Η ιστορία του Ιούδα του Ισκαριώτη
Συντονιστές: konstantinoupolitis, Συντονιστές
- Harrys1934
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 1041
- Εγγραφή: Πέμ Σεπ 28, 2006 5:00 am
- Τοποθεσία: ¨οπου γη και Πατρις
- Επικοινωνία:
Η ιστορία του Ιούδα του Ισκαριώτη
ΙΟΥΔΑ-ΣΤΟΡΥ
Εις εκ των σοφών λέγει, ότι ο παράνομος Ιούδας ήτο από την χώραν Ισκαρίαν, είχε δε πατέρα ονόματι ΄Ροβελ. Αυτός δε ο Ρόβελ είχε γυναίκα , ήτις μίαν ημέραν είδε όνειρον φοβερόν και διαλογιζομένη ήρχισε να φωνάζει δυνατά από τον φόβον. Λέγει προς αυτήν ο ανήρ της’<<Τί έχεις, τι έπαθες και θλίβεσαι ούτω; >>Του λέγει εκείνη’ <<Όνειρον είδα φοβερόν, ότι εάν μείνω έγκυος και γεννήσω τέκνον άρρεν, το τέκνον αυτό θέλει γίνει η καταστροφή των Εβραίων>>. Τότε ο ανήρ της την ονείδισε, διότι επίστευεν εις όνειρα’ αύτη δε σιώπησε. Κατά την νύκτα εκείνη έμεινε έγκυος. Όταν δε ήλθεν ο καιρός εγεννησε τέκνον άρρεν΄η δε γυνή ηβουλήθη να φονεύσει το τέκνον της, δια να μη καταστρέψει αυτό το έθνος των Εβραίων, διότι και αυτή και ο ανήρ της ήσαν από την φυλήν των Εβραίων. Πράγματι κρυφίως από τον .άνδρα της κατασκεύασε κιβώτιον πλεκτόν από βάγια, το επίσσωσεν, έπειτα έβαλέ μέσα το παιδίον και το έρριψεν εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας. Εκεί δε απέναντι της Ισκαρίας ήτο νησίδιον, εις το οποίον κατοικούσαν άνθρωποι ποιμένες, οίτινες εφύλαττον εις αυτό τα ζώα των εις τους κακούς καιρούς. Αυτοί βλέποντες το κιβώτιον, διότι τα κύματα το έκαμαν να φθάσει πλησίον του νησίου, με έν από τα πλοιάρια τα οποία είχον, το έφεραν τραβώντες εις το νησίον. Ανοίξαντες δε αυτό,εύρον εντός αυτού το παιδίον και το έτρεφον εκ του γάλακτος των ζώων. Μετά ταύτα το έδωκαν εις τινά γυναίκα από το χωρίον, ήτις είχε γεννήσει προ ολίγου καιρού, διά να το θηλάζει και το επονόμασαν Ιούδαν, διότι γνώρισαν ότι εξ Εβραίων ήτο το παιδίον, ούτω δε ήμέρα τη ημέρα ηυξάνετο. Όταν δε ήλθεν ο καιρός να περιπατεί, έφεραν το παιδίον εις την χώραν Ισκαρίαν, διά να εύρουν άνθρωπον να του το παραδώσουν να το αναθρέψει. Κατά σύμπτωσιν όμως ευρέθη εκεί ο Ρόβελ, ο πατήρ του και το επήρε, μη γνωρίζων ότι είναι ο πατήρ αυτού του παιδίου. Ήτο δε το παιδίον κατά πολλά εύμορφον και η μήτηρ του το ηγάπα απ’αρχής αλλά και όσον παρήρχετο ο καιρός το ηγάπα περισσότερον, διότι ενεθυμείτο το τέκνον της το οποίον έρριψεν εις την θάλασσαν. Εγέννησε δε και έτερον υιόν και ανέτρεφε και 5α δύο ομού. Ο δε Ιούδας ήτο φύσεως πονηράς και έδερε τον αδελφόν του, αναλογιζόμενος την μετ’αυτού διανομήν της πατρικής περιουσίας, ώστε πολλάκις τον ενουθέτει η μήτηρ του λέγουσα. <<Παύσον, τέκνον μου, μη δέρης τον αδελφόν σου και όσα έχομεν εγώ και ο πατήρ σου ιδικά σας είναι και των δύο>>. Ο δε πονηρός και κακόβουλος Ιούδας, από την αγάπην των χρημάτων θελγόμενος, ηβουλήθη να φονεύσει τον αδελφόν του. Ημέραν λοιπόν τινά πορευομένων και των δύο ομού εις τόπον τινά, ετόλμησεν ο Ιούδας, ως πλέον δυνατός και μεγαλύτερος ‘όπου ήτο και εφόνευσε τον αδελφόν του, κτυπών αυτόν με πέτραν εις την μήνιγγα της κεφαλής. Όταν δε τον εφόνευσεν, εφοβήθη και έφυγεν εις την Ιερουσαλήμ. Τότε ο πατήρ του, ως έχασε τα τέκνα του, έκλαιεν αυτός και η γυνή του, μη γνωρίζοντες τι έγιναν, και τι τέλος έδωκαν. Ο δε Ιούδας πηγαίνων εις την Ιερουσαλήμ και αγαπών την φιλαργυρίαν, έγινα γνώριμος του Ηρώδου, του Εβραίου βασιλέως Ιδών δε ο βασιλεύς, ότι ο Ιούδας ήτο ο ανήρ δυνατός και κατά πολλά εύμορφος, τον έβαλε φροντιστήν του οίκου του, να πωλεί δηλαδή τα παραγόμενα από τους αγρούς του προϊόντα και να αγοράζει τα αναγκαία προς συντήρησιν. Μετά χρόνον πολύν έγινε εις την Ισκαρίαν ακαταστασία λόγω σκανδάλων, ο δε Ρόβελ, ο πατήρ του Ιούδα, λαβών την γυναίκα του και όλα τα υπάρχοντα του ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ, ώς πλούσιος δε όπου ήτο, ηγορασεν οικίαν ωραίαν πλησίον του βασιλέως Ηρώδου με κήπους, οι οποίοι είχον παντός είδους δένδρα. Ο δε Ιούδας από την πολυκαιρίαν δεν εγνώριζεν ούτε τον πατέρα του, ούτε την μητέρα του, αλλ’ούτε εκείνοι αυτόν. Εν μιά λοιπόν των ημερών προκύπτων ο βασιλεύς από την θυρίδα του παλατίου εθεώρει τον κήπον του Ρόβελ, ύστατο δε μετά του βασιλέως και ο Ιούδας, όστις λέγει προς αυτόν. <<Χρειάζεσαι, βασιλεύ, από τους καρπούς και από τα άνθη αυτών των δένδρων, να σου φέρω;>> Καταβάς δε ευθύς από την θυρίδα εκείνην, έλαβεν από τους καρπούς και από τα άνθη όσα ηθέλησε και επορεύθει προς την έξοδον. Τότε τον συνήντησεν ο πατήρ του, ο Ρόβελ, και του λέγει. <<Διατί, τέκνον μου, ετόλμησες και