"Βιβλιοκαλια" Κειμενα Αγιων Πατερων
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
Αλλά αδικούμαι, λέγει, κατʼ άλλον τρόπον, και αν ακόμη δεν βλασφημήσω, διότι όταν μου αφαιρεθούν τα χρήματα, λέγει, γίνομαι άχρηστος δια την ελεημοσύνη. Αυτά είναι δικαιολογία και πρόφαση. Διότι αν δια τούτο λυπάσαι, γνώριζε καλά ότι η πενία δεν γίνεται εμπόδιο δια την ελεημοσύνη. Διότι και αν ακόμη είσαι απείρους φοράς πτωχός, δεν είσαι πτωχότερος από εκείνη που είχε μία φούχτα αλεύρου μόνον, και από την άλλη που είχε μόνον δύο οβολούς, και οι οποίοι προσέφεραν ολόκληρη την περιουσία τους εις αυτούς που είχαν ανάγκη και εθαυμάσθησαν πάρα πολύ. Και η τόση πενία τους δεν έγινε εμπόδιο εις τόσον μεγάλη φιλανθρωπία, αλλά η ελεημοσύνη των δύο λεπτών έγινε τόσον πλούσια και αξιόλογος ώστε επεσκίασε όλους τους πλούσιους, και υπερέβαλε εκείνους οι οποίοι προσέφεραν πολλούς στατήρας, με τον πλούτο της προθέσεως και με την μεγάλη αξία της προθυμίας.Ώστε λοιπόν ούτε εδώ αδικείσαι, αλλά και περισσότερο κερδίζεις, καθόσον με ολίγην εισφορά λαμβάνεις λαμπρότερους στεφάνους από εκείνους οι οποίοι καταθέτουν πολλά.
Αλλʼ επειδή, αν και αυτά τα έχουμε πει αναρίθμητες φορές, αι φιλοσώματοι ψυχαί, αι οποίαι ευχαρίστως κυλίονται εις τα βιοτικά, και ηδυπαθώς απολαμβάνουν τα πράγματα της παρούσης ζωής, δεν θα αποφάσιζαν εύκολα να απομακρυνθούν από τα άνθη που σαπίζουν (διότι τέτοια είναι τα ευχάριστα της ζωής αυτής) ούτε δέχονται να αφήσουν τας σκιάς. Αλλʼ οι μεν λογικοί προσηλώνονται και εις εκείνα και εις αυτά, οι δε ελεεινότεροι και αθλιότεροι περισσότερο μεν εις εκείνα, ελάχιστα δε εις αυτά, εμπρός, ας αφαιρέσουμε τα φαιδρά και επιφανή προσωπεία της αισχρής και άσχημης μορφής των πραγμάτων αυτών, και ας δείξουμε την αηδία της γυναικός, η οποία ζει σαν εταίρα. Διότι κάτι τέτοιο είναι η τοιούτου είδους ζωή, η οποία δίδει την προσοχή της εις την απόλαυση, τον πλούτο και την δύναμη, γεμάτη αισχρότητα, ασχήμια και πολλή εντροπή, πλημμυρισμένη από αηδία, βάρος και πικρία.
Άλλωστε αυτό είναι κυρίως που στερεί τους κυριευμένους απʼ αυτήν την ζωή από κάθε συγγνώμη, ότι ενώ η ζωή αυτή είναι πλημμυρισμένη από αηδία και πολλή πικρία, είναι εις αυτούς επιθυμητή και περιζήτητος, αν και είναι γεμάτη από αναρίθμητα κακά, κινδύνους, αίματα, κρημνούς, σκοπέλους, και φόνους, και φόβους, και τρόμους, και φθόνο, και βασκανία, και επιβουλή, και φροντίδα διαρκή και μέριμνα και δεν έχει κανένα κέρδος, ούτε αποφέρει κανένα όφελος εκ των τόσων κακών, παρά κόλαση και τιμωρία και διαρκείς βασάνους. Και ενώ είναι τέτοια η ζωή, φαίνεται εις τους πολλούς, αξιοζήλευτος και περιζήτητος, πράγμα το οποίο προέρχεται εκ την μωρίας των κυριευθέντων από αυτήν, και όχι από την αξία του πράγματος. Επειδή και τα μικρά παιδιά θαυμάζουν και σαστίζουν με τα παιχνιδάκια, όσα πράγματα όμως ταιριάζουν εις τους μεγάλους δεν μπορούν να τα νοιώσουν καθόλου. Αλλ΄ εκείνα μεν συγχωρούνται δια το μικρόν της ηλικίας τους. Αυτοί όμως δεν μπορούν να απολογηθούν, διότι ενώ ευρίσκονται εις ώριμη ηλικία, έχουν γνώμη παιδική και συμπεριφέρονται περισσότερο ανόητα και από εκείνα.
Ειπέ μου, διατί είναι αξιοζήλευτος ο πλούτος; Είναι ανάγκη να αρχίσουμε από εδώ σαν προοίμιο, διότι φαίνεται εις τους πολλούς που είναι άρρωστοι από την βαριά αυτήν ασθένεια ότι είναι πολυτιμότερος από την υγεία και τη ζωή, και από τον έπαινο των πολλών, και από την καλή υπόληψη, και από την πατρίδα, και από τους γνωστούς, και από τους φίλους, και από τους συγγενείς, και από όλα τα άλλα. Και υψώθη λοιπόν η φωτιά αυτή μέχρι τα σύννεφα, και εκυρίευσε γη και θάλασσα η κάμινος αυτή. Και δεν υπάρχει κανείς που να σβήσει την φλόγα αυτήν. Αυτοί δε που την συνδαυλίζουν είναι όλοι αυτοί που εκυριεύθησαν από το πάθος, και αυτοί που δεν εκυριεύθησαν ακόμη, δια να κυριευθούν. Και μπορεί να δει κανείς και άνδρα και γυναίκα και δούλο και ελεύθερον και πλούσιο και πτωχό να μεταφέρει κατά την δύναμή του δεμάτια και να προσφέρει πολλή τροφή εις την φλόγα αυτήν ημέρα και νύκτα. Τα δε φορτία δεν είναι από ξύλα, ούτε από φρύγανα (διότι δεν είναι τέτοιου είδους η φλόγα), αλλά από ψυχάς και σώματα, αδικίας και παρανομίας.
Διότι από αυτά ανάβει το είδος της φλόγας αυτής. Διότι και οι πλούσιοι πουθενά δεν σταματούν την ανόητον αυτήν επιθυμία, και αν ακόμη αποκτήσουν ολόκληρη την οικουμένη. Και οι πτωχοί βιάζονται να φθάσουν εκείνους, και κάποια λύσσα αθεράπευτος και μανία ακατάσχετος και ασθένεια αδιόρθωτος κυριεύει τας ψυχάς όλων. Και αυτός ο έρωτας νικά κάθε άλλον έρωτα και τον ωθεί και εκβάλλει από την ψυχή.
Και ούτε λόγος φιλίας υπάρχει, ούτε συγγενείας. Και διατί λέγω φιλίας και συγγενείας; Ούτε γυναικός ούτε παιδιών, από τα οποία τι αγαπητότερο μπορεί να γίνει εις τους άνδρας; Αλλʼ όλα ρίπτονται κάτω και καταπατούνται, όταν η ωμή και απάνθρωπος αυτή κυρία κυριεύσει τας ψυχάς όλων όσων κυριευθούν. Διότι ωσάν κυρία των απάνθρωπος, και ωσάν σκληρός τύραννος, και ωσάν βάναυσος βάρβαρος και ωσάν πόρνη κοινή και πολυδάπανος, καταντροπιάζει και κατατυραννάει, και καταδικάζει με αναρίθμητους κινδύνους και τιμωρίες όσους προτίμησαν να την υπηρετήσουν. Και ενώ είναι φοβερά και αμείλικτος, αγρία και σκληρή, και έχει πρόσωπο βαρβάρου, μάλλον δεν θηριώδες, και από λύκο και λέοντα αγριότερο, φαίνεται ότι είναι ευγενική και ποθητή και γλυκυτέρα από το μέλι εις όσους αιχμαλωτισθούν από αυτήν.
Και χαλκεύει εναντίον των κάθε ημέρα ξίφη και όπλα και ανασκάπτει βάραθρα, και τους οδηγεί εις κρημνούς και εις σκοπέλους και πλέκει άπειρα δίκτυα τιμωρίας εναντίον των και φαίνεται ωσάν να κάμει αυτούς αξιοζήλευτους, τόσο εις αυτούς τους ιδίους που έχουν κυριευθεί, όσο και εις εκείνους που επιθυμούν να κυριευθούν. Και όπως ο χοίρος που κυλίεται εις τον αύλακα και εις τον βόρβορο ευχαριστείται και απολαμβάνει, και όπως οι κάνθαροι που ανακατεύουν συνεχώς την κοπριά, έτσι λοιπόν και όσοι εκυριεύθησαν από την φιλαργυρία είναι περισσότερο δυστυχισμένοι και από αυτά τα ζώα. Διότι αυτή η αηδία είναι μεγαλύτερη και βρoμερώτερος ο βούρκος. Διότι ενώ διέρχονται την ζωή των μέσα εις το πάθος αυτό, νομίζουν ότι αποκομίζουν από αυτό πολλή ηδονή. Αυτό δε οφείλεται όχι εις την φύση τους πράγματος, αλλά εις την μεγάλη μωρία της αρρώστου ψυχής. Αυτό δε είναι χειρότερο από την αλογία των ζώων εκείνων. Όπως λοιπόν εις τον βούρκο και την κοπριά, αιτία δεν είναι η κοπριά και ο βούρκος, αλλά η αλογία των ζώων που έχουν πέσει μέσα, έτσι να σκεφθείς σχετικά και με τους ανθρώπους.
Αλλʼ επειδή, αν και αυτά τα έχουμε πει αναρίθμητες φορές, αι φιλοσώματοι ψυχαί, αι οποίαι ευχαρίστως κυλίονται εις τα βιοτικά, και ηδυπαθώς απολαμβάνουν τα πράγματα της παρούσης ζωής, δεν θα αποφάσιζαν εύκολα να απομακρυνθούν από τα άνθη που σαπίζουν (διότι τέτοια είναι τα ευχάριστα της ζωής αυτής) ούτε δέχονται να αφήσουν τας σκιάς. Αλλʼ οι μεν λογικοί προσηλώνονται και εις εκείνα και εις αυτά, οι δε ελεεινότεροι και αθλιότεροι περισσότερο μεν εις εκείνα, ελάχιστα δε εις αυτά, εμπρός, ας αφαιρέσουμε τα φαιδρά και επιφανή προσωπεία της αισχρής και άσχημης μορφής των πραγμάτων αυτών, και ας δείξουμε την αηδία της γυναικός, η οποία ζει σαν εταίρα. Διότι κάτι τέτοιο είναι η τοιούτου είδους ζωή, η οποία δίδει την προσοχή της εις την απόλαυση, τον πλούτο και την δύναμη, γεμάτη αισχρότητα, ασχήμια και πολλή εντροπή, πλημμυρισμένη από αηδία, βάρος και πικρία.
Άλλωστε αυτό είναι κυρίως που στερεί τους κυριευμένους απʼ αυτήν την ζωή από κάθε συγγνώμη, ότι ενώ η ζωή αυτή είναι πλημμυρισμένη από αηδία και πολλή πικρία, είναι εις αυτούς επιθυμητή και περιζήτητος, αν και είναι γεμάτη από αναρίθμητα κακά, κινδύνους, αίματα, κρημνούς, σκοπέλους, και φόνους, και φόβους, και τρόμους, και φθόνο, και βασκανία, και επιβουλή, και φροντίδα διαρκή και μέριμνα και δεν έχει κανένα κέρδος, ούτε αποφέρει κανένα όφελος εκ των τόσων κακών, παρά κόλαση και τιμωρία και διαρκείς βασάνους. Και ενώ είναι τέτοια η ζωή, φαίνεται εις τους πολλούς, αξιοζήλευτος και περιζήτητος, πράγμα το οποίο προέρχεται εκ την μωρίας των κυριευθέντων από αυτήν, και όχι από την αξία του πράγματος. Επειδή και τα μικρά παιδιά θαυμάζουν και σαστίζουν με τα παιχνιδάκια, όσα πράγματα όμως ταιριάζουν εις τους μεγάλους δεν μπορούν να τα νοιώσουν καθόλου. Αλλ΄ εκείνα μεν συγχωρούνται δια το μικρόν της ηλικίας τους. Αυτοί όμως δεν μπορούν να απολογηθούν, διότι ενώ ευρίσκονται εις ώριμη ηλικία, έχουν γνώμη παιδική και συμπεριφέρονται περισσότερο ανόητα και από εκείνα.
Ειπέ μου, διατί είναι αξιοζήλευτος ο πλούτος; Είναι ανάγκη να αρχίσουμε από εδώ σαν προοίμιο, διότι φαίνεται εις τους πολλούς που είναι άρρωστοι από την βαριά αυτήν ασθένεια ότι είναι πολυτιμότερος από την υγεία και τη ζωή, και από τον έπαινο των πολλών, και από την καλή υπόληψη, και από την πατρίδα, και από τους γνωστούς, και από τους φίλους, και από τους συγγενείς, και από όλα τα άλλα. Και υψώθη λοιπόν η φωτιά αυτή μέχρι τα σύννεφα, και εκυρίευσε γη και θάλασσα η κάμινος αυτή. Και δεν υπάρχει κανείς που να σβήσει την φλόγα αυτήν. Αυτοί δε που την συνδαυλίζουν είναι όλοι αυτοί που εκυριεύθησαν από το πάθος, και αυτοί που δεν εκυριεύθησαν ακόμη, δια να κυριευθούν. Και μπορεί να δει κανείς και άνδρα και γυναίκα και δούλο και ελεύθερον και πλούσιο και πτωχό να μεταφέρει κατά την δύναμή του δεμάτια και να προσφέρει πολλή τροφή εις την φλόγα αυτήν ημέρα και νύκτα. Τα δε φορτία δεν είναι από ξύλα, ούτε από φρύγανα (διότι δεν είναι τέτοιου είδους η φλόγα), αλλά από ψυχάς και σώματα, αδικίας και παρανομίας.
Διότι από αυτά ανάβει το είδος της φλόγας αυτής. Διότι και οι πλούσιοι πουθενά δεν σταματούν την ανόητον αυτήν επιθυμία, και αν ακόμη αποκτήσουν ολόκληρη την οικουμένη. Και οι πτωχοί βιάζονται να φθάσουν εκείνους, και κάποια λύσσα αθεράπευτος και μανία ακατάσχετος και ασθένεια αδιόρθωτος κυριεύει τας ψυχάς όλων. Και αυτός ο έρωτας νικά κάθε άλλον έρωτα και τον ωθεί και εκβάλλει από την ψυχή.
Και ούτε λόγος φιλίας υπάρχει, ούτε συγγενείας. Και διατί λέγω φιλίας και συγγενείας; Ούτε γυναικός ούτε παιδιών, από τα οποία τι αγαπητότερο μπορεί να γίνει εις τους άνδρας; Αλλʼ όλα ρίπτονται κάτω και καταπατούνται, όταν η ωμή και απάνθρωπος αυτή κυρία κυριεύσει τας ψυχάς όλων όσων κυριευθούν. Διότι ωσάν κυρία των απάνθρωπος, και ωσάν σκληρός τύραννος, και ωσάν βάναυσος βάρβαρος και ωσάν πόρνη κοινή και πολυδάπανος, καταντροπιάζει και κατατυραννάει, και καταδικάζει με αναρίθμητους κινδύνους και τιμωρίες όσους προτίμησαν να την υπηρετήσουν. Και ενώ είναι φοβερά και αμείλικτος, αγρία και σκληρή, και έχει πρόσωπο βαρβάρου, μάλλον δεν θηριώδες, και από λύκο και λέοντα αγριότερο, φαίνεται ότι είναι ευγενική και ποθητή και γλυκυτέρα από το μέλι εις όσους αιχμαλωτισθούν από αυτήν.
Και χαλκεύει εναντίον των κάθε ημέρα ξίφη και όπλα και ανασκάπτει βάραθρα, και τους οδηγεί εις κρημνούς και εις σκοπέλους και πλέκει άπειρα δίκτυα τιμωρίας εναντίον των και φαίνεται ωσάν να κάμει αυτούς αξιοζήλευτους, τόσο εις αυτούς τους ιδίους που έχουν κυριευθεί, όσο και εις εκείνους που επιθυμούν να κυριευθούν. Και όπως ο χοίρος που κυλίεται εις τον αύλακα και εις τον βόρβορο ευχαριστείται και απολαμβάνει, και όπως οι κάνθαροι που ανακατεύουν συνεχώς την κοπριά, έτσι λοιπόν και όσοι εκυριεύθησαν από την φιλαργυρία είναι περισσότερο δυστυχισμένοι και από αυτά τα ζώα. Διότι αυτή η αηδία είναι μεγαλύτερη και βρoμερώτερος ο βούρκος. Διότι ενώ διέρχονται την ζωή των μέσα εις το πάθος αυτό, νομίζουν ότι αποκομίζουν από αυτό πολλή ηδονή. Αυτό δε οφείλεται όχι εις την φύση τους πράγματος, αλλά εις την μεγάλη μωρία της αρρώστου ψυχής. Αυτό δε είναι χειρότερο από την αλογία των ζώων εκείνων. Όπως λοιπόν εις τον βούρκο και την κοπριά, αιτία δεν είναι η κοπριά και ο βούρκος, αλλά η αλογία των ζώων που έχουν πέσει μέσα, έτσι να σκεφθείς σχετικά και με τους ανθρώπους.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Και πως μπορούμε να θεραπεύσουμε αυτούς που ευρίσκονται εις αυτήν την κατάσταση; Αν ήθελαν να ανοίξουν τα αυτιά τους, να καθαρίσουν τον νου τους και να δεχθούν τα λεγόμενα. Διότι τα μεν άλογα ζώα να τα μετατοπίσει κανείς και να τα απομακρύνει από την ακάθαρτο διαμονή των δεν είναι δυνατόν. Διότι στερούνται λογισμού. Το δε ημερότερο τούτο γένος, το οποίο έχει προικισθεί με σκέψη και λόγο, εννοώ τον άνθρωπο, αν θέλει, είναι εύκολο και μάλιστα πολύ εύκολο να τον απαλλάξεις από τον βόρβορο εκείνον και την δυσωδία και από την κοπριά και από την αηδία. Δια ποιον λόγο, άνθρωπε, σου φαίνεται ότι ο πλούτος είναι πολυπόθητος; Δια την απόλαυση που απορρέει από τα τραπέζια;
Δια την τιμή και την περιποίηση που παρέχει με τους υπηρέτες; Δια το ότι μπορεί και τους αδικούντας να αντιμετωπίζει και να είναι εις όλους φοβερός; Διότι δεν θα μπορούσες να αναφέρεις άλλες αιτίες, παρά την ηδονή, και την κολακεία, τον φόβο και την τιμωρία. Διότι οι πλούτος ούτε σοφότερο, ούτε φρονιμότερο, ούτε καλύτερο, ούτε συνετότερο συνηθίζει να κάνει τον άνθρωπο, ούτε χρηστό, ούτε φιλάνθρωπο, ούτε δυνατότερο από την οργή, ούτε καλύτερο από την κοιλία, ούτε ανώτερο από τας ηδονάς. Δεν μαθαίνει τον άνθρωπο να είναι μετριοπαθείς, ούτε τον διδάσκει να είναι συνεσταλμένος, ούτε κάποιο άλλο μέρος της αρετής εισάγει και φυτεύει εις την ψυχή. Ούτε μπορείς να ειπείς διατί είναι εις εσένα αυτός περισσότερο περιζήτητος και περισσότερο ποθητός από τους άλλους. Διότι όχι μόνον δεν γνωρίζει να φυτεύει ή να καλλιεργήσει κανένα από τα αγαθά, αλλά και αν ακόμη τα εύρη συγκεντρωμένα, τα βλάπτει, τα εμποδίζει, τα καταξηραίνει. Μερικά δε και τα ξεριζώνει και φυτεύει τα αντίθετα αυτών, ακολασίαν άμετρον, θυμόν άκαιρον, οργήν άδικον, αλαζονείαν, υπερηφάνειαν, μωρίαν.
Αλλʼ ας μη ομιλήσω περί αυτών. Διότι αυτοί που έχουν κυριευθεί από την ασθένεια αυτήν δεν ανέχονται να ακούσουν περί αρετής και κακίας, επειδή είναι όλοι παραδεδομένοι εις την ηδονή και δουλεύουν εις αυτήν, δεν ανέχονται να βλέπουν ότι κατηγορούνται και συγχρόνως ελέγχονται.
Εμπρός λοιπόν ας αφήσουμε ως εδώ τον λόγο δια το θέμα αυτό, και ας φέρουμε τα υπόλοιπα εις το μέσο, και ας ίδωμεν αν έχει κάποια ηδονή ο πλούτος, κάποια τιμή. Διότι εγώ βλέπω τελείως το αντίθετο. Και αν θέλετε ας εξετάσουμε πρώτον τας τράπεζας των πλουσίων και των πτωχών, και ας ερωτήσουμε αυτούς που γευματίζουν, ποίοι είναι εκείνοι που απολαμβάνουν την καθαρά και γνήσια ηδονή; Αυτοί οι οποίοι περνούν την ημέρα τους ξαπλωμένοι επάνω εις κλίνη και συνδέουν τα βραδινά δείπνα με τα μεσημβρινά, και τρώγουν μέχρι σκασμού, και ανάβουν τας αισθήσεις, και με το υπέρογκο φορτίο των τροφών κάνουν το πλοίο να βυθίζεται και να πλημμυρίζει, και καταπνίγουν την ψυχή εις το ναυάγιο του σώματος και επινοούν δεσμά δια τα πόδια, τα χέρια και την γλώσσα, και περισφίγγουν όλο το σώμα τους με τα δεσμά της μέθης και της ακολασίας τα οποία είναι χειρότερα από τα δεσμά σιδηράς αλυσίδας, και δεν έχουν ύπνο ήσυχο και καθαρό, και ούτε είναι απαλλαγμένοι από όνειρα φοβερά και είναι πιο δυστυχισμένοι από τους τρελούς, και εισάγουν μέσα εις την ψυχή τους δαίμονα αδιάντροπο, και γίνονται περίγελος εις τους υπηρέτες τους, μάλλον δε και τραγωδία και δακρύων αφορμή εις τους καλυτέρους εξ αυτών, και δεν γνωρίζουν κανένα από τους παρόντες, ούτε μπορούν να ακούσουν και να ειπούν κάτι, αλλά ορμητικά οδηγούνται από τα ανάκλιντρα εις την κλίνη;
Ή εκείνοι που προσέχουν και επαγρυπνούν και αναλόγως της ανάγκης κανονίζουν το μέτρο και πλέουν γαλήνια εις την ζωή τους ωσάν το καλύτερο καρύκευμα εις τας τροφάς και εις τα ποτά έχουν την πείνα και την δίψα; Διότι τίποτε δεν φέρει τόση ηδονή και υγεία, όση το να εγγίζει κανείς την τράπεζα όταν πεινά και διψά και να γνωρίζει ωσάν χόρτασμα μόνον την ανάγκην και να μην υπερβαίνει τα όρια της, ούτε να εισάγει εις το σώμα του βάρος μεγαλύτερο από ό,τι μπορεί να σηκώσει.
