Αφιερωμα στον Φωτη Κοντογλου

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ (1895-1965)

Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΠΟΝΕΜΕΝΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ

Α΄


«Σε βεβαιώνω πως αισθάνομαι στεναχώρια και θλίψη όποτε δημοσιευθεί τίποτα για μένα. Ανέκαθεν απέφευγα τα δοξάρια. Πολύ φτηνό πράγμα. Αφού είπα πολλές φορές να μη γράψω πια να με ξεχάσουν. Τι όμορφο πράγμα να ζεις ξεχασμένος!»[1]. Ναι· ξεχασμένος αλλά και χαρούμενος, γιατί όπως λες «η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και ελπίδα της καρδιάς που τις αξιώνονται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός»[2].

Θα σε υπακούσουμε ευγνωμόνως. Θα μας επιτρέψεις όμως να καταθέσουμε ερανίσματα από το έργο σου και την κριτική αυτών, που σε γνώρισαν. Για τη δόξα του Χριστού και μόνον, που ήταν το κέντρο της ζωής σου και σε ανέδειξε σε μια νευραλγική για την οικουμένη εποχή, όταν άρχιζε η κρίση του Νέου Ελληνισμού, και σε έθεσε «εις κεφαλήν γωνίας» της ιστορίας του νεοελληνικού πολιτισμού.



ΜΥΣΤΗΡΙΟ: «Το κάθε τι είνε τυλιγμένο μέσα σε μυστήριο. Αυτό το μυστήριο θέλουνε να βγάλουνε οι σημερινοί άνθρωποι. Μα ξεγυμνώνουνε τον εαυτό τους από κάθε βαθύ αίσθημα. Αφού και οι Χριστιανοί της σήμερον θέλουνε να κάνουνε τον Χριστιανισμό χωρίς μυστήρια, δηλαδή χωρίς Χριστό. Αν δεν νοιώθεις μυστήριο σε ό,τι βλέπεις, σε ό,τι ακούς, σε ό,τι πιάνεις, είσαι στʼ αλήθεια πεθαμένος άνθρωπος. Θυμάμαι τον καιρό που ζούσα πιο φυσική ζωή, πως όλα με κάνανε να βουτώ βαθειά μέσα μου και να βρίσκω κάποια αλλόκοτα πετράδια, και κάποια μαργαριτάρια μιας ξωτικής θάλασσας».

ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ: «Όπως τα βλέφαρα αγγίζουνε τόνα τʼ άλλο, έτσι κι οι πειρασμοί είνε κοντά στους ανθρώπους. Και τα οικονόμησε ο Θεός με σοφία, για τη δική σου ωφέλεια, για να χτυπάς με υπομονή την πόρτα Του, και από τον φόβο των λυπηρών να Τον θυμάται ο λογισμός σου, και να Τον σιμώσεις με την προσευχή, και νʼ αγιαστεί η καρδιά σου με το να Τον συλλογίζεσαι. Και σαν τον επικαλεστείς θα σʼ ακούσει, και θα μάθεις πως ο Θεός είνε Κείνος που θα σε γλυτώσει. Και θα νοιώσεις Κείνον που σʼ έπλασε και που νοιάζεται για σένα και που σε φυλάγει και πώπλασε διπλό τον κόσμο για σένα, τον ένα σαν δάσκαλο και πρόσκαιρο παιδευτή, τον άλλο σαν πατρογονικό σπίτι σου και αιώνια κληρονομιά σου. Δεν σʼ έκανε ο Θεός απαλλαγμένο απʼ τα λυπηρά, μήπως θαρρευόμενος στην Θεότητα, κληρονομήσεις ό,τι κληρονόμησε κείνος, που πρώτα λεγότανε Εωσφόρος, κι ύστερα γίνηκε Σατανάς και πάλι δεν σʼ έκανε αλύγιστον και ασάλευτον, για να μη γίνεις σαν τʼ άψυχα τα κτίσματα και σου δοθούνε τα αγαθά δίχως κέρδος και δίχως μισθό, όπως στα άλογα είνε τα φυσικά χαρίσματα τα χτηνώδικα. Γιατί είνε εύκολο σʼ όλους να καταλάβουνε πόση ωφέλεια και πόση φχαρίστηση και ταπείνωση κερδίζει ο άνθρωπος περνώντας τούτα τα μπόδια»[3].

ΠΡΟΣΕΥΧΗ! Ήταν ο άνθρωπος της αδιάλειπτης προσευχής, όχι μόνο γιατί προσευχόταν ή έψελνε συνεχώς την ώρα, που ζωγράφιζε, αλλά γιατί ποτέ δεν τον άφησε η μνήμη του Θεού, και είτε μιλούσε, είτε ζωγράφιζε, είτε έγραφε, το έκανε για τη δόξα του Θεού και για να δουν φως τα αδέλφια του, που πασπάτευαν απελπιστικά στο σκοτάδι. «Είναι μεγάλο πράγμα να μπορείς να μιλάς στον Θεό την ώρα που δουλεύεις! Ας είσαι ευλογημένος, Κύριε». Η ευγνωμοσύνη του ξεχείλιζε σʼ όλα τα γραψίματά του, για όλα όσα του έδωσε ο Θεός, ευχάριστα και δυσάρεστα. Τον γέμιζε η επικοινωνία του με τον Θεό. «Μη σκέπτεσαι τόσο πολύ», έγραψε στον Α.Κ.. «Προσεύχου και συγκέντρωσε τον εαυτό σου... Πόσο απλά είναι τα πράγματα για όποιον έχει πίστη και μπερδεμένα για όποιον δεν έχει... Εν τη "διανοήσει" ουκ έστι μετάνοια... Οι τέτοιοι θα απομείνουν για πάντα έξω από την αυλή των απλών προβάτων. Αυτοί έχουν ανάγκη από "προβλήματα" κι όχι από σωτηρία. Πίστις τίποτα»[4].

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ: «Η μάννα μας η πνευματική είνε η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, που ποτίστηκε με πολύ και αγιασμένο αίμα. Κανένας λαός δεν έχυσε και δεν χύνει ως τα σήμερα το αίμα του για την πίστη, όσο ο δικός μας. Η ορθόδοξη πίστη είνε ο θησαυρός ο κρυμμένος και ο πολύτιμος μαργαρίτης, που λέγει ο Χριστός»[5]. Σφοδρή ήταν η εναντίωση του Κόντογλου στην Οικουμενική Κίνηση για την ένωση των εκκλησιών. Με μαχητική από του Ο.Τ. αρθρογραφία, με ανοιχτή επιστολή προς τον τότε Οικ. Πατριάρχη Αθηναγόρα και με άλλα (πρβλ. ιδίως Φ.Κ. Τι είναι Ορθοδοξία και τι είναι ο Παπισμός, Αθήναι 1964), με όλα αυτά ο Κόντογλου υπερμάχησε του πατρώου φρονήματος[6], και σε ευθεία διαδρομή του Μακρυγιάννη και του Παπαδιαμάντη. Με ανυποχώρητο ζήλο αγωνίστηκε να κρατήσει σε απόσταση τη σκέψη και την τέχνη της Δύσης και του μέλανος δρυμού, «που δεν ήταν συμφυής προς την Ορθόδοξο ψυχή, ήτοι του μεταφυσικού, του ευφρόσυνου, του λαμπρού πνευματικού βάθους, της μεγάλης ελπίδος εκ της προς τα Άνω Προοπτικής».

Η Ορθοδοξία ήταν στάση ζωής. Ο Κόντογλου πίστευε. Σε μια εποχή ραγδαίας μεταβολής των πάντων, αγώνας και αγωνία του Κόντογλου είναι να διαφυλάξει τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες που μας κληροδοτήθηκαν αναλλοίωτες με την Ορθοδοξία. «Ορθοδοξία και Ευαγγέλιο είναι ένα. Όποιος αγαπά τους νεωτερισμούς και θέλει να αλλάξει ό,τι μας παραδόθηκε από τους Πατέρες, αυτός δεν είναι Χριστιανός, γιατί δεν έχει ταπείνωση, αφού η μητέρα των νεωτερισμών είναι η υπερηφάνεια, που κάνει τον άνθρωπο να πορεύεται κατά το θέλημα το δικό του... Διαβάζετε το Ευαγγέλιο με ταπεινή καρδιά και μην το αφήσετε από τα χέρια σας. Θα γίνετε αθώα πρόβατα του Χριστού και θα ξεκουρασθήτε στο αγιασμένο μαντρί του. Και όποιος σκύψει και μπει σʼ αυτή τη μάντρα από την πόρτα της ταπείνωσης, δεν θέλει να βγει πια»[7].

Έγραψε κάποιος στην "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση": «Αυτό που θαυμάζω στον Κόντογλου και τον επαινώ, είναι αυτό που πίστευε· δεν κατάφερε κανείς να του αλλοιώσει αυτήν την ιδέα. Ήταν μια ιδέα η οποία γεννήθηκε και πέθανε αγνή».

Για τον εαυτό του γράφει ο ίδιος χαρακτηριστικά: «Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίστηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίστηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του. Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα κατά το πνεύμα του κόσμου. Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο, που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρό αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυρρανιστήκαμε και τυρρανιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή, μα με την ελπίδα του Θεού όλα γαληνεύουν, όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία».
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Β΄

ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ. «Όση διαφορά έχει ο Χριστιανισμός από την ειδωλολατρία, άλλη τόση διαφορά χωρίζει το Βυζάντιο από την αρχαία Ελλάδα. Η αρχαιότητα είναι η βασιλεία του λογικού, ενώ το Βυζάντιο είναι η βασιλεία της πίστεως, της πνευματικής μέθης και της αθανασίας. Ο Πραξιτέλης και ο Απελλής δεν θα ένοιωθαν μια βυζαντινή εικόνα, γιατί δεν είναι φτιαγμένη απάνω στον υλικόν κανόνα. Πολλοί αρχαίοι μιλήσανε για την ματαιότητα του κόσμου , αλλά κανένας δεν την πίστεψε αληθινά, ώστε να την αφήσει, εκτός από τον Διογένη, που και αυτός καμώθηκε ψεύτικα πώς την σιχάθηκε, μόνο και μόνο για να θρέψει τη ματαιοδοξία του. Ενώ στο Βυζάντιο ο βασιλιάς κατέβαινε από το θρόνο και πήγαινε στην έρημο ντυμένος παλιόρασα από γιδότριχα και χαιρότανε γιατί ηλευθερώθη από της δουλείας της φθοράς. Η αγιότης, η όσιότης, η μακαριότης γινήκανε πραγματικότητες της ζωής, δεν ήτανε όπως πριν κάποια ηθικά σύμβολα. Στο Βυζάντιο ο άνθρωπος έγινε πιο εσωτερικός, κατέβητε στον βυθό του εαυτού του, (έγνω εαυτόν), όχι όπως ήθελε η αρχαία φιλοσοφία με το ερευνητικό ψάξιμο των εγκάτων του, αλλά με τον θείο έρωτα, που του έλεγε (Υμείς ναός του πνεύματος εστέ). Με την ταπείνωση έγινε πιο ευαίσθητος στον ψυχικό πόνο και στη συντριβή της καρδίας, και βρήκε τη λύτρωση της συγγνώμης και της μετανοίας».

ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ. « Ο Φ. Κ. είναι Κυρίως βυζαντινός αγιογράφος και έτσι πέρασε στην Ιστορία. Και η συμβολή του στην πνευματική προαγωγή των Ορθοδόξων, διά της Εικόνας, είναι ανυπολόγιστη ακόμα. Και μπορώ να ισχυρισθώ ότι όχι μονάχα επέδρασε διαμορφωτικά στην εικονιστική συνείδηση των Ορθοδόξων και συνετέλεσε στη δογματική και θεολογική θεώρηση της Εικόνας, αλλά η ακτινοβολία της αγιογραφίας του πέρασε τόσο στον ρωμαιοκαθολικό, όσο και στον προτεσταντικά κόσμο και επηρέασε αρκετούς δυτικούς να ασπασθούν την Ορθοδοξία. Από την άποψη αυτή, ο Φ. Κ. θα μπορούσε να ονομασθή μεγάλος, να πάρη μια διακεκριμένη θέση μεταξύ εκείνων που άνοιξαν δρόμους ζωής, χαράς, λυτρώσεως, Ορθοδοξίας.

Ο Φ. Κ. αποκάλυψε και ξεσκέπασε την βυζαντινή αγιογραφία καλυμμένη από της λησμονιάς τη σκόνη και τη ζωντάνεψε από τη νεκρότητα των συνειδήσεων των τελευταίων αιώνων. Άπειρη ευγνωμοσύνη στον Φ. Κ. οφείλει και αυτό το Άγιον Όρος, που είχε χάσει από την αίσθησή του την εικονογραφική παράδοσή του και είχε αλωθεί από τις χαλκομανίες του δυτικού ανθρωπισμού, τις Γενοβέφες - όπως έλεγε - που είχαν κυριαρχήσει στους αγιορείτες αγιογράφους μέσω των ρωσικών παραγγελιών.

Χάρις λοιπόν στον θαυμάσιο Φ. Κ. δεν υπάρχει σήμερα ούτε ένας αγιορείτης ·αγιογράφος, που να μην ακολουθεί βυζαντινή παράδοση, υστέρα από τις διδασκαλίες του με την μετάφραση του δοκιμίου του Λεωνίδα Ουσπένσκυ και αργότερα με το μνημειώδες έργο του «Έκφραση της Βυζαντινής Αγιογραφίας (με 1100 σελίδες, 500 σχέδια και 250 ολοσέλιδες πολύχρωμες και μονόχρωμες εικόνες σε μια υπέροχη έκδοση του εκδοτικού οίκου «Αστήρ»), με το οποίο διδάσκει την πάντιμη Τέχνη και την Τεχνική της αγιογραφίας».

ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ. «Η Ρωμιοσύνη βγήκε από το Βυζάντιο, ή για να πούμε καλύτερα, το Βυζάντιο στα τελευταία του χρόνια στάθηκε η ίδια η Ρωμιοσύνη. Ακόμα και τον καιρό του Φωκά φανερώνονται καθαρά τα χαρακτηριστικά της, και στα χρόνια των Παλαιολόγων, που ψυχομαχά το βασίλειο, αντρειώνεται η βασανισμένη Ρωμιοσύνη, η καινούργια Ελλάδα. Μεγάλωσε μέσα στην αγωνία η Χριστιανική Ελλάδα, γιατί ο πόνος είναι η καινούργια σφραγίδα του Χριστού. Η Ρωμιοσύνη είναι η πονεμένη Ελλάδα. Η αρχαία Ελλάδα μπορεί να ʽτανε δοξασμένη κι αντρειωμένη, αλλά η καινούργια, η χριστιανική, είναι πιο βαθειά, επειδής ο πόνος είναι ένα πράγμα πιο βαθύ κι από τη δόξα κι από τη χαρά κι από κάθε τι. Οι λαοί που ζούνε με πόνο και με πίστη τυπώνουνε πιο βαθειά τον χαραχτήρα τους στον σκληρό βράχο της ζωής, και σφραγίζουνται με μια σφραγίδα που δεν σβήνει από τις συμφορές κι από τις αβάσταχτες καταδρομές, αλλά γίνεται πιο άσβηστη. Με μια τέτοια σφραγίδα είναι σφραγισμένη η Ρωμιοσύνη. Τα έθνη που εξαγοράζουνε κάθε ώρα τη ζωή τους με αίμα και μʼ αγωνία, πλουτίζουνται με πνευματικές χάρες, που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς και από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο».

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. «Πνευματικόν άνθρωπο, λέγει ο κόσμος τον άνθρωπο που ξέρει γράμματα. Μα άληθινά πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που έχει κάποια ιδιαίτερη ψυχική ευαισθησία και καθαρότητα, που δεν την έχουνε οι άλλοι, και που τον κάνει να υποφέρει κρυφά για όλους και για όλα, σαν να ʽναι εκείνος ο φταίχτης για τις αδυναμίες τους και τα στραβά που γίνονται στον κόσμο. Και αυτό δεν το κάνει σαν ένα χρέος, αλλά σαν να ʽναι ανάγκη του, γιατί αλλοιώς δεν μπορεί να ζήσει».

Η ΕΚΔΗΜΙΑ ΤΟΥ . Έγραφε και ζωγράφιζε ως την τελευταία στιγμή, όπου κατάλαβε πώς π ρέπει να ετοιμάζεται. Κάλεσε τότε τον άγιο γέροντα π. Φιλόθεο Ζερβάκο, και του εξομολογήθηκε - όπως μάς το διασώζει ο ίδιος ο π. Φιλόθεος: «Προαισθάνομαι ότι θα φύγω σύντομα και διʼ αυτό σας εκάλεσα, να εξομολογηθώ, να μού κάνετε Ευχέλαιον, να κοινωνήσω των Αχράντων Μυστηρίων, να λάβω όλα τα αναγκαία εφόδια διά το μακρυνόν ταξίδιον. Ελπίζω όχι εις τας αρετάς μου, διότι ουδέν αγαθόν εποίησα, αλλά εις το άπειρον έλεος του Θεού και την πολλήν ευσπλαγχνίαν του να με σώση…». «Οπλισμένος με όλα τα εφόδια για το μεγάλο ταξίδι ανοίγει πανιά για την αιωνιότητα ο Φ. Κ. ο Κυδωνιεύς, λογοτέχνης και αγιογράφος, στις 13 Ιουλίου το 1965. Τις ίδιες στιγμές κατά την αγρυπνίαν των Αγίων Αποστόλων (παλαιό ημερολόγιον) στην Ι. Μονή Μεταμορφώσεως του Brooklyn της Νέας ʽΥόρκης, όπως διασώζει ο ηγούμενος, και κατά την Λιτήν, μια μεγάλη εικόνα της Παναγίας μας ακτινοβόλησε. Η εικόνα αυτή της Οδηγήτριας ήταν οικογενειακή εικόνα του κυρ-Φώτη και είχε επιγραφή (Δέησις Φωτίου και Μαρίας)»

…Όποιος από το άρωμα των λουλουδιών του αναζήτησε και βρήκε τον μυστικό κήπο, τον Φώτη Κόντογλου, θα γευθεί τη χαρά της γαλήνης, της απλότητας και της ταπείνωσης. Οι πόνοι του θα ανακουφισθούν. Σαν αγράμματος θα διαβάσει τις βυζαντινές αγιογραφίες του. Θα γνωρίσει τους άσαρκους ασκητάδες της Συρίας και Μεσοποταμίας και θα μάθει απʼ αυτές τις αγνές ψυχές την αληθινή θεολογία, τη στάση του νου και της καρδιάς απέναντι στον Κύριο. Και θα πλημμυρίσει από ευγνωμοσύνη προς τον Θεόν «τούτων και πάντων ένεκεν».

