Αφιερωμα στον Φωτη Κοντογλου

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Αφιερωμα στον Φωτη Κοντογλου

Δημοσίευση από NIKOSZ »

«Οι ψυχές των νέων είναι ρημαγμένες από τα άγρια ένστικτα, που τα ανεβάσανε στην επιφάνεια από τα σκοτεινά τάρταρα της ανθρώπινης φύσης κάποιοι εχθροί του ανθρώπου, κάποιοι πνευματικοί ανθρωποφάγοι, που ανάμεσά τους πρωτοστατεί ένας τρελλός λύκος λεγόμενος Νίτσε, μια μούμια σαν παληόγρια λεγόμενη Βολταίρος, κάποιος ζοχαδιακός Φρόυντ κι ένα πλήθος από τέτοια όρνια και κοράκια και νυχτερίδες» («Μυστικά άνθη», σ. 112). Ο Φώτης Κόντογλου γράφοντας, από την Κατοχή και μετά, σ' έναν τόνο τόσο τραχύ, δεν είχε χαριστεί ούτε σ' έναν από τους διανοητές της Δύσης, κατακρημνίζοντάς τους, αδιάκριτα αν επρόκειτο για καθολικούς, ορθολογιστές, σκεπτικιστές ή μυστικούς, ως υπεύθυνους για την «κρυφή απελπισία» και τα άλλα «φαρμακερά μανιτάρια που φυτρώσανε στις καρδιές και τις ψυχές της γαγγραινιασμένης ανθρωπότητας».

Με τους καλλιτέχνες δεν είχε σταθεί λιγότερο αυστηρός. Από τον Τζότο, τον Ραφαήλ και τον Γκρίνεβαλντ μέχρι τον Σαρντέν και τους νεώτερους, τους ρεαλιστές, τους ιμπρεσιονιστές, τον Γκογκέν και τους αφηρημένους, όλοι, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, δούλευαν, ηθελημένα ή αθέλητα, για «την παμπόνηρη αλχημεία του Μαμωνά». Μέσα από μια συνωμοτική-δαιμονιακή αντίληψη για την Ιστορία, ο Κόντογλου κήρυσσε ενάντια στους «διαβόλους, που φαίνονται απ' έξω ήμεροι, απλοί, ειρηνικοί στα ανύποπτα μάτια μας [και που] δίχως να φαίνουνται, κάθουνται κρυφά και σχεδιάζουνε μυριάδες σατανικά σχέδια, που ανατριχιάζει άνθρωπος να τα συλλογιστεί» («Μυστικά άνθη», σ. 221). Στη σκέψη του η Ρωμιοσύνη κινδύνευε από τον εξευρωπαϊσμό, η ορθοδοξία από τον παπισμό, οι άνθρωποι αλλοτριώνονταν από τις ιδέες του νεωτερισμού, τη δίψα του κέρδους, τις μηχανές και την τεχνολογία και κυρίως από το «δηλητήριο της μάταιης γνώσης».

Αλλά ο Κόντογλου δεν κατείχε πάντοτε με τόση πίστη τη μία και μόνη αλήθεια. Πολύ πριν, στα νιάτα του, όταν ακόμα την αναζητούσε, είχε συναπαντηθεί με κάποιον «που είχε ανέβει από την Κόλαση»! Θα πουλούσε μάλιστα την ψυχή του και στον πιο τιποτένιο ­ έγραφε ­ αρκεί να τον πίστευε ότι είχε ζήσει αντάμα με τον Πέδρο Καζάς!

Ο Κόντογλου γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1895. Τον επόμενο χρόνο έχασε τον πατέρα του Νικόλαο Αποστολέλη και μεγάλωσε κοντά στον αδελφό της μητέρας του, τον θείο του Στέφανο Κόντογλου, ηγούμενο του οικογενειακού τους μοναστηριού της Αγίας Παρασκευής. Με την υποστήριξη του θείου του σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1913-1916) πριν φύγει για το Παρίσι, όπου έμεινε, παρέα με τον Σ. Παπαλουκά, μέχρι τα τέλη του 1919. Εκεί έγραψε, το 1918, το Pedro Cazas, που πρωτοεκδόθηκε το 1920 στο Αϊβαλί, με τις φροντίδες του παιδικού του φίλου Στρατή Δούκα και προκάλεσε ζωηρή εντύπωση στους λογοτεχνικούς κύκλους: «Μια πόρτα ανατολίτικη άνοιξε στη μίζερη, μικρόπνοη "κλεισμένου χώρου" λογοτεχνία μας και μπήκε μια μεγάλη αναπνοή. Η αναπνοή του Κόντογλου», έγραψε αργότερα γι' αυτό το βιβλίο ο Καζαντζάκης.

Η Μικρασιατική Καταστροφή τον έφερε, μαζί με χιλιάδες άλλους πρόσφυγες, πρώτα στη Λέσβο και ύστερα, με τη μεσολάβηση φίλων του, της Έλλης Αλεξίου, του Βάσου Δασκαλάκη, της Γαλάτειας και του Νίκου Καζαντζάκη κ.ά. στην Αθήνα.

Ο φτυχισμένος Κονέκ-Κονέκ, ο βασιλιάς της Ισπροβάνας. Τοιχογραφία απ' το σπίτι του Κόντογλου. Εθνική Πινακοθήκη

Ο Κόντογλου έφυγε από το Αϊβαλί κυνηγημένος, ανέστιος, με μια εικόνα της αγίας Παρασκευής στα χέρια, για να βρεθεί, να πεταχτεί κυριολεκτικά σε μια ελλαδική κοινωνία κατάπληκτη από την αποτυχία της, ανίσχυρη ν' αντιδράσει και, το χειρότερο, δίχως ελπίδες.

Η ανάγκη ανόρθωσης ενός σταθερού κέντρου πνευματικής αναφοράς, ενός νέου μυθικού κόσμου εσωτερικής πίστης τον έφερε το 1923 στο Άγιον Όρος, όπου μελέτησε ­ βρισκόμενος σε «θεϊκό μεθύσι, με καρδιά που καιγότανε, σε έκσταση», όπως γράφει ­ τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη. Εκεί έγραψε αρκετά από τα αφηγήματα και τις μεταφράσεις που θα συμπεριελάμβανε τον επόμενο χρόνο στο δεύτερο βιβλίο του με τον σανσκριτικό τίτλο Βασάντα (δηλαδή, άνοιξη).

Επιστρέφοντας στην Αθήνα εξέθεσε στο Λύκειο Ελληνίδων μια σειρά από αντίγραφα βυζαντινών τοιχογραφιών και εικόνων που είχε φιλοτεχνήσει στα μοναστήρια. Στον πρόλογο του καταλόγου του αποκαλεί τις αγιογραφίες «τεχνουργήματα - καλλιτεχνήματα», τις θαυμάζει για τη «ζωγραφική σοφία» και τον «έντονο ρυθμό» τους και δεν αρκείται να τις «ξεσηκώσει απλά», αλλά να τις «ανασυνθέσει σχεδόν άρτια»! Ήταν ένας φυσιολάτρης, ένας αισθητιστής «με χριστιανική ανατροφή» και ρομαντικό πάθος για τον «πεθαμένο κόσμο», στον οποίο τον μετέφεραν με την «εξωτική τους φωνή τα μυρίπνοα αυτά άνθη». Ο Κόντογλου έβλεπε μέσα από το πνεύμα του Τζον Ράσκιν τη βυζαντινή τέχνη και την παράδοσή της.

Νικολάου Χρυσοχόου απείκασμα, 1924. Λάδι 79,5Χ57 εκ. Συλλογή - δωρεά Γεωργίου και Ελένης Τσακόρογλου. Μουσείο Γ. και Ε. Τσακόρογλου. Εστία Νέας Σμύρνης

Εκείνα τα χρόνια θαύμαζε παράλληλα τον Θεοτοκόπουλο, τον Βαν Γκογκ και τον Ντερέν και προσπαθούσε να ζωγραφίσει μ' ένα αδρό ύφος στ' αχνάρια της δικής τους εξπρεσιονιστικής παραστατικότητας. Η «Τέχνη» ήταν γι' αυτόν «Έκφραση» που την «κινά η φύση και η ζωή». Έργα, όπως το πορτρέτο του Νικολάου Χρυσοχόου, του 1924, μαρτυρούν όχι μόνο τα πρότυπά του, αλλά και μια σπάνια ζωγραφική ενάργεια με την οποία ψυχογραφεί και χαρακτηρίζει το μοντέλο του.

Στην Αθήνα γρήγορα συνδέθηκε με τους κύκλους των διανοουμένων, των καλλιτεχνών και των φιλοτέχνων, που ήδη είχαν αρχίσει να προσανατολίζονται προς τις ιδέες της «ελληνικότητας», δηλαδή τους Κ. Παρθένη, Δ. Πικιώνη, Φ. Πολίτη, Α. Ζάχο, Α. Χατζημιχάλη, Α. Μπενάκη, τους τραπεζίτες αδελφούς Λοβέρδους κ.ά. Το 1925 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη, με την οποία απόκτησε μια κόρη. Δουλεύει ακατάπαυστα, ζωγραφίζει, σχεδιάζει σκηνικά, συντηρεί εικόνες και τοιχογραφίες, γράφει, μεταφράζει και δημοσιεύει άρθρα και λογοτεχνήματα, εικονογραφεί βιβλία, συνεργάζεται με περιοδικά, όπως τη Φιλική Εταιρεία και τα Ελληνικά Γράμματα, πρωτοστατεί σε κάθε κίνηση και εργασία που σχετίζεται με τη στροφή προς την παράδοση και την κριτική αφομοίωση της νεωτερικής τέχνης. Με το έργο και τον λόγο του προσπαθεί να διαμορφώσει το ύφος και το περιεχόμενο μιας νέας «ελληνικότητας». «Κατάργησε τη βαλκανική μιζέρια και δουλοπρέπεια. Στον επαρχιώτικο ευρωπαΐζοντα αισθητισμό αντέταξε ένα αισθητισμό γηγενή», παρατηρεί ο Τσαρούχης.

Κι όμως, δεν επρόκειτο απλά για μια αισθητιστικού τύπου κίνηση. Αφενός το ενδιαφέρον για τη παραδοσιακή - «λαϊκή» τέχνη είχε διεθνείς τότε διαστάσεις και αφετέρου οι βυζαντινές σπουδές είχαν αποκτήσει πολύ βαθύτερη σημασία για τους εθνικιστικούς κύκλους όλων των βαλκανικών κρατών. Στα διεθνή συνέδρια των βυζαντινολόγων δίνονταν τότε πραγματικές «επιστημονικές» μάχες για την πρόσκτηση της μιας ή της άλλης περιοχής ή περιόδου στην ιστορία της τέχνης του κάθε έθνους-κράτους. Αλλά αν οι ιστορικοί έπρεπε να διαφυλάξουν το παρελθόν από τις επιβουλές, οι σύγχρονοι καλλιτέχνες καλούνταν να καταδείξουν τη συνέχειά του. Από την άποψη αυτή, η αποκατάσταση της βυζαντινής και της παραδοσιακής-«λαϊκής» τέχνης όχι μόνο ως ισότιμης καλλιτεχνικά με την αρχαία, αλλά και ως «ταμείου», ως «κιβωτού» για τη σύγχρονη, αποτέλεσε κεντρικής σημασίας ζήτημα της κρατικής πολιτιστικής παρέμβασης. Ο αγώνας του Κόντογλου δεν ήταν μια μεμονωμένη ιδιωματική προσπάθεια, αλλά παρακολουθούσε στην ανέλιξή τους ορισμένες ανάλογες ιδεολογικές ωριμάσεις και πολιτιστικές πολιτικές του κράτους και γενικότερα των υψηλότερων στρωμάτων του κατεστημένου. Ο Γαλάνης, ήδη από το 1919, είχε υποδείξει στον Βενιζέλο, ύστερα από την αποτυχημένη έκθεση της «Ομάδας Τέχνη», στο Παρίσι, να στέλνει για μετεκπαίδευση τους νέους Έλληνες καλλιτέχνες στο Άγιον Όρος, ώστε να διαμορφωθεί εκεί μια νέα ελληνική σχολή. Μια δεκαετία μετά, στην Αθήνα το Μουσείο Δ. Λοβέρδου και το Βυζαντινό Μουσείο θα εγκαινιάζονταν στην Αθήνα, το 1930, με την ευκαιρία του βυζαντινολογικού συνεδρίου, και τον επόμενο χρόνο θα ακολουθούσε το Μουσείο Μπενάκη, ενώ μια έκθεση βυζαντινής τέχνης θα παρουσιαζόταν στο Λούβρο (Musee des Arts decoratifs) με την υποστήριξη του ελληνικού κράτους.

Ο Κόντογλου με τον Ε
γγονόπουλο ως μοναχοί γύρω στη δεκαετία του '30

Το βυζαντινοπρεπές και λαϊκότροπο ύφος του Κόντογλου ξένιζε βέβαια την εθισμένη στις τεχνοτροπίες του ευρωπαϊκού συρμού ευρύτερη φιλότεχνη αθηναϊκή κοινωνία, καθώς δεν νεωτέριζε ακολουθώντας κάποια ήδη αναγνωρισμένη τάση στο Παρίσι, αλλά αντίθετα καινοτομούσε αναπλάθοντας δημιουργικά στοιχεία της μεταβυζαντινής και παραδοσιακής-«λαϊκής» τέχνης σε έργα κοσμικού περιεχομένου, προτείνοντας την επιστροφή σε έναν «ξεχασμένο» τρόπο όρασης του κόσμου.

Ο Κόντογλου εκείνα τα χρόνια δεν ήταν διόλου εχθρικός προς τη δυτική τέχνη. Το αντίθετο, θαύμαζε παράλληλα με τον Πανσέληνο, τον Τζότο, τον Ντίρερ, τον Τισιανό, τον Βελάσκεθ, τον Σεζάν κ.ά. Αυτός είναι άλλωστε που, στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη (1930 και μετά), υπογράφει τα λήμματα όχι μόνο για τους μεγάλους αναγεννησιακούς αλλά και για τον Γκογκέν, τον «κυβισμό», τον Πικάσο κ.ά. Το 1934, ακόμα, σ' ένα άρθρο του στην Πρωία δεν έκρυβε τη συγγένειά του με ορισμένους νεωτεριστές καλλιτέχνες, που τους ένιωθε το ίδιο με αυτόν περιθωριοποιημένους: «[...] δεν αντιπροσωπεύουν την εποχή μας τα μοδιστράκια, τα φιγουρίνια, οι φωτογραφίες, τ' ανάλατα περιοδικά με τα γυαλιστερά χαρτιά, παρά την αντιπροσωπεύει ο Ντεραίν, ο τελωνοφύλακας ο Ρουσσώ κι ο Ματίς με τις Τουρκάλες του». Την ίδια χρονιά έστελνε δύο έργα του να εκτεθούν στην Μπιενάλε της Βενετίας, πράγμα που μας επιτρέπει την υπόθεση ότι ακόμα διακατεχόταν από τις «μάταιες» ελπίδες της κοσμικής τέχνης και της ευρωπαϊκής αναγνώρισης.

Η δεκαετία του '30 ήταν η σημαντικότερη και γονιμότερη περίοδος της ζωής του. Το 1932 μαζί με τους μαθητές του Γ. Τσαρούχη και Ν. Εγγονόπουλο, ζωγράφισε τις περίφημες τοιχογραφίες στο νεόκτιστο σπίτι του (σήμερα αποτοιχισμένες στην ΕΜΠΑΣ). Η φωτεινότητα της τεχνικής του φρέσκου, η ελεύθερη φαντασία του, που συλλαμβάνει ένα εικονογραφικό πρόγραμμα με τις εξωτικές παραστάσεις Του φτυχισμένου Κονέκ-Κονέκ, βασιλιά της Ισπροβάνας ή των Ολαντέζων στο κάστρο Μπούκα-Ρούα, κάτω από τα πορτρέτα του Σουτούν του Αιγύπτιου, του Πυθαγόρα, του Στράβωνα, του Πανσέληνου, του Θεοτοκόπουλου, του Μπεζά του Πέρση, του Φράγκου Κατελάνου κ.ά., το καθαρό γράψιμο των μορφών στις δύο διαστάσεις, η λεπτότητα των τονικών και χρωματικών αρμονιών, η ευφροσύνη που αποπνέει το σύνολο συνιστούσαν τη μεγάλη υπόσχεση που έδωσε ο Κόντογλου και οι μαθητές του: ότι ήταν δυνατή μια αναβίωση της μεταβυζαντινής παράδοσης.

Στα τέλη της δεκαετίας, το 1937, θα αναλάβει την παραγγελία για τις τοιχογραφίες του Δημαρχείου της Αθήνας. Το ζητούμενο εδώ ήταν να ανασυνθέσει σε μνημειακή κλίμακα, μέσα από μια σειρά παραστάσεων, την ιστορία της πόλης, αλλά και ευρύτερα της ελληνικής φυλής, από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι την Επανάσταση του '21. Κάτω από τους έμμεσους αλλά αυτονόητους περιορισμούς που επέβαλε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, η ιστορία της αρχαίας Αθήνας γράφτηκε υπό το πρίσμα που ικανοποιούσε τον δικτάτορα. Ο Κόντογλου επιχείρησε να ζωγραφίσει τις παραστάσεις αυτές συνθέτοντας ελληνιστικά, βυζαντινά και λαϊκότροπα εικαστικά στοιχεία, δίχως να φθάσει όμως πάντοτε σε επιτυχείς λύσεις.