Και αν απιστείς εις τον λόγο μου παρατήρησε καλά τα σώματα και των δύο, και την ψυχή εκάστου. Δεν είναι τα σώματα εκείνων που διαιτώνται με εγκράτεια (διότι μη μου αναφέρεις αυτό που σπανίως συμβαίνει, και αν υπάρχουν ασθενείς από κάποια άλλη περίσταση, αλλά συμπέρανε από όσα πάντοτε και συνεχώς συμβαίνουν), δεν είναι τα σώματα των διαιτωμένων με εγκράτεια εύρωστα και οι αισθήσεις τους δυναμωμένες, επιτελώντας το έργο τους με πολλή ευκολία;
Των δε άλλων πλαδαρά και περισσότερο μαλακά από τον κηρόν και πολιορκούμενα από πλήθος νοσημάτων; Διότι και ποδάγραι τους καταλαμβάνουν, και τρέμουλα αδικαιολόγητος, και γήρας πρόωρο, και πονοκέφαλοι, και πρηξίματα, και στομαχικές διαταραχές, και ελλείψεις ορέξεως, και διαρκώς έχουν ανάγκη ιατρών και συνεχών φαρμάκων και καθημερινής θεραπείας. Λοιπόν ειπέ μου, είναι αυτά ίδιον της ηδονής; Και ποιος από τους γνωρίζοντας τα πράγματα θα ειπεί τι είναι ηδονή; Διότι η ηδονή γίνεται τότε όταν προηγηθεί η επιθυμία και μετά ακολουθήσει η απόλαυση. Αν όμως υπάρχει απόλαυση, επιθυμία δε πουθενά δεν φαίνεται, η ηδονή φεύγει και εξαφανίζεται. Δια τούτο ακριβώς και οι ασθενείς, αν και έχουν ενώπιον των εξαίρετα φαγητά, αισθάνονται ναυτία, και φαίνονται να ενοχλούνται καθώς τα τρώγουν επειδή λείπει απʼ αυτούς η όρεξη η οποία κάνει την απόλαυση γλυκύτατη. Διότι ούτε τα τρόφιμα αυτά καθʼ αυτά, ούτε τα ποτά, αλλά η όρεξη των εσθιόντων έχει την δύναμη και γεννά την επιθυμία, και προξενεί την ευχαρίστηση.
Δια τούτο και κάποιος σοφός άνδρας, ο οποίος εγνώριζε τα περί της ηδονής ακριβώς και ήξερε να φιλοσοφεί περί τούτων, έλεγε: «ο υπερχορτασμένος με τροφή απαξιοί την κηρήθραν» δεικνύων ότι η ηδονή έγκειται όχι εις την φύση της τραπέζης, αλλά εις την διάθεση των ανθρώπων που τρώγουν. Δια τούτο και ο προφήτης απαριθμώντας τα θαύματα που έγιναν εις την έρημο και εις την Αίγυπτο μεταξύ των άλλων είπε και τούτο ότι «εχόρτασεν αυτούς με μέλι εκ πέτρας». Αν και πουθενά δεν φαίνεται ότι η πέτρα ανέβλυσε μέλι διʼ αυτούς. Τι λοιπόν σημαίνει το λεχθέν; Επειδή ήσαν κουρασμένοι από τον πολύ κόπο και την οδοιπορία και ήσαν κυριευμένοι από μεγάλη δίψα, έπιπταν εις τα ψυχρά ύδατα, έχοντας αντί μεγάλου ορεκτικού την δίψα, δια να παραστήσει την ηδονή εκείνων των πηγών είπε το νερό μέλι, όχι επειδή πράγματι έγινε μέλι, αλλά επειδή η ηδονή του νερού συνηγωνίζετο την γλυκύτητα του μέλιτος, επειδή προσέπεσαν εις αυτό διψώντας αυτοί οι οποίοι απήλαυσαν αυτό. Αφού λοιπόν αυτά έτσι έχουν, και κανείς δεν δύναται να αντιλέγει ακόμη και αν είναι υπερβολικά αναίσθητος, δεν είναι ολοφάνερο ότι η καθαρά και ειλικρινής και δυνατή ηδονή ευρίσκεται εις τας τράπεζας των φτωχών; Και ότι εις τα τραπέζια των πλουσίων η αηδία, η βδελυγμία και ο μολυσμός; Καθώς είπε ο σοφός εκείνος άνδρας «και αυτά που έχουν γλυκύτητα φαίνεται ότι παρενοχλούν».
Δια την τιμή και την περιποίηση που παρέχει με τους υπηρέτες; Δια το ότι μπορεί και τους αδικούντας να αντιμετωπίζει και να είναι εις όλους φοβερός; Διότι δεν θα μπορούσες να αναφέρεις άλλες αιτίες, παρά την ηδονή, και την κολακεία, τον φόβο και την τιμωρία. Διότι οι πλούτος ούτε σοφότερο, ούτε φρονιμότερο, ούτε καλύτερο, ούτε συνετότερο συνηθίζει να κάνει τον άνθρωπο, ούτε χρηστό, ούτε φιλάνθρωπο, ούτε δυνατότερο από την οργή, ούτε καλύτερο από την κοιλία, ούτε ανώτερο από τας ηδονάς. Δεν μαθαίνει τον άνθρωπο να είναι μετριοπαθείς, ούτε τον διδάσκει να είναι συνεσταλμένος, ούτε κάποιο άλλο μέρος της αρετής εισάγει και φυτεύει εις την ψυχή. Ούτε μπορείς να ειπείς διατί είναι εις εσένα αυτός περισσότερο περιζήτητος και περισσότερο ποθητός από τους άλλους. Διότι όχι μόνον δεν γνωρίζει να φυτεύει ή να καλλιεργήσει κανένα από τα αγαθά, αλλά και αν ακόμη τα εύρη συγκεντρωμένα, τα βλάπτει, τα εμποδίζει, τα καταξηραίνει. Μερικά δε και τα ξεριζώνει και φυτεύει τα αντίθετα αυτών, ακολασίαν άμετρον, θυμόν άκαιρον, οργήν άδικον, αλαζονείαν, υπερηφάνειαν, μωρίαν.
Αλλʼ ας μη ομιλήσω περί αυτών. Διότι αυτοί που έχουν κυριευθεί από την ασθένεια αυτήν δεν ανέχονται να ακούσουν περί αρετής και κακίας, επειδή είναι όλοι παραδεδομένοι εις την ηδονή και δουλεύουν εις αυτήν, δεν ανέχονται να βλέπουν ότι κατηγορούνται και συγχρόνως ελέγχονται.
Εμπρός λοιπόν ας αφήσουμε ως εδώ τον λόγο δια το θέμα αυτό, και ας φέρουμε τα υπόλοιπα εις το μέσο, και ας ίδωμεν αν έχει κάποια ηδονή ο πλούτος, κάποια τιμή. Διότι εγώ βλέπω τελείως το αντίθετο. Και αν θέλετε ας εξετάσουμε πρώτον τας τράπεζας των πλουσίων και των πτωχών, και ας ερωτήσουμε αυτούς που γευματίζουν, ποίοι είναι εκείνοι που απολαμβάνουν την καθαρά και γνήσια ηδονή; Αυτοί οι οποίοι περνούν την ημέρα τους ξαπλωμένοι επάνω εις κλίνη και συνδέουν τα βραδινά δείπνα με τα μεσημβρινά, και τρώγουν μέχρι σκασμού, και ανάβουν τας αισθήσεις, και με το υπέρογκο φορτίο των τροφών κάνουν το πλοίο να βυθίζεται και να πλημμυρίζει, και καταπνίγουν την ψυχή εις το ναυάγιο του σώματος και επινοούν δεσμά δια τα πόδια, τα χέρια και την γλώσσα, και περισφίγγουν όλο το σώμα τους με τα δεσμά της μέθης και της ακολασίας τα οποία είναι χειρότερα από τα δεσμά σιδηράς αλυσίδας, και δεν έχουν ύπνο ήσυχο και καθαρό, και ούτε είναι απαλλαγμένοι από όνειρα φοβερά και είναι πιο δυστυχισμένοι από τους τρελούς, και εισάγουν μέσα εις την ψυχή τους δαίμονα αδιάντροπο, και γίνονται περίγελος εις τους υπηρέτες τους, μάλλον δε και τραγωδία και δακρύων αφορμή εις τους καλυτέρους εξ αυτών, και δεν γνωρίζουν κανένα από τους παρόντες, ούτε μπορούν να ακούσουν και να ειπούν κάτι, αλλά ορμητικά οδηγούνται από τα ανάκλιντρα εις την κλίνη;
Ή εκείνοι που προσέχουν και επαγρυπνούν και αναλόγως της ανάγκης κανονίζουν το μέτρο και πλέουν γαλήνια εις την ζωή τους ωσάν το καλύτερο καρύκευμα εις τας τροφάς και εις τα ποτά έχουν την πείνα και την δίψα; Διότι τίποτε δεν φέρει τόση ηδονή και υγεία, όση το να εγγίζει κανείς την τράπεζα όταν πεινά και διψά και να γνωρίζει ωσάν χόρτασμα μόνον την ανάγκην και να μην υπερβαίνει τα όρια της, ούτε να εισάγει εις το σώμα του βάρος μεγαλύτερο από ό,τι μπορεί να σηκώσει.
Και αν απιστείς εις τον λόγο μου παρατήρησε καλά τα σώματα και των δύο, και την ψυχή εκάστου. Δεν είναι τα σώματα εκείνων που διαιτώνται με εγκράτεια (διότι μη μου αναφέρεις αυτό που σπανίως συμβαίνει, και αν υπάρχουν ασθενείς από κάποια άλλη περίσταση, αλλά συμπέρανε από όσα πάντοτε και συνεχώς συμβαίνουν), δεν είναι τα σώματα των διαιτωμένων με εγκράτεια εύρωστα και οι αισθήσεις τους δυναμωμένες, επιτελώντας το έργο τους με πολλή ευκολία;
Των δε άλλων πλαδαρά και περισσότερο μαλακά από τον κηρόν και πολιορκούμενα από πλήθος νοσημάτων; Διότι και ποδάγραι τους καταλαμβάνουν, και τρέμουλα αδικαιολόγητος, και γήρας πρόωρο, και πονοκέφαλοι, και πρηξίματα, και στομαχικές διαταραχές, και ελλείψεις ορέξεως, και διαρκώς έχουν ανάγκη ιατρών και συνεχών φαρμάκων και καθημερινής θεραπείας. Λοιπόν ειπέ μου, είναι αυτά ίδιον της ηδονής; Και ποιος από τους γνωρίζοντας τα πράγματα θα ειπεί τι είναι ηδονή; Διότι η ηδονή γίνεται τότε όταν προηγηθεί η επιθυμία και μετά ακολουθήσει η απόλαυση. Αν όμως υπάρχει απόλαυση, επιθυμία δε πουθενά δεν φαίνεται, η ηδονή φεύγει και εξαφανίζεται. Δια τούτο ακριβώς και οι ασθενείς, αν και έχουν ενώπιον των εξαίρετα φαγητά, αισθάνονται ναυτία, και φαίνονται να ενοχλούνται καθώς τα τρώγουν επειδή λείπει απʼ αυτούς η όρεξη η οποία κάνει την απόλαυση γλυκύτατη. Διότι ούτε τα τρόφιμα αυτά καθʼ αυτά, ούτε τα ποτά, αλλά η όρεξη των εσθιόντων έχει την δύναμη και γεννά την επιθυμία, και προξενεί την ευχαρίστηση.
Δια τούτο και κάποιος σοφός άνδρας, ο οποίος εγνώριζε τα περί της ηδονής ακριβώς και ήξερε να φιλοσοφεί περί τούτων, έλεγε: «ο υπερχορτασμένος με τροφή απαξιοί την κηρήθραν» δεικνύων ότι η ηδονή έγκειται όχι εις την φύση της τραπέζης, αλλά εις την διάθεση των ανθρώπων που τρώγουν. Δια τούτο και ο προφήτης απαριθμώντας τα θαύματα που έγιναν εις την έρημο και εις την Αίγυπτο μεταξύ των άλλων είπε και τούτο ότι «εχόρτασεν αυτούς με μέλι εκ πέτρας». Αν και πουθενά δεν φαίνεται ότι η πέτρα ανέβλυσε μέλι διʼ αυτούς. Τι λοιπόν σημαίνει το λεχθέν; Επειδή ήσαν κουρασμένοι από τον πολύ κόπο και την οδοιπορία και ήσαν κυριευμένοι από μεγάλη δίψα, έπιπταν εις τα ψυχρά ύδατα, έχοντας αντί μεγάλου ορεκτικού την δίψα, δια να παραστήσει την ηδονή εκείνων των πηγών είπε το νερό μέλι, όχι επειδή πράγματι έγινε μέλι, αλλά επειδή η ηδονή του νερού συνηγωνίζετο την γλυκύτητα του μέλιτος, επειδή προσέπεσαν εις αυτό διψώντας αυτοί οι οποίοι απήλαυσαν αυτό. Αφού λοιπόν αυτά έτσι έχουν, και κανείς δεν δύναται να αντιλέγει ακόμη και αν είναι υπερβολικά αναίσθητος, δεν είναι ολοφάνερο ότι η καθαρά και ειλικρινής και δυνατή ηδονή ευρίσκεται εις τας τράπεζας των φτωχών; Και ότι εις τα τραπέζια των πλουσίων η αηδία, η βδελυγμία και ο μολυσμός; Καθώς είπε ο σοφός εκείνος άνδρας «και αυτά που έχουν γλυκύτητα φαίνεται ότι παρενοχλούν».
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Αλλά θα ειπεί κάποιος ότι ο πλούτος παρέχει τιμή εις όσους τον έχουν, και τους κάνει ικανούς να αντιμετωπίζουν τους εχθρούς με ευκολία. Δια τούτο λοιπόν, ειπέ μου, σας φαίνεται ποθητός και περιζήτητος, δια το ότι τρέφει εντός μας τα χειρότερα πάθη, οδηγεί εις έξαψη την οργή και μεγαλοποιεί τας πομφόλυγας της δοξομανίας, και προτρέπει και παρακινεί προς την υπερηφάνεια; Όμως διʼ αυτό κυρίως πρέπει να τον αποφεύγουμε υποχρεωτικός, διότι εισάγει εντός μας μερικά θηρία άγρια και φοβερά, και μας στερεί της πραγματικά μεγαλυτέρας από όλας τιμής, και μας χαρίζει την αντίθετον φήμην, δίδων εις αυτήν χρώμα εκείνης και έτσι την παρουσιάζει εις τους απατημένους, και τους πείθει να νομίζουν ότι αυτή είναι εκείνη, ενώ εις την πραγματικότητα δεν είναι, αλλά μόνον κατά την όψιν φαίνεται ότι είναι. Όπως δηλαδή τα κάλλη των πορνών γυναικών, τα οποία γίνονται με φκιασίδια και με βαφάς και στερούνται της ωραιότητος, την δε αισχράν άσχημον όψιν κάμνουν να φαίνεται καλή και ωραία εις αυτούς που απατούν, ενώ δεν είναι. Έτσι ακριβώς και ο πλούτος δια της βίας παρουσιάζει την κολακεία ως τιμή.
Μη βλέπεις όσους επαίνους γίνονται φανερά δια φόβο και καλόπιασμα, διότι αυτά είναι τα χρώματα και οι σκιές, αλλά εξέτασε την συνείδηση του καθενός από αυτού του είδους τους κόλακας, και θα ιδείς μέσα να σε καταδικάζουν αναρίθμητοι κατήγοροι, να σε αποστρέφονται και να σε μισούν χειρότερα και από τους μεγαλύτερους εχθρούς και αντιπάλους σου. Και αν κάποτε το προσωπείο που δημιούργησε αυτός ο φόβος μπορούσε να το αφανίσει και να το φανερώσει κάποια μεταβολή των πραγμάτων, τότε θα ιδείς καλά, όπως ακριβώς εάν άφηνε ο ήλιος εις τα πρόσωπα εκείνα θερμότερη ακτίνα, ότι καθʼ όλον τον προηγούμενο καιρό ευρίσκετο εις την μεγαλυτέραν περιφρόνηση εκείνων οι οποίοι τόσο πολύ σε εμίσουν και σε περιέλουον κατά διάνοια με αναρίθμητους ύβρεις και επεθύμουν να σε ίδουν εις τας μεγαλυτέρας συμφοράς. Διότι τίποτε άλλο δεν μπορεί τόσο να γεννήσει την εκτίμηση, όσο η αρετή, εκτίμηση όμως όχι καταναγκασμένη, όχι πλαστή, ούτε κρυμμένη με προσωπείο απάτης, αλλά αληθινή και γνήσια που από καμία δύσκολη δεν περίσταση δεν ανατρέπεται.
Αλλά θέλεις να εκδικηθείς αυτούς που σε αδικούν; Και δια αυτόν λοιπόν κυρίως τον λόγο, όπως προ ολίγου ανέφερα, πρέπει να αποφεύγεται ο πλούτος. Διότι σε ωθεί να βυθίζεις το ξίφος εις τον εαυτό σου και καθιστά βαρύτατες τις ευθύνες σου εις την άλλη ζωή και τας τιμωρίας ανυπόφορους. Διότι τόσο μεγάλο κακό είναι το να ανταποδίδεις το κακό, ώστε και την φιλανθρωπία του Θεού διώχνει, και την συγχώρηση που έχει δοθεί δια τα αμέτρητα αμαρτήματα την καθιστά άκυρον. Διότι αυτός που έλαβε την άφεση δια το χρέος των μυρίων ταλάντων, και που εδέχθη τόση δωρεά μόνον με την παράκλησή του, επειδή ζήτησε εκατό δηνάρια οφειλόμενα εις αυτόν από τον σύνδουλό του, ήτοι, επειδή ζητούσε να τιμωρηθεί αυτός που τον αδίκησε, προεκάλεσε την καταδίκη εναντίον του εαυτού του εξ αιτίας του πάθους που επέδειξε εις τον συνάνθρωπό του. Και δια τίποτε άλλο, παρά μόνο διʼ αυτό παρεδόθη εις τους βασανιστές και κακοποιήθηκε και διετάσσετο να επιστρέψει τα μύρια τάλαντα. Δεν έτυχε καμιάς συγνώμης, ούτε απολογίας, αλλά υπέφερε φοβερά και διετάχθη να επιστρέψει ολόκληρο το χρέος, το οποίο προηγουμένως η φιλανθρωπία του Θεού του είχε χαρίσει. Δια τούτο λοιπόν, ειπέ μου, είναι περιζήτητος ο πλούτος εις σε, επειδή σε οδηγεί εύκολα εις τοιαύτη αμαρτία; Ακριβώς λοιπόν διʼ αυτόν τον λόγο πρέπει να τον αποστρέφεσαι ως εχθρό και αντίπαλο και γεμάτο από πολλούς φόνους.
Αλλά η πτώχεια, λέγει, κάποιος, μας κάνει να δυσφορούμε, και πολλές φορές να εκστομίζουμε βλασφημίες και να υποφέρουμε πράγματα δουλοπρεπή. Όχι η πτώχεια, αλλʼ η μικροψυχία, καθόσον και ο Λάζαρος ήταν πτωχός, και μάλιστα πολύ πτωχός, και μαζί με την πτώχεια είχε και ασθένεια πικρότερη από κάθε πτώχεια, η οποία έκανε και αυτήν την πτώχεια βαρύτερη και μαζί με την ασθένεια ήταν έρημος και προστασίας και εστερείτο θεραπείας και περιποιήσεως πράγματα που έκαναν την πτώχεια και την ασθένεια πικρότερη. Διότι το κάθε ένα απʼ αυτά και μόνον του είναι οδυνηρό, όταν δε δεν υπάρχουν και αυτοί που θα τον περιποιηθούν, το κακό γίνεται μεγαλύτερο, η φλόγα φοβερότερη, η οδύνη πικρότερη, ο χειμών αγριότερος, η τρικυμία σφοδρότερη, η κάμινος φλογωδεστέρα. Και αν ήθελε κάποιος να εξετάσει με προσοχή, μαζί με αυτά υπήρχε και ένα άλλο τέταρτον κακό, η αφθονία και η καλοζωία του πλούσιου γείτονά του.
Και αν θέλεις να εύρωμεν και κάποιο άλλο πέμπτον κακό, το οποίο του υπέκκαιε την φλόγα, και τούτο θα το ιδείς καλώς εις αυτόν. Διότι όχι μόνον ζούσε τρυφηλώς ο πλούσιος εκείνος, αλλά και δια δεύτερη και τρίτη φορά και ακόμη πολλές φορές την ημέρα τον έβλεπε να ζει με πολυτέλεια, διότι έκειτο εις την είσοδό του, φοβερό θέαμα ελεεινής τραγωδίας, που μπορούσε να κατασυγκινήσει και πέτρινη ψυχή μόνον που θα τον έβλεπε. Και όμως ούτε αυτό έκαμε τον απάνθρωπο εκείνον εις το να βοηθήσει την πτώχεια εκείνη. Αλλά εκείνος μεν παρέθετε συβαριτική τράπεζα, (η Σύβαρις ήταν αρχαία ελληνική αποικία εις την Κάτω Ιταλία, ήτο πλουσιότατη, και οι κάτοικοι την πόλεως αυτής κατέστησαν περιβόητοι δια τα συμπόσια, τας ηδονάς και τας απολαύσεις), και είχε πλήρη τα ποτήρια, και οίνο που εχύνετο άφθονος, και λαμπρά στρατόπεδα μαγείρων και συντρόφους και κόλακας το πρωί, και παρέες από τραγουδιστές, κεραστές, γελωτοποιούς, και περνούσε την ζωή του αναζητών κάθε είδος ασωτίας, και εις την μέθη και την κραιπάλη, και εις την ενδυμασία και εις τα φαγοπότια και εις άλλες πολλές απολαύσεις.
Αυτόν δε, ενώ τον έβλεπε καθημερινώς να υποφέρει από άγρια πείνα και ασθένεια πικροτάτη, να βασανίζεται από τόσες πληγές, να είναι εντελώς απομονωμένος και να έχει όλα τα βάσανα τα οποία φέρνουν αυτά που ανέφερα, ουδέποτε τον εσκέπτετο. Και ενώ οι περί αυτόν παράσιτοι και οι κόλακες έτρωγαν πέρα του δέοντος, πτωχός, τόσο πτωχός, και ευρισκόμενος εις τόσα κακά, ούτε ψίχουλα απολάμβανε από το τραπέζι εκείνο, αν και τα επιθυμούσε τόσο πολύ. Και όμως τίποτε απʼ όλα αυτά δεν τον έβλαψε, δεν είπε λέξη πικρή, δεν ξεστόμισε λόγο βλάσφημο, αλλʼ όπως ο χρυσός εις την πλέον δυνατή φωτιά καθαρίζεται και γίνεται περισσότερο λαμπρός, έτσι ακριβώς και εκείνος ενοχλούμενος υπό των παθημάτων εκείνων που ήτο ανώτερος από όλα, ακόμα και από την ταραχή που προξενείτε εις τους πολλούς εξ αιτίας αυτής της καταστάσεώς του.
Διότι αν απλώς οι πτωχοί όταν βλέπουν τους πλούσιους, λιώνουν από τον φθόνο και βασανίζονται από την ζήλια και θεωρούν τον βίο τους αβίωτο, και τούτο ενώ διαθέτουν επαρκή τα αναγκαια τρόφιμα και έχουν θεράποντες, ο πτωχός αυτός, που ήτο πτωχότερος όλων, και όχι μόνον πτωχός αλλά και ασθενής, και δεν είχε κανένα προστάτη και παρήγορο, αλλʼ έκειτο εις το μέσον της πόλεως ως εις εσχάτη ερημιά και έλιωνε από άγρια πείνα, και έβλεπε ότι όλα τα αγαθά έτρεχαν εις εκείνον αφθονότατα σαν από πηγές, και δεν απολάμβανε καμία ανθρώπινη παρηγοριά, εις δε τας γλώσσας των σκύλων ήτο αφημένος ωσάν καθημερινή τράπεζα (διότι τόσον αδύνατον και παραλυμένο ήτο το σώμα του, ώστε να μην μπορεί να διώξει ούτε εκείνους), τι δεν θα έπασχε αν δεν ήτο τόσο γενναίος και πιστός; Βλέπεις λοιπόν ότι όποιος δεν αδικεί τον εαυτόν του, και αν ακόμη αδικείται από όλους, δεν πάσχει κανένα κακό; Διότι θα επαναλάβω πάλι τον ίδιο λόγο.