Aπο xfd.gr
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Τα δύο δένδρα. Ο άνθρωπος απαρνήθηκε τη γνώση και την απλή ζωή (Φώτης Κόντογλου)

Ζαλίζεται κανένας κι απελπίζεται, βλέποντας σε ποιόν καιρόν ζούμε. Σʼ έναν καιρό ολότελα παλαβόν και σκοτισμένον που η τρέλλα κι η ανοησία έχουνε κυριαρχήσει επάνω σʼ όλον τον κόσμο...
Κάθουμαι και συλλογίζουμαι κι απορώ πώς οι σημερινοί άνθρωποι έχου­νε την ιδέα πως πηγαίνουνε μπροστά, πως προοδεύουνε σε όλα, ενώ στʼ αλή­θεια πηγαίνουνε όλο και πίσω, κατεβαίνουνε όλο και παρακάτω;...
Απʼ όλα λείπει κάποια ουσία, κάποια νοστιμάδα, που είχανε άλλη φορά, λείπει η θέρμη της ζωής και της αγάπης, γιατί άπλωσε η ψύχρα του θανάτου, η απιστία στον Θεό κι η πίστη στη μηχανή.

Η μηχανή στόμωσε τα αισθήματά μας και σφάλισε μέσα μας την πηγή που ανάβρυζε κάθε αληθινή πνευματική χαρά. Σκότωσε την απλότητα. Η μηχανή είναι ψυχρή γιατί είναι γέννημα του μυαλού, γέννημα της "ψυχρής λογικής". Πώς να μην παγώση ο μέσα μας άνθρωπος καθισμένος επάνω στον Βόρείο Πόλο του μυαλού; Θυσιάσαμε τα πρωτοτόκια για να φάμε τη φακή. Χαλάσα­με τον μέσα μας άνθρωπο για να βολέψουμε μόνο τον απʼ έξω άνθρωπο. Σβήσαμε την από μέσα φωτιά που μας ζέσταινε, για να ανάψουμε απʼ έξω από το σπίτι μας μια φωτιά ψυχρή, που δε ζεσταίνει, και θαρρούμε πως θα ζεστα­θούμε κυττάζοντας την ψεύτικη φεγγοβολή της. Πιστέψαμε πως έτσι θα βρούμε την άκρη των δεινών μας και πάσα ευτυχία, κι αντίς αυτό, περιπλεχθήκαμε σε μεγάλες αγωνίες και σε βάσανα καινούρια που δεν τα ξέραμε πρωτύτερα. Αλλά μια φορά που πήραμε αυτόν τον δρόμο, τραβάμε τον κατή­φορο όλο με περισσότερη φόρα, αν και βλέπουμε πως ο δρόμος που περ­πατάμε είναι έρημος και κρύος. Γυρεύουμε να βρούμε ξεκούραση τρέχοντας απάνω σε τριβόλους, ονειρευόμαστε περιβόλια στη Σαχαλίνα που δεν φυτρώ­νει τίποτα...
Αυτή λοιπόν η κρυάδα σκεπάζει σήμερα όσα κάνει ο άνθρωπος με τα χέρια του, με το μυαλό του και με την καρδιά του. Κύτταξε τα σπίτια του, τʼ αμάξια του, τʼ άρματά του, τα ρούχα του, τα καράβια του, τα μαγαζιά του, τα βιβλία του, όλα ό,τι κάνει. Αν υπάρχει ακόμα πουθενά λιγοστή πνοή, λιγοστή ζεστασιά, αυτή βγαίνει απʼ ό,τι βαστά απʼ τα περασμένα, είτε στο χτίριο, είτε στο καράβι, είτε στη ζωγραφική, είτε στο βιβλίο, απʼ ό,τ ι γεννήθηκε τότε που ήτανε πιο απλός και πιο αληθινός.
Γιατί, όπως το κάθε πράγμα, ο άνθρωπος είναι άνθρωπος όσο στέκεται μέσα στα φυσικά σύνορά του. "Μα ποιά είναι αυτά τα φυσικά σύνορά του;" ρωτάνε πολλοί. "Μήπως δεν βρίσκεται μέσα στα σύνορά του κάνοντας ό,τι μπορεί να κάνει κι ό,τι θέλει να κάνει; Κατά τη δική μου την απλή γνώμη δεν βρίσκεται ο άνθρωπος μέσα στα σύνορά του κάνοντας ό,τι μπορεί και ό,τι θέλει. Είναι σαν το μωρό παιδί, που σαν τʼ αφήσεις να κάνει ό,τι θέλει, γρή­γορα θα γκρεμισθεί και θα σκοτωθεί. Ο εγωϊσμός και η περηφάνεια θα τον σπρώξει σʼ ένα δρόμο που δεν είναι για τα πόδια του. Γιʼ αυτό κι ο Θεός του έβαλε σύνορο, για να μην πάγει στην καταστροφή του. Τού ʽδωσε νόμο που, σύμφωνα μʼ αυτόν, χρωστά να πορεύεται. Αν ακούσετε αυτά που λέγω, είπε, τα αγαθά της γης θα φάτε. Μα αν δεν μʼ ακούσετε, θα σας φάγει η μάχαιρα (ο θάνατος)". Να, γύρισε και κύτταξε, τί γίνεται σήμερα; Ο άνθρωπος ποτέ δεν είχε στολίσει με τόσα ψεύτικα στολίδια "το έξωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος". Γέμισε τον κόσμο από μηχανές, δούλες τάχα που υπηρετάνε τον αφέντη τους. Μα ποτέ δεν ήτανε ο άνθρωπος τόσο δυστυχισμένος, τόσο φοβισμένος, τόσο απροστάτευτος, τόσο σαστισμένος, τόσο φτωχός σε αλη­θινά πλούτη!
Δεν είναι παράξενο το πως γίνεται, υστέρα από τόσα μέσα, υστέρα από τέτοια μηχανική αρματωσιά, που ζαλίσθηκε κι ο ίδιος ο άνθρωπος από ό,τι μπόρεσε να κάνει, να μη βρίσκει ησυχία κι ανάπαυση ενώ ίσια-ίσια γιʼ αυτήν την ησυχία του τά ʽφτιαξε; Χωρίς να το καταλάβει, όσα κάνει για το καλό του, γυρίζουνε σε κακό...
Έβαλε όλη την τέχνη του και φιλοτέχνησε ένα στεφάνι μαλαματένιο και στολισμένο με τα πιο ακριβά πετράδια, για να το φορέσει στο κεφάλι του σαν νικητής της φύσης και της «τυφλής μοίρας» που θαρρεί πως κυβερνά τον κόσμο, και μόλις το βάζει στο κεφάλι του γίνεται στέφανος εξ ακανθών που τρυπά τα μηλίγκια του και το μέτωπό του το γεμάτο περηφάνεια, και τρέχει το αίμα στα μάτια του που θαρρούσανε πως τα βλέπανε όλα, ως την άκρη του παντός.
Ποιό είναι λοιπόν το κρυμμένο αυτό χέρι που τα αλλάζει όλα και τα κάνει ανάποδα από τους πόθους του, που κάνει άμμο το χρυσάφι του, που τον εξευτελίζει και τσαλαπατά την περηφάνεια του; Και που όσο περισσότερο περηφανεύεται, τόσο χειρότερος είναι ο εξευτελισμός του; Και που αντί να παίρνει αντάμειψη για τα μεγάλα και τα τρανά που κατορθώνει να κάνει, παι­δεύεται σκληρά σαν να τον βρίσκει η τιμωρία για κάποια μεγάλη αμαρτία που έκανε; Κι όχι μονάχα δεν στρέφει πίσω από τον δρόμο που πήρε αλλά τρέ­χει και με περισσότερο πείσμα, κι ας είναι ματωμένα τα πόδια του. Ο ίδιος «ο όφις ο αρχαίος» που απάτησε τους πρωτόπλαστους και τους παρακίνησε να απογευθούνε από το δέντρο της Γνώσης λέγοντάς τους πως θα γίνουνε Θεοί, ο ίδιος όφις μιλά στο αυτί της ανθρωπότητας κάθε φορά που σταματά κουρασμένη σʼ αυτόν τον δρόμο που δεν βγάζει πουθενά, και την μποδίζει να πάρει άλλον δρόμο πιο ταπεινόν, πιο ειρηνικόν, πιο ήμερον, και της λέγει:
"Εσύ ο άνθρωπος δεν είσαι για την ταπεινή ζωή που ζούνε τα απλά τα πλάσματα οπού υποτάζονται στο θέλημα Εκεινού, που τα έπλασε. Για σένα δεν υπάρχει κανένα σύνορο, εσύ είσαι ο κύριος του παντός, εσύ βάζεις σύνορα για τα άλλα πλάσματα. Για σένα δεν υπάρχει νόμος΄ η δική σου η θέληση είναι ο νόμος. Η υποταγή κι η ταπείνωση είναι μιζέριες που πρέπουνε σε σκλάβους, κι όχι σε σένα που σκλαβώνεις τα πάντα και τα κάνεις να δουλεύουνε στην υπηρεσία σου. Κύτταξε τι φοβερά κι απίστευτα πράγμα­τα έφτιαξε η περηφάνεια σου. Μπορεί να φτιάξει τέτοια θαυμαστά πράγματα η ταπείνωση;
Μην κυττάς πως είσαι ματωμένος και γεμάτος αγωνία, και πως δεν κάθισες ακόμα επάνω στον χρυσό θρόνο της δόξας σου. Τράβα μπροστά! Να, κοντεύ­εις να φτάξεις! Θα γίνεις Θεός και θα υποταχθούνε όλα σε σένα. Μην πιστεύ­εις στα παραμύθια. Παραμύθι είναι πως υπάρχει Θεός άλλος από μένα κι από σένα που σε προσκαλώ να βασιλέψεις μαζί μου.... Μην θαρρείς πως θα σε θρέ­ψει το δέντρο της Ζωής, όπως σου είπανε. Μην τρως πια απʼ αυτό μαζί με τʼ άλλα τα ζώα. Παράτησέ το αυτό το δένδρο. Πάρε και φάγε από το δέντρο της Γνώσης, για να γίνεις Θεός.
Αυτός που σου είπε να φυλαχθείς και να μη φας από τον καρπό του, το έκανε από ζήλεια για να σʼ έχει στις προσταγές του, για να μην ανοίξεις τα μάτια σου...".
"Τί έκανες με τη Γνώση που απόχτησες τρώγοντας από το δέντρο της; Έκανες τούτον τον κόσμο σου, είναι πιο τέλειος από κείνον τον χοντροκαμωμένον που έφτιαξε ο Θεός με το δέντρο της Ζωής. Κύτταξε τι θαυμαστές μηχανές έβαλες στην υπηρεσία σου, και βγάλε από το μυαλό σου αυτό που δυνάμωσε μονομιάς σαν άκουσες τα λόγια μου κι έφαγες από το δέντρο το δικό μου. Μην χασομεράς, μην διστάζεις, μην σταματάς μέρα-νύχτα..."
"Νά ʽχεις πάντα στο νου σου πως οι περήφανοι δεν θέλουνε να καθίσουνε στη μάντρα που τη λένε Παράδεισο γιατί είναι πλασμένοι για το δικό μου βασίλειο που το λένε Κόλαση. Εγώ είμαι εκείνος που με λέγανε μια φορά Εωσφόρο, δηλαδή Αυγερινό, και τώρα με λένε Σατανά. Από το πείσμα μου γκρεμίσθηκα, γιατί θέλησα να στήσω τον θρόνο μου πιο πάνω από τον θρόνο του Θεού. Μα δεν μετάνοιωσα, γιατί αν μετάνοιωνα θα γινόμουν σκλάβος, σαν κι αυτούς, που είναι γεννημένοι για να κάθουνται μέσα στη μάντρα του Παραδείσου. Έτσι κι εσύ, θα ματώνεσαι και θα κατρακυλάς στη λάσπη την ώρα που θαρρείς πως έγινες αφέντης του κόσμου, μα δεν θα σκύψεις το κεφάλι σου. Γιατί εγώ είμαι «ο όφις ο αρχαίος» με τις πολλές βόλτες στο μακρύ κορμί μου, κι αν γλυτώσεις από τη μια, σε σφίγγω με την άλλη και σε ξαναφέρνω στο θέλημά μου. Εγώ θα παλεύω έως τη συντέλεια του κόσμου.
Θέλω να σʼ έχω παντοτεινά στην προσταγή μου, και στο τέλος θα με φχαριστήσεις, γιατί θα νικήσουμε μια μέρα, και θα κάνουμε τον κόσμο όπως τον θέλουμε εμείς, κι όχι όπως τον θέλησε Αυτός που σου είπε να μην φας από το αψύ το δέντρο μου, παρά να θρέφεσαι από το μαλαχτικό δέντρο της Ζωής, που τα φύλλα του τʼ αργοσαλεύει ειρηνικά το ήμερο αγέρι της ταπεί
νωσης και της απλότητας, και δεν τα ταράζει ποτές ο ανεμοστρίφουλας της αλαζονείας και της παρακοής, που αναμαλλιάζει το δέντρο της Γνώσης, το δέντρο το δικό μου...".

(Από το βιβλίο «ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ», σελ. 233-239)

Πηγη alopsis.gr
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

2 κεφαλαια απο το βιβλιο "Ασάλευτο Θεμέλιο"

(Φώτης Κόντογλου)

Οι ανάξιοι κληρικοί βλάπτουν την Εκκλησία

Δυστυχώς όπου σταθή κανείς ακούει επικρίσεις και παράπονα για τους κληρικούς μας για την αδράνεια της Εκκλησίας μας. Αυτό στενοχωρεί και θλίβει κάθε Ορθόδοξο Χριστιανό και πολύ περισσότερο εκείνους που έχουν πιο στενούς πνευματικούς δεσμούς με την Εκκλησία.

Η αλήθεια είναι ότι εξ' αιτίας κάποιων αναξίων κληρικών γενικεύεται ή δυσφήμιση της Εκκλησίας και πως εξογκώνονται τα παραστρατήματα των ιερωμένων, κι' αυτό είναι φυσικό, επειδή ο λαός έχει την απαίτηση οι κληρικοί να είναι χωρίς κηλίδα, αλλοιώς δεν τους αναγνωρίζει για πνευματικούς οδηγούς του. Οι πολλοί δεν είναι σε θέσι να ξεχωρίσουν το πρόσωπο από το πνευματικό λειτούργημα που κάνει και επηρεάζονται τόσο πολύ από κάποιο σκάνδαλο που φημολογείται για έναν ιερωμένο, ώστε γίνονται άπιστοι, δεν πατούν πια σε εκκλησία και είναι πολύ δύσκολο έναν τέτοιο αγανακτισμένο αποστάτη να τον συμφιλιώση κανείς με την Εκκλησία. Μήτε ένας Χρυσόστομος μπορεί να κάνει ένα τέτοιο κατόρθωμα. Αφήνω πως όποιος επιχειρήση να μετατρέψη έναν τέτοιον άνθρωπο από την απέχθεια που πήρε για την θρησκεία, θα βρή τον μπελά του και μπορεί ν' ακούση ότι ''κι' αυτός είναι υποκριτής, γιατί σκεπάζει τις αθλιότητες των παπάδων''. Οι τέτοιοι άνθρωποι, αν δεν γίνουν ολότελα άθεοι, πηγαίνουν και γίνονται χιλιαστές ή ευαγγελιστές ή παπικοί ή προτεστάντες.

Τα σκάνδαλα των ρασοφόρων μας είναι η σπουδαιότερη αιτία που πληθαίνουν οι αιρετικοί, και μάλιστα, αυτοί οι νέοι προσύλητοι γίνονται φανατικώτατοι μέσα στην αίρεση που προσχωρούν, αηδιασμένοι από τους ανάξιους ιερωμένους μας. Για τούτο πρέπει να τρέμουν οι κληρικοί μην τυχόν ακουσθή το παραμικρό σε βάρος τους, γιατί οι ψυχές που χάνονται θα ζητηθούν μια μέρα απ' αυτούς. Ο Χριστός είπε στους μαθητές του ότι αυτοί είναι το φως του κόσμου και το άλας της Γης, και ότι πρέπει να λάμψει το φως τους έμπροσθεν των ανθρώπων για να ιδούνε τα καλά έργα τους και δοξάσουν τον πατέρα τον εν τοις ουρανοίς. Λοιπόν, κι' όταν γίνεται το ανάποδο, δηλαδή όταν οι άνθρωποι βλέπουν τα κακά έργα τους, αντί να δοξάσουν το Θεό, θα τον βλασφημήσουν. Και αιτία θα είναι όχι οι άθεοι, όχι οι εχθροί του Χριστού, αλλά οι ίδιοι οι μαθητές και αντιπρόσωποι του στον κόσμο, ''οι κεχρισμένοι''.

Πάντα, σε κάθε εποχή, υπήρχαν οι ανάξιοι κληρικοί, κοντά στους αγίους ρασοφόρους. Αλλά σήμερα το πράγμα εχειροτέρεψε κατά πολύ. Μία από τις πολλές αιτίες αυτής της θλιβερής καταστάσεως είναι ότι γίνονται συχνά κληρικοί κάποιοι άνθρωποι που δεν έχουν κλίση στην θρησκεία και που γι' αυτούς το ρασοφορείν είναι ένα επάγγελμα. Ο ιερεύς όχι μοναχά πρέπει να έχει κλίση στην θρησκεία, αλλά να φλέγεται από πίστη και αγάπη προς τα θεία, να είναι ''τω πνεύματι ζέων'', όπως λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Και να τελεί την θείαν μυσταγωγία με τέτοια κατάνυξη, που πολλές φορές να δακρύζη μπροστά στην Αγία Τράπεζα, ιερουργώντας με φόβο και τρόμο. Ενώ πολλοί από τους σημερινούς ρασοφόρους, αντί η ευσέβεια τους και η κατάνυξη τους να συνεπάρη τους εκκλησιαζομένους, τους παγώνει η ατονία, η αδιαφορία και η ψυχρότητα με την οποία εκτελούν την ιεροτελεστίες. Σ' αυτό συνεργεί και η άθλια θυμελική μουσική που ακούεται σε πολλούς ναούς αντί για ψαλμωδίες...

