«Σχετικά με τη συγκαταβατική ενσάρκωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τα όσα προσφέρθηκαν εξαιτίας της σ' αυτούς που τον εμπιστεύτηκαν αληθινά και σχετικά με την αιτία που ο Θεός, αν και μπορούσε να ελευθερώσει με ποικίλους άλλους τρόπους το ανθρώπινο γένος από την υποταγή στο διάβολο, προτίμησε να χρησιμοποιήσει αυτή τη συγκαταβατική τακτική.
Μπορούσε, οπωσδήποτε, ο προαιώνιος και απεριόριστος και παντοκράτορας Λόγος και παντοδύναμος Υιός του Θεού, και χωρίς ο ίδιος να περιβληθεί την ανθρώπινη φύση, να απαλλάξει τους ανθρώπους από την υποτέλεια στο θάνατο και την υποδούλωση στο διάβολο, γιατί όλα υπακούουν στις εντολές του και το καθετί εξαρτιέται από τη θεϊκή εξουσία του, όλα έχει τη δύναμη να τα ενεργεί και, σύμφωνα με τον Ιώβ, τίποτε δε βρίσκεται έξω από τις δυνατότητές του, άλλωστε, απέναντι στην απόλυτη υπεροχή του δημιουργού, η δύναμη αντίστασης των δημιουργημάτων χρεοκοπά, κανένα δεν είναι ισχυρότερο από τον Παντοκράτορα.
Όμως, αυτή η τακτική σωτηρίας, δηλαδή με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, ήταν η πιο προσαρμοσμένη στη δική μας φύση, την ανθρώπινη αδυναμία μας κι ακόμα ήταν η πιο αντάξια του Θεού που την εφάρμοζε μια και χαρακτηριζόταν από το στοιχείο της δικαιοσύνης, χωρίς το οποίο καμιά ενέργεια του Θεού δεν πραγματοποιείται. «Δίκαιος γαρ ο Θεός, και δικαιοσύνας ηγάπησε, και ουκ έστιν αδικία εν αυτω», όπως λέει κι ο ψαλμωδός Προφήτης.
Ο άνθρωπος εγκατέλειψε το Θεό πρώτος και, κατά συνέπεια, δίκαια εγκαταλείφθηκε από το Θεό, τότε κατέφυγε, με τη θέλησή του, στον αρχηγό της κακίας, που τον είχε παρασύρει με τις δόλιες αντίθεες συμβουλές του, δίκαια, πάλι, κατά συνέπεια, παραδόθηκε σ' αυτόν, έτσι εισχώρησε στον κόσμο ο θάνατος, ως αποτέλεσμα του φθόνου του πονηρού και με την άδεια, τη δίκαιη, του αγαθού Θεού. Και ο θάνατος, εξαιτίας της υπερβάλλουσας κακότητας του αρχηγού της κακίας διπλασιάστηκε, κοντά σε κείνον που προσκολλήθηκε στην ανθρώπινη φύση, προστέθηκε κι ο άλλος που αυτός ο ίδιος ο διάβολος βίαια τον προξενεί.
Επειδή, λοιπόν, η υποταγή στο διάβολο και η παράδοση στο θάνατο επήλθε ως δίκαιη συνέπεια, έπρεπε και η επάνοδος του ανθρώπινου γένους στην ελευθερία και τη ζωή να συντελεστεί από το Θεό πάλι ως δίκαιη συνέπεια. Και δεν ήταν μόνο η παράδοση του ανθρώπου στο φθονερό εχθρό του, που πρόκυψε ως συνέπεια της θείας δικαιοσύνης, ήταν και το γεγονός ότι ο ίδιος ο διάβολος, που αποξενώθηκε από τη δικαιοσύνη του Θεού και επεδίωξε άδικα να εξουσιάζει και να μην υπακούει πουθενά και να καταπιέζει, βρισκόμενος σε διάσταση με τη δικαιοσύνη, χρησιμοποίησε τη δύναμή του ενάντια στον άνθρωπο.
Ο Θεός, λοιπόν, θεώρησε ότι προείχε να νικηθεί πρώτα ο διάβολος με τη δικαιοσύνη, με την οποία έχει ανοιχτή διαμάχη, και κατόπιν να νικηθεί με τη θεϊκή υπεροχή, δηλαδή με την ανάσταση και τη μέλλουσα κρίση. Γιατί αυτή είναι η σωστή σειρά, να προηγείται η δικαιοσύνη από τη δύναμη, αυτό αρμόζει αληθινά στη θεϊκή αγαθή διακυβέρνηση του κόσμου, όχι στην καταπιεστική επιβολή: να ακολουθεί η δύναμη, αφού πρώτα επιβληθεί η δικαιοσύνη.
Και, όπως ο διάβολος, ο παμπάλαιος φονιάς του ανθρώπου, ξεσηκώθηκε εναντίον μας από φθόνο και μίσος, έτσι κι ο ζωοδότης μπήκε στη μάχη με το μέρος μιας από άπειρη αγαθότητα κι αγάπη για τον άνθρωπο. Και όπως εκείνος, χωρίς να του έχει παρασχεθεί το δικαίωμα, έβαλε σκοπό του να καταστρέψει το πλάσμα του Θεού, έτσι κι ο πλάστης, έχοντας αντίθετα, κάθε δικαίωμα, αποφάσισε να σώσει το δημιούργημά του. Και όπως εκείνος πέτυχε με την αδικία και τη δολιότητα να καταγάγει νίκη και να γκρεμίσει τον άνθρωπο από το θεοδώρητο αξίωμά του, έτσι κι ο ελευθερωτής με δικαιοσύνη και σοφό σχέδιο επέφερε την πανωλεθρία του αρχηγού της κακίας και την ανακαίνιση του ανθρώπου.
Λοιπόν, ο Θεός απέφευγε να χρησιμοποιήσει, πράγμα που μπορούσε, τη δύναμη, ώσπου να προχωρήσει στην απόδοση της δικαιοσύνης, πράγμα που ήταν αναγκαίο. Έτσι άλλωστε φάνηκε ξεκάθαρα η δύναμη της δικαιοσύνης, αφού προτιμήθηκε ως τακτική από τον παντοδύναμο που κανένας δεν μπορεί να τον νικήσει. Απ' αυτό μάλιστα θα �πρεπε και οι άνθρωποι να παραδειγματιστούν, ώστε να ζουν με δικαιοσύνη την επίγεια ζωή τους, ώστε στην αιώνια ζωή της αθανασίας ν' αναλάβουν τη δύναμη και να μη τη χάσουν ποτέ.
Κι ακόμα έπρεπε ο διάβολος που τότε νίκησε τον άνθρωπο, να νικηθεί από τη νικημένη ανθρώπινη φύση και να κατατροπωθεί αυτός που με τόση πανουργία παγίδευσε τον άνθρωπο. Γι' αυτό το σκοπό χρειαζόταν απαραίτητα να υπάρξει ένας άνθρωπος αναμάρτητος. Όμως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. «Ουδείς γαρ, λέει η Γραφή, αναμάρτητος, ουδ' αν μία ημέρα η ζωή αυτού» και «τις καυχήσεται αγνήν έχειν την καρδίαν;»
Μονάχα ο Θεός, κανένας άλλος, δεν μπορεί να είναι αναμάρτητος. Γι' αυτό ακριβώς ο Θεός Λόγος, ο γεννημένος από το Θεό ευθύς απ' την αρχή της ύπαρξής του, και πάντοτε ενωμένος μ' Αυτόν (δεν είναι δυνατό να υπάρξει η να εννοηθεί ποτέ Θεός στερημένος λόγου) και ουδέποτε διαχωρισμένος απ' Αυτόν, ο ένας υπαρκτός Θεός (το αντιφέγγισμα του ήλιου δεν είναι άλλον φως διαφορετικό απ' τον ήλιο και οι ηλιακές ακτίνες δεν είναι άλλοι ήλιοι), γι αυτό, λοιπόν, ο μόνος αναμάρτητος Υιός και Λόγος του Θεού καθίσταται γιος ανθρώπου, χωρίς βέβαια, να αλλάζει τίποτε ως προς τη θεότητά του, μένοντας, όμως, ακηλίδωτος ως προς την ανθρώπινή του ιδιότητα.
«Ος, όπως προφήτευσε ο Ησαϊας, αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματί αυτού». Και όχι μόνο αυτό, αλλά και κείνος που δε «συνελήφθη εν ανομίαις» και δεν «εκυήθη εν αμαρτίαις» καθώς διαπιστώνει, μιλώντας για τον εαυτό του, ή μάλλον για ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, ο Δαβίδ στους Ψαλμούς. Γιατί η επανάσταση της σάρκας έχει ως αυτόματη συνέπεια την καταδίκη που είναι και λέγεται φθορά.
Αυτή η επανάσταση αν και δε γίνεται με τη θέληση του ανθρώπου, αν και φανερά βρίσκεται σε αντίθεση με τους νόμους της νόησης και παρά το γεγονός ότι τιθασεύεται από τους ενάρετους και προσανατολίζεται μόνο προς τον τομέα δημιουργίας παιδιών, έτσι ή αλλιώς σπρώχνει τον άνθρωπο προς τη φθορά και δεν είναι παρά έφεση για ικανοποίηση των παθών αυτού που δε συνειδητοποίησε την τιμή που αξιώθηκε η φύση μας από το Θεό, αλλά εξομοιώθηκε με τα κτήνη.