Μη βλέπεις όσους επαίνους γίνονται φανερά δια φόβο και καλόπιασμα, διότι αυτά είναι τα χρώματα και οι σκιές, αλλά εξέτασε την συνείδηση του καθενός από αυτού του είδους τους κόλακας, και θα ιδείς μέσα να σε καταδικάζουν αναρίθμητοι κατήγοροι, να σε αποστρέφονται και να σε μισούν χειρότερα και από τους μεγαλύτερους εχθρούς και αντιπάλους σου. Και αν κάποτε το προσωπείο που δημιούργησε αυτός ο φόβος μπορούσε να το αφανίσει και να το φανερώσει κάποια μεταβολή των πραγμάτων, τότε θα ιδείς καλά, όπως ακριβώς εάν άφηνε ο ήλιος εις τα πρόσωπα εκείνα θερμότερη ακτίνα, ότι καθʼ όλον τον προηγούμενο καιρό ευρίσκετο εις την μεγαλυτέραν περιφρόνηση εκείνων οι οποίοι τόσο πολύ σε εμίσουν και σε περιέλουον κατά διάνοια με αναρίθμητους ύβρεις και επεθύμουν να σε ίδουν εις τας μεγαλυτέρας συμφοράς. Διότι τίποτε άλλο δεν μπορεί τόσο να γεννήσει την εκτίμηση, όσο η αρετή, εκτίμηση όμως όχι καταναγκασμένη, όχι πλαστή, ούτε κρυμμένη με προσωπείο απάτης, αλλά αληθινή και γνήσια που από καμία δύσκολη δεν περίσταση δεν ανατρέπεται.
Αλλά θέλεις να εκδικηθείς αυτούς που σε αδικούν; Και δια αυτόν λοιπόν κυρίως τον λόγο, όπως προ ολίγου ανέφερα, πρέπει να αποφεύγεται ο πλούτος. Διότι σε ωθεί να βυθίζεις το ξίφος εις τον εαυτό σου και καθιστά βαρύτατες τις ευθύνες σου εις την άλλη ζωή και τας τιμωρίας ανυπόφορους. Διότι τόσο μεγάλο κακό είναι το να ανταποδίδεις το κακό, ώστε και την φιλανθρωπία του Θεού διώχνει, και την συγχώρηση που έχει δοθεί δια τα αμέτρητα αμαρτήματα την καθιστά άκυρον. Διότι αυτός που έλαβε την άφεση δια το χρέος των μυρίων ταλάντων, και που εδέχθη τόση δωρεά μόνον με την παράκλησή του, επειδή ζήτησε εκατό δηνάρια οφειλόμενα εις αυτόν από τον σύνδουλό του, ήτοι, επειδή ζητούσε να τιμωρηθεί αυτός που τον αδίκησε, προεκάλεσε την καταδίκη εναντίον του εαυτού του εξ αιτίας του πάθους που επέδειξε εις τον συνάνθρωπό του. Και δια τίποτε άλλο, παρά μόνο διʼ αυτό παρεδόθη εις τους βασανιστές και κακοποιήθηκε και διετάσσετο να επιστρέψει τα μύρια τάλαντα. Δεν έτυχε καμιάς συγνώμης, ούτε απολογίας, αλλά υπέφερε φοβερά και διετάχθη να επιστρέψει ολόκληρο το χρέος, το οποίο προηγουμένως η φιλανθρωπία του Θεού του είχε χαρίσει. Δια τούτο λοιπόν, ειπέ μου, είναι περιζήτητος ο πλούτος εις σε, επειδή σε οδηγεί εύκολα εις τοιαύτη αμαρτία; Ακριβώς λοιπόν διʼ αυτόν τον λόγο πρέπει να τον αποστρέφεσαι ως εχθρό και αντίπαλο και γεμάτο από πολλούς φόνους.
Αλλά η πτώχεια, λέγει, κάποιος, μας κάνει να δυσφορούμε, και πολλές φορές να εκστομίζουμε βλασφημίες και να υποφέρουμε πράγματα δουλοπρεπή. Όχι η πτώχεια, αλλʼ η μικροψυχία, καθόσον και ο Λάζαρος ήταν πτωχός, και μάλιστα πολύ πτωχός, και μαζί με την πτώχεια είχε και ασθένεια πικρότερη από κάθε πτώχεια, η οποία έκανε και αυτήν την πτώχεια βαρύτερη και μαζί με την ασθένεια ήταν έρημος και προστασίας και εστερείτο θεραπείας και περιποιήσεως πράγματα που έκαναν την πτώχεια και την ασθένεια πικρότερη. Διότι το κάθε ένα απʼ αυτά και μόνον του είναι οδυνηρό, όταν δε δεν υπάρχουν και αυτοί που θα τον περιποιηθούν, το κακό γίνεται μεγαλύτερο, η φλόγα φοβερότερη, η οδύνη πικρότερη, ο χειμών αγριότερος, η τρικυμία σφοδρότερη, η κάμινος φλογωδεστέρα. Και αν ήθελε κάποιος να εξετάσει με προσοχή, μαζί με αυτά υπήρχε και ένα άλλο τέταρτον κακό, η αφθονία και η καλοζωία του πλούσιου γείτονά του.
Και αν θέλεις να εύρωμεν και κάποιο άλλο πέμπτον κακό, το οποίο του υπέκκαιε την φλόγα, και τούτο θα το ιδείς καλώς εις αυτόν. Διότι όχι μόνον ζούσε τρυφηλώς ο πλούσιος εκείνος, αλλά και δια δεύτερη και τρίτη φορά και ακόμη πολλές φορές την ημέρα τον έβλεπε να ζει με πολυτέλεια, διότι έκειτο εις την είσοδό του, φοβερό θέαμα ελεεινής τραγωδίας, που μπορούσε να κατασυγκινήσει και πέτρινη ψυχή μόνον που θα τον έβλεπε. Και όμως ούτε αυτό έκαμε τον απάνθρωπο εκείνον εις το να βοηθήσει την πτώχεια εκείνη. Αλλά εκείνος μεν παρέθετε συβαριτική τράπεζα, (η Σύβαρις ήταν αρχαία ελληνική αποικία εις την Κάτω Ιταλία, ήτο πλουσιότατη, και οι κάτοικοι την πόλεως αυτής κατέστησαν περιβόητοι δια τα συμπόσια, τας ηδονάς και τας απολαύσεις), και είχε πλήρη τα ποτήρια, και οίνο που εχύνετο άφθονος, και λαμπρά στρατόπεδα μαγείρων και συντρόφους και κόλακας το πρωί, και παρέες από τραγουδιστές, κεραστές, γελωτοποιούς, και περνούσε την ζωή του αναζητών κάθε είδος ασωτίας, και εις την μέθη και την κραιπάλη, και εις την ενδυμασία και εις τα φαγοπότια και εις άλλες πολλές απολαύσεις.
Αυτόν δε, ενώ τον έβλεπε καθημερινώς να υποφέρει από άγρια πείνα και ασθένεια πικροτάτη, να βασανίζεται από τόσες πληγές, να είναι εντελώς απομονωμένος και να έχει όλα τα βάσανα τα οποία φέρνουν αυτά που ανέφερα, ουδέποτε τον εσκέπτετο. Και ενώ οι περί αυτόν παράσιτοι και οι κόλακες έτρωγαν πέρα του δέοντος, πτωχός, τόσο πτωχός, και ευρισκόμενος εις τόσα κακά, ούτε ψίχουλα απολάμβανε από το τραπέζι εκείνο, αν και τα επιθυμούσε τόσο πολύ. Και όμως τίποτε απʼ όλα αυτά δεν τον έβλαψε, δεν είπε λέξη πικρή, δεν ξεστόμισε λόγο βλάσφημο, αλλʼ όπως ο χρυσός εις την πλέον δυνατή φωτιά καθαρίζεται και γίνεται περισσότερο λαμπρός, έτσι ακριβώς και εκείνος ενοχλούμενος υπό των παθημάτων εκείνων που ήτο ανώτερος από όλα, ακόμα και από την ταραχή που προξενείτε εις τους πολλούς εξ αιτίας αυτής της καταστάσεώς του.
Διότι αν απλώς οι πτωχοί όταν βλέπουν τους πλούσιους, λιώνουν από τον φθόνο και βασανίζονται από την ζήλια και θεωρούν τον βίο τους αβίωτο, και τούτο ενώ διαθέτουν επαρκή τα αναγκαια τρόφιμα και έχουν θεράποντες, ο πτωχός αυτός, που ήτο πτωχότερος όλων, και όχι μόνον πτωχός αλλά και ασθενής, και δεν είχε κανένα προστάτη και παρήγορο, αλλʼ έκειτο εις το μέσον της πόλεως ως εις εσχάτη ερημιά και έλιωνε από άγρια πείνα, και έβλεπε ότι όλα τα αγαθά έτρεχαν εις εκείνον αφθονότατα σαν από πηγές, και δεν απολάμβανε καμία ανθρώπινη παρηγοριά, εις δε τας γλώσσας των σκύλων ήτο αφημένος ωσάν καθημερινή τράπεζα (διότι τόσον αδύνατον και παραλυμένο ήτο το σώμα του, ώστε να μην μπορεί να διώξει ούτε εκείνους), τι δεν θα έπασχε αν δεν ήτο τόσο γενναίος και πιστός; Βλέπεις λοιπόν ότι όποιος δεν αδικεί τον εαυτόν του, και αν ακόμη αδικείται από όλους, δεν πάσχει κανένα κακό; Διότι θα επαναλάβω πάλι τον ίδιο λόγο.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Διότι τι προξένησε η ασθένεια εις τον πτωχό Λάζαρο; Τι η έλλειψη των προστατών; Τι η έφοδος των σκύλων; Τι η γειτονία του προς τον κακόν πλούσιο; Και εις τι ζημίωσε τον αθλητή τούτον η μεγάλη πολυτέλεια και υπερηφάνεια και η ηθική φαυλότης εκείνου; Μήπως τον κατέστησε ασθενέστερο δια τους υπέρ της αρετής αγώνες; Και τι έβλαψε την ψυχική του δύναμη; Πουθενά τίποτε. Μάλιστα δεν τα τόσα πολλά δεινά και η σκληρότης του πλουσίου εκείνου τον δυνάμωσαν περισσότερο και έγιναν αφορμή εις αυτόν διʼ αναρίθμητους στεφάνους, και προσέθεσαν εις αυτόν βραβεία και αύξηση μισθού και αιτία δια μεγαλύτερες αμοιβές. Διότι δεν εστεφανώνετο μόνον δια την πτώχεια του, ούτε δια την πείνα, ούτε δια το ότι ενώ είχε τοιούτον γείτονα, και ενώ κάθε ημέρα εβλέπετο από αυτόν, και περιεφρονείτο διαρκώς, με γενναιότητα και με πολλή καρτερία υπέμεινε τον πειρασμό τούτον, ο οποίος όχι ολίγον, αλλά πάρα πολύ έκαιε την πενία του και την ασθένειά του και την εγκατάλειψή του.
Και τι έπαθε ο μακάριος Παύλος, ειπέ μου; Τίποτε δεν με εμποδίζει να ξανααναφέρω τον άνδρα. Μήπως δεν δέχθηκε αδιάκοπη βροχή από δοκιμασίες; Εις τι λοιπόν εβλάβη εκ τούτου; Μήπως δεν εστεφανώνετο πολύ περισσότερο εκ τούτων, εκ του ότι ελιμοκτόνει, εκ του ότι πολλά υπέφερε από το κρύο και την γυμνότητα, εκ του ότι πολλές φορές επληγώνετο με μαστίγια, εκ του ότι ελιθοβολείτο, εκ του ότι εναυάγει; Αλλʼ εκείνος ήτο Παύλος, λέγει κάποιος, και εκλεκτός του Χριστού. Και όμως και ο Ιούδας ήτο εις των δώδεκα, και εκλεκτός και αυτός του Χριστού, αλλʼ ούτε το ότι ήτο εις τους δώδεκα, ούτε η κλήσις τον ωφέλησε, επειδή δεν είχε διάθεση ρέπουσα προς την αρετή. Αλλʼ ο μεν Παύλος, αν και επάλαιε προς την πείνα, αν και εστερείτο της αναγκαιας τροφής, αν και έπασχε τόσα κάθε ημέρα, με πολλή προθυμία έτρεχε την οδό η οποία οδηγεί εις τον ουρανό. Εκείνος δε, αν και προ αυτού εκλήθη, αν και απήλαυσε τα αυτά με εκείνον, αν και εμυήθη εις την ανωτάτη φιλοσοφία, αν και μετέσχεν εις τράπεζα ιερή και εις τα φοβερότερα εκείνα δείπνα και έλαβε τόση χάρη, ώστε και νεκρούς να εγείρη και λεπρούς να καθαρίζει και δαίμονας να εκδιώκει και άκουσε πολλές φορές τους περί ακτημοσύνης λόγους, και επί τόσον χρόνο συνανεστράφη με τον ίδιον τον Χριστόν, και έγινε ταμίας των χρημάτων των πτωχών, δια να έχει με αυτό παρηγοριά εις το πάθος του (διότι ήτο κλέπτης), ούτε ύστερα από όλα αυτά βελτιώθηκε, αν και απήλαυσε τόση επιείκεια από τον Σωτήρα. Επειδή δηλαδή εγνώριζε ο Χριστός ότι ήταν φιλάργυρος και θα κατεστρέφετο εξ αιτίας της υπερβολικής του αγάπης προς τα χρήματα, όχι μόνον δεν τον ετιμώρησε τότε δια τούτο, αλλά δια να καταπραΰνει το πάθος του, ενεπιστεύθη εις αυτόν και τα χρήματα των πτωχών δια να μπορέσει να χορτάσει την φιλοχρηματία του και να μην καταπέσει εις το φρικτό εκείνο βάραθρο, προλαμβάνων έτσι δια του μικρότερου κακού το μεγαλύτερο.
Έτσι λοιπόν εις όλες τις περιπτώσεις εκείνον ο οποίος δεν θέλει να αδικεί τον εαυτόν του, κανείς άλλος δεν θα μπορέσει να τον αδικήσει. Εκείνον δε ο οποίος δεν θέλει να προσέχει και να προσφέρει μόνος του ό,τι μπορεί, κανείς ποτέ δεν θα τον ωφελήσει. Δια τούτο προς χάριν σου και η θαυμάσια ιστορία των Γραφών, ωσάν εις κάποια εικόνα υψηλή και μεγάλη και πολύ πλατειά, ανέγραψε τους βίους των παλαιών, και επεξέτεινε την διήγηση από του Αδάμ μέχρι της παρουσίας του Χριστού. Και σου δεικνύει τους νικημένους και τους στεφανωμένους, δια να σε διδάξει διʼ όλων αυτών, ότι εκείνον ο οποίος δεν αδικείται από τον εαυτόν του, κανείς άλλος δεν θα μπορέσει να αδικήσει, και αν ακόμη ολόκληρη η οικουμένη εγείρη εναντίον του σκληρό πόλεμο. Διότι ούτε δυσκολία πραγμάτων, ούτε αλλαγές περιστάσεων, ούτε αρχόντων απειλές, ούτε βροχές από κατατρεγμούς, ούτε πλήθος από συμφορές, ούτε όλος ο συρφετός όλων των ανθρώπινων κακών αν συγκεντρωθεί, μπορεί να μετακινήσει καθόλου τον γενναίο, τον πρόθυμο, τον προσεκτικό.
Όπως πάλι τον ράθυμο και αμελή και προδομένο από τον ίδιον τον εαυτό του, και αν ακόμα τον περιβάλλουν αναρίθμητες φροντίδες του, δεν τον κάνουν καθόλου καλύτερον. Αυτό μας εφανέρωσε και η παραβολή περί των ανθρώπων εκείνων εκ των οποίων ο μεν έκτισε την οικία του επί της πέτρας, ο δε επί της άμμου. Και τούτο ελέχθη όχι δια να εννοήσουμε άμμο και πέτρα, ούτε οικοδομή λίθων και οροφή, ούτε ποταμούς και βροχή και ανέμους σφοδρούς που προσβάλλουν τας οικοδομάς, αλλά δια να εκλάβουμε αυτά ως αναφερόμενα εις την αρετή και την κακία, και να ίδωμεν έτσι, ότι εκείνον ο οποίος δεν αδικεί τον εαυτόν του, δεν αδικεί κανείς. Λοιπόν ούτε η βροχή, αν και έπεσε ραγδαίως, ούτε οι ποταμοί που προσέπιπταν με πολλή ορμή, ούτε οι άγριοι άνεμοι που εκτύπησαν με μεγάλη δύναμη εσάλευσαν την οικία εκείνη. Αλλʼ έμεινε και ακατάβλητος και ακίνητος. Δια να μάθεις, ότι εκείνον ο οποίος δεν προδίδει τον εαυτόν του, ουδεμία δοκιμασία δύναται να βλάψει.
Η δε οικία του άλλου κατέρρεε ευκόλως, όχι βέβαια εξ αιτίας της προσβολής των εναντίον της στοιχείων (διότι αν συνέβαινε αυτό εξ αιτίας τούτου και η άλλη το ίδιο θα υφίστατο) αλλά εξ αιτίας της ιδικής του ανοησίας. Διότι δεν έπεσε η οικία επειδή εφύσησεν άνεμος, αλλά επειδή ήτο κτισμένη επάνω εις την άμμο, δηλαδή επί της ραθυμίας και της πονηρίας. Διότι και πριν να έλθει και να την πλήξει η θύελλα εκείνη, δεν ήτο στερεά και ήτο έτοιμη να πέσει. Διότι οι οικοδομές αυτές και τίποτε αν δεν τις ενοχλεί, καταπίπτουν αυτομάτως, επειδή υποχωρούν τα θεμέλιά τους και φθείρονται από παντού. Και όπως οι μεν αράχνες αυτομάτως διασπώνται, χωρίς κανείς να τις βλάπτει, το δε διαμάντι και όταν ακόμη κτυπιέται μένει αδιάλυτο, έτσι ακριβώς και όσοι δεν αδικούν τους εαυτούς τους, και αν προσβάλλονται από μύριους, γίνονται ισχυρότεροι. Όσοι δε προδίδουν τους εαυτούς τους, και αν δεν τους ενοχλεί κανείς, μόνοι τους πίπτουν και διαλύονται και χάνονται. Όπως ακριβώς και ο Ιούδας εχάθη, όχι μόνον χωρίς να τον ενοχλήσει κανείς πειρασμός, αλλά και ενώ απήλαυε πολλή καλοσύνη.
Θέλεις να σου αποδείξω ότι αυτό ισχύει και επί ολόκληρων λαών; Πόσης πρόνοιας έτυχε ο Ιουδαϊκός λαός; Δεν εχρησιμοποιείτο όλη η ορατή κτίσις προς υπηρεσία αυτών; Και δεν εδίδετο εις αυτούς ένας νέος και παράξενος τρόπος ζωής; Διότι, χωρίς να πηγαίνουν εις αγορά ελάμβαναν ό,τι είχαν ανάγκην, χωρίς να δώσουν χρήματα. Ούτε αυλάκια άνοιγαν, ούτε το άροτρο έσυραν, ούτε την γη έσκαπταν, ούτε σπόρους έρριπταν, ούτε είχαν ανάγκη βροχών και ανέμων και των εποχών του έτους, ούτε της ακτίνας του ηλίου, ούτε της πορείας της σελήνης, ούτε του αέρος της φύσεως, ούτε κανένα άλλο από αυτά. Δεν έκαναν αλώνι, ούτε έτριβαν καρπό, ούτε είχαν ανάγκη ανέμου προς χωρισμό του σίτου από τα άχυρα, ούτε γύριζαν χερόμυλο, ούτε έκτιζαν φούρνο, ούτε έφεραν μέσα εις το σπίτι ξύλα και φωτιά, ούτε εχρειάζοντο αρτοποιητική τέχνη, ούτε μετεχειρίζοντο δικέλλα, ούτε ακόνιζαν δρεπάνι, ούτε είχαν ανάγκη από κάποια άλλη τέχνη, την υφαντική, εννοώ, και την οικοδομική και την υποδηματοποιία. Αλλά το παν εις αυτούς ήταν ο λόγος του Θεού. Και είχαν τράπεζα στρωμένη, χωρίς ιδρώτες και κόπους. Τέτοιο ήταν το μάννα, φρέσκο και νωπό και δεν παρείχε εις αυτούς καμία δυσκολία και ούτε βασάνιζε αυτούς με κόπο. Και τα ενδύματά τους, και τα υποδήματα, και τα ίδια τα σώματα των ελησμόνησαν την ασθένειά των, διότι εις χρόνο τόσο μεγάλο ούτε εκείνα ετρίβοντο, ούτε τα πόδια των εσκλήρυναν παρά τις τόσες πορείες.
Και τι έπαθε ο μακάριος Παύλος, ειπέ μου; Τίποτε δεν με εμποδίζει να ξανααναφέρω τον άνδρα. Μήπως δεν δέχθηκε αδιάκοπη βροχή από δοκιμασίες; Εις τι λοιπόν εβλάβη εκ τούτου; Μήπως δεν εστεφανώνετο πολύ περισσότερο εκ τούτων, εκ του ότι ελιμοκτόνει, εκ του ότι πολλά υπέφερε από το κρύο και την γυμνότητα, εκ του ότι πολλές φορές επληγώνετο με μαστίγια, εκ του ότι ελιθοβολείτο, εκ του ότι εναυάγει; Αλλʼ εκείνος ήτο Παύλος, λέγει κάποιος, και εκλεκτός του Χριστού. Και όμως και ο Ιούδας ήτο εις των δώδεκα, και εκλεκτός και αυτός του Χριστού, αλλʼ ούτε το ότι ήτο εις τους δώδεκα, ούτε η κλήσις τον ωφέλησε, επειδή δεν είχε διάθεση ρέπουσα προς την αρετή. Αλλʼ ο μεν Παύλος, αν και επάλαιε προς την πείνα, αν και εστερείτο της αναγκαιας τροφής, αν και έπασχε τόσα κάθε ημέρα, με πολλή προθυμία έτρεχε την οδό η οποία οδηγεί εις τον ουρανό. Εκείνος δε, αν και προ αυτού εκλήθη, αν και απήλαυσε τα αυτά με εκείνον, αν και εμυήθη εις την ανωτάτη φιλοσοφία, αν και μετέσχεν εις τράπεζα ιερή και εις τα φοβερότερα εκείνα δείπνα και έλαβε τόση χάρη, ώστε και νεκρούς να εγείρη και λεπρούς να καθαρίζει και δαίμονας να εκδιώκει και άκουσε πολλές φορές τους περί ακτημοσύνης λόγους, και επί τόσον χρόνο συνανεστράφη με τον ίδιον τον Χριστόν, και έγινε ταμίας των χρημάτων των πτωχών, δια να έχει με αυτό παρηγοριά εις το πάθος του (διότι ήτο κλέπτης), ούτε ύστερα από όλα αυτά βελτιώθηκε, αν και απήλαυσε τόση επιείκεια από τον Σωτήρα. Επειδή δηλαδή εγνώριζε ο Χριστός ότι ήταν φιλάργυρος και θα κατεστρέφετο εξ αιτίας της υπερβολικής του αγάπης προς τα χρήματα, όχι μόνον δεν τον ετιμώρησε τότε δια τούτο, αλλά δια να καταπραΰνει το πάθος του, ενεπιστεύθη εις αυτόν και τα χρήματα των πτωχών δια να μπορέσει να χορτάσει την φιλοχρηματία του και να μην καταπέσει εις το φρικτό εκείνο βάραθρο, προλαμβάνων έτσι δια του μικρότερου κακού το μεγαλύτερο.