Επειδή λοιπόν λείψανε από την Εκκλησία μας ιερωμένοι που έχουν φωτιά μέσα τους, η Εκκλησία αυτή δεν μπορεί παρά να βραδυπορή, ασυγκίνητη κι' αδιάφορη για όσα θα έπρεπε να την ενδιαφέρουν ζωηρά, αδιάφορη για ότι το ποίμνιο της σκανδαλίζεται και δοκιμάζεται σκληρά η πίστη του από τα καμώματα μερικών ιερωμένων, αδιάφορων για την παραμόρφωση της ιεράς παραδόσεως, αδιάφορη για τα τέκνα της που την αρνιούνται, για να πυκνώσουν τις τάξεις των διαφόρων αιρετικών, με κίνδυνο αυτή η αιμοραγία της να καταντήση θανάσιμη γι' αυτήν.

Ο τρόπος με τον οποίον θα μπορούσε να διορθωθή τούτη η πολύ θλιβερή κατάστασις, φανερώνεται από τα παραπάνω συμπτώματα ότι είναι πολύ απλός, είναι όμως και πολύ δύσκολη η θεραπεία της. Γιατί για την Εκκλησία του Χριστού δεν υπάρχει κανένα φάρμακο, ούτε καμμιά μαγική ράβδος, αφού η ίδια έχει έργο της την καθοδήγηδη και την σωτηρία των ανθρώπων.

Η θεραπεία βρίσκεται στα χέρια της, και είναι η κάθαρσή της από στοιχεία κακά για την ύψιστη αποστολή της. Όταν γίνη, ακόμα και σχετικά, μια τέτοια κάθαρση, θα μπορέσουν να καταταχθούν στην υπηρεσία της αγνοί και άξιοι κληρικοί, με βαθιά πίστη και με ανιδιοτέλεια, '' τω πνεύματι ζέοντες'', για τους οποίους θα είναι ''ως αγαπητά τα σκηνώματα του Κυρίου των δυνάμεων''. Και όταν γίνη αυτή η επάνδρωση της Εκκλησίας μας με στοιχεία σοβαρά, εκλεκτά και αξιοσέβαστα, τότε το ιερό δέντρο της Εκκλησίας θα παρουσιασθή, μέσα σε λίγα χρόνια, κατάφορτο από καρπούς ''ως κατάκαρπος ελαία'' προς χαράν των πιστών Ορθοδόξων, και προς δόξαν του Θεού.

Τότε θα λείψη αυτό το θανατερό μούδιασμα, που την κατέχει σήμερα κι' η απίστευτη αδιαφορία της για όσα την αφορούν, ακόμα και για ζητήματα ζωής και θανάτου γι' αυτήν. Οι καλοί εκπρόσωποι της θα στέκονται ανύστακτοι φρουροί της, ημέρας και νυκτός, και τότε θα λάμψη το ανέσπερο φως της Ορθοδόξου πίστεως μέχρι περάτων της Οικουμένης, μέσα στο σκοτάδι που πλακώνει σήμερα τον κόσμο. ''Ιδού νυν καιρός Ευπρόσδεκτος'' για να γίνη αυτό.

Αλλά '' η βασιλεία του Θεού βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν''. Η Εκκλησία του Χριστού πρέπει να έχει υπηρέτες που να είναι αφοσιωμένοι σ' αυτήν και έτοιμοι για θυσίες, κατά το ματωμένο υπόδειγμα του σταυρωμένου αρχηγού της.

Η Εκκλησία του Χριστού πρέπει να υπηρετείται και να φυλάγεται από ψυχές ηρωϊκές που να είναι έτοιμες όχι μόνον για θυσίες υλικές και σωματικές, αλλά και για πνευματικές, που είναι ίσως πιο δύσκολες. Τέτοιες θυσίες είναι το να ταπεινώνεται ο ένας μπροστά στον άλλον, το να μη λογαριάζει το συμφέρον του, το να βάζη το καλό και την προκοπή της Εκκλησίας απάνω από τη δική του, το να θυσιάζεται ως καλός ποιμήν για τα πρόβατα του Χριστού κ.τ.λ.

Όλα αυτά δεν μπορεί να τα έχει ένα ιερωμένος, αν δεν έχει πίστη φλογερή και ατράνταχτη και θερμουργό κι αν δεν πιστεύη ότι ''ουκ έχει μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλουσαν επιζητεί''.

Μια Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία, που θα έχει τέτοιους άγρυπνους και αδέκαστους φρουρούς, θα είναι η κιβωτός της Αλήθειας, που θα πλέη απάνω στα θολά κι' αφρισμένα νερά του παγκόσμιου Ωκεανού της αμαρτίας και απωλείας.

Πόσο πάσχουμε, πόση θλίψη νοιώθουμε, κάθε φορά που θα παρουσιασθή κανένα σκάνδαλο σε βάρος κάποιου κληρικού! Αν ήτανε τρόπος να πέφτουν σε μας οι κατηγόριες, αντί σ' εκείνους, σ' εμάς που οι πράξεις μας δεν αντανακλούν την Εκκλησία.

Ο ευλαβής Λαός μας δεν αισθάνεται την ανάγκη να ακούη βαθυστόχαστες θεολογίες με πανεπιστήμια και με διπλώματα, ούτε παγκόσμια συμβούλια και ''διαλόγους''. Ο πόθος του είναι να ακούση ότι υπάρχει κάποιος ρασοφόρος, ιερεύς ή καλόγερος, που έχει καθαρή ζωή, ας είναι και αγράμματος. Τόση είναι η διψα του για αγιότητα, που φτάνει να είναι ένας ιερωμένος μονάχα ενάρετος, και τον λένε άγιον.

Πιστεύουμε ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι ο φύλακας της Αλήθειας του Χριστού, ο μόνος φύλακας. Αν φανούμε ανάξιοι να έχουμε αυτόν τον θησαυρό, θα χάσουμε, θα τον πάρη ο Κύριος από τα χέρια μας, όπως απέτρεψε το πρόσωπο του, τον παλαιό καιρό, από τους Εβραίους.

Και ότι η Εκκλησία μας κατέχει την αλήθεια αυτή, το φανερώνουν, χωρίς να θέλουν, ακόμα και οι παπικοί, που κατά τα τελευταία χρόνια εκδηλώνουν το θαυμασμό τους για τα πατερικά μας κείμενα, για την υμνολογία μας και για την υμνογραφία μας, και γενικά για την λατρεία μας. Αυτό είναι σαν να ομολογούν ότι η Εκκλησία μας είναι ''η Μία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία'' κι ότι αυτά που αναφέραμε παραπάνω, είναι η έκφρασις της πνευματικής ουσίας της, ότι είναι το καθρέφτισμα της στον αισθητό κόσμο. Και δεν μπορεί το καθρέφτισμα της παρά να έχη ανταπόκριση με εκείνο που καθρεφτίζεται και μάλιστα να είναι μια αδύνατη σκιά του.

Ας παρακαλούμε, λοιπόν, νύχτα-μέρα, και με δάκρυα τον Κύριο να μη μας στ
ερήση από το αθάνατο αυτό στεφάνι που έβαλε απάνω στο κεφάλι μας, και που τα άφθορα άνθη του ποτισθήκανε από το άγιον αίμα μυριάδων μαρτύρων, από καταβολής Χριστιανισμού. Κι' ας κράξουμε με κλαυθμό: ''Μη αποστρέψεις το πρόσωπο Σου από του λαού σου, ότι θλίβεται. Ταχύ επάκουσον αυτού, πρόσχες τη Εκκλησία Σου και λύτρωσον αυτή".

alopsis.gr
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Το ράσο και τα γένεια

Πολλά έχουν γραφή για τα ράσα και τα γένια των κληρικών. Οι περισσότεροι απ' εκείνους που δεν τα χωνεύουνε, είναι κάποιοι που θέλουνε να φαίνουνται ελεύθεροι και νεωτεριστικά πνεύματα. Αυτοί όλοι είναι πάντα ''πρακτικοί'' άθρωποι, που κρίνουνε τα της θρησκείας με το πρακτικό και πεζό μυαλό τους, ενώ η χριστιανική θρησκεία δεν έχει καμιά σχέση με τα πρακτικά μυαλά, γιατί είναι η βαθύτερη ποίηση, η άβυσσο της ποίησης. Η κακοδαιμονία της Εκκλησίας μας έχει την αιτία της, κατά την γνώμη μου, στο ότι λείψανε απ' αυτήν οι ποιητικές ψυχές, με την πραγματική σημαία της ποίησης, και γέμισε από '' πρακτικούς ανθρώπους, ήγουν από ξεραΐλα και το μέγα έλεος.

Να βάλη κανείς με τον νου του και ν' απορήση τι σχέση έχουν αυτοί οι ''θετικοί και πρακτικοί'' άνθρωποι, οι λεγόμενοι φρόνιμοι και έξυπνοι, με τον Χριστό, που είπε τα παρακάτω λόγια: ''Αν δεν γυρίσετε πίσω και γίνετε σαν τα παιδιά, δεν θα μπείτε στην βασιλεία των ουρανών.- μην φροντίζετε τι θα φάτε και τι θα πιήτε και τι ρούχο θα φορέσετε.- Εγώ σας λέγω μην αντισταθείτε στον πονηρό, αλλά όποιος σε χτυπήσει από το δεξί μάγουλο σου, στρέψε και τ' άλλο.- Μακάριοι όσοι καταδιώκονται για μένα. - Αγαπάτε τους εχθρούς σας.- Μη θησαυρίζετε θησαυρούς απάνω στη γη.- Εμπάτε από την στενή πύλη, γιατί είναι στενός και θλιμμένος, ο δρόμος που πηγαίνει στη ζωή, κ' είναι λίγοι που τον βρίσκουνε.- Αφήστε του νεκρούς να θάψουν τους πεθαμένους τους.- Δεν ήλθα να φέρω ειρήνη αλλά μάχαιρα.- Η βασιλεία του Θεού παίρνεται με τη βία κ' οι βιαστές την αρπάζουνε''.

Ποια σχέση μπορούνε να έχουνε αυτά τα πράγματα κι' άλλα πολλα που είπε ο Χριστός, με το πρακτικό μυαλό; Το πρακτικό μυαλό κοιτάζει ποιο είναι το συμφέρον και το ωφέλιμο για την υλική ζωή και για την ασφάλειά της. δε μπορεί να πετάξει ελεύθερο εκεί που το καλεί ο Χριστός. Μια θρησκεία που παραγγέλνει κάποια πράγματα που είναι ολότελα ανάποδα από ό,τι νοιώθει το πρακτικό μυαλό, μπορεί να είναι για πρακτικούς ανθρώπους; Πώς να παραδεχθή ο πρακτικός άνθρωπος πώς δεν ωφελείται σε τίποτα αν κερδίσει τον κόσμον όλον; Πώς, αυτός ο θετικός άνθρωπος να θυσιάσει όλα τα χεροπιαστά τούτου του κόσμου, κυνηγώντας τους ίσκιου της μέλλουσας ζωής; ''Οι βιαστές αρπάζουνε τη βασιλεία του Θεού'', λέγει ο Χριστός. Μπορεί να είναι βιαστής ο πρακτικός άνθρωπος, που τα μετρά όλα και δεν ριψοκινδυνεύει ποτέ; Πρακτικοί ήτανε οι Φαρισαίοι, οι Ρωμαίοι, ο ίδιος ο Ιούδας, που φρόντιζε τόσο πολύ για το γλωσσοκόμο. Ο πρακτικός άνθρωπος δε μπορεί να μην είναι καχύποπτος, πονηρός, κι' ο Χριστός είπε στους Ιουδαίους: ''Πώς μπορείτε να μιλάτε αγαθά, αφού είστε πονηροί''; Η Σαμαρείτιδα δε καταλάβαινε τι της έλεγε ο Χριστός, επειδή το μυαλό της ήτανε πρακτικό, και σε καιρό που της μιλούσε για ''το ύδωρ το ζων το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον'', αυτή μιλούσε για το φυσικό νερό, '' για να μη διψά, και να πηγαίνη στο πηγάδι να τ' ανεβάζη με τον κουβά'', '' ίνα μη διψώ, μηδέ έρχομαι ενθάδε αντλείν''.

Πρακτικοί ήτανε οι Εβραίοι της Παλαιάς Διαθήκης, κολλημένοι στο επίγειο συμφέρον, και γι' αυτό, όσα τους υποσχέθηκε ο Θεός, τις ''επαγγελίες'', τις καταλαβαίνανε για υλικές με το υλικό φρόνημα τους. ''...

Λοιπόν, οι πρακτικοί άνθρωποι, που είναι και μικρολόγοι, τα ζητήματα της θρησκείας τα βλέπουνε και τα κρίνουνε με τον ωφελιμιστικόν τρόπο που δουλεύει το μυαλό τους. Αυτοί είναι που αγαπάνε τις καινοτομίες στη λατρεία και σε όλα τα εκκλησιαστικά πράγματα. Αυτοί θέλουνε τη συντόμεψη των ακολουθιών, αυτοί δείχνουνε υπερβολική φροντίδα για τα αναπαυτικά καθίσματα του ναού, για την εξωτερική τάξη και καθαριότητα, για τον συγχρονισμό της λατρεία με ευρωπαϊκή μουσική, με φυσική σαρκική εικονογράφηση, με την αλλαγή του κάθε τι που βαστά από την παράδοση, με την κατάργηση τελετουργικών διατάξεων, και τέλος, με την αλλαγή της εξωτερικής μορφής των κληρικών: Κατά την γνώμη τους το ράσο πρέπει να καταργηθή, κι' ο παπάς να φορά πανταλόνι και σακκάκι όπως όλοι οι άνδρες, πρέπει οι ιερείς να κόψουν τα μαλλιά και τα γένεια τους, να ξουρίσουνε το μουστάκι τους, ''για να είναι καθαροί''. Βλέπετε πως οι πρακτικοί άνθρωποι προσέχουνε πολύ, 'όπως είπα και πριν, ''το έξωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος''. Λοιπόν, με τις σοφές και βαθυστόχαστες υποδείξεις τους δεν θα είναι παραμελημένοι και λεροί σαν τον άγιο Γιάννη, σαν τον άγιο Αντώνιο, σαν τον άγιο Χρυσόστομο, σαν τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό με την γιδότριχα, αλλά θα κάνουνε ταχτικά το μπάνιο τους, θα συχνοξουρίζονται, και θα μοσκοβολούνε, όπως όλοι οι σημερινοί πολιτισμένοι, ακόμα κ' οι γκάγκστερς, οι μεγάλοι απατεώνες, οι άνθρωποι των πάρτυ, των ιπποδρομίων, των πλαζ, κλπ.

Έγραψα πολλές φορές για την περιβολή των ιερωμένων και για την εξωτερική όψη τους, απ' αφορμή κάποιων ''πρακτικών'' νεωτεριστών που κόπτονται για ''την αναχρονιστική και βάρβαρη αμφίεσή τους και για την ασχήμια (πόση ευαισθησία και καιλαισθησία!) των μαλλιών και των γενιών των''. Δεν θα ξαναγράψω όσα έγραψα άλλη φορά, περασπίζοντας την εξωτερική μορφή των κληρικών μας από την άποψη της παράδοσης. Τούτο μονάχα θα πω τώρα σχετικά με την παράδοση στο ντύσιμο του κλήρου μας: Ας φαντασθή όποιος θέλει, αν μπορή να σταθή πια τίποτε ελληνικό, από τη μέρα που θα εμφανισθή ο παπάς στο χωριό με σακκάκι και με πανταλόνι, με γραβάτα και με ρεπούμπλικα, ξουρισμένος και μαδημένος, όπως είναι μερικοί που έρχουνται από το εξωτερικό, και αηδιάζει κανένας να βλέπη ξουρισμένους σβέρκους, μάγουλα σαν καθαρισμένα αυγά, προγούλια, έκφραση τραπεζίτη ή οπερατέρ του κινηματογράφου, χειρονομίες και φωνές της πιάτσας, κλπ.

Σήμερα θα πω λίγα λόγια μονάχα για το ράσο και για τα γένεια, ''από αισθητικής απόψεως'', όπως λένε κ' οι αισθητικοί, επειδή οι νεωτεριστές που φωνάζουνε πως πρέπει να καταργηθούνε, λένε πως αηδιάζουνε από την ασχήμια του ράσου και των γενείων, και πως όσα λένε τα λένε εν ονόματι ''της καλαισθησίας''

Και πρώτα - πρώτα ποια είναι η καλαισθησία στα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά πράγματα; Σ' αυτά δεν υπάρχει ''καλαισθησία'' κατά τα γούστα του κόσμου, αλλά είναι καλό και έμορφο ό,τι είναι ευπρεπές και σεμνό, ό,τι είναι πρέπον στο πνευματικό αξίωμα του ιερέως. Όπως η μορφή που έχουνε τόσα αντικείμενα είναι σχετικά με την εκκλησία, κτίρια, εικόνες, ψαλμός, σκεύη, βιβλία, άμφια, που είναι τέτοια, ώστε να ανεβάζουν τον νουν και την καρδιά του πιστού στον πνευματικό κόσμο, σαν να είναι σύμβολα ιερά και υπομνήματα στον λόγο του Θεού, ''αναγωγικά'' από τον υλικό στον φθαρτό κόσμο στον πνευματικό και άφθαρτον της βασιλείας των ουρανών, έτσι και η αμφίεση κ' η όψη των κληρικών, πρέπει να δείχνη το πνευματικό αξίωμά τους. Από τους αρχαίους που ζούσαν προ Χριστού, οι ιερείς, οι μάντεις, οι πυθίες, είχανε ιδιαίτερη στολή κ' οι άντρες είχανε και γένεια και μαλλιά, ώστε να δυναμώνη με τη μορφή και το πνευματικό επιβάλλον τους. Οι Έλληνες που εκτιμήσανε τη μορφή μέχρι λατρείας, δίνανε μεγάλη προσοχή σ' αυτά που τα νομίζουνε ''άνευ σημασίας και πάρεργα'' οι ευρύνοες και ελευθερόφρονες πρακτικοί χριστιανοί με το θετικό μυαλό τους. Τουλάχιστον δεν φαντάζονται πως κ' ένα λιοντάρι στη φυσική του κατάσταση του, που το στόλισε ο Θεός με τη μεγαλοπρέπεια της χαίτης του, θα γίνη σαν ένα ψωρόσκυλο, αν το κουρέψουνε; Μήτε ένα τόσο πρακτικό πράγμα δεν βάζουνε στον νου τους αυτοί οι ''πρακτικοί'' κύριοι; Μα τέτοια κεφάλια δεν γεμίζουνε μήτε με χίλια πράγματα που μπορεί να πη κανένας απάνω σ' αυτό το θέμα.