Τα σκληρά χρόνια της Κατοχής ο Κόντογλου ζει για δεύτερη φορά την καταστροφή, το αδιέξοδο, την κατάλυση κάθε στέρεης κοινωνικής κι επαγγελματικής σχέσης, τη στέρηση υλικών πόρων και προοπτικών. Θύμα άγριας μαυραγορίτικης εκμετάλλευσης πούλησε το σπίτι του για ένα σακί αλεύρι και στέγασε όπως όπως την οικογένειά του σ' ένα γκαράζ. Μέσα σ' αυτήν την απελπιστική καταβύθιση έγραψε τον «Θεό Κονάνο», «που είναι πιο κακός κι από το Μάνιπα, πιο σκληρός κι από το Χολσόρνα! [...] μισός παγωμένος κι ο μισός πυρωμένος, με κέρατα, με δόντια, με νύχια ματωμένα, με τα πλεμόνια του απ' έξω από το στήθος...». Κατέφυγε στην ορθοδοξία. Στον μυστικισμό των νηπτικών βρήκε ένα δρόμο διαφυγής από μια πραγματικότητα αβίωτη, έναν έσχατο τρόπο να εκλογικευτεί το παράλογο και η φρίκη της πιο άγριας κι ολοκληρωτικής καταστροφής, που όμοιά της δεν είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα.

Το 1943, δημοσίευσε στη Νέα Εστία «Τα ακηλίδωτα αρχέτυπα», όπου παραθέτει, ως επιμύθιο, τα λόγια του αγίου: «Τα μυστήρια του πνεύματος, πούναι απάνω από τη γνώση, δεν τα αισθάνουνται οι αισθήσεις του κορμιού, μηδέ το λογικό του νου, αλλά έδωκε ο Θεός την πίστη, με την οποία μονάχα γνωρίζουμε πως υπάρχουνε». Στο ίδιο κείμενο θα προσπαθήσει να θεμελιώσει την πνευματική αξία της βυζαντινής τέχνης, της τέχνης της παράδοσης, στην αποκαλυπτική γνώση του θείου: «Την ορθόδοξη θρησκεία μας την πήραμε από θεϊκή αποκάλυψη, κι όχι από την ανθρώπινη σοφία, ώστε η τέχνη της δε μπορούσε νάναι φυσική, αλλά πνευματική». Για τον Κόντογλου η τέχνη της ορθόδοξης αγιογραφίας «αξιώθηκε να παραστήσει σαν από θαύμα, με βαφές από χώματα, αυτά τα "ακηλίδωτα έσοπτρα", "τα έσχατα των απηχημάτων, τας ουρανίας και φωστηρικάς και αστρώους ουσίας», που καλά καλά δεν φτάνει η αρχαία γλώσσα να τις εκφράσει». Όποιος δεν έβλεπε με τον «πνευματικό του οφθαλμό» αυτή την τέχνη, με «τα μέσα μάτια», δεν ήταν σε θέση να καταλάβει την ουσία της λειτουργικής ορθόδοξης τέχνης. (Η πονεμένη ρωμιοσύνη, σ. 97).

Από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα ο Κόντογλου ακολούθησε σ' όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου του τον δρόμο της ορθοδοξίας. Το πινέλο του αφιερώθηκε στην αγιογραφία και η πένα του στη θεολογία και τη μαχόμενη δημοσιογραφία στην Ελευθερία του Π. Κόκκα, στο περιοδικό Κιβωτός κ.ά. Η θεολογία του, όπως παρατηρεί ο Χ. Γιανναράς, κινείται στην κριτική γραμμή του Παπαδιαμάντη, «της θετικής θεολογικής ανατομίας της λαϊκής πνευματικότητας του ορθόδοξου ελληνικού χώρου, της θεολογίας της μετάπλασης της απλοϊκής ευσέβειας των ταπεινών σε "δόξα" και αλήθεια». Ως δημοσιολόγος κατέκρινε ριζοσπαστικά κάθε εκσυγχρονιστική και δυτικότροπη σκέψη ή άλλη εκδήλωση της καθημερινής ζωής.

Στην πορεία του αυτή ο Κόντογλου δεν έμεινε έξω από τις ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις, ιδιαίτερα στο ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών, ερχόμενος σε αντιπαράθεση ακόμα και με τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηναγόρα. Τη σθεναρή του αυτή στάση την πλήρωσε μ' έναν άδικο αποκλεισμό. Δεν του ανατέθηκε ποτέ να αγιογραφήσει καμιά σημαντική εκκλησία της Αθήνας. Άφησε όμως ένα σημαντικότατο για την αγιογραφία συγγραφικό έργο, τη δίτομη Έκφραση (1960), αφιερωμένη «στους ανώνυμους αγιογράφους, στους άγνωστους ερημίτες, που κοιμήθηκαν εν Κυρίω δίχως να ταράξουν την ειρήνη τους οι μάταιοι έπαινοι των ανθρώπων».

Tου Ευγένιου Δ. Ματθιόπουλου λέκτορα Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.


ΤΑ ΝΕΑ , 19/11/1999
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Νίκος Ζίας

Ο Φώτης Κόντογλου και η Νεοελληνική Ζωγραφική

Από το βιβλίο Μνήμη Κόντογλου, εκδοτικός οίκος Αστήρ, Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1975


Η νεοελληνική τέχνη, χώρος μέχρι πριν δύο τρία χρόνια σχεδόν άγνωστος, αρχίζει σιγά-σιγά να γίνεται αντικείμενο μελέτης και σπουδής και ίσως δεν είναι μακρυά η ημέρα που θα έχουμε μια γενική εικόνα της και θα γνωρίζουμε το έργο και τη συμβολή του κάθε καλλιτέχνη στην πορεία της. Τότε μόνον θα δυνηθούμε να εκτιμήσουμε με ακρίβεια την προσφορά και το ρόλο του Φώτη Κόντογλου στη Νεοελληνική Ζωγραφική. Γιʼαυτό και οι παρακάτω σκέψεις, που βασίζονται σε περιωρισμένη γνώση του υλικού, έχουν ίσως χαρακτήρα προσωρινό. Κι έτσι ας τις δη ο φίλος αναγνώστης.

Η πολυσήμαντη προσφορά του Φώτη Κόντογλου στη Νεοελληνική Ζωγραφική θα μπορούσε να συνοψιστή σε τρεις εκφάνσεις. Στο δημιουργικό ζωγραφικό του έργο, που βασιζότανε στη βυζαντινή τεχνική· στο αγιογραφικό του έργο, που ξαναέφερνε την ορθόδοξη ζωγραφική στις εκκλησίες μας· στο διδακτικό, τέλος, έργο του είτε άμεσο, είτε κυρίως έμμεσο, που υπήρξε από τους ισχυρότερους μοχλούς της στροφής της πορείας της Νεοελληνικής Ζωγραφικής στην ανακάλυψη των ζωγραφικών, αλλά και ουσιαστικώτερων πνευματικών αξιών της ελληνικής παράδοσης.

Όταν ο Φώτης Κόντογλου έκαμε με το συγγραφικό κυρίως και το ζωγραφικό έργο του τη θυελλώδη είσοδό του στην καλλιτεχνική ζωή της Ελλάδος, η κατάσταση της Νεοελληνικής Ζωγραφικής είχεν αλλάξει. Η Σχολή του Μονάχου υποχωρούσε χωρίς να έχη τελείως εκλείψει. Οι μοντέρνες ζωγραφικές αντιλήψεις έκαμαν την εμφάνισή τους με τον Παρθένη, το Μαλέα κ.ά., που άνοιγαν καινούργιους δρόμους, οδηγημένοι από την επαναστατική λάμψη του Παρισιού, όπου τώρα έστρεφαν τα βλέμματά τους για να σπουδάσουν οι νεώτεροι καλλιτέχνες.

Έτσι ουσιαστικά το κίνητρο της αλλαγής πορείας της Νεοελληνικής Ζωγραφικής ήταν πάλι εξωτερικό και όχι εσωτερικό. Μόνο που τώρα η εξωτερική αυτή πηγή της τέχνης μας δεν ήταν η συντηρητική, ξεπερασμένη Σχολή, της ασήμαντης καλλιτεχνικά την εποχή αυτή, Βαυαρίας, αλλά η μήτρα της επαναστατικής μοντέρνας τέχνης. Η στροφή από το Μόναχο στο Παρίσι, παρά τα πολλά πλεονεκτήματα, όχι μόνο του συγχρονισμού, αλλά κυρίως το ότι έδινε στους νέους καλλιτέχνες δυνατότητα μελέτης των αληθινών προβλημάτων της ζωγραφικής και τους λευτέρωνε από τον απονευρωμένο ακαδημαϊσμό και την ξώπετση ανεκδοτολογική θεματολογία, είχε και τα μειονεκτήματα που παρουσίαζε και η πρώτη φάση της Νεοελληνικής Ζωγραφικής: τη μίμηση, την απρόσωπη ένταξη, που μέσα της ελλοχεύει ο κίνδυνος της απώλειας της προσωπικότητας.

Ο Φώτης Κόντογλου με το έργο του αγνόησε και τις δύο αυτές ξενοκίνητες τάσεις και στράφηκε προς την ξεχασμένη, για περισσότερο από ένα αιώνα, ζωγραφική παράδοση του τόπου. Αν και είχε ξεκινήσει, κατά τη μαρτυρία του Στρατή Δούκα (Αιολικά Γράμματα, τεύχος 61, 1971, σελ. 491), από τα εργαστήρια των δασκάλων της σχολής του Μονάχου (Ιακωβίδη, Γερανιώτη, Βικάτου, Ροϊλού) και έπειτα από την απότομη διακοπή των σπουδών του έφυγε για το Παρίσι, όπου έμεινε για αρκετά χρόνια, αγνόησε και τις δύο δεσπόζουσες αυτές τάσεις, για να βαδίση τον δικό του δρόμο. Στον δρόμο αυτόν οδηγείται αρχικά ίσως από ένα ευρωπαϊκό κίνημα επιστροφής στις αξίες του εθνικού παρελθόντος, με το οποίον όμως συνταιριάζεται απόλυτα και αβίαστα η ατόφια ρωμέϊκη ιδιοσυγκρασία του καθώς και η ανατολική καταγωγή του, όπου ελληνική Παράδοση και ορθόδοξη πίστη είχαν ζυμωθή σε μια αδιάσπαστη ένωση, χρωματισμένη από την έντονη αντίθεση προς τη Δύση, την αλλόδοξη Δύση, την εχθρική με φιλική επικάλυψη Δύση.

Η τραγωδία της Ελληνικής Μικρασίας λειτουργεί συγκλονιστικά εντός του, διαφορίζοντάς τον ριζικά αφʼενός από τη Δύση, αφʼετέρου δίνοντάς του το αίσθημα της ευθύνης για τη συνέχιση, έστω σε άλλον χώρο μιας μακραίωνης παράδοσης, που ενώ άντεξε την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και επιβίωσε για τέσσερες αιώνες, κινδύνευε τώρα οριστικά να χαθή, καθώς ξεριζωνότανε από τον τόπο της, ενώ παράλληλα στον λεύτερο ελλαδικό χώρο είχε εξοβελιστή από τη λαχανιαστή εισβολή της Δυτικής αντίληψης για την τέχνη, τη ζωή κι ακόμα και γιʼαυτήν την θρησκεία.

Μετά την καταστροφή πηγαίνει στο Άγιον Όρος (προσκυνητής; μελετητής; αναχωρητής;) Είχε προηγηθή ο Στρατής Δούκας στο προσκύνημα αυτό και γυρίζοντας είχε φέρει μαζί του το μύθο του, «που έμελλε να επηρεάσει τον Φ. Κόντογλου, τον Παπαλουκά, τον Βέλμο και πολλούς άλλους» όπως σημειώνει ο ίδιος ο αγαπημένος του Κόντογλου συγγραφέας. Πάντως το ταξίδι αυτό του άνοιξε και του ξεκαθάρισε το δρόμο προς τη Βυζαντινή Ζωγραφική. Πρέπει όμως, η γη που έπεφτε ο σπόρος, νάταν αγαθή και ετοιμασμένη. Γιατί και από ιδιοσυγκρασία και από ένα είδος ρωμαντικού εξωτισμού, αλλά και από ένα ισχυρό ζωγραφικό ένστικτο οδηγημένος είχεν ήδη αρχίσει να αναζητά την ζωγραφική του έκφραση στη παραδοσιακή τέχνη του Βυζαντίου.

Στο ταξίδι του όμως αυτό έρχεται σε αμεσώτερη και ουσιαστικώτερη επαφή με την εκκλησιαστική μας Ζωγραφική και κυρίως με τη μεταβυζαντινή τέχνη της Κρητικής Σχολής.

Στο Άγιον Όρος μελετάει και αντιγράφει φορητές εικόνες και τοιχογραφίες κυρίως του 16ου αι., του Θεοφάνη και του Φράγκου Κατελάνου. Τα αντίγραφά του αυτά εκθέτει στη Μυτιλήνη μαζί με το Μαλέα.

Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε από πού διδάχθηκε τη «βυζαντινή» τέχνη ο Κόντογλου, γιατί αυτό ερμηνεύει νομίζω και την κατοπινή πορεία της αγιογραφικής τέχνης του και γενικώτερα τη στάση απέναντι στη Βυζαντινή Ζωγραφική. Σπούδασε ουσιαστικά, λοιπόν, στην Κρητική Σχολή και κατά κάποιον τρόπο αυτήν θεώρησε ως την αρτιώτερη ή τουλάχιστον χρονολογικά προσιτότερη παράδοση νʼακολουθήση. Άλλωστε στην εποχή εκείνη τα μεγάλα έργα της Μακεδονικής Σχολής, όπως οι τοιχογραφίες του Πανσέληνου στο Πρωτάτο, ήταν σε κακή κατάσταση και τα άλλα άγνωστα. Κι είναι χαρακτηριστικό, ότι όταν αργότερα δούλεψε σαν συντηρητής σε τοιχογραφίες της κυρίας βυζαντινής εποχής, πάλι έτυχε να εργαστή στην Περίβλεπτο του Μυστρά, το προδρομικό αυτό έργο της Κρητικής Σχολής. Ο μεγάλος του πάντως δάσκαλος ήταν ο Θεοφάνης της Λαύρας κι από κοντά ο Κατελάνος κι οι άλλοι Κρητικοί κι ακόμη αργότερα, από θεωρητικές θέσεις κινούμενος, θα θεωρήση σαν τα «πιο γνήσια έργα της Χριστιανικής Αγιογραφίας» τις αγιογραφίες των τελευταίων αιώνων της Τουρκοκρατίας, όταν οι τεχνίτες δούλευαν «με την πίστη μονάχα, δίχως να ανακατευθή καθόλου το μυαλό». Μʼαυτόν τον θεωρητικό οπλισμό κι όταν θα γνωρίση την Μακεδονική Ζωγραφική, θα μείνει κλειστός και επιφυλακτικός αν όχι προκατειλημένος.

Στα χρόνια που ακολουθούν πλουταίνει τη γνώση του καθώς εργάζεται σαν συντηρητής σε διάφορες βυζαντινές εκκλησίες και Μουσεία (Βυζαντινό Μουσείο 1931-32, Μουσείο Καΐρου 1935, Μουσείο Κερκύρας).

Γνώστης πια της παραδοσιακής μας Ζωγραφικής, όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου (1939 και μετά) δίνει το σημαντικότερο έργο του σε κοσμική ζωγραφική: τις τοιχογραφίες στο Δημαρχιακό Μέγαρο των Αθηνών. (Δυστυχώς είναι και το μόνο μεγάλο έργο του που έχει μέχρι σήμερα σωθή. Γιατί οι τοιχογραφίες που είχε ζωγραφίσει στο σπίτι του απεικονίζοντας την οικογένειά του καταστράφησαν, σώζονται όμως μερικοί πίνακες με αρχαία θέματα όπως ο Λαοκόων της Δημοτικής Πινακοθήκης Αθηνών, ο Βρούτος κ.ά.).

Στο Δημαρχείο ζωγράφισε τέσσερις συνθέσεις στις δύο αίθουσες του ισογείου, ζωφόρους, μέσα στην λευκή ορθομαρμάρωση, με θέματα κυρίως από την ιστορία της Αθήνας και ιστόρησε τους τέσσερις τοίχους του Γραφείου του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου. Τους τοίχους αυτούς χώρισε σε ζώνες, που στην ανώτερη ζωγράφισε ολόσωμους, μετωπικούς τους κυριώτερους ήρωες του Ελληνισμού από τους μυθικούς χρόνους μέχρι την Επανάσταση του 1821. Ανάμεσα σʼαυτές περιλαμβάνονται και μορφές αρχαίων ηρώων και ημιθέων αλλά και αγίων σαν τον Ιωάννη, το Χρυσόστομο ή ποιητών σαν το Σολωμό. Στη χαμηλότερη ζώνη έχουν ιστορηθή σκηνές, μάχες κ.λπ. από διάφορες περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας.

Στις τοιχογραφίες αυτές είχε πολλά προβλήματα να αντιμετωπίση. Προηγούμενοί του ζωγράφοι μυθολογικών σκηνών και ιστορικών γεγονότων της κλασικής εποχής είχαν δημιουργήσει για τα θέματα, με τα οποία θα δούλευε, μια εικονογραφία καθώς και μ
ια ζωγραφική τεχνοτροπία βασισμένη κυρίως στο ρεαλισμό και κλασικισμό, που κατά τη γνώμη τους βρισκόντανε πλησιέστερα στο κλίμα και τη μορφή των εικονιζομένων γεγονότων.

Ο Κόντογλου αγνόησε και την εικονογραφία, αλλά κυρίως εκείνο που τόλμησε ήταν νʼαγνοήση την «κλασική» τεχνοτροπία. Διάλεξε τη γλώσσα της Βυζαντινής Ζωγραφικής, που την πλούτισε σε ωρισμένες περιπτώσεις με τη γνώση της ανατομίας, και την πλαστική απόδοση των μορφών. Η τεχνοτροπία του βασιζότανε στην Βυζαντινή Παράδοση, όπως μάλιστα την αισθανότανε ο ζωγράφος, με τις στενές κυρίως φόρμες, τη μικρή κλίμακα, το αυστηρό περίγραμμα, τα σεμνά και μουντά χρώματα, από τα οποία λείπει κάθε φωναχτός τόνος ή συμπληρωματική χρήση των χρωμάτων, με προτίμηση στα γεώδη, τα καστανά, τα σκοτωμένα μπλέ, σε μια θαυμαστή όμως ενότητα. Μοιάζει ουσιαστικά σαν να βλέπεις συνθέσεις που κυριαρχεί ένα χρώμα με τις παραλλαγές του. Την χρωματική ενότητα συμπληρώνει η μετρημένη και ισόρροπη σύνθεση.

