ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
και άλλα πνευματικά θέματα - απαντήσεις του Σεβασμιότατου Επισκόπου Βανάτου κ. ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΥ
Τις απαντήσεις αυτές έδωσε ο Σεβασμιότατος σε ερωτήσεις πού του απηύθυναν αδελφοί της Ιεράς Μονής μας κατά την επίσκεψη του σ' Αυτήν την 23η Νοεμβρίου 1986. Ο Σεβασμιότατος είναι, ως γνωστόν, πνευματικόν τέκνον του μακαριστού και αγίου αρχιμανδρίτου π. Ιουστίνου Πόποβιτς. ο Σεβασμιότατος είναι και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Βελιγραδίου
Ερώτησης: Σεβασμιότατε, παρακαλούμε να μας πείτε λόγους πνευματικής οικοδομής από τη πείρα σας. Τι πρέπει ως μοναχοί κυρίως να επιδιώξουμε;
Απάντησης: Την συντριβή της καρδίας- αυτό πού λέμε στον 50ο ψαλμό «πνεύμα συντετριμμένον και τεταπεινωμένον». Εάν δεν συντριβή ή καρδία, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αισθανθεί το μυστήριον της πραγματικής χαράς. Δεν το αισθάνεται όσο ή πίστης μένει εγκεφαλική, διανοητική γνώσις, ακόμη και γνώσις του Ευαγγελίου, της Δογματικής (των δογμάτων της Εκκλησίας), όσο ο σπόρος δεν έχει πέσει μέσα στην καρδιά, όσο δεν έχει ακόμη μαλακώσει ή καρδιά. Το μαλάκωμα της καρδιάς!
Το λέω εδώ, σε σας τους Αγιορείτες πού ζείτε καθημερινά αυτό το πράγμα, ενώ εμείς εκεί στον κόσμο λίγες φορές το αισθανόμαστε, όταν μας δίδει ο Θεός από τα ψίχουλα πού πέφτουν από το τραπέζι του Κυρίου.
Προχθές πού πέρασα από την πόλη Νύσσα, είχε μαζευθή μια ομάδα νέων ανθρώπων σε μια αίθουσα, την όποια τώρα τελευταία άνοιξε ένας φοιτητής μας της Θεολογικής Σχολής. Είναι ναυτικός αυτός και με τον αδελφό του άνοιξε αυτή την αίθουσα εκθέσεων και της έδωσε το όνομα SALVADOR DALI. Με πήρε τηλέφωνο να μου το ανακοίνωση. και του λέω:
«Ευλογημένε, που βρήκες αυτό το όνομα δεν βρήκες κανένα άλλο όνομα να δώσεις στην αίθουσα;».
Λέει: «Τι άλλο όνομα, τώρα το έγραψαν και οι εφημερίδες, το έδειξε και ή τηλεόραση».
Και λέω: «Δώσε ένα άλλο όνομα, εδώ έχουμε τέτοιους ζωγράφους! Στην Νύσσα, τη γενέτειρα του Μ. Κωνσταντίνου!... Δώσε «Άστραπάς».
«Ποιος είναι αυτός ;» μου λέει. Λέω: «Θα σου εξηγήσω άλλη φορά». και πραγματικά το έκανε «Αστραπάς». Λοιπόν τώρα, περνώντας από εκεί, με κάλεσε να ιδώ την έκθεση και έπ' ευκαιρία είχε μαζέψει μια συντροφιά φίλων, νέους, κοπέλες, κλπ.
Με πλησίασε ένας απ' αυτούς (καλλιτέχνης ήταν, δεν ξέρω). Μου έκανε εντύπωση ή προσοχή των νέων αυτών ανθρώπων. Ήταν όλοι τους άνθρωποι κοσμικοί. Με ρώτησε λοιπόν: «Τι είναι προσευχή; Εγώ, λέει, είμαι άθεος». και προσπαθούσα να του εξηγήσω. Θυμήθηκα εκείνες τις εμπειρίες, εκείνους τους άγιους ανθρώπους πού είδα εδώ στο Αγιον Όρος. Τι να του δίνω, διανοητικές ερμηνείες και ορισμούς; Γι' αυτόν είναι τελείως απρόσιτο αυτό και δεν τον ενδιαφέρει. Άλλα όταν του ανέφερα μερικά παραδείγματα, τον είδα να παρακολουθεί με πολλή προσοχή αυτά πού έλεγα. Γιατί αυτό πού έχω ιδεί, πού έχω ζήσει, πού υπάρχει σ' αυτόν εδώ τον χώρο, είναι πολύ σημαντικό. Είναι ή εμπειρία του μεταμορφωμένου άνθρωπου δια της μετανοίας και της συντριβής της καρδίας.
Και αυτό φανερώνει το παράδειγμα πού ανέφερα με τον Ρώσο ιερομόναχο πού δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα, επειδή πλήγωσε τον αδελφό του. Αυτό δείχνει ότι είχε Χριστό μέσα του. Οπωσδήποτε μ' αυτό έχει σβήσει πολλές αμαρτίες, όπως λέει και το Ευαγγέλιο: οποίος αγαπά πολύ, πολύ θα του συγχώρηση ο Κύριος. Άλλα στον κόσμο είναι δύσκολο να απόκτηση κανείς την συντριβή, πολύ δύσκολο! Ή καρδιά γίνεται πέτρα. Διότι ή ζάλη του κόσμου, αυτή ή εξωστρέφεια, σε τραβάει• πηγαίνεις-πηγαίνεις και δεν έχεις καιρό να καθίσεις να κοιτάξεις την καρδιά, να μπεις πιο μέσα.
Για αυτήν την έσω εργασία μου έλεγε μία ρωσίδα, δια Χριστόν σαλή, την όποια γνώρισα προ τριετίας στο Πέτρογκραντ, σ' ένα ρωσικό νεκροταφείο. Την βρήκα να μαζεύει κάτι χαρτιά παριστάνοντας την σαλή. Ήμουν μ' έναν Ιερομόναχο. Την χαιρέτησα, και αυτή από κάτω με κοιτούσε με τέτοια αγνότητα και καθαρότητα στα μάτια πού σπανίως έχω ιδεί. Με κοιτούσε-με κοιτούσε και μου είπε σε μια στιγμή: «Πιο βαθιά πάτερ, πιο βαθιά!... κατάλαβες; όχι γύρω, όχι γύρω. Όχι απ' έξω, πιο μέσα, πιο μέσα... κατάλαβες;» Λέω: «κατάλαβα». Λέει πάλι: «Στο βάθος πάτερ, ου ντουμπίνου μπάτουσκα...».
Υπάρχει εκεί ένα ψηφιδωτό πού παριστά τον Κύριο πάνω σ' ένα τάφο, πάει πολύς κόσμος να προσκύνηση και γίνονται θαύματα. Και έλεγε: «Τι χαρά πού μας δίνει ο Κύριος, όταν λάμψη ο ήλιος μέσα από τις ψηφίδες; πως λάμπει το πρόσωπο του Κυρίου!...»
Κι' έλαμπε το δικό της πρόσωπο!... Έχει έλθει ή καημένη από τη Σιβηρία. και της λέω: «πώς από τόσο μακριά;» Λέει: «Πάτερ εκεί στα μέρη μας δεν υπάρχει ναός και εγώ χωρίς ναό δεν μπορώ να ζήσω. Καταλαβαίνεις;
Έφυγα από εκεί, ζω εδώ, μαζεύω τα παλιά χαρτιά στα σκουπίδια και είμαι ευχαριστημένη. Δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο• έχω τον Κύριο». και όταν φεύγαμε: «Και να μη ξεχάσεις, μπάτουσκα, να μη ξεχάσεις• ο Κύριος είναι μεγάλη χαρά!... άκουσες; Μεγάλη χαρά ο Κύριος!».
Σ' αυτή τη γυναίκα έζησα τον λόγο του άγιου Σεραφείμ του Σάρωφ, αυτόν πού έλεγε στον καθένα: «χαρά μου». Ήταν ολοφάνερο ότι αυτή ή γυναίκα δεν έβγαινε από τον ναό και εκεί απόκτησε αυτό το πνεύμα, το αιώνιο πνεύμα της συντριβής, το οποίο ριζώθηκε μέσα της.
Και εδώ, το Άγιο Όρος παρέμεινε και είναι φυτώριο τέτοιων ψυχών, και αυτό είναι παρηγοριά για όλη την Εκκλησία και για όλη την οικουμένη. Βλέπετε τώρα τους νέους ανθρώπους πού έρχονται εδώ και βρίσκουν ανάπαυση; Χθες το βράδυ πέρασα από το κελί του π. Π. Ήλθε ένας νεαρός από τη Θεσσαλονίκη ταραγμένος και ρώτησε: «Θέλω τον π. Π.». Κι εκείνος του απάντησε όπως ξέρετε: «Τι τον θέλεις τον καημένο! Πάρε ένα λουκούμι και πήγαινε εκεί στη βρύση, έχει ωραία λιακάδα...». Επίτηδες. Σήμερα πάλι τον είδα στη Μονή Σταυρονικήτα και μου λέει: «Συγγνώμη, Σεβασμιότατε, πού σας διέκοψα χθες». Λέω: «Έκανες τη δουλειά σου;». Πετούσε από τη χαρά. Λέει: «Αυτό είναι πού ζητούσα. Έχω γεμίσει από την ειρήνη!». Τον αγκάλιασα και του λέω: «Μπράβο, παιδί μου! να μ' είχες διακόψει ακόμα δέκα φορές!».
Ήταν τόσο θλιμμένος όταν ήλθε. Και τον έβλεπα πόσο αγνώριστος ήταν σήμερα. Συνάντησε αυτό το πράγμα, βρήκε κάποια ζεστασιά, συνάντησε τον πραγματικό άνθρωπο, αυτή την ανοιχτή καρδιά, αυτή τη φιλανθρωπία του Χριστού, τα σπλάχνα οικτίρμων. Αυτό είναι πού ζητάει ο άνθρωπος ανέκαθεν, ιδιαίτερα σήμερα. Θέλει αυτά τα σπλάχνα οικτίρμων. Βέβαια λιγόστεψαν οι τέτοιοι άνθρωποι στον κόσμο, ποτέ όμως δεν υπήρχαν πολλοί. Ανέκαθεν αποτελούν το μικρόν ποίμνιο, χωρίς αυτούς όμως ο κόσμος δεν θα μπορούσε να ζήση.
Κάποια εβραϊκή παράδοση λέει πως ο κόσμος κρατιέται πάνω στους 35 δικαίους. Όσο υπάρχουν 35 δίκαιοι άνθρωποι στον κόσμο, ο κόσμος θα έχει ακόμη ζωή. Όταν λείψουν, τότε ερχόμαστε στα έσχατα. και οπωσδήποτε υπάρχουν μέχρι σήμερα τουλάχιστον τόσον εγώ πιστεύω ότι υπάρχουν και περισσότεροι πού έχουν αυτή την θεία φιλανθρωπία, ή όποια γεννάται από συντετριμμένη και τεταπεινωμένην καρδία.
Ερώτησης: Σεβασμιότατε, θέλετε να μας ειπείτε κάτι και για τον μακαριστό Γέροντα σας, τον π. Ιουστίνο;
Απάντησης: Ναι, ευχαρίστως.
Μια φορά καθόμασταν και έλεγα στον π. Ιουστίνο για το Αγιον Όρος, ό,τι είχα ίδή και ζήση εδώ. Του έλεγα- του έλεγα και έβλεπα ποτάμια δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του. Και έλεγε: «Έ, Ιουστίνε! πως πέρασε ή ζωή σου; Τι έκανες έως τώρα στην ζωή σου; Αυτά είναι, αυτά είναι... Δε μου λες, πάτερ, έχω μια ελπίδα. Ελπίζω στις προσευχές αυτών των ανθρώπων, ότι κι εγώ θα ιδώ κάποια γωνιά εκεί, υπό την σκέπην του Κυρίου. Ότι αυτοί, ότι αυτοί θα με βοηθήσουν». Σαν μικρό παιδί τα έλεγε.
Μια εβδομάδα προτού να κοιμηθεί ο Γέροντας, όταν πια είχε καταπέσει, μας ειδοποίησαν από το Μοναστήρι ότι είναι σε δύσκολη κατάσταση και τρέξαμε. Ήμασταν ο π. Ν. Ι., Διδάκτωρ της Σχολής μας και νυν καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, και εγώ. Μου λέει ο π. Ν.Ι.:
«Δεν έχομε βενζίνη και δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε να πάμε». Του λέω: «Πήγαινε και οι άγιοι Αρχάγγελοι θα μας φέρουν». και πραγματικά φθάσαμε ίσα-ίσα στο Μοναστήρι• δέκα μέτρα δεν θα μπο
ρούσε να προχώρηση το αυτοκίνητο είχε πραγματικά σωθεί ή βενζίνη. Μπήκαμε τρέχοντας στο κελί. Είχαν μαζευτεί οι αδελφές, ήταν και ο π. Αθανάσιος.
Όταν μπήκα στο δωμάτιο, περίμενα να τον δω ψυχορραγούντα, άλλ' αυτός είχε ανασηκωθεί και έλαμπε από μέσα του μια τέτοια αγαλλίαση, μια τέτοια χαρά, πού έλεγες ότι όλοι εμείς γύρω είμαστε άρρωστοι και εκείνος ο μόνος υγιής. Έλαμπαν τα μάτια του, τόσο χάρηκε πού ήλθαμε! Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα Τι σημαίνει όντως «άγιος άνθρωπος», για τον οποίον ο θάνατος είναι πραγματική μετάβασης, όχι στο σκότος, αλλά στη ζωή και στο φως. Σαν και εκείνα πού διαβάζει κανείς στους βίους των αγίων. Έλεγε μάλιστα ότι είναι καλό για τον χριστιανό, προτού φύγει από τον κόσμο, να κακοπάθει πολύ καλό αυτό, πολύ καλό.
Έμεινα κοντά του όλη την εβδομάδα μετά από αυτήν την επιδείνωση της καταστάσεως του. Τίς ήμερες εκείνες περίμενε να έλθει ο π. Θεόφιλος από τη Μονή Καόνα, στον οποίο εξομολογείτο τελευταία. Προηγουμένως εξομολογείτο σ' έναν Ρώσο έγγαμο ιερέα του Βελιγραδίου, τον π. Νεκτάριο, έναν πολύ άγιο άνθρωπο πού άφησε όνομα στο Βελιγράδι. Έβλεπα λοιπόν τον π. Ιουστίνο, τον έβλεπα με πόση χαρά περίμενε να έλθη ο έξομολόγος, σαν παιδάκι: «Δες, μήπως έρχεται ο π. Θεόφιλος να εξομολογηθώ». Μου έκανε τεράστια εντύπωση. Το περίμενε σαν κάτι πολύ σημαντικό στη ζωή του.