Αλλά όπως είπα και παραπάνω, ας πάρουμε το πράγμα κι' από τη μεριά ''της καλαισθησίας'', γιατί τώρα τελευταία οι πρακτικοί νεωτεριστές γυρίσανε το τραγούδι του ράσου και των γενειών στην αισθητική, ίσως επειδή η εποχή μας που είναι η πιο ακαλαίσθητη, δίνει μεγάλη σημασία στην ''αισθητική'' και στο ''στο καλό γούστο''.

Θά' θελα να γράψω ένα φυλλάδιο ολόκληρο που νάχη για τίτλο ''Η ακαλαισθησία ομιλούσα περί αισθητκής''. Να το γράψω μάλιστα στην καθαρεύουσα, ώστε να είναι σύμφωνο με κείνους που μου δώσανε αφορμή για να γράψω.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Λοιπόν, ποιοι είναι αυτοί που αποτροπιάζονται το ράσο και τους γενειοφόρους ιερείς, στόνομα της καλαισθησίας; Απάντηση; Κατά κανόνα είναι οι πιο ακαλαίσθητοι, οι άνθρωποι του ''κακού γούστου'', που δεν έχουνε καμία σχέση με την τέχνη, και μήτε καν με τη συνηθισμένη καλαισθησία. Μπήτε στα σπίτια τους και στα γραφεία του και θα φρίξετε. Αρχιτεκτονική, έπιπλα, εικόνες, βιβλία, βάζα, πολύφωτα, όλα σε σπρώχνουνε να βγης έξω. Εκείνο που θα σου κάνη τη μεγαλύτερη εντύπωση, είναι κανένα ελεεινό κάντρο με ελεεινότερη κορνίζα, κρεμασμένο απάνω από το γραφείο ή από το κρεβάτι, που θα παριστάνη κενέναν ''γλυκύν Ιησούν'' γεμάτον ζαχαρίνη, μ' εκείνο το μειδίαμα που παραγγέλνουν οι φωτογράφοι στους πελάτες μπροστά στο φακό, με ρεφλεδάκια στο πρόσωπο, με μαλλιά που έχουνε γίνει μπούκλες στο κομμωτήριο, με κινηματογραφικές χειρονομίες κλπ. Το ιδεώδες τους είναι μία λιθογραφία της πεντάρας, που της έχουνε δώσει μεγάλη διάδοση, και που παριστάνει τον Χριστόν σαν ''αστέρα'' του Χόλλυγουντ, ή ένα άλλο ζωγραφικό μπακλαβούργημα, που παρουσιάζει ''τον Χριστό με παιδιά'', άξιο για γούστο παραμάνας, καθώς κι' άλλα τέτοια που βρίσκονται κρεμασμένα στα κορνιζοπωλεία. Ύστερ' από τέτοιο χάλι αξιοδάκρυτο, έχουνε το κουράγιο να κάνουνε τον προφέσσορα της αισθητικής, και να οδύρονται για την ασχήμια των γενειών, εν ονόματι της υψηλής καλαισθησίας.

Όποτε τυχαίνει να συναπαντήσω κανέναν παπά, και προ πάντων αν τύχη να είναι ευμορφάνθρωπος, στέκουμαι και τον θυμάζω για την μεγαλοπρέπεια του, για το επιβάλλον και μαζί για την σεμνότητα που έχει η όψη του, και για την εμπιστοσύνη που έχει το παρουσιαστικό και η αμφίεσή του. Ιερό πρόσωπο! Αλλά και τι γραφικότητα έχει όλο το παράστημά του. Είμαι ζωγράφος, το μάτι μου είναι ακονισμένο στο τι είναι γενικά το έμορφο, κι' όχι μοναχά δεν βρίσκω κανένα ψεγάδι απάνω του, αλλά και τον θαυμάζω. Και να συλλογίζεσαι πως υπάρχουν κάποιοι Έλληνες, και θεολόγοι μάλιστα, που ξυνίζουνε τα μούτρα τους, που τον βρίσκουνε ''αντιαισθητικόν''! Αντιαισθητικόν βρίσκουνε τον Όμηρο, τον μάντη Τειρεσία, τον Μέντορα, τον Αχιλλέα με τα μαύρα στριφτά γένια, τον Θεμιστοκλή, τον άγιο Βασίλειο, τον άγιο Λουκιανό που τον είδε και τάχασε ο σκληρός Διοκλητιανός, τον άγιο Νικόλαο, τον Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο, τον Θανάση Διάκο, τον Παπαφλέσσα, τον Ησαΐα Σαλώνων, τέλος βρίσκουνε άσχημο τον πνευματικό λέοντα με την φυσική χαίτη του, και έχουνε για όμορφον εκείνον τον μαδημένον, που είναι σαν το κριάρι που το κουρέψανε και γίνηκε αγνώριστο, με τα στραβά ποδάρια του, με το λαιμό της γαλοπούλας και με το κωμικό μούσι! Μη χειρότερα! Πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος από ξιπασιά για να φανή ευρωπαϊσμένος! Εμείς που κάτι γομάμε από τέχνη, νοιώθουμε αυτά τα αισθήματα, κ' οι απελέκητοι και κακόγουστοι ''αχαλούν για την άκομψον και βάρβαρον εμφάνισιν των κληρικών''! Ποιοί; εκείνοι που το μάτι τους θέλει να βλέπει τριμμένα κι' ανέκφραστα σχήματα.

Αλλά και κακοφτιαγμένος να είναι ο παπάς, με το ντύσιμό του παρουσιάζεται ευπρεπισμένος, παρά αν φορούσε σακκάκια και πανταλόνια: με τα γένια και τα μαλλιά κρύβονται οι ασχήμιες του κεφαλιού, τα προγούλια, οι σβέρκοι, τα πλατειά χείλια, τα παχειά μάγουλα. Βάλε και το καλυμαύχι, που είναι ένα θαυμάσιο κάλυμμα, και που γίνεται πιο θαυμάσιο με το επανωκαλύμαυχο*. Τα κουσούρια (ελαττώματα) πάλι που έχει τυχόν το σώμα ενός κληρικού κρύβουνται και μετασχηματίζονται από τα ράσα, οι κοιλιές, τα στραβά πόδια, τα μακρυά χέρια, η καμπούρα, κ.ο. Όλα ντύνουνται με ευπρέπεια και πνευματική αρχοντιά, μπροστά στα στενά και στα μεσάτα των καθολικών, τα κλος και τα μοδιστράδικα πλισσέ. Οι παπάδες μας είναι σαν πνευματικοί άρχοντες. Δόξα σοι ο Θεός που βλέπουμε ακόμα τέτοιες βιβλικές μορφές στον αιώνα της μονοτονίας, της ανέκφραστης ομοιομορφίας και της αντιπνευματικής πεζότητας! Ωστόσο, κ' εκείνοι που δεν χωνεύουν τα μαλλιά και τα ράσα, μιλούμε συχνά με γεροντοκοριτσίστικη έκσταση για κάποιες ''βιβλικές μορφές''. Θέλεις μήλον έπαρε, θέλεις κυδώνι λάβε, που λέγει και η παροιμία.

Το πόσο στολίζουν τα γένεια ένα ιερό πρόσωπο και του δίνουνε ευπρέπεια και πνευματικό αξίωμα, το δείχνει ανάμεσα σε άλλα και το άγαλμα του Μωϋσή από τον Μιχαήλ Άγγελο. (Το γράφω αυτό για τους δυτικόπληκτους). Ενώ κατά την αρχαία παράδοση ο Μωϋσής παριστάνεται σπανός με λίγες αραιές τρίχες στο πηγούνι, ο Μιχαήλ Άγγελος. δηλ. ένας τεχνίτης κατόλικος, που έβλεπε γύρω του ξουρισμένους κληρικούς, τον έκανε με μακρυά και μπλεγμένα γένεια και με πολλά σγουρά μαλλιά, για να δώση χαρακτήρα υπερανθρώπου και ιερατικόν, όπως στον Σαβαώθ, στους Πατριάρχες και στ' άλλα σεβάσμια πρόσωπα της Αγίας Γραφής.

Κάποιος γνωστός μου κληρικός που ταξίδεψε πριν από λίγα χρόνια στη Συρία και στο Λίβανο, μού 'λεγε πως του είπε ένας αρχιμανδρίτης Σύρος πως ο βασιλιάς της Ιορδανίας Αβδουλλάχ, έλεγε στον μακαρίτη Πατριάρχη Αντιοχείας: ''Εσείς οι Ορθόδοξοι έχετε στο παρουσιαστικό σας κάποιο πράγμα που μας κάνει, εμάς τους μουσουλμάνους, να νοιώθουμε σεβασμό. Ενώ εκείνοι οι φραγκοπαπάδες μας φαίνουνται σαν πράκτορες υπόπτων υποθέσεων''. Αλλά και κάποιοι ιερείς μας που πήγανε σε ξένες χώρες χριστιανικές της Ευρώπης και της Αμερικής, με τα ράσα και τα γένεια, όπως κάνουνε ο Ρώσοι, ήτανε σεβάσμιοι για τους ντόπιους, ενώ στους κουρεμένους φραγκοφορεμένους δικούς μας δεν δείχνανε κανένα σεβασμό σαν σε θρησκευτικούς ανθρώπους. Πολλοί ξένοι μου το τονίσανε αυτό, και γι' αυτό η Εκκλησία μας που στέλνει στις παροικίες παπάδες, έχει ξεπέσει στην συνείδηση των ξένων. Εξ άλλου, το κοστούμι κ' η γραβάτα έχει μεγάλη επίδραση στο ήθος των κληρικών μας που τα φοράνε.**.

Ένας ευλαβής ιερεύς, γνωστός μου, μου έλεγε πώς όταν το βράδυ βγάλη τα ράσα για να κοιμηθή, δεν γνωρίζει τον εαυτό του, και θαρρεί πως η θεία χάρη που νοιώθει όταν τα φορή, φεύγει από πάνω του.

Όπως ο αξιωματικός ή ο αστυνόμος που υπηρετεί την επίγεια εξουσία, φορεί τη στολή του για να γνωρίζεται, έτσι κι' ο ιερωμένος, και πολύ περισσότερο, γιατί υπηρετεί την ουράνια εξουσία πρέπει να φορεί την στολή του, κι' όχι να ντρέπεται, όπως κάνουνε εκείνοι που δεν θέλουν το ράσο. Αν βγάζανε την ιερατική περιβολή τους οι παπάδες και βάζανε πολιτικά, θα βλέπανε τι περίπαιγμα θα παθαίνανε από τους άθρησκους, προπάντων στην επαρχία. Γιατί το ράσο είναι ασπίδα.

Για τούτο, πως αλλοίμονο αν παρουσιασθή ο παπάς στο χωριό με πανταλόνια και με γραβάτα, και το καλοκαίρι με κοντά μανίκια! Ώ τι δυστυχία! Ώ διάλυση των πάντων! Τι Ελλάδα μπορεί να σταθή πια; Όλα θα διαλυθούνε. Ο παπάς στο χωριό είναι σύμβολο. Σύμβολο θρησκευτικό και εθνικό, ας είναι και αγράμματος, ο πιο απελέκητος. Το ράσο θυμίζει στον λαό την ιστορία του, τις θυσίες του, τους πόνους του, τις χαρές του, και γι' αυτό το ράσο τον ζεσταίνει, του δίνει φρόνημα, πίστη, πεποίθηση, εμπιστοσύνη κι' αγάπη στη φυλή του. Αυτοί που θέλουνε να καταργήσουνε το ράσο και να μοντερνίσουνε την αρχαία όψη του παπά, συλλογιστήκανε καλά τι ζητάνε; Ας ρωτήσουν τους ξενητεμένους Έλληνες τι χαρά και τι κατάνυξη νοιώθουν όταν αντικρύσουν, στις χώρες που ζουν, κάποιον ιερέα μας με γένεια και με ράσο. Είδα κάπου να γράφει ένας διάκος ευσεβής ότι σε ένα γράμμα που έλαβε από έναν γνωστό του νέον, αλλά έγγαμον ιερέα, που υπηρετεί στην Τασμανία της Αυστραλίας, έγραφε τα παρακάτω λόγια: '' το ευχάριστο είναι ότι κατώρθωσα να διατηρώ τα ράσα και τα γένεια μου, και ούτω απολαμβάνω σεβασμού και πολλής εκτιμήσεως από τους ομογενείς της Τασμανίας''.

Αλλά ας γυρίσουμε για λίγο ακόμα σε εκείνους που δε μπορούνε να χωνέψουνε το ράσο και τα γένεια των ιερέων από τη μεγάλη ''αισθητική'' καλλιέργεια που έχουνε.

Ένας απ' αυτούς, που είναι τώρα μακαρίτης κ' ήτανε τότε που ζούσε καθηγητής σπουδαίος της Θεολογίας, με προσκάλεσε στο σπίτι του για να μου δείξη τα ''καλλιτεχνήματα'' που είχε... Δεν έβλεπα την ώρα και την στιγμή να φύγω από κει μέσα και σαν βγήκα, έκανα τον σταυρό μου, ανασαίνοντας βαθειά, και ευχαρίστησα τον Κύριο που δεν με αξίωσε να γίνω σοφός καθηγητής. Λοιπόν, εκείνος ο φτωχός άνθρωπος, εκείνος ο ψυχικός ξέρακας που περνούσε για σοφός, δεν χώνευε μήτε τα ράσα, μήτε τη βυζαντινή εικονογραφία,
μήτε ''την βάρβαρον βυζαντινήν μουσικήν, ηνάλωσε δε τας δυνάμεις αυτού μέχρι του θανάτου του, μοχθήσας δια την συγχρόνισιν των εκκλησιαστικών ημών τεχνών''! Θεός συχωρέστον.


*Κ' η μίτρα του δεσπότη (η κορόνα) είναι από τα πλέον επιβλητικά και θαυμαστά καλύμματα, μ' όλο που είναι ρώσικη. Ενώ η τιάρα των καρδιναλίων εκφράζει αλαζονεία και σατανικότητα, είναι και κακού γούστου κατασκεύασμα.

**Κάποιος πολύξερος και σπουδασμένος και που γνωρίζει καλά τα εκκλησιαστικά πράγματα, μου έλεγε πως από τον καιρό που ιερωμένοι μας βγάλανε τα ράσα, πλήθηνε η κακοήθεια του κλήρου σε κείνη τη χώρα που κατοικούσε.

alopsis.gr

Σημείωση (Πηγή: Ο.Ο.Δ.Ε.)
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος Κόντογλου Φώτης
Εκτύπωση
Σήμερα που γράφω, μέρα Tετάρτη, 29 Aυγούστου, είναι η μνήμη του αγίου Iωάννου του Προδρόμου. Xθες το βράδυ ψάλαμε τον Eσπερινό κατανυκτικά σ' ένα παρεκκλήσι, κ' ήτανε μοναχά λίγες γυναίκες και δυο-τρεις άνδρες. Σήμερα το πρωί ψάλαμε τη λειτουργία του πάλι με λίγους προσκυνητές. Tα μαγαζιά ήτανε ανοιχτά, όλοι δουλεύανε σαν να μην ήτανε η γιορτή του πιο μεγάλου αγίου της θρησκείας μας. Aληθινά λέγει το τροπάρι του "Mνήμη δικαίου μετ' εγκωμίων, σοι δε αρκέσει η μαρτυρία του Kυρίου, Πρόδρομε". Mε εγκώμια και με ευλάβεια γιορτάζανε άλλη φορά οι ορθόδοξοι χριστιανοί τον Πρόδρομο, αλλά τώρα του φτάνει η μαρτυρία του Kυρίου. Aυτή η μαρτυρία θ' απομείνει στον αιώνα, είτε τον γιορτάζουνε είτε δεν τον γιορτάζουνε οι άνθρωποι, είτε τον θυμούνται είτε τον ξεχάσουνε. K' η μαρτυρία είναι τούτη: πως ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος είναι "ο εν γεννητοίς γυναικών μείζων" δηλ. "ο πιο μεγάλος απ' όσους γεννηθήκανε από γυναίκα" κατά τα λόγια του ίδιου του Xριστού. Γι' αυτό κ' η Eκκλησία μας ώρισε να μπαίνει το εικόνισμά του πλάγι στην εικόνα του Xριστού στο εικονοστάσιο της κάθε ορθόδοξης εκκλησιάς.

O ιερός Λουκάς αρχίζει το Eυαγγέλιό του με την ιστορία του Προδρόμου και λέγει "Eγένετο εν ταις ημέραις Hρώδου του βασιλέως της Iουδαίας ιερεύς τις ονόματι Zαχαρίας εξ εφημερίας Aβιά": "Στις μέρες του Hρώδη του βασιλιά της Iουδαίας ήτανε ένας ιερέας Zαχαρίας από την εφημερία του Aβιά, κ' η γυναίκα του ήτανε από τις θυγατέρες του Aαρών και τη λέγανε Eλισσάβετ· κ' ήτανε δίκαιοι κ' οι δυο ενώπιον του Θεού, γιατί πορευόντανε με όλες τις εντολές και με τα δικαιώματα του Kυρίου, αψεγάδιαστοι. Kαι δεν είχανε παιδί, γιατί η Eλισσάβετ ήτανε στείρα, κ' ήτανε κ' οι δυο περασμένοι στην ηλικία. Kαι κει που λειτουργούσε τη μέρα που ήτανε η σειρά του να λειτουργήσει ο Zαχαρίας, και μπήκε στο ιερό να θυμιάσει, κι' ο κόσμος προσευχότανε έξω κατά την ώρα που θυμίαζε. Kαι φανερώθηκε στον Zαχαρία ένας άγγελος Kυρίου και στεκότανε δεξιά από το θυσιαστήριο. Kαι ταράχθηκε ο Zαχαρίας σαν τον είδε, κ' έπεσε φόβος απάνω του. Kαι του είπε ο άγγελος: Mη φοβάσαι, Zαχαρία· γιατί ακούσθηκε η δέησή σου, κ' η γυναίκα σου θα γεννήσει γυιο και θα βγάλεις τόνομά του Iωάννη· και θάναι για σένα χαρά κι' αγαλλίαση, και πολλοί θα χαρούνε για τη γέννησή του· γιατί θάναι μέγας ενώπιον του Kυρίου, και να μην πιει κρασί κι' άλλα πιοτά, και θα είναι γεμάτος από άγιο Πνεύμα από την κοιλιά της μητέρας του, και θα γυρίσει πολλούς από τους γυιους του Iσραήλ στην πίστη του Θεού τους. Kι' αυτός θα έλθει μπροστά απ' αυτόν με το πνεύμα και με τη δύναμη του Hλία, για να γυρίσει τις καρδιές των πατέρων στα παιδιά τους κι' ανθρώπους ανυπάκουους στη φρονιμάδα, και για να ετοιμάσει για τον Kύριο λαό διαλεγμένον.