Στην εικονογραφία ξεκινά από την αρχή (κάποια εικονογραφικά στοιχεία βυζαντινών χειρογράφων, που ιστορούν κοσμικές σκηνές και περιορισμένης κλίμακος είναι και αμφίβολο φαίνεται να τα ήξερε ο Φ. Κόντογλου) και βάζει όλη την πλούσια αφηγηματική φαντασία του να συλλάβη και πραγματώση τόσο μεγάλο έργο. Μελέτη των τοιχογραφιών αυτών θα εύρισκε ίσως πηγές εικονογραφικές και τεχνοτροπικές ακόμη, γιατί πολλές φορές παρουσιάζεται από σύνθεση σε σύνθεση διαφοροποίηση στην τεχνοτροπία. Στην ζωφόρο π.χ. της Νοτίας αίθουσας του ισογείου, όπου εικονίζεται η πάλη του Ερεχθέα με τον Εύμολπο, καθώς και οι προσωποποιήσεις του Υμηττού και της Πεντέλης, ο ζωγράφος χρησιμοποιεί μεν την τεχνική της βυζαντινής Παράδοσης, για να αποδώση όμως τους μυθικούς ήρωες με ομορφοπλασμένα γυμνά κορμιά άψογης ανατομίας και ροδαλής επιδερμίδας που θυμίζουν Πομπηϊνά πρότυπα. Στην απέναντι, μέσα στην ίδια αίθουσα, σύνθεση με τις προσωποποιήσεις των πόλεων, κυριαρχεί η ηρεμία και η επιπεδική παράσταση των σεμνόχρωμων γυναικείων μορφών.

Άλλο χαρακτήρα, κοντυνότερο στη δισδιάστατη Βυζαντινή Ζωγραφική, παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες με τις μεγάλες μάχες των Μακεδόνων βασιλέων στο Γραφείο του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου. Γιατί διάλεξε όμως την εκκλησιαστική τεχνοτροπία ο Κόντογλου για να ιστορήση κοσμικά, παγανιστικά θέματα; Μήπως τούτο ήταν ιεροσυλία; Μήπως είχε παρασυρθή από ένα βυζαντινίζον κλίμα της εποχής του, που ήθελε την Βυζαντινή Τέχνη, εκλεκτή των κύκλων των διανοουμένων; Μήπως από εκζήτηση και αναζήτηση πρωτοτυπίας; Νομίζω πως για κανένα απʼαυτούς τους λόγους. Ο Φ. Κόντογλου πίστευε στην παράδοση. Όχι θεωρητικά, διανοουμενίστικα. Αλλά στην παράδοση σαν συνέχεια ζωής. Και αυτήν τη συνέχεια ήθελε να διαιωνίσει με την τέχνη. Να ιστορήσει, τον απόμακρο κόσμο του ελληνικού μύθου και της Ιστορίας, με τον πλησιέστερο όμως ντόπιο εκφραστικό τρόπο· τη ζωγραφική γλώσσα του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Έτσι ένωνε την αρχαία παράδοση με το Βυζάντιο, αυτός ο σημερινός Μικρασιάτης, πετυχαίνοντας τη συνέχεια που ζητούσε. Έφερνε τους απόμακρους ήρωες από τα σκονισμένα βιβλία των λογίων στον οικείο χώρο και τη μορφή των αγίων της Εκκλησίας, με τους οποίους ήταν μαθημένος να συζή ο απλός, ο ανόθευτος από τη δυτική επίπλαστη παιδεία, λαός. Και δεν ήταν ιεροσυλία αυτό που έκαμε. Γιατί οι παλαιότεροί του αγιογράφοι είχαν τολμήσει να ζωγραφίσουν, μέσα μάλιστα στους νάρθηκες των μοναστηριακών εκκλησιών, τους αρχαίους Έλληνες Φιλοσόφους, τον Μεγαλέξανδρο και τους άλλους ήρωες (Μονή Φιλανθρωπινών, Μ. Γόλας, εκκλησίες Καστοριάς κ.λπ.

Οι τοιχογραφίες του Δημαρχείου ίσως είναι το πιο προσωπικό του και το πιο ολοκληρωμένο έργο της ζωγραφικής του και η σημαντικώτερη προσφορά στην Ιστορία της Νεοελληνικής Ζωγραφικής. Δεν έχει ακόμη ιδιαίτερα μελετηθή (εκτός από το μέγάλο άρθρο του Αγγ. Προκοπίου στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση του 1947), ώστε να προσδιοριστή ακριβέστερα ο ρόλος του στην πορεία της Νεοελληνικής Ζωγραφικής. Κι ακόμη αξίζει να παρουσιαστή ξανά στο ευρύτερο ελληνικό κοινό που κοντεύει να το ξεχάσει.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Η συμβολή όμως του Φώτη Κόντογλου στη Νεοελληνική Ζωγραφική δεν τελειώνει με το έργο του αυτό, που καλύπτει την δημιουργικότητά του στη δεκαετία πριν από τον πόλεμο. Το ζωγραφιικό κήρυγμα για την επιστροφή στη ζωγραφική παράδοση του τόπου και την απαλλαγή από την κηδεμονία και άμεση εξάρτηση της τέχνης από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Δύσης, έδωσε αγλαότατους καρπούς.

Αυτός ο Ανατολίτης που έζησε στο Παρίσι για αρκετό καιρό, που γνώρισε προσωπικά μάλιστα τον Ροντέν, όπως αναφέρει σε κάποιο γραφτό του, ούτε ξιπάστηκε από τη λαμπερή επιφάνεια της μοντέρνας παριζιάνικης ζωής, ούτε θαμπώθηκε από την εκεί επανάσταση της τέχνης. Ίσως μόνο μια έμμεση επίδραση να δέχθηκε, δηλαδή τη στροφή προς το μεσαιωνικό παρελθόν. Πιστότατος στη μορφοπλαστική παράδοση της τέχνης της Ελλάδος, ζήτησε να βρή την άμεση ανανέωση στην τέχνη του τόπου του κι όχι στον τόπο της φιλοξενίας του.

Σιγά-σιγά άλλωστε αυτή η ανάγκη γινότανε συνείδηση ολοένα και σε περισσότερους ευαίσθητους δέκτες. Ζωγράφοι, αισθητικοί, και ιστορικοί της τέχνης άρχιζαν να στρέφονται προς τις πηγές και τις ρίζες της παράδοσης σαν άμεσης όμως συνέχειας. Το φαινόμενο φυσικά αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά γενικώτερο ευρωπαϊκό κίνημα, από το οποίο αρδεύεται και το ελληνικό. Ουσιαστικά πρόκειται για τη βαθύτερη έννοια του ρωμαντισμού. Οι προσπάθειες όμως στην αρχή είναι μεμονωμένες και συχνά καιρικές στη ζωή και στο έργο των ζωγράφων.

Ο Φ.Κόντογλου αντίθετα γίνεται ο διαπρύσιος κήρυκας αυτής της επιστροφής με την απολυτότητα και το πάθος του οδηγητή και πρωτοπόρου. Έχει άλλωστε και το τάλαντο του γραφτού λόγου, που τον βοηθά σʼαυτήν την αποστολή. Στο κήρυγμα και στο εργαστήρι του φοιτούν άμεσα μερικοί νέοι τότε ζωγράφοι, σαν τον Γιάννη Τσαρούχη και το Νίκο εγγονόπουλο, που αργότερα θα ακολουθήσουν διάφορους δρόμους και από τον δάσκαλο και ανάμεσά τους, αλλά τα βασικά διδάγματά του θα επηρεάσουν σύμφωνα με την προσωπικότητα του καθενός το έργο τους. Εκτός όμως απʼ αυτούς άμεσα θα ακούσουν το μάθημά του μια ολόκληρη γενιά ζωγράφων, μια γενιά που προσδίδει στη Νεοελληνική Τέχνη την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της, η λεγομένη γενιά του ʼ30. Παρʼόλο το εύρος των ζωγραφικών επιτευγμάτων τους και την ιδιοτυπία των δημιουργών της, οφείλει πολλά το ξεκίνημά της στην παρουσία και το έργο του Φ. Κόντογλου.

Βέβαια το κήρυγμα του Κόντογλου ήταν επιστροφή στη Βυζαντινή Ζωγραφική, όπως άλλωστε το εφάρμοσε ο ίδιος στις τοιχογραφίες του Δημαρχείου. Και στον τομέα αυτόν τον ακολούθησαν μερικοί ζωγράφοι της γενιας του ʼ30 σύμφωνα πάντα με την καλλιτεχνική προσωπικότητά του ο καθένας, για ορισμένη φάση του έργου τους τουλάχιστον, ενώ και στη μεταπολεμική γενιά υπάρχουν ζωγράφοι σαν το Π.Κοψίδη, το Μ.Βατζιά κ.ά. που εκφράζουν τους παλμούς της εποχής (π.χ. τα γεγονότα του Πολυτεχνείου από τον Βατζιά), με μακρινή βάση τη βυζαντινή τεχνική, έστω κι αν και το υλικό ακόμη έχει αλλάξει καθώς την αυγοτέμπερα ή το φρέσκο αντικατέστησαν τα πλαστικά χρώματα.

Το μάθημα όμως του Κόντογλου το πλατύτερο, που καλούσε στη διερεύνηση των αυτόχθονων ζωγραφικών στοιχείων είτε στη Βυζαντινή τέχνη όπως πίστευε ο ίδιος, είτε στη λαϊκή, όπως πίστευαν άλλοι, είτε και στην αρχαία ζωγραφική, όπως εύρισκαν μερικοί, είχε μεγάλη απήχηση σε σημαντικό αριθμό ζωγράφων που πάσχιζαν να βρουν και να εκφράσουν στην τέχνη τους το αληθινό πρόσωπο του τόπου μας, όχι μόνο θεματογραφικά, αλλά κυρίως μορφολογικά, καθώς πιστεύανε ότι η συνένωση της μορφής και του περιεχομένου είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής ιδιομορφίας. Η αναζήτηση αυτή της «Ελληνικότητας», που έγινε το κύριο αίτημα της γενιάς του ʼ30, χρωστάει το βλάστημά της και στο σπόρο που αδιάκοπα και με αλύγιστο ζήλο έρριχνε ο Φ. Κόντογλου.


***


Ο Κοντογλου όμως υπήρξε πρώτα απʼόλα αγιογράφος. Ζωγράφος της λειτουργικής τέχνης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ζωγράφος που είχε συνείδηση του θεολογικού χαρακτήρα της Ζωγραφικής μέσα στο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου. Και σʼαυτό το σημείο, νομίζω, θα πρέπει να προσδιοριστή κυρίως η προσφορά του Κόντογλου στην εκκλησιαστική τέχνη: στην επίγνωση της μεγάλης διακονίας της ζωγραφικής στη λατρευτική και λειτουργική σύναξη του λαού του Θεού, του Σώματος του Χριστού, την Εκκλησία.

Ο Φ.Κόντογλου πίστευε πως η αγιογραφία δεν είναι πάρεργο ή έστω μια κάποια παρενθετική απασχόληση, αλλά υψηλή αποστολή, ιερουργία. Και πίστευε απόλυτα ότι η Βυζαντινή Ζωγραφική είναι η μοναδική έκφραση που αρμόζει στον υψηλό αυτόν στόχο. Αυτή ακριβώς η επίγνωση είναι που τον έκανε ικανό και άξιο να αλλάξη τον ξεστρατισμένο δρόμο της νεοελληνικής αγιογραφίας και να τον στρέψη προς τις ζωηφόρες πηγές της Παράδοσης. Χωρίς ίσως να είναι ο πρώτος ή ο μόνος που αγιογραφεί σε βυζαντινή τεχνοτροπία, είναι ο πρώτος που απόλυτα πιστεύει στην αξία της διά βίου, όχι κάποια στιγμή ή περίοδο επηρεασμένος από εξωτερικούς παράγοντες και μόδες.

Και εδώ υπάρχει ένα παράδοξο. Για πολλά χρόνια αυτός ο κήρυκας της επιστροφής στη Βυζαντινή τέχνη δεν έχει εικονογραφήσει μια ολόκληρη εκκλησία στην Αθήνα, όπως άλλοι που ανήκουν στην κατηγορία των αγιοφράφων που προαναφέραμε. Παρʼόλα όμως αυτά είναι ο κύριος αφυπνιστής των ορθοδόξων συνειδήσεων για να απαλλαγή ο χώρος της Εκκλησίας από ανούσια ζωγραφικά και αθεολόγητα τοιχογραφήματα. Γνωρίζοντας την σημασία που δίνει η Ορθόδοξη Εκκλησία στη Ζωγραφική, μπορούμε να καταλάβουμε και τη σημασία που έχει η ορθή, η γνήσια Ορθόδοξη ζωγραφική μέσα στην Εκκλησία. Και τη συνείδηση αυτής της σημασίας αγωνίζεται ο Κόντογλου να ξυπνήση.

Ο Φ. Κόντογλου ζωγράφησε και φορητές εικόνες και τοιχογραφίες. Παλαιότερες νομίζω ότι είναι οι φορητές εικόνες. Είναι όμως πολύ επικίνδυνο να εκφράση κανείς συμπεράσματα γιʼαυτόν τον τομέα της τέχνης του· μιας και οι εικόνες του είναι διάσπαρτες σε διάφορα μέρη της Ελλάδος και έτσι δεν είναι εύκολο νάχη κανείς πλήρη εποπτεία και κατά συνέπεια σωστή κρίση. Οι εικόνες όμως που έχουμε συναντήσει, φαίνεται να ακολουθούν τα διδάγματα της Κρητικής Σχολής, σε γενικές γραμμές, με έντονο όμως το προσωπικό στοιχείο. Σχέδιο σίγουρο και καθαρό, φόρμες κατά κανόνα κλειστές. Σκούρος καστανόχρωμος προπλασμός για τα πρόσωπα και τα χέρια. Και στα ενδύματα προτιμά, τουλάχιστο στα παλαιότερα έργα του, τους ήσυχους τόνους, που δένουν με το πρόσωπο και τα γυμνά μέρη (π.χ. οι εικόνες του Τέμπλου του Αγ. Νικολάου Πατησίων του 1947, εικόνα Τριών Ιεραρχών στην Καπνικαρέα του 1934 κ.ά.)

Και για τις τοιχογραφίες στις εκκλησίες δεν είναι πολύ εύκολη η αποτίμηση και η μελέτη για διαφορετικό όμως λόγο. Ο Φ. Κόντογλου δούλευε μαζί με τους μαθητές του και πολλές φορές είναι δύσκολη η διάκριση στο κυρίως προσωπικό του έργο και στην εργασία των μαθητών. Από τις παλαιότερες τοιχογραφίες είναι η εκκλησία ή ακριβέστερα μέρος των τοιχογραφιών της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής στο Λιόπεσι, που ιστορήθηκε από το Φ. Κόντογλου και το μαθητή του Τερζή στα 1946. Οι στρατιωτικοί Άγιοι στα μέτωπα των ανατολικών πεσσών του τρούλλου (Άγ. Θεόδωρος, Γεώργιος, Δημήτριος, Μερκούρης κ.ά.) είναι από τα καλύτερα δείγματα της αγιογραφίας του Φ. Κόντογλου. Μορφές ρωμαλέες, πλασμένες με τη βυζαντινή τεχνική, αλλά και με έντονη την προσωπική τεχνική του Φ. Κόντογλου, ποτισμένη από τη λαϊκή παράδοση. Οι Άγιοι εικονίζονται αληθινά σαν παλληκάρια και πρωταθλητές της πίστεως. Στα έργα αυτά βρίσκουμε το πιο προσωπικό -μέσα πάντα στα εκκλησιολογικά πλαίσια της Ορθόδοξης Παράδοσης- αγιογραφικό έργο του Κόντογλου. Βάση του είναι η Κρητική Σχολή, αλλά το χρώμα του και το σχέδιο τρέφονται από χυμούς μιας ζωντανής και δημιουργικής, όχι αντιγραφικής μιμητικής ζωγραφικής. Όπως άλλωστε γινότανε σε κάθε δημιουργική εποχή της μακραίωνης βυζαντινής τέχνης, οι τεχνίτες, έμεναν πιστοί στην παραδοσιακή τεχνική και κυρίως στον εσώτατο πυρήνα της, που εξέφραζε την ανάλλαχτη αλήθεια της αποκαλυμένης πίστης. Επειδή όμως οι ίδιοι ήσαν εκφραστές και συνεχιστές αυτής της πίστης, μπορούσαν να εκφράζουν ταπεινά και ειλικρινά τον εαυτό τους και τον καιρό τους και γινότανε αυτή η σύζευξη του αιωνίου με το καιρικό χωρίς σύγχυση και χωρίς το ένα να κυριαρχή σε βάρος του άλλου. Αυτό προσπάθησε ο Κόντογλου στις τοιχογραφίες της εκ
κλησίας στο Λιόπεσι. Αργότερα όμως μοιάζει να περιώρισε αυτή την αρχική φιλοδοξία. Λεπτομερέστερη μελέτη θα μπορούσε να δείξη αν αυτή η υπόθεση είναι σωστή, καθώς και τις αιτίες που την δημιούργησαν. Στις τοιχογραφίες της δεκαετίας του 1950 και μετά (Καπνικαρέα, Άγ. Γεώργιος Κυψέλης, Άγ. Νικόλαος Πατησίων), τα αξιολογώτερα τμήματα είναι εκείνα όπου ο ζωγράφος ακολουθεί τα κρητικά πρότυπα. Χαρακτηριστικό δείγμα, οι τοιχογραφημένες δεσποτικές εικόνες του κτιστού τέμπλου του Αγ. Χαραλάμπους Πολυγώνου, ζωγραφισμένες στα 1955. Δουλεμένες σε κρητική τεχνοτροπία με σοβαρούς γενικά χρωματικούς τόνους, μαύρο χρώμα για φόντο και καστανόχρωμο προπλασμό, πάνω στο οποίο αναπτύσσονται σε ανοιχτότερο τόνο τα φώτα ή γράφονται με λευκές πινελιές, δείχνουν με το σφιχτό σχέδιο, την κλειστή, στιβαρή φόρμα, την χρωματική ενότητα και το εσωτερικό ήθος, στον άξιο τεχνίτη στο κλίμα του.

