Σχετικά με τον Νικόλαο (Νίκο Χατζηνικολάου κατά κόσμον) σου παραθέτω τον - εκπληκτικό - λόγο που εκφώνησε την ημέρα της χειροτονίας του ως Μητροπολίτη!strumfi έγραψε:Χαίρομαι, χαίρομαι που συμφωνούμε!!!nemesis123 έγραψε:strumfi ΟΝΤΟΣ ΑΥΤΟΣ Ο ΙΕΡΕΑΣ ΤΑ ΛΕΕΙ ΕΞΩ ΑΠ'ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ...
ΤΕΤΟΙΟΥΣ ΠΑΠΑΔΕΣ ΘΕΛΟΥΜΕ!!!
ΜΕ ΠΥΡΗΝΟ ΛΟΓΟ!!
Μαζεύω υλικό γι' αυτόν τον άνθρωπο κι έχω πραγματικά ενθουσιαστεί. Να 'ναι καλά!
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1954. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μετά την ολοκλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων μετέβη στις ΗΠΑ, όπου και συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Αστροφυσική (Πανεπιστήμιον Harvard) και την Μηχανολογία (Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασσαχουσέττης, ΜΙΤ). Οι διδακτορικές του σπουδές έλαβαν χώρα στα ως άνω Πανεπιστήμια και εις τον τομέα της Βιοϊατρικής Τεχνολογίας. Ακολούθως, και παράλληλα προς την επιστημονική του έρευνα, σπούδασε την επιστήμη της Θεολογίας εις την Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στης Βοστώνη, από όπου και έλαβε τους τίτλους Master of Theological Studies και Master of Theology. Το 1989, αφού επέστρεψε στην Ελλάδα, εγκατεβίωσε επί διετία και πλέον στο Άγιον Όρος, εκάρη δε μοναχός εις την Ιεράν Μονήν Στομίου Κονίτσης και εν συνεχεία χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος παρά του μακαριστού Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Σεβαστιανού.
Από του Μαΐου του 1990 μέχρι και της εις Επίσκοπον χειροτονίας του, το 2004, διακόνησε ως οικονόμος εις το εν Αθήναις Ιερόν Μετόχιον της Αναλήψεως, της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους. Το 2000 εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός εις το κάθισμα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της ως άνω αγιορείτικης Μονής, όπου και περιοδικώς μεταβαίνει προς άσκηση και προσευχή.
Τον Φεβρουάριο του 2003 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Θεολογίας εις τον τομέα της Χριστιανικής Ηθικής και Κοινωνιολογίας (Βιοηθικής) στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιον της Θεσσαλονίκης, από δε το 1991 και εντεύθεν διδάσκει πανεπιστημιακά μαθήματα ιατρικού, βιοηθικού και θεολογικού περιεχομένου στις Ιατρικές Σχολές των Πανεπιστημίων Κρήτης και Αθηνών, ως και εις την Θεολογική Σχολή Balamand του Λιβάνου.
Το 1993, ίδρυσε το πρώτο εν Ελλάδι Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, από το 1998 είναι πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής επί της Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι μέλος του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων, μέλος της Επιτροπής Βιοηθικής της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδόξων και επίσημος εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος εις πάρα πολλές διεθνείς επιτροπές, συνέδρια και εκδηλώσεις.
Η ομιλία του στις 26.04.2004, ημέρα της χειροτονίας του
Μακαριώτατε, Σεβασμιότατοι, και Θεοφιλέστατοι άγιοι αρχιερείς, εντιμότατοι άρχοντες της κοινωνίας μας, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί μου αδελφοί,
Με αισθήματα βαριάς εσωτερικής συνοχής, αυτή τη στιγμή βρίσκομαι ανάμεσά σας, μπροστά στην ευθύνη του εαυτού μου, κυρίως όμως ενώπιον του Αγίου Τριαδικού Θεού. Αυτή την ώρα νιώθω γυμνός από την επιφανειακή τιμή και τη λαμπρότητα των φαινομένων, ξένος από τη χαρά και την ατμόσφαιρα της πανηγύρεως. Αντικρίζω μόνο τη βαρύτητα της αποφάσεώς Σας, το μέγεθος των προσδοκιών της Εκκλησίας μας, την πυκνότητα των στιγμών, την ευθύνη μου, ενώπιον του θεού και της Εκκλησίας, την αδυναμία και την παράλληλη υποχρέωσή μου να αξιολογήσω το γεγονός, την άγνωστη σε μένα, αλλά ιερή βούληση του Θεού.