εισήλθες εις τον κήπον μου, ότε εγώ δεν ήμουν εδώ; Ναι, να πάρεις διά τον βασιλέα καρπούς και άνθη, αλλά έγώ δεν θα σε εβοήθουν καλλίτερα;>>Τότε αυτός , ως κακός όπου ήτο εξ’αρχής, ιδών δεξιά και αριστερά και βεβαιωθείς ότι κανείς δεν τον έβλεπε, εφόνευσεν ευθύς ο μιαρός με ένα λίθον και τον πατέρα του, ώς και τον αδελφόν του και ουδείς ηδυνήθη να γνωρίσει τι έγινε. Ακολούθως έφερεν εις τον βασιλέα τους καρπούς και τα άνθη και του είπε και διά τον θάνατον του Ρόβελ, ότι αυτός τον εθανάτωσεν. Ακούσας δε ο βασιλεύς, ελυπήθη πολύ, αλλ’εσιώπησε διά να μη προσβληθεί το παλάτιον και ως εκ τούτου ουδείς άλλος έμαθε το γενόμενον. Έθαψαν λοιπόν τότε τον δυστυχή Ρόβελ τον πατέρα του Ιούδα. Μετά ταύτα λέγει ο βασιλεύς προς τον Ιούδαν. <<Θέλω ίνα αυτήν την χήραν λάβεις γυναίκα, να γίνεις κληρονόμος της περιουσίας της>>. Αφού δε είπε τοιαύτα έστειλε και προσταγήν εις την γυναίκα λέγων. Η βασιλεία μου βούλεται να λάβεις άλλον άνδρα, τούτον δηλαδή τον Ιούδαν, άλλως ο πλούτος σου και όλα τα υπάρχοντα σου να γίνουν αυθεντικά >>. Ακούσασα η γυνή τους λόγους τούτους, έλαβε σύζυγον τον υιόν αυτής, τον Ιούδαν, μη γνωρίζουσα αυτόν και ετεκνοποίησε μετ’αυτού και διετέλεσε σύζυγος του αρκετά έτη. Έν μιά δε των ημερών, επειδή έκλαιεν η γυνή ενθυμούμενη όσα έπαθεν, ήλθεν εκεί κατά σύμπτωσιν ο ανήρ της ο Ιούδας και την ηρώτησε να μάθη διατί κλαίει. Τότε εκείνη ήρχισε να διηγείται λεπτομερώς ένα έκαστον όλα όσα έπαθεν από την αρχήν της υπανδρίας της έως τέλους. Ο Ιούδας επειδή είχεν ακούσει από τους βοσκούς, ότι τον εύρον ερριμένον εις την θάλασσαν εντός καλάθου πλεγμένον από τους οποίους κατασκευάζουν τα σπυρίδας, επιμελώς πισομένον, και εννόησες ότι εφόνευσε τον αδελφόν του και τον πατέρα΄του, λέγει προς την γυναίκα του και μητέρα του’ <<Εγώ είμαι εκείνος ο υιός σου, τον οποίον έρριψες εις την θάλασσαν και εγώ εφόνευσα τον αδελφόν μου και τον πατέρα μου Ρόβελ>>. Η γυνή ακούσασα,ότι αυτός είναι εκείνος ο υιός της και ότι αυτός έκαμε τα τόσα μεγάλα κακά, εθρήνησε πολύ και μάλιστα διά την αμαρτίαν της φοβεράς αιμομιξίας!
Είπε δε τότε προς τον Ιούδαν’<<Από τούδε και εις το εξής δεν είναι δυνατόν να μένεις πλησίον μου>>. ....Κατανοήσας τότε ο Ιούδας τα κακά τα οποία έκαμεν εκ του πάθους της φιλαργυρίας και ακούων ότι ένας περίφημος διδάσκαλος, ο Χριστός, ευρίσκεται εις την Ιερουσαλήμ και περιέρχεται όλην την Ιουδαίαν, καλών τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, και ότι αυτός είναι ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ηγέρθη και επήγε προς Αυτόν διά να επιτύχει την σωτηρίαν της ψυχής του. Εκείνος δε ως εύσπλαχνος, τον έκανε μαθητή του και του έδωκε διακόνημα να κρατεί τον σάκκον, εις τον οποίον έθετον τα χρήματα, τα συναζόμενα έξ ελεημοσύνης και προοριζόμενα δια την συντήρησιν των Αποστόλων και του Χριστού. Αυτός όμως ο μιαρός έκλεπτεν εξ αυτών και έστελλεν εις την γυναίκα του και τα τέκνα του. Βλέπετε αρχαίον κακόν και πεπαλαιωμένη αμαρτία, νέον καλόν δεν γίνεται’ ίδετε πως επληρώθη ο λόγος του Προφήτου Δαβίδ, ο λέγων’ <<Γενηθήτωσαν οι υιοί αυτού ορφανοί, και η γυνή αυτού χήρα>> (Ψαλμ. Ρή’ 9) και όλα όσα είναι γεγραμένα εις τον ψαλμόν αυτόν. Μετανόησεν ο Ιούδας, έγινεν Απόστολος και θαύματα έκαμνεν και όμως εκ της φιλαργυρίας του παρέδωκε τον Χριστόν και απεφάσισεν ο ταλαίπωρος να κερδίσει τα αργύρια κάμνων την προδοσίαν, υπολογίζων ότι ο Χριστός δεν θα φονευθεί, αλλά θέλει φύγει από τας χείρας των Εβραίων, ως το έκαμε πολλάκις, όταν όμως είδεν, ότι ο Χριστός καταδικασθεί εις θάνατον, μετενόησε, διότι έγινε τοιούτον συμβάν και δεν επραγματοποιήθησαν αι προβλέψεις του’ και σκεφθείς αμέσως επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια, τα οποία έλαβεν από το συνέδριον των αρχιερέων και γραμματέων, λέγων προς αυτούς’ << Ήμαρτον παραδώσας αίμα αθώον>> (Ματθ. Κζ’-3-4,), ευθύς δε έρριψε τα τριάκοντα αργύρια εις τον Ναόν, εκεί ΄ό
που ήτο το συνέδριον και έφυγεν από εκεί. Λέγουν εις αυτόν εκείνοι’ <<Τι μας ενδιαφέρει; Συ να το εύρεις από τον Θεόν>> Τότε αυτός επήγε και εκρεμάσθει εις έν δένδρον, ούτω δε κρεμάμενος εφούσκωσε τόσον πολύ, ώστε έσκασεν εις την μέσην του σώματος. Μετανόησεν ο Ιούδας, άλλ’ όχι καλώς, διότι έπρεπε να μη κρεμασθεί, αλλά να καταφύγει δι’ειλικρινούς μετανοίας εις το θείον έλεος. Άδεται δε ότι έπραξε τούτο, διά να προφθάσει εις τον άδην τον Χριστόν και να τον παρακαλέσει να τον συγχωρήσει. Άς αφήσωμεν όμως την ιστορίαν του Ιούδα και ας επανέλθωμεν και πάλιν εις τον λόγον μας....