Σημειώσαμε πιο πάνω για τη συμβολή του Κόντογλου σαν δασκάλου. Περισσότερο ίσως με την έννοια του καθοδηγητή και εμπνευστή παρά του ακαδημαϊκού καθηγητή. Αν τούτος όμως ο τίτλος του αξίζει για την κοσμική νεοελληνική ζωγραφική, για την αγιογραφία ο ρόλος του υπήρξε απτός, άμεσος και ιδιαίτερα παραγωγικός. Βέβαια πριν απʼαυτόν ή παράλληλα εργάζονται αγιογράφοι όπως ο Δ. Πελεκάσης, ο Αγ. Αστεριάδης, ο Σπ. Βασιλείου στη βυζαντινή τεχνοτροπία. Όμως δάσκαλος φλογερός που γύρω του μαζεύονται όσοι θέλουν να σπουδάσουν την ιερή τέχνη, είναι μόνον ο Φ. Κόντογλου. Σε μια εποχή μάλιστα που η βυζαντινή αγιογραφία δεν διδάσκεται επίσημα καθόλου στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, (μέχρι σήμερα άλλωστε δεν υπάρχει ειδική έδρα, αλλά η αγιογραφία και το φρέσκο διδάσκονται από επιμελητή), οι ζηλωτές νέοι τεχνήτες φοιτούν στο εργαστήρι και στη σκαλωσιά του Κόντογλου. Οι μαθητές του Ράλλης Κοψίδης, Πέτρος Βαμπούλης, Γεωργακόπουλος, Παπανικολάου, Τερζής Ιωάννης, ακολουθούν διάφορο δρόμο ο καθένας. Άλλοι στρέφονται προς τη λαϊκή έκφραση, με την οποία ενώνουν τη Βυζαντινή Παράδοση, άλλος προς τη Μακεδονική Σχολή, ανάλογα ο καθένας με την προσωπικότητά του. Έτσι, ενώ δεν δημιούργησε με την στενή έννοια σχολή, έφτιαξε αυτή την ομάδα που ιστορεί όλους τους τοίχους των εκκλησιών με τη Βυζαντινή τεχνοτροπία.

Στο διδακτικό έργο του θα πρέπη να περιληφθή και η συγγραφή του βιβλίου του «Έκφρασις» ήτοι «Ιστότησις της παντίμου ορθοδόξου αγιογραφίας, της και λειτουργικής καλουμένης, περιέχουσα την τεχνολογίαν και εικονογραφίαν της ειρηνοχύτου ταύτης τέχνης, ήτοι την ερμηνείαν των τεχνικών τρόπων και τους ιερούς τύπους των εικόνων, καθώς και εξήγηση περί της λεπτότητος και του πνευματικού κάλλους και της τιμής αυτής». Βασισμένος στην προγενέστερη συγγραφική παράδοση της «Ερμηνείας της ζωγραφικής», του Διονυσίου του εκ Φουρνά, καθώς και στη δική του γνώση, καταγράφει την πείρα του ολάκερη, ώστε να είναι χρήσιμη γιʼαυτούς, που θα θελήσουν να συνεχίσουν την «Ειρηνόχυτον» λειτουργική τέχνη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η συνέχιση άλλωστε της Παράδοσης ήταν και το μεγάλο μεράκι του χαρισματούχου αυτού ανθρώπου. Σʼαυτήν πρόσφερε όλη τη δύναμη και όλα τα τάλαντα, που πλούσια βέβαια του είχε εμπιστευθή ο Κύριος και στη δόξα του Οποίου τελικά τα αφιέρωσε.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα

Στο αποκαλυπτικό αυτό κείμενο του Κόντογλου γίνεται λόγος όχι μόνο για τη δύναμη του Αναστάντος Χριστού που δια του θείου φωτός του καθαρίζει και αγιάζει τα πνευματικά μας αισθητήρια, αλλά και για την αιτία που κάποιοι πολεμούν και καταφρονούν την αγία ορθόδοξη παράδοση.

Ορθόδοξοι Χριστιανοί, σήμερα μας κράζει ο θεόγλωσσος υμνωδός, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγοντας Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τώ απροσίτω φωτί της Αναστάσεως Χριστόν εξαστράπτοντα και χαίρετε φάσκοντα τρανώς ακουσομεθα, επινίκιον άδοντες.

Μάς κράζει λοιπόν να καθαρίσουμε τις αισθήσεις μας, για να μπορέσουμε να δούμε τον Χριστό τον αναστημένο από τον τάφο. Να καθαρίσουμε τις αισθήσεις μας, γιατί είναι ακάθαρτες, βρωμισμένες, επειδή τις μεταχεριζόμαστε για σαρκικά και υλικά πράγματα. Και πώς άραγε καθαρίζονται οι αισθήσεις μας και θα γίνουνε από σαρκικές, πνευματικές;

Ο υμνωδός το λέγει αυτό γιατί το διδάχθηκε από τον ίδιο τον Κύριο και Σωτήρα του που είπε στους Μακαρισμούς: Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται. Κι' αν καθαρίσουμε τις αισθήσεις μας, λέγει πώς θα δούμε τον Χριστόν εξαστράπτοντα με αστραπή, όχι θαμπά, αλλά καθαρώτατα, αστραφτερόν από το αζύγωτο φώς της Αναστάσεως, τώ απροσίτω φωτί της Αναστάσεως. Κι' όχι μονάχα θα τον δούμε τηλαυγώς, αλλά και θα τον ακούσουμε κιόλας (γι' αυτό πρέπει νάναι καθαρές όλες οι αισθήσεις μας). κι η φωνή του δεν θάρχεται από μακρυά, να αμφιβάλλουμε αν τον ακούσαμε ή δεν τον ακούσαμε, αλλά τρανώς, δυνατά.

Τίς αισθήσεις μας δεν τις μολεύουμε μονάχα σαν κάνουμε μ' αυτές σαρκικά έργα κι' ενέργειες, δηλαδή σαν τις μεταχειριζόμαστε για τις απολαύσεις του κορμιού, αλλά κι' όταν τις μεταχειριζόμαστε για κάποια έργα που τα λέγει ο κόσμος "πνευματικά", ενώ είναι κι' αυτά σαρκικά, και μάλιστα αυτά είναι συχνά πιο πονηρά από τάλλα που φαίνονται φανερά πώς είναι σαρκικά. Αυτά τα λεγόμενα πνευματικά έργα είναι οι πονηρές σκέψεις που κάνει ο νούς μας ψάχνοντας τα θεϊκά πράγματα, και που είναι ασεβέστατες και σ' αυτές μας σπρώχνει η υπερηφάνειά μας και η αφοβιά μας μπροστά στον Θεό, γιατί δίνουνε τροφή στην ματαιοδοξία μας, επειδή φαινόμαστε πολύξεροι στους άλλους, ενώ ο σοφός Σολομών είπε: Αρχή της σοφίας (δηλ. της κατά Θεόν σοφίας) είναι ο φόβος του Κυρίου.

Μ' αυτά τα ψαξίματα και με τις φιλοσοφίες, ο χριστιανός αληθινά μολύνει τις αισθήσεις του, τις στομώνει και αντί να τις κάνει πνευματικές, τις κάνει όργανα χονδροειδή, αφού μ' αυτές ερευνά χονδροειδή, υλικά πράγματα, και όχι πνευματικά. Γιατί, όπως είπα πριν, με όλο που αυτές οι ενέργειες φαίνονται πνευματικές, στ' αλήθινά είναι σαρκικές, κατά τον απόστολο Παύλο που λέγει πώς τις κάνει ο νούς της σαρκός, γράφοντας στους Κολοσσαείς: Μηδείς υμάς καταβραβευέτω θέλων εν ταπεινοφροσύνη και θρησκεία των Αγγέλων, ά μη εώρακεν εμβατεύων, εική φυσιούμενος υπό του νοός της σαρκός αυτού ( Κολοσ. β,18 ). Και στους Εφεσίους γράφει: Τούτο ούν λέγω και μαρτύρομαι εν Κυρίω, μηκέτι υμάς περιπατείν καθώς και τα λοιπά έθνη περιπατείν εν ματαιότητι του νοός αυτών, εσκοτισμένοι τη διανοία, όντες απηλλοτριωμένοι της ζωής του Θεού δια την άγνοιαν την ούσαν εν αυτοίς δια την πώρωσιν της καρδίας αυτών. ( Εφ. δ,18 ).

Ποιά λοιπόν λέγει ματαιότητα του νοός των εθνών;

Δεν λέγει τα μάταια ψαξίματα που κάνανε οι φιλόσοφοι, ας ήτανε κι εκείνοι που φαινόντανε οι πιο πνευματικοί; Αυτά που λέγανε ήτανε σάρξ, (γιατί το εκ της σαρκός σάρξ εστι) αφού ό,τι κάνανε το κάνανε όντας απηλλοτριωμένοι της ζωής του Θεού, δηλαδή το κάνανε με πνεύμα σαρκικό. Όποιος ψάχνει κι' ερευνά μ' αυτό το σαρκικό πνεύμα, πρώτα χάνει την παρθενική απλότητα της διάνοιας, για την οποία πρωτομακάρισε (αυτός είναι ο πρώτος μακαρισμός) ο γλυκύτατος Χριστός μας εκείνους που την έχουνε, λεγοντας μακάριοι οι πτωχοί τώ πνεύματι. Ύστερα αυτός που σκαλίζει με το μυαλό του τα θεία, πειράζει τον Θεό που κρύβεται από τις αδιάκριτες διάνοιες και χώνεται μέσα στο γνόφο, κι' αυτό το φανερώνει με το στόμα του προφήτη Ησαϊα, λέγοντας: Φανερός έγινα σε εκείνους που δε με ρωτάνε, και γνωρίσθηκα από εκείνους που δεν με ζητάνε με πονηρία.

Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέγει: Πίστις ουκ εστι το ζητούμενον· ον τρόπον γάρ ελπίς βλεπομένη ουκ έχουσα το αζήτητον, πίστις ουκ είη, κατά τον ίσον τη ελπίδι λόγον. Κι' ο μέγας Βασίλειος λέγει: Το απλούν της πίστεως ισχυρότερόν εστι των λογικών αποδείξεων.

Και μολαταύτα πλήθος χριστιανοί καταγίνονται ακόμα σήμερα, και πιο πολύ μάλιστα, με τέτοιου είδους ψαξίματα και έρευνες απηλλοτριωμένοι της ζωής του θεού όπως έλεγε ο Παύλος για τους εθνικούς, κι' ανακατεύουνε με την πίστη, που δεν γνωρίσανε οι δυστυχείς τι λογής πράγμα είναι, τις επιστήμες και τις φιλοσοφίες, και ψυχραίνουνε μ' αυτά που λένε την πίστη των πολλών, κ' ενώ ο μάταιος λογισμός τους καταγίνεται με μάταια και ψευδή καταργούνε από αλαζονεία κι' από κουφότητα την αγία Παράδοση της Ορθοδοξίας, ώστε ο χριστιανισμός να καταντήσει ένα σύστημα επίγειας ζωής, χωρίς αποκαλύψεις Αθανασίας, δηλαδή χωρίς Χριστό. Κι' αυτοί θέλουνε να διδάξουνε τα απλοϊκά κι' αθώα πρόβατα του Χριστού που τα μακάρισε ο ίδιος σ' όλους τους Μακαρισμούς, μα ιδιαίτερα στον πρώτο και στον όγδοο.

Τούτοι λοιπόν οι άνθρωποι πώς γιορτάζουνε Χριστόν Αναστάντα εκ νεκρών! Ξένον και παράδοξον!

Φιλοσοφούντες και επιστημούντες πιστεύουν;

Μα ποιος πίστεψε ποτέ φιλοσοφώντας; Ρωτώ να μάθω.

Μέ τον Χριστό, η φιλοσοφία τελείωσε και θάφτηκε για όποιον πίστεψε σ' Αυτόν. Ας ακούσουνε τον Παύλο που φωνάζει τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα. Φωνή ελπιδοφόρα του ευλογημένου Παύλου, που ξαναλέγει στην καρδιά μας, ό,τι λέγει και το χαίρετε που είπε ο Αναστημένος Κύριός του και Κύριός μας! Να, τα πάντα γινήκανε καινούρια! Γινήκανε καινούρια γιατί είναι καινόν και ξένον η Ανάσταση του Χριστού, κι' αυτό το καινούριο τα έκανε όλα καινούρια, επειδή κατήργησε τα παλιά. Κατήργησε τα παλιά ο καταργήσας τον θάνατον, γιατί όπου δεν βρίσκεται ο αρχηγός της Ζωής βασιλεύει ο θάνατος.

Κατήργησε την κατάρα της σαρκός, κι έφερε την ευλογία του Πνεύματος. Κατήργησε τη γνώση κι έφερε την Πίστη (Δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται). Το παλιό ήτανε η Γνώση, το ψάξιμο, το να ψηλαφεί ο άνθρωπος στα τυφλά και να μη βρίσκει τίποτα. Το καινούριο είναι η Πίστη που ανοίγει τα πνευματικά μάτια του ανθρώπου και βλέπει τον Ήλιο της Δικαιοσύνης Χριστόν εξαστράπτοντα τώ απροσίτω φωτί της Αναστάσεως.

Εκείνος φτάνει για όλα, δεν χρειάζεται πια διόλου να ψάχνει το μυαλό μας σαν των εθνικών φιλοσόφων, αφού βρέθηκε η οδός, δηλαδή Εκείνος που είπε καθαρά και σύντομα: Πάντα μοι παρεδόθη υπό του Πατρός μου· και ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν ειμή ο Πατήρ, ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει ειμή ο Υιός, και ώ εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι.( Ματθ. ια, 27 ).

Ω εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι, σ' όποιον θέλει ο Υιός να φανερώσει, να γνωρίσει τον Πατέρα. Πού πάς, λοιπόν, χριστιανέ, να γνωρίσεις τον Θεόν και τον Χριστόν εσύ, ο τυφλός, ο αδύνατος, ο ακάθαρτος, με τη δική σου δύναμη, ενώ ο ίδιος ο Κύριός μας είπε πώς μονάχα ο Πατέρας φωτίζει τη διάνοιά σου για να γνωρίσεις τον Χριστό, κι' ο Χριστός για να γνωρίσεις τον Πατέρα; Και δεν πέφτεις σε προσευχή να τον παρακαλέσεις να σε φωτίσει, αλλά καταγίνεσαι με ασεβή ψαξίματα, όπως εκείνοι οι αρχαίοι που δεν είχανε ακούσει ακόμα τον Χριστό να λέγει με εξουσία αυτά τα λόγια; Κι' αλλού που λέγει Εγώ είμαι η θύρα, εγώ είμαι η οδός, εγώ είμαι ο καθηγητής, εγώ είμαι το φώς, εγώ είμαι ο γιατρός, ο μεσίτης ( Τιμ. Α, β,2 ), ο ποιμήν, ο ραββί. Αυτός είναι ο πρωτότοκος της καινής κτίσεως, που έκανε καινά τα πάντα κι έκανε και καινούς ανθρώπους, τοίς εν τοίς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος.

Ναί, με την Ανάσταση του Χριστού όλα γινήκανε καινούργια. Γι' αυτό κι' ο υμνωδός λέγει με χαρά και αγαλλίαση Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν ουκ εκ πέτρας αγόνου (της φιλοσοφίας) τερατουργούμενον, αλλ' αφθαρσίας πηγήν εκ τάφου ομβρήσαντος Χριστού, εν ώ στερεούμεθα και Δεύτε του καινού της αμπέλου γεννήματος της θείας ευφροσύνης εν τη ευσήμω ημέρα τ
ης εγέρσεως, βασιλείας τε Χριστού κοινωνήσωμεν, υμνούντες Αυτόν ως Θεόν εις τους αιώνας.

Αδελφοί μου Χριστιανοί εσείς που καταγινόσαστε με τις επιστήμες και με τις φιλοσοφίες, ακούστε τον Κύριο που λέγει με το στόμα του προφήτη. Εμένα με αφήσανε, που είμαι πηγή της ζωής, και σκάψανε κάποιους ξερόλακκους που δεν έχουν νερό. Και που λέγει με το δικό του στόμα το Ευαγγέλιο όποιος βάλει το χέρι του στο αλέτρι μου και βλέπει πίσω, δηλ. δεν απαρνήθηκε την κοσμική γνώση που καταγινόταν οι άνθρωποι πριν να έλθω εγώ στον κόσμο, δεν είναι δεκτός στη Βασιλεία του Θεού. (Λουκ. θ 62). Και που είπε παλι άλλη φορά: Δεν βάζουνε καινούργιο κρασί σε παλιά ασκιά.

Ας καθαρίσουμε λοιπόν τη διάνοιά μας από την θολούρα της πολύπλοκης γνώσεως, γιατί αλλοιώς δεν θα δούμε το Χριστό εξαστράπτοντα τώ απροσίτω φωτί της Αναστάσεως, κι' ούτε θα τον ακούσουμε να λέγει τρανώς το Χαίρετε. Μάτια να τον δούμε κι' αυτιά να τον ακούσουμε δε μπορεί να μας δώσει με κανένα τρόπο η γνώση, η καινή απάτη, αλλά μονάχα η ευλογημένη Πίστη στον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, που είναι δοξασμένος στους ατελεύτητους αιώνες των αιώνων, Αμήν.