Γι’ αυτό και επιτρέψτε μου, σαν αντίδωρο, της σημερινής δικής Σας ιερής παρουσίας, να μην εκθέσω σκέψεις και οράματα, αλλά να εκφράσω το βάθος των εσωτερικών διλημμάτων μου και να καταθέσω την ειλικρινή εξομολόγησή μου.
Πρέπει να ομολογήσω τη δυσκολία που έχω μέσα μου αυτές τις ημέρες. Αισθάνομαι πως το όραμα της προσωπικής μου κλήσεως, αυτό που με μεταμόρφωσε από επιστήμονα σε ιερέα και μοναχό, έχει πλέον απομυθοποιηθεί, χωρίς να καταλάβω πώς. Ο στόχος του απόλυτου έχει νοθευτεί από το μικρόβιο της υποχώρησης και τη δικαιολογία του εσωτερικού συμβιβασμού.
Αντιλαμβάνομαι πως έχω μεγάλες αδυναμίες για την αποστολή για την οποία με προορίζετε, πως αυτό που μου αναθέτετε, με υπερβαίνει. Δεν είμαι ούτε αυτός που φαντάζεστε, ούτε αυτός που ακούγεται. Είμαι απόλυτος άνθρωπος, δυσκολεύομαι εσωτερικά να συμβιβαστώ, αδυνατώ να κατεβάσω το κριτήριο, ή να στενέψω τον ορίζοντα των προοπτικών μου. Φοβούμαι πως ένας τέτοιος χαρακτήρας δεν συμβαδίζει με την αποστολή του επισκόπου.
Ούτε όμως και η αποστολή αυτή με ενθουσιάζει, όπως τουλάχιστον τη γνωρίζω. Προσπαθώ να ταιριάσω την εικόνα μου στο πλαίσιο της αρχιερατικής διακονίας και παραμορφώνομαι. Συγχωρέστε με που δημόσια θα εκφράσω αυτό ακριβώς αυτό που αισθάνομαι. Πώς να ανταλλάξω το γλυκόηχο όνομα του πατέρα με τον σκληρό τίτλο του δεσπότη; Πώς να θυσιάσω τη ζεστή προσφώνηση του παπά στην καταιγίδα των υπερθετικών προσωνυμίων; Πώς, ενώ δεν έχω μισθό και περιουσία, τώρα να περιμένω την μηνιαία επιταγή; Πώς, ενώ έμαθα να θαυμάζω την απλή αμφίεση που θυμίζει τους πρεσβυτέρους της Αποκάλυψης, τώρα να ταυτιστώ με την πολυτελή αμφίεση, που παραπέμπει στη ζωή των βυζαντινών αυτοκρατόρων; Πώς, ενώ με συγκινεί το στασίδι της προσευχής, τώρα να ανεβώ στο θρόνο της εξουσίας και τιμής;
Θα έπρεπε να ομολογήσω πως νιώθω και ανέτοιμος. Ούτε όραμα προς αυτή την κατεύθυνση έχω έως τώρα γεννήσει, ούτε και γνώση της επισκοπικής μου αποστολής διαθέτω. Η αρχιεροσύνη, κατανοώ, είναι η τέλεια και πλήρης ιεροσύνη, αλλά για μένα ήταν κάτι πολύ μεγάλο, που δεν μπορούσε να χωρέσει στα στενά των ενδιαφερόντων μου, ή να προβληθεί στο επίπεδο των μυωπικών προοπτικών μου. Ήταν κάτι που περισσότερο θαύμαζα και καθόλου δεν επιθυμούσα. Κάτι πολύ μεγάλο μέσα μου αλλά για άλλους, παρά ένας στόχος για μένα. Κάτι που, κι αν το μελετούσα και ξόδευα χρόνο μαζί του, δεν θα το κατανοούσα.