Αυτά μπόρεσα να γράψω γιατί το βρίκα ενδιαφέρον το στορύ μια και ταιριάζει επί των ημερών. Και εγώ πάντα ο ίδιος το μετεφερα σε εσάς
Χάρης-από το -Sydney…
Εις εκ των σοφών λέγει, ότι ο παράνομος Ιούδας ήτο από την χώραν Ισκαρίαν, είχε δε πατέρα ονόματι ΄Ροβελ. Αυτός δε ο Ρόβελ είχε γυναίκα , ήτις μίαν ημέραν είδε όνειρον φοβερόν και διαλογιζομένη ήρχισε να φωνάζει δυνατά από τον φόβον. Λέγει προς αυτήν ο ανήρ της’<<Τί έχεις, τι έπαθες και θλίβεσαι ούτω; >>Του λέγει εκείνη’ <<Όνειρον είδα φοβερόν, ότι εάν μείνω έγκυος και γεννήσω τέκνον άρρεν, το τέκνον αυτό θέλει γίνει η καταστροφή των Εβραίων>>. Τότε ο ανήρ της την ονείδισε, διότι επίστευεν εις όνειρα’ αύτη δε σιώπησε. Κατά την νύκτα εκείνη έμεινε έγκυος. Όταν δε ήλθεν ο καιρός εγεννησε τέκνον άρρεν΄η δε γυνή ηβουλήθη να φονεύσει το τέκνον της, δια να μη καταστρέψει αυτό το έθνος των Εβραίων, διότι και αυτή και ο ανήρ της ήσαν από την φυλήν των Εβραίων. Πράγματι κρυφίως από τον .άνδρα της κατασκεύασε κιβώτιον πλεκτόν από βάγια, το επίσσωσεν, έπειτα έβαλέ μέσα το παιδίον και το έρριψεν εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας. Εκεί δε απέναντι της Ισκαρίας ήτο νησίδιον, εις το οποίον κατοικούσαν άνθρωποι ποιμένες, οίτινες εφύλαττον εις αυτό τα ζώα των εις τους κακούς καιρούς. Αυτοί βλέποντες το κιβώτιον, διότι τα κύματα το έκαμαν να φθάσει πλησίον του νησίου, με έν από τα πλοιάρια τα οποία είχον, το έφεραν τραβώντες εις το νησίον. Ανοίξαντες δε αυτό,εύρον εντός αυτού το παιδίον και το έτρεφον εκ του γάλακτος των ζώων. Μετά ταύτα το έδωκαν εις τινά γυναίκα από το χωρίον, ήτις είχε γεννήσει προ ολίγου καιρού, διά να το θηλάζει και το επονόμασαν Ιούδαν, διότι γνώρισαν ότι εξ Εβραίων ήτο το παιδίον, ούτω δε ήμέρα τη ημέρα ηυξάνετο. Όταν δε ήλθεν ο καιρός να περιπατεί, έφεραν το παιδίον εις την χώραν Ισκαρίαν, διά να εύρουν άνθρωπον να του το παραδώσουν να το αναθρέψει. Κατά σύμπτωσιν όμως ευρέθη εκεί ο Ρόβελ, ο πατήρ του και το επήρε, μη γνωρίζων ότι είναι ο πατήρ αυτού του παιδίου. Ήτο δε το παιδίον κατά πολλά εύμορφον και η μήτηρ του το ηγάπα απ’αρχής αλλά και όσον παρήρχετο ο καιρός το ηγάπα περισσότερον, διότι ενεθυμείτο το τέκνον της το οποίον έρριψεν εις την θάλασσαν. Εγέννησε δε και έτερον υιόν και ανέτρεφε και 5α δύο ομού. Ο δε Ιούδας ήτο φύσεως πονηράς και έδερε τον αδελφόν του, αναλογιζόμενος την μετ’αυτού διανομήν της πατρικής περιουσίας, ώστε πολλάκις τον ενουθέτει η μήτηρ του λέγουσα. <<Παύσον, τέκνον μου, μη δέρης τον αδελφόν σου και όσα έχομεν εγώ και ο πατήρ σου ιδικά σας είναι και των δύο>>. Ο δε πονηρός και κακόβουλος Ιούδας, από την αγάπην των χρημάτων θελγόμενος, ηβουλήθη να φονεύσει τον αδελφόν του. Ημέραν λοιπόν τινά πορευομένων και των δύο ομού εις τόπον τινά, ετόλμησεν ο Ιούδας, ως πλέον δυνατός και μεγαλύτερος ‘όπου ήτο και εφόνευσε τον αδελφόν του, κτυπών αυτόν με πέτραν εις την μήνιγγα της κεφαλής. Όταν δε τον εφόνευσεν, εφοβήθη και έφυγεν εις την Ιερουσαλήμ. Τότε ο πατήρ του, ως έχασε τα τέκνα του, έκλαιεν αυτός και η γυνή του, μη γνωρίζοντες τι έγιναν, και τι τέλος έδωκαν. Ο δε Ιούδας πηγαίνων εις την Ιερουσαλήμ και αγαπών την φιλαργυρίαν, έγινα γνώριμος του Ηρώδου, του Εβραίου βασιλέως Ιδών δε ο βασιλεύς, ότι ο Ιούδας ήτο ο ανήρ δυνατός και κατά πολλά εύμορφος, τον έβαλε φροντιστήν του οίκου του, να πωλεί δηλαδή τα παραγόμενα από τους αγρούς του προϊόντα και να αγοράζει τα αναγκαία προς συντήρησιν. Μετά χρόνον πολύν έγινε εις την Ισκαρίαν ακαταστασία λόγω σκανδάλων, ο δε Ρόβελ, ο πατήρ του Ιούδα, λαβών την γυναίκα του και όλα τα υπάρχοντα του ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ, ώς πλούσιος δε όπου ήτο, ηγορασεν οικίαν ωραίαν πλησίον του βασιλέως Ηρώδου με κήπους, οι οποίοι είχον παντός είδους δένδρα. Ο δε Ιούδας από την πολυκαιρίαν δεν εγνώριζεν ούτε τον πατέρα του, ούτε την μητέρα του, αλλ’ούτε εκείνοι αυτόν. Εν μιά λοιπόν των ημερών προκύπτων ο βασιλεύς από την θυρίδα του παλατίου εθεώρει τον κήπον του Ρόβελ, ύστατο δε μετά του βασιλέως και ο Ιούδας, όστις λέγει προς αυτόν. <<Χρειάζεσαι, βασιλεύ, από τους καρπούς και από τα άνθη αυτών των δένδρων, να σου φέρω;>> Καταβάς δε ευθύς από την θυρίδα εκείνην, έλαβεν από τους καρπούς και από τα άνθη όσα ηθέλησε και επορεύθει προς την έξοδον. Τότε τον συνήντησεν ο πατήρ του, ο Ρόβελ, και του λέγει. <<Διατί, τέκνον μου, ετόλμησες και εισήλθες εις τον κήπον μου, ότε εγώ δεν ήμουν εδώ; Ναι, να πάρεις διά τον βασιλέα καρπούς και άνθη, αλλά έγώ δεν θα σε εβοήθουν καλλίτερα;>>Τότε αυτός , ως κακός όπου ήτο εξ’αρχής, ιδών δεξιά και αριστερά και βεβαιωθείς ότι κανείς δεν τον έβλεπε, εφόνευσεν ευθύς ο μιαρός με ένα λίθον και τον πατέρα του, ώς και τον αδελφόν του και ουδείς ηδυνήθη να γνωρίσει τι έγινε. Ακολούθως έφερεν εις τον βασιλέα τους καρπούς και τα άνθη και του είπε και διά τον θάνατον του Ρόβελ, ότι αυτός τον εθανάτωσεν. Ακούσας δε ο βασιλεύς, ελυπήθη πολύ, αλλ’εσιώπησε διά να μη προσβληθεί το παλάτιον και ως εκ τούτου ουδείς άλλος έμαθε το γενόμενον. Έθαψαν λοιπόν τότε τον δυστυχή Ρόβελ τον πατέρα του Ιούδα. Μετά ταύτα λέγει ο βασιλεύς προς τον Ιούδαν. <<Θέλω ίνα αυτήν την χήραν λάβεις γυναίκα, να γίνεις κληρονόμος της περιουσίας της>>. Αφού δε είπε τοιαύτα έστειλε και προσταγήν εις την γυναίκα λέγων. Η βασιλεία μου βούλεται να λάβεις άλλον άνδρα, τούτον δηλαδή τον Ιούδαν, άλλως ο πλούτος σου και όλα τα υπάρχοντα σου να γίνουν αυθεντικά >>. Ακούσασα η γυνή τους λόγους τούτους, έλαβε σύζυγον τον υιόν αυτής, τον Ιούδαν, μη γνωρίζουσα αυτόν και ετεκνοποίησε μετ’αυτού και διετέλεσε σύζυγος του αρκετά έτη. Έν μιά δε των ημερών, επειδή έκλαιεν η γυνή ενθυμούμενη όσα έπαθεν, ήλθεν εκεί κατά σύμπτωσιν ο ανήρ της ο Ιούδας και την ηρώτησε να μάθη διατί κλαίει. Τότε εκείνη ήρχισε να διηγείται λεπτομερώς ένα έκαστον όλα όσα έπαθεν από την αρχήν της υπανδρίας της έως τέλους. Ο Ιούδας επειδή είχεν ακούσει από τους βοσκούς, ότι τον εύρον ερριμένον εις την θάλασσαν εντός καλάθου πλεγμένον από τους οποίους κατασκευάζουν τα σπυρίδας, επιμελώς πισομένον, και εννόησες ότι εφόνευσε τον αδελφόν του και τον πατέρα΄του, λέγει προς την γυναίκα του και μητέρα του’ <<Εγώ είμαι εκείνος ο υιός σου, τον οποίον έρριψες εις την θάλασσαν και εγώ εφόνευσα τον αδελφόν μου και τον πατέρα μου Ρόβελ>>. Η γυνή ακούσασα,ότι αυτός είναι εκείνος ο υιός της και ότι αυτός έκαμε τα τόσα μεγάλα κακά, εθρήνησε πολύ και μάλιστα διά την αμαρτίαν της φοβεράς αιμομιξίας!