Έτσι λοιπόν εις όλες τις περιπτώσεις εκείνον ο οποίος δεν θέλει να αδικεί τον εαυτόν του, κανείς άλλος δεν θα μπορέσει να τον αδικήσει. Εκείνον δε ο οποίος δεν θέλει να προσέχει και να προσφέρει μόνος του ό,τι μπορεί, κανείς ποτέ δεν θα τον ωφελήσει. Δια τούτο προς χάριν σου και η θαυμάσια ιστορία των Γραφών, ωσάν εις κάποια εικόνα υψηλή και μεγάλη και πολύ πλατειά, ανέγραψε τους βίους των παλαιών, και επεξέτεινε την διήγηση από του Αδάμ μέχρι της παρουσίας του Χριστού. Και σου δεικνύει τους νικημένους και τους στεφανωμένους, δια να σε διδάξει διʼ όλων αυτών, ότι εκείνον ο οποίος δεν αδικείται από τον εαυτόν του, κανείς άλλος δεν θα μπορέσει να αδικήσει, και αν ακόμη ολόκληρη η οικουμένη εγείρη εναντίον του σκληρό πόλεμο. Διότι ούτε δυσκολία πραγμάτων, ούτε αλλαγές περιστάσεων, ούτε αρχόντων απειλές, ούτε βροχές από κατατρεγμούς, ούτε πλήθος από συμφορές, ούτε όλος ο συρφετός όλων των ανθρώπινων κακών αν συγκεντρωθεί, μπορεί να μετακινήσει καθόλου τον γενναίο, τον πρόθυμο, τον προσεκτικό.
Όπως πάλι τον ράθυμο και αμελή και προδομένο από τον ίδιον τον εαυτό του, και αν ακόμα τον περιβάλλουν αναρίθμητες φροντίδες του, δεν τον κάνουν καθόλου καλύτερον. Αυτό μας εφανέρωσε και η παραβολή περί των ανθρώπων εκείνων εκ των οποίων ο μεν έκτισε την οικία του επί της πέτρας, ο δε επί της άμμου. Και τούτο ελέχθη όχι δια να εννοήσουμε άμμο και πέτρα, ούτε οικοδομή λίθων και οροφή, ούτε ποταμούς και βροχή και ανέμους σφοδρούς που προσβάλλουν τας οικοδομάς, αλλά δια να εκλάβουμε αυτά ως αναφερόμενα εις την αρετή και την κακία, και να ίδωμεν έτσι, ότι εκείνον ο οποίος δεν αδικεί τον εαυτόν του, δεν αδικεί κανείς. Λοιπόν ούτε η βροχή, αν και έπεσε ραγδαίως, ούτε οι ποταμοί που προσέπιπταν με πολλή ορμή, ούτε οι άγριοι άνεμοι που εκτύπησαν με μεγάλη δύναμη εσάλευσαν την οικία εκείνη. Αλλʼ έμεινε και ακατάβλητος και ακίνητος. Δια να μάθεις, ότι εκείνον ο οποίος δεν προδίδει τον εαυτόν του, ουδεμία δοκιμασία δύναται να βλάψει.
Η δε οικία του άλλου κατέρρεε ευκόλως, όχι βέβαια εξ αιτίας της προσβολής των εναντίον της στοιχείων (διότι αν συνέβαινε αυτό εξ αιτίας τούτου και η άλλη το ίδιο θα υφίστατο) αλλά εξ αιτίας της ιδικής του ανοησίας. Διότι δεν έπεσε η οικία επειδή εφύσησεν άνεμος, αλλά επειδή ήτο κτισμένη επάνω εις την άμμο, δηλαδή επί της ραθυμίας και της πονηρίας. Διότι και πριν να έλθει και να την πλήξει η θύελλα εκείνη, δεν ήτο στερεά και ήτο έτοιμη να πέσει. Διότι οι οικοδομές αυτές και τίποτε αν δεν τις ενοχλεί, καταπίπτουν αυτομάτως, επειδή υποχωρούν τα θεμέλιά τους και φθείρονται από παντού. Και όπως οι μεν αράχνες αυτομάτως διασπώνται, χωρίς κανείς να τις βλάπτει, το δε διαμάντι και όταν ακόμη κτυπιέται μένει αδιάλυτο, έτσι ακριβώς και όσοι δεν αδικούν τους εαυτούς τους, και αν προσβάλλονται από μύριους, γίνονται ισχυρότεροι. Όσοι δε προδίδουν τους εαυτούς τους, και αν δεν τους ενοχλεί κανείς, μόνοι τους πίπτουν και διαλύονται και χάνονται. Όπως ακριβώς και ο Ιούδας εχάθη, όχι μόνον χωρίς να τον ενοχλήσει κανείς πειρασμός, αλλά και ενώ απήλαυε πολλή καλοσύνη.
Θέλεις να σου αποδείξω ότι αυτό ισχύει και επί ολόκληρων λαών; Πόσης πρόνοιας έτυχε ο Ιουδαϊκός λαός; Δεν εχρησιμοποιείτο όλη η ορατή κτίσις προς υπηρεσία αυτών; Και δεν εδίδετο εις αυτούς ένας νέος και παράξενος τρόπος ζωής; Διότι, χωρίς να πηγαίνουν εις αγορά ελάμβαναν ό,τι είχαν ανάγκην, χωρίς να δώσουν χρήματα. Ούτε αυλάκια άνοιγαν, ούτε το άροτρο έσυραν, ούτε την γη έσκαπταν, ούτε σπόρους έρριπταν, ούτε είχαν ανάγκη βροχών και ανέμων και των εποχών του έτους, ούτε της ακτίνας του ηλίου, ούτε της πορείας της σελήνης, ούτε του αέρος της φύσεως, ούτε κανένα άλλο από αυτά. Δεν έκαναν αλώνι, ούτε έτριβαν καρπό, ούτε είχαν ανάγκη ανέμου προς χωρισμό του σίτου από τα άχυρα, ούτε γύριζαν χερόμυλο, ούτε έκτιζαν φούρνο, ούτε έφεραν μέσα εις το σπίτι ξύλα και φωτιά, ούτε εχρειάζοντο αρτοποιητική τέχνη, ούτε μετεχειρίζοντο δικέλλα, ούτε ακόνιζαν δρεπάνι, ούτε είχαν ανάγκη από κάποια άλλη τέχνη, την υφαντική, εννοώ, και την οικοδομική και την υποδηματοποιία. Αλλά το παν εις αυτούς ήταν ο λόγος του Θεού. Και είχαν τράπεζα στρωμένη, χωρίς ιδρώτες και κόπους. Τέτοιο ήταν το μάννα, φρέσκο και νωπό και δεν παρείχε εις αυτούς καμία δυσκολία και ούτε βασάνιζε αυτούς με κόπο. Και τα ενδύματά τους, και τα υποδήματα, και τα ίδια τα σώματα των ελησμόνησαν την ασθένειά των, διότι εις χρόνο τόσο μεγάλο ούτε εκείνα ετρίβοντο, ούτε τα πόδια των εσκλήρυναν παρά τις τόσες πορείες.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Ουδεμία ενθύμηση είχαν διʼ ιατρούς και φάρμακα και την άλλη θεραπευτική φροντίδα. Τόσο έλειπε από αυτούς κάθε ασθένεια.
«Διότι εξήγαγε αυτούς με άργυρο και χρυσό», λέγει, «και εις τας φυλάς των δεν υπήρχε κανείς ασθενής». Αλλά ωσάν να είχαν αφήσει τον κόσμο αυτόν, και να είχαν μετοικήσει εις άλλη καλύτερη οικουμένη έτσι έτρωγαν, έτσι έπιναν και ούτε η ακτίνα του ηλίου όταν εγίνετο θερμότερη έκαιε τα κεφάλια τους, διότι εμπόδιζε την φλόγα μία νεφέλη, η οποία αιωρείτο επάνω από αυτούς και εγίνετο κινούμενη στέγη διʼ όλον εκείνο το πλήθος. Αλλά ούτε κατά την διάρκεια της νυκτός είχαν ανάγκη από λαμπάδα, η οποία να διαχωρίζει το σκότος, αλλά είχαν άσβεστη πηγή φωτός την στήλη του πυρός, η οποία εκάλυπτε δύο ανάγκες, και τους εφώτιζε και τους κατηύθυνε εις την πορεία των. Διότι δεν ήταν μόνο φωτεινή, αλλά και από κάθε οδηγό ακριβέστερο κατηύθυνε εις την έρημο εκείνη το αναρίθμητο εκείνο πλήθος. Και εβάδιζαν όχι μόνον εις την ξηρά, αλλά και εις την θάλασσα, ως να ήτο ξηρά. Και περιεφρόνουν τις συνθήκες της φύσεως, διέβαινον το άγριο εκείνο πέλαγος, ωσάν να επερπατούσαν ανάμεσα από στερεά πέτρα και ασφαλές έδαφος.
Και όταν μεν υπεβάσταζεν αυτούς το στοιχείο εκείνο ήτο ωσάν γη στερεά, και πεδιάδες ομαλαί, και αγροί. Όταν όμως εδέχετο τους εχθρούς των, ενήργει ως θάλασσα. Και εις αυτούς μεν έγινε όχημα, εις τους αντιπάλους των όμως τάφος. Τους μεν μετέφερε με ευκολία, τους δε κατέπνιγε με μεγάλη αγριότητα. Και η άτακτος ροή των υδάτων, εδείκνυε τάξη και υπακοή ανθρώπων λογικών και πολύ φρόνιμων, και έκανε άλλοτε μεν τον προστάτη, άλλοτε δε τον δήμιο, και εις μία την αυτήν ημέρα εφανέρωνε όλα μαζί τα αντίθετα. Και τι να ειπεί κανείς δια τις πέτρες, οι οποίες ανέβλυσαν ποταμούς υδάτων; Και τι δια τα νέφη των πτηνών, τα οποία με το πλήθος των εσκέπασαν ολόκληρη την γη; Και τι δια τα θαύματα που έγιναν εις την Αίγυπτο; Και τι δια τα παράδοξα συμβάντα εις την έρημο; Τι δια τα τρόπαια και τις νίκες που εγίνοντο χωρίς αίμα; Διότι ενικούσαν τους αντιπάλους των ωσάν να εχόρευαν και όχι ωσάν να επολεμούσαν. Και τους μεν κυριάρχους τους ενίκησαν χωρίς όπλα, τους δε μετά την αναχώρησή τους από την Αίγυπτο μαχόμενους εναντίον του, ενικούσαν με σαλπίσματα και ύμνους.
Και ήσαν χορός μάλλον παρά πόλεμος τα γινόμενα, μυσταγωγία μάλλον παρά μάχη. Διότι όλα αυτά τα τόσο μεγάλα έγιναν όχι μόνον δια τούτο, δια να τους δώσει αυτά που εχρειάζοντο,αλλά και δια να διατηρήσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια την διδασκαλία της θεογνωσίας, την οποία έδωκε εις αυτούς ο Μωυσής. Και από παντού ηκούοντο φωναί, αι οποίαι εμαρτύρουν τον Κύριον. Καθόσον και η θάλασσα εφώναζε τούτο, μεταβαλλόμενη άλλοτε μεν εις ξηρά, άλλοτε δε πάλι εις θάλασσα. και τα νερά του Νείλου άφηναν την ιδία φωνή με το να μεταβάλλονται εις αίμα. Και οι βάτραχοι, και το στρατόπεδο εκείνο των ακρίδων, και η κάμπη, και η ερυσίβη αυτά έλεγαν εις όλον τον λαό. Και τα εν τη ερήμω θαύματα, το μάννα, η στήλη του πυρός, η νεφέλη, τα ορτύκια, όλα τα άλλα έγιναν ωσάν βιβλίο τότε εις αυτούς και ωσάν γράμματα ανεξίτηλα, τα οποία καθημερινά διετηρούντο εις την μνήμη των έναυλα, και ηχούσαν εις την διάνοιά των.
Όμως ύστερα από τόση και τέτοια φροντίδα διʼ αυτούς, μετά τας ανεκφράστους εκείνας ευεργεσίας προς αυτούς, μετά το μέγεθος των θαυμάτων, μετά την ανείπωτον προστασία, μετά την διαρκή διδασκαλία, μετά την κατήχηση την από των λόγων, μετά την παραίνεση την από των έργων, μετά τας λαμπράς νίκας, μετά τα τρόπαια τα παράδοξα, μετά την αφθονία των τραπεζών, μετά την περίσσεια των υδάτων εκείνων, μετά την μεγάλη δόξα με την οποία περιεβλήθησαν εις ολόκληρο τον κόσμο, επειδή ήσαν αγνώμονες και αναίσθητοι, προσκύνησαν μόσχον, και ελάτρευαν κεφαλή βοός, και ήθελαν να τα αναγνωρίσουν θεούς, αν και είχαν εις την μνήμη τους προσφάτους τας εις την Αίγυπτον ευεργεσίας του Θεού, και αν και απελάμβανον και άλλα πολλά ακόμη.
Ο λαός δε των Νινευϊτών, που ήτο βάρβαρος και αλλόφυλος, αν και εις τίποτε από τα παραπάνω δεν είχε μετάσχει, ούτε μικρό, ούτε μεγάλο, ούτε λόγους, ούτε θαύματα, ούτε έργα, ούτε διδασκαλίες, επειδή είδε κάποιον άνθρωπο να σώζεται από ναυάγιο, ο οποίος ουδέποτε προηγουμένως συνανεστράφη μαζί τους, αλλά τότε δια πρώτη φορά εμφανίζεται εις αυτούς, να λέγει, «ακόμη τρεις ημέρες και θα καταστραφεί η Νινευή», τόσο ήλλαξαν και έγιναν καλύτεροι εξ αιτίας των ολίγων αυτών λέξεων και αφού απέβαλαν την προηγούμενη κακία βάδισαν προς την αρετή δια της μετανοίας, ώστε να ανακαλέσουν την απόφαση του Θεού και να στερεώσουν την πόλη που εσείετο, και να απομακρύνουν την θεόπεμπτον οργή, και να απαλλαγούν από κάθε κακό. Διότι «είδε ο Θεός», λέγει, «ότι απεμακρύνθη κάθε ένας από τον πονηρό του δρόμο που ακολουθούσε και επέστρεψε εις τον Κύριον».
Πως απεμακρύνθη, ειπέ μου; Και όμως ήταν μεγάλη η κακία των, απερίγραπτος η πονηρία των, δυσκολοθεράπευτοι αι πληγαί των. Και αυτό ακριβώς εννοούσε ο προφήτης όταν έλεγε: «ανέβει η κακία των μέχρι τον ουρανό», φανερώνων με την απόσταση αυτήν το μέγεθος της κακίας των. Όμως την τόσο μεγάλη κακία, που τόσο εκορυφώθη και υψώθη, ώστε να φθάσει μέχρι του ουρανού, αυτήν εις τρεις ημέρες, εις χρόνο συντομώτατον, με ολίγας λέξεις, τας οποίας ήκουσαν από έναν άνθρωπο άγνωστο, ξένο, ναυαγό, τόσο την εξάλειψαν τόσο την εξαφάνισαν, τόσο την εκλώτσησαν, ώστε να αξιωθούν να ακούσουν τέτοιους λόγους, ότι «είδε ο Θεός ότι απεμακρύνθη κάθε ένας από την πονηράν οδόν που εβάδιζε και τους απήλλαξεν από την κακία την οποία είπε ότι θα κάνει εις αυτούς ο Θεός». Βλέπεις ότι ο φρόνιμος και προσεκτικός όχι μόνον καθόλου δεν ζημιώνεται από τους ανθρώπους, αλλά και ανατρέπει και την θεόσταλτον οργή;
Εκείνος όμως που προδίδει μόνος του τον εαυτόν του και τον καταζημιώνει, και αν ακόμα απολαύει αναριθμήτους ευεργεσίας, δεν κερδίζει τίποτε μεγάλο; Έτσι λοιπόν, ούτε τα τόσα θαύματα ωφέλησαν τους Ισραηλίτες καθόλου, ούτε εζημίωσε τους Νινευίτας η μη συμμετοχή εις αυτά. Επειδή όμως αυτοί ήσαν ευγνώμονες, άρπαξαν την μικρή ευκαιρία, έγιναν καλύτεροι, αν και ήσαν βάρβαροι και αλλόφυλοι και δεν είχαν ακούσει κανένα θείο χρησμό και κατοικούσαν πολύ μακριά από την Παλαιστίνη.
Ειπέ μου, έβλαψαν την αρετή των τριών νέων τα επελθόντα εις αυτούς δεινά; Ενώ ακόμη ήσαν νέοι, νεότατοι, εις ηλικία ανώριμη, δεν υπέμειναν την φοβερά εκείνη τιμωρία και αιχμαλωσία, και δεν έξωρίσθησαν εις την μακρινή εκείνη εξορία, και εχωρίσθησαν από την πατρίδα και την οικία των, και από τον ναό και τον βωμό, και από τις θυσίες και τις προσφορές και τις σπονδές, και από αυτές τις ψαλμωδίες ελθόντες εις ξένη γη;
Διότι δεν ήταν απηγορευμένη εις αυτούς μόνον η οικία των, αλλά και πολλοί τρόποι της λατρείας των. Δεν παρεδόθησαν σε βαρβαρικά χέρια, και εις λύκους μάλλον παρά εις ανθρώπους, και το χειρότερο, μεταφερθέντες εις τόσο μακρινή και βάρβαρη χώρα, και εις αιχμαλωσία φοβερότατη, ούτε διδάσκαλο είχαν, ούτε προφήτη, ούτε άρχοντα; Διότι «δεν υπάρχει», λέγει, «άρχων ούτε προφήτης και ηγούμενος, ούτε τόπος δια να καρποφορήσουμε ενώπιόν σου και να εύρωμεν έλεος». Αλλά και εις βασιλική οικία εισήχθησαν, ωσάν εις κάποιον σκόπελο και κρημνό, και ωσάν εις πέλαγος γεμάτο από υφάλους και βράχους, χωρίς κυβερνήτη και καπετάνιο, και ναύτες, και πανιά, αναγκαζόμενοι να διαπλέουν την φοβερή εκείνη θάλασσα. Και ήσαν εγκεκλεισμένοι εις τα βασιλικά ανάκτορα ως εις δεσμωτήριο. Διότι επειδή εγνώριζον να φιλοσοφούν και ήσαν ανώτεροι των βιοτικών πραγμάτων, και περιεφρόνησαν όλη την ανθρώπινη ματαιοδοξία και έκαναν έτσι ελαφρά τα φτερά τους και εθεώρουν την παραμονή των εις την βασιλική οικία ως ένα ακόμη κακό επί πλέον. Διότι εάν μεν ήσαν έξω και εις ιδιωτική οικία θα απελάμβανον περισσότερη ελευθερία. Εισαχθέντες δε εις το δεσμωτήριο εκείνο (διότι ενόμιζαν ότι όλη εκείνη η πολυτέλεια δεν ήταν καθόλου καλύτερη από δεσμωτήριο, και κρημνούς και σκοπέλους) υπέμειναν αμέσως μεγάλη δυσκολία.
Διότι ο μεν βασιλεύς τους διέταξε να συμμετέχουν εις την τράπεζά του, την συβαριτική εκείνη, και ακάθαρτον και βέβηλον, εις αυτούς όμως επειδή τούτο ήτο απηγορευμένο από τον νόμο τους εφαίνετο χειρότερο από τον θάνατο. Και μόνοι ωσάν ορνία εν μέσω τόσων λύκων είχαν αποκλεισθεί. Και έπρεπε ή να λειώνουν από την πείνα,
μάλλον δεν και να αποθάνουν, ή να τρώγουν από φαγητά απηγορευμένα. Τι κάνουν λοιπόν οι νέοι, οι ορφανοί, οι αιχμάλωτοι, οι ξένοι, οι δούλοι των διατασσόντων αυτά; Δεν θεώρησαν αρκετή απολογία των την ανάγκη, ούτε την τυραννική εξουσία του άρχοντος της πόλεως, αλλά σκέπτονται τα πάντα και κάνουν τα πάντα, ώστε να αποφύγουν την αμαρτία, αν και από παντού ήσαν αναγκασμένοι να την διαπράξουν. Διότι ούτε με χρήματα μπορούσαν να πείθουν. Πως θα το έκαναν αυτό αφού ήσαν αιχμάλωτοι; Ούτε με φιλία και συναναστροφή. Πως θα το έκαναν αυτό οι ξένοι; Ούτε με την δύναμη να νικήσουν. Διότι πως θα το κατόρθωναν αυτό οι δούλοι; Ούτε να υπερισχύσουν με το πλήθος. Πως θα το έκαναν αυτό οι τρεις μόνοι; Έρχονται λοιπόν και πείθουν με λόγους τον αξιωματούχο εκείνον, ο οποίος είχε αυτήν την εξουσία. Επειδή λοιπόν τον ευρήκαν περίφοβο και τρέμοντα και ανησυχούντα σφοδρώς περί της σωτηρίας του, και φόβος αφόρητος συνεκλόνιζε την ψυχή του. Διότι «φοβούμαι εγώ», λέγει, «τον κύριόν μου τον βασιλέα μήπως ιδεί κάποτε τα πρόσωπά σας σκυθρωπά περισσότερο από τα παιδιά της ηλικίας σας και με φονεύσει ο βασιλεύς», αφού τον απήλλαξαν από τον φόβο αυτόν, τον πείθουν να δώσει εις αυτούς την χάρη.
«Διότι εξήγαγε αυτούς με άργυρο και χρυσό», λέγει, «και εις τας φυλάς των δεν υπήρχε κανείς ασθενής». Αλλά ωσάν να είχαν αφήσει τον κόσμο αυτόν, και να είχαν μετοικήσει εις άλλη καλύτερη οικουμένη έτσι έτρωγαν, έτσι έπιναν και ούτε η ακτίνα του ηλίου όταν εγίνετο θερμότερη έκαιε τα κεφάλια τους, διότι εμπόδιζε την φλόγα μία νεφέλη, η οποία αιωρείτο επάνω από αυτούς και εγίνετο κινούμενη στέγη διʼ όλον εκείνο το πλήθος. Αλλά ούτε κατά την διάρκεια της νυκτός είχαν ανάγκη από λαμπάδα, η οποία να διαχωρίζει το σκότος, αλλά είχαν άσβεστη πηγή φωτός την στήλη του πυρός, η οποία εκάλυπτε δύο ανάγκες, και τους εφώτιζε και τους κατηύθυνε εις την πορεία των. Διότι δεν ήταν μόνο φωτεινή, αλλά και από κάθε οδηγό ακριβέστερο κατηύθυνε εις την έρημο εκείνη το αναρίθμητο εκείνο πλήθος. Και εβάδιζαν όχι μόνον εις την ξηρά, αλλά και εις την θάλασσα, ως να ήτο ξηρά. Και περιεφρόνουν τις συνθήκες της φύσεως, διέβαινον το άγριο εκείνο πέλαγος, ωσάν να επερπατούσαν ανάμεσα από στερεά πέτρα και ασφαλές έδαφος.
Και όταν μεν υπεβάσταζεν αυτούς το στοιχείο εκείνο ήτο ωσάν γη στερεά, και πεδιάδες ομαλαί, και αγροί. Όταν όμως εδέχετο τους εχθρούς των, ενήργει ως θάλασσα. Και εις αυτούς μεν έγινε όχημα, εις τους αντιπάλους των όμως τάφος. Τους μεν μετέφερε με ευκολία, τους δε κατέπνιγε με μεγάλη αγριότητα. Και η άτακτος ροή των υδάτων, εδείκνυε τάξη και υπακοή ανθρώπων λογικών και πολύ φρόνιμων, και έκανε άλλοτε μεν τον προστάτη, άλλοτε δε τον δήμιο, και εις μία την αυτήν ημέρα εφανέρωνε όλα μαζί τα αντίθετα. Και τι να ειπεί κανείς δια τις πέτρες, οι οποίες ανέβλυσαν ποταμούς υδάτων; Και τι δια τα νέφη των πτηνών, τα οποία με το πλήθος των εσκέπασαν ολόκληρη την γη; Και τι δια τα θαύματα που έγιναν εις την Αίγυπτο; Και τι δια τα παράδοξα συμβάντα εις την έρημο; Τι δια τα τρόπαια και τις νίκες που εγίνοντο χωρίς αίμα; Διότι ενικούσαν τους αντιπάλους των ωσάν να εχόρευαν και όχι ωσάν να επολεμούσαν. Και τους μεν κυριάρχους τους ενίκησαν χωρίς όπλα, τους δε μετά την αναχώρησή τους από την Αίγυπτο μαχόμενους εναντίον του, ενικούσαν με σαλπίσματα και ύμνους.