Ομολογώ ότι αναλαμβάνω μια τεράστια ευθύνη, δυσανάλογα μεγάλη προς την φαινόμενη τιμή, όντας όμως, συνειδητά, εντελώς ανέτοιμος. Λυπούμαι πραγματικά, μήπως ο κόσμος της Μεσογαίας και Λαυρεωτικής πληρώσει το τίμημα του αιφνιδιασμού μου και της, ενδεχομένως, απερίσκεπτης συγκαταθέσεώς μου. Αλλά και οι πολυδιαφημιζόμενες ικανότητες και τα χαρίσματά μου δεν νομίζω ότι αποτελούν προσόν, αλλά μάλλον μειονέκτημα, διότι απομακρύνουν την ελπίδα του «σημείου» και της Θεϊκής επέμβασης από τη διακονία μου. Το να τα καταφέρει ένας έξυπνος, ικανός, ή μορφωμένος δεν ξενίζει. Το να πετύχει όμως ένας απλός και ασήμαντος άνθρωπος στο ιερό έργο της αποστολής του, αυτό αποκαλύπτει τον Θεό.
Είμαι και θεολογικά πτωχός. Πώς να αναλάβω μια διακονία που το βασικό της στοιχείο είναι η βιωμένη θεολογία; Ούτε ο τύπος μου, ούτε οι γνώσεις μου, ούτε η ζωή μου, ούτε ο προσανατολισμός μου, ούτε η λογική, ούτε το συναίσθημα, ούτε η βούλησή μου φαίνεται να συνεργάζονται προς την προοπτική της αρχιεροσύνης. Αυτό είναι ο λόγος που πάντοτε απέφευγα να συναινέσω προς μια τέτοια εξέλιξη στη ζωή μου.
Το σφυροκόπημα όλων αυτών των σκέψεων με οδηγεί στο αποκαρδιωτικό συμπέρασμα ότι οι άξιοι δεν υπάρχουν πια στις μέρες μας, ή υπάρχουν μεν, αλλά η Εκκλησία δεν τους αναγνωρίζει, ή τους βλέπει, αλλά δεν τους θέλει. Μόνο έτσι θα μπορούσε να καταλήξει στη δική μου επιλογή, στην άκομψη ομολογία της έλλειψης προσώπων. Και τώρα; Τώρα ψάχνω το ένα και μοναδικό «σημείο» της συναινέσεώς μου και δεν το βρίσκω. Τον ένα λόγο της συγκατάθεσής μου και δεν υπάρχει. Τη λογική της πράξεώς μου και δεν την αναγνωρίζω. Σκανδαλίζομαι με τον εαυτό μου. Αφού καταλαβαίνω ότι η Εκκλησία προτιμά τη συστολή και άρνησή μου, γιατί εγώ ξεγελάστηκα και συναινώ; Το μόνο που μου μένει είναι να ζητήσω δημόσια συγγνώμη από τον Κύριο και την Εκκλησία Του, για το αμάρτημα της αποδοχής μου.
Από την άλλη πλευρά, ίσως η ευκολία των αρνήσεών μου να αποτελεί παγίδα ψευτοταπεινοφροσύνης, ή στην καλύτερη περίπτωση, έκφραση ιδιορρυθμίας, ίσως δειλίας, ή πάλι, ανεπίτρε
πτα προκλητικής παρρησίας. Γνωρίζετε εσείς, Μακαριότατε, πως εγώ ο ίδιος Σας αρνήθηκα την εγγραφή μου στον κατάλογο των εκλογίμων προς αρχιερατείαν, προ τεσσάρων περίπου ετών, η οποία τελικά έγινε κατά την απουσία μου στο Άγιον Όρος. Παρά την ταπεινή και ευγενή πίεσή Σας, δεν δέχθηκα την τιμητική για μένα θέση του εκπροσώπου Σας, μάλιστα σε ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για την Εκκλησία μας. Αργότερα αρνήθηκα επίμονη πρότασή Σας να εκλεγώ επίσκοπος, με τον κίνδυνο να παρεξηγηθώ πως απαξιώνω την αρχιεροσύνη. Προ διμήνου, όταν πληροφορήθηκα την εμπλοκή που προκαλεί το πρόσωπό μου στην όλη πορεία του εκκλησιαστικού προβλήματος, Σας ξαναπρότεινα, εγγράφως αυτή τη φορά τη διαγραφή του ονόματός μου από τον περίφημο κατάλογο.