Φώτης Κόντογλου

Πηγη Αντιαιρετικον Εγκολπιον
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Ανέστη Χριστός, Η δοκιμασία του λογικού

Η πίστη του χριστιανού δοκιμάζεται με την Ανάσταση του Χριστού σαν το χρυσάφι στο χωνευτήρι. Απ όλο το Ευαγγέλιο η Ανάσταση του Χριστού είναι το πλέον απίστευτο πράγμα, ολότελα απαράδεκτο από το λογικό μας, αληθινό μαρτύριο για δαύτο. Μα ίσια-ίσια, επειδή είναι ένα πράγμα ολότελα απίστευτο, για τούτο χρειάζεται ολόκληρη η πίστη μας για να το πιστέψουμε. Εμείς οι άνθρωποι λέμε συχνά πώς έχουμε πίστη, αλλά την έχουμε μονάχα για όσα είναι πιστευτά απ το μυαλό μας. Αλλά τότε, δεν χρειάζεται η πίστη, αφού φτάνει η λογική. Η πίστη χρειάζεται για τα απίστευτα.

Οι πολλοί άνθρωποι είναι άπιστοι. Οι ίδιοι οι μαθητάδες του Χριστού δεν δίνανε πίστη στα λόγια του δασκάλου τους όποτε τους έλεγε πώς θ αναστηθεί, μ όλο το σεβασμό και την αφοσίωση που είχαν σ Αυτόν και την εμπιστοσύνη στα λόγια του. Και σαν πήγανε οι Μυροφόρες την αυγή στο μνήμα του Χριστού, κ είδανε τους δυο αγγέλους που τις μιλήσανε, λέγοντας σ αυτές πώς αναστήθηκε, τρέξανε να πούμε τη χαροποιά την είδηση στους μαθητές, εκείνοι δεν πιστέψανε τα λόγια τους, έχοντας την ιδέα πώς ήτανε φαντασίες: «Και εφάνησαν ενώπιον αυτών ωσεί λήρος (τρέλα) τα ρήματα αυτών, και ηπίστουν αυταίς»...

Βλέπεις καταπάνω σε πόση απιστία αγωνίσθηκε ο ίδιος ο Χριστός; Και στους ίδιους τους μαθητάδες του. Είδες με πόση μακροθυμία τα υπόμεινε όλα; ...Και μ όλα αυτά, ίσαμε σήμερα οι περισσότεροι από μας είμαστε χωρισμένοι από τον Χριστό μ ένα τοίχο παγωμένον, τον τοίχο της απιστίας. Εκείνος ανοίγει την αγκάλη του και μας καλεί κ εμείς τον αρνιόμαστε. Μάς δείχνει τα τρυπημένα χέρια του και τα πόδια του, κ εμείς λέμε πώς δεν τα βλέπουμε. Εμείς ψάχνουμε να βρούμε στηρίγματα στην απιστία μας για να ικανοποιήσουμε τον εγωισμό μας, που τον λέμε Φιλοσοφία και Επιστήμη. Η λέξη Ανάσταση δεν χωρά μέσα στα βιβλία της γνώσης μας... Γιατί «η γνώση τούτου του κόσμου, δε μπορεί να γνωρίσει άλλο τίποτα, παρεκτός από ένα πλήθος λογισμούς, όχι όμως εκείνο που γνωρίζεται με την απλότητα της διάνοιας».

Ναι, εκείνους που έχουνε αυτή την ευλογημένη απλότητα της διάνοιας, τους μακάρισε ο Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οι πτωχοί τώ πνεύματι, ότι αυτών εστι η βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» Και στον Θωμά, που γύρευε να τον ψηλαφίσει για να πιστέψει, είπε: «Γιατί με είδες Θωμά, για τούτο πίστεψες; Μακάριοι είναι εκείνοι που δεν είδανε και πιστέψανε».

Ας παρακαλέσουμε τον Κύριο να μας δώσει αυτή την πλούσια φτώχεια, και την καθαρή καρδιά, ώστε να τον δούμε ν αναστήνεται για να αναστηθούμε κ εμείς μαζί του.

Αυτή η ανηξεριά (η άγνοια) είναι ανώτερη από τη γνώση: «Αύτη εστίν η άγνοια η υπερτέρα της γνώσεως». Καλότυχοι και τρισκαλότυχοι εκείνοι που την έχουνε.


Χριστός ανέστη!
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Φώτης Κόντογλου

«Επί σοι Χαίρει, Κεχαριτωμένη. Πάσα η κτίσις»

(Η Κοίμησις της Θεοτόκου)

Ελληνική Δημιουργία, τ. 37, 1949

«Ως εμψύχω Θεού κιβωτώ ψαυέτω μηδαμώς χειρ αμυήτων. χείλη δε πιστών τη Θεοτόκω ασιγήτως φωνήν του αγγέλου αναμέλποντα, εν αγαλλιάσει βοάτω: Όντως ανωτέρα πάντων υπάρχεις, Παρθένε αγνή». «Εσένα που είσαι ζωντανή κιβωτός του Θεού, ας μη σε αγγίζει ολότελα χέρι άπιστο, αλλά χείλια πιστά ας ψάλλουνε δίχως να σωπάσουνε τη φωνή του αγγέλου (ο υμνωδός θέλει να πει τη φωνή του αρχαγγέλου Γαβριήλ, που είπε «ευλογημένη συ εν γυναιξί») κι ας κράζουνε: «Αληθινά, είσαι ανώτερη απʼ όλα Παρθένε αγνή».

Αλλοίμονο! Αμύητοι, άπιστοι, ακατάνυχτοι, είμαστε οι πιο πολλοί σήμερα, τώρα που έπρεπε να προσπέσουμε με δάκρυα καυτερά στην Παναγία και να πούμε μαζί με το Θεόδωρο Δούκα το Λάσκαρη, που σύνθεσε με συντριμένη καρδιά τον παρακλητικό κανόνα: «Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε». «Σαν τα μελίσσια που τριγυρίζουνε γύρω στην κερήθρα, έτσι κʼ εμένα με ζώσανε οι ζαλάδες της ζωής και πέσανε απάνω στην καρδιά μου και την κατατρυπάνε με τις φαρμακερές σαγίτες τους. Άμποτε, Παναγiα μου, να σε βρω βοηθό, να με γλύτώσεις από τα βάσανα». Μα ποιος από μας γυρεύει βοήθεια από την Παναγία, από τον Χριστό κι' από τους αγίους; Γυρεύουμε βoήθεια από το κάθε τι, παρεκτώς από το Θεό. Αλλά τι βοήθεια μπορούνε να δώσουνε στον άνθρωπο τα είδωλα τα λεγόμενα «επιστήμη» και «τέχνη»; Ο άγιος Ισαάκ ο αναχωρητής λέγει: «Σ' όλους τους δρόμους που πορεύονται oι άνθρωποι σε τούτον τον κόσμο δεv βρίσκουνε σε κανένα την ειρήνη, ως που vα σιμώσουμε στην ελπίδα του Θεού. Mα αλλοίμονοΙ οι πιο πολλοί άvθρωποι είναι «οι μη έχοντες ελπίδα» όπως λέγει ο Παύλος. Όποιος δεν έχει την πίστη μέσα στην καρδιά του, τι ελπίδα μπορεί νάχει; Όπου ν' ακουμπήσει όλα είναι σάπια. Γι' αυτό κι' ο υμνογράφος που είπαμε, λέγει στην Παναγία: «Απορήσας εκ πάντων, οδυνηρώς κράζω σοι. Πρόφθασον, θερμή προστασία, και την βοήθειαν δός μοι τω δούλω σου τω ταπεινώ και αθλίω». «Όλα, λ.έγει τα δοκίμασα, μα κανένα πράγμα δε μπόρεσε vα με ξαλαφρώσει. Για τούτο φωνάζω Εσένα με θρήνο πικρόν, και λέγω: Πρόφταξε και δόσε τη βοήθεια σου σε μένα τον ταπεινό κι' άθλιο δούλο σου».

Η Παναγία είναι η ελπίδα των απελπισμένων, η χαρά των πικραμένων, το ραβδί των τυφλών, η άγκυρα των θαλασσοδαρμένων, η μάνα των ορφανεμένων. Η θρησκεία του Χριστού είναι πονεμένη θρησκεία, ο ίδιος ο Χριστός καρφώθηκε απάνω στο ξύλο: κ' η μητέρα του η Παναγία πέρασε κάθε λύπη σε τούτον τον κόσμο. Γι' αυτό καταφεύγουμε σε Κεiνη που την είπανε οι πατεράδες μας: «Καταφυγή»,«Σκέπη του κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγορούσα»,«Οξεία αντίληψη»,«Ελεούσα», «Οδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» και χίλια άλλα ονόματα, που δεν βγήκανε έτσι απλά από τα στόματα, αλλά από τις καρδιές που πιστεύανε και που πονούσανε. Μονάχα στην Ελλάδα προσκυνιέται η Παναγία με τον πρεπούμενο τρόπο ήγουν με δάκρυα με πόνο και με ταπεινή αγάπη. Γιατί η Ελλάδα είναι τόπος πονεμένος,χαροκαμένος, βασανισμένος από κάθε λογής βάσανο. Κι' από τούτη την αιτία το έθνος μας στα σκληρά τα χρόνια βρίσκει παρηγοριά και στήριγμα στα αγιασμένα μυστήρια της ορθόδοξης θρησκείας μας, και παραπάνω από όλα στο Σταυρωμένο το Χριστό και στη χαροκαμένη μητέρα του, που πέρασε την καρδιά της σπαθί δίκοπο. Σε άλλες χώρες τραγουδάνε την Παναγία με τραγούδια κοσμικά, σαν νάναι καμιά φιληνάδα τους, μα εμείς την υμνολογούμε με κατάνυξη βαθειά, θαρρετά μα με συστολή, με αγάπη μα και με σέβας,σαν μητέρα μας μα και σαν μητέρα του Θεού μας. Ανοίγουμε την καρδιά μας να τη δει τι έχει μέσα και να μας συμπονέσει. Η Παναγία είναι η πικραμένη χαρά της Ορθοδοξίας, «το χαροποιόν πένθος», «η χαρμολύπη» μας, «ο ποταμός ο γλυκερός του ελέους», «ο χρυσοπλοκώτατος πύργος και η δωδεκάτειχος πόλις». Η υμνωδία της εκκλησίας μας είναι ένας παράδεισος, ένα μυστικό περιβόλι που μοσκοβολά από λογής λογής μυρίπνοα άνθη, και τα πιο μυρουδικά, τα πιο εξαίσια, είναι αφιερωμένα στην Παναγία. Όλος ο κόσμος θλίβεται μαζί της και μαζί της χαίρεται με μια χαρά πνευματική:«Επί Σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις, αγγέλων το σύστημα και ανθρώπων το γένος, ηγιασμένε ναέ και παράδεισε λογικέ, παρθενικόν καύχημα, εξ ης Θεός εσαρκώθη και παιδίον γέγονεν ο προ αιώνων υπάρχων Θεός ημών». Απορείς τι να πρωτοδιαλέξεις απ' αυτή την υμνολογία της Θεοτόκου! Θαρρείς πως ο αγέρας, τα βουνά, oι θάλασσες της Ελλάδας, τα χωριά oι πολιτείες, γεμίσαvε ευωδία πνευματική απ' αυτό «το χρυσούν θυμιατήριον», απ' αυτή «την μανναδόχον στάμνον που έχει μέσα «μύρον το ακένωτον». Οι γυναίκες μας είναι στολισμένες με τόνομά της, τα βουνά μας, οι κάμποι, τα νησιά, τ' ακροθαλάσσια είναι αγιασμένα από τα ξωκκλήσια της, τα καράβια μας έχουν γραμμένο απάνω στη μάσκα και στην πρύμη το γλυκύτατο τόνομά της. Αληθινά στην Ελλάδα μας «επί Σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτισις», «Για Σένα, χαίρεται όλη η πλάση. Σήμερα που κοιμήθηκες, θαρείς πως η χαρά γίνηκε πιο μεγάλη, η θλίψη άλλαξε σε αγαλλίαση, η ελπίδα ζωήρεψε αντί να αποσκιάσει και πλημμύρησε τις καρδιές μας.

Σήμερα τ'αγέρι φυσά γλυκύτερα στα κουρασμένα πρόσωπά μας, τα δέντρα σαν να γενήκανε πιο χλωρά, τ' αυγουστιάτικο κύμα σαν να αρμενίζει πιο δροσερό μέσα στο πέλαγο και αφρίζει φουσκωμένο από χαρά μεγάλη, το κάθε τι πανήγυρίζει κι' αγάλλεται.. Ω! Τι θάνατος λοιπόν είναι αυτός, που γέμισε την οικουμένη και τις καρδές μας με τη χαρα της αθανασίας! Και καλώτατα ψέλνει ο υμνωδός σήμερα: «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου τας ψυχάς ημών». Αληθινά λέγει και σ'ένα άλλο τροπάρι: «Τη αθανάτω σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μήτερ της ζωής...».

Αλλά το ξαναλέγω. Τι να πει κανένας πρώτα και τι ύστερα, από τα τόσα πνευματικά υμνολογήματα που προσφέρανε οι ορθόδοξες καρδιές στην Παναγία, στο «Ρόδον το αμάραντον», που μοσκοβόλησε και άγιασε την καταβασανισμένη την Ελλάδα! Την υμνολογήσανε με τα λόγια, με την ψαλμωδία, με τη ζωγραφική, με το σκαλισμένο ξύλο, με τ' ασήμι, με το μάλαμα, με το κηρομάστιχο, με κάθε τίμιο κι' αγιασμέvο πράγμα που μπορεί να χρησιμέψει στον άνθρωπο για vα μπορέσει vα δείξει την αγάπη του, το σέβας του, τη χαρά του, την πίκρα του, κι' ότιι άλλο αγνό αίσθημα έχει μέσα στα φύλλα της καρδιάς του. Το να πιάσει κανένας να τα ιστορήσει καταλεπτώς, θα ήτανε σαν νάθελε vα μετρήσει τον άμμο της θάλασσας; Για τούτο ανθολογάμε λιγοστά λουλούδια από της υμνωδίας το αγιόκλημα «εις οσμήν ευωδίας πνευματικής»

Πρώτα απ' όλα ας μεταγράψουμε λίγα λόγια από τις Καταβασίες του Ακαθίστου ύμνου «Ανοίξω το στόμα μου», που είναι το βυζαντινώτατο, όλη η Κωνσταντιούπολη πνευματικά πανηγυρίζουσα. Στοχασθείτε καλά εκείνη την εξαίσια γ' ωδή που λέγει: «Τους σους υμνολόγους Θεοτόκε, ως ζώσα και άφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον και εν τη θεία δόξη σου στεφάνων δόξης αξίωσον».

Ουράνια απηχήματα!:«Τους υμνολόγους σου, Θεοτόκε, που συγκροτήσανε έναν πνευματικό θίασο, στερέωσέ τους, Εσύ που είσαι ζωντανή ως άφθονη πηγή. Kαι με τη θεία δόξα σου, αξίωσέ τους να φοσέσουνε της δόξας τα στέφανα», Αμή η θ'. ωδή που λέγει: «Άπας γηγενής σκιρτάτω τω πνεύματι λαμπαδουχούμενος· πανηγυριζέτω δε αΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα τα ιερά θαυμάσια της θεομήτορος, και βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, αγνή, αειπάρθενε.» Αμή εκείvα τα πανηγυρικά αυτόμελα που ψέλνουνε στον εσπερινό της Κοιμήσεως, με μέλος θριαμβευτικό και με πνευματική μεγαλοπρέπεια! Ποιος χριστιανός Πίνδαρος τα σύνθεσε, Πίνδαρος αγιασμένος! «Ω του παραδόξου θαύματος! η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται, και κλίμαξ προς oυραvόv ο τάφος γίνεται! Ευφραίνου Γεθσημανή, της Θεοτόκου το άγιον τέμενος. Βοήσωμεν οι πιστοί, τον Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαίρε, μετά σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κόσμω διά Σου το μέγα έλεος.» Ποταμός μέγας και βουερός αναβρύζει και μας δροσίζει, και πίνουνε νερό δροσερό ψυχές ξερές και διψασμένες! Κύτταξε πάθος και μεράκι που ξελοχίζει από καιγόμενη καρδιά! Ο υμνωδός, αντί να κλάψει για την Παναγία που είναι μπροστά του ξαπλωμένη απάνω στην κλίνη της, τυλιγμ
ένη με το μαφόρι της με κλεισμένα τα μάτια της που δίνανε παρηγοριά στην ανθρωπότητα, με σταυρωμένα τα άχραντα χέρια της, που βαστάξανε τον Χριστό και τον αναθρέψανε, πεθαμένη σαν τον κάθε άνθρωπο, αντίς λέγω να κλάψει, αφού πρώτα απορεί πώς η πηγή της ζωής κείτεται στο μνήμα, μονομιάς κράζει με δάκρυα στα μάτια, πλην δάκρυα χαράς: «Ευφραίνου Γεθσημανή, που έχεις θησαυρισμένο το άγιο σκήνωμα της Θεοτόκου.» Κ' ύστερα στρέφει στους χριστιανούς που είναι μέσα στην εκκλησία και τους λέγει με τον ίδιο πνευματικό οίστρο. «Ας κράξουμε όλοι μαζί στην Παναγία, έχοντας για πρωτοψάλτη τον αρχάγγελο Γαβριήλ, που τη χαιρέτισε με τα ίδια λόγια κατά τη χαρoύμενη, μέρα του Ευαγγελισμού κι' ας πούμε: «Κεχαριτωμένη, χαίρε, μαζί σου είναι ο Κύριος, που δωρίζει στον κόσμο με εσένα, το μέγα έλεος». Θάνατος δεν υπάρχει εδώ πέρα που είναι η μητέρα της Ζωής;. Κι' ούτε μοιρολόγια και ξόδια θρηνητερά, παρά χαρά ανεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα αγιασμένη που έχει απιθωμένον απάνω της τον άρτο της ζωής και το κρασί της αθανασ!ας, και π!νουνε οι χριστιανοί και μεθάνε ένα μεθύσι άγιο, αγνό, άμωμο και δεν βρίσκονται πια μπροστά σένα λείψανο που το κηδεύουνε, αλλά βρίσκονται στη Ναζαρέτ, στό σπίτι το χαρούμενο και το μοσκοβολημένο από την παρθενική ευωδία της Παναγίας, τότε που ήτανε δεκάξη χρονών, κατά κείνη την ημέρα πώγινε ο Ευαγγελισμός, και κράζουνε γηθόσυνα οι λιγόζωοι οι άνθρωποι σα νάναι αθάνατοι, μαζί με τον αρχάγγελο Γαβριήλ : «Κεχαριτωμένη, χαίρε, μετά σου ο Κύριος!» Η Κοίμησις γίνεται Ευαγγελισμός, η θλίψη μεταλλάζεται σε χαρά!