Είπε δε τότε προς τον Ιούδαν’<<Από τούδε και εις το εξής δεν είναι δυνατόν να μένεις πλησίον μου>>. ....Κατανοήσας τότε ο Ιούδας τα κακά τα οποία έκαμεν εκ του πάθους της φιλαργυρίας και ακούων ότι ένας περίφημος διδάσκαλος, ο Χριστός, ευρίσκεται εις την Ιερουσαλήμ και περιέρχεται όλην την Ιουδαίαν, καλών τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, και ότι αυτός είναι ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ηγέρθη και επήγε προς Αυτόν διά να επιτύχει την σωτηρίαν της ψυχής του. Εκείνος δε ως εύσπλαχνος, τον έκανε μαθητή του και του έδωκε διακόνημα να κρατεί τον σάκκον, εις τον οποίον έθετον τα χρήματα, τα συναζόμενα έξ ελεημοσύνης και προοριζόμενα δια την συντήρησιν των Αποστόλων και του Χριστού. Αυτός όμως ο μιαρός έκλεπτεν εξ αυτών και έστελλεν εις την γυναίκα του και τα τέκνα του. Βλέπετε αρχαίον κακόν και πεπαλαιωμένη αμαρτία, νέον καλόν δεν γίνεται’ ίδετε πως επληρώθη ο λόγος του Προφήτου Δαβίδ, ο λέγων’ <<Γενηθήτωσαν οι υιοί αυτού ορφανοί, και η γυνή αυτού χήρα>> (Ψαλμ. Ρή’ 9) και όλα όσα είναι γεγραμένα εις τον ψαλμόν αυτόν. Μετανόησεν ο Ιούδας, έγινεν Απόστολος και θαύματα έκαμνεν και όμως εκ της φιλαργυρίας του παρέδωκε τον Χριστόν και απεφάσισεν ο ταλαίπωρος να κερδίσει τα αργύρια κάμνων την προδοσίαν, υπολογίζων ότι ο Χριστός δεν θα φονευθεί, αλλά θέλει φύγει από τας χείρας των Εβραίων, ως το έκαμε πολλάκις, όταν όμως είδεν, ότι ο Χριστός καταδικασθεί εις θάνατον, μετενόησε, διότι έγινε τοιούτον συμβάν και δεν επραγματοποιήθησαν αι προβλέψεις του’ και σκεφθείς αμέσως επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια, τα οποία έλαβεν από το συνέδριον των αρχιερέων και γραμματέων, λέγων προς αυτούς’ << Ήμαρτον παραδώσας αίμα αθώον>> (Ματθ. Κζ’-3-4,), ευθύς δε έρριψε τα τριάκοντα αργύρια εις τον Ναόν, εκεί ΄ό
που ήτο το συνέδριον και έφυγεν από εκεί. Λέγουν εις αυτόν εκείνοι’ <<Τι μας ενδιαφέρει; Συ να το εύρεις από τον Θεόν>> Τότε αυτός επήγε και εκρεμάσθει εις έν δένδρον, ούτω δε κρεμάμενος εφούσκωσε τόσον πολύ, ώστε έσκασεν εις την μέσην του σώματος. Μετανόησεν ο Ιούδας, άλλ’ όχι καλώς, διότι έπρεπε να μη κρεμασθεί, αλλά να καταφύγει δι’ειλικρινούς μετανοίας εις το θείον έλεος. Άδεται δε ότι έπραξε τούτο, διά να προφθάσει εις τον άδην τον Χριστόν και να τον παρακαλέσει να τον συγχωρήσει. Άς αφήσωμεν όμως την ιστορίαν του Ιούδα και ας επανέλθωμεν και πάλιν εις τον λόγον μας....
Αυτά μπόρεσα να γράψω γιατί το βρίκα ενδιαφέρον το στορύ μια και ταιριάζει επί των ημερών. Και εγώ πάντα ο ίδιος το μετεφερα σε εσάς
Χάρης-από το -Sydney…
- Harrys1934
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 1041
- Εγγραφή: Πέμ Σεπ 28, 2006 5:00 am
- Τοποθεσία: ¨οπου γη και Πατρις
- Επικοινωνία:
ΙΟΥΔΑΣ ΚΑΙ ΦΩΣΚΟΛΟΣ
Θα σου δόσω την διεύθυνσιν του Συναξαριστή να πάς να κάνεις τα παράπονα εκεί και να τους πεις και από εμένα ότι μας πουλάνε σκαρτο εμπόρευμα
για να δουμε αν έχεις αντιληψη καθόλου διαβασε τον ψαλμό 108-
Χάρης
για να δουμε αν έχεις αντιληψη καθόλου διαβασε τον ψαλμό 108-
Χάρης
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 2298
- Εγγραφή: Δευ Νοέμ 14, 2005 6:00 am
- Τοποθεσία: Ηλίας @ Θεσσαλονίκη
Ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα
«Χαῖρε ραββί...» (Ματθ. κστ´ 49)
Αὐτὸν τὸν προκλητικὸ καὶ εἰρωνικὸ χαιρετισμὸ ἀπηύθυνε στὸν Ἰησοῦ ὁ Ἰούδας, τὴν νύκτα τῆς προδοσίας, παραδίδοντας Αὐτὸν στὰ ὄργανα τῆς τότε κατεστημένης θρησκευτικῆς καὶ πολιτικῆς ἡγεσίας τῶν Ἑβραίων.
Ταυτόχρονα, ἔδωσε καὶ τὸ «σύσσημον» (σημεῖο) τῆς ὕπουλης ἐνεργείας, τὸ φίλημα, γιὰ νὰ ἐπισφραγίσει τὴν ἐπαίσχυντη πράξη κατὰ τοῦ Διδασκάλου του.
Τὰ τῆς προδοσίας ἐπιμέρους γεγονότα διασῴζουν οἱ ἱεροὶ Εὐαγγελισταὶ καὶ εἶναι λίγο-πολὺ γνωστά.
Τὴ χρονικὴ ἐκείνη περίοδο οἱ Ἑβραῖοι προετοιμάζονταν γιὰ τὴν ἑορτὴν τῶν ἀζύμων, τὸ Πάσχα.
Ὁ Ἰησοῦς προτρέπει τοὺς μαθητὲς νὰ ἑτοιμάσουν τὸ Δεῖπνο. Ἐνῷ δὲ οἱ ἔνδεκα ἀσχολοῦνταν μὲ τὰ τοῦ Δείπνου, ὁ Ἰούδας «ἀπῆλθε» (πῆγε μόνος του) στοὺς ἀρχιερεῖς μὲ σκοπὸν νὰ τὸν παραδώσῃ: «Τὶ μοι θέλετε δοῦναι καὶ ἐγὼ παραδώσω αὐτόν; Οἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια». (Ματθ.κστ´ 15). Καί, σχολιάζει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· «...Πορευθεὶς οὐ μετακληθεὶς (προσκληθείς) ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων, οὐκ ἀναγκασθείς, οὐδὲ βιασθεὶς ἀλλὰ αὐτὸς ἀφ᾿ ἑαυτοῦ καὶ οἴκοθεν ἔτεκεν τὸν δόλον καὶ τὴν γνώμην ἐξήγαγεν ταύτην, οὐδένα ἔχων σύμβουλον τῆς πονηρίας ταύτης» (Λόγος α´ εἰς τὴν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα).
Στὴν συνέχεια παρατίθεται τὸ Δεῖπνον τῆς Εὐχαριστίας (Ὁ λεγόμενος Μυστικὸς Δεῖπνος), στὸν ὁποῖο μετέχουν ὁ Κύριος καὶ οἱ δώδεκα μαθητές. «Ἐσθιόντων αὐτῶν, γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, λέγει ὁ Ἰησοῦς: εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με» (Ματθ. κστ´ 21).
Ὁ λόγος προκαλεῖ ταραχὴ καὶ προβληματισμό. Οἱ μαθηταὶ διερωτῶνται μεταξὺ των: «Μήτι ἐγὼ εἰμὶ Κύριε;» καὶ ὁ Ἰησοῦς:«Ἐκεῖνος ἐστί, ᾧ (στὸν ὁποῖο) ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον καὶ ἐπιδώσω. Καὶ ἐμβάψας τὸ ψωμίον δίδωσιν Ἰούδα...».
Μετὰ ταῦτα ὁλοκληροῦται τὸ Δεῖπνο, ἀκολουθεῖ ἡ ἔξοδος καὶ ἡ προσευχὴ εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν καὶ ἡ ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆ.
Ἐνῷ δὲ ὁ Ἰησοῦς ἦταν μὲ τοὺς ἕνδεκα μαθητές, παρουσιάζεται ὁ Ἰούδας καὶ «μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων....», ἔχοντας προδηλώσει στοὺς συνεργοὺς τὸν τρόπον τῆς προδοσίας καὶ παραδόσεως: «...Ὅν ἂν φιλήσω αὐτὸς ἐστί, κρατήσατε αὐτόν...». Πλησιάζει στὴν συνέχεια τὸν Ἰησοῦν καὶ λέγει: «Χαῖρε ραββὶ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν...».
«...Καλεῖς διδάσκαλον, λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μὴ ὤν μαθητής...τὶ σημεῖον τῆς προδοσίας ποιεῖς τῆς εἰρήνης τὸ σύμβολον, οἶδα τὶς σου τοῦ δολεροῦ φιλήματος ὑπέδειξε τὴν ὁδόν· ὁ διάβολος τῆς περιπτύξεως ταύτης τὸν τρόπον ὑπέθετὸ σοι, σὺ δὲ κακῷ συμβούλῳ πεισθεὶς ἐκείνου τὸ βούλημα πληροῖς (ἐκτελεῖς)».
Καὶ ὁ Ἰησοῦς: «Ἑταῖρε, ἐφ᾿ ᾧ πάρει» (φίλε, πρᾶξε ὅ, τι ἔχεις σχεδιάσει). Σχολιάζοντας ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὸν λόγον τοῦτον, παρατηρεῖ: «Πλήρωσον τὰς κακὰς συνθήκας, ἅς πρὸς τοὺς Φαρισαίους πεποίησαι· συντέλεσον τὸ γραμματεῖον τῆς πράξεως...κτῆσαι μετὰ τοῦ γλωσσοκόμου (ταμείου) καὶ τὸ τῆς ἀδικίας βαλάντιον, ὑποχώρησον τῷ λῃστῇ μέλλοντι διὰ τῆς ὁμολογίας λαμβάνειν τὴν τάξιν, ἥν σοι διὰ προδοσίας ἀπώλεσας» (Ὁμιλία γ´ εἰς τὴν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα).
Ἀκολουθεῖ μετὰ ταῦτα ἡ σύλληψη καὶ ἡ προσαγωγὴ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τὰ γνωστὰ γεγονότα τοῦ Πάθους.
Τὸ πρόβλημα τῆς προδοσίας καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰούδα ἀπησχόλησε ἰδιαιτέρως τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς. Ὅλοι προσπαθοῦν νὰ ἐξηγήσουν ποιὸ ἦταν τὸ κίνητρο τῆς πράξεώς του. Πολλὰ ἐγράφησαν καὶ εἰπώθησαν.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης σημειώνει στὸ Εὐαγγέλιὸ του ὅτι ὁ Ἰούδας, «κλέπτης ἦν» (Ἰωαν.ιβ´ 6). Τὶ σημαίνει ἡ παρατήρηση αὐτή; Μήπως ὁ Ἰούδας ἀφαιροῦσε χρήματα ἀπὸ τὸ ταμεῖο τῶν μαθητῶν;
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δέχεται ὅτι ὁ Ἰούδας «ἠγάπησεν μᾶλλον τὸν χρυσὸν ἢ τὸν Χριστὸν καὶ γέγονε περὶ τοὺς μισθωσαμένους εὔνους τε καὶ πιστός». (Ὁμιλία γ´ εἰς τὴν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα). Πυρώθηκε, συμπληρώνει, ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας «τὸ δεινὸν τοῦτο θηρίον καὶ κοινὸν τῆς οἰκουμένης ἐχθρόν» καὶ ἐνῷ καθημερινὰ «συνῆν ἐκείνῳ», συναναστρεφόταν δηλαδὴ τὸν Ἰησοῦ παρὰ τοῦ ὁποίου «ἐπαιδεύετο δι᾿ ἔργων, διὰ λόγων, μὴ χρυσίον ἔχειν καὶ ὅμως οὐκ ἐσωφρονίσθη».
Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, παρ᾿ ὅτι εἶδε τὸν Ἰησοῦν νὰ διαφεύγει πολλάκις τὴν σύλληψη καὶ νὰ ἔχει δώσει πολλὲς ἀποδείξεις τῆς θεότητος καὶ τῆς δυνάμεώς του, ὅμως δὲν ἀπομακρύνθηκε «ἀπὸ τὴν πονηρὰν ἐκείνην ἔννοιαν».
Ὁ Χριστός, συνεχίζει ὁ ἱερὸς Πατήρ, «προῄδει τὸ ἀδιόρθωτον τοῦ προδότου, ἀλλ᾿ οὐκ ἐπαύσατο νουθετῶν». Ἀκόμη, συγκατετέθη νὰ τὸν καλέσει στὸ Δεῖπνο καὶ «ἐν τῷ καιρῷ τῆς προδοσίας καὶ φιλῆσαι αὐτὸν κατεδέξατο». Ἀλλὰ κανένα ἀποτέλεσμα.
Ἀντιθέτως, ὁ Ἰούδας παρότι «συνὼν τῷ Χριστῷ καὶ σημεῖα ἐργασάμενος καὶ τοσαύτας ἀπολαύσας διδασκαλίας, ἐπειδὴ μὴ ἀπαλαγεὶς τοῦ νοσήματος εἰς τοσοῦτον κατηνέχθη βάραθρον». Καὶ ὄχι μόνο. Ἐ
γκαταλείπει τὸν Ἰησοῦ καὶ τοὺς ἔνδεκα συμμαθητὲς του καὶ μεταβαίνει στοὺς ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν ὁποίων «συμβόλαια σατανικὰ ποιήσας καὶ ἀργυρίου συνθέμενος λαμβάνειν» μεθοδεύει τὴν παράδοση τοῦ Διδασκάλου του.
