρέπει να τιμωρηθούμε περισσότερο, γιατί και περισσότερες ευεργεσίες λάβαμε και γνωρίζομε Θεό πού έγινε για μας άνθρωπος όπως εμείς, μόνο χωρίς την αμαρτία, για να μας απαλλάξει από την πλάνη και να μας ελευθερώσει από την αμαρτία. Τι άλλο να πω; Σε όλα αυτά πιστεύομε μονάχα με τα λόγια, και με τα έργα τα αρνούμαστε. Δεν ακούγεται παντού το όνομα του Χριστού, στις πόλεις και τα χωριά και τα κοινόβια και τα όρη; Αν θέλεις, κοίταξε και εξέτασε προσεκτικά, αν τηρούν τις εντολές Του· και μόλις θα βρεις -είναι αλήθεια- ένα σε χιλιάδες η ένα σε μυριάδες πού να είναι Χριστιανός και με τα λόγια και με τα έργα.
Δεν είπε ο Κύριος και Θεός μας στο άγιο ευαγγέλιο: « Όποιος πιστέψει σ΄ εμένα θα κάνει κι αυτός τα έργα πού κάνω εγώ κι ακόμη μεγαλύτερα»; Ποιος λοιπόν από εμάς τολμά να πει: « Εγώ κάνω έργα Χριστού και πιστεύω ορθά στο Χριστό»; Δε βλέπετε, αδελφοί, ότι έχουμε να βρεθούμε άπιστοι κατά τη
ν ημέρα της κρίσεως και να κολαστούμε χειρότερα από εκείνους πού δε γνωρίζουν τον Κύριο; Γιατί είναι ανάγκη η εμείς να καταδικαστούμε ως άπιστοι, η ο Χριστός να αποδειχτεί ψεύτης, το οποίο είναι αδύνατο, αδελφοί μου, αδύνατο.
Αυτά τα έγραψα όχι για να εμποδίσω την αναχώρηση από τον κόσμο και να προβάλω τη ζωή μέσα σ΄ αυτόν, αλλά για να πληροφορήσω όλους όσοι διαβάσουν την παρούσα διήγηση, πώς εκείνος πού θέλει να κάνει το αγαθό, έλαβε και τη δύναμη από το Θεό να μπορεί να το κάνει σε κάθε τόπο. (Και να αξιωθεί να λάβει και χαρίσματα πνευματικά και θειες θεωρίες όπως και τούτος ο νέος, ο ευλογημένος Γεώργιος, τον οποίο επειδή είχα γνώριμο και στενό φίλο, τον παρακάλεσα και μου τα διηγήθηκε καθώς τα έγραψα).
Για τούτο, αδελφοί μου εν Χριστώ, σας παρακαλώ ας τρέξομε κι εμείς με κόπο το δρόμο των εντολών του Χριστού, και δεν πρόκειται να καλύψει η ντροπή τα πρόσωπά μας. Γιατί όπως ο Χριστός ανοίγει τις πύλες της βασιλείας Του σε καθένα πού χτυπά επίμονα, και δίνει το ευθές και πανάγιο Πνεύμα σε καθένα πού γυρεύει, και είναι αδύνατο, εκείνος πού ζητά ολοψύχως, να μη βρει τον πλούτο των χαρισμάτων Του, έτσι κι εσείς θα εντρυφήσετε στα απόρρητα αγαθά Του, τα όποια ετοίμασε γι΄ αυτούς πού τον αγαπούν, τώρα βέβαια εν μέρει και με πνευματική σοφία, κατά τον μέλλοντα όμως αιώνα ολοκληρωτικά, μαζί με όλους τούς Αγίους, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σ΄ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ
Όλοι οι Χριστιανοί πρέπει να προσεύχονται ακατάπαυστα
Ας μη νομίσει κανείς, αδελφοί μου Χριστιανοί, πώς μόνο οι ιερωμένοι και οι μοναχοί έχουν χρέος να προσεύχονται ακατάπαυστα και παντοτινά και όχι οι κοσμικοί. Όχι, όχι. Όλοι γενικά οι Χριστιανοί έχουμε χρέος πάντοτε να βρισκόμαστε σε προσευχή. Ο αγιότατος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος γράφει σχετικά τα εξής στο Βίο του αγίου Γρηγορίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (του Παλαμα).