Και ήσαν χορός μάλλον παρά πόλεμος τα γινόμενα, μυσταγωγία μάλλον παρά μάχη. Διότι όλα αυτά τα τόσο μεγάλα έγιναν όχι μόνον δια τούτο, δια να τους δώσει αυτά που εχρειάζοντο,αλλά και δια να διατηρήσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια την διδασκαλία της θεογνωσίας, την οποία έδωκε εις αυτούς ο Μωυσής. Και από παντού ηκούοντο φωναί, αι οποίαι εμαρτύρουν τον Κύριον. Καθόσον και η θάλασσα εφώναζε τούτο, μεταβαλλόμενη άλλοτε μεν εις ξηρά, άλλοτε δε πάλι εις θάλασσα. και τα νερά του Νείλου άφηναν την ιδία φωνή με το να μεταβάλλονται εις αίμα. Και οι βάτραχοι, και το στρατόπεδο εκείνο των ακρίδων, και η κάμπη, και η ερυσίβη αυτά έλεγαν εις όλον τον λαό. Και τα εν τη ερήμω θαύματα, το μάννα, η στήλη του πυρός, η νεφέλη, τα ορτύκια, όλα τα άλλα έγιναν ωσάν βιβλίο τότε εις αυτούς και ωσάν γράμματα ανεξίτηλα, τα οποία καθημερινά διετηρούντο εις την μνήμη των έναυλα, και ηχούσαν εις την διάνοιά των.
Όμως ύστερα από τόση και τέτοια φροντίδα διʼ αυτούς, μετά τας ανεκφράστους εκείνας ευεργεσίας προς αυτούς, μετά το μέγεθος των θαυμάτων, μετά την ανείπωτον προστασία, μετά την διαρκή διδασκαλία, μετά την κατήχηση την από των λόγων, μετά την παραίνεση την από των έργων, μετά τας λαμπράς νίκας, μετά τα τρόπαια τα παράδοξα, μετά την αφθονία των τραπεζών, μετά την περίσσεια των υδάτων εκείνων, μετά την μεγάλη δόξα με την οποία περιεβλήθησαν εις ολόκληρο τον κόσμο, επειδή ήσαν αγνώμονες και αναίσθητοι, προσκύνησαν μόσχον, και ελάτρευαν κεφαλή βοός, και ήθελαν να τα αναγνωρίσουν θεούς, αν και είχαν εις την μνήμη τους προσφάτους τας εις την Αίγυπτον ευεργεσίας του Θεού, και αν και απελάμβανον και άλλα πολλά ακόμη.
Ο λαός δε των Νινευϊτών, που ήτο βάρβαρος και αλλόφυλος, αν και εις τίποτε από τα παραπάνω δεν είχε μετάσχει, ούτε μικρό, ούτε μεγάλο, ούτε λόγους, ούτε θαύματα, ούτε έργα, ούτε διδασκαλίες, επειδή είδε κάποιον άνθρωπο να σώζεται από ναυάγιο, ο οποίος ουδέποτε προηγουμένως συνανεστράφη μαζί τους, αλλά τότε δια πρώτη φορά εμφανίζεται εις αυτούς, να λέγει, «ακόμη τρεις ημέρες και θα καταστραφεί η Νινευή», τόσο ήλλαξαν και έγιναν καλύτεροι εξ αιτίας των ολίγων αυτών λέξεων και αφού απέβαλαν την προηγούμενη κακία βάδισαν προς την αρετή δια της μετανοίας, ώστε να ανακαλέσουν την απόφαση του Θεού και να στερεώσουν την πόλη που εσείετο, και να απομακρύνουν την θεόπεμπτον οργή, και να απαλλαγούν από κάθε κακό. Διότι «είδε ο Θεός», λέγει, «ότι απεμακρύνθη κάθε ένας από τον πονηρό του δρόμο που ακολουθούσε και επέστρεψε εις τον Κύριον».
Πως απεμακρύνθη, ειπέ μου; Και όμως ήταν μεγάλη η κακία των, απερίγραπτος η πονηρία των, δυσκολοθεράπευτοι αι πληγαί των. Και αυτό ακριβώς εννοούσε ο προφήτης όταν έλεγε: «ανέβει η κακία των μέχρι τον ουρανό», φανερώνων με την απόσταση αυτήν το μέγεθος της κακίας των. Όμως την τόσο μεγάλη κακία, που τόσο εκορυφώθη και υψώθη, ώστε να φθάσει μέχρι του ουρανού, αυτήν εις τρεις ημέρες, εις χρόνο συντομώτατον, με ολίγας λέξεις, τας οποίας ήκουσαν από έναν άνθρωπο άγνωστο, ξένο, ναυαγό, τόσο την εξάλειψαν τόσο την εξαφάνισαν, τόσο την εκλώτσησαν, ώστε να αξιωθούν να ακούσουν τέτοιους λόγους, ότι «είδε ο Θεός ότι απεμακρύνθη κάθε ένας από την πονηράν οδόν που εβάδιζε και τους απήλλαξεν από την κακία την οποία είπε ότι θα κάνει εις αυτούς ο Θεός». Βλέπεις ότι ο φρόνιμος και προσεκτικός όχι μόνον καθόλου δεν ζημιώνεται από τους ανθρώπους, αλλά και ανατρέπει και την θεόσταλτον οργή;
Εκείνος όμως που προδίδει μόνος του τον εαυτόν του και τον καταζημιώνει, και αν ακόμα απολαύει αναριθμήτους ευεργεσίας, δεν κερδίζει τίποτε μεγάλο; Έτσι λοιπόν, ούτε τα τόσα θαύματα ωφέλησαν τους Ισραηλίτες καθόλου, ούτε εζημίωσε τους Νινευίτας η μη συμμετοχή εις αυτά. Επειδή όμως αυτοί ήσαν ευγνώμονες, άρπαξαν την μικρή ευκαιρία, έγιναν καλύτεροι, αν και ήσαν βάρβαροι και αλλόφυλοι και δεν είχαν ακούσει κανένα θείο χρησμό και κατοικούσαν πολύ μακριά από την Παλαιστίνη.
Ειπέ μου, έβλαψαν την αρετή των τριών νέων τα επελθόντα εις αυτούς δεινά; Ενώ ακόμη ήσαν νέοι, νεότατοι, εις ηλικία ανώριμη, δεν υπέμειναν την φοβερά εκείνη τιμωρία και αιχμαλωσία, και δεν έξωρίσθησαν εις την μακρινή εκείνη εξορία, και εχωρίσθησαν από την πατρίδα και την οικία των, και από τον ναό και τον βωμό, και από τις θυσίες και τις προσφορές και τις σπονδές, και από αυτές τις ψαλμωδίες ελθόντες εις ξένη γη;
Διότι δεν ήταν απηγορευμένη εις αυτούς μόνον η οικία των, αλλά και πολλοί τρόποι της λατρείας των. Δεν παρεδόθησαν σε βαρβαρικά χέρια, και εις λύκους μάλλον παρά εις ανθρώπους, και το χειρότερο, μεταφερθέντες εις τόσο μακρινή και βάρβαρη χώρα, και εις αιχμαλωσία φοβερότατη, ούτε διδάσκαλο είχαν, ούτε προφήτη, ούτε άρχοντα; Διότι «δεν υπάρχει», λέγει, «άρχων ούτε προφήτης και ηγούμενος, ούτε τόπος δια να καρποφορήσουμε ενώπιόν σου και να εύρωμεν έλεος». Αλλά και εις βασιλική οικία εισήχθησαν, ωσάν εις κάποιον σκόπελο και κρημνό, και ωσάν εις πέλαγος γεμάτο από υφάλους και βράχους, χωρίς κυβερνήτη και καπετάνιο, και ναύτες, και πανιά, αναγκαζόμενοι να διαπλέουν την φοβερή εκείνη θάλασσα. Και ήσαν εγκεκλεισμένοι εις τα βασιλικά ανάκτορα ως εις δεσμωτήριο. Διότι επειδή εγνώριζον να φιλοσοφούν και ήσαν ανώτεροι των βιοτικών πραγμάτων, και περιεφρόνησαν όλη την ανθρώπινη ματαιοδοξία και έκαναν έτσι ελαφρά τα φτερά τους και εθεώρουν την παραμονή των εις την βασιλική οικία ως ένα ακόμη κακό επί πλέον. Διότι εάν μεν ήσαν έξω και εις ιδιωτική οικία θα απελάμβανον περισσότερη ελευθερία. Εισαχθέντες δε εις το δεσμωτήριο εκείνο (διότι ενόμιζαν ότι όλη εκείνη η πολυτέλεια δεν ήταν καθόλου καλύτερη από δεσμωτήριο, και κρημνούς και σκοπέλους) υπέμειναν αμέσως μεγάλη δυσκολία.
Διότι ο μεν βασιλεύς τους διέταξε να συμμετέχουν εις την τράπεζά του, την συβαριτική εκείνη, και ακάθαρτον και βέβηλον, εις αυτούς όμως επειδή τούτο ήτο απηγορευμένο από τον νόμο τους εφαίνετο χειρότερο από τον θάνατο. Και μόνοι ωσάν ορνία εν μέσω τόσων λύκων είχαν αποκλεισθεί. Και έπρεπε ή να λειώνουν από την πείνα,
μάλλον δεν και να αποθάνουν, ή να τρώγουν από φαγητά απηγορευμένα. Τι κάνουν λοιπόν οι νέοι, οι ορφανοί, οι αιχμάλωτοι, οι ξένοι, οι δούλοι των διατασσόντων αυτά; Δεν θεώρησαν αρκετή απολογία των την ανάγκη, ούτε την τυραννική εξουσία του άρχοντος της πόλεως, αλλά σκέπτονται τα πάντα και κάνουν τα πάντα, ώστε να αποφύγουν την αμαρτία, αν και από παντού ήσαν αναγκασμένοι να την διαπράξουν. Διότι ούτε με χρήματα μπορούσαν να πείθουν. Πως θα το έκαναν αυτό αφού ήσαν αιχμάλωτοι; Ούτε με φιλία και συναναστροφή. Πως θα το έκαναν αυτό οι ξένοι; Ούτε με την δύναμη να νικήσουν. Διότι πως θα το κατόρθωναν αυτό οι δούλοι; Ούτε να υπερισχύσουν με το πλήθος. Πως θα το έκαναν αυτό οι τρεις μόνοι; Έρχονται λοιπόν και πείθουν με λόγους τον αξιωματούχο εκείνον, ο οποίος είχε αυτήν την εξουσία. Επειδή λοιπόν τον ευρήκαν περίφοβο και τρέμοντα και ανησυχούντα σφοδρώς περί της σωτηρίας του, και φόβος αφόρητος συνεκλόνιζε την ψυχή του. Διότι «φοβούμαι εγώ», λέγει, «τον κύριόν μου τον βασιλέα μήπως ιδεί κάποτε τα πρόσωπά σας σκυθρωπά περισσότερο από τα παιδιά της ηλικίας σας και με φονεύσει ο βασιλεύς», αφού τον απήλλαξαν από τον φόβο αυτόν, τον πείθουν να δώσει εις αυτούς την χάρη.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Και επειδή όλα όσα μπορούσαν να κάνουν τα έκαναν, και ο Θεός εισέφερε το ιδικό του. Διότι δεν ήτο κατόρθωμα μόνον του Θεού αυτά που επρόκειτο να λάβουν εκείνοι ως ανταμοιβή, αλλά η αρχή και ο πρόλογος προήλθε από την γνώμη εκείνων και με την γενναιότητα και την ανδρεία απέσπασαν την βοήθεια του Θεού και επέτυχαν εκείνο το οποίο επιμόνως ήθελαν.
Βλέπεις λοιπόν ότι εκείνον ο οποίος δεν αδικεί τον εαυτόν του, δεν θα μπορέσει να τον ζημιώσει κανείς άλλος; Να λοιπόν και νεότης, και αιχμαλωσία, και ορφάνια και εξορία και απομόνωσις και έλλειψις προστασίας, και φοβερό διάταγμα και μεγάλος φόβος θανάτου πολιορκών την σκέψιν του ευνούχου, και πενία και ολιγότης, και παραμονή εν μέσω βαρβάρων, και το ότι είχον κυρίους τους εχθρούς των, και το ότι ήσαν παραδεδομένοι εις αυτάς τας βασιλικάς χείρας, και ο χωρισμός από όλους τους οικείους τους, και από ιερείς και προφήτας και η αποξένωσις από όλους του άλλους, οι οποίοι τους εκυβερνούσαν, και η στέρησις από σπονδάς και θυσίας, και η έλλειψις ναού και ύμνων, και τίποτε απʼ αυτά δεν τους έβλαψεν. Αλλά τότε ηυτύχησαν περισσότερον, παρά όταν εχαίροντο αυτά εις την πατρίδα των.
Και αφού επέτυχαν πρώτα αυτό το κατόρθωμα, και εφόρεσαν λαμπρόν στέφανον, και ετήρησαν τον νόμον εις την ξένην χώραν, και κατεπάτησαν τυραννικόν διάταγμα, και ενίκησαν τον φόβον του τρισαθλίου, και δεν εζημιώθησαν εις τίποτε από πουθενά, ωσάν να ευρίσκοντο εις την πατρίδα των και να απήλαυον όλα εκείνα, έτσι επέτυχον εύκολα αυτό το έργον, και εκαλούντο πάλιν εις άλλους αγώνας. Και πάλιν ήσαν οι ίδιοι και ήρχιζαν αγώνα φοβερώτερον του προηγουμένου, και άναβε διʼ αυτούς κάμινος, και παρετάσσετο εναντίον των βαρβαρικόν στρατόπεδον μαζί με τον Βασιλέα. Και εκινείτο όλη η περσική δύναμις και τα πάντα εμηχανώντο προς εξαπάτησιν και εκβιασμόν αυτών. Και διάφορα είδη μουσικής, και τιμωρίαι ποικίλαι, και απειλαί, και η θέα από παντού ήτο φοβερά, και τα λόγια φοβερώτερα από την θέαν. Αλλʼ όμως επειδή δεν επρόδωσαν τους εαυτούς των, αλλά έκαναν κάθε τι που εξηρτάτο από αυτούς ποτέ εις τίποτε δεν εζημιώθησαν. Αλλά και εφόρεσαν στεφάνους λαμπροτέρους από ό,τι προηγουμένως. Τους έδεσε λοιπόν ο Ναβουχοδονόσορ και τους έβαλε μέσα εις την κάμινον, όμως δεν τους έβλαψεν, αλλά και περισσότερον τους ωφέλησε και τους έκαμεν εδοξοτέρους. Και ενώ δεν είχαν ούτε ναόν (θα ειπώ πάλι τα ίδια), ούτε θυσιαστήριον, ούτε πατρίδα, ούτε ιερείς, ούτε προφήτας, ευρισκόμενοι εις ξένην και βάρβαρον χώραν, εις το μέσον της καμίνου, μεταξύ ολοκλήρου εκείνου του στρατεύματος, και ενώ έβλεπεν όλα αυτά ο βασιλεύς, ο οποίος και τα υποκινούσεν, έστησαν λαμπρόν τρόπαιον και εσημείωσαν περιφανή νίκην, ψάλλοντες την θαυμασίαν εκείνην και παράξενον ψαλμωδίαν, η οποία ψάλλεται έκτοτε μέχρι και σήμερα εις όλα τα μέρη της οικουμένης, και θα ψάλλεται και εις τας μετά ταύτα γενεάς.
Έτσι, λοιπόν, όταν κανείς δεν αδικεί τον εαυτόν του, εις τίποτε δεν θα μπορέσουν οι άλλοι να τον βλάψουν. Και τούτο δεν θα παύσω να επαναλαμβάνω συνεχώς. Καθόσον εάν αιχμαλωσία, και δουλεία, και απομόνωσις, και εξορία, και στέρησις όλων των οικείων, και θάνατος, και εμπρησμός, και τόσος στρατός, και τόσον ωμός τύραννος, δεν μπόρεσαν τρείς παίδας νέους αιχμαλώτους, δούλους, ξένους, ευρισκόμενους εις ξένην γην, ουδόλως να βλάψουν εις την αρετήν των, αλλά μεγαλυτέραν αντιθέτως έδωκεν εις αυτούς παρρησίαν η εναντίον τους επιβουλή. Τι θα μπορέσει τότε να βλάψει τον προσεκτικόν άνθρωπον; Τίποτε, έστω και αν έχει εχθράν του ολόκληρον την οικουμένην. «Αλλʼ ο Θεός τότε», λέγει, «εβοήθησεν αυτούς και τους ήρπασε μέσα από την φλόγα». Βεβαίως, και συ αν κάνεις κάθε τι που εξαρτάται από εσένα, οπωσδήποτε θα επακολουθήσει η βοήθεια από τον Θεόν.
Πλην όμως εγώ θαυμάζω και μακαρίζω τους παίδας εκείνους, και λέγω ότι είναι άξιοι μιμήσεως, όχι δια το ότι κατεπάτησαν την φλόγα, και ενίκησαν την ενέργειαν του πυρός, αλλά δια το ότι εδέθησαν υπέρ των αληθινών δογμάτων, και ερρίφθησαν εις κάμινον, και παρεδόθησαν εις το πυρ. Εδώ ακριβώς ωλοκληρώθη η νίκη τους, και όταν ερρίφθησαν εις την κάμινον εστεφανώθησαν με στεφάνους, που και πριν να το φανερώσουν τα πράγματα ήρχισαν να πλέκωνται από τα λόγια εκείνα που με πολύ θάρρος και ελευθεροστομίαν έλεγαν, όταν ωδηγήθησαν ενώπιον του βασιλέως. «Δεν έχομεν ανάγκην δια να αποκριθώμεν εις αυτά. Διότι υπάρχει ο Θεός μας εις τους ουρανούς, τον οποίον λατρεύομεν, και είναι ικανός να μας βγάλει μέσα από την φωτιάν της καιομένης καμίνου και να μας γλυτώσει, βασιλεύ, από τα χέρια σου. Και εάν δεν γίνει αυτό να γνωρίζεις, βασιλεύ, ότι τους θεούς σου δεν τους λατρεύομεν, και την εικόνα που έστησες την χρυσή, δεν την προσκυνούμεν».
Από αυτά τα λόγια τους ανακηρύττω νικητάς. Από αυτά τα λόγια ήρπασαν το βραβείον της νίκης, έτρεξαν δια τον λαμπρόν στέφανον του μαρτυρίου, δεικνύοντες εμπράκτως την πίστιν των όπως την εφανέρωσαν με τα λόγια. Αν δε όταν τους έρριψαν εις την κάμινον, η φωτιά εσεβάσθη τα σώματά των και έλυσε τα δεσμά των και τους άφησεν εκεί κάτω να βαδίζουν ελεύθερα, ελησμόνησε την δύναμίν της και έγινεν η αναμμένη κάμμινος πηγή δροσερών υδάτων, τούτο το θαύμα προήρχετο από την χάριν του Θεού και από την άνωθεν θαυματουργίαν.
Ώστε αυτοί ήσαν αθληταί και πριν να γίνουν αυτά, διότι μόλις ερρίφθησαν εις την φλόγαν, και το τρόπαιον έστησαν, και την νίκην εκέρδισαν, και τον στέφανον εφόρεσαν, και εις τους ουρανούς και επί της γης ανεκηρύχθησαν, και τίποτε δεν έλειπε εις αυτούς προς επιτυχίαν. Τι λοιπόν θα είχες να είπης εις αυτά; Έξωρίσθης και εκ της πατρίδος σου εξεδιώχθης; Να οι νέοι αυτοί. Υπέστης αιχμαλωσίαν και περιήλθες κάτω από βαρβάρους άρχοντας; Αλλά και τούτο θα ίδης ότι συνέβη εις αυτούς. Δεν έχεις κανένα εκεί κοντά σου να σε βοηθή και να σε συμβουλεύει και να σε διδάσκει; Και από αυτήν την φροντίδα εστερήθησαν αυτοί. Σε έδεσαν; Σε έκαυσαν; Απέθανες; Διότι τίποτε χειρότερον από αυτά δεν μπορείς να μου αναφέρεις. Αλλά να ότι και αυτοί, αν και επέρασαν όλα αυτά, έγιναν λαμπρότεροι με το καθένα από αυτά, περισσότερον περιφανείς, και απέκτησαν μεγαλύτερα κέρδη εις τους ουρανούς.
Και οι μεν Ιουδαίοι αν και είχαν ναόν και θυσιαστήριον και κιβωτόν και τα χερουβίμ, και το ιλαστήριον, και το καταπέτασμα και το άπειρον πλήθος των ιερέων, και τας καθημερινάς λατρείας, και τας θυσίας τας εωθινάς, τας εσπερινάς, και ήκουαν αδιακόπως τους προφήτας τους ζώντας, τους τεθνεώτας, των οποίων τα λόγια ηχούσαν μέσα εις τα αυτιά των, και έφεραν μαζί των την ανάμνησιν από τα θαύματα που έγιναν εις την Αίγυπτον, εις την έρημον, όλα τα άλλα, και τα έφεραν εις τας χείρας των και τα είχαν γραμμένα εις τους παραστάτας των θυρών, και εχαίροντο τόσον δια τα θαύματα που έγιναν τότε, και όλην την άλλην φροντίδα όχι μόνον καθόλου δεν ωφελήθησαν, αλλά και εζημιώθησαν, διότι έστησαν είδωλα μέσα εις αυτόν τον ναόν, και έσφαξαν τους υιούς και τας θυγατέρας των κάτω από τα δένδρα, και ες ολόκληρον σχεδόν την Παλαιστίνην έκαναν τας παρανόμους και καταραμένας εκείνας θυσίας, και ετόλμησαν άλλα αναρίθμητα περισσότερον άτοπα. Αυτοί όμως αν και διέμειναν εις το μέσον βαρβάρου, ξένης και εχθρικής χώρας, εις κατοικίαν τυραννικήν, στηρημένοι από κάθε φροντίδα, απαγόμενοι, καιόμενοι, όχι μόνον καθόλου δεν εζημιώθησαν από αυτά, ούτε ολίγον, ούτε πολύ, αλλά και περισσότερον έλαμψαν.
Γνωρίζοντες λοιπόν αυτά και συγκεντρώνοντες από την θεόπνευστον και θείαν Γραφήν τα όμοια προς αυτά (διότι πολλά είναι δυνατόν να εύρη κανείς τέτοια παραδείγματα και εις διάφορα άλλα πρόσωπα), ας μη νομίζωμεν ότι, όταν αμαρτάνωμεν, μας αρκούν προς απολογίαν δυσκολία καιρών ή περιστάσεων, ή ανάγκη και βία και τυραννική εξουσία των αρχόντων. Ό,τι είπα εις την αρχήν, εις αυτό τώρα θα τελειώσω τον λόγον, ότι αν κανείς ζημιώνεται και αδικείται, υφίσταται τούτο οπωσδήποτε από τον εαυτόν του, όχι από τους άλλους, έστω και αν είναι αναρίθμητοι αυτοί που τον αδικούν και τον βλάπτουν. Διότι, αν δεν πάθει τούτο από τον εαυτόν του, όλοι μαζί όσοι κατοικούν εις ολόκληρον την γην και την θάλασσαν και αν τον κτυπήσουν, ούτε κατʼ ελάχιστον δεν θα μπορέσουν να βλάψουν αυτόν που γρηγορεί και νήφει εν Κυρίω.
