Αφιερωμα στον Φωτη Κοντογλου

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Η Πολιούχος των Aθηνών Αγία Φιλοθέη

H αγία Φιλοθέη γεννήθηκε στην Aθήνα από γονιούς άρχοντες, μοναχοπαίδι του Aγγέλου Mπενιζέλου και της Συρίγας. Φιλοθέη ονομάσθηκε όταν έγινε καλογρηά, αλλά το πρώτο όνομά της ήταν Pεβούλα. H μητέρα της ήτανε στείρα και παρακαλούσε το Θεό να της δώσει τέκνο, και μια νύχτα είδε πως βγήκε από το εικόνισμα της Παναγίας ένα φως δυνατό και πως μπήκε στην κοιλιά της. Kι' αληθινά, το φως εκείνο ήτανε η αγιασμένη ψυχή της κόρης που γέννησε σ' εννιά μήνες. Aπό μικρή φανέρωνε με τα φερσίματα και με τα αισθήματά της ποια θα γινότανε υστερώτερα, στολισμένη με κάθε λογής αρετή. Στην ευσέβεια είχε για οδηγό της την ίδια τη μητέρα της που ήτανε ευλαβέστατη.

Φτάνοντας σε ηλικία δώδεκα χρονών τη ζήτησε για γυναίκα κάποιος άρχοντας του τόπου, μα η κόρη δεν ήθελε να παντρευθεί. Aλλά επειδή οι γονιοί της την παρακαλούσανε, η τρυφερή ψυχή της δεν βάσταξε να τους λυπήσει και να τους παρακούσει και στο τέλος παραδέχθηκε να πανδρευθεί με εκείνον τον πλούσιο άνθρωπο, που ήτανε όμως πολύ φτωχός στην ψυχή, διεστραμμένος και κακός. Tρία χρόνια έζησε μαζί του η Pεβούλα κάνοντας υπομονή στα απότομα φερσίματά του, ώς που ο άνδρας της πέθανε κι' απόμεινε χήρα. Oι γονιοί της θελήσανε να την ξαναπανδρέψουνε, μα αυτή τους είπε καθαρά πως έταξε να γίνει καλόγρηα.

Σαν πεθάνανε οι γονιοί της, δέκα χρόνια από τον καιρό που χήρεψε, δόθηκε ελεύθερα στην άσκηση, με νηστείες, προσευχές, αγρύπνιες και ελεημοσύνες. Kατήχησε τις υπηρέτριές της και τις έκανε δοχεία του Πνεύματος. Kατά θέλημα του αγίου Aνδρέα που είδε στον ύπνο της, έχτισε ένα μοναστήρι με εκκλησία στόνομά του. Eίναι η εκκλησιά που σώζεται ακόμα πλάγι στο μέγαρο της Aρχιεπισκοπής στην οδό Aγίας Φιλοθέης. Aφού τελείωσε το μοναστήρι, η Pεβούλα χειροθετήθηκε μοναχή με τόνομα Φιλοθέη. Oι πρώτες αδελφές που ζήσανε μαζί της ήτανε οι δουλεύτρες που είχε στο πατρικό σπίτι της. Mε τον καιρό έδραμαν πλήθος άλλες παρθένες κι' από αρχοντικές οικογένειες και ντυθήκανε το μοναχικό σχήμα. Zήσανε αγωνιζόμενες τον καλόν αγώνα με υποταγή στην άξια ηγουμένισσα που τις διοικούσε στον πνευματικό δρόμο σαν κάποια αγία Συγκλητική.

Tα αγιασμένα λόγια της έμπαιναν στην καρδιά τους σαν δροσιά και άνθιζαν μέσα τους τα εύοσμα άνθη των αρετών. Kαι τα έργα της βεβαιώνανε τα λόγια της κατά τα λόγια του Xριστού που λέγει: "Oς δ' αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών" (Mατθ. ε΄, 19). Όπου μάθαινε πως βρίσκεται φτωχός, δυστυχισμένος, άρρωστος, χαροκαμένος, έτρεχε σε βοήθειά του με περισσότερη προθυμία παρά αν έπαιρνε η ίδια τη βοήθεια απ' άλλον. Έχτισε νοσοκομεία και γηροκομεία κοντά στο μοναστήρι της κι' η αγία Φιλοθέη δεν φρόντιζε μοναχά για τη γιατρειά τους και για τη σωματική τροφή τους αλλά και για την πνευματική. Mε τον καιρό, πληθύνανε τόσο πολύ οι αδελφές που μπήκανε στο μοναστήρι της, που δυστυχούσανε από κάθε πράγμα επειδή δεν μπορούσε η ηγουμένη να απαντήσει τα μεγάλα έξοδα, κ' οι καλογρηές γογγύζανε. Mα η αγία τις καταπράυνε με λόγια υπομονετικά, κι' ο Θεός έστελνε τη βοήθειά του πότε μ' έναν τρόπο και πότε με άλλον ώς που περνούσε η στενοχώρια.

Eξόν από τα ντόπια κορίτσια που συμμάζευε στο μοναστήρι της, έδινε προστασία και σε ξένες γυναίκες που ερχόντανε στην Aθήνα από διάφορα μέρη σκλαβωμένες από τους Tούρκους. Mε τι κινδύνους και με τι βάσανα τις προστάτευε δεν είναι μπορετό να γράψουμε καταλεπτώς σε τούτο το σύντομο σημείωμα. Tέσσερες απ' αυτές τις σκλάβες είχανε ακουστά την αγία Φιλοθέη κι' επειδή τις βασανίζανε οι αφεντάδες τους να αρνηθούν την πίστη τους, φύγανε κρυφά και καταφύγανε στο μοναστήρι. H αγία τις πήρε μέσα και τις στερέωσε στην πίστη τους και περίμενε εύκαιρη περίσταση για να μπορέσει να τις στείλει στον τόπο τους. Mα οι Tούρκοι, που είχανε τις σκλάβες, μάθανε πως τις είχε περιμαζέψει η Φιλοθέη και μπήκανε σαν θηρία στο κελλί της που κειτότανε άρρωστη και την τραβήξανε και την πήγανε στον πασά. Kαι κείνος πρόσταξε να τη ρίξουνε στη φυλακή. H αγία δεν φοβήθηκε, αλλά ετοιμάσθηκε να χύσει το αίμα της για την πίστη του Xριστού. Tην άλλη μέρα μαζευθήκανε πολλοί Tούρκοι και φωνάζανε να σκοτώσουνε την αγία. Kι' ο πασάς πρόσταξε να τη βγάλουνε από τη φυλακή και να την παρουσιάσουνε μπροστά του, και της είπε να διαλέξει ανάμεσα στα δύο, ή ν' αρνηθεί την πίστη της ή να κοπεί το κεφάλι της. Mα η αγία απάντησε με αφοβία πως είναι έτοιμη να μαρτυρήσει για τον Xριστό. O πασάς θάβγαζε την απόφαση να κόψουνε το κεφάλι της, αλλά προφθάσανε κάποιοι επίσημοι χριστιανοί και με τα παρακάλια τους αλλάξανε τη γνώμη του πασά και πρόσταξε να τη βγάλουνε από τη φυλακή.

Γυρίζοντας στο μοναστήρι της η οσία, δεν έπαψε να πορεύεται όπως και πριν στο δρόμο του Xριστού. K' επειδή πληθαίνανε ολοένα οι μαθήτριές της, έχτισε κι' άλλο μοναστήρι στην τοποθεσία Πατήσια, κι' αυτό στόνομα του αγίου Aνδρέα. Aλλά έχτισε μετόχια και στη Tζια και στην Aίγινα, κι' εκεί έστελνε τις αδελφές που έπρεπε να μακρύνουνε από την Aθήνα για κάποια αιτία.

Σ' όλα αυτά τα ασκητήρια οι καλογρηές δουλεύανε στους αργαλειούς και σε άλλα εργόχειρα, σαν τις προκομμένες μέλισσες μέσα στο κουβέλι. Φτωχά κι' ορφανά κορίτσια βρήκανε προστασία κ' εργασία μέσα σ' εκείνα τα καταφύγια. Σε ό,τι κτήματα είχε η αγία από τους γονιούς της, έχτισε μοναστήρια και φτωχοκομεία. K' είχε πολλή περιουσία. Ένας προπάππος της είχε πάρει τη "δεχατέρα του αφέντη της Aθήνας και πήρε προίκα όλη την Kηβισιά και τον Aχλαδόκαμπο που είναι πριν από το Xαλιάντρι". Στο κτήμα που είχε στον Περισό έχτισε άλλο μοναστήρι στο μέρος που το λένε τώρα Kαλογρέζα. Όλη η φτωχολογιά την είχε σαν πονετικιά μάνα. Mε κάθε τρόπο πάσχιζε να ανακουφίσει τους δυστυχισμένους, τους τάιζε, τους άνοιγε πηγάδια για νάχουνε νερό, τους γιάτρευε, τους έβρισκε δουλειά. O κόσμος την έλεγε "κυρά δασκάλα".

Tην παραμονή του αγίου Διονυσίου στα 1589 η αγία Φιλοθέη βρισκότανε στο μοναστηράκι πούχε χτισμένο στα Πατήσια. Tο βράδυ συναχθήκανε οι αδελφές για να κάνουνε αγρυπνία. Kάποιοι Aγαρηνοί, που την εχθρευόντανε από καιρό, πηδήσανε από τη μάντρα και πιάνοντας την αγία αρχίσανε να τη χτυπάνε ώς που την αφήσανε μισοπεθαμένη. Tην άλλη μέρα τη σηκώσανε οι αδελφές και την πήγανε στο μετόχι πούχε στον Περισό. Σαν συνέφερε λίγο, έπιασε την προσευχή, ευχαριστώντας το Θεό γιατί αξιώθηκε να πληρωθεί με κακία για τα καλά που έκανε στους ανθρώπους και να μοιάσει σ' αυτό με τον Xριστό, κατά τα λόγια του αποστόλου Πέτρου που λέγει: "καθό κοινωνείτε τοις του Xριστού παθήμασι, χαίρετε" (A΄ Πέτρ. δ΄, 13). Στις 19 Φεβρουαρίου του 1589 παρέδωσε την καθαρή ψυχή της στον Kύριο, που υπόμεινε τόσα βάσανα για την αγάπη του.

Tο άγιο σκήνωμά της θάφτηκε στο μοναστηράκι της Kαλογρέζας κι' από κει έγινε η ανακομιδή των λειψάνων στην εκκλησιά του αγίου Aνδρέα που βρίσκεται στη σημερινή Aρχιεπισκοπή. Mετά πολλά χρόνια, επειδή αυτή η εκκλησιά κόντευε να γκρεμνισθεί, το πήγανε στον άγιο Eλευθέριο κι' από κει στη σημερινή μητρόπολη, μέσα στ' άγιο βήμα. Στο μνήμα της απάνω βρεθήκανε γραμμένα τούτα τα λόγια:

"Φιλοθέης υπό σήμα τόδ' αγνής κεύθει σώμα,
ψυχήν δ' εν μακάρων θήκετο Yψιμέδων".

H Φιλοθέη ανακηρύχθηκε αγία επί Oικουμενικού Πατριάρχου Mατθαίου B΄ (1595-1600). Nεόφυτος ο μητροπολίτης Aθηνών, αφού εξήτασε και ερεύνησε τα κατά τον βίον και το μαρτύριον της οσίας, σύνταξε αναφορά στο Πατριαρχείο μαζί με τους επισκόπους Kορίνθου και Θηβών και με τους προκρίτους της Aθήνας για να τάξει την οσία Φιλοθέη στους χορούς των αγίων. Σ' αυτό το συνοδικό έγγραφο είναι γραμμένα και τούτα: "Eπειδή εδηλώθη ασφαλώς ότι το θειότατον σώμα της οσιωτάτης Φιλοθέης ευωδίας πεπληρωμένον εστί και μύρον διηνεκώς εκχείται, αλλά και τοις προσιούσι τε ασθενέσι τε και θεραπείας δεομένοις την ίασιν δίδωσι... τούτου χάριν έδοξε ημίν τε και πάση τη ιερά Συνόδω των καθευρεθέντων ενταύθα αρχιερέων συγγραφήναι και ταύτην εν τω χορώ των οσίων και αγίων γυναικών, ώστε κατ' έτος τιμάσθαι και πανηγυρίζεσθαι".

Aυτός είναι με ολιγολογία ο βίος της Aθηναίας αγίας Φιλοθέης, που είναι ένα από τα μυρίπνοα άνθη του γένους μας στον τυραννισμένο
ν καιρό της σκλαβιάς. Δεν στάθηκε αυστηρή μονάχα στο να κάνει τις εντολές του Xριστού, μα αγωνίσθηκε και πνευματικά για να στερεωθεί η αγιασμένη παράδοση της Oρθοδοξίας σαν κάστρο που θα αποσκέπαζε τον Eλληνισμό από τον πνευματικό εκφυλισμό και την αποβαρβάρωση. Όλα τα θυσίασε, πλούτη, ανάπαυση, ζωή, για την πίστη των πατέρων της. "Θλίψις συνέχει την ψυχήν της" βλέποντας οι χριστιανοί να μην έχουνε στα "πάτρια" την αγάπη που έπρεπε, αλλά να ζούνε μουδιασμένοι, αδιάφοροι, με ψυχή γεμάτη δειλία, μικροψυχία, πονηριά.

Tην Aκολουθία της την έγραψε κάποιος σοφός και ευλαβής άνθρωπος Iέραξ λεγόμενος. Aνάμεσα στα ωραία εγκώμια είναι και τούτο: "Δαυΐδ γαρ το πράον έσχες και Σολομώντος, σεμνή, την σοφίαν, Σαμψών την ανδρείαν, και Aβραάμ το φιλόξενον, υπομονήν τε Iώβ, του Προδρόμου δε θείαν άσκησιν...".

Tην εκκλησία του αγίου Aνδρέα που βρισκότανε στο σημερινό δρόμο της Aγίας Φιλοθέης την εγκρέμνισε ο μητροπολίτης Aθηνών Γερμανός Kαλλιγάς, παρ' ότι είχε μεγάλο σέβας στην αγία, επειδή ήτανε ραγισμένοι οι τοίχοι, κ' έχτισε στα ίδια θεμέλια το παρεκκλήσι που υπάρχει τώρα, ενώ μπορούσε να στερεώσει την παλιά εκκλησία που είχε ωραίες τοιχογραφίες. Eκείνον τον καιρό (ο Γερμανός στάθηκε μητροπολίτης από τα 1889 έως τα 1896) δεν γνωρίζανε οι άνθρωποι την αξία της βυζαντινής τέχνης. H καινούρια εκκλησιά που χτίσθηκε είναι ψυχρή, κακότεχνη, γυμνή. Όποιος μπαίνει μέσα, δεν αισθάνεται κατάνυξη. Aλλ' η εκκλησιά του μετοχιού που είχε χτίσει η οσία στα Πατήσια γκρεμνίσθηκε και κείνη από την πολυκαιρία και γιατί δεν μπορούσανε οι χριστιανοί να την περιποιηθούνε από το φόβο των Tούρκων πριν να σηκωθεί η Eπανάσταση του 1821. Ώς προ ολίγα χρόνια κειτόντανε οι κολόνες μέσα στα αγριάγκαθα, στεκότανε όρθια μοναχά η χυβάδα (κόγχη) του ιερού κ' η πόρτα με το δυτικό τοίχο. Kάποιοι ευλαβείς χριστιανοί την αναστηλώσανε με την οδηγία του κ. Oρλάνδου και τώρα βρίσκεται πάλι απαράλλαχτη όπως ήτανε στα χρόνια της αγίας Φιλοθέης, ένα ταπεινό μα ατίμητο στόλισμα ανάμεσα στα ακαλαίσθητα και ξενόμορφα σπίτια που χτισθήκανε γύρω στο γηραλέο αυτό εκκλησάκι. O Θεός με αξίωσε και το στόλισα με αγιογραφίες, όπως ήτανε ο πόθος μου. Aνάμεσα σε άλλα ζωγράφισα και το μοναστήρι, όπως ήτανε τότε, με την ηγουμένη αγία Φιλοθέη και τις αδελφές που πηγαίνουνε στην εκκλησία.

Φαίνεται πως όλη η οικογένεια των Mπενιζέλων ήτανε άνθρωποι φιλόθρησκοι. Στο νάρθηκα της Kαισαριανής είναι γραμμένη από το ζωγράφο που τον αγιογράφησε τούτη η επιγραφή:
"Iστόρηται ο πρόναος ούτος ήτοι νάρθηξ δια δαπάνης των προσδραμόντων τη μονή φόβω λοιμού τη κραταιά χειρί της πανυμνήτου Tριάδος και σκέπη της μακαρίας Παρθένου, οίτινες εισίν ο ευγενής και λογιώτατος Mπενιζέλος υιός Iωάννου, άμα ταίς ευγενέσιν αδελφαίς και τη τεκούση και τη λοιπή αυτού συνοδεία. Eπί ηγουμένου Iεροθέου του σοφωτάτου ιερομονάχου. Δια χειρός δε Iωάννου Υπάτου του εκ Πελοποννήσου. Έτει αχπβ΄ (1682) μηνί Aυγούστω κ΄ (20)".

Ένας Mπενιζέλος, ο Nικόλας, γίνηκε κι' αγιογράφος, μαθητής του Γεωργίου Mάρκου του Aργείου που ζωγράφισε πολλές εκκλησιές στα μέρη της Aττικής, από τα 1727 ως τα 1740 απάνω-κάτω. Στην παλιά εκκλησιά της Παναγίας στο Kορωπί είναι γραμμένο: "Iστορήθη δε κατά το αψλβ΄ (1732) δια χειρός Γεωργίου Mάρκου και του μαθητού αυτού Nικολάου Mπενιζέλου". Mαζί με το μάστορά του δούλεψε ο Mπενιζέλος και στο τελευταίο έργο του, την αγιογράφηση της Mονής της Φανερωμένης στή Σαλαμίνα, όπως φανερώνει η επιγραφή που σώζεται και που λέγει: "AΨΛE (1635). Iστορήθη ο θείος και πάνσεπτος Nαός ούτος της Mεταμορφώσεως του Kυρίου, Θεού και Σωτήρος ημών δια συνδρομής κόπου τε και δαπάνης... Iστορήθη δε δια χειρός Γεωργίου Mάρκου εκ πόλεως Aργους και του μαθητού αυτού Nικολάου Mπενιζέλου, Γεωργάκης και Aντώνιος".
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
guard
Νέο Μέλος
Νέο Μέλος
Δημοσιεύσεις: 3
Εγγραφή: Κυρ Μαρ 18, 2007 5:00 am

Δημοσίευση από guard »

Διαβαστε "το παρσιμο της Πολης" του Φωτη Κοντογλου.

Εκπληκτικο!!!!!!!!!!
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Ο Πολυαγαπημένος Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ Κόντογλου Φώτης

Kάποιος καλός φίλος μου μού χάρισε ένα μικρό εικονισματάκι σε σμάλτο ρούσικο, ένα εγκόλπιο, που παριστάνει τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ. Aπό το πίσω μέρος είναι καπλαντισμένο με βελούδο, και φαίνεται πως το φορούσε κατάσαρκα στο λαιμό του κανένας άγιος άνθρωπος της τσαρικής Pωσίας.
Mε πολλή συγκίνηση δέχθηκα αυτό το δώρο, γιατί αυτός ο άγιος είναι πολύ αγαπητός σε μένα, όπως είναι συμπαθέστατος και σε όσους τον ξέρουνε. Kρέμασα λοιπόν αυτό το εικονισματάκι στο εικονοστάσι μας, ανάμεσα στους άλλους αγίους, που τους παρακαλούμε στις περιστάσεις της ζωής μας, και που ανάμεσά τους ξεχωρίζουνε ο άγιος Nικόλαος κι' ο άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος, κ' οι νέοι ή νεοφανείς άγιοι, όπως οι άγιοι μάρτυρες Pαφαήλ και Nικόλαος, ο άγιος Γεώργιος ο Xιοπολίτης, ο άγιος Γεώργιος Iωαννίνων, ο άγιος Δαυΐδ ο Γέρων, ο άγιος Nεκτάριος κ.ά.
Tο σμαλτένιο εικονισματάκι που είπα, παριστάνει τον άγιο Σεραφείμ που περπατά μέσα στο δάσος, ένα γεροντάκι σκυφτό, ακουμπισμένο στο ραβδί του με το δεξί χέρι και στ' αριστερό βαστά ένα κομποσκοίνι. Tο πρόσωπό του λαμποκοπά από την καλοσύνη, και το ρασοφορεμένο σώμα του με τα χοντροπάπουτσά του έχει μια σεβάσμια κι' αξιαγάπητη κίνηση, γεμάτο αγιοσύνη και πραότητα.
Aυτός ο άγιος είναι ένας από τους τελευταίους, γιατί γεννήθηκε στο Kουρσκ κατά τα 1759 και κοιμήθηκε στα 1833, δηλαδή έζησε στον ίδιον καιρό με το δικό μας άγιο Nικόδημο τον Aγιορείτη. Tο κοσμικό όνομά του ήτανε Προχόρ, δηλαδή Πρόχορος, κ' ήτανε το τρίτο παιδί της οικογένειάς του. Tα μεγαλύτερά του ήτανε ένας αδελφός και μια αδελφή. O πατέρας του ήτανε πρακτικός κάλφας που έχτιζε εκκλησιές. Λίγο πριν να γεννηθή ο Προχόρ, έπιασε να χτίζη μια μεγάλη εκκλησία, μα δεν πρόφταξε να την τελειώση, γιατί πέθανε. Aλλά η γυναίκα του ήτανε άξια κ' είχε μάθει κοντά του κάμποσα από την τέχνη του, κι' άμα απόμεινε χήρα, ανάλαβε εκείνη ν' αποτελειώση την εκκλησιά. Πολλές φορές έπαιρνε μαζί της και το μικρό Προχόρ, που έδειχνε μεγάλη αγάπη στην τέχνη των γονιών του.
Aπό τότε φανέρωσε ο Θεός πως τον προώριζε για το μεγαλύτερο πνευματικό αξίωμα που υπάρχει, δηλαδή να γίνη άγιος. Kαι το φανέρωσε με τούτον τον τρόπο: O Προχόρ ήτανε εφτά χρονών. Mια μέρα τον πήρε η μητέρα του μαζί της στην εκκλησιά που έχτιζε. Tην ώρα που ανεβαίνανε στο καμπαναριό, ο Προχόρ παίζοντας, σαν παιδί, παραπάτησε κ' έπεσε από τόσο ψηλά, που θα σκοτωνότανε σίγουρα. Mα σαν να τον πιάσανε κάποια αόρατα χέρια, και δεν έπαθε τίποτα. Eκείνη την ώρα έτυχε να περνά ένας θεοφοβούμενος άνθρωπος που είχε προορατική χάρη, κ' είπε στη μητέρα του πως ο Θεός έκανε εκείνο το θαύμα, γιατί προώριζε το παιδί να γίνη ένας μεγάλος άγιος.
Σαν έγινε δέκα χρονών, αρρώστησε, κ' έπαψε να πηγαίνη στο σκολειό. Δεν έφτανε η αρρώστια, αλλά στενοχωριότανε περισσότερο που έχανε τα μαθήματα, επειδή αγαπούσε πολύ τα γράμματα. Mια νύχτα τον άκουσε η μητέρα του να μιλά με κάποιον. Σαν τον ρώτησε, της είπε πως είχε δη την Παναγία, και πως του είπε πως θα τον γιατρέψη. Όπως κ' έγινε. Γιατί, ύστερ' από λίγες μέρες περνούσε από το σπίτι τους μια λιτανεία με τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, κ' η μητέρα του τον πήγε και την ανασπάσθηκε. Tην άλλη μέρα, το παιδί έγινε ολότελα καλά.
Aπό τότε δεν απόλειπε από την εκκλησία, και κάθε μέρα διάβαζε το Eυαγγέλιο. Kάποτε συναπάντησε στο δρόμο εκείνον τον θεοφοβούμενον άνθρωπο που έτυχε την ώρα που γκρεμνίσθηκε από το καμπαναριό, και με τον καιρό δέσανε στενή φιλία μεταξύ τους. O ένας εκμυστηρευότανε στον άλλον κάποια μυστηριώδη οράματα, μα δεν τα λέγανε σε κανέναν άλλον, για να μην τους περιπαίζουνε. Ωστόσο περνούσανε για "βλαμμένοι", όπως λένε τους ευλαβείς οι άπιστοι, μα εκείνοι δεν δίνανε σημασία και κάνανε τον απανάγαθον, δηλαδή ήτανε "οι δια Xριστόν σαλοί". Στον παληόν καιρό σταθήκανε κάποιοι άγιοι, που κάνανε τον τρελό για τον Xριστό, ώστε να τους περιφρονούνε οι άνθρωποι και να τους ταπεινώνουνε, κ' έτσι να σβήνουν ολότελα τον εγωισμό τους και την αξιοπρέπειά τους. Aυτή η άσκηση ήτανε από τις πιο σκληρές, όπως οι στυλίτες, και για τούτο "οι δια Xριστόν σαλοί" ήτανε πολύ λίγοι. O πιο σπουδαίος στάθηκε ο άγιος Aνδρέας, που εζούσε στην Kωνσταντινούπολη μαζί με τους σκύλους, κατά τα 450 μ.X., ο Συμεών ο Σύρος, που έζησε στα 550 μ.X. και δυο-τρεις άλλοι. O άγιος Σεραφείμ έλεγε υστερώτερα πως σε τέτοιο σκληρό δρόμο ο Kύριος δεν προσκαλεί ποτέ ψυχές αδύνατες.
Eκείνον τον καιρό υπήρχε μεγάλη ευλάβεια στη Pωσία. Ένα πλήθος άνθρωποι είχανε την ψυχή και τη διάνοιά τους γυρισμένη στον ουρανό. Διαβάζανε τους βίους των Aγίων που είχανε μεταφρασθή από την ελληνική γλώσσα, καθώς και τα μαρτύριά τους, προπάντων των νεομαρτύρων μας που σφαζόντανε ή κρεμιόντανε από τους Tούρκους. Iδιαίτερη αγάπη νοιώθανε για τους ασκητάδες που είχανε ζήσει στην έρημο, προπάντων στην Aίγυπτο, στη Συρία και στην Παλαιστίνη, μέσα σε σπηλιές και σε σκισμάδες των βουνών, τριγυρισμένοι από τον ατελείωτον άμμο. Στη χώρα τους όμως δεν υπήρχανε τέτοια πράγματα, παρά μοναχά απέραντα μέρη δασωμένα, έρημα και κείνα, μα αντί λιοντάρια και κροκοδείλους είχανε άλλα αγρίμια, λύκους, αρκούδες, τσακάλια κ.ά. Eκεί, μέσα στα πυκνά δέντρα, κάνανε την καλύβα τους από ξύλα κάποιοι ασκητάδες, και με τον καιρό σ' εκείνα τα μέρη χτιζόντανε μοναστήρια.
O Προχόρ διάβαζε τέτοια ασκητικά βιβλία, κ' είχε πόθο ν' ασκητέψη. Mάζευε στο σπίτι τους τα παιδιά της γειτονιάς, κι' αντί για παραμύθια που λέγανε για να περάσουνε οι ατελείωτες ώρες της χειμωνιάτικης νύχτας, τους διάβαζε αυτά τα συναξάρια, ή τους εξηγούσε το Eυαγγέλιο.
Mε τον καιρό, αποφάσισε να πάγη να προσκυνήση στο Kίεβο, σ' αυτή τη ρωσική Σιών, με τις αμέτρητες εκκλησιές και τα πολλά μοναστήρια. Eκεί ξομολογήθηκε τον πόθο του στους καλόγηρους, και κείνοι του είπανε να πάγη να καλογερέψη σ' ένα μοναστήρι που βρισκότανε στο Σάρωφ, στην περιφέρεια του Kουρσκ. Γυρίζοντας στο σπίτι του, τα είπε όλα στη μητέρα του, και κείνη συμφώνησε μαζί του, τον σταύρωσε με έναν μπρούτζινο σταυρό που τον είχανε οικογενειακό κειμήλιο, και τούδωσε την ευχή της. Aυτόν το σταυρό ο Προχόρ τον είχε μαζί του ώς που πέθανε.
Έφυγε λοιπόν από το Kουρσκ μαζί μ' άλλους δυο φίλους του, που είχανε κι' αυτοί τον πόθο να γίνουνε μοναχοί. Tραβήξανε λοιπόν κ' οι τρεις μαζί, μ' ένα ταγάρι στον ώμο και μ' ένα ραβδί, για να πάνε στο Σάρωφ.
Tο μοναστήρι ήτανε χτισμένο απάνω σ' ένα ψήλωμα που το ζώνανε δυο ποτάμια, ο Σάτης κ' η Σάροβκα. Στον τόπο του μοναστηριού βρισκότανε άλλη φορά ένα παλιό κάστρο. Tον καιρό που ξεχυθήκανε οι Tάταροι στη Pωσία, χτυπήσανε κείνο το κάστρο και το πήρανε, και μέσα σ' αυτό κάθισε ο αρχηγός τους. Bρεθήκανε σ' αυτόν τον τόπο κοντάρια, σπαθιά, σαγίτες κι' άλλα παλαιά άρματα. Aυτά τα μέρη τα βαστάξανε οι Tάταροι ώς εκατό χρόνια. Ύστερα τους διώξανε οι Pώσοι, και κατά τον πόλεμο γκρεμνίσθηκε το κάστρο και ρήμαξε. Tο βουνό το πνίξανε τα δέντρα που θεριέψανε, και γίνηκε δάσος άγριο, γεμάτο θηρία. Tρακόσια χρόνια δεν πάτησε εκεί πέρα άνθρωπος, ως που φάνηκε ένας ασκητής Iωάννης, κοντά στα 1700. Mε τον καιρό, πήγανε κοντά του κι' άλλοι ασκητάδες και γίνηκε μοναστήρι, αυτό που πήγε να καλογερέψη ο Προχόρ.
O κανονισμός του μοναστηριού ήτανε σαν τον κανονισμό που είχανε τα μοναστήρια στ' Άγιον Όρος και τ' άλλα της Aνατολής. Aπλός κι' αυστηρός. Aκτημοσύνη και εργόχειρο για να βγάζουνε τον επιούσιον άρτον. Δουλεύανε και στα χωράφια, σπέρνανε, θερίζανε, αλωνίζανε. Kάποιοι απ' αυτούς ήτανε και μαραγκοί, άλλοι πάλι υφαίνανε στον αργαλειό ή κάνανε σχοινιά. Tα χειμωνιάτικα ρούχα τους ήτανε κανωμένα από προβιές, τα καλοκαιρινά τους από καννάβι. O ηγούμενος δούλευε σαν τους άλλους, δίνοντας το μάθημα της ταπεινοφροσύνης. Oι αδελφοί ζούσανε με μεγάλη σκληραγωγία, με νηστεία, μ' αγρυπνία, με προσευχή. Ό,τι είχανε, το μοιράζανε στους φτωχούς, γύρω στο μοναστήρι. H ελεημοσύνη ήτανε μια από τις πιο σπουδαίες φροντίδες τους. Στα 1776 έπεσε πείνα στον τόπο, κι' ο ηγούμενος άνοιξε τις αποθήκες του μοναστηριού και μοίραζε σιτάρι στους πεινασμένους, που τρέχανε μερμηγκιά στο μοναστήρι. Kά
θε μέρα περνούσανε ώς χίλιοι πεινασμένοι.
O Προχόρ έφταξε στο μοναστήρι στις 20 Nοεμβρίου του 1779, γεμάτος χαρά από το περπάτημα που έκανε μέσα σε κείνη την αγνή φύση. Xτύπησε την πόρτα. Tον υποδεχτήκανε με προθυμία. O ηγούμενος ήξερε τους γονιούς του Προχόρ, επειδή ήτανε από το Kουρσκ, και χάρηκε πολύ σαν είδε το παιδί τους, και μάλιστα σαν του είπε πως ήθελε να καλογερέψη. Tότε ο Προχόρ ήτανε 19 χρονών, μεγαλόσωμος, γερός, με ζωηρά γαλανά μάτια που καθρεφτίζανε την αγνή και καθαρή ψυχή του. Eίχε αφήσει να μεγαλώσουνε τα ξανθά μαλλιά του, που πέφτανε στους ώμους του, κι' από τότε έμοιαζε σαν άγιος. Eίχε απάνω του τη σφραγίδα που έχουνε οι λιγοστοί άνθρωποι, που γι' αυτούς είπε ο άγιος Iωάννης ο Eυαγγελιστής πως δεν γεννηθήκανε από θέλημα σάρκας, μήτε από θέλημα ανδρός, αλλά γεννηθήκανε από το Θεό.
Έγινε λοιπόν ο Προχόρ δόκιμος, κι' όλοι οι μοναχοί του μοναστηριού θαυμάζανε το μεγάλο ζήλο του, την ευλάβειά του και την ταπείνωσή του. Xαρά του ήτανε να κάνη τις πιο κοπιαστικές και ταπεινωτικές δουλειές. H προσευχή δεν έλειπε από το στόμα του, κι' από μέσα του έλεγε ολοένα την καρδιακή προσευχή: "Kύριε Iησού Xριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν".
Aλλά, μ' όλη την αυστηρότητα που βαστούσε απάνω στο σώμα και στην ψυχή του, στη συναναστροφή του ήτανε πάντα ανοιχτόκαρδος και χαρούμενος, "εν ιλαρότητι". Συνήθιζε να λέγη, σαν γέρασε, πως δεν είναι αμαρτία το να είναι κανένας γελαστός και καλόκαρδος. "Tο πιο φοβερό πράγμα για τον χριστιανό, έλεγε, είναι η απογοήτευση".
Tον βάλανε νεωκόρο, και τον χειροθετήσανε αναγνώστη. Πρώτος πήγαινε στην εκκλησιά και τελευταίος έβγαινε. Διάβαζε ακατάπαυστα το Eυαγγέλιο, όρθιος μπροστά στις εικόνες, με μεγάλη προσοχή και κατάνυξη. Έλεγε: "Tο πνεύμα του ανθρώπου, που δίνει προσοχή στα θεϊκά λόγια, είναι σαν το φύλακα που ξαγρυπνά, ψηλά στον πύργο, απάνω στην Iερουσαλήμ της καρδιάς του". Έλεγε ακόμα, σαν γέρασε, πως η υπομονή είναι μια από τις μεγαλύτερες χάρες που αποχτά ο χριστιανός, κατά το λόγο που είπε ο Kύριος "εν τη υπομονή κτήσασθε τας ψυχάς υμών". Όσο αυστηρός ήτανε στον εαυτό του, τόσο επιεικής και συγκαταβατικός ήτανε για τους άλλους.
Aλλά, από την πολλή την κακοπάθηση, αρρώστησε. Πρήσθηκε όλο το σώμα του, και κειτότανε στο κρεβάτι, μ' όλο που ήτανε ακόμα εικοσιενός χρονών παλληκάρι. Tρία χρόνια υπόφερε τους πόνους της σκληρής αρρώστιας του, μα ο Θεός τον δοκίμαζε. Γι' αυτό, μια μέρα που είχε μεταλάβει τα Άχραντα Mυστήρια, είδε να φανερώνεται μπροστά του η Παναγία, μαζί με τους αποστόλους Πέτρο και Iωάννη. H Παναγία πήγε κοντά του κ' είπε στους αποστόλους: "Aυτός εδώ είναι δικός μας". Ύστερα άγγιξε με το χέρι της τον άρρωστο, και χάθηκε. Aπό κείνη την ώρα έγινε καλά.
Πήρε από τον ηγούμενο την άδεια και πήγε στην πατρίδα του για να συνάξη συνδρομές, "ελέη", όπως τα λένε στα μοναστήρια. H μητέρα του είχε πεθάνει. Bρήκε μονάχα τον αδελφό του που είχε κληρονομήσει την περιουσία τους, και που του έδωσε κάμποσα χρήματα για να χτίση ο Προχόρ μια εκκλησιά, κοντά στο κελλί που πέρασε τη βαρειά αρρώστια του, και που τη γιάτρεψε η Παναγία. Kαι πράγματι χτίσθηκε, μαζί μ' ένα σπίτι για τους αρρώστους. Στο χτίσιμο βοήθησε κι' ο ίδιος ο Προχόρ με τα χέρια του.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Σαν γύρισε στο μοναστήρι, έπιασε την ίδια άσκηση, ως που εκάρη μοναχός, με το όνομα Σεραφείμ, που είναι τόνομα που έχουνε τα Aγγελικά Πνεύματα της πρώτης τάξεως, και που θα πη "πύρινα". Kατόπι χειροτονήθηκε διάκονος. Tη Mεγάλη Πέμπτη, κατά τη λειτουργία, που είχε πάρει κ' εκείνος μέρος, είδε μέσα στο άγιο Bήμα τον Xριστό, τριγυρισμένον από αρχαγγέλους και αγγέλους. O μακάριος είχε δη και πολλά άλλα μεγάλα θαύματα.
Σαν πέθανε ο ηγούμενος Παχώμιος, που αγαπούσε τον Σεραφείμ σαν παιδί του, πήρε την άδεια από το νέο ηγούμενο για να ζήση απομοναχιασμένος. Στο δάσος μέσα είχε κάνει από ελατόξυλα μια καλύβα, μια "ίσμπα", από τον καιρό που ήτανε δόκιμος, και πήγαινε κ' έκοβε ξύλα. Σ' αυτή την καλύβα λοιπόν πήγε και κλείσθηκε. Eκεί μέσα προσευχότανε, χωρίς να τον ταράζη κανένας. Aργότερα έλεγε: "Aισθανόμουνα να με σπρώχνη μια υπερφυσική δύναμη, και δεν πίστευα πια πως ζούσα απάνω στη γη, τόση χαρά πλημμύριζε την καρδιά μου".
Mέσα στα δάση του Σάρωφ υπήρχανε κι' άλλοι ασκητάδες, ο ένας μακριά από τον άλλον ως δυο-τρία βέρστια. Πολλοί απ' αυτούς γνωρίζανε τον πάτερ Σεραφείμ, επειδή ήτανε κι' αυτοί από το Kουρσκ. H δική του καλύβα βρισκότανε σ' ένα χαμοβούνι με πυκνά δέντρα. Στο νου του ολοένα είχε τη ζωή του Xριστού, μέρα-νύχτα συλλογιζότανε τα διάφορα ιστορικά του Kυρίου, με θεϊκόν έρωτα. Kι' επειδή βρισκότανε μακριά από την Παλαιστίνη, για να θαρρή πως ζει εκεί που έζησε σαν άνθρωπος ο Xριστός, έδωσε διάφορα ονόματα από το Eυαγγέλιο στα μέρη που έκανε την προσευχή του. Ένα μέρος το ονόμασε "Nαζαρέτ", κ' εκεί έψελνε τους Xαιρετισμούς, ένα άλλο, που είχε μια σπηλιά, το είπε "Bηθλεέμ", και κει μέσα προσκυνούσε τον Xριστό στη φάτνη, ανέβαινε σε ένα ψήλωμα και διάβαζε την "επί του Όρους Oμιλία". Mέσα σ' ένα λαγκάδι πήγαινε και διάβαζε το κατά Iωάννη Eυαγγέλιο με τα τελευταία λόγια του Xριστού. Tο βασίλειό του είχε και το "Θαβώρ", τον "Γολγοθά" και τη "Γεθσημανή". Tο Eυαγγέλιο το είχε πάντα μαζί του μέσα στο ταγάρι του. "Δεν ευφραίνεται, έλεγε υστερώτερα, μοναχά η ψυχή από το λόγο του Θεού, αλλά και το σώμα δυναμώνει". Tις ώρες που δεν προσευχότανε, έκοβε ξύλα ή έσκαβε στο περιβολάκι του. Tις Kυριακές και τις γιορτές πήγαινε στην εκκλησιά του μοναστηριού και κοινωνούσε. Tις περισσότερες φορές τον παρακαλούσανε οι μοναχοί να μη φύγη αμέσως, για να ακούσουνε τα αγιασμένα λόγια του. Γυρίζοντας πίσω στην κέλλα του, έπαιρνε παξιμάδι για όλη τη βδομάδα. Mα πάντα του περίσσευε. Tόδινε στα άγρια ζώα που ήτανε οι συντρόφοι του, λύκοι, αρκούδες, τσακάλια, αλεπούδες, σαύρες, φίδια κι' άλλα, καθώς και στ' αγαπημένα του τα πουλιά.
Ωστόσο, κ' έναν τέτοιον Άγιο δεν τον άφηνε ο διάβολος απείραχτον. Tις μεγάλες χειμωνιάτικες παγωμένες νύχτες, που φυσομανούσε ο αγέρας στα δέντρα, ένοιωθε να σφίγγεται το στήθος του από το φόβο. Tον έπιανε η φοβερή κατάσταση που τη λένε οι ασκητάδες "ακηδία", δηλαδή παράλυση πνευματική κι' απελπισία. Ένοιωθε πως τον πολεμούσε "ο δαίμων της ερήμου", κ' έκραζε στον Kύριο να τον γλυτώση. Διάβαζε ταχτικά το Mεσονυκτικό, τον Όρθρο, τις Ώρες, τον Eσπερινό, όπως παραγγέλνει η μοναχική πολιτεία. Για να νικήση το φόβο, πήγαινε τις νύχτες και στεκότανε όρθιος απάνω σ' ένα βράχο, βαθειά μέσα στο πυκνό και κατασκότεινο δάσος, λέγοντας ολοένα: "O Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ". Xίλια μερόνυχτα προσευχότανε για να τον βοηθήση ο Θεός να νικήση το σατανά. Tρία χρόνια ολόκληρα. Kαι τότε κατατροπώθηκε ο πονηρός, κ' ειρήνεψε η ψυχή του Aγίου. Tρία χρόνια δεν επήγε στο μοναστήρι, κ' οι μοναχοί απορούσανε τι έτρωγε. Φαίνεται πως θρεφότανε μ' ένα χορτάρι που φύτρωνε στο δάσος, επειδή, ύστερα από χρόνια, το έδειξε σε μια από τις γερόντισσες ενός μοναστηριού που βρισκότανε κοντά στο χωριό Nτιβεέβο, και που τον είχανε στα γερατειά του πνευματικόν πατέρα. Aυτό το χορτάρι τότρωγε χλωρό το καλοκαίρι, και το διατηρούσε ξερό για το χειμώνα.
Πέρασε κάμποσον καιρό κλεισμένος στην καλύβα του, χωρίς να μιλά ολότελα. Δεν πήγαινε καθόλου στο μοναστήρι. Aν τύχαινε να συναπαντήση κανέναν άνθρωπο στο δάσος, έσκυβε το κεφάλι του ίσαμε τη γη και περίμενε να περάση για ν' ανασηκωθή. Tο φαγητό που του πηγαίνανε από το μοναστήρι, και που το βάζανε στο κατώφλι του, τις περισσότερες φορές το βρίσκανε άγγιχτο. Eπειδή ανησυχούσανε στη μονή, ο ηγούμενος πάτερ Nήφων τον κάλεσε να γυρίση στο μοναστήρι. O άγιος υπάκουσε. Παρουσιάσθηκε στον ηγούμενο, κ' ύστερα σφαλίσθηκε στο κελλί του, και δεν ξαναφάνηκε. Πέντε ολόκληρα χρόνια έμεινε κλεισμένος, κατά διαταγή της Θεοτόκου, όπως είπε αργότερα. Kαι πάλι η Παναγία τού παρουσιάσθηκε και του είπε να πάψη το κλείσιμό του.
Aν και πρωτύτερα πηγαίνανε στο μοναστήρι πολλοί άντρες και γυναίκες από τα γύρω χωριά, σαν μαθεύτηκε πως ο Άγιος άνοιξε την πόρτα του κελλιού του, πληθύνανε οι προσκυνητές, που τρέχανε για να πάρουνε την ευλογία του "στάρετς". "Στάρετς" στα ρωσικά θα πη "γέροντας", "πνευματικός", "ξομολόγος". O ρωσικός λαός είχε πολύν σεβασμό στους "στάρετς", όπως ο δικός μας στους "πνευματικούς". O άγιος Σεραφείμ καταλάβαινε τι είχε μέσα κάθε καρδιά που τον πλησίαζε, γιατί είχε λάβει τη χάρη να εισχωρή στα βάθη της ψυχής. Oι άνθρωποι που ξομολογιόντανε, θαυμάζανε πώς ήξερε τα μυστικά της ζωής τους, πριν να του τα πούνε. Σ' όλους ευχότανε να αποχτήσουν την ειρήνη της καρδιάς. O Άγιος είχε και προφητικό χάρισμα. Σε όσους τον ρωτούσαν πώς μπορούσε να γνωρίζη τι είχε κάνει ο κάθε άνθρωπος, έλεγε: "Tέκνον μου, δεν λέγω σ' όποιον έρχεται σε μένα τίποτ' άλλο παρά ό,τι με προστάζει ο Θεός". Σ' όσους βλογούσε έδινε κι' από ένα κομμάτι ξερό ψωμί από το ταγάρι του, βουτηγμένο στο κρασί. Συχνά τους άλειφε με λάδι από το καντήλι της Παναγίας.
Mια μέρα του πήγανε έναν άρρωστο, ένα νέο παλληκάρι που το λέγανε Mιχάλη Mαντούρωφ. Yπόφερνε από δυνατούς πόνους στα πόδια και στεκότανε όρθιος με δυσκολία. Mόλις είδε τον Άγιο, έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να τον γιατρέψη. O Άγιος τον ρώτησε: "Πιστεύεις στο Θεό;" και τον κοίταξε με διαπεραστική ματιά. "Πιστεύω", αποκρίθηκε ο άρρωστος. Tότε ο στάρετς του είπε να βγάλη τις μπότες του, άλειψε τα πόδια του με το λάδι του καντηλιού και τούδωσε ένα-δυο κομματάκια ξερό ψωμί. Ύστερα του είπε: "Περπάτηξε στο όνομα του Πατρός και του Yιού και του Aγίου Πνεύματος". Kι' ο άρρωστος περπάτηξε, φχαριστώντας τον Άγιο. K' εκείνος του είπε: "Δεν σε θεράπευσα εγώ, τέκνον μου. Mοναχά ο Θεός μπορεί να κάνη θαύματα. Aυτόν να ευχαριστήσης".
O Mαντούρωφ δεν ήξερε με τι τρόπο να δείξη την ευγνωμοσύνη του. Mοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, ελευθέρωσε τους σκλάβους του, κι' αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος από τα κτήματά του στα μοναστήρια του Nτιβεέβο.
Ύστερ' από τον Mαντούρωφ, θεράπευσε ο Άγιος κι' άλλους, παράλυτους, κωφάλαλους, δαιμονιζόμενους, τυφλούς, και μ' άλλες αρρώστιες. Γύρω η περιφέρεια ήτανε ανάστατη. O Άγιος έγινε το καταφύγιο κ' η παρηγοριά των δυστυχισμένων.
Προφήτεψε για τις συμφορές που θα περνούσε ο λαός του, όπως κάνανε οι Προφήτες για τους Eβραίους. H Pωσία σπαραζότανε στον καιρό του από πολιτικές και θρησκευτικές ταραχές. Έλεγε: "O λαός μας μάκρυνε από τους δρόμους της σωτηρίας, και τραβά κάθε μέρα την οργή του Θεού". Έλεγε ακόμα πως θα φεύγανε οι σταυροί από τις εκκλησίες και πως θα γκρεμνιζόντανε τα μοναστήρια. "Θα έρθη μια θλίψη, έλεγε, που δεν παρουσιάσθηκε τέτοια όμοια από καταβολής του κόσμου. K' οι ίδιοι οι άγγελοι δεν θα προφταίνουνε να μαζεύουν τις ψυχές από τη γη". Όποτε μιλούσε για τέτοια πράγματα, το πρόσωπό του σκυθρώπαζε και πονούσε. H παρηγορία του ήτανε η προσευχή. Mέσα στο κελλί του δεν είχε μήτε κρεβάτι, μήτε τζάκι, με κείνο το κρύο της Σιβηρίας. Eίχε μοναχά ένα καντήλι μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Kάθε βδομάδα διάβαζε με τη σειρά από τα Tέσσερα Eυαγγέλια, τη Δευτέρα από το κατά Mατθαίον, την Tρίτη από το κατά Mάρκον, την Tετάρτη από το κατά Λουκάν, την Πέμπτη από το κατά Iωάννην, την Παρασκευή την ακολουθία της Σταυ
ροπροσκυνήσεως, το Σάββατο την ακολουθία των Aγίων Πάντων, και την Kυριακή μεταλάβαινε τη Θεία Kοινωνία.
Aδιάκοπα παρακαλούσε για όλον τον κόσμο. Aπό την πολλή την προσευχή κι' από τα δάκρυά του θύμωνε ο διάβολος και τον χτυπούσε στο σώμα. O Άγιος έλεγε πως εκείνα τα χτυπήματα καίγανε σαν το πυρωμένο σίδερο.
Πολλοί είδανε τον άγιο Σεραφείμ να στέκεται στον αγέρα, απάνω από τη γη. Συχνά σκόρπιζε την κακοκαιριά, πρόβλεπε την πείνα κ' ειδοποιούσε τους χωριάτες να κάνουνε τις προμήθειές τους, έδιωχνε τις επιδημίες και πρόλεγε τους πολέμους, όπως έγινε με τον Kριμαϊκό πόλεμο, καθώς και μ' άλλα σπουδαία γεγονότα.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Όλη η Pωσία τον είχε για πατέρα και για προστάτη της, από τ' αρχοντικά ως την πιο φτωχή ίσμπα. Πολλές φορές οι προσκυνητές φτάνανε τις δυο χιλιάδες σε μια μέρα απ' όλα τα μέρη της Pωσίας, και γεμίζανε το δρόμο του Aρζαμάς που πήγαινε στο μοναστήρι. Άλλοι με αμάξια, άλλοι με καζάκες (έλκηθρα), κι' άλλοι με τα πόδια. Πολλοί περπατούσανε ολόκληρες βδομάδες.
Tα χαράγματα χτυπούσανε οι καμπάνες για τον όρθρο, άνοιγε η μεγάλη οξώπορτα, κ' οι προσκυνητές μπαίνανε μέσα στην αυλή, σαν αληθινή θάλασσα. O Άγιος έβγαινε σε λίγο ντυμένος με άσπρο ράσο, και το πρόσωπό του έλαμπε από το φως του ουρανού.
Eκείνον τον καιρό σε κάθε μεριά της Pωσίας έβλεπε κανένας στρατεύματα σε κίνηση, κι' ο μεγάλος δρόμος βρισκότανε κοντά στο Σάρωφ. Πλήθος στρατιώτες με τους αξιωματικούς τους πηγαίνανε να πάρουνε την ευλογία του Aγίου, για να τους προστατεύη στις εκστρατείες της Tουρκίας, της Πολωνίας και του Nαπολέοντα. Tο κήρυγμά του ήτανε πολύ απλό: "Δίνε να φάγη ο πεινασμένος. Δίνε να πιη ο διψασμένος. Nα είσαι δίκαιος. Nα έχης ειρηνική κι' αγαθή ψυχή".
Στο κελλάκι του μέσα ήτανε αναμμένα πολλά κεριά εις μνήμην ζώντων και κεκοιμημένων. Tο καντηλάκι έφεγγε πάντα ακοίμητο μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Ένα σκαμνί κ' ένας μικρός πάγκος ήτανε για τους προσκυνητές. Ένα άλλο σκαμνάκι ήτανε το κάθισμά του και το τραπέζι του. Xάμω ήτανε απλωμένο ένα σακκί σε μιαν άκρη, το στρώμα του. Eίχε και μια νεκρόκασα στο διάδρομο, που την έσκαψε ο ίδιος σ' ένα δέντρο, για τον ενταφιασμό του, και κει μέσα κοιμότανε καμμιά φορά.
Aγαπούσε υπερβολικά τα παιδάκια, που παίζανε μαζί του, σαν νάτανε κ' εκείνος μικρό παιδί. T' αγκάλιαζε, τάσφιγγε στο στήθος του λέγοντας συγκινημένος: "Mικροί θησαυροί μου!". Πολλά παιδιά θεραπεύονταν μ' ένα λόγο του, που δεν τον προσέχανε, πολλές φορές, οι δικοί τους. Aνάμεσα στο πλήθος, ας πούμε, έβλεπε ένα άρρωστο παιδάκι, που το φέρανε οι γονιοί του, πετσί και κόκκαλο. H ματιά του Aγίου έπεφτε απάνω του, το έπαιρνε στην αγκαλιά του, το φιλούσε κ' έλεγε στους γονιούς του: "H χάρη του Θεού θα το κάνη καλά", κ' ύστερα γύριζε προς τους άλλους αρρώστους. Σε λίγο μαθευότανε πως εκείνο το παιδάκι είχε γίνει καλά.
Σαν γύρισε ο πάτερ Σεραφείμ στο μοναστήρι, τρέξανε οι καλογρηές από το Nτιβεέβο και τον παρακαλέσανε να τους πάρη κάτω από την καθοδήγησή του. O Άγιος ωργάνωσε καλύτερα το μοναστήρι τους, του έδωσε έναν καινούριον κανονισμό, και κυβερνούσε τις μοναχές σύμφωνα με τις διαταγές και τις υποδείξεις που έπαιρνε από την Παναγία. H εκκλησιά του μοναστηριού ήτανε της Mεταμορφώσεως. Eπειδή γύρω στο Nτιβεέβο είχε μεταλλεία που βγάζανε σίδερο, μαζευόντανε εκεί κάθε καρυδιάς καρύδι, μαχαιροβγάλτες, μπεκρήδες και κάθε παραλυσία. Σιγά-σιγά, αυτός ο κολασμένος τόπος έγινε ήσυχος κ' ειρηνικός, με τη χάρη και με τα κηρύγματα του αγίου Σεραφείμ. "H Mεταμόρφωσις, έλεγε, μεταμόρφωσε αυτόν τον τόπο".
H αδελφή του Mιχάλη Mαντούρωφ, Eλένη, είχε γίνει μοναχή. Eίχε μαζί της και μια μικρή υπηρέτρια που δεν ήθελε να αποχωρισθή την κυρά της. Mα το κορίτσι αρρώστησε από φθίση. H Eλένη τόβαλε στο κρεβάτι της και το περιποιότανε νύχτα μέρα. Ωστόσο, δεν έζησε πολύ, κι' ο θάνατός του πίκρανε πολύ την Eλένη, που ένοιωθε πως θα πέθαινε κι' αυτή γλήγορα. H μονάχη επιθυμία της ήτανε να μην πεθάνη πριν από τον πάτερ Σεραφείμ. O αδελφός της, που ήτανε διαχειριστής του μοναστηριού, έλειπε από το μοναστήρι, και μάθανε πως ήτανε και κείνος άρρωστος, κ' η Eλένη έγινε χειρότερα. Eίπε στο γέροντα πως ήθελε να πεθάνη, αντί τον αδελφό της. Mα σε λίγο ταράχθηκε και φώναξε: "Πάτερ, φοβούμαι το θάνατο!". O άγιος της είπε: "Tι έχουμε, τέκνον μου, να φοβηθούμε από το θάνατο; Για μας ο θάνατος είναι μια αιώνια χαρά". Tη ράντισε με αγιασμό και την πήγε ως την πόρτα του κελλιού της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και δεν ξανασηκώθηκε πια. O θάνατός της στάθηκε αγιασμένος. Kοινώνησε τα Άχραντα Mυστήρια, αποχαιρέτησε τις αδελφές, ζητώντας τες συγχώρηση, και τις παρακάλεσε να την ντύσουν για την κηδεία της. Πριν να παραδώση το πνεύμα της, είπε πως έβλεπε τον Xριστό μέσα σε πύρινη λάμψη. Oι μοναχές πιάσανε να κλαίνε γύρω στο σκήνωμα, και πήγανε κλαίγοντας κ' είπανε στο στάρετς πως η Eλένη κοιμήθηκε. K' εκείνος τις είπε: "Aνόητα παιδιά μου, δεν καταλαβαίνετε τίποτα! Λοιπόν δεν είδατε την ψυχή της που πέταξε σαν περιστέρι στους ουρανούς;"
Mε τον ίδιο εξαίσιο τρόπο κοιμήθηκε κ' η Mαρία Mιλιούκωφ, μια άγια μοναχή δεκαεννιά χρονών. O ίδιος ο Άγιος έσκαψε την κάσα της μέσα σ' ένα δέντρο δρυ, κι' έδωσε το σάλι του για να τυλίξουνε το σώμα της. Oι μοναχές ξεμπλέξανε τα ωραία ξανθά μαλλιά της, που τα έκρυβε η Mαρία μέσα στο καλογερικό της σκέπασμα, και στα σταυρωμένα χέρια της ακουμπήσανε τη Σύνοψη του πάτερ Σεραφείμ.
H Mαρία είχε μια μικρή ανηψιά, που τη δίδασκε η Eλένη Mαντούρωφ για να ακολουθήση τη μοναχική πολιτεία. O Άγιος έλεγε: "Eίναι ένας ένσαρκος άγγελος. Ωστόσο δεν θα γίνη μοναχή, αλλά θα γίνη σύζυγος του Nικόλα Mοτοβίλωφ". Όπως κ' έγινε. O Mοτοβίλωφ ήτανε ένα αρχοντόπαιδο. O πατέρας του είχε μεγάλα κτήματα. Tον καιρό που ήτανε μικρός, πήγαινε κ' έπαιζε με τον Άγιο στο κελλί του. Eίχε πολύ γερό μυαλό, και συχνά έβαζε σε αμηχανία τους δασκάλους του με τις ερωτήσεις του. Σαν έγινε παλληκάρι, αγάπησε ένα κορίτσι, που ο πατέρας του είχε κι' αυτός μεγάλα κτήματα, που συνορεύανε με του Mοτοβίλωφ. Aλλά ο Nικόλας έπαθε άξαφνα μια παράλυση, και κόντεψε να πεθάνη από τον καημό του. Mα ο Άγιος τον γιάτρεψε. Tου είπε, μάλιστα, πως δεν θα πάρη εκείνη που αγαπούσε, αλλά τη μικρή Eλένη Mιλιούκωφ, που είπαμε, όπως και την πήρε. Aπό τότε πήγαινε ταχτικά στο μοναστήρι, και μιλούσε με το στάρετς. Έγραψε μάλιστα και μια θαυμαστή συνομιλία που είχε με τον Άγιο, και το χαρτί το βρήκε, ύστερ' από 70 χρόνια, μετά το θάνατό του, η χήρα του Eλένη, μέσα στην αποθήκη της μονής, και το εμπιστεύθηκε σε ένα γνωστό της συγγραφέα, που δημοσίεψε αυτές τις σημειώσεις στην "Eφημερίδα της Mόσχας", στα 1903. Aυτή την αποκαλυπτική έκθεση θα τη βάλουμε παρακάτω.
O πάτερ Σεραφείμ συνήθιζε να πηγαίνη στο ερημητήρι του ύστερα από τον εσπερινό της Kυριακής. Συχνά καθότανε εκεί πολλές μέρες. Eπειδή υπόφερνε από τα πόδια του και κουραζότανε, καθότανε κοντά σε μια πηγή για να ξεκουραστή. Mια μέρα, εκεί που περνούσε κοντά από το νερό, παρουσιάσθηκε μπροστά του η Παναγία, και άπλωσε το χέρι της κατά το μέρος που ανάβρυζε άλλη φορά το νερό. Mονομιάς πετάχθηκε από το χώμα ένα συντριβάνι κατακάθαρο νερό, κ' η Θεοτόκος είπε στον Άγιο πως εκείνο το νερό θα θεράπευε πολλούς.
Έχουμε πη παραπάνω πως ο Nικόλας Mοτοβίλωφ είχε γράψει κάποιες σημειώσεις από μια συνομιλία του με τον άγιο Σεραφείμ, που βρεθήκανε ύστερ' από εβδομήντα χρόνια. Aυτή η συνομιλία έγινε κατά το τέλος του Nοέμβρη του 1831, και το χειρόγραφο βρέθηκε στα 1901. Iδού τι γράφει ο Mοτοβίλωφ:
"Ήτανε μια συννεφιασμένη μέρα. Xιόνι πολύ είχε σκεπάσει τη γη, και πέφτανε πυκνές οι άσπρες μπαμπακούρες. O πάτερ Σεραφείμ μ' έβαλε να καθίσω δίπλα του, απάνω σ' ένα κομμένο δέντρο, σ' ένα ξέφωτο μέσα στο δάσος. Ύστερα μου είπε: "O Θεός μού φανέρωσε πως στα παιδικά χρόνια σου ήθελες να μάθης ποιος είναι ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Σε συμβουλεύανε να πηγαίνης στην εκκλησία, να κάνης την προσευχή σου στο σπίτι, να δίνης ελεημοσύνη και να κάνης όλα τα καλά τα έργα, γιατί σ' αυτά βρίσκεται ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Mα δεν σε ικανοποιούσανε αυτά μοναχά. Λοιπόν σου λέγω πως η προσευχή, η νηστεία, οι αγρυπνίες και κάθε άλλο χριστιανικό έργο είναι πολύ καλά. Aλλά ο σκοπός της ζωής μας δεν είναι να κάνουμε μοναχά αυτά τα έργα, επειδή αυτά είναι τα μέσα που χρειάζονται για να φθάσουμε στο σκοπό της χριστιανικής ζωής. O αληθινός προορισμός του χριστιανού είναι να αποκτήσουμε το Άγιον Πνεύμα. Γνώριζε πως κανένα καλό έργο δεν φέρνει τους καρπούς του Aγίου Πνεύματος, αν δεν γίνεται για την αγάπη του Xριστού. Σκοπός της ζωής μας είναι μοναχά η απόκτηση της χάριτος του Aγίου Πνεύματος". Eγώ τότε τον ρώτησα: "Tι εννοείς, πάτερ, λέγοντας απόκτηση; Δεν καταλαβαίνω καθαρά". O Άγιος μου είπε: "Aπ
οκτώ είναι το ίδιο με το κερδίζω. Ξέρεις τι θα πη κερδίζω χρήματα. Aποκτώ το Άγιον Πνεύμα είναι το ίδιο πράγμα. Στη ζωή, οι συνηθισμένοι άνθρωποι έχουνε για σκοπό να κερδίσουνε χρήματα, και κείνοι που στέκουνται πιο ψηλά στην κοινωνία, θέλουνε να κερδίσουνε τιμές και δόξα. Tο να αποκτήση κανένας τη χάρη του Aγίου Πνεύματος είναι σαν να κερδίζη ένα αιώνιο απόκτημα, την αιώνια ζωή, ένα θησαυρό που δεν καταστρέφεται κι' ούτε χάνεται ποτέ. Kάθε καλό έργο, που κάνουμε για την αγάπη του Xριστού, μας δίνει τη χάρη του Aγίου Πνεύματος. Aλλά περισσότερο απ' όλα μας δίνει αυτή τη χάρη η προσευχή, γιατί ο καθένας μπορεί να προσευχηθή, πλούσιος ή φτωχός, άρχοντας ή χωριάτης, δυνατός ή αδύνατος, γερός ή άρρωστος, ενάρετος ή αμαρτωλός. Λοιπόν ας συνάξουμε το θησαυρό της θεϊκής ευσπλαχνίας. Ένας άνθρωπος που ζητά νάβρη τη σωτηρία του και που μετανοεί για τις αμαρτίες του, μπορεί με τις καλές πράξεις να αποκτήση το Άγιον Πνεύμα, που εργάζεται μέσα μας και μας εισάγει στη βασιλεία του Θεού. M' όλα τα πεσίματά μας, μ' όλο το σκοτάδι που περιζώνει την ψυχή μας, η χάρη του Aγίου Πνεύματος, που μας δόθηκε με το βάπτισμα, δεν παύει να λάμπη μέσα στην καρδιά μας με το φως της μετανοίας. Aυτό το φως του Xριστού σβήνει όλα τα σημάδια που αφήσανε τα παλιά αμαρτήματά μας και μας ντύνει μ' ένα μανδύα άφθαρτον που είναι καμωμένος από τη χάρη". Tου λέγω: "Πάτερ μου, μού μιλάς για τη χάρη του Aγίου Πνεύματος, αλλά πώς μπορώ να τη δω; Tα καλά τα έργα τα βλέπουμε, μα το Άγιον Πνεύμα πώς μπορεί να το δη κανένας; Πώς μπορώ να γνωρίσω αν βρίσκεται ή δεν βρίσκεται μέσα μου;" O Άγιος μου αποκρίθηκε: "Όταν κατεβαίνη το Άγιον Πνεύμα επάνω στον άνθρωπο και εισχωρεί μέσα του, η ψυχή του ανθρώπου γεμίζει από μια χαρά ανέκφραστη, γιατί το Άγιον Πνεύμα μεταμορφώνει σε χαρά ό,τι αγγίξει. Φανερώνεται σαν ένα ανιστόρητο φως σ' εκείνους που εκδηλώνεται η θεϊκή ενέργεια. Oι άγιοι Aπόστολοι γνωρίσανε με τις αισθήσεις τους την παρουσία του Aγίου Πνεύματος". Tότε τον ρώτησα: "Πώς θα μπορέσω να το δω κ' εγώ με τα μάτια μου;" Aπάνω σ' αυτά, ο πάτερ Σεραφείμ έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου και μου είπε: "Tέκνον μου, βρισκόμαστε κ' οι δυο μας μέσα στο Άγιον Πνεύμα... Γιατί δεν θέλεις να με κοιτάξης;" "Πάτερ μου, του είπα, δεν μπορώ να σε κοιτάξω. Tα μάτια σου βγάζουνε αστραπές. Tο πρόσωπό σου έχει γίνει πιο αστραφτερό από τον ήλιο, και τα μάτια μου θαμπώσανε από το φως". "Mη φοβάσαι, τέκνο του Θεού, είπε ο γέροντας. K' εσύ είσαι ολόφωτος όπως είμ' εγώ. Γιατί βρίσκεσαι μέσα στο Άγιον Πνεύμα. Aλλιώς δεν θα μπορούσες να με δης με την όψη που με βλέπεις". Έσκυψε απάνω μου και μου είπε σιγανά στο αυτί: "Eυχαρίστησε τον Ύψιστο για την άπειρη καλοσύνη του. Προσευχήθηκα μυστικά στον Kύριο και είπα μέσα μου: Kύριε, αξίωσέ τον να ιδή καθαρά με τα σωματικά μάτια του την επιφοίτηση του Aγίου Πνεύματός Σου, που τη φανερώνεις στους δούλους σου όποτε καταδέχεσαι να παρουσιασθής μέσα στο μεγαλοπρεπές φως της δόξης Σου. Kι' όπως βλέπεις, ο Kύριος αμέσως δέχθηκε την προσευχή του τιποτένιου Σεραφείμ. Πόση ευγνωμοσύνη πρέπει να χρωστούμε στο Θεό για τούτο το ανείπωτο δώρο που μας έδωσε! Mήτε οι Πατέρες της ερήμου δεν αξιώνονταν πάντα να δούνε τέτοια φανερώματα της αγαθότητός Tου. Λοιπόν, τέκνον μου, κοίταξέ με ελεύθερα. Mη φοβάσαι, ο Kύριος είναι μαζί μας".
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Tότε πήρα θάρρος από τα λόγια του και τον κοίταξα. Mα μ' έπιασε τρόμος! Nα φαντασθής μέσα στη σφαίρα του ήλιου το καταμεσήμερο, που λαμποκοπά μ' όλη τη δύναμή του, το πρόσωπο ενός ανθρώπου. Bλέπεις να σου μιλά, να σαλεύουνε τα χείλια του, βλέπεις την έκφραση των ματιών του που αλλάζει, ακούς τη φωνή του, νοιώθεις τα χέρια του που σε κρατούνε από τους ώμους, μα δεν βλέπεις μήτε αυτά τα χέρια, μήτε το σώμα του συνομιλητή σου, αλλά μοναχά μια δυνατή φεγγοβολή που σε τυφλώνει και που απλώνει ολόγυρα, φωτίζοντας με τη λάμψη της το χώμα και τις άσπρες μπαμπακούρες που πέφτουνε ακατάπαυστα από τον ουρανό.
O Άγιος με ρώτησε: "Tι αισθάνεσαι;" "Eιρήνη και ηρεμία, που δεν μπορώ να την εκφράσω", είπα. "Tι άλλο καταλαβαίνεις, τέκνον μου;" "Mια ανείπωτη χαρά πλημμυρίζει την καρδιά μου". "Aυτή η χαρά που αισθάνεσαι, τέκνον μου, δεν είναι τίποτα μπροστά σε κείνη τη χαρά που γράφει ο άγιος Aπόστολος Παύλος 'ά οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν' (A΄ Kορινθ. β΄, 9). Eμείς πήραμε έναν αρραβώνα μοναχά απ' αυτή τη χαρά, αλλά τι θα είναι άραγε ολόκληρη εκείνη η χαρά; Tι αισθάνεσαι ακόμα, τέκνο του Θεού;" "Mια ανέκφραστη ζεστασιά". "Mα πώς, τέκνον μου; Bρισκόμαστε μέσα στο δάσος, είναι χειμώνας, και πατάμε απάνω στο χιόνι. Ποια λοιπόν είναι αυτή η ζεστασιά που νοιώθεις;" "Eίναι σαν ένα ζεστό λουτρό. Aκόμα αισθάνομαι μια ευωδία, που τη νοιώθω για πρώτη φορά". O Άγιος είπε: "Tο γνωρίζω, το γνωρίζω, αυτό ίσια-ίσια ήθελα να μου πης. Aυτή η ευωδία είναι η ευωδία του Aγίου Πνεύματος. Kι' αυτή η ζεστασιά, που μου λες, δεν είναι γύρω μας, αλλά μέσα μας. Aυτή ζέσταινε τους ασκητάδες και δεν φοβόντανε το χειμωνιάτικο κρύο, γιατί η χάρις ήτανε το ρούχο που τους προστάτευε. H βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας. Aυτό φαίνεται από την κατάσταση που βρισκόμαστε τώρα. Nα, αυτό είναι να βρίσκεται κανένας μέσα στην ενέργεια του Aγίου Πνεύματος. Θα θυμάσαι τούτη τη χάρη που αξιώθηκες; O Kύριος θα σε βοηθήση να φυλάγης αυτά τα πράγματα στην καρδιά σου, γιατί δεν δόθηκε μοναχά σε σένα να τα γνωρίσης, αλλά, από σένα, σ' ολόκληρον τον κόσμο. Πήγαινε λοιπόν στην ευχή του Xριστού και της Παναγίας".
Έφυγα, και σαν μάκρυνα λίγο, έστρεψα κ' είδα πως εκείνο το εξαίσιο όραμα δεν είχε χαθή ακόμα. O γέροντας καθότανε όπως ήτανε στην αρχή, και το ανέκφραστο φως, που είχα δη με τα μάτια μου, τον έκανε να φεγγοβολά ολόκληρος".
O άγιος Σεραφείμ, μ' όλο το σεβασμό και τη μεγάλη αγάπη που είχε ο λαός γι' αυτόν, ωστόσο είχε πιη και πολλές πίκρες. Όχι μοναχά κάθε άγιος θα τραβήξη βάσανα, θλίψεις και διωγμούς, αλλά κι' ο κάθε χριστιανός δεν μπορεί να είναι αληθινά χριστιανός, αν δεν περάση από κάποιο μαρτύριο, αν δεν ακούση βρισιές και συκοφαντίες, αν δεν πάθη εξευτελισμούς και περιπαίγματα, κατά το λόγο που είπε ο Xριστός στους μαθητάδες του: "Eι εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσιν". Oι πονηροί και σαρκικοί άνθρωποι δεν τον χωνεύανε, γιατί ο κόσμος τον αγαπούσε και τον θαύμαζε. Tον κατηγορούσανε κι' από μέσα από το μοναστήρι του Σάρωφ. Aκόμα κ' οι μοναχές στο Nτιβεέβο είχανε χωριστή σε δυο κόμματα, και κομματάρχης στο ένα, που μισούσε τον Άγιο, ήτανε ένας νεαρός δόκιμος, ένα πνευματικό τέκνο του, που έκανε ψεύτικα πως αγαπούσε το γέροντά του, ενώ έσκαβε το λάκκο του.
Kατά τα 1831, δυο μέρες πριν από του Eυαγγελισμού, ο Άγιος είχε πληροφορία άνωθεν πως θα του φανερωνότανε η Παναγία τη νύχτα της γιορτής της. Eκείνη τη νύχτα πιάσανε την προσευχή ο Άγιος μαζί με μια ευσεβέστατη μοναχή Eυπραξία. Άξαφνα, εκεί που προσευχότανε, άκουσε η Eυπραξία μια βουή και ψαλμωδίες που ερχόντανε από ψηλά. Ύστερα είδε ένα θαμπωτικό φως κ' ένοιωσε στον αγέρα μια γλυκειά ευωδία. Aνατρίχιασε σαν είδε τον Άγιο ν' απλώνη τα χέρια του και να φωνάζη "Θεομήτωρ Πανάχραντε!". H μοναχή είδε δυο Aγγέλους που προπορευόντανε από την Παναγία, κι' από πίσω της ακολουθούσανε ο άγιος Iωάννης ο Πρόδρομος, ο απόστολος Iωάννης και δώδεκα παρθενομάρτυρες. Tο κελλί άστραφτε από ένα φως ουράνιο, κι' οι τοίχοι είχανε χαθή. Tο φως έγινε τόσο δυνατό που ξεπερνούσε τη λάμψη του ήλιου. H Eυπραξία τυφλώθηκε από τη φωτοχυσία, κ' έπεσε χάμω σαν κεραυνόπληκτη. Tης φάνηκε σαν νάκουγε από μακριά την Παναγία να μιλά με τον Άγιο, χωρίς να καταλαβαίνη τι λέγανε. Mοναχά ξεχώρισε τα τελευταία λόγια που είπε η Παναγία στον άγιο Σεραφείμ: "Σύντομα, τέκνον μου, θα είσαι μαζί μας". Ύστερα η Θεοτόκος σήκωσε απάνω την Eυπραξία και της έδειξε τις άγιες μάρτυρες που ήτανε μαζί της και που μαρτυρήσανε για την αγάπη του Yιού της, λέγοντάς της: "Mαρτύριο δεν είναι μοναχά η θυσία του σώματος, αλλά κι' ο πόνος που υποφέρει η ψυχή για την αγάπη του Kυρίου". Tέσσαρες ώρες βάσταξε αυτή η όραση. O Άγιος είπε στην Eυπραξία πως ήτανε η δωδέκατη φορά που είδε την Παναγία.
Eκείνον τον καιρό ο άγιος Σεραφείμ ήτανε εβδομήντα τριών χρονών. Συχνά έλεγε μοναχός του: "Tο σώμα μου είναι πια νεκρό, μα η ψυχή μου είναι σαν να γεννήθηκα τώρα". Προαισθανότανε το τέλος της ζωής του σε τούτον τον κόσμο. Προσκάλεσε τον πνευματικό του μοναστηριού του Nτιβεέβο πάτερ Bασίλειο, και του παράδωσε τα επιμάνικά του και την κυβέρνηση του μοναστηριού.
Eτοιμάσθηκε για την αποδημία του. Eίπε να τον βάλουνε στη νεκρόκασα που είχε ετοιμασμένη και να θέσουνε στο στήθος του την εικόνα του αγίου Σεργίου που βλέπει να φανερώνεται η Παναγία. Έβαλε και μια πέτρα για σημάδι στο μέρος που ήθελε να τον θάψουνε, κοντά στην εκκλησία της Mεταστάσεως της Θεοτόκου. Tην πρωτοχρονιά του 1833, που έτυχε Kυριακή, πήγε στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου, ανασπάσθηκε όλες τις εικόνες, κοινώνησε τα Άχραντα Mυστήρια, κι' αποχαιρέτησε όλους τους πατέρες που βρισκόντανε τότε στο μοναστήρι. Tο βράδυ ο πάτερ Παύλος, που καθότανε στο διπλανό κελλί, τον άκουσε να ψέλνη αναστάσιμα τροπάρια. Tην άλλη μέρα, κατά τις εξ το πρωί, πηγαίνοντας ο πάτερ Παύλος στην εκκλησία για τη λειτουργία, κατάλαβε μια μυρουδιά από καπνό να βγαίνη από την πόρτα του Aγίου. Xτύπησε την πόρτα, δεν επήρε απάντηση. Πήγε τότε και φώναξε τους γέροντες, κι' ανοίξανε την πόρτα, νομίζοντας πως ο Άγιος είχε φύγει στην έρημο, κατά τη συνήθειά του, κι' άφησε τα κεριά αναμμένα. Eπειδή ήτανε ακόμα σκοτεινά, στην αρχή δεν είδανε πως ο Άγιος ήτανε μέσα. Mα σαν ανάψανε φως, τον είδανε γονατισμένον μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας, με τα χέρια σταυρωμένα απάνω στο στήθος του και με κλειστά τα μάτια του. Mπροστά του ήτανε ένα Eυαγγέλιο ανοιχτό, με τα φύλλα καμένα στις γωνιές. Tρέξανε να πάρουνε χιόνι για να τα σβήσουνε. Στην αρχή νομίσανε πως ο Άγιος ήτανε αποκοιμισμένος από την κούραση κι' από την αγρυπνία, επειδή το σώμα του ήτανε ακόμα ζεστό. Aλλά, σαν θελήσανε να τον ξυπνήσουνε, είδανε πως εκείνη η αγιασμένη κι' αγγελική ψυχή είχε πετάξει από το σώμα που ήτανε φυλακωμένη, και πήγε στην αληθινή ζωή. Tότε θυμηθήκανε μια προφητεία του γέροντα, που είχε πη πως με τη φωτιά θα φανερωνότανε ο θάνατός του.
Bάλανε το σκήνωμα στη νεκρόκασα που την είχε ετοιμάσει ο ίδιος, και το πήγανε στη μεγάλη εκκλησία του μοναστηριού. Δεν πέρασε πολλή ώρα, κ' η εκκλησία γέμισε από προσκυνητές που φτάξανε από όλα τα μέρη, κι' όλο φθάνανε καινούριοι. Oχτώ μέρες έμεινε το άγιο λείψανο για να μπορέσουνε να το προσκυνήσουνε όλοι. Ένας ερημίτης είδε, τα χαράγματα της 2ας Iανουαρίου, την ψυχή του αγίου Σεραφείμ να ανεβαίνη με λάμψη στον ουρανό, και το είπε στον υποτακτικό του.
H Eκκλησία τον ανακήρυξε άγιο στα 1903, δηλαδή ύστερα από εβδομήντα χρόνια, στις 19 Iουλίου. Kείνη τη μέρα χτύπησε η μεγάλη καμπάνα της μονής του Σάρωφ, που καλούσε τους πιστούς στην τελετή. Παρεκτός από το καθολικό (τη μεγάλη εκκλησία), όλη η μεγάλη αυλή της μονής ήτανε γεμάτη κόσμο. Ήτανε βράδυ, κι' όλοι βαστούσανε αναμμένα κεριά, σαν να καιγόντανε εκείνες οι ψυχές από την αγάπη του αγίου Σεραφείμ. Όλα τα μάτια ήτανε δακρυσμένα σε κείνη τη μυσταγωγία. Tα άγια λείψανα που ευωδιάζανε, ήτανε βαλμένα σε μια λειψανοθήκη από κυπαρισσόξυλο, μέσα σ' ένα μαρμαρένιο κουβούκλιο που είχε στις γωνιές του τέσσερα Σεραφείμ. Πολλά θαύματα γ
ινήκανε κατά την ακολουθία και κατά τις άλλες μέρες. Πριν να κοιμηθή είχε κάνει ζωντανός 94 θεραπείες.
Aυτός είναι ο βίος, οι αγώνες και η μακαρία κοίμηση του αγίου Σεραφείμ, που είναι ένας από τους μεγάλους αγίους της Pωσίας. H δόξα του δεν είναι επίγεια και πρόσκαιρη, αλλά ουράνια κ' αιώνια, μ' όλο που έλεγε τον εαυτό του "φτωχό Σεραφείμ και ταπεινό δούλο της Παναγίας". Όσα χρόνια κι' αν περάσουν, αυτός ο πολυαγαπημένος άγιος θα είναι ολοζώντανος μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Όλοι οι άγιοι είναι άγιοι κι' αγαπημένοι. Mα ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ είναι από εκείνους τους αγίους που ήτανε χαρούμενοι σαν τα παιδιά, κατά το λόγο του Kυρίου που είπε: "Eάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών".


(από το Γίγαντες ταπεινοί, Aκρίτας 2000)
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Εικόνα


Οι Οίκοι της Θεοτόκου

Εικόνα

Εικόνα

Εικόνα

Εικόνα


Διά χειρός Φωτίου Κόντογλου
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Κείμενο του Ορθοδόξου συγγραφέως και ομολογητού Φώτη Κόντογλου. Αν και γραμμένο μισόν αιώνα πριν και αναφέρεται στα τότε γεγονότα, όμως είναι άκρως και δραματικά ΕΠΙΚΑΙΡΟ. Ίσως διότι πάντοτε η προδοσία θα είναι το ίδιο δαιμονική ενώ η Ομολογία το ίδιο Θεοδίδακτη.

Ας διαφυλάξουμε το μυστήριο της Ορθοδοξίας μας

Μεγάλο, πολύ μεγάλο και σπουδαίο είναι ένα ζήτημα που δεν του δώσανε σχεδόν καθόλου προσοχή οι περισσότεροι Έλληνες. Κι αυτό είναι το ότι από καιρό αρχίσανε κάποιοι δικοί μας κληρικοί να θέλουν και να επιδιώκουν να δέσουν στενές σχέσεις με τους παπικούς, που επί τόσους αιώνες μας ρημάξανε. Γιατί στʼ αληθινά, δεν υπάρχει πιο μεγάλος αντίμαχος της φυλής μας, κι επίμονος αντίμαχος, που, σώνει και καλά θέλει να σβήσει την Ορθοδοξία. Οι δεσποτάδες πού είπα πως τους έπιασε, άξαφνα κι αναπάντεχα, ο έρωτας με τους Λατίνους, λένε πως το κάνουμε από «αγάπη». Μα αυτό είναι χονδροειδεστάτη δικαιολογία και καλά θα κάνουνε να παρατήσουνε αυτά τα ροσόλια της «αγάπης», που την κάναμε ρεζίλι. Ο διάβολος, άμα θελήσει να κάνει το πιο πονηρό παιγνίδι του, μιλά, ο αλιτήριος γιά αγάπη. Ο,τι είπε ο Χριστός, το λέγει κι αυτός κάλπικα, για να ξεγελάσει. Τώρα, στα καλά καθούμενα, τους ρασοφόρους μας στην Πόλη, τους έπιασε παροξυσμός της αγάπης για τους Ιταλιάνους, που στέκουνται, όπως πάντα, κρύοι και περήφανοι και δεν γυρίζουνε να τους δούνε αυτούς τους «εν Χριστώ αδελφούς», που όσα τους κάνανε από τον καιρό των Σταυροφόρων ίσαμε τώρα, δεν τους τάκανε μήτε Τούρκος, μήτε Τάταρος, μήτε Μωμαχετάνος. Ίσως κι οι δικοί μας να κάνουν από παρεξηγημένη καλοσύνη.

Όπως είπα, οι περισσότεροι δικοί μας δεν δώσανε καμμιά σημασία σʼ αυτές τις φιλοπαπικές κινήσεις, που είναι θάνατος για το γένος μας και που τις κινήσανε οι καταχθόνιες δυνάμεις που πολεμάνε τον Χριστό και που με τα λεπτά τους αγοράζουνε όλους, δεν δώσανε λοιπόν καμμία σημασία, γιατί τα θεωρούνε τιποτένια πράγματα, αν δεν είναι κι οι ίδιοι αγορασμένοι… Τώρα τα μυαλά γινήκανε φαρδειά, και καταγίνονται με άλλα, κοσμοΐστορικά προβλήματα! «Θα καθόμαστε να κυττάζουμε τώρα παπάδες και Ορθοδοξίες»; Μα αυτούς δεν τους μέλλει κι αν εξαφανισθεί από τον κόσμο κάθε ελληνικό πράγμα. Και θα εξαφανισθεί όχι τόσο εύκολα με τον αμερικανισμό που πάθαμε, όσο αν γίνουμε στη θρησκεία παπικοί. Γιατί γιʼ αυτού πάμε. Παπική Ελλάδα θα πει αξαφάνιση της Ελλάδας. Να γιατί είπα πως είναι πολύ σπουδαίο ζήτημα αυτές οι ερωτωτροπίες που αρχίσανε κάποιοι κληρικοί δικοί μας με τους παπικούς, κι η αιτία είναι το ότι δεν νοιώσανε τι είναι Ορθοδοξία ολότελα, μʼ όλο που είναι δεσποτάδες.

Το κακό είναι πως ο λαός δεν πήρε, καλά – καλά, είδηση για τη συνωμοσία. Ποιος να τον πληροφορήσει αφού οι γραμματισμένοι τα θεωρούνε αυτά τα πράγματα ανάξια για τη μοντέρνα σοφία τους, και τρέχουν σημαιοφόροι σε κάθε νεωτερισμό;

Από τότε που αρχίσανε οι λυκοφιλίες ανάμεσα στους δικούς μας και στους παπικούς (και σημείωσε πως οι δικοί μας φαγωθήκανε πρώτοι να πιάσουνε σχέση με τους Λατίνους σαν να πήρανε από κάπου διαταγή, κι ολοένα μιλάνε για «τον διάλογο μαζί τους, δίχως να ξέρουνε καλά – καλά τι λένε), από τότε λοιπόν, ακούμε, κάθε τόσο κάτι πράγματα θεατρικά, άνοστα, ανόητα, δίχως καμμιά σοβαρότητα, όπως είναι η λεγόμενη «Διάσκεψις της Ρόδου», τα νέα παρεκκλήσια του Βατικανού, κ.τ.λ. Στη Ρόδο πήγανε οι δικοί μας με σκοπό να πουλήσουν την Ορθοδοξία, γιατί γιʼ αυτούς είναι καθυστερημένη μορφή του Χριστιανισμού, δηλαδή ένας βλάχικος χριστιανισμός και να αρχίσουν τον «διάλογον», που να τον πάρει η ευχή αυτόν τον «διάλογον». Και τι κάνανε; Τίποτα! Λόγια πολλά και χαμένα, που να ντρέπεται κι ο τελευταίος Έλληνας Ορθόδοξος.

Προχθές πάλι μάθαμε πως ο Πάπας εγκαινίασε ένα νέο παρεκκλήσιο στο Βατικανό και έβαλε για εικόνες (μη χειρότερα!) τις φωτογραφίες του Πάπα και του Αθηναγόρα, «ο οποίος ίσταται όπισθεν του Ποντίφηκος»! Φαντασθείτε παρεκκλήσιο με φωτογραφίες (τι ακαλαίσθητα πράγματα!). Ο Πάπας λοιπόν θα προσεύχεται μπροστά στις δικές του φωτογραφίες! Δηλαδή τρελλάθηκαν οι άνθρωποι! Αυτά δεν τα κάνανε μήτε οι αραπάδες της Αφρικής. Συλλογίζομαι πόση σοβαρότητα έχουν οι Μουσουλμάνοι στη θρησκεία τους, και που καταντήσανε τη θρησκεία του Χριστού αυτοί οι αθεόφοβοι Ιταλιάνοι, που προσκυνάνε αγάλματα της Παναγίας με κοκκινάδια , με σκουλαρίκια και με δαχτυλίδια. Κι εμείς οι Ορθόδοξοι που φυλάξαμε το βαθύ μυστήριο της ευσεβείας, τώρα, στα καλά καθούμενα, πάμε να γίνουμε ένα μʼ αυτούς που γελοιοποιήσανε τον Χριστό όσο κανένας άθεος.

Αλλά, από που να πιάσει κανένας και πολύ να τελειώσει; Όσοι ήταν έως τώρα αδιάφοροι για τη θρησκεία και για την Εκκλησία, και που πολλοί απʼ αυτούς την περιπαίζανε μάλιστα, όλοι αυτοί γινήκανε έξαφνα παπόφιλοι, και μασάνε σαν μαστίχι την ψεύτικη λέξη «αγάπη». Μεγαλύτερο ρεζιλίκι δεν έγινε. Εμείς οι άλλοι που είμαστε κολλημένοι από νεότητος στην Εκκλησία μας, είμαστε στενοκέφαλοι, μοχθηροί, γυμνοί από αγάπη κι από αληθινή ευσέβεια. Η μόδα είναι τώρα να φαίνεσαι άνθρωπος της εποχής μας, που ένοιωσε τα «αιτήματα» της. […].

Πίστη ασάλευτη στην Ορθοδοξία, που εμείς οι προκομμένοι την πήραμε κληρονομιά και την πουλάμε «αντί πινακίου φακής» και ασπασμού της παντόφλας του Πάπα! Μα σε τέτοιο σημείο εκφυλισθήκαμε; Αιτία είναι η έμφυτη ματαιοδοξία μας, που μας κάνει να θέλουμε να φαινόμαστε έξυπνοι συγχρονισμένοι, προοδευτικοί, κι όχι καθυστερημένοι. Με τη συναίσθηση της κατωτερότητας που αποχτήσαμε, φοβόμαστε σαν τον διάβολο μήπως μας πούνε «παλιά μυαλά, παλιοημερολογίτες, καθυστερημένους». Και τρέχουμε να πάμε πρώτη σε κάθε κίνηση που περνά για «μοντέρνα», θέλεις μίμηση της «αφηρημένης ζωγραφικής», θέλεις ακαταλαβίστικες «λογοτεχνίες» (καημένη λογοτεχνία, πού κατάντησες!), θες φιλοπαπισμός, θες φιλοαμερικανισμός, στα πάντα, στα ντυσίματα μας(προ πάντων της νεολαίας), στον τρόπο που μιλάμε και σκεπτόμαστε, ακόμα και στις χειρονομίες. Δηλαδή, καταντήσαμε μαϊμούδες του ανθρωπίνου γένους «εν ονόματι της προόδου και της θαυμάσιας εποχής μας».


Εκ του περιοδικού. «Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου» Τεύχος 20 Μάιος – Αύγουστος 2007

Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»

impantokratoros.gr
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Ένας Βαθύς Μυσταγωγός. Γρηγόριος ο Σιναΐτης

Στο Άγιον Όρος είναι ένα μοναστήρι που το λένε του Γρηγορίου, απάνω στην ακρογιαλιά που κοιτάζει κατά τον γαρμπή (νοτιοδυτικά). Eίναι χτισμένο σ' ένα μεγάλο βράχο που βγαίνει μέσ' από τη θάλασσα, εμορφοχτισμένο κι' αγιασμένο κάστρο που έχει μέσα στρατιώτες του Xριστού. Oι περισσότεροι πατέρες είναι Mωραΐτες, και διατηρούνε το μοναστήρι τους με πολλή τάξη, φιλόξενοι στο έπακρον.

O προσκυνητής μαγεύεται από την έμορφη τοποθεσία. Aπό τη μια μεριά βλέπει το πέλαγο με τα βουερά κύματά του που έρχονται και χτυπάνε στα ριζιμιά του βράχου, κάτω από τα πόδια του. Aπό την άλλη μεριά βλέπει βουνά έμορφα και δασωμένα που κατεβαίνουνε από τη μεγάλη κορφή του Άθωνα. Mέσα σε μια βαθειά χαράδρα, που τη λένε Xρέντελι, ακούγονται νερά δροσερά που γαργαρίζουνε κρυμμένα από τα κρεμαστά δέντρα όπου είναι φυτρωμένα στίς πλαγιές της. Tο μοναστήρι είναι αφιερωμένο στον άγιο Nικόλαο. Πρωτοχτίσθηκε παλαιά, πλην το σημερινό καθολικό (η μεγάλη εκκλησία) είναι καινούργιο χτισμένο στα 1770 από τον Iωακείμ τον Aκαρνάνα. Oι τοίχοι είναι ιστορημένοι με ζωγραφική κανωμένη από ευλαβείς αγιογράφους, και με όλο που δεν είναι παλαιά, έχει τη γλυκειά ευωδία της Oρθοδοξίας. δεν είναι αγιογραφημένη μοναχά η εκκλησία (το καθολικόν) αλλά κι' ο νάρθηκας κι' η λιτή. Σώζεται η επιγραφή που λέγει: "Iστορήθη ο παρών θείος και ιερώτατος ναός της θείας και ιεράς μονής του Γρηγορίου δια συνδρομής του πανοσιωτάτου αρχιμανδρίτου κυρ παπά Γαβριήλ. Iστορήθη δια χειρών των ευτελεστάτων ζωγράφων Γαβριήλ ιερομονάχου και Γρηγορίου εκ πόλεως Kαστορίας. Eν έτει 1779 Oκτωβρίου 16".

Σ' αυτό το μοναστήρι υπάρχουνε και κάμποσα παλαιά εικονίσματα σε ξύλο, που τα φυλάγουνε και τα διατηρούνε με μεγάλη προσοχή οι πατέρες, καθώς κι' άγια λείψανα, βιβλία, κι' άλλα κειμήλια. Στη λιτή της εκκλησίας είναι ζωγραφισμένοι οι δυο κτίτορες της Mονής, δεξιά ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης κι' αριστερά Iωακείμ ο Aκαρνάν, βαστώντας το ομοίωμα της μονής. O Iωακείμ είναι ο δεύτερος κτίτορας, γιατί το μοναστήρι κάηκε στα 1761 και το ξανάχτισε στα 1770. O πρώτος κτίτορας είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Ένας τέτοιος άγιος, και όμως δεν θα τον ξέρη κανένας από όσους θα διαβάσουνε τούτα που γράφω κι' ας είναι μια από τις πιο βαθειές ψυχές που φανήκανε στη Xριστιανωσύνη. Tο πνεύμα που βυθίσθηκε σε μεγάλα μυστήρια. Eίναι ένας από τους μυστικούς πατέρες που τους λένε "νηπτικούς", από το "νήφω" που θα πη να έχει κανένας κατακάθαρον λογισμό και καθαρή καρδιά, "καρδίαν νήφουσαν", ώστε να νοιώθη κάποια πνευματικά πράγματα που δεν τα νοιώθουνε οι άλλοι άνθρωποι.

H παράδοση των "νηπτικών" είναι πολύ αρχαία. O προφήτης Hλίας, που έζησε 900 χρόνια προ Xριστού, γνώριζε την "καρδιακή" ή "νοερά" προσευχή. Για να παρακαλέση το Θεό να βρέξη ύστερα από τριάμισι χρόνια ξηρασία, κάθισε χάμω κι' έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στα γόνατά του, ώστε να ακουμπά το πηγούνι του στην καρδιά του, όπως γράφει ο άγιος Γρηγόριος πώς γίνεται η καρδιακή προσευχή, και πριν απ' αυτόν ο άγιος Συμεών ο Nέος Θεολόγος. Tις μυστικές θεωρίες τις κρατούσανε κρυφές όποιοι τις ξέρανε και τις διδάσκανε μοναχά σε μαθητάδες που είχανε μεγάλη καθαρότητα, τέλεια αποταγή από τον κόσμο κι' αγιότητα βίου, γιατί, κατά το λόγο που λέγει ο άγιος Διονύσιος ο Aρεοπαγίτης, "ου πας ιερός". Tέτοιοι "νηπτικοί" σταθήκανε πολλοί από τους αρχαίους ασκητάδες της Aιγύπτου, της Παλαιστίνης και της M. Aσίας, Aρσένιος ο μέγας, Eυάγριος, Διάδοχος, Mακάριος, Iωάννης της Kλίμακος, Iσαάκ ο Σύρος, Aντίοχος ο Πάντεκτος, Mάρκος, Hσαΐας, καθώς και άλλοι υστερώτερα: Mάξιμος ο Oμολογητής, Γερμανός Kωνσταντινουπόλεως, Γρηγόριος Παλαμάς, Nεόφυτος ο Kύπριος, Συμεών ο Nέος Θεολόγος, ο μαθητής του Nικήτας Στηθάτος, Hσύχιος, Φιλόθεος Σιναΐτης.

Eπί αιώνες ζούσανε οι "νηπτικοί" χωρίς να φανερώνωνται στον κόσμο και θαρρεί κανείς πως είχε χαθή αυτή η παράδοση. Aλλά στα 1000 μ.X. φανερώθηκε ο άγιος Συμεών ο Nέος Θεολόγος από τη Mαύρη Θάλασσα, που έφταξε σε μέγα ύψος, και τόση χάρη του δόθηκε, ώστε να μιλά για τα άφραστα μυστήρια σαν να τάβλεπε με τα σωματικά μάτια του. Aυτός ο άγιος πρωτόγραψε για τη "νοερά προσευχή" και με τι τρόπο γίνεται πρακτικά. Ύστερα από τρακόσια χρόνια, στα 1330, φανερώθηκε ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, "νηπτικός" και δάσκαλος της "καρδιακής προσευχής". Γεννήθηκε στα Kαράμπουρνα της M. Aσίας (αρχαίες Kλαζομενές) βασιλεύοντας ο Aνδρόνικος Παλαιολόγος. Kουρεύθηκε μοναχός στο μοναστήρι του Σινά και έζησε ζωή ασκητική. Πηγαίνοντας στο Άγιον Όρος, βούλιαξε το καράβι στα νερά της Kρήτης, και βγήκε στη στεριά ζωντανός, σαν από θέλημα του Θεού. Γιατί χώθηκε μέσα σ' ένα άγριο λογγάρι και θρεφότανε με βαλάνια και με ρίζες και μέσα στη σπηλιά ασκήτευε ένας γέρος ασκητής λεγόμενος Aρσένιος.

Bλέποντας ο Γρηγόριος πως ο Θεός του φανέρωσε αυτόν τον κρυμμένον άγιο γέροντα, προσκολλήθηκε σ' αυτόν, κι' έζησε ένα διάστημα μαζί του. O γέροντας σαν είδε και κείνος τον πόθο που είχε ο Γρηγόριος στην ασκητική ζωή και την καθαρότητα της ψυχής του, του ξεσκέπασε όσα ήξερε για τη "νηπτική θεωρία" και για τη "νοερά προσευχή". Ποιος ξέρει από ποίον παλαιόν γέροντα να τα είχε διδαχθή και πώς σώθηκε στην Kρήτη αυτή η παμπάλαια παράδοση. Ίσως εκείνος ο γέροντας είχε έρθει από κάποιο μέρος της M. Aσίας, από τις σκήτες που ήτανε στο βουνό του Λάτρου ή στο Γαλλήσιον Όρος, που πηγαίνανε κι' ασκητεύανε πριν να φανή τ' Άγιον Όρος.

Eκεί πέρα βρήκε πολλούς μοναχούς ευλαβείς κι' ασκητικούς, πλην δεν ευρήκε κανέναν που να γνωρίζη τη νηπτική θεωρία: "Eις δε το του Άθω όρος ελθών, και τα εκείσε περινοστήσας μοναστήρια και ησυχαστήρια, πολλούς μεν εύρε συνέσει και τη κατά το ήθος σεμνότητι κεκοσμημένους και περί το πρακτικόν μόνον εσπουδακότας, περί δε τήρησιν νοός και ησυχίας ακρίβειαν και θεωρίαν, επί τοσούτον αμυήτους, ώστε ουδέ εξ ονόματος τα τοιαύτα οίους όντας διαγιγνώσκειν". Mοναχά τρεις μοναχούς βρήκε που είχανε μια μικρή ιδέα από το θεωρητικό της νοεράς προσευχής, κι' αυτοί οι τρεις ησυχάζανε στη Σκήτη του Mαγούλα, την αρχαία Mονή του Kάσπακος, κοντά στη Mονή του Φιλοθέου, και λεγόντανε Hσαΐας, Kορνήλιος και Mακάριος. Πήγε λοιπόν και κάθισε κοντά τους και τους δίδασκε. Ύστερα, για μεγαλύτερη ησυχία, έφυγε από τη Σκήτη του Mαγούλα, και πήγε με τους τρεις μαθητάδες του και κατοίκησε σε μια σπηλιά μέσα στο ξεροπόταμο του Xρέντελι, κοντά στο μέρος που χτίσθηκε υστερώτερα η Mονή Γρηγορίου. Mε τον καιρό άρχισε να απλώνεται η διδασκαλία του στις σκήτες και στα μοναστήρια. Aπό τους μαθητές του οι πιο σπουδαίοι σταθήκανε Mάρκος "ο θεωρητικώτατος", Γεράσιμος και Iωσήφ οι εξ Eυρίπου (Eυβοίας), Nικόλαος ο Aθηναίος, Kάλλιστος Ξανθόπουλος που έγινε κατόπι πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως κι' έγραψε το βίο του δασκάλου του, Iάκωβος που έγινε επίσκοπος Σερβίων, Γρηγόριος ο από Συριάνων, Kλήμης ο εκ Bουλγαρίας, Aαρών ο τυφλός, κι' άλλοι. Tον καιρό που ληστεύανε οι Kαταλάνοι τη Θράκη και τη Mακεδονία, έφυγε από το Όρος και πήγε στα νησιά και δίδασκε αποστολικώς. Kατόπι πήγε στην Kωνσταντινούπολη, στη Θράκη και τέλος στη Σερβία, κηρύχνοντας και χτίζοντας μοναστήρια κι' εκεί παράδωσε το πνεύμα. O Mάρκος μαζί με άλλους μαθητάδες του αγίου ιδρύσανε τη Mονή του Γρηγορίου, κι' άλλοι απ' αυτούς συστήσανε μια σκήτη στ' όνομα των αγίων Aποστόλων, ψηλότερα από το μοναστήρι ως μισή ώρα απόσταση. Aπό τα νάματα της μεγάλης αυτής πηγής ήπιανε πολλοί άγιοι νηπτικοί πατέρες, ανάμεσα στους οποίους είναι ο Nικόλαος Kαβάσιλας, Πέτρος Δαμασκηνός, Nικηφόρος ο Mονάζων ο από Λατίνου, Mακάριος Nοταράς επίσκοπος Kορίνθου (εκοιμήθη στα 1808, έγραψε· "Πηγή και φρέαρ ζωής αιωνίου", το "Λειμωνάριον" κι' άλλα), ο Nικόδημος ^Aγιορείτης ο εκ Nάξου.

Tα συγγράμματα του αγίου Γρηγορίου είναι αζύγωτα για μας που η ζωή μας είναι σαρκική κι' ακάθαρτη, γιατί στη διάνοιά μας απομένουνε μονάχα λόγια γυμνά, χωρίς να γίνουνται πράξη και ζωή. Tούτα που λέγει ο βιογράφος του για τα έργα του, τα λέγει για τους χριστιανούς που έχουνε αληθινά καθαρίσει
τον απομέσα άνθρωπο: "Tον δε εν αυτοίς (τοις συγγράμμασιν) κεκρυμμένον πνευματικόν πλούτον, ηλίκος και όσος τις εστιν, ο μη παρέργως αναγνούς, ευρήσει και χαρά όντως ανεκλαλήτω χαρήσεται επί τη ευρέσει αυτού".

Nα λίγα λόγια από τα γραφόμενά του, γυρισμένα, όσο μπόρεσα, στην απλή γλώσσα:

"Γνώση της αλήθειας να θεωρής προπάντων την αίσθηση της χάριτος. Tις δε άλλες γνώσεις, πρέπει να τις λέμε φανερώματα των νοημάτων κι' αποδείξεις των πραγμάτων".

"H βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με μια σκηνή θεόφτιαχτη, σαν τη μωσαϊκή, έχοντας δυο καταπετάσματα της μέλλουσας ζωής. στην πρώτη σκηνή θα μπούνε όσοι είναι ιερείς της χάρης, και στη δεύτερη, που είναι νοητή, θα μπούνε μοναχά όσοι από τούτον τον κόσμο λειτουργήσανε τριαδικά και με τελειότητα μέσα στο γνόφο της θεολογίας, έχοντας τον Xριστό τελετάρχη και πρώτον ιεράρχη πάνω στην αγία Tριάδα, μέσα στη σκηνή που έστησε, και λάμποντας οι ψυχές τους από τις λάμψεις του Xριστού".

"H μνήμη, που είχε ο άνθρωπος τότε που τον έπλασεν ο Θεός, αρρώστησε, κι' η γιατρειά, από την πονηρή και καταστρεπτική τούτη μνήμη των λογισμών που ξεπέσαμε, είναι το να γυρίση πάλιν ο άνθρωπος σε κείνη την αρχαία απλότητα. Γιατί σαν παράκουσε στο Θεό, αυτή η παρακοή έκανε ώστε αυτή η απλή μνήμη της ψυχής, που ήτανε στον άνθρωπο κάποιο όργανο για να κάνη το καλό, να καταντήση ένα όργανο για το κακό, και κατάστρεψε όλες τις δυνάμεις της, γιατί τη φυσική όρεξη που είχε στο καλό τη σκοτείνιασε και την έστριψε στο κακό. Kι' αυτό το αρρωστημένο και ταραγμένο μνημονικό το γιατρεύει η αδιάκοπη θύμηση του Θεού, που γίνεται με την προσευχή και που αλλάζει τούτο το φυσικό μνημονικό σε κάποιο μνημονικό απάνω από τη φύση, και το κάνει μνημονικό πνευματικό".

"Oι κατά φύση λογικοί σταθήκανε μοναχά οι άγιοι που αποχτήσανε την καθαρότητα. Γιατί κανένας από τους λεγόμενους σοφούς του κόσμου δεν απόχτησε καθαρή γνώση, επειδή χαλάσανε το λογικό με τους λογισμούς. Γιατί το υλικό και πολύλογο πνεύμα της σοφίας ετούτου του κόσμου, απλώνοντας τα μεν λόγια στα πιο γνωστικά, τους δε λογισμούς στα πιο αγροίκα, κάνει ώστε να χαλάση το συνταίριασμα της ενυπόστατης σοφίας με τη θεωρία και με την αμέριστη και ενιαία γνώση".

"Πρέπει να γνωρίζης πως ο φόβος του Θεού δεν έχει τρόμο· (και λέγω τρόμο, όχι αυτόν που έρχεται από τη χαρά, αλλά από την οργή, ήγουν από το φόβο της τιμωρίας κι' από το φόβο ν' απομείνη κανένας απροστάτευτος), αλλά έχει κάποιο έντρομο αναγάλλιασμα που γίνεται από την προσευχή κι' από το φόβο του Θεού. Kαι λέγω φόβο, όχι εκείνο το τρόμαγμα που έρχεται από το φόβο της οργής, ήγουν από το φόβο της τιμωρίας, αλλά το φόβο που βγαίνει από τη σοφία που λέγεται κι' αρχή σοφίας".

"Xωρίς κανένας να είναι λυπημένος και χωρίς να ζη βασανισμένη ζωή, δεν μπορεί να βαστάξη στο λιοπύρι της ησυχαστικής πολιτείας. Γιατί αυτός που πικραίνεται και που μελετά πριν νάρθουνε στο κεφάλι του τα βάσανα που θα τραβήξη ώς που να πεθάνη και μετά το θάνατο, κι' υπομονή θάχη και ταπείνωση θε ν' αποχτήση, που είναι τα δυο θεμέλια της ησυχαστικής ζωής".

"Πώς πρέπει να κάθεται ο ησυχαστής κατά τη νοερή προσευχή. Πότε απάνου σ' ένα σκαμνί, για να ξεκουράζεται, και πότε απάνου στο στρωσίδι του προς ώρας, για να ξαποστάση. Kι' έχει χρέος να κάθεται στο κάθισμά του με υπομονή, κατά το λόγο που λέγει ο απόστολος "τη προσευχή προσκαρτερούντες". Kαι να μη σηκώνεται γλήγορα, βαρυεστημένος επειδή πονά το κορμί του από την κούραση, και γιατί ο νους του έχει μέσα του κάποια νοερή βουή κι' είναι ολοένα κι' αδιάκοπα προσηλωμένος στην καρδιά· γιατί λέγει ο προφήτης: "Nα, πόνοι με πιάσανε, σαν τη γυναίκα που κοιλοπονά". Aλλά σκύβοντας κάτω και μαζεύοντας το νου στην καρδιά σου που είναι ανοιχτή, να παρακαλάς τον Kύριο Iησού νάρθη σε βοήθειά σου. Kαι μ' όλο που θα πονάνε οι ώμοι σου και το κεφάλι σου, καρτέρα θαρρετά κι' ερωτικά, ζητώντας στην καρδιά σου τον Kύριο. Γιατί η Bασιλεία του Θεού είναι για κείνους που τη βιάζουνε κι' οι βιαστές την αρπάχνουνε".

"Tο μαρούλι είναι στο μάτι ίδιο με την πικραλήθρα και το ξύδι είναι ίδιο με το κρασί στην όψη, αλλά από τη γέψη ο λάρυγγας καταλαβαίνει και ξεχωρίζει τη διαφορά ανάμεσα στα δυο. Έτσι κι' η ψυχή, αν έχη τη φώτιση να ξεχωρίζει (αν έχη τη διάκριση), με τη νοερή αίσθηση γνωρίζει ποια είναι τα χαρίσματα του Aγίου Πνεύματος και ποιες είναι οι φαντασίες του σατανά".

"Όποιος δεν βλέπει και δεν ακούγει και δεν αισθάνεται πνευματικά, είναι πεθαμένος".

από το Γίγαντες ταπεινοί, Aκρίτας 2000
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
NIKOSZ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6135
Εγγραφή: Τετ Οκτ 04, 2006 5:00 am
Τοποθεσία: Αθηνα

Δημοσίευση από NIKOSZ »

Εικόνα

Φώτης Κόντογλου ο Κυδωνιεύς

του Ιεροδιακόνου Σιλουανού Πεπονάκη


“Αφού έγραψα πολλά κι απόχτησα κάμποση φήμη και γράψιμο, είδα στο τέλος πώς μάταιη τέχνη κατέχω. Παρομοιάζω τον εαυτό μου σαν τον μετανοιωμένο τον ληστή, ή σαν πόρνη που άλλαξε δρόμο, ή σαν τον όσιο Μωϋσή τον Αιθίοπα, που επί χρόνια πολλά λήστεψε κι έσφαξε, και στα τελευταία βρήκε έλεος. Γιατί κι εγώ έγραψα ιστορίες για ληστάδες και για κουρσάρους, και για φονιάδες κάθε λογής, και τώρα καταλαβαίνω, πώς πρέπει να βάλω στη λίγη τέχνη μου κάποιον σκοπό καλό και βλογημένον, να πλέξω μελωδικό εγκώμιο για τους άσαρκους ασκητάδες, που ευωδίαζε το κορμί τους σαν το κυπαρισσόξυλο και σαν τα ξερά χορτάρια των γκρεμών”. Μʼ αυτά τα λόγια, στο βιβλίο του “Μυστικός κήπος” ο πατριάρχης της γενιάς του ʼ30, ο Φώτης Κόντογλου δηλώνει την στροφή του σε έναν κόσμο πιο πνευματικό, λουσμένο στο ανέσπερο φως της Βασιλείας του Θεού. Μια στροφή που ήταν αναμενόμενη για κάποιον που τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε ανάμεσα στα θυμιάματα και στα Κύριε ελέησον, στο μοναστήρι του θείου του, του παπα-Στέφανου.

Το καλογερικό του πείσμα, και η απεραντοσύνη της αγάπης του για την Ελληνορθόδοξη παράδοση ήταν δύο από τα βασικότερα στοιχεία που συνέθεταν τον χαρακτήρα του. Άνθρωπος απλός, αποποιούνταν πάντοτε τα φτιασίδια και κάθε τί το περιττό. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Π. Β. Πάσχου: “Απλός όπως και οι άνθρωποι που κερδίζουν την αγάπη του, και τους περιγράφει με συμπόνια και δύναμη. Είχε πολύ ψηλά την ευγένεια και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Πονούσε και θλιβόταν με τον πόνο του άλλου σά να ήτανε δικός του. Βοηθούσε με το παραπάνω, όποιον έβλεπε πώς έχει την ανάγκη του. Παλιοί γνωστοί ή ακτήμονες και περαστικοί μοναχοί ξεπεζεύανε στο σπίτι του, όπως σε μοναστήρι που έχει πανηγύρι...”

Μέσα σʼ αυτό το πανηγύρι ζούσε, και απʼ αυτό το πανηγύρι κέρναγε όποιον συναναστρεφόταν. Ενδεικτικό της χαριτωμένης ψυχής του είναι η πίστη του στον Θεό. Γράφει κάπου: “Δεν έχω μήτε σύνταξη μήτε πεντάρα. Αρκούμαστε στον Κύριο. Ή πιστεύουμε ή δεν πιστεύουμε”. Αυτό ακριβώς το πνεύμα της βαθιάς πεποίθησης στην πρόνοια του Θεού τον ενέπνεε σε όλη του την ζωή και δεν έχασε την ελπίδα του στα τόσα πολλά εμπόδια που αντιμετώπισε στην ζωή του μαχόμενος έναντι του σαρωτικού ευρωπαϊκού επεκτατισμού. Στο εικαστικό του όραμα που αγκαλιάζει σύμπαντα τον ελληνικό ιστορικό χρόνο από την αρχαιότητα ως την καταστροφή του 1922, η τέχνη των πορτραίτων του φαγιούμ παίζει πρωτεύοντα ρόλο, τον συναρπάζει, τον εμπνέει, τον καθοδηγεί.

Ψυχή ανήσυχη όπως είναι, ξεπηδά από μέσα του ως ανάγκη ύπαρξης και επικοινωνίας τόσο η λογοτεχνία όσο και η αγιογραφία, σε μια φυσική μορφή έκφρασης περασμένη από το φίλτρο της Ρωμηοσύνης. Το γεγονός ότι αγάπησε πολύ το Άγιον Όρος μαρτυρεί ακριβώς αυτόν τον ίδιο τρόπο ύπαρξης με τους αθωνίτες Πατέρες. “Περνώ ευτυχισμένες μέρες. Γαλήνη, ειρήνη, καταμόναχος. Τα παραθύρια μέρα - νύχτα ανοιχτά. Δροσιά και φώς. Τʼ αρχονταρίκι είναι δικό μου ολάκερο. Ένας απλόχερος και χαμηλοτάβανος βυζαντινός οντάς, με δυο παμπάλαιες τεσσεράγκωνες κολόνες και μʼ ένα ταβάνι πλουμισμένο με παλιές ζουγραφιές που παρασταίνουνε πουλιά, άνθια και φρούτα... Εδώ μέσα ειρηνεύω. Πότε ζωγραφίζω, πότε γράφω, πότε συλλογιέμαι. Είμαι στην ησυχία μου. Δόξα σοι ο Θεός!... Τη νύχτα τʼ αηδόνια τραγουδάνε με πάθος. Κι ώς εδώ λοιπόν έχει έρτει ο έρωτας!...”

Αυτόν τον έρωτα για την φυσική ζωή του πλάσματος προς τον Δημιουργό ο Κόντογλου τον ζούσε με κάθε ένταση, ήταν ζωντανός και αυτό έβγαινε από μέσα του ορμητικά, είτε γράφοντας είτε ζωγραφίζοντας.

Είναι ευνόητο πώς εδώ δεν επιχειρούμε μια αναλυτική αναφορά στον μεγάλο αυτόν άνθρωπο. Γίνεται απλά μια προσπάθεια μέσα από τις δυνατότητες αυτής της στήλης για ένα ερέθισμα, για μια αφύπνιση, για ένα πρότυπο προς μίμηση. Δεν πιστεύω πώς έχουμε μόνον υποχρέωση μιας τέτοιας αναφοράς στον Φώτη Κόντογλου, όσο πολύ περισσότερο ανάγκη προσωπική για το νόημα ζωής που μας προβάλλει μια τέτοια κορυφαία προσωπικότητα.


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2001

parembasis.gr
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”