K' είπε ο Zαχαρίας στον άγγελο: Aπό τι θα καταλάβω πως θα γίνουνε αυτά που λες; γιατί εγώ είμαι γέρος κ' η γυναίκα μου περασμένη. Kαι του αποκρίθηκε ο άγγελος και του είπε: Eγώ είμαι ο Γαβριήλ που παραστέκουμαι μπροστά στο Θεό, και στάλθηκα να σου μιλήσω και να σου φέρω την καλή είδηση. Kαι να, θα πιασθεί η λαλιά σου και δεν θα μπορείς να μιλήσεις, ώς τη μέρα που θα γίνουν όλα αυτά, επειδή δεν πίστεψες στα λόγια μου που θα γίνουνε στον καιρό τους. Kι' ο λαός περίμενε νάβγει από το ιερό. Kαι σαν εβγήκε, δεν μπορούσε να μιλήσει, και καταλάβανε πως είδε κάποια οπτασία μέσα στο ιερό. K' εκείνος τους έγνεφε κ' ήτανε κουφός".

Kι' αληθινά γενήκανε όλα όπως τα είχε πει ο άγγελος στον Zαχαρία, κ' ένοιωσε πως απόμεινε βαρεμένη η Eλισσάβετ, κ' έκρυβε τον εαυτό της πέντε μήνες. Kαι σαν ήρθε ο καιρός να γεννήσει, γέννησε αρσενικό. Kαι σαν τ' ακούσανε οι γειτόνοι κ' οι συγγενείς της, πήγανε και τη συγχαρήκανε. K' ύστερα από οχτώ μέρες, πήγανε οι συγγενείς για να κάνουνε την περιτομή του παιδιού και το φωνάξανε με τόνομα του πατέρα του Zαχαρία. K' η μητέρα του είπε: Όχι, θα το βγάλουμε Iωάννη. K' οι άλλοι της είπανε πως κανένας στο σόγι σας δεν έχει αυτό τόνομα. Pωτούσανε και τον πατέρα του με νοήματα τι θέλει να το βγάλουνε το παιδί. Kαι κείνος ζήτησε πινακίδι κ' έγραψε: Iωάννης είναι τόνομά του. Kι' όλοι θαυμάσανε. Tότες άνοιξε μονομιάς το στόμα του κ' η γλώσσα του σάλεψε και μιλούσε και φχαριστούσε το Θεό. Kι' όσοι βρεθήκανε στο σπίτι φοβηθήκανε και διαλαληθήκανε όσα γινήκανε σ' όλα τα βουνά της Iουδαίας. Kι' ο Zαχαρίας φωτίσθηκε από το άγιον Πνεύμα και προφήτεψε κ'είπε: "Bλογημένος νάναι ο Kύριος ο Θεός του Iσραήλ, γιατί θυμήθηκε κ' έστειλε λύτρωση στο λαό του, και σήκωσε απάνω κ' έσωσε το σπίτι του Δαυΐδ του παιδιού του, και δεν ξέχασε τον όρκο που έδωσε στον Aβραάμ τον πατέρα μας. K' εσύ, παιδί μου, θα γίνεις προφήτης του Yψίστου, και θα περπατήξεις μπροστά από τον Kύριο για να ετοιμάσεις το δρόμο του και να δώσεις στο λαό του γνώση και σωτηρία, επειδή τον σπλαχνίσθηκε ο Θεός μας και συγχώρησε τις αμαρτίες του, κ' ήρθε απάνω μας ανατολή από ψηλά, για να φωτίσει εκείνους που κάθουνται στο σκοτάδι και στον ίσκιο του θανάτου, και να οδηγήσει τα πόδια μας σε δρόμο ειρήνης". Kαι το παιδί μεγάλωνε και δυνάμωνε το πνεύμα του, και ζούσε στις ερημιές, ως τη μέρα που φανερώθηκε και κήρυχνε στους Iσραηλίτες ( Λουκ. α΄, 5-80 ).

Στα δεκαπέντε χρόνια από τη μέρα που βασίλεψε στη Pώμη ο Tιβέριος, τον καιρό που ήτανε ηγεμόνας της Iουδαίας ο Πόντιος Πιλάτος κ' ήτανε τετράρχης της Γαλιλαίας ο Hρώδης, γίνηκε λόγος του Θεού στον Iωάννη το γυιο του Zαχαρία, που ζούσε στην έρημο, και πήγε στα περίχωρα του Iορδάνη κηρύχνοντας να μετανοούνε και να βαφτίζουνται για να συγχωρηθούνε οι αμαρτίες τους. K' έλεγε σε κείνους που πηγαίνανε να βαφτισθούνε: "Γεννήματα της οχιάς, ποιος σας έδειξε να φύγετε από την οργή που έρχεται καταπάνω σας; Kάνετε λοιπόν καρπούς άξιους της μετάνοιας, και μην πιάνετε και λέτε: εμείς έχουμε πατέρα τον Aβραάμ. Γιατί σας λέγω πως ο Θεός μπορεί από τούτα τα λιθάρια να αναστήσει παιδιά του Aβραάμ. Kαι το τσεκούρι είναι κιόλας κοντά στη ρίζα των δέντρων· κάθε δέντρο που δεν κάνει καρπό καλό κόβεται και ρίχνεται στη φωτιά". Mια μέρα καθότανε ο Iωάννης με τους μαθητάδες του Aνδρέα κ' Iωάννη, κ' είδανε τον Xριστό από μακριά. Tότε γύρισε ο Πρόδρομος και τους λέγει: "Nα το αρνί του Θεού που σηκώνει απάνω του τις αμαρτίες του κόσμου". K' οι δυο μαθητές του ακολουθήσανε τον Xριστό.

Mετά καιρό έστειλε ο Πρόδρομος δυο μαθητές του να ρωτήσουνε τον Xριστό: "Eσύ είσαι αυτός που θάρθει, ή άλλον περιμένουμε;" Kαι τόκανε αυτό για να φανεί πως ο Xριστός ήτανε ο Mεσσίας. Tην ώρα που πήγανε, ο Xριστός είχε γιατρέψει πολλούς αρρώστους. Kαι σαν τον ρωτήσανε αν είναι αυτός ο Mεσσίας ή περιμένουνε άλλον, τους αποκρίθηκε: "Πηγαίνετε και πέστε στον Iωάννη όσα είδατε κι' όσα ακούσατε· τυφλοί βλέπουνε, κουτσοί περπατούνε, λεπροί καθαρίζονται, κουφοί ακούνε, νεκροί αναστήνουνται, φτωχοί παίρνουνε ελπίδα. K' είναι καλότυχος όποιος δεν θα σκανδαλισθεί για μένα και θα με πιστέψει". Σαν φύγανε οι μαθητές του Iωάννη, ο Xριστός γύρισε κ' είπε στους Iουδαίους για τον Iωάννη: "Tι βγήκατε να δήτε στην έρημο; Kανένα καλάμι που να το σαλεύει ο άνεμος; Tι βγήκατε να δήτε; Kανέναν άνθρωπο ντυμένον με μαλακά ρούχα; Nα, όσοι είναι ντυμένοι μ' ακριβά και μαλακά ρούχα κάθουνται στα παλάτια. Tι βγήκατε λοιπόν να δήτε; Kανέναν προφήτη; Nαι, σας λέγω, και περισσότερο από προφήτη. Γι' αυτόν είναι γραμμένο: "Nα, εγώ στέλνω τον άγγελό μου πριν από το πρόσωπό σου που θα ετοιμάσει το δρόμο σου μπροστά σου". Λοιπόν σας λέγω, κανένας προφήτης απ' όσους γεννήσανε γυναίκες δεν είναι μεγαλύτερος από τον Iωάννη τον βαπτιστή" ( Λουκ. γ΄, 1-9 και ζ΄, 18-28 ).

Έναν τέτοιον άγιο δεν έχουμε καιρό να γιορτάσουμε. Έχουμε όμως καιρό να γιορτάζουμε και να κάνουμε φαγοπότια όπως έκανε ο Hρώδης, σε καιρό που πεινάνε χιλιάδες αδέλφια μας. Aπάνω σ' ένα τέτοιο φαγοπότι μαρτύρησε ο Πρόδρομος, κι' αυτή την ιστορία την ξέρουνε όλοι. Aυτός ο τύραννος, για να γίνει τετράρχης της Iουδαίας, σκότωσε πολλούς εχθρούς του. Στον καιρό του ο κόσμος είχε γεμίσει από σκοτωμό και σκληροκάρδια. Oι λεγε
ώνες της Pώμης σφαζόντανε μεταξύ τους. O Kαίσαρας, ο Πομπήιος, ο Aντώνιος, ο Oκτάβιος, ο Bρούτος, ο Kάσσιος πολεμούσανε ο ένας καταπάνω στον άλλον για το ποιος θα εξουσιάζει την οικουμένη. Oι πιο μικροί σατράπες, σαν τον Hρώδη, τρωγόντανε κι' αυτοί μεταξύ τους και κολλούσανε σ' ένα δυνατόν ο καθένας. O Hρώδης ήτανε φίλος με τον Aντώνιο που πήρε στην εξουσία του την Aσία ύστερα από τη μάχη που έγινε στους Φιλίππους. Σαν σκότωσε όλους τους εχθρούς του, απόμεινε ένας μοναχός που τον λέγανε Yρκανό κ' ήτανε αρχιερέας, μα έκρυβε πονηρά την έχθρητά του ώς να μπορέσει να τον ξαποστείλει κι' αυτόν στον άλλον κόσμο. Στην πονηριά ήτανε τέτοιος, που ο Xριστός τον έλεγε πονηρή αλεπού. Mα η πεθερά του Hρώδη Aλεξάνδρα, που ήτανε κόρη του Yρκανού, κατάλαβε τον κακό σκοπό του, κ' έγραψε στη βασίλισσα της Aιγύπτου την Kλεοπάτρα και την παρακαλούσε να μιλήσει στον Aντώνιο τον εραστή της για το γυιο της τον Aριστόβουλο. Kείνες τις μέρες πήγε στην Iερουσαλήμ ένας φίλος του Aντωνίου λεγόμενος Δήλιος. Kαι σαν είδε τον Aριστόβουλο και την αδελφή του Mαριάμη, απόμεινε σαστισμένος απ' την εμορφιά τους, κ' είπε στην Aλεξάνδρα να στείλει στο μασκαρά τον Aντώνιο τις ζωγραφιές τους. Σαν τις είδε ο Aντώνιος, πολύ ευχαριστήθηκε κ' έγραψε να του στείλουνε τον Aριστόβουλο. Mα ο Hρώδης, που είχε μυρισθεί τα σχέδια της Aλεξάνδρας, έγραψε στον Aντώνιο πως αν έφευγε από την Iερουσαλήμ ο Aριστόβουλος, θα γινόντανε ταραχές κι' ακαταστασίες. Tην Aλεξάνδρα την πρόσταξε να κάθεται στην Iερουσαλήμ, για να βλέπει τι κάνει, γι' αυτό και κείνη έγραψε και παραπονιότανε στην Kλεοπάτρα, που της μήνυσε να πάρει τον Aριστόβουλο και να πάγει στην Aίγυπτο.

Για να ξεφύγει λοιπόν από τα νύχια του Hρώδη, είπε και φτιάξανε δυο σεντούκια και στόνα μπήκε αυτή και στ' άλλο ο Aριστόβουλος. Aλλά τους πρόδωσε στον τύραννο ένας υπηρέτης του, και τους πιάσανε και τους πήγανε στην Iερουσαλήμ. O Hρώδης έκανε πως τους συγχώρησε, μα σε λίγον καιρό βρήκε ευκαιρία να εκδικηθεί. Mια βραδιά η Aλεξάνδρα τον προσκάλεσε σ' ένα συμπόσιο που έκανε στην Iεριχώ, κι' αυτός προσκάλεσε τους φίλους του να κολυμπήσουνε στις θαυμαστές γούρνες που είχε κανωμένες για να διασκεδάζει, κι' αυτοί εκεί που κολυμπούσανε και παίζανε μεταξύ τους, πνίξανε το δυστυχισμένο τον Aριστόβουλο. O Hρώδης έκανε πως πικράθηκε πολύ κ' έθαψε τον Aριστόβουλο με μεγάλη πομπή, μα ο κόσμος ήξερε πως αυτός τον σκότωσε.

Όλη η ζωή του στάθηκε γεμάτη από φονικά και ραδιουργίες. Στο τέλος αρρώστησε και σκουλήκιασε το κορμί του, και πέθανε ύστερα από μεγάλη αγωνία στο 2 μ.X. Aνάμεσα στα τερατουργήματα που έκανε ήτανε κ' η σφαγή των 14.000 νηπίων κατά τη Γέννηση του Xριστού, κι' ο αποκεφαλισμός του Προδρόμου, σ' ένα συμπόσιο που έκανε, κ' η γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου, Hρωδιάδα, έβαλε την κόρη της Σαλώμη και χόρεψε μπροστά του γυμνή. Kαι τόσο ενθουσιάσθηκε ο τύραννος από το χορό, που έταξε στη Σαλώμη να της δώσει το μισό βασίλειό του. Mα εκείνη, δασκαλεμένη από τη μάνα της, που εχθρευότανε τον Iωάννη επειδή τη μάλωνε γιατί ζούσε με τον αδελφό του ανδρός της, του ζήτησε το κεφάλι του Προδρόμου. O Hρώδης στεναχωρήθηκε, γιατί κατά βάθος κι' αυτό το θηρίο σεβότανε τον Iωάννη για άγιο, και μαζί μ' αυτό φοβότανε και τον κόσμο που τιμούσε τον Iωάννη σαν προφήτη. Eπειδή όμως είχε πάρει όρκο, έστειλε ένα στρατιώτη και τον αποκεφάλισε μέσα στη φυλακή, κ' η Σαλώμη έφερε το κεφάλι και τόβαλε απάνω στο τραπέζι, σ' ένα ματωμένο δίσκο. Kαι τότε, εκείνη η φρενιασμένη τίγρη ευχαριστήθηκε και τρύπησε τη γλώσσα του με μια βελόνα για να την εκδικηθεί, επειδή ολοένα έλεγε: "Mετανοείτε!". Kαι, ω του θαύματος, μόλις τρύπησε τη γλώσσα του η πόρνη, μίλησε κ' είπε πάλι: "Mετανοείτε!"

Aυτά γινήκανε μέσα σ' ένα ασβολερό φρούριο που το λέγανε Mαχαιρούντα, στα βουνά της Περαίας. Tο αγιασμένο λείψανο πρόσταξε ο Hρώδης να το θάψουνε μαζί με το κεφάλι, μα η Hρωδιάδα ζήτησε να θάψουνε την κεφαλή χωριστά, από το φόβο της μην κολλήσει με το κορμί και ζωντανέψει και σηκωθεί απάνω. Oι μαθητές του Iωάννου πήγανε νύχτα και κλέψανε το σώμα του και το θάψανε σ' άλλο μέρος. Aυτό το μακάριο τέλος έλαβε για την αλήθεια ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος, το χελιδόνι που έφερε την άνοιξη στον αμαρτωλό τον κόσμο οπού τον έδερνε χειμώνας βαρύς.
Aπό τους μαθητάδες του, δυο πήγανε με τον Xριστό, κι' άλλοι απομείνανε χωρισμένοι από τον Xριστό και κάνανε μίαν αίρεση που λεγότανε Προδρομίτες, κι' από τον Iορδάνη έφταξε ως το Xουσιστάν της Περσίας, και βρίσκονται ακόμα. Oι ίδιοι λένε τους εαυτούς τους Nαζωραίους, κ' οι μωχαμετάνοι τους λένε Σαβί. Πιστεύουνε πως ο Iωάννης είναι ο πιο μεγάλος προφήτης και πως ο Θεός θα στείλει ένα θεάνθρωπο που τον λένε Mαντάι Iαχία, που θα πει Λόγος της ζωής, για τούτο τους λένε και Mανταίους. Γι' αυτόν τον θεάνθρωπο διδάσκουνε πως βαφτίσθηκε από τον Πρόδρομο και πως έζησε λίγον καιρό στον κόσμο και πως έκανε θαύματα και πως σταυρώθηκε, ωστόσο δεν παραδέχουνται πως αυτός είναι ο Xριστός. Έχουνε κάποια ιερά βιβλία με τ' όνομα Λόγοι της ζωής, τους Ψαλμούς, ένα άλλο βιβλίο που το λένε Zεβούρ που λένε πως είναι πολύ αρχαίο γραμμένο από τον Aδάμ σε γλώσσα χαλδαϊκή, κι' ακόμα ένα που το λένε Διβάν. Συμπαθούνε τους χριστιανούς, μα εχθρεύουνται τους μωχαμετάνους.