Ας προσέχωμεν λοιπόν, σας παρακαλώ, και ας αγρυπνούμεν πάντοτε, και ας υποφέρωμεν με γενναιότ
ητα όλα όσα προκαλούν λύπην, δια να επιτύχωμεν τα αιώνια εκείνα και άφθαρτα αγαθά δια του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμις τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Βλέπεις λοιπόν ότι εκείνον ο οποίος δεν αδικεί τον εαυτόν του, δεν θα μπορέσει να τον ζημιώσει κανείς άλλος; Να λοιπόν και νεότης, και αιχμαλωσία, και ορφάνια και εξορία και απομόνωσις και έλλειψις προστασίας, και φοβερό διάταγμα και μεγάλος φόβος θανάτου πολιορκών την σκέψιν του ευνούχου, και πενία και ολιγότης, και παραμονή εν μέσω βαρβάρων, και το ότι είχον κυρίους τους εχθρούς των, και το ότι ήσαν παραδεδομένοι εις αυτάς τας βασιλικάς χείρας, και ο χωρισμός από όλους τους οικείους τους, και από ιερείς και προφήτας και η αποξένωσις από όλους του άλλους, οι οποίοι τους εκυβερνούσαν, και η στέρησις από σπονδάς και θυσίας, και η έλλειψις ναού και ύμνων, και τίποτε απʼ αυτά δεν τους έβλαψεν. Αλλά τότε ηυτύχησαν περισσότερον, παρά όταν εχαίροντο αυτά εις την πατρίδα των.
Και αφού επέτυχαν πρώτα αυτό το κατόρθωμα, και εφόρεσαν λαμπρόν στέφανον, και ετήρησαν τον νόμον εις την ξένην χώραν, και κατεπάτησαν τυραννικόν διάταγμα, και ενίκησαν τον φόβον του τρισαθλίου, και δεν εζημιώθησαν εις τίποτε από πουθενά, ωσάν να ευρίσκοντο εις την πατρίδα των και να απήλαυον όλα εκείνα, έτσι επέτυχον εύκολα αυτό το έργον, και εκαλούντο πάλιν εις άλλους αγώνας. Και πάλιν ήσαν οι ίδιοι και ήρχιζαν αγώνα φοβερώτερον του προηγουμένου, και άναβε διʼ αυτούς κάμινος, και παρετάσσετο εναντίον των βαρβαρικόν στρατόπεδον μαζί με τον Βασιλέα. Και εκινείτο όλη η περσική δύναμις και τα πάντα εμηχανώντο προς εξαπάτησιν και εκβιασμόν αυτών. Και διάφορα είδη μουσικής, και τιμωρίαι ποικίλαι, και απειλαί, και η θέα από παντού ήτο φοβερά, και τα λόγια φοβερώτερα από την θέαν. Αλλʼ όμως επειδή δεν επρόδωσαν τους εαυτούς των, αλλά έκαναν κάθε τι που εξηρτάτο από αυτούς ποτέ εις τίποτε δεν εζημιώθησαν. Αλλά και εφόρεσαν στεφάνους λαμπροτέρους από ό,τι προηγουμένως. Τους έδεσε λοιπόν ο Ναβουχοδονόσορ και τους έβαλε μέσα εις την κάμινον, όμως δεν τους έβλαψεν, αλλά και περισσότερον τους ωφέλησε και τους έκαμεν εδοξοτέρους. Και ενώ δεν είχαν ούτε ναόν (θα ειπώ πάλι τα ίδια), ούτε θυσιαστήριον, ούτε πατρίδα, ούτε ιερείς, ούτε προφήτας, ευρισκόμενοι εις ξένην και βάρβαρον χώραν, εις το μέσον της καμίνου, μεταξύ ολοκλήρου εκείνου του στρατεύματος, και ενώ έβλεπεν όλα αυτά ο βασιλεύς, ο οποίος και τα υποκινούσεν, έστησαν λαμπρόν τρόπαιον και εσημείωσαν περιφανή νίκην, ψάλλοντες την θαυμασίαν εκείνην και παράξενον ψαλμωδίαν, η οποία ψάλλεται έκτοτε μέχρι και σήμερα εις όλα τα μέρη της οικουμένης, και θα ψάλλεται και εις τας μετά ταύτα γενεάς.
Έτσι, λοιπόν, όταν κανείς δεν αδικεί τον εαυτόν του, εις τίποτε δεν θα μπορέσουν οι άλλοι να τον βλάψουν. Και τούτο δεν θα παύσω να επαναλαμβάνω συνεχώς. Καθόσον εάν αιχμαλωσία, και δουλεία, και απομόνωσις, και εξορία, και στέρησις όλων των οικείων, και θάνατος, και εμπρησμός, και τόσος στρατός, και τόσον ωμός τύραννος, δεν μπόρεσαν τρείς παίδας νέους αιχμαλώτους, δούλους, ξένους, ευρισκόμενους εις ξένην γην, ουδόλως να βλάψουν εις την αρετήν των, αλλά μεγαλυτέραν αντιθέτως έδωκεν εις αυτούς παρρησίαν η εναντίον τους επιβουλή. Τι θα μπορέσει τότε να βλάψει τον προσεκτικόν άνθρωπον; Τίποτε, έστω και αν έχει εχθράν του ολόκληρον την οικουμένην. «Αλλʼ ο Θεός τότε», λέγει, «εβοήθησεν αυτούς και τους ήρπασε μέσα από την φλόγα». Βεβαίως, και συ αν κάνεις κάθε τι που εξαρτάται από εσένα, οπωσδήποτε θα επακολουθήσει η βοήθεια από τον Θεόν.
Πλην όμως εγώ θαυμάζω και μακαρίζω τους παίδας εκείνους, και λέγω ότι είναι άξιοι μιμήσεως, όχι δια το ότι κατεπάτησαν την φλόγα, και ενίκησαν την ενέργειαν του πυρός, αλλά δια το ότι εδέθησαν υπέρ των αληθινών δογμάτων, και ερρίφθησαν εις κάμινον, και παρεδόθησαν εις το πυρ. Εδώ ακριβώς ωλοκληρώθη η νίκη τους, και όταν ερρίφθησαν εις την κάμινον εστεφανώθησαν με στεφάνους, που και πριν να το φανερώσουν τα πράγματα ήρχισαν να πλέκωνται από τα λόγια εκείνα που με πολύ θάρρος και ελευθεροστομίαν έλεγαν, όταν ωδηγήθησαν ενώπιον του βασιλέως. «Δεν έχομεν ανάγκην δια να αποκριθώμεν εις αυτά. Διότι υπάρχει ο Θεός μας εις τους ουρανούς, τον οποίον λατρεύομεν, και είναι ικανός να μας βγάλει μέσα από την φωτιάν της καιομένης καμίνου και να μας γλυτώσει, βασιλεύ, από τα χέρια σου. Και εάν δεν γίνει αυτό να γνωρίζεις, βασιλεύ, ότι τους θεούς σου δεν τους λατρεύομεν, και την εικόνα που έστησες την χρυσή, δεν την προσκυνούμεν».
Από αυτά τα λόγια τους ανακηρύττω νικητάς. Από αυτά τα λόγια ήρπασαν το βραβείον της νίκης, έτρεξαν δια τον λαμπρόν στέφανον του μαρτυρίου, δεικνύοντες εμπράκτως την πίστιν των όπως την εφανέρωσαν με τα λόγια. Αν δε όταν τους έρριψαν εις την κάμινον, η φωτιά εσεβάσθη τα σώματά των και έλυσε τα δεσμά των και τους άφησεν εκεί κάτω να βαδίζουν ελεύθερα, ελησμόνησε την δύναμίν της και έγινεν η αναμμένη κάμμινος πηγή δροσερών υδάτων, τούτο το θαύμα προήρχετο από την χάριν του Θεού και από την άνωθεν θαυματουργίαν.
Ώστε αυτοί ήσαν αθληταί και πριν να γίνουν αυτά, διότι μόλις ερρίφθησαν εις την φλόγαν, και το τρόπαιον έστησαν, και την νίκην εκέρδισαν, και τον στέφανον εφόρεσαν, και εις τους ουρανούς και επί της γης ανεκηρύχθησαν, και τίποτε δεν έλειπε εις αυτούς προς επιτυχίαν. Τι λοιπόν θα είχες να είπης εις αυτά; Έξωρίσθης και εκ της πατρίδος σου εξεδιώχθης; Να οι νέοι αυτοί. Υπέστης αιχμαλωσίαν και περιήλθες κάτω από βαρβάρους άρχοντας; Αλλά και τούτο θα ίδης ότι συνέβη εις αυτούς. Δεν έχεις κανένα εκεί κοντά σου να σε βοηθή και να σε συμβουλεύει και να σε διδάσκει; Και από αυτήν την φροντίδα εστερήθησαν αυτοί. Σε έδεσαν; Σε έκαυσαν; Απέθανες; Διότι τίποτε χειρότερον από αυτά δεν μπορείς να μου αναφέρεις. Αλλά να ότι και αυτοί, αν και επέρασαν όλα αυτά, έγιναν λαμπρότεροι με το καθένα από αυτά, περισσότερον περιφανείς, και απέκτησαν μεγαλύτερα κέρδη εις τους ουρανούς.
Και οι μεν Ιουδαίοι αν και είχαν ναόν και θυσιαστήριον και κιβωτόν και τα χερουβίμ, και το ιλαστήριον, και το καταπέτασμα και το άπειρον πλήθος των ιερέων, και τας καθημερινάς λατρείας, και τας θυσίας τας εωθινάς, τας εσπερινάς, και ήκουαν αδιακόπως τους προφήτας τους ζώντας, τους τεθνεώτας, των οποίων τα λόγια ηχούσαν μέσα εις τα αυτιά των, και έφεραν μαζί των την ανάμνησιν από τα θαύματα που έγιναν εις την Αίγυπτον, εις την έρημον, όλα τα άλλα, και τα έφεραν εις τας χείρας των και τα είχαν γραμμένα εις τους παραστάτας των θυρών, και εχαίροντο τόσον δια τα θαύματα που έγιναν τότε, και όλην την άλλην φροντίδα όχι μόνον καθόλου δεν ωφελήθησαν, αλλά και εζημιώθησαν, διότι έστησαν είδωλα μέσα εις αυτόν τον ναόν, και έσφαξαν τους υιούς και τας θυγατέρας των κάτω από τα δένδρα, και ες ολόκληρον σχεδόν την Παλαιστίνην έκαναν τας παρανόμους και καταραμένας εκείνας θυσίας, και ετόλμησαν άλλα αναρίθμητα περισσότερον άτοπα. Αυτοί όμως αν και διέμειναν εις το μέσον βαρβάρου, ξένης και εχθρικής χώρας, εις κατοικίαν τυραννικήν, στηρημένοι από κάθε φροντίδα, απαγόμενοι, καιόμενοι, όχι μόνον καθόλου δεν εζημιώθησαν από αυτά, ούτε ολίγον, ούτε πολύ, αλλά και περισσότερον έλαμψαν.
Γνωρίζοντες λοιπόν αυτά και συγκεντρώνοντες από την θεόπνευστον και θείαν Γραφήν τα όμοια προς αυτά (διότι πολλά είναι δυνατόν να εύρη κανείς τέτοια παραδείγματα και εις διάφορα άλλα πρόσωπα), ας μη νομίζωμεν ότι, όταν αμαρτάνωμεν, μας αρκούν προς απολογίαν δυσκολία καιρών ή περιστάσεων, ή ανάγκη και βία και τυραννική εξουσία των αρχόντων. Ό,τι είπα εις την αρχήν, εις αυτό τώρα θα τελειώσω τον λόγον, ότι αν κανείς ζημιώνεται και αδικείται, υφίσταται τούτο οπωσδήποτε από τον εαυτόν του, όχι από τους άλλους, έστω και αν είναι αναρίθμητοι αυτοί που τον αδικούν και τον βλάπτουν. Διότι, αν δεν πάθει τούτο από τον εαυτόν του, όλοι μαζί όσοι κατοικούν εις ολόκληρον την γην και την θάλασσαν και αν τον κτυπήσουν, ούτε κατʼ ελάχιστον δεν θα μπορέσουν να βλάψουν αυτόν που γρηγορεί και νήφει εν Κυρίω.
Ας προσέχωμεν λοιπόν, σας παρακαλώ, και ας αγρυπνούμεν πάντοτε, και ας υποφέρωμεν με γενναιότ
ητα όλα όσα προκαλούν λύπην, δια να επιτύχωμεν τα αιώνια εκείνα και άφθαρτα αγαθά δια του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμις τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Xρόνος
Α) Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Χρόνος είναι το διάστημα που εκτείνεται μαζί με τον κόσμο από τη στιγμή της δημιουργίας· με αυτό το χρονικό διάστημα μετριέται (συγκρίνεται) κάθε κίνηση είτε των άστρων είτε των ζώων είτε οποιουδήποτε άλλου από τα κινούμενα κτίσματα, και με βάση αυτή τη μέτρηση λέμε ότι το ένα κινείται πιο γρήγορα ή πιο αργά από το άλλο. Πιο γρήγορα αυτό που σε μικρότερο χρόνο διανύει περισσότερο διάστημα, πιο αργά δε αυτό που σε περισσότερο χρόνο διανύει μικρότερο διάστημα.
(Ανατρεπτικός του Απολογητικού του Ευνομίου, Α΄, 21, ΕΠΕ 10, 108 – ΒΕΠ 52, 181 – MG 29, 560BC).
Ή μήπως ο χρόνος δεν είναι κάτι, του οποίου το παρελθόν εξαφανίστηκε, το μέλλον ακόμη δεν εμφανίστηκε, το δε παρόν πριν το γνωρίσουμε διαφεύγει την αντίληψή μας; Κάπως τέτοια είναι και η φύση των αισθητών πραγμάτων (ζώων, φυτών κλπ.)· ή αυξάνονται ή φθείρονται διαρκώς και δεν τα χαρακτηρίζει η σταθερότητα και η μονιμότητα. Έπρεπε λοιπόν τα σώματα των ζώων και των φυτών, που είναι κατά κάποιο τρόπο δεμένα αναγκαστικά σε κάποιο ρεύμα και τα έχει συλλάβει η κίνηση που τα οδηγεί προς τη γένεση και τη φθορά, έπρεπε να περιβάλλονται από τη φύση του χρόνου, ο οποίος έχει ιδιότητα συγγενή προς τα μεταβλητά όντα, (αφού και αυτός διαρκώς τρέχει).
(Εις Εξαήμερον, ομιλ. Α΄, 5, ΕΠΕ 4, 38-40 – ΒΕΠ 51, 189 – MG 29, 13).
Β) Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Όταν πλέον ήρθε η ώρα να προστεθεί στα αόρατα όντα και ο υλικός αυτός κόσμος, (δημιουργήθηκε και αυτός) πρώτα ως σχολείο και γυμναστήριο των ανθρώπινων ψυχών και έπειτα ως κατάλληλος τόπος διαβιώσεως όλων γενικά των δημιουργημάτων, που γεννιούνται και πεθαίνουν. Σύμφυτη1 λοιπόν προς τον κόσμο και τα ζώα και τα φυτά του κόσμου είναι η ροή του χρόνου που συνεχώς επείγεται και τρέχει παράπλευρα προς αυτά, και πουθενά δεν σταματάει σε κανένα σημείο του δρόμου της.
Γ) ΤΡΕΧΕΙ ΣΑΝ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΚΑΙ ΔΕ ΓΥΡΙΖΕΙ ΠΙΣΩ
Ο χρόνος τρέχει και δεν περιμένει αυτόν που αργοπορεί. Οι ημέρες φεύγουν βιαστικά και προσπερνούν τον οκνηρό. Και όπως δεν είναι δυνατόν να σταματήσει κανείς το ρεύμα του ποταμού, εκτός αν κάποιος χρησιμοποιήσει όπως πρέπει το νερό, αφού το ανακόψει, κατά την πρώτη συνάντηση και ορμή, έτσι ούτε το χρόνο που τρέχει σύμφωνα με την αναγκαστική πορεία, μπορεί να συγκρατήσει, ούτε αφού περάσει να τον ανακαλέσει προς τα πίσω, εκτός αν κάποιος τον προλάβει, όταν έρχεται. Και γιʼ αυτό κράτησε την εντολή του Θεού (που άκουσες σήμερα), γιατί φεύγει και εφάρμοσέ την, και αφού την συλλάβεις από παντού, άρπαξέ την στην αγκαλιά σου.
(Εν λιμώ και αυχμώ, 7, ΕΠΕ 7, 154 – ΒΕΠ 54, 85 – MG 31, 324BC).
Υποσημειώσεις:
Σύμφυτος λέγεται εκείνος που φυτρώνει, υπάρχει και συναυξάνεται μαζί με κάποιον άλλον (Βλ. Λεξικά: Γ. Μπαμπινιώτη, Δ. Δημητράκου και ANATOLE BAILLY). Ο χρόνος λοιπόν, κατά το Μ. Βασίλειο, αρχίζει από τότε που άρχισε και η δημιουργία του κόσμου. Αυτό άλλωστε σημαίνει και το χωρίο της Γενέσεως: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (κεφ. 1, 1). Την άποψη αυτή ότι χρόνος ταυτίζεται ως προς την ηλικία με τη δημιουργία της ύλης υποστήριξε λίγο αργότερα και ο ιερός Αυγουστίνος (354-430). Γράφει: «Όχι εν χρόνω, αλλά μαζί με το χρόνο έπλασε ο Θεός τον κόσμο» (Καθηγ. Δ. Κωτσάκη, Η εξαήμερος κατά το Μέγα Βασίλειο και την επιστήμη, σελ. 20-23). Πάντως για το ζήτημα αυτό πρώτος αποφάνθηκε ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος είναι προγενέστερος του ιερού Αυγουστίνου, αφού έζησε το 330-379 μ.Χ.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χαλκίδος
Α) Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Χρόνος είναι το διάστημα που εκτείνεται μαζί με τον κόσμο από τη στιγμή της δημιουργίας· με αυτό το χρονικό διάστημα μετριέται (συγκρίνεται) κάθε κίνηση είτε των άστρων είτε των ζώων είτε οποιουδήποτε άλλου από τα κινούμενα κτίσματα, και με βάση αυτή τη μέτρηση λέμε ότι το ένα κινείται πιο γρήγορα ή πιο αργά από το άλλο. Πιο γρήγορα αυτό που σε μικρότερο χρόνο διανύει περισσότερο διάστημα, πιο αργά δε αυτό που σε περισσότερο χρόνο διανύει μικρότερο διάστημα.
(Ανατρεπτικός του Απολογητικού του Ευνομίου, Α΄, 21, ΕΠΕ 10, 108 – ΒΕΠ 52, 181 – MG 29, 560BC).
Ή μήπως ο χρόνος δεν είναι κάτι, του οποίου το παρελθόν εξαφανίστηκε, το μέλλον ακόμη δεν εμφανίστηκε, το δε παρόν πριν το γνωρίσουμε διαφεύγει την αντίληψή μας; Κάπως τέτοια είναι και η φύση των αισθητών πραγμάτων (ζώων, φυτών κλπ.)· ή αυξάνονται ή φθείρονται διαρκώς και δεν τα χαρακτηρίζει η σταθερότητα και η μονιμότητα. Έπρεπε λοιπόν τα σώματα των ζώων και των φυτών, που είναι κατά κάποιο τρόπο δεμένα αναγκαστικά σε κάποιο ρεύμα και τα έχει συλλάβει η κίνηση που τα οδηγεί προς τη γένεση και τη φθορά, έπρεπε να περιβάλλονται από τη φύση του χρόνου, ο οποίος έχει ιδιότητα συγγενή προς τα μεταβλητά όντα, (αφού και αυτός διαρκώς τρέχει).
(Εις Εξαήμερον, ομιλ. Α΄, 5, ΕΠΕ 4, 38-40 – ΒΕΠ 51, 189 – MG 29, 13).
Β) Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Όταν πλέον ήρθε η ώρα να προστεθεί στα αόρατα όντα και ο υλικός αυτός κόσμος, (δημιουργήθηκε και αυτός) πρώτα ως σχολείο και γυμναστήριο των ανθρώπινων ψυχών και έπειτα ως κατάλληλος τόπος διαβιώσεως όλων γενικά των δημιουργημάτων, που γεννιούνται και πεθαίνουν. Σύμφυτη1 λοιπόν προς τον κόσμο και τα ζώα και τα φυτά του κόσμου είναι η ροή του χρόνου που συνεχώς επείγεται και τρέχει παράπλευρα προς αυτά, και πουθενά δεν σταματάει σε κανένα σημείο του δρόμου της.
Γ) ΤΡΕΧΕΙ ΣΑΝ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΚΑΙ ΔΕ ΓΥΡΙΖΕΙ ΠΙΣΩ
Ο χρόνος τρέχει και δεν περιμένει αυτόν που αργοπορεί. Οι ημέρες φεύγουν βιαστικά και προσπερνούν τον οκνηρό. Και όπως δεν είναι δυνατόν να σταματήσει κανείς το ρεύμα του ποταμού, εκτός αν κάποιος χρησιμοποιήσει όπως πρέπει το νερό, αφού το ανακόψει, κατά την πρώτη συνάντηση και ορμή, έτσι ούτε το χρόνο που τρέχει σύμφωνα με την αναγκαστική πορεία, μπορεί να συγκρατήσει, ούτε αφού περάσει να τον ανακαλέσει προς τα πίσω, εκτός αν κάποιος τον προλάβει, όταν έρχεται. Και γιʼ αυτό κράτησε την εντολή του Θεού (που άκουσες σήμερα), γιατί φεύγει και εφάρμοσέ την, και αφού την συλλάβεις από παντού, άρπαξέ την στην αγκαλιά σου.
(Εν λιμώ και αυχμώ, 7, ΕΠΕ 7, 154 – ΒΕΠ 54, 85 – MG 31, 324BC).
Υποσημειώσεις:
Σύμφυτος λέγεται εκείνος που φυτρώνει, υπάρχει και συναυξάνεται μαζί με κάποιον άλλον (Βλ. Λεξικά: Γ. Μπαμπινιώτη, Δ. Δημητράκου και ANATOLE BAILLY). Ο χρόνος λοιπόν, κατά το Μ. Βασίλειο, αρχίζει από τότε που άρχισε και η δημιουργία του κόσμου. Αυτό άλλωστε σημαίνει και το χωρίο της Γενέσεως: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (κεφ. 1, 1). Την άποψη αυτή ότι χρόνος ταυτίζεται ως προς την ηλικία με τη δημιουργία της ύλης υποστήριξε λίγο αργότερα και ο ιερός Αυγουστίνος (354-430). Γράφει: «Όχι εν χρόνω, αλλά μαζί με το χρόνο έπλασε ο Θεός τον κόσμο» (Καθηγ. Δ. Κωτσάκη, Η εξαήμερος κατά το Μέγα Βασίλειο και την επιστήμη, σελ. 20-23). Πάντως για το ζήτημα αυτό πρώτος αποφάνθηκε ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος είναι προγενέστερος του ιερού Αυγουστίνου, αφού έζησε το 330-379 μ.Χ.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χαλκίδος
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
-
- Έμπειρος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 231
- Εγγραφή: Τρί Νοέμ 13, 2007 6:00 am
- Τοποθεσία: ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ
- Επικοινωνία:
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ!
Μυστήριο παράξενο και παράδοξο αντικρίζω.
Βοσκών φωνές φτάνουν στ' αυτιά μου. Δεν παίζουν σήμερα με τις φλογέρες τους κάποιον τυχαίο σκοπό. Τα χείλη τους ψάλλουν ύμνο ουράνιο.
Οι άγγελοι υμνολογούν, οι αρχάγγελοι ανυμνούν, ψάλλουν τα Χερουβείμ και δοξολογούν τα Σεραφείμ. Πανηγυρίζουν όλοι, βλέποντας το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς.
Σήμερα ή Βηθλεέμ μιμήθηκε τον ουρανό: Αντί γι' αστέρια, δέχτηκε τους αγγέλους• αντί για ήλιο, δέχτηκε τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις το πώς. Γιατί όπου θέλει ό Θεός, ανατρέπονται οι φυσικοί νόμοι. Εκείνος λοιπόν το θέλησε. Και το έκανε. Κατέβηκε στη γη κι έσωσε τον άνθρωπο. Όλα συνεργάστηκαν μαζί Του γι' αυτόν το σκοπό.