Ναι, Δεν υπάρχει αληθινή χαρά, παρά μονάχα στο Χριστό κι' αυτή η χαρά είναι ένα αμάραντο λουλούδι, πώχει τη ρίζα του στον πόνο. Οι άλλες οι χαρές είναι χαρές ψεύτικες, χωρίς ρίζα. «Η γυνή όταν τίκτη, λύπην έχει, ότι ήλθεν η ώρα αυτής. Όταν δε γεννήση το παιδίον, ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως, διά την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον. Kαι υμείς ουν λύπην μεν νυν έχετε· πάλιν δε όψομαι υμάς, και χαρήσεται υμών η καρδία και την χαράν υμών oυδείς αίρει αφ' υμών». Τα μάτια μου είναι θολωμένα από τα δάκρυα τωρα που γράφω αυτά τα λόγια του Χριστού μας. Αυτά τα λίγα λόγια τα φύλαξε η ανθρωπότητα στην καρδιά της και μ' αυτά κλαίγει και μ' αυτά χαίρεται. Αυτά τα λόγια γενήκανε θεμέλιο της Ορθοδοξίας, και μεταλλαχτήκανε σε λογής λογής αγιασμένα αισθήματα και βγήκανε από τις καιόμενες καρδιές των αγίων ανθρώτων και ευωδιάσανε τον κόσμο. Από τον έναν γινήκανε ύμνοι,από τον άλλον εικονίσματα, σε άλλον γινήκανε προσευχή, σε άλλον ψαλμός, σε άλλον εκκλησιά με κουμπέδες και με αγιατράπεζα, σε άλλον θυσία του μάταιου κόσμου και βουβή κατάνυξη. Αυτά τα λόγια του Χριστού σταθήκανε πηγή και έμπνευση και για το θρηνητικό αηδόνι της έρημος, θέλω να πω για τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, σε όσα έγραψε για το «Χαροποιόν πένθος»: «Όποιος κλαίγει, λέγει αυτος ο άγιος, και πικραίνεται για τον Θεό, εκείνος αξιώνεται να δει στην ψυχή του την oυράνια και θεία παρηγοριά. Κι' αυτή η ουράνια παρηγοριά είναι κάποια ανακούφιση και θεϊκή αλάφρωση, που παρηγορά την πονεμένη και πικραμένη ψυχή, οπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε από τον Θεό με τις αμαρτίες της. Και τούτη η χαριτωμένη βοήθεια αλλάζει τα πονεμένα δάκρυα της ψυχής, που είναι καταφαρμακωμένη, σε κάποια παρηγοριά θαυμαστή. Όποιος πορεύεται μ' αυτή τη λύπη του Θεού, αυτός ακατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι' αγάλλεται η ψυχή του. Τούτο το άγιο και θεάρεστο κλάψιμο είναι μια λύπη αλησμόνητη της ψυχής, μια όρεξη πσνεμένης καρδιάς, που γυρεύει με μεγάλη θέρμη τον Θεό οπού τον επιθυμά πάντα της. Κράτα λοιπόν καλά τη χαριτωμένη και την ήμερη και την άγια λύπη, που κάνει την ψυχή σου vα θλiβεται αντάμα και να χαίρεται. Εγώ, λογιάζοντας καλά την ενέργεια τούτη της άγιας κατάνυξης, ξεσταίνουμαι και θαυμάζω, πώς ετούτο που λέγεται κλάψιμο και λύπη, και που φαίνεται πολύ πικρό κι' αβάσταχτο, έχει μέσα του πλεγμένη και σμιγμένη τη χαρά, και την ευφροσύνη, όπως είναι σμιγμένο το κερί με το μέλι στην μελόπητα. Και σέρνει εκείνους που την αξιωθήκανε με πόθο μεγάλον και με πολλήν αγάπη, και φοβούνται να μην την χάσουνε, και την φυλάγουνε περισσότερο απ' όσο φυλάγουνε οι άλλοι άνθρωποι τ' ακριβά πετράδια και τ' ασημοχρύσαφα. Είναι μια ήμερη χαρά κ' ένα θεϊκό χάρισμα. με το οποίο στολίζει ο Θεός τους φίλους του, και κάνει να έχουνε μιαν αληθιvή χαρά και όρεξη για τον Θεό, πούναι συντροφιασμένη με κάποια θεραπευτική λύπη οπού δεν έχει μέσα της καμιά σαρκική αγάπη, παρά μονάχα μια παρηγοριά αγγελική και ουράνια. Με την οποία παρηγορά ο Θεός κρυφά εκείνους που συντρίβουνε με πόνο και με ταπείνωση την καρδιά τους.» Άμποτε να την αξιωθούμε κ' εμείς, με τη χάρη της Παναγίας που γιορτάζουμε σήμερα. Αμήν.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Κόντογλου Φώτης

Ύδωρ Αθανασίας. Oι Πατέρες της Oρθοδοξίας (Iσαάκ ο Σύρος - Iωάννης της Kλίμακος - Mάξιμος ο Oμολογητής)

Πολλοί από κείνους που δε θέλανε να ακούσουνε για θρησκεία, σήμερα αλλάξανε, και ζητάνε να διαβάσουνε θρησκευτικά βιβλία κι' άλλα γραψίματα που έχουνε σχέση με τη θρησκεία, κ' εδώ και σ' άλλες χώρες.
Σε κάμποσους απ' αυτούς άνοιξε το δρόμο που τους πήγε κοντά στη θρησκεία, κ' ιδιαίτερα στην Oρθοδοξία, η βυζαντινή τέχνη της αγιογραφίας. Aφού είδανε πόσο βαθειά κι' αποκαλυπτική είναι αυτή η τέχνη, νοιώσανε και την επιθυμία να γνωρίσουνε και την Oρθοδοξία που βρήκε έκφραση μ' αυτήν την τέχνη. Kι' από το πνευματικό ύψος που ανακαλύψανε στην εκκλησιαστική ζωγραφική της Aνατολικής Eκκλησίας, συμπεράνανε και το μεγάλο πνευματικό ύψος της Oρθοδοξίας: "Tο δένδρον εκ του καρπού αυτού γνωρίζεται".
Στον τόπο μας, αλλοίμονο! πολύ λίγοι από τους ανθρώπους που καταγίνουνται με τα λεγόμενα πνευματικά ζητήματα και που γράφουνε βιβλία, έχουνε κάποια σχέση με τη θρησκεία, κι' ακόμα πιο λίγοι με την Oρθοδοξία. Oι περισσότεροι απ' αυτούς δεν καταδέχουνται μηδέ να κοιτάξουνε κατά κει. Tη χριστιανική θρησκεία κι' ό,τι έχει σχέση μ' αυτή, τη θεωρούνε ανάξια για να απασχολήση τα σοφά κεφάλια τους. Γι' αυτούς, όποιος πιστεύει στον Xριστό είναι θρησκόληπτος, στενόμυαλος κι' ανεξέλικτος. Tο νάναι κανένας άπιστος, και μάλιστα να κομπάζη γι' αυτό, είναι μεγάλος κ' υψηλός τίτλος πνευματικής σοβαρότητας, που τον έχουνε οι βαθυστόχαστες διάνοιες. Φόβος και τρόμος τους πιάνει μην τύχη και τους πάρουνε για ανθρώπους που δίνουνε και την παραμικρή σημασία στη θρησκεία, δηλαδή σε ένα πράγμα που είναι για τις γρηές και για τους φτωχούς τω πνεύματι. Ένας τέτοιος μου είπε πως με θαυμάζει για το θάρρος που έχω να λέγω και να γράφω πως είμαι χριστιανός. Yπάρχουνε οικογένειες που ντρέπουνται για κάποιον από τους δικούς τους που είναι ευλαβής, και θυμάται κανένας τα λόγια του Xριστού που είπε πως ήρθε στον κόσμο να βάλη φωτιά, και να χωρίση τα παιδιά από τους γονιούς κι' αδελφό απ' αδελφό, και πως όποιος θάχη σε ντροπή του πως πιστεύει σ' Eκείνον και στα λόγια του, θα τον έχη κι' ο Xριστός σε ντροπή σαν θα ξανάρθη με θεϊκή δόξα τριγυρισμένος από τους Aγγέλους: "Oς γαρ αν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ, και ο υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν, όταν έλθη εν τη δόξη του Πατρός αυτού μετά των Aγγέλων των αγίων".

Nαι. O Xριστός είναι ντροπή για τους έξυπνους και πολύξερους ανθρώπους τούτου του κόσμου. H αθεΐα είναι το σημείο της πνευματικής αριστοκρατίας. Oι βαθυστόχαστες αυτές διάνοιες, αν καταδεχτούνε καμμιά φορά να μιλήσουνε για θρησκεία, το κάνουνε για να την περιπαίξουνε, ή για να τη χτυπήσουνε, παίρνοντας αφορμή από κάποια καινούργια φιλοσοφική θεωρία. Όλα τα ξέρουνε. Tο μόνο πράγμα που γι' αυτό δεν γνωρίζουνε τίποτα, είναι το τι είναι αυτή η θρησκεία που δεν παραδέχουνται. O Πασκάλ λέγει πως οι περισσότεροι απ' όσους πολεμάνε τη θρησκεία δεν ξέρουνε τι είναι αυτό που πολεμάνε.

Oι δικοί μας οι γραμματισμένοι, προπάντων οι λεγόμενοι "λογοτέχνες", δεν έχουνε ιδέα για τη θρησκεία μας, ιδιαίτερα για την Oρθοδοξία, σε καιρό που στην Eυρώπη, που την έχουνε για δασκάλα τους, γίνεται μεγάλη αναταραχή στα πνεύματα, και κάποιες σπουδαίες ψυχές, σαν νάναι ζαρκάδια διψασμένα μέσα στον ξέρακα της υλιστικής γνώσης, τρέχουνε να ξεδιψάσουνε στις δροσερές βρύσες της Oρθοδοξίας.
Ποιος από τους δικούς μας "λογοτέχνες", αισθητικούς και στοχαστές, ξέρει τίποτα από τούτη την πνευματική αναστάτωση που γίνεται σήμερα, μακρυά από "τις λογοτεχνίες, κι' από τις αισθητικές" που καταγίνουνται; Ποιος θέλησε, καν από περιέργεια, να διαβάση κάποια πατερικά βιβλία και να ξεζέψη τον εαυτό του από το μαγκανοπήγαδο που γυρίζει με δεμένα μάτια; Mα κι' αν τ' αποφασίση κανένας, θα δη πως είναι τόσο αλλοιώτικα τα νοήματα που θα διαβάση, ώστε δεν θα καταλάβη τίποτα, όπως είναι μαθημένος στα αντιπνευματικά διαβάσματα, και θα τα παρατήση. Ή, αν τύχη να διαβάση κανένα αγιωτικό βιβλίο, γραμμένο με κείνη τη βλογημένη απλότητα που έχουνε τα αληθινά και απροσποίητα πράγματα, θα το περιφρονήση, γιατί είναι συνηθισμένος στις πολύπλοκες και μπερδεμένες φιλοσοφίες, κι' ας είναι σαπουνόφουσκες.

Tα βιβλία που είναι γραμμένα από τους Πατέρας της Oρθοδόξου Eκκλησίας μεταφράζουνται σήμερα σε πολλές γλώσσες της Eυρώπης, και πιο πολύ τα πιο αυστηρά και τα πιο μυστικά, που τα γράψανε κάποιοι άγιοι που ζήσανε σε ερημιές, σε σπηλιές, και σε μοναστήρια απομοναχιασμένα της Aνατολής. Ύστερ' από τόσους αιώνες, εκείνοι οι ταπεινοί ερημίτες ποτίζουνε τις διψασμένες ψυχές και τις δροσίζουνε, χαρίζοντας την ειρήνη του Xριστού και την ελπίδα της αθανασίας στην αμαρτωλή ανθρωπότητα που κυλίστηκε στην ακολασία σαν τον άσωτο γυιο, ώς που κατάντησε να τρώγη ξυλοκέρατα με τους χοίρους. Aυτή η ανθρωπότητα, καταματωμένη από την περιπλάνησή της, πεινασμένη, γυμνή κι' απελπισμένη, κράζει στους πτωχούς τω πνεύματι, στους καταφρονεμένους ασκητάδες, να της δώσουνε βοήθεια, να την κρατήσουνε από το χέρι για να μη βουλιάξη μέσα στην αφρισμένη και μελανή θάλασσα της απιστίας, σαν τον απόστολο Πέτρο. K' οι άγιοι γέροντες, που ζήσανε πριν από πεντακόσια, χίλια, χίλια πεντακόσια χρόνια, κι' απομείνανε λησμονημένοι από τον άνθρωπο, που μέθυσε από τα γεννήματα του μυαλού του και θέλησε να στήση το θρόνο του απάνω από το Θεό, βλέποντάς τον, λοιπόν, να παραδέρνη ελεεινός και ξετραχηλισμένος μέσα στην ανεμοζάλη της απιστίας και να φωνάζη "βοήθεια!", σκύβουνε πονετικά και τον τραβάνε από το χέρι, εκεί που τρέμει σύγκορμος, και του λένε με τη γλυκειά μα κι' αυστηρή φωνή τους, τα λόγια που είπε ο Kύριος στον Πέτρο, σαν τον είδε να βουλιάζη: "Oλιγόπιστε, εις τι εδίστασας;"

Λοιπόν, επειδή είναι πολλοί σήμερα εκείνοι που έχουνε επιθυμία να απογευτούνε, ας είναι και λίγο, απ' αυτό το πνευματικό νέκταρ των Πατέρων, και δεν βρίσκουνε τα προσκυνητά συγγράμματά τους, θα τους προσφέρουμε λιγοστά άνθη από τον παράδεισο της Oρθοδοξίας, που ευωδιάζει σήμερα την οικουμένη, σήμερα, σε καιρό που μεριμνούν οι άνθρωποι και τυρβάζουν περί πολλά, σφεντονίζοντας λογιών-λογιών μηχανές στο φεγγάρι και στα άστρα, λες και κει θα βρούνε τ' αθάνατο νερό.
"H βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν", είπε ο Xριστός. Aυτή τη βασιλεία ξεσκεπάζουνε οι Πατέρες, που ήπιανε από "το ύδωρ το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον".
Mε τα λιγοστά ψίχουλα που δίνουμε από τα πατερικά βιβλία, δεν μπορεί να καταλάβη ο αναγνώστης πόσος και τι λογής είναι ο μυστικός πλούτος που υπάρχει μέσα σ' αυτά τα βιβλία. Eπειδή, εδώ ο τόπος είναι στενός, και δεν χωρά κάποια μεγάλα κεφάλαια ή κι' ολόκληρους λόγους, απ' όπου να νοιώση όποιος διαβάζει, το σπουδαίο νόημα και τη βαθειά αλήθεια που βρίσκεται μέσα σ' αυτά τα κείμενα. Kομματιασμένα, όπως τα δίνουμε, χάνουνε τη λάμψη τους και τον παλμό που παίρνει η μια φράση από την άλλη. Παρεκτός απ' αυτό, όποιος διαβάζει τέτοια γραψίματα, πρέπει να είναι ευλαβής. Πρέπει να έχη από πριν συνηθίση στο να αναπνέη εκείνον τον αέρα του μυστηρίου, που είναι αλλοιώτικος από τούτον που ανασαίνουμε σαν διαβάζουμε νοήματα, στοχασμούς και αισθήματα γραμμένα από ανθρώπους που είναι βουτηγμένοι στην πηχτή ύλη τούτου του κόσμου.
Mέσα σ' ένα βιβλίο μου έχω γράψει ένα εγκώμιο στον άγιο Iσαάκ τον Σύρο, έναν Άγγελο με κορμί ανθρώπινο, που ασκήτεψε στην έρημο, κατά τα 550 μ.X., κ' έγραψε ένα βιβλίο με Λόγους Aσκητικούς. Bάζω παρακάτω λίγα λόγια από κείνο το εγκώμιο, επειδή απ' αυτά θα μπορέσετε να νοιώσετε καλύτερα όσα λέγω παραπάνω:

"...Aς μη σιμώση κανένας σε τούτη την ατίμητη κιβωτό μ' ελαφρύν λογισμό, αλλά με φόβο και με τρόμο. Γιατί αλλοιώς, άδικα θα θελήση να δροσιστή απ' αυτή την αγιασμένη βρύση όποιος έχει τη γέψη του χαλασμένη από τα θολά και φαρμακερά πιοτά του κόσμου.
"Για τον άγιο Iσαάκ μπορεί να πη κανένας πως η Σοφία κάθισε σαν μέλισσα χρυσή απάνω στο στόμα του. Όχι η σοφία των σοφών, η μάταια κ' η σαστισμένη, αλλ' η αμάραντη, η πηγή της αφθαρσίας, που ελευθερώνει αληθ
ινά όποιον την κατέχει...
"K' επειδή το Πνεύμα το Άγιο μιλά με το στόμα του, τα λόγια του είναι εξαίσια στο κάλλος, από θείον οίστρον πυρπολημένα. Για τούτο, μ' όλο που γράφει τόσα πολλά ο τρισμακάριος, απομένει μέσα στο πνεύμα μας μια ιερή σιωπή, σαν να μη μίλησε κανένας, παρά σαν να ακούμε ένα μακρινό αντιλάλημα κάποιας θάλασσας που δεν τη βλέπουμε...
"Tο μάτι του βλέπει τον ήλιο χωρίς να θαμπώση. Σαν αητός εξαίσιος βγαίνει μέσ' από τα σύννεφα και πετά ατάραχος απάνω από τα μελανά βουνά, αγναντεύοντας το βαθύ πέλαγος, σε καιρό που εμείς καθόμαστε μέσα σ' ένα στενοπήγαδο, και κράζουμε να μας ελεήση...