Ακριβώς αυτό το πνεύμα, αυτή τη συντριβή, αυτή την ταπείνωση πού προέρχεται από τη συντριβή, αυτό το μαλάκωμα της ψυχής, δια του οποίου αποκτάται ή διαύγεια και τα δάκρυα της μετανοίας, αυτή την ειρήνη της ψυχής πού δεν προέρχεται από τον αιώνα τούτον αυτό έβλεπα στον π. Ιουστίνο.
Ερώτησης: Μας είπατε, Σεβασμιότατε, ότι ή φάσης της χριστιανικής ζωής είναι αυτό το πνεύμα της μετανοίας και της συντετριμμένης καρδίας. Πέστε μας, παρακαλούμε, πως μπορούμε να έχουμε διαρκή την αίσθηση αυτή και την αναζήτηση αυτού του πνεύματος. Διότι δεν υπάρχει μόνον στον κόσμο ή δυσκολία, αλλά και εδώ σε μας ζει ο «παλαιός άνθρωπος», μας παγώνει πολλές φορές τον πόθο και τον ζήλο. Έρχεται ή ακηδία, έρχονται στιγμές πού δεν έχομε τον ζήλο τον πνευματικό και ή καρδιά μας πετρώνει και δεν αναζητεί τον Θεό. Αν θέλετε πέστε μας, να μας βοηθήσετε σ' αυτό.
Απάντησης: Εκεί στο Τυπικαριό, στις Καρυές, είναι ένα Γεροντάκι Σέρβος, ο π. Ιωακείμ. Πολύ ενάρετος, ψυχούλα! Μια φορά είχα ανεβεί από την Καψάλα σ' αυτόν. Αυτός έσκαβε. Τον χαιρέτησα, με χαιρέτησε, καθίσαμε. ' Του λέω: «Γέροντα, καμιά φορά έρχονται ώρες πνευματικής οκνηρίας, ακηδίας κλπ. πως θα τα πολεμήση κανείς αυτά;». Με κοίταξε καλά-καλά και μου είπε: «Να αγωνιστείς, να αγωνιστείς! Κι' εμένα, ξέρεις, μου ερχόταν αυτό. Άλλα εγώ, ξέρεις, ... πολεμούσα. Να μην άφήσης. Δώσ' του εγώ! Ή άκηδία εμένα κι εγώ την άκηδία. Δώσ' του στο κεφάλι. Να μην άφήσης... θέλει ξυλοδαρμό».
Ερώτησης: Με ποιόν τρόπο;
Απάντησης: Αυτό θέλω εγώ από σας να το μάθω.
Ερώτησης: Σεβασμιότατε έχομε ένα πρόβλημα, ιδίως το καλοκαίρι. Έρχεται πολύ κόσμος στο Μοναστήρι και είμαστε υποχρεωμένοι να αφιερώνομε πολλές ώρες στη φιλοξενία. Φυσικά δεν μένει χρόνος για τη δική μας πνευματική εργασία και νίψη. Βέβαια δεν επιδιώκουμε να έρχεται κόσμος εδώ, αλλά εφ' όσον έρχονται, λέμε ότι ή Παναγία τους στέλνει, άρα δεν έχομε το δικαίωμα να τους διώξουμε, μάλιστα σε τέτοια εποχή πού υπάρχει τόση πνευματική κρίση. Εσείς Τι μας συμβουλεύετε να κάνουμε;
Απάντησης: Το ίδιο πρόβλημα έχω κι εγώ, ίσως και χειρότερα, στην Μητρόπολη μου. Δεν λύνεται το πρόβλημα με συνταγές. Πάντως δεν υπάρχει άλλη λύση, αν δεν το πάρη κανείς ως τον σταυρό του. Πραγματικά, καμία φορά κουράζομαι από τη πολλή εργασία, οπότε ακούω κάποιον να χτυπάει, ζητάει να τον δεχθώ. Λέω μέσα μου: «Τώρα μου ήρθες;». Άλλα έπειτα λέω μέσα μου: «Τι όφελος έχεις να νευριάζεις; Κι εσύ βλάπτεσαι, σωματικά και πνευματικά, και θα βλάψεις και αυτόν. Πάρε το απόφαση και κάνε μια προσευχούλα να τον δεχθείς με χαρά και υπομονή». Κι' όταν κάνω έτσι, να ξέρετε, φεύγει ή κούραση. Δεν ξέρω αν έγινα αντιληπτός.
Πραγματικά σας λέω• έτσι είναι, αλλιώς δεν γίνεται, τον έστειλε ο Κύριος. Κι έπειτα ξεχνάω τον νευριασμό κι όλα αυτά. Βέβαια, σπανίως το κατορθώνω, αλλά δεν γίνεται αλλιώς, δεν μπορείς να τον δίωξης. Πρέπει να τον οικονομήσεις. Κι' αφού πρέπει να το κάνης, τότε κάνε το με την καρδιά σου και με την αγάπη, όσο μπορείς!
Αυτό έχω καταλάβει από τον νεαρό πού πήγε στον π. Π και τον άκουγε εννέα ώρες. Απλώς πού τον άκουσε, άκουσε τον πόνο του και του έδειξε λίγη αγάπη και κατανόηση, αυτό ήταν το φάρμακο. Γιατί σήμερα, στον κόσμο πού ζούμε, δεν έχουμε καιρό ο ένας για τον άλλο. Όλοι νοιώθουμε την ανάγκη του άλλου, αλλά όλα τα θεωρούμε σπουδαιότερα από τον αδελφό μας• τα πράγματα και τα αυτοκίνητα και τις εργασίες μας. Σπάνιοι είναι οι άνθρωποι πού μπορούν να καθίσουν να ακούσουν τον άλλον!
Και να σας πω αυτό πού έμαθα από τον πατέρα μου, ένα απλό χωρικό.
Όταν περνούσε κάποιος από εκεί πού εργαζόταν στον κάμπο, στο αμπέλι, κλπ., έστω μικρό παιδί, αυτός άφηνε τη δουλειά του, όσο κι αν ήταν σπουδαία και επείγουσα, πήγαινε να τον χαιρετήσει -αν ήταν μεγαλύτερος- να τον κεράσι, να καθίσει μαζί του. Και έλεγε ή μητέρα μου: «Ευλογημένε, τίποτα δεν θα κάνης έτσι• Τι πράγματα είναι αυτά;». Αυτός όμως κατόρθωνε να τελειώνει όλες τις δουλειές και ταυτόχρονους να τον αγαπούν όλοι. Τον αγαπούσαν και παιδιά από οικογένειες κομμουνιστικές. Δεν πήγαιναν άλλου, έρχονταν στον πατέρα μου, γιατί καταλάβαιναν ότι αυτός τα δέχεται με αγάπη, ότι δεν τα αισθάνεται ως βάρος.
Είχε καιρό να αφιέρωση για τους άλλους. Του άρεσε να συζητάει για τον Ντοστογιέβσκι. Πήγε στο Γυμνάσιο προπολεμικά, Έπειτα παντρεύτηκε. Ήταν μοναχοπαίδι. ο πατέρας του τον παρεκάλεσε να μείνει στο χωριό. Διάβαζε πολλά, πάντοτε όμως την Αγία Γραφή. και είχε να πει παρά πολλά πράγματα. Μου είχε κάνει εντύπωση αυτό!
Όταν γύρισα από το εξωτερικό στο χωριό μου, πήγα να επισκεφθώ έναν γείτονα. Τον βρήκα, μάζευε σανό και τον έβαζε σε μια καμάρα. Δεν τον είχα ιδεί δεκαπέντε χρόνια. Είχα μεγαλώσει εκεί, μαζί με τα παιδιά του. Τον χαιρέτησα
Α! ήλθες, εδώ είσαι; μου είπε. Μόνον αυτό.
Δεν έδειξε ενδιαφέρον, ούτε κουνήθηκε από τη θέση του. Και μου κακοφάνηκε αυτό. Τότε κατάλαβα γιατί τα παιδιά του έχουν τόσο εγωισμό πάνω τους. Διότι πήραν από τον πατέρα τους. Ήταν πολύ εργατικός αυτός, αλλά το «εν, ου εστί χρεία» δεν το είχε μέσα του. Δεν με νοιάζει έμενα προσωπικά, αλλά μου κακοφάνηκε αυτή ή στάσης έναντι των ανθρώπων.
Ήταν πιο σπουδαίο το έργο του από το πρόσωπο του γείτονας, του παιδιού του πού πέρασε από εκεί;
Θυμήθηκα ότι ο πατέρας μου, όπου να ήταν, θα κατέβαινε να χαιρετήσει.
Ερώτησης: Ό πατέρας σας ήταν της Εκκλησίας άνθρωπος;
Απάντησης: Ναι, ήταν της Εκκλησίας άνθρωπος, και μάλιστα σε μια εποχή πολύ δύσκολη. Μεταπολεμικά ζήτησαν απ' αυτόν να γίνει δάσκαλος, επειδή είχε σχεδόν τελειώσει Λύκειο. Έκαναν σεμινάρια δύο μήνες και γίνονταν δάσκαλοι. Και απ' αυτούς ήταν πιο διαβασμένος. Άλλα αυτός δεν ήθελε να γίνει, λέγοντας: «Ξέρετε, δεν θέλω να αναλάβω, γιατί θα αναγκασθώ να διδάσκω αθεΐα, και δεν μπορώ».
Του ζήτησαν να εργασθεί και στο Δημαρχείο. Δεν είχαν γραμματέα. Αρνήθηκε: «Όχι, είπε, έχω τα κτήματα μου, τα παιδιά μου, δεν θέλω».
Ένας από τους κομμουνιστές, όταν πέθανε ο πατέρας μου, έλεγε: «Δεν μπορούσα να καταλάβω τον Τσίρο -έτσι έλεγαν τον πατέρα μου-. Αυτός ήταν πιο διαβασμένος και πιο ικανός από όλους μας. Εμείς πήγαμε εκεί πέρα και αυτός αρνήθηκε να έρθει. Καλός άνθρωπος ήταν, αλλά αυτό το πράγμα δεν μπορούσα να το καταλάβω».
Εγώ έλεγα: «Εσείς είχατε άλλα σχέδια».
Τότε πού δεν τολμούσε κανείς να πάει στην Εκκλησία (στο μοναστήρι Μόρατσα είναι ο ναός) ο πατέρας μου έπαιρνε εμάς τα παιδιά την α' εβδομάδα της Σαρακοστής για να κοινωνήσουμε. Το έκαμνε τακτικά αυτό.
Μία φορά καθόμασταν. Είχαν μαζευτεί όλα τα αδέλφια μου, εκτός από τον μικρότερο. Είχαμε εργασθεί όλη την ήμερα και το βραδάκι καθόμασταν και συζητούσαμε. Είχε γίνει λόγος περί της πίστεως, της ομολογίας- αν πρέπει να αποφύγομε την ομολογία, για να μην εκθέσομε τον εαυτόν μας. ο μακαρίτης ο αδελφός μου, ο μεγαλύτερος, έλεγε ότι δεν πρέπει βέβαια να εξωτερικεύομε την πίστη μας.
Μπορεί να την κρατάει
κανείς μέσα του. Εγώ έλεγα το αντίθετο, ότι πρέπει αυτό πού πιστεύεις, να το ομόλογης. Ήμουν τότε στο 4ο έτος της Ιερατικής Σχολής. και οι άλλοι αδελφοί μου είπαν τη γνώμη τους. ο πατέρας μου άκουγε τη συζήτηση, και σε μια στιγμή λέει: «Ακουστέ παιδιά! Έχω εσάς, επτά γιους• και είμαι έτοιμος να χύσω την τελευταία σταγόνα του αίματος μου για σας. Όμως να θυμάστε αυτό πού σας λέω: Εάν ερχόταν κάποιος να μου ειπεί: «Διάλεξε, ή θα σου σκοτώσουμε τους επτά γιους ή θα αρνηθείς τον Χριστό», εγώ θα έλεγα - και έκλαιγε ο καημένος-: «Ό Θεός τα έδωσε, ο Θεός τα πήρε... Δεν είναι δικά μου, του Θεού είναι. Σκοτώστε τα παιδιά. Τον Χριστό δεν τον αρνούμαι».
Έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Μου έχει μείνει αυτό το πράγμα. Με τέτοια ζέσι! Και το απέδειξε. Ήταν καμάρι του πού είχα γίνει Ιερεύς.
Μια άλλη φορά, όταν τελείωνα την Ιερατική Σχολή, συζητούσαμε. «Τι θα γίνεις;» μου έλεγε. Είπα: «Ξέρω κι εγώ Τι θα γίνω και πως θα γίνω; Δύσκολα εδώ στο Μαυροβούνι». Λέει: «Γιατί δεν γίνεσαι μοναχός;».
Λέω: «Εσύ έχεις ένα σωρό παιδιά γύρω σου, κι εμένα βρήκες;».
— Α! ναι, λέει. Αν χρειάζεται, αν πρέπει να θυσιάσεις τον εαυτό σου για τον Χριστό, δεν γίνεται αλλιώς.
Εγώ, όσο ήμουν στο εξωτερικό, δεν του είχα γράψει.
Και όταν έγινα μοναχός, εφάρμοσα το καλογερικό• να μην έχω σχέσεις με τους συγγενείς. Δεν υπολόγιζα τον καημένο τον πατέρα μου, ο οποίος είχε άλλη νοοτροπία. Όταν γύρισα, κατάλαβα πόση χαρά είχε πού έγινα μοναχός! Κάποιος του είχε στείλει, εν άγνοια μου, φωτογραφίες από την χειροτονία. Είχε πάρει τη φωτογραφία, μου έλεγαν, τη φιλούσε, και έκλαιγε. Τόση χαρά έκανε!
Περνούσαμε από ένα λιβάδι μαζί και μου έλεγε: «Έλα, απ' εδώ πάμε. Που ξέρεις από πότε έχει να πέραση πόδι ιερέως. Να τα ευλόγησης». Με πολλή σοβαρότητα το έλεγε αυτό και με καμάρι. Με αγαπούσε περισσότερο απ' όλα τα άλλα παιδιά. Ήθελε και οι άλλοι αδελφοί μου να πάνε στην Ιερατική Σχολή, αυτοί όμως δεν τον υπάκουσαν.
Ερώτησης: Τον π. Ιουστίνο πως τον γνωρίσατε;
Απάντησης: Το π. Ιουστίνο τον γνώρισα στο Βελιγράδι το 1958. Ήμουν πρωτοετής φοιτητής. Εκεί είχε πεθάνει μία γνωστή του κυρία, ευσεβής, ή όποια αγαπούσε τους μοναχούς. Το σπίτι της είχε γίνει μετόχι των Μονών στο Βελιγράδι.