Γι αυτό και δε γεννήθηκε, απλώς Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και από Παρθένο επίλεκτη και απαλλαγμένη από βρώμικους σαρκικούς λογισμούς, σύμφωνα με τους προφήτες, γεννήθηκε από Παρθένο στη μήτρα της οποίας επέφερε τη σύλληψη όχι κάποια σαρκική όρεξη, αλλ' ο ερχομός του Αγίου Πνεύματος. Αυτό που συνέβηκε ήταν η υποδοχή και η αποδοχή του ουράνιου χαρμόσυνου μηνύματος, όχι υπόκυψη και δοκιμή στη γεμάτη πάθος σαρκική επιθυμία.
Μακριά από κάθε τέτοια εμπειρία, η σύλληψη έγινε μέσα στην πνευματική ευφροσύνη και την επικοινωνία με το Θεό. «Ιδού γαρ η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», απάντησε η άσπιλη Παρθένος στον άγγελο που της έφερε το μήνυμα της χαράς, συνέλαβε και γέννησε. Προκειμένου έτσι ο νικητής του διαβόλου, όντας άνθρωπος - θεάνθρωπος να κατάγεται, βέβαια, από το ανθρώπινο γένος, να μη μετέχει όμως στην κληρονομούμενη αμαρτία. Αυτός μόνος απ' όλους τους ανθρώπους να συλληφθεί χωρίς να συντρέχει το γεγονός της παρακοής, μόνος αυτός να μπει στη μήτρα της μητέρας του χωρίς να μεσολαβήσει η εμπαθής ηδονή της σάρκας και οι βρώμικες επιθυμίες που χαρακτηρίζουν τη μιασμένη από την παρακοή ανθρώπινη φύση.
Προκειμένου έτσι ο Χριστός να υπάρξει τέλεια απαλλαγμένος από κάθε μόλυνση που μεταδίδεται στους απογόνους, με αποτέλεσμα να μην έχει καμιά ανάγκη κάθαρσης ο ίδιος, και να δέχεται τα πάντα με σοφία για χάρη μας. Και έτσι να γίνει ο ολοκληρωτικά νέος Άνθρωπος και να παραμείνει νέος πραγματικά κι αταλάντευτα, χωρίς καθόλου να παλιώνει πάλι, και να ανοικοδομήσει, προσφερόμενος ο ίδιος ως θεμέλιο και ως όργανο, τον παλιό Άνθρωπο και να τον διατηρήσει πάντα νέο, μια και μπορεί να διώξει μακριά κάθε στοιχείο παλιό και φθαρμένο.
Γιατί και κείνος, ο πρώτος Άνθρωπος δημιουργήθηκε καταρχήν πεντακάθαρος και ήταν νέος ωσότου με τη θέλησή του ακολούθησε το διάβολο και εκτράπηκε στις σαρκικές ηδονές και ξέπεσε μες το
βούρκο της αμαρτίας με αποτέλεσμα να παλιωθεί και να κατρακυλήσει στην παραφθορά της φυσικής του κατάστασης.
Γι' αυτό ο Κυβερνήτης του κόσμου δεν ανακαινίζει τον άνθρωπο, παράδοξα, μόνο με κάποια εξωτερική ενέργεια του, αλλά τον προσλαμβάνει και τον αγκαλιάζει. Και δεν ανορθώνει μόνο και ξαναστεριώνει την ανθρώπινη φύση, αλλά και την περιβάλλεται με τρόπο απερίγραπτο και ενώνεται και ταυτίζεται μαζί της, και γεννιέται συγχρόνως Θεός και άνθρωπος από γυναίκα βέβαια, ώστε να πάρει πίσω της φύση του που ο ίδιος έπλασε κι ο πονηρός με τη συμβουλή του τού έκλεψε, παρθένο όμως, για να καταστήσει τον άνθρωπο νέο, γιατί αν γεννιόταν με σπέρμα ανδρός, θα έφερνε την κληρονομιά της αμαρτίας και δε θα ήταν καινούριος άνθρωπος, δε θα ήταν ο αρχηγός και χορηγός της ζωής εκείνης που ποτέ δεν παλιώνει, δε θα κατάφερνε, αν άνηκε στην παλιά ξεπεσμένη κατάσταση, να προσλάβει ολόκληρη τη διαφανή θεότητα και να καταστήσει τη σάρκα ανεξάντλητη πηγή αγιασμού τόσο, ώστε να ξεπλύνει και να καθαρίσει πλέρια το μολυσμό των προπατόρων και να επαρκέσει για τον εξαγιασμό και όλων των επιγόνων. Γι' αυτό ακριβώς, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, αλλά αυτός ο ίδιος ο Κύριος, νικημένος από την αγάπη του για μας, θέλησε να μας σώσει και να μας αναπλάσει, με το να γεννηθεί τέλειος άνθρωπος όπως και μεις, μένοντας όμως συγχρόνως αναλλοίωτα Θεός».
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
Η κατά σάρκα του Χριστού Οικονομία
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
Η κατά σάρκα του Χριστού Οικονομία
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Το μόνο παράδοξο κάτω απʼ τον ήλιο
Το συναξάρι της ημέρας των Χριστουγέννων μάς δίνει σε μια απλή και λιτή πρόταση όλο το περιεχόμενο της μεγάλης γιορτής. Την 25η Δεκεμβρίου εορτάζομεν «την κατά σάρκα γέννησιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού».
Αυτός που γεννάται εκ της Παρθένου μέσα στο σπήλαιο της Βηθλεέμ και ανακλίνευαι στη φάτνη των αλόγων βρέφος αδύναμο, είναι ο παντοδύναμος Θεός, που στα χέρια Του κρατεί όλη την κτίση. Αυτός, που τη γέννησή Του γιορτάζουμε πανηγυρικά αυτή τη μέρα, είναι ο άπειρος Θεός, που γίνεται τώρα και άνθρωπος. Τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος ο Θεάνθρωπος Χριστός, κατά την αλάνθαστη πίστη της Εκκλησίας μας. «Εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», λέγει ο απόστολος Παύλος (Κολασ. β΄ 9). Σʼ αυτόν που γεννάται ως άνθρωπος στη μικρή κώμη της Ιουδαίας κατοικεί όλη η θεότης, αυτό το βρέφος είναι ο Δεσπότης του παντός, ο υπεράρχιος Θεός. Βρίσκεται στη φάτνη και από εκεί κυβερνά όλη την κτίση, λέγει χαρακτηριστικά ο ι. Χρυσόστομος: «Εν φάτνη κείται, και την οικουμένην σαλεύει» (ΕΠΕ 35, 484).
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο θαύμα στην Ιστορία, δεν υπάρχει συγκλονιστικότερο γεγονός. Αυτό είναι το παραδοξότερο μυστήριο. Ο Θεός ήρθε στη γη και έγινε άνθρωπος! Το σπήλαιο ανεδείχθη ουρανός και η φάτνη «χωρίον εν ώ ανεκλίθη ο αχώρητος». Μέγα πραγματικά και παράδοξο μυστήριο, ασύλληπτο από κάθε νου αγγελικό και ανθρώπινο. Είναι το σημαντικότερο και συγκλονιστικότερο γεγονός όλων των αιώνων, αυτό που μπροστά του η Ιστορία κράτησε την αναπνοή της, στάθηκε με θάμβος και άλλαξε ροή. Είναι το μόνο αληθινά παράδοξο και καινό, που συνέβη στον κόσμο που ζούμε, κάτω απʼ τον ήλιο.
Θεολογεί σχετικά ο πρώτος συστηματικός δογματικός της Εκκλησίας μας, ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «...ευδοκία του Θεού και Πατρός ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, ο ομοούσιος τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, ο προαιώνιος, ο άναρχος, ο εν αρχή ων και προς τον Θεόν και Πατέρα ων και Θεός ων, ο εν μορφή Θεού υπάρχων, κλίνας ουρανούς κατέρχεται, τουτέστιν, το αταπείνωτον αυτού ύψος αταπεινώτως ταπεινώσας συγκαταβαίνει τοις εαυτού δούλοις συγκατάβασιν άφραστον τε και ακατάληπτον – τούτο γαρ δηλοί η κατάβασις – και Θεός ων τέλειος, άνθρωπος τέλειος γίνεται και επιτελείται το πάντων καινών καινότατον, το μόνον καινόν υπό τον ήλιον, διʼ ου η άπειρος του Θεού εμφανίζεται δύναμις. Τι γαρ μείζον του γενέσθαι τον Θεόν άνθρωπον;» (ΕΠΕ 1, 282).
Το τρισμέγιστο θαύμα, το «πάσαν έννοιαν εκπλήττον και συνέχον» το εκφράζει με τη δική του θεολογική γλώσσα και ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Ο άσαρκος σαρκούται, ο Λόγος παχύνεται, ο αόρατος οράται, ο αναφής ψηλαφάται, ο άχρονος άρχεται, ο Υιός του Θού Υιός ανθρώπου γίνεται, Ιησούς Χριστός, χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» ( PG 36, 313Β).