Ο θειος Γρηγόριος είχε ένα φίλο αγαπημένο ονομαζόμενο Ιώβ, άνθρωπο απλούστατο και πολύ ενάρετο, με τον οποίο συνομιλώντας μία φορά του είπε και περί προσευχής και πώς κάθε Χριστιανός γενικά πρέπει να αγωνίζεται πάντοτε στην προσευχή και να προσεύχεται ακατάπαυστα, καθώς παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος σε όλους τούς Χριστιανούς: « Αδιαλείπτως προσεύχεσθε», και καθώς λέει και ο προφήτης Δαβίδ, με όλο πού ήταν βασιλιάς κι είχε όλες τις φροντίδες του βασιλείου του: «Βλέπω πάντοτε τον Κύριο μπροστά μου» (μέσω της προσευχής) · και καθώς διδάσκει ο Θεολόγος Γρηγόριος όλους τούς Χριστιανούς λέγοντας ότι πρέπει να μνημονεύομε με την προσευχή το όνομα του Θεού περισσότερο από όσο αναπνέομε.
Και λέγοντας αυτά ο Άγιος στον φίλο του Ιώβ κι άλλα περισσότερα, του έλεγε ακόμη πώς πρέπει κι εμείς να κάνομε υπακοή στις παραγγελίες των Αγίων, και όχι μόνο να προσευχόμαστε εμείς παντοτινά, αλλά να διδάσκομε κι όλους τούς άλλους, μοναχούς και λαϊκούς, σοφούς και αμόρφωτους, άνδρες και γυναίκες και παιδιά, και να τούς παρακινούμε να προσεύχονται ακατάπαυστα. Ακούγοντας αυτά ο γέροντας εκείνος Ιώβ, τα θεώρησε καινοτομία κι άρχισε να αντιλέγει του Αγίου πώς η αδιάλειπτη προσευχή είναι μονάχα για τούς ασκητές και τούς μοναχούς πού είναι έξω από τον κόσμο και από τούς περισπασμούς, κι όχι για τούς κοσμικούς πού έχουν τόσες μέριμνες και δουλειές. Και ο Άγιος πάλι του έλεγε κι άλλες μαρτυρίες και αναντίρρητες αποδείξεις, όμως ο γέρων Ιώβ δεν επείθετο, και ο θειος Γρηγόριος αποφεύγοντας την πολυλογία και τη φιλονικία σώπασε και πήγε ο καθένας στο κελί του.
Κι ύστερα πού ο Ιώβ προσευχόταν καταμόνας στο κελί του, φαίνεται μπροστά του Άγγελος Κυρίου σταλμένος από το Θεό πού θέλει όλων των ανθρώπων τη σωτηρία, κι αφού τον έλεγξε αυστηρά πού φιλονικούσε με τον άγιο Γρηγόριο κι αντιστεκόταν σε πράγματα φανερά, από τα όποια προξενείτε η σωτηρία των Χριστιανών, του παρήγγειλε εκ μέρους του Αγίου Θεού να προσέχει καλά στο εξής και να φυλαχθει πλέον να μην πει τίποτε ενάντιο σε αυτό το ψυχωφελέστατο έργο, γιατί αντιστέκεται στο θέλημα του Θεού· αλλά μήτε με το νου του πλέον να τολμήσει να δεχτεί ενάντιο λογισμό και να φρονεί διαφορετικά από ό,τι του είπε ο θειος Γρηγόριος. Τότε ο απλούστατος εκείνος γέρων Ιώβ πήγε αμέσως στον Άγιο κι έπεσε στα πόδια του, ζητώντας συγχώρηση για την αντίσταση και φιλονικία και του φανέρωσε και όσα του είπε ο Άγγελος του Κυρίου.