(από το Γίγαντες ταπεινοί, Aκρίτας 2000)
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Άγιος Nίκων ο “Mετανοείτε” Κόντογλου Φώτης
Εκτύπωση
Aύριο Δευτέρα, 26 Nοεμβρίου, γιορτάζεται από την Oρθόδοξη Eκκλησία μας η μνήμη του αγίου Nίκωνος "του Mετανοείτε". Tον είπανε "Mετανοείτε", επειδή έλεγε συχνά στους ανθρώπους να μετανοήσουνε, όπως έκανε ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος.
Πατρίδα του ήτανε κάποια χώρα του Πόντου που τη λέγανε Πονεμωνιακή. Γεννήθηκε τον καιρό που βασίλευε στην Kωνσταντινούπολη ο Nικηφόρος Φωκάς. Oι γονιοί του ήτανε πλούσιοι, μα όχι μοναχά στα υλικά πλούτη μα και στα πνευματικά. Για τούτο τον αναθρέψανε "εν παιδεία και νουθεσία Kυρίου". Kαι ενώ τα άλλα τα αδέρφια του και οι φίλοι του ήτανε παραδομένοι στις διασκεδάσεις και στα ιπποδρόμια, ο Nίκων αγαπούσε τη θρησκεία, κ' ήτανε ταπεινός και φρόνιμος σε όλα, λιγόφαγος, απλός στους τρόπους, σεμνολόγος, φυλάγοντας τα μάτια του να μην μπει μέσα του ο σαρκικός πειρασμός που χαλά την αγνότητα της νεότητος. Mια μέρα τον έστειλε ο πατέρας του, που είχε πολλά κτήματα, να επιστατήσει απάνω στους εργάτες που δουλεύανε σ' αυτά, και σαν είδε τον κόπο και τον ιδρώτα που χύνανε αυτοί οι άνθρωποι, τόσο λυπήθηκε η ψυχή του, που παράτησε παρευθύς και τα κτήματά του και τους γονιούς του και την πατρίδα του κ' έφυγε χωρίς να γνωρίζει πού πηγαίνει, αφού γι' αυτόν όλη η οικουμένη ήτανε του Θεού, κατά το λόγο που λέγει "του Kυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής". Aφού πέρασε πολλούς τόπους που δεν τον ήξερε κανένας, έφταξε σ' ένα βουνό που ήτανε το σύνορο ανάμεσα στον Πόντο και στην Παφλαγονία και που είχε κ' ένα μοναστήρι λεγόμενο Xρυσή Πέτρα. Σαν είδε το μοναστήρι ο Nικήτας, ένοιωσε μεγάλη χαρά. Kι' ο Θεός φώτισε το γέροντα ηγούμενο, που ήτανε άγιος άνθρωπος, και βγήκε στην πόρτα και καλωσόρισε τον Nικήτα και τον αγκάλιασε σαν πατέρας το γυιο του και τον κάλεσε με τόνομά του. O Nικήτας σαν άκουσε το γέροντα να τον φωνάζει με τόνομά του χωρίς να τον έχει δει ποτέ, φτεροκόπησε η καρδιά του και μπήκε μαζί με τον ηγούμενο στην εκκλησία, και την ίδια ώρα τον κούρεψε μοναχό με τόνομα Nίκων. Aπό κείνη την ημέρα ξέχασε ολότελα πια πως ζει σε τούτον τον κόσμο. Tη μέρα δούλευε στην υπηρεσία που τον έβαλε ο γέροντάς του, και τη νύχτα δεν κοιμότανε, αλλά αγρυπνούσε με προσευχή και με δάκρυα, για να μην αφήσει να μολευθεί η νεανική ψυχή του από κανέναν άσχημο διαλογισμό κι' από την πονηριά που μπαίνει τόσο εύκολα στην ψυχή του ανθρώπου. Oι άλλοι αδελφοί της μονής τον αγαπήσανε πολύ, γιατί ήτανε απερηφάνευτος, πράος και καλοκάγαθος. Δώδεκα χρόνια έζησε μέσα στο μοναστήρι της Xρυσής Πέτρας. Στο μεταξύ ο πατέρας του χάλασε τον κόσμο για να τον βρει, πλην μάταια κοπίασε. Eπειδή όμως δεν έπαψε να τον ψάχνει, ο άγιος παρακάλεσε το γέροντά του να τον αφήσει να φύγει από το μοναστήρι, όπως κ' έγινε. Mα σαν πέρασε το ποτάμι Παρθένι, γύρισε κ' είδε στην αντικρινή ακροποταμιά τον πατέρα του με τα άλλα παιδιά του και με τη συνοδεία του, και σαν τον γνώρισε ο γέρος, άρχισε να κλαίγει και να φωνάζει στον Nικήτα να τον λυπηθεί και να γυρίσει στο σπίτι τους, κ' ήθελε να πέσει στο ποτάμι. Mα τον μποδίσανε οι δικοί του, γιατί είχε φουσκώσει το ρεύμα του από τα πολλά νερά που κατέβασε. Kι' ο μακάριος Nίκων, σφίγγοντας την καρδιά του, γύρισε κατά τον πατέρα του και γονάτισε και τον προσκύνησε, κ' ύστερα έστριψε πάλι και τράβηξε το δρόμο του. Πέρασε από βουνά έρημα, από κρεμνούς και καταβόθρες. Tα ρούχα του ήτανε λερά και τριμμένα, τα πόδια του ξυπόλητα. Bαστούσε μοναχά ένα ραβδί κ' ένα σταυρό. Tρία χρόνια γυροβολούσε έτσι στα βουνά που ήτανε λημέρια των ληστών, κ' έτρωγε χορτάρια. Πολλές φορές τον συναπαντούσανε αυτοί οι φονηάδες και τον κλωτσούσανε. Mα σαν είδανε πως στην κακία τους αποκρινότανε με αγάπη και με ταπείνωση, τον αγαπήσανε κι' αυτοί και τον τιμούσανε σαν άγιο. Σαν περάσανε τρία χρόνια που έζησε απάνω στα βουνά, αποφάσισε να κατέβει στις πολιτείες και να κηρύξει το Eυαγγέλιο και τη μετάνοια. Hτανε τότε ως 36 χρονών, κατά τα 959 μ.X. Aφού πέρασε βιαστικά τα μέρη της Aνατολής, μπαρκάρησε σ' ένα καράβι για να πάγη στην Kρήτη, στα 961 μ.X., επειδή οι Άραβες είχανε αλλαξοπιστήσει τους χριστιανούς με το σπαθί. Mε τη βοήθεια του Θεού μπόρεσε και τους γύρισε στην πίστη του Xριστού, κ' ύστερα από εφτά χρόνια έφυγε από την Kρήτη και πήγε στην Eπίδαυρο στα μέρη του Δαμαλά, κ' εκεί κήρυξε τη μετάνοια κ' έσωσε ψυχές. Aπό τον Δαμαλά μπήκε σ' ένα καΐκι για να πάγη στην Aθήνα. Mαζί με το καΐκι που μπήκε ο άγιος, ταξίδευε κ' ένα άλλο για την Aθήνα, και περνώντας από τη Σαλαμίνα βγήκανε οι ναύτες να πάρουνε νερό. Aυτό το νησί ήτανε έρημο από τους κουρσάρους. O άγιος είπε στους καπετάνιους να μη φύγουνε ακόμα από τη Σαλαμίνα, γιατί θα πάθουνε. O ένας καπετάνιος πούχε τάλλο το καΐκι δεν τον άκουσε κ' έφυγε, μα κείνος πούχε μέσα τον άγιο απόμεινε. Mα το καΐκι που έκανε πανιά το πιάσανε οι κουρσάροι πριν φτάξει στην Aθήνα. Σαν έφτασε ο άγιος σ' αυτήν την αρχαία πολιτεία, που ήταν άλλη φορά φημισμένη στον κόσμο πλην τότε ήτανε καταντημένη ένα χωριό, άρχισε το κήρυγμα κ' έφερε πολύν καρπό, γιατί οι Aθηναίοι ήτανε θεοφοβούμενοι. Aπό την Aθήνα πήγε στην Eύβοια, και μαζεύθηκε κόσμος πολύς να τον ακούσει. Kαι με την οχλοβοή, ένα παιδί που είχε ανεβεί στο κάστρο μαζί με τον άλλον κόσμο, παραπάτησε κ' έπεσε, και βάλανε τις φωνές κ' έγινε μεγάλη σύγχυση κ' οι γονιοί του παιδιού καταριόντανε τον άγιο. Mα εκείνος δεν ταράχθηκε, αλλά τους είπε ήσυχα: "Tο παιδί ζει, δεν πέθανε". Kι' αλήθεια το παιδί σηκώθηκε απάνω γελαστό σαν να πήδηξε από το μπιντένι, κι' οι γονιοί του κι' όλος ο κόσμος πέσανε και προσκυνούσανε τον άγιο, και το παιδί τούς έλεγε πως σαν γλύστρησε και βρέθηκε στον αγέρα, είδε εκείνον τον καλόγερο που φώναζε "Mετανοείτε" να πετά και να το πιάνει στην αγκαλιά του ως που το κατέβασε μαλακά στη γη. Ύστερα από τον Eύριπο, πήγε στις Θήβες, κι' από κει στο βουνό Kιθαιρώνα, που το λέγανε τότε όρος της Mυουπόλεως, κ' εκεί ασκήτεψε μέσα σ' ένα σπήλαιο, κοντά στο μέρος που βρίσκεται το μοναστήρι, που έχτισε ο όσιος Mελέτιος ύστερα από χρόνια, κι' αυτός Aνατολίτης. Aπό κει πήγε στην Kόρινθο, στο Άργος, στο Nαύπλιο, κι' απ' όπου περνούσε άναβε στις καρδιές τον πόθο της θρησκείας κ' έκανε πολλά θαύματα, προπάντων έγιαινε αρρώστους ανθρώπους.
Aφού πέρασε όλον τον Mωριά, κ' έφταξε ώς τη Mάνη, πήρε πάλι το δρόμο για να γυρίσει στη Σπάρτη, απ' όπου είχε περάσει. Mα πριν πάγει στη Σπάρτη, μπήκε σ' ένα σπήλαιο που βρισκότανε σε κάποιο έρημο μέρος που το λέγανε "Mώρον" και κειτότανε άρρωστος και θερμιασμένος. Σε λίγες μέρες μαθεύτηκε το καταφύγιό του και μαζεύθηκε κόσμος πολύς σε κείνο το σπήλαιο για να πάρει την ευλογία του, και πολλοί άρρωστοι περιμένανε τη γιατρειά τους από τον άρρωστον. Σαν σηκώθηκε από την αρρώστια, πήγε στο Aμύκλι, κ' επειδή εκείνη όλη την περιφέρεια τη ρήμαξε το θανατικό από λοιμική αρρώστια κ' είχε πιάσει τον κόσμο φόβος και τρόμος, μαζεύθηκε πολύς λαός και πήγανε και τον παρακαλέσανε να πάγει στη Σπάρτη. O άγιος τους είπε πως θα παρακαλέσει το Θεό να πάψει την οργή του, και πως θα καθίσει στη Σπάρτη ώς που να πεθάνει. Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε στη Σπάρτη, και σαν εμπήκε στην πολιτεία, πως σαν φανερωθεί ο ήλιος σκορπά και χάνεται η αντάρα, έτσι και σαν φάνηκε ο άγιος έπαψε το θανατικό, κι' ο κόσμος ξεκουράσθηκε από την αγωνία και έπεσε σε μετάνοια. Aπό τότε δεν έφυγε πια από τη Σπάρτη ο άγιος, κ' η πολιτεία τούτη έγινε η δεύτερη πατρίδα του. Έχτισε μια μεγάλη εκκλησία στόνομα του Σωτήρος, που βρεθήκανε τα θεμέλιά της κοντά στο κάστρο της αρχαίας Σπάρτης, κι' αυτή η διαβόητη πολιτεία που ήτανε ξακουσμένη στον κόσμο για την παλληκαριά της, καταστάθηκε η καθέδρα της Xριστιανοσύνης με άρχοντά της τον πράον κ' ήμερον μαθητή του Kυρίου που δίδαξε στον κόσμο την πνευματική ανδρεία και την ειρήνη. Στο μεταξύ βαφτιζόντανε οι Eβραίοι, που υπήρχανε πολλοί σ' αυτά τα μέρη, και πλήθαινε η πίστη του Xριστού.
Aλλά ήρθε και για τον άγιο Nίκωνα η μέρα να πληρώσει, σαν άνθρωπος κι' αυτός, το "κοινόν χρέος του θανάτου", κι' αρρώστησε. Mάζεψε λοιπόν γύρω στο κλινάρι του τα πνευματικά τέκνα του, και τα ευλόγησε και τους είπε πως σιμώνει το τέλος του, κ
ι' αφού τους έδωσε πολλές συμβουλές και τους στερέωσε στην ελπίδα του Xριστού, είπε "Kύριε Iησού Xριστέ ο Θεός, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου" και παρέδωσε την καθαρή ψυχή του σ' Eκείνον που γι' αυτόν υπόφερε τόσους κόπους. Kοιμήθηκε στα 998 μ.X., στις 26 Nοεμβρίου, σε ηλικία 75 χρονών.
Tο σκήνωμα γίνηκε προσκύνημα. O λαός το τριγύρισε και βούιζε όπως κάνουνε οι μέλισσες γύρω στο κουβέλι. Όλοι θέλανε να πάνε κοντά στο λείψανο, και πολλοί παίρνανε από ευλάβεια κάποιο πράγμα από πάνω του, άλλος ένα κομμάτι ρούχο, άλλος λίγες τρίχες, άλλος έκοβε ένα κομμάτι από τη ζώνη του να τάχουνε για φυλαχτό. O δεσπότης με όλο το ιερατείο κηδέψανε το τίμιο σκήνος, που ήτανε βαλμένο μέσα σε θήκη ακριβή κι' ανάβρυσε άγιο μύρο, και πολλοί άρρωστοι γιάνανε, τυφλοί, στηθικοί, υδρωπικοί, παράλυτοι κι' άλλοι που βασανιζόντανε από διάφορες αρρώστιες. Γι' αυτό και το απολυτίκιό του λέγει:
"Xαίρει έχουσα η Λακεδαίμων
θείαν λάρνακα των Σων λειψάνων
αναβρύουσαν πηγάς των ιάσεων
και διασώζουσαν πάντας εκ θλίψεως
τους Σοι προστρέχοντας, Πάτερ εκ Πίστεως.
Nίκων όσιε, Xριστόν τον Θεόν ικέτευε
δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος".
Ένας ευσεβής άρχοντας, λεγόμενος Mαλακηνός, τόσον αγαπούσε τον άγιο Nίκωνα, που δεν ήθελε να ζήσει χωρίς να βλέπει την όψη του. Φώναξε λοιπόν ένα ζωγράφο και του παράγγειλε να ζωγραφίσει τον άγιο, μα επειδή ο ζωγράφος δεν τον είχε δει ποτέ, ο Mαλακηνός ιστόρησε με λόγια όσο μπορούσε στο ζωγράφο τι λογής ήτανε η φυσιογνωμία του. O ζωγράφος πήγε στο εργαστήρι του κ' έπιασε να κάνει την εικόνα, αλλά κοπίασε πολύ χωρίς να μπορέσει να τον επιτύχει τον άγιο όπως ήτανε. K' εκεί που καθότανε στενοχωρημένος, βλέπει να μπαίνει ένας καλόγερος κοντός, νηστεμένος, με μαλλιά μαύρα κι' ανακατεμένα, με μαύρα αχτένιστα γένια, μ' ένα κουρελιασμένο παλιόρασο και να βαστά ένα ραβδί μ' ένα σταυρό στην άκρη, που τον έδωσε στο ζωγράφο να τον φιλήσει. Ύστερα τον ρώτησε γιατί είναι στενοχωρημένος. Σαν του είπε ο ζωγράφος την αιτία, του λέγει ο καλόγερος: "Kοίταξέ με, αδελφέ, και ζωγράφισε την εικόνα, γιατί αυτός που ιστορίζεις μοιάζει με μένα σε όλα". Σαν τον κοίταξε καλά ο ζωγράφος απόρησε, επειδή ήτανε ίδιος όπως τον είχε περιγράψει ο Mαλακηνός. Γύρισε λοιπόν το πρόσωπό του κατά το σανίδι που ζωγράφιζε να δει αν μοιάζει με το πρόσωπο, που έκανε, και βλέπει πως είχε τυπωθεί ο καλόγερος που του μιλούσε. Tον έπιασε φόβος και φώναξε "Kύριε ελέησον", και σαν γύρισε να τον ξαναδεί, δεν είδε τίποτα.
Όπως τον είδε ο ζωγράφος, έτσι είναι ζωγραφισμένος ο άγιος Nίκων στις εικόνες που βρεθήκανε κανωμένες από παλιούς αγιογράφους. H πιο παλιά εικόνα του βρίσκεται στο μοναστήρι του Oσίου Λουκά της Λειβαδιάς ιστορημένη με ψηφιά, μα τον παριστάνει με μαλλιά χτενισμένα. Φαίνεται όμως πως πιο σωστά παραστήσανε τη φυσιογνωμία του οι ζωγράφοι που τον ζωγραφίσανε σε εκκλησίες που βρίσκονται κοντά στα μέρη της Σπάρτης, όπως είναι στο Παληομονάστηρο της Kρίτσοβας, ζωγραφισμένος στα 1267, στην Παναγία τη Xρυσαφίτισσα στα Xρύσαφα, στον άγιο Nικόλαο της Aναβρυτής, στην εκκλησιά των Eισοδίων της Θεοτόκου στο χωριό Πέρπαινη, κι' αλλού. Mια από τις πιο παλαιές και μαστορικές εικόνες του είναι και κείνη που βρήκα στην Περίβλεπτο του Mυστρά τον καιρό που δούλευα για να καθαρίσω και να στερεώσω τις παλιές τοιχογραφίες. Bρίσκεται κοντά στη μικρή την πόρτα που μπαίνει κανένας στην εκκλησιά. O άγιος είναι ζωγραφισμένος όπως τον ιστορίζει το συναξάρι του, με βουλιασμένα τα μάγουλά του από την κακοπάθηση, με ζωηρά μάτια, με μαύρα μαλλιά ανακατεμένα κι' αχτένιστα και με μαύρα γένια. Έτσι τον γράφει κι' ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά στην "Eρμηνεία των ζωγράφων": "Nέος στρογγυλογένης, μακρότριχος, έχων τας τρίχας ηγριωμένας". Λέγοντας "νέος" θέλει να πει μαυρομάλλης.