Δεν μπορούμε να εννοήσουμε το μέγεθος του γεγονότος, δεν μπορούμε να συλλάβουμε τις διαστάσεις του θαύματος. Μόνον από κάποια παραδείγματα και αναλογίες μπορούμε μια μικρή βοήθεια να έχουμε και να κατανοήσουμε απλώς, ότι όλα είναι ακατανόητα. Ο αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος χρησιμοποιεί ένα τέτοιο παράδειγμα: Σκέψου, λέει, πόσο μεγάλο πράγμα είναι να δεις τον ήλιο, αφού κατέβει από τους ουρανούς, να τρέχει πάνω στη γη και από εδώ να στέλνει σʼ όλους τις ακτίνες του. Αλλʼ εάν αυτό σε περίπτωση που θα συνέβαινε με τον αισθητό φωστήρα θα γέμιζε μʼ έκπληξη όλους τους θεατές, πρόσεξέ με και σκέψου τώρα, τι είναι να βλέπουμε τον ήλιο της δικαιοσύνης να εκπέμπει τις ακτίνες του από την ανθρώπινη φύση μας και να καταυγάζει τις ψυχές μας! ( PG 49, 351Α).
Το παράδειγμα όσο εκφραστικό και αν είναι δεν μπορεί να παρουσιάσει το μέγεθος της αλήθειας. Ποιος μπορεί να υπολογίσει τη διαφορά του αισθητού φωστήρος από τον ήλιο της δικαιοσύνης; Όποιος προσπάθησε, καταλαβαίνει εύκολα πως το να κατέβει το άστρο της μέρας πάνω στη γη, δεν είναι τίποτε, όταν συγκριθεί με την κάθοδο του Θεού στον κόσμο.
«Τις ουν δώσει μοι το μέγα τούτο θέαμα ιδείν, Θεόν ανθρώποις επιδημούντα;», διερωτάται ο Μ. Βασίλειος (ΕΠΕ 5, 374).
Οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης πόθησαν σφοδρά να δουν την ημέρα του ερχομού του Κυρίου. Ο αγ. Συμεών ο θεοδόχος, όταν είδε τον νηπιάσαντα Κύριο είπε το «νυν απολύεις». Αυτός ήταν η μέγιστη προσμονή της ζωής του. Οι προφήτες Τον είχαν προφητεύσει. Ο λαός περίμενε την ένδοξη εποχή Του. Ήταν η ελπίδα του Ισραήλ και η προσδοκία όλων των εθνών.
Εμείς ζούμε στην εποχή Του. Είδαμε την κάθοδο του Θεού στον κόσμο. Ακούσαμε τη διδασκαλία Του. Γευθήκαμε τη χάρη που μας εξασφάλισε το απολυτρωτικό Του έργο. Και γεμάτοι με ιερό ενθουσιασμό και συγκίνηση την άγια και ολοφώτεινη νύχτα των Χριστουγέννων προσκυνούμε «το μέγα της ευσεβείας μυστήριον». Με την ακράδαντη πίστη, ότι τη νύχτα εκείνη «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α΄ Τιμ. γ΄ 16).
http://www.xfd.gr/0D85437D.el.aspx
Το συναξάρι της ημέρας των Χριστουγέννων μάς δίνει σε μια απλή και λιτή πρόταση όλο το περιεχόμενο της μεγάλης γιορτής. Την 25η Δεκεμβρίου εορτάζομεν «την κατά σάρκα γέννησιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού».
Αυτός που γεννάται εκ της Παρθένου μέσα στο σπήλαιο της Βηθλεέμ και ανακλίνευαι στη φάτνη των αλόγων βρέφος αδύναμο, είναι ο παντοδύναμος Θεός, που στα χέρια Του κρατεί όλη την κτίση. Αυτός, που τη γέννησή Του γιορτάζουμε πανηγυρικά αυτή τη μέρα, είναι ο άπειρος Θεός, που γίνεται τώρα και άνθρωπος. Τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος ο Θεάνθρωπος Χριστός, κατά την αλάνθαστη πίστη της Εκκλησίας μας. «Εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», λέγει ο απόστολος Παύλος (Κολασ. β΄ 9). Σʼ αυτόν που γεννάται ως άνθρωπος στη μικρή κώμη της Ιουδαίας κατοικεί όλη η θεότης, αυτό το βρέφος είναι ο Δεσπότης του παντός, ο υπεράρχιος Θεός. Βρίσκεται στη φάτνη και από εκεί κυβερνά όλη την κτίση, λέγει χαρακτηριστικά ο ι. Χρυσόστομος: «Εν φάτνη κείται, και την οικουμένην σαλεύει» (ΕΠΕ 35, 484).
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο θαύμα στην Ιστορία, δεν υπάρχει συγκλονιστικότερο γεγονός. Αυτό είναι το παραδοξότερο μυστήριο. Ο Θεός ήρθε στη γη και έγινε άνθρωπος! Το σπήλαιο ανεδείχθη ουρανός και η φάτνη «χωρίον εν ώ ανεκλίθη ο αχώρητος». Μέγα πραγματικά και παράδοξο μυστήριο, ασύλληπτο από κάθε νου αγγελικό και ανθρώπινο. Είναι το σημαντικότερο και συγκλονιστικότερο γεγονός όλων των αιώνων, αυτό που μπροστά του η Ιστορία κράτησε την αναπνοή της, στάθηκε με θάμβος και άλλαξε ροή. Είναι το μόνο αληθινά παράδοξο και καινό, που συνέβη στον κόσμο που ζούμε, κάτω απʼ τον ήλιο.
Θεολογεί σχετικά ο πρώτος συστηματικός δογματικός της Εκκλησίας μας, ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «...ευδοκία του Θεού και Πατρός ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, ο ομοούσιος τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, ο προαιώνιος, ο άναρχος, ο εν αρχή ων και προς τον Θεόν και Πατέρα ων και Θεός ων, ο εν μορφή Θεού υπάρχων, κλίνας ουρανούς κατέρχεται, τουτέστιν, το αταπείνωτον αυτού ύψος αταπεινώτως ταπεινώσας συγκαταβαίνει τοις εαυτού δούλοις συγκατάβασιν άφραστον τε και ακατάληπτον – τούτο γαρ δηλοί η κατάβασις – και Θεός ων τέλειος, άνθρωπος τέλειος γίνεται και επιτελείται το πάντων καινών καινότατον, το μόνον καινόν υπό τον ήλιον, διʼ ου η άπειρος του Θεού εμφανίζεται δύναμις. Τι γαρ μείζον του γενέσθαι τον Θεόν άνθρωπον;» (ΕΠΕ 1, 282).
Το τρισμέγιστο θαύμα, το «πάσαν έννοιαν εκπλήττον και συνέχον» το εκφράζει με τη δική του θεολογική γλώσσα και ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Ο άσαρκος σαρκούται, ο Λόγος παχύνεται, ο αόρατος οράται, ο αναφής ψηλαφάται, ο άχρονος άρχεται, ο Υιός του Θού Υιός ανθρώπου γίνεται, Ιησούς Χριστός, χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» ( PG 36, 313Β).
Δεν μπορούμε να εννοήσουμε το μέγεθος του γεγονότος, δεν μπορούμε να συλλάβουμε τις διαστάσεις του θαύματος. Μόνον από κάποια παραδείγματα και αναλογίες μπορούμε μια μικρή βοήθεια να έχουμε και να κατανοήσουμε απλώς, ότι όλα είναι ακατανόητα. Ο αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος χρησιμοποιεί ένα τέτοιο παράδειγμα: Σκέψου, λέει, πόσο μεγάλο πράγμα είναι να δεις τον ήλιο, αφού κατέβει από τους ουρανούς, να τρέχει πάνω στη γη και από εδώ να στέλνει σʼ όλους τις ακτίνες του. Αλλʼ εάν αυτό σε περίπτωση που θα συνέβαινε με τον αισθητό φωστήρα θα γέμιζε μʼ έκπληξη όλους τους θεατές, πρόσεξέ με και σκέψου τώρα, τι είναι να βλέπουμε τον ήλιο της δικαιοσύνης να εκπέμπει τις ακτίνες του από την ανθρώπινη φύση μας και να καταυγάζει τις ψυχές μας! ( PG 49, 351Α).
Το παράδειγμα όσο εκφραστικό και αν είναι δεν μπορεί να παρουσιάσει το μέγεθος της αλήθειας. Ποιος μπορεί να υπολογίσει τη διαφορά του αισθητού φωστήρος από τον ήλιο της δικαιοσύνης; Όποιος προσπάθησε, καταλαβαίνει εύκολα πως το να κατέβει το άστρο της μέρας πάνω στη γη, δεν είναι τίποτε, όταν συγκριθεί με την κάθοδο του Θεού στον κόσμο.
«Τις ουν δώσει μοι το μέγα τούτο θέαμα ιδείν, Θεόν ανθρώποις επιδημούντα;», διερωτάται ο Μ. Βασίλειος (ΕΠΕ 5, 374).
Οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης πόθησαν σφοδρά να δουν την ημέρα του ερχομού του Κυρίου. Ο αγ. Συμεών ο θεοδόχος, όταν είδε τον νηπιάσαντα Κύριο είπε το «νυν απολύεις». Αυτός ήταν η μέγιστη προσμονή της ζωής του. Οι προφήτες Τον είχαν προφητεύσει. Ο λαός περίμενε την ένδοξη εποχή Του. Ήταν η ελπίδα του Ισραήλ και η προσδοκία όλων των εθνών.