Παρά ταύτα, αυτή τη στιγμή υπάρχει μπροστά μου η απόφασή Σας που περιμένει άμεσα την υλοποίησή της. Όλα μου δείχνουν ότι η εκλογή μου για τη Μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής δεν έχει καμία σχέση με τις επιλογές μου, κάτω δε από τις παρούσες συνθήκες, δεν αποτελεί με κανένα τρόπο τιμή, αλλά μόνο ξεκάθαρη περιπέτεια και ίσως βαριά δοκιμασία, πράγματα που μου αποκλείουν κάθε δικαίωμα να αρνηθώ το σταυρό μου και καθιστούν την ενδεχόμενη άρνησή μου μεγαλύτερο αμάρτημα από την ταπεινή, χωρία καμία λογική συναίνεσή μου. Αυτό είναι το μόνο μου ελαφρυντικό.
Βέβαια, υπάρχει η «χάρις του Θεού που θεραπεύει τα ασθενή και αναπληροί τα ελλείποντα». Εφ’ όσον έτσι οικονόμησε ο Θεός, κάτι θα γίνει και με την περίπτωσή μου. Εφόδιό μου δεν είναι ασφαλώς η ικανότητα προς άσκηση της αρχιεροσύνης. Εφόδιό μου είναι η έως τώρα εμπειρία της ιεροσύνης. Από αυτήν αντλώ την ελπίδα μου. Την αγάπησα όσο τίποτε άλλο. Μου μίλησε περισσότερο από οτιδήποτε στη γη. Αγκάλιασα το ιερό θυσιαστήριο και καθημερινά καταφιλώ το πετραχήλι μου. Με θάμπωσε τόσο πολύ και μου μίλησε τόσο βαθιά, που ποτέ δεν διέκρινα στο στερέωμα των δικών μου οραμάτων και προσδοκιών κάτι άλλο, ή επιπλέον. Η ιεροσύνη είναι το όλον και το τέρμα μου. Ο Θεός μέσα στην εμπειρία της με πλημμύρισε με σημεία. Μόνον κάτι πολύ εντυπωσιακό και μοναδικό θα έπρεπε να μου αλλάξει την πορεία. Είδα θαύματα. Έζησα ευλογίες. Πίστεψα με όλα τα κύτταρα της υπάρξεώς μου. Μπορώ να πω, Μακαριότατε, εν μέσω του λαού και ενώπιον του Θεού, πως νιώθω τη χαρά Του «εν εμοί πεπληρωμένην».
Αν αυτή είναι η λειτουργική ταυτότητά μου, υπάρχει και η ποιμαντική. Κατά το πρότυπο του προστάτου μου αγίου Νικολάου, προσπάθησα όλα αυτά τα χρόνια να αγκαλιάσω τον πόνο των αδελφών μου, να συμπαθήσω τη δοκιμασία, να περιποιηθώ τις πληγές της αμαρτίας, να αναδεχθώ τις αναζητήσεις, τις αμφιβολίες, την εσωτερική σύγχυση που γεννά η λαθεμένη αίσθηση ενός Θεού που αγαπά να απουσιάζει, να είναι αφηρημένος, να συγγενεύει περισσότερο με την φαντασία, παρά με την πραγματικότητα. Πρέπει να Σας διαβεβαιώσω ότι το πετραχήλι μου είναι κουρελιασμένο από τη χρήση. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος που δικαιολογούσε κάθε εσωτερική άρνηση να εγκαταλείψω τις ψυχές που μου εμπιστεύθηκε ο Θεός, προαγόμενος σε επισκοπική διακονία. Η μόνη μου παρηγοριά τώρα είναι η γεωγραφική εγγύτητα με τους ανθρώπους αυτούς, μαζί με τους οποίους μοιραστήκαμε τα προβλήματα, τις χαρές, την αναζήτηση και την ανάγκη του Θεού.
Περί Οικουμενικού Πατριαρχείου
Ας μου επιτραπεί στο σημείο αυτό να κάνω μία μικρή αναφορά στη λειτουργική ταυτότητά μου. Ως τώρα, ενώ είμαι, ίσως, ο μόνος κληρικός του Λεκανοπεδίου Αττικής που καθημερινά στις ακολουθίες, για 15 χρόνια, μνημονεύω του σεπτού ονόματος του Οικουμενικού μας Πατριάρχου, παράλληλα διακονούσα, από υπεύθυνη θέση, την Εκκλησία της Ελλάδος, εκπροσωπώντας ταυτόχρονα και τον Αγιορείτικο μοναχισμό.
Η καρδιά μου για να καταλήξει στο υπερουράνιο θυσιαστήριο περνούσε από τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτή η καθημερινή, συνεχής μνημόνευση του Πατριαρχικού ονόματος δεν ήταν για μένα ένας τύπος, μια πράξη αβροφροσύνης, κάτι το υποχρεωτικό και μηχανικό, αλλά μια σαφής αιτία που μου δημιούργησε έναν ισχυρό και ακατάλυτο λειτουργικό σύνδεσμο μαζί του, τέτοιον που δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να διασαλευτεί, ακόμη και αν κάποτε βρισκόμουν σε μια Εκκλησία που δεν θα προϋπέθετε την μνημόνευσή του, ακόμη και αν αισθανόμουν κάποια εσωτερική διαφοροποίηση μαζί του, ακόμη κι αν με σκανδάλιζαν συγκεκριμένες ενέργειες ή επιλογές του. Σε κάθε περίπτωση θα δεχόμουν ότι εγώ σφάλλω, παρά το Πατριαρχείο μας. Μέσα από τον λειτουργικό σύνδεσμο μαζί του, κατενόησα τη μαρτυρικότητα της διαχρονικής πορείας του, τη συνεκτικότητα που δημιουργεί ο οικουμενικός χαρακτήρας του την εκκλησιολογική ανάγκη της υπάρξεώς του. Είναι τόσο μεγάλο, που την εξουσία του την έχει, δεν την διεκδικεί. Στο Οικουμενικό Πατριαρχείο οφείλουμε την ιστορική απόδειξη ότι η Εκκλησία μας είναι «Μία, Αγία Καθολική και Αποστολική». Το Πατριαρχείο μας αποτελεί κομμάτι της υποστάσεώς μας. Ως Ελλήνων και ως Ορθοδόξων. Έχει ιστορία που το αίμα της περνάει από του καθενός μας την καρδιά. Στηρίζει το γένος, όχι εθνικά, αλλά πνευματικά. Πέρασε από μακρόχρονους διωγμούς και μαρτύρια, όσο καμιά ίσως άλλη Εκκλησία και μέχρι σήμερα παραμένει όρθιο. Ο Θεός το κράτησε. Είναι το καλύτερο δώρο Του σε μας. ………………………………………………………σήμερα αυτή αποτελεί την πιο σίγουρη, την πιο εγγυημένη , την πιο εμπειρικά επαληθευμένη και ορκισμένη, την πιο αληθινή Ορθόδοξη απάντηση στην πρόκληση της παγκοσμιοποίησης των κοινωνιών και τον κίνδυνο της Βατικανοποίησης των εκκλησιών μας. Όσο πιο Οικουμενικό είναι το Πατριαρχείο μας, όσο πιο έξω από τα μέτρα, τις πολιτικές και τις αντιλήψεις μας, τόσο πιο συνοδική γίνεται η Εκκλησία μας, τόσο πιο μέσα στην πίστη και στην ίδια μας την υπόσταση ανακαλύπτουμε την εν Χριστώ δόξα του. Το Πατριαρχείο μας είναι Οικουμενικό για να αγκαλιάζει όλους, να συγχωρεί όλα, να ενώνει τους πάντας και τα πάντα.
Η Εκκλησία της Ελλάδος
Αυτά τα βιώματα προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο μας αυτή τη στιγμή καταθέτω ως ομολογία, ως βεβαιωμένη μαρτυρία και ως το καλύτερο δώρο μου καθώς, από δω κι εμπρός, η λειτουργική μου αναφορά περνάει μέσα από την πολυαγαπημένη μου Εκκλησία της Ελλάδος. Στη δική της αγκαλιά, στη δική της πνευματική ατμόσφαιρα και ευθύνη κι εγώ και οι περισσότεροι από εμάς γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε εν Χριστώ. Αυτής την παράδοση γευτήκαμε, στα δικά της πρόσωπα οφείλουμε την ευγνωμοσύνη, αυτήν αισθανόμαστε ως μάνα μας. Αυτή και σε μένα έδωσε τη χάρη της ιεροσύνης. Και τώρα Αυτής η Σύνοδος με εξέλεξε. Αυτής ο Αρχιεπίσκοπος και οι ιεράρχες αυτήν τη στιγμή αναλαμβάνουν την ευθύνη ενώπιον του Θεού να εμπιστευθούν τη χάρη της αρχιεροσύνης επάνω μου.
Η ενότητα
Η καρδιά μου πλέον καλείται να ζήσει το μυστήριο της ενότητος. Οι δύο Εκκλησίες είναι μία. Καλείται να μεταβεί από τον εμπαθή ορθολογισμό του ανήκειν στην πνευματική λογική του κοινωνείν, από την στενοκαρδία των δικαιωμάτων, των διεκδικήσεων, των διαμαρτυριών, των συμφωνιών και διαφωνιών στη φωτεινή εμπειρία του «ίνα πάντες εν ώσιν» και της ευλογίας του «τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι». Μου είναι αδύνατον αυτή τη στιγμή, μέσα στο φόντο της θυσίας του Κυρίου, της συγκαταβάσεως και κενώσεώς Του, πάνω στο επίπεδο του μυστηρίου, της διδασκαλίας και της ζωής της Εκκλησίας μας, μέσα στην ατμόσφαιρα του πόνου, της δίψας και των αναγκών των συνανθρώπων μας και των επιταγών της εποχής μας να διακρίνω τη διαφορά της Κωνσταντινουπόλεως από την Αθήνα, να αισθανθώ την ψύχρα του «εμείς» κι «εσείς», να διακρίνω την κατά Χριστόν αλήθεια πίσω από λογικές, επιχειρήματα, αγώνες, ή και εγκόσμιες συμφωνίες, να αντιληφθώ την απόσταση μεταξύ κάποιων εν Χριστώ αδελφών μας, να πιστέψω πως κάποιοι έχουν περισσότερο δίκαιο από κάποιους άλλους που δυσκολεύονται να το ομολογήσουν. Αισθάνομαι πως αν η αγωνία μας είναι να τα βρούμε με το Θεό, τότε πολύ εύκολα τα βρίσκουμε και μεταξύ μας. Στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία είμαστε όλοι αμαρτωλοί μεν αδελφοί, αλλά αμοιβαίως εμπιστευόμενοι. Και τα προβλήματα τα λύνουν η δική μας ταπείνωση, η ανωτερότητα το
υ άλλου και η εμπιστοσύνη αμφοτέρων. Με γνώμονα αυτή τη λογική, διακρίνω τη μεγάλη ……………………………………………………………………… Εκκλησία, εγώ έμαθα να λατρεύω έναν Θεό, που η αγάπη Του Τον κάνει περισσότερο να ηττάται και να υποχωρεί παρά να νικάει και να διεκδικεί. Αυτή η λογική και μόνον αποτελεί τον λόγο της αγάπης μου στην Εκκλησία και το θεμέλιο, της ως τώρα, από δω και πέρα διακονίας μου.