Είχε πάει στην κηδεία της κυρίας αυτής. Εγώ είχα ακούσει ότι υπάρχει κάποιος π. Ιουστίνος, είχα διαβάσει μικροπράγματα δικά του και πήγαμε να τον δούμε. Θυμάμαι, σαν όραμα το βλέπω: ολόλευκος και με το μακρυμάνικο ράσο. Πρώτη φορά έβλεπα, διότι οι άλλοι παπάδες δεν φορούσαν. Ομίλησε στην κηδεία. Ήσαν 3-4 αρχιερείς και παπάδες. Λοιπόν ομίλησε και έκλαιγε. Δύο πηγές τα μάτια του. Ολόλευκος όπως ήταν. και έλεγε στην αδελφή Λιούμπιτσα:
«Εσύ τώρα πού πας στην άνω Σερβία, να χαιρετήσεις εκεί όλους τους αδικοχαμένους αδελφούς μας».
Όταν τελείωσε ή ομιλία και έφυγαν οι αρχιερείς και οι παπάδες, εγώ τον χαιρέτησα. Μου έκανε εντύπωση. Γιατί τότε, το να πεις τέτοια πράγματα, ήταν πολύ τολμηρό.
Τότε τον πρωτογνώρισα και έτσι μου έμεινε: Μια προφητική μορφή.
Ζωντάνια πού είχε! Πολύ ζωντανός.
Δεν φοβόταν ο π. Ιουστίνος. Ένας πρώην μαθητής του πού είχε γίνει παπάς και μεταπολεμικά έγινε... Υπουργός των Εσωτερικών, τον οποίον δεν τόλμησαν να καθαιρέσουν σε εκείνη την τρομακτική εποχή πού έσφαξαν κεφάλια, είχε απομακρυνθεί από την εκκλησία, αλλά εκτιμούσε πολύ τον π. Ιουστίνο. Τον κάλεσε λοιπόν καί
του ζήτησε συνεργασία:
Ξέρουμε την άξια σας κλπ. Θέλετε να συνεργαστείτε μαζί μας;
Με σας τους άθεους; Ποτέ! Μπορείτε να με κόψετε σε δισεκατομμύρια κομμάτια. Εγώ τον Χριστόν μου θα τον έχω, απήντησε ο π. Ιουστίνος.
Καλά, καλά, είπε ο Υπουργός.
Είχε πράγματι ένα πνεύμα ομολογίας μέσα του, πνεύμα παρρησίας ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων.
Ερώτησης: Επειδή ζήσατε αρκετά στην Ελλάδα και γνωρίσατε τον απλό λαό και την απλή ευσέβεια του, θα θέλατε να μας ειπείτε πως είδατε να βιώνεται ή Ορθοδοξία μέσα στο λαό μας τον ορθόδοξο, Σερβικό και Ελληνικό;
Απάντησης: Θα απαντήσω μ' ένα παράδειγμα. Προσφάτως είχα πάει στην Κύπρο. Μου είχε κάνει εντύπωση το ήθος πού διατηρούν οι Κύπριοι μέχρι σήμερα. Εδώ στην Ελλάδα, στα ευρέα λαϊκά στρώματα, έχει χαθεί νομίζω το πανάρχαιο αυτό ήθος. Ίσως να το συναντάς στα νησιά. Είναι ένα ήθος ζυμωμένο με το λαό, πού το συναντάς σε κάποιες γυναικούλες, γριούλες, σε λαϊκούς και σε κληρικούς ακόμη, όπως είναι ο π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης, τέτοιοι.
Αυτό πού είδα στην Κύπρο μου έκανε τεράστια εντύπωση. Ρώτησα μια γριούλα: «Πότε ήρθες από το χωριό;». Λέει: «Από που είσαι, πάτερ;». Λέω: «Από τη Σερβία». Λέει: «Εγώ είμαι από το τάδε χωριό».
Έτσι όπως ήταν, φαινόταν και στο φέρσιμο και στην ενδυμασία και στην έκφραση του προσώπου και στη συμπεριφορά. Και κατάλαβα πως ή Εκκλησία είναι πραγματικά ένα εργαστήριο, ένα χωνευτήρι, πού κτίζει, πού δημιουργεί, πού ζυμώνει με την αυτή ζύμη τους λαούς ανεξαρτήτως της περιοχής και γλώσσης και των εθνικών ιδιομορφιών, κλπ.). Ή Εκκλησία αφήνει μια σφραγίδα στον άνθρωπο, χωρίς να το καταλαβαίνει ότι είναι ορθόδοξος.
Μου έλεγαν για κάποιον καλλιτέχνη μας πού είναι τελείως εκκοσμικευμένος και δεν έχει καμία σχέση με την εκκλησία, τι είχε κάποια έκθεση ζωγραφικής στη Σουηδία. Κάποιος από τους εκεί καλλιτέχνες τον ρωτούσε: «Εσείς πως έχετε την Βυζαντινή υφή μέσα στα έργα σας;».
— Δεν έχω καμία σχέση με την Βυζαντινή τέχνη, λέει.
Δεν ασχολήθηκα ποτέ!
— Από που είσαι; ρώτησε.
— Από τη Σερβία
— Σε ποια θρησκεία ανήκεις;
— Δεν ανήκω σε καμία θρησκεία.
— Καλά εσύ. ο πατέρας σου όμως;
— Είναι ορθόδοξος Σέρβος.
Μολονότι ήταν εκκοσμικευμένος, ο καλλιτέχνης διατηρούσε μέσα στο υποσυνείδητο του ότι είχε πάρει το μάτι του περνώντας από τα μοναστήρια. Και αυτό τον σημάδεψε.
Το ίδιο παρατήρησα και στη Μολδαβία πού δεν υπέστη δυτική επίδραση από τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Ουνίτες, όπως ή Τρανσυλβανία.
Το ίδιο και στο Μαυροβούνι. Σάς λέω: γυναίκες στην Κύπρο είναι σαν να τις έχεις μεταφυτέψει από το Μαυροβούνι. Είναι ένα πράγμα μυστήριο. Το Μυστήριο της Εκκλησίας και του έργου της μέσα στους λαούς.
Το ίδιο είδα και στην Ελλάδα, εκεί πού ήμουν εφημέριος. Αυτές οι γριούλες του χωρίου μου έμαθαν πολλά πράγματα. Θυμάμαι μια γριούλα από τα Σπάτα. Είχα πάει να την εξομολογήσω και να την κοινωνήσω. Ήταν άρρωστη ή καημένη! Έκανε πολλή χαρά πού πήγα. Μου έλεγε: «Πάτερ, πολύ σ' ευχαριστώ πού μου έφερες την Θεία Κοινωνία. Ξέρεις, τα Μυστήρια είναι ή προίκα της Εκκλησίας». Άκου! Και την ίδια σχεδόν έκφραση βρήκα στον Νικόλαο Καβάσιλα.
Θα σας ειπώ ένα άλλο γεγονός πού φανερώνει την πηγαία πίστη του λαού. Ήμουν στο 4ο ή 5ο έτος της Ιερατικής Σχολής. Είχα πολλές δυσκολίες και περνούσα μια σοβαρή κρίση. Την εποχή αυτή είχα πάει να επισκεφθώ την αδελφή μου, πού είναι παντρεμένη σε ένα άλλο χωριό. Ήταν μακριά και είχα πάει με το άλογο. Επιστρέφοντας συναντώ έναν χωρικό από την Άνω Μόρατσα και τον χαιρετώ με τον χαιρετισμό: «Ό Θεός βοηθός». Λαϊκός χαιρετισμός στη Σερβία, στον οποίο άπαντα ο λαός: «ο Θεός και σένα να βοηθήσει». Του έκανε εντύπωση ο χαιρετισμός μου. Νέος άνθρωπος να χαιρετά έτσι! Μου απάντησε: «ό Θεός να σε βοηθήσει» και με ρώτησε: «Δε μου λες, από που είσαι;».
— Είμαι από την Κάτω Μόρατσα, είπα.
— Που πήγες;
— Έχω εδώ την αδελφή μου παντρεμένη και πήγα να την ιδώ.
— πως λέγεται ο πατέρας σου; μου λέει.
— Είναι ο Τσίρο.
— Δε μου λες, σε παρακαλώ, λέει, τι έγινε μ' εκείνο το παιδί πού είχε πάει να γίνει παπάς;
— Καλά είναι, λέω. Εδώ είναι τώρα και σας μιλάει. Δεν θα το ξεχάσω εκείνο το πράγμα. Σταμάτησε ο άνθρωπος, τον έπιασαν τα κλάματα.
Λέει:
— Παιδί μου, ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού πού με αξίωσε να σε ιδώ σήμερα. Ας είναι ευλογημένος και ο πατέρας σου πού σ' έστειλε να πάρεις αυτό το δρόμο. Για μένα, πίστεψε με, είναι ή μεγαλύτερη μέρα της ζωής μου, πού σε είδα σήμερα.
Κι' άρχισε κι έκλαιγε ο άνθρωπος.
Τις ημέρες εκείνες είχα μια κρίση, ένοιωθα μια τρομακτική πίεση. Είχα μια αναστάτωση. Νόμιζα ότι όλοι ήσαν εναντίον μου, ότι όλοι με υποβλέπουν. Άλλα αυτή ή σκηνή μοβ έχει μείνει. Να βρεις έναν άνθρωπο με τέτοια πίστη! Ε
γώ προχώρησα κι αυτός συνέχισε να εύλογη Λέει ή Γραφή: «Τέτοια πίστη δεν βρήκα ούτε στον Ισραήλ». Αυτό δείχνει μια άλλη περίπτωση πού συνέβη όταν πήγα στο 40ήμερο μνημόσυνο του πατέρα μου (πέθανε το 1977). Περνώντας από το δρόμο συνάντησα μια χωρική 50-55 ετών. Ήταν ερημιά και της είπα:
— ο Θεός μαζί σας.
— Καλημέρα, μου άπαντα.
— Τι κάνεις; της λέω.
— Καλά, λέει. Εσύ είσαι του Τσίρου ο γιος;
— Ναι!
— Με γνωρίζεις εμένα; Είμαι του τάδε αδελφή πού είσαστε κουμπάροι. και συμπληρώνει: Πότε θα έλθεις εδώ
σ' εμάς;
— Τι να κάνω εγώ εδώ, λέω. Τον Θεό δεν τον πιστεύετε, τον παπά δεν τον σέβεστε. Εγώ χωρίς Θεό δεν μπορώ
να ζήσω.
— Όχι κι έτσι!
— πως δεν είναι έτσι!
— Δεν είναι έτσι.
Κοίταξε λίγο γύρο, να δει ότι δεν είναι κανείς και λέει:
— Να ξέρης, προσεύχομαι εγώ στο Θεό, αλλά εγώ ξέρω που και πότε θα προσευχηθώ. Δεν θέλω μπροστά σ' αυτά τα σκυλιά, να κοροϊδεύουν τον Θεό κι' εμένα. Αλλά ξέρεις, χωρίς το Θεό, χωρίς την πίστη στο Θεό, δεν θα υπήρχα σήμερα και δεν θα μιλούσα μαζί σου.
Και πιστέψατε: Ή γυναίκα αυτή δεν έχει πατήσει στην εκκλησία από το 1945, αλλά την έχει κρύψει μέσα της. Μαυροφορούσε. Ήταν σαν καλόγρια. Αυτή ή πίστης κρυμμένη μέσα της.
Αυτό δεν αποδεικνύει ότι ζει Κύριος ο Θεός; Ή ζωντανή πίστης. Αυτή δεν μπορεί να σβήσει από την ψυχή του λαού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΌΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΕΤΟΣ 1988. ΑΡΙΘΜΟΣ 13. ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.
pigizois.net
Για την συντριβή της καρδίας
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
Για την συντριβή της καρδίας
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Η αυτομεμψία όταν τοποθετηθεί σαν νοερό βάρος πάνω στο λογιστικό μέρος της ψυχής και πολυκαιρίσει, συντρίβει τότε και τα πάθη και γεμίζει την καρδιά από αξιομακάριστη χαρά, αφού την ελευθερώσει από το φοβερό βάρος τους. Γιʼ αυτό είναι μακάριοι όσοι πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν.
Άγ. Γρηγόριος Παλαμάς. Προς μοναχή Ξένη. Φικοκαλία Δʼ. Σελ. 265. Εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας.
Αν όμως πραγματικά εξευτελίζεις τον εαυτό σου, τότε ο Θεός επιτρέπει σε όλα τα κτίσματά του να σε επαινέσουν.
Αββάς Ισαάκ: Ευεργετινός, Αʼ σελ 32.
Οι αρετές της ησυχίας είναι τρεις, και πρέπει να τις τηρούμε με ακρίβεια και να εξετάζομε κάθε στιγμή αν βαδίζουμε διαρκώς στη γραμμή τους, μην τυχόν παρασυρόμαστε από την λησμοσύνη και βαδίζομε έξω απʼ αυτές. Και είναι οι εξής: η εγκράτεια, η σιωπή, και η αυτομεμψία, δηλαδή η ταπείνωση. Είναι περιεκτικές αρετές και υποστηρίζουν η μία την άλλη, κι από αυτές γεννιέται η προσευχή και ολοένα αυξάνει.
Αγ. Γρηγόριος ο Σιναϊτης. Φιλοκαλία, Δʼ, σελ. 238.
Η πραγματική ταπείνωση ούτε ταπεινολογία έχει, ούτε ταπεινοσχημία, ούτε βιάζει τον κάτοχό της να φρονεί ταπεινά ή να μέμφεται τον εαυτό του για να δείξει ταπείνωση. Κι αυτά βέβαια, σαν διάφοροι τρόποι, είναι αφορμές και σχήματα ταπεινώσεως, εν τούτοις η ταπείνωση είναι χάρη και δωρεά που δίνεται άνωθεν. Όπως λένε οι Πατέρες, υπάρχουν δύο ειδών ταπεινώσεις: να θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο όλων και να αποδίδει στο θεό τα κατορθώματα. Το πρώτο είναι η αρχή, το δεύτερο το τέλος. Όποιος την επιζητεί, θα την αποκτήσει αν έχει μέσα του με γνώση και συλλογίζεται τα εξής τρία ότι είναι ο πιο αμαρτωλός απʼ όλους, πιο αισχρός απʼ όλα τα κτίσματα, επειδή βρίσκεται στο πάρα φύση, και πιο ελεεινός κι από τους δαίμονες, αφού έγινε δούλος σʼ αυτούς.
Αγ. Γρηγόριος Σιναϊτης. Φιλοκαλία, σελ. 1999.
“Ο άνθρωπος με αυτομίσος”
Όταν η μεγάλη Αγάπη του Χριστού αγγίξει την καρδιά και το νου, τότε στη φλόγα αυτής της αγίας Αγάπης το πνεύμα μας αγκαλιάζει ολόκληρη την πλάση με Αγάπη μεγάλης ευσπλαχνίας, και η αίσθηση της μετάβασης στην Θεία αιωνιότητα αποκτά ακατανίκητη δύναμη. Αυτό το γεγονός είναι το πιο μεγαλειώδες από όλα τα γεγονότα στην ιστορία του έκπτωτου κόσμου: Ο Θεός ενώνεται με τον άνθρωπο και γίνονται ένα.
Συγχωρέστε με, αλλά δεν έχω την ικανότητα να εκφράσω με λόγια την «πληρότητα ζωής», που μας χαρίστηκε στο πρόσωπο του Χριστού. Δεν βλέπω, πως είναι δυνατόν να προσεγγίσω εκείνο, που θα μπορούσε να εκφράσει - παρά το ότι είναι τόσο παράδοξο - το θαυμαστό βάθος της ζωής που γεμίζει την καρδιά.
Ιδού, μισώ τον εαυτό μου γι αυτό που είμαι. Από αυτό το αυτομίσος η προσευχή γίνεται κατά κάποιο τρόπο παράφρων, καταβροχθίζει τα πάντα και με αποσπά από κάθε τι κτιστό. Μεταφέρει το πνεύμα μου σε φωτοφόρο απειρότητα, σε απερίγραπτη άβυσσο. Εκεί, ξεχνώ την πίκρα του τυραννικού αυτομίσους: Τα πάντα μεταβάλλονται σε αγάπη Θεού μέσα στην ολοκληρωτική απελευθέρωση από τον εαυτό. Με τόσο παράδοξο τρόπο συνυφαίνεται το αυτομίσος με την αγάπη για τον Θεό.
Αρχ. Σωφρονίου Σαχάρωφ. (1994). Περί Προσευχής. Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ, Αγγλίας. Σελ. 231
Από πού νʼ αρχίσω να θρηνώ τις πράξεις της άθλιας ζωής μου. Έχασα το πρωτόκτιστο κάλλος και την ευπρέπειά μου. Ο νους μου τραυματίστηκε, το σώμα ασθένησε, νοσεί το πνεύμα, ο λόγος έχασε τη δύναμή του, ο βίος νεκρώθηκε. Προσπίπτω σʼ Εσένα και αντί για λόγια σου προσφέρω τα δάκρυά μου, αμάρτησα όπως κανείς άλλος πάνω στη γη. Παρασυρμένος από τις ηδονές, μολύνθηκα από τα πάθη , αλίμονο! Από εραστής της σοφίας κατάντησα εραστής πορνών γυναικών, και ξένος από Εσένα το Θεό. Ελέησέ με Κύριε, Θεέ και Σωτήρα μου, χάρισέ μου πνευματική εγρήγορση, ώστε να επιστρέψω σʼ Εσένα με μετάνοια και να φωνάξω με δάκρυα. Αμάρτησα Κύριε, δεν ακολούθησα τις εντολές Σου, μην απαιτήσεις από μένα άξιους καρπούς μετανοίας διότι μʼ εγκατέλειψε η δύναμή μου. Χάρισέ μου τη συντριβή της καρδιάς και ταπείνωσε τη σκέψη μου γιατί μόνο αυτό μπορώ να Σου προσφέρω σαν θυσία πνευματική.
Τριώδιο: Ελεύθερη απόδοση στοίχων από το Μεγάλο Κανόνα.
Από την εκούσια σωματική φτώχεια και ταπείνωση, (που περιλαμβάνει πείνα και δίψα και αγρυπνία και γενικά κάθε ταλαιπωρία και κακοπάθεια του σώματος, και μαζί με αυτά και έλλογη συστολή των αισθήσεων), όχι μονάχα γεννιέται πένθος, αλλά και δάκρυα…
Γιατί βέβαια χωρίς συντριβή της καρδιάς είναι αδύνατο, όπως λένε, να απαλλαγεί κανείς από την κακία.
Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς. Φιλοκαλία Δʼ σελ 26
Πίνε πρόθυμα τον εξευτελισμό από κάθε άνθρωπο σαν να είναι «ύδωρ ζωής»…
Διότι τότε θα προβάλλει στην ψυχή σου αγνότητα αναφαίρετη και το φως του Θεού δεν θα λείψει από την καρδιά σου.
Οσ. Ιωάννης της Κλίμακος. Λόγος Δʼ 79, σελ. 100.
Άγ. Γρηγόριος Παλαμάς. Προς μοναχή Ξένη. Φικοκαλία Δʼ. Σελ. 265. Εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας.
Αν όμως πραγματικά εξευτελίζεις τον εαυτό σου, τότε ο Θεός επιτρέπει σε όλα τα κτίσματά του να σε επαινέσουν.
Αββάς Ισαάκ: Ευεργετινός, Αʼ σελ 32.
Οι αρετές της ησυχίας είναι τρεις, και πρέπει να τις τηρούμε με ακρίβεια και να εξετάζομε κάθε στιγμή αν βαδίζουμε διαρκώς στη γραμμή τους, μην τυχόν παρασυρόμαστε από την λησμοσύνη και βαδίζομε έξω απʼ αυτές. Και είναι οι εξής: η εγκράτεια, η σιωπή, και η αυτομεμψία, δηλαδή η ταπείνωση. Είναι περιεκτικές αρετές και υποστηρίζουν η μία την άλλη, κι από αυτές γεννιέται η προσευχή και ολοένα αυξάνει.
Αγ. Γρηγόριος ο Σιναϊτης. Φιλοκαλία, Δʼ, σελ. 238.
Η πραγματική ταπείνωση ούτε ταπεινολογία έχει, ούτε ταπεινοσχημία, ούτε βιάζει τον κάτοχό της να φρονεί ταπεινά ή να μέμφεται τον εαυτό του για να δείξει ταπείνωση. Κι αυτά βέβαια, σαν διάφοροι τρόποι, είναι αφορμές και σχήματα ταπεινώσεως, εν τούτοις η ταπείνωση είναι χάρη και δωρεά που δίνεται άνωθεν. Όπως λένε οι Πατέρες, υπάρχουν δύο ειδών ταπεινώσεις: να θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο όλων και να αποδίδει στο θεό τα κατορθώματα. Το πρώτο είναι η αρχή, το δεύτερο το τέλος. Όποιος την επιζητεί, θα την αποκτήσει αν έχει μέσα του με γνώση και συλλογίζεται τα εξής τρία ότι είναι ο πιο αμαρτωλός απʼ όλους, πιο αισχρός απʼ όλα τα κτίσματα, επειδή βρίσκεται στο πάρα φύση, και πιο ελεεινός κι από τους δαίμονες, αφού έγινε δούλος σʼ αυτούς.
Αγ. Γρηγόριος Σιναϊτης. Φιλοκαλία, σελ. 1999.
“Ο άνθρωπος με αυτομίσος”
Όταν η μεγάλη Αγάπη του Χριστού αγγίξει την καρδιά και το νου, τότε στη φλόγα αυτής της αγίας Αγάπης το πνεύμα μας αγκαλιάζει ολόκληρη την πλάση με Αγάπη μεγάλης ευσπλαχνίας, και η αίσθηση της μετάβασης στην Θεία αιωνιότητα αποκτά ακατανίκητη δύναμη. Αυτό το γεγονός είναι το πιο μεγαλειώδες από όλα τα γεγονότα στην ιστορία του έκπτωτου κόσμου: Ο Θεός ενώνεται με τον άνθρωπο και γίνονται ένα.
Συγχωρέστε με, αλλά δεν έχω την ικανότητα να εκφράσω με λόγια την «πληρότητα ζωής», που μας χαρίστηκε στο πρόσωπο του Χριστού. Δεν βλέπω, πως είναι δυνατόν να προσεγγίσω εκείνο, που θα μπορούσε να εκφράσει - παρά το ότι είναι τόσο παράδοξο - το θαυμαστό βάθος της ζωής που γεμίζει την καρδιά.
Ιδού, μισώ τον εαυτό μου γι αυτό που είμαι. Από αυτό το αυτομίσος η προσευχή γίνεται κατά κάποιο τρόπο παράφρων, καταβροχθίζει τα πάντα και με αποσπά από κάθε τι κτιστό. Μεταφέρει το πνεύμα μου σε φωτοφόρο απειρότητα, σε απερίγραπτη άβυσσο. Εκεί, ξεχνώ την πίκρα του τυραννικού αυτομίσους: Τα πάντα μεταβάλλονται σε αγάπη Θεού μέσα στην ολοκληρωτική απελευθέρωση από τον εαυτό. Με τόσο παράδοξο τρόπο συνυφαίνεται το αυτομίσος με την αγάπη για τον Θεό.
Αρχ. Σωφρονίου Σαχάρωφ. (1994). Περί Προσευχής. Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ, Αγγλίας. Σελ. 231
Από πού νʼ αρχίσω να θρηνώ τις πράξεις της άθλιας ζωής μου. Έχασα το πρωτόκτιστο κάλλος και την ευπρέπειά μου. Ο νους μου τραυματίστηκε, το σώμα ασθένησε, νοσεί το πνεύμα, ο λόγος έχασε τη δύναμή του, ο βίος νεκρώθηκε. Προσπίπτω σʼ Εσένα και αντί για λόγια σου προσφέρω τα δάκρυά μου, αμάρτησα όπως κανείς άλλος πάνω στη γη. Παρασυρμένος από τις ηδονές, μολύνθηκα από τα πάθη , αλίμονο! Από εραστής της σοφίας κατάντησα εραστής πορνών γυναικών, και ξένος από Εσένα το Θεό. Ελέησέ με Κύριε, Θεέ και Σωτήρα μου, χάρισέ μου πνευματική εγρήγορση, ώστε να επιστρέψω σʼ Εσένα με μετάνοια και να φωνάξω με δάκρυα. Αμάρτησα Κύριε, δεν ακολούθησα τις εντολές Σου, μην απαιτήσεις από μένα άξιους καρπούς μετανοίας διότι μʼ εγκατέλειψε η δύναμή μου. Χάρισέ μου τη συντριβή της καρδιάς και ταπείνωσε τη σκέψη μου γιατί μόνο αυτό μπορώ να Σου προσφέρω σαν θυσία πνευματική.
Τριώδιο: Ελεύθερη απόδοση στοίχων από το Μεγάλο Κανόνα.
Από την εκούσια σωματική φτώχεια και ταπείνωση, (που περιλαμβάνει πείνα και δίψα και αγρυπνία και γενικά κάθε ταλαιπωρία και κακοπάθεια του σώματος, και μαζί με αυτά και έλλογη συστολή των αισθήσεων), όχι μονάχα γεννιέται πένθος, αλλά και δάκρυα…
Γιατί βέβαια χωρίς συντριβή της καρδιάς είναι αδύνατο, όπως λένε, να απαλλαγεί κανείς από την κακία.
Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς. Φιλοκαλία Δʼ σελ 26
Πίνε πρόθυμα τον εξευτελισμό από κάθε άνθρωπο σαν να είναι «ύδωρ ζωής»…
Διότι τότε θα προβάλλει στην ψυχή σου αγνότητα αναφαίρετη και το φως του Θεού δεν θα λείψει από την καρδιά σου.
Οσ. Ιωάννης της Κλίμακος. Λόγος Δʼ 79, σελ. 100.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
ΚΑΡΔΙΑ ΣΥΝΤΕΤΡΙΜΜΕΝΗ
Εχτές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στό κουβούκλι μας, περασμένα τά μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι γιά νά τελειώσω μιά Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε ή γυναίκα μου κι' έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σέ μεγάλη κατάνυξη και ψέλνω διάφορα τροπάρια.
Σιγόψελνα λοιπόν εκεί πού ζωγράφιζα τήν Παναγία, κι' ή Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου μέ τή γυναικεία φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ό Θεός, άς είναι δοξασμένο τ' όνομά του γιά όλα τά μυστήρια της οικονομίας του.
Αφού λοιπόν τελείωσα τή δουλειά μου κατά τά μεσάνυχτα, ξάπλωσα στό μεντέρι μου, κιʼ ή Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και τήν πήρε ό ύπνος. Έπιασα νά συλλογίζουμαι τόν κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τόν εαυτό μου και τους δικούς μου, τή γυναίκα μου και τό παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τή Μαρία πού ήτανε κουκουλωμένη και δέν φαινότανε άν είναι άνθρωπος από κάτω από τό σκέπασμα. Κι' είπα: Ποιός μάς συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά μά δέν πιστεύουνε σέ τίποτα, γι' αυτό είπε ό Δαυΐδ: «πάς άνθρωπος ψεύστης».
Γύρισα και κοίταξα τό φτωχικό μας, πού 'ναι σάν ξωκκλήσι, στολισμένο μέ εικονίσματα και μέ αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ' αρχοντόσπιτα της Βαβυλωνίας, κρυμμένο, σάν τόν φτωχό πού ντρέπεται μήν τόν δει ό κόσμος. Ή καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη και κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πώς ήμουνα χωρισμένος από τόν κόσμο, κιʼ οι λογισμοί μου πώς ήτανε και κείνοι κρυμμένοι πίσω από τό καταπέτασμα πού χώριζε τόν κόσμο από μένα, και πώς άλλος ήλιος κιʼ άλλο φεγγάρι φώτιζε τόν δικό μας τόν κόσμο. Κιʼ αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε ή ψυχή μου πώς μʼ έχουνε ξεχασμένον, κιʼ ή χαρά ή μυστική, πού τή νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κιʼ η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο.
Και φχαρίστησα Εκείνον, που κάνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, χαρούμενους τους θλιμμένους, πού δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους βάλανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Άν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δέν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη τήν πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται μέ τίποτα άλλο, παρεχτός μέ τήν συντριβή της καρδιάς, κατά τόν Δαυΐδ πού λέγει: «Κύριε, έν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή, όποιος δέν πόνεσε και δέν ταπεινώθηκε, δέν παίρνει έλεος. Έτσι τά θέλησε ή ανεξιχνίαστη σοφία Του. Μά οι άνθρωποι δέν τά νοιώθουνε αυτά, γιατί δέν θέλουνε νά πονέσουνε και νά ταπεινωθούνε, ώστε νά νοιώσουνε κάτι παραπέρα από τήν καλοπέραση τού κορμιού κιʼ από τα μάταια πάθη τους.
Ολοένα, χωρίς νά τό καταλάβω, ανεβαίνανε τά δάκρυα στά μάτια μου, δάκρυα γιά τόν κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο, γιατί γυρεύει να βρει τή χαρά εκεί που δεν βρίσκεται και δάκρυα για μένα, γιατί πολλές φορές δείλιασα τη φτώχια και τους άλλους πειρασμούς, καί δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πώς δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα, χωρίς να περάσει μεγάλον πειρασμό. Κιʼ αντρειεύτηκα κατά τό πνεύμα, κιʼ ένοιωσα πώς δέν φοβάμαι τή φτώχια, παρά πώς την άγαπω. Και κατάλαβα καλά πώς δέν πρέπει ό άνθρωπος νά αγαπήσει άλλο τίποτα από τόν πόνο του, γιατί από τόν πόνο αναβρύζει ή αληθινή χαρά κιʼ ή παρηγοριά, κιʼ εκεί βρίσκουνται οι πηγές της αληθινής ζωής. Αληθινά, ή φτώχεια είναι φοβερό θηρίο.