Εμείς ζούμε στην εποχή Του. Είδαμε την κάθοδο του Θεού στον κόσμο. Ακούσαμε τη διδασκαλία Του. Γευθήκαμε τη χάρη που μας εξασφάλισε το απολυτρωτικό Του έργο. Και γεμάτοι με ιερό ενθουσιασμό και συγκίνηση την άγια και ολοφώτεινη νύχτα των Χριστουγέννων προσκυνούμε «το μέγα της ευσεβείας μυστήριον». Με την ακράδαντη πίστη, ότι τη νύχτα εκείνη «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α΄ Τιμ. γ΄ 16).
http://www.xfd.gr/0D85437D.el.aspx
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Περί ενανθρωπήσεως
Ο παντοκράτωρ Θεός, όταν εδημιούργει δια του Λόγου του το γένος των ανθρώπων, εγνώρισε και την αδυναμίαν της φύσεώς των και ότι αυτή δεν θα ήτο ικανή μόνη της να γνωρίση τον δημιουργόν, ούτε καν να λάβη έννοιαν Θεού. Διότι αυτός μεν ήτο άκτιστος, αυτοί δε πλάσματα εκ του μηδενός, αυτός μεν ήτο ασώματος, οι δε άνθρωποι επλάσθησαν με σώμα κάπου εδώ κάτω, και γενικώς μεγάλαι είναι αι ελλείψεις των πλασμάτων, δια να γνωρίσουν και να κατανοήσουν τον πλάστην των. Και πάλιν ως αγαθός Θεός ευσπλαγχνίσθη το ανθρώπινον γένος και δεν το αφήκε μακριά από την γνώσιν του, δια να μη έχη άχρηστον ζωήν. Αλλά ποία η ωφέλεια των δημιουργημάτων, όταν δεν γνωρίζουν τον δημιουργόν των; Η πως θα ήσαν λογικά, όταν δεν θα εγνώριζον τον Λόγον του Πατρός, δια του οποίου εδημιουργήθησαν; Καθόλου μα καθόλου δεν επρόκειτο να διαφέρουν από τα άλογα, εάν δεν ανεγνώριζαν τίποτε περισσότερον από τα επίγεια.
Διατί και ο Θεός έκανεν αυτούς, από τους οποίους δεν ήθελε να γνωρίζεται; Δια να μη συμβή λοιπόν αυτό, ο αγαθός μετέδωκεν εις αυτούς εκ της ιδίας εικόνος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ποιεί αυτούς κατ΄ εικόνα του και καθ΄ ομοίωσιν, ώστε δια του χαρίσματος αυτού, αφού αντιληφθούν την εικόνα, εννοώ ασφαλώς τον Λόγον του Πατρός, να δυνηθούν δι΄ αυτού να λάβουν έννοιαν του Πατρός, και γνωρίζοντας τον δημιουργόν των να ζουν την όντως ευτυχισμένην και μακαρίαν ζωήν.
Αλλ΄ οι άνθρωποι πάλιν παρεφρόνησαν και παρημέλησαν την χάριν που τους εδόθη μ΄ αυτόν τον τρόπον, και τόσον πολύ απεστράφησαν τον Θεόν και τόσον πολύ εθόλωσαν την ψυχήν των, ώστε όχι μόνον ελησμόνησαν την ορθήν αντίληψιν περί Θεού, αλλά και άλλα αντ΄ άλλων επενόησαν εις τους εαυτούς των. Διότι και τα είδωλα κατεσκεύασαν δια τους εαυτούς των αντί της αληθείας, και προετίμησαν τα ανύπαρκα από τον πραγματικόν Θεόν, και ελάτρευσαν «τη κτίσει παρά τον κτίσαντα» (Ρω. 1, 25), και το χειρότερον απ΄ όλα είναι, ότι την τιμήν που ανήκει εις τον Θεόν την απέδωκαν και εις ξύλα και εις λίθους και εις κάθε ύλην, και εις ανθρώπους, και ακόμη περισσότερα από αυτά έκαναν, όπως ελέχθη εις τα προηγούμενα. Και τόσον πολύ ησέβησαν, ώστε εις το εξής και τους δαίμονας ελάτρευον και τους ανεκήρυττον θεούς, ικανοποιούντες τας επιθυμίας των. Και εθυσίαζαν άλογα ζώα και έσφαζον ακόμη και ανθρώπους, όπως ελέχθη προηγουμένως, κατά την λατρείαν των θεών εκείνων, και έτσι υπεδουλώνοντο ακόμη περισσότερον εις την ακόλαστον μανίαν εκείνων. Δια τούτο λοιπόν εδιδάσκοντο από αυτούς τας μαγείας και τα κατά τόπους μαντεία επλάνευον τους ανθρώπους και όλοι απέδιδον τα αίτια της γεννήσεως και υπάρξεώς των εις τα άστρα και εις όλα τα ουράνια σώματα και δεν εσκέπτοντο τίποτε περισσότερον από όσα έβλεπον. Και γενικώς όλα ήσαν γεμάτα από ασέβειαν και παρανομίαν και μόνον ο Θεός και ο Λόγος αυτού δεν ανεγνωρίζοντο, αν και δεν απέκρυψεν εις την αφάνειαν τον εαυτόν του από τους ανθρώπους, ούτε έδωκεν εις αυτούς αμυδράν γνώσιν περί του εαυτού του, αλλά με πολλούς και διαφόρους τρόπους την εξήπλωσεν εις αυτούς.
Το χάρισμα του «κατ΄ εικόνα» ήτο μόνον του αρκετόν, δια να γνωρίζη ο άνθρωπος τον Θεόν Λόγον και δι΄ αυτού τον Πατέρα. Επειδή όμως ο Θεός εγνώριζε την αδυναμίαν των ανθρώπων, επρονόησε και περί της αμελείας αυτών, ώστε, εάν αμελούσαν να γνωρίσουν μόνοι των τον Θεόν, να δύνανται δια των έργων της κτίσεως να μη αγνοούν τον δημιουργόν. Επειδή όμως η αμέλεια των ανθρώπων επεκτείνεται ολίγον κατ΄ ολίγον εις τα χειρότερα, και πάλιν ο Θεός επρονόησε δι΄ αυτήν την αδυναμίαν των, και έστειλε τον νόμον και τους προφήτας, οι οποίοι ήσαν γνώριμοι εις αυτούς, ώστε και εάν διστάσουν να σηκώσουν το βλέμμα των εις τον ουρανόν, δια να αναγνωρίσουν τον ποιητήν, να έχουν την διδασκαλίαν εκ των πλησίον. Διότι οι άνθρωποι δύνανται από τους συνανθρώπους των να μάθουν δια τα ανώτερα πράγματα.
Ήτο δυνατόν να σηκώσουν αυτοί το βλέμμα εις το μεγαλείον του ουρανού και, αφού κατανοήσουν την αρμονίαν της κτίσεως, να γνωρίσουν τον ηγεμόνα αυτής τον Λόγον του Πατρός, ο οποίος δια της προνοίας του περί όλων γνωρίζει εις όλους τον Πατέρα. Και δια τούτο κινεί τα πάντα, δια να γνωρίζουν, όλοι τον Θεόν δι΄ αυτού. Η εάν και τούτο τους ήτο κουραστικόν, ηδύναντο να συναναστρέφωνται τους αγίους και με την βοήθειαν αυτών να γνωρίσουν τον δημιουργόν των πάντων Θεόν, τον Πατέρα του Χριστού, και ακόμη ότι η θρησκεία των ειδώλων είναι αθεΐα και γεμάτη ασέβειαν. Ήτο επίσης δυνατόν εις αυτούς να είχον γνωρίσει τον νόμον και να παύσουν να κάνουν κάθε παρανομίαν, και να ζήσουν βίον ενάρετον. Διότι δεν ήτο μόνον δια τους Ιουδαίους ο νόμος, ούτε δι΄ αυτούς μόνον εστέλλοντο οι προφήται (αλλ΄ εστέλλοντο προς τους Ιουδαίους και εδιώκοντο από τους Ιουδαίους)· ήσαν όμως ιερόν διδασκαλείον, δια να γνωρίση όλη η οικουμένη τον Θεόν. Ενώ λοιπόν τόσον μεγάλη ήτο η αγαθότης και η φιλανθρωπία του Θεού, εν τούτοις οι άνθρωποι, επειδή ενικήθησαν από τας προσκαίρους απολαύσεις και τας σατανικάς φαντασίας και απάτας, δεν παρεδέχθησαν την αλήθειαν, αλλ΄ εγέμισαν τους εαυτούς των με περισσότερα κακά και αμαρτήματα, ώστε να μη φαίνωνται πλέον λογικοί, αλλ΄ εκ της συμπεριφοράς των να θεωρούνται ανόητοι.
Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι έχασαν το λογικόν των και έτσι η δαιμονική πλάνη επεσκίαζε τα πάντα, και απέκρυπτε την γνώσιν περί του αληθινού Θεού. Τι έπρεπε να κάνη ο Θεός; Να σιωπά δια μίαν τόσον μεγάλην πλάνην και να αφήνη τους ανθρώπους να πλανώνται υπό των δαιμόνων και να μη γνωρίζουν τον Θεόν; Και δια ποίον λόγον εδημιουργήθη εξ αρχής ο άνθρωπος κατ΄ εικόνα Θεού; Ήτο προτιμότερον να δημιουργηθή απλώς ως άλογον ον, παρά αφού εδημιουργήθη ως λογικόν, να ζη την ζωήν των αλόγων. Και ποία τέλος πάντων ανάγκη υπήρχεν εξ αρχής να λάβη έννοιαν περί Θεού, εφ΄ όσον μάλιστα ούτε τώρα είναι άξιος να λάβη; Δεν έπρεπε να του δοθή ούτε αξ αρχής. Και ποίον θα ήτο το όφελος η δόξα δια τον ποιητήν Θεόν, εφ΄ όσον δεν τον προσκυνούν οι άνθρωποι που αυτός εδημιούργησεν, αλλά νομίζουν ότι άλλοι είναι οι δημιουργοί των; Διότι εμφανίζεται ο Θεός να τους έχη δημιουργήσει δι΄ άλλους και όχι δια τον εαυτόν του. Εξ άλλου, όταν ένας άνθρωπος είναι βασιλεύς, δεν αφήνει τας χώρας που κατέκτησεν ελευθέρας να δουλεύουν εις άλλους, ούτε να καταφεύγουν εις άλλους, αλλά δι΄ εγγράφων τους υπενθυμίζει, πολλάκις δε και δια φίλων στέλλει επιστολάς εις αυτάς, και ακόμη, εάν παραστή ανάγκη, ο ίδιος πηγαίνει και τους κάνει να συσταλούν από την παρουσίαν του, ώστε να μη υπηρετούν άλλους και μένη ανεκτέλεστον το ιδικόν του έργον. Δεν θα λυπηθή ο Θεός πολύ περισσότερον τα πλάσματα του, ώστε να μη αποπλανηθούν μακράν αυτού και να μη υπηρετούν εις τα ανύπαρκτα, αφού μάλιστα αυτή η πλάνη γίνεται η αιτία απωλείας και αφανισμού των; Άπαξ και έγιναν μέτοχα της εικόνος του Θεού, δεν έπρεπε να χαθούν.
Τι έπρεπε λοιπόν να κάνη ο Θεός; Η τι άλλο έπρεπε να γίνη παρά να ανανεωθή το «κατ΄ εικόνα», ώστε δι΄ αυτού να δυνηθούν οι άνθρωποι πάλιν να τον γνωρίσουν; Και πως άλλως θα ηδύνατο να γίνη αυτό παρά δια της προσελεύσεως αυτής της ιδίας της εικόνος του Θεού, δηλαδή του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού; Δι΄ άνθρώπων μεν δεν ήτο δυνατόν, επειδή αυτοί είχον δημιουργηθή «κατ΄ εικόνα»· αλλ΄ ούτε δι΄ αγγέλων, διότι αυτοί δεν είναι εικόνες. Δια τούτο ο Λόγος του Θεού ενηνθρώπησε, δια να επιτύχη να αναδημιουργήση τον «κατ΄ εικόνα» άνθρωπον, αυτός ο οποίος ήτο εικών του Πατρός. Και δεν ήτο δυνατόν να γίνη αλλιώς, αν δεν εξηφανίζετο ο θάνατος και η φθορά. Δια τούτο ευλόγως έλαβε θνητόν σώμα, δια να είναι δυνατόν και ο θάνατος να εξαφανισθή εις αυτόν και οι «κατ΄ εικόνα» άνθρωποι να ανακαινισθούν πάλιν. Δι αυτήν λοιπόν την ανάγκην δεν εχρειάζετο τίποτε άλλο, παρά η εικών του Πατρός...
Όπως λοιπόν ο καλός διδάσκαλος που φροντίζει δια τους μαθητάς του, εκείνους που δεν δύνανται να καταλάβουν τα πολύ μεγάλα, τους εκπαιδεύει με συγκατάβασιν έστω και δια των απλουστέρων, τοιουτοτρόπως και ο Λόγος του Θεού, όπως και ο Παύλος λέγει, «επειδή εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας» (Α΄ Κορ 1, 21). Επειδή οι άνθρωποι, αφού απεμακρύνθησα
ν από την ορθήν αντίληψιν περί Θεού και είχον εστραμμένα προς τα κάτω τα μάτια, σαν να είχον βυθισθή εις βυθόν, ανεζήτουν τον Θεόν εις την δημιουργίαν και τα αισθητά, κατεσκεύασαν ως θεούς των ανθρώπους θνητούς και δαίμονας· δια τούτο ο φιλάνθρωπος και κοινός Σωτήρ όλων, ο Λόγος του Θεού, λαμβάνει δια τον εαυτόν σώμα, και με τους ανθρώπους ως άνθρωπος συναναστρέφεται και βοηθεί τας αισθήσεις όλων. Έτσι και εκείνοι που σκέπτονται ότι ο Θεός είναι σωματικός, δια των έργων τα οποία ο Κύριος κάνει με το σώμα, δι΄ αυτών να εννοήσουν την αλήθειαν και δι΄ αυτού να σκεφθούν τον Πατέρα. Επειδή δε ήσαν άνθρωποι και έβλεπον τα πάντα ως άνθρωποι, όσα και αν υπέπιπτον εις τας αισθήσεις των, έβλεπον να βοηθούνται δια των αισθήσεων, ώστε με όλα να διδάσκωνται την αλήθειαν. Είτε ελάτρευον με φόβον την κτίσιν, όμως την έβλεπαν να ομολογή Κύριον τον Χριστόν. Είτε ήτο η διάνοιά των προκατειλημμένη από ανθρώπους, ώστε να τους θεωρή θεούς, από τα έργα όμως του Σωτήρος, που ήσαν μοναδικά συγκρινόμενα προς πάντα, αποδεικνύεται μεταξύ των ανθρώπων ο Σωτήρ μόνον Υιός Θεού, διότι οι άνθρωποι δεν έκαναν τόσον σπουδαία έργα, σαν αυτά τα οποία έκανεν ο Λόγος του Θεού. Αν και ήσαν προκατειλημμένοι και με τους δαίμονας, βλέποντες όμως να διώκωνται αυτοί υπό του Κυρίου, αντελαμβάνοντο ότι μόνον αυτός είναι ο Λόγος του Θεού και ότι οι δαίμονες δεν είναι θεοί. Αν και είχε κυριευθή ο νους των από νεκρούς, ώστε να λατρεύουν τους ήρωας και τους θεούς που αναφέρουν οι ποιηταί, βλέποντες την ανάστασιν του Σωτήρος, ωμολόγουν ότι εκείνοι είναι ψευδείς και μόνον ο Κύριος είναι αληθινός, ο Λόγος του Πατρός ο οποίος κυριαρχεί και επί του θανάτου.
Δια τούτο και εγεννήθη και ως άνθρωπος έζησε και απέθανε και ανέστη. Με τα ιδικά του έργα εξησθένισε και επεσκίασε τα απ΄ αιώνος έργα όλων των ανθρώπων που έζησαν, ώστε όπου έχουν περιπέσει οι άνθρωποι να τους σηκώση από εκεί, και να διδάξη τον αληθινόν Πατέρα αυτού, όπως και ο ίδιος λέγει· «Ήλθον σώσαι και ευρείν το απολωλός» (Λκ. 19, 10).
Αγ. Αθανασίου του Μεγάλου
Ο παντοκράτωρ Θεός, όταν εδημιούργει δια του Λόγου του το γένος των ανθρώπων, εγνώρισε και την αδυναμίαν της φύσεώς των και ότι αυτή δεν θα ήτο ικανή μόνη της να γνωρίση τον δημιουργόν, ούτε καν να λάβη έννοιαν Θεού. Διότι αυτός μεν ήτο άκτιστος, αυτοί δε πλάσματα εκ του μηδενός, αυτός μεν ήτο ασώματος, οι δε άνθρωποι επλάσθησαν με σώμα κάπου εδώ κάτω, και γενικώς μεγάλαι είναι αι ελλείψεις των πλασμάτων, δια να γνωρίσουν και να κατανοήσουν τον πλάστην των. Και πάλιν ως αγαθός Θεός ευσπλαγχνίσθη το ανθρώπινον γένος και δεν το αφήκε μακριά από την γνώσιν του, δια να μη έχη άχρηστον ζωήν. Αλλά ποία η ωφέλεια των δημιουργημάτων, όταν δεν γνωρίζουν τον δημιουργόν των; Η πως θα ήσαν λογικά, όταν δεν θα εγνώριζον τον Λόγον του Πατρός, δια του οποίου εδημιουργήθησαν; Καθόλου μα καθόλου δεν επρόκειτο να διαφέρουν από τα άλογα, εάν δεν ανεγνώριζαν τίποτε περισσότερον από τα επίγεια.
Διατί και ο Θεός έκανεν αυτούς, από τους οποίους δεν ήθελε να γνωρίζεται; Δια να μη συμβή λοιπόν αυτό, ο αγαθός μετέδωκεν εις αυτούς εκ της ιδίας εικόνος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ποιεί αυτούς κατ΄ εικόνα του και καθ΄ ομοίωσιν, ώστε δια του χαρίσματος αυτού, αφού αντιληφθούν την εικόνα, εννοώ ασφαλώς τον Λόγον του Πατρός, να δυνηθούν δι΄ αυτού να λάβουν έννοιαν του Πατρός, και γνωρίζοντας τον δημιουργόν των να ζουν την όντως ευτυχισμένην και μακαρίαν ζωήν.
Αλλ΄ οι άνθρωποι πάλιν παρεφρόνησαν και παρημέλησαν την χάριν που τους εδόθη μ΄ αυτόν τον τρόπον, και τόσον πολύ απεστράφησαν τον Θεόν και τόσον πολύ εθόλωσαν την ψυχήν των, ώστε όχι μόνον ελησμόνησαν την ορθήν αντίληψιν περί Θεού, αλλά και άλλα αντ΄ άλλων επενόησαν εις τους εαυτούς των. Διότι και τα είδωλα κατεσκεύασαν δια τους εαυτούς των αντί της αληθείας, και προετίμησαν τα ανύπαρκα από τον πραγματικόν Θεόν, και ελάτρευσαν «τη κτίσει παρά τον κτίσαντα» (Ρω. 1, 25), και το χειρότερον απ΄ όλα είναι, ότι την τιμήν που ανήκει εις τον Θεόν την απέδωκαν και εις ξύλα και εις λίθους και εις κάθε ύλην, και εις ανθρώπους, και ακόμη περισσότερα από αυτά έκαναν, όπως ελέχθη εις τα προηγούμενα. Και τόσον πολύ ησέβησαν, ώστε εις το εξής και τους δαίμονας ελάτρευον και τους ανεκήρυττον θεούς, ικανοποιούντες τας επιθυμίας των. Και εθυσίαζαν άλογα ζώα και έσφαζον ακόμη και ανθρώπους, όπως ελέχθη προηγουμένως, κατά την λατρείαν των θεών εκείνων, και έτσι υπεδουλώνοντο ακόμη περισσότερον εις την ακόλαστον μανίαν εκείνων. Δια τούτο λοιπόν εδιδάσκοντο από αυτούς τας μαγείας και τα κατά τόπους μαντεία επλάνευον τους ανθρώπους και όλοι απέδιδον τα αίτια της γεννήσεως και υπάρξεώς των εις τα άστρα και εις όλα τα ουράνια σώματα και δεν εσκέπτοντο τίποτε περισσότερον από όσα έβλεπον. Και γενικώς όλα ήσαν γεμάτα από ασέβειαν και παρανομίαν και μόνον ο Θεός και ο Λόγος αυτού δεν ανεγνωρίζοντο, αν και δεν απέκρυψεν εις την αφάνειαν τον εαυτόν του από τους ανθρώπους, ούτε έδωκεν εις αυτούς αμυδράν γνώσιν περί του εαυτού του, αλλά με πολλούς και διαφόρους τρόπους την εξήπλωσεν εις αυτούς.
Το χάρισμα του «κατ΄ εικόνα» ήτο μόνον του αρκετόν, δια να γνωρίζη ο άνθρωπος τον Θεόν Λόγον και δι΄ αυτού τον Πατέρα. Επειδή όμως ο Θεός εγνώριζε την αδυναμίαν των ανθρώπων, επρονόησε και περί της αμελείας αυτών, ώστε, εάν αμελούσαν να γνωρίσουν μόνοι των τον Θεόν, να δύνανται δια των έργων της κτίσεως να μη αγνοούν τον δημιουργόν. Επειδή όμως η αμέλεια των ανθρώπων επεκτείνεται ολίγον κατ΄ ολίγον εις τα χειρότερα, και πάλιν ο Θεός επρονόησε δι΄ αυτήν την αδυναμίαν των, και έστειλε τον νόμον και τους προφήτας, οι οποίοι ήσαν γνώριμοι εις αυτούς, ώστε και εάν διστάσουν να σηκώσουν το βλέμμα των εις τον ουρανόν, δια να αναγνωρίσουν τον ποιητήν, να έχουν την διδασκαλίαν εκ των πλησίον. Διότι οι άνθρωποι δύνανται από τους συνανθρώπους των να μάθουν δια τα ανώτερα πράγματα.
Ήτο δυνατόν να σηκώσουν αυτοί το βλέμμα εις το μεγαλείον του ουρανού και, αφού κατανοήσουν την αρμονίαν της κτίσεως, να γνωρίσουν τον ηγεμόνα αυτής τον Λόγον του Πατρός, ο οποίος δια της προνοίας του περί όλων γνωρίζει εις όλους τον Πατέρα. Και δια τούτο κινεί τα πάντα, δια να γνωρίζουν, όλοι τον Θεόν δι΄ αυτού. Η εάν και τούτο τους ήτο κουραστικόν, ηδύναντο να συναναστρέφωνται τους αγίους και με την βοήθειαν αυτών να γνωρίσουν τον δημιουργόν των πάντων Θεόν, τον Πατέρα του Χριστού, και ακόμη ότι η θρησκεία των ειδώλων είναι αθεΐα και γεμάτη ασέβειαν. Ήτο επίσης δυνατόν εις αυτούς να είχον γνωρίσει τον νόμον και να παύσουν να κάνουν κάθε παρανομίαν, και να ζήσουν βίον ενάρετον. Διότι δεν ήτο μόνον δια τους Ιουδαίους ο νόμος, ούτε δι΄ αυτούς μόνον εστέλλοντο οι προφήται (αλλ΄ εστέλλοντο προς τους Ιουδαίους και εδιώκοντο από τους Ιουδαίους)· ήσαν όμως ιερόν διδασκαλείον, δια να γνωρίση όλη η οικουμένη τον Θεόν. Ενώ λοιπόν τόσον μεγάλη ήτο η αγαθότης και η φιλανθρωπία του Θεού, εν τούτοις οι άνθρωποι, επειδή ενικήθησαν από τας προσκαίρους απολαύσεις και τας σατανικάς φαντασίας και απάτας, δεν παρεδέχθησαν την αλήθειαν, αλλ΄ εγέμισαν τους εαυτούς των με περισσότερα κακά και αμαρτήματα, ώστε να μη φαίνωνται πλέον λογικοί, αλλ΄ εκ της συμπεριφοράς των να θεωρούνται ανόητοι.
Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι έχασαν το λογικόν των και έτσι η δαιμονική πλάνη επεσκίαζε τα πάντα, και απέκρυπτε την γνώσιν περί του αληθινού Θεού. Τι έπρεπε να κάνη ο Θεός; Να σιωπά δια μίαν τόσον μεγάλην πλάνην και να αφήνη τους ανθρώπους να πλανώνται υπό των δαιμόνων και να μη γνωρίζουν τον Θεόν; Και δια ποίον λόγον εδημιουργήθη εξ αρχής ο άνθρωπος κατ΄ εικόνα Θεού; Ήτο προτιμότερον να δημιουργηθή απλώς ως άλογον ον, παρά αφού εδημιουργήθη ως λογικόν, να ζη την ζωήν των αλόγων. Και ποία τέλος πάντων ανάγκη υπήρχεν εξ αρχής να λάβη έννοιαν περί Θεού, εφ΄ όσον μάλιστα ούτε τώρα είναι άξιος να λάβη; Δεν έπρεπε να του δοθή ούτε αξ αρχής. Και ποίον θα ήτο το όφελος η δόξα δια τον ποιητήν Θεόν, εφ΄ όσον δεν τον προσκυνούν οι άνθρωποι που αυτός εδημιούργησεν, αλλά νομίζουν ότι άλλοι είναι οι δημιουργοί των; Διότι εμφανίζεται ο Θεός να τους έχη δημιουργήσει δι΄ άλλους και όχι δια τον εαυτόν του. Εξ άλλου, όταν ένας άνθρωπος είναι βασιλεύς, δεν αφήνει τας χώρας που κατέκτησεν ελευθέρας να δουλεύουν εις άλλους, ούτε να καταφεύγουν εις άλλους, αλλά δι΄ εγγράφων τους υπενθυμίζει, πολλάκις δε και δια φίλων στέλλει επιστολάς εις αυτάς, και ακόμη, εάν παραστή ανάγκη, ο ίδιος πηγαίνει και τους κάνει να συσταλούν από την παρουσίαν του, ώστε να μη υπηρετούν άλλους και μένη ανεκτέλεστον το ιδικόν του έργον. Δεν θα λυπηθή ο Θεός πολύ περισσότερον τα πλάσματα του, ώστε να μη αποπλανηθούν μακράν αυτού και να μη υπηρετούν εις τα ανύπαρκτα, αφού μάλιστα αυτή η πλάνη γίνεται η αιτία απωλείας και αφανισμού των; Άπαξ και έγιναν μέτοχα της εικόνος του Θεού, δεν έπρεπε να χαθούν.
Τι έπρεπε λοιπόν να κάνη ο Θεός; Η τι άλλο έπρεπε να γίνη παρά να ανανεωθή το «κατ΄ εικόνα», ώστε δι΄ αυτού να δυνηθούν οι άνθρωποι πάλιν να τον γνωρίσουν; Και πως άλλως θα ηδύνατο να γίνη αυτό παρά δια της προσελεύσεως αυτής της ιδίας της εικόνος του Θεού, δηλαδή του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού; Δι΄ άνθρώπων μεν δεν ήτο δυνατόν, επειδή αυτοί είχον δημιουργηθή «κατ΄ εικόνα»· αλλ΄ ούτε δι΄ αγγέλων, διότι αυτοί δεν είναι εικόνες. Δια τούτο ο Λόγος του Θεού ενηνθρώπησε, δια να επιτύχη να αναδημιουργήση τον «κατ΄ εικόνα» άνθρωπον, αυτός ο οποίος ήτο εικών του Πατρός. Και δεν ήτο δυνατόν να γίνη αλλιώς, αν δεν εξηφανίζετο ο θάνατος και η φθορά. Δια τούτο ευλόγως έλαβε θνητόν σώμα, δια να είναι δυνατόν και ο θάνατος να εξαφανισθή εις αυτόν και οι «κατ΄ εικόνα» άνθρωποι να ανακαινισθούν πάλιν. Δι αυτήν λοιπόν την ανάγκην δεν εχρειάζετο τίποτε άλλο, παρά η εικών του Πατρός...
Όπως λοιπόν ο καλός διδάσκαλος που φροντίζει δια τους μαθητάς του, εκείνους που δεν δύνανται να καταλάβουν τα πολύ μεγάλα, τους εκπαιδεύει με συγκατάβασιν έστω και δια των απλουστέρων, τοιουτοτρόπως και ο Λόγος του Θεού, όπως και ο Παύλος λέγει, «επειδή εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας» (Α΄ Κορ 1, 21). Επειδή οι άνθρωποι, αφού απεμακρύνθησα
ν από την ορθήν αντίληψιν περί Θεού και είχον εστραμμένα προς τα κάτω τα μάτια, σαν να είχον βυθισθή εις βυθόν, ανεζήτουν τον Θεόν εις την δημιουργίαν και τα αισθητά, κατεσκεύασαν ως θεούς των ανθρώπους θνητούς και δαίμονας· δια τούτο ο φιλάνθρωπος και κοινός Σωτήρ όλων, ο Λόγος του Θεού, λαμβάνει δια τον εαυτόν σώμα, και με τους ανθρώπους ως άνθρωπος συναναστρέφεται και βοηθεί τας αισθήσεις όλων. Έτσι και εκείνοι που σκέπτονται ότι ο Θεός είναι σωματικός, δια των έργων τα οποία ο Κύριος κάνει με το σώμα, δι΄ αυτών να εννοήσουν την αλήθειαν και δι΄ αυτού να σκεφθούν τον Πατέρα. Επειδή δε ήσαν άνθρωποι και έβλεπον τα πάντα ως άνθρωποι, όσα και αν υπέπιπτον εις τας αισθήσεις των, έβλεπον να βοηθούνται δια των αισθήσεων, ώστε με όλα να διδάσκωνται την αλήθειαν. Είτε ελάτρευον με φόβον την κτίσιν, όμως την έβλεπαν να ομολογή Κύριον τον Χριστόν. Είτε ήτο η διάνοιά των προκατειλημμένη από ανθρώπους, ώστε να τους θεωρή θεούς, από τα έργα όμως του Σωτήρος, που ήσαν μοναδικά συγκρινόμενα προς πάντα, αποδεικνύεται μεταξύ των ανθρώπων ο Σωτήρ μόνον Υιός Θεού, διότι οι άνθρωποι δεν έκαναν τόσον σπουδαία έργα, σαν αυτά τα οποία έκανεν ο Λόγος του Θεού. Αν και ήσαν προκατειλημμένοι και με τους δαίμονας, βλέποντες όμως να διώκωνται αυτοί υπό του Κυρίου, αντελαμβάνοντο ότι μόνον αυτός είναι ο Λόγος του Θεού και ότι οι δαίμονες δεν είναι θεοί. Αν και είχε κυριευθή ο νους των από νεκρούς, ώστε να λατρεύουν τους ήρωας και τους θεούς που αναφέρουν οι ποιηταί, βλέποντες την ανάστασιν του Σωτήρος, ωμολόγουν ότι εκείνοι είναι ψευδείς και μόνον ο Κύριος είναι αληθινός, ο Λόγος του Πατρός ο οποίος κυριαρχεί και επί του θανάτου.
Δια τούτο και εγεννήθη και ως άνθρωπος έζησε και απέθανε και ανέστη. Με τα ιδικά του έργα εξησθένισε και επεσκίασε τα απ΄ αιώνος έργα όλων των ανθρώπων που έζησαν, ώστε όπου έχουν περιπέσει οι άνθρωποι να τους σηκώση από εκεί, και να διδάξη τον αληθινόν Πατέρα αυτού, όπως και ο ίδιος λέγει· «Ήλθον σώσαι και ευρείν το απολωλός» (Λκ. 19, 10).
Αγ. Αθανασίου του Μεγάλου
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Ο Λόγος σαρξ εγένετο
Για να προσεγγίσουμε την σάρκωση του Λόγου και την απόρρητη γέννησή του από την αειπάρθενο Μαρία και να κατανοήσουμε καλά το μυστήριο της οικονομίας για την σωτηρία του γένους μας το κρυμμένο προ των αιώνων (Εφεσίους 3:9), θα μας βοηθήσει η εξής γνωστή εικόνα:
Κατά την δημιουργία της προμήτορος Εύας ο Θεός πήρε την έμψυχη πλευρά του Αδάμ και την ολοκλήρωσε σε γυναίκα, γι΄ αυτό δεν εμφύσησε σ΄ αυτήν πνοή ζωής καθώς και στον Αδάμ, αλλά το μέρος που έλαβε από την σάρκα του το τελειοποίησε σε ολόκληρο σώμα γυναικός, την δε απαρχή του πνεύματος που έλαβε μαζί με την έμψυχη σάρκα την τελειοποίησε σε ψυχή ζωντανή δημιουργώντας με τα δυό μαζί έναν άλλον άνθρωπο. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο πλαστουργός και κτίστης Θεός πήρε από την Αγία Μαρία έμψυχη σάρκα σαν ζύμη και μικρή απαρχή από το φύραμα της φύσεώς μας - δηλαδή από την ψυχή και το σώμα μαζί - και την ένωσε με την δική του ακατάληπτη και απρόσιτη Θεότητα. Ή μάλλον ένωσε πραγματικά όλη την υπόσταση της Θεότητός του με την δική μας φύση, την έσμιξε άμικτα μ΄ αυτή και την έκανε άγιο ναό του. Έτσι ο ποιητής του Αδάμ έγινε ατρέπτως και αναλλοιώτως τέλειος άνθρωπος.
Όπως ακριβώς λοιπόν από την πλευρά του Αδάμ έπλασε την γυναίκα, έτσι, αφού δανείστηκε την σάρκα από την θυγατέρα του Αδάμ την αειπάρθενο και Θεοτόκο Μαρία και την έλαβε χωρίς σπορά, γεννήθηκε κατά τον ίδιο τρόπο με τον πρωτόπλαστο. Ώστε όπως ακριβώς ο Αδάμ με την παράβαση έγινε η αρχή της γεννήσεως μας στην φθορά και στον θάνατο, έτσι και ο Χριστός και Θεός μας με την εκπλήρωση κάθε δικαιοσύνης έγινε η απαρχή της αναγεννήσεώς μας στην αφθαρσία και την αθανασία. Αυτό εννοεί ο θείος Παύλος όταν λέει: «Ο πρώτος άνθρωπος πλάστηκε από τη γη χοϊκός. Ο δεύτερος άνθρωπος, δηλαδή ο Κύριος, είναι επουράνιος. Ό,τι λογής ήταν ο χοϊκός τέτοιοι είναι και όλοι οι χοϊκοί και ό,τι λογής είναι ο επουράνιος τέτοιοι είναι και όλοι όσοι γίνονται επουράνιοι δι΄ αυτού.» ( Α΄ Κορινθίους 15:47-48 ). Και πάλι: «Η απαρχή είναι ο Χριστός, έπειτα όσοι είναι του Χριστού.» (Α΄ Κορινθίους 15:23).
Επειδή λοιπόν ο Χριστός έγινε τέλειος άνθρωπος κατά την ψυχή και το σώμα, όμοιος με μας σε όλα εκτός από την αμαρτία, μας μεταδίδει την Θεότητά του λόγω της πίστης μας σ΄ αυτόν και μας καθιστά συγγενείς του κατά την φύση και την ουσία της Θεότητάς του. Πρόσεξε το νέο και παράδοξο μυστήριο: Ο Θεός Λόγος έλαβε από μας σάρκα, που δεν είχε εκ φύσεως και έγινε άνθρωπος, που δεν ήταν. Από τότε μεταδίδει στους πιστούς την Θεότητά του - την οποία κανείς από τους αγγέλους ή τους ανθρώπους δεν είχε αποκτήσει - και μ΄ αυτόν τον τρόπο γίνονται θεοί κατά χάρη και θέση, που δεν ήταν. Έτσι χαρίζει σ΄ αυτούς την εξουσία να γίνονται τέκνα Θεού (κατά Ιωάννην 1:12) γι΄ αυτό και έγιναν και πάντοτε θα γίνονται και ποτέ δεν θα πάψουν να γίνονται. Άκουσε και τον θείο Παύλο που παρακινεί σ΄ αυτό: «Όπως φορέσαμε την εικόνα του γήινου, ας φορέσουμε και την εικόνα του επουράνιου.» (Α΄ Κορινθίους 15:49).
Ο Θεός λοιπόν του παντός με την σωματική του παρουσία στην γη ήλθε για να αναπλάσει και να ανακαινίσει τον άνθρωπο και να ευλογήσει όλη την κτίση που επέσυρε επάνω της την κατάρα εξαιτίας του ανθρώπου. Και πρώτα ζωοποίησε την ψυχή που έλαβε και αφθαρτώντας την τήν θέωσε, ενώ το άχραντο σώμα του, αν και το θέωσε, όμως το κρατούσε ακόμη φθαρτό και υλικό. Γιατί το σώμα που τρώει και πίνει, κοπιάζει και ιδρώνει, δένεται και σέρνεται, υψώνεται στον σταυρό και καρφώνεται, είναι βέβαια φθαρτό και υλικό, αφού μάλιστα πέθανε και τοποθετήθηκε νεκρό στο μνημείο. Μετά δε την ανάστασή του συνανέστησε και το σώμα του άφθαρτο, πνευματικό, όλο θείο και άυλο, γι΄ αυτό και δεν συνέτριψε τις σφραγίδες του μνήματος, εισερχόταν δε και εξερχόταν ελεύθερα μέσα από τις κλειστές πόρτες.
Αλλά γιατί μαζί με την ψυχή δεν έκανε αμέσως και το σώμα πνευματικό και άφθαρτο; επειδή και ο Αδάμ τρώγοντας τον απαγορευμένο καρπό ευθύς μεν με την παράβαση πέθανε κατά την ψυχή, ενώ κατά το σώμα ύστερα από πολλά χρόνια. Γι΄ αυτό και ο Χριστός πρώτα ανέστησε και ζωοποίησε την ψυχή που τιμωρήθηκε με το επιτίμιο του θανάτου, έπειτα δε οικονόμησε να απολαύσει και το σώμα την αφθαρσία δια της αναστάσεως, αυτό που δια του θανάτου επέστρεφε στην γη κατά την αρχαία απόφαση. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά κατέβηκε στον άδη ελευθερώνοντας από τα δεσμά τις ψυχές των εκεί φυλακισμένων αγίων και τις κατέταξε σε τόπο αναπαύσεως και ανεσπέτρου φωτός. Τα σώματά τους όμως δεν τα ανέστησε, αλλά τα άφησε στους τάφους μέχρι την κοινή ανάσταση.
Το μυστήριο λοιπόν αυτό που συντελέστηκε για όλο τον κόσμο με την ένσαρκη οικονομία του Χριστού, τούτο το ίδιο γινόταν και σε κάθε άγιο και γίνεται αδιαλείπτως μέχρι σήμερα σε κάθε πιστό. Γιατί λαμβάνοντας το πνεύμα του Δεσπότη και Θεού μας συμμετέχουμε στην θεότητά του, τρώγοντας δε την πανάμωμο σάρκα του γινόμαστε αληθινά και εξ ολοκλήρου σύσσωμοι του Χριστού και συγγενείς του, καθώς και αυτός ο θείος Παύλος βεβαιώνει: «Είμαστε οστούν από τα οστά του και σάρκα από την σάρκα του» (Εφεσίους 5:30) και αλλού: «από τον πλούτο της θεότητός του όλοι εμείς λάβαμε αλλεπάλληλες δωρεές» (κατά Ιωάννην 1:16 και Κολασσαείς 2:9). Έτσι γινόμαστε κατά χάριν όμοιοι με τον φιλάνθρωπο Θεό και Δεσπότη μας ανακαινισμένοι στην ψυχή, άφθαρτοι και αναστημένοι από νεκροί που ήμαστε. Τότε βλέπουμε αυτόν που καταδέχτηκε να γίνει όμοιός μας και βλεπόμαστε απ΄ αυτόν, που μας αξίωσε να γίνουμε όμοιοί του, όπως κάποιος βλέπει από μακριά το πρόσωπο του φίλου του και διαλέγεται μ΄ αυτόν και συνομιλεί και ακούει την φωνή του.
Κατά τον ίδιο τρόπο και οι απ΄ αιώνος άγιοι και οι παλαιοί και οι τωρινοί πνευματικά βλέποντες δεν βλέπουν σχήμα ή είδος ή ομοίωμα, αλλά φως ασχημάτιστο, επειδή και αυτοί είναι φως εκ του φωτός, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος. Όμως αν και φτάνουν σ΄ αυτή την κατάσταση, τα σώματά τους δεν γίνονται αμέσως άφθαρτα και πνευματικά, αλλά όπως ακριβώς το σίδερο που πυρακτώνεται στην φωτιά παίρνει την λαμπρότητά της, όταν όμως απομακρυνθεί απ΄ αυτήν γίνεται πάλι ψυχρό και μαύρο, έτσι ακριβώς και τα σώματα των αγίων: Μετέχοντας και αυτά στο θείο πυρ, δηλαδή στην χάρη του Θεού, αγιάζονται, φλεγόμενα καθαρίζονται, γίνονται διαυγή και πολυτιμότερα από τα άλλα σώματα. Αλλά όταν η ψυχή βγει από το σώμα, αμέσως και αυτά παραδίδονται στην φθορά και διαλύονται σιγά-σιγά. Άλλα όμως διατηρούνται για πολλά χρόνια χωρίς να είναι ούτε εντελώς άφθαρτα ούτε πάλι τελείως φθαρτά, αλλά διασώζουν μέσα τους τα γνωρίσματα και της αφθαρσίας και της φθοράς, ώσπου να φτάσουν στην τέλεια αφθαρσία και να ανακαινιστούν την τελευταία και κοινή ανάσταση των νεκρών. Για ποιό λόγο; Διότι δεν έπρεπε να αναστηθούν και να αφθαρτωθούν τα ανθρώπινα σώματα, πριν από την ανακαίνιση των κτισμάτων, αλλά όπως ακριβώς πρώτα πλάστηκε η φύση άφθαρτη και έπειτα ο άνθρωπος, έτσι πάλι πρώτα η κτίση πρέπει να μεταποιηθεί από την φθορά στην αφθαρσία και μετά μαζί μ΄ αυτήν ν΄ αλλάξουν και να ανακαινιστούν τα φθαρτά σώματα των ανθρώπων, ώστε ο άνθρωπος πνευματικός πια και αθάνατος να κατοικήσει σε τόπο άφθαρτο, αιώνιο και πνευματικό. Και ότι αυτό είναι αλήθεια, άκουσε τον Απόστολο Πέτρο που το βεβαιώνει: «Θα έρθει η ημέρα του Κυρίου σαν κλέπτης την νύχτα και τότε οι ουρανοί θα διαλυθούν από την φωτιά και τα στοιχεία της φύσεως θα καούν και θα λυώσουν» (Β΄ Πέτρου 3:10,12), όχι για να εξαφανιστούν, αλλά για να αναχωνευθούν και να αναστοιχειωθούν σε καλύτερη και αιώνια κατάσταση. Από που γίνεται φανερό αυτό; Από τα λόγια που προσθέτει στην συνέχεια ο Απόστολος: «Καινούριους ουρανούς και καινούρια γη προσδοκούμε κατά την επαγγελία σου» (Β΄ Πέτρου 3:13). Τίνος την επαγγελία; Ασφαλώς του Χριστού πού είπε: «Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα παρέλθουν» (κατά Ματθαίον 24:35). Παρέλευση του ουρανού εννοεί την αλλαγή του, γι΄ αυτό λέει ότι αν και ο ουρανός θα αλλάξει, όμως οι δικοί του λόγοι θα μένουν αναλλοίωτοι και σταθεροί. Αυτό προανήγγειλε και ο προφήτης Δαυίδ: «Σαν μανδύα θα τους τυλίξεις και θα αλλάξουν, εσύ όμως θα παραμείνεις ο ίδιος και τα έτη της ζωής σου δεν θα εκλείψουν» ( Ψαλμοί, 101:27-28 ). Τι θα μπορούσε ν
α γίνει σαφέστερο από αυτά τα λόγια;
Ο Υιός του Θεού και Θεός, αφού εισήλθε στα σπλάχνα της Παναγίας Παρθένου και έλαβε σάρκα απ΄ αυτήν, γεννήθηκε, όπως είπαμε, τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός ασυγχύτως. Τι σημαντικότερο έγινε ποτέ για μας; Όλοι μας πιστεύουμε σ΄ αυτόν τον Υιό του Θεού και Υιό της αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας και γι΄ αυτό δεχόμαστε τον περί αυτού λόγο με εμπιστοσύνη. Αν τον ομολογούμε λοιπόν και μετανοούμε από τα βάθη της ψυχής μας για τις προηγούμενες αμαρτίες μας, τότε ο λόγος της ευσεβείας, τον οποίο δεχόμαστε, γεννιέται μέσα μας σαν σπόρος, όπως ακριβώς ο Λόγος του Πατρός εισήλθε στην γαστέρα της Παρθένου. Θαύμασε το μέγα τούτο και εκπληκτικό μυστήριο και δέξου το με κάθε πληροφορία και πίστη.
Συλλαμβάνουμε λοιπόν αυτόν τον Λόγο όχι σωματικά, όπως τον συνέλαβε η Παρθένος και Θεοτόκος, αλλά πνευματικά μεν πραγματικά όμως. Και έχουμε μέσα στις καρδιές μας αυτόν που τον ίδιο που συνέλαβε και η Αγνή Παρθένος, όπως λέει ο θείος Παύλος: «Ο Θεός που είπε να λάμψει φως μέσα στις καρδιές μας προς φωτισμόν της γνώσεως του Υιού του» (Β΄ Κορινθίους 4:6), σαν να λέει: Αυτός όλος γεννήθηκε αληθινά μέσα μας. Και ότι είναι έτσι το φανερώνει με όσα παραθέτει στην συνέχεια: «Έχουμε δε τον θησαυρόν αυτόν μέσα σε πήλινα σκεύη» (Β΄ Κορινθίους 4:6), ονομάζοντας θησαυρό το Άγιο Πνεύμα. Και σε άλλο σημείο ονομάζει το Πνεύμα Κύριο: «Γιατί το Πνεύμα» λέει «είναι ο Κύριος» (Β΄ Κορινθίους 4:6), ώστε όπου ακούς Υιόν Θεού να εννοείς μαζί και το Πνεύμα και αν πάλι ακούσεις για το Άγιο Πνεύμα να εννοείς μαζί με αυτό και τον Πατέρα, επειδή και γι΄ αυτόν λέει: «Πνεύμα ο Θεός» (κατά Ιωάννη 4:24), διδάσκοντάς σε