Σήμερα γεννιέται Αυτός που υπάρχει αιώνια, και γίνεται αυτό πού ποτέ δεν υπήρξε. Είναι Θεός και γίνεται άνθρωπος! Γίνεται άνθρωπος και πάλι Θεός μένει!
Όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν δέχονταν την παράδοξη γέννηση Του:
Από τη μια οι Φαρισαίοι παρερμήνευαν τα ιερά βιβλία• κι από την άλλη οι γραμματείς δίδασκαν αλλά αντί άλλων. Ό Ηρώδης πάλι, ζητούσε να βρει το νεογέννητο Βρέφος όχι για να το τιμήσει, μα για να το θανατώσει.
Ε λοιπόν, όλοι αυτοί σήμερα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας το Βασιλιά τ' ουρανού να βρίσκεται στη γη μ' ανθρώπινη σάρκα, γεννημένος από παρθενική μήτρα.
Και ήρθαν οι βασιλιάδες να προσκυνήσουν τον επουράνιο Βασιλιά της δόξας.
*
Ήρθαν οι στρατιώτες να υπηρετήσουν τον Αρχιστράτηγο των ουράνιων Δυνάμεων.
*
Ήρθαν οι γυναίκες να προσκυνήσουν Εκείνον πού μετέβαλε τίς λύπες της γυναίκας σε χαρά.
*
Ήρθαν οι παρθένες να προσκυνήσουν Εκείνον πού δημιούργησε τους μαστούς και το γάλα, και τώρα θηλάζει από Μητέρα Παρθένο.
*
Ήρθαν τα νήπια να προσκυνήσουν Εκείνον πού έγινε νήπιο, για να συνθέσει δοξολογικό ύμνο «από τα στόματα των νηπίων» (Ψαλμ. 8:3).
*
Ήρθαν τα παιδιά να προσκυνήσουν Εκείνον πού ή μανία του Ηρώδη τα ανέδειξε σε πρωτομάρτυρες.
*
Ήρθαν οι ποιμένες να προσκυνήσουν τον καλό Ποιμένα, πού θυσίασε τη ζωή Του για χάρη των προβάτων.
*
Ήρθαν οι ιερείς να προσκυνήσουν Εκείνον πού έγινε αρχιερέας όπως ό Μελχισεδέκ (Έβρ. 5:10).
*
Ήρθαν οι δούλοι να προσκυνήσουν Εκείνον πού πήρε μορφή δούλου, για να μετατρέψει τη δουλεία μας σ' ελευθερία.
*
Ήρθαν οι ψαράδες να προσκυνήσουν Εκείνον πού τους μετέβαλε σε «ψαράδες ανθρώπων»
(Ματθ. 4:19)
*
Ήρθαν οι τελώνες να προσκυνήσουν Εκείνον πού από τους τελώνες ανέδειξε ευαγγελιστή.
*
Ήρθαν οι πόρνες να προσκυνήσουν Εκείνον που παρέδωσε τα πόδια του στα δάκρυα μιας πόρνης.
Κοντολογίς, ήρθαν όλοι οι αμαρτωλοί να δουν τον Αμνό του Θεού, πού σηκώνει στους ώμους Του την αμαρτία του κόσμου:
*
Οι μάγοι για να Τον προσκυνήσουν
*
οι ποιμένες για να Τον δοξολογήσουν
*
οι τελώνες για να Τον κηρύξουν
*
οι πόρνες για να Του προσφέρουν μύρα'
*
ή Σαμαρείτισσα για να ξεδιψάσει•
*
ή Χαναναία για να ευεργετηθεί.
Αφού λοιπόν όλοι σκιρτούν από χαρά, θέλω κι εγώ να σκιρτήσω, θέλω να χορέψω, θέλω να πανηγυρίσω. Δίχως κιθάρα, δίχως αυλό, δίχως λαμπάδες αναμμένες στα χέρια μου. Πανηγυρίζω κρατώντας, αντί γι' αυτά, τα σπάργανα του Χριστού. Αυτά είναι ή ελπίδα μου, αυτά ή ζωή μου, αυτά ή σωτηρία μου, αυτά ό αυλός μου, αυτά ή κιθάρα μου. Γι' αυτό τα 'χω μαζί μου: Για να πάρω από τη δύναμη τους δύναμη, για να φωνάξω μαζί με τους αγγέλους, «δόξα στον ύψιστο Θεό», και με τους ποιμένες, «και ειρήνη στη γη, ευλογία στους ανθρώπους» (Λουκ. 2:14).
Και ξέρετε γιατί; Γιατί Εκείνος πού προαιώνια γεννήθηκε από τον Πατέρα ανεξήγητα, γεννιέται σήμερα από παρθένα υπερφυσικά. Το πώς, το γνωρίζει ή χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εμείς μόνο τούτο μπορούμε να πούμε: Πώς αληθινή είναι και ή ουράνια γέννηση του, αδιάψευστη είναι και ή επίγεια. Αλήθεια είναι ότι γεννήθηκε Θεός από Θεό, αλήθεια είναι και ότι γεννήθηκε άνθρωπος από παρθένα. Στον ουρανό είναι ό μόνος πού γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο, γιος Του μονογενής. Και στη γη είναι ό μόνος πού γεννήθηκε από την Παρθένο μόνο, γιος της μονογενής. Όπως στην περίπτωση της ουράνιας γεννήσεως Του είναι ασέβεια να σκεφτούμε μητέρα, έτσι και στην περίπτωση της επίγειας γεννήσεως Του είναι βλασφημία να υποθέσουμε πατέρα. Ό Θεός Τον γέννησε με τρόπο θεϊκό. Ή Παρθένος Τον γέννησε με τρόπο υπερφυσικό. Έτσι, ούτε ή ουράνια γέννηση Του μπορεί να εξηγηθεί, ούτε ή ενανθρώπηση Του μπορεί να ερευνηθεί. Το ότι Τον γέννησε ή Παρθένος σήμερα το γνωρίζω. Το ότι Τον γέννησε ό Θεός προαιώνια το πιστεύω. Κι έχω μάθει να τιμώ σιωπηλά τη γέννηση Του, χωρίς φιλοπερίεργες έρευνες κι ανώφελες συζητήσεις. Γιατί, σ' ό,τι άφορα το Θεό, δεν πρέπει να στέκεται κανείς στη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά να πιστεύει στη δύναμη Εκείνου πού κατευθύνει τα πάντα.
Τι φυσικότερο από το να γεννήσει μια παντρεμένη γυναίκα; Άλλα και Τι πιο παράδοξο από το να γεννήσει παιδί μια παρθένα, δίχως άνδρα, και να παραμείνει παρθένα;
Τι αυτό λοιπόν μπορούμε να ερευνούμε ό,τι γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Ό,τι όμως συμβαίνει με τρόπο υπερφυσικό, ας το σεβόμαστε σιωπηλά. Όχι γιατί είναι επικίνδυνο, αλλά γιατί είναι ανερμήνευτο.
Φόβο νιώθω μπροστά στο θείο μυστήριο.
Τι να πω και Τι να λαλήσω;
Βλέπω εκείνη πού γέννησε. Βλέπω κι Εκείνον πού γεννήθηκε. Άλλα τον τρόπο της γεννήσεως δεν μπορώ να τον καταλάβω. Όπου θέλει, βλέπετε, ό Θεός, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Έτσι έγινε κι εδώ: Παραμερίστηκε ή φυσική τάξη και ενέργησε ή θεία θέληση.
Πόσο ανέκφραστη είναι ή ευσπλαχνία του Θεού!
Ο προαιώνιος Υιός του Θεού, ό άφθαρτος και αόρατος και ασώματος, κατοίκησε μέσα στο φθαρτό και ορατό σώμα μας. Για ποιο λόγο; Να, όπως ξέρετε, εμείς οι άνθρωποι πιστεύουμε περισσότερο σ' ό,τι βλέπουμε παρά σ' ό,τι ακούμε. Στα ορατά πιστεύουμε. Στ' αόρατα όχι. Έτσι δεν πιστεύαμε στον αόρατο αληθινό Θεό, αλλά λατρεύαμε ορατά είδωλα με μορφή ανθρώπων.
Δέχτηκε λοιπόν ό Θεός να παρουσιαστεί μπροστά μας με ορατή μορφή ανθρώπου, για να διαλύσει μ' αυτόν τον τρόπο κάθε αμφιβολία για την ύπαρξη Του. Κι ύστερα, αφού μας διδάξει με την αισθητή και αναμφισβήτητη παρουσία Του, να μας οδηγήσει εύκολα στην αληθινή πίστη, στ' αόρατα και υπερφυσικά.
Κατάπληξη με γεμίζει το θαύμα!
Παιδί βλέπω τον προαιώνιο Θεό!
Σε φάτνη αναπαύεται, Αυτός πού έχει θρόνο τον ουρανό!
Χέρια ανθρώπινα αγγίζουν τον απρόσιτο κι ασώματο!
Με σπάργανα είναι σφιχτοδεμένος, Αυτός πού σπάει τα δεσμά της αμαρτίας!
Όμως... τούτο είναι το θέλημα Του: Την ατιμία να μεταβάλει σε τιμή• με δόξα να ντύσει την ευτέλεια• και την προσβολή σ' αρετή να μεταπλάσει.
Πήρε το σώμα μου. Μου προσφέρει το Πνεύμα Του. Μου χαρίζει το θησαυρό της αιώνιας ζωής, παίρνοντας αλλά και δίνοντας μου: Παίρνει τη σάρκα μου για να με αγιάσει• μου δίνει το Πνεύμα Του για να με σώσει.
«Να, ή παρθένος θα μείνει έγκυος» (Ήσ. 7:14).
Τα λόγια είναι της συναγωγής, μα το απόκτημα της Εκκλησίας.
Η συναγωγή έθαψε το νήμα• Η Εκκλησία φόρεσε τη βασιλική στολή.
Ή Ιουδαία Τον γέννησε ή οικουμένη Τον υποδέχτηκε.
Η συναγωγή Τον θήλασε και Τον έθρεψε• ή Εκκλησία Τον παρέλαβε και ωφελήθηκε.
Στη συναγωγή βλάστησε το κλήμα εμείς όμως απολαμβάνουμε τα σταφύλια της αλήθειας.
Ή συναγωγή τρύγησε τα σταφύλια οι ειδωλολάτρες όμως πίνουν το μυστικό πιοτό.
Εκείνη έσπειρε στην Ιουδαία το σπόρο• οι ειδωλολάτρες όμως θέρισαν το στάχυ με το δρεπάνι της πίστεως. Αυτοί έκοψαν με σεβασμό το ρόδο, και στους Ιουδαίους έμεινε το αγκάθι της απιστίας.
Το πουλάκι πέταξε, κι αυτοί οι ανόητοι κάθονται και φυλάνε ακόμα τη φωλιά.
Οι Ιουδαίοι πασχίζουν να ερμηνεύσουν το βιβλίο του γράμματος, και οι ειδωλολάτρες τρυγούν τον καρπό του Πνεύματος.
«Να, ή παρθένος θα μείνει έγκυος».
Πες μου, Ιουδαίε, πες μου λοιπόν, ποιόν γέννησε;
Δείξε, σε παρακαλώ, θάρρος, έστω και σαν εκείνο που έδειξες μπροστά στον Ηρώδη. Αλλά δεν έχεις θάρρος. Και ξέρω γιατί. Γιατί είσαι επίβουλος. Στον Ηρώδη μίλησες για να Τον εξολοθρεύσει και σ' εμένα δεν μιλάς για να
μην Τον προσκυνήσω.
Ποιόν λοιπόν γέννησε; Ποιόν;
Το Δημιουργό της κτίσεως. Κι αν εσύ σωπαίνεις, ή φύση το βροντοφωνάζει. Τον γέννησε λοιπόν με τον τρόπο πού ό ίδιος θέλησε να γεννηθεί. Στη φύση δεν υπήρχε ή δυνατότητα μιας τέτοιας γεννήσεως. Εκείνος όμως, ως κύριος της φύσεως, επινόησε τρόπο γεννήσεως παράδοξο. Κι έδειξε έτσι ότι, και άνθρωπος πού έγινε, δεν γεννήθηκε σαν άνθρωπος, μα όπως μόνο σε Θεό ταιριάζει.
Εκείνος πού έπλασε τον Αδάμ από παρθένα γη, Εκείνος πού από τον Αδάμ κατόπιν έκαμε γυναίκα, γεννήθηκε σήμερα από παρθένα κόρη πού νίκησε τη φύση, ξεπερνώντας το νόμο του γάμου.
Ο Αδάμ τότε, χωρίς να έχει γυναίκα, γυναίκα απόκτησε.
Η Παρθένος τώρα, χωρίς να έχει άνδρα, άνδρα γέννησε.
Και γιατί έγινε αυτό; Να γιατί:
Οι γυναίκες είχαν ένα παλαιό χρέος προς τους άνδρες, αφού από τον Αδάμ είχε βλαστήσει γυναίκα χωρίς τη μεσολάβηση άλλης γυναίκας. Για αυτό ή Παρθένος σήμερα, ξεπληρώνοντας στους άνδρες το χρέος της Εύας, γέννησε χωρίς άνδρα, δείχνοντας έτσι την ισοτιμία της φύσεως.
Σώος έμεινε ό Αδάμ μετά την αφαίρεση της πλευράς του.
Αδιάφθορη έμεινε κι ή Παρθένος μετά τη γέννηση του Βρέφους.
Άλλα πρόσεξε και κάτι ακόμα:
Δεν έπλασε ό Κύριος κάποιο άλλο σώμα για να εμφανιστεί στη γη. Πήρε το σώμα του ανθρώπου, για να μη φανεί ότι περιφρονεί την ύλη από την οποία δημιουργήθηκε ό Αδάμ. Ήρθαν έτσι, Θεός και άνθρωπος, σε μυστική ένωση. Κι ό διάβολος, πού είχε υποδουλώσει τον άνθρωπο, τράπηκε σε φυγή.
Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αλλά γεννιέται ως Θεός. Αν προερχόταν, όπως εγώ, από έναν κοινό γάμο, πολλοί θα θεωρούσαν απάτη τη γέννηση Του. Γι' αυτό γεννιέται από παρθένα•
Γι` αυτό διατηρεί τη μήτρα της άθικτη• γι' αυτό διαφυλάσσει την παρθενία της ακέραιη: Για να γίνει ό παράξενος τρόπος της γεννήσεως αιτία ακλόνητης πίστεως.
Σ' αυτόν λοιπόν πού θ' αμφισβητήσει την άσπορη γέννηση του Λόγου του Θεού, θα επικαλεστώ ως μάρτυρα την αμόλυντη σφραγίδα της παρθενίας.
Πες μου λοιπόν, Ιουδαίε, γέννησε ή Παρθένος ή όχι; Κι αν μεν γέννησε, γιατί δεν ομολογείς την υπερφυσική γέννηση; Αν πάλι δεν γέννησε, γιατί εξαπάτησες τον Ηρώδη; Όταν εκείνος ζητούσε να μάθει πού θα γεννηθεί ό Χριστός, εσύ δεν είπες «στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας» (Ματθ. 2:4); Μήπως εγώ γνώριζα την πόλη ή τον τόπο; Μήπως εγώ γνώριζα την αξία του Βρέφους πού ήρθε στον κόσμο; Ό Ησαΐας και οι προφήτες σας δεν μίλησαν γι' Αυτό; Κι εσείς, οι αγνώμονες εχθροί, δεν εξηγήσατε την αλήθεια; Εσείς, οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι, οι ακριβείς φύλακες του νόμου, δεν μας διδάξατε για το Χριστό; Εσείς δεν ερμηνεύσατε τις Γραφές; Μήπως εμείς γνωρίζαμε τη γλώσσα σας; Και όταν γέννησε , ή Παρθένος, εσείς δεν παρουσιάσατε στον Ηρώδη τη μαρτυρία του προφήτη Μιχαία, «Άλλ' από σένα, Βηθλεέμ, πόλη της περιοχής του Εφραθά, αν και είσαι μια από τις μικρότερες πόλεις του Ιούδα, θα αναδειχθεί αρχηγός του Ισραήλ» (Μιχ. 5:1);
Πολύ καλά είπε ό προφήτης «από σένα». Από σας προήλθε και παρουσιάστηκε σ' ολόκληρο τον κόσμο.
Παρουσιάστηκε ως άνθρωπος, για να καθοδηγήσει τους ανθρώπους. Παρουσιάστηκε ως Θεός, για να σώσει την οικουμένη.
Μα Τι ωφέλιμοι εχθροί πού είστ' εσείς! Τι φιλάνθρωποι κατήγοροι!
Εσείς κατά λάθος δείξατε πώς το νεογέννητο της Βηθλεέμ είναι Θεός. Εσείς Τον κηρύξατε χωρίς να το θέλετε. Εσείς Τον φανερώσατε, πασχίζοντας να Τον κρύψετε. Εσείς Τον ευεργετήσατε, επιθυμώντας να Τον βλάψετε.
Τι αστοιχείωτοι δάσκαλοι είστε, αλήθεια; Εσείς πεινάτε, και τρέφετε άλλους. Εσείς διψάτε, και ποτίζετε άλλους. Πάμφτωχοι είστε, και πλουτίζετε άλλους.
Ελάτε λοιπόν να γιορτάσουμε! Ελάτε να πανηγυρίσουμε! Είναι παράξενος ό τρόπος της γιορτής -όσο παράξενος είναι κι ό λόγος της γεννήσεως του Χριστού.
Σήμερα λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά.
Ο διάβολος καταντροπιάστηκε.
Οι δαίμονες δραπέτευσαν.
Ο θάνατος καταργήθηκε.
Ο παράδεισος ανοίχτηκε.
Η κατάρα εξαφανίστηκε.
Η αμαρτία διώχτηκε.
Η πλάνη απομακρύνθηκε.
Η αλήθεια αποκαλύφθηκε.
Το κήρυγμα της ευσέβειας ξεχύθηκε και διαδόθηκε παντού.
Η βασιλεία των ουρανών μεταφυτεύθηκε στη
Οι άγγελοι συνομιλούν με τους ανθρώπους.
Όλα έγιναν ένα.
Γιατί;
Γιατί κατέβηκε ό Θεός στη γη κι ό άνθρωπος ανέβηκε στους ουρανούς. Κατέβηκε ό Θεός στη γη και πάλι βρίσκεται στον ουρανό. Ολόκληρος είναι στον ουρανό κι ολόκληρος στη γη. Έγινε άνθρωπος κι είναι Θεός. Είναι Θεός και πήρε σάρκα. Κρατιέται σε παρθενική αγκαλιά και στα χέρια Του κρατάει την οικουμένη.
Τρέχουν κοντά Του οι μάγοι. Τρέχουμε κι εμείς. Τρέχει και τ' αστέρι για να φανερώσει τον Κύριο τ' ουρανού. Μα... κι Εκείνος τρέχει. Τρέχει προς την Αίγυπτο. Και φαίνεται βέβαια, πώς πηγαίνει εκεί για ν' αποφύγει την επιβουλή του Ηρώδη. Όμως τούτο γίνεται για να εκπληρωθούν τα προφητικά λόγια: «Την ήμερα εκείνη ό ισραηλιτικός λαός θα πάρει τρίτος, μετά τους Ασσυρίους και τους Αιγυπτίους, την ευλογία του Θεού πάνω στη γη» (Ήσ. 19:24).
Τι λες, Ιουδαίε; Εσύ πού ήσουν πρώτος έγινες τρίτος; Οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι μπήκαν μπροστά, και ό πρωτότοκος Ισραήλ πήγε πίσω;
Ναι. Έτσι είναι. Οι Ασσύριοι θα γίνουν πρώτοι, επειδή αυτοί πρώτοι με τους μάγους τους προσκύνησαν τον Κύριο. Πίσω τους οι Αιγύπτιοι, πού Τον δέχτηκαν, όταν κατέφυγε στα μέρη τους για ν' αποφύγει την επιβουλή του Ηρώδη. Τρίτος και τελευταίος ό Ισραηλιτικός λαός, πού γνώρισε τον Κύριο από τους αποστόλους, μετά τη βάπτιση Του στον Ιορδάνη.
Τι άλλο μένει να πω;
Δημιουργό και φάτνη βλέπω... Βρέφος και σπάργανα... Λεχώνα παρθένα, περιφρονημένη. Φτώχεια πολλή... Ανέχεια πολλή...
Είδες όμως Τι πλούτος μέσα στη μεγάλη φτώχεια; Ό Πλούσιος έγινε φτωχός για χάρη μας. Δεν έχει ούτε κρεβάτι ούτε στρώμα. Μέσα σε ταπεινό παχνί Του έχουν αποθέσει...
Ω φτώχεια, πλούτου πηγή!
Ω πλούτε αμέτρητε, κρυμμένε μες στη φτώχεια!
Μέσα στη φάτνη κείτεσαι και την οικουμένη σαλεύεις.
Μέσα σε σπάργανα τυλίγεσαι και σπας τα δεσμά της αμαρτίας.
Λέξη ακόμα δεν άρθρωσες και δίδαξες στους μάγους τη θεογνωσία.
Τι να πω και Τι να λαλήσω;
Να Βρέφος σπαργανωμένο!
Να ή Μαρία, Μητέρα και Παρθένος μαζί!
Να ο Ιωσήφ, πατέρας τάχα του Παιδιού!
Εκείνη ή γυναίκα, αυτός ο άνδρας. Νόμιμες οι ονομασίες, αλλά χωρίς περιεχόμενο.
Ο Ιωσήφ μνηστεύθηκε μόνο τη Μαρία, και το Άγιο Πνεύμα την επισκίασε. Έτσι, γεμάτος απορία, δεν ήξερε Τι να υποθέσει για το Βρέφος: Να πει πώς ήταν καρπός μοιχείας, δεν τολμούσε. Να προσφέρει λόγο βλάσφημο εναντίον της Παρθένου, δεν μπορούσε. Ούτε πάλι δεχόταν το Παιδί σαν δικό του, γιατί του ήταν άγνωστο το πώς και από ποιόν γεννήθηκε.
Άλλα να, πού, πάνω στη σύγχυση του, παίρνει απάντηση από τον ουρανό, με τη φωνή του αγγέλου: «Ιωσήφ, μη διστάσεις να πάρεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, γιατί το παιδί πού περιμένει προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα» (Ματθ. 1:20). Και φανέρωσε έτσι σ' εκείνον και σ' εμάς ότι το Άγιο Πνεύμα επισκίασε την Παρθένο.
Γιατί όμως ο Χριστός θέλησε να γεννηθεί από παρθένα, αφήνοντας αβλαβή την παρθενία της;
Να γιατί:
Κάποτε ο διάβολος εξαπάτησε την παρθένα Εύα. Τώρα ο άγγελος έφερε το λυτρωτικό μήνυμα στην Παρθένο Μαριάμ.
Κάποτε ή Εύα ξεστόμισε λόγο, πού έγινε αιτία θανάτου. Τώρα ή Μαρία γέννησε το Λόγο, πού έγινε αιτία αιώνιας ζωής.
Ο λόγος της Εύας έδειξε το δέντρο, πού έβγαλε τον Αδάμ από τον παράδεισο.
Ο Λόγος της Μαρίας έδειξε το Σταυρό, πού έβαλε τον Αδάμ πάλι στον παράδεισο.
Σ' αυτόν λοιπόν, το Λόγο του Θεού και Υιό της Παρθένου, πού άνοιξε δρόμο μέσα σε τόπο αδιάβατο, ας αναπέμψουμε δοξολογία μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ!
Μυστήριο παράξενο και παράδοξο αντικρίζω.
Βοσκών φωνές φτάνουν στ' αυτιά μου. Δεν παίζουν σήμερα με τις φλογέρες τους κάποιον τυχαίο σκοπό. Τα χείλη τους ψάλλουν ύμνο ουράνιο.
Οι άγγελοι υμνολογούν, οι αρχάγγελοι ανυμνούν, ψάλλουν τα Χερουβείμ και δοξολογούν τα Σεραφείμ. Πανηγυρίζουν όλοι, βλέποντας το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς.