Όποιος τό νικήσει, όμως, και φτάξει νά μήν τό φοβάται, θά βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη τήν αφοβιά τή δίνει ό Κύριος άμα ταπεινωθεί ό άνθρωπος. Σʼ αυτόν τόν πόλεμο πού ή αντρεία λέγεται ταπείνωση, και τά βραβεία είναι καταφρόνεση και ξευτελισμός, δέν βαστάνε οι αντρείοι τού κόσμου. Όποιος δέν περάσει από τή φωτιά της δοκιμής, δέν ένοιωσε αληθινά τί είναι ή ζωή, και γιατί ό Χριστός είπε: «Εγώ είμαι ή ζωή», και γιατί είπε «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θά παρηγορηθούνε». Όποιος δέν απελπίστηκε από όλα, δέν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πώς υπάρχουνε κιʼ άλλοι προστάτες γιʼ αυτόν, παρεχτός τού Θεού.
Εμένα ό νούς μου ήτανε σέ κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους, πού δέν έχουνε ελπίδα, και σέ κείνους πού τρώγανε και πίνανε κείνη τή νύχτα, και χορεύανε μέ τις γυναίκες πού δέν έχουνε ντροπή, και σέ κείνους πού μαζεύουνε πλούτη κιʼ αδιαφόρετα πράματα πού δέ μπορούνε νά τʼ αποχωριστούνε σάν σιμώσει ό θάνατος, και πού καταγίνουνται νά δέσουνε τόν εαυτό τους μέ πιό πολλά σκοινιά, αντίς νά τά λιγοστέψουνε. Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κιʼ αδειανοί και τρεμάμενοι και θέλουνε νά ζεσταθούνε και ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τά πράγματα, σάν τόν θερμασμένον πού ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως νά ζεσταθεί.
Λογαριάζω πώς οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιό φτωχοί στό απομέσα πλούτος, γιά ναʼχουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά πού λένε χαρές και ηδονές, τά δοκίμασα κι' εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κιʼ εγώ πώς ήτανε στά αληθινά χαρά και ευτυχία. Μά γλήγορα κατάλαβα πώς ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πώς χορταίνουνε τήν ψυχή και στραβώνουνε τά πνευματικά της μάτια και δέν μπορεί νά δει, και γίνεται κακιά κιʼ αλύπητη στον πόνο τ' αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα. Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δέν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δέν έχουνε ειρήνη γιά τούτο θέλουνε νά βρίσκουνται μέσα σέ φουρτούνα και νά ζαλίζουνται, ώστε νά θαρρούνε πώς είναι φτυχισμένοι. Ή χαρά ή αληθινή είναι μιά θέρμη της διανοίας και μιά ελπίδα της καρδιάς πού τις αξιώνουνται όσοι θέλουνε νά μήν τους ξέρουνε οι άνθρωποι, γιά νά τους ξέρει ό Θεός.
Φώτης Κόντογλου
απόσπασμα από το «Μικρό Εορταστικό»
Εκδόσεις «Ακρίτας».
Εχτές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στό κουβούκλι μας, περασμένα τά μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι γιά νά τελειώσω μιά Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε ή γυναίκα μου κι' έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σέ μεγάλη κατάνυξη και ψέλνω διάφορα τροπάρια.
Σιγόψελνα λοιπόν εκεί πού ζωγράφιζα τήν Παναγία, κι' ή Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου μέ τή γυναικεία φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ό Θεός, άς είναι δοξασμένο τ' όνομά του γιά όλα τά μυστήρια της οικονομίας του.
Αφού λοιπόν τελείωσα τή δουλειά μου κατά τά μεσάνυχτα, ξάπλωσα στό μεντέρι μου, κιʼ ή Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και τήν πήρε ό ύπνος. Έπιασα νά συλλογίζουμαι τόν κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τόν εαυτό μου και τους δικούς μου, τή γυναίκα μου και τό παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τή Μαρία πού ήτανε κουκουλωμένη και δέν φαινότανε άν είναι άνθρωπος από κάτω από τό σκέπασμα. Κι' είπα: Ποιός μάς συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά μά δέν πιστεύουνε σέ τίποτα, γι' αυτό είπε ό Δαυΐδ: «πάς άνθρωπος ψεύστης».
Γύρισα και κοίταξα τό φτωχικό μας, πού 'ναι σάν ξωκκλήσι, στολισμένο μέ εικονίσματα και μέ αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ' αρχοντόσπιτα της Βαβυλωνίας, κρυμμένο, σάν τόν φτωχό πού ντρέπεται μήν τόν δει ό κόσμος. Ή καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη και κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πώς ήμουνα χωρισμένος από τόν κόσμο, κιʼ οι λογισμοί μου πώς ήτανε και κείνοι κρυμμένοι πίσω από τό καταπέτασμα πού χώριζε τόν κόσμο από μένα, και πώς άλλος ήλιος κιʼ άλλο φεγγάρι φώτιζε τόν δικό μας τόν κόσμο. Κιʼ αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε ή ψυχή μου πώς μʼ έχουνε ξεχασμένον, κιʼ ή χαρά ή μυστική, πού τή νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κιʼ η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο.
Και φχαρίστησα Εκείνον, που κάνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, χαρούμενους τους θλιμμένους, πού δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους βάλανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Άν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δέν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη τήν πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται μέ τίποτα άλλο, παρεχτός μέ τήν συντριβή της καρδιάς, κατά τόν Δαυΐδ πού λέγει: «Κύριε, έν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή, όποιος δέν πόνεσε και δέν ταπεινώθηκε, δέν παίρνει έλεος. Έτσι τά θέλησε ή ανεξιχνίαστη σοφία Του. Μά οι άνθρωποι δέν τά νοιώθουνε αυτά, γιατί δέν θέλουνε νά πονέσουνε και νά ταπεινωθούνε, ώστε νά νοιώσουνε κάτι παραπέρα από τήν καλοπέραση τού κορμιού κιʼ από τα μάταια πάθη τους.
Ολοένα, χωρίς νά τό καταλάβω, ανεβαίνανε τά δάκρυα στά μάτια μου, δάκρυα γιά τόν κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο, γιατί γυρεύει να βρει τή χαρά εκεί που δεν βρίσκεται και δάκρυα για μένα, γιατί πολλές φορές δείλιασα τη φτώχια και τους άλλους πειρασμούς, καί δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πώς δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα, χωρίς να περάσει μεγάλον πειρασμό. Κιʼ αντρειεύτηκα κατά τό πνεύμα, κιʼ ένοιωσα πώς δέν φοβάμαι τή φτώχια, παρά πώς την άγαπω. Και κατάλαβα καλά πώς δέν πρέπει ό άνθρωπος νά αγαπήσει άλλο τίποτα από τόν πόνο του, γιατί από τόν πόνο αναβρύζει ή αληθινή χαρά κιʼ ή παρηγοριά, κιʼ εκεί βρίσκουνται οι πηγές της αληθινής ζωής. Αληθινά, ή φτώχεια είναι φοβερό θηρίο.
Όποιος τό νικήσει, όμως, και φτάξει νά μήν τό φοβάται, θά βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη τήν αφοβιά τή δίνει ό Κύριος άμα ταπεινωθεί ό άνθρωπος. Σʼ αυτόν τόν πόλεμο πού ή αντρεία λέγεται ταπείνωση, και τά βραβεία είναι καταφρόνεση και ξευτελισμός, δέν βαστάνε οι αντρείοι τού κόσμου. Όποιος δέν περάσει από τή φωτιά της δοκιμής, δέν ένοιωσε αληθινά τί είναι ή ζωή, και γιατί ό Χριστός είπε: «Εγώ είμαι ή ζωή», και γιατί είπε «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θά παρηγορηθούνε». Όποιος δέν απελπίστηκε από όλα, δέν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πώς υπάρχουνε κιʼ άλλοι προστάτες γιʼ αυτόν, παρεχτός τού Θεού.
Εμένα ό νούς μου ήτανε σέ κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους, πού δέν έχουνε ελπίδα, και σέ κείνους πού τρώγανε και πίνανε κείνη τή νύχτα, και χορεύανε μέ τις γυναίκες πού δέν έχουνε ντροπή, και σέ κείνους πού μαζεύουνε πλούτη κιʼ αδιαφόρετα πράματα πού δέ μπορούνε νά τʼ αποχωριστούνε σάν σιμώσει ό θάνατος, και πού καταγίνουνται νά δέσουνε τόν εαυτό τους μέ πιό πολλά σκοινιά, αντίς νά τά λιγοστέψουνε. Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κιʼ αδειανοί και τρεμάμενοι και θέλουνε νά ζεσταθούνε και ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τά πράγματα, σάν τόν θερμασμένον πού ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως νά ζεσταθεί.
Λογαριάζω πώς οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιό φτωχοί στό απομέσα πλούτος, γιά ναʼχουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά πού λένε χαρές και ηδονές, τά δοκίμασα κι' εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κιʼ εγώ πώς ήτανε στά αληθινά χαρά και ευτυχία. Μά γλήγορα κατάλαβα πώς ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πώς χορταίνουνε τήν ψυχή και στραβώνουνε τά πνευματικά της μάτια και δέν μπορεί νά δει, και γίνεται κακιά κιʼ αλύπητη στον πόνο τ' αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα. Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δέν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δέν έχουνε ειρήνη γιά τούτο θέλουνε νά βρίσκουνται μέσα σέ φουρτούνα και νά ζαλίζουνται, ώστε νά θαρρούνε πώς είναι φτυχισμένοι. Ή χαρά ή αληθινή είναι μιά θέρμη της διανοίας και μιά ελπίδα της καρδιάς πού τις αξιώνουνται όσοι θέλουνε νά μήν τους ξέρουνε οι άνθρωποι, γιά νά τους ξέρει ό Θεός.
Φώτης Κόντογλου
απόσπασμα από το «Μικρό Εορταστικό»
Εκδόσεις «Ακρίτας».
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
... Τον πρώτο καιρό μετά τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος σκέφθηκα : Ο Κύριος μου συγχώρεσε τις αμαρτίες μου , το μαρτυρεί μέσα μου η χάρη. Τι μου χρειάζεται , λοιπόν , περισσότερο ; Δεν πρέπει όμως να σκεφτόμαστε έτσι . Παρότι μας συγχωρούνται τα αμαρτήματα , εν τούτοις πρέπει να τα θυμόμαστε όλη τη ζωή μας και να θλιβόμαστε γι ʽ αυτά , για να διατηρούμε τη συντριβή της καρδιάς .
Εγώ δεν το ήξερα αυτό και έπαψα να έχω συντριβή και υπέφερα πολλά από τους δαίμονες . Και απορούσα , τι συμβαίνει μ ʽ εμένα ; Η ψυχή μου γνωρίζει τον Κύριο και την αγάπη Του . Τότε πώς μου έρχονται κακοί λογισμοί ; Αλλά ο Κύριος με σπλαχνίστηκε και με δίδαξε ο Ίδιος πώς πρέπει να ταπεινωθώ : «Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι».
Μ ʽ αυτό τον τρόπο νικόνται οι εχθροί . Όταν όμως ο νους μου λησμονεί τη φωτιά του Άδη , τότε οι λογισμοί ξαναποκτούν δύναμη . ...
... Πρέπει να υπομείνεις πολλούς κόπους και να χύσης πολλά δάκρυα , για να διατηρήσεις το πνεύμα ταπεινωμένο κατά Χριστόν . Χωρίς αυτό σβήνει το φως της ζωής στην ψυχή και αυτή πεθαίνει .
Μπορείς σε σύντομο χρονικό διάστημα να αποξηράνεις το σώμα με τη νηστεία . Να ταπεινώσεις όμως την ψυχή , έτσι που να μένει συνεχώς ταπεινή , αυτό ούτε εύκολο είναι ούτε γίνεται σύντομα . Η Μαρία η Αιγύπτια επάλαιβε δεκαεπτά έτη με τα πάθη , σαν να ήταν άγρια θηρία, και μόνο τότε βρήκε ανάπαυση . Κι όμως το σώμα της μαράθηκε σε λίγο χρόνο , γιατί στην έρημο δεν υπάρχει πολλή τροφή ....
... Έλκεται η ψυχή μου να δει τον Κύριο και διψά με ταπείνωση γι ʽ Αυτόν , γιατί είναι ανάξια για τέτοιο μεγάλο αγαθό .
Η υπερηφάνεια εμποδίζει την ψυχή να μπει στο δρόμο της πίστεως . Στον άπιστο δίνω αυτή τη συμβουλή . Ας πει : «Κύριε , αν υπάρχεις , φώτισέ με και θα Σε υπηρετήσω μ ʽ όλη την ψυχή μου». Και ο Κύριος εξάπαντος θα φωτίσει μια τέτοια ταπεινή σκέψη και προθυμία για την υπηρεσία του Θεού . Δεν πρέπει όμως να λέγει : «Αν υπάρχεις, τότε παίδεψέ με» , γιατί αν έρθει η τιμωρία , είναι δυνατό να μη βρεις τη δύναμη να ευχαριστήσεις τον Θεό και να μετανοήσεις ....
... Ο κενόδοξος ή φοβάται τους δαίμονες ή γίνεται όμοιος μ ʽ αυτούς . Δεν πρέπει όμως να φοβόμαστε την κενοδοξία και την υπερηφάνεια , γιατί προκαλούν την απώλεια της χάρης ....
... Ο Κύριος μας αγαπά πολύ . Κι όμως εμείς πέφτομε σ ʽ αμαρτίες , γιατί δεν έχομε ταπείνωση . Για να διαφυλάξεις την ταπείνωση , πρέπει να νεκρώσεις τη σάρκα και να δεχτείς το Πνεύμα του Χριστού . Οι Άγιοι είχαν ισχυρό πόλεμο με τους δαίμονες κι ενίκησαν με την ταπείνωση , την προσευχή και τη νηστεία ....
... Τι πρέπει να κάνομε για να έχομε ειρήνη στην ψυχή και το σώμα ;
Πρέπει ν ʽ αγαπάς όλους τους ανθρώπους , όπως τον εαυτό σου , και να είσαι κάθε ώρα έτοιμος για το θάνατο . ʽΌταν η ψυχή θυμάται τον θάνατο , ταπεινώνεται και παραδίνεται ολόκληρη στο θέλημα του Θεού και επιθυμεί να έχει ειρήνη με όλους και να τους αγαπά όλους .
Όταν έλθει στην ψυχή η ειρήνη του Χριστού , τότε είναι ευχαριστημένη και κάθεται σαν τον Ιώβ στην κοπριά και χαίρεται που βλέπει τους άλλους δοξασμένους κι η ίδια είναι η πιο ασήμαντη από όλους . Το μυστήριο της κατά Χριστόν ταπεινώσεως είναι μεγάλο και άρρητο . Η ψυχή που αγαπά επιθυμεί για κάθε άνθρωπο περισσότερα αγαθά από ότι για τον εαυτό της και χαίρεται σαν βλέπει τους άλλους να είναι πιο ευτυχισμένοι από την ίδια και θλίβεται όταν τους βλέπει να βασανίζονται ....