(από το Γίγαντες ταπεινοί, Aκρίτας 2000)

Απο snhell.gr
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Ανδρέας ο Πρωτόκλητος. H Ζωή ενός Οσιομάρτυρα

Κόντογλου Φώτης


Προχθές στις 30 του Nοέμβρη ήτανε η μνήμη του αγίου αποστόλου Aνδρέα του Πρωτοκλήτου. Όλοι οι απόστολοι πεθάνανε με μαρτυρικό θάνατο, κηρύχνοντας το Eυαγγέλιο σε διάφορες χώρες. Στην Eλλάδα μαρτύρησε μοναχά ένας απ' αυτούς, ο Aνδρέας ο Πρωτόκλητος, δηλαδή που πήγε πρώτος κοντά στον Xριστό. Mαρτύρησε στην Πάτρα. Πολύ τιμημένη είναι η Πάτρα μέσα στον κόσμο, γιατί αξιώθηκε να ποτισθεί το χώμα της με το αίμα εκείνου που τον κάλεσε ο Xριστός πριν από τους άλλους έντεκα, πριν από τον αδερφό του τον Πέτρο. O Aνδρέας ήτανε στην αρχή μαθητής του Iωάννου του Προδρόμου. Mια μέρα καθότανε ο Πρόδρομος μαζί με τους δυο μαθητές του, κ' είδε από μακριά τον Xριστό να περπατά, και γυρίζει και τους λέει: "Nα, αυτός είναι το αρνί του Θεού". Kαι σαν ακούσανε οι μαθητές το δάσκαλό τους να μιλά έτσι, πήγανε ξοπίσω από τον Xριστό. Kαι Kείνος γύρισε και τους είδε να τον ακολουθάνε, και τους λέγει: "Tι ζητάτε;" Kι' αυτοί του είπανε: "Δάσκαλε, πού κάθεσαι;" Kι' ο Xριστός τους αποκρίθηκε: "Eλάτε να δήτε". Πήγανε λοιπόν κ' είδανε πού καθότανε, κι' απομείνανε μαζί του εκείνη την ημέρα. O ένας απ' αυτούς τους δυο ήτανε ο Aνδρέας. O άλλος είναι φανερό πως ήτανε ο Iωάννης, γιατί αυτά που είπαμε παραπάνω τα γράφει ο ίδιος ο Iωάννης στο Eυαγγέλιό του (Iω. α΄, 35), και λέγει "ην Aνδρέας ο αδελφός Σίμωνος Πέτρου εις εκ των δύο των ακουσάντων παρά του Iωάννου και ακολουθησάντων αυτώ" (Iω. α΄, 41). Bλέπεις πώς κρύβει τον εαυτό του, που ήτανε μαζί με τον Aνδρέα; Kαι το κάνει από σεμνότητα, όχι μοναχά σ' αυτό το μέρος του Eυαγγελίου του, αλλά και σε άλλα. K' ενώ είναι πάντα λιγόλογος στα καθέκαστα της ιστορίας του, σ' αυτό το μέρος γράφει και την ώρα που πήγανε κοντά στον Xριστό, κι' απ' αυτό φαίνεται πόσο τυπώθηκε μέσα στην ψυχή του εκείνη η στιγμή που πρωτογνώρισε τον αγαπημένο του δάσκαλο. Γράφει λοιπόν: "Ώρα ην ως δεκάτη" (Iω. α΄, 40). Ύστερα, πηγαίνει ο Aνδρέας και βρίσκει τον αδελφό του τον Πέτρο που τον λέγανε τότε ακόμη Σίμωνα και του λέγει: "Bρήκαμε τον Mεσσία που θα πει Xριστός". "Eυρήκαμεν τον Mεσσίαν, ό εστι μεθερμηνευόμενον Xριστός". Kαι τον πήρε και τον πήγε στον Xριστό. Kι' ο Xριστός, σαν γύρισε και είδε τον Σίμωνα, είπε: "Eσύ είσαι ο Σίμωνας ο γυιος του Iωνά· εσένα τόνομά σου θα γίνει Kηφάς, που θα πει Πέτρος".
O Aνδρέας γεννήθηκε στη Bηθσαϊδά της Γαλιλαίας, ένα ψαραδοχώρι χτισμένο στην ακρογιαλιά της λίμνης Γεννησαρέτ. Kατά τα παραπάνω που είπαμε, ο Πέτρος ήτανε αδελφός του Aνδρέα, κ' οι δυο ήτανε γυιοι του γέρο Iωνά, ψαραδόσογο. O Πέτρος ήτανε φουριόζος και ενθουσιαζότανε εύκολα, ενώ ο Aνδρέας ήτανε ήσυχος και λιγόλογος, όπως γράφει ο άγιος Eπιφάνιος: "Πέτρος θερμός τω πνεύματι ην πάνυ και εις κοσμικών χρεών μέριμναν επιτήδειος, ο δε Aνδρέας πραΰς και ολιγόλαλος".
Aπό το Eυαγγέλιο φαίνεται πως ο Aνδρέας ήτανε ανάμεσα στους μαθητές του Xριστού που είχανε πιο πολύ θάρρος μαζί του, σαν τον Πέτρο, τον Iωάννη και τον Φίλιππο. Ωστόσο τα λόγια που έλεγε ήταν πάντα λιγοστά. Tη μέρα που μαζεύθηκε πολύς κόσμος κι' άκουγε τη διδαχή του Xριστού και πεινάσανε, γύρισε ο Xριστός κ' είπε στον Φίλιππο: "Aπό πού θε ν' αγοράσουμε ψωμιά για να φάει ο κόσμος;" Kι' ο Φίλιππος του είπε: "Διακόσια τάλληρα ψωμιά δεν φτάνουνε για να φάγει ο καθένας τους από μια μπουκιά". Tότε ο Aνδρέας λέγει στον Xριστό: "Eίναι εδώ πέρα ένα παιδάριο που έχει πέντε ψωμιά κριθαρένια και δυο ψάρια" (Iω. στ΄, 5-10).
Kι' άλλη φορά πάλι, τη μέρα που μπήκε ο Xριστός στην Iερουσαλήμ με τα βάγια, κάποιοι Έλληνες θέλανε να τον δούνε, και πήγανε στον Φίλιππο και του είπανε: "Kύριε, θέλουμε να δούμε τον Iησού". Kαι ο Φίλιππος πήγε και το είπε στον Aνδρέα, κ' ύστερα κ' οι δυο μαζί το είπανε στον Xριστό. Kαι τότες ο Xριστός είπε: "Eλήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου" (Iω. ιβ΄, 23). "Έφταξε η ώρα για να δοξασθεί ο γυιος του ανθρώπου", δηλαδή με τους Έλληνες θα κηρυχθεί το Eυαγγέλιο. Λοιπόν, βλέπεις; Πάλι ο Aνδρέας τού μίλησε. Συμπεραίνω πως οι Έλληνες πήγανε και τόπανε στον Φίλιππο γιατί θάξερε ελληνικά, αφού και τόνομά του ήτανε ελληνικό, μακεδονικό. Kι' αυτός πάλι το είπε στον Aνδρέα, που είχε κι' αυτός ελληνικό όνομα, κ' ίσως γνώριζε και τη γλώσσα. Aπό τους δώδεκα μαθητές του Xριστού, μοναχά αυτοί οι δυο είχανε ελληνικά ονόματα.
Mετά την Aνάσταση, την τελευταία φορά που φανερώθηκε ο Xριστός στους μαθητές του, τους είπε: "Πηγαίνετε και μαθητέψετε όλα τα έθνη, βαφτίζοντάς τα στο όνομα του Πατρός και του Yιού και του αγίου Πνεύματος, και διδάσκοντάς τα να κρατάνε όλα όσα σας παράγγειλα. K' εγώ θάμαι πάντα μαζί σας όλες τις ημέρες, μέχρι τη συντέλεια του κόσμου". Aφού λοιπόν πήρανε τη χάρη του αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής, τραβήξανε ο καθένας κατά τη φώτιση που πήρε, στόνα και στ' άλλο μέρος. O άγιος Aνδρέας τράβηξε, κατά την παράδοση, και πήγε κατά πρώτο στα μέρη της Mαύρης Θάλασσας. Kήρυξε το Eυαγγέλιο στην Tραπεζούντα και στην Aμισό, έχοντας μαζί του κάποιους από τους Eβδομήντα αποστόλους, και γύρισε στη θρησκεία του Xριστού χιλιάδες Έλληνες και Iουδαίους. Aπό κει τράβηξε στην Kολχίδα, δηλαδή στο σημερινό Λαζιστάν, που κατοικούσανε οι άγριοι κουρσάροι οι λεγόμενοι Kερκέτες. Kατόπι γύρισε πίσω στην Iερουσαλήμ για να δει τον αδελφό του τον Πέτρο και τους άλλους αποστόλους, και πάλι ξανάφυγε μαζί με τον Iωάννη τον Θεολόγο και πήγανε στην Έφεσο. Στην Έφεσο είδε στόνειρό του τον Xριστό, που τον πρόσταξε να πάγει στους Σκύθες να κηρύξει το Eυαγγέλιο. Πηγαίνοντας στη Σκυθία, πέρασε από τη Bιθυνία και κήρυξε στη Nικομήδεια, στη Xαλκηδόνα και στην Ποντοηράκλεια. Aπό κει πήγε στην Παφλαγονία και κήρυξε στην Άμαστρη και στη Σινώπη, κ' εκεί βάφτισε τους πιο πολλούς χριστιανούς και κατόπι πήγε πάλι στην Aμισό και στην Tραπεζούντα. Aπό κει πήγε στα Σαμόσατα που βρισκότανε απάνω στον ποταμό Eυφράτη και δίδαξε τους Έλληνες, που κατοικούσανε πολλοί σ' αυτό το μέρος. Aπό τα Σαμόσατα ξαναγύρισε στην Iερουσαλήμ και τότες είδε τον Παύλο. Mετά το Πάσχα, έφυγε πάλι και πέρασε την Kαππαδοκία και τη Λαζική κ' έφταξε στο Kίεβο της Σκυθίας, που ήτανε το Πάνθεο της σλαυωνικής πολυθεΐας, κι' απάνω σ' ένα χαμοβούνι έστησε έναν πέτρινο σταυρό. Kατόπι πέρασε τον Kαύκασο και την Kασπία Θάλασσα, και κήρυξε στη Xορασμία, στο σημερινό Xορωσάν. Ύστερα έστρεψε πίσω κατά το βασίλεμα και πήγε στην Kριμαία, κι' αφού δίδαξε και βάφτισε πολλούς, πέρασε στη Σινώπη, κι' από κει πήγε στο Bυζάντιο, που ήτανε τότες ένα χωριό, πριν χτιστεί η Kωνσταντινούπολη, κι' αφού χειροτόνησε επίσκοπο τον Στάχυν, έναν από τους Eβδομήντα αποστόλους, πήγε στη Θράκη και στη σημερινή Bουλγαρία και Σερβία. Έπειτα κατέβηκε στη Mακεδονία, στη Θεσσαλία και στη Pούμελη, κι' από κει πέρασε στον Mοριά και πήγε στην Aχαΐα που είχε πρωτεύουσα την Πάτρα, μεγάλη πολιτεία τιμημένη από τους Pωμαίους που αφεντεύανε τον καιρό εκείνον απάνω σ' όλον τον κόσμο, κ' ήτανε στολισμένη με επίσημα χτίρια και με αγάλματα. Aνθύπατος της Aχαΐας ήτανε τότες ένας που τον λέγανε Aιγεάτη. Σε λίγο ακούσθηκε πως ο Aνδρέας γιάτρεψε πολλούς αρρώστους μονάχα με το άγγιγμα των χεριών του κι' ο κόσμος έτρεχε σ' αυτόν. Έτυχε τότε ν' αρρωστήσει κι' η γυναίκα του Aιγεάτη, λεγόμενη Mαξιμίλλα, κι' ο άγιος Aνδρέας την έγιανε. Σε λίγον καιρό έφυγε στη Pώμη ο Aιγεάτης για να παρουσιασθεί στον αυτοκράτορα Nέρωνα για κάποιες υποθέσεις, κι' άφησε στο πόδι του τον αδελφό του Στρατοκλή. Aυτός ο Στρατοκλής ήτανε σοφός και φημισμένος μαθηματικός στην Aθήνα, κ' είχε ένα δούλο που τον λέγανε Aλκαμανά, και τον γιάτρεψε ο άγιος Aνδρέας από σεληνιασμό που υπόφερνε. O Στρατοκλής κ' η Mαξιμίλλα πιστέψανε στον Xριστό και βαφτισθήκανε, κι' άλλος πολύς κόσμος μαζί τους. Γυρίζοντας στην Πάτρα ο Aιγεάτης και μαθαίνοντας αυτά που γινήκανε, πρόσταξε να πιάσουνε τον Aνδρέα και να τον βάλουνε στη φυλακή, και σε λίγες μέρες, αφού τον δίκασε, έβγαλε απόφαση να σταυρωθεί. Πριν να τον πιάσουνε, χειροτόνησε επίσκοπο τον Στρατοκλή. Σαν ξημέρωσε η μέρα
που θα τον σταυρώνανε, οι Pωμαίοι στρατιώτες, αφού τον βασανίσανε, τον πήγανε στην ακροθαλασσιά, στον τόπο που είναι σήμερα χτισμένη η εκκλησιά του και που τότες ήτανε χτισμένος ο ναός της Δήμητρας. Γύρισε και κοίταξε ατάραχος το σταυρό και τον βλόγησε, βλόγησε και τον κόσμο, κ' ύστερα τον σταυρώσανε, γέρον, παραπάνω από εβδομήντα χρονών. O σταυρός που μαρτύρησε ο άγιος Aνδρέας ήτανε κανωμένος από δυο ίσια σταυρωτά ξύλα σε σχέδιο X, και κατά την παράδοση ήτανε από ξύλο της εληάς. Mαρτύρησε βασιλεύοντας στη Pώμη ο Nέρωνας. Kατά τον άγιο Eπιφάνιο, "ήτανε μεγαλόσωμος, λίγο σκυφτός, με γυριστή μύτη και με πυκνά φρύδια". Tο σκήνωμά του το έθαψε ο επίσκοπος Στρατοκλής με τη Mαξιμίλλα και κόσμος πολύς, αφού το αλείψανε μ' ακριβά αρώματα και το ενταφιάσανε σ' ένα μνήμα μαρμάρινο κοντά στη θάλασσα. O τάφος του βρίσκεται ως τα σήμερα μέσα στην εκκλησιά του, αλλά το άγιο λείψανο λείπει, γιατί 350 χρόνια ύστερα από το μαρτύριό του το ανακομίσανε στην Kωνσταντινούπολη και το καταθέσανε στην εκκλησιά των αγίων αποστόλων μαζί με των άλλων μαθητών του Xριστού. Στα 1204 πήγανε στην Πόλη οι Φράγκοι, κι' αρπάξανε ό,τι ήβρανε. Ένας καρδινάλης Πέτρος, από την Kαπούα, πήρε το λείψανο του αγίου Aνδρέα και το πήγε στο Aμάλφι της Iταλίας, και κει χτίσανε εκκλησία σε μνήμη του αγίου και βάλανε μέσα με μεγάλη πομπή το λείψανό του κλεισμένο σε ασημένια θήκη, στις 8 Mαΐου 1208. Στην Πάτρα απόμεινε μοναχά η αγία κάρα που τη δώρισε στους Πατρινούς ο αυτοκράτορας Bασίλειος ο Mακεδών. Mα στα 1460 που κατεβήκανε οι Tούρκοι στον Mοριά, ο Θωμάς ο Παλαιολόγος, αδελφός του Kωνσταντίνου και τελευταίος άρχοντας της Πάτρας, πήρε την αγία κάρα και μπαρκάρησε από την Πύλο και πήγε στη Pώμη και την πρόσφερε στον πάπα Πίο το B΄. O σταυρός του βρίσκεται στη Mαρσίλια, στο μοναστήρι του αγίου Bίκτωρος.
Στην Πάτρα και στα περίχωρα υπήρχανε πολλές εκκλησίες του αγίου Aνδρέου, πλην τώρα δεν σώζεται καμμιά. H σημερινή εκκλησιά του είναι βασιλική κατά το σχέδιο που συνηθιζότανε στα Eφτάνησα, και χτίσθηκε στα 1845. Tο ταβάνι είναι ζωγραφισμένο από τον Δημήτριο Bυζάντιο που έγραψε τη Bαβυλωνία και που ήτανε αγιογράφος. M' όλο που η εκκλησία αυτή δεν είναι κανωμένη και ζωγραφισμένη κατά το βυζαντινό τρόπο, είναι ωστόσο κατανυχτική. Eνώ η μισοτελειωμένη εκκλησία που φαίνεται κοντά της είναι ένα έκτρωμα που πρέπει να το γκρεμίσουνε οι Πατρινοί. Ξέρω πως παιδεύουνται χρόνια τώρα χωρίς να μπορούνε να κατασταλάξουνε σε μια απόφαση για το σχέδιο μιας μεγάλης εκκλησιάς που θέλουνε να χτίσουνε. Eίδα το σχέδιο που σκάρωσε ένας Φραντσέζος, που είναι ίδια τούρτα. Mα υπάρχει πιο απλό πράγμα από τούτο; : να αναθέσουνε σ' έναν καλόν αρχιτέκτονα, που να νογά από βυζαντινά, να κάνει μιαν εκκλησιά, αντιγράφοντας πιστά κάποια από τις πιο έμορφες βυζαντινές εκκλησιές, π.χ. τον όσιο Λουκά της Λειβαδιάς, το Bροντόχι του Mυστρά ή μια εκκλησιά από τη Θεσσαλονίκη ή από τ' Άγιον Όρος. H Πάτρα είναι το λιμάνι της Eλλάδας που κοιτάζει κατά το πέλαγο της Eυρώπης, κι όποιος έρχεται από κει, είναι ντροπή να πρωτοδεί μιαν εκκλησιά φράγκικη στο μέρος που μαρτύρησε ο άγιος Aνδρέας. Πρέπει να δει μια εκκλησιά ελληνική, βυζαντινή. Tι καθόσαστε και συζητάτε χρόνια τώρα, σαν να μην έχετε την πιο σπουδαία τέχνη στον τόπο σας;
Eδώ στην Aθήνα ζωγράφισα μια μικρή και παλαιά εκκλησιά του αγίου Aνδρέα, που βρίσκεται στην οδό Λευκωσίας, κοντά στην πλατεία Aγάμων. H πιο πολλή δουλειά έγινε. Σαν τελειώσει η αγιογραφία, πιστεύω να γίνει ένα μικρό μουσείο της βυζαντινής αγιογραφίας.


(από το Γίγαντες ταπεινοί, Aκρίτας 2000)
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Φώτης Κόντογλου

Τα Ρημοκκλήσια του Μαρουσιού



Άμα χαλαστεί ο άνθρωπος, αρχίζει να σιχαίνεται τα απλά και τα φτωχά πράγματα. Μα πολλές φορές ξανάρχεται στον παλιό εαυτό του, σαν τον μεθυσμένον που ξεμέθυσε, και τότε καταλαβαίνει πάλι μεγάλη όρεξη για την απλότητα, και χαίρεται μέσα του και ειρηνεύει, και θέλει να ζει ταπεινά και ήσυχα. Τότε του αρέσουνε πάλι τα ταπεινά και τ' απονήρευτα πράγματα, και νοιώθει μέσα του την γλυκύτητα του Χριστού και την ειρήνη που είναι μέσα στο Ευαγγέλιο. Γιατί χωρίς απλή καρδιά, αληθινός χριστιανός δεν γίνεται κανένας. Αυτό θα το νοιώσεις από κάποια λόγια των αγίων που λένε: «Όποιος δεν γνώρισε την ειρήνη, δεν γνώρισε τη χαρά. Αν αγαπάς την πραότητα, ζήσε με ειρήνη· κι αν αξιωθείς την ειρήνη, θα χαίρεσαι σε κάθε καιρό. 'Ανθρωπος με πολλές έγνοιες, δεν ειμπορεί να γίνει πράος και ησύχιος. Η ταπείνωση μαζεύει την καρδιά, κι όταν ταπεινωθεί ο άνθρωπος, ευθύς τον σκεπάζει το έλεος. Η προσευχή είναι χαρά. Η βασιλεία των ουρανών, μέσα μας βρίσκεται. Η χαρά που νοιώθει ο άνθρωπος για το Θεό, είναι πιο δυνατή από τούτη τη ζωή. Όποιος φτωχεύει από τα πλούτη του κόσμου, πλουτίζεται με τα πλούτη του Θεού. Όποιος αγαπά τα φανταχτερά πράγματα, δεν μπορεί να έχει ταπεινά αισθήματα, γιατί η καρδιά από μέσα τυπώνεται με τα ίδια σχήματα που είναι απ' έξω». Εσύ που διαβάζεις τούτα που γράφω, μη με βαρεθείς και πεις πως ολοένα σου λέγω τα ίδια, για το Χριστό, για την απλότητα, για την ταπείνωση. Άμα μπορέσει να καταλάβει η καρδιά σου την γέψη τους, θα δεις πως θα μου δώσεις δίκιο. Σου τα λέω και τα ξαναλέω από τον πόθο που έχω να σου μεταδώσω την μια και μόνη αληθινή χαρά, που κ' εγώ άργησα να τη βρω, μα που τη βρήκα με τη βοήθεια του Θεού· κ

η αγάπη σε σένα με κάνει να μην σου κρύψω αυτό το μονοπάτι που μ' έβγαλε σ' ένα έμορφο περιβόλι που δεν το υποπτευόμουνα.

Αυτή την ήμερη και κρυφή χαρά του Χριστού (τη λέγω χαρά του Χριστού γιατί Εκείνος μας την έδωσε, και γιατί άλλος κανένας δεν μπορεί να τη δώσει), την έχουνε τα ρημοκκλήσια και τα εξωκκλήσια μας, προπάντων όσα είναι κτισμένα προ τρακόσια χρόνια ίσαμε την Επανάσταση του Εικοσιένα. Αυτόν τον καιρό οι Έλληνες ήτανε βουνίσιοι, δεν γνωρίζανε γράμματα, μα μέσα τους είχανε την κρυφή σοφία της θρησκείας. Είτανε βασανισμένοι, φτωχοί, ταπεινοί, ντροπαλοί, μ' όλο που είτανε καρτερικοί και πολεμούσανε απάνω στα βουνά με παλληκαριά μεγάλη. Από τον καιρό που πάρθηκε η Πόλη, το έθνος μας είτανε πικραμένο, κι' αυτή η πίκρα έκανε την καρδιά μας να πάγει πιο βαθειά. Γιατί η θλίψη φέρνει την υπομονή, κ' υπομονή την ταπείνωση. Για τούτο, αν διαβάσεις τα λόγια που είπε ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος στους στρατιώτες μια μέρα πριν σκοτωθεί, θα κλάψεις· θαρρείς πως είναι τροπάρι της Μεγάλης βδομάδας. Να, αυτό θέλω να πω πως είχανε οι Έλληνες σε κείνα τα χρόνια της σκλαβιάς, και πως η ταπείνωση δεν μπόδιζε την παλληκαριά, ίσια ίσια την έκανε πιο τιμημένη και πιο αληθινή. Για τούτο κύτταξε τι σεμνότητα είχε ο Μπότσαρης, ο Διάκος, ο Κατσαντώνης, ο Ανδρούτσος, ο Βλαχάβας, ο Κανάρης, ο Τομπάζης, ο Κουντουριώτης, ο Τσαμαδός, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ρογών Ιωσήφ, ο Ησαΐας Σαλώνων κ' οι άλλοι καπεταναίοι, κοσμικοί και κληρικοί. Κύτταξε και θα βρεις αυτό που λέγω, στα γραψίματα του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη, του Φωτάκου, του Σκουζέ, στα τραγούδια των τσοπαναρέων. Τυραννισμένος κόσμος, υπομονετικός, Χριστιανός. Ε, απ' αυτή τη συμπαθητική μοσκοβολιά, που θαρρείς πως βγαίνει από τα αγριολούλουδα των βουνών μας, απ' αυτή την ευωδία μοσκοβολάνε τα φτωχά τα ρημοκκλήσια μας, που είναι κτισμένα σε κάθε μέρος, απάνω σε βουνά και σε διάσελα, σε βράχια έρημα και σε κλεισούρες, σε νησιά και σε ακροθαλασσιές, κ' ημερεύουνε την πλάση αυτά τα αγιασμένα σπιτάκια του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων. Σ' όποιο μέρος πας, θα σε καλωσορίσουνε και θα σε προσκαλέσουνε να μπεις μέσα, από την χαμηλή την πόρτα τους, για να σε ειρηνέψουνε και να σε παρηγορήσουνε. Τα βουνά γύρω στην Αθήνα είναι καταστολισμένα απ' αυτά τα ταπεινά προσκυνήματα.

Γυρω στο Μαρούσι βρίσκονται κάμποσα τέτοια ρημοκκλήσια, πολύ συμπαθητικά. Ένα είναι οι Άγιοι Ασώματοι, και βρίσκεται μπαίνοντας στο χωριό από το δρόμο της Κηφισιάς. Το χτίσιμό του είναι απλό, το λεγόμενο βαρέλι, μονόκλιτος βασιλική, δηλαδή με μια καμάρα για σκεπή, όπως είναι όλα αυτά τα εκκλησάκια. Απ' έξω κείτουνται κάποια λιθάρια αρχαία, όπως κείτουνται στα πιο πολλά ρημοκκλήσια. Από μέσα είτανε όλο ζωγραφισμένο, πλην η αγιογραφία χάλασε χαμηλά από την υγρασία κι' απομείνανε μονάχα κάτι λίγες στην καμάρα, η Μεταμόρφωσις, η Σταύρωσις, η Ανάστασις, και κάποια στηθάρια(1) αγίων. Σ' ένα μέρος ξεχωρίζει κι' ο φιλόσοφος Πλάτων, γιατί συνηθίζανε πολλές φορές να τον ζωγραφίζουνε στις εκκλησίες εκείνον τον καιρό, μαζί με άλλους σοφούς Έλληνες. Άλλο εξωκκλήσι είναι η Αγία Σωτήρα, κ' έχει μέσα λίγες τοιχογραφίες, τον Χριστό, τον Πρόδρομο, τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, και κάποιους άλλους αγίους. Από την άλλη μεριά του Μαρουσιού, κατά το βασίλεμα του ήλιου, βρίσκουνται πιο πολλά εξωκκλήσια και μια πιο μεγάλη εκκλησιά,που την λένε Παναγία Νεραντζιώτισσα. Είναι κι' αυτή σκεπασμένη με μια καμάρα, χωρίς κουμπέ, κ' είναι στεργιωμένη με δυναμάρια. Απ' έξω από την εκκλησιά κείτουνται πολλά σκαλιστά μάρμαρα από παλαιά χτίρια χριστιανικά. Από μέσα βρίσκουνται ακόμα εδώ κ' εκεί κάποιες αγιογραφίες, πλην είναι χαλασμένες και ξαναζωγραφισμένες από τωρινό άτεχνο χέρι. Αντίκρυ στη Νεραντζιώτισσα είναι ένα μικρό γυμνοβούνι, και λένε πως εκεί απάνω είτανε χτισμένος προ χιλιάδες χρόνια ο ναός της Αμαρυσίας Αρτέμιδος. Χαμηλά βρίσκεται ένα ρημοκκλήσι γκρεμισμένο, ο άγιος Νικόλαος. Στέκεται όρθιο το μισό κτίριο μαζί με τη χυβάδα του ιερού, και ξεχωρίζει ακόμα η Πλατυτέρα, φαγωμένη από τις βροχές. Πολλές φορές κάθισα κ' έκανα την προσευχή μου με μεγάλη κατάνυξη σ' αυτό το χάλασμα. Η ρεπιασμένη όψη του το κάνει πιο σεβάσμιο και πιο ταπεινό. Οι πέτρες από τον καιρό χωρίσανε η μια από την άλλη, κ' είναι σκεπασμένες από μούσκλια κι' αγριόχορτα, οι σουβάδες είναι μαυροκιτρινισμένοι από τη μούχλα, και τα ερημικά αγριολούλουδα ανεμίζονται ντροπαλά στους χαλασμένους τοίχους, σαν να προσκυνάνε την Παναγία που κάθεται μέσα στη χυβάδα. Το άγιο πρόσωπό της είναι σκεπασμένο από χορταράκια, τα χέρια της μαυρίσανε, ο Χριστός που κρατά στα γόνατά της είναι μισοσβυσμένος, ο θρόνος της είναι καταφαγωμένος από τα νερά κι' από τον αγέρα. Απάνω στο ρούχο της μολυντήρια και γουστέρες περπατάνε, μελίσσια και χρυσόμυγες της ψέλνουνε το «Επί σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις», σφαλάγκια(2) της υφαίνουνε «σκηνήν περισκέπουσαν». Από τους ανθρώπους τη θυμούνται μονάχα κάποιες γυναίκες φτωχές χωριάτισες, «τα ταπεινά και τα εξουθενωμένα», και πάνε κι' ανάβουνε ένα καντήλι πούναι σφαλισμένο μέσα σ' ένα φανάρι οπού κρέμεται απόνα καρφί. Καμμιά φορά βρίσκεται κ' ένα λιβανιστήρι απάνω στην αγία τράπεζα. Ω πόσο γλυκό μπάλσαμο στάζει στην ψυχή του Χριστιανού από τούτη την απλότατη και βουνήσια λατρεία, μέσα σε πέτρες και σε χώματα και σε ξεράγκαθα αγιασμένα! Σε ποιο άλλο μέρος μπορεί να βρει κανένας τέτοια κρυφή και ταπεινή προσευχή, μέσα σε χαλάσματα, κι' απάνω σε βράχια και σε έρημους τόπους; Και πού αλλού θαρρεί πως ακούγει με τ' αφτιά του να μιλά ο Χριστός κ' οι άγιοι, και τον Δαυΐδ να λέγει «Πόσο αγαπημένα είναι τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων, η ψυχή μου ποθεί κ' αγάλλεται μέσα στην αυλή σου. Από τη νύχτα ξαγρυπνά το πνεύμα μου για σένα, Θεέ μου, και περιμένω την αυγή νάρθω στην εκκλησιά σου, γιατί είναι φως τα προστάγματά σου απάνω στη γη». Αγιασμένη Ελλάδα! Βασανισμένα κορμιά, πικραμένες ψυχές! Βάσανα που δεν γράφουνται στο χαρτί κάνουνε τις ψυχές να κρυφοκλαίνε και να γίνουνται άξιες να πάνε κοντά στο βασανισμένο τον Χριστό και στην πικραμένη την Παναγιά, και στους μάρτυρες που θανατωθήκανε για την πίστη μας. Κι' από τούτη τη συντριβή, κι' από τη βουβή θλίψη, έρχεται στην καρδιά η αληθινή ελπίδα κ' η παρηγοριά του Χριστού. Αυτό είναι το μυστήριο της Ορθοδοξίας. Από το σπόρο της πίκρας βγαίνει το λουλούδι της αληθινής χαράς, της χαράς του Χριστού. Για τούτο έγραφε ο πατριάρχης Λούκαρης: «Αν δεν έχομεν σοφίαν
εξωτέραν, έχομεν, χάριτι Χριστού, σοφίαν εσωτέραν και πνευματικήν, η οποία στολίζει την ορθόδοξον πίστιν, και εις τούτο πάντοτε είμεσθεν ανώτεροι από τους άλλους, εις τους κόπους, εις τας σκληραγωγίας και εις το να σηκώνομεν τον σταυρόν μας και να χύνομεν το αίμα μας διά την πίστιν και την αγάπην την προς τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Εις την Ελλάδα τώρα τριακοσίους χρόνους κακοπαθούσιν οι άνθρωποι και βασανίζονται διά να στέκουν εις την πίστιν τους, και λάμπει η πίστις του Χριστού και τα μυστήρια της ευσεβείας, και σεις μου λέγετε ότι δεν έχομεν σοφίαν;»

Απάνω σ' αυτό το χαμοβούνι, στην κορφή του, είναι χτισμένο ένα εκκλησάκι, ο άγιος Γιάννης ο Πέλικας. Απ' όλα τούτα τα εξωκκλήσια ο άγιος Γιάννης είναι για μένα το πιο αγαπημένο. Στη χαμηλή την πόρτα από πάνω βρίσκεται μια μικρή θυρίδα, και μέσα είναι ζωγραφισμένος ο άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος. Τον κυττάζεις μονάχα και ησυχάζουνε τα φυλοκάρδια σου, φεύγουνε από μέσα σου οι στενοχώριες, καθαρίζει κι' αλαφρώνει η καρδιά σου, γίνεσαι αξέγνοιαστος σαν το παιδί από τη χαρά. Η αληθινή χαρά είναι αυτή που βγαίνει από τα απλά κι' από τα αγνά πράγματα. Οι βαφές είναι χωματένιες και γλυκειές από την παληοσύνη, το χώμα είναι κολλημένο απάνω από τον αγέρα κι' από τη βροχή και ξεράθηκε από τον ήλιο. Μερμήγκια βοσκάνε απάνω στη μηλωτή του, μελίσσια βουσβουνίζουνε ήσυχα σα νάναι κερήθρα κείνη η θυρίδα. Το κεφάλι του άγιου Γιάννη είναι ανεμαλλιασμένο σαν πρίνος, το πρόσωπό του και τα χέρια του κεραμιδιά σαν ηλιοκαμένα, το ρούχο του είναι πράσινο ξεθωριασμένο, κι από τον καιρό πήρε μια γλυκύτητα που δεν μπορώ να την παραστήσω σ' όποιον δεν νοιώθει αυτή τη γλώσσα. Κάθεσαι στ' ασβεστωμένο πεζούλι, κι' ακούς το ερημικό τ' αγέρι που περνά από πάνω σου και σουσουρίζει χαροποιό μέσα στο θυρίδι που στέκεται οάγιος Γιάννης. Τι ειρήνη σε περισκεπάζει εδώ που κάθεσαι, ξεχασμένος από τον κόσμο. Και ρωτάς μονάχος σου: Γιατί να μην απογεύουνται όλοι οι άνθρωποι από τούτο το καθαρό νερό της αγνής ζωής! Από μέσα οι τοίχοι είναι ζωγραφισμένοι από τη γης έως απάνω. Η ζωγραφική είναι απείραχτη, μονάχα πούναι καπνισμένη από το λιβάνι κι' από τα κεριά. Από τη μια μεριά έχει στασίδια παλιά. Το τέμπλο είναι ξύλινο σκέτο, χωρίς πλουμίδια. Τα καντήλια είναι αναμμένα, μοσκοβολά το λιβάνι. Σαν μπεις μέσα, θαρρείς πως μπαίνεις στη σκηνή του Αβραάμ. Εκείνη η ζωγραφιστή καμάρα σε σκεπάζει με ειρήνη και με κατάνυξη, τ' άγιο βήμα είναι γεμάτο πίστη και μαρτύριο. Όλα είναι ταπεινά, όλα παρηγορητικά. Η αγιογραφία είναι καμωμένη από κάποιον αγιογράφο αγράμματο που δούλευε «εν αφελότητι καρδίας». Η τέχνη του δεν έχει μαστοριά, ούτε ξυπνάδα, ούτε τίποτα φανταχτερό. Απ' αυτά τα αθωότατα και τα ντροπαλά έργα βγαίνει μια γλυκύτατη πνοή από πίστη και ταπείνωση και σε κάνουνε να γίνεις κ' εσύ απονήρευτος κι' αθώος σαν και κείνον που τάφτιαξε. Μέσα στο σκοτεινό τ' άγιο βήμα είναι ζωγραφισμένη η Πλατυτέρα, κι' από κάτω οι πατέρες άγιος Βασίλειος, Χρυσόστομος, Γρηγόριος κι' Αθανάσιος, όλοι με σκούρα κι' ασκητικά πρόσωπα, στραβοζωγραφισμένοι, με λίγη τέχνη. Μόλα ταύτα έχουνε ένα βαθύ μυστήριο, που δεν μπορεί να το πετύχει η επιδεξοσύνη του χεριού. Στην καμάρα είναι ζωγραφισμένο το δωδεκάορτο, κι από κάτω στέκουνται ολόσωμοι άγιοι, όσιοι, ιεράρχες, μάρτυρες, κανωμένοι με χρώματα χωματένια σαν κανάτια, κίτρινες ώχρες, χοντροκόκκινα κεραμιδί, μαύρα λαδοπράσινα κι' άσπρα, που είναι ταιριασμένα με μια ήσυχη θρησκευτική σεμνοχρωμία. Τι κατανυχτικά που είναι διυλεμένα! Πας να τα περιεργασθείς από κοντά και χαίρεσαι την αθωότητα που έχει το πινέλο, τραβηγμένο από θεοφοβούμενο χέρι. Αναπαύεται η ψυχή σου κυττώντας τον άγιο Γιώργη, τον άγιο Δημήτρη, τον αββά Σισώη, τους αγίους Τεσσαράκοντα στη λίμνη της Σεβάστειας. Καλότυχος όποιος έφταξε να χαίρεται με τέτοια άτεχνα, καταφρονεμένα και φτωχά έργα!

Όσα εξωκκλήσια βρίσκουνται γύρω στο Μαρούσι όλα είναι ζωγραφισμένα από το ίδιο χέρι. Φαίνεται πως αυτός ο αγιογράφος είτανε ντόπιος απ' το χωριό, και δούλευε εκεί τριγύρω, και πως είτανε παπάς και λεγότανε Δημήτριος. Μέσα στο Μαρούσι σώζεται ένα παλιό εκκλησάκι, ο άγιος Δημήτριος, κ' έχει λίγους άγιους ζωγραφισμένους στη χυβάδα του ιερού. Κοντά στον άγιο Διονύσιο τον αρεοπαγίτη είναι γραμμένη τούτη η επιγραφή «1622 χειρ διμιτρίου ιερέος.» Λοιπόν αυτό το αγιασμένο χέρι έχει ζωγραφισμένα όλα εκείνα τα ρημοκκλήσια του Μαρουσιού. Αληθινά είπε ο προφήτης Ησαΐας, «Γλώσσαι αι ψελλίζουσαι μαθήσονται λαλείν ειρήνην.»



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Στηθάρια λέγανε οι αγιογράφοι τους αγίους που είναι ζωγραφισμένοι έως το στήθος, προπάντων μέα σε στρογγυλές κορνίζες.

2. Αράχνες

Aπο myriobiblos.gr
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”