Βεβαίως ὁποιαδήποτε προσπάθεια δικαιολογήσεως τῆς πράξεως ἢ ἄλλοι λόγοι καὶ ἄν προβληθοῦν, δὲν δικαιώνουν τὸν δράστη, δεδομένου ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦταν ἀρχηγὸς μιᾶς συμμορίας, μιᾶς σέκτας θὰ λέγαμε, ἀλλὰ ὁ κατεξοχὴν διδάσκαλος τῆς ἀγάπης ποὺ διεκήρυττε τὴν ἀγάπην ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς ἐχθροὺς πρᾶγμα ἀσυνήθιστο καὶ ἀκατανόητο γιὰ τὴν ἐποχὴ Του, «ὅς διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας» (Πράξεις Ἀποστόλων 10,38) καί, «ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α´ Πέτρου β´ 22).
Προδότες ὑπῆρχαν καὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε σὲ ὅλες τὶς κοινωνίες καὶ κοινότητες τῶν ἀνθρώπων, σ᾿ ὅλες τὶς φυλὲς καὶ τοὺς λαοὺς τῆς γῆς. Κανεὶς ὅμως δὲν τοὺς ἀποδέχεται. Γνωστὴ εἶναι ἡ λαϊκὴ παροιμία «Τὴν προδοσίαν πολλοὶ ἡγάπησαν, τὸν προδότην οὐδείς».
Τραγικὴ ἦταν ἡ κατάληξη τοῦ Ἰούδα. Σὲ πολὺ λίγο χρόνο μετάνοιωσε γιὰ τὴν πράξη του, καί, πορευθεὶς στοὺς ἀρχιερεῖς, «ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια λέγων, ἥμαρτον, παραδοὺς αἷμα ἀθῶον, οἱ δὲ εἶπον, τὶ πρὸς ἡμᾶς, σὺ ὄψει» (Ματθ. κζ´ 3,4).
Τραγικὸς ἐπίλογος μιᾶς μοιραίας πράξης ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα κραυγαλέο παράδειγμα ἀποφυγῆς, γιὰ ἐκείνους ποὺ ρέπουν σὲ παρόμοιες βουλές, τῶν ὁποίων τὸ τέλος ἡ καταστροφὴ καὶ ὁ ἀνεπίστροφος δρόμος.
Μεγάλη Πέμπτη, τρέχουσα χρονολογία, δύο χιλιάδες ... Ὁ Ἰησοῦς προδομένος καὶ ταπεινωμένος στέκει μόνος μπροστὰ στὸ κριτήριο (δικαστήριο) τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς. Θρησκευτικῶν καὶ πολιτικῶν. Πῶς; Στὸ πρόσωπο τῶν ἀδικουμένων, τῶν σκλάβων, τῶν φυλακισμένων, τῶν ἐν πολέμοις ὄντων, τῶν ἀσθενῶν, τῶν ἐμπεριστάτων, τῶν ἀδυνάτων, τῶν πενήτων. Γι᾿ αὐτοὺς μία ἐλπὶς ὑπάρχει: Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ φιλανθρωπία τῶν ὀλίγων.
«Χαῖρε ραββί...» (Ματθ. κστ´ 49)
Αὐτὸν τὸν προκλητικὸ καὶ εἰρωνικὸ χαιρετισμὸ ἀπηύθυνε στὸν Ἰησοῦ ὁ Ἰούδας, τὴν νύκτα τῆς προδοσίας, παραδίδοντας Αὐτὸν στὰ ὄργανα τῆς τότε κατεστημένης θρησκευτικῆς καὶ πολιτικῆς ἡγεσίας τῶν Ἑβραίων.
Ταυτόχρονα, ἔδωσε καὶ τὸ «σύσσημον» (σημεῖο) τῆς ὕπουλης ἐνεργείας, τὸ φίλημα, γιὰ νὰ ἐπισφραγίσει τὴν ἐπαίσχυντη πράξη κατὰ τοῦ Διδασκάλου του.
Τὰ τῆς προδοσίας ἐπιμέρους γεγονότα διασῴζουν οἱ ἱεροὶ Εὐαγγελισταὶ καὶ εἶναι λίγο-πολὺ γνωστά.
Τὴ χρονικὴ ἐκείνη περίοδο οἱ Ἑβραῖοι προετοιμάζονταν γιὰ τὴν ἑορτὴν τῶν ἀζύμων, τὸ Πάσχα.
Ὁ Ἰησοῦς προτρέπει τοὺς μαθητὲς νὰ ἑτοιμάσουν τὸ Δεῖπνο. Ἐνῷ δὲ οἱ ἔνδεκα ἀσχολοῦνταν μὲ τὰ τοῦ Δείπνου, ὁ Ἰούδας «ἀπῆλθε» (πῆγε μόνος του) στοὺς ἀρχιερεῖς μὲ σκοπὸν νὰ τὸν παραδώσῃ: «Τὶ μοι θέλετε δοῦναι καὶ ἐγὼ παραδώσω αὐτόν; Οἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια». (Ματθ.κστ´ 15). Καί, σχολιάζει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· «...Πορευθεὶς οὐ μετακληθεὶς (προσκληθείς) ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων, οὐκ ἀναγκασθείς, οὐδὲ βιασθεὶς ἀλλὰ αὐτὸς ἀφ᾿ ἑαυτοῦ καὶ οἴκοθεν ἔτεκεν τὸν δόλον καὶ τὴν γνώμην ἐξήγαγεν ταύτην, οὐδένα ἔχων σύμβουλον τῆς πονηρίας ταύτης» (Λόγος α´ εἰς τὴν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα).
Στὴν συνέχεια παρατίθεται τὸ Δεῖπνον τῆς Εὐχαριστίας (Ὁ λεγόμενος Μυστικὸς Δεῖπνος), στὸν ὁποῖο μετέχουν ὁ Κύριος καὶ οἱ δώδεκα μαθητές. «Ἐσθιόντων αὐτῶν, γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, λέγει ὁ Ἰησοῦς: εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με» (Ματθ. κστ´ 21).
Ὁ λόγος προκαλεῖ ταραχὴ καὶ προβληματισμό. Οἱ μαθηταὶ διερωτῶνται μεταξὺ των: «Μήτι ἐγὼ εἰμὶ Κύριε;» καὶ ὁ Ἰησοῦς:«Ἐκεῖνος ἐστί, ᾧ (στὸν ὁποῖο) ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον καὶ ἐπιδώσω. Καὶ ἐμβάψας τὸ ψωμίον δίδωσιν Ἰούδα...».
Μετὰ ταῦτα ὁλοκληροῦται τὸ Δεῖπνο, ἀκολουθεῖ ἡ ἔξοδος καὶ ἡ προσευχὴ εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν καὶ ἡ ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆ.
Ἐνῷ δὲ ὁ Ἰησοῦς ἦταν μὲ τοὺς ἕνδεκα μαθητές, παρουσιάζεται ὁ Ἰούδας καὶ «μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων....», ἔχοντας προδηλώσει στοὺς συνεργοὺς τὸν τρόπον τῆς προδοσίας καὶ παραδόσεως: «...Ὅν ἂν φιλήσω αὐτὸς ἐστί, κρατήσατε αὐτόν...». Πλησιάζει στὴν συνέχεια τὸν Ἰησοῦν καὶ λέγει: «Χαῖρε ραββὶ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν...».
«...Καλεῖς διδάσκαλον, λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μὴ ὤν μαθητής...τὶ σημεῖον τῆς προδοσίας ποιεῖς τῆς εἰρήνης τὸ σύμβολον, οἶδα τὶς σου τοῦ δολεροῦ φιλήματος ὑπέδειξε τὴν ὁδόν· ὁ διάβολος τῆς περιπτύξεως ταύτης τὸν τρόπον ὑπέθετὸ σοι, σὺ δὲ κακῷ συμβούλῳ πεισθεὶς ἐκείνου τὸ βούλημα πληροῖς (ἐκτελεῖς)».