Γι’ αυτό και ενώ γίνομαι επίσκοπος, συνειδητά επιλέγω ως πρότυπο ζωής, αυτό του μοναχού. Αυτού που έχει υποκαταστήσει τη σκέψη με τη προσευχή, τα οράματα με τη θυσία, τα επιχειρήματα με τη μακροθυμία. Με το στόχο αυτό ξεκίνησα, με τον ίδιο και θέλω να ξοφλήσω το επίγειο χρέος μου, με αυτή την κληρονομιά επιθυμώ να ταξιδεύσω την αιώνια πορεία μου. Για το λόγο αυτό εκφράζω δημόσια την επιθυμία μου – και προς του πολιτικούς άρχοντες – να μην με μεταχειριστείτε σαν ανώτατο δημόσιο υπάλληλο με μηνιαίο μισθό, και δώρο εορτών και θερινών διακοπών, με παραστάσεις σε δείπνα, δεξιώσεις, παρελάσεις και εγκαίνια. Λέξεις όπως μισθός, σύνταξη, ιδιοκτησία, ασφάλεια ζωής, διακοπές, προσωπικές φιλίες, τιμητικές διακρίσεις κλπ που δεν έχουν καμία σχέση με τη μοναχική ζωή, θα ήθελα να παραμείνουν ξένες προς το λεξιλόγιο της προσωπικής μου πολιτείας. Στην καρδιά μου αντηχεί η πεποίθηση ότι ο ιερέας πρέπει να είναι ο φτωχότερος από τους πιστούς και ο επίσκοπος ο φτωχότερος από τους ιερείς. Το πρώτο δεν θα το επιβάλω σε κανέναν. Το δεύτερο όμως, αποτελεί για μένα αδιαπραγμάτευτο όρο και απαράβατο στόχο ζωής. Δεν θα ήθελα να πληρώνομαι, αλλά μόνο να ξοδεύομαι, ούτε να ασφαλίζομαι στις επίγειες τράπεζες, αλλά στην Αγία Τράπεζα, ούτε να ξεκουράζομαι μακριά από τα βάσανα και τους αγώνες του ποιμνίου μου στις όμορφες γωνιές αυτού του κόσμου, αλλά να αναπαύομαι μέσα στη δροσιά της καμίνου των δοκιμασιών όλων μας.
Η ζωή μου επιθυμώ να μη θυμίζει σε μεγαλοπρέπεια την εις επίσκοπον χειροτονία μου, αλλά σε λιτότητα και αναζήτηση μυστικού βάθους τη μοναχική κουρά μου.
Παρά το ξεχείλισμα της ευγνωμοσύνης που νιώθω απέναντι όλων ημών, επιτρέψτε μου κατακλείοντας να μην ευχαριστήσω δια στόματος και φραστικής αναφοράς κανέναν. Δεν θα ήθελα να διακινδυνεύσω να μεταμορφώσω το μυστήριο της ιεροσυνοδικής αποφάσεως σε αποτέλεσμα επίγειων επιλογών και να μολύνω την απροσμέτρητη ιερότητα αυτών των στιγμών με υποψίες κοσμικής ευγένειας και αβροφροσύνης. Θα αποφύγω λοιπόν, κάθε αναφορά σε συγκεκριμένα πρόσωπα της έως τώρα ζωής μου, στον πιστό λαό που σε λίγο θα πάρει την ευθύνη να επικυρώσει την ιεροσυνοδική απόφαση, σε κάποιους που πίστεψαν στην εκλογή μου, στους γονείς, τα αδέλφια και συγγενείς μου, στους πνευματικούς πατέρες και γεροντάδες μου, στην προσφιλή πνευματική οικογένειά μου στο μετόχι της Αναλήψεως, ακόμη και σε Σας, Μακαριότατε, που κάτω από τόσο λεπτές και δύσκολες συνθήκες, διακινδυνεύετε την χειροτονία μου.
Θα αρκεστώ μόνο στην έκφραση της μυστικής ευγνωμοσύνης μου για τη σημερινή λειτουργική παρουσία σας, γιατί όλοι εσείς, επίσκοποι και κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, αναλαμβάνετε την ευθύνη να προσδιορίσετε το θέλημα του Θεού στη ζωή μου.
Και θα επικαλεστώ τη ευχή του μακαριστού Μητροπολίτου Δρυινουπόλεως Σεβαστιανού, από τα χέρια του οποίου έλαβα τη χάρη της ιεροσύνης και την έμπνευση της ασυμβίβαστης ομολογίας, της συνεπούς και πεντακάθαρης ζωής, και της ηρωικής μαρτυρίας, όπως και την ευχή του πολυσέβαστου και καλοκάγαθου ποιμενάρχου της Θεοσώστου αυτής επαρχίας Μητροπολίτου πρώην Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Αγαθονίκου, το παράδειγμα, η παρουσία, η ευγένεια και η ανωτερότητα του οποίου, αφ’ ενός μεν αποτελούν αταλάντευτο οδηγό στη δική μου πορεία, αφ’ ετέρου δε, με επιφορτίζουν με το βαρύτατο χρέος της απόδοσης ειλικρινούς τιμής και βαθιάς ευγνωμοσύνης.
Η ευγνωμοσύνη μου θα εκφραστεί μόνον στον Τριαδικό Θεό, που για μια ακόμη φορά μου δείχνει Αυτός την αντίθετη με το θέλημα και τις συνειδητές επιλογές μου πορεία και κατεύθυνσή μου. Αυτόν που οικονομεί να οδηγούμαι σε μια επισκοπική χειροτονία και που γίνεται κάτω από τέτοιους όρους, ώστε από την πρώτη στιγμή να αναδίδεται…………………………………. Στις προσευχές σας. Δεν θα ήθελα η χειροτονία μου να κλείσει με χειροκροτήματα. Θα προτιμούσα η νέα μου ζωή να ανοίξει με κραυγές και ικεσίες. Ζητώ τις πρεσβείες του προστάτου μου Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού, του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, του Αγίου Παντελεήμονος, του οσίου Αρσενίου του Καππαδόκου, λείψανα των οποίων φέρω επί του στήθους μου – του οσίου Σίμωνος του Μυροβλήτου και της Αγίας Μυροφόρου Μαγδαληνής.
Λίγες μέρες πριν εγκαταλείψω τα εγκόσμια είχα επισκεφτεί τον μακαριστό πατέρα Πορφύριο. Ύστερα από ένα αποκαλυπτικό ξεδίπλωμα του εαυτού μου, κατελήφθη από έντονη αγωνία, μεγάλη ανησυχία και για αρκετή ώρα κάθιδρος μου επαναλάμβανε πως θα πονέσω πολύ στη ζωή μου. Τον ρώτησα επίμονα να αποτρέψω τα σχέδιά μου. Ύστερα από λίγα λεπτά δακρυρόου σιωπής, η αγωνία του μετεστράφη σε γλυκύτητα και ελπίδα και τελικά με ασπάστηκε και μου έδωσε την ευχή του. Η προσδοκία του σταυρού απετέλεσε τον άξονα της ζωής μου. Αποφάσισα αφ’ ενός μεν να εμπιστευθώ απόλυτα στον Θεό την ευθύνη του μέλλοντός μου, αφ’ ετέρου δε να μην αρνούμαι ποτέ τον σταυρό μου. Αυτή τη στιγμή νομίζω αρχίζει η ανηφόρα μου. Με την πεποίθησή μου ότι η εκλογή μου δεν αποτελεί επιβράβευση, αλλά δοκιμασία, ότι την τιμή μπορώ να την αρνηθώ, όχι όμως και τον σταυρό μου, ότι η βούληση του θεού δεν εκφράζεται με τις επιλογές μου, αλλά φανερώνεται με τις αποφάσεις Σας,
Μακαριότατε, σεβασμιότατοι άγιοι αρχιερείς, αγαπητοί συμπρεσβύτεροι, προσφιλείς διάκονοι, πιστέ λαέ του Θεού, στην κρίση, τη βούληση και τη συνείδησή σας παραδίδω το μέλλον και τη ζωή μου.
«Εγώ δε ουκ απειθώ, ουδέ αντιλέγω» και ουδέ αντιλέγω σημαίνει ουδέ καν διερωτώμαι.
«Κύριε ποίησόν με οίον θέλεις και ως θέλεις. Καν θέλω καν μη θέλω».
«Αυτώ πρέπει πάσα τιμή, προσκύνησις, δόξα και κράτος εις τους αιώνας. Αμήν».