Βλέπετε, αδελφοί μου, πώς όλοι οι Χριστιανοί, από τον μικρό ως τον μεγάλο, οφείλουν να προσεύχονται παντοτινά με τη νοερά προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»; Και πάντοτε να το συνηθίσει να το λέει ο νους τους και η καρδιά τους; Και στοχαστείτε, πόσο ευαρεστείται ο Θεός με αυτό και πόση ωφέλεια προέρχεται από αυτό, ώστε από την άκρα Του φιλανθρωπία έστειλε και ουράνιο Άγγελο για να μας το αποκαλύψει, έτσι πού να μην έχουμε πλέον καμία αμφιβολία γι΄ αυτό.
Μα τι λένε οι κοσμικοί; « Εμείς είμαστε μέσα σε τόσες υποθέσεις και φροντίδες του κόσμου· πως είναι δυνατό να προσευχόμαστε ακατάπαυστα;»
Κι εγώ τούς αποκρίνομαι, ότι ο Θεός δεν παρήγγειλε σ΄ εμάς κάτι το αδύνατο, παρά μας παρήγγειλε όλα εκείνα πού μπορούμε να κάνομε. Επομένως και αυτό είναι δυνατό να το κατορθώσει κανένας πού ζητά επιμόνως τη σωτηρία της ψυχής του. Γιατί αν ήταν αδύνατο, θα ήταν για όλους γενικά τούς κοσμικούς και δε θα είχαν βρεθεί τόσοι και τόσοι μέσα στον κόσμο να το κατορθώσουν· από τούς οποίους ας είναι ως παράδειγμα ο πατέρας του αγίου Παλαμα, ο θαυμάσιος εκείνος Κωνσταντίνος, για τον οποίο κάνει λόγο ο πατριάρχης Φιλόθεος στο Βίο του αγίου Γρηγορίου, του γιου του.
Αυτός λοιπόν, με όλο πού ήταν μέσα στα ανάκτορα και ονομαζόταν πατέρας και διδάσκαλος του βασιλιά Ανδρονίκου και καταγινόταν καθημερινά με τις βασιλικές υποθέσεις, χώρια πού είχε και τις υποθέσεις του σπιτιού του, γιατί ήταν πολύ πλούσιος κι είχε πολλά κτήματα και υπηρέτες και παιδιά και γυναίκα, μ΄ όλα ταύτα τόσο ήταν αχώριστος από το Θεό και τόσο ήταν δοσμένος στη νοερά και ακατάπαυστη προσευχή, πού τις περισσότερες φορές λησμονούσε εκείνα πού συζητούσαν μαζί του ο βασιλιάς και οι άρχοντες του παλατιού για υποθέσεις βασιλικές κι ερωτούσε γι΄ αυτές μία και δύο φορές. Γι΄ αυτό πολλές φορές οι άλλοι άρχοντες, μην ξέροντας την αιτία, συγχύζονταν και τον ονείδιζαν πού λησμονεί έτσι γρήγορα και ενοχλεί με τις δεύτερες ερωτήσεις του το βασιλιά· αλλά ο βασιλιάς, πού ήξερε την αιτία, τον υπερασπιζόταν λέγοντας: « Ο Κωνσταντίνος έχει δικές του έγνοιες ο μακάριος κι εκείνες δεν τον αφήνουν να προσέχει στα λόγια τα δικά μας πού είναι για υποθέσεις προσωρινές και μάταιες· ο νους του ευλογημένου είναι προσηλωμένος στα αληθινά και ουράνια και για τούτο λησμονεί τα επίγεια, επειδή όλη του η προσοχή είναι στην προσευχή και στο Θεό». Γι΄ αυτό και ο Κωνσταντίνος ήταν σεβάσμιος και αξιαγάπητος και στο βασιλιά και σε όλους τούς μεγιστάνες και άρχοντες της βασιλείας, καθώς ήταν αγαπημένος και από το Θεό και αξιώθηκε ο αοίδιμος να κάνει και θαύματα.
Μια φορά δηλαδή, μπήκε σ΄ ένα πλοιάριο με όλη του την οικογένεια για να πάει επάνω από το Γαλατά σ΄ ένα αναχωρητή, πού ησύχαζε εκεί, και να πάρει την ευχή και την ευλογία του. Καθώς πήγαιναν, ρώτησε τούς υπηρέτες του αν πήραν κανένα προσφάγι να πάνε στον Αββά εκείνο για να τούς φιλέψει. Εκείνοι του είπαν πώς λησμόνησαν από τη βία και δεν πήραν τίποτε. Λυπήθηκε λίγο ο ευλογημένος, πλην δεν είπε τίποτε, μόνο πηγαίνοντας εμπρός στο καΐκι, έβαλε το χέρι του μέσα στη θάλασσα και με σιωπηλή και νοερά προσευχή παρακαλούσε το Θεό, τον Κύριο της θάλασσας, να του δώσει κανένα κυνήγι· κι ύστερα από λίγη ώρα -τι θαυμαστά είναι τα έργα, Χριστέ Βασιλεύ, με τα όποια δοξάζεις παράδοξα τούς δούλους Σου!- βγάζει το χέρι του από τη θάλασσα κρατώντας ένα πολύ μεγάλο λαβράκι, το οποίο έριξε μέσα στο πλοιάριο μπροστά στους υπηρέτες του και είπε: «Να πού ο Θεός νοιάστηκε και για τον Αββά τον δούλο Του και του έστειλε προσφάγι».
Όλοι οι Χριστιανοί πρέπει να προσεύχονται ακατάπαυστα
Ας μη νομίσει κανείς, αδελφοί μου Χριστιανοί, πώς μόνο οι ιερωμένοι και οι μοναχοί έχουν χρέος να προσεύχονται ακατάπαυστα και παντοτινά και όχι οι κοσμικοί. Όχι, όχι. Όλοι γενικά οι Χριστιανοί έχουμε χρέος πάντοτε να βρισκόμαστε σε προσευχή. Ο αγιότατος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος γράφει σχετικά τα εξής στο Βίο του αγίου Γρηγορίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (του Παλαμα).
Ο θειος Γρηγόριος είχε ένα φίλο αγαπημένο ονομαζόμενο Ιώβ, άνθρωπο απλούστατο και πολύ ενάρετο, με τον οποίο συνομιλώντας μία φορά του είπε και περί προσευχής και πώς κάθε Χριστιανός γενικά πρέπει να αγωνίζεται πάντοτε στην προσευχή και να προσεύχεται ακατάπαυστα, καθώς παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος σε όλους τούς Χριστιανούς: « Αδιαλείπτως προσεύχεσθε», και καθώς λέει και ο προφήτης Δαβίδ, με όλο πού ήταν βασιλιάς κι είχε όλες τις φροντίδες του βασιλείου του: «Βλέπω πάντοτε τον Κύριο μπροστά μου» (μέσω της προσευχής) · και καθώς διδάσκει ο Θεολόγος Γρηγόριος όλους τούς Χριστιανούς λέγοντας ότι πρέπει να μνημονεύομε με την προσευχή το όνομα του Θεού περισσότερο από όσο αναπνέομε.
Και λέγοντας αυτά ο Άγιος στον φίλο του Ιώβ κι άλλα περισσότερα, του έλεγε ακόμη πώς πρέπει κι εμείς να κάνομε υπακοή στις παραγγελίες των Αγίων, και όχι μόνο να προσευχόμαστε εμείς παντοτινά, αλλά να διδάσκομε κι όλους τούς άλλους, μοναχούς και λαϊκούς, σοφούς και αμόρφωτους, άνδρες και γυναίκες και παιδιά, και να τούς παρακινούμε να προσεύχονται ακατάπαυστα. Ακούγοντας αυτά ο γέροντας εκείνος Ιώβ, τα θεώρησε καινοτομία κι άρχισε να αντιλέγει του Αγίου πώς η αδιάλειπτη προσευχή είναι μονάχα για τούς ασκητές και τούς μοναχούς πού είναι έξω από τον κόσμο και από τούς περισπασμούς, κι όχι για τούς κοσμικούς πού έχουν τόσες μέριμνες και δουλειές. Και ο Άγιος πάλι του έλεγε κι άλλες μαρτυρίες και αναντίρρητες αποδείξεις, όμως ο γέρων Ιώβ δεν επείθετο, και ο θειος Γρηγόριος αποφεύγοντας την πολυλογία και τη φιλονικία σώπασε και πήγε ο καθένας στο κελί του.
Κι ύστερα πού ο Ιώβ προσευχόταν καταμόνας στο κελί του, φαίνεται μπροστά του Άγγελος Κυρίου σταλμένος από το Θεό πού θέλει όλων των ανθρώπων τη σωτηρία, κι αφού τον έλεγξε αυστηρά πού φιλονικούσε με τον άγιο Γρηγόριο κι αντιστεκόταν σε πράγματα φανερά, από τα όποια προξενείτε η σωτηρία των Χριστιανών, του παρήγγειλε εκ μέρους του Αγίου Θεού να προσέχει καλά στο εξής και να φυλαχθει πλέον να μην πει τίποτε ενάντιο σε αυτό το ψυχωφελέστατο έργο, γιατί αντιστέκεται στο θέλημα του Θεού· αλλά μήτε με το νου του πλέον να τολμήσει να δεχτεί ενάντιο λογισμό και να φρονεί διαφορετικά από ό,τι του είπε ο θειος Γρηγόριος. Τότε ο απλούστατος εκείνος γέρων Ιώβ πήγε αμέσως στον Άγιο κι έπεσε στα πόδια του, ζητώντας συγχώρηση για την αντίσταση και φιλονικία και του φανέρωσε και όσα του είπε ο Άγγελος του Κυρίου.
Βλέπετε, αδελφοί μου, πώς όλοι οι Χριστιανοί, από τον μικρό ως τον μεγάλο, οφείλουν να προσεύχονται παντοτινά με τη νοερά προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»; Και πάντοτε να το συνηθίσει να το λέει ο νους τους και η καρδιά τους; Και στοχαστείτε, πόσο ευαρεστείται ο Θεός με αυτό και πόση ωφέλεια προέρχεται από αυτό, ώστε από την άκρα Του φιλανθρωπία έστειλε και ουράνιο Άγγελο για να μας το αποκαλύψει, έτσι πού να μην έχουμε πλέον καμία αμφιβολία γι΄ αυτό.
Μα τι λένε οι κοσμικοί; « Εμείς είμαστε μέσα σε τόσες υποθέσεις και φροντίδες του κόσμου· πως είναι δυνατό να προσευχόμαστε ακατάπαυστα;»
Κι εγώ τούς αποκρίνομαι, ότι ο Θεός δεν παρήγγειλε σ΄ εμάς κάτι το αδύνατο, παρά μας παρήγγειλε όλα εκείνα πού μπορούμε να κάνομε. Επομένως και αυτό είναι δυνατό να το κατορθώσει κανένας πού ζητά επιμόνως τη σωτηρία της ψυχής του. Γιατί αν ήταν αδύνατο, θα ήταν για όλους γενικά τούς κοσμικούς και δε θα είχαν βρεθεί τόσοι και τόσοι μέσα στον κόσμο να το κατορθώσουν· από τούς οποίους ας είναι ως παράδειγμα ο πατέρας του αγίου Παλαμα, ο θαυμάσιος εκείνος Κωνσταντίνος, για τον οποίο κάνει λόγο ο πατριάρχης Φιλόθεος στο Βίο του αγίου Γρηγορίου, του γιου του.
Αυτός λοιπόν, με όλο πού ήταν μέσα στα ανάκτορα και ονομαζόταν πατέρας και διδάσκαλος του βασιλιά Ανδρονίκου και καταγινόταν καθημερινά με τις βασιλικές υποθέσεις, χώρια πού είχε και τις υποθέσεις του σπιτιού του, γιατί ήταν πολύ πλούσιος κι είχε πολλά κτήματα και υπηρέτες και παιδιά και γυναίκα, μ΄ όλα ταύτα τόσο ήταν αχώριστος από το Θεό και τόσο ήταν δοσμένος στη νοερά και ακατάπαυστη προσευχή, πού τις περισσότερες φορές λησμονούσε εκείνα πού συζητούσαν μαζί του ο βασιλιάς και οι άρχοντες του παλατιού για υποθέσεις βασιλικές κι ερωτούσε γι΄ αυτές μία και δύο φορές. Γι΄ αυτό πολλές φορές οι άλλοι άρχοντες, μην ξέροντας την αιτία, συγχύζονταν και τον ονείδιζαν πού λησμονεί έτσι γρήγορα και ενοχλεί με τις δεύτερες ερωτήσεις του το βασιλιά· αλλά ο βασιλιάς, πού ήξερε την αιτία, τον υπερασπιζόταν λέγοντας: « Ο Κωνσταντίνος έχει δικές του έγνοιες ο μακάριος κι εκείνες δεν τον αφήνουν να προσέχει στα λόγια τα δικά μας πού είναι για υποθέσεις προσωρινές και μάταιες· ο νους του ευλογημένου είναι προσηλωμένος στα αληθινά και ουράνια και για τούτο λησμονεί τα επίγεια, επειδή όλη του η προσοχή είναι στην προσευχή και στο Θεό». Γι΄ αυτό και ο Κωνσταντίνος ήταν σεβάσμιος και αξιαγάπητος και στο βασιλιά και σε όλους τούς μεγιστάνες και άρχοντες της βασιλείας, καθώς ήταν αγαπημένος και από το Θεό και αξιώθηκε ο αοίδιμος να κάνει και θαύματα.
Μια φορά δηλαδή, μπήκε σ΄ ένα πλοιάριο με όλη του την οικογένεια για να πάει επάνω από το Γαλατά σ΄ ένα αναχωρητή, πού ησύχαζε εκεί, και να πάρει την ευχή και την ευλογία του. Καθώς πήγαιναν, ρώτησε τούς υπηρέτες του αν πήραν κανένα προσφάγι να πάνε στον Αββά εκείνο για να τούς φιλέψει. Εκείνοι του είπαν πώς λησμόνησαν από τη βία και δεν πήραν τίποτε. Λυπήθηκε λίγο ο ευλογημένος, πλην δεν είπε τίποτε, μόνο πηγαίνοντας εμπρός στο καΐκι, έβαλε το χέρι του μέσα στη θάλασσα και με σιωπηλή και νοερά προσευχή παρακαλούσε το Θεό, τον Κύριο της θάλασσας, να του δώσει κανένα κυνήγι· κι ύστερα από λίγη ώρα -τι θαυμαστά είναι τα έργα, Χριστέ Βασιλεύ, με τα όποια δοξάζεις παράδοξα τούς δούλους Σου!- βγάζει το χέρι του από τη θάλασσα κρατώντας ένα πολύ μεγάλο λαβράκι, το οποίο έριξε μέσα στο πλοιάριο μπροστά στους υπηρέτες του και είπε: «Να πού ο Θεός νοιάστηκε και για τον Αββά τον δούλο Του και του έστειλε προσφάγι».
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό