Eρμηνεία του Ευαγγελίου (Κυριακοδρόμιο)
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
Κυριακη Α' Νηστειών
H μυστική ζωή της Ορθοδοξίας
«απ’ άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον υιόν του ανθρώπου» (Ιω. α’ 52)
Ο Ναθαναήλ εξεπλάγει επειδή ο Κύριος απεκάλυψε το άδολο της καρδίας του και τον τόπο όπου βρισκόταν. Απαντώντας ο Κύριος στην ερώτησή του προσφέρει μια καινούργια αποκάλυψη: «Σας διαβεβαιώνω πως πολύ γρήγορα θα δείτε ανοιγμένο τον ουρανό και τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν στον Υιό του ανθρώπου». Αυτό μας δίδει την αφορμή να κάνουμε ένα μικρό σχολιασμό και να παρουσιάσουμε πολύ σύντομα το μεγαλείο της Ορθοδοξίας, που σήμερα τιμούμε.
Η θέα του Θεού γίνεται δια της θεώσεως
Προφανώς με τη απάντησή Του αυτή ο Κύριος θέλει να τονίσει την μεγάλη αλήθεια ότι ο Ιησούς, ως Υιός του Θεού, είναι η μεγαλύτερη και κατ’ εξοχήν αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο. Πράγματι οι μαθηταί Του και γενικά οι άγιοι αξιώθηκαν να δουν πολλές φορές το άνοιγμα των ουρανών και την δόξα του Θεανθρώπου Ιησού. Αυτό έγινε προ της Πεντηκοστής, αλλά και μετά την Πεντηκοστή. Ακόμη και ο Πρωτομάρτυς Στέφανος στο Συνέδριο ομολόγησε «Θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους και τον υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα» (Πραξ. ζ’ 56).
Αλλά ξέρουμε καλά από την εμπειρία όλων των αγίων ότι η θέα της δόξης του Θεανθρώπου γίνεται δια της θεώσεως του ανθρώπου δηλαδή δια της εσωτερικής μεταμορφώσεως και επομένως δεν είναι μια απλή θεωρία με τα σωματικά μάτια. Επάνω στο Θαβώριον Όρος «μετασκευάζονται οι οφθαλμοί των Αποστόλων τη δυνάμει του θείου Πνεύματος» και αξιώνονται να δουν την δόξα του Χριστού. Και ο Προφήτης Ηλίας «ουκ αισθητώς εκείνος είδεν» τον άσαρκο Λόγο, δηλαδή τον Χριστό, αφού το πρόσωπό του ήταν κεκαλυμμένο με την μηλωτή. Άρα δια της εσωτερικής καθάρσεως και με τους αισθητούς οφθαλμούς, που μεταμορφώνονται από το Άγιον Πνεύμα, βλέπει κανείς την δόξα του Χριστού, όπως άλλωστε και ο Ίδιος απεκάλυψε: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε’ .
Η μυστική ζωή της Ορθοδοξίας
Αυτά δείχνουν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ορθοδοξίας, το ότι η Ορθοδοξία είναι μυστική, δηλαδή όλη η θεολογία και η ζωής της είναι μυστική. Όταν λέμε μυστική ζωή δεν εννοούμε την ύπαρξη διαφόρων «μυστικών», αλλά την ζωή που κινείται πέρα από την επιφάνεια, άρα πέρα από αυτά που βλέπουμε. Αυτό φαίνεται καθαρά σε τρία σημεία.
Πρώτον. Η Ορθοδοξία χωρίς να παραγνωρίζει την λογική κινείται πέρα απ’ αυτή. Ο άνθρωπος λέμε συνήθως ότι είναι λογικό ον. Αυτό είναι σωστό κυρίως γιατί ο άνθρωπος πλάστηκε «κατ’ εικόνα» του Λόγου, του Δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Η Ορθοδοξία δεν παραθεωρεί την λογική του ανθρώπου, αλλά και δεν την απολυτοποιεί. Γνωρίζει ότι η λογική λειτουργία είναι μια από τις λειτουργίες της ψυχής, αφού η ψυχή είναι ενιαία και πολυδύναμη. Εκτός από την λογική υπάρχουν και άλλες ενέργειες όπως η επιθυμία, ο νους, η βούληση, η φαντασία κλπ. Αυτό το γνωρίζει και η σύγχρονη ψυχολογία που διαπιστώνει την ύπαρξη του υποσυνειδήτου, στο οποίο υπάρχουν πράγματα που δεν έχουν αξιολογηθεί από την λογική. Εάν λοιπόν η Ορθοδοξία είχε ανέκαθεν στραμμένη την προσοχή της σ’ αυτόν τον μυστικό και κεκρυμμένο θησαυρό που λέγεται καρδιά (κέντρο όλου του πνευματικού κόσμου) και αυτήν επιδιώκει να καθαρίσει και να ελευθερώσει. Ο Προφήτης Δαβίδ ψάλλει: «καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός». Η καρδιά ζει την κοινωνία με τον Θεό και η λογική διατυπώνει τις εμπειρίες της. Όταν όμως ο άνθρωπος θέλει να τα καταλαβαίνει όλα με την λογική του, τότε παύει να είναι ορθόδοξος. Γίνεται σχολαστικός, δηλαδή αιρετικός.
Δεύτερον. Η Ορθοδοξία χωρίς να παραγνωρίζει τις σωματικές αισθήσεις, κινείται πέρα από αυτές. Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή. Όπως το σώμα έχει αισθήσεις το ίδιο έχει και η ψυχή. Είναι οι λεγόμενες νοερές ή πνευματικές αισθήσεις. Με την μυστηριακή ορθόδοξη ζωή οι σωματικές αισθήσεις μεταμορφώνονται, δηλαδή γίνονται αισθήσεις του Σώματος του Χριστού. Συγχρόνως αναπτύσσονται οι νοερές εσωτερικές αισθήσεις. Οι άγιοι Πατέρες λένε ότι το αληθινό στοιχείο της αναγεννήσεως του ανθρώπου είναι η ανάπτυξη των νοερών αισθήσεων. Π.χ. ο άγιος Ισαάκ μας λέγει ότι «η ζωή εν Θεώ, κατάπτωσις των αισθήσεων εστίν. Ότε δε ζήσει η καρδία, καταπίπτουσιν οι αισθήσεις. Η ανάστασις των αισθήσεων, εστίν νέκρωσις καρδίας».
Μέσα στην Εκκλησία υπάρχει μια άλλη μυστική γλώσσα δια της οποίας αγιάζονται οι σωματικές αισθήσεις και αναπτύσσονται οι νοερές αισθήσεις. Και αυτή είναι η γλώσσα του συμβόλου. Το άναμμα του κεριού, η καύση της κανδήλας, το κερί προ του Ευαγγελίου, ο τρόπος της ευλογίας θέλουν να δείξουν κάτι εσωτερικό. Επίσης η Ορθοδοξία με την εικόνα της, της οποίας την αναστήλωση εορτάζουμε σήμερα, δεν θέλει απλώς να στολίσει τους Ναούς ή να ικανοποιήσει την όραση, αλλά να μεταδώσει άλλες εμπειρίες στον προσευχόμενο Χριστιανό. Στην Ορθόδοξη αγιογραφία φαίνεται η μεταμόρφωση της ανθρωπίνης φύσεως και του κόσμου, η έκχυση του Θαβωρίου Φωτός πάνω στο ανθρώπινο σώμα, η μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού, η αγάπη των αγίων στο Θεό και όλα τα εσωτερικά βιώματά τους. Είναι παρατηρημένο ότι όταν ο άνθρωπος ξέρει να βλέπει τις εικόνες, μεταμορφώνεται. Και όσο μεταμορφώνεται τόσο μπορεί να εκτιμήσει την μεγάλη αξία της Ορθόδοξης αγιογραφίας.
Τρίτον. Η Ορθοδοξία χωρίς να παραθεωρεί τα φαινόμενα, κινείται πέρα από αυτά. Ο Ορθόδοξος Χριστιανός δεν βλέπει ή δεν επηρεάζεται από τα εξωτερικά πράγματα, αλλά βλέπει την Πρόνοια του Θεού, που βρίσκεται κάτω από όλα τα ιστορικά και φυσικά γεγονότα. Αυτό γίνεται δια της εσωτερικής μεταμορφώσεως. Συνήθως εμείς, όντας ακάθαρτοι, αγνοούμε το θέλημα του Θεού και αποδίδουμε σ’ Αυτόν όλα τα πάθη μας και τους στοχασμούς μας με αποτέλεσμα να παλεύουμε με τον Θεό! Οι ορθόδοξοι σταυρώνουν όλα αυτά τα φαινόμενα. Ο άγιος Μάξιμος λέγει κάπου ότι «τα φαινόμενα πάντα δείται σταυρού… και τα νοούμενα χρήζει ταφής» και τότε ανασταίνεται ο εν ημίν λόγος και έρχεται η σωτηρία. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σταυρώνουμε καθημερινά κάθε σχέση με τα αισθητά, την αμεσότητα και να επιδιώκουμε την ελευθέρωση του νου από την θανατηφόρο ενέργεια των εξωτερικών ερεθισμάτων. Σταυρωμένοι μπορούμε να γνωρίσουμε το μακάριο πνεύμα της Ορθοδοξίας μας και να δούμε την δόξα του Χριστού.
Είναι αλήθεια ότι τα ανωτέρω ήθελαν περισσότερη ανάπτυξη. Αλλά ο χώρος είναι περιορισμένος. Είναι όμως εξ ίσου αλήθεια ότι απαιτείται προσωπικός αγώνας για να μπορέσουμε να βιώσουμε την μυστική αυτή ζωή της Εκκλησίας. Απαιτείται αγώνας εναντίον της αμαρτίας, κάθαρση των αισθήσεων, υπακοή σε πνευματικό πατέρα και τότε θα γνωρίσουμε αυτήν την μυστική ζωή της Εκκλησίας, που δυστυχώς είναι άγνωστη σε πολλούς Ορθοδόξους. Τότε τα ακατάληπτα γίνονται γνωστά και όσα φαίνονται πολύ μπερδεμένα, είναι πολύ απλά. Έτσι μπορούμε να γίνουμε Ιεραπόστολοι και να κάνουμε σωστή ιεραποστολή.
H μυστική ζωή της Ορθοδοξίας
«απ’ άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον υιόν του ανθρώπου» (Ιω. α’ 52)
Ο Ναθαναήλ εξεπλάγει επειδή ο Κύριος απεκάλυψε το άδολο της καρδίας του και τον τόπο όπου βρισκόταν. Απαντώντας ο Κύριος στην ερώτησή του προσφέρει μια καινούργια αποκάλυψη: «Σας διαβεβαιώνω πως πολύ γρήγορα θα δείτε ανοιγμένο τον ουρανό και τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν στον Υιό του ανθρώπου». Αυτό μας δίδει την αφορμή να κάνουμε ένα μικρό σχολιασμό και να παρουσιάσουμε πολύ σύντομα το μεγαλείο της Ορθοδοξίας, που σήμερα τιμούμε.
Η θέα του Θεού γίνεται δια της θεώσεως
Προφανώς με τη απάντησή Του αυτή ο Κύριος θέλει να τονίσει την μεγάλη αλήθεια ότι ο Ιησούς, ως Υιός του Θεού, είναι η μεγαλύτερη και κατ’ εξοχήν αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο. Πράγματι οι μαθηταί Του και γενικά οι άγιοι αξιώθηκαν να δουν πολλές φορές το άνοιγμα των ουρανών και την δόξα του Θεανθρώπου Ιησού. Αυτό έγινε προ της Πεντηκοστής, αλλά και μετά την Πεντηκοστή. Ακόμη και ο Πρωτομάρτυς Στέφανος στο Συνέδριο ομολόγησε «Θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους και τον υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα» (Πραξ. ζ’ 56).
Αλλά ξέρουμε καλά από την εμπειρία όλων των αγίων ότι η θέα της δόξης του Θεανθρώπου γίνεται δια της θεώσεως του ανθρώπου δηλαδή δια της εσωτερικής μεταμορφώσεως και επομένως δεν είναι μια απλή θεωρία με τα σωματικά μάτια. Επάνω στο Θαβώριον Όρος «μετασκευάζονται οι οφθαλμοί των Αποστόλων τη δυνάμει του θείου Πνεύματος» και αξιώνονται να δουν την δόξα του Χριστού. Και ο Προφήτης Ηλίας «ουκ αισθητώς εκείνος είδεν» τον άσαρκο Λόγο, δηλαδή τον Χριστό, αφού το πρόσωπό του ήταν κεκαλυμμένο με την μηλωτή. Άρα δια της εσωτερικής καθάρσεως και με τους αισθητούς οφθαλμούς, που μεταμορφώνονται από το Άγιον Πνεύμα, βλέπει κανείς την δόξα του Χριστού, όπως άλλωστε και ο Ίδιος απεκάλυψε: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε’ .
Η μυστική ζωή της Ορθοδοξίας
Αυτά δείχνουν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ορθοδοξίας, το ότι η Ορθοδοξία είναι μυστική, δηλαδή όλη η θεολογία και η ζωής της είναι μυστική. Όταν λέμε μυστική ζωή δεν εννοούμε την ύπαρξη διαφόρων «μυστικών», αλλά την ζωή που κινείται πέρα από την επιφάνεια, άρα πέρα από αυτά που βλέπουμε. Αυτό φαίνεται καθαρά σε τρία σημεία.
Πρώτον. Η Ορθοδοξία χωρίς να παραγνωρίζει την λογική κινείται πέρα απ’ αυτή. Ο άνθρωπος λέμε συνήθως ότι είναι λογικό ον. Αυτό είναι σωστό κυρίως γιατί ο άνθρωπος πλάστηκε «κατ’ εικόνα» του Λόγου, του Δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Η Ορθοδοξία δεν παραθεωρεί την λογική του ανθρώπου, αλλά και δεν την απολυτοποιεί. Γνωρίζει ότι η λογική λειτουργία είναι μια από τις λειτουργίες της ψυχής, αφού η ψυχή είναι ενιαία και πολυδύναμη. Εκτός από την λογική υπάρχουν και άλλες ενέργειες όπως η επιθυμία, ο νους, η βούληση, η φαντασία κλπ. Αυτό το γνωρίζει και η σύγχρονη ψυχολογία που διαπιστώνει την ύπαρξη του υποσυνειδήτου, στο οποίο υπάρχουν πράγματα που δεν έχουν αξιολογηθεί από την λογική. Εάν λοιπόν η Ορθοδοξία είχε ανέκαθεν στραμμένη την προσοχή της σ’ αυτόν τον μυστικό και κεκρυμμένο θησαυρό που λέγεται καρδιά (κέντρο όλου του πνευματικού κόσμου) και αυτήν επιδιώκει να καθαρίσει και να ελευθερώσει. Ο Προφήτης Δαβίδ ψάλλει: «καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός». Η καρδιά ζει την κοινωνία με τον Θεό και η λογική διατυπώνει τις εμπειρίες της. Όταν όμως ο άνθρωπος θέλει να τα καταλαβαίνει όλα με την λογική του, τότε παύει να είναι ορθόδοξος. Γίνεται σχολαστικός, δηλαδή αιρετικός.
Δεύτερον. Η Ορθοδοξία χωρίς να παραγνωρίζει τις σωματικές αισθήσεις, κινείται πέρα από αυτές. Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή. Όπως το σώμα έχει αισθήσεις το ίδιο έχει και η ψυχή. Είναι οι λεγόμενες νοερές ή πνευματικές αισθήσεις. Με την μυστηριακή ορθόδοξη ζωή οι σωματικές αισθήσεις μεταμορφώνονται, δηλαδή γίνονται αισθήσεις του Σώματος του Χριστού. Συγχρόνως αναπτύσσονται οι νοερές εσωτερικές αισθήσεις. Οι άγιοι Πατέρες λένε ότι το αληθινό στοιχείο της αναγεννήσεως του ανθρώπου είναι η ανάπτυξη των νοερών αισθήσεων. Π.χ. ο άγιος Ισαάκ μας λέγει ότι «η ζωή εν Θεώ, κατάπτωσις των αισθήσεων εστίν. Ότε δε ζήσει η καρδία, καταπίπτουσιν οι αισθήσεις. Η ανάστασις των αισθήσεων, εστίν νέκρωσις καρδίας».
Μέσα στην Εκκλησία υπάρχει μια άλλη μυστική γλώσσα δια της οποίας αγιάζονται οι σωματικές αισθήσεις και αναπτύσσονται οι νοερές αισθήσεις. Και αυτή είναι η γλώσσα του συμβόλου. Το άναμμα του κεριού, η καύση της κανδήλας, το κερί προ του Ευαγγελίου, ο τρόπος της ευλογίας θέλουν να δείξουν κάτι εσωτερικό. Επίσης η Ορθοδοξία με την εικόνα της, της οποίας την αναστήλωση εορτάζουμε σήμερα, δεν θέλει απλώς να στολίσει τους Ναούς ή να ικανοποιήσει την όραση, αλλά να μεταδώσει άλλες εμπειρίες στον προσευχόμενο Χριστιανό. Στην Ορθόδοξη αγιογραφία φαίνεται η μεταμόρφωση της ανθρωπίνης φύσεως και του κόσμου, η έκχυση του Θαβωρίου Φωτός πάνω στο ανθρώπινο σώμα, η μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού, η αγάπη των αγίων στο Θεό και όλα τα εσωτερικά βιώματά τους. Είναι παρατηρημένο ότι όταν ο άνθρωπος ξέρει να βλέπει τις εικόνες, μεταμορφώνεται. Και όσο μεταμορφώνεται τόσο μπορεί να εκτιμήσει την μεγάλη αξία της Ορθόδοξης αγιογραφίας.
Τρίτον. Η Ορθοδοξία χωρίς να παραθεωρεί τα φαινόμενα, κινείται πέρα από αυτά. Ο Ορθόδοξος Χριστιανός δεν βλέπει ή δεν επηρεάζεται από τα εξωτερικά πράγματα, αλλά βλέπει την Πρόνοια του Θεού, που βρίσκεται κάτω από όλα τα ιστορικά και φυσικά γεγονότα. Αυτό γίνεται δια της εσωτερικής μεταμορφώσεως. Συνήθως εμείς, όντας ακάθαρτοι, αγνοούμε το θέλημα του Θεού και αποδίδουμε σ’ Αυτόν όλα τα πάθη μας και τους στοχασμούς μας με αποτέλεσμα να παλεύουμε με τον Θεό! Οι ορθόδοξοι σταυρώνουν όλα αυτά τα φαινόμενα. Ο άγιος Μάξιμος λέγει κάπου ότι «τα φαινόμενα πάντα δείται σταυρού… και τα νοούμενα χρήζει ταφής» και τότε ανασταίνεται ο εν ημίν λόγος και έρχεται η σωτηρία. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σταυρώνουμε καθημερινά κάθε σχέση με τα αισθητά, την αμεσότητα και να επιδιώκουμε την ελευθέρωση του νου από την θανατηφόρο ενέργεια των εξωτερικών ερεθισμάτων. Σταυρωμένοι μπορούμε να γνωρίσουμε το μακάριο πνεύμα της Ορθοδοξίας μας και να δούμε την δόξα του Χριστού.
Είναι αλήθεια ότι τα ανωτέρω ήθελαν περισσότερη ανάπτυξη. Αλλά ο χώρος είναι περιορισμένος. Είναι όμως εξ ίσου αλήθεια ότι απαιτείται προσωπικός αγώνας για να μπορέσουμε να βιώσουμε την μυστική αυτή ζωή της Εκκλησίας. Απαιτείται αγώνας εναντίον της αμαρτίας, κάθαρση των αισθήσεων, υπακοή σε πνευματικό πατέρα και τότε θα γνωρίσουμε αυτήν την μυστική ζωή της Εκκλησίας, που δυστυχώς είναι άγνωστη σε πολλούς Ορθοδόξους. Τότε τα ακατάληπτα γίνονται γνωστά και όσα φαίνονται πολύ μπερδεμένα, είναι πολύ απλά. Έτσι μπορούμε να γίνουμε Ιεραπόστολοι και να κάνουμε σωστή ιεραποστολή.
Κυριακή Β' Νηστειών
O Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Παραλυτικός
«και έρχονται προς αυτόν παραλυτικόν φέροντες, αιρόμενον υπό τεσσάρων…» (Μαρκ. β’ 3)
Την Β’ Κυριακή των Νηστειών η Εκκλησία καθώρισε να εορτάζεται η μνήμη του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, σαν συνέχεια της Κυριακής της Ορθοδοξίας. Πράγματι σήμερα ακούσαμε τον απόηχο της προηγούμενης Κυριακής, αφού ο άγιος Γρηγόριος ήταν άξιο τέκνο της Εκκλησίας, που συνετέλεσε στον θρίαμβο της Ορθοδοξίας σε μια δύσκολη εποχή.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μεγάλος ησυχαστής, και έπειτα Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, εκφράζοντας την εμπειρία όλων των αγίων Πατέρων, πολέμησε τον Ορθολογισμό του 14ου αιώνος και διεφύλαξε την Ορθόδοξο Πίστη από τον κίνδυνο του αγνωστικισμού και του πανθεϊσμού, αναπτύσσοντας την θεμελιώδη αλήθεια της Εκκλησίας, γύρω από το μυστήριο της αδιαιρέτου διαιρέσεως της ουσίας και της ενεργείας του Θεού. Η διδασκαλία αυτή είναι απαραίτητη για την εποχή μας, γιατί πολλοί έχουν προσωπική άγνοια της ενεργείας του Θεού, με αποτέλεσμα να την συγχέουν με τα κτίσματα, ενώ άλλοι ομιλούν στοχαστικά για τα μεγάλα αυτά θέματα της πίστεως.
Τιμώντας λοιπόν την μνήμη του μεγάλου αυτού Πατρός της Εκκλησίας, θα παρουσιάσουμε την ερμηνεία που κάνει δυο σημείων της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, που περιγράφει την θεραπεία του παραλυτικού της Καπερναούμ. Είναι παρμένα από την ομιλία που έκανε ο άγιος την ημέρα αυτή στο Ποίμνιό του.
Οι άγιοι Πατέρες αλάνθαστοι ερμηνευτές των Γραφών
Κατ’ αρχάς πρέπει να υπογραμμίσουμε την μεγάλη σημασία της πατερικής ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Κατά την Ορθόδοξη διδασκαλία η Αποκάλυψη δεν ταυτίζεται με την Αγία Γραφή. Αυτό γίνεται από τους Προτεστάντας με αποτέλεσμα να πέφτουν σε πολλές αιρέσεις. Οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι η Αγία Γραφή δεν είναι η Πεντηκοστή. Πεντηκοστή είναι οι άγιοι, ενώ ο λόγος των αγίων είναι λόγος περί της Πεντηκοστής. Έτσι όσοι έχουν μέσα τους την αγιαστική ενέργεια της θείας Χάριτος μπορούν να αντιληφθούν τους αποκαλυπτικούς λόγους των Προφητών, Αποστόλων και προγενεστέρων τους αγίων. Αυτοί είναι οι αλάνθαστοι ερμηνευταί των Αγίων Γραφών, γιατί έφθασαν στον φωτισμό του νου.
Έτσι η καλύτερη «επιστημονική» προσέγγιση της Αγίας Γραφής είναι δια των αγίων. Κάθε ρήμα της Γραφής έχει «εγκεκρυμμένην εν εαυτώ δύναμιν πνευματικήν», την οποίαν αντιλαμβάνεται αυτός που έχει το Άγιον Πνεύμα. Η ερμηνεία της Αγίας Γραφής δεν είναι υπόθεση γραμματικών, φιλολογικών γνώσεων ή ιστορικών μόνον, αλλά κυρίως θεωρίας Θεού. Ο νους του αγίου καθαρίζεται, φωτίζεται και βλέπει καθαρά όλο το βάθος κάθε ρητού. Κατά τον άγιον Ισαάκ όσοι, φωτιζόμενοι από την θεία Χάρη, οδηγούνται στην τελειότητα της ζωής, πάντοτε αισθάνονται σαν να προέχεται μια νοητή ακτίνα μέσα από τους στίχους των γεγραμμένων και η οποία διαχωρίζει με πνευματική γνώση το νόημα των ψιλών λόγων από τα πράγματα των λεγομένων. Γι’ αυτό έχει ειπωθεί ότι και αν ακόμη χαθούν όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής και τα πατερικά συγγράμματα, υπάρχουν Πατέρες που μπορούν να τα ξαναγράψουν, αφού η ζωή δεν χάνεται.
Έτσι εξηγείται, γιατί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς από μερικούς συγχρόνους του κατηγορήθηκε ως συντηρητικός θεολόγος και από άλλους ως μοντέρνος. Αυτό συνέβη, γιατί έχοντας Άγιον Πνεύμα, όντας Πατήρ της Εκκλησίας, επομένως συγγενής κατά το πνεύμα με όλους τους αγίους Πατέρας εξέφραζε το θέλημα του Θεού στην συγκεκριμένη εποχή που ζούσε.
Καιρός όμως να δούμε τα δύο ερμηνευτικά σημεία της σημερινής περικοπής που κάνει ο άγιος Πατήρ.
Λόγος και πράξη
Ο Ευαγγελιστής μας αναφέρει ότι ο Κύρος βρισκόταν μέσα σε ένα σπίτι στην Καπερναούμ. Αμέσως «συνήχθησαν πολλοί, ώστε μηκέτι χωρείν τα προς την θύραν και ελάλει αυτοίς τον λόγον». Ερμηνεύει λοιπόν ο άγιος Γρηγόριος, ότι όλοι άκουγαν τον Χριστόν, όλοι όμως δεν υπήκουαν. Έτσι όλοι είμαστε φιλήκοοι και φιλοθεάμονες, όχι όμως και φιλάρετοι. Όλοι μας επιθυμούμε να μάθουμε τα σωτήρια, γι’ αυτό και οι περισσότεροι όχι μόνον ευχάριστα ακούν την ιερά διδασκαλία, αλλά και «φιλοκρινούσι τους λόγους». Η παρατήρηση αυτή είναι αξιοπρόσεκτη. Πολλοί είναι οι ευσεβείς Χριστιανοί που επιθυμούν την ακρόαση του λόγου του Θεού, την γνώση του τρόπου της σωτηρίας τους και την γνώση διαφόρων θεολογικών αληθειών, αλλά δεν αγνωνίζονται για να καρποφορήσει μέσα τους ο λόγος του Θεού.
Στην εποχή μας υπάρχει νοοτροπία να ακούμε αναλύσεις πατερικών κειμένων και να μιλάμε θεολογικά, αλλά δυσκολευόμαστε συγχρόνως να τηρήσουμε τον λόγο του Θεού, να φυλάξουμε τις εντολές. Στην πράξη αποδεικνυόμαστε εντελώς ανίσχυροι να αντιμετωπίσουμε μια δύσκολη κατάσταση. Οπότε τι σημασία έχει να κατέχουμε γνώσεις γύρω από την Χριστιανική ζωή, ενώ στην πράξη είμαστε πολύ πτωχοί; Ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι η γνώση αποκεκομένη από την πράξη είναι θεολογία δαιμόνων. Χρειάζεται αγώνας για να τηρούμε τις εντολές και έτσι να προχωρήσουμε στην θεωρία του Λόγου και όχι να στεκόμαστε στην ακρόαση του λόγου. Να είμαστε φιλάρετοι και όχι απλώς φιλήκοοι και φιλοθεάμονες.
Θεραπεία παραλύτου ψυχής
Ο παραλυτικός «αιρόμενος υπό τεσσάρων» έφθασε στην οικία, όπου δίδασκε ο Χριστός. Επειδή ο κόσμος ήταν πολύς τον ανέβασαν στην οροφή, «απεστέγασαν την στέγην» και κατέβασαν τον παραλυτικό μαζί με το κρεββάτι μπροστά στον Χριστό, που του χάρισε την ίαση και θεραπεία της ψυχής και του σώματος.
Ο άγιος Γρηγόριος προσαρμόζει αυτήν την πράξη στην θεραπεία της παραλύτου ψυχής. Κάθε ένας που πρόσκειται στις ηδονές είναι παράλυτος στην ψυχή κείμενος επάνω στο κρεββάτι της ηδυπαθείας και της σαρκικής ανέσεως. Η ψυχή είναι παράλυτη, καθηλωμένη σε ένα σώμα που υπηρετεί τις ηδονές. Χρειάζεται η παράλυτη ψυχή να επιστρέψει στον Χριστό για να θεραπευθεί. Την βοηθούν τέσσερεις παράγοντες ήτοι «η οικεία κατάγνωσις» (αυτομεμψία), η «εξαγόρευσις των προημαρτημένων» (εξομολόγηση), «η υπόσχεση αποχής των κακών» (υπόσχεση για διόρθωση) και «η δέησις προς Θεόν» (προσευχή). Απαιτείται όμως να αποστεγάσουν την στέγη, την οροφή. Οροφή είναι το λογιστικό μέρος της ψυχής, που είναι φορτωμένο από υλικά, που προέρχονται από την σχέση προς τα γήϊνα και τα πάθη και χωρίζουν την ψυχή από τον Χριστό. Όταν καθαρισθεί ο λογισμός τότε μπορούμε να ταπεινωθούμε, να προσπέσουμε και να προσεγγίσουμε τον Χριστό. Αμέσως τότε ο παράλυτος νους ακούει την γλυκυτάτη λέξη «τέκνον» και λαμβάνει άφεση των αμαρτιών. Επίσης λαμβάνει και δύναμη για να σηκώσει το κρεββάτι. Δηλαδή ο υγιής νους άγει και διευθύνει το σώμα στα έργα της μετανοίας και δεν διευθύνεται από αυτό, όπως γινόταν προηγουμένως. Έτσι ο άνθρωπος ανασταίνεται και ζει την εν Χριστώ ζωή.
Αυτά τα λίγα μας φανερώνουν ότι για να μελετούμε την Αγία Γραφή πρέπει απαραίτητα να έχουμε την καθοδήγηση των παλαιών και συγχρόνων αγίων Πατέρων. Να την διαβάζουμε μέσα στην ατμόσφαιρα της Εκκλησίας. Τότε η ανάγνωση θα ανάπτει τον πόθο για την κοινωνία με τον Χριστό και θα ανασταίνεται η ψυχή από την νέκρωσή της.
O Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Παραλυτικός
«και έρχονται προς αυτόν παραλυτικόν φέροντες, αιρόμενον υπό τεσσάρων…» (Μαρκ. β’ 3)
Την Β’ Κυριακή των Νηστειών η Εκκλησία καθώρισε να εορτάζεται η μνήμη του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, σαν συνέχεια της Κυριακής της Ορθοδοξίας. Πράγματι σήμερα ακούσαμε τον απόηχο της προηγούμενης Κυριακής, αφού ο άγιος Γρηγόριος ήταν άξιο τέκνο της Εκκλησίας, που συνετέλεσε στον θρίαμβο της Ορθοδοξίας σε μια δύσκολη εποχή.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μεγάλος ησυχαστής, και έπειτα Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, εκφράζοντας την εμπειρία όλων των αγίων Πατέρων, πολέμησε τον Ορθολογισμό του 14ου αιώνος και διεφύλαξε την Ορθόδοξο Πίστη από τον κίνδυνο του αγνωστικισμού και του πανθεϊσμού, αναπτύσσοντας την θεμελιώδη αλήθεια της Εκκλησίας, γύρω από το μυστήριο της αδιαιρέτου διαιρέσεως της ουσίας και της ενεργείας του Θεού. Η διδασκαλία αυτή είναι απαραίτητη για την εποχή μας, γιατί πολλοί έχουν προσωπική άγνοια της ενεργείας του Θεού, με αποτέλεσμα να την συγχέουν με τα κτίσματα, ενώ άλλοι ομιλούν στοχαστικά για τα μεγάλα αυτά θέματα της πίστεως.
Τιμώντας λοιπόν την μνήμη του μεγάλου αυτού Πατρός της Εκκλησίας, θα παρουσιάσουμε την ερμηνεία που κάνει δυο σημείων της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, που περιγράφει την θεραπεία του παραλυτικού της Καπερναούμ. Είναι παρμένα από την ομιλία που έκανε ο άγιος την ημέρα αυτή στο Ποίμνιό του.
Οι άγιοι Πατέρες αλάνθαστοι ερμηνευτές των Γραφών
Κατ’ αρχάς πρέπει να υπογραμμίσουμε την μεγάλη σημασία της πατερικής ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Κατά την Ορθόδοξη διδασκαλία η Αποκάλυψη δεν ταυτίζεται με την Αγία Γραφή. Αυτό γίνεται από τους Προτεστάντας με αποτέλεσμα να πέφτουν σε πολλές αιρέσεις. Οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι η Αγία Γραφή δεν είναι η Πεντηκοστή. Πεντηκοστή είναι οι άγιοι, ενώ ο λόγος των αγίων είναι λόγος περί της Πεντηκοστής. Έτσι όσοι έχουν μέσα τους την αγιαστική ενέργεια της θείας Χάριτος μπορούν να αντιληφθούν τους αποκαλυπτικούς λόγους των Προφητών, Αποστόλων και προγενεστέρων τους αγίων. Αυτοί είναι οι αλάνθαστοι ερμηνευταί των Αγίων Γραφών, γιατί έφθασαν στον φωτισμό του νου.
Έτσι η καλύτερη «επιστημονική» προσέγγιση της Αγίας Γραφής είναι δια των αγίων. Κάθε ρήμα της Γραφής έχει «εγκεκρυμμένην εν εαυτώ δύναμιν πνευματικήν», την οποίαν αντιλαμβάνεται αυτός που έχει το Άγιον Πνεύμα. Η ερμηνεία της Αγίας Γραφής δεν είναι υπόθεση γραμματικών, φιλολογικών γνώσεων ή ιστορικών μόνον, αλλά κυρίως θεωρίας Θεού. Ο νους του αγίου καθαρίζεται, φωτίζεται και βλέπει καθαρά όλο το βάθος κάθε ρητού. Κατά τον άγιον Ισαάκ όσοι, φωτιζόμενοι από την θεία Χάρη, οδηγούνται στην τελειότητα της ζωής, πάντοτε αισθάνονται σαν να προέχεται μια νοητή ακτίνα μέσα από τους στίχους των γεγραμμένων και η οποία διαχωρίζει με πνευματική γνώση το νόημα των ψιλών λόγων από τα πράγματα των λεγομένων. Γι’ αυτό έχει ειπωθεί ότι και αν ακόμη χαθούν όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής και τα πατερικά συγγράμματα, υπάρχουν Πατέρες που μπορούν να τα ξαναγράψουν, αφού η ζωή δεν χάνεται.
Έτσι εξηγείται, γιατί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς από μερικούς συγχρόνους του κατηγορήθηκε ως συντηρητικός θεολόγος και από άλλους ως μοντέρνος. Αυτό συνέβη, γιατί έχοντας Άγιον Πνεύμα, όντας Πατήρ της Εκκλησίας, επομένως συγγενής κατά το πνεύμα με όλους τους αγίους Πατέρας εξέφραζε το θέλημα του Θεού στην συγκεκριμένη εποχή που ζούσε.
Καιρός όμως να δούμε τα δύο ερμηνευτικά σημεία της σημερινής περικοπής που κάνει ο άγιος Πατήρ.
Λόγος και πράξη
Ο Ευαγγελιστής μας αναφέρει ότι ο Κύρος βρισκόταν μέσα σε ένα σπίτι στην Καπερναούμ. Αμέσως «συνήχθησαν πολλοί, ώστε μηκέτι χωρείν τα προς την θύραν και ελάλει αυτοίς τον λόγον». Ερμηνεύει λοιπόν ο άγιος Γρηγόριος, ότι όλοι άκουγαν τον Χριστόν, όλοι όμως δεν υπήκουαν. Έτσι όλοι είμαστε φιλήκοοι και φιλοθεάμονες, όχι όμως και φιλάρετοι. Όλοι μας επιθυμούμε να μάθουμε τα σωτήρια, γι’ αυτό και οι περισσότεροι όχι μόνον ευχάριστα ακούν την ιερά διδασκαλία, αλλά και «φιλοκρινούσι τους λόγους». Η παρατήρηση αυτή είναι αξιοπρόσεκτη. Πολλοί είναι οι ευσεβείς Χριστιανοί που επιθυμούν την ακρόαση του λόγου του Θεού, την γνώση του τρόπου της σωτηρίας τους και την γνώση διαφόρων θεολογικών αληθειών, αλλά δεν αγνωνίζονται για να καρποφορήσει μέσα τους ο λόγος του Θεού.
Στην εποχή μας υπάρχει νοοτροπία να ακούμε αναλύσεις πατερικών κειμένων και να μιλάμε θεολογικά, αλλά δυσκολευόμαστε συγχρόνως να τηρήσουμε τον λόγο του Θεού, να φυλάξουμε τις εντολές. Στην πράξη αποδεικνυόμαστε εντελώς ανίσχυροι να αντιμετωπίσουμε μια δύσκολη κατάσταση. Οπότε τι σημασία έχει να κατέχουμε γνώσεις γύρω από την Χριστιανική ζωή, ενώ στην πράξη είμαστε πολύ πτωχοί; Ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι η γνώση αποκεκομένη από την πράξη είναι θεολογία δαιμόνων. Χρειάζεται αγώνας για να τηρούμε τις εντολές και έτσι να προχωρήσουμε στην θεωρία του Λόγου και όχι να στεκόμαστε στην ακρόαση του λόγου. Να είμαστε φιλάρετοι και όχι απλώς φιλήκοοι και φιλοθεάμονες.
Θεραπεία παραλύτου ψυχής
Ο παραλυτικός «αιρόμενος υπό τεσσάρων» έφθασε στην οικία, όπου δίδασκε ο Χριστός. Επειδή ο κόσμος ήταν πολύς τον ανέβασαν στην οροφή, «απεστέγασαν την στέγην» και κατέβασαν τον παραλυτικό μαζί με το κρεββάτι μπροστά στον Χριστό, που του χάρισε την ίαση και θεραπεία της ψυχής και του σώματος.
Ο άγιος Γρηγόριος προσαρμόζει αυτήν την πράξη στην θεραπεία της παραλύτου ψυχής. Κάθε ένας που πρόσκειται στις ηδονές είναι παράλυτος στην ψυχή κείμενος επάνω στο κρεββάτι της ηδυπαθείας και της σαρκικής ανέσεως. Η ψυχή είναι παράλυτη, καθηλωμένη σε ένα σώμα που υπηρετεί τις ηδονές. Χρειάζεται η παράλυτη ψυχή να επιστρέψει στον Χριστό για να θεραπευθεί. Την βοηθούν τέσσερεις παράγοντες ήτοι «η οικεία κατάγνωσις» (αυτομεμψία), η «εξαγόρευσις των προημαρτημένων» (εξομολόγηση), «η υπόσχεση αποχής των κακών» (υπόσχεση για διόρθωση) και «η δέησις προς Θεόν» (προσευχή). Απαιτείται όμως να αποστεγάσουν την στέγη, την οροφή. Οροφή είναι το λογιστικό μέρος της ψυχής, που είναι φορτωμένο από υλικά, που προέρχονται από την σχέση προς τα γήϊνα και τα πάθη και χωρίζουν την ψυχή από τον Χριστό. Όταν καθαρισθεί ο λογισμός τότε μπορούμε να ταπεινωθούμε, να προσπέσουμε και να προσεγγίσουμε τον Χριστό. Αμέσως τότε ο παράλυτος νους ακούει την γλυκυτάτη λέξη «τέκνον» και λαμβάνει άφεση των αμαρτιών. Επίσης λαμβάνει και δύναμη για να σηκώσει το κρεββάτι. Δηλαδή ο υγιής νους άγει και διευθύνει το σώμα στα έργα της μετανοίας και δεν διευθύνεται από αυτό, όπως γινόταν προηγουμένως. Έτσι ο άνθρωπος ανασταίνεται και ζει την εν Χριστώ ζωή.
Αυτά τα λίγα μας φανερώνουν ότι για να μελετούμε την Αγία Γραφή πρέπει απαραίτητα να έχουμε την καθοδήγηση των παλαιών και συγχρόνων αγίων Πατέρων. Να την διαβάζουμε μέσα στην ατμόσφαιρα της Εκκλησίας. Τότε η ανάγνωση θα ανάπτει τον πόθο για την κοινωνία με τον Χριστό και θα ανασταίνεται η ψυχή από την νέκρωσή της.
Κυριακή Γ' Νηστειών
Aμαρτία και Σταυρός
«όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μαρκ. η’ 34)
Ο Κύριος θέλει τους μαθητάς Του να τον ακολουθούν αίροντες τον σταυρό τους. Ο Χριστιανισμός είναι στρατός σταυροφόρων. Πρώτος σταυροφόρος είναι ο Χριστός και Τον ακολουθούν όσοι σηκώνουν τον σταυρό τους. Με την σημερινή όμως ομιλία δεν θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τι θα πει «αράτω τον σταυρόν». Πιστεύουμε ότι θα δοθεί μία άλλη ευκαιρία για να το αναπτύξουμε, γιατί το σημείο αυτό αποτελεί μια άποψη που εκφράζει το Ορθόδοξο ήθος.
Σήμερα θέλουμε κυρίως να τονίσουμε την δύναμη του Σταυρού του Χριστού, ο οποίος αποτελεί την δόξα της Εκκλησίας και του ανθρώπου, αφού με την δύναμή Του ο άνθρωπος σηκώνει τον δικό του σταυρό. Ο Σταυρός του Χριστού που σήμερα ιδιαίτερα προσκυνούμε είναι η υπερφυής και ένδοξη Αγία Τράπεζα, πάνω στην οποία υπάρχει ο Εσταυρωμένος Κύριος, ο Οποίος, ως μέγας Αρχιερεύς, ετέλεσε την μεγάλη θυσία, που είναι η επιστροφή όλης της κτίσεως στον Θεό. Πράγματι ο Σταυρός είναι το κεντρικό σημείο όλης της κτίσεως, η ενότης όλων των κόσμων. Αυτήν την μεγάλη αλήθεια πρέπει να εξετάσουμε σήμερα, όσο το δυνατόν συντομότερα.
Η διασπαστική ενέργεια της αμαρτίας
Για να δούμε όμως την μεγάλη σημασία του Σταυρού πρέπει να δούμε την διασπαστική ενέργεια της αμαρτίας. Πριν από την πτώση υπήρχε ενότητα μεταξύ του Θεού, του ανθρώπου και όλης της φύσεως. Μετά την αμαρτία διασπάστηκε η φύση και ο άνθρωπος από τον Θεό. Σήμερα ξέρουμε τις φοβερές συνέπειες που προέρχονται από την διάσπαση του ατόμου. Δεν μπορεί όμως να συγκριθεί με τα αποτελέσματα από την διάσπαση του προσώπου, λόγω της αμαρτίας.
Σύμφωνα με την διδασκαλία του αγίου Μαξίμου η αμαρτία δεν είναι μια απλή παράβαση ενός Νόμου, αλλά η ανώμαλη κίνηση των φυσικών δυνάμεων της ψυχής. Δηλαδή ο άνθρωπος αντί να κινείται αδιάλειπτα προς τον Θεό, που είναι η πηγή της ζωής και της θεώσεως, κινείται προς τα αισθητά αγαθά. Έτσι η αμαρτία είναι στέρηση του αγαθού και «η εκ του κατά φύσιν εις το παρά φύσιν εκουσίως παραδρομή» κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Η αμαρτία, ως στέρησις του αγαθού, είναι και η «πρώτη συνάντησις του ανθρώπου με το μηδέν». Ας δούμε αυτήν την «ανώμαλον κίνησιν», την διασπαστική ενέργεια της αμαρτίας.
Και πρώτα-πρώτα διασπάστηκε ο άνθρωπος από τον Θεό. Αφού ο Θεός είναι το Φως και η Ζωή των ανθρώπων, καταλαβαίνουμε πως με την απομάκρυνσή του ο άνθρωπος κλείστηκε στο σκοτάδι και στον θάνατο. Εφόρεσε τους «δερματίνους χιτώνας» της φθοράς και της θνητότητος. Έφθασε σε τέτοιο σημείο, ώστε αγνοούσε τον Θεό και ελάτρευε τα είδωλα.
Επίσης διασπάστηκαν και οι άνθρωποι μεταξύ τους. Ο Αδάμ βλέποντας την Εύα αμέσως μετά την δημιουργία της, χάρηκε και είπε: «τούτο οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου» (Γεν. β’ 23). Μετά όμως την αμαρτία είπε: «η γυνή ην έδωκας μετ’ εμού, αύτη μοι έδωκεν από του ξύλου και έφαγον» (Γεν. γ’ 12). Από οστούν εκ των οστέων του έγινεν αμέσως η γυναίκα που του έδωκε ο Θεός.
Διασπάστηκε ακόμη και ο άνθρωπος εσωτερικά. Προ της αμαρτίας όλες οι δυνάμεις της ψυχής ήταν ενωμένες, αφού κέντρον τους ήταν ο Θεός. Μετά την αμαρτία, αφού χάθηκε το κέντρον, αποδιοργανώθηκαν. Άλλα σκέπτεται ο νους, άλλα επιθυμεί η καρδιά και άλλα πράττει η βούληση του ανθρώπου.
Επίσης διασπάστηκε ο σύνδεσμος μεταξύ του ανθρώπου και της φύσεως. Ο άνθρωπος προ της πτώσεως ήταν Βασιλεύς όλης της φύσεως. Τώρα όμως μετά την πτώση έχασε τον θρόνο του και η φύση αρνείται να υποταχθεί. Χρειάζεται να χυθεί πολύς ιδρώτας για να του δίδει τα απαραίτητα προς το ζην. Του αποκρύπτει πολλά μυστικά, τα οποία ανακαλύπτει σιγα-σιγά με την αγάπη του Θεού.
Τέλος όλη η φύση διασπάστηκε από τον Θεό. Είναι υποταγμένη και δούλη του θανάτου. Δηλαδή ο άνθρωπος ήταν το καθαρό κάτοπτρο μέσα από το οποίο ακτινοβολούσε στη φύση το Φως του Θεού. Όταν θρυμματίστηκε το κάτοπτρο, έπεσε βαθύ σκοτάδι σ’ όλη την δημιουργία.
Η ενοποιός δύναμη του Σταυρού
Όλες αυτές τις διασπάσεις ήνωσε ο Σταυρός του Χριστού. Η Εκκλησία ψάλλει: «Ήπλωσας τας παλάμας και ήνωσας τα το πριν διεστώτα». Και ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων λέγει: «εγηγερμένου του σημείου τουτέστιν του Τιμίου Σταυρού, γέγονεν άφεσις εν αιχμαλωσία συνδρομήν προς ομοψυχίαν, σπουδή προς ομόνοιαν και ομοπιστίαν των πάλαι διηρημένων».
Έτσι ο θάνατος του Χριστού στον Σταυρό και κατ’ επέκτασιν το ζωοποιό ξύλο του Σταυρού έγινεν η αρχή της ενότητος και αφθαρσίας όλης της φύσεως.
Συγκεκριμένα. Διά του Σταυρού ο άνθρωπος επιστρέφει στον Θεό και ενώνεται μαζί Του. Ενδύεται το Φως και αποκτά την Ζωή. Αποβάλλει το ένδυμα της φθοράς και της θνητότητος και ενδύεται το ένδυμα της αφθαρσίας και αθανασίας. Διά του Σταυρού ενώνονται οι άνθρωποι μεταξύ τους Αυτό συμβαίνει πραγματικά μέσα στην Εκκλησία, όπου οι άνθρωποι, οποιασδήποτε εθνότητος, γίνονται αδελφοί μεταξύ τους και μέλη του Σώματος του Χριστού. «Σωτηρίαν ειργάσω εν μέσω της γης, Χριστέ ο Θεός. επί Σταυρού τας αχράντους σου χείρας εξέτεινας επισυνάγων πάντα τα έθνη, κράζοντα. Κύριε δόξα σοι» ψάλλει η Εκκλησία.
Διά του Σταυρού ενώνεται ο άνθρωπος εσωτερικά. Οι τρεις δυνάμεις της ψυχής που έχασαν το κέντρο τους, τον Θεό και διασπάστηκαν και μεταξύ τους τώρα ενώνονται. Ο νους σκέπτεται ό,τι θέλει ο Θεός, η επιθυμία επιθυμεί ό,τι θέλει ο Θεός και η θέληση τηρεί το θέλημα του Θεού. (Χριστο-νους, Χριστο-επιθυμία, Χριστο-θέληση). Στον άνθρωπο του Εσταυρωμένου, στον φίλο του Σταυρού, δεν υπάρχουν εκείνες οι ψυχικές συγκρούσεις, για τις οποίες κάνει λόγο η σύγχρονη ψυχολογία.
Διά του Σταυρού ο άνθρωπος γίνεται βασιλεύς και η φύση τον υπηρετεί. Αυτό το βλέπουμε στην ζωή των αγίων, που και τα άγρια θηρία τους υπηρετούσαν, αφού μέσα τους είχαν την ενέργεια της θείας Χάριτος και τα θηρία οσφραίνονταν την οσμή του Αδάμ προ της πτώσεως.
Διά του Σταυρού τέλος επιστρέφει όλη η κτίση στον Θεό, αφού ο αναγεννημένος άνθρωπος αντανακλά στην φύση το Φως του Χριστού. Έτσι φωτίζεται και αγιάζεται. Αυτό το δείχνει καθαρά η Βυζαντινή αγιογραφία που παρουσιάζει την φύση φωτεινή. Τελικά και αυτή θα ελευθερωθεί από την φθορά.
Ο Τίμιος Σταυρός είναι η ενότης όλων των κόσμων, διότι δι’ αυτού κατατροπούται το μόνον διασπαστικό στοιχείο, η αμαρτία. «Διά του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω». Οι σύγχρονοι άνθρωποι, όντες μακρυά από τον Σταυρό, βρίσκονται στην βασανιστική κατάσταση της διαιρέσεως. Η ενοποίηση και η ειρήνευση έξω από τον Σταυρό είναι αδύνατη. Όσοι όμως ενώνονται με τον Εσταυρωμένο, υπερβαίνουν όλες τις διαιρέσεις και καταργούν όλες τις διασπάσεις. Όπως όλο το φως, λέγει ένας άγιος, είναι συγκεντρωμένο στον ήλιο, έτσι και στον Σταυρό βρίσκεται συγκεντρωμένη όλη η αγάπη και η ειρήνη του Παντοκράτορος Χριστού.
Aμαρτία και Σταυρός
«όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μαρκ. η’ 34)
Ο Κύριος θέλει τους μαθητάς Του να τον ακολουθούν αίροντες τον σταυρό τους. Ο Χριστιανισμός είναι στρατός σταυροφόρων. Πρώτος σταυροφόρος είναι ο Χριστός και Τον ακολουθούν όσοι σηκώνουν τον σταυρό τους. Με την σημερινή όμως ομιλία δεν θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τι θα πει «αράτω τον σταυρόν». Πιστεύουμε ότι θα δοθεί μία άλλη ευκαιρία για να το αναπτύξουμε, γιατί το σημείο αυτό αποτελεί μια άποψη που εκφράζει το Ορθόδοξο ήθος.
Σήμερα θέλουμε κυρίως να τονίσουμε την δύναμη του Σταυρού του Χριστού, ο οποίος αποτελεί την δόξα της Εκκλησίας και του ανθρώπου, αφού με την δύναμή Του ο άνθρωπος σηκώνει τον δικό του σταυρό. Ο Σταυρός του Χριστού που σήμερα ιδιαίτερα προσκυνούμε είναι η υπερφυής και ένδοξη Αγία Τράπεζα, πάνω στην οποία υπάρχει ο Εσταυρωμένος Κύριος, ο Οποίος, ως μέγας Αρχιερεύς, ετέλεσε την μεγάλη θυσία, που είναι η επιστροφή όλης της κτίσεως στον Θεό. Πράγματι ο Σταυρός είναι το κεντρικό σημείο όλης της κτίσεως, η ενότης όλων των κόσμων. Αυτήν την μεγάλη αλήθεια πρέπει να εξετάσουμε σήμερα, όσο το δυνατόν συντομότερα.
Η διασπαστική ενέργεια της αμαρτίας
Για να δούμε όμως την μεγάλη σημασία του Σταυρού πρέπει να δούμε την διασπαστική ενέργεια της αμαρτίας. Πριν από την πτώση υπήρχε ενότητα μεταξύ του Θεού, του ανθρώπου και όλης της φύσεως. Μετά την αμαρτία διασπάστηκε η φύση και ο άνθρωπος από τον Θεό. Σήμερα ξέρουμε τις φοβερές συνέπειες που προέρχονται από την διάσπαση του ατόμου. Δεν μπορεί όμως να συγκριθεί με τα αποτελέσματα από την διάσπαση του προσώπου, λόγω της αμαρτίας.
Σύμφωνα με την διδασκαλία του αγίου Μαξίμου η αμαρτία δεν είναι μια απλή παράβαση ενός Νόμου, αλλά η ανώμαλη κίνηση των φυσικών δυνάμεων της ψυχής. Δηλαδή ο άνθρωπος αντί να κινείται αδιάλειπτα προς τον Θεό, που είναι η πηγή της ζωής και της θεώσεως, κινείται προς τα αισθητά αγαθά. Έτσι η αμαρτία είναι στέρηση του αγαθού και «η εκ του κατά φύσιν εις το παρά φύσιν εκουσίως παραδρομή» κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Η αμαρτία, ως στέρησις του αγαθού, είναι και η «πρώτη συνάντησις του ανθρώπου με το μηδέν». Ας δούμε αυτήν την «ανώμαλον κίνησιν», την διασπαστική ενέργεια της αμαρτίας.
Και πρώτα-πρώτα διασπάστηκε ο άνθρωπος από τον Θεό. Αφού ο Θεός είναι το Φως και η Ζωή των ανθρώπων, καταλαβαίνουμε πως με την απομάκρυνσή του ο άνθρωπος κλείστηκε στο σκοτάδι και στον θάνατο. Εφόρεσε τους «δερματίνους χιτώνας» της φθοράς και της θνητότητος. Έφθασε σε τέτοιο σημείο, ώστε αγνοούσε τον Θεό και ελάτρευε τα είδωλα.
Επίσης διασπάστηκαν και οι άνθρωποι μεταξύ τους. Ο Αδάμ βλέποντας την Εύα αμέσως μετά την δημιουργία της, χάρηκε και είπε: «τούτο οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου» (Γεν. β’ 23). Μετά όμως την αμαρτία είπε: «η γυνή ην έδωκας μετ’ εμού, αύτη μοι έδωκεν από του ξύλου και έφαγον» (Γεν. γ’ 12). Από οστούν εκ των οστέων του έγινεν αμέσως η γυναίκα που του έδωκε ο Θεός.
Διασπάστηκε ακόμη και ο άνθρωπος εσωτερικά. Προ της αμαρτίας όλες οι δυνάμεις της ψυχής ήταν ενωμένες, αφού κέντρον τους ήταν ο Θεός. Μετά την αμαρτία, αφού χάθηκε το κέντρον, αποδιοργανώθηκαν. Άλλα σκέπτεται ο νους, άλλα επιθυμεί η καρδιά και άλλα πράττει η βούληση του ανθρώπου.
Επίσης διασπάστηκε ο σύνδεσμος μεταξύ του ανθρώπου και της φύσεως. Ο άνθρωπος προ της πτώσεως ήταν Βασιλεύς όλης της φύσεως. Τώρα όμως μετά την πτώση έχασε τον θρόνο του και η φύση αρνείται να υποταχθεί. Χρειάζεται να χυθεί πολύς ιδρώτας για να του δίδει τα απαραίτητα προς το ζην. Του αποκρύπτει πολλά μυστικά, τα οποία ανακαλύπτει σιγα-σιγά με την αγάπη του Θεού.
Τέλος όλη η φύση διασπάστηκε από τον Θεό. Είναι υποταγμένη και δούλη του θανάτου. Δηλαδή ο άνθρωπος ήταν το καθαρό κάτοπτρο μέσα από το οποίο ακτινοβολούσε στη φύση το Φως του Θεού. Όταν θρυμματίστηκε το κάτοπτρο, έπεσε βαθύ σκοτάδι σ’ όλη την δημιουργία.
Η ενοποιός δύναμη του Σταυρού
Όλες αυτές τις διασπάσεις ήνωσε ο Σταυρός του Χριστού. Η Εκκλησία ψάλλει: «Ήπλωσας τας παλάμας και ήνωσας τα το πριν διεστώτα». Και ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων λέγει: «εγηγερμένου του σημείου τουτέστιν του Τιμίου Σταυρού, γέγονεν άφεσις εν αιχμαλωσία συνδρομήν προς ομοψυχίαν, σπουδή προς ομόνοιαν και ομοπιστίαν των πάλαι διηρημένων».
Έτσι ο θάνατος του Χριστού στον Σταυρό και κατ’ επέκτασιν το ζωοποιό ξύλο του Σταυρού έγινεν η αρχή της ενότητος και αφθαρσίας όλης της φύσεως.
Συγκεκριμένα. Διά του Σταυρού ο άνθρωπος επιστρέφει στον Θεό και ενώνεται μαζί Του. Ενδύεται το Φως και αποκτά την Ζωή. Αποβάλλει το ένδυμα της φθοράς και της θνητότητος και ενδύεται το ένδυμα της αφθαρσίας και αθανασίας. Διά του Σταυρού ενώνονται οι άνθρωποι μεταξύ τους Αυτό συμβαίνει πραγματικά μέσα στην Εκκλησία, όπου οι άνθρωποι, οποιασδήποτε εθνότητος, γίνονται αδελφοί μεταξύ τους και μέλη του Σώματος του Χριστού. «Σωτηρίαν ειργάσω εν μέσω της γης, Χριστέ ο Θεός. επί Σταυρού τας αχράντους σου χείρας εξέτεινας επισυνάγων πάντα τα έθνη, κράζοντα. Κύριε δόξα σοι» ψάλλει η Εκκλησία.
Διά του Σταυρού ενώνεται ο άνθρωπος εσωτερικά. Οι τρεις δυνάμεις της ψυχής που έχασαν το κέντρο τους, τον Θεό και διασπάστηκαν και μεταξύ τους τώρα ενώνονται. Ο νους σκέπτεται ό,τι θέλει ο Θεός, η επιθυμία επιθυμεί ό,τι θέλει ο Θεός και η θέληση τηρεί το θέλημα του Θεού. (Χριστο-νους, Χριστο-επιθυμία, Χριστο-θέληση). Στον άνθρωπο του Εσταυρωμένου, στον φίλο του Σταυρού, δεν υπάρχουν εκείνες οι ψυχικές συγκρούσεις, για τις οποίες κάνει λόγο η σύγχρονη ψυχολογία.
Διά του Σταυρού ο άνθρωπος γίνεται βασιλεύς και η φύση τον υπηρετεί. Αυτό το βλέπουμε στην ζωή των αγίων, που και τα άγρια θηρία τους υπηρετούσαν, αφού μέσα τους είχαν την ενέργεια της θείας Χάριτος και τα θηρία οσφραίνονταν την οσμή του Αδάμ προ της πτώσεως.
Διά του Σταυρού τέλος επιστρέφει όλη η κτίση στον Θεό, αφού ο αναγεννημένος άνθρωπος αντανακλά στην φύση το Φως του Χριστού. Έτσι φωτίζεται και αγιάζεται. Αυτό το δείχνει καθαρά η Βυζαντινή αγιογραφία που παρουσιάζει την φύση φωτεινή. Τελικά και αυτή θα ελευθερωθεί από την φθορά.
Ο Τίμιος Σταυρός είναι η ενότης όλων των κόσμων, διότι δι’ αυτού κατατροπούται το μόνον διασπαστικό στοιχείο, η αμαρτία. «Διά του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω». Οι σύγχρονοι άνθρωποι, όντες μακρυά από τον Σταυρό, βρίσκονται στην βασανιστική κατάσταση της διαιρέσεως. Η ενοποίηση και η ειρήνευση έξω από τον Σταυρό είναι αδύνατη. Όσοι όμως ενώνονται με τον Εσταυρωμένο, υπερβαίνουν όλες τις διαιρέσεις και καταργούν όλες τις διασπάσεις. Όπως όλο το φως, λέγει ένας άγιος, είναι συγκεντρωμένο στον ήλιο, έτσι και στον Σταυρό βρίσκεται συγκεντρωμένη όλη η αγάπη και η ειρήνη του Παντοκράτορος Χριστού.
Kυριακή Δ' Νηστειών
Μοναχισμός και Ορθοδοξία
«τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Μαρκ. θ’ 29)
Στην ερώτηση των μαθητών γιατί δεν μπόρεσαν να βγάλουν το δαιμόνιο από τον νέο που βασανιζόταν «παιδιόθεν» ο Κύριος απάντησε, ότι το γένος αυτό, που κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά «της ακολασίας είναι τον πάνδεινον τούτο δαιμόνιον», δεν μπορεί με κανένα άλλο μέσο να βγει από τον άνθρωπο, παρά μόνον με την προσευχή και την νηστεία. Και επειδή αυτός που κατέχεται από δαιμόνιο είναι δύσκολο να προσευχηθεί και να νηστεύσει πρέπει να το κάνουν εκείνοι που θέλουν να θεραπεύσουν τον δαιμονισμένο.
Η απάντηση αυτή του Κυρίου μας δίδει σήμερα την αφορμή να διατυπώσουμε μερικές σκέψεις, αφ’ ενός μεν γύρω από την προσευχή και την νηστεία και αφ’ ετέρου γύρω από την σχέση που υπάρχει μεταξύ του Μοναχισμού και της Ορθοδοξίας.
Προσευχή και νηστεία
Η προσευχή και η νηστεία είναι απαραίτητα μέσα για την απαλλαγή μας από κάθε δαιμονική τυραννία και την επιστροφή μας στον Θεό. Ιδιαίτερα για το γένος αυτό των δαιμόνων, που όπως αναφέραμε είναι «οι αλλόκοτοι και δυσέρωτες έρωτες», η προσευχή και η νηστεία είναι ισχυρότατα όπλα. Με την νηστεία χαλινώνουμε το σώμα και καταστέλλουμε τις επαναστάσεις του και με την προσευχή κατευνάζουμε τους λογισμούς που ερεθίζουν τα πάθη. Γενικά όμως η προσευχή και η νηστεία διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στην ζωή του Χριστιανού, που αγωνίζεται για την κατά Χάρη θέωσή του.
Με την νηστεία βιώνουμε την παραδείσια προπτωτική κατάσταση, τότε που ο Αδάμ δεν είχε παραβεί ακόμη την εντολή του Θεού. Επίσης με την νηστεία ζούμε το δράμα της πτώσεως του ανθρώπου που έγινε με την παράβαση της εντολής και την απώλεια της θείας Χάριτος. Ο Μ. Βασίλειος αποκαλεί την νηστεία «πρεσβυτέρα του Νόμου», γιατί δόθηκε ως εντολή και πριν από τον Νόμο. Ακόμη με την νηστεία βιώνουμε μερικές καταστάσεις από την εσχατολογική κατάσταση των δικαίων. Γιατί γνωρίζουμε ότι στην ζωή που θα ακολουθήσει μετά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου δεν θα υπάρχουν υλικές ανάγκες και ο χαριτωμένος άνθρωπος θα ευφραίνεται από την κοινωνία με τον Χριστό.
Επίσης με την προσευχή ζούμε πραγματικά την κοινωνία με τον Χριστό. Μπορούμε να πούμε ότι η πνευματική ζωή εκφράζεται και εκδηλώνεται με την προσευχή. Υπάρχει ένας επιτυχής ορισμός που δόθηκε από τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, σύμφωνα με τον οποίον «προσευχή εστί συνουσία ανθρώπου και Θεού». Πράγματι κατά την προσευχή ο άνθρωπος απολαμβάνει την «νηφάλιον μέθην». Βιώνει την αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό η χρησιμοποίηση της νηστείας και της προσευχής είναι απαραίτητα για την κάθαρσή μας και την θέωσή μας. Έτσι εξηγείται, πως όλοι οι άγιοι εχρησιμοποίησαν και αγάπησαν αυτά τα πνευματικά μέσα.
Μοναχισμός και Ορθοδοξία
Συνήθως οι άνθρωποι, δικαιολογώντας την διάθεσή τους να ζουν κατά το δικό τους θέλημα, ισχυρίζονται ότι η προσευχή και η νηστεία είναι κατάλληλα μέσα για τους μοναχούς που είναι αφιερωμένοι στον Θεό και όχι τόσο για τους ανθρώπους που ζουν και εργάζονται στον κόσμο. Με αυτή την λαθεμένη σκέψη γίνεται μια διάσπαση του Χριστιανικού ήθους και μια αλλοίωση του ευαγγελικού μηνύματος.
Πρέπει να τονισθεί η αλήθεια ότι ο μοναχισμός δεν ταυτίζεται απόλυτα με την Εκκλησία (από την άποψη ότι δεν είναι ο μοναδικός τρόπος σωτηρίας) ούτε όμως είναι μία μορφή ζωής που εμφιλοχώρησε αργότερα στην Εκκλησία και αποτελεί εκτροπή της. Ο μοναχισμός είναι έκφραση της Ορθοδοξίας. Αυτό μπορούμε να το δούμε σε τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Ορθοδοξίας που φανερώνουν καθαρά την μεγάλη αλήθεια ότι το Ορθόδοξο πνεύμα είναι κατ’ ουσίαν μοναχικό και η μοναχική ζωή είναι Ορθόδοξη ζωή.
α) Η Ορθοδοξία είναι ασκητική
Όταν λέμε ασκητική ζωή εννοούμε κυρίως την ευαγγελική ζωή που στηρίζεται πάνω στην μετάνοια, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση ορθόδοξου ήθους. Άσκηση ακόμη είναι με την Χάρη του Θεού προσπάθεια του ανθρώπου για να παραμείνει ελεύθερος από την κυριαρχία που θέλουν να του επιβάλλουν τα κτίσματα. Άσκηση είναι η μεταστροφή του ανθρώπου στον Θεό. Είναι η απαλλαγή από τυραννία του εγώ, η προσπάθεια να υπερβεί ο άνθρωπος τον ατομισμό και να ζει προσωπικά. Επίσης άσκηση είναι η «υποταγή του ατόμου στην καθολική πείρα της Εκκλησίας» και η συμμόρφωση σε όλες τις εντολές της Εκκλησίας. Αυτό μπορούν όλοι να το ζήσουν. Και οι μοναχοί και οι ζώντες στον κόσμο. Σε άλλο κήρυγμα έχουμε τονίσει την αλήθεια ότι τις τρεις μοναχικές υποσχέσεις μπορεί να τις τηρήσει με ανάλογη προσαρμογή και ο έγγαμος. Ο γάμος όταν έχει αναφορά στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και όχι όταν λαμβάνει απλώς την ευλογία για μια βιολογική ικανοποίηση, βοηθά τον άνθρωπο να σωθεί.
β) Ο Ορθόδοξος τρόπος ζωής είναι κοινοτικός ή κοινοβιακός
Αυτό σημαίνει ότι ο Ορθόδοξος Χριστιανός δεν ζει μόνος του, αλλά με τους αδελφούς του και για τους αδελφούς του. Η Ορθοδοξία είναι Εκκλησία. Αυτό θα πει Σώμα Χριστού και πνευματική (πραγματική) οικογένεια.
Αυτό το βλέπουμε στην Θεία Ευχαριστία που εκφράζει άριστα την Εκκλησία. Στο υπερφυές αυτό μυστήριο όλοι συλλειτουργούν. Όλοι απολαμβάνουμε το συλλείτουργο. Όλα είναι κοινά. Κοινή προσευχή, κοινή τροφή, κοινή ζωή. Μαθαίνοντας να ζούμε λειτουργικά, καλούμαστε να συμμετάσχουμε και στην μεγάλη λειτουργία του σύμπαντος, δηλαδή να θεωρούμε όλους και όλα σαν δώρα του Θεού σε μας και επομένως να προσφέρουμε και εμείς τον εαυτό μας σαν δώρο σ’ αυτούς.
Έτσι η Χριστιανική ζωή είναι κοινή ζωή. Η λύπη κοινή λύπη. Η χαρά κοινή χαρά. Η πίστη ενότητα πίστεως. Η αγάπη κοινωνία αγάπης. Αυτό το βλέπουμε καθαρά να εκφράζεται στα κοινόβια μοναστήρια. Οι μοναχοί έχουν κοινή τροφή, ενδυμασία, προσευχή, πνευματική καθοδήγηση. Αλλά αυτήν την κοινή ζωή, τηρουμένων των αναλογιών, μπορούν να την ζήσουν όλοι οι Ορθόδοξοι. Να μην αισθάνονται μόνοι τους και να μη ζουν μόνο για τον εαυτό τους. Τον άλλον να τον βλέπουν σαν αδελφό τους και να συμμετάσχουν στον πόνο του. Βέβαια ο κοινοβιακός τρόπος ζωής προϋποθέτει την παρουσία του Παναγίου Πνεύματος. Στον πεπτωκότα κόσμο, που χαρακτηρίζεται από την απουσία του Αγίου Πνεύματος είναι ουτοπία να μιλάμε για κοινοβιακή ζωή.
γ) Η Ορθοδοξία είναι Θεανθρωποκεντρική
Ο Ορθόδοξος Χριστιανός κινείται γύρω από τον Θεάνθρωπο, ζει εν τω Θεανθρώπω και δεν κινείται γύρω από τον εαυτό του. Αυτό το βλέπουμε στον μοναχισμό. Κέντρο του μοναχού είναι η Εκκλησία. Βάση η λατρεία και η προσευχή. Ο μοναχός επιζητεί με θερμότητα την κοινωνία με τον Χριστό. Αυτό μπορεί να το εφαρμόσει και ο κάθε Ορθόδοξος Χριστιανός. Να τηρεί το θέλημα του Θεού και το τυπικό της Εκκλησίας να γίνει δικό του τυπικό.
Καταλήγοντας μπορούμε να πούμε ότι όλοι μπορούμε να βιώσουμε το Ορθόδοξο πνεύμα που είναι ασκητικό, κοινοβιακό και Θεανθρωποκεντρικό, μόνο που οι μοναχοί έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες. Ο μοναχισμός είναι έκφραση της Ορθοδοξίας. Και ο τελευταίος μοναχός είναι μια αντίδραση στο πνεύμα της εκκοσμικεύσεως του συγχρόνου ανθρώπου και ελπίδα γι’ αυτούς που ζητούν μια τέλεια κοινωνία, όπου θα βασιλεύει όχι απλώς η δικαιοσύνη, αλλά η αγάπη.
Μοναχισμός και Ορθοδοξία
«τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Μαρκ. θ’ 29)
Στην ερώτηση των μαθητών γιατί δεν μπόρεσαν να βγάλουν το δαιμόνιο από τον νέο που βασανιζόταν «παιδιόθεν» ο Κύριος απάντησε, ότι το γένος αυτό, που κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά «της ακολασίας είναι τον πάνδεινον τούτο δαιμόνιον», δεν μπορεί με κανένα άλλο μέσο να βγει από τον άνθρωπο, παρά μόνον με την προσευχή και την νηστεία. Και επειδή αυτός που κατέχεται από δαιμόνιο είναι δύσκολο να προσευχηθεί και να νηστεύσει πρέπει να το κάνουν εκείνοι που θέλουν να θεραπεύσουν τον δαιμονισμένο.
Η απάντηση αυτή του Κυρίου μας δίδει σήμερα την αφορμή να διατυπώσουμε μερικές σκέψεις, αφ’ ενός μεν γύρω από την προσευχή και την νηστεία και αφ’ ετέρου γύρω από την σχέση που υπάρχει μεταξύ του Μοναχισμού και της Ορθοδοξίας.
Προσευχή και νηστεία
Η προσευχή και η νηστεία είναι απαραίτητα μέσα για την απαλλαγή μας από κάθε δαιμονική τυραννία και την επιστροφή μας στον Θεό. Ιδιαίτερα για το γένος αυτό των δαιμόνων, που όπως αναφέραμε είναι «οι αλλόκοτοι και δυσέρωτες έρωτες», η προσευχή και η νηστεία είναι ισχυρότατα όπλα. Με την νηστεία χαλινώνουμε το σώμα και καταστέλλουμε τις επαναστάσεις του και με την προσευχή κατευνάζουμε τους λογισμούς που ερεθίζουν τα πάθη. Γενικά όμως η προσευχή και η νηστεία διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στην ζωή του Χριστιανού, που αγωνίζεται για την κατά Χάρη θέωσή του.
Με την νηστεία βιώνουμε την παραδείσια προπτωτική κατάσταση, τότε που ο Αδάμ δεν είχε παραβεί ακόμη την εντολή του Θεού. Επίσης με την νηστεία ζούμε το δράμα της πτώσεως του ανθρώπου που έγινε με την παράβαση της εντολής και την απώλεια της θείας Χάριτος. Ο Μ. Βασίλειος αποκαλεί την νηστεία «πρεσβυτέρα του Νόμου», γιατί δόθηκε ως εντολή και πριν από τον Νόμο. Ακόμη με την νηστεία βιώνουμε μερικές καταστάσεις από την εσχατολογική κατάσταση των δικαίων. Γιατί γνωρίζουμε ότι στην ζωή που θα ακολουθήσει μετά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου δεν θα υπάρχουν υλικές ανάγκες και ο χαριτωμένος άνθρωπος θα ευφραίνεται από την κοινωνία με τον Χριστό.
Επίσης με την προσευχή ζούμε πραγματικά την κοινωνία με τον Χριστό. Μπορούμε να πούμε ότι η πνευματική ζωή εκφράζεται και εκδηλώνεται με την προσευχή. Υπάρχει ένας επιτυχής ορισμός που δόθηκε από τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, σύμφωνα με τον οποίον «προσευχή εστί συνουσία ανθρώπου και Θεού». Πράγματι κατά την προσευχή ο άνθρωπος απολαμβάνει την «νηφάλιον μέθην». Βιώνει την αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό η χρησιμοποίηση της νηστείας και της προσευχής είναι απαραίτητα για την κάθαρσή μας και την θέωσή μας. Έτσι εξηγείται, πως όλοι οι άγιοι εχρησιμοποίησαν και αγάπησαν αυτά τα πνευματικά μέσα.
Μοναχισμός και Ορθοδοξία
Συνήθως οι άνθρωποι, δικαιολογώντας την διάθεσή τους να ζουν κατά το δικό τους θέλημα, ισχυρίζονται ότι η προσευχή και η νηστεία είναι κατάλληλα μέσα για τους μοναχούς που είναι αφιερωμένοι στον Θεό και όχι τόσο για τους ανθρώπους που ζουν και εργάζονται στον κόσμο. Με αυτή την λαθεμένη σκέψη γίνεται μια διάσπαση του Χριστιανικού ήθους και μια αλλοίωση του ευαγγελικού μηνύματος.
Πρέπει να τονισθεί η αλήθεια ότι ο μοναχισμός δεν ταυτίζεται απόλυτα με την Εκκλησία (από την άποψη ότι δεν είναι ο μοναδικός τρόπος σωτηρίας) ούτε όμως είναι μία μορφή ζωής που εμφιλοχώρησε αργότερα στην Εκκλησία και αποτελεί εκτροπή της. Ο μοναχισμός είναι έκφραση της Ορθοδοξίας. Αυτό μπορούμε να το δούμε σε τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Ορθοδοξίας που φανερώνουν καθαρά την μεγάλη αλήθεια ότι το Ορθόδοξο πνεύμα είναι κατ’ ουσίαν μοναχικό και η μοναχική ζωή είναι Ορθόδοξη ζωή.
α) Η Ορθοδοξία είναι ασκητική
Όταν λέμε ασκητική ζωή εννοούμε κυρίως την ευαγγελική ζωή που στηρίζεται πάνω στην μετάνοια, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση ορθόδοξου ήθους. Άσκηση ακόμη είναι με την Χάρη του Θεού προσπάθεια του ανθρώπου για να παραμείνει ελεύθερος από την κυριαρχία που θέλουν να του επιβάλλουν τα κτίσματα. Άσκηση είναι η μεταστροφή του ανθρώπου στον Θεό. Είναι η απαλλαγή από τυραννία του εγώ, η προσπάθεια να υπερβεί ο άνθρωπος τον ατομισμό και να ζει προσωπικά. Επίσης άσκηση είναι η «υποταγή του ατόμου στην καθολική πείρα της Εκκλησίας» και η συμμόρφωση σε όλες τις εντολές της Εκκλησίας. Αυτό μπορούν όλοι να το ζήσουν. Και οι μοναχοί και οι ζώντες στον κόσμο. Σε άλλο κήρυγμα έχουμε τονίσει την αλήθεια ότι τις τρεις μοναχικές υποσχέσεις μπορεί να τις τηρήσει με ανάλογη προσαρμογή και ο έγγαμος. Ο γάμος όταν έχει αναφορά στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και όχι όταν λαμβάνει απλώς την ευλογία για μια βιολογική ικανοποίηση, βοηθά τον άνθρωπο να σωθεί.
β) Ο Ορθόδοξος τρόπος ζωής είναι κοινοτικός ή κοινοβιακός
Αυτό σημαίνει ότι ο Ορθόδοξος Χριστιανός δεν ζει μόνος του, αλλά με τους αδελφούς του και για τους αδελφούς του. Η Ορθοδοξία είναι Εκκλησία. Αυτό θα πει Σώμα Χριστού και πνευματική (πραγματική) οικογένεια.
Αυτό το βλέπουμε στην Θεία Ευχαριστία που εκφράζει άριστα την Εκκλησία. Στο υπερφυές αυτό μυστήριο όλοι συλλειτουργούν. Όλοι απολαμβάνουμε το συλλείτουργο. Όλα είναι κοινά. Κοινή προσευχή, κοινή τροφή, κοινή ζωή. Μαθαίνοντας να ζούμε λειτουργικά, καλούμαστε να συμμετάσχουμε και στην μεγάλη λειτουργία του σύμπαντος, δηλαδή να θεωρούμε όλους και όλα σαν δώρα του Θεού σε μας και επομένως να προσφέρουμε και εμείς τον εαυτό μας σαν δώρο σ’ αυτούς.
Έτσι η Χριστιανική ζωή είναι κοινή ζωή. Η λύπη κοινή λύπη. Η χαρά κοινή χαρά. Η πίστη ενότητα πίστεως. Η αγάπη κοινωνία αγάπης. Αυτό το βλέπουμε καθαρά να εκφράζεται στα κοινόβια μοναστήρια. Οι μοναχοί έχουν κοινή τροφή, ενδυμασία, προσευχή, πνευματική καθοδήγηση. Αλλά αυτήν την κοινή ζωή, τηρουμένων των αναλογιών, μπορούν να την ζήσουν όλοι οι Ορθόδοξοι. Να μην αισθάνονται μόνοι τους και να μη ζουν μόνο για τον εαυτό τους. Τον άλλον να τον βλέπουν σαν αδελφό τους και να συμμετάσχουν στον πόνο του. Βέβαια ο κοινοβιακός τρόπος ζωής προϋποθέτει την παρουσία του Παναγίου Πνεύματος. Στον πεπτωκότα κόσμο, που χαρακτηρίζεται από την απουσία του Αγίου Πνεύματος είναι ουτοπία να μιλάμε για κοινοβιακή ζωή.
γ) Η Ορθοδοξία είναι Θεανθρωποκεντρική
Ο Ορθόδοξος Χριστιανός κινείται γύρω από τον Θεάνθρωπο, ζει εν τω Θεανθρώπω και δεν κινείται γύρω από τον εαυτό του. Αυτό το βλέπουμε στον μοναχισμό. Κέντρο του μοναχού είναι η Εκκλησία. Βάση η λατρεία και η προσευχή. Ο μοναχός επιζητεί με θερμότητα την κοινωνία με τον Χριστό. Αυτό μπορεί να το εφαρμόσει και ο κάθε Ορθόδοξος Χριστιανός. Να τηρεί το θέλημα του Θεού και το τυπικό της Εκκλησίας να γίνει δικό του τυπικό.
Καταλήγοντας μπορούμε να πούμε ότι όλοι μπορούμε να βιώσουμε το Ορθόδοξο πνεύμα που είναι ασκητικό, κοινοβιακό και Θεανθρωποκεντρικό, μόνο που οι μοναχοί έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες. Ο μοναχισμός είναι έκφραση της Ορθοδοξίας. Και ο τελευταίος μοναχός είναι μια αντίδραση στο πνεύμα της εκκοσμικεύσεως του συγχρόνου ανθρώπου και ελπίδα γι’ αυτούς που ζητούν μια τέλεια κοινωνία, όπου θα βασιλεύει όχι απλώς η δικαιοσύνη, αλλά η αγάπη.
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος paroikos την Τετ Απρ 25, 2007 3:51 pm, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Κυριακή Ε' Νηστειών
Το ποτήριον
«το ποτήριον ο εγώ πίνω πίεσθαι» (Μαρκ. ι 39)
Οι δυο μαθηταί ζητούσαν από τον Χριστό δόξα με ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νουν ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή. Ο Χριστός όμως διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους υποδεικνύει την πραγματική και αιώνια δόξα, που διέρχεται μέσα από το «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Ο Ίδιος δοξάστηκε διά του Σταυρού και οι μαθηταί Του θα δοξαστούν δια του σταυρού. Αυτή την αλήθεια, ότι δηλαδή το «ποτήριον» είναι η δόξα της Εκκλησίας θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε στην συνέχεια.
Το «ποτήριον» του Χριστού
Αναμφιβόλως όταν ο Κύριος έλεγε «το ποτήριον ο εγώ πίνω» εννοούσε τα πάθη Του με αποκορύφωμα τον Σταυρό, που υπέμεινε για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει ότι το προπατορικό αμάρτημα συνίσταται στην αμαρτία της προαιρέσεως (ηδονή) και στην αμαρτία της φύσεως (το παθητό της ανθρωπίνης φύσεως, η οδύνη).
Ο Κύριος με την ενανθρώπισή Του προσέλαβε την προ της παραβάσεως καθαρά και αμόλυντη ανθρώπινη φύση (την αναμαρτησία), αλλά και το μετά την παράβαση φθαρτό της ανθρωπίνης φύσεως, αφού εγένετο «υπέρ ημών κατάρα» (Γαλ. γ’ 13).
Ο Κύριος δέχεται εκουσίως τον θάνατο, την οδύνη, πάσχει αδίκως και δι’ αυτού του τρόπου θεραπεύει την ανθρώπινη φύση, κατακρίνει την προαιρετική και φυσική αμαρτία. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο «επειράσθη, ίνα νικήσωμεν. ητιμάσθη, ίνα δοξασθή. απέθανεν ίνα σώση».
Αυτή είναι η σωτηριώδης ενέργεια των Παθών του Χριστού. Έτσι το πικρό «ποτήριον» του Χριστού έγινε για μας γλυκύτατο. Δια του Σταυρού ήλθε η σωτηρία. Πρέπει και πάλι να υπογραμμίσουμε την αλήθεια ότι ο Κύριος εκούσια και άφωνα πορεύθηκε στο Πάθος, όπως προφήτευσε ο Ησαΐας: «ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα. εν τη ταπεινώση η κρίσις αυτού ήρθη» (Ης. νγ’ 7-8). Αυτό το εκούσιο και το άφωνο αποτέλεσε την ιατρεία της ανθρωπίνης φύσεως.
Το «ποτήριον» της Εκκλησίας
Ξέρουμε ότι η Εκκλησία είναι το μυστικό και πραγματικό Σώμα του Χριστού. Αυτό σημαίνει ότι το πάθος της Κεφαλής υπέρ του σώματος είναι και πάθος του σώματος μαζί με την Κεφαλή. «Το πάθος του Χριστού είναι και πάθος της Εκκλησίας, όπως και η ανάστασις της Κεφαλής είναι πνευματική συνανάστασις όλου του Σώματος των πιστευόντων». Η Ορθοδοξία βιώνει πάντα το «ποτήριον» του Χριστού.
Υπάρχουν πολλά σημεία που μπορούν να τονισθούν στο θέμα αυτό. Κατ’ αρχάς όλη η ζωή της Ορθοδοξίας είναι σταυρική. Έχει παρατηρηθεί πολύ σωστά ότι η αποφατική της Θεολογία, χωρίς να αποδεσμεύεται από την καταφατική, είναι ο «Γολγοθάς της νοήσεως». Η οργάνωση της Ορθοδοξίας δεν γίνεται με ανθρώπινα κριτήρια, αλλά έχει Τριαδικό χαρακτήρα. Είναι έκφραση της αγάπης , που είναι κένωση. Η Θεία Λειτουργία είναι ολοκληρωτική προσφορά. Η Ορθόδοξη εικόνα αποβλέπει στην μεταμόρφωση των εξωτερικών αισθήσεων. Η πνευματικότητά της συνδέεται με την υψοποιό ταπείνωση, με τον εκούσιο θάνατο.
Έπειτα η Ορθοδοξία δέχεται πάντα τον διωγμό. Δεν υπάρχει Τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, σε οποιοδήποτε μέρος της γης, που να μην διώκεται εκ μέρους της κοσμικής νοοτροπίας. Μόνον που σε κάθε μέρος αλλάσσει το είδος του διωγμού και δεν ξέρει κανείς ποιο είναι το χειρότερο. ο φανερός και άμεσος ή ο κρυφός και έμμεσος. Αυτό το αφήνουμε στην κρίση και το έλεος του Θεού.
Πάντως η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι εσταυρωμένη γι’ αυτό και αναστημένη. Αυτό είναι το κριτήριο της γνησιότητάς της, ότι δηλαδή συνδέεται με τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα Χριστό. Όπως εναντίον του Χριστού εξεστράτευσε ολόκληρη η ανθρώπινη κακία. Όταν μια Εκκλησία αποδιώκει το μαρτύριο, την εκούσια Σταύρωση και ζητά την επίγεια δόξα και την κοσμική προβολή, όταν διακατέχεται από το πάθος να σταυρώνει και όχι να σταυρώνεται δείχνει ότι έχασε την πραγματική κοινωνία με τον Χριστό ο Οποίος προσφέρθηκε χωρίς καμμιά αντίσταση στο μαρτύριο.
Το «ποτήριον» των Χριστιανών
Αυτό που ισχύει για την Εκκλησία, ισχύει και για τους πραγματικούς Χριστιανούς. Κριτήριο γνησιότητος της εκκλησιαστικής μας ιδιότητος είναι η βίωση του Σταυρού. Ο Κύριος το είπε: «Το ποτήριον ο εγώ πίνω, πίεσθε». Αυτό συνέβη με τους μαθητάς. Περιφρονήθηκαν, διώχθηκαν, υπέστησαν τα πάντα και μαρτυρικό θάνατο. Όσοι από αυτούς δεν απέθαναν μαρτυρικά, δεν είναι γιατί δεν είχαν Χάρη μαρτυρίου, αλλά γιατί δεν δόθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες. Πάντως όλοι έζησαν μαρτυρικά.
Έτσι οι Χριστιανοί συνδέονται με το «ποτήριον». Όταν μιλάμε για «ποτήριον» και σταυρικό θάνατο δεν εννοούμε απλώς τα βάσανα της ζωής, που όλοι έχουμε και αντιμετωπίζουμε. Ίσως είναι και αυτό ένα είδος σταυρού. Αλλά εννοούμε κάτι περισσότερο.
Σταυρός είναι ο αγώνας για την απαλλαγή μας από την εσωτερική τυραννία των παθών. για την μεταμόρφωση του εσωτερικού μας κόσμου, ώστε όλες μας οι δυνάμεις να υπηρετούν τον Θεό. Διότι δεν υπάρχουν μέσα μας κακές δυνάμεις που πρέπει να αποβάλλουμε, αλλά διεστραμμένες που πρέπει να μεταμορφώσουμε. Ο άγιος Ισαάκ λέγει: «η οδός του Θεού σταυρός καθημερινός εστιν. Ουδείς γαρ τω Ουρανώ ανήλθε μετά ανέσεως».
Σταυρός είναι να μην υπολογίζουμε τους επαίνους και τις ατιμίες που μας προσφέρει ο κόσμος. Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος τον αδελφό που τον ρώτησε τι πρέπει να κάνει για να σωθεί τον έστειλε στον νεκροταφείο για να κατηγορήσει τους νεκρούς ως αμαρτωλούς και έπειτα να τους επαινέσει ως αγίους. Όταν επέστρεψε τον ερώτησε αν αντέδρασαν οι νεκροί στις δύο περιπτώσεις. Και στην αρνητική απάντηση του λέγει: «Είδες πόσο τους εξευτέλισες και τίποτε δεν σου αποκρίθηκαν και πόσο τους εξύμνησες και καθόλου δεν σου μίλησαν; Έτσι και συ γίνε νεκρός, αν θέλεις να σωθείς. Μήτε την αδικία των ανθρώπων μήτε τους ύμνους τους να λογαριάζεις, όπως οι νεκροί. Και μπορεί να σωθείς».
Σταυρός είναι και η αγάπη που πρέπει να δείχνουμε στους άλλους. Η αγάπη από την φύση της είναι αυθυπέρβαση του εγώ, κένωση, σταυρός. Ο Χριστός σταυρώθηκε και έδειξε την αγάπη Του σε μας. Και μεις σταυρωνόμαστε καθημερινά για να φανερώσουμε την αγάπη μας στους άλλους. Ο Ορθόδοξος δεν αντιστέκεται κοσμικά στην δύναμη που πέφτει επάνω του. «Πολεμάει» με την αγάπη. Είναι άοπλος και οπλισμένος. Είναι σταυρωμένος στο ξύλο της αγάπης και όντας σταυρωμένος είναι ο πραγματικά ελεύθερος, διαθέτει την μεγαλύτερη δύναμη.
Σταυρός τέλος είναι ο μαρτυρικός θάνατος υπέρ της αληθείας της Πίστεως. Οι άγιοι επειδή βίωσαν την πίστη και γνώρισαν την αξία της δέχθηκαν τον εκούσιο θάνατο παρά την βεβήλωσή της ή την άρνησή της.
Το «ποτήριον» (ο σταυρός) είναι κοινός κλήρος όλων των Ορθοδόξων. Με τον σταυρό εξασφαλίζουμε μεγαλύτερη νίκη και αιώνιο θρίαμβο. Αντίθετα με τα κοσμικά κριτήρια δηλαδή με την αντίσταση δίνουμε στον άλλο την δυνατότητα να προετοιμασθεί για μεγαλύτερη επίθεση. Βέβαια μπορεί να παρατηρηθεί ότι το να υπομένουμε, να αγαπούμε, να μην αντιστεκόμαστε είναι τρέλλα. Απαντώντας λέμε ότι όλη η Χριστιανική ζωή είναι μια υγιής σαλότης. Είναι μια Λογική τρέλλα που ιατρεύει την δική μας ανισορροπία και την ά-Λογη τρέλλα του κόσμου.
Το ποτήριον
«το ποτήριον ο εγώ πίνω πίεσθαι» (Μαρκ. ι 39)
Οι δυο μαθηταί ζητούσαν από τον Χριστό δόξα με ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νουν ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή. Ο Χριστός όμως διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους υποδεικνύει την πραγματική και αιώνια δόξα, που διέρχεται μέσα από το «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Ο Ίδιος δοξάστηκε διά του Σταυρού και οι μαθηταί Του θα δοξαστούν δια του σταυρού. Αυτή την αλήθεια, ότι δηλαδή το «ποτήριον» είναι η δόξα της Εκκλησίας θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε στην συνέχεια.
Το «ποτήριον» του Χριστού
Αναμφιβόλως όταν ο Κύριος έλεγε «το ποτήριον ο εγώ πίνω» εννοούσε τα πάθη Του με αποκορύφωμα τον Σταυρό, που υπέμεινε για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει ότι το προπατορικό αμάρτημα συνίσταται στην αμαρτία της προαιρέσεως (ηδονή) και στην αμαρτία της φύσεως (το παθητό της ανθρωπίνης φύσεως, η οδύνη).
Ο Κύριος με την ενανθρώπισή Του προσέλαβε την προ της παραβάσεως καθαρά και αμόλυντη ανθρώπινη φύση (την αναμαρτησία), αλλά και το μετά την παράβαση φθαρτό της ανθρωπίνης φύσεως, αφού εγένετο «υπέρ ημών κατάρα» (Γαλ. γ’ 13).
Ο Κύριος δέχεται εκουσίως τον θάνατο, την οδύνη, πάσχει αδίκως και δι’ αυτού του τρόπου θεραπεύει την ανθρώπινη φύση, κατακρίνει την προαιρετική και φυσική αμαρτία. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο «επειράσθη, ίνα νικήσωμεν. ητιμάσθη, ίνα δοξασθή. απέθανεν ίνα σώση».
Αυτή είναι η σωτηριώδης ενέργεια των Παθών του Χριστού. Έτσι το πικρό «ποτήριον» του Χριστού έγινε για μας γλυκύτατο. Δια του Σταυρού ήλθε η σωτηρία. Πρέπει και πάλι να υπογραμμίσουμε την αλήθεια ότι ο Κύριος εκούσια και άφωνα πορεύθηκε στο Πάθος, όπως προφήτευσε ο Ησαΐας: «ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα. εν τη ταπεινώση η κρίσις αυτού ήρθη» (Ης. νγ’ 7-8). Αυτό το εκούσιο και το άφωνο αποτέλεσε την ιατρεία της ανθρωπίνης φύσεως.
Το «ποτήριον» της Εκκλησίας
Ξέρουμε ότι η Εκκλησία είναι το μυστικό και πραγματικό Σώμα του Χριστού. Αυτό σημαίνει ότι το πάθος της Κεφαλής υπέρ του σώματος είναι και πάθος του σώματος μαζί με την Κεφαλή. «Το πάθος του Χριστού είναι και πάθος της Εκκλησίας, όπως και η ανάστασις της Κεφαλής είναι πνευματική συνανάστασις όλου του Σώματος των πιστευόντων». Η Ορθοδοξία βιώνει πάντα το «ποτήριον» του Χριστού.
Υπάρχουν πολλά σημεία που μπορούν να τονισθούν στο θέμα αυτό. Κατ’ αρχάς όλη η ζωή της Ορθοδοξίας είναι σταυρική. Έχει παρατηρηθεί πολύ σωστά ότι η αποφατική της Θεολογία, χωρίς να αποδεσμεύεται από την καταφατική, είναι ο «Γολγοθάς της νοήσεως». Η οργάνωση της Ορθοδοξίας δεν γίνεται με ανθρώπινα κριτήρια, αλλά έχει Τριαδικό χαρακτήρα. Είναι έκφραση της αγάπης , που είναι κένωση. Η Θεία Λειτουργία είναι ολοκληρωτική προσφορά. Η Ορθόδοξη εικόνα αποβλέπει στην μεταμόρφωση των εξωτερικών αισθήσεων. Η πνευματικότητά της συνδέεται με την υψοποιό ταπείνωση, με τον εκούσιο θάνατο.
Έπειτα η Ορθοδοξία δέχεται πάντα τον διωγμό. Δεν υπάρχει Τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, σε οποιοδήποτε μέρος της γης, που να μην διώκεται εκ μέρους της κοσμικής νοοτροπίας. Μόνον που σε κάθε μέρος αλλάσσει το είδος του διωγμού και δεν ξέρει κανείς ποιο είναι το χειρότερο. ο φανερός και άμεσος ή ο κρυφός και έμμεσος. Αυτό το αφήνουμε στην κρίση και το έλεος του Θεού.
Πάντως η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι εσταυρωμένη γι’ αυτό και αναστημένη. Αυτό είναι το κριτήριο της γνησιότητάς της, ότι δηλαδή συνδέεται με τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα Χριστό. Όπως εναντίον του Χριστού εξεστράτευσε ολόκληρη η ανθρώπινη κακία. Όταν μια Εκκλησία αποδιώκει το μαρτύριο, την εκούσια Σταύρωση και ζητά την επίγεια δόξα και την κοσμική προβολή, όταν διακατέχεται από το πάθος να σταυρώνει και όχι να σταυρώνεται δείχνει ότι έχασε την πραγματική κοινωνία με τον Χριστό ο Οποίος προσφέρθηκε χωρίς καμμιά αντίσταση στο μαρτύριο.
Το «ποτήριον» των Χριστιανών
Αυτό που ισχύει για την Εκκλησία, ισχύει και για τους πραγματικούς Χριστιανούς. Κριτήριο γνησιότητος της εκκλησιαστικής μας ιδιότητος είναι η βίωση του Σταυρού. Ο Κύριος το είπε: «Το ποτήριον ο εγώ πίνω, πίεσθε». Αυτό συνέβη με τους μαθητάς. Περιφρονήθηκαν, διώχθηκαν, υπέστησαν τα πάντα και μαρτυρικό θάνατο. Όσοι από αυτούς δεν απέθαναν μαρτυρικά, δεν είναι γιατί δεν είχαν Χάρη μαρτυρίου, αλλά γιατί δεν δόθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες. Πάντως όλοι έζησαν μαρτυρικά.
Έτσι οι Χριστιανοί συνδέονται με το «ποτήριον». Όταν μιλάμε για «ποτήριον» και σταυρικό θάνατο δεν εννοούμε απλώς τα βάσανα της ζωής, που όλοι έχουμε και αντιμετωπίζουμε. Ίσως είναι και αυτό ένα είδος σταυρού. Αλλά εννοούμε κάτι περισσότερο.
Σταυρός είναι ο αγώνας για την απαλλαγή μας από την εσωτερική τυραννία των παθών. για την μεταμόρφωση του εσωτερικού μας κόσμου, ώστε όλες μας οι δυνάμεις να υπηρετούν τον Θεό. Διότι δεν υπάρχουν μέσα μας κακές δυνάμεις που πρέπει να αποβάλλουμε, αλλά διεστραμμένες που πρέπει να μεταμορφώσουμε. Ο άγιος Ισαάκ λέγει: «η οδός του Θεού σταυρός καθημερινός εστιν. Ουδείς γαρ τω Ουρανώ ανήλθε μετά ανέσεως».
Σταυρός είναι να μην υπολογίζουμε τους επαίνους και τις ατιμίες που μας προσφέρει ο κόσμος. Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος τον αδελφό που τον ρώτησε τι πρέπει να κάνει για να σωθεί τον έστειλε στον νεκροταφείο για να κατηγορήσει τους νεκρούς ως αμαρτωλούς και έπειτα να τους επαινέσει ως αγίους. Όταν επέστρεψε τον ερώτησε αν αντέδρασαν οι νεκροί στις δύο περιπτώσεις. Και στην αρνητική απάντηση του λέγει: «Είδες πόσο τους εξευτέλισες και τίποτε δεν σου αποκρίθηκαν και πόσο τους εξύμνησες και καθόλου δεν σου μίλησαν; Έτσι και συ γίνε νεκρός, αν θέλεις να σωθείς. Μήτε την αδικία των ανθρώπων μήτε τους ύμνους τους να λογαριάζεις, όπως οι νεκροί. Και μπορεί να σωθείς».
Σταυρός είναι και η αγάπη που πρέπει να δείχνουμε στους άλλους. Η αγάπη από την φύση της είναι αυθυπέρβαση του εγώ, κένωση, σταυρός. Ο Χριστός σταυρώθηκε και έδειξε την αγάπη Του σε μας. Και μεις σταυρωνόμαστε καθημερινά για να φανερώσουμε την αγάπη μας στους άλλους. Ο Ορθόδοξος δεν αντιστέκεται κοσμικά στην δύναμη που πέφτει επάνω του. «Πολεμάει» με την αγάπη. Είναι άοπλος και οπλισμένος. Είναι σταυρωμένος στο ξύλο της αγάπης και όντας σταυρωμένος είναι ο πραγματικά ελεύθερος, διαθέτει την μεγαλύτερη δύναμη.
Σταυρός τέλος είναι ο μαρτυρικός θάνατος υπέρ της αληθείας της Πίστεως. Οι άγιοι επειδή βίωσαν την πίστη και γνώρισαν την αξία της δέχθηκαν τον εκούσιο θάνατο παρά την βεβήλωσή της ή την άρνησή της.
Το «ποτήριον» (ο σταυρός) είναι κοινός κλήρος όλων των Ορθοδόξων. Με τον σταυρό εξασφαλίζουμε μεγαλύτερη νίκη και αιώνιο θρίαμβο. Αντίθετα με τα κοσμικά κριτήρια δηλαδή με την αντίσταση δίνουμε στον άλλο την δυνατότητα να προετοιμασθεί για μεγαλύτερη επίθεση. Βέβαια μπορεί να παρατηρηθεί ότι το να υπομένουμε, να αγαπούμε, να μην αντιστεκόμαστε είναι τρέλλα. Απαντώντας λέμε ότι όλη η Χριστιανική ζωή είναι μια υγιής σαλότης. Είναι μια Λογική τρέλλα που ιατρεύει την δική μας ανισορροπία και την ά-Λογη τρέλλα του κόσμου.
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος paroikos την Τετ Απρ 25, 2007 3:54 pm, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Κυριακή των Βαΐων
Οι άρχοντες και ο λαός
«όχλος πολύς..έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτού» (Ιω. ιβ’ 12-13)
Εισερχόμενος ο Κύριος στα Ιεροσόλυμα για να πάθει υπέρ όλου του κόσμου επευφημείται από τον λαό ως νικητής του θανάτου, λόγω της αναστάσεως του Λαζάρου. Το εκπληκτικό είναι ότι ο λαός που επευφημεί τώρα τον Χριστό, αυτός ο ίδιος θα ζητήσει μετά λίγες μέρες την καταδίκη Του. Ο ενθουσιασμός υπέρ του Χριστού σύντομα θα μεταβληθεί σε οργή εναντίον Του. Μάλλον δεν θα μεταβληθεί, αλλά θα του το μεταβάλλουν οι άρχοντές του. Είναι μια, από τις τόσες πολλές που υπάρχουν στην ιστορία, χαρακτηριστική περίπτωση αλλοιώσεως της γνώμης, της θελήσεως και του πραγματικού συμφέροντος του λαού από τεταγμένους να τον κυβερνήσουν. Ας δούμε λίγο πλατύτερα το θέμα γιατί είναι αρκετά ενδιαφέρον και επίκαιρο.
Οι Φαρισαίοι και ο όχλος
Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι ήταν οι άρχοντες του Ιουδαϊκού λαού της εποχής του Χριστού, που τον έκαναν ό,τι ήθελα. Του είχαν αφαιρέσει κάθε προσωπικότητα, το μετέτρεψαν σε μάζα, σε όχλο. Και μάλιστα αυτά τα έκαναν εν ονόματι του Νόμου. Συμπεριφέρονταν πολύ αλαζονικά και υπεροπτικά. Υποτιμούσαν τον λαό. Γι’ αυτούς που ακολουθούσαν τον Χριστό είπαν οι Φαρισαίοι: «ο όχλος ούτος ο μη γινώσκων τον νόμον επικατάρατοι εισί» (Ιωαν. ζ’ 49). Το κακό είναι ότι οι ίδιοι δεν ήξεραν και δεν ήθελαν να γνωρίσουν τον Νόμο στον λαό. Παραθεωρούσαν ακόμη και την ηθική ζωή του. Οι Φαρισαίοι είπαν στους μαθητάς του Χριστού: «διατί μετά των τελωνών και αμαρτωλών εσθίει ο διδάσκαλος υμών;» (Ματθ. θ’ 11).
Επί πλέον στα Ευαγγέλια βλέπουμε μια συνεχή προσπάθεια των αρχόντων να διαστρέφουν την αλήθεια και να πλανούν τον λαό. Ήθελαν να τον κρατούν στην πλάνη. Έκαναν τα πάντα για να συκοφαντήσουν το πραγματικό έργο του Χριστού. Είναι γνωστό ότι οι άρχοντες των Ιουδαίων για να φονεύσουν τον Χριστό χρησιμοποίησαν βασικά, δυο κατηγορίες, μια θρησκευτική και μια πολιτική. Η θρησκευτική ήταν ότι ονόμαζε τον εαυτό Του Υιό του Θεού: «πατέρα ίδιον έλεγε τον Θεόν, ίσον εαυτόν ποιών τω Θεώ» (Ιωαν. ε’ 18). Η πολιτική ήταν ότι με την διαγωγή Του προκαλούσε τους Ρωμαίους να έλθουν και να καταστρέψουν τον Ισραήλ: «Τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί; Εάν αφώμεν αυτόν ούτω, πάντες πιστεύσουσι εις αυτόν και ελεύσονται οι Ρωμαίοι και αρούσιν ημών και τον τόπον και το έθνος» (Ιωαν. ια’ 47-48). Τον παρουσίασαν εχθρόν του έθνους! Ακόμη και κατά την άδικη δίκη έκαναν τα πάντα για να «πείσουν» τον λαό να ζητήσει την ελευθέρωση του Βαραββά και την καταδίκη του Χριστού.
Ο Χριστός και ο λαός. (ο λαός του Θεού)
Αντίθετα με τους άρχοντας του Ισραήλ ο Χριστός αγάπησε πολύ αυτόν τον λαό. Τον είδε ως μη έχοντα ποιμένα. «Ιδών δε τους όχλους εσπλαχνίσθη περί αυτών, ότι ήσαν εκλελυμένοι και ερριμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ’ 39). Έτσι το πρόβλημα του λαού για τον Χριστό είναι πρόβλημα ποιμένων-αρχόντων. Και ο Κύριος υπήρξε ο πραγματικός Ποιμήν του, γι’ αυτό διεκήρυξε: «Εγώ ειμί ο Ποιμήν ο καλός, ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» (Ιωαν. ι’ 11).
Πράγματι ο Κύριος, όπως επανειλημμένα τονίζεται στα άγια ευαγγέλια, ευσπλαχνίσθη τον λαό, τον δίδαξε, τον θεράπευσε, του ικανοποίησε τις υλικές του ανάγκες, απέθανεν γι’ αυτόν. Επίσης στους μαθητάς Του είπε να μην τον κατεξουσιάζουν, όπως το κάνουν οι «άρχοντες των Εθνών», αλλά να τον διευθύνουν με ταπείνωση, ως δούλοι του. Θα ακούσουμε αυτήν την Μεγάλη Εβδομάδα την Εκκλησία να ψάλλει: «ου κλήρος γαρ εμόν τυραννίς δε γνώμη αυθαίρετος» που ερμηνεύεται «δεν είναι θεσμός και νόμος ιδικός μου η αυθαιρεσία, αλλά των τυράννων». Και ο Χριστός δεν είναι τύραννος, αλλά ο πραγματικός άρχοντας. Τέτοιος Ποιμένας δεν παρουσιάσθηκε άλλος στην ανθρωπότητα. Ο Κύριος με όλο Του το έργο, τον άβουλο όχλο, που ήταν το θύμα των επιγείων αρχόντων, τον έκανε λαό του Θεού, άγιο Σώμα Του.
Έτσι μέσα στην Εκκλησία ζούμε αυτήν την οικειότητα με τον αιώνιο και πραγματικό άρχοντά μας. Έχουμε προσωπική επικοινωνία με τον Θεό, αποκαθίσταται η ελευθερία μας. Μέσα στην Εκκλησία δεν καταργείται το πρόσωπο, ούτε μαζοποιείται ο άνθρωπος. Το καθολικό βίωμα της Εκκλησίας βιώνεται από το συγκεκριμένο πρόσωπο και το προσωπικό στοιχείο έχει αναφορά στην καθολική αλήθεια της Εκκλησίας. Έτσι διατηρείται άριστα η καθολικότης και διαφυλάσσεται συγχρόνως η ελευθερία του προσώπου.
Όταν λέμε λαό του Θεού δεν εννοούμε απλώς του λαϊκούς ή την λαοκρατία (λαϊκοκρατία), ούτε τους Κληρικούς ή την Κληρικοκρατία, αλλά την εν Χριστώ ενότητα Κληρικών και λαϊκών. Οι Λαϊκοί δεν είναι ούτε το ανεξάρτητο ούτε το παθητικό στοιχείο μέσα στην Εκκλησία, αλλά το χαρισματούχο, που μαζί με τους Κληρικούς αποτελούν το ένδοξο και τετιμημένο λαό του Θεού. Έτσι το πολίτευμα της Ορθοδοξίας δεν είναι δημοκρατικό με την συνηθισμένη έννοια του όρου, αλλά ιεραρχικό. Υπάρχει ιεραρχία και σεβασμός.
Οι σημερινοί άρχοντες και ο λαός
Δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις στην σύγχρονη κοινωνία επικρατεί η προ Χριστού κατάσταση. Σε γενική κλίμακα παρατηρείται ότι οι άρχοντες ενδιαφέρονται για την ιδική τους κυριαρχία (εξουσία) και όχι τόσο για την εξυπηρέτηση του λαού. Με αποφάσεις, που λαμβάνονται από μεγάλους διεθνείς οργανισμούς, εξυπηρετούν ατομικά συμφέροντα και με νόμους ή τρόπους που συνήθως δεν γίνονται αντιληπτοί, αδικούν τον λαό. Κάτω από ωραία ανθρωπιστικά συνθήματα κρύβεται όλη η αδικία και το συμφέρον των μεγάλων. Επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία, όπως και στην περίπτωση του Χριστού. Καταστρέφεται το δίκαιο εν ονόματι της «δικαιοσύνης».
Επίσης καταπιέζουν ποικιλοτρόπως τον λαό (τους λαούς) και έτσι τον ωθούν σε αντιδράσεις-επαναστάσεις. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος παρετήρησε ότι «το βία υποταττόμενον στασιάζει καιρού λαμβανόμενον». Αποπροσανατολίζουν τις σκέψεις και τα ενδιαφέροντά του οδηγώντας τον σε μια αποχαύνωση. Αυτό γίνεται με τα μέσα ενημερώσεως ή μάλλον συσκοτίσεως του λαού. Η σύγχρονη εξουσία πολλές φορές δεν επιδιώκει την διαφώτιση του λαού, αλλά την επιβολή των σκέψεών της. Έτσι χρησιμοποιείται όλη η ψυχολογία του βάθους (με συνθήματα, διαφημίσεις κλπ.) για να τον κάνουν να παύσει να σκέπτεται.
Γενικά οι επίγειοι άρχοντες, όταν δεν έχουν Χριστό, θεωρούν τον λαό μάζα, αγέλη, όχλο και τον μεταχειρίζονται έτσι, εκμεταλλευόμενοι την ψυχολογία του όχλου. Στους καταλόγους τον θέλουν νούμερο. Στις εκλογές ψηφοφόρο. Στην οικονομία κατά κεφαλήν εισόδημα. Στα πορνογραφικά έργα εισιτήριο! Αλλά αυτό συνιστά το μεγαλύτερο έγκλημα εις βάρος του ανθρώπου. Επίσης άλλοι χάριν της ενότητος καταργούν την ελευθερία του προσώπου και άλλη χάριν της δικής τους ελευθερίας καταργούν την ενότητα του λαού.
Ο Χριστός πολέμησε με την αγάπη Του και τον Σταυρό το πολιτικό και θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής Του. Είναι ο «Ποιμήν ο καλός» που ελευθέρωσε τον άνθρωπο και από άβουλο όχλο τον έκανε λαό Του. Ο ρόλος της Εκκλησίας σήμερα, όπως πάντα, είναι να βοηθά τον άνθρωπο να αποφεύγει την εξαφάνιση, την αλλοτρίωση και τον μηδενισμό του.
Οι άρχοντες και ο λαός
«όχλος πολύς..έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτού» (Ιω. ιβ’ 12-13)
Εισερχόμενος ο Κύριος στα Ιεροσόλυμα για να πάθει υπέρ όλου του κόσμου επευφημείται από τον λαό ως νικητής του θανάτου, λόγω της αναστάσεως του Λαζάρου. Το εκπληκτικό είναι ότι ο λαός που επευφημεί τώρα τον Χριστό, αυτός ο ίδιος θα ζητήσει μετά λίγες μέρες την καταδίκη Του. Ο ενθουσιασμός υπέρ του Χριστού σύντομα θα μεταβληθεί σε οργή εναντίον Του. Μάλλον δεν θα μεταβληθεί, αλλά θα του το μεταβάλλουν οι άρχοντές του. Είναι μια, από τις τόσες πολλές που υπάρχουν στην ιστορία, χαρακτηριστική περίπτωση αλλοιώσεως της γνώμης, της θελήσεως και του πραγματικού συμφέροντος του λαού από τεταγμένους να τον κυβερνήσουν. Ας δούμε λίγο πλατύτερα το θέμα γιατί είναι αρκετά ενδιαφέρον και επίκαιρο.
Οι Φαρισαίοι και ο όχλος
Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι ήταν οι άρχοντες του Ιουδαϊκού λαού της εποχής του Χριστού, που τον έκαναν ό,τι ήθελα. Του είχαν αφαιρέσει κάθε προσωπικότητα, το μετέτρεψαν σε μάζα, σε όχλο. Και μάλιστα αυτά τα έκαναν εν ονόματι του Νόμου. Συμπεριφέρονταν πολύ αλαζονικά και υπεροπτικά. Υποτιμούσαν τον λαό. Γι’ αυτούς που ακολουθούσαν τον Χριστό είπαν οι Φαρισαίοι: «ο όχλος ούτος ο μη γινώσκων τον νόμον επικατάρατοι εισί» (Ιωαν. ζ’ 49). Το κακό είναι ότι οι ίδιοι δεν ήξεραν και δεν ήθελαν να γνωρίσουν τον Νόμο στον λαό. Παραθεωρούσαν ακόμη και την ηθική ζωή του. Οι Φαρισαίοι είπαν στους μαθητάς του Χριστού: «διατί μετά των τελωνών και αμαρτωλών εσθίει ο διδάσκαλος υμών;» (Ματθ. θ’ 11).
Επί πλέον στα Ευαγγέλια βλέπουμε μια συνεχή προσπάθεια των αρχόντων να διαστρέφουν την αλήθεια και να πλανούν τον λαό. Ήθελαν να τον κρατούν στην πλάνη. Έκαναν τα πάντα για να συκοφαντήσουν το πραγματικό έργο του Χριστού. Είναι γνωστό ότι οι άρχοντες των Ιουδαίων για να φονεύσουν τον Χριστό χρησιμοποίησαν βασικά, δυο κατηγορίες, μια θρησκευτική και μια πολιτική. Η θρησκευτική ήταν ότι ονόμαζε τον εαυτό Του Υιό του Θεού: «πατέρα ίδιον έλεγε τον Θεόν, ίσον εαυτόν ποιών τω Θεώ» (Ιωαν. ε’ 18). Η πολιτική ήταν ότι με την διαγωγή Του προκαλούσε τους Ρωμαίους να έλθουν και να καταστρέψουν τον Ισραήλ: «Τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί; Εάν αφώμεν αυτόν ούτω, πάντες πιστεύσουσι εις αυτόν και ελεύσονται οι Ρωμαίοι και αρούσιν ημών και τον τόπον και το έθνος» (Ιωαν. ια’ 47-48). Τον παρουσίασαν εχθρόν του έθνους! Ακόμη και κατά την άδικη δίκη έκαναν τα πάντα για να «πείσουν» τον λαό να ζητήσει την ελευθέρωση του Βαραββά και την καταδίκη του Χριστού.
Ο Χριστός και ο λαός. (ο λαός του Θεού)
Αντίθετα με τους άρχοντας του Ισραήλ ο Χριστός αγάπησε πολύ αυτόν τον λαό. Τον είδε ως μη έχοντα ποιμένα. «Ιδών δε τους όχλους εσπλαχνίσθη περί αυτών, ότι ήσαν εκλελυμένοι και ερριμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ’ 39). Έτσι το πρόβλημα του λαού για τον Χριστό είναι πρόβλημα ποιμένων-αρχόντων. Και ο Κύριος υπήρξε ο πραγματικός Ποιμήν του, γι’ αυτό διεκήρυξε: «Εγώ ειμί ο Ποιμήν ο καλός, ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» (Ιωαν. ι’ 11).
Πράγματι ο Κύριος, όπως επανειλημμένα τονίζεται στα άγια ευαγγέλια, ευσπλαχνίσθη τον λαό, τον δίδαξε, τον θεράπευσε, του ικανοποίησε τις υλικές του ανάγκες, απέθανεν γι’ αυτόν. Επίσης στους μαθητάς Του είπε να μην τον κατεξουσιάζουν, όπως το κάνουν οι «άρχοντες των Εθνών», αλλά να τον διευθύνουν με ταπείνωση, ως δούλοι του. Θα ακούσουμε αυτήν την Μεγάλη Εβδομάδα την Εκκλησία να ψάλλει: «ου κλήρος γαρ εμόν τυραννίς δε γνώμη αυθαίρετος» που ερμηνεύεται «δεν είναι θεσμός και νόμος ιδικός μου η αυθαιρεσία, αλλά των τυράννων». Και ο Χριστός δεν είναι τύραννος, αλλά ο πραγματικός άρχοντας. Τέτοιος Ποιμένας δεν παρουσιάσθηκε άλλος στην ανθρωπότητα. Ο Κύριος με όλο Του το έργο, τον άβουλο όχλο, που ήταν το θύμα των επιγείων αρχόντων, τον έκανε λαό του Θεού, άγιο Σώμα Του.
Έτσι μέσα στην Εκκλησία ζούμε αυτήν την οικειότητα με τον αιώνιο και πραγματικό άρχοντά μας. Έχουμε προσωπική επικοινωνία με τον Θεό, αποκαθίσταται η ελευθερία μας. Μέσα στην Εκκλησία δεν καταργείται το πρόσωπο, ούτε μαζοποιείται ο άνθρωπος. Το καθολικό βίωμα της Εκκλησίας βιώνεται από το συγκεκριμένο πρόσωπο και το προσωπικό στοιχείο έχει αναφορά στην καθολική αλήθεια της Εκκλησίας. Έτσι διατηρείται άριστα η καθολικότης και διαφυλάσσεται συγχρόνως η ελευθερία του προσώπου.
Όταν λέμε λαό του Θεού δεν εννοούμε απλώς του λαϊκούς ή την λαοκρατία (λαϊκοκρατία), ούτε τους Κληρικούς ή την Κληρικοκρατία, αλλά την εν Χριστώ ενότητα Κληρικών και λαϊκών. Οι Λαϊκοί δεν είναι ούτε το ανεξάρτητο ούτε το παθητικό στοιχείο μέσα στην Εκκλησία, αλλά το χαρισματούχο, που μαζί με τους Κληρικούς αποτελούν το ένδοξο και τετιμημένο λαό του Θεού. Έτσι το πολίτευμα της Ορθοδοξίας δεν είναι δημοκρατικό με την συνηθισμένη έννοια του όρου, αλλά ιεραρχικό. Υπάρχει ιεραρχία και σεβασμός.
Οι σημερινοί άρχοντες και ο λαός
Δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις στην σύγχρονη κοινωνία επικρατεί η προ Χριστού κατάσταση. Σε γενική κλίμακα παρατηρείται ότι οι άρχοντες ενδιαφέρονται για την ιδική τους κυριαρχία (εξουσία) και όχι τόσο για την εξυπηρέτηση του λαού. Με αποφάσεις, που λαμβάνονται από μεγάλους διεθνείς οργανισμούς, εξυπηρετούν ατομικά συμφέροντα και με νόμους ή τρόπους που συνήθως δεν γίνονται αντιληπτοί, αδικούν τον λαό. Κάτω από ωραία ανθρωπιστικά συνθήματα κρύβεται όλη η αδικία και το συμφέρον των μεγάλων. Επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία, όπως και στην περίπτωση του Χριστού. Καταστρέφεται το δίκαιο εν ονόματι της «δικαιοσύνης».
Επίσης καταπιέζουν ποικιλοτρόπως τον λαό (τους λαούς) και έτσι τον ωθούν σε αντιδράσεις-επαναστάσεις. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος παρετήρησε ότι «το βία υποταττόμενον στασιάζει καιρού λαμβανόμενον». Αποπροσανατολίζουν τις σκέψεις και τα ενδιαφέροντά του οδηγώντας τον σε μια αποχαύνωση. Αυτό γίνεται με τα μέσα ενημερώσεως ή μάλλον συσκοτίσεως του λαού. Η σύγχρονη εξουσία πολλές φορές δεν επιδιώκει την διαφώτιση του λαού, αλλά την επιβολή των σκέψεών της. Έτσι χρησιμοποιείται όλη η ψυχολογία του βάθους (με συνθήματα, διαφημίσεις κλπ.) για να τον κάνουν να παύσει να σκέπτεται.
Γενικά οι επίγειοι άρχοντες, όταν δεν έχουν Χριστό, θεωρούν τον λαό μάζα, αγέλη, όχλο και τον μεταχειρίζονται έτσι, εκμεταλλευόμενοι την ψυχολογία του όχλου. Στους καταλόγους τον θέλουν νούμερο. Στις εκλογές ψηφοφόρο. Στην οικονομία κατά κεφαλήν εισόδημα. Στα πορνογραφικά έργα εισιτήριο! Αλλά αυτό συνιστά το μεγαλύτερο έγκλημα εις βάρος του ανθρώπου. Επίσης άλλοι χάριν της ενότητος καταργούν την ελευθερία του προσώπου και άλλη χάριν της δικής τους ελευθερίας καταργούν την ενότητα του λαού.
Ο Χριστός πολέμησε με την αγάπη Του και τον Σταυρό το πολιτικό και θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής Του. Είναι ο «Ποιμήν ο καλός» που ελευθέρωσε τον άνθρωπο και από άβουλο όχλο τον έκανε λαό Του. Ο ρόλος της Εκκλησίας σήμερα, όπως πάντα, είναι να βοηθά τον άνθρωπο να αποφεύγει την εξαφάνιση, την αλλοτρίωση και τον μηδενισμό του.
Kυριακή του Πάσχα
Kαινή κτίση
«Η Χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιω. α 17)
Θεόπνευστη είναι η ενέργεια της Εκκλησίας, που καθώρισε την Κυριακή του Πάσχα να αναγινώσκεται η ευαγγελική περικοπή, που είναι γεμάτη από θεολογικές αλήθειες. Είναι η πλέον κατάλληλη περικοπή να ακουσθεί σήμερα που βιώνουμε και αισθητά το «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια». Μεταξύ των πολλών θεολογικών αληθειών, που έχει η περικοπή θα σταθούμε στην φράση «η Χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» και θα κάνουμε μερικές παρατηρήσεις με πολύ φόβο μήπως τυχόν γίνουν αίτια να αμαυρωθεί η πάμφωτη ατμόσφαιρα της Αναστάσεως του Χριστού.
Η θεία Χάρη
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος λέγει ότι ο Νόμος δόθηκε δια του Μωϋσέως, ενώ η Χάρη και η αλήθεια δια του Ιησού Χριστού. Μας αποκαλύπτει την σπουδαιότητα της Χάριτος για την σωτηρία και την θέωσή μας. Η Χάρη δεν δόθηκε όπως ο Νόμος, αλλά «εγένετο δια Ιησού Χριστού», που σημαίνει ότι είναι η άκτιστη (θεία) ενέργεια του Χριστού, ο Ίδιος ο Χριστός.
Βέβαια είναι δύσκολο να δώσουμε ορισμό «λογικό» της θείας Χάριτος, αφού και ο Χριστός ως Θεός είναι αδύνατο να περικλεισθεί σε κανένα ορισμό, παρά μόνον ότι είναι Θεάνθρωπος. Έτσι το μόνον που μπορούμε να πούμε είναι ότι η θεία Χάρη είναι « η θεία και υπερφυής» ενέργεια του Θεού, δια της οποίας γίνεται η ένωση Θεού και ανθρώπων. Είναι η έλευση και παραμονή του Χριστού μέσα στον άνθρωπο. Είναι «η ένθεος ζωή» δηλαδή η ζωή του Χριστού μέσα στον άνθρωπο και η ζωή του ανθρώπου μέσα στον Χριστό. Έτσι η έλευση του Χριστού ή η έλευση της θείας Χάριτος είναι το ίδιο. «Όσοι έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι».
Η θεία Χάρη μεταδίδεται στον άνθρωπο δια των αγίων Μυστηρίων και ενεργεί με τρεις τρόπους. Με το άγιο Βάπτισμα απομακρύνει από αυτόν την παρά φύση ζωή δηλαδή την αμαρτία, με το άγιο Μύρο αποκαθιστά την φύση στο αρχικό κάλλος και με το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας στεφανώνει τον άνθρωπο δια της θεώσεως (αγ. Μάξιμος).
Θεία Χάρη και άκτιστο Φως
Το Φως που ανέτειλε από τον ζωηφόρο Τάφο του Κυρίου είναι η θεία Χάρη. Σαφώς οι άγιοι Πατέρες μας λένε ότι θεία Χάρη είναι το άκτιστο (θείο) Φως του Κυρίου, είναι το Φως της Μεταμορφώσεως, η δόξα της Αναστάσεως, η πνοή της Πεντηκοστής. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε στο σημερινό Ευαγγέλιο: «και εσκήνωσεν εν ημίν και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού ως μονογενούς παρά του Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας».
Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Εκκλησία της Αναστάσεως, όχι γιατί εορτάζει πανηγυρικά την Ανάσταση με ωραίες ακολουθίες, αλλά γιατί μέσα της υπάρχει μονίμως το άκτιστο Φως, η άκτιστη δόξα του Αναστάντος Χριστού. Το άκτιστο Φως κατά την Μεταμόρφωση και την Ανάσταση, δεν ήταν κάτι που «γίνεται και απογίνεται», δεν ήταν ένα φάσμα που εξέλαμψε και μετά έσβησε, όπως η αστραπή, αλλά το «ανέσπερον και αδιάδοχον» Φως. Είναι το ίδιο Φως, που κατά διαφόρους βαθμούς, αναλόγως της καθαρότητος, έβλεπαν οι δίκαιοι στην Παλαιά Διαθήκη και θα βλέπουν οι δίκαιοι στην Βασιλεία των Ουρανών. Το Φως που είδαν οι Απόστολοι επάνω στο Θαβώρ υπήρχε και προ της Μεταμορφώσεως μέσα στον Χριστό, δεν ήταν μια τρίτη κρυμμένη φύση του Χριστού, αλλά η φυσική λαμπρότης της Θεότητός Του. Όλη η άκτιστη δόξα του Χριστού (Φως μεταμορφώσεως, Φως αναστάσεως) «προχέεται» διαρκώς από την τεθεωμένη Σάρκα Του και είναι «ο αρραβών του μέλλοντος αιώνος», «προΐμιον της δευτέρας του Χριστού Παρουσίας».
Έτσι μέσα στην Εκκλησία μετέχουμε αυτής της δόξης, που είδαν οι Απόστολοι στο Θαβώρ, που βίωσαν οι μαθηταί με την εμφάνιση του Αναστάντος, που έζησαν στο υπερώο με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, που θα είναι η άλληκτη ευφροσύνη των δικαίων στην Βασιλεία του Θεού. Ζώντας μέσα στην Εκκλησία απολαμβάνουμε όλη αυτήν την ενέργεια της θείας δόξης (θείας Χάριτος-ακτίστου Φωτός). Την ζούμε σαν φωτιά που κατακαίει τα πάθη και μας οδηγεί στην μετάνοια. Σαν αναζήτηση του αληθινού Θεού. Σαν Φως που θερμαίνει την καρδιά και φωτίζει τον νου μας. Δηλαδή αισθανόμαστε αυτήν την θερμότητα που διαβεβαιοί την ύπαρξη του Χριστού στην καρδιά και προκαλεί άρρητη χαρά, καθώς επίσης αισθανόμαστε το ενυπόστατο Φως, που φωτίζει τον νου και συλλαμβάνει όλα τα κεκρυμμένα από τους σαρκικούς ανθρώπους μυστήρια του Θεού.
Με άλλα λόγια η έλλαμψη του Παναγίου Πνεύματος δεν είναι ανυπόστατη, σαν μια παροδική λάμψη της αστραπής, όπως γίνεται με τις σκέψεις, αλλά υποστατικό Φως, που παραμένει πραγματικά στους ελλαμπομένους. Είναι μια μόνιμη κατάσταση στην καρδιά και στον νου και ο άνθρωπος βιώνει την πραγματική παρουσία του Χριστού.
Επίσης αισθανόμαστε το άκτιστο Φως, που υπάρχει μέσα στην Ορθοδοξία μας με την ζεστασιά, παρηγοριά, και παράκληση που σκορπάει στις καρδιές μας, που δεν μπορούν να διώξουν όλες οι αντίθετες δυνάμεις. Επομένως η ζωή του Αναστάντος Χριστού υπάρχει μέσα στην Εκκλησία και μεταδίδεται συνεχώς σ’ αυτούς που ζουν μυστηριακά και αποτελούν το Σώμα Του.
Η καινή κτίση
Ο Απόστολος Παύλος λέγει «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β’ Κορινθ. ε’ 17). Επειδή ο Χριστός είναι η Κεφαλή του Σώματος της Εκκλησίας, γι’ αυτό μπορούμε να πούμε «ει τις εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία καινή κτίσις». Ο άνθρωπος δια του Θεανθρώπου, αποδύεται την φθορά και τον θάνατο και ενδύεται την αφθαρσία και την αθανασία, γίνεται «καινή κτίσις». Αυτή η καινούργια δημιουργία φαίνεται πρώτα στο Πρόσωπο του Θεανθρώπου, αφού ο Χριστός είναι «το μόνον καινόν υπό τον ήλιον» και έπειτα σε όλη την Εκκλησία, αφού η αγιότητα της Εκκλησίας είναι αγιότητα της Κεφαλής, του Χριστού.
Την καινή κτίση την βλέπουμε στο πρόσωπο της Παναγίας μας. Σ’ αυτήν καταργήθηκαν οι νόμοι της ενηδόνου συλλήψεως και της επωδύνου κυήσεως και έγινε ο τύπος του ανθρώπου του νέου αιώνος.
Την βλέπουμε και στους αγίους, που βιώνουν την Χάρη και το Φως του αναστάντος Χριστού. Ζώντας οι άγιοι σε κοινωνία μίσους έχουν αγάπη για όλο τον κόσμο. Ζώντας σε τεταραγμένες εποχές, έχουν βαθειά και αναφαίρετη ειρήνη. Διακρίνονται για θαυμαστή δύναμη, που νικά όλες τις βασιλείες και τους κοσμοκράτορας. Έχουν εμπειρική γνώση Θεού. Η αναστημένη ζωή φαίνεται και στα σώματά τους, που, ως μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού, ευωδιάζουν, θαυματουργούν, δεν υπόκεινται στην φθορά.
Πολλοί άνθρωποι σήμερα, ιδιαιτέρως οι νέοι, διψούν να δουν έναν κόσμο καινούργιο, απηλλαγμένο από μίση και εχθρότητες. Όμως προσφέροντας απελπησία και αισιοδοξία λέμε ότι η καινούργια κοινωνία έγινε δια του Χριστού. Είναι η εκκλησιαστική ζωή. Έγινε πραγματικότης όχι δια της ανθρωπίνης ενεργείας, αλλά δια της θείας ευδοκίας. Όχι δια της επαναστάσεως του ανθρώπου, αλλά δια της Αναστάσεως του Θεανθρώπου.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία λέγεται Εκκλησία της Αναστάσεως όχι μόνον γιατί υμνεί τον Αναστάντα Χριστό, αλλά γιατί τα μέλη της ζουν την ζωή του Αναστάντος. Επομένως ο χαιρετισμός «Χριστός Ανέστη», έχει νόημα, όχι μόνον γιατί αναφέρεται σε ένα ιστορικό γεγονός, αλλά γιατί συνδέεται με το παρόν και το μέλλον. Λέγοντας Χριστός Ανέστη, εννοούμε «Εκκλησία ανέστη», «ημείς ανέστημεν».
Kαινή κτίση
«Η Χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιω. α 17)
Θεόπνευστη είναι η ενέργεια της Εκκλησίας, που καθώρισε την Κυριακή του Πάσχα να αναγινώσκεται η ευαγγελική περικοπή, που είναι γεμάτη από θεολογικές αλήθειες. Είναι η πλέον κατάλληλη περικοπή να ακουσθεί σήμερα που βιώνουμε και αισθητά το «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια». Μεταξύ των πολλών θεολογικών αληθειών, που έχει η περικοπή θα σταθούμε στην φράση «η Χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» και θα κάνουμε μερικές παρατηρήσεις με πολύ φόβο μήπως τυχόν γίνουν αίτια να αμαυρωθεί η πάμφωτη ατμόσφαιρα της Αναστάσεως του Χριστού.
Η θεία Χάρη
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος λέγει ότι ο Νόμος δόθηκε δια του Μωϋσέως, ενώ η Χάρη και η αλήθεια δια του Ιησού Χριστού. Μας αποκαλύπτει την σπουδαιότητα της Χάριτος για την σωτηρία και την θέωσή μας. Η Χάρη δεν δόθηκε όπως ο Νόμος, αλλά «εγένετο δια Ιησού Χριστού», που σημαίνει ότι είναι η άκτιστη (θεία) ενέργεια του Χριστού, ο Ίδιος ο Χριστός.
Βέβαια είναι δύσκολο να δώσουμε ορισμό «λογικό» της θείας Χάριτος, αφού και ο Χριστός ως Θεός είναι αδύνατο να περικλεισθεί σε κανένα ορισμό, παρά μόνον ότι είναι Θεάνθρωπος. Έτσι το μόνον που μπορούμε να πούμε είναι ότι η θεία Χάρη είναι « η θεία και υπερφυής» ενέργεια του Θεού, δια της οποίας γίνεται η ένωση Θεού και ανθρώπων. Είναι η έλευση και παραμονή του Χριστού μέσα στον άνθρωπο. Είναι «η ένθεος ζωή» δηλαδή η ζωή του Χριστού μέσα στον άνθρωπο και η ζωή του ανθρώπου μέσα στον Χριστό. Έτσι η έλευση του Χριστού ή η έλευση της θείας Χάριτος είναι το ίδιο. «Όσοι έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι».
Η θεία Χάρη μεταδίδεται στον άνθρωπο δια των αγίων Μυστηρίων και ενεργεί με τρεις τρόπους. Με το άγιο Βάπτισμα απομακρύνει από αυτόν την παρά φύση ζωή δηλαδή την αμαρτία, με το άγιο Μύρο αποκαθιστά την φύση στο αρχικό κάλλος και με το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας στεφανώνει τον άνθρωπο δια της θεώσεως (αγ. Μάξιμος).
Θεία Χάρη και άκτιστο Φως
Το Φως που ανέτειλε από τον ζωηφόρο Τάφο του Κυρίου είναι η θεία Χάρη. Σαφώς οι άγιοι Πατέρες μας λένε ότι θεία Χάρη είναι το άκτιστο (θείο) Φως του Κυρίου, είναι το Φως της Μεταμορφώσεως, η δόξα της Αναστάσεως, η πνοή της Πεντηκοστής. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε στο σημερινό Ευαγγέλιο: «και εσκήνωσεν εν ημίν και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού ως μονογενούς παρά του Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας».
Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Εκκλησία της Αναστάσεως, όχι γιατί εορτάζει πανηγυρικά την Ανάσταση με ωραίες ακολουθίες, αλλά γιατί μέσα της υπάρχει μονίμως το άκτιστο Φως, η άκτιστη δόξα του Αναστάντος Χριστού. Το άκτιστο Φως κατά την Μεταμόρφωση και την Ανάσταση, δεν ήταν κάτι που «γίνεται και απογίνεται», δεν ήταν ένα φάσμα που εξέλαμψε και μετά έσβησε, όπως η αστραπή, αλλά το «ανέσπερον και αδιάδοχον» Φως. Είναι το ίδιο Φως, που κατά διαφόρους βαθμούς, αναλόγως της καθαρότητος, έβλεπαν οι δίκαιοι στην Παλαιά Διαθήκη και θα βλέπουν οι δίκαιοι στην Βασιλεία των Ουρανών. Το Φως που είδαν οι Απόστολοι επάνω στο Θαβώρ υπήρχε και προ της Μεταμορφώσεως μέσα στον Χριστό, δεν ήταν μια τρίτη κρυμμένη φύση του Χριστού, αλλά η φυσική λαμπρότης της Θεότητός Του. Όλη η άκτιστη δόξα του Χριστού (Φως μεταμορφώσεως, Φως αναστάσεως) «προχέεται» διαρκώς από την τεθεωμένη Σάρκα Του και είναι «ο αρραβών του μέλλοντος αιώνος», «προΐμιον της δευτέρας του Χριστού Παρουσίας».
Έτσι μέσα στην Εκκλησία μετέχουμε αυτής της δόξης, που είδαν οι Απόστολοι στο Θαβώρ, που βίωσαν οι μαθηταί με την εμφάνιση του Αναστάντος, που έζησαν στο υπερώο με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, που θα είναι η άλληκτη ευφροσύνη των δικαίων στην Βασιλεία του Θεού. Ζώντας μέσα στην Εκκλησία απολαμβάνουμε όλη αυτήν την ενέργεια της θείας δόξης (θείας Χάριτος-ακτίστου Φωτός). Την ζούμε σαν φωτιά που κατακαίει τα πάθη και μας οδηγεί στην μετάνοια. Σαν αναζήτηση του αληθινού Θεού. Σαν Φως που θερμαίνει την καρδιά και φωτίζει τον νου μας. Δηλαδή αισθανόμαστε αυτήν την θερμότητα που διαβεβαιοί την ύπαρξη του Χριστού στην καρδιά και προκαλεί άρρητη χαρά, καθώς επίσης αισθανόμαστε το ενυπόστατο Φως, που φωτίζει τον νου και συλλαμβάνει όλα τα κεκρυμμένα από τους σαρκικούς ανθρώπους μυστήρια του Θεού.
Με άλλα λόγια η έλλαμψη του Παναγίου Πνεύματος δεν είναι ανυπόστατη, σαν μια παροδική λάμψη της αστραπής, όπως γίνεται με τις σκέψεις, αλλά υποστατικό Φως, που παραμένει πραγματικά στους ελλαμπομένους. Είναι μια μόνιμη κατάσταση στην καρδιά και στον νου και ο άνθρωπος βιώνει την πραγματική παρουσία του Χριστού.
Επίσης αισθανόμαστε το άκτιστο Φως, που υπάρχει μέσα στην Ορθοδοξία μας με την ζεστασιά, παρηγοριά, και παράκληση που σκορπάει στις καρδιές μας, που δεν μπορούν να διώξουν όλες οι αντίθετες δυνάμεις. Επομένως η ζωή του Αναστάντος Χριστού υπάρχει μέσα στην Εκκλησία και μεταδίδεται συνεχώς σ’ αυτούς που ζουν μυστηριακά και αποτελούν το Σώμα Του.
Η καινή κτίση
Ο Απόστολος Παύλος λέγει «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β’ Κορινθ. ε’ 17). Επειδή ο Χριστός είναι η Κεφαλή του Σώματος της Εκκλησίας, γι’ αυτό μπορούμε να πούμε «ει τις εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία καινή κτίσις». Ο άνθρωπος δια του Θεανθρώπου, αποδύεται την φθορά και τον θάνατο και ενδύεται την αφθαρσία και την αθανασία, γίνεται «καινή κτίσις». Αυτή η καινούργια δημιουργία φαίνεται πρώτα στο Πρόσωπο του Θεανθρώπου, αφού ο Χριστός είναι «το μόνον καινόν υπό τον ήλιον» και έπειτα σε όλη την Εκκλησία, αφού η αγιότητα της Εκκλησίας είναι αγιότητα της Κεφαλής, του Χριστού.
Την καινή κτίση την βλέπουμε στο πρόσωπο της Παναγίας μας. Σ’ αυτήν καταργήθηκαν οι νόμοι της ενηδόνου συλλήψεως και της επωδύνου κυήσεως και έγινε ο τύπος του ανθρώπου του νέου αιώνος.
Την βλέπουμε και στους αγίους, που βιώνουν την Χάρη και το Φως του αναστάντος Χριστού. Ζώντας οι άγιοι σε κοινωνία μίσους έχουν αγάπη για όλο τον κόσμο. Ζώντας σε τεταραγμένες εποχές, έχουν βαθειά και αναφαίρετη ειρήνη. Διακρίνονται για θαυμαστή δύναμη, που νικά όλες τις βασιλείες και τους κοσμοκράτορας. Έχουν εμπειρική γνώση Θεού. Η αναστημένη ζωή φαίνεται και στα σώματά τους, που, ως μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού, ευωδιάζουν, θαυματουργούν, δεν υπόκεινται στην φθορά.
Πολλοί άνθρωποι σήμερα, ιδιαιτέρως οι νέοι, διψούν να δουν έναν κόσμο καινούργιο, απηλλαγμένο από μίση και εχθρότητες. Όμως προσφέροντας απελπησία και αισιοδοξία λέμε ότι η καινούργια κοινωνία έγινε δια του Χριστού. Είναι η εκκλησιαστική ζωή. Έγινε πραγματικότης όχι δια της ανθρωπίνης ενεργείας, αλλά δια της θείας ευδοκίας. Όχι δια της επαναστάσεως του ανθρώπου, αλλά δια της Αναστάσεως του Θεανθρώπου.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία λέγεται Εκκλησία της Αναστάσεως όχι μόνον γιατί υμνεί τον Αναστάντα Χριστό, αλλά γιατί τα μέλη της ζουν την ζωή του Αναστάντος. Επομένως ο χαιρετισμός «Χριστός Ανέστη», έχει νόημα, όχι μόνον γιατί αναφέρεται σε ένα ιστορικό γεγονός, αλλά γιατί συνδέεται με το παρόν και το μέλλον. Λέγοντας Χριστός Ανέστη, εννοούμε «Εκκλησία ανέστη», «ημείς ανέστημεν».
Κυριακή του Θωμά
H πάλη με τον Θεό
«εάν μη ίδω…ου μη πιστεύσω» (Ιω. κ’ 25)
Ο Απόστολος Θωμάς για να πιστεύσει στην Ανάσταση του Χριστού ζητούσε να δει, διότι δεν είχε λάβει ακόμη το Άγιον Πνεύμα και δεν είχε αποκτήσει εσωτερική αίσθηση, που θα τον βεβαίωνε για την Θεότητα του Χριστού. Ήθελε να δει και να ψηλαφίσει για να αποκτήσει αισθητή γνώση του Θεού. Όμως η γνώση του Θεού δεν είναι εμπειρία των αισθήσεων, αλλά εσωτερική πληροφορία, εσωτερική κοινωνία με τον Χριστό, που διοχετεύεται και στο σώμα. Πάντως η ιερά υμνογραφία της σημερινής Κυριακής την απιστία του Θωμά την ονομάζει «καλή», αφ’ ενός μεν γιατί ήταν καλοπροαίρετη, αφ’ ετέρου δε γιατί έγινεν αιτία να αποδειχθεί η Ανάσταση του Χριστού.
Η πάλη με τον Θεό
Διαβάζοντας την σημερινή περικοπή στην περίπτωση του Αποστόλου Θωμά, βλέπουμε την πάλη του ανθρώπου με τον Θεό. Ο Απόστολος ζητά να δει τον Θεό. Ο Κύριος εμφανίζεται και εκείνος αναφωνεί «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Πράγματι νικήθηκε γιατί κανείς από τους αγίους δεν μπόρεσε να τα βάλει με τον Θεό. Έτσι λοιπόν μπορούμε να υπογραμμίσουμε, ότι αν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των εποχών και ιδιαιτέρως της εποχής μας αυτό είναι η πάλη με τον Θεό.
Όλοι οι άνθρωποι, με διαφορετικό τρόπο ο κάθε ένας, παλεύουν με τον Θεό. Βασικά χωρίζονται σε δυο κατηγορίες
Στην πρώτη ανήκουν εκείνοι που παλεύουν εναντίον του Θεού. Αμφισβητούν την ύπαρξή Του και κάνουν τα πάντα να αποδείξουν την ανυπαρξία Του. Το φοβερό στην περίπτωση αυτή είναι ότι πολεμούν κάποιον, που δεν γνώρισαν ποτέ, γιατί αν Τον γνώριζαν θα είχαν αιχμαλωτισθεί από την αγάπη Του και την πραότητά Του. Συνήθως εμείς οι εμπαθείς άνθρωποι, αγνοούντες το άγιο θέλημα του Θεού, αποδίδουμε σ’ Αυτόν όλους τους στοχασμούς μας και τις αποτυχίες μας, με αποτέλεσμα να στρεφόμαστε εναντίον Του. Είναι τραγικό να σκέπτεται κανείς ότι ο άνθρωπος θεωρεί ευλογία αυτό που είναι «κατάρα» και θεωρεί «κατάρα» αυτό που είναι πραγματική ευλογία. Δηλαδή την ζωή της αμαρτίας, την ζωή στον παρόντα πεπτωκότα κόσμο, που είναι «κατάρα», αποτέλεσμα απομακρύνσεως από τον Θεό, την θεωρούμε ευλογημένη, την μόνη άξια λόγου και αφιερώνουμε όλη μας την δυναμικότητα, ενώ την θλίψη, την οδύνη, που απεργάζεται την σωτηρία μας, που είναι ευλογία Θεού, την θεωρούμε κατάρα.
Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι άγιοι που διψούν και ποθούν την συνάντηση με τον Θεό. Όταν την επιτύχουν αρχίζει μεγαλύτερη, αφόρητη δίψα. Παλεύουν γιατί θέλουν να δοθούν ολοκληρωτικά στον Θεό, για να αποκτήσουν τελειότερη γνώση Θεού. Έτσι όλοι οι άνθρωποι έχουμε κέντρο τον Θεό και παλεύουμε μαζί Του. Άλλοι εναντίον Του (εναντίον τελικά του εαυτού τους) και άλλοι για να Τον αποκτήσουν, να Τον κάνουν κτήμα της καρδιάς τους, «εράσμιο Νυμφίο».
Τρεις περιπτώσεις αθεΐας
Γύρω μας και μέσα μας βλέπουμε μεγάλη αθεΐα. Όταν λέμε αθεΐα δεν εννοούμε την ανυπαρξία του Θεού, αφού ο Θεός υπάρχει και ενεργεί παντού, αλλά την αδυναμία του ανθρώπου να έχει γνώση Θεού.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει τρεις περιπτώσεις αθεΐας. Πρώτον άθεοι είναι εκείνοι που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού, «η πολυειδής πλάνη των ελληνιζόντων» δηλαδή η πλάνη των ειδωλολατρών, εκ των οποίων άλλοι δεν επίστευαν στον Θεό και ικανοποιούσαν τα θελήματα των ηδονών και άλλοι ελάτρευαν τα στοιχεία της φύσεως σαν θεούς. Δεύτερον άθεοι είναι οι αιρετικοί, οι οποίοι αρνούνται την θεότητα του Χριστού και την θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Ο Μ. Αθανάσιος λέγει «άθεος εστίν ο διαιρών τον Υιόν από του Πατρός και το Πνεύμα το Άγιον και εις κτίσμα κατασπών». Ώστε αθεΐα είναι «η πολυσχεδής και πολύμορφος απάτη των αιρετικών». Τρίτον άθεοι είναι οι Ορθόδοξοι εκείνοι που δεν δέχονται τα δόγματα της Εκκλησίας, που είναι όροι της σωτηρίας και αμφισβητούν την αξία των λόγων των αγίων Πατέρων. Διότι η αληθινή ευσέβεια είναι το «μη προς τους θεοφόρους πατέρας αμφισβητείν». Και φυσικά όταν φθάνει κανείς στο σημείο να μη παραδέχεται τα δόγματα, που είναι η έκφραση της σωτηρίας, ή να μην παραδέχεται τους λόγους των αγίων Πατέρων, δείχνει ότι μέσα του δεν έχει Χάρη, δεν έχει προσωπική γνώση Θεού. Άρα όποιος δεν έχει εσωτερική αίσθηση της θείας Χάριτος, όποιος δεν γνωρίζει πως ενεργεί μέσα του η θεία Χάρη και δεν αναγνωρίζει τους αγίους, δεν διαφέρει από εκείνους που αρνούνται την ύπαρξη του Θεού.
Η οδός της Θεογνωσίας
Όλοι οι άνθρωποι αναζητούν συνάντηση με τον Θεό. Και αυτοί ακόμη οι άθεοι φανερώνουν αυτήν την αναζήτηση. Διότι δεν πολεμά κανείς κάτι που πιστεύει πως δεν υπάρχει. Όμως γίνεται λάθος στο δρόμο της συναντήσεως με τον Θεό, Πολλοί Τον αναζητούν στα όρια της λογικής επεξεργασίας, άλλοι στα όρια των σωματικών αισθήσεων (όπως ο Θωμάς) και οι περισσότεροι αγνοούν παντελώς το τι είναι Θεός.
Οι άγιοι Πατέρες έχουν διαγράψει τις προϋποθέσεις της αληθινής Θεογνωσίας. Κατ’ αρχάς τονίζουν ότι στον Θεό γίνεται διάκριση ουσίας και ενεργείας. Η ουσία του Θεού είναι αμέθεκτη, ενώ η ενέργειά Του μεθεκτή. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είναι άγνωστος κατά την ουσία Του, αλλά γνωστός κατά τις ενέργειές Του. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για την Ορθόδοξη Θεολογία και είναι θέμα ζωής και θανάτου.
Έπειτα η συνάντηση με τον Θεό είμαι μια κρίση για τον άνθρωπο. Συνιστά ή την αιώνια ζωή του ή την αιώνια καταδίκη του. Όπως η παρουσία μας στο δικαστήριο είναι μια κρίσιμη στιγμή, που συνεπάγεται την αθώωση ή την φυλάκιση, το ίδιο γίνεται και με την συνάντηση του ανθρώπου με τον Θεό. Για τον κεκαθαρμένο ο Θεός γίνεται Φως, ενώ για τον ακάθαρτο γίνεται φωτιά που τον κατακαίει. Αυτό συμβαίνει στην θεία Κοινωνία. Όταν ο άνθρωπος κοινωνεί ανάξια η θεία Κοινωνία γίνεται «εις κρίμα και εις κατάκριμα», ενώ όταν κοινωνεί κατόπιν προετοιμασίας γίνεται Φως.
Αυτό έχει αιώνιες προεκτάσεις. Στην άλλη ζωή όλοι οι άνθρωποι (δίκαιοι και αμαρτωλοί) θα δέχονται τις ακτίνες της αγάπης του Θεού, αλλά στους δικαίους θα γίνωνται Φως που θα τους φωτίζουν, στους αμετανόητους αμαρτωλούς, που δεν θα έχουν όραση πνευματική, θα γίνωνται φωτιά που θα τους κατακαίει. Οπότε η οδός της θεογνωσίας είναι η οδός της καθάρσεως, της ταπεινώσεως. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» είπε ο Κύριος. Πράγματι όποιος δεν φοβήθηκε να γίνει «μωρός» και «παιδίον» αυτός πρόκειται να εισέλθει στην Βασιλεία του Θεού, δηλαδή πρόκειται να αποκτήσει κοινωνία με τον Θεό, που είναι το απαραίτητο στοιχείο της Θεογνωσίας και της σωτηρίας. Διότι σωτηρία του ανθρώπου είναι η γνώση του Χριστού.
Η «καλή απιστία» του Θωμά είναι μια απόδειξη για να βγούμε από την φυλακή της αθεΐας, που τυραννά όλη μας την ύπαρξη. Το «μας» αφορά όλους, αφού δεν έχουμε εσωτερική προσωπική εμπειρία θεώσεως. Γιατί, όπως αναφέραμε, η απλή λογική γνώση του Θεού, οι μελέτες γύρω από τον Θεό, χωρίς την εσωτερική ζωή, είναι ένα είδος αθεΐας. Όχι μόνον η περίπτωση του Θωμά, αλλά όλες οι περιπτώσεις των αγίων, που βίωσαν τον Θεό, είναι αποδείξεις περί της υπάρξεώς Του. Με την μεταμορφωμένη ζωή του ομολόγησαν το «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Υπάρχουν γύρω μας πολλές αποδείξεις, αρκεί να έχουμε μάτια και αυτιά για να βλέπουμε και να ακούμε.
H πάλη με τον Θεό
«εάν μη ίδω…ου μη πιστεύσω» (Ιω. κ’ 25)
Ο Απόστολος Θωμάς για να πιστεύσει στην Ανάσταση του Χριστού ζητούσε να δει, διότι δεν είχε λάβει ακόμη το Άγιον Πνεύμα και δεν είχε αποκτήσει εσωτερική αίσθηση, που θα τον βεβαίωνε για την Θεότητα του Χριστού. Ήθελε να δει και να ψηλαφίσει για να αποκτήσει αισθητή γνώση του Θεού. Όμως η γνώση του Θεού δεν είναι εμπειρία των αισθήσεων, αλλά εσωτερική πληροφορία, εσωτερική κοινωνία με τον Χριστό, που διοχετεύεται και στο σώμα. Πάντως η ιερά υμνογραφία της σημερινής Κυριακής την απιστία του Θωμά την ονομάζει «καλή», αφ’ ενός μεν γιατί ήταν καλοπροαίρετη, αφ’ ετέρου δε γιατί έγινεν αιτία να αποδειχθεί η Ανάσταση του Χριστού.
Η πάλη με τον Θεό
Διαβάζοντας την σημερινή περικοπή στην περίπτωση του Αποστόλου Θωμά, βλέπουμε την πάλη του ανθρώπου με τον Θεό. Ο Απόστολος ζητά να δει τον Θεό. Ο Κύριος εμφανίζεται και εκείνος αναφωνεί «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Πράγματι νικήθηκε γιατί κανείς από τους αγίους δεν μπόρεσε να τα βάλει με τον Θεό. Έτσι λοιπόν μπορούμε να υπογραμμίσουμε, ότι αν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των εποχών και ιδιαιτέρως της εποχής μας αυτό είναι η πάλη με τον Θεό.
Όλοι οι άνθρωποι, με διαφορετικό τρόπο ο κάθε ένας, παλεύουν με τον Θεό. Βασικά χωρίζονται σε δυο κατηγορίες
Στην πρώτη ανήκουν εκείνοι που παλεύουν εναντίον του Θεού. Αμφισβητούν την ύπαρξή Του και κάνουν τα πάντα να αποδείξουν την ανυπαρξία Του. Το φοβερό στην περίπτωση αυτή είναι ότι πολεμούν κάποιον, που δεν γνώρισαν ποτέ, γιατί αν Τον γνώριζαν θα είχαν αιχμαλωτισθεί από την αγάπη Του και την πραότητά Του. Συνήθως εμείς οι εμπαθείς άνθρωποι, αγνοούντες το άγιο θέλημα του Θεού, αποδίδουμε σ’ Αυτόν όλους τους στοχασμούς μας και τις αποτυχίες μας, με αποτέλεσμα να στρεφόμαστε εναντίον Του. Είναι τραγικό να σκέπτεται κανείς ότι ο άνθρωπος θεωρεί ευλογία αυτό που είναι «κατάρα» και θεωρεί «κατάρα» αυτό που είναι πραγματική ευλογία. Δηλαδή την ζωή της αμαρτίας, την ζωή στον παρόντα πεπτωκότα κόσμο, που είναι «κατάρα», αποτέλεσμα απομακρύνσεως από τον Θεό, την θεωρούμε ευλογημένη, την μόνη άξια λόγου και αφιερώνουμε όλη μας την δυναμικότητα, ενώ την θλίψη, την οδύνη, που απεργάζεται την σωτηρία μας, που είναι ευλογία Θεού, την θεωρούμε κατάρα.
Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι άγιοι που διψούν και ποθούν την συνάντηση με τον Θεό. Όταν την επιτύχουν αρχίζει μεγαλύτερη, αφόρητη δίψα. Παλεύουν γιατί θέλουν να δοθούν ολοκληρωτικά στον Θεό, για να αποκτήσουν τελειότερη γνώση Θεού. Έτσι όλοι οι άνθρωποι έχουμε κέντρο τον Θεό και παλεύουμε μαζί Του. Άλλοι εναντίον Του (εναντίον τελικά του εαυτού τους) και άλλοι για να Τον αποκτήσουν, να Τον κάνουν κτήμα της καρδιάς τους, «εράσμιο Νυμφίο».
Τρεις περιπτώσεις αθεΐας
Γύρω μας και μέσα μας βλέπουμε μεγάλη αθεΐα. Όταν λέμε αθεΐα δεν εννοούμε την ανυπαρξία του Θεού, αφού ο Θεός υπάρχει και ενεργεί παντού, αλλά την αδυναμία του ανθρώπου να έχει γνώση Θεού.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει τρεις περιπτώσεις αθεΐας. Πρώτον άθεοι είναι εκείνοι που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού, «η πολυειδής πλάνη των ελληνιζόντων» δηλαδή η πλάνη των ειδωλολατρών, εκ των οποίων άλλοι δεν επίστευαν στον Θεό και ικανοποιούσαν τα θελήματα των ηδονών και άλλοι ελάτρευαν τα στοιχεία της φύσεως σαν θεούς. Δεύτερον άθεοι είναι οι αιρετικοί, οι οποίοι αρνούνται την θεότητα του Χριστού και την θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Ο Μ. Αθανάσιος λέγει «άθεος εστίν ο διαιρών τον Υιόν από του Πατρός και το Πνεύμα το Άγιον και εις κτίσμα κατασπών». Ώστε αθεΐα είναι «η πολυσχεδής και πολύμορφος απάτη των αιρετικών». Τρίτον άθεοι είναι οι Ορθόδοξοι εκείνοι που δεν δέχονται τα δόγματα της Εκκλησίας, που είναι όροι της σωτηρίας και αμφισβητούν την αξία των λόγων των αγίων Πατέρων. Διότι η αληθινή ευσέβεια είναι το «μη προς τους θεοφόρους πατέρας αμφισβητείν». Και φυσικά όταν φθάνει κανείς στο σημείο να μη παραδέχεται τα δόγματα, που είναι η έκφραση της σωτηρίας, ή να μην παραδέχεται τους λόγους των αγίων Πατέρων, δείχνει ότι μέσα του δεν έχει Χάρη, δεν έχει προσωπική γνώση Θεού. Άρα όποιος δεν έχει εσωτερική αίσθηση της θείας Χάριτος, όποιος δεν γνωρίζει πως ενεργεί μέσα του η θεία Χάρη και δεν αναγνωρίζει τους αγίους, δεν διαφέρει από εκείνους που αρνούνται την ύπαρξη του Θεού.
Η οδός της Θεογνωσίας
Όλοι οι άνθρωποι αναζητούν συνάντηση με τον Θεό. Και αυτοί ακόμη οι άθεοι φανερώνουν αυτήν την αναζήτηση. Διότι δεν πολεμά κανείς κάτι που πιστεύει πως δεν υπάρχει. Όμως γίνεται λάθος στο δρόμο της συναντήσεως με τον Θεό, Πολλοί Τον αναζητούν στα όρια της λογικής επεξεργασίας, άλλοι στα όρια των σωματικών αισθήσεων (όπως ο Θωμάς) και οι περισσότεροι αγνοούν παντελώς το τι είναι Θεός.
Οι άγιοι Πατέρες έχουν διαγράψει τις προϋποθέσεις της αληθινής Θεογνωσίας. Κατ’ αρχάς τονίζουν ότι στον Θεό γίνεται διάκριση ουσίας και ενεργείας. Η ουσία του Θεού είναι αμέθεκτη, ενώ η ενέργειά Του μεθεκτή. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είναι άγνωστος κατά την ουσία Του, αλλά γνωστός κατά τις ενέργειές Του. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για την Ορθόδοξη Θεολογία και είναι θέμα ζωής και θανάτου.
Έπειτα η συνάντηση με τον Θεό είμαι μια κρίση για τον άνθρωπο. Συνιστά ή την αιώνια ζωή του ή την αιώνια καταδίκη του. Όπως η παρουσία μας στο δικαστήριο είναι μια κρίσιμη στιγμή, που συνεπάγεται την αθώωση ή την φυλάκιση, το ίδιο γίνεται και με την συνάντηση του ανθρώπου με τον Θεό. Για τον κεκαθαρμένο ο Θεός γίνεται Φως, ενώ για τον ακάθαρτο γίνεται φωτιά που τον κατακαίει. Αυτό συμβαίνει στην θεία Κοινωνία. Όταν ο άνθρωπος κοινωνεί ανάξια η θεία Κοινωνία γίνεται «εις κρίμα και εις κατάκριμα», ενώ όταν κοινωνεί κατόπιν προετοιμασίας γίνεται Φως.
Αυτό έχει αιώνιες προεκτάσεις. Στην άλλη ζωή όλοι οι άνθρωποι (δίκαιοι και αμαρτωλοί) θα δέχονται τις ακτίνες της αγάπης του Θεού, αλλά στους δικαίους θα γίνωνται Φως που θα τους φωτίζουν, στους αμετανόητους αμαρτωλούς, που δεν θα έχουν όραση πνευματική, θα γίνωνται φωτιά που θα τους κατακαίει. Οπότε η οδός της θεογνωσίας είναι η οδός της καθάρσεως, της ταπεινώσεως. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» είπε ο Κύριος. Πράγματι όποιος δεν φοβήθηκε να γίνει «μωρός» και «παιδίον» αυτός πρόκειται να εισέλθει στην Βασιλεία του Θεού, δηλαδή πρόκειται να αποκτήσει κοινωνία με τον Θεό, που είναι το απαραίτητο στοιχείο της Θεογνωσίας και της σωτηρίας. Διότι σωτηρία του ανθρώπου είναι η γνώση του Χριστού.
Η «καλή απιστία» του Θωμά είναι μια απόδειξη για να βγούμε από την φυλακή της αθεΐας, που τυραννά όλη μας την ύπαρξη. Το «μας» αφορά όλους, αφού δεν έχουμε εσωτερική προσωπική εμπειρία θεώσεως. Γιατί, όπως αναφέραμε, η απλή λογική γνώση του Θεού, οι μελέτες γύρω από τον Θεό, χωρίς την εσωτερική ζωή, είναι ένα είδος αθεΐας. Όχι μόνον η περίπτωση του Θωμά, αλλά όλες οι περιπτώσεις των αγίων, που βίωσαν τον Θεό, είναι αποδείξεις περί της υπάρξεώς Του. Με την μεταμορφωμένη ζωή του ομολόγησαν το «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Υπάρχουν γύρω μας πολλές αποδείξεις, αρκεί να έχουμε μάτια και αυτιά για να βλέπουμε και να ακούμε.
Κυριακή των Μυροφόρων
O Aναστάς και οι Μυροφόρες
«ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν» (Μαρκ. ιστ’ 1)
Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα γίνεται λόγος για την επίσκεψη των Μυροφόρων γυναικών «λίαν πρωί της μιάς Σαββάτων» στο μνημείο, την συνάντηση με τον Άγγελο και την πληροφορία ότι «ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε». Δεν περιγράφεται εδώ η συνάντηση των Μυροφόρων με τον Κύριο, όμως γνωρίζουμε καλά ότι οι Μυροφόρες γυναίκες όχι μόνο αξιώθηκαν της αγγελικής οπτασίας και πληροφορήθηκαν πρώτες αυτές την Ανάσταση του Χριστού, αλλά αξιώθηκαν να δουν τον Αναστάντα Χριστό. Αυτό αποτελεί γεγονός μεγάλης σημασίας και σπουδαιότητος. Γι’ αυτό στο πρόσωπο των Μυροφόρων τιμάται η γυναικεία φύση και γενικά όλη η ανθρώπινη φύση.
Η εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρες
Προξενεί θαυμασμό ότι η πρώτη εμφάνιση του Νικητού της αμαρτίας, του διαβόλου, και του θανάτου, έγινε στις γυναίκες και όχι στους μαθητάς. Το θέμα αυτό έχει την εξήγησή του.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά η ανάσταση του Χριστού είναι η ανανέωση της ανθρωπίνης φύσεως, η αναζώωση, η ανάπλαση και η προς την ζωή την αθάνατη επανέλευση του Αδάμ, ο οποίος δια της αμαρτίας και του θανάτου είχε επανέλθει στην γη. Όπως τον Αδάμ δεν τον είδε κανείς, όταν δημιουργήθηκε, αφού δεν υπήρχε τότε άλλος, παρά μόνο η Εύα (πρώτη) μετά την δημιουργία της, έτσι και τώρα τον νέο Αδάμ, τον Χριστό δεν τον είδε κανείς, όταν αναστήθηκε. Μετά την Ανάστασή Του πρώτη τον είδε γυναίκα.
Πέρα όμως από την άποψη αυτή υπάρχει και μια άλλη πατερική ερμηνεία, που βρίσκει συσχετισμό μεταξύ της Εύας και των Μυροφόρων γυναικών. Η γυναίκα (Εύα) αφού συνομίλησε με το πονηρό πνεύμα, έπεσε και έφερε το μήνυμα της πτώσεως στον Αδάμ. Τώρα οι γυναίκες (Μυροφόρες) αφού συνομίλησαν με τον άγγελο και κατόπιν είδαν τον Χριστό, έφεραν το μήνυμα της Αναστάσεως στους άνδρας (στους μαθητάς). Έτσι έχουμε την αποκατάσταση της γυνακείας φύσεως. Καταργείται η διαίρεση και η απόδοση της ευθύνης στην γυναίκα για την πτώση. Η αποκατάσταση της γυναικείας φύσεως έγινε με την ενανθρώπιση του Χριστού και την γέννησή Του από την Παρθένο Μαρία, την οποία περίμεναν όλοι οι αιώνες.
Η γυναίκα μέσα στην Εκκλησία παύει να είναι μια απλή βιολογική ύπαρξη και γίνεται πρόσωπο, πνευματική ύπαρξη, που θεώνεται. Βέβαια ακόμη υπάρχει η βιολογική διαφορά του φύλου, αλλά και αυτή θα καταργηθεί στην κοινή Ανάσταση. Τότε θα παραμείνει το ανθρώπινο πρόσωπο. Επομένως για την σωτηρία δεν υπάρχει διαφορά ανδρός και γυναικός. Ο Απόστολος Παύλος λέγει. «ουκ ένι άρσεν και θήλυ. πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού». (Γαλ. γ’ 28). Ο Χριστιανισμός είναι επαναστατικός και στο σημείο αυτό. Δημιουργεί μια μεγάλη επανάσταση μέσα από την Ανάσταση. Η Ανάσταση του Χριστού ανακαίνισε τα πάντα.
Η αρετή της ανδρείας
Με την πρώτη εμφάνιση του Αναστάντος στις γυναίκες τιμήθηκε και η αρετή της ανδρείας. Οι Μυροφόρες δεν υπελόγισαν τίποτε, ούτε την έχθρα του λαού, ούτε την δύναμη των στρατιωτών, ούτε την νύχτα. Έκαναν μια ηρωϊκή έξοδο και ήλθαν στο μνημείο για να προσφέρουν αρώματα στον Χριστό. Στο πρόσωπό τους τιμάται η Χριστιανική «αναρχία» που είναι η πιο υγιής έκφραση της αγάπης προς τον Θεό. Τιμάται η Χριστιανική «αναρχία» που εκδηλώνεται όχι με βόμβες, που καταστρέφουν, αλλά με την αγάπη, ιλαρότητα, πραότητα (μύρα και δάκρυα) που οικοδομούν. Τύφλα να έχουν οι σύγχρονοι αναρχικοί και οι σύγχρονες φεμινίστριες μπροστά στο ηρωϊκό παράδειγμα των Μυροφόρων γυναικών.
Οι άγιοι Πατέρες λέγουν ότι η ανδρεία είναι μία από τις τέσσερις μεγάλες αρετές (φρόνηση, σωφροσύνη, ανδρεία, δικαιοσύνη) που είναι απαραίτητη για την συνάντηση με τον Θεό. Η ανδρεία γεννάται από την συμπλοκή «του θυμικού προς την όσφρησιν» δηλαδή την συμπλοκή της βουλήσεως με την εσωτερικότητα, η δε εναρμόνιση της ανδρείας με την σωφροσύνη δημιουργεί την αρετή της πραότητος που ονομάζεται και απάθεια, διότι εναρμονίζει τις ενεργητικές δυνάμεις της ψυχής με τις αντίστοιχες αισθήσεις του σώματος και τις ενέργειες των αισθήσεων.
Γενικώτερα μπορούμε να πούμε ότι η ανδρεία γεννάται από την πίστη στον Θεό, την αγάπη σ’ Αυτόν και την ελπίδα στο έλεός Του. Και αυτά τα διαθέτει εκείνος που προχωρεί με την καρδιά και όχι με την ψυχρή λογική. Η λογική υπολογίζει και δειλιά, όπως έγινε με τους Αποστόλους. Η καρδιά αγαπά και προχωρεί.
Η ανδρεία είναι απαραίτητη στον αγώνα εναντίον των παθών μας και μάλιστα στο να υπομένομε σε κάθε έργο αγαθό και στο να νικούμε τα πάθη της ψυχής και του σώματος. Εκείνος που έχει ανδρεία δεν φοβάται στις δύσκολες στιγμές του αγώνος. Όπως έχει λεχθεί και αν ακόμη πέσει στην αμαρτία και αν ακόμη προσκυνήσει τον διάβολο δεν χάνει το θάρρος του, αλλά στρέφεται με μετάνοια στον Θεό και νικά τους εχθρούς του.
Αντίθετα η έλλειψη της ανδρείας έχει σαν αποτέλεσμα δυο μεγάλες κακίες. Την θρασύτητα, που στρέφεται εναντίον του πλησίον και την δειλία που οδηγεί στην απώλεια. Διότι η δειλή ψυχή συγχύζεται, απελπίζεται και τελικά καταστρέφεται, χάνεται. Αυτό παρατηρούμε συχνά στους σημερινούς Χριστιανούς. Εύκολα τα χάνουν. Ίσως γιατί δεν έχουν βιώσει την πρακτική φιλοσοφία. Ίσως γιατί παραθεωρούν την ηθική ζωή, που είναι η βάση της πνευματικής ζωής.
Η Μυροφόρος ανθρώπινη φύση
Η συνάντηση με τον Αναστάντα Χριστό δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο μερικών γυναικών. Όλη η ανθρώπινη φύση δέχτηκε τον Χριστό, το Δεύτερο Πρόσωπο της Παναγίας Τριάδος. Στο Άσμα Ασμάτων λέγεται: «Μύρον ακένωτον όνομά σου» (α’ 3). Πριν την ενανθρώπιση ο Χριστός ήταν το Μύρο, μετά την ενανθρώπιση έγινε Χρίσμα και έχρισε την ανθρώπινη φύση. Της έδωσε την αγιότητα και την Χάρη. Όπως παρατηρεί ο Νικόλαος Καβάσιλας η ανθρώπινη φύση μετά την αμαρτία διεχώρισε τον εαυτό της από το Θεό. Όταν όμως η σαρξ θεώθηκε τότε η ανθρώπινη φύση πήρε σαν υπόσταση τον ίδιο τον Θεό και το τείχος έγινε μύρο.
Έτσι μυροφόροι δεν είναι μόνο οι γυναίκες εκείνες, που πήγαν στον Τάφο του Χριστού με μύρα, αλλά είναι όλη η ανθρώπινη φύση μετά την Ανάσταση και Ανάληψη και ιδιαιτέρως όσοι ζουν μυστηριακά μέσα στην Εκκλησία. Αυτοί δεν κρατούν απλώς στα χέρια τους τα μύρα, αλλά έχουν μέσα στην καρδιά τους το μύρο το ακένωτο, τον Χριστό. Δεν έχουν απλώς τις αρετές της καλωσύνης, της αγάπης, της αληθείας, αλλά τον Ίδιο τον Χριστό, που είναι η Καλωσύνη, η Αγάπη και η Αλήθεια. Η Χάρη του Χριστού που υπάρχει στην καρδιά τους ξεχύνεται και στο σώμα, ώστε δεν είναι απλά μυροδοχεία, αλλά και αυτά τα σώματά τους μεταμορφώνονται σε μύρα.
Μυροφόροι είναι οι άνθρωποι εκείνοι, που καθαρίσθηκαν δια του λόγου των ευαγγελικών εντολών, που η ψυχή τους είναι άκακη και γονιμώτατη στις αρετές, που απέβαλε κάθε πάθος με την πραότητα και είναι θερμή στο να γεννά πνευματικά νοήματα με διάκριση (Νικήτας Στηθάτος). Μυροφόρος είναι εκείνος που έχει εσωτερική αδιάλειπτη προσευχή και τέτοιοι ήταν και είναι όλοι οι άγιοι.
Η Ανάσταση του Χριστού είναι πράγματι η ανανέωση της ανθρωπίνης φύσεως. Εμύρωσε και έχρισε όλη την ανθρώπινη φύση. Όλοι μπορούμε να αποκτήσουμε το προνόμιο να γίνουμε μυροφόροι Χριστού.
O Aναστάς και οι Μυροφόρες
«ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν» (Μαρκ. ιστ’ 1)
Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα γίνεται λόγος για την επίσκεψη των Μυροφόρων γυναικών «λίαν πρωί της μιάς Σαββάτων» στο μνημείο, την συνάντηση με τον Άγγελο και την πληροφορία ότι «ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε». Δεν περιγράφεται εδώ η συνάντηση των Μυροφόρων με τον Κύριο, όμως γνωρίζουμε καλά ότι οι Μυροφόρες γυναίκες όχι μόνο αξιώθηκαν της αγγελικής οπτασίας και πληροφορήθηκαν πρώτες αυτές την Ανάσταση του Χριστού, αλλά αξιώθηκαν να δουν τον Αναστάντα Χριστό. Αυτό αποτελεί γεγονός μεγάλης σημασίας και σπουδαιότητος. Γι’ αυτό στο πρόσωπο των Μυροφόρων τιμάται η γυναικεία φύση και γενικά όλη η ανθρώπινη φύση.
Η εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρες
Προξενεί θαυμασμό ότι η πρώτη εμφάνιση του Νικητού της αμαρτίας, του διαβόλου, και του θανάτου, έγινε στις γυναίκες και όχι στους μαθητάς. Το θέμα αυτό έχει την εξήγησή του.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά η ανάσταση του Χριστού είναι η ανανέωση της ανθρωπίνης φύσεως, η αναζώωση, η ανάπλαση και η προς την ζωή την αθάνατη επανέλευση του Αδάμ, ο οποίος δια της αμαρτίας και του θανάτου είχε επανέλθει στην γη. Όπως τον Αδάμ δεν τον είδε κανείς, όταν δημιουργήθηκε, αφού δεν υπήρχε τότε άλλος, παρά μόνο η Εύα (πρώτη) μετά την δημιουργία της, έτσι και τώρα τον νέο Αδάμ, τον Χριστό δεν τον είδε κανείς, όταν αναστήθηκε. Μετά την Ανάστασή Του πρώτη τον είδε γυναίκα.
Πέρα όμως από την άποψη αυτή υπάρχει και μια άλλη πατερική ερμηνεία, που βρίσκει συσχετισμό μεταξύ της Εύας και των Μυροφόρων γυναικών. Η γυναίκα (Εύα) αφού συνομίλησε με το πονηρό πνεύμα, έπεσε και έφερε το μήνυμα της πτώσεως στον Αδάμ. Τώρα οι γυναίκες (Μυροφόρες) αφού συνομίλησαν με τον άγγελο και κατόπιν είδαν τον Χριστό, έφεραν το μήνυμα της Αναστάσεως στους άνδρας (στους μαθητάς). Έτσι έχουμε την αποκατάσταση της γυνακείας φύσεως. Καταργείται η διαίρεση και η απόδοση της ευθύνης στην γυναίκα για την πτώση. Η αποκατάσταση της γυναικείας φύσεως έγινε με την ενανθρώπιση του Χριστού και την γέννησή Του από την Παρθένο Μαρία, την οποία περίμεναν όλοι οι αιώνες.
Η γυναίκα μέσα στην Εκκλησία παύει να είναι μια απλή βιολογική ύπαρξη και γίνεται πρόσωπο, πνευματική ύπαρξη, που θεώνεται. Βέβαια ακόμη υπάρχει η βιολογική διαφορά του φύλου, αλλά και αυτή θα καταργηθεί στην κοινή Ανάσταση. Τότε θα παραμείνει το ανθρώπινο πρόσωπο. Επομένως για την σωτηρία δεν υπάρχει διαφορά ανδρός και γυναικός. Ο Απόστολος Παύλος λέγει. «ουκ ένι άρσεν και θήλυ. πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού». (Γαλ. γ’ 28). Ο Χριστιανισμός είναι επαναστατικός και στο σημείο αυτό. Δημιουργεί μια μεγάλη επανάσταση μέσα από την Ανάσταση. Η Ανάσταση του Χριστού ανακαίνισε τα πάντα.
Η αρετή της ανδρείας
Με την πρώτη εμφάνιση του Αναστάντος στις γυναίκες τιμήθηκε και η αρετή της ανδρείας. Οι Μυροφόρες δεν υπελόγισαν τίποτε, ούτε την έχθρα του λαού, ούτε την δύναμη των στρατιωτών, ούτε την νύχτα. Έκαναν μια ηρωϊκή έξοδο και ήλθαν στο μνημείο για να προσφέρουν αρώματα στον Χριστό. Στο πρόσωπό τους τιμάται η Χριστιανική «αναρχία» που είναι η πιο υγιής έκφραση της αγάπης προς τον Θεό. Τιμάται η Χριστιανική «αναρχία» που εκδηλώνεται όχι με βόμβες, που καταστρέφουν, αλλά με την αγάπη, ιλαρότητα, πραότητα (μύρα και δάκρυα) που οικοδομούν. Τύφλα να έχουν οι σύγχρονοι αναρχικοί και οι σύγχρονες φεμινίστριες μπροστά στο ηρωϊκό παράδειγμα των Μυροφόρων γυναικών.
Οι άγιοι Πατέρες λέγουν ότι η ανδρεία είναι μία από τις τέσσερις μεγάλες αρετές (φρόνηση, σωφροσύνη, ανδρεία, δικαιοσύνη) που είναι απαραίτητη για την συνάντηση με τον Θεό. Η ανδρεία γεννάται από την συμπλοκή «του θυμικού προς την όσφρησιν» δηλαδή την συμπλοκή της βουλήσεως με την εσωτερικότητα, η δε εναρμόνιση της ανδρείας με την σωφροσύνη δημιουργεί την αρετή της πραότητος που ονομάζεται και απάθεια, διότι εναρμονίζει τις ενεργητικές δυνάμεις της ψυχής με τις αντίστοιχες αισθήσεις του σώματος και τις ενέργειες των αισθήσεων.
Γενικώτερα μπορούμε να πούμε ότι η ανδρεία γεννάται από την πίστη στον Θεό, την αγάπη σ’ Αυτόν και την ελπίδα στο έλεός Του. Και αυτά τα διαθέτει εκείνος που προχωρεί με την καρδιά και όχι με την ψυχρή λογική. Η λογική υπολογίζει και δειλιά, όπως έγινε με τους Αποστόλους. Η καρδιά αγαπά και προχωρεί.
Η ανδρεία είναι απαραίτητη στον αγώνα εναντίον των παθών μας και μάλιστα στο να υπομένομε σε κάθε έργο αγαθό και στο να νικούμε τα πάθη της ψυχής και του σώματος. Εκείνος που έχει ανδρεία δεν φοβάται στις δύσκολες στιγμές του αγώνος. Όπως έχει λεχθεί και αν ακόμη πέσει στην αμαρτία και αν ακόμη προσκυνήσει τον διάβολο δεν χάνει το θάρρος του, αλλά στρέφεται με μετάνοια στον Θεό και νικά τους εχθρούς του.
Αντίθετα η έλλειψη της ανδρείας έχει σαν αποτέλεσμα δυο μεγάλες κακίες. Την θρασύτητα, που στρέφεται εναντίον του πλησίον και την δειλία που οδηγεί στην απώλεια. Διότι η δειλή ψυχή συγχύζεται, απελπίζεται και τελικά καταστρέφεται, χάνεται. Αυτό παρατηρούμε συχνά στους σημερινούς Χριστιανούς. Εύκολα τα χάνουν. Ίσως γιατί δεν έχουν βιώσει την πρακτική φιλοσοφία. Ίσως γιατί παραθεωρούν την ηθική ζωή, που είναι η βάση της πνευματικής ζωής.
Η Μυροφόρος ανθρώπινη φύση
Η συνάντηση με τον Αναστάντα Χριστό δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο μερικών γυναικών. Όλη η ανθρώπινη φύση δέχτηκε τον Χριστό, το Δεύτερο Πρόσωπο της Παναγίας Τριάδος. Στο Άσμα Ασμάτων λέγεται: «Μύρον ακένωτον όνομά σου» (α’ 3). Πριν την ενανθρώπιση ο Χριστός ήταν το Μύρο, μετά την ενανθρώπιση έγινε Χρίσμα και έχρισε την ανθρώπινη φύση. Της έδωσε την αγιότητα και την Χάρη. Όπως παρατηρεί ο Νικόλαος Καβάσιλας η ανθρώπινη φύση μετά την αμαρτία διεχώρισε τον εαυτό της από το Θεό. Όταν όμως η σαρξ θεώθηκε τότε η ανθρώπινη φύση πήρε σαν υπόσταση τον ίδιο τον Θεό και το τείχος έγινε μύρο.
Έτσι μυροφόροι δεν είναι μόνο οι γυναίκες εκείνες, που πήγαν στον Τάφο του Χριστού με μύρα, αλλά είναι όλη η ανθρώπινη φύση μετά την Ανάσταση και Ανάληψη και ιδιαιτέρως όσοι ζουν μυστηριακά μέσα στην Εκκλησία. Αυτοί δεν κρατούν απλώς στα χέρια τους τα μύρα, αλλά έχουν μέσα στην καρδιά τους το μύρο το ακένωτο, τον Χριστό. Δεν έχουν απλώς τις αρετές της καλωσύνης, της αγάπης, της αληθείας, αλλά τον Ίδιο τον Χριστό, που είναι η Καλωσύνη, η Αγάπη και η Αλήθεια. Η Χάρη του Χριστού που υπάρχει στην καρδιά τους ξεχύνεται και στο σώμα, ώστε δεν είναι απλά μυροδοχεία, αλλά και αυτά τα σώματά τους μεταμορφώνονται σε μύρα.
Μυροφόροι είναι οι άνθρωποι εκείνοι, που καθαρίσθηκαν δια του λόγου των ευαγγελικών εντολών, που η ψυχή τους είναι άκακη και γονιμώτατη στις αρετές, που απέβαλε κάθε πάθος με την πραότητα και είναι θερμή στο να γεννά πνευματικά νοήματα με διάκριση (Νικήτας Στηθάτος). Μυροφόρος είναι εκείνος που έχει εσωτερική αδιάλειπτη προσευχή και τέτοιοι ήταν και είναι όλοι οι άγιοι.
Η Ανάσταση του Χριστού είναι πράγματι η ανανέωση της ανθρωπίνης φύσεως. Εμύρωσε και έχρισε όλη την ανθρώπινη φύση. Όλοι μπορούμε να αποκτήσουμε το προνόμιο να γίνουμε μυροφόροι Χριστού.
Κυριακή του Παραλύτου
Οίκος Ελέους
«άγγελος γαρ κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα και εταράσσετο το ύδωρ» (Ιω. ε’ 4)
Στην Κολυμβήθρα (στις στοές της) που υπήρχε στην προβατική πύλη «κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων» που περίμεναν την κάθοδο του αγγέλου για να απαλλαγούν από την αρρώστια τους. Αυτήν την κολυμβήθρα επισκέφθηκε και ο «μεγάλης βουλής Άγγελος», ο Χριστός και εθεράπευσε τον κατάκοιτο, που υπέφερε τριάντα οκτώ χρόνια. Τότε που ο άνθρωπος δεν είχε άνθρωπο, δέχτηκε τον Θεάνθρωπο. Τότε που δεν μπορούσε να εισέλθει στην κολυμβήθρα, μετά την κάθοδο του αγγέλου, αξιώθηκε να συναντήσει τον Κύριο των αγγέλων.
Βηθεσθά-Βάπτισμα-Εκκλησία
Οι άγιοι Πατέρες βλέπουν ένα συσχετισμό μεταξύ της Κολυμβήθρας της Βηθεσδά και της Κολυμβήθρας της Εκκλησίας, δηλαδή του αγίου Βαπτίσματος. Ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει, ότι ο Κύριος με το θαύμα αυτό κάνει έναν υπαινιγμό του Μυστηρίου του Βαπτίσματος. Δεν έχουν γραφεί αυτά απλά και τυχαία, αλλά εικονίζουν και υποτυπώνουν όσα ανάγονται στο μέλλον. «Έμελλε βάπτισμα δίδοσθαι, πολλήν δύναμιν έχον και δωρεάν μεγίστην, βάπτισμα πάσας τας αμαρτίας καθαίρον και αντί νεκρών ζώντας ποιούν».
Τα νερά της Βηθεσδά είχαν θαυματουργικές και όχι ιαματικές ιδιότητες, διότι δεν εγίνοντο καλά όλοι όσοι εισήρχοντο, αλλά ο πρώτος που εισήρχετο, μετά την ταραχή του ύδατος από τον άγγελο. Και το ύδωρ του Βαπτίσματος δέχεται την άκτιστη ενέργεια του Θεού, δια της οποίας ο άνθρωπος γίνεται μέλος του Σώματος του Χριστού. Η κολυμβήθρα του Βαπτίσματος είναι η μήτρα της Εκκλησίας. Όπως στην μήτρα της μητέρας συλλαμβάνεται, κυοφορείται και γεννάται ο άνθρωπος, έτσι και στην πνευματική μήτρα της Εκκλησίας συλλαμβάνεται, κυοφορείται και γεννάται πνευματικά ο άνθρωπος και γίνεται μέλος της Εκκλησίας. Στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά γίνονταν θαύματα. Όμως τα θαύματα συνέβαιναν σε έναν άνθρωπο, σε μια δεδομένη στιγμή και με την ενέργεια του αγγέλου. Με την εμφάνιση όμως του Χριστού όλες αυτές οι συνθήκες άλλαξαν. Αυτός ο Ίδιος είναι η σωτηρία, η οποία προσφέρεται σε όλους και σε κάθε χρονική στιγμή, αρκεί να το θελήσει ο άνθρωπος.
Επειδή όμως το άγιο Βάπτισμα είναι το εισαγωγικό μυστήριο και δι’ αυτού γινόμαστε μέλη της Εκκλησίας, γι’ αυτό η Κολυμβήθρα της Βηθεσθά συμβολίζει την Εκκλησία του Χριστού. Μέσα στην Εκκλησία υπάρχει διαρκώς η Χάρη του Τριαδικού Θεού και ιατρεύει όλους. Βηθεσδά θα πει οίκος ελέους και ακριβώς αυτό είναι η Εκκλησία. Η Εκκλησία δεν είναι μια ανθρώπινη οργάνωση, αλλά Θεανθρώπινος Οργανισμός, δεν είναι ένα ανθρώπινο σωματείο, αλλά Θεανθρώπινο Σώμα. Τα πάντα μέσα σ’ αυτήν είναι μυστήριο, γι’ αυτό και γίνονται διαρκώς θαύματα. Και ένα «Κύριε ελέησον» που λέγει κανείς με πίστη γίνεται αιτία λήψεως της θείας Χάριτος. Η Εκκλησία είναι μία διαρκής Πεντηκοστή, μέσα στην οποία θεραπεύονται οι άρρωστοι και ανασταίνονται οι νεκροί. Νοιώθουμε την Εκκλησία σαν θεραπευτήριο, γι’ αυτό οι αμαρτωλοί αισθανόμαστε άνετα, ενώ οι «ευσεβείς» αναζητούν άλλους τόπους, άλλες ανθρώπινες οργανώσεις, για να εκφράσουν την «ευσέβεια» τους (κοινωνική-φιλανθρωπική εργασία κλπ.).
Περίοδος Πεντηκοστής και Ευαγγέλιο Αποστόλου Ιωάννου
Εκτός από τον συμβολισμό και συσχετισμό που αναφέραμε, η ανάγνωση του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, που διαβάζουμε όλη αυτήν την περίοδο, γίνεται για δυο βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί το τέταρτο Ευαγγέλιο στην πρώτη Εκκλησία προοριζόταν για τους πνευματικά τελειότερους Χριστιανούς, οι οποίοι είχαν καθαρίσει την καρδιά τους από τα πάθη και ήταν ικανοί να διδαχθούν τα μυστήρια της Βασιλείας του Χριστού. Στο Ευαγγέλιο αυτό αναφέρονται λίγα θαύματα, που έκανε ο Χριστός, τα οποία συνδέονται με τα βασικά Μυστήρια της Εκκλησίας. Είναι υψηλό Ευαγγέλιο, αφού παρουσιάζονται οι αλήθειες ότι ο Χριστός είναι ο Λόγος του Θεού, το Φως και η ζωή των ανθρώπων. Μελετώντας κανείς το τέταρτο Ευαγγέλιο αισθάνεται καλά αυτό που λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι ο Χριστός «Θεός ων προαιώνιος δι’ ημάς και Θεολόγος εγεγόνει». Ο Χριστός είναι ο πραγματικός Θεολόγος, διότι ως Λόγος του Θεού μας εφανέρωσε το Όνομα του Θεού Πατρός και την Βουλή Του.
Δεύτερον διαβάζεται το τέταρτο Ευαγγέλιο αυτήν την περίοδο, διότι το Μ.Σάββατο, όπως είναι γνωστό, γίνονταν οι ομαδικές Βαπτίσεις των νέων Χριστιανών. Οι πιστοί παρακαλούσαν όλη την Σαρακοστή για τους Κατηχουμένους και για τους προς το άγιο Φώτισμα ευτρεπιζομένους, ώστε να καθαρισθούν από τα πάθη, να απαλλαγούν από τις μεθοδείες του διαβόλου και να λάβουν «φωτισμόν γνώσεως και ευσεβείας». Το Βάπτισμα άλλωστε λέγεται Φώτισμα, γιατί οι άνθρωποι λαμβάνουν το πραγματικό Φως, τον Χριστό και είναι οι πραγματικά φωτισμένοι. Άρα οι κατηχούμενοι περνούσαν από το στάδιο της καθάρσεως, κατά το οποίο διδάσκονταν να διακρίνουν τις ενέργειες του Θεού από τις ενέργειες των κτισμάτων και μάλιστα του διαβόλου. Αυτό γίνονταν με την ανάγνωση των τριών πρώτων Ευαγγελίων. Μετά το άγιο Βάπτισμα, αφού έλαβαν τον φωτισμό, μπορούσαν να καταλάβουν το βαθύτερο νόημα του λόγου του Θεού (ενωμένοι με τον Λόγο του Θεού), γι’ αυτό αυτήν την περίοδο διαβάζονταν το κατ’ εξοχήν αυτό θεολογικό Ευαγγέλιο.
Ο εσωτερικός σύνδεσμος του Ευαγγελιστού Ιωάννου με τον Χριστό (έπεσε στο στήθος Του κατά το Μυστικό Δείπνο) και με την Παναγία (τον πήρε στο σπίτι Του σαν δώρο του Χριστού σ’ αυτόν) μας έδωσε αυτό το θεολογικό Ευαγγέλιο, που η Εκκλησία καθόρισε να διαβάζεται αυτήν την περίοδο, που πλέει στην αναστάσιμη χαρά.
Μερικές μεγάλες αλήθειες
Από όσα αναφέρθηκαν φαίνονται καθαρά τα ακόλουθα. Πρώτον, η πνευματική ζωή είναι μια διαρκής πρόοδος. Δεν υπάρχει τέλος στην πνευματική ζωή, αλλά διαρκής τελείωση. Ο άνθρωπος από την κάθαρση της καρδιάς, προχωρεί στον φωτισμό του νου και έπειτα εισέρχεται στην θεωρία (θέα) του Θεού, που δεν έχει τέλος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης λέγει χαρακτηριστικά ότι «της αρετής εις όρος εστί, το αόριστον». Και αλλού λέγει: «επί δε της αρετής ένα τελειότητος όρος εμάθομεν, το μη έχειν αυτήν όρον». Αυτή η πρόοδος έχει σχέση με την αίσθηση της αμαρτωλότητος και την βίωση της μετανοίας.
Δεύτερον, η ανάγνωση του Ευαγγελίου έχει μεγάλη σημασία για την πνευματική ζωή, αλλά η κατανόησή του δεν εξαρτάται από την γνωσιολογική μας κατάσταση, αλλά από την πνευματική κατάσταση. Είναι ανάλογη με τον βαθμό φωτισμού που έχουμε. Επίσης η ερμηνεία του Ευαγγελίου προσφέρεται αυθεντικά από την Εκκλησία στα μέλη της και μάλιστα κατά την διάρκεια της θείας Λατρείας και στο πνεύμα της Λατρείας.
Δεν μπορεί κανείς να δίδει αυθαίρετες ερμηνείες. Οι αιρετικοί δεν είναι δυνατόν να το ερμηνεύσουν καλά.
Τρίτον, είναι φοβερό να έχουμε δεχθεί το άγιον Βάπτισμα (το Φώτισμα) και όμως να μην έχουμε εισέλθει ακόμη στο στάδιο της καθάρσεως και να βασανιζόμαστε από την κατάσταση της ακαθαρσίας.
Παραμένοντες στην πνευματική Βηθεσδά, την Εκκλησία (Οίκον ελέους), έχοντες το πνεύμα της διαρκούς και φλογεράς μετανοίας θα δεχθούμε την επίσκεψη του Θεανθρώπου, που θα θεραπεύσει και θα φωτίσει την ύπαρξή μας.
Οίκος Ελέους
«άγγελος γαρ κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα και εταράσσετο το ύδωρ» (Ιω. ε’ 4)
Στην Κολυμβήθρα (στις στοές της) που υπήρχε στην προβατική πύλη «κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων» που περίμεναν την κάθοδο του αγγέλου για να απαλλαγούν από την αρρώστια τους. Αυτήν την κολυμβήθρα επισκέφθηκε και ο «μεγάλης βουλής Άγγελος», ο Χριστός και εθεράπευσε τον κατάκοιτο, που υπέφερε τριάντα οκτώ χρόνια. Τότε που ο άνθρωπος δεν είχε άνθρωπο, δέχτηκε τον Θεάνθρωπο. Τότε που δεν μπορούσε να εισέλθει στην κολυμβήθρα, μετά την κάθοδο του αγγέλου, αξιώθηκε να συναντήσει τον Κύριο των αγγέλων.
Βηθεσθά-Βάπτισμα-Εκκλησία
Οι άγιοι Πατέρες βλέπουν ένα συσχετισμό μεταξύ της Κολυμβήθρας της Βηθεσδά και της Κολυμβήθρας της Εκκλησίας, δηλαδή του αγίου Βαπτίσματος. Ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει, ότι ο Κύριος με το θαύμα αυτό κάνει έναν υπαινιγμό του Μυστηρίου του Βαπτίσματος. Δεν έχουν γραφεί αυτά απλά και τυχαία, αλλά εικονίζουν και υποτυπώνουν όσα ανάγονται στο μέλλον. «Έμελλε βάπτισμα δίδοσθαι, πολλήν δύναμιν έχον και δωρεάν μεγίστην, βάπτισμα πάσας τας αμαρτίας καθαίρον και αντί νεκρών ζώντας ποιούν».
Τα νερά της Βηθεσδά είχαν θαυματουργικές και όχι ιαματικές ιδιότητες, διότι δεν εγίνοντο καλά όλοι όσοι εισήρχοντο, αλλά ο πρώτος που εισήρχετο, μετά την ταραχή του ύδατος από τον άγγελο. Και το ύδωρ του Βαπτίσματος δέχεται την άκτιστη ενέργεια του Θεού, δια της οποίας ο άνθρωπος γίνεται μέλος του Σώματος του Χριστού. Η κολυμβήθρα του Βαπτίσματος είναι η μήτρα της Εκκλησίας. Όπως στην μήτρα της μητέρας συλλαμβάνεται, κυοφορείται και γεννάται ο άνθρωπος, έτσι και στην πνευματική μήτρα της Εκκλησίας συλλαμβάνεται, κυοφορείται και γεννάται πνευματικά ο άνθρωπος και γίνεται μέλος της Εκκλησίας. Στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά γίνονταν θαύματα. Όμως τα θαύματα συνέβαιναν σε έναν άνθρωπο, σε μια δεδομένη στιγμή και με την ενέργεια του αγγέλου. Με την εμφάνιση όμως του Χριστού όλες αυτές οι συνθήκες άλλαξαν. Αυτός ο Ίδιος είναι η σωτηρία, η οποία προσφέρεται σε όλους και σε κάθε χρονική στιγμή, αρκεί να το θελήσει ο άνθρωπος.
Επειδή όμως το άγιο Βάπτισμα είναι το εισαγωγικό μυστήριο και δι’ αυτού γινόμαστε μέλη της Εκκλησίας, γι’ αυτό η Κολυμβήθρα της Βηθεσθά συμβολίζει την Εκκλησία του Χριστού. Μέσα στην Εκκλησία υπάρχει διαρκώς η Χάρη του Τριαδικού Θεού και ιατρεύει όλους. Βηθεσδά θα πει οίκος ελέους και ακριβώς αυτό είναι η Εκκλησία. Η Εκκλησία δεν είναι μια ανθρώπινη οργάνωση, αλλά Θεανθρώπινος Οργανισμός, δεν είναι ένα ανθρώπινο σωματείο, αλλά Θεανθρώπινο Σώμα. Τα πάντα μέσα σ’ αυτήν είναι μυστήριο, γι’ αυτό και γίνονται διαρκώς θαύματα. Και ένα «Κύριε ελέησον» που λέγει κανείς με πίστη γίνεται αιτία λήψεως της θείας Χάριτος. Η Εκκλησία είναι μία διαρκής Πεντηκοστή, μέσα στην οποία θεραπεύονται οι άρρωστοι και ανασταίνονται οι νεκροί. Νοιώθουμε την Εκκλησία σαν θεραπευτήριο, γι’ αυτό οι αμαρτωλοί αισθανόμαστε άνετα, ενώ οι «ευσεβείς» αναζητούν άλλους τόπους, άλλες ανθρώπινες οργανώσεις, για να εκφράσουν την «ευσέβεια» τους (κοινωνική-φιλανθρωπική εργασία κλπ.).
Περίοδος Πεντηκοστής και Ευαγγέλιο Αποστόλου Ιωάννου
Εκτός από τον συμβολισμό και συσχετισμό που αναφέραμε, η ανάγνωση του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, που διαβάζουμε όλη αυτήν την περίοδο, γίνεται για δυο βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί το τέταρτο Ευαγγέλιο στην πρώτη Εκκλησία προοριζόταν για τους πνευματικά τελειότερους Χριστιανούς, οι οποίοι είχαν καθαρίσει την καρδιά τους από τα πάθη και ήταν ικανοί να διδαχθούν τα μυστήρια της Βασιλείας του Χριστού. Στο Ευαγγέλιο αυτό αναφέρονται λίγα θαύματα, που έκανε ο Χριστός, τα οποία συνδέονται με τα βασικά Μυστήρια της Εκκλησίας. Είναι υψηλό Ευαγγέλιο, αφού παρουσιάζονται οι αλήθειες ότι ο Χριστός είναι ο Λόγος του Θεού, το Φως και η ζωή των ανθρώπων. Μελετώντας κανείς το τέταρτο Ευαγγέλιο αισθάνεται καλά αυτό που λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι ο Χριστός «Θεός ων προαιώνιος δι’ ημάς και Θεολόγος εγεγόνει». Ο Χριστός είναι ο πραγματικός Θεολόγος, διότι ως Λόγος του Θεού μας εφανέρωσε το Όνομα του Θεού Πατρός και την Βουλή Του.
Δεύτερον διαβάζεται το τέταρτο Ευαγγέλιο αυτήν την περίοδο, διότι το Μ.Σάββατο, όπως είναι γνωστό, γίνονταν οι ομαδικές Βαπτίσεις των νέων Χριστιανών. Οι πιστοί παρακαλούσαν όλη την Σαρακοστή για τους Κατηχουμένους και για τους προς το άγιο Φώτισμα ευτρεπιζομένους, ώστε να καθαρισθούν από τα πάθη, να απαλλαγούν από τις μεθοδείες του διαβόλου και να λάβουν «φωτισμόν γνώσεως και ευσεβείας». Το Βάπτισμα άλλωστε λέγεται Φώτισμα, γιατί οι άνθρωποι λαμβάνουν το πραγματικό Φως, τον Χριστό και είναι οι πραγματικά φωτισμένοι. Άρα οι κατηχούμενοι περνούσαν από το στάδιο της καθάρσεως, κατά το οποίο διδάσκονταν να διακρίνουν τις ενέργειες του Θεού από τις ενέργειες των κτισμάτων και μάλιστα του διαβόλου. Αυτό γίνονταν με την ανάγνωση των τριών πρώτων Ευαγγελίων. Μετά το άγιο Βάπτισμα, αφού έλαβαν τον φωτισμό, μπορούσαν να καταλάβουν το βαθύτερο νόημα του λόγου του Θεού (ενωμένοι με τον Λόγο του Θεού), γι’ αυτό αυτήν την περίοδο διαβάζονταν το κατ’ εξοχήν αυτό θεολογικό Ευαγγέλιο.
Ο εσωτερικός σύνδεσμος του Ευαγγελιστού Ιωάννου με τον Χριστό (έπεσε στο στήθος Του κατά το Μυστικό Δείπνο) και με την Παναγία (τον πήρε στο σπίτι Του σαν δώρο του Χριστού σ’ αυτόν) μας έδωσε αυτό το θεολογικό Ευαγγέλιο, που η Εκκλησία καθόρισε να διαβάζεται αυτήν την περίοδο, που πλέει στην αναστάσιμη χαρά.
Μερικές μεγάλες αλήθειες
Από όσα αναφέρθηκαν φαίνονται καθαρά τα ακόλουθα. Πρώτον, η πνευματική ζωή είναι μια διαρκής πρόοδος. Δεν υπάρχει τέλος στην πνευματική ζωή, αλλά διαρκής τελείωση. Ο άνθρωπος από την κάθαρση της καρδιάς, προχωρεί στον φωτισμό του νου και έπειτα εισέρχεται στην θεωρία (θέα) του Θεού, που δεν έχει τέλος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης λέγει χαρακτηριστικά ότι «της αρετής εις όρος εστί, το αόριστον». Και αλλού λέγει: «επί δε της αρετής ένα τελειότητος όρος εμάθομεν, το μη έχειν αυτήν όρον». Αυτή η πρόοδος έχει σχέση με την αίσθηση της αμαρτωλότητος και την βίωση της μετανοίας.
Δεύτερον, η ανάγνωση του Ευαγγελίου έχει μεγάλη σημασία για την πνευματική ζωή, αλλά η κατανόησή του δεν εξαρτάται από την γνωσιολογική μας κατάσταση, αλλά από την πνευματική κατάσταση. Είναι ανάλογη με τον βαθμό φωτισμού που έχουμε. Επίσης η ερμηνεία του Ευαγγελίου προσφέρεται αυθεντικά από την Εκκλησία στα μέλη της και μάλιστα κατά την διάρκεια της θείας Λατρείας και στο πνεύμα της Λατρείας.
Δεν μπορεί κανείς να δίδει αυθαίρετες ερμηνείες. Οι αιρετικοί δεν είναι δυνατόν να το ερμηνεύσουν καλά.
Τρίτον, είναι φοβερό να έχουμε δεχθεί το άγιον Βάπτισμα (το Φώτισμα) και όμως να μην έχουμε εισέλθει ακόμη στο στάδιο της καθάρσεως και να βασανιζόμαστε από την κατάσταση της ακαθαρσίας.
Παραμένοντες στην πνευματική Βηθεσδά, την Εκκλησία (Οίκον ελέους), έχοντες το πνεύμα της διαρκούς και φλογεράς μετανοίας θα δεχθούμε την επίσκεψη του Θεανθρώπου, που θα θεραπεύσει και θα φωτίσει την ύπαρξή μας.