Καὶ ὁ Ἰησοῦς: «Ἑταῖρε, ἐφ᾿ ᾧ πάρει» (φίλε, πρᾶξε ὅ, τι ἔχεις σχεδιάσει). Σχολιάζοντας ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὸν λόγον τοῦτον, παρατηρεῖ: «Πλήρωσον τὰς κακὰς συνθήκας, ἅς πρὸς τοὺς Φαρισαίους πεποίησαι· συντέλεσον τὸ γραμματεῖον τῆς πράξεως...κτῆσαι μετὰ τοῦ γλωσσοκόμου (ταμείου) καὶ τὸ τῆς ἀδικίας βαλάντιον, ὑποχώρησον τῷ λῃστῇ μέλλοντι διὰ τῆς ὁμολογίας λαμβάνειν τὴν τάξιν, ἥν σοι διὰ προδοσίας ἀπώλεσας» (Ὁμιλία γ´ εἰς τὴν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα).
Ἀκολουθεῖ μετὰ ταῦτα ἡ σύλληψη καὶ ἡ προσαγωγὴ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τὰ γνωστὰ γεγονότα τοῦ Πάθους.
Τὸ πρόβλημα τῆς προδοσίας καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰούδα ἀπησχόλησε ἰδιαιτέρως τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς. Ὅλοι προσπαθοῦν νὰ ἐξηγήσουν ποιὸ ἦταν τὸ κίνητρο τῆς πράξεώς του. Πολλὰ ἐγράφησαν καὶ εἰπώθησαν.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης σημειώνει στὸ Εὐαγγέλιὸ του ὅτι ὁ Ἰούδας, «κλέπτης ἦν» (Ἰωαν.ιβ´ 6). Τὶ σημαίνει ἡ παρατήρηση αὐτή; Μήπως ὁ Ἰούδας ἀφαιροῦσε χρήματα ἀπὸ τὸ ταμεῖο τῶν μαθητῶν;
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δέχεται ὅτι ὁ Ἰούδας «ἠγάπησεν μᾶλλον τὸν χρυσὸν ἢ τὸν Χριστὸν καὶ γέγονε περὶ τοὺς μισθωσαμένους εὔνους τε καὶ πιστός». (Ὁμιλία γ´ εἰς τὴν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα). Πυρώθηκε, συμπληρώνει, ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας «τὸ δεινὸν τοῦτο θηρίον καὶ κοινὸν τῆς οἰκουμένης ἐχθρόν» καὶ ἐνῷ καθημερινὰ «συνῆν ἐκείνῳ», συναναστρεφόταν δηλαδὴ τὸν Ἰησοῦ παρὰ τοῦ ὁποίου «ἐπαιδεύετο δι᾿ ἔργων, διὰ λόγων, μὴ χρυσίον ἔχειν καὶ ὅμως οὐκ ἐσωφρονίσθη».
Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, παρ᾿ ὅτι εἶδε τὸν Ἰησοῦν νὰ διαφεύγει πολλάκις τὴν σύλληψη καὶ νὰ ἔχει δώσει πολλὲς ἀποδείξεις τῆς θεότητος καὶ τῆς δυνάμεώς του, ὅμως δὲν ἀπομακρύνθηκε «ἀπὸ τὴν πονηρὰν ἐκείνην ἔννοιαν».
Ὁ Χριστός, συνεχίζει ὁ ἱερὸς Πατήρ, «προῄδει τὸ ἀδιόρθωτον τοῦ προδότου, ἀλλ᾿ οὐκ ἐπαύσατο νουθετῶν». Ἀκόμη, συγκατετέθη νὰ τὸν καλέσει στὸ Δεῖπνο καὶ «ἐν τῷ καιρῷ τῆς προδοσίας καὶ φιλῆσαι αὐτὸν κατεδέξατο». Ἀλλὰ κανένα ἀποτέλεσμα.
Ἀντιθέτως, ὁ Ἰούδας παρότι «συνὼν τῷ Χριστῷ καὶ σημεῖα ἐργασάμενος καὶ τοσαύτας ἀπολαύσας διδασκαλίας, ἐπειδὴ μὴ ἀπαλαγεὶς τοῦ νοσήματος εἰς τοσοῦτον κατηνέχθη βάραθρον». Καὶ ὄχι μόνο. Ἐ
γκαταλείπει τὸν Ἰησοῦ καὶ τοὺς ἔνδεκα συμμαθητὲς του καὶ μεταβαίνει στοὺς ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν ὁποίων «συμβόλαια σατανικὰ ποιήσας καὶ ἀργυρίου συνθέμενος λαμβάνειν» μεθοδεύει τὴν παράδοση τοῦ Διδασκάλου του.
Βεβαίως ὁποιαδήποτε προσπάθεια δικαιολογήσεως τῆς πράξεως ἢ ἄλλοι λόγοι καὶ ἄν προβληθοῦν, δὲν δικαιώνουν τὸν δράστη, δεδομένου ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦταν ἀρχηγὸς μιᾶς συμμορίας, μιᾶς σέκτας θὰ λέγαμε, ἀλλὰ ὁ κατεξοχὴν διδάσκαλος τῆς ἀγάπης ποὺ διεκήρυττε τὴν ἀγάπην ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς ἐχθροὺς πρᾶγμα ἀσυνήθιστο καὶ ἀκατανόητο γιὰ τὴν ἐποχὴ Του, «ὅς διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας» (Πράξεις Ἀποστόλων 10,38) καί, «ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α´ Πέτρου β´ 22).
Προδότες ὑπῆρχαν καὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε σὲ ὅλες τὶς κοινωνίες καὶ κοινότητες τῶν ἀνθρώπων, σ᾿ ὅλες τὶς φυλὲς καὶ τοὺς λαοὺς τῆς γῆς. Κανεὶς ὅμως δὲν τοὺς ἀποδέχεται. Γνωστὴ εἶναι ἡ λαϊκὴ παροιμία «Τὴν προδοσίαν πολλοὶ ἡγάπησαν, τὸν προδότην οὐδείς».
Τραγικὴ ἦταν ἡ κατάληξη τοῦ Ἰούδα. Σὲ πολὺ λίγο χρόνο μετάνοιωσε γιὰ τὴν πράξη του, καί, πορευθεὶς στοὺς ἀρχιερεῖς, «ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια λέγων, ἥμαρτον, παραδοὺς αἷμα ἀθῶον, οἱ δὲ εἶπον, τὶ πρὸς ἡμᾶς, σὺ ὄψει» (Ματθ. κζ´ 3,4).
Τραγικὸς ἐπίλογος μιᾶς μοιραίας πράξης ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα κραυγαλέο παράδειγμα ἀποφυγῆς, γιὰ ἐκείνους ποὺ ρέπουν σὲ παρόμοιες βουλές, τῶν ὁποίων τὸ τέλος ἡ καταστροφὴ καὶ ὁ ἀνεπίστροφος δρόμος.
Μεγάλη Πέμπτη, τρέχουσα χρονολογία, δύο χιλιάδες ... Ὁ Ἰησοῦς προδομένος καὶ ταπεινωμένος στέκει μόνος μπροστὰ στὸ κριτήριο (δικαστήριο) τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς. Θρησκευτικῶν καὶ πολιτικῶν. Πῶς; Στὸ πρόσωπο τῶν ἀδικουμένων, τῶν σκλάβων, τῶν φυλακισμένων, τῶν ἐν πολέμοις ὄντων, τῶν ἀσθενῶν, τῶν ἐμπεριστάτων, τῶν ἀδυνάτων, τῶν πενήτων. Γι᾿ αὐτοὺς μία ἐλπὶς ὑπάρχει: Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ φιλανθρωπία τῶν ὀλίγων.
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 1347
- Εγγραφή: Σάβ Απρ 08, 2006 5:00 am
- Τοποθεσία: Κοζάνη
- Επικοινωνία:
Ο Ιούδας και ο ληστής είναι η τέλεια αντίθεση με την οποία ασχολούνται οι ύμνοι της Εκκλησίας μας τις μέρες αυτές.
Ο ληστής με ένα δευτερόλεπτο ειλικρινούς μετάνοιας είναι ο πρώτος άνθρωπος που πήγε στον Παράδεισο, ενώ ο Ιούδας εξ αιτίας της απελπισίας που προέρχεται από την παντελή έλλειψη μετάνοιας, είναι ο πρώτος άνθρωπος που πήγε στην Κόλαση, παρ ότι ως Απόστολος είχε όλες τις προϋποθέσειις και τη γνώση για να γίνει άγιος.
Ναι. αδέλφια, ο λόγος που ο Ιούδας πήγε στην Κόλαση δεν είναι γιατί πρόδωσε τον Χριστό, γιατί κι ο Πέτρος τον αρνήθηκε, όιμως αντίθετα μ' εκείνον όχι μόνο δεν έκλαυσε πικρώς, αναγνωρίζοντας την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης και ζητώντας το Έλεος του Θεού, αλλ' εξακολούθώντας την εγωιστική στάση που τον οδήγησε στην προδοσία, προτίμησε ν' απελπιστεί αντί να μετανοήσει και αυτοκτόνησε. Νά 'στε βέβαιοι ότι, αν ο Ιούδας αντί ν΄ αυτοκτονήσει μετανοούσε και ζητούσε το Έλεος του Θεού ακόμη κι αυτόν ο Κύριος θα τον συγχωρούσε κι ίσως ήταν κι αυτός σήμερα μετα των Αγίων, όπως ο Άγιος Λογγίνος ο εκατόνταρχος που ήταν επικεφαλής των βασανιστών του Κυρίου.
Ευχηθείτε ο Κύριος να μας χαρίζει πάντοτε συντριβή και μετάνοια, όπως του Αγίου πρωτοκορυφαίου Αποστόλου Πέτρου, ώστε κάθε φορά που τον προδίδουμε, αμαρτάνωντας, να ξεπλενόμαστε στο λουτρό των δακρύων μας κι έτσι να ελπίζουμε στο Έλεός Του.
Ο ληστής με ένα δευτερόλεπτο ειλικρινούς μετάνοιας είναι ο πρώτος άνθρωπος που πήγε στον Παράδεισο, ενώ ο Ιούδας εξ αιτίας της απελπισίας που προέρχεται από την παντελή έλλειψη μετάνοιας, είναι ο πρώτος άνθρωπος που πήγε στην Κόλαση, παρ ότι ως Απόστολος είχε όλες τις προϋποθέσειις και τη γνώση για να γίνει άγιος.
Ναι. αδέλφια, ο λόγος που ο Ιούδας πήγε στην Κόλαση δεν είναι γιατί πρόδωσε τον Χριστό, γιατί κι ο Πέτρος τον αρνήθηκε, όιμως αντίθετα μ' εκείνον όχι μόνο δεν έκλαυσε πικρώς, αναγνωρίζοντας την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης και ζητώντας το Έλεος του Θεού, αλλ' εξακολούθώντας την εγωιστική στάση που τον οδήγησε στην προδοσία, προτίμησε ν' απελπιστεί αντί να μετανοήσει και αυτοκτόνησε. Νά 'στε βέβαιοι ότι, αν ο Ιούδας αντί ν΄ αυτοκτονήσει μετανοούσε και ζητούσε το Έλεος του Θεού ακόμη κι αυτόν ο Κύριος θα τον συγχωρούσε κι ίσως ήταν κι αυτός σήμερα μετα των Αγίων, όπως ο Άγιος Λογγίνος ο εκατόνταρχος που ήταν επικεφαλής των βασανιστών του Κυρίου.
Ευχηθείτε ο Κύριος να μας χαρίζει πάντοτε συντριβή και μετάνοια, όπως του Αγίου πρωτοκορυφαίου Αποστόλου Πέτρου, ώστε κάθε φορά που τον προδίδουμε, αμαρτάνωντας, να ξεπλενόμαστε στο λουτρό των δακρύων μας κι έτσι να ελπίζουμε στο Έλεός Του.
- Harrys1934
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 1041
- Εγγραφή: Πέμ Σεπ 28, 2006 5:00 am
- Τοποθεσία: ¨οπου γη και Πατρις
- Επικοινωνία:
ΙΟΥΔΑ ΣΤΟΡΥ
Επειδή εγκρίνεις και επαυξάνεις φίλε στράτο και λες την ίδια λέξη που είπε και ο gas,Έ! τότε κι' εγώ την ίδια λέξη που είπα και σε κείνον. Και για να δούμε μέχρι που μπορείται να καταλάβετε γιαυτό πριν ξανά πείτε πάλι το λοιπόν διαβάστε τον ψαλμό 108-εάν τον καταλάβετε
- Harrys1934
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 1041
- Εγγραφή: Πέμ Σεπ 28, 2006 5:00 am
- Τοποθεσία: ¨οπου γη και Πατρις
- Επικοινωνία:
ΙΟΥΔΑ ΣΤΟΡΥ
nkope έγραψε:Ο Ιούδας και ο ληστής είναι η τέλεια αντίθεση με την οποία ασχολούνται οι ύμνοι της Εκκλησίας μας τις μέρες αυτές.
Ο ληστής με ένα δευτερόλεπτο ειλικρινούς μετάνοιας είναι ο πρώτος άνθρωπος που πήγε στον Παράδεισο, ενώ ο Ιούδας εξ αιτίας της απελπισίας που προέρχεται από την παντελή έλλειψη μετάνοιας, είναι ο πρώτος άνθρωπος που πήγε στην Κόλαση, παρ ότι ως Απόστολος είχε όλες τις προϋποθέσειις και τη γνώση για να γίνει άγιος.
Ναι. αδέλφια, ο λόγος που ο Ιούδας πήγε στην Κόλαση δεν είναι γιατί πρόδωσε τον Χριστό, γιατί κι ο Πέτρος τον αρνήθηκε, όιμως αντίθετα μ' εκείνον όχι μόνο δεν έκλαυσε πικρώς, αναγνωρίζοντας την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης και ζητώντας το Έλεος του Θεού, αλλ' εξακολούθώντας την εγωιστική στάση που τον οδήγησε στην προδοσία, προτίμησε ν' απελπιστεί αντί να μετανοήσει και αυτοκτόνησε. Νά 'στε βέβαιοι ότι, αν ο Ιούδας αντί ν΄ αυτοκτονήσει μετανοούσε και ζητούσε το Έλεος του Θεού ακόμη κι αυτόν ο Κύριος θα τον συγχωρούσε κι ίσως ήταν κι αυτός σήμερα μετα των Αγίων, όπως ο Άγιος Λογγίνος ο εκατόνταρχος που ήταν επικεφαλής των βασανιστών του Κυρίου.
Ευχηθείτε ο Κύριος να μας χαρίζει πάντοτε συντριβή και μετάνοια, όπως του Αγίου πρωτοκορυφαίου Αποστόλου Πέτρου, ώστε κάθε φορά που τον προδίδουμε, αμαρτάνωντας, να ξεπλενόμαστε στο λουτρό των δακρύων μας κι έτσι να ελπίζουμε στο Έλεός Του.
Παλιέ και καλέ φίλε hkope και ο Ιόυδας μετανόησε γιαυτό και πεταξε τα τριάντα αργύρια και είπε ότι αίμα αθώου πρόδωσα κ.τ.λ. η διαφορά είναι ότι ζήτησε συχ'ωρεση από τους Φαρισαίους και όχι από τον Θεό