Σήμερα ή Βηθλεέμ μιμήθηκε τον ουρανό: Αντί γι' αστέρια, δέχτηκε τους αγγέλους• αντί για ήλιο, δέχτηκε τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις το πώς. Γιατί όπου θέλει ό Θεός, ανατρέπονται οι φυσικοί νόμοι. Εκείνος λοιπόν το θέλησε. Και το έκανε. Κατέβηκε στη γη κι έσωσε τον άνθρωπο. Όλα συνεργάστηκαν μαζί Του γι' αυτόν το σκοπό.
Σήμερα γεννιέται Αυτός που υπάρχει αιώνια, και γίνεται αυτό πού ποτέ δεν υπήρξε. Είναι Θεός και γίνεται άνθρωπος! Γίνεται άνθρωπος και πάλι Θεός μένει!
Όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν δέχονταν την παράδοξη γέννηση Του:
Από τη μια οι Φαρισαίοι παρερμήνευαν τα ιερά βιβλία• κι από την άλλη οι γραμματείς δίδασκαν αλλά αντί άλλων. Ό Ηρώδης πάλι, ζητούσε να βρει το νεογέννητο Βρέφος όχι για να το τιμήσει, μα για να το θανατώσει.
Ε λοιπόν, όλοι αυτοί σήμερα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας το Βασιλιά τ' ουρανού να βρίσκεται στη γη μ' ανθρώπινη σάρκα, γεννημένος από παρθενική μήτρα.
Και ήρθαν οι βασιλιάδες να προσκυνήσουν τον επουράνιο Βασιλιά της δόξας.
*
Ήρθαν οι στρατιώτες να υπηρετήσουν τον Αρχιστράτηγο των ουράνιων Δυνάμεων.
*
Ήρθαν οι γυναίκες να προσκυνήσουν Εκείνον πού μετέβαλε τίς λύπες της γυναίκας σε χαρά.
*
Ήρθαν οι παρθένες να προσκυνήσουν Εκείνον πού δημιούργησε τους μαστούς και το γάλα, και τώρα θηλάζει από Μητέρα Παρθένο.
*
Ήρθαν τα νήπια να προσκυνήσουν Εκείνον πού έγινε νήπιο, για να συνθέσει δοξολογικό ύμνο «από τα στόματα των νηπίων» (Ψαλμ. 8:3).
*
Ήρθαν τα παιδιά να προσκυνήσουν Εκείνον πού ή μανία του Ηρώδη τα ανέδειξε σε πρωτομάρτυρες.
*
Ήρθαν οι ποιμένες να προσκυνήσουν τον καλό Ποιμένα, πού θυσίασε τη ζωή Του για χάρη των προβάτων.
*
Ήρθαν οι ιερείς να προσκυνήσουν Εκείνον πού έγινε αρχιερέας όπως ό Μελχισεδέκ (Έβρ. 5:10).
*
Ήρθαν οι δούλοι να προσκυνήσουν Εκείνον πού πήρε μορφή δούλου, για να μετατρέψει τη δουλεία μας σ' ελευθερία.
*
Ήρθαν οι ψαράδες να προσκυνήσουν Εκείνον πού τους μετέβαλε σε «ψαράδες ανθρώπων»
(Ματθ. 4:19)
*
Ήρθαν οι τελώνες να προσκυνήσουν Εκείνον πού από τους τελώνες ανέδειξε ευαγγελιστή.
*
Ήρθαν οι πόρνες να προσκυνήσουν Εκείνον που παρέδωσε τα πόδια του στα δάκρυα μιας πόρνης.
Κοντολογίς, ήρθαν όλοι οι αμαρτωλοί να δουν τον Αμνό του Θεού, πού σηκώνει στους ώμους Του την αμαρτία του κόσμου:
*
Οι μάγοι για να Τον προσκυνήσουν
*
οι ποιμένες για να Τον δοξολογήσουν
*
οι τελώνες για να Τον κηρύξουν
*
οι πόρνες για να Του προσφέρουν μύρα'
*
ή Σαμαρείτισσα για να ξεδιψάσει•
*
ή Χαναναία για να ευεργετηθεί.
Αφού λοιπόν όλοι σκιρτούν από χαρά, θέλω κι εγώ να σκιρτήσω, θέλω να χορέψω, θέλω να πανηγυρίσω. Δίχως κιθάρα, δίχως αυλό, δίχως λαμπάδες αναμμένες στα χέρια μου. Πανηγυρίζω κρατώντας, αντί γι' αυτά, τα σπάργανα του Χριστού. Αυτά είναι ή ελπίδα μου, αυτά ή ζωή μου, αυτά ή σωτηρία μου, αυτά ό αυλός μου, αυτά ή κιθάρα μου. Γι' αυτό τα 'χω μαζί μου: Για να πάρω από τη δύναμη τους δύναμη, για να φωνάξω μαζί με τους αγγέλους, «δόξα στον ύψιστο Θεό», και με τους ποιμένες, «και ειρήνη στη γη, ευλογία στους ανθρώπους» (Λουκ. 2:14).
Και ξέρετε γιατί; Γιατί Εκείνος πού προαιώνια γεννήθηκε από τον Πατέρα ανεξήγητα, γεννιέται σήμερα από παρθένα υπερφυσικά. Το πώς, το γνωρίζει ή χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εμείς μόνο τούτο μπορούμε να πούμε: Πώς αληθινή είναι και ή ουράνια γέννηση του, αδιάψευστη είναι και ή επίγεια. Αλήθεια είναι ότι γεννήθηκε Θεός από Θεό, αλήθεια είναι και ότι γεννήθηκε άνθρωπος από παρθένα. Στον ουρανό είναι ό μόνος πού γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο, γιος Του μονογενής. Και στη γη είναι ό μόνος πού γεννήθηκε από την Παρθένο μόνο, γιος της μονογενής. Όπως στην περίπτωση της ουράνιας γεννήσεως Του είναι ασέβεια να σκεφτούμε μητέρα, έτσι και στην περίπτωση της επίγειας γεννήσεως Του είναι βλασφημία να υποθέσουμε πατέρα. Ό Θεός Τον γέννησε με τρόπο θεϊκό. Ή Παρθένος Τον γέννησε με τρόπο υπερφυσικό. Έτσι, ούτε ή ουράνια γέννηση Του μπορεί να εξηγηθεί, ούτε ή ενανθρώπηση Του μπορεί να ερευνηθεί. Το ότι Τον γέννησε ή Παρθένος σήμερα το γνωρίζω. Το ότι Τον γέννησε ό Θεός προαιώνια το πιστεύω. Κι έχω μάθει να τιμώ σιωπηλά τη γέννηση Του, χωρίς φιλοπερίεργες έρευνες κι ανώφελες συζητήσεις. Γιατί, σ' ό,τι άφορα το Θεό, δεν πρέπει να στέκεται κανείς στη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά να πιστεύει στη δύναμη Εκείνου πού κατευθύνει τα πάντα.
Τι φυσικότερο από το να γεννήσει μια παντρεμένη γυναίκα; Άλλα και Τι πιο παράδοξο από το να γεννήσει παιδί μια παρθένα, δίχως άνδρα, και να παραμείνει παρθένα;
Τι αυτό λοιπόν μπορούμε να ερευνούμε ό,τι γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Ό,τι όμως συμβαίνει με τρόπο υπερφυσικό, ας το σεβόμαστε σιωπηλά. Όχι γιατί είναι επικίνδυνο, αλλά γιατί είναι ανερμήνευτο.
Φόβο νιώθω μπροστά στο θείο μυστήριο.
Τι να πω και Τι να λαλήσω;
Βλέπω εκείνη πού γέννησε. Βλέπω κι Εκείνον πού γεννήθηκε. Άλλα τον τρόπο της γεννήσεως δεν μπορώ να τον καταλάβω. Όπου θέλει, βλέπετε, ό Θεός, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Έτσι έγινε κι εδώ: Παραμερίστηκε ή φυσική τάξη και ενέργησε ή θεία θέληση.
Πόσο ανέκφραστη είναι ή ευσπλαχνία του Θεού!
Ο προαιώνιος Υιός του Θεού, ό άφθαρτος και αόρατος και ασώματος, κατοίκησε μέσα στο φθαρτό και ορατό σώμα μας. Για ποιο λόγο; Να, όπως ξέρετε, εμείς οι άνθρωποι πιστεύουμε περισσότερο σ' ό,τι βλέπουμε παρά σ' ό,τι ακούμε. Στα ορατά πιστεύουμε. Στ' αόρατα όχι. Έτσι δεν πιστεύαμε στον αόρατο αληθινό Θεό, αλλά λατρεύαμε ορατά είδωλα με μορφή ανθρώπων.
Δέχτηκε λοιπόν ό Θεός να παρουσιαστεί μπροστά μας με ορατή μορφή ανθρώπου, για να διαλύσει μ' αυτόν τον τρόπο κάθε αμφιβολία για την ύπαρξη Του. Κι ύστερα, αφού μας διδάξει με την αισθητή και αναμφισβήτητη παρουσία Του, να μας οδηγήσει εύκολα στην αληθινή πίστη, στ' αόρατα και υπερφυσικά.
Κατάπληξη με γεμίζει το θαύμα!
Παιδί βλέπω τον προαιώνιο Θεό!
Σε φάτνη αναπαύεται, Αυτός πού έχει θρόνο τον ουρανό!
Χέρια ανθρώπινα αγγίζουν τον απρόσιτο κι ασώματο!
Με σπάργανα είναι σφιχτοδεμένος, Αυτός πού σπάει τα δεσμά της αμαρτίας!
Όμως... τούτο είναι το θέλημα Του: Την ατιμία να μεταβάλει σε τιμή• με δόξα να ντύσει την ευτέλεια• και την προσβολή σ' αρετή να μεταπλάσει.
Πήρε το σώμα μου. Μου προσφέρει το Πνεύμα Του. Μου χαρίζει το θησαυρό της αιώνιας ζωής, παίρνοντας αλλά και δίνοντας μου: Παίρνει τη σάρκα μου για να με αγιάσει• μου δίνει το Πνεύμα Του για να με σώσει.
«Να, ή παρθένος θα μείνει έγκυος» (Ήσ. 7:14).
Τα λόγια είναι της συναγωγής, μα το απόκτημα της Εκκλησίας.
Η συναγωγή έθαψε το νήμα• Η Εκκλησία φόρεσε τη βασιλική στολή.
Ή Ιουδαία Τον γέννησε ή οικουμένη Τον υποδέχτηκε.
Η συναγωγή Τον θήλασε και Τον έθρεψε• ή Εκκλησία Τον παρέλαβε και ωφελήθηκε.
Στη συναγωγή βλάστησε το κλήμα εμείς όμως απολαμβάνουμε τα σταφύλια της αλήθειας.
Ή συναγωγή τρύγησε τα σταφύλια οι ειδωλολάτρες όμως πίνουν το μυστικό πιοτό.
Εκείνη έσπειρε στην Ιουδαία το σπόρο• οι ειδωλολάτρες όμως θέρισαν το στάχυ με το δρεπάνι της πίστεως. Αυτοί έκοψαν με σεβασμό το ρόδο, και στους Ιουδαίους έμεινε το αγκάθι της απιστίας.
Το πουλάκι πέταξε, κι αυτοί οι ανόητοι κάθονται και φυλάνε ακόμα τη φωλιά.
Οι Ιουδαίοι πασχίζουν να ερμηνεύσουν το βιβλίο του γράμματος, και οι ειδωλολάτρες τρυγούν τον καρπό του Πνεύματος.
«Να, ή παρθένος θα μείνει έγκυος».
Πες μου, Ιουδαίε, πες μου λοιπόν, ποιόν γέννησε;
Δείξε, σε παρακαλώ, θάρρος, έστω και σαν εκείνο που έδειξες μπροστά στον Ηρώδη. Αλλά δεν έχεις θάρρος. Και ξέρω γιατί. Γιατί είσαι επίβουλος. Στον Ηρώδη μίλησες για να Τον εξολοθρεύσει και σ' εμένα δεν μιλάς για να
μην Τον προσκυνήσω.
Ποιόν λοιπόν γέννησε; Ποιόν;
Το Δημιουργό της κτίσεως. Κι αν εσύ σωπαίνεις, ή φύση το βροντοφωνάζει. Τον γέννησε λοιπόν με τον τρόπο πού ό ίδιος θέλησε να γεννηθεί. Στη φύση δεν υπήρχε ή δυνατότητα μιας τέτοιας γεννήσεως. Εκείνος όμως, ως κύριος της φύσεως, επινόησε τρόπο γεννήσεως παράδοξο. Κι έδειξε έτσι ότι, και άνθρωπος πού έγινε, δεν γεννήθηκε σαν άνθρωπος, μα όπως μόνο σε Θεό ταιριάζει.
Εκείνος πού έπλασε τον Αδάμ από παρθένα γη, Εκείνος πού από τον Αδάμ κατόπιν έκαμε γυναίκα, γεννήθηκε σήμερα από παρθένα κόρη πού νίκησε τη φύση, ξεπερνώντας το νόμο του γάμου.
Ο Αδάμ τότε, χωρίς να έχει γυναίκα, γυναίκα απόκτησε.
Η Παρθένος τώρα, χωρίς να έχει άνδρα, άνδρα γέννησε.
Και γιατί έγινε αυτό; Να γιατί:
Οι γυναίκες είχαν ένα παλαιό χρέος προς τους άνδρες, αφού από τον Αδάμ είχε βλαστήσει γυναίκα χωρίς τη μεσολάβηση άλλης γυναίκας. Για αυτό ή Παρθένος σήμερα, ξεπληρώνοντας στους άνδρες το χρέος της Εύας, γέννησε χωρίς άνδρα, δείχνοντας έτσι την ισοτιμία της φύσεως.
Σώος έμεινε ό Αδάμ μετά την αφαίρεση της πλευράς του.
Αδιάφθορη έμεινε κι ή Παρθένος μετά τη γέννηση του Βρέφους.
Άλλα πρόσεξε και κάτι ακόμα:
Δεν έπλασε ό Κύριος κάποιο άλλο σώμα για να εμφανιστεί στη γη. Πήρε το σώμα του ανθρώπου, για να μη φανεί ότι περιφρονεί την ύλη από την οποία δημιουργήθηκε ό Αδάμ. Ήρθαν έτσι, Θεός και άνθρωπος, σε μυστική ένωση. Κι ό διάβολος, πού είχε υποδουλώσει τον άνθρωπο, τράπηκε σε φυγή.
Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αλλά γεννιέται ως Θεός. Αν προερχόταν, όπως εγώ, από έναν κοινό γάμο, πολλοί θα θεωρούσαν απάτη τη γέννηση Του. Γι' αυτό γεννιέται από παρθένα•
Γι` αυτό διατηρεί τη μήτρα της άθικτη• γι' αυτό διαφυλάσσει την παρθενία της ακέραιη: Για να γίνει ό παράξενος τρόπος της γεννήσεως αιτία ακλόνητης πίστεως.
Σ' αυτόν λοιπόν πού θ' αμφισβητήσει την άσπορη γέννηση του Λόγου του Θεού, θα επικαλεστώ ως μάρτυρα την αμόλυντη σφραγίδα της παρθενίας.
Πες μου λοιπόν, Ιουδαίε, γέννησε ή Παρθένος ή όχι; Κι αν μεν γέννησε, γιατί δεν ομολογείς την υπερφυσική γέννηση; Αν πάλι δεν γέννησε, γιατί εξαπάτησες τον Ηρώδη; Όταν εκείνος ζητούσε να μάθει πού θα γεννηθεί ό Χριστός, εσύ δεν είπες «στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας» (Ματθ. 2:4); Μήπως εγώ γνώριζα την πόλη ή τον τόπο; Μήπως εγώ γνώριζα την αξία του Βρέφους πού ήρθε στον κόσμο; Ό Ησαΐας και οι προφήτες σας δεν μίλησαν γι' Αυτό; Κι εσείς, οι αγνώμονες εχθροί, δεν εξηγήσατε την αλήθεια; Εσείς, οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι, οι ακριβείς φύλακες του νόμου, δεν μας διδάξατε για το Χριστό; Εσείς δεν ερμηνεύσατε τις Γραφές; Μήπως εμείς γνωρίζαμε τη γλώσσα σας; Και όταν γέννησε , ή Παρθένος, εσείς δεν παρουσιάσατε στον Ηρώδη τη μαρτυρία του προφήτη Μιχαία, «Άλλ' από σένα, Βηθλεέμ, πόλη της περιοχής του Εφραθά, αν και είσαι μια από τις μικρότερες πόλεις του Ιούδα, θα αναδειχθεί αρχηγός του Ισραήλ» (Μιχ. 5:1);
Πολύ καλά είπε ό προφήτης «από σένα». Από σας προήλθε και παρουσιάστηκε σ' ολόκληρο τον κόσμο.
Παρουσιάστηκε ως άνθρωπος, για να καθοδηγήσει τους ανθρώπους. Παρουσιάστηκε ως Θεός, για να σώσει την οικουμένη.
Μα Τι ωφέλιμοι εχθροί πού είστ' εσείς! Τι φιλάνθρωποι κατήγοροι!
Εσείς κατά λάθος δείξατε πώς το νεογέννητο της Βηθλεέμ είναι Θεός. Εσείς Τον κηρύξατε χωρίς να το θέλετε. Εσείς Τον φανερώσατε, πασχίζοντας να Τον κρύψετε. Εσείς Τον ευεργετήσατε, επιθυμώντας να Τον βλάψετε.
Τι αστοιχείωτοι δάσκαλοι είστε, αλήθεια; Εσείς πεινάτε, και τρέφετε άλλους. Εσείς διψάτε, και ποτίζετε άλλους. Πάμφτωχοι είστε, και πλουτίζετε άλλους.
Ελάτε λοιπόν να γιορτάσουμε! Ελάτε να πανηγυρίσουμε! Είναι παράξενος ό τρόπος της γιορτής -όσο παράξενος είναι κι ό λόγος της γεννήσεως του Χριστού.
Σήμερα λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά.
Ο διάβολος καταντροπιάστηκε.
Οι δαίμονες δραπέτευσαν.
Ο θάνατος καταργήθηκε.
Ο παράδεισος ανοίχτηκε.
Η κατάρα εξαφανίστηκε.
Η αμαρτία διώχτηκε.
Η πλάνη απομακρύνθηκε.
Η αλήθεια αποκαλύφθηκε.
Το κήρυγμα της ευσέβειας ξεχύθηκε και διαδόθηκε παντού.
Η βασιλεία των ουρανών μεταφυτεύθηκε στη
Οι άγγελοι συνομιλούν με τους ανθρώπους.
Όλα έγιναν ένα.
Γιατί;
Γιατί κατέβηκε ό Θεός στη γη κι ό άνθρωπος ανέβηκε στους ουρανούς. Κατέβηκε ό Θεός στη γη και πάλι βρίσκεται στον ουρανό. Ολόκληρος είναι στον ουρανό κι ολόκληρος στη γη. Έγινε άνθρωπος κι είναι Θεός. Είναι Θεός και πήρε σάρκα. Κρατιέται σε παρθενική αγκαλιά και στα χέρια Του κρατάει την οικουμένη.
Τρέχουν κοντά Του οι μάγοι. Τρέχουμε κι εμείς. Τρέχει και τ' αστέρι για να φανερώσει τον Κύριο τ' ουρανού. Μα... κι Εκείνος τρέχει. Τρέχει προς την Αίγυπτο. Και φαίνεται βέβαια, πώς πηγαίνει εκεί για ν' αποφύγει την επιβουλή του Ηρώδη. Όμως τούτο γίνεται για να εκπληρωθούν τα προφητικά λόγια: «Την ήμερα εκείνη ό ισραηλιτικός λαός θα πάρει τρίτος, μετά τους Ασσυρίους και τους Αιγυπτίους, την ευλογία του Θεού πάνω στη γη» (Ήσ. 19:24).
Τι λες, Ιουδαίε; Εσύ πού ήσουν πρώτος έγινες τρίτος; Οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι μπήκαν μπροστά, και ό πρωτότοκος Ισραήλ πήγε πίσω;
Ναι. Έτσι είναι. Οι Ασσύριοι θα γίνουν πρώτοι, επειδή αυτοί πρώτοι με τους μάγους τους προσκύνησαν τον Κύριο. Πίσω τους οι Αιγύπτιοι, πού Τον δέχτηκαν, όταν κατέφυγε στα μέρη τους για ν' αποφύγει την επιβουλή του Ηρώδη. Τρίτος και τελευταίος ό Ισραηλιτικός λαός, πού γνώρισε τον Κύριο από τους αποστόλους, μετά τη βάπτιση Του στον Ιορδάνη.
Τι άλλο μένει να πω;
Δημιουργό και φάτνη βλέπω... Βρέφος και σπάργανα... Λεχώνα παρθένα, περιφρονημένη. Φτώχεια πολλή... Ανέχεια πολλή...
Είδες όμως Τι πλούτος μέσα στη μεγάλη φτώχεια; Ό Πλούσιος έγινε φτωχός για χάρη μας. Δεν έχει ούτε κρεβάτι ούτε στρώμα. Μέσα σε ταπεινό παχνί Του έχουν αποθέσει...
Ω φτώχεια, πλούτου πηγή!
Ω πλούτε αμέτρητε, κρυμμένε μες στη φτώχεια!
Μέσα στη φάτνη κείτεσαι και την οικουμένη σαλεύεις.
Μέσα σε σπάργανα τυλίγεσαι και σπας τα δεσμά της αμαρτίας.
Λέξη ακόμα δεν άρθρωσες και δίδαξες στους μάγους τη θεογνωσία.
Τι να πω και Τι να λαλήσω;
Να Βρέφος σπαργανωμένο!
Να ή Μαρία, Μητέρα και Παρθένος μαζί!
Να ο Ιωσήφ, πατέρας τάχα του Παιδιού!
Εκείνη ή γυναίκα, αυτός ο άνδρας. Νόμιμες οι ονομασίες, αλλά χωρίς περιεχόμενο.
Ο Ιωσήφ μνηστεύθηκε μόνο τη Μαρία, και το Άγιο Πνεύμα την επισκίασε. Έτσι, γεμάτος απορία, δεν ήξερε Τι να υποθέσει για το Βρέφος: Να πει πώς ήταν καρπός μοιχείας, δεν τολμούσε. Να προσφέρει λόγο βλάσφημο εναντίον της Παρθένου, δεν μπορούσε. Ούτε πάλι δεχόταν το Παιδί σαν δικό του, γιατί του ήταν άγνωστο το πώς και από ποιόν γεννήθηκε.
Άλλα να, πού, πάνω στη σύγχυση του, παίρνει απάντηση από τον ουρανό, με τη φωνή του αγγέλου: «Ιωσήφ, μη διστάσεις να πάρεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, γιατί το παιδί πού περιμένει προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα» (Ματθ. 1:20). Και φανέρωσε έτσι σ' εκείνον και σ' εμάς ότι το Άγιο Πνεύμα επισκίασε την Παρθένο.
Γιατί όμως ο Χριστός θέλησε να γεννηθεί από παρθένα, αφήνοντας αβλαβή την παρθενία της;
Να γιατί:
Κάποτε ο διάβολος εξαπάτησε την παρθένα Εύα. Τώρα ο άγγελος έφερε το λυτρωτικό μήνυμα στην Παρθένο Μαριάμ.
Κάποτε ή Εύα ξεστόμισε λόγο, πού έγινε αιτία θανάτου. Τώρα ή Μαρία γέννησε το Λόγο, πού έγινε αιτία αιώνιας ζωής.
Ο λόγος της Εύας έδειξε το δέντρο, πού έβγαλε τον Αδάμ από τον παράδεισο.
Ο Λόγος της Μαρίας έδειξε το Σταυρό, πού έβαλε τον Αδάμ πάλι στον παράδεισο.
Σ' αυτόν λοιπόν, το Λόγο του Θεού και Υιό της Παρθένου, πού άνοιξε δρόμο μέσα σε τόπο αδιάβατο, ας αναπέμψουμε δοξολογία μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν
Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο.