Eρμηνεία του Ευαγγελίου (Κυριακοδρόμιο)
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
Eρμηνεία του Ευαγγελίου (Κυριακοδρόμιο)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ (ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ)
Του Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου Ιερόθεου
"Όσοι Πιστοί"
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος paroikos την Κυρ Απρ 22, 2007 12:55 pm, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Κυριακή προ των Φώτων
Η ασκητική Ορθοδοξία
Ην δε Ιωάννης ενδεδυμένος τρίχας καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού και εσθίων ακρίδας και μέλι άγριον
Παρουσιάζοντας η σημερινή ευαγγελική περικοπή το πρόσωπο, το κήρυγμα και το έργο του Ιωάννου του Προδρόμου, του Βαπτιστού του Χριστού, καθώς επίσης και την επίδραση που είχε στον λαό η διδασκαλία του, μας προετοιμάζει για την μεγάλη εορτή των Θεοφανίων. Επίσης, επειδή είναι η πρώτη Κυριακή του νέου χρόνου, μας δίδεται η δυνατότητα να δούμε τον αληθινό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας.
Για τον σημερινό εκκοσμικευμένο άνθρωπο η προβολή ενός ασκητού και μάλιστα στην αρχή του χρόνου, που ζούσε στην έρημο και ήταν ενδεδυμένος με δέρμα καμήλου και έτρωγε ακρίδες και μέλι άγριο, αποτελεί ένα πρόβλημα. Ίσως είναι και μια τρομερή πρόκληση. Λένε ότι ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος μπορεί να παρουσιασθεί σαν πρότυπο ενός ασκητού και μάλιστα ερημίτου, όχι όμως και ενός οικογενειάρχου, που κατοικεί στον κόσμο και αντιμετωπίζει τόσα προβλήματα.
Πραγματικά. Σκεπτόμαστε πολλές φορές, πως μπορεί να μιλήσει μια τέτοια μορφή στον σύγχρονο άνθρωπο ή πως μπορεί να εργασθεί αποδοτικά η Ορθοδοξία σε μια κοινωνία, που έχει μάθει να ζει με άνεση, που έμβλημά της έχει την ευζωία και την καλοπέραση;
Πρόδρομος-Χριστός, έρημος-κοινωνία
Κατ’ αρχάς πρέπει να πούμε ότι ο Τίμιος Πρόδρομος προετοίμασε τον δρόμο για την έλευση του Χριστού. Δηλ. υπάρχει μια κοινωνία μεταξύ των δύο αυτών προσώπων. Κατά τον ίδιο τρόπο υπάρχει μια θαυμάσια σύζευξη, θα μπορούσαμε να πούμε αλληλοπεριχώρηση μεταξύ της ερήμου και της κοινωνίας. Η έρημος, με όλο τον δυναμικό χαρακτήρα, καθαρίζει τον άνθρωπο από τα πάθη, προετοιμάζει τον δρόμο για την έλευση της Βασιλείας του Χριστού, οπότε επανερχόμενος στην φυσική ζωή αποκτά την πραγματική κοινωνία με τον Θεό και τους ανθρώπους. Κατά τον άγιο Ισαάκ δεν μπορεί ο άνθρωπος να γαληνέψει εσωτερικά, όταν ενεργούν οι αισθήσεις, ούτε τα σωματικά πάθη καταργούνται ή οι πονηροί λογισμοί εκλείπουν «άνευ της ερήμου». Και όταν ειρηνεύσει εσωτερικά, τότε γίνεται ο πιο κοινωνικός άνθρωπος. Με άλλα λόγια η έρημος οδηγεί στον Χριστό και ο Χριστός είναι η έρημός μας.
Το ορθόδοξο ήθος είναι ασκητικό
Έπειτα η ένσταση των σημερινών ανθρώπων, ότι ένας ασκητής δεν μπορεί να μιλήσει στον άνθρωπο, που ζει στην κοινωνία, δεν είναι ορθή για δυο βασικούς λόγους. Πρώτον γιατί στην Ορθόδοξη Πατρική διδασκαλία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ κοσμικού και μοναχικού τρόπου ζωής, ούτε μεταξύ αγάμων και εγγάμων, αλλά μεταξύ ανθρώπων που έχουν το Άγιο Πνεύμα και ανθρώπων που δεν το έχουν. Δεύτερον, γιατί ο τρόπος ζωής, όπως τον περιγράφει η Αγία Γραφή και τον βιώνουν οι άγιοι, είναι ασκητικός.
Η Αγία Γραφή λέγεται Ευαγγέλιο, που θα πει καλή αγγελία. είναι η μαρτυρία της νέας ζωής. Αυτή δε η νέα ζωή, η απόκτηση της σωτηρίας προϋποθέτει έναν ασκητικό τρόπο ζωής, που πρέπει να βιούται απ’ όλους τους Χριστιανούς, που θέλουν να λάβουν το Άγιο Πνεύμα, είτε είναι έγγαμοι είτε είναι άγαμοι.
Οι παραγγελίες «αγωνίζεσθε εισελθείν διά της στενής πύλης» (Λουκ. ιγ’ 14), «η βασιλεία του Θεού βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. ια’ 12), «νεκρώστατε τα μέλη υμών τα επί της γης» (Κολ. γ’ 5) κλπ. έχουν απόλυτη και καθολική ισχύ, αναφέρονται σε όλους τους Χριστιανούς, ανεξάρτητα του τόπου κατοικίας και του τρόπου ζωής τους. Διότι όπως η σωτηρία που τελείωσε ο Χριστός προσφέρεται σε όλους τους βαπτισθέντας «εις το όνομα της ζωοποιού και θεαρχικής Τριάδος», έτσι και ο δρόμος της σωτηρίας είναι κοινός για όλους τους Χριστιανούς.
Λέγοντας όμως
ασκητικό τρόπο ζωής
(ότι η Ορθοδοξία είναι στο βάθος της ασκητική) εννοούμε την τήρηση των εντολών του Χριστού και ακόμη εννοούμε την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στην υλική φύση και την ανεξαρτησία από την δουλεία που θέλουν να επιβάλλουν τα κτίσματα. Αυτή δε την ανεξαρτησία (την χρήση και όχι την κατάχρηση των υλικών αγαθών) μπορούν να αποκτήσουν με τον τρόπο τους όλοι οι Χριστιανοί. Γι’ αυτό, ως προς το σημείο αυτό, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ μοναχών και κοσμικών, μόνο που οι μοναχοί επιζητούν μεγαλύτερη ανεξαρτησία. Δηλ. οι τρεις μοναχικές υποσχέσεις η παρθενία, η ακτημοσύνη και η υπακοή είναι μια προσπάθεια του ανθρώπου, εν Χαρτί και διά της Χάριτος, για να αποδεσμευθεί από την τυραννία της φιληδονίας, της φιλαργυρίας και της φιλοδοξίας και έτσι να αποφύγει την δαιμονοποίηση της ζωής.
Αυτό όμως, τηρουμένων των αναλογιών, μπορούν να το κατορθώσουν και οι έγγαμοι. Οι Πατέρες λένε ότι και οι έγγαμοι με τον ευλογημένο εν Χριστώ γάμο πολεμούν την φιληδονία, με την κατοχή και χρήση των αναγκαίων υλικών αγαθών πολεμούν την φιλοκτημοσύνη και με την υπακοή στην Εκκλησία αποφεύγουν την φιλοδοξία. Αυτή δε η ενέργεια και αυτός ο αγώνας είναι ο ασκητικός τρόπος ζωής. Ο Χριστός αντικρούοντας τον διάβολο στην έρημο στους τρεις συγκεκριμένους πειρασμούς, έγινε πρότυπο για κάθε Χριστιανό, και όχι μόνον για τους μοναχούς.
Οι σύγχρονοι άνθρωποι μαστίζονται κυριολεκτικά από τα τρία αυτά πάθη (φιληδονία, φιλαργυρία, φιλοδοξία). Είναι δούλοι των παθών και της φύσεως. Από αυτή την δουλεία, προέρχεται το άγχος και η ανασφάλεια. Γι’ αυτό ο ασκητικός τρόπος ζωής, που συνιστά ορθόδοξο ήθος, πρέπει να βιούται από όλους τους Χριστιανούς, για να απαλλαγούν από την κακοδαιμονία. Οι μοναχικές αρετές είναι κατ’ εξοχήν ευαγγελικές αρετές, πρέπει να βιώνονται από όλους τους Χριστιανούς με μετριωτέρα μορφή και ανάλογη προσαρμογή.
Επομένως η ασκητική μορφή του Ιωάννου του Προδρόμου διδάσκει τον ασκητικό τρόπο ζωής του ορθοδόξου Χριστιανού, διά του οποίου συνδέεται με τον Χριστό και αποκτά την θέωσή του.
Η ασκητική Ορθοδοξία
Ην δε Ιωάννης ενδεδυμένος τρίχας καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού και εσθίων ακρίδας και μέλι άγριον
Παρουσιάζοντας η σημερινή ευαγγελική περικοπή το πρόσωπο, το κήρυγμα και το έργο του Ιωάννου του Προδρόμου, του Βαπτιστού του Χριστού, καθώς επίσης και την επίδραση που είχε στον λαό η διδασκαλία του, μας προετοιμάζει για την μεγάλη εορτή των Θεοφανίων. Επίσης, επειδή είναι η πρώτη Κυριακή του νέου χρόνου, μας δίδεται η δυνατότητα να δούμε τον αληθινό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας.
Για τον σημερινό εκκοσμικευμένο άνθρωπο η προβολή ενός ασκητού και μάλιστα στην αρχή του χρόνου, που ζούσε στην έρημο και ήταν ενδεδυμένος με δέρμα καμήλου και έτρωγε ακρίδες και μέλι άγριο, αποτελεί ένα πρόβλημα. Ίσως είναι και μια τρομερή πρόκληση. Λένε ότι ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος μπορεί να παρουσιασθεί σαν πρότυπο ενός ασκητού και μάλιστα ερημίτου, όχι όμως και ενός οικογενειάρχου, που κατοικεί στον κόσμο και αντιμετωπίζει τόσα προβλήματα.
Πραγματικά. Σκεπτόμαστε πολλές φορές, πως μπορεί να μιλήσει μια τέτοια μορφή στον σύγχρονο άνθρωπο ή πως μπορεί να εργασθεί αποδοτικά η Ορθοδοξία σε μια κοινωνία, που έχει μάθει να ζει με άνεση, που έμβλημά της έχει την ευζωία και την καλοπέραση;
Πρόδρομος-Χριστός, έρημος-κοινωνία
Κατ’ αρχάς πρέπει να πούμε ότι ο Τίμιος Πρόδρομος προετοίμασε τον δρόμο για την έλευση του Χριστού. Δηλ. υπάρχει μια κοινωνία μεταξύ των δύο αυτών προσώπων. Κατά τον ίδιο τρόπο υπάρχει μια θαυμάσια σύζευξη, θα μπορούσαμε να πούμε αλληλοπεριχώρηση μεταξύ της ερήμου και της κοινωνίας. Η έρημος, με όλο τον δυναμικό χαρακτήρα, καθαρίζει τον άνθρωπο από τα πάθη, προετοιμάζει τον δρόμο για την έλευση της Βασιλείας του Χριστού, οπότε επανερχόμενος στην φυσική ζωή αποκτά την πραγματική κοινωνία με τον Θεό και τους ανθρώπους. Κατά τον άγιο Ισαάκ δεν μπορεί ο άνθρωπος να γαληνέψει εσωτερικά, όταν ενεργούν οι αισθήσεις, ούτε τα σωματικά πάθη καταργούνται ή οι πονηροί λογισμοί εκλείπουν «άνευ της ερήμου». Και όταν ειρηνεύσει εσωτερικά, τότε γίνεται ο πιο κοινωνικός άνθρωπος. Με άλλα λόγια η έρημος οδηγεί στον Χριστό και ο Χριστός είναι η έρημός μας.
Το ορθόδοξο ήθος είναι ασκητικό
Έπειτα η ένσταση των σημερινών ανθρώπων, ότι ένας ασκητής δεν μπορεί να μιλήσει στον άνθρωπο, που ζει στην κοινωνία, δεν είναι ορθή για δυο βασικούς λόγους. Πρώτον γιατί στην Ορθόδοξη Πατρική διδασκαλία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ κοσμικού και μοναχικού τρόπου ζωής, ούτε μεταξύ αγάμων και εγγάμων, αλλά μεταξύ ανθρώπων που έχουν το Άγιο Πνεύμα και ανθρώπων που δεν το έχουν. Δεύτερον, γιατί ο τρόπος ζωής, όπως τον περιγράφει η Αγία Γραφή και τον βιώνουν οι άγιοι, είναι ασκητικός.
Η Αγία Γραφή λέγεται Ευαγγέλιο, που θα πει καλή αγγελία. είναι η μαρτυρία της νέας ζωής. Αυτή δε η νέα ζωή, η απόκτηση της σωτηρίας προϋποθέτει έναν ασκητικό τρόπο ζωής, που πρέπει να βιούται απ’ όλους τους Χριστιανούς, που θέλουν να λάβουν το Άγιο Πνεύμα, είτε είναι έγγαμοι είτε είναι άγαμοι.
Οι παραγγελίες «αγωνίζεσθε εισελθείν διά της στενής πύλης» (Λουκ. ιγ’ 14), «η βασιλεία του Θεού βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. ια’ 12), «νεκρώστατε τα μέλη υμών τα επί της γης» (Κολ. γ’ 5) κλπ. έχουν απόλυτη και καθολική ισχύ, αναφέρονται σε όλους τους Χριστιανούς, ανεξάρτητα του τόπου κατοικίας και του τρόπου ζωής τους. Διότι όπως η σωτηρία που τελείωσε ο Χριστός προσφέρεται σε όλους τους βαπτισθέντας «εις το όνομα της ζωοποιού και θεαρχικής Τριάδος», έτσι και ο δρόμος της σωτηρίας είναι κοινός για όλους τους Χριστιανούς.
Λέγοντας όμως
ασκητικό τρόπο ζωής
(ότι η Ορθοδοξία είναι στο βάθος της ασκητική) εννοούμε την τήρηση των εντολών του Χριστού και ακόμη εννοούμε την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στην υλική φύση και την ανεξαρτησία από την δουλεία που θέλουν να επιβάλλουν τα κτίσματα. Αυτή δε την ανεξαρτησία (την χρήση και όχι την κατάχρηση των υλικών αγαθών) μπορούν να αποκτήσουν με τον τρόπο τους όλοι οι Χριστιανοί. Γι’ αυτό, ως προς το σημείο αυτό, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ μοναχών και κοσμικών, μόνο που οι μοναχοί επιζητούν μεγαλύτερη ανεξαρτησία. Δηλ. οι τρεις μοναχικές υποσχέσεις η παρθενία, η ακτημοσύνη και η υπακοή είναι μια προσπάθεια του ανθρώπου, εν Χαρτί και διά της Χάριτος, για να αποδεσμευθεί από την τυραννία της φιληδονίας, της φιλαργυρίας και της φιλοδοξίας και έτσι να αποφύγει την δαιμονοποίηση της ζωής.
Αυτό όμως, τηρουμένων των αναλογιών, μπορούν να το κατορθώσουν και οι έγγαμοι. Οι Πατέρες λένε ότι και οι έγγαμοι με τον ευλογημένο εν Χριστώ γάμο πολεμούν την φιληδονία, με την κατοχή και χρήση των αναγκαίων υλικών αγαθών πολεμούν την φιλοκτημοσύνη και με την υπακοή στην Εκκλησία αποφεύγουν την φιλοδοξία. Αυτή δε η ενέργεια και αυτός ο αγώνας είναι ο ασκητικός τρόπος ζωής. Ο Χριστός αντικρούοντας τον διάβολο στην έρημο στους τρεις συγκεκριμένους πειρασμούς, έγινε πρότυπο για κάθε Χριστιανό, και όχι μόνον για τους μοναχούς.
Οι σύγχρονοι άνθρωποι μαστίζονται κυριολεκτικά από τα τρία αυτά πάθη (φιληδονία, φιλαργυρία, φιλοδοξία). Είναι δούλοι των παθών και της φύσεως. Από αυτή την δουλεία, προέρχεται το άγχος και η ανασφάλεια. Γι’ αυτό ο ασκητικός τρόπος ζωής, που συνιστά ορθόδοξο ήθος, πρέπει να βιούται από όλους τους Χριστιανούς, για να απαλλαγούν από την κακοδαιμονία. Οι μοναχικές αρετές είναι κατ’ εξοχήν ευαγγελικές αρετές, πρέπει να βιώνονται από όλους τους Χριστιανούς με μετριωτέρα μορφή και ανάλογη προσαρμογή.
Επομένως η ασκητική μορφή του Ιωάννου του Προδρόμου διδάσκει τον ασκητικό τρόπο ζωής του ορθοδόξου Χριστιανού, διά του οποίου συνδέεται με τον Χριστό και αποκτά την θέωσή του.
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος paroikos την Κυρ Απρ 22, 2007 12:43 pm, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Κυριακή μετά τα Φώτα
Θεία Χάρη και Μετάνοια
«μετανοείτε. ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών»
(Ματθ. δ’,17)
Το σημερινό Ευαγγέλιο αναφέρεται στην έναρξη της δημοσίας δράσεως του Θεανθρώπου και στο περιεχόμενο του κηρύγματός Του, που ήταν «μετανοείτε. ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών». Με την πρόσκληση αυτή ο Θεός συνεχίζει τον διάλογο, που είχε με τον Αδάμ στον Παράδεισο. Την μετάνοια εκήρυτταν οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και μάλιστα ο μείζων των Προφητών ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. Με το κήρυγμα περί μετανοίας άρχισε ο Κύριος την διδασκαλία Του, το κοσμοσωτήριο έργο Του. Οι Απόστολοι αυτήν επίσης εκήρυτταν «μετανοήσατε και επιστρέψατε εις το εξαλειφθήναι υμών τας αμαρτίας» (Πραξ. γ’, 19). Επομένως η μετάνοια αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της πνευματικής ζωής, αφού συνδέεται στενώτατα με την Θεία Χάρη. Αυτόν τον σύνδεσμο μεταξύ της μετανοίας και της θείας Χάριτος μπορούμε να τον δούμε σε τρία σημεία.
Η μετάνοια είναι
ο ασφαλής δρόμος που οδηγεί στην Βασιλεία των Ουρανών
«Ήγγικεν η Βασιλεία των ουρανών» έλεγεν ο Κύριος, γι’ αυτό «μετανοείτε». Όταν η Αγία Γραφή αναφέρει την Βασιλεία των Ουρανών, εννοεί τον Κύριο και την κοινωνία μαζί Του, διότι όπου είναι ο βασιλεύς εκεί είναι και η βασιλεία, αφού δεν νοείται βασιλεία, χωρίς βασιλέα. Ο Θεάνθρωπος Κύριος δεν χωρίζεται από την άκτιστη Χάρη Του, που φυλάσσεται στην αγία Εκκλησία και χορηγείται από το Πανάγιο Πνεύμα σ’ αυτούς που μετανοούν.
Γνωρίζουμε όλοι μας από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, ότι με την αμαρτία απομακρυνόμαστε από την Ζωή, που είναι ο Χριστός, οπότε επέρχεται η έκπτωση από την θεία Χάρη και εν συνεχεία η ζώφωση και η νέκρωση. Αυτό σημαίνει ότι κατά την ορθόδοξη διδασκαλία η αμαρτία δεν είναι μια αστοχία, που για την επανόρθωσή της αρκεί μια τυπική συγγνώμη, αλλά είναι μια κίνηση αντίθετη από τον Θεό και γι’ αυτό απαιτείται ολοκληρωτική μεταστροφή. Απαιτείται να βιώσουμε την μετάνοια, που ζωοποιεί και χαριτώνει. Δεν έρχεται από πουθενά αλλού η σωτηρία «ει μη ταύτην (την σωτηρίαν) διά της διηνεκούς μετανοίας επισπασόμεθα» (αγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Γι’ αυτό είπαμε ότι η μετάνοια είναι ο ασφαλής δρόμος, που οδηγεί στην Βασιλεία των ουρανών. Και φυσικά δεν υπάρχει τέλος μετανοίας, διότι τούτο θα εσήμαινε τελεία ομοίωση με τον Χριστό. Εφ’ όσον σε όλη μας την ζωή είμαστε αναζητηται της Βασιλείας των Ουρανών, γι’ αυτό τον λόγο η μετάνοια είναι μια διαρκής κατάσταση. Αυτή είναι η «αρχή, μεσότης και τέλος της κατά Χριστόν πολιτείας».
Επίσης η μετάνοια είναι
ώρα Χάριτος.
Ο άνθρωπος ζώντας στο απελπιστικό και ζοφερό σκοτάδι της αμαρτίας και αγνοώντας την ωραιότητα της θείας ζωής, δεν μπορεί να καταλάβει την φρικτή κατάστασή του και την διαφορά μεταξύ της ανθρώπινης ζωής και της Θεανθρώπινης ζωής. Μόνον όταν η θεία Χάρη ρίψει στην καρδιά του τον σπόρο της θείας αγάπης μπορεί να δει την ερήμωσή του την πνευματική. Το φως του ήλιου όταν εισέρχεται μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο αποκαλύπτει τα πάντα. Έτσι όταν η φωτοποιός και ζωοποιός Χάρη φωτίσει την ψυχή μας, τότε βλέπουμε τα πάθη, την ερήμωση την εσωτερική και αρχίζουμε να κλαίμε.
Πρέπει να έχει κανείς πολλή Χάρη για να καταλάβει ότι είναι αμαρτωλός. Στον σαρκικό άνθρωπο η μετάνοια δεν είναι εύκολη. Άρα ο ζων μέσα στην ατμόσφαιρά της δείχνει πως διαποτίζεται από την άκτιστη ενέργεια της θείας Χάριτος. Γι’ αυτό πολλοί Πατέρες τονίζουν ότι η βίωση της μετάνοιας είναι το πρώτο στάδιο της θεωρίας του Θεού. Και όσο η φωτιά της μετανοίας κατακαίει την ψυχή και τις αμαρτίες, τόσο αυτή η φωτιά μετατρέπεται σε άκτιστο Φως. Επομένως η μετάνοια δεν είναι ανθρωπίνης προελεύσεως, αλλά αποτελεί δώρο που προσφέρεται από τον Ουρανό. «Σπέρμα γαρ θείον υπάρχει σαφώς η κατά Θεόν λύπην. καρπόν ώριμον την των αιώνων αγαθών ευφροσύνη παρέχουσα» (αγ. Μάξιμος).
Αυτήν την αλήθεια διατυπώνει ο Ιωάννης της Κροστάνδης: «Τι θα κάναμε εάν δεν μας ενίσχυε προκαταβολικά η Χάρις του Θεού; Σε ποιο κατάντημα θα φθάναμε, εάν δεν μας αγκάλιαζε ξαφνικά χωρίς να το περιμένουμε μετά από την αμαρτία και δεν μας προετοίμαζε για μετάνοια και για δάκρυα;… Σπάνια, πολύ σπάνια θα μπορούσε κανείς να απαλλαγεί από τον ζυγό της αμαρτίας».
Επίσης η μετάνοια
διατηρεί την Χάρη στην ψυχή μας.
Στην Ορθόδοξη διδασκαλία λέμε ότι δεν υπάρχει διαφορά διαλεκτική μεταξύ πράξεως και της θεωρίας και της θεωρίας. Ούτε ξεχωρίζονται στεγανά οι δυο αυτές καταστάσεις. η πράξη είναι τροφός και συνεργός της θεωρίας και η θεωρία είναι φύλακας και συνεργός της πράξεως. Δηλ. ο άνθρωπος, με την βοήθεια της θείας Χάριτος, αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές του Θεού, άρα να βιώσει την μετάνοια. Όταν φθάσει δε στην κοινωνία με τον Θεό και αισθάνεται μέσα του την πλησμονή της Χάριτος και της αγάπης του Θεού, τηρεί τις εντολές του Θεού από αγάπη γι’ Αυτόν και για να διατηρήσει την αγάπη.
Επομένως η μετάνοια δεν είναι μια τυπική εξομολόγηση, που ίσως έκανε κανείς κάτω από σκληρές ψυχολογικές συνθήκες, αλλά μια ολοκληρωτική αλλαγή ζωής. Με αυτήν την αλλαγή ζει την εν Χριστώ ζωή και ζώντας την εν Χριστώ ζωή βλέπει την αθλιότητά του περισσότερο και αυξάνει την μετάνοια.
Όλοι οι άγιοι από την πείρα τους γνωρίζουν ότι η θεία Χάρη παραμένει στην ψυχή μας με την αγωνιστικότητα, την νήψη, την προσευχή, κυρίως με την ταπείνωση που είναι «στολή θεότητος». Η ακάθαρτη καρδιά, που είναι γεμάτη από τα πάθη, δεν μπορεί να συγκρατήσει την θεία Χάρη, όσο πλούσια και αν της είχε προηγουμένως χορηγηθεί.
Όλα αυτά είναι ακατανόητα για τον άνθρωπο που έμαθε να μη ζει στο πνευματικό κλίμα της Ορθοδοξίας και τρέφεται από την αυτάρκεια και την αυταρέσκειά του. Φαίνονται λίγο μπερδεμένα, γιατί ζούμε σε έναν κόσμο που αισθάνεται ολοκληρωμένος, φτασμένος, ώριμος. Όμως είναι βίωμα και ζωή της Εκκλησίας. Το κήρυγμα χωρίς την μετάνοια με όλο το περιεχόμενό του, παύει να είναι αυθεντικό. Παύει να τονίζεται η αξία της μετανοίας, που ανοίγει τον δρόμο για την βασιλεία του Θεού, αλλά πρέπει να τονίζεται καθαρά ότι δεν μεταβάλλει ο άνθρωπος τον εαυτό του με τα έργα της μετάνοιας, αλλά προσφέρεται στην θεία Χάρη που μεταβάλλει τους αναξίους σε αξίους.
Θεία Χάρη και Μετάνοια
«μετανοείτε. ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών»
(Ματθ. δ’,17)
Το σημερινό Ευαγγέλιο αναφέρεται στην έναρξη της δημοσίας δράσεως του Θεανθρώπου και στο περιεχόμενο του κηρύγματός Του, που ήταν «μετανοείτε. ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών». Με την πρόσκληση αυτή ο Θεός συνεχίζει τον διάλογο, που είχε με τον Αδάμ στον Παράδεισο. Την μετάνοια εκήρυτταν οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και μάλιστα ο μείζων των Προφητών ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. Με το κήρυγμα περί μετανοίας άρχισε ο Κύριος την διδασκαλία Του, το κοσμοσωτήριο έργο Του. Οι Απόστολοι αυτήν επίσης εκήρυτταν «μετανοήσατε και επιστρέψατε εις το εξαλειφθήναι υμών τας αμαρτίας» (Πραξ. γ’, 19). Επομένως η μετάνοια αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της πνευματικής ζωής, αφού συνδέεται στενώτατα με την Θεία Χάρη. Αυτόν τον σύνδεσμο μεταξύ της μετανοίας και της θείας Χάριτος μπορούμε να τον δούμε σε τρία σημεία.
Η μετάνοια είναι
ο ασφαλής δρόμος που οδηγεί στην Βασιλεία των Ουρανών
«Ήγγικεν η Βασιλεία των ουρανών» έλεγεν ο Κύριος, γι’ αυτό «μετανοείτε». Όταν η Αγία Γραφή αναφέρει την Βασιλεία των Ουρανών, εννοεί τον Κύριο και την κοινωνία μαζί Του, διότι όπου είναι ο βασιλεύς εκεί είναι και η βασιλεία, αφού δεν νοείται βασιλεία, χωρίς βασιλέα. Ο Θεάνθρωπος Κύριος δεν χωρίζεται από την άκτιστη Χάρη Του, που φυλάσσεται στην αγία Εκκλησία και χορηγείται από το Πανάγιο Πνεύμα σ’ αυτούς που μετανοούν.
Γνωρίζουμε όλοι μας από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, ότι με την αμαρτία απομακρυνόμαστε από την Ζωή, που είναι ο Χριστός, οπότε επέρχεται η έκπτωση από την θεία Χάρη και εν συνεχεία η ζώφωση και η νέκρωση. Αυτό σημαίνει ότι κατά την ορθόδοξη διδασκαλία η αμαρτία δεν είναι μια αστοχία, που για την επανόρθωσή της αρκεί μια τυπική συγγνώμη, αλλά είναι μια κίνηση αντίθετη από τον Θεό και γι’ αυτό απαιτείται ολοκληρωτική μεταστροφή. Απαιτείται να βιώσουμε την μετάνοια, που ζωοποιεί και χαριτώνει. Δεν έρχεται από πουθενά αλλού η σωτηρία «ει μη ταύτην (την σωτηρίαν) διά της διηνεκούς μετανοίας επισπασόμεθα» (αγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Γι’ αυτό είπαμε ότι η μετάνοια είναι ο ασφαλής δρόμος, που οδηγεί στην Βασιλεία των ουρανών. Και φυσικά δεν υπάρχει τέλος μετανοίας, διότι τούτο θα εσήμαινε τελεία ομοίωση με τον Χριστό. Εφ’ όσον σε όλη μας την ζωή είμαστε αναζητηται της Βασιλείας των Ουρανών, γι’ αυτό τον λόγο η μετάνοια είναι μια διαρκής κατάσταση. Αυτή είναι η «αρχή, μεσότης και τέλος της κατά Χριστόν πολιτείας».
Επίσης η μετάνοια είναι
ώρα Χάριτος.
Ο άνθρωπος ζώντας στο απελπιστικό και ζοφερό σκοτάδι της αμαρτίας και αγνοώντας την ωραιότητα της θείας ζωής, δεν μπορεί να καταλάβει την φρικτή κατάστασή του και την διαφορά μεταξύ της ανθρώπινης ζωής και της Θεανθρώπινης ζωής. Μόνον όταν η θεία Χάρη ρίψει στην καρδιά του τον σπόρο της θείας αγάπης μπορεί να δει την ερήμωσή του την πνευματική. Το φως του ήλιου όταν εισέρχεται μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο αποκαλύπτει τα πάντα. Έτσι όταν η φωτοποιός και ζωοποιός Χάρη φωτίσει την ψυχή μας, τότε βλέπουμε τα πάθη, την ερήμωση την εσωτερική και αρχίζουμε να κλαίμε.
Πρέπει να έχει κανείς πολλή Χάρη για να καταλάβει ότι είναι αμαρτωλός. Στον σαρκικό άνθρωπο η μετάνοια δεν είναι εύκολη. Άρα ο ζων μέσα στην ατμόσφαιρά της δείχνει πως διαποτίζεται από την άκτιστη ενέργεια της θείας Χάριτος. Γι’ αυτό πολλοί Πατέρες τονίζουν ότι η βίωση της μετάνοιας είναι το πρώτο στάδιο της θεωρίας του Θεού. Και όσο η φωτιά της μετανοίας κατακαίει την ψυχή και τις αμαρτίες, τόσο αυτή η φωτιά μετατρέπεται σε άκτιστο Φως. Επομένως η μετάνοια δεν είναι ανθρωπίνης προελεύσεως, αλλά αποτελεί δώρο που προσφέρεται από τον Ουρανό. «Σπέρμα γαρ θείον υπάρχει σαφώς η κατά Θεόν λύπην. καρπόν ώριμον την των αιώνων αγαθών ευφροσύνη παρέχουσα» (αγ. Μάξιμος).
Αυτήν την αλήθεια διατυπώνει ο Ιωάννης της Κροστάνδης: «Τι θα κάναμε εάν δεν μας ενίσχυε προκαταβολικά η Χάρις του Θεού; Σε ποιο κατάντημα θα φθάναμε, εάν δεν μας αγκάλιαζε ξαφνικά χωρίς να το περιμένουμε μετά από την αμαρτία και δεν μας προετοίμαζε για μετάνοια και για δάκρυα;… Σπάνια, πολύ σπάνια θα μπορούσε κανείς να απαλλαγεί από τον ζυγό της αμαρτίας».
Επίσης η μετάνοια
διατηρεί την Χάρη στην ψυχή μας.
Στην Ορθόδοξη διδασκαλία λέμε ότι δεν υπάρχει διαφορά διαλεκτική μεταξύ πράξεως και της θεωρίας και της θεωρίας. Ούτε ξεχωρίζονται στεγανά οι δυο αυτές καταστάσεις. η πράξη είναι τροφός και συνεργός της θεωρίας και η θεωρία είναι φύλακας και συνεργός της πράξεως. Δηλ. ο άνθρωπος, με την βοήθεια της θείας Χάριτος, αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές του Θεού, άρα να βιώσει την μετάνοια. Όταν φθάσει δε στην κοινωνία με τον Θεό και αισθάνεται μέσα του την πλησμονή της Χάριτος και της αγάπης του Θεού, τηρεί τις εντολές του Θεού από αγάπη γι’ Αυτόν και για να διατηρήσει την αγάπη.
Επομένως η μετάνοια δεν είναι μια τυπική εξομολόγηση, που ίσως έκανε κανείς κάτω από σκληρές ψυχολογικές συνθήκες, αλλά μια ολοκληρωτική αλλαγή ζωής. Με αυτήν την αλλαγή ζει την εν Χριστώ ζωή και ζώντας την εν Χριστώ ζωή βλέπει την αθλιότητά του περισσότερο και αυξάνει την μετάνοια.
Όλοι οι άγιοι από την πείρα τους γνωρίζουν ότι η θεία Χάρη παραμένει στην ψυχή μας με την αγωνιστικότητα, την νήψη, την προσευχή, κυρίως με την ταπείνωση που είναι «στολή θεότητος». Η ακάθαρτη καρδιά, που είναι γεμάτη από τα πάθη, δεν μπορεί να συγκρατήσει την θεία Χάρη, όσο πλούσια και αν της είχε προηγουμένως χορηγηθεί.
Όλα αυτά είναι ακατανόητα για τον άνθρωπο που έμαθε να μη ζει στο πνευματικό κλίμα της Ορθοδοξίας και τρέφεται από την αυτάρκεια και την αυταρέσκειά του. Φαίνονται λίγο μπερδεμένα, γιατί ζούμε σε έναν κόσμο που αισθάνεται ολοκληρωμένος, φτασμένος, ώριμος. Όμως είναι βίωμα και ζωή της Εκκλησίας. Το κήρυγμα χωρίς την μετάνοια με όλο το περιεχόμενό του, παύει να είναι αυθεντικό. Παύει να τονίζεται η αξία της μετανοίας, που ανοίγει τον δρόμο για την βασιλεία του Θεού, αλλά πρέπει να τονίζεται καθαρά ότι δεν μεταβάλλει ο άνθρωπος τον εαυτό του με τα έργα της μετάνοιας, αλλά προσφέρεται στην θεία Χάρη που μεταβάλλει τους αναξίους σε αξίους.
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος paroikos την Κυρ Απρ 22, 2007 12:57 pm, έχει επεξεργασθεί 2 φορές συνολικά.
Κυριακή ΙΒ' Λουκά
H ευχή του Ιησού
«και αυτοί ήραν φωνήν λέγοντες. Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς»
(Λουκ. ιζ’, 13)
Οι δέκα λεπροί άνδρες μόλις αντίκρυσαν τον Χριστό «ήραν φωνήν λέγοντες. Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς», δηλαδή φώναξαν δυνατά: «Ιησού διδάσκαλε, λυπήσου μας».
Η μικρή αυτή ικεσία, όπως φαίνεται στην σημερινή ευαγγελική περικοπή, έχει μεγάλη δύναμη, γιατί όταν λέγεται με πίστη ελκύει το έλεος του Θεού που απαλλάσσει τον άνθρωπο από κάθε κακοδαιμονία.
Η ικεσία των λεπρών είναι η αδιάλειπτη προσευχή της Εκκλησίας που την ακούμε σε κάθε εκκλησιαστική ακολουθία. Σε κάθε αίτηση του Ιερέως ο λαός απαντά με το «Κύριε ελέησον». Εφ’ όσον και μεις είμαστε μέλη της Εκκλησίας και πρέπει να αποκτήσουμε εκκλησιαστικό φρόνημα, που σημαίνει η ζωή και το φρόνημα της Εκκλησίας να γίνει δική μας ζωή και δικό μας φρόνημα, πρέπει η ικεσία αυτή να γίνει δική μας αδιάλειπτη προσευχή.
Μια μεγαλύτερη ανάπτυξη της ικεσίας των λεπρών και της δεήσεως της Εκκλησίας είναι η λεγομένη «ευχή» του Ιησού, δηλ. το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», την οποίαν οι άγιοι Πατέρες παραγγέλουν να λέγομε συχνά, για να απαλλαγούμε από την πνευματική μας λέπρα.
Η αξία της «ευχής»
είναι ανυπολόγιστη, γιατί μέσα σε λίγες λέξεις συνδέεται στενά η ομολογία του Θεανθρώπου με την ομολογία της αμαρτωλότητός μας και ακριβώς σ’ αυτόν τον υπέροχο συνδυασμό βρίσκεται όλο το μακάριο πνεύμα της αγίας μας Ορθοδοξίας.
Λέγοντας την «ευχή» ζούμε την μακαρία κατάσταση της ταπεινώσεως, η οποία, κατά τον άγιο Μάξιμο, συνίσταται στην διπλή γνώση. Την γνώση της δυνάμεως του Χριστού και την γνώση της δικής μας αδυναμίας. Αντίθετα η άγνοια της δυνάμεως του Χριστού και η άγνοια της δικής μας ασθενείας συνιστά την υπερηφάνεια.
Έτσι λοιπόν η άρνηση του Χριστού ως Θεανθρώπου και η άγνοια της αμαρτωλότητός μας συνιστά αιρετική ζωή και υπενθυμίζει την αιρετική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Δύση.
Πράγματι όλος ο δυτικός πολιτισμός, παρά την λάμψη του και την εξωτερική του επιτυχία, είναι αιρετικός, αφού στην βάση του είναι αυτολυτρωτικός και αυτοθεωτικός. Επειδή αγνοεί την σωστική δύναμη του Θεανθρώπου και την αδυναμία του ανθρώπου, ανατινάζει στον αέρα τις προϋποθέσεις της σωτηρίας, και θα μπορούσε να λεχθεί ότι δημιουργεί την «εκ-σάρκωση» του Θεανθρώπου. Ακόμη και η θρησκευτική ζωή του δυτικού ανθρώπου διακρίνεται για τα δύο αυτά επικίνδυνα σημεία.
Γι’ αυτό με βεβαιότητα τονίζουμε, πως λέγοντας την μικρή, αλλά «χαριτωμένη» αυτή ευχή ζούμε το πνεύμα Ορθοδόξου Παραδόσεως και διαποτιζόμαστε από το ρεύμα της αιωνίου ζωής. με το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού» ομολογούμε την πίστη στον Θεάνθρωπο και με το «ελέησόν με τον αμαρτωλόν» ζητάμε, ως αμαρτωλοί, από Αυτόν την σωτηρία.
Στην Ορθοδοξία, όπως φαίνεται στην «ευχή» αυτή, συνδέονται στενά
η πίστη και η ζωή.
Γνωρίζουμε καλά από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων μας, πως πίστη άεργος και έργο άπιστο δεν λυτρώνουν τον άνθρωπο. Με την λέξη έργα δεν εννοούμε απλώς τις εξωτερικές καλές πράξεις, αλλά την πνευματική ζωή, που είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος. Έτσι πια καταλαβαίνουμε, πως δεν μπορούμε να πιστεύσουμε πραγματικά χωρίς την πνευματική ζωή. Χωρίς την Ορθόδοξη Πίστη (όπως την παρέδωκαν οι Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες) δεν έχουμε ακέραιη ζωή (ζωή μετανοίας, κοινωνία με τον Θεό) δεν μπορούμε να ζήσουμε την ουσία της πίστεως, αφού τότε τα δόγματα απλώς ειδωλοποιούνται ή ιδεολογικοποιούνται. Αυτό πάει να πει ότι όταν αλλοιώνεται η πίστη αμέσως αλλοιώνεται και η ζωή. Επομένως είναι απαραίτητο να συνδέεται η αληθινή ζωή με την αληθινή πίστη.
Η χρησιμοποίηση του μυστικού αυτού
όπλου θα μεταμορφώσει όλη μας την ζωή. Η προσευχή είναι κατά τους Πατέρας «θεοποιός αρετή» γιατί προετοιμάζει το έδαφος για να κατοικήσει μέσα μας ο Θεός. Με την αδιάλειπτη προσευχή γίνεται ενοίκηση του Θεού και η καρδιά μας γίνεται κατοικητήριο της Αγίας Τριάδος.
Η σύντονος προσευχή «τας σαρκικάς ορέξεις αναστέλλει και την πλεονεκτικήν αμβλύνει γνώμην και τον τύφον καθαιρεί και τον φθόνον αναιρεί και τον θυμόν παιδαγωγεί και την μνησικακίαν (αγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Αντίθετα η απουσία της προσευχής από την ζωή οδηγεί τον άνθρωπο στην αναλγησία, την οποίαν οι Πατέρες ονομάζουν «πώρωση».
Να λέμε την «ευχή» το πρωί, το βράδυ, και όποια άλλη ώρα της ημέρας μπορούμε, άλλοτε με τα χείλη, άλλοτε με τον νου, άλλοτε με την καρδιά και τότε θα ελευθερωθούμε από την πνευματική μας λέπρα, θα καταλάβουμε το ζωοπάροχο πνεύμα της Ορθοδοξίας και θα αποκτήσουμε την σωτηρία μας.
Η «ευχή» του Ιησού
δεν είναι έργο μόνον των μοναχών
Όλοι μπορούν να αποκτήσουν εμπειρίες και να απολαύσουν τους θησαυρούς της. Αυτό μας δείχνει η συνομιλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τον μοναχό Ιώβ και την αποκάλυψη που είχε ο τελευταίος. Δηλ. στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου, ότι όλοι μπορούν να προσεύχονται αδιαλείπτως ο μοναχός Ιώβ αντέτεινε, ότι η αδιάλειπτη προσευχή είναι μόνον για τους μοναχούς. Όμως σύμφωνα με την διήγηση του αγίου Φιλοθέου «αφού αναχώρησε καθ’ ένας εις τα ίδια και εις την προσευχήν του, ο Θεός άνωθεν παρευθύς κάμνει την κρίσιν των λόγων του Γρηγορίου, πέμποντας φιλανθρώπως άγγελον ουρανόθεν προς τον γέροντα (Ιώβ), να τον διδάξει ως αμαθή εκείνα οπού δεν έμαθε, και εις τον ίδιον καιρόν τάχα τιμώντας αντάμα με τα λαληθέντα και τον Γρηγόριον. και λοιπόν φανείς εις τον γέροντα προσευχόμενος, όλος φως ο θείος άγγελος τον λέγει «μην αμφιβάλλεις παντελώς ω πρεσβύτα, διά τα προ ολίγου λαληθέντα, αλλά καθώς ο ιερός Γρηγόριος είπε, τοιούτης λογής, και συ φρόνει και ομολόγει από του νυν».
Ας λέμε όποτε μπορούμε την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν».
H ευχή του Ιησού
«και αυτοί ήραν φωνήν λέγοντες. Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς»
(Λουκ. ιζ’, 13)
Οι δέκα λεπροί άνδρες μόλις αντίκρυσαν τον Χριστό «ήραν φωνήν λέγοντες. Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς», δηλαδή φώναξαν δυνατά: «Ιησού διδάσκαλε, λυπήσου μας».
Η μικρή αυτή ικεσία, όπως φαίνεται στην σημερινή ευαγγελική περικοπή, έχει μεγάλη δύναμη, γιατί όταν λέγεται με πίστη ελκύει το έλεος του Θεού που απαλλάσσει τον άνθρωπο από κάθε κακοδαιμονία.
Η ικεσία των λεπρών είναι η αδιάλειπτη προσευχή της Εκκλησίας που την ακούμε σε κάθε εκκλησιαστική ακολουθία. Σε κάθε αίτηση του Ιερέως ο λαός απαντά με το «Κύριε ελέησον». Εφ’ όσον και μεις είμαστε μέλη της Εκκλησίας και πρέπει να αποκτήσουμε εκκλησιαστικό φρόνημα, που σημαίνει η ζωή και το φρόνημα της Εκκλησίας να γίνει δική μας ζωή και δικό μας φρόνημα, πρέπει η ικεσία αυτή να γίνει δική μας αδιάλειπτη προσευχή.
Μια μεγαλύτερη ανάπτυξη της ικεσίας των λεπρών και της δεήσεως της Εκκλησίας είναι η λεγομένη «ευχή» του Ιησού, δηλ. το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», την οποίαν οι άγιοι Πατέρες παραγγέλουν να λέγομε συχνά, για να απαλλαγούμε από την πνευματική μας λέπρα.
Η αξία της «ευχής»
είναι ανυπολόγιστη, γιατί μέσα σε λίγες λέξεις συνδέεται στενά η ομολογία του Θεανθρώπου με την ομολογία της αμαρτωλότητός μας και ακριβώς σ’ αυτόν τον υπέροχο συνδυασμό βρίσκεται όλο το μακάριο πνεύμα της αγίας μας Ορθοδοξίας.
Λέγοντας την «ευχή» ζούμε την μακαρία κατάσταση της ταπεινώσεως, η οποία, κατά τον άγιο Μάξιμο, συνίσταται στην διπλή γνώση. Την γνώση της δυνάμεως του Χριστού και την γνώση της δικής μας αδυναμίας. Αντίθετα η άγνοια της δυνάμεως του Χριστού και η άγνοια της δικής μας ασθενείας συνιστά την υπερηφάνεια.
Έτσι λοιπόν η άρνηση του Χριστού ως Θεανθρώπου και η άγνοια της αμαρτωλότητός μας συνιστά αιρετική ζωή και υπενθυμίζει την αιρετική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Δύση.
Πράγματι όλος ο δυτικός πολιτισμός, παρά την λάμψη του και την εξωτερική του επιτυχία, είναι αιρετικός, αφού στην βάση του είναι αυτολυτρωτικός και αυτοθεωτικός. Επειδή αγνοεί την σωστική δύναμη του Θεανθρώπου και την αδυναμία του ανθρώπου, ανατινάζει στον αέρα τις προϋποθέσεις της σωτηρίας, και θα μπορούσε να λεχθεί ότι δημιουργεί την «εκ-σάρκωση» του Θεανθρώπου. Ακόμη και η θρησκευτική ζωή του δυτικού ανθρώπου διακρίνεται για τα δύο αυτά επικίνδυνα σημεία.
Γι’ αυτό με βεβαιότητα τονίζουμε, πως λέγοντας την μικρή, αλλά «χαριτωμένη» αυτή ευχή ζούμε το πνεύμα Ορθοδόξου Παραδόσεως και διαποτιζόμαστε από το ρεύμα της αιωνίου ζωής. με το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού» ομολογούμε την πίστη στον Θεάνθρωπο και με το «ελέησόν με τον αμαρτωλόν» ζητάμε, ως αμαρτωλοί, από Αυτόν την σωτηρία.
Στην Ορθοδοξία, όπως φαίνεται στην «ευχή» αυτή, συνδέονται στενά
η πίστη και η ζωή.
Γνωρίζουμε καλά από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων μας, πως πίστη άεργος και έργο άπιστο δεν λυτρώνουν τον άνθρωπο. Με την λέξη έργα δεν εννοούμε απλώς τις εξωτερικές καλές πράξεις, αλλά την πνευματική ζωή, που είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος. Έτσι πια καταλαβαίνουμε, πως δεν μπορούμε να πιστεύσουμε πραγματικά χωρίς την πνευματική ζωή. Χωρίς την Ορθόδοξη Πίστη (όπως την παρέδωκαν οι Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες) δεν έχουμε ακέραιη ζωή (ζωή μετανοίας, κοινωνία με τον Θεό) δεν μπορούμε να ζήσουμε την ουσία της πίστεως, αφού τότε τα δόγματα απλώς ειδωλοποιούνται ή ιδεολογικοποιούνται. Αυτό πάει να πει ότι όταν αλλοιώνεται η πίστη αμέσως αλλοιώνεται και η ζωή. Επομένως είναι απαραίτητο να συνδέεται η αληθινή ζωή με την αληθινή πίστη.
Η χρησιμοποίηση του μυστικού αυτού
όπλου θα μεταμορφώσει όλη μας την ζωή. Η προσευχή είναι κατά τους Πατέρας «θεοποιός αρετή» γιατί προετοιμάζει το έδαφος για να κατοικήσει μέσα μας ο Θεός. Με την αδιάλειπτη προσευχή γίνεται ενοίκηση του Θεού και η καρδιά μας γίνεται κατοικητήριο της Αγίας Τριάδος.
Η σύντονος προσευχή «τας σαρκικάς ορέξεις αναστέλλει και την πλεονεκτικήν αμβλύνει γνώμην και τον τύφον καθαιρεί και τον φθόνον αναιρεί και τον θυμόν παιδαγωγεί και την μνησικακίαν (αγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Αντίθετα η απουσία της προσευχής από την ζωή οδηγεί τον άνθρωπο στην αναλγησία, την οποίαν οι Πατέρες ονομάζουν «πώρωση».
Να λέμε την «ευχή» το πρωί, το βράδυ, και όποια άλλη ώρα της ημέρας μπορούμε, άλλοτε με τα χείλη, άλλοτε με τον νου, άλλοτε με την καρδιά και τότε θα ελευθερωθούμε από την πνευματική μας λέπρα, θα καταλάβουμε το ζωοπάροχο πνεύμα της Ορθοδοξίας και θα αποκτήσουμε την σωτηρία μας.
Η «ευχή» του Ιησού
δεν είναι έργο μόνον των μοναχών
Όλοι μπορούν να αποκτήσουν εμπειρίες και να απολαύσουν τους θησαυρούς της. Αυτό μας δείχνει η συνομιλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τον μοναχό Ιώβ και την αποκάλυψη που είχε ο τελευταίος. Δηλ. στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου, ότι όλοι μπορούν να προσεύχονται αδιαλείπτως ο μοναχός Ιώβ αντέτεινε, ότι η αδιάλειπτη προσευχή είναι μόνον για τους μοναχούς. Όμως σύμφωνα με την διήγηση του αγίου Φιλοθέου «αφού αναχώρησε καθ’ ένας εις τα ίδια και εις την προσευχήν του, ο Θεός άνωθεν παρευθύς κάμνει την κρίσιν των λόγων του Γρηγορίου, πέμποντας φιλανθρώπως άγγελον ουρανόθεν προς τον γέροντα (Ιώβ), να τον διδάξει ως αμαθή εκείνα οπού δεν έμαθε, και εις τον ίδιον καιρόν τάχα τιμώντας αντάμα με τα λαληθέντα και τον Γρηγόριον. και λοιπόν φανείς εις τον γέροντα προσευχόμενος, όλος φως ο θείος άγγελος τον λέγει «μην αμφιβάλλεις παντελώς ω πρεσβύτα, διά τα προ ολίγου λαληθέντα, αλλά καθώς ο ιερός Γρηγόριος είπε, τοιούτης λογής, και συ φρόνει και ομολόγει από του νυν».
Ας λέμε όποτε μπορούμε την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν».
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος paroikos την Κυρ Απρ 22, 2007 12:45 pm, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Κυριακή ΙΕ' ΛΟΥΚΑ
Προσωπική συνάντηση με τον Χριστό
«Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι»
(Λουκ. ιθ’ 5)
Ο Ζακχαίος ικανοποιώντας τις μεταφυσικές του αναζητήσεις επεδίωξε να συναντήσει τον Χριστό και Εκείνος δείχνοντας τον σκοπό της ενανθρωπήσεώς Του τον εκάλεσε σε μια προσωπική συνάντηση: «Ζακχαίε» του είπε «κάνε γρήγορα και κατέβα γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου».
Λίγες σκέψεις θα διατυπώσουμε για την προσωπική συνάντηση με τον Χριστό.
Η κοινωνία του ανθρώπου με τον Χριστό και του Χριστού με τον άνθρωπο είναι κυρίως ένα
προσωπικό γεγονός.
Ο Χριστός δεν συναντάται με την μάζα, αλλά με τα πρόσωπα, που είναι άξια να δεχθούν την θεία Του διδασκαλία και να ακούσουν το ουράνιο κάλεσμά Του.
Ο Χριστός είναι Πρόσωπο. Το ίδιο και ο άνθρωπος. Επομένως μια προσωπική συνάντηση (πρόσωπο με Πρόσωπο) δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες σωτηρίας. Πράγματι η γνώση του Θεού βιώνεται στα όρια της προσωπικής σχέσεως.
Έκφραση αυτής της συναντήσεως και της κοινωνίας είναι η προφορά του ονόματος. Ο Χριστός καλεί τον άνθρωπο με το όνομά του (που είναι πολύ προσωπικό του) και ο άνθρωπος καλεί τον Θεό με το όνομά Του. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Ο ίδιος ο Χριστός που είναι «ο ποιμήν ο καλός» φανέρωσε αυτήν την προσωπική σχέση με το ποίμνιό Του, όταν είπε: «τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα και εξάγει αυτά» (Ιω. ι’ 3). Αυτό το βλέπουμε και στην περίπτωση του Αποστόλου Πέτρου. Μετά την ανάστασή Του ο Κύριος τον ερωτά: «Σίμων Ιωνά, αγαπάς με πλείον τούτων;» Και ο Πέτρος απαντά: «Ναι Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε» (Ιω. κα’ 15). Επίσης το ίδιο βλέπουμε στην περίπτωση της Μαρίας της Μαγδαληνής. Όταν ο Κύριος λέγει «γύναι, τι κλαίεις; τίνα ζητείς;» εκείνη νομίζει ότι είναι ο κηπουρός. Όταν όμως χρησιμοποιεί το όνομά της «Μαρία» τότε εκείνη αμέσως αναγνωρίζει τον Κύριό της και διδάσκαλό της.
Η συνάντηση του Χριστού με τον Ζακχαίο δείχνει ακόμη τις
πραγματικές προϋποθέσεις μιας προσωπικής συναντήσεως.
Και αυτή η προϋπόθεση είναι η έκσταση. Ο Κύριος κατέβηκε από τον ουρανό στην γη για να συναντήσει τον άνθρωπο και να διαλεχθεί μαζί του, με σκοπό την σωτηρία του. Και ο Ζακχαίος ανέβηκε από την γη στο δέντρο για να δει τον Χριστό και να ακούσει τον θείο Του λόγο. Και οι δυο έκαναν μια έξοδο και συναντήθηκαν πραγματικά και ουσιαστικά. Ιδίως ο Ζακχαίος επέτυχε την προσωπική συνάντηση γιατί έκανε τρέλλες. Δεν ήταν λίγο πράγμα, πλούσιος αυτός, αρχιτελώνης με μια κοινωνική θέση να ανεβεί επάνω στο δέντρο για να δει ένα Ναζαρηνό. Αυτή όμως η έξοδος από την καλή ιδέα για τον εαυτό του και την «αξιοπρέπειά» του είχε συνέπεια την σωτηρία του.
Αυτό δείχνει ότι ο άνθρωπος συναντάται με τον Χριστό στα όρια της προσωπικής σχέσεως, όταν κάνει τρέλλες. Όταν δηλ. αφανίζει την ψευδαίσθηση της πληρότητας και της αυτάρκειας, όταν παύει να υπολογίζει την γνώμη του κόσμου, και όταν αναζητά παρθενικά και αληθινά τον Χριστό, έστω κι αν όλοι τον κοροϊδεύουν, τότε συναντά τον Κύριο.
Η προσωπική και σωτήριος
συνάντηση με τον Χριστό γίνεται μέσα στην Εκκλησία
που είναι το ευλογημένο και ένδοξο Σώμα Του και κοινωνία προσώπων.
Η Εκκλησία κατά το Βάπτισμα δίδει στον άνθρωπο το όνομά του και με αυτό έκτοτε τον γνωρίζει. Του δίδει προσωπικά την θεία Χάρη και προσωπικά του προσφέρει το μήνυμα της σωτηρίας. Με το όνομά του του συγχωρεί τις αμαρτίες, τον στεφανώνει, τον χειροτονεί Ιερέα, του δίδει τα θεία Δώρα, δηλ. το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, τον συνοδεύει στην άλλη ζωή με την εξόδιο ακολουθία.
Αφού λοιπόν η Εκκλησία είναι κοινωνία προσώπων, σημαίνει πως αν θέλουμε την σωτηρία μας είναι ανάγκη να την αισθανόμαστε, ως τον χώρο της προσωπικής μας συναντήσεως με τον Χριστό και όχι απλώς με την εξωτερική επαφή μαζί Του. Άλλωστε με την θεία Του Χάρη ενούμεθα μαζί Του.
Άρα δεν πρέπει να ζούμε στην εκκλησία σαν άτομα, αφού η ίδια της δεν θέλει να μιλάει σε μάζα και να θεωρεί τους πιστούς σαν όχλο, αλλά θέλει να μιλάει και να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους προσωπικά. Αυτή είναι η μεγαλύτερη προσφορά της Εκκλησίας ιδίως σήμερα που όλοι πασχίζουν να μετατρέψουν τους ανθρώπους σε άτομα, σε όχλο για να τους οδηγούν όπου αυτοί θέλουν.
Πολλοί σήμερα κατηγορούν την Εκκλησία ότι δεν κάνει μεγάλο κοινωνικό έργο και ασχολείται μόνον με την λατρεία, ή μάλλον δίδει προτεραιότητα σ’ αυτήν. Όμως αυτή η ένσταση δείχνει την τρομερή αδυναμία που έχουν να προσπελάσουν στον λυτρωτικό χώρο της Εκκλησίας μας. Αλλά η Εκκλησία κάνει μεγάλο κοινωνικό έργο. Διαθέτει άφθονη κοινωνική εργασία. Και μόνον ένας αντικειμενικός ερευνητής μπορεί αυτό να το διαπιστώσει. Επίσης μπορεί να διαπιστώσει ότι την κάνει σωστά και αληθινά. Εν τούτοις όμως, παρά την μεγάλη κοινωνική εργασία, αποφεύγει να καταγίνεται μόνο με αυτή για να ξεπεράσει τον μεγάλο πειρασμό να μαζοποιήσει τους ανθρώπους. Εργάζεται περισσότερο προσωπικά, με την εξομολόγηση, τις προσωπικές σωτήριες συναντήσεις, παρά «κοινωνικά», όπως το εννοεί ο κόσμος, γιατί πολλές φορές με την κοινωνική εργασία καταστρέφεται το πρόσωπο, αφού ο άνθρωπος γίνεται απλώς ένα νούμερο, ένας αριθμός, οπότε χάνει την ελπίδα της σωτηρίας. Οι στατιστικές έρευνες για τους πτωχούς, τους γέροντας κλπ. ή η συλλογική προσφορά εργασίας (οικοτροφείο με τόσα παιδιά που τρώνε, πίνουν κλπ.) μας βοηθούν να εργαζόμαστε κοινωνικά, όμως τις περισσότερες φορές δεν μας αφήνουν να εργασθούμε φιλάνθρωπα. Είναι προτιμότερο να δώσουμε στον άλλον την εσωτερική γαλήνη και ασφάλεια, παρά να περιορίζουμε το έργο μας σε εξωτερικές προσφορές.
Καταλήγοντας λέμε πως είναι ανάγκη στις κρίσιμες ημέρες που διερχόμαστε να θεωρούμε την Εκκλησία σαν κιβωτό της προσωπικότητος και όχι σαν υπουργείο κοινωνικών υπηρεσιών, σαν κιβωτό σωτηρίας και όχι σαν αίθουσα διαλέξεων και συζητήσεων. Τότε σαν τον Ζακχαίο θα απολαύσουμε την σωτηρία μας.
Προσωπική συνάντηση με τον Χριστό
«Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι»
(Λουκ. ιθ’ 5)
Ο Ζακχαίος ικανοποιώντας τις μεταφυσικές του αναζητήσεις επεδίωξε να συναντήσει τον Χριστό και Εκείνος δείχνοντας τον σκοπό της ενανθρωπήσεώς Του τον εκάλεσε σε μια προσωπική συνάντηση: «Ζακχαίε» του είπε «κάνε γρήγορα και κατέβα γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου».
Λίγες σκέψεις θα διατυπώσουμε για την προσωπική συνάντηση με τον Χριστό.
Η κοινωνία του ανθρώπου με τον Χριστό και του Χριστού με τον άνθρωπο είναι κυρίως ένα
προσωπικό γεγονός.
Ο Χριστός δεν συναντάται με την μάζα, αλλά με τα πρόσωπα, που είναι άξια να δεχθούν την θεία Του διδασκαλία και να ακούσουν το ουράνιο κάλεσμά Του.
Ο Χριστός είναι Πρόσωπο. Το ίδιο και ο άνθρωπος. Επομένως μια προσωπική συνάντηση (πρόσωπο με Πρόσωπο) δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες σωτηρίας. Πράγματι η γνώση του Θεού βιώνεται στα όρια της προσωπικής σχέσεως.
Έκφραση αυτής της συναντήσεως και της κοινωνίας είναι η προφορά του ονόματος. Ο Χριστός καλεί τον άνθρωπο με το όνομά του (που είναι πολύ προσωπικό του) και ο άνθρωπος καλεί τον Θεό με το όνομά Του. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Ο ίδιος ο Χριστός που είναι «ο ποιμήν ο καλός» φανέρωσε αυτήν την προσωπική σχέση με το ποίμνιό Του, όταν είπε: «τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα και εξάγει αυτά» (Ιω. ι’ 3). Αυτό το βλέπουμε και στην περίπτωση του Αποστόλου Πέτρου. Μετά την ανάστασή Του ο Κύριος τον ερωτά: «Σίμων Ιωνά, αγαπάς με πλείον τούτων;» Και ο Πέτρος απαντά: «Ναι Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε» (Ιω. κα’ 15). Επίσης το ίδιο βλέπουμε στην περίπτωση της Μαρίας της Μαγδαληνής. Όταν ο Κύριος λέγει «γύναι, τι κλαίεις; τίνα ζητείς;» εκείνη νομίζει ότι είναι ο κηπουρός. Όταν όμως χρησιμοποιεί το όνομά της «Μαρία» τότε εκείνη αμέσως αναγνωρίζει τον Κύριό της και διδάσκαλό της.
Η συνάντηση του Χριστού με τον Ζακχαίο δείχνει ακόμη τις
πραγματικές προϋποθέσεις μιας προσωπικής συναντήσεως.
Και αυτή η προϋπόθεση είναι η έκσταση. Ο Κύριος κατέβηκε από τον ουρανό στην γη για να συναντήσει τον άνθρωπο και να διαλεχθεί μαζί του, με σκοπό την σωτηρία του. Και ο Ζακχαίος ανέβηκε από την γη στο δέντρο για να δει τον Χριστό και να ακούσει τον θείο Του λόγο. Και οι δυο έκαναν μια έξοδο και συναντήθηκαν πραγματικά και ουσιαστικά. Ιδίως ο Ζακχαίος επέτυχε την προσωπική συνάντηση γιατί έκανε τρέλλες. Δεν ήταν λίγο πράγμα, πλούσιος αυτός, αρχιτελώνης με μια κοινωνική θέση να ανεβεί επάνω στο δέντρο για να δει ένα Ναζαρηνό. Αυτή όμως η έξοδος από την καλή ιδέα για τον εαυτό του και την «αξιοπρέπειά» του είχε συνέπεια την σωτηρία του.
Αυτό δείχνει ότι ο άνθρωπος συναντάται με τον Χριστό στα όρια της προσωπικής σχέσεως, όταν κάνει τρέλλες. Όταν δηλ. αφανίζει την ψευδαίσθηση της πληρότητας και της αυτάρκειας, όταν παύει να υπολογίζει την γνώμη του κόσμου, και όταν αναζητά παρθενικά και αληθινά τον Χριστό, έστω κι αν όλοι τον κοροϊδεύουν, τότε συναντά τον Κύριο.
Η προσωπική και σωτήριος
συνάντηση με τον Χριστό γίνεται μέσα στην Εκκλησία
που είναι το ευλογημένο και ένδοξο Σώμα Του και κοινωνία προσώπων.
Η Εκκλησία κατά το Βάπτισμα δίδει στον άνθρωπο το όνομά του και με αυτό έκτοτε τον γνωρίζει. Του δίδει προσωπικά την θεία Χάρη και προσωπικά του προσφέρει το μήνυμα της σωτηρίας. Με το όνομά του του συγχωρεί τις αμαρτίες, τον στεφανώνει, τον χειροτονεί Ιερέα, του δίδει τα θεία Δώρα, δηλ. το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, τον συνοδεύει στην άλλη ζωή με την εξόδιο ακολουθία.
Αφού λοιπόν η Εκκλησία είναι κοινωνία προσώπων, σημαίνει πως αν θέλουμε την σωτηρία μας είναι ανάγκη να την αισθανόμαστε, ως τον χώρο της προσωπικής μας συναντήσεως με τον Χριστό και όχι απλώς με την εξωτερική επαφή μαζί Του. Άλλωστε με την θεία Του Χάρη ενούμεθα μαζί Του.
Άρα δεν πρέπει να ζούμε στην εκκλησία σαν άτομα, αφού η ίδια της δεν θέλει να μιλάει σε μάζα και να θεωρεί τους πιστούς σαν όχλο, αλλά θέλει να μιλάει και να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους προσωπικά. Αυτή είναι η μεγαλύτερη προσφορά της Εκκλησίας ιδίως σήμερα που όλοι πασχίζουν να μετατρέψουν τους ανθρώπους σε άτομα, σε όχλο για να τους οδηγούν όπου αυτοί θέλουν.
Πολλοί σήμερα κατηγορούν την Εκκλησία ότι δεν κάνει μεγάλο κοινωνικό έργο και ασχολείται μόνον με την λατρεία, ή μάλλον δίδει προτεραιότητα σ’ αυτήν. Όμως αυτή η ένσταση δείχνει την τρομερή αδυναμία που έχουν να προσπελάσουν στον λυτρωτικό χώρο της Εκκλησίας μας. Αλλά η Εκκλησία κάνει μεγάλο κοινωνικό έργο. Διαθέτει άφθονη κοινωνική εργασία. Και μόνον ένας αντικειμενικός ερευνητής μπορεί αυτό να το διαπιστώσει. Επίσης μπορεί να διαπιστώσει ότι την κάνει σωστά και αληθινά. Εν τούτοις όμως, παρά την μεγάλη κοινωνική εργασία, αποφεύγει να καταγίνεται μόνο με αυτή για να ξεπεράσει τον μεγάλο πειρασμό να μαζοποιήσει τους ανθρώπους. Εργάζεται περισσότερο προσωπικά, με την εξομολόγηση, τις προσωπικές σωτήριες συναντήσεις, παρά «κοινωνικά», όπως το εννοεί ο κόσμος, γιατί πολλές φορές με την κοινωνική εργασία καταστρέφεται το πρόσωπο, αφού ο άνθρωπος γίνεται απλώς ένα νούμερο, ένας αριθμός, οπότε χάνει την ελπίδα της σωτηρίας. Οι στατιστικές έρευνες για τους πτωχούς, τους γέροντας κλπ. ή η συλλογική προσφορά εργασίας (οικοτροφείο με τόσα παιδιά που τρώνε, πίνουν κλπ.) μας βοηθούν να εργαζόμαστε κοινωνικά, όμως τις περισσότερες φορές δεν μας αφήνουν να εργασθούμε φιλάνθρωπα. Είναι προτιμότερο να δώσουμε στον άλλον την εσωτερική γαλήνη και ασφάλεια, παρά να περιορίζουμε το έργο μας σε εξωτερικές προσφορές.
Καταλήγοντας λέμε πως είναι ανάγκη στις κρίσιμες ημέρες που διερχόμαστε να θεωρούμε την Εκκλησία σαν κιβωτό της προσωπικότητος και όχι σαν υπουργείο κοινωνικών υπηρεσιών, σαν κιβωτό σωτηρίας και όχι σαν αίθουσα διαλέξεων και συζητήσεων. Τότε σαν τον Ζακχαίο θα απολαύσουμε την σωτηρία μας.
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος paroikos την Κυρ Απρ 22, 2007 12:47 pm, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Κυριακή ΙΖ' Ματθαίου (Χαναναίας)
Η ενότητα της ανθρωπίνης φύσεως
«ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαυϊδ. η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται»
(Ματθ. ιε' 22)
Ο πόνος της Χαναναίας γυναίκας για την δαιμονισμένη θυγατέρα της, όπως και η μεγάλη της πίστη στον Χριστό, την έκαναν να κράζει. «ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαυϊδ. η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». Η αίτησή της είναι προσωπική, έστω κι αν αφορούσε περισσότερο την θυγατέρα της, γιατί ο πόνος του παιδιού της είναι και δικός της πόνος. Ζητά το έλεος του Θεού, γιατί αυτό είναι πηγή ανεξάντλητη και δύναμη ανέκφραστη. Και ο Χριστός προσφέρει στην θυγατέρα της την θεραπεία, επειδή το ζητείσαι η μητέρα της με πολλή πίστη. «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις. Γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης».
Το γεγονός αυτό μας δίδει σήμερα αφορμή να διατυπώσουμε μερικές αλήθειες, με απλά όμως λόγια, γύρω από την ενότητα της ανθρωπίνης φύσεως. Αυτή η ενότητα φαίνεται αφ’ ενός μεν στην οικογένεια, αφ΄ετέρου δε στην κοινωνία.
Ενότητα στην οικογένεια
Κάθε μάννα πονάει υπερβολικά όταν δυστυχεί το παιδί της, γιατί αισθάνεται βαθειά την ενότητα μαζί του. Κοινωνεί μαζί του, αφού η σάρκα του είναι και δική της. Αυτό όμως συμβαίνει με όλα τα μέλη της οικογενείας. Η οικογένεια, όπως ξέρουμε, δεν είναι μια απρόσωπη ομάδα, αλλά «ετερόφυλη ενότητα προσώπων» και επομένως όλα τα μέλη της συνδέονται μεταξύ τους, όπως τα μέλη του ανθρωπίνου σώματος. Έτσι το ένα μέλος (όταν είναι πραγματικό) δεν μπορεί να ησυχάσει από την ταλαιπωρία του άλλου, την δε λύτρωση του άλλου από την δεινή κατάστασή του την θεωρεί σαν προσωπικό γεγονός.
Έχουμε πολλά παραδείγματα που αποδεικνύουν αυτήν την αλήθεια. Μητέρα προτιμά τον θάνατο για να χαρίσει ζωή στο παιδί της. Γονείς θυσιάζονται για τα παιδιά και τα παιδιά για τους γονείς. Ο ψυχικός πόνος της μητέρας είναι μεγάλος, θάλεγε κανείς ανέκφραστος, από την ακαταστασία και την ταλαιπωρία του παιδιού της.
Ενότητα στην κοινωνία
Ό,τι έζησε η Χαναναία και ό,τι γίνεται μέσα σε κάθε πραγματική οικογένεια παρατηρείται και σε παγκόσμια κλίμακα.
Οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες διδάσκουν ότι υπάρχει ενότητα όλης της ανθρωπίνης φύσεως και ενότητα αυτής με τον φυσικό κόσμο. Όλοι οι άνθρωποι (όχι μόνον αυτοί που τώρα ζουν, αλλά και εκείνοι που εκοιμήθηκαν ή που πρόκειται να γεννηθούν) ως δημιουργήματα του Θεού «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσίν» Του, ανήκουν στην μεγάλη παγκόσμια οικογένειά Του.
Για να είμαστε ακριβείς θα λέγαμε ότι αμέσως μετά την δημιουργία του ανθρώπου υπήρχε ενότητα του ανθρώπου με τον Θεό, με τον εαυτό του, μεταξύ των, με όλη την δημιουργία. Αλλά με την διάπραξη της αμαρτίας έσπασε αυτή η ενότητα και ο άνθρωπος βρέθηκε αμέσως στην κατάσταση της διαιρέσεως. Έτσι διασπάστηκε ο άνθρωπος από τον Θεό, διασπάστηκαν οι άνθρωποι μεταξύ τους, διασπάστηκε ο άνθρωπος εσωτερικά, διασπάστηκε όλη η φύση από τον Θεό και επίσης ο σύνδεσμος του ανθρώπου με την φύση. Η αμαρτία είναι μια διαίρεση και αλλοτρίωση του ανθρώπου, Έκτοτε η αίσθηση και η πραγματοποίηση της ενότητος, λόγω της αμαρτίας, είναι μια οδυνηρή και απραγματοποίητη προσπάθεια.
Αλλά αυτή η ενότητα που για τους αμαρτωλούς είναι μια ουτοπία, για τους αγίους και τους αγγέλους έχει πραγματοποιηθεί μέσα στην Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι η ενότητα όλου του κόσμου. Διά του Χριστού πραγματοποιείται η ενότητα αγίων και ανθρώπων, επιγείων και επουρανίων, ζώντων και κεκοιμημένων. Όσοι είναι μέλη της Εκκλησίας αισθάνονται βαθειά αυτήν την ενότητα, η οποία δεν είναι σύνολο μιας απρόσωπης κοινωνίας, αλλά ενότητα προσώπων. Μετά την πτώση ο άνθρωπος έχασε την «αγαπητική κοινωνία» και έπεσε στην «αυτονομημένη ατομικότητα», δηλ. από πρόσωπο έγινε άτομο. Τώρα μέσα στην Εκκλησία επιστρέφει πάλι στην αρχική του κατάσταση, ανεβαίνει δε και ψηλότερα. Από άτομο γίνεται πρόσωπο που διακρίνεται για την αγάπη, διά της οποίας ενώνεται με όλους και αισθάνεται την ενότητα της ανθρωπίνης φύσεως.
Αλλά την πραγματική ενότητα της ανθρωπίνης φύσεως, που δεν την εκπροσωπεί η πολιτική ή η κοινωνική ή η οικονομική κίνηση, αλλά η εν Χριστώ κοινωνία,
την αισθάνονται ΜΟΝΟΝ οι άγιοι του Θεού.
Αυτοί καθαρίσθηκαν από τις φθοροποιές δυνάμεις των παθών και αποκατέστησαν την αξία του προσώπου. Συνεπώς μόνον αυτοί ζουν το δράμα της ανθρωπότητος με δύο μαρτυρικές συνέπειες.
Πρώτον αισθάνονται πως κάθε προσωπική τους αμαρτία, λόγω της κοινωνίας, βαρύνει την ζωή όλης της ανθρωπότητος. Δεν αισθάνονται τίποτε το ατομικό. Διαπράττοντας μια αμαρτία δεν πονάνε γιατί παρέβησαν απλώς τον Νόμο του Θεού, αλλά γιατί έχασαν την θεία Χάρη και η νέκρωση από την απουσία Της πέφτει επάνω στον κόσμο, όπως ακριβώς η αμαρτία του Αδάμ είχε κοσμικές συνέπειες. Γι’ αυτό οι άγιοι βιώνουν τον αδαμιαίο θρήνο.
Δεύτερον βιώνουν σαν προσωπικά τους έργα όλα όσα συμβαίνουν στην ανθρωπότητα. Επάνω τους πέφτουν όλες οι αμαρτίες των ανθρώπων της γης και αυτό δημιουργεί αυτό αφόρητο πόνο. Τότε σαν την Χαναναία προσεύχονται γι’ αυτούς μέρα και νύκτα. Προσεύχονται με δάκρυα και οδύνη για ζωντανούς και κεκοιμημένους. Γίνονται με τον τρόπο αυτό οι μεγαλύτεροι ιεραπόστολοι, αφού, κατά το πρότυπο του Κυρίου, για χάρη των αδελφών τους εισέρχονται στον κήπο της Γεθσημανή, ανεβαίνουν στον σταυρό, κατεβαίνουν στην κόλαση και στον άδη.
Όντως μαρτυρική ιεραποστολή. Έλεγε κάποιος άγιος ότι το να προσεύχεσαι για τους άλλους είναι σαν να χύνεις αίμα. Κι όμως εμείς αγνοούμε την ύπαρξη αυτών των ανθρώπων, που σηκώνουν τον μεγάλο σταυρό και βιώνουν αυτήν την σταυρική μορφή εξυπηρετήσεως των ανθρώπων. Τους αγνοούμε γιατί δεν έχουμε αισθανθεί ποτέ την πραγματική ενότητα της ανθρωπίνης φύσεως. Είμαστε κλεισμένοι μέσα στον κλοιό του ατομισμού.
Μιμούμενοι την Χαναναία γυναίκα και πραδειγματιζόμενοι από τους αγίους ας προσευχόμαστε και για τους άλλους. Ας γίνει ο πόνος τους προσωπικός μας πόνος, γιατί τότε και η σωτηρία τους θα συντελέσει στην δική μας σωτηρία.[/size][/color]
Η ενότητα της ανθρωπίνης φύσεως
«ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαυϊδ. η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται»
(Ματθ. ιε' 22)
Ο πόνος της Χαναναίας γυναίκας για την δαιμονισμένη θυγατέρα της, όπως και η μεγάλη της πίστη στον Χριστό, την έκαναν να κράζει. «ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαυϊδ. η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». Η αίτησή της είναι προσωπική, έστω κι αν αφορούσε περισσότερο την θυγατέρα της, γιατί ο πόνος του παιδιού της είναι και δικός της πόνος. Ζητά το έλεος του Θεού, γιατί αυτό είναι πηγή ανεξάντλητη και δύναμη ανέκφραστη. Και ο Χριστός προσφέρει στην θυγατέρα της την θεραπεία, επειδή το ζητείσαι η μητέρα της με πολλή πίστη. «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις. Γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης».
Το γεγονός αυτό μας δίδει σήμερα αφορμή να διατυπώσουμε μερικές αλήθειες, με απλά όμως λόγια, γύρω από την ενότητα της ανθρωπίνης φύσεως. Αυτή η ενότητα φαίνεται αφ’ ενός μεν στην οικογένεια, αφ΄ετέρου δε στην κοινωνία.
Ενότητα στην οικογένεια
Κάθε μάννα πονάει υπερβολικά όταν δυστυχεί το παιδί της, γιατί αισθάνεται βαθειά την ενότητα μαζί του. Κοινωνεί μαζί του, αφού η σάρκα του είναι και δική της. Αυτό όμως συμβαίνει με όλα τα μέλη της οικογενείας. Η οικογένεια, όπως ξέρουμε, δεν είναι μια απρόσωπη ομάδα, αλλά «ετερόφυλη ενότητα προσώπων» και επομένως όλα τα μέλη της συνδέονται μεταξύ τους, όπως τα μέλη του ανθρωπίνου σώματος. Έτσι το ένα μέλος (όταν είναι πραγματικό) δεν μπορεί να ησυχάσει από την ταλαιπωρία του άλλου, την δε λύτρωση του άλλου από την δεινή κατάστασή του την θεωρεί σαν προσωπικό γεγονός.
Έχουμε πολλά παραδείγματα που αποδεικνύουν αυτήν την αλήθεια. Μητέρα προτιμά τον θάνατο για να χαρίσει ζωή στο παιδί της. Γονείς θυσιάζονται για τα παιδιά και τα παιδιά για τους γονείς. Ο ψυχικός πόνος της μητέρας είναι μεγάλος, θάλεγε κανείς ανέκφραστος, από την ακαταστασία και την ταλαιπωρία του παιδιού της.
Ενότητα στην κοινωνία
Ό,τι έζησε η Χαναναία και ό,τι γίνεται μέσα σε κάθε πραγματική οικογένεια παρατηρείται και σε παγκόσμια κλίμακα.
Οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες διδάσκουν ότι υπάρχει ενότητα όλης της ανθρωπίνης φύσεως και ενότητα αυτής με τον φυσικό κόσμο. Όλοι οι άνθρωποι (όχι μόνον αυτοί που τώρα ζουν, αλλά και εκείνοι που εκοιμήθηκαν ή που πρόκειται να γεννηθούν) ως δημιουργήματα του Θεού «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσίν» Του, ανήκουν στην μεγάλη παγκόσμια οικογένειά Του.
Για να είμαστε ακριβείς θα λέγαμε ότι αμέσως μετά την δημιουργία του ανθρώπου υπήρχε ενότητα του ανθρώπου με τον Θεό, με τον εαυτό του, μεταξύ των, με όλη την δημιουργία. Αλλά με την διάπραξη της αμαρτίας έσπασε αυτή η ενότητα και ο άνθρωπος βρέθηκε αμέσως στην κατάσταση της διαιρέσεως. Έτσι διασπάστηκε ο άνθρωπος από τον Θεό, διασπάστηκαν οι άνθρωποι μεταξύ τους, διασπάστηκε ο άνθρωπος εσωτερικά, διασπάστηκε όλη η φύση από τον Θεό και επίσης ο σύνδεσμος του ανθρώπου με την φύση. Η αμαρτία είναι μια διαίρεση και αλλοτρίωση του ανθρώπου, Έκτοτε η αίσθηση και η πραγματοποίηση της ενότητος, λόγω της αμαρτίας, είναι μια οδυνηρή και απραγματοποίητη προσπάθεια.
Αλλά αυτή η ενότητα που για τους αμαρτωλούς είναι μια ουτοπία, για τους αγίους και τους αγγέλους έχει πραγματοποιηθεί μέσα στην Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι η ενότητα όλου του κόσμου. Διά του Χριστού πραγματοποιείται η ενότητα αγίων και ανθρώπων, επιγείων και επουρανίων, ζώντων και κεκοιμημένων. Όσοι είναι μέλη της Εκκλησίας αισθάνονται βαθειά αυτήν την ενότητα, η οποία δεν είναι σύνολο μιας απρόσωπης κοινωνίας, αλλά ενότητα προσώπων. Μετά την πτώση ο άνθρωπος έχασε την «αγαπητική κοινωνία» και έπεσε στην «αυτονομημένη ατομικότητα», δηλ. από πρόσωπο έγινε άτομο. Τώρα μέσα στην Εκκλησία επιστρέφει πάλι στην αρχική του κατάσταση, ανεβαίνει δε και ψηλότερα. Από άτομο γίνεται πρόσωπο που διακρίνεται για την αγάπη, διά της οποίας ενώνεται με όλους και αισθάνεται την ενότητα της ανθρωπίνης φύσεως.
Αλλά την πραγματική ενότητα της ανθρωπίνης φύσεως, που δεν την εκπροσωπεί η πολιτική ή η κοινωνική ή η οικονομική κίνηση, αλλά η εν Χριστώ κοινωνία,
την αισθάνονται ΜΟΝΟΝ οι άγιοι του Θεού.
Αυτοί καθαρίσθηκαν από τις φθοροποιές δυνάμεις των παθών και αποκατέστησαν την αξία του προσώπου. Συνεπώς μόνον αυτοί ζουν το δράμα της ανθρωπότητος με δύο μαρτυρικές συνέπειες.
Πρώτον αισθάνονται πως κάθε προσωπική τους αμαρτία, λόγω της κοινωνίας, βαρύνει την ζωή όλης της ανθρωπότητος. Δεν αισθάνονται τίποτε το ατομικό. Διαπράττοντας μια αμαρτία δεν πονάνε γιατί παρέβησαν απλώς τον Νόμο του Θεού, αλλά γιατί έχασαν την θεία Χάρη και η νέκρωση από την απουσία Της πέφτει επάνω στον κόσμο, όπως ακριβώς η αμαρτία του Αδάμ είχε κοσμικές συνέπειες. Γι’ αυτό οι άγιοι βιώνουν τον αδαμιαίο θρήνο.
Δεύτερον βιώνουν σαν προσωπικά τους έργα όλα όσα συμβαίνουν στην ανθρωπότητα. Επάνω τους πέφτουν όλες οι αμαρτίες των ανθρώπων της γης και αυτό δημιουργεί αυτό αφόρητο πόνο. Τότε σαν την Χαναναία προσεύχονται γι’ αυτούς μέρα και νύκτα. Προσεύχονται με δάκρυα και οδύνη για ζωντανούς και κεκοιμημένους. Γίνονται με τον τρόπο αυτό οι μεγαλύτεροι ιεραπόστολοι, αφού, κατά το πρότυπο του Κυρίου, για χάρη των αδελφών τους εισέρχονται στον κήπο της Γεθσημανή, ανεβαίνουν στον σταυρό, κατεβαίνουν στην κόλαση και στον άδη.
Όντως μαρτυρική ιεραποστολή. Έλεγε κάποιος άγιος ότι το να προσεύχεσαι για τους άλλους είναι σαν να χύνεις αίμα. Κι όμως εμείς αγνοούμε την ύπαρξη αυτών των ανθρώπων, που σηκώνουν τον μεγάλο σταυρό και βιώνουν αυτήν την σταυρική μορφή εξυπηρετήσεως των ανθρώπων. Τους αγνοούμε γιατί δεν έχουμε αισθανθεί ποτέ την πραγματική ενότητα της ανθρωπίνης φύσεως. Είμαστε κλεισμένοι μέσα στον κλοιό του ατομισμού.
Μιμούμενοι την Χαναναία γυναίκα και πραδειγματιζόμενοι από τους αγίους ας προσευχόμαστε και για τους άλλους. Ας γίνει ο πόνος τους προσωπικός μας πόνος, γιατί τότε και η σωτηρία τους θα συντελέσει στην δική μας σωτηρία.[/size][/color]
Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου
H Φαρισαϊκή δικαιοσύνη και ο Τελωνικός στεναγμός
«Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν…και ο τελώνης μακρόθεν εστώς…» (Λουκ. ιη’ 11-13)
Η ατμόσφαιρα της προσευχής είναι η πιο κατάλληλη για να αποκαλυφθούν οι εσωτερικές διαθέσεις των ανθρώπων. Στην προσευχή παρουσιάζεται η πνευματική κατάσταση των ανθρώπων, γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Κύριος για να εκφράσει την αντίθεση μεταξύ του Φαρισαίου και του Τελώνου, τους παρουσίασε στην ώρα της προσευχής.
Ο Φαρισαίος με τον τρόπο που προσευχόταν έδειξε πως ζούσε μια δαιμονιώδη πνευματικότητα, μια διεστραμμένη πνευματική κατάσταση, που ήταν αλύτρωτη. Ο Τελώνης με την προσευχή «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» έδειξε την πνευματική του υγεία, γι’ αυτό κατέβη δεδικαιωμένος». Όσο κανείς επιδιώκει μόνος του να δικαιώσει τον εαυτό του, τόσο και αποκόπτεται από την λύτρωση, ενώ όσο κανείς μαστιγώνει ανηλεώς τον εαυτό του, θεωρώντας τον ανάξιο του θείου ελέους, τόσο γίνεται δέκτης της θείας Δωρεάς.
Τρία σημεία θα θέλαμε να τονίσουμε στην σημερινή ομιλία.
Ευσέβεια και ευσεβισμός
Πάντοτε η φαρισαϊκή δικαιοσύνη είναι έξω από την ατμόσφαιρα της θείας χάριτος, γιατί είναι καθαρά ευσεβιστική κατάσταση. Εδώ πρέπει να κάνουμε διάκριση μεταξύ του ευσεβούς και του ευσεβιστού, γιατί η περίπτωση του Φαρισαίου της Παραβολής και όλων των δια μέσου των αιώνων Φαρισαίων υπενθυμίζει τον ευσεβιστή.
Κατ’ αρχάς πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η ευσέβεια δεν είναι μια εξωτερική παρουσίαση, αλλά η ένωσή μας με τον Χριστό και δι’ αυτού με όλη την Παναγία Τριάδα. Ο Απόστολος Παύλος ταυτίζει το μυστήριο της ευσεβείας με την ενανθρώπιση του Χριστού. «Και ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον. Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω ανελήφθη εν δόξη» (Τιμ. γ’ 16).
Επομένως η ευσέβεια δεν είναι ανθρώπινη εκδήλωση και ενέργεια αλλά ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Από την αρχή αυτή ξεκινώντας μπορούμε να πούμε ότι ο ευσεβιστής έχει μερικές επιφανειακές αρετές και κάνει μερικά εξωτερικά έργα «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις». Οι αρετές του δεν είναι καρπός της εν Χριστώ ζωής, δεν γίνονται μέσα στο κλίμα της μετανοίας, αλλά είναι ανθρώπινα έργα που γίνονται στην προσπάθειά του να προβληθεί. Αντίθετα τα έργα και οι αρετές του ευσεβούς είναι καρπός του Παναγίου Πνεύματος, αποτέλεσμα της ενώσεώς του με τον Χριστό. Δηλ. οι αρετές έχουν ένα βαθύ θεολογικό νόημα. Δεν είναι ένας φυσικός τρόπος ζωής, ή μια συνήθεια, αλλά δώρα και χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που δίδονται στον άνθρωπο εκείνο που με την εργασία των εντολών του Θεού υπέταξε το σώμα στην ψυχή και την ψυχή στον Θεό. Έτσι στον ευσεβιστή όλες οι πράξεις είναι ανθρώπινες, είναι πράξεις της «αυτόνομης ηθικής δεοντολογίας», ενώ στον ευσεβή όλες οι πράξεις είναι θεανθρώπινες.
Έργα και δικαίωση
Ύστερα από αυτήν την διάκριση γίνεται αντιληπτό ότι τα έργα αυτά καθ’ εαυτά δεν δικαιώνουν τον άνθρωπο, γιατί «καλές πράξεις» μπορούν να κάνουν όλοι οι αιρετικοί και όλα τα αλύτρωτα ανθρώπινα συστήματα, χωρίς όμως να εξασφαλίζουν την σωτηρία. Όσες «καλές πράξεις» δεν γίνονται μέσα στο κλίμα της μετανοίας, αλλά με το πνεύμα της αυτοδικαιώσεως, χωρίζουν περισσότερο τον άνθρωπο από τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει πως «του Θεού μη ενεργούντος εν ημίν παν το παρ’ ημών γενώμενον αμαρτία». Μπορεί κάποιος να κάνει ελεημοσύνη, να εξασκεί την εγκράτεια κλπ. αλλ’ επειδή δεν έχει το πνεύμα της ταπεινώσεως και δεν συνδέεται μυστηριακά με την Εκκλησία, είναι χωρισμένος από τον Θεό και συνεπώς όλη του η ζωή (έστω κι αν είναι εγκρατής) είναι αμαρτωλή.
Επομένως τα καλά έργα αυτά καθ’ εαυτά ούτε δικαιώνουν ούτε καταδικάζουν τον άνθρωπο, αλλά η δικαίωση και η καταδίκη ρυθμίζεται από την σχέση του με τον Θεάνθρωπο Χριστό. Σαν παράδειγμα έχουμε τους δυο ληστάς στον Γολγοθά. Ο ένας σώθηκε όχι για τα καλά του έργα, αφού ήταν εγκληματίας, αλλά γιατί ομολόγησε τον Χριστό. Και ο άλλος καταδικάσθηκε όχι για τα εγκληματικά του έργα, αφού δεν ήταν χειρότερος από τον άλλο, αλλά γιατί βλαστήμησε τον Χριστό. Άρα την σωτηρία μας την ρυθμίζει η σχέση μας με τον Χριστό και την αγία Του Εκκλησία, το Σώμα Του.
Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός που ενώνεται με τον Χριστό και Τον ομολογεί κάνει έργα, αλλά αυτά είναι καρποί του Παναγίου Πνεύματος, για τα οποία δεν αισθάνεται την ανάγκη, σαν τον Φαρισαίο, να καυχηθεί. Με αυτόν τον τρόπο δείχνει ότι ζει το πνεύμα της σωτηρίας και είναι άγιος. Διότι η αγιότητα δεν είναι μια ηθική έννοια, αλλά οντολογική, υπαρκτική, δηλ. είναι συμμετοχή στην βίωση της μετανοίας, στην εκζήτηση και ένωση με την Χάρη του Χριστού.
Αυτοδικαίωση και αυτομεμψία
Ο Φαρισαίος της παραβολής εκφράζει άριστα τον Δυτικό Χριστιανισμό με την πληθωρική κοινωνική εργασία, αποξενωμένη όμως από την εσωτερική ζωή, ενώ ο αλάλητος στεναγμός του Τελώνου εκφράζει την εσωτερική ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Οι Ορθόδοξοι είναι εκείνοι που υπερβαίνουν την Φαρισαϊκή δικαιοσύνη, την δικαίωση των έργων και την αυτοδικαίωση και, σαν τον Τελώνη, ζητούν το έλεος του Θεού. Είναι εκείνοι που διακρίνονται για την μεγάλη αρετή της αυτομεμψίας ή όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος η πρωτολογία (να λέμε εμείς τον πρώτο λόγο εναντίον του εαυτού μας) είναι ουσιώδες στοιχείο του Ορθοδόξου ήθους. Επειδή είναι πάντοτε συνδεδεμένη με την ταπείνωση της ψυχής, γι’ αυτό εκείνος που έχει αυτή την αρετή δείχνει την ύπαρξη της θείας Χάριτος. Η αυτομεμψία είναι η «αφανής προκοπή» κατά τους αγίους Πατέρας. Δεν αφήνει περιθώρια να δημιουργηθεί άγχος και όλα τα ψυχολογικά συμπλέγματα για τα οποία μιλάει η σημερινή ψυχολογία, η οποία άλλωστε είναι δημιούργημα του κλίματος της αυτοδικαιώσεως και της Φαρισαϊκής δικαιοσύνης του δυτικού Χριστιανισμού. Αυτή η διαφορά εκφράζεται και στον τρόπο λατρείας. Οι Ορθόδοξοι στα τροπάριά τους μιλάνε για αμαρτία και ζητούν το έλεος του Θεού, ενώ οι δυτικοί και η δυτικοποιημένη θρησκευτικότητα αρέσκονται στα «τραγουδάκια» που είναι εμποτισμένα στην αυτοδικαίωση.
Είθε να ζήσουμε το ορθόδοξο πνεύμα της μετανοίας, ώστε να απολαύσουμε την Ανάσταση του Χριστού.
H Φαρισαϊκή δικαιοσύνη και ο Τελωνικός στεναγμός
«Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν…και ο τελώνης μακρόθεν εστώς…» (Λουκ. ιη’ 11-13)
Η ατμόσφαιρα της προσευχής είναι η πιο κατάλληλη για να αποκαλυφθούν οι εσωτερικές διαθέσεις των ανθρώπων. Στην προσευχή παρουσιάζεται η πνευματική κατάσταση των ανθρώπων, γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Κύριος για να εκφράσει την αντίθεση μεταξύ του Φαρισαίου και του Τελώνου, τους παρουσίασε στην ώρα της προσευχής.
Ο Φαρισαίος με τον τρόπο που προσευχόταν έδειξε πως ζούσε μια δαιμονιώδη πνευματικότητα, μια διεστραμμένη πνευματική κατάσταση, που ήταν αλύτρωτη. Ο Τελώνης με την προσευχή «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» έδειξε την πνευματική του υγεία, γι’ αυτό κατέβη δεδικαιωμένος». Όσο κανείς επιδιώκει μόνος του να δικαιώσει τον εαυτό του, τόσο και αποκόπτεται από την λύτρωση, ενώ όσο κανείς μαστιγώνει ανηλεώς τον εαυτό του, θεωρώντας τον ανάξιο του θείου ελέους, τόσο γίνεται δέκτης της θείας Δωρεάς.
Τρία σημεία θα θέλαμε να τονίσουμε στην σημερινή ομιλία.
Ευσέβεια και ευσεβισμός
Πάντοτε η φαρισαϊκή δικαιοσύνη είναι έξω από την ατμόσφαιρα της θείας χάριτος, γιατί είναι καθαρά ευσεβιστική κατάσταση. Εδώ πρέπει να κάνουμε διάκριση μεταξύ του ευσεβούς και του ευσεβιστού, γιατί η περίπτωση του Φαρισαίου της Παραβολής και όλων των δια μέσου των αιώνων Φαρισαίων υπενθυμίζει τον ευσεβιστή.
Κατ’ αρχάς πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η ευσέβεια δεν είναι μια εξωτερική παρουσίαση, αλλά η ένωσή μας με τον Χριστό και δι’ αυτού με όλη την Παναγία Τριάδα. Ο Απόστολος Παύλος ταυτίζει το μυστήριο της ευσεβείας με την ενανθρώπιση του Χριστού. «Και ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον. Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω ανελήφθη εν δόξη» (Τιμ. γ’ 16).
Επομένως η ευσέβεια δεν είναι ανθρώπινη εκδήλωση και ενέργεια αλλά ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Από την αρχή αυτή ξεκινώντας μπορούμε να πούμε ότι ο ευσεβιστής έχει μερικές επιφανειακές αρετές και κάνει μερικά εξωτερικά έργα «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις». Οι αρετές του δεν είναι καρπός της εν Χριστώ ζωής, δεν γίνονται μέσα στο κλίμα της μετανοίας, αλλά είναι ανθρώπινα έργα που γίνονται στην προσπάθειά του να προβληθεί. Αντίθετα τα έργα και οι αρετές του ευσεβούς είναι καρπός του Παναγίου Πνεύματος, αποτέλεσμα της ενώσεώς του με τον Χριστό. Δηλ. οι αρετές έχουν ένα βαθύ θεολογικό νόημα. Δεν είναι ένας φυσικός τρόπος ζωής, ή μια συνήθεια, αλλά δώρα και χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που δίδονται στον άνθρωπο εκείνο που με την εργασία των εντολών του Θεού υπέταξε το σώμα στην ψυχή και την ψυχή στον Θεό. Έτσι στον ευσεβιστή όλες οι πράξεις είναι ανθρώπινες, είναι πράξεις της «αυτόνομης ηθικής δεοντολογίας», ενώ στον ευσεβή όλες οι πράξεις είναι θεανθρώπινες.
Έργα και δικαίωση
Ύστερα από αυτήν την διάκριση γίνεται αντιληπτό ότι τα έργα αυτά καθ’ εαυτά δεν δικαιώνουν τον άνθρωπο, γιατί «καλές πράξεις» μπορούν να κάνουν όλοι οι αιρετικοί και όλα τα αλύτρωτα ανθρώπινα συστήματα, χωρίς όμως να εξασφαλίζουν την σωτηρία. Όσες «καλές πράξεις» δεν γίνονται μέσα στο κλίμα της μετανοίας, αλλά με το πνεύμα της αυτοδικαιώσεως, χωρίζουν περισσότερο τον άνθρωπο από τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει πως «του Θεού μη ενεργούντος εν ημίν παν το παρ’ ημών γενώμενον αμαρτία». Μπορεί κάποιος να κάνει ελεημοσύνη, να εξασκεί την εγκράτεια κλπ. αλλ’ επειδή δεν έχει το πνεύμα της ταπεινώσεως και δεν συνδέεται μυστηριακά με την Εκκλησία, είναι χωρισμένος από τον Θεό και συνεπώς όλη του η ζωή (έστω κι αν είναι εγκρατής) είναι αμαρτωλή.
Επομένως τα καλά έργα αυτά καθ’ εαυτά ούτε δικαιώνουν ούτε καταδικάζουν τον άνθρωπο, αλλά η δικαίωση και η καταδίκη ρυθμίζεται από την σχέση του με τον Θεάνθρωπο Χριστό. Σαν παράδειγμα έχουμε τους δυο ληστάς στον Γολγοθά. Ο ένας σώθηκε όχι για τα καλά του έργα, αφού ήταν εγκληματίας, αλλά γιατί ομολόγησε τον Χριστό. Και ο άλλος καταδικάσθηκε όχι για τα εγκληματικά του έργα, αφού δεν ήταν χειρότερος από τον άλλο, αλλά γιατί βλαστήμησε τον Χριστό. Άρα την σωτηρία μας την ρυθμίζει η σχέση μας με τον Χριστό και την αγία Του Εκκλησία, το Σώμα Του.
Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός που ενώνεται με τον Χριστό και Τον ομολογεί κάνει έργα, αλλά αυτά είναι καρποί του Παναγίου Πνεύματος, για τα οποία δεν αισθάνεται την ανάγκη, σαν τον Φαρισαίο, να καυχηθεί. Με αυτόν τον τρόπο δείχνει ότι ζει το πνεύμα της σωτηρίας και είναι άγιος. Διότι η αγιότητα δεν είναι μια ηθική έννοια, αλλά οντολογική, υπαρκτική, δηλ. είναι συμμετοχή στην βίωση της μετανοίας, στην εκζήτηση και ένωση με την Χάρη του Χριστού.
Αυτοδικαίωση και αυτομεμψία
Ο Φαρισαίος της παραβολής εκφράζει άριστα τον Δυτικό Χριστιανισμό με την πληθωρική κοινωνική εργασία, αποξενωμένη όμως από την εσωτερική ζωή, ενώ ο αλάλητος στεναγμός του Τελώνου εκφράζει την εσωτερική ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Οι Ορθόδοξοι είναι εκείνοι που υπερβαίνουν την Φαρισαϊκή δικαιοσύνη, την δικαίωση των έργων και την αυτοδικαίωση και, σαν τον Τελώνη, ζητούν το έλεος του Θεού. Είναι εκείνοι που διακρίνονται για την μεγάλη αρετή της αυτομεμψίας ή όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος η πρωτολογία (να λέμε εμείς τον πρώτο λόγο εναντίον του εαυτού μας) είναι ουσιώδες στοιχείο του Ορθοδόξου ήθους. Επειδή είναι πάντοτε συνδεδεμένη με την ταπείνωση της ψυχής, γι’ αυτό εκείνος που έχει αυτή την αρετή δείχνει την ύπαρξη της θείας Χάριτος. Η αυτομεμψία είναι η «αφανής προκοπή» κατά τους αγίους Πατέρας. Δεν αφήνει περιθώρια να δημιουργηθεί άγχος και όλα τα ψυχολογικά συμπλέγματα για τα οποία μιλάει η σημερινή ψυχολογία, η οποία άλλωστε είναι δημιούργημα του κλίματος της αυτοδικαιώσεως και της Φαρισαϊκής δικαιοσύνης του δυτικού Χριστιανισμού. Αυτή η διαφορά εκφράζεται και στον τρόπο λατρείας. Οι Ορθόδοξοι στα τροπάριά τους μιλάνε για αμαρτία και ζητούν το έλεος του Θεού, ενώ οι δυτικοί και η δυτικοποιημένη θρησκευτικότητα αρέσκονται στα «τραγουδάκια» που είναι εμποτισμένα στην αυτοδικαίωση.
Είθε να ζήσουμε το ορθόδοξο πνεύμα της μετανοίας, ώστε να απολαύσουμε την Ανάσταση του Χριστού.
Κυριακή του Ασώτου
Ασωτία και ζωή
«ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε» (Λουκ. ιε’ 24)
Ο Κύριος με την παραβολή του ασώτου υιού δεν θέλει να περιγράψει την ζωή της ασωτίας απλώς, αφού η αναφορά της γίνεται με δύο μόνον λέξεις («ζων ασώτως») ενώ το βάρος πέφτει στην επιστροφή, αλλά αφ’ ενός μεν θέλει να παρουσιάσει τις συνέπειες που δημιούργησε στον νεώτερο υιό η απομάκρυνσή του από την πατρική οικία, αφ’ ετέρου δε την μεγάλη και υπερβάλλουσα αγάπη που έδειξε ο πατήρ στον επιστρέψαντα υιό. Έτσι ερμήνευσαν την σημερινή παραβολή οι θεοφόροι και πνευματοφόροι Πατέρες, εν αντιθέσει με άλλους σημερινούς που την ερμηνεύουν λογοτεχνικά ή ηθικολογικά. Για μας και γενικά για όλους τους Ορθοδόξους μεγάλη σημασία δεν έχει τι λέγει ο ένας και ο άλλος, αλλά τι λέγουν οι άγιοι Πατέρες , που είναι η Αποκάλυψη στην ιστορία, που έχουν φθάσει στην θεωρία. Διότι η κατανόηση της πραγματικής διδασκαλίας της Αγίας Γραφής είναι ένα είδος θεωρίας.
Με τις λίγες σκέψεις που θα ακολουθήσουν θα προσπαθήσουμε να δούμε τρεις πατερικές ερμηνείες, που θα μας βοηθήσουν να εισέλθουμε στο βαθύτερο νόημα της παραβολής και να βρούμε τον εαυτό μας.
Ασωτία και νέκρωση
Ο άσωτος υιός όταν ήταν έξω από την οικία και την πατρική αγάπη ήταν νεκρός. Απήλαυσε την ζωή με την επιστροφή του στον Πατέρα. Αυτή την έννοια έχουν οι λόγοι του ευσπλάχνου πατρός: «ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε…». Αυτό δείχνει ότι η ζωή έξω από τον Θεό, που είναι ο Πατέρας μας είναι νέκρωση. Ο Θεός είναι η ενυπόστατη Ζωή. Εκείνος που απομακρύνεται από Αυτόν είναι νεκρός κατά Χάριν, έστω κι αν ζει σωματικά και κατέχει μεγάλη κοινωνική θέση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης διδάσκει ότι «ου γαρ αληθώς ζη ο την αληθή μη έχων ζωή. των αμαρτωλών η ζωή ουκ αληθώς εστίν ο λέγεται, αλλ’ ονομάζεται μόνον».
Γενικά οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν, ότι, όπως όταν φύγει η ψυχή από το σώμα νεκρώνεται και αναδίδεται δυσωσμία, δείγμα ότι στερείται της ψυχής, έτσι και όταν φύγει από την ψυχή το Πανάγιο Πνεύμα, που είναι η ψυχή της ψυχής μας, ο νους του νοός μας, η ζωή της ζωής μας, τότε η ψυχή νεκρώνεται και αναδίδει την σαπίλα του θανάτου. Έτσι καταλαβαίνουμε πως η αμαρτία είναι θάνατος της αθανάτου. Είναι ένα υπαρκτικό γεγονός και όχι μια απλή ψυχολογική σύγκρουση ή ένα ηθικολογικό γεγονός. Όταν όμως ο νεκρός άνθρωπος επιστρέψει στον Πατέρα, τότε ζει την αληθινή ζωή και γεύεται την πραγματική ευτυτχία και μακαριότητα.
Άσωτος ο άνθρωπος έξω από τον Θεάνθρωπο
Με αυτό το πρίσμα άσωτος ήταν ο Αδάμ και οι απόγονοί του, αφού απομακρύνθηκαν από τον Θεό, απέβαλαν με την αμαρτία τον χιτώνα της θείας Χάριτος και φόρεσαν τον δερμάτινο χιτώνα της φθοράς και της θνητότητος. Απελάκτισεν ο ηγαπημένος την δωρεά της δυνατότητος της θεώσεως και προτίμησε την άσωτη ζωή. Απώλεσε την κοινωνία με τον Θεό. Όλη η ζωή έξω από τον Θεό είναι ασωτία.
Ήλθε όμως ο Κύριος Ιησούς Χριστός και με την ενανθρώπισή Του έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα να επιστρέψει στην οικία δηλ. στον Παράδεισο. Ο Πατήρ γεμάτος αγάπη άνοιξε τις αγκάλες Του και του δίδει τον ασπασμό της ειρήνης. τον εισάγει στην οικία δηλ. στην Εκκλησία. του δίδει το δακτυλίδι της υιοθεσίας. του φορεί διά του αγίου Βαπτίσματος την στολή την πρώτη, την στολή του Αγίου Πνεύματος. Ενδυόμεθα το Άγιο Πνεύμα όχι όπως ενδυόμεθα το ιμάτιο, αλλά όπως ο σίδηρος το πυρ «ουκ έξωθεν, αλλ’ όλως διόλου ανακιρνώμενος και την καρδίαν έχομεν πληρούντα τον Παράκλητον, και τους οφθαλμούς φωτίζοντα, και τας ακοάς αγιάζοντα, και λογισμούς καταστέλλοντα, και νοήματα πηγάζοντα και σοφίαν χορηγούντα, και πρόσωπα Χάριτος πληρούντα». Ακόμη ο Πατήρ θύει με την θεία Ευχαριστία τον μόσχο τον σιτευτό, του προσφέρει δηλ. το Σώμα και το Αίμα του Αμνού του Θεού, «του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου». Ζώντας δε στην αγία Εκκλησία, στην οικία του Πατρός, ο άνθρωπος πανηγυρίζει και ευφραίνεται, γιατί σ’ αυτήν «κοινή των επουρανίων και των επιγείων συγκροτείται πανήγυρις, μια ευχαριστία, εν αγαλλίαμα, μία ευφρόσυνος χοροστασία». Μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία «το τερπνόν και μακάριον ενηχεί μέλος, το αγγελικόν άσμα» (Ι. Χρυσόστομος).
Έτσι μέσα στην Εκκλησία αισθανόμαστε άνετα και βιώνουμε την πραγματική και φυσική ζωή. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, η ομοούσιος και ζωοποιός Αγία Τριάς καλεί τον άσωτο και τον ζωοποιεί. Στην Εκκλησία ζούμε την αναξιότητά μας, αλλά και την μεγαλόδωρη αγάπη του Θεού, που μας καταδέχεται. Νοιώθουμε καλά ότι η αιτία της καταδίκης μας δεν είναι η αμαρτία, αφού όλοι είμαστε αμαρτωλοί, αλλά η άρνηση της αγάπης του Θεού. Έτσι τα μέλη της Εκκλησίας δεν είναι άθροισμα «εναρέτων», αλλά αμαρτωλών που μετανοούν και βιώνουν την αγάπη του Θεού. Επομένως η Εκκλησία δεν είναι στέρηση ζωής, αλλά πλησμονή ζωής. Δεν είναι απουσία αγάπης, αλλά περίσσεια αγάπης.
Άσωτος και διασκορπισμένος νους
Ο άσωτος υιός της παραβολής εκφράζει άριστα, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον άσωτο νου. Δηλαδή όταν ο νους του ανθρώπου εξέρχεται από την καρδιά και από την διαρκή μνήμη του Θεού και στρέφεται αμαρτωλά και αισθησιακά στην κτίση, όταν «σκορπίζεται σε επιθυμία τροφών όχι αναγκαίων, σε επιθυμία σωμάτων όχι σεμνών και σε επιθυμία χρημάτων όχι ευχρήστων και σε επιθυμία κενής και αδόξου δόξης» τότε είναι στην κυριολεξία άσωτος.
Η καρδιά, κατά την Βιβλικοπατερική Παράδοση, είναι η οικία όπου ο νους διαμένει με τον Θεό. Εκεί γίνεται μια συνεχής «εσωτερικευμένη θεία λειτουργία». Φεύγοντας ο νους σκορπά όλα τα χαρίσματα του Θεού. Κατά τους αγίους Πατέρας «νους αποστάς του Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης». Γι’ αυτό η επιστροφή του νου στην καρδιά και η απόκτηση της μνήμης του Θεού ζωοποιεί τον νεκρό νου, αφού φωτίζεται από την άκτιστη Χάρη του Θεού. Επομένως ζωή χωρίς προσευχή είναι ασωτία και ζωή με προσευχή είναι όντως ΖΩΗ. Νους που συνάπτεται με τον Θεό «και αυτώ εγχρονίζων διά προσευχής και αγάπης σοφός γίνεται και αγαθός και δυνατός και φιλάνθρωπος και ελεήμων και μακρόθυμος» (αγ. Μάξιμος).
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η φθορά, ο θάνατος, η νέκρωση είναι ασωτία, ενώ η αφθαρσία, η αθανασία, η ζωή είναι καρποί μετανοίας. Γι’ αυτό ας μοιάσουμε, όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, με τον άσωτο υιό, που δεν ήταν άσωτος μόνον στην αμαρτία, αλλά και στην μετάνοια, για να αποκαταστήσουμε την υπόστασή μας στο πρωτόκτιστο κάλλος με το οποίο την στόλισε ο δημιουργός.
Ασωτία και ζωή
«ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε» (Λουκ. ιε’ 24)
Ο Κύριος με την παραβολή του ασώτου υιού δεν θέλει να περιγράψει την ζωή της ασωτίας απλώς, αφού η αναφορά της γίνεται με δύο μόνον λέξεις («ζων ασώτως») ενώ το βάρος πέφτει στην επιστροφή, αλλά αφ’ ενός μεν θέλει να παρουσιάσει τις συνέπειες που δημιούργησε στον νεώτερο υιό η απομάκρυνσή του από την πατρική οικία, αφ’ ετέρου δε την μεγάλη και υπερβάλλουσα αγάπη που έδειξε ο πατήρ στον επιστρέψαντα υιό. Έτσι ερμήνευσαν την σημερινή παραβολή οι θεοφόροι και πνευματοφόροι Πατέρες, εν αντιθέσει με άλλους σημερινούς που την ερμηνεύουν λογοτεχνικά ή ηθικολογικά. Για μας και γενικά για όλους τους Ορθοδόξους μεγάλη σημασία δεν έχει τι λέγει ο ένας και ο άλλος, αλλά τι λέγουν οι άγιοι Πατέρες , που είναι η Αποκάλυψη στην ιστορία, που έχουν φθάσει στην θεωρία. Διότι η κατανόηση της πραγματικής διδασκαλίας της Αγίας Γραφής είναι ένα είδος θεωρίας.
Με τις λίγες σκέψεις που θα ακολουθήσουν θα προσπαθήσουμε να δούμε τρεις πατερικές ερμηνείες, που θα μας βοηθήσουν να εισέλθουμε στο βαθύτερο νόημα της παραβολής και να βρούμε τον εαυτό μας.
Ασωτία και νέκρωση
Ο άσωτος υιός όταν ήταν έξω από την οικία και την πατρική αγάπη ήταν νεκρός. Απήλαυσε την ζωή με την επιστροφή του στον Πατέρα. Αυτή την έννοια έχουν οι λόγοι του ευσπλάχνου πατρός: «ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε…». Αυτό δείχνει ότι η ζωή έξω από τον Θεό, που είναι ο Πατέρας μας είναι νέκρωση. Ο Θεός είναι η ενυπόστατη Ζωή. Εκείνος που απομακρύνεται από Αυτόν είναι νεκρός κατά Χάριν, έστω κι αν ζει σωματικά και κατέχει μεγάλη κοινωνική θέση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης διδάσκει ότι «ου γαρ αληθώς ζη ο την αληθή μη έχων ζωή. των αμαρτωλών η ζωή ουκ αληθώς εστίν ο λέγεται, αλλ’ ονομάζεται μόνον».
Γενικά οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν, ότι, όπως όταν φύγει η ψυχή από το σώμα νεκρώνεται και αναδίδεται δυσωσμία, δείγμα ότι στερείται της ψυχής, έτσι και όταν φύγει από την ψυχή το Πανάγιο Πνεύμα, που είναι η ψυχή της ψυχής μας, ο νους του νοός μας, η ζωή της ζωής μας, τότε η ψυχή νεκρώνεται και αναδίδει την σαπίλα του θανάτου. Έτσι καταλαβαίνουμε πως η αμαρτία είναι θάνατος της αθανάτου. Είναι ένα υπαρκτικό γεγονός και όχι μια απλή ψυχολογική σύγκρουση ή ένα ηθικολογικό γεγονός. Όταν όμως ο νεκρός άνθρωπος επιστρέψει στον Πατέρα, τότε ζει την αληθινή ζωή και γεύεται την πραγματική ευτυτχία και μακαριότητα.
Άσωτος ο άνθρωπος έξω από τον Θεάνθρωπο
Με αυτό το πρίσμα άσωτος ήταν ο Αδάμ και οι απόγονοί του, αφού απομακρύνθηκαν από τον Θεό, απέβαλαν με την αμαρτία τον χιτώνα της θείας Χάριτος και φόρεσαν τον δερμάτινο χιτώνα της φθοράς και της θνητότητος. Απελάκτισεν ο ηγαπημένος την δωρεά της δυνατότητος της θεώσεως και προτίμησε την άσωτη ζωή. Απώλεσε την κοινωνία με τον Θεό. Όλη η ζωή έξω από τον Θεό είναι ασωτία.
Ήλθε όμως ο Κύριος Ιησούς Χριστός και με την ενανθρώπισή Του έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα να επιστρέψει στην οικία δηλ. στον Παράδεισο. Ο Πατήρ γεμάτος αγάπη άνοιξε τις αγκάλες Του και του δίδει τον ασπασμό της ειρήνης. τον εισάγει στην οικία δηλ. στην Εκκλησία. του δίδει το δακτυλίδι της υιοθεσίας. του φορεί διά του αγίου Βαπτίσματος την στολή την πρώτη, την στολή του Αγίου Πνεύματος. Ενδυόμεθα το Άγιο Πνεύμα όχι όπως ενδυόμεθα το ιμάτιο, αλλά όπως ο σίδηρος το πυρ «ουκ έξωθεν, αλλ’ όλως διόλου ανακιρνώμενος και την καρδίαν έχομεν πληρούντα τον Παράκλητον, και τους οφθαλμούς φωτίζοντα, και τας ακοάς αγιάζοντα, και λογισμούς καταστέλλοντα, και νοήματα πηγάζοντα και σοφίαν χορηγούντα, και πρόσωπα Χάριτος πληρούντα». Ακόμη ο Πατήρ θύει με την θεία Ευχαριστία τον μόσχο τον σιτευτό, του προσφέρει δηλ. το Σώμα και το Αίμα του Αμνού του Θεού, «του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου». Ζώντας δε στην αγία Εκκλησία, στην οικία του Πατρός, ο άνθρωπος πανηγυρίζει και ευφραίνεται, γιατί σ’ αυτήν «κοινή των επουρανίων και των επιγείων συγκροτείται πανήγυρις, μια ευχαριστία, εν αγαλλίαμα, μία ευφρόσυνος χοροστασία». Μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία «το τερπνόν και μακάριον ενηχεί μέλος, το αγγελικόν άσμα» (Ι. Χρυσόστομος).
Έτσι μέσα στην Εκκλησία αισθανόμαστε άνετα και βιώνουμε την πραγματική και φυσική ζωή. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, η ομοούσιος και ζωοποιός Αγία Τριάς καλεί τον άσωτο και τον ζωοποιεί. Στην Εκκλησία ζούμε την αναξιότητά μας, αλλά και την μεγαλόδωρη αγάπη του Θεού, που μας καταδέχεται. Νοιώθουμε καλά ότι η αιτία της καταδίκης μας δεν είναι η αμαρτία, αφού όλοι είμαστε αμαρτωλοί, αλλά η άρνηση της αγάπης του Θεού. Έτσι τα μέλη της Εκκλησίας δεν είναι άθροισμα «εναρέτων», αλλά αμαρτωλών που μετανοούν και βιώνουν την αγάπη του Θεού. Επομένως η Εκκλησία δεν είναι στέρηση ζωής, αλλά πλησμονή ζωής. Δεν είναι απουσία αγάπης, αλλά περίσσεια αγάπης.
Άσωτος και διασκορπισμένος νους
Ο άσωτος υιός της παραβολής εκφράζει άριστα, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον άσωτο νου. Δηλαδή όταν ο νους του ανθρώπου εξέρχεται από την καρδιά και από την διαρκή μνήμη του Θεού και στρέφεται αμαρτωλά και αισθησιακά στην κτίση, όταν «σκορπίζεται σε επιθυμία τροφών όχι αναγκαίων, σε επιθυμία σωμάτων όχι σεμνών και σε επιθυμία χρημάτων όχι ευχρήστων και σε επιθυμία κενής και αδόξου δόξης» τότε είναι στην κυριολεξία άσωτος.
Η καρδιά, κατά την Βιβλικοπατερική Παράδοση, είναι η οικία όπου ο νους διαμένει με τον Θεό. Εκεί γίνεται μια συνεχής «εσωτερικευμένη θεία λειτουργία». Φεύγοντας ο νους σκορπά όλα τα χαρίσματα του Θεού. Κατά τους αγίους Πατέρας «νους αποστάς του Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης». Γι’ αυτό η επιστροφή του νου στην καρδιά και η απόκτηση της μνήμης του Θεού ζωοποιεί τον νεκρό νου, αφού φωτίζεται από την άκτιστη Χάρη του Θεού. Επομένως ζωή χωρίς προσευχή είναι ασωτία και ζωή με προσευχή είναι όντως ΖΩΗ. Νους που συνάπτεται με τον Θεό «και αυτώ εγχρονίζων διά προσευχής και αγάπης σοφός γίνεται και αγαθός και δυνατός και φιλάνθρωπος και ελεήμων και μακρόθυμος» (αγ. Μάξιμος).
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η φθορά, ο θάνατος, η νέκρωση είναι ασωτία, ενώ η αφθαρσία, η αθανασία, η ζωή είναι καρποί μετανοίας. Γι’ αυτό ας μοιάσουμε, όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, με τον άσωτο υιό, που δεν ήταν άσωτος μόνον στην αμαρτία, αλλά και στην μετάνοια, για να αποκαταστήσουμε την υπόστασή μας στο πρωτόκτιστο κάλλος με το οποίο την στόλισε ο δημιουργός.
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος paroikos την Κυρ Απρ 22, 2007 12:50 pm, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Κυριακή της Απόκρεω
H αιώνιος ζωή
«Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν…» (Ματθ. κε’ 34)
Ενώ οι αμαρτωλοί (οι αμετανόητοι) ακούοντας την σημερινή περικοπή καταλαμβάνονται από φόβο και τρόμο, οι δίκαιοι (οι μετανοούντες) αισθάνονται αγαλλίαση γιατί ακούνε το Ευαγγέλιο των ουρανίων και αιωνίων γάμων τους. Οι άγιοι εδώ στην γη ετέλεσαν τους αρραβώνας με τον Νυμφίο Χριστό, τότε όμως στην Δευτέρα Παρουσία θα απολαύσουν τους γάμους των. Αυτό σημαίνει ότι για τους αγίους η Βασιλεία των Ουρανών, ο Παράδεισος, η αιώνιος ζωή δεν είναι μόνο κατάσταση του μέλλοντος αιώνος, δεν είναι πέρα από τον χρόνο, αλλά μια παρούσα πραγματικότητα. Αυτήν την μεγάλη και θεμελιώδη για τον Χριστιανισμό αλήθεια θα επιδιώξουμε να παρουσιάσουμε, όσο μπορούμε πιο σύντομα.
Τι είναι αιώνιος ζωή
Αιώνιος ζωή δεν είναι μια αφηρημένη κατάσταση, μια έξοδος από τα χρονικά όρια, αλλά η εν Χριστώ ζωή. Ο Ίδιος ο Κύριος διεκήρυξε την μεγάλη αλήθεια: «Αύτη δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιωαν. ιζ’ 13). Δηλαδή η γνώση του Θεού και η γνώση του Χριστού είναι αιώνιος ζωή. Και όταν λέμε γνώση εννοούμε την ένωση του ανθρώπου με τον Χριστό και αυτή η ένωση είναι η θέωση.
Με την ενανθρώπιση του Χριστού ολόκληρη η ιστορία περιεχωρήθει υπό της αιωνιότητος και η γη έγινε Παράδεισος. Έτσι και η γαστήρ της Θεοτόκου, που δέχτηκε τον Χριστό, λέγεται Παράδεισος. «Παράδεισος και γαρ η εκείνης γαστήρ εδείχθη νοητός εν ω το θείον φυτόν». Γι’ αυτό ο Χριστός δεν είναι απλώς το κέντρον της ανθρωπότητος και της ιστορίας, αλλά είναι η μεταμόρφωση της ανθρωπότητος και της ιστορίας.
Οι ορθόδοξοι το βιώνουν και το γνωρίζουν καλά, ότι το αιώνιο δεν είναι πέρα από τον χρόνο και την ιστορία, αλλά τέμνει την ιστορία και τον χρόνο. Στην Εκκλησία δεν υπάρχει η γραμμική διατύπωση περί χρόνου, αλλά η σταυρική. Αυτό θέλει να πει ότι δεν περιμένουμε να απολαύσουμε το αιώνιο στο τέλος της ιστορίας και του χρόνου, αλλά το απολαμβάνουμε σε κάθε χρονική και ιστορική στιγμή.
Εμπειρίες αιωνίου ζωής
Η ζωή του Χριστού, αυτή η ίδια η αιωνιότης, υπάρχει πλούσια μέσα στην Εκκλησία, αφού αυτή είναι το ευλογημένο Σώμα Του. Όπως στον ανθρώπινο οργανισμό δεν είναι άλλη η ζωή της κεφαλής και άλλη η ζωή του σώματος, έτσι και στην περίπτωση που εξετάζουμε δεν είναι άλλη η ζωή του Χριστού και άλλη η ζωή της Εκκλησίας. Μέσα στην Εκκλησία εισρέουν ισχυρά κύματα αιωνίου ζωής, αφού η αιωνιότης είναι ο τρόπος ζωής της θείας υπάρξεως, που είναι η κεφαλή Της. Στον Χριστό «ευδόκησε παν το πλήρωμα κατοικήσαι» (Κολ. α’ 19), το πλήρωμα της Ζωής, της Δικαιοσύνης, της Αγάπης, της Αιωνιότητος υπάρχει και μέσα στο Σώμα Του δηλαδή στην Εκκλησία. Έτσι με την Χάρη του Χριστού απολαμβάνουμε εμπειρίες της αιωνιότητος ως μέλη της Εκκλησίας του Χριστού.
Με το άγιο Βάπτισμα η Εκκλησία καινοποιεί τον κτιστό άνθρωπο και τον εισάγει κατά τους Πατέρας, «εις την υπέρ αίσθησιν και νουν ζωήν του νέου αιώνος». Πράγματι όπως η ενσάρκωση του Χριστού είναι η αρχή της θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεως έτσι και η με το άγιο Βάπτισμα ενσωμάτωσή μας στο Σώμα του Χριστού, είναι η αρχή της θεώσεώς μας. Γι’ αυτό το άγιο Βάπτισμα λέγεται φώτισμα και γέννηση. «Βαπτιζόμενοι φωτιζόμεθα. φωτιζόμενοι, υιοθετούμεθα. υιοθετούμενοι, τελειούμεθα. τελειούμενοι, αποθανατιζόμεθα» (Κλήμης Αλεξανδρείας).
Με την θεία Ευχαριστία η Εκκλησία ζωοποιεί τον άνθρωπο. Η θεία Ευχαριστία, που αποτελεί την βαθυτάτη έκφραση της Εκκλησίας, αρχίζει με την δοξολογία της Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ιδίως όταν ο πιστός μεταλαμβάνει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού γίνεται κατά Χάριν υιός του Θεού και «άπαντα τα μέλη του γίνονται φωτοφόρα». Φωτίζονται και δοξάζονται, αφού ο άνθρωπος δέχεται τον Χριστό, που είναι το Φως και η Ζωή. Μεταλαμβάνοντας ο Χριστιανός το άχραντο και άφθαρτο Σώμα του Χριστού, μετέχει της αφθαρσίας, ενώνεται με τον Χριστό και θεώνεται. Στο τέλος της θείας Ευχαριστίας του Μ. Βασιλείου ο Ιερεύς ομολογεί: «ενεπλήσθημεν της ατελευτήτου σου ζωής».
Την μετοχή της αιωνίου ζωής, την απόκτηση της εμπειρίας της αιωνιότητος απολαμβάνει ο άνθρωπος και κατά την ώρα της προσευχής. Υπάρχουν στιγμές που ο προσευχόμενος δέχεται την επίσκεψη της ακτίστου Χάριτος, οπότε παύει να υπάρχει ο χρόνος, γιατί τότε ο προσευχόμενος «θεωρεί» τον Θεό και βιώνει την αιωνιότητα, όπως οι μαθηταί επάνω στο Θαβώρ. Τότε, κατά την μαρτυρία των αγίων, ο κόσμος λησμονείται και ο προσευχόμενος ζει την παρουσία του Θεού. Οι άγιοι Πατέρες, ερμηνεύοντας το γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού, είπαν ότι η θεωρία του ακτίστου Φωτός είναι η βασιλεία του Θεού, «η καλλονή του μέλλοντος αιώνος», «η υπόστασις των μελλόντων αγαθών», «το βρώμα των επουρανίων» (αγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Βέβαια όλα αυτά είναι ακατανόητα για τον εκκοσμικευμένο άνθρωπο της εποχής μας, αλλά είναι πραγματικότητα γι’ αυτούς που και σήμερα τα ζουν.
Επομένως η ζωή μας μέσα στην Εκκλησία είναι η πρώτη ανάσταση, η οποία μας δίδει την βεβαιότητα ότι θα απολαύσουμε και την δευτέρα ανάσταση, μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Έτσι πρέπει να ερμηνευθεί το του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου ότι αν ο άνθρωπος δεν δει από την ζωή αυτή το άκτιστο Φως να μη περιμένει να το δει στην άλλη ζωή.
Όλα αυτά που αναφέραμε δεν είναι αφηρημένες θεολογικές έννοιες, αλλά έχουν μεγάλη κοινωνιολογική σημασία. Γιατί οι άγιοι ζώντας από την ζωή αυτή την αιωνιότητα βλέπουν καθαρά τα πράγματα, αντιμετωπίζουν σωστά τον άνθρωπο και τον κόσμο. Τον πλησίον οι άγιοι δεν τον αντιμετωπίζουν σαν θνητό άνθρωπο που πρέπει να του αυξηθεί ο μισθός κλπ., όπως κάνουν όλα τα υλιστικά ανθρώπινα συστήματα, αλλά σαν αιώνιο άνθρωπο, αδελφό του Χριστού, τον ίδιο τον Χριστό. Στο πρόσωπο του συνανθρώπου τους βλέπουν τον Χριστό, όπως είπε το σημερινό Ευαγγέλιο.
Η Εκκλησία δεν ενδιαφέρεται μόνον για το αιώνιο, αλλά βιώνουσα το αιώνιο λύει σωστά το παρόν. Γι’ αυτό όπιο του λαού είναι τα αθεϊστικά συστήματα, που αντιμετωπίζουν μονοδιάστατα τα προβλήματα του ανθρώπου. Η κοινωνία θα ήταν διαφορετική, αν δεχόταν την επίδραση της Εκκλησίας, που είναι η πραγματική κοινωνία. Ας επιδιώξουμε να ζήσουμε την πρώτη ανάσταση μέσα στην Εκκλησία, για να είμαστε οι ευλογημένοι του Πατρός.
H αιώνιος ζωή
«Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν…» (Ματθ. κε’ 34)
Ενώ οι αμαρτωλοί (οι αμετανόητοι) ακούοντας την σημερινή περικοπή καταλαμβάνονται από φόβο και τρόμο, οι δίκαιοι (οι μετανοούντες) αισθάνονται αγαλλίαση γιατί ακούνε το Ευαγγέλιο των ουρανίων και αιωνίων γάμων τους. Οι άγιοι εδώ στην γη ετέλεσαν τους αρραβώνας με τον Νυμφίο Χριστό, τότε όμως στην Δευτέρα Παρουσία θα απολαύσουν τους γάμους των. Αυτό σημαίνει ότι για τους αγίους η Βασιλεία των Ουρανών, ο Παράδεισος, η αιώνιος ζωή δεν είναι μόνο κατάσταση του μέλλοντος αιώνος, δεν είναι πέρα από τον χρόνο, αλλά μια παρούσα πραγματικότητα. Αυτήν την μεγάλη και θεμελιώδη για τον Χριστιανισμό αλήθεια θα επιδιώξουμε να παρουσιάσουμε, όσο μπορούμε πιο σύντομα.
Τι είναι αιώνιος ζωή
Αιώνιος ζωή δεν είναι μια αφηρημένη κατάσταση, μια έξοδος από τα χρονικά όρια, αλλά η εν Χριστώ ζωή. Ο Ίδιος ο Κύριος διεκήρυξε την μεγάλη αλήθεια: «Αύτη δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιωαν. ιζ’ 13). Δηλαδή η γνώση του Θεού και η γνώση του Χριστού είναι αιώνιος ζωή. Και όταν λέμε γνώση εννοούμε την ένωση του ανθρώπου με τον Χριστό και αυτή η ένωση είναι η θέωση.
Με την ενανθρώπιση του Χριστού ολόκληρη η ιστορία περιεχωρήθει υπό της αιωνιότητος και η γη έγινε Παράδεισος. Έτσι και η γαστήρ της Θεοτόκου, που δέχτηκε τον Χριστό, λέγεται Παράδεισος. «Παράδεισος και γαρ η εκείνης γαστήρ εδείχθη νοητός εν ω το θείον φυτόν». Γι’ αυτό ο Χριστός δεν είναι απλώς το κέντρον της ανθρωπότητος και της ιστορίας, αλλά είναι η μεταμόρφωση της ανθρωπότητος και της ιστορίας.
Οι ορθόδοξοι το βιώνουν και το γνωρίζουν καλά, ότι το αιώνιο δεν είναι πέρα από τον χρόνο και την ιστορία, αλλά τέμνει την ιστορία και τον χρόνο. Στην Εκκλησία δεν υπάρχει η γραμμική διατύπωση περί χρόνου, αλλά η σταυρική. Αυτό θέλει να πει ότι δεν περιμένουμε να απολαύσουμε το αιώνιο στο τέλος της ιστορίας και του χρόνου, αλλά το απολαμβάνουμε σε κάθε χρονική και ιστορική στιγμή.
Εμπειρίες αιωνίου ζωής
Η ζωή του Χριστού, αυτή η ίδια η αιωνιότης, υπάρχει πλούσια μέσα στην Εκκλησία, αφού αυτή είναι το ευλογημένο Σώμα Του. Όπως στον ανθρώπινο οργανισμό δεν είναι άλλη η ζωή της κεφαλής και άλλη η ζωή του σώματος, έτσι και στην περίπτωση που εξετάζουμε δεν είναι άλλη η ζωή του Χριστού και άλλη η ζωή της Εκκλησίας. Μέσα στην Εκκλησία εισρέουν ισχυρά κύματα αιωνίου ζωής, αφού η αιωνιότης είναι ο τρόπος ζωής της θείας υπάρξεως, που είναι η κεφαλή Της. Στον Χριστό «ευδόκησε παν το πλήρωμα κατοικήσαι» (Κολ. α’ 19), το πλήρωμα της Ζωής, της Δικαιοσύνης, της Αγάπης, της Αιωνιότητος υπάρχει και μέσα στο Σώμα Του δηλαδή στην Εκκλησία. Έτσι με την Χάρη του Χριστού απολαμβάνουμε εμπειρίες της αιωνιότητος ως μέλη της Εκκλησίας του Χριστού.
Με το άγιο Βάπτισμα η Εκκλησία καινοποιεί τον κτιστό άνθρωπο και τον εισάγει κατά τους Πατέρας, «εις την υπέρ αίσθησιν και νουν ζωήν του νέου αιώνος». Πράγματι όπως η ενσάρκωση του Χριστού είναι η αρχή της θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεως έτσι και η με το άγιο Βάπτισμα ενσωμάτωσή μας στο Σώμα του Χριστού, είναι η αρχή της θεώσεώς μας. Γι’ αυτό το άγιο Βάπτισμα λέγεται φώτισμα και γέννηση. «Βαπτιζόμενοι φωτιζόμεθα. φωτιζόμενοι, υιοθετούμεθα. υιοθετούμενοι, τελειούμεθα. τελειούμενοι, αποθανατιζόμεθα» (Κλήμης Αλεξανδρείας).
Με την θεία Ευχαριστία η Εκκλησία ζωοποιεί τον άνθρωπο. Η θεία Ευχαριστία, που αποτελεί την βαθυτάτη έκφραση της Εκκλησίας, αρχίζει με την δοξολογία της Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ιδίως όταν ο πιστός μεταλαμβάνει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού γίνεται κατά Χάριν υιός του Θεού και «άπαντα τα μέλη του γίνονται φωτοφόρα». Φωτίζονται και δοξάζονται, αφού ο άνθρωπος δέχεται τον Χριστό, που είναι το Φως και η Ζωή. Μεταλαμβάνοντας ο Χριστιανός το άχραντο και άφθαρτο Σώμα του Χριστού, μετέχει της αφθαρσίας, ενώνεται με τον Χριστό και θεώνεται. Στο τέλος της θείας Ευχαριστίας του Μ. Βασιλείου ο Ιερεύς ομολογεί: «ενεπλήσθημεν της ατελευτήτου σου ζωής».
Την μετοχή της αιωνίου ζωής, την απόκτηση της εμπειρίας της αιωνιότητος απολαμβάνει ο άνθρωπος και κατά την ώρα της προσευχής. Υπάρχουν στιγμές που ο προσευχόμενος δέχεται την επίσκεψη της ακτίστου Χάριτος, οπότε παύει να υπάρχει ο χρόνος, γιατί τότε ο προσευχόμενος «θεωρεί» τον Θεό και βιώνει την αιωνιότητα, όπως οι μαθηταί επάνω στο Θαβώρ. Τότε, κατά την μαρτυρία των αγίων, ο κόσμος λησμονείται και ο προσευχόμενος ζει την παρουσία του Θεού. Οι άγιοι Πατέρες, ερμηνεύοντας το γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού, είπαν ότι η θεωρία του ακτίστου Φωτός είναι η βασιλεία του Θεού, «η καλλονή του μέλλοντος αιώνος», «η υπόστασις των μελλόντων αγαθών», «το βρώμα των επουρανίων» (αγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Βέβαια όλα αυτά είναι ακατανόητα για τον εκκοσμικευμένο άνθρωπο της εποχής μας, αλλά είναι πραγματικότητα γι’ αυτούς που και σήμερα τα ζουν.
Επομένως η ζωή μας μέσα στην Εκκλησία είναι η πρώτη ανάσταση, η οποία μας δίδει την βεβαιότητα ότι θα απολαύσουμε και την δευτέρα ανάσταση, μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Έτσι πρέπει να ερμηνευθεί το του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου ότι αν ο άνθρωπος δεν δει από την ζωή αυτή το άκτιστο Φως να μη περιμένει να το δει στην άλλη ζωή.
Όλα αυτά που αναφέραμε δεν είναι αφηρημένες θεολογικές έννοιες, αλλά έχουν μεγάλη κοινωνιολογική σημασία. Γιατί οι άγιοι ζώντας από την ζωή αυτή την αιωνιότητα βλέπουν καθαρά τα πράγματα, αντιμετωπίζουν σωστά τον άνθρωπο και τον κόσμο. Τον πλησίον οι άγιοι δεν τον αντιμετωπίζουν σαν θνητό άνθρωπο που πρέπει να του αυξηθεί ο μισθός κλπ., όπως κάνουν όλα τα υλιστικά ανθρώπινα συστήματα, αλλά σαν αιώνιο άνθρωπο, αδελφό του Χριστού, τον ίδιο τον Χριστό. Στο πρόσωπο του συνανθρώπου τους βλέπουν τον Χριστό, όπως είπε το σημερινό Ευαγγέλιο.
Η Εκκλησία δεν ενδιαφέρεται μόνον για το αιώνιο, αλλά βιώνουσα το αιώνιο λύει σωστά το παρόν. Γι’ αυτό όπιο του λαού είναι τα αθεϊστικά συστήματα, που αντιμετωπίζουν μονοδιάστατα τα προβλήματα του ανθρώπου. Η κοινωνία θα ήταν διαφορετική, αν δεχόταν την επίδραση της Εκκλησίας, που είναι η πραγματική κοινωνία. Ας επιδιώξουμε να ζήσουμε την πρώτη ανάσταση μέσα στην Εκκλησία, για να είμαστε οι ευλογημένοι του Πατρός.
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος paroikos την Κυρ Απρ 22, 2007 12:53 pm, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Kυριακή της Τυρινής
To θέατρο και οι θεατρίνοι
«Μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποι. αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών…» (Ματθ. στ’ 16)
Ερχόμενος ο Κύριος στον κόσμο βρήκε μια διεστραμμένη πνευματική κατάσταση. Όλη η λατρεία του πεπτωκότος ανθρώπου είχε μεταβληθεί σε ένα δημόσιο θέαμα. Εκινείτο στην περιφέρεια. Παντού υπήρχε η υποκρισία. Ο άνθρωπος και στην πορεία του ακόμη προς τον Θεό ήταν ανθρωποκεντρικός. Η νηστεία, η προσευχή, η δικαιοσύνη ήταν μέσα προβολής. Αντί να λατρεύει τον Θεό ελάτρευε τον ίδιο τον εαυτό του. Προσπαθούσε να φθάσει στον Θεό μέσα από το εγώ του. Αγνοούσε ότι η θέωση έρχεται διά της μακαρίας ταπεινώσεως, διά της τελείας εξαφανίσεως ή μάλλον διά της μεταμορφώσεως του εγώ. Αυτή η φρικτή όντως κατάσταση περιγράφεται ανάγλυφα και παραστατικά στην σημερινή ευαγγελική περικοπή. Ο Κύριος θεραπεύοντας αυτήν την νοσηρά πνευματική κατάσταση που ήταν δαιμονιώδης την μετέθεσε από την περιφέρεια στο βάθος. Όλα πρέπει να γίνωνται «εν κρυπτώ». Θα επιδιώξουμε σήμερα να μελετήσουμε λίγο την υποκρισία και τους υποκριτάς.
Το θέατρο της υποκρισίας
Υποκρισία είναι η επιτήδευση της αρετής και της ευσεβούς ζωής. Η ανυπαρξία της εσωτερικής ζωής, της πραγματικής ευσεβείας, εκδηλώνεται εξωτερικά, ως υπάρχουσα, με τα σχήματα της ευσεβείας. Γι’ αυτό η υποκρισία είναι ένα θέατρο χειρίστης μορφής και οι υποκριταί είναι θεατρίνοι. Κατά περιστάσεις υποδύονται διαφόρους ρόλους «όπως φανώσι τοις ανθρώποις».
Η υποκρισία, κατά τους Πατέρας, είναι προσποίηση της φιλίας, μίσος κεκαλυμμένο σε σχήμα φιλίας, έχθρα που εκδηλώνεται ως εύνοια, φθόνος που μιμείται τον χαρακτήρα της αγάπης. Υποκρισία είναι ο πλασματικός και όχι ο πραγματικός βίος της αρετής, η προσποίηση της δικαιοσύνης, η απάτη που έχει την μόρφωση της αληθείας (Μάξιμος ο Ομολογητής).
Με άλλα λόγια όταν ένα πάθος ενδύεται την αντίστοιχη αρετή για να κυκλοφορήσει μεταξύ των ανθρώπων αυτό λέγεται υποκρισία. Αυτή η κατάσταση αφανίζει κυριολεκτικά το πρόσωπο του ανθρώπου. Ο άνθρωπος από πρόσωπο γίνεται προσωπείο. Και όπως τονίσαμε προηγουμένως αυτή η φρικτή κατάσταση γίνεται στην προσπάθεια να προβληθεί το εγώ. Άρα στην πραγματικότητα είναι λατρεία του εγώ που καταντά σε καταδίκη του ανθρώπου.
Οι θεατρίνοι της εποχής του Χριστού
Είναι γνωστά τα «ουαί» που απηύθυνε ο Χριστός εναντίον των Φαρισαίων, των κατ’ εξοχήν εκφραστών της υποκρισίας. Ο Κύριος χρησιμοποίησε μια πολύ ρεαλιστική εικόνα για να παρουσιάσει την σχιζοφρενική κατάσταση των υποκριτών. Οι υποκριταί μοιάζουν σαν τους τάφους οι οποίοι «έξωθεν μεν φαίνονται ωραίοι, έσωθεν δε γέμουσιν οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας». Έτσι και οι Φαρισαίοι. Ο Κύριος τους είπε: «έξωθεν μεν φαίνεσθαι τοις ανθρώποις δίκαιοι, έσωθεν δε μεστοί εστε υποκρίσεως και ανομίας» (Ματθ. κγ’ 27,28). Οι Φαρισαίοι ήταν θεατρίνοι. Ανέβαιναν στην θρησκευτική σκηνή της εποχής άλλοτε διατυπανίζοντας ένα καλό που έκαναν, αμφιβόλου προελεύσεως, άλλοτε προσπαθώντας να φανούν στους ανθρώπους δίκαιοι, ενώ ήταν οι πιο άδικοι. Όμως για να είμαστε αληθινοί πρέπει να πούμε ότι η υποκρισία ήταν γνώρισμα και ασθένεια όλης της εποχής, αφού ο λαός διακρίνονταν για την ασθένεια αυτή (Λουκ. ιβ’ 56).
Οι θεατρίνοι κάθε εποχης
Δυστυχώς η υποκρισία δεν είναι προϊόν της προ Χριστού εποχής. Υπάρχει και σήμερα και είναι δυστύχημα που εκδηλώνεται και μεταξύ των ανθρώπων που ακολουθούν τον Χριστό. Αν ειλικρινά εξετάσουμε τον εαυτό μας θα διαπιστώσουμε ότι είμαστε θεατρίνοι σε όλα τα επίπεδα ζωής και παίζουμε διαρκώς θέατρο.
Πράγματι παίζουμε θέατρο, όταν με τον τρόπο της προσευχής και της εν γένει λατρευτικής ζωής επιδιώκουμε να προσελκύσουμε την προσοχή των άλλων και το χειρότερο επιδιώκουμε να καλύψουμε την ασθένεια της ψυχής. Όταν με το σεμνό σχήμα και το παραπέτασμα της κατηφείας κρύπτουμε «την ενυπάρχουσα θρασύτητα» και «τα της ψυχής τα αίσχη» (όσιος Νείλος). Παίζουμε θέατρο, όταν κοπτώμαστε για την δικαιοσύνη και την ισότητα, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε οι πιο άδικοι και μεγαλύτεροι τύραννοι. Παίζουμε θέατρο, όταν παρουσιαζόμαστε ως ενδιαφερόμενοι για τους άλλους και θυσιαζόμενοι γι’ αυτούς, ενώ επιδιώκουμε την εκμετάλλευση κάθε καταστάσεως. Παίζουμε θέατρο, όταν κάνουμε τον δυστυχισμένο, τον λυπημένο, τον περιφρονημένο, για να δημιουργήσουμε ανάλογες εντυπώσεις και να αποσπάσουμε το ενδιαφέρον των άλλων. Παίζουμε θέατρο παντού και πάντα. Στο σπίτι, στην κοινωνία, στην Εκκλησία.
Έτσι μαθημένοι να χρησιμοποιούμε διάφορες μάσκες στις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας, τι το παράξενο το ότι το κάνουμε και αισθητά αυτές τις ημέρες; Είναι παρατηρημένο ότι ό,τι απασχολεί τον άνθρωπο ή ό,τι κάνει ο άνθρωπος όλο τον χρόνο, αυτό εκδηλώνει και εξωτερικά σε μια εποχή που κοινωνικά…. επιτρέπεται! Αν δούμε την ενέργεια αυτή μέσα από την κατάσταση της υποκρισίας, θα διαπιστώσουμε ότι από τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος αφανίζει σήμερα το πρόσωπο και χρησιμοποιεί διάφορα προσωπεία (μάσκες) φανερώνει τα απωθημένα του βιώματα, εκδηλώνει εξωτερικά τα πάθη του, όπως τα χαρακτηρίζουν οι άγιοι Πατέρες.
Η σχιζοφρένεια της υποκρισίας
Ο υποκριτής μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ένας σχιζιφρενής τύπος. Άλλα πιστεύει και άλλα πράττει. Άλλος είναι και άλλος φαίνεται. Φανερώνει έτσι την διχασμένη και αλλοτριωμένη προσωπικότητά του, αφού εκδηλώνει με τη ζωή του την διάσπαση μεταξύ της υπάρξεως και της φανερώσεως, του είναι και του γίγνεσθαι. Επιδιώκει ο υποκριτής διαρκώς να δείχνει αυτό που δεν είναι και αυτό τον κάνει αγχώδη, νευρικό και νευρωτικό, με ένα λόγο άρρωστο. Ο ίδιος βασανίζεται εσωτερικά. Αργά ή γρήγορα γίνεται αντιληπτή αυτή η σχιζοφρενική κατάσταση και αυτή η ανακάλυψη αυξάνει το πρόβλημα.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι η σχιζοφρένια είναι δείγμα όλου του σύγχρονου πολιτισμού. Πράγματι αυτό είναι πέρα για πέρα αλήθεια, αφού ο σύγχρονος τρόπος ζωής είναι κατ’ εξοχήν υποκριτικός. Μετέβαλε τον άνθρωπο από πρόσωπο (υπόσταση υπάρξεως «ως ζωής πέρα από χώρο και χρόνο») σε ένα προσωπείο, σε ένα άτομο, σε ενδοκοσμικό ον.
Πρέπει να γίνουμε απλοί άνθρωποι. Να αποφεύγουμε την επιτήδευση. Να φαινόμαστε αυτό που είμαστε. Ο απόστολος Πέτρος παραγγέλει: «αποθέμενοι ουν πάσαν κακίαν, και πάντα δόλον και υποκρίσεις» (Α’ Πέτρου β’ Ι). Η υποκρισία είναι γέννημα της υπερηφανείας. Η απλότητα είναι γέννημα της ταπεινώσεως. Όταν κανείς επιδιώκει την κάθαρση της ψυχής από τα πάθη, τότε ενοποιείται. Αποβάλλει όλες τις μάσκες και γίνεται πρόσωπο. Και το πρόσωπο καταξιώνει την ύπαρξη του ανθρώπου. Η περίοδος της Μ. Τεσσαρακοστής ας μας βοηθήσει να καλλιεργήσουμε τον έσω της καρδίας άνθρωπο
To θέατρο και οι θεατρίνοι
«Μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποι. αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών…» (Ματθ. στ’ 16)
Ερχόμενος ο Κύριος στον κόσμο βρήκε μια διεστραμμένη πνευματική κατάσταση. Όλη η λατρεία του πεπτωκότος ανθρώπου είχε μεταβληθεί σε ένα δημόσιο θέαμα. Εκινείτο στην περιφέρεια. Παντού υπήρχε η υποκρισία. Ο άνθρωπος και στην πορεία του ακόμη προς τον Θεό ήταν ανθρωποκεντρικός. Η νηστεία, η προσευχή, η δικαιοσύνη ήταν μέσα προβολής. Αντί να λατρεύει τον Θεό ελάτρευε τον ίδιο τον εαυτό του. Προσπαθούσε να φθάσει στον Θεό μέσα από το εγώ του. Αγνοούσε ότι η θέωση έρχεται διά της μακαρίας ταπεινώσεως, διά της τελείας εξαφανίσεως ή μάλλον διά της μεταμορφώσεως του εγώ. Αυτή η φρικτή όντως κατάσταση περιγράφεται ανάγλυφα και παραστατικά στην σημερινή ευαγγελική περικοπή. Ο Κύριος θεραπεύοντας αυτήν την νοσηρά πνευματική κατάσταση που ήταν δαιμονιώδης την μετέθεσε από την περιφέρεια στο βάθος. Όλα πρέπει να γίνωνται «εν κρυπτώ». Θα επιδιώξουμε σήμερα να μελετήσουμε λίγο την υποκρισία και τους υποκριτάς.
Το θέατρο της υποκρισίας
Υποκρισία είναι η επιτήδευση της αρετής και της ευσεβούς ζωής. Η ανυπαρξία της εσωτερικής ζωής, της πραγματικής ευσεβείας, εκδηλώνεται εξωτερικά, ως υπάρχουσα, με τα σχήματα της ευσεβείας. Γι’ αυτό η υποκρισία είναι ένα θέατρο χειρίστης μορφής και οι υποκριταί είναι θεατρίνοι. Κατά περιστάσεις υποδύονται διαφόρους ρόλους «όπως φανώσι τοις ανθρώποις».
Η υποκρισία, κατά τους Πατέρας, είναι προσποίηση της φιλίας, μίσος κεκαλυμμένο σε σχήμα φιλίας, έχθρα που εκδηλώνεται ως εύνοια, φθόνος που μιμείται τον χαρακτήρα της αγάπης. Υποκρισία είναι ο πλασματικός και όχι ο πραγματικός βίος της αρετής, η προσποίηση της δικαιοσύνης, η απάτη που έχει την μόρφωση της αληθείας (Μάξιμος ο Ομολογητής).
Με άλλα λόγια όταν ένα πάθος ενδύεται την αντίστοιχη αρετή για να κυκλοφορήσει μεταξύ των ανθρώπων αυτό λέγεται υποκρισία. Αυτή η κατάσταση αφανίζει κυριολεκτικά το πρόσωπο του ανθρώπου. Ο άνθρωπος από πρόσωπο γίνεται προσωπείο. Και όπως τονίσαμε προηγουμένως αυτή η φρικτή κατάσταση γίνεται στην προσπάθεια να προβληθεί το εγώ. Άρα στην πραγματικότητα είναι λατρεία του εγώ που καταντά σε καταδίκη του ανθρώπου.
Οι θεατρίνοι της εποχής του Χριστού
Είναι γνωστά τα «ουαί» που απηύθυνε ο Χριστός εναντίον των Φαρισαίων, των κατ’ εξοχήν εκφραστών της υποκρισίας. Ο Κύριος χρησιμοποίησε μια πολύ ρεαλιστική εικόνα για να παρουσιάσει την σχιζοφρενική κατάσταση των υποκριτών. Οι υποκριταί μοιάζουν σαν τους τάφους οι οποίοι «έξωθεν μεν φαίνονται ωραίοι, έσωθεν δε γέμουσιν οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας». Έτσι και οι Φαρισαίοι. Ο Κύριος τους είπε: «έξωθεν μεν φαίνεσθαι τοις ανθρώποις δίκαιοι, έσωθεν δε μεστοί εστε υποκρίσεως και ανομίας» (Ματθ. κγ’ 27,28). Οι Φαρισαίοι ήταν θεατρίνοι. Ανέβαιναν στην θρησκευτική σκηνή της εποχής άλλοτε διατυπανίζοντας ένα καλό που έκαναν, αμφιβόλου προελεύσεως, άλλοτε προσπαθώντας να φανούν στους ανθρώπους δίκαιοι, ενώ ήταν οι πιο άδικοι. Όμως για να είμαστε αληθινοί πρέπει να πούμε ότι η υποκρισία ήταν γνώρισμα και ασθένεια όλης της εποχής, αφού ο λαός διακρίνονταν για την ασθένεια αυτή (Λουκ. ιβ’ 56).
Οι θεατρίνοι κάθε εποχης
Δυστυχώς η υποκρισία δεν είναι προϊόν της προ Χριστού εποχής. Υπάρχει και σήμερα και είναι δυστύχημα που εκδηλώνεται και μεταξύ των ανθρώπων που ακολουθούν τον Χριστό. Αν ειλικρινά εξετάσουμε τον εαυτό μας θα διαπιστώσουμε ότι είμαστε θεατρίνοι σε όλα τα επίπεδα ζωής και παίζουμε διαρκώς θέατρο.
Πράγματι παίζουμε θέατρο, όταν με τον τρόπο της προσευχής και της εν γένει λατρευτικής ζωής επιδιώκουμε να προσελκύσουμε την προσοχή των άλλων και το χειρότερο επιδιώκουμε να καλύψουμε την ασθένεια της ψυχής. Όταν με το σεμνό σχήμα και το παραπέτασμα της κατηφείας κρύπτουμε «την ενυπάρχουσα θρασύτητα» και «τα της ψυχής τα αίσχη» (όσιος Νείλος). Παίζουμε θέατρο, όταν κοπτώμαστε για την δικαιοσύνη και την ισότητα, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε οι πιο άδικοι και μεγαλύτεροι τύραννοι. Παίζουμε θέατρο, όταν παρουσιαζόμαστε ως ενδιαφερόμενοι για τους άλλους και θυσιαζόμενοι γι’ αυτούς, ενώ επιδιώκουμε την εκμετάλλευση κάθε καταστάσεως. Παίζουμε θέατρο, όταν κάνουμε τον δυστυχισμένο, τον λυπημένο, τον περιφρονημένο, για να δημιουργήσουμε ανάλογες εντυπώσεις και να αποσπάσουμε το ενδιαφέρον των άλλων. Παίζουμε θέατρο παντού και πάντα. Στο σπίτι, στην κοινωνία, στην Εκκλησία.
Έτσι μαθημένοι να χρησιμοποιούμε διάφορες μάσκες στις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας, τι το παράξενο το ότι το κάνουμε και αισθητά αυτές τις ημέρες; Είναι παρατηρημένο ότι ό,τι απασχολεί τον άνθρωπο ή ό,τι κάνει ο άνθρωπος όλο τον χρόνο, αυτό εκδηλώνει και εξωτερικά σε μια εποχή που κοινωνικά…. επιτρέπεται! Αν δούμε την ενέργεια αυτή μέσα από την κατάσταση της υποκρισίας, θα διαπιστώσουμε ότι από τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος αφανίζει σήμερα το πρόσωπο και χρησιμοποιεί διάφορα προσωπεία (μάσκες) φανερώνει τα απωθημένα του βιώματα, εκδηλώνει εξωτερικά τα πάθη του, όπως τα χαρακτηρίζουν οι άγιοι Πατέρες.
Η σχιζοφρένεια της υποκρισίας
Ο υποκριτής μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ένας σχιζιφρενής τύπος. Άλλα πιστεύει και άλλα πράττει. Άλλος είναι και άλλος φαίνεται. Φανερώνει έτσι την διχασμένη και αλλοτριωμένη προσωπικότητά του, αφού εκδηλώνει με τη ζωή του την διάσπαση μεταξύ της υπάρξεως και της φανερώσεως, του είναι και του γίγνεσθαι. Επιδιώκει ο υποκριτής διαρκώς να δείχνει αυτό που δεν είναι και αυτό τον κάνει αγχώδη, νευρικό και νευρωτικό, με ένα λόγο άρρωστο. Ο ίδιος βασανίζεται εσωτερικά. Αργά ή γρήγορα γίνεται αντιληπτή αυτή η σχιζοφρενική κατάσταση και αυτή η ανακάλυψη αυξάνει το πρόβλημα.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι η σχιζοφρένια είναι δείγμα όλου του σύγχρονου πολιτισμού. Πράγματι αυτό είναι πέρα για πέρα αλήθεια, αφού ο σύγχρονος τρόπος ζωής είναι κατ’ εξοχήν υποκριτικός. Μετέβαλε τον άνθρωπο από πρόσωπο (υπόσταση υπάρξεως «ως ζωής πέρα από χώρο και χρόνο») σε ένα προσωπείο, σε ένα άτομο, σε ενδοκοσμικό ον.
Πρέπει να γίνουμε απλοί άνθρωποι. Να αποφεύγουμε την επιτήδευση. Να φαινόμαστε αυτό που είμαστε. Ο απόστολος Πέτρος παραγγέλει: «αποθέμενοι ουν πάσαν κακίαν, και πάντα δόλον και υποκρίσεις» (Α’ Πέτρου β’ Ι). Η υποκρισία είναι γέννημα της υπερηφανείας. Η απλότητα είναι γέννημα της ταπεινώσεως. Όταν κανείς επιδιώκει την κάθαρση της ψυχής από τα πάθη, τότε ενοποιείται. Αποβάλλει όλες τις μάσκες και γίνεται πρόσωπο. Και το πρόσωπο καταξιώνει την ύπαρξη του ανθρώπου. Η περίοδος της Μ. Τεσσαρακοστής ας μας βοηθήσει να καλλιεργήσουμε τον έσω της καρδίας άνθρωπο