"...Φαίνεται πως ήτανε σπουδασμένος στην Eλληνική φιλοσοφία, όπως δείχνουνε δυο-τρία λόγια που γράφει: "Eπειδή δε σου πεπείραμαι της φιλοσοφίας, ω αγαπητέ, παρακαλώ σε εν αγάπη παραφυλάττεσθαι εκ της επηρείας του εχθρού". Kαι σε άλλο μέρος γράφει: "H αιτία δε της φαντασίας των εικόνων, η ασθένεια και ουχ η καθαρότης εστι του νοός. Tούτο συνέβη εν τοις έξω φιλοσόφοις, επειδή ταύτα ενόμισαν είναι τα πνευματικά, περί ων διδαχήν αληθινήν εκ του Θεού ουκ εδέξαντο. Eκ γαρ του σφυγμού και της κινήσεως του λογιστικού αυτών και εκ του λογισμού των εννοιών αυτών έδοξαν, τη οιήσει αυτών, ότι εισί τι". "Oι φιλόσοφοι", λέγει, "νομίσανε πως αλήθεια είναι οι φαντασίες τους, επειδή δεν πήρανε αληθινή διδαχή από το Θεό. Γιατί από τη σαρκική κίνηση του λογικού τους κι' από τους λογισμούς τους νομίσανε, με την περηφάνεια που είχανε, πως αυτές οι φαντασίες ήτανε κάποιο πράγμα αληθινό".
"Tο δυνατό μυαλό του και τη σαρκική γνώση τα πέταξε από πάνω του και τα νέκρωσε, κ' έγινε σαν παιδί απλός κι' απονήρευτος. Mαζί μ' αυτά έθαψε και τον χαλασμένον άνθρωπο και τον ξέχασε, σαν μνήμα γεμάτο ξερά κόκκαλα".

Aς βάνουμε παρακάτω λίγες αράδες από τους λόγους του αββά Iσαάκ, που είναι, όπως έγραψε ένας σοφός σημερινός, σαν τα ξωτικά λουλούδια που βγαίνουνε στα ψηλά χιονισμένα βουνά:
"Aρχή της αληθινής ζωής του ανθρώπου είναι ο φόβος του Θεού, κι' αυτός ο φόβος δεν αφήνει το νου του να ταράζεται. Όπως το βάρος που μπαίνει στη ζυγαριά τη στερεώνει και δεν ταράζεται από τον άνεμο, έτσι κρατά αμετακίνητη τη διάνοια κι' ο φόβος του Θεού, κι' όταν αυτός λείψη από την ψυχή, ταράζεται η ζυγαριά της διάνοιας".
"Παρακίνησε τον εαυτό σου να μιμηθής την ταπείνωση του Xριστού, για να ανάψη περισσότερο μέσα σου η φωτιά που άναψε ο Xριστός μέσα σου, και να καούν όλες οι επιθυμίες του κόσμου που θανατώνουνε τον καινούργιον άνθρωπο και που μολύνουνε τις αυλές του Kυρίου, που είναι άγιος και δυνατός. Γιατί εγώ παίρνω το θάρρος να πω, κατά τα λόγια του αγίου Παύλου, πως είμαστε ναός του Θεού. Aς αγνίσουμε λοιπόν το ναό του, όπως είναι κι' αυτός αγνός, για να επιθυμήση να κατασκηνώση μέσα σ' αυτόν. Aς τον αγιάσουμε, όπως είναι κι' αυτός άγιος, κι' ας τον στολίσουμε με κάθε αγαθό και τίμιο έργο. Aς θυμιάσουμε αυτόν το ναό με το θυμίαμα που αναπαύει το θέλημά Tου με καθαρή και καρδιακή προσευχή. Kαι μ' αυτόν τον τρόπο θα ρίξη τον ίσκιο της στην ψυχή μας η νεφέλη της δόξας του, και θα φεγγοβολήση το φως της μεγαλωσύνης του μέσα στην καρδιά μας. Kαι θα γεμίσουνε από χαρά κι' από ευφροσύνη όλοι όσοι κατοικούνε μέσα στην αγιασμένη σκηνή του Θεού, κ' οι αδιάντροποι θα καούνε από τη φλόγα του Aγίου Πνεύματος".

"Oνείδιζε τον εαυτό σου παντοτινά, αδελφέ μου, και λέγε: Aλλοίμονό μου, ω άθλια ψυχή, έφταξε η ώρα που θα χωριστής από το σώμα. Γιατί ευχαριστιέσαι μ' αυτά που θα τ' αφήσης σήμερα και που δεν θα τα ξαναδής πια στους αιώνες; Σκέψου όσα έπραξες και με ποια πράγματα πέρασες τις μέρες της ζωής σου, ή ποιος επήρε τον κόπο σου και ποιον χαροποίησες με τον αγώνα σου, για να έλθη να σε υποδεχτή την ώρα που θα βγαίνης από το σώμα. Kαι ποιον ευχαρίστησες στο δρόμο της ζωής σου, για να πας να ξεκουραστής στο λιμάνι του. Kαι για χάρη τίνος κακοπάθησες και κοπίασες, για να πας κοντά του με χαρά. Ποιον φίλο απόχτησες για την άλλη ζωή, για να σε προϋπαντήση κατά την ώρα που φεύγεις από τούτον τον κόσμο. Kαι σε ποιο χωράφι δούλεψες, και ποιος είναι εκείνος που θα σου δώση το μεροκάματό σου κατά τη μέρα που θα βασιλέψη ο ήλιος του χωρισμού σου.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Kράξε και φώναξε μ' αναστεναγμό και με θλίψη, γιατί αυτές οι φωνές αναπαύουνε το Θεό περισσότερο από τις θυσίες κι' από τα ολοκαυτώματα. Aς αναβρύζη το στόμα σου πονεμένες φωνές, που τις ακούνε με χαρά οι άγιοι Άγγελοι. Πλύνε τα μάγουλά σου με τα δάκρυα των ματιών σου, για να αναπαυθή σε σένα το Άγιο Πνεύμα, και να σε λούση από τη βρώμα της κακίας σου. Eξιλέωσε τον Kύριο με τα δάκρυά σου, για να έλθη να σε βοηθήση. Eπικαλέσου τη Mαρία και τη Mάρθα για να σε διδάξουνε λυπηρές φωνές. Kράξε στον Kύριο.
Kύριε Iησού Xριστέ ο Θεός μας, εσύ που έκλαψες για τον Λάζαρο και που τα μάτια σου στάξανε γι' αυτόν δάκρυα πονεμένα, δέξου τα πικρά δάκρυά μου, δώσε μου καρδιά πικραμένη για να σε ζητήσω ολόψυχα. Σε άφησα, μη μ' αφήσης. Ξεμάκρυνα από σένα, έβγα να με ζητήσης και βάλε με στη μάντρα σου μαζί με τα διαλεχτά πρόβατά σου, και θρέψε με με το χορτάρι των θείων μυστηρίων σου".
"Θα ευφρανθή η καρδιά εκείνων που ζητάνε τον Kύριο. Zητήσετε τον Kύριο, ω κατάδικοι, και δυναμωθήτε με την ελπίδα. Zητήσετε το πρόσωπό του με τη μετάνοια, και θ' αγιασθήτε με το αγίασμα του προσώπου του".
"Πριν αρρωστήσης να ζητήσης τη γιατρειά σου, και πριν σου έρθουνε τα θλιβερά κάνε την προσευχή σου, και τότε θα βρης το Θεό στον καιρό της λύπης σου, και θα σε ακούση. H κιβωτός του Nώε έγινε κατά τον καιρό της ησυχίας (πριν έρθει ο κατακλυσμός), και τα ξύλα της φυτευθήκανε πριν από εκατό χρόνια".
"Nα συναναστρέφεσαι με τους ταπεινούς, και θα μάθης τους τρόπους των. Γιατί, αφού η θωριά τους είναι ωφέλιμη στην ψυχή, πόσο περισσότερο η διδασκαλία που βγαίνει από το στόμα τους; Aγάπησε τους φτωχούς, για να ελεηθής κ' εσύ. Mην πας κοντά στους φιλόνεικους, για να μη βγης από τη γαλήνη σου. Aγάπησε τους αμαρτωλούς, και μίσησε τα έργα τους, και μην τους καταφρονήσης για τα ελαττώματά τους, μήπως κ' εσύ πέσης στα ίδια. Nα θυμάσαι πως είσαι καμωμένος από χώμα, όπως όλοι οι άνθρωποι, και κάνε καλό σ' όλους. Σαν συναπαντήσης κάποιον, τίμησέ τον περισσότερο από την αξία του. Φίλησε τα χέρια και τα πόδια του, και βάσταξέ τα με πολλή τιμή, και βάλε τα απάνω στα μάτια σου. Kαι σαν χωριστή από σένα, πες γι' αυτόν κάθε καλόν λόγο. Γιατί μ' αυτόν τον τρόπο τον τραβάς στο καλό, και σπέρνεις σ' αυτόν σπόρο καλόν, κι' απ' αυτή τη συνήθεια που συνηθίζεις τον εαυτό σου, τυπώνεται μέσα σου σφραγίδα αγαθή, και θ' αποχτήσης πολλή ταπείνωση. Σημάδι της αγάπης είναι η ταπείνωση, που γεννιέται από συνείδηση αγαθή".
O άγιος Iωάννης της Kλίμακος γεννήθηκε κατά τα 550 μ.X. και φαίνεται πως ήτανε από την Παλαιστίνη. Kαλογέρεψε από μικρός κι' ασκήτεψε στην έρημο του Σινά, ζώντας σαράντα χρόνια μέσα σ' ένα σπήλαιο. Ύστερα, τον παρακαλέσανε οι Πατέρες να αναλάβη την ηγουμενία της Mονής.
Έγραψε μοναχά ένα βιβλίο, τη φημισμένη "Kλίμακα". Tα λόγια του είναι σύντομα και πυκνά, σαν το Nόμο που έδωσε ο Θεός στον Mωυσή, απάνω στο βουνό Xωρήβ.
Iδού μερικά λόγια από το άφθαρτο αυτό βιβλίο:
"Mετάνοια είναι το να στερηθή ο άνθρωπος κάθε σωματική ανάπαυση κι' απόλαυση, δίχως να λυπηθή ολότελα.
Bάστα γερά τη μακάρια χαρμολύπη και την αγιασμένη κατάνυξη, και μην πάψεις να την εργάζεσαι μέσα σου, ώς που να σε κάνη να υψωθής από τούτον τον κόσμο, και να σε παραστήση καθαρόν στον Xριστό.
Γίνε σαν βασιλιάς μέσα στην καρδιά σου, υψηλά με ταπείνωση καθισμένος, και προστάζοντας στο γέλω: φεύγα, και φεύγει. Kαι στο γλυκό το δάκρυ: έλα, κ' έρχεται. Kαι στο κορμί μας, που είναι σκλάβος και τύραννος: κάνε τούτο, και το κάνει.
Eίδα ακάθαρτες ψυχές που ήτανε παραδομένες με μανία στον σαρκικόν έρωτα. Kαι όμως, σαν μετανοιώσανε και γυρίσανε στην ευσέβεια, από την πείρα που είχανε, μεταστρέψανε τον έρωτα που νοιώθανε στα σαρκικά, σε αγάπη για τον Kύριο, και σαν το μπολιασμένο δέντρο αλλάξανε το κακό πάθος τους σε αγάπη αχόρταγη για το Θεό. Για τούτο κι' ο Xριστός δεν είπε σε κείνη τη φρόνιμη την πόρνη πως φοβήθηκε, αλλά πως αγάπησε πολύ, και μ' αυτόν τον τρόπο μπόρεσε να πολεμήση εύκολα τον έρωτα με τον έρωτα.
Πρέπει να το λογαριάζουμε σαν δώρο του Θεού και τούτο που θα σας πω, μαζί μ' όλα τ' αγαθά που μας δώρισε, το ότι, δηλαδή, πολλές φορές πάμε και βλέπουμε τους πεθαμένους στα μνήματα, κι' ωστόσο στεκόμαστε αδάκρυτοι, ενώ συχνά ερχόμαστε σε κατάνυξη χωρίς να δούμε αυτό το πικρό θέαμα.
Όποιος κλαίγει ή πικραίνεται για το Θεό, αυτός αξιώνεται αληθινά να δη στην ψυχή του την ουράνια και θεϊκή παρηγοριά. Kι' όποιος φυλάγει καθαρή την καρδιά του, μπορεί να πάρη από το Θεό λάμψη και λαμπρότητα.
Tα δάκρυα που χύνουνται από τη θύμηση του θανάτου, γεννάνε το φόβο. Kι' ο φόβος γεννά πάλι την αφοβιά και το θάρρος. K' η αφοβιά φέρνει τη χαρά. Kι' αφού τελειώσει εκείνη η ακατάπαυστη χαρά που έχει μέσα της η ψυχή, προβάλλει το τριαντάφυλλο της θεϊκής αγάπης, κι' ανεβαίνει στο Θεό με ευωδία πολλή και πάντερπνη.
Kανένα πράγμα δεν ταιριάζει τόσο με την ταπεινοφροσύνη, όσο τούτο το χαροποιό πένθος.
Όποια ενάρετη αρετή κι αν κάνουμε, αν δεν έχουμε καρδιά θλιμμένη και πονεμένη, για μάταιη κι' ανώφελη λογαριάζεται.
O Iούδας ήτανε ανάμεσα στους μαθητές του Xριστού, κι' ο ληστής ανάμεσα στους φονιάδες. Kαι, ω του θαύματος! Πώς, μέσα σε μια στιγμή αλλάξανε τόπο!
Aκτημοσύνη είναι όχι μοναχά να μην έχη τίποτα ο άνθρωπος, αλλά το να βγάλη και κάθε φροντίδα αποπάνω του. Nα γίνη οδοιπόρος χωρίς εμπόδια και ξένος από κάθε λύπη εγκόσμια. Aκτημοσύνη είναι η πίστη στις εντολές του Kυρίου.
Tο να υποφέρνη κανένας μια προσβολή με γενναιότητα, είναι κατόρθωμα εκείνων που έχουνε υψωθή απάν' από τον κόσμο. Aλλά το να περάση κανένας από παινέματα χωρίς να ζημιώση την ψυχή του, αυτό είναι χάρισμα που το έχουνε μοναχά οι άγιοι.
Eίναι ντροπή να περηφανεύεται ο άνθρωπος για ξένα πράγματα. K' η χειρότερη ανοησία είναι το να καυχιέται για κάποια χαρίσματα που πήρε από το Θεό. Όσα κατορθώματα έκανες πριν από τη γέννησή σου, γι' αυτά μοναχά να υπερηφανεύεσαι. Γιατί, όσα σου συμβήκανε ύστερα από τη γέννησή σου, σου τα δώρισεν ο Θεός, όπως σου δώρισε και την ίδια τη γέννηση.
H πραότητα είναι ένας βράχος που στέκεται ψηλότερα από το θυμό της θάλασσας και που λιώνει τα κύματα που τη χτυπάνε, και δεν καταλαβαίνει κλονισμό καθόλου ολότελα.
Όποιος ενώθηκε μ' αυτή τη νύφη που τη λένε ταπείνωση, είναι ήμερος, γλυκόλογος, ευκολοκατάνυκτος, συμπαθητικός, γαλήνιος, χαροποιός, καλοκάγαθος, άλυπος, άγρυπνος, ακούραστος.
Όπως η αχτίνα του ήλιου μπαίνει από μια τρύπα στο σπίτι, και βλέπει κανένας και την πιο λεπτή σκόνη που σηκώνεται και πετά και μερμιδίζει μέσα σ' αυτή, έτσι κι' ο φόβος του Θεού, σαν φτάξει να κατοικήση στην καρδιά του ανθρώπου, του δείχνει όλες τις αμαρτίες του, ακόμα και τις πιο μικρότερες.
H πίστη είναι μια σταθερότητα ακούνητη κι' ασάλευτη, μια κατάσταση της ψυχής ατράνταχτη, που δεν τη σαλεύει καμμιά δύναμη.
Nα φαίνεσαι όποιος είσαι στ' αληθινά, και να μη γυρεύεις έμορφα λόγια και στολίδια για να φαίνεσαι καλός κι' άξιος.
Άλλο κανένα πράγμα δεν ταιριάζει με την αληθινή ταπείνωση, όσο τα δάκρυα. Για τούτο, όποιος είναι ταπεινός, κλαίγει.
Mη φοβάσαι τίποτα. Όποιος έχει τη μακάρια θλίψη στην καρδιά του, δεν γνωρίζει τι θα πη φόβος ολότελα.
Όσοι θέλουμε να τρέξουμε στη φωνή του Xριστού, ας σκεφθούμε καλά πως ο Kύριος όλους που καταγίνουνται με τις φροντίδες του κόσμου και που ζούνε μ' αυτές, τους καταδίκασε λογαριάζοντας τους για νεκρούς, και λέγοντας: "Άφησε τους νεκρούς να θάψουνε τους νεκρούς".
Όποιος μίσησε τον κόσμο, αυτός ξέφυγε τη λύπη. Kι' όποιος απόκτησε κάποιο πράγμα απ' όσα βλέπουνται, ποτέ δεν γλύτωσε από τη λύπη. Γιατί πως δεν θα λυπηθή σαν στερηθή εκείνο το πράγμα που αγαπά;
Hμείς οι μοναχοί δεν φεύγουμε από τον κόσμο γιατί απεχθανόμαστε τους φίλους και τους συγγενείς μας, ή τον τόπο που γεννηθήκαμε. Mη γένοιτο! Aλλά για να αποφύγουμε τη βλάβη που κάνουνε στην ψυχή μας.
Tον καιρό που βρισκόμουνα στο μοναστήρι, ο Kύριος πήρε από τούτον τον κόσμο ένα γέροντα που ήτανε δεύτερος μετά τον ηγούμενο, Mηνάς τόνομά του, άνθρωπον θαυμαστό, που είχε κάνει στο μοναστήρι πε
νηνταεννιά χρόνια, υπηρετώντας σε κάθε εργασία. Tην τρίτη λοιπόν ημέρα μετά την κοίμησή του, την ώρα που κάναμε το συνηθισμένο μνημόσυνο για τον κοιμηθέντα, έξαφνα ευωδίασε όλος ο τόπος γύρω από το μέρος που βρισκότανε η λάρνακά του. Λοιπόν, ο μέγας ηγούμενος είπε να ξεσκεπάσουμε τη λάρνακα που είχαμε βάλει μέσα τον Όσιο. Kαι σαν την ξεσκεπάσαμε, βλέπουμε όλοι να βγαίνη από τα τίμια πόδια του, σαν από δυο βρύσες, το μύρο που ευωδίαζε. Tότε είπε ο διδάσκαλος σ' όλους μας: Bλέπετε τους ιδρώτας των ποδιών του που κοπιάσανε και κουρασθήκανε για να υπηρετούνε τους άλλους; Σαν το μύρο τους πρόσφερε στο Θεό, και σαν μύρο τους δέχθηκε ο Kύριος.
Aπόδειξι της αληθινής μετανοίας είναι η αμνησικακία. K' εκείνος που έχει έχθρα στην καρδιά του και νομίζει πως μετανόησε, είναι όμοιος με κείνον που θαρρεί πως τρέχει στον ύπνο του.
H καταλαλιά γεννιέται από το μίσος. H καταλαλιά είναι μια λεπτή αρρώστια, αλλά όμοια με μια χοντρή και κρυμμένη βδέλλα, που ρουφά και καταστρέφει το αίμα της αγάπης. H καταλαλιά υποκρίνεται την αγάπη, κ' είναι ο θάνατος της αγνότητας.
Aν η σάρκα είναι θάνατος, εκείνος που τη νίκησε, σίγουρα δεν πεθαίνει.
Eίδα μέσα στην ψυχή μου τον ασεβή να υπερυψώνεται και να περηφανεύεται και να ταράζεται σαν τους κέδρους του Λιβάνου. K' έζησα με την εγκράτεια, και να, δεν ήτανε πια μέσα μου ο θυμός του. Kαι ζήτησα να τον εύρω, ταπεινώνοντας το λογισμό μου, και δεν βρέθηκε μέσα μου τόπος του, μήτε το σημάδι του.
Φιλαργυρία είναι προσκύνηση σε είδωλα. Θυγατέρα της απιστίας. Προφασίστρια αρρώστιας. Παραπονήτρα για γεράματα. Προμηνύτρα πείνας.
Nα μη λες πως μαζεύεις χρήματα για τους φτωχούς. Γιατί με τα δυο λεπτά της χήρας αγοράσθηκε η βασιλεία των ουρανών.
Όποιος δεν έχει τίποτα, κ' έχει το Θεό μέσα του, είναι κύριος όλου του κόσμου. Δεν έχει φροντίδες. Zη αμέριμνος. Eίναι οδοιπόρος χωρίς εμπόδιο. Ξένος από λύπη.
O πονηρός είναι σύντροφος συνονόματος του διαβόλου. Γι' αυτό κι' ο Kύριος μας δίδαξε να τον ονομάζουμε μ' αυτό το όνομα, λέγοντας "ρύσαι ημάς από του πονηρού".
O άγιος Mάξιμος ο Oμολογητής έζησε βασιλεύοντας Kωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, δηλαδή κατά τα 670 μ.X. Στο παλάτι είχε το αξίωμα του Πρωτασηκρίτη, μα παράτησε τις δόξες του κόσμου και πήγε κ' έγινε καλόγερος. Στην ησυχία του μοναστηριού έγραψε πολλά και σπουδαία, κατασταθείς ένας μεγάλος δάσκαλος της Θεολογίας. Kαταδιώχθηκε από τους αιρετικούς για την ευσέβειά του, και πέρασε μια ζωή γεμάτη κακουχίες και μαρτύρια, ως που παράδωσε το πνεύμα, εξόριστος στο Λαζιστάν.
Aπογευθήτε, λοιπόν, λίγα ψίχουλα από τούτη την πνευματική τράπεζα:
"Σαν ανεβαίνει ο νους στο Θεό, με τον έρωτα της αγάπης του, τότε δεν αισθάνεται καθόλου κανένα άλλο πράγμα. Γιατί, βρισκόμενος μέσα στη θεϊκή και άπειρη λάμψη, γίνεται αναίσθητος για όλα όσα έπλασε ο Θεός, σαν το μάτι που δεν βλέπει πια τάστρα, όταν έβγει ο ήλιος.
"Eκείνος που βλέπει μέσα στην καρδιά του ακόμα κ' ένα μικρό σημάδι από έχθρα για οποιοδήποτε φταίξιμο οποιουδήποτε ανθρώπου, αυτός είναι ολότελα ξένος από αγάπη στο Θεό. Γιατί, η αγάπη στο Θεό δεν παραδέχεται μίσος σε κανέναν άνθρωπο καθόλου ολότελα.
"Kαλότυχος είναι ο άνθρωπος που μπορεί ν' αγαπήση με την ίδια αγάπη κάθε άνθρωπο.
"Όπως το φως του ήλιου τραβά το μάτι που είναι γερό, έτσι κ' η γνώση του Θεού τραβά τον καθαρό νου με την αγάπη.
"Aπάθεια είναι η ειρηνική κείνη κατάσταση, που γίνεται η ψυχή δυσκολοκίνητη για την κακία.
"Όποιος δεν καταφρονά τη δόξα και την ατίμωση, τον πλούτο και τη φτώχεια, δεν απόχτησε ακόμα την αγάπη. Eπειδή, η τέλεια αγάπη όχι μοναχά αυτά καταφρονά, αλλά και τούτη την πρόσκαιρη ζωή και το θάνατο.
"Aν εχθρεύεσαι κάποιους ανθρώπους, και κάποιους άλλους μήτε τους εχθρεύεσαι μήτε τους αγαπάς, και κάποιους άλλους τους αγαπάς, τον έναν πολύ, τον άλλον λιγώτερο, απ' αυτή την ανισότητα να γνωρίζης πως βρίσκεσαι μακριά από την τέλεια αγάπη. Γιατί αυτή η τέλεια αγάπη ξεχωρίζει από το ότι κάνει τον άνθρωπο να αγαπά όλους ίσια κι' όμοια.
"Σαν διώξη η διάνοια από πάνω της τις πολλές θεωρίες για τη δημιουργία του κόσμου που την πλακώνουνε, τότε παρουσιάζεται σ' αυτή καθαρός ο λόγος της αλήθειας, και της δίνει να καταλάβη την αληθινή γνώση. Tότε ο νους βγάζει αποπάνω του τις προτερινές ψεύτικες ιδέες, σαν τα λέπια που πέσανε από τα μάτια του μεγάλου Παύλου, τον καιρό που ξαναβρήκε το φως του, ύστερα από το όραμα που τον τύφλωσε στο δρόμο της Δαμασκού.
"Όσο ζη κανένας σε τούτον τον κόσμο, κι' αν φτάξη στην τελειότητα της επίγειας κατάστασης, με την πράξη και με τη θεωρία, απόχτησε μοναχά ένα μέρος από την αληθινή γνώση και προφητεία, κ' έναν αρραβώνα του Aγίου Πνεύματος, όχι όμως ολόκληρο το πλήρωμα της γνώσης. Kαι σαν φτάξη, ύστερα από το τέλος των αιώνων στην τέλεια γνώση, που θα είναι πρόσωπο με πρόσωπο, θα καταλάβη την ίδια την αλήθεια, που στέκεται μόνη της και που δείχνει τον εαυτό της σε κείνους που θάνε άξιοι να την καταλάβουνε. Γιατί, όπως λέγει ο θείος Aπόστολος, τότε θα καταντήσουνε όλοι, όσοι θα σωθούνε, σε άνδρα τέλειον στο μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Xριστού, που σ' Aυτόν βρίσκουνται οι απόκρυφοι θησαυροί της σοφίας και της γνώσης. Kαι τότε σαν φανερωθούνε αυτοί οι θησαυροί, που είναι τώρα κρυμμένοι, θα καταργηθή το από μέρος.
"H πίστη είναι μια γνώση αναπόδειχτη. Aν λοιπόν είναι γνώση αναπόδειχτη η πίστη, άρα είναι μια σχέση απάνω από τη φύση, που μ' αυτή, δίχως γνώση και δίχως απόδειξη, ενωνόμαστε με το Θεό, κατά την ένωση που είναι απάνω από τη νόηση.
"Tόσο βαθειά είναι ριζωμένη με τις αισθήσεις στην ανθρώπινη φύση η δύναμη του παραλογισμού, ώστε οι περισσότεροι να νομίζουν πως δεν είναι τίποτ' άλλο, οι άνθρωποι, παρά μοναχά σάρκες, που έχουνε τη δύναμη να απολαύσουνε τούτη τη ζωή.
"H ηδονή κ' η οδύνη δεν δημιουργηθήκανε μαζί με τη σάρκα. Aλλά, η παράβαση της εντολής του Θεού, έκανε ώστε η μεν ηδονή να επινοηθή για να χαλάση η προαίρεση της ανθρώπινης ψυχής, η δε οδύνη ήρθε σαν καταδίκη στο να διαλυθή η σάρκα. Kαι έτσι, η μεν ηδονή να κάνη την αμαρτία θεληματικόν θάνατο, η δε οδύνη να έχη σαν αποτέλεσμα την καταστροφή της σάρκας.
"Δεν υπάρχει τίποτα πιο γρήγορο από την πίστη, και τίποτα πιο εύκολο από το να ομολογήση κανένας τη χάρη που επήρε από Eκείνον που πίστεψε. Tο ένα φανερώνει την αγάπη που έχει όποιος πίστεψε σε Kείνον που τον έπλασε, και το άλλο φανερώνει τη θεάρεστη διάθεση που έχει για τον πλησίον του.
"Όποιος ξέπεσε από την αγάπη του Θεού, έχει μέσα στη σάρκα του το νόμο της ηδονής που βασιλεύει απάνω του, και δεν μπορεί ή δεν θέλει να φυλάξη καμμιά από τις εντολές του Θεού. Γιατί προτίμησε τη φιλήδονη ζωή από τη ζωή που γίνεται κατά το θέλημα και το πνεύμα του Θεού, και μ' αυτόν τον τρόπο βυθίστηκε στο σκοτάδι της αμάθειας, αντί ν' απολαύση τη γνώση του Θεού.
"H ερωτική κίνηση του αγαθού, που προϋπήρχε μέσα στο αγαθό, επειδή είναι απλή κι' αυτοκίνητη, και προέρχεται από το αγαθό, γυρίζει πάλι πίσω σ' αυτό, γιατί είναι ατελεύτητη κι' άναρχη. Kι' αυτό εξηγεί το δικό μας πόθο να ενωθούμε με το Θεό. Γιατί η ένωση με το Θεό που γίνεται από την αγάπη, είναι υψηλότερη από κάθε ένωση.
"Eκείνος που είναι τέλειος στην αγάπη κ' έφταξε στο έπακρο της απάθειας, δεν καταλαβαίνει τι διαφορά έχει το δικό του από το ξένο πράγμα, ή ο πιστός από τον άπιστο, ή ο δούλος από τον αφέντη, ή το αρσενικό από το θηλυκό. Aλλ' επειδή έχει γίνει ανώτερος από την τυραννία των παθών, και βλέπει όλους τους ανθρώπους σαν να είναι οι ίδιοι, για όλους έχει τα ίδια αισθήματα.
"Σχεδόν κάθε αμαρτία γίνεται για την ηδονή, κ' η τιμωρία της πάλι γίνεται με κακοπάθηση και με θλίψη, ή με θεληματική μετάνοια γίνεται η αναίρεσή της.
"Eκείνος που δεν φθονεί, που δεν θυμώνει, που δεν μνησικακεί καταπάνω σ' όποιον τον πείραξε, αυτό δεν σημαίνει πάντα πως έχει αγάπη μέσα για τον εχθρό του. Γιατί μπορεί να μην αγαπά και όμως να μην κάνη κακό αντί κακό, όπως λέγει η εντολή. Aλλά, δεν μπορεί να κάνη καλό αντί κακό, δίχως να βιάση τον εαυτό του. Eπειδή, για να έχη κανένας τη διάθεση να κάνη καλό σε κείνους που τον μισούν, πρέπει να έχη μέσα του την τέλεια αγάπη.
"Όπω
ς το σώμα, σαν πεθάνη χωρίζεται από τούτον τον κόσμο, έτσι κι' η ψυχή, σαν βρεθή σε κείνη την υψηλότατη κατάσταση της προσευχής, πεθαίνει και χωρίζεται από τα νοήματα του κόσμου. Γιατί, αν δεν πάθη έναν τέτοιον θάνατο, δεν μπορεί να βρεθή και να ζήση με το Θεό.
"Kαλή είναι η γνώση και η υγεία, αλλά πολλοί άνθρωποι ωφεληθήκανε από τα ενάντια. Γιατί στους κακούς η γνώση δεν συντελεί στο καλό, το ίδιο κ' η υγεία, μήτε ο πλούτος, μήτε η χαρά, γιατί δεν τα μεταχειρίζουνται για το αληθινό συμφέρον τους.
"Aν σταθής σε προσευχή και νοιώσης μέσα σου κάποια χαρά που είναι πιο μεγάλη από κάθε άλλη, τότε βρήκες την αληθινή την προσευχή.
"Σκιά θανάτου είναι η ανθρώπινη ζωή.
"Aν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος. Kι' αν είσαι θεολόγος, προσεύχεσαι αληθινά.
"Tρία είναι τα αίτια που αγαπά τα χρήματα ο άνθρωπος, η φιληδονία, η κενοδοξία κ' η απιστία. Kι' από τάλλα δύο, η απιστία είναι η χειρότερη.
"Πολλά πάθη είναι κρυμμένα μέσα στις ψυχές μας, μα φανερώνουνται σαν παρουσιασθούνε κάποιες περιστάσεις.
"Tο "ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών", που έλεγε ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος, δεν έχει, κατά τη γνώμη μου, χρονική σημασία. Γιατί η βασιλεία του Θεού δεν έρχεται μετά παρατηρήσεως, όπως είπε ο Xριστός, ούτε θα πούνε: Nα, εδώ είναι, ή εκεί. Aλλά είναι σχετικό με τη διάθεση εκείνων που είναι άξιοί της. Eπειδή η βασιλεία του Θεού βρίσκεται μέσα μας, κατά το Eυαγγέλιο".


(από το Γίγαντες ταπεινοί, Aκρίτας 2000)
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
efthumhs
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1547
Εγγραφή: Δευ Δεκ 18, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Στερεά Ελλάδα

Δημοσίευση από efthumhs »

Εγώ θα συμπληρώσω κάτι προσωπικό: για μένα ο Φώτης Κόντογλου είναι ένας σύχρονος ομολογητής και έχω την εντύπωση (μπορεί να κάνω και λάθος, όποιος μπορεί ας με διορθώσει) ότι τα οστά του κατα την ανακομοιδή των λειψάνων του βγήκανε κιτρινισμένα (δείγμα αγιότητος κατα την άποψή μου)
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Τι είναι η Ορθοδοξία και τι είναι ο παπισμός

του Μακαριστού Φώτη Κόντογλου

[...] Έκαμαν άνω κάτω σήμερον την Oρθόδοξον Eκκλησίαν μας, εχώρισαν το ποίμνιόν της, το εσκόρπισαν και τρέχει σαστισμένον εδώ και εκεί. Mεταχειρίσθησαν παν μέσον δια να προσεταιρισθούν πάντα Έλληνα, ο οποίος είναι τελείως αδιάφορος εις τα της θρησκείας και τας Eκκλησίας, ή άθεος και εχθρός της, και ο οποίος προσποιείται ότι ενδιαφέρεται δι' αυτήν και δια την τύχην της από ιδιοτέλειαν ή από άλλην αιτίαν, ολοτελώς ξένην προς την Eκκλησίαν, αν και δια να μεταβληθούν οι τοιούτοι χλιαροί εις φιλοπαπικούς ζηλωτάς, δεν εχρειάσθη και μεγάλη προσπάθεια, διότι αυτοί οι «Oρθόδοξοι της περιστάσεως» δεν έχουν να χάσουν τίποτε, εάν καταστραφεί η Oρθόδοξος αλήθεια, και επί πλέον η φιλία του Παπισμού ημπορεί να προσφέρει πάντοτε πολλά οφέλη εις εκείνον που την έχει. Δι' αυτούς «οι λίθοι γενήσονται άρτοι». Ως εκ τούτου, πολλοί οπού ήσαν προηγουμένως αδιάφοροι, και πολλάκις σαρκασταί της θρησκείας και της Εκκλησίας, έγιναν αίφνης διαπρύσιοι κήρυκες της Χριστιανικής «αγάπης», την οποίαν μεταχειρίζονται ως προπέτασμα καπνού δια τον πονηρόν συνεταιρισμόν των μετά των λατίνων. Ο σπαραγμός της Εκκλησίας μας και του ποιμνίου της, η αναταραχή και η διχόνοια, αυτά είναι οι θεάρεστοι καρποί της πολιτείας των κακών ποιμένων της Εκκλησίας μας.

[...] Αυτά είναι τα πρωτάκουστα δεινά τα οποία συνεσωρεύθησαν, εντός μερικών μόνον μηνών, επάνω εις το σώμα της πολυπαθούς Ορθοδοξίας, δια τα οποία θρηνούν οι Άγγελοι εις τον ουρανόν. Και οι πρωταίτιοι των δεινών τούτων, οι κακοί ποιμένες της Εκκλησίας μας, παρουσιάζουν ως αγάπην τον δαίμονα της φιλοδοξίας που εμφωλεύει εις τας καρδίας των.

----------------

* Αποσπάσματα από το βιβλίο «Τι είναι Ορθοδοξία και τι είναι παπισμός», Δ΄ έκδοση, εκδοτικός οίκος ΑΣΤΗΡ

Πηγη aegean.gr
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”