... Ο Κύριος αγαπά τους ανθρώπους . Εν τούτοις παραχωρεί τις θλίψεις, για να γνωρίσουν οι άνθρωποι την αδυναμία τους και να ταπεινωθούν και με την ταπείνωση να λάβουν το Άγιο Πνεύμα . Με το Άγιο Πνεύμα όλα γίνονται ωραία , χαρούμενα , υπέροχα ....
... Αν ήμαστε ταπεινοί , ο Κύριος από αγάπη θα μας απεκάλυπτε όλα τα μυστήρια . Αλλά η συμφορά μας είναι πώς δεν είμαστε ταπεινοί , υπερηφανευόμαστε και είμαστε ματαιόδοξοι για κάθε τι ασήμαντο κι έτσι βασανίζομε τον εαυτό μας και τους άλλους ....
... Είναι αξιολύπητοι οι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν τον Θεό και πονώ γι ʽ αυτούς . Υπερηφανεύονται γιατί πετούν ΄ αλλά τι το αξιοθαύμαστο ; Και τα πουλιά πετούν και δοξάζουν τον Θεό . Κι όμως ο άνθρωπος . το κτίσμα του Θεού , εγκαταλείπει τον Κτίστη . Αλλά σκέψου , πώς θα σταθείς στη Φοβερή Κρίση του Θεού ; Πού θα φύγεις ή πού θα κρυφτείς από το Πρόσωπο του Θεού ; ...
... Υπάρχουν πολλά είδη ταπεινώσεως . Ο ένας είναι υπάκουος και για όλα μέμφεται τον εαυτό του , κι αυτό είναι ταπείνωση . Ο άλλος μετανοεί για τις αμαρτίες του και θεωρεί τον εαυτό του βδέλυγμα ενώπιον του Κυρίου , κι αυτό είναι ταπείνωση . Όμως άλλη ταπείνωση έχει εκείνος που γνώρισε με το Πνεύμα το Άγιο τον Κύριο . Εκείνος έχει άλλη γνώση και άλλη γεύση .
Όταν η ψυχή δει με το Άγιο Πνεύμα τον Κύριο , πόσο πράος και ταπεινός είναι , τότε ταπεινώνεται και η ίδια πλήρως . Και η ταπείνωση αυτή είναι εντελώς ιδιαίτερη και κανένας δεν μπορεί να την περιγράψει και γνωρίζεται μόνο με το Άγιο Πνεύμα . Κι αν οι άνθρωποι εγνώριζαν με το Άγιο Πνεύμα ποιος είναι ο Κύριος μας , τότε θα άλλαζαν οι πάντες : οι πλούσιοι θα εγκατέλειπαν τα πλούτη τους , οι επιστήμονες τις επιστήμες τους , οι κυβερνήτες τη δόξα και την εξουσία τους και θα γινόταν όλοι ταπεινοί , θα ζούσαν με μεγάλη ειρήνη και αγάπη και θα βασίλευε στη γη χαρά μεγάλη . ...
... Κύριε , δώσε να γνωρίσουν όλοι οι λαοί της γης πόσο μας αγαπάς και ποια θαυμαστή ζωή χαρίζεις σ ʽ όσους πιστεύουν σε Σένα .
Όποιος έχει μέσα του την ειρήνη του Αγίου Πνεύματος , σκορπίζει ειρήνη και στους άλλους . Όποιος όμως έχει μέσα του πνεύμα κακό , σκορπά και στους άλλους το κακό ....
... Ο θυμώδης άνθρωπος υποφέρει ο ίδιος μεγάλο μαρτύριο από πονηρό πνεύμα , εξαιτίας της υπερηφάνειας του . Ο υφιστάμενος , όποιος κι αν είναι , πρέπει να το καταλαβαίνει και να προσεύχεται για τον ψυχικά άρρωστο προʼιʼστάμενό του και τότε ο Κύριος , βλέποντας την υπομονή του , θα του δώσει άφεση αμαρτιών και αδιάλειπτη προσευχή . Είναι μέγα έργον ενώπιον του Θεού το να προσεύχεται κανείς γι ʽ αυτούς που τον αδικούν και τον προσβάλλουν . Εξαιτίας αυτού θα του δώσει ο Κύριος τη χάρη και θα γνωρίσει με το Άγιο Πνεύμα τον Κύριο . Κι έτσι θα υπομείνει τότε , χάριν του Κυρίου , με χαρά όλες τις θλίψεις και θα του δώσει ο Κύριος αγάπη για όλο τον κόσμο και θα επιθυμεί ολόψυχα το καλό για όλους και θα προσεύχεται για όλους όπως για την ψυχή του .
Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή ν ʽ αγαπούμε τους εχθρούς και όποιος αγαπά τους εχθρούς εξομοιώνεται με τον Κύριο . Η αγάπη για τους εχθρούς δεν είναι δυνατή παρά μόνο με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος . Γι ʽ αυτό , μόλις σε προσβάλει κανείς , προσευχήσου γι ʽ αυτόν στον Θεό κι έτσι θα διατηρήσεις την ειρήνη του Θεού στην ψυχή σου ....
ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΔΑΧΕΣ
ΑΓΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ
Εγώ δεν το ήξερα αυτό και έπαψα να έχω συντριβή και υπέφερα πολλά από τους δαίμονες . Και απορούσα , τι συμβαίνει μ ʽ εμένα ; Η ψυχή μου γνωρίζει τον Κύριο και την αγάπη Του . Τότε πώς μου έρχονται κακοί λογισμοί ; Αλλά ο Κύριος με σπλαχνίστηκε και με δίδαξε ο Ίδιος πώς πρέπει να ταπεινωθώ : «Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι».
Μ ʽ αυτό τον τρόπο νικόνται οι εχθροί . Όταν όμως ο νους μου λησμονεί τη φωτιά του Άδη , τότε οι λογισμοί ξαναποκτούν δύναμη . ...
... Πρέπει να υπομείνεις πολλούς κόπους και να χύσης πολλά δάκρυα , για να διατηρήσεις το πνεύμα ταπεινωμένο κατά Χριστόν . Χωρίς αυτό σβήνει το φως της ζωής στην ψυχή και αυτή πεθαίνει .
Μπορείς σε σύντομο χρονικό διάστημα να αποξηράνεις το σώμα με τη νηστεία . Να ταπεινώσεις όμως την ψυχή , έτσι που να μένει συνεχώς ταπεινή , αυτό ούτε εύκολο είναι ούτε γίνεται σύντομα . Η Μαρία η Αιγύπτια επάλαιβε δεκαεπτά έτη με τα πάθη , σαν να ήταν άγρια θηρία, και μόνο τότε βρήκε ανάπαυση . Κι όμως το σώμα της μαράθηκε σε λίγο χρόνο , γιατί στην έρημο δεν υπάρχει πολλή τροφή ....
... Έλκεται η ψυχή μου να δει τον Κύριο και διψά με ταπείνωση γι ʽ Αυτόν , γιατί είναι ανάξια για τέτοιο μεγάλο αγαθό .
Η υπερηφάνεια εμποδίζει την ψυχή να μπει στο δρόμο της πίστεως . Στον άπιστο δίνω αυτή τη συμβουλή . Ας πει : «Κύριε , αν υπάρχεις , φώτισέ με και θα Σε υπηρετήσω μ ʽ όλη την ψυχή μου». Και ο Κύριος εξάπαντος θα φωτίσει μια τέτοια ταπεινή σκέψη και προθυμία για την υπηρεσία του Θεού . Δεν πρέπει όμως να λέγει : «Αν υπάρχεις, τότε παίδεψέ με» , γιατί αν έρθει η τιμωρία , είναι δυνατό να μη βρεις τη δύναμη να ευχαριστήσεις τον Θεό και να μετανοήσεις ....
... Ο κενόδοξος ή φοβάται τους δαίμονες ή γίνεται όμοιος μ ʽ αυτούς . Δεν πρέπει όμως να φοβόμαστε την κενοδοξία και την υπερηφάνεια , γιατί προκαλούν την απώλεια της χάρης ....
... Ο Κύριος μας αγαπά πολύ . Κι όμως εμείς πέφτομε σ ʽ αμαρτίες , γιατί δεν έχομε ταπείνωση . Για να διαφυλάξεις την ταπείνωση , πρέπει να νεκρώσεις τη σάρκα και να δεχτείς το Πνεύμα του Χριστού . Οι Άγιοι είχαν ισχυρό πόλεμο με τους δαίμονες κι ενίκησαν με την ταπείνωση , την προσευχή και τη νηστεία ....
... Τι πρέπει να κάνομε για να έχομε ειρήνη στην ψυχή και το σώμα ;
Πρέπει ν ʽ αγαπάς όλους τους ανθρώπους , όπως τον εαυτό σου , και να είσαι κάθε ώρα έτοιμος για το θάνατο . ʽΌταν η ψυχή θυμάται τον θάνατο , ταπεινώνεται και παραδίνεται ολόκληρη στο θέλημα του Θεού και επιθυμεί να έχει ειρήνη με όλους και να τους αγαπά όλους .
Όταν έλθει στην ψυχή η ειρήνη του Χριστού , τότε είναι ευχαριστημένη και κάθεται σαν τον Ιώβ στην κοπριά και χαίρεται που βλέπει τους άλλους δοξασμένους κι η ίδια είναι η πιο ασήμαντη από όλους . Το μυστήριο της κατά Χριστόν ταπεινώσεως είναι μεγάλο και άρρητο . Η ψυχή που αγαπά επιθυμεί για κάθε άνθρωπο περισσότερα αγαθά από ότι για τον εαυτό της και χαίρεται σαν βλέπει τους άλλους να είναι πιο ευτυχισμένοι από την ίδια και θλίβεται όταν τους βλέπει να βασανίζονται ....
... Ο Κύριος αγαπά τους ανθρώπους . Εν τούτοις παραχωρεί τις θλίψεις, για να γνωρίσουν οι άνθρωποι την αδυναμία τους και να ταπεινωθούν και με την ταπείνωση να λάβουν το Άγιο Πνεύμα . Με το Άγιο Πνεύμα όλα γίνονται ωραία , χαρούμενα , υπέροχα ....
... Αν ήμαστε ταπεινοί , ο Κύριος από αγάπη θα μας απεκάλυπτε όλα τα μυστήρια . Αλλά η συμφορά μας είναι πώς δεν είμαστε ταπεινοί , υπερηφανευόμαστε και είμαστε ματαιόδοξοι για κάθε τι ασήμαντο κι έτσι βασανίζομε τον εαυτό μας και τους άλλους ....
... Είναι αξιολύπητοι οι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν τον Θεό και πονώ γι ʽ αυτούς . Υπερηφανεύονται γιατί πετούν ΄ αλλά τι το αξιοθαύμαστο ; Και τα πουλιά πετούν και δοξάζουν τον Θεό . Κι όμως ο άνθρωπος . το κτίσμα του Θεού , εγκαταλείπει τον Κτίστη . Αλλά σκέψου , πώς θα σταθείς στη Φοβερή Κρίση του Θεού ; Πού θα φύγεις ή πού θα κρυφτείς από το Πρόσωπο του Θεού ; ...
... Υπάρχουν πολλά είδη ταπεινώσεως . Ο ένας είναι υπάκουος και για όλα μέμφεται τον εαυτό του , κι αυτό είναι ταπείνωση . Ο άλλος μετανοεί για τις αμαρτίες του και θεωρεί τον εαυτό του βδέλυγμα ενώπιον του Κυρίου , κι αυτό είναι ταπείνωση . Όμως άλλη ταπείνωση έχει εκείνος που γνώρισε με το Πνεύμα το Άγιο τον Κύριο . Εκείνος έχει άλλη γνώση και άλλη γεύση .
Όταν η ψυχή δει με το Άγιο Πνεύμα τον Κύριο , πόσο πράος και ταπεινός είναι , τότε ταπεινώνεται και η ίδια πλήρως . Και η ταπείνωση αυτή είναι εντελώς ιδιαίτερη και κανένας δεν μπορεί να την περιγράψει και γνωρίζεται μόνο με το Άγιο Πνεύμα . Κι αν οι άνθρωποι εγνώριζαν με το Άγιο Πνεύμα ποιος είναι ο Κύριος μας , τότε θα άλλαζαν οι πάντες : οι πλούσιοι θα εγκατέλειπαν τα πλούτη τους , οι επιστήμονες τις επιστήμες τους , οι κυβερνήτες τη δόξα και την εξουσία τους και θα γινόταν όλοι ταπεινοί , θα ζούσαν με μεγάλη ειρήνη και αγάπη και θα βασίλευε στη γη χαρά μεγάλη . ...
... Κύριε , δώσε να γνωρίσουν όλοι οι λαοί της γης πόσο μας αγαπάς και ποια θαυμαστή ζωή χαρίζεις σ ʽ όσους πιστεύουν σε Σένα .
Όποιος έχει μέσα του την ειρήνη του Αγίου Πνεύματος , σκορπίζει ειρήνη και στους άλλους . Όποιος όμως έχει μέσα του πνεύμα κακό , σκορπά και στους άλλους το κακό ....
... Ο θυμώδης άνθρωπος υποφέρει ο ίδιος μεγάλο μαρτύριο από πονηρό πνεύμα , εξαιτίας της υπερηφάνειας του . Ο υφιστάμενος , όποιος κι αν είναι , πρέπει να το καταλαβαίνει και να προσεύχεται για τον ψυχικά άρρωστο προʼιʼστάμενό του και τότε ο Κύριος , βλέποντας την υπομονή του , θα του δώσει άφεση αμαρτιών και αδιάλειπτη προσευχή . Είναι μέγα έργον ενώπιον του Θεού το να προσεύχεται κανείς γι ʽ αυτούς που τον αδικούν και τον προσβάλλουν . Εξαιτίας αυτού θα του δώσει ο Κύριος τη χάρη και θα γνωρίσει με το Άγιο Πνεύμα τον Κύριο . Κι έτσι θα υπομείνει τότε , χάριν του Κυρίου , με χαρά όλες τις θλίψεις και θα του δώσει ο Κύριος αγάπη για όλο τον κόσμο και θα επιθυμεί ολόψυχα το καλό για όλους και θα προσεύχεται για όλους όπως για την ψυχή του .
Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή ν ʽ αγαπούμε τους εχθρούς και όποιος αγαπά τους εχθρούς εξομοιώνεται με τον Κύριο . Η αγάπη για τους εχθρούς δεν είναι δυνατή παρά μόνο με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος . Γι ʽ αυτό , μόλις σε προσβάλει κανείς , προσευχήσου γι ʽ αυτόν στον Θεό κι έτσι θα διατηρήσεις την ειρήνη του Θεού στην ψυχή σου ....
ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΔΑΧΕΣ
ΑΓΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
«Ή όλη απάτη του θρησκευτικού «λαϊκισμού» φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι η συντριβή της καρδιάς ποτέ δεν μπορεί να είναι μία «οργανική» διαδικασία, αν και αποκαθιστά ή αρχίζει την πνευματική ολοκλήρωση της ψυχής. Γιατί η μετάνοια είναι πάντα μια κ ρ ί σ η δηλαδή μια καταδίκη. Ο μονός τρόπος για να προσέλθει κανείς αληθινά στην Εκκλησία είναι ένας αυστηρός ασκητισμός και όχι μια επιστροφή στο λαό, στά πρώτα βήματα και στήν απλή ενότητα των πηγών, Όχι το folklore, οι λαϊκές παραδόσεις της καθημερινής ζωής, αλλά η νηστεία και η μετάνοια. Δεν υπάρχει καμμιά επάνοδος στον απλό πρωτογονισμό, αλλά πρέπει κανείς να μπεί μέσα στην ιστορία διά της αφομοιώσεως των οικουμενικών και καθολικών παραδόσεων».
π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ,
Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας,
εκδ. Πουρνάρα, Θεσ/νίκη 1979, σ. 220.
π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ,
Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας,
εκδ. Πουρνάρα, Θεσ/νίκη 1979, σ. 220.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
«Καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην»
εν χρειάζεται να δώση ο άνθρωπος άλλο τίποτε σάν αντάλλαγμα για την ψυχή του παρά το να γνωρίζη τον εαυτό του πως είναι μηδέν. Και με αυτό θα προσφέρη στον Θεό «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην», η οποία είναι η μόνη θυσία που αρμόζει να προσφέρεται στο Θεό από κάθε ευσεβή άνθρωπο.
Και αυτήν μόνο την θυσία δεν πρόκειται να εξουδενώση ο Θεός, ο οποίος γνωρίζει τον άνθρωπο πως δεν έχει άλλο τίποτε δικό του να του προσφέρη σάν θυσία, καθώς λέγει και ο Δαυΐδ: «Ότι ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα άν ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις. Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει».
Με αυτήν την θυσία και σώθηκαν και σώζονται και θα σωθούν βασιλείς, δυνάστες, ευγενείς, δυσγενείς, σοφοί, αμαθείς, πλούσιοι, φτωχοί, ζητιάνοι, άδικοι, πλεονέκτες, άνομοι, ασελγείς, φονιάδες και κάθε είδος αμαρτωλών. Και το βάθος αυτής της θυσίας πρέπει να μετράται με το μέτρο των αμαρτημάτων δηλαδή κατά τις αμαρτίες που έκανε ο άνθρωπος, ανάλογη να έχη και την ταπείνωσι και την συντριβή.
Aλλά ακόμη και όσιοι και δίκαιοι και καθαροί τή καρδία και όλοι γενικά διά μέσου αυτής μόνο της θυσίας σώζονται. Και η ελεημοσύνη και η πίστις και η φυγή του κόσμου και αυτός ο μεγάλος αγώνας του μαρτυρίου από τα κάρβουνα αυτής της θυσίας, δηλαδή της συντριβής, παίρνουν φωτιά.
Και αυτή είναι η θυσία στην οποία δεν βρίσκεται αμαρτία και η οποία νικά την φιλανθρωπία του Θεού. Γι' αυτήν την θυσία μόνο έρχονται οι αρρώστιες, οι θλίψεις, οι στενοχώριες, τα πταίσματα, τα πάθη τα ψυχικά και τα συνακόλουθα σωματικά? για να προσφέρη αυτήν την θυσία στον Θεό κάθε θεοσεβής.
Διότι εκείνος που θα αποκτήση αυτήν την θυσία, την συντριβή και ταπείνωσι, δεν είναι δυνατόν να πέση από κανένα μέρος, γιατί βρίσκεται πιό κάτω από όλους. Και ο Θεός δεν κατέβηκε στην γή και δεν ταπείνωσε τον εαυτό του μέχρι θανάτου για τίποτε άλλο παρά μόνο, για να εμφυτεύση σε όσους πιστεύουν σ? αυτόν «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην».
Αν υποθέσουμε ότι κάποιος σκορπίζει όλα του τα υπάρχοντα και τα δίνει σε πτωχούς και νηστεύει και αγρυπνεί και χαμευνεί και προσεύχεται στο Θεό νύκτα και μέρα, και δεν ζητήση από το Θεό να αποκτήση καρδιά από φυσικού της συντετριμμένη και τεταπεινωμένη (διότι «πάν δώρημα τέλειον άνωθέν εστι καταβαίνον εκ του Πατρός των φώτων»), αυτός ο άνθρωπος δεν πρόκειται να ωφελήση καθόλου τον εαυτό του. Πρέπει λοιπόν να επιζητούμε εκείνη και μόνο την οδό διά της οποίας εμφυτεύεται μέσα μας καρδιά από φυσικού της συντετριμμένη και τεταπεινωμένη.
Συμεών ο Νέος Θεολόγος
εν χρειάζεται να δώση ο άνθρωπος άλλο τίποτε σάν αντάλλαγμα για την ψυχή του παρά το να γνωρίζη τον εαυτό του πως είναι μηδέν. Και με αυτό θα προσφέρη στον Θεό «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην», η οποία είναι η μόνη θυσία που αρμόζει να προσφέρεται στο Θεό από κάθε ευσεβή άνθρωπο.
Και αυτήν μόνο την θυσία δεν πρόκειται να εξουδενώση ο Θεός, ο οποίος γνωρίζει τον άνθρωπο πως δεν έχει άλλο τίποτε δικό του να του προσφέρη σάν θυσία, καθώς λέγει και ο Δαυΐδ: «Ότι ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα άν ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις. Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει».
Με αυτήν την θυσία και σώθηκαν και σώζονται και θα σωθούν βασιλείς, δυνάστες, ευγενείς, δυσγενείς, σοφοί, αμαθείς, πλούσιοι, φτωχοί, ζητιάνοι, άδικοι, πλεονέκτες, άνομοι, ασελγείς, φονιάδες και κάθε είδος αμαρτωλών. Και το βάθος αυτής της θυσίας πρέπει να μετράται με το μέτρο των αμαρτημάτων δηλαδή κατά τις αμαρτίες που έκανε ο άνθρωπος, ανάλογη να έχη και την ταπείνωσι και την συντριβή.
Aλλά ακόμη και όσιοι και δίκαιοι και καθαροί τή καρδία και όλοι γενικά διά μέσου αυτής μόνο της θυσίας σώζονται. Και η ελεημοσύνη και η πίστις και η φυγή του κόσμου και αυτός ο μεγάλος αγώνας του μαρτυρίου από τα κάρβουνα αυτής της θυσίας, δηλαδή της συντριβής, παίρνουν φωτιά.
Και αυτή είναι η θυσία στην οποία δεν βρίσκεται αμαρτία και η οποία νικά την φιλανθρωπία του Θεού. Γι' αυτήν την θυσία μόνο έρχονται οι αρρώστιες, οι θλίψεις, οι στενοχώριες, τα πταίσματα, τα πάθη τα ψυχικά και τα συνακόλουθα σωματικά? για να προσφέρη αυτήν την θυσία στον Θεό κάθε θεοσεβής.
Διότι εκείνος που θα αποκτήση αυτήν την θυσία, την συντριβή και ταπείνωσι, δεν είναι δυνατόν να πέση από κανένα μέρος, γιατί βρίσκεται πιό κάτω από όλους. Και ο Θεός δεν κατέβηκε στην γή και δεν ταπείνωσε τον εαυτό του μέχρι θανάτου για τίποτε άλλο παρά μόνο, για να εμφυτεύση σε όσους πιστεύουν σ? αυτόν «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην».
Αν υποθέσουμε ότι κάποιος σκορπίζει όλα του τα υπάρχοντα και τα δίνει σε πτωχούς και νηστεύει και αγρυπνεί και χαμευνεί και προσεύχεται στο Θεό νύκτα και μέρα, και δεν ζητήση από το Θεό να αποκτήση καρδιά από φυσικού της συντετριμμένη και τεταπεινωμένη (διότι «πάν δώρημα τέλειον άνωθέν εστι καταβαίνον εκ του Πατρός των φώτων»), αυτός ο άνθρωπος δεν πρόκειται να ωφελήση καθόλου τον εαυτό του. Πρέπει λοιπόν να επιζητούμε εκείνη και μόνο την οδό διά της οποίας εμφυτεύεται μέσα μας καρδιά από φυσικού της συντετριμμένη και τεταπεινωμένη.
Συμεών ο Νέος Θεολόγος
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΥΞΗ
Αυτός που ποθεί μʼ όλη του την καρδιά να επιστρέψει από την αμαρτία στον Κύριο, όπως ο άσωτος γιος στο πατρικό σπίτι, ας ξέρει πως η πρώτη θύρα που θα περάσει, είναι η συντριβή. Αυτή είναι η πιο ευπρόσδεκτη θυσία που μπορούμε να προσφέρουμε στο Θεό. «Ευάρεστη θυσία στο Θεό είναι η ψυχή που έχει συντριβεί από τη μετάνοια, ο Θεός δεν θʼ απορρίψει ποτέ μια καρδιά που έχει συντριβεί και ταπεινωθεί» (Ψαλμ. 50:19).
Η συντριβή έχει δύο όψεις, από το ένα μέρος τη μετάνοια για τα περασμένα αμαρτήματα, κι από το άλλο τη στέρεη απόφαση για τη μη επανάληψή τους. Αν, λοιπόν, μετανόησες αληθινά, πρώτα-πρώτα θα μισήσεις ολόψυχα τον προηγούμενο τρόπο της ζωής σου, όχι τόσο γιατί σε κρατούσε έξω από τη βασιλεία του Θεού ή γιατί φοβάσαι την κόλαση, αλλά γιατί πίκρανες τον πανάγαθο και αναμάρτητο Κύριο, που ενανθρώπησε και σταυρώθηκε για να σε λυτρώσει ακριβώς από την αμαρτία και τις ολέθριες συνέπειες της.
Η συντριβή, βέβαια, που από το θάνατο ξαναφέρνει στη ζωή τον μετανοημένο αμαρτωλό, είναι θείο δώρο. Είναι χάρισμα του Αγίου Πνεύματος, που προσφέρεται μόνο στις καλοπροαίρετες και ταπεινές ψυχές. Για να το λάβεις, πρέπει να κάνεις κι εσύ κάτι, να φανερώσεις δηλαδή τη γνησιότητα και την ειλικρίνεια της μετάνοιάς σου. Μάζεψε το νου σου και συλλογίσου όλα όσα μπορούν να σου εμπνεύσουν μίσος για την αμαρτία και να φέρουν στην καρδιά σου κατάνυξη. Ποια είναι αυτά; Εκείνα που αναφέρονται συνοπτικά στη συνέχεια.
Α΄ Ο αναλογισμός των σφαλμάτων σου
Κάθε ώρα και στιγμή νʼ αναλογίζεσαι τις αμαρτίες και τα σφάλματά σου απέναντι στον πανάγαθο Θεό, που τόσο πλούσια σʼ έχει ευεργετήσει, χαρίζοντάς σου πρωταρχικά το ύψιστο αγαθό της ζωής.
Γιατί όμως σου χάρισε τη ζωή; Όχι, βέβαια, για να εργάζεσαι, να τρως, να χτίζεις σπίτια να κάνεις δοσοληψίες, να μαζεύεις πλούτη, κι έπειτα να τʼ αφήνεις όλα με το θάνατο και να θάβεσαι για πάντα στο χώμα. Τι νόημα θα είχε κάτι τέτοιο; Ο Θεός σʼ έπλασε για να πας κοντά Του, να συμμετέχεις στη μακαριότητα Του, να γίνεις πολίτης της βασιλείας των ουρανών. Σʼ αυτό αποσκοπούν οι σωτήριες εντολές Του, σʼ αυτό σε βοηθούν τα θεία μυστήρια της Εκκλησίας Του, αλλά σʼ αυτό πρέπει να αποβλέπεις κι εσύ, επιστρατεύοντας όχι μόνο τις ψυχικές σου δυνάμεις, μα και τις αισθήσεις σου και τα μέλη του σώματός σου. Όλα σου τα έδωσε ο Κύριος για να τα χρησιμοποιήσεις, ώστε να Tον γνωρίσεις, να Tον ποθήσεις, να Tον πλησιάσεις και να ενωθείς μαζί Του. Σʼ έπλασε για να έχεις σʼ Aυτόν μόνο δοσμένα το νου και την καρδιά σου, τον πόθο και τη θέλησή σου, την πίστη και την ελπίδα σου.
Κι εσύ τι έκανες; Δόθηκες ολοκληρωτικά στην ευτέλεια και τη ματαιότητα των κτισμάτων, ξεχνώντας το Δημιουργό τους. Συλλογίσου, πως σπατάλησες ως τώρα τη ζωή σου, πόσες φορές πρόσβαλες το πανάγιο όνομα του Θεού, πόσες αισχρολογίες ξεστόμισες, πόσο καταφρόνησες τους γονείς σου, πόσο αδίκησες τον πλησίον σου, πόσες βρισιές είπες στο γείτονά σου, σε πόσα ψέματα και συκοφαντίες και κατακρίσεις έπεσε η γλώσσα σου, με πόσες σαρκικές αμαρτίες λέρωσες την ψυχή και το σώμα σου. Τι να πει κανείς όμως και για τους ρυπαρούς λογισμούς σου, για την υπερηφάνεια και την κενοδοξία σου, για το μίσος και τη μνησικακία σου, για τη δολιότητα και την πονηρία σου, για τη φιλαργυρία και τη λαιμαργία σου, για την οργή και την ασπλαχνία σου…. Αριθμό δεν έχουν οι κακίες σου, τέλος δεν έχουν οι πτώσεις σου. 'Έτσι, λοιπόν, χρησιμοποίησες τα δώρα του Κυρίου;
Αν έχεις μάτια να δεις, αν έχεις φιλότιμο να ομολογήσεις κι αν έχεις καρδιά να συναισθανθείς το πλήθος και το βάρος των ανομιών, με τις οποίες «πλήρωσες» το Θεό για τις ευεργεσίες Του, πώς, αλήθεια, δεν θα κλάψεις πικρά, πως δεν θα χύσεις ποτάμι τα δάκρυα από οδύνη και πόνο και συντριβή;
Β΄. Η γνώση των κακών που προξενεί η αμαρτία
Στη συντριβή της καρδιάς σου συμβάλλει και η γνώση των κακών που προξενεί η αμαρτία. Με κάθε πτώση στην αμαρτία, στερείσαι τη χάρη, τις δωρεές και τις δυνάμεις του Αγίου Πνεύματος, τη φιλία και την οικειότητα του Θεού, την πατρική φροντίδα Του, τη μετοχή σου στο μυστικό Σώμα Του, τις παρακλήσεις του Πνεύματος, την ειρήνη της συνειδήσεως, την κληρονομιά της βασιλείας των ουρανών.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να συντρίβεσαι, να κλαις και να οδύρεσαι, που ζημιώθηκες τόσο, που έχασες τέτοιο θησαυρό μακαριότητος, που ξέπεσες από τέτοιο ύψος χαρίτων σε τόσο ζοφερό πέλαγος δυστυχίας, σε τόσο σκοτεινό βάραθρο απώλειας;
Γ΄. Το μίσος του Κυρίου για την αμαρτία
Για νʼ αποκτήσεις μετάνοια και συντριβή, για να μισήσεις την αμαρτία, να σκέφτεσαι πόσο τη μισεί και ο Θεός, Αν ένας καλός άνθρωπος αγαπάει την αγαθότητα και αποστρέφεται την κακία, καταλαβαίνεις πόσο αγαπάει την αρετή και πόσο αποστρέφεται την αμαρτία ο πανάγαθος Θεός. Έτσι, την πρώτη τη βραβεύει με αιώνια δόξα και απόλαυση των άφθαρτων αγαθών, ενώ τη δεύτερη την αποδοκιμάζει με την αιώνια κόλαση και τη στέρηση των αγαθών αυτών.
Θυμήσου τέσσερις συγκλονιστικές περιπτώσεις ολέθριων συνεπειών της αμαρτίας: Τον μεγάλο κατακλυσμό, που εξολόθρευσε όλους τους ανθρώπους της γης, εκτός από τον δίκαιο Νώε και την οικογένειά του, τη φοβερή πτώση του Εωσφόρου, που, από άγγελος του φωτός έγινε πνεύμα του σκότους και διάβολος, την παρακοή και πτώση των προπατόρων μας, του Αδάμ και της Εύας, που εξορίστηκαν από τον παράδεισο και τέλος, την καταστροφή και τον αφανισμό των Σοδόμων.
Θα μπορούσαμε νʼ αναφέρουμε και άλλα παρόμοια περιστατικά, αλλά τούτα μόνο σου φτάνουν για να καταλάβεις και να θυμάσαι πόσο αποστρέφεται ο Θεός την αμαρτία. Τόσο πολύ μάλιστα, ώστε για να μας λυτρώσει ο Φιλάνθρωπος απʼ αυτή την κατάρα, δεν δίστασε να τη φορτώσει όλη για χάρη μας στον αναμάρτητο μονογενή Υιό Του, κι έτσι να μπορέσουμε εμείς να σωθούμε κοντά Του,
Με τους λογισμούς αυτούς η καρδιά σου θα γεμίζει από θείο φόβο και πόνο για τις αμαρτίες σου.
Δ΄. Η φοβερή κόλαση
Όμοια μπορείς να παρακινηθείς σε πένθος και δάκρυα με την ενθύμηση της ημέρας της Κρίσεως και των φοβερών τιμωριών της ατελεύτητης κολάσεως, εκεί, όπου οι αμαρτωλοί θα κλαίνε απαρηγόρητοι και απελπισμένοι, λέγοντας: Να, ψυχή μου, η κατάληξη της υπερηφάνειας και της αφροσύνης σου! Να που σε οδήγησαν οι σαρκικές ηδονές, που λάτρεψες περισσότερο από το Θεό! Πού είστε τώρα, ηδονές και απολαύσεις μου; Σε τι με ωφελήσατε; Για χάρη σας έχασα τα αιώνια αγαθά, στερήθηκα την ουράνια μακαριότητα και κληρονόμησα την ατέλειωτη κόλαση.
Σκέψου τα τούτα από τώρα, αδελφέ!
Κλάψε και μετανόησε για τις αμαρτίες σου, πριν έρθει η ώρα της φοβερής δίκης και καταδίκης σου, ώστε νʼ αποφύγεις τη φρικτή τιμωρία που περιμένει τους αμετανόητους.
Με όλες αυτές τις σκέψεις και άλλες παρόμοιες, έρχονται στην καρδιά σου η κατάνυξη και η συντριβή, το πένθος και τα δάκρυα, που είναι τα κλειδιά της μετάνοιας και της σωτηρίας.
Γιατί, όταν ο άνθρωπος αποκτήσει πνεύμα συντριβής, τότε ταπεινώνεται βαθιά. και όταν ταπεινωθεί, τον επισκέπτεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που τον μεταμορφώνει και τον κάνει από τη ζωή αυτή μέτοχο της βασιλείας του Θεού.
«ΠΩΣ ΘΑ ΣΩΘΟΥΜΕ»
Εκδ. Ι. Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Αυτός που ποθεί μʼ όλη του την καρδιά να επιστρέψει από την αμαρτία στον Κύριο, όπως ο άσωτος γιος στο πατρικό σπίτι, ας ξέρει πως η πρώτη θύρα που θα περάσει, είναι η συντριβή. Αυτή είναι η πιο ευπρόσδεκτη θυσία που μπορούμε να προσφέρουμε στο Θεό. «Ευάρεστη θυσία στο Θεό είναι η ψυχή που έχει συντριβεί από τη μετάνοια, ο Θεός δεν θʼ απορρίψει ποτέ μια καρδιά που έχει συντριβεί και ταπεινωθεί» (Ψαλμ. 50:19).
Η συντριβή έχει δύο όψεις, από το ένα μέρος τη μετάνοια για τα περασμένα αμαρτήματα, κι από το άλλο τη στέρεη απόφαση για τη μη επανάληψή τους. Αν, λοιπόν, μετανόησες αληθινά, πρώτα-πρώτα θα μισήσεις ολόψυχα τον προηγούμενο τρόπο της ζωής σου, όχι τόσο γιατί σε κρατούσε έξω από τη βασιλεία του Θεού ή γιατί φοβάσαι την κόλαση, αλλά γιατί πίκρανες τον πανάγαθο και αναμάρτητο Κύριο, που ενανθρώπησε και σταυρώθηκε για να σε λυτρώσει ακριβώς από την αμαρτία και τις ολέθριες συνέπειες της.
Η συντριβή, βέβαια, που από το θάνατο ξαναφέρνει στη ζωή τον μετανοημένο αμαρτωλό, είναι θείο δώρο. Είναι χάρισμα του Αγίου Πνεύματος, που προσφέρεται μόνο στις καλοπροαίρετες και ταπεινές ψυχές. Για να το λάβεις, πρέπει να κάνεις κι εσύ κάτι, να φανερώσεις δηλαδή τη γνησιότητα και την ειλικρίνεια της μετάνοιάς σου. Μάζεψε το νου σου και συλλογίσου όλα όσα μπορούν να σου εμπνεύσουν μίσος για την αμαρτία και να φέρουν στην καρδιά σου κατάνυξη. Ποια είναι αυτά; Εκείνα που αναφέρονται συνοπτικά στη συνέχεια.
Α΄ Ο αναλογισμός των σφαλμάτων σου
Κάθε ώρα και στιγμή νʼ αναλογίζεσαι τις αμαρτίες και τα σφάλματά σου απέναντι στον πανάγαθο Θεό, που τόσο πλούσια σʼ έχει ευεργετήσει, χαρίζοντάς σου πρωταρχικά το ύψιστο αγαθό της ζωής.
Γιατί όμως σου χάρισε τη ζωή; Όχι, βέβαια, για να εργάζεσαι, να τρως, να χτίζεις σπίτια να κάνεις δοσοληψίες, να μαζεύεις πλούτη, κι έπειτα να τʼ αφήνεις όλα με το θάνατο και να θάβεσαι για πάντα στο χώμα. Τι νόημα θα είχε κάτι τέτοιο; Ο Θεός σʼ έπλασε για να πας κοντά Του, να συμμετέχεις στη μακαριότητα Του, να γίνεις πολίτης της βασιλείας των ουρανών. Σʼ αυτό αποσκοπούν οι σωτήριες εντολές Του, σʼ αυτό σε βοηθούν τα θεία μυστήρια της Εκκλησίας Του, αλλά σʼ αυτό πρέπει να αποβλέπεις κι εσύ, επιστρατεύοντας όχι μόνο τις ψυχικές σου δυνάμεις, μα και τις αισθήσεις σου και τα μέλη του σώματός σου. Όλα σου τα έδωσε ο Κύριος για να τα χρησιμοποιήσεις, ώστε να Tον γνωρίσεις, να Tον ποθήσεις, να Tον πλησιάσεις και να ενωθείς μαζί Του. Σʼ έπλασε για να έχεις σʼ Aυτόν μόνο δοσμένα το νου και την καρδιά σου, τον πόθο και τη θέλησή σου, την πίστη και την ελπίδα σου.
Κι εσύ τι έκανες; Δόθηκες ολοκληρωτικά στην ευτέλεια και τη ματαιότητα των κτισμάτων, ξεχνώντας το Δημιουργό τους. Συλλογίσου, πως σπατάλησες ως τώρα τη ζωή σου, πόσες φορές πρόσβαλες το πανάγιο όνομα του Θεού, πόσες αισχρολογίες ξεστόμισες, πόσο καταφρόνησες τους γονείς σου, πόσο αδίκησες τον πλησίον σου, πόσες βρισιές είπες στο γείτονά σου, σε πόσα ψέματα και συκοφαντίες και κατακρίσεις έπεσε η γλώσσα σου, με πόσες σαρκικές αμαρτίες λέρωσες την ψυχή και το σώμα σου. Τι να πει κανείς όμως και για τους ρυπαρούς λογισμούς σου, για την υπερηφάνεια και την κενοδοξία σου, για το μίσος και τη μνησικακία σου, για τη δολιότητα και την πονηρία σου, για τη φιλαργυρία και τη λαιμαργία σου, για την οργή και την ασπλαχνία σου…. Αριθμό δεν έχουν οι κακίες σου, τέλος δεν έχουν οι πτώσεις σου. 'Έτσι, λοιπόν, χρησιμοποίησες τα δώρα του Κυρίου;
Αν έχεις μάτια να δεις, αν έχεις φιλότιμο να ομολογήσεις κι αν έχεις καρδιά να συναισθανθείς το πλήθος και το βάρος των ανομιών, με τις οποίες «πλήρωσες» το Θεό για τις ευεργεσίες Του, πώς, αλήθεια, δεν θα κλάψεις πικρά, πως δεν θα χύσεις ποτάμι τα δάκρυα από οδύνη και πόνο και συντριβή;
Β΄. Η γνώση των κακών που προξενεί η αμαρτία
Στη συντριβή της καρδιάς σου συμβάλλει και η γνώση των κακών που προξενεί η αμαρτία. Με κάθε πτώση στην αμαρτία, στερείσαι τη χάρη, τις δωρεές και τις δυνάμεις του Αγίου Πνεύματος, τη φιλία και την οικειότητα του Θεού, την πατρική φροντίδα Του, τη μετοχή σου στο μυστικό Σώμα Του, τις παρακλήσεις του Πνεύματος, την ειρήνη της συνειδήσεως, την κληρονομιά της βασιλείας των ουρανών.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να συντρίβεσαι, να κλαις και να οδύρεσαι, που ζημιώθηκες τόσο, που έχασες τέτοιο θησαυρό μακαριότητος, που ξέπεσες από τέτοιο ύψος χαρίτων σε τόσο ζοφερό πέλαγος δυστυχίας, σε τόσο σκοτεινό βάραθρο απώλειας;
Γ΄. Το μίσος του Κυρίου για την αμαρτία
Για νʼ αποκτήσεις μετάνοια και συντριβή, για να μισήσεις την αμαρτία, να σκέφτεσαι πόσο τη μισεί και ο Θεός, Αν ένας καλός άνθρωπος αγαπάει την αγαθότητα και αποστρέφεται την κακία, καταλαβαίνεις πόσο αγαπάει την αρετή και πόσο αποστρέφεται την αμαρτία ο πανάγαθος Θεός. Έτσι, την πρώτη τη βραβεύει με αιώνια δόξα και απόλαυση των άφθαρτων αγαθών, ενώ τη δεύτερη την αποδοκιμάζει με την αιώνια κόλαση και τη στέρηση των αγαθών αυτών.
Θυμήσου τέσσερις συγκλονιστικές περιπτώσεις ολέθριων συνεπειών της αμαρτίας: Τον μεγάλο κατακλυσμό, που εξολόθρευσε όλους τους ανθρώπους της γης, εκτός από τον δίκαιο Νώε και την οικογένειά του, τη φοβερή πτώση του Εωσφόρου, που, από άγγελος του φωτός έγινε πνεύμα του σκότους και διάβολος, την παρακοή και πτώση των προπατόρων μας, του Αδάμ και της Εύας, που εξορίστηκαν από τον παράδεισο και τέλος, την καταστροφή και τον αφανισμό των Σοδόμων.
Θα μπορούσαμε νʼ αναφέρουμε και άλλα παρόμοια περιστατικά, αλλά τούτα μόνο σου φτάνουν για να καταλάβεις και να θυμάσαι πόσο αποστρέφεται ο Θεός την αμαρτία. Τόσο πολύ μάλιστα, ώστε για να μας λυτρώσει ο Φιλάνθρωπος απʼ αυτή την κατάρα, δεν δίστασε να τη φορτώσει όλη για χάρη μας στον αναμάρτητο μονογενή Υιό Του, κι έτσι να μπορέσουμε εμείς να σωθούμε κοντά Του,
Με τους λογισμούς αυτούς η καρδιά σου θα γεμίζει από θείο φόβο και πόνο για τις αμαρτίες σου.
Δ΄. Η φοβερή κόλαση
Όμοια μπορείς να παρακινηθείς σε πένθος και δάκρυα με την ενθύμηση της ημέρας της Κρίσεως και των φοβερών τιμωριών της ατελεύτητης κολάσεως, εκεί, όπου οι αμαρτωλοί θα κλαίνε απαρηγόρητοι και απελπισμένοι, λέγοντας: Να, ψυχή μου, η κατάληξη της υπερηφάνειας και της αφροσύνης σου! Να που σε οδήγησαν οι σαρκικές ηδονές, που λάτρεψες περισσότερο από το Θεό! Πού είστε τώρα, ηδονές και απολαύσεις μου; Σε τι με ωφελήσατε; Για χάρη σας έχασα τα αιώνια αγαθά, στερήθηκα την ουράνια μακαριότητα και κληρονόμησα την ατέλειωτη κόλαση.
Σκέψου τα τούτα από τώρα, αδελφέ!
Κλάψε και μετανόησε για τις αμαρτίες σου, πριν έρθει η ώρα της φοβερής δίκης και καταδίκης σου, ώστε νʼ αποφύγεις τη φρικτή τιμωρία που περιμένει τους αμετανόητους.
Με όλες αυτές τις σκέψεις και άλλες παρόμοιες, έρχονται στην καρδιά σου η κατάνυξη και η συντριβή, το πένθος και τα δάκρυα, που είναι τα κλειδιά της μετάνοιας και της σωτηρίας.
Γιατί, όταν ο άνθρωπος αποκτήσει πνεύμα συντριβής, τότε ταπεινώνεται βαθιά. και όταν ταπεινωθεί, τον επισκέπτεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που τον μεταμορφώνει και τον κάνει από τη ζωή αυτή μέτοχο της βασιλείας του Θεού.
«ΠΩΣ ΘΑ ΣΩΘΟΥΜΕ»
Εκδ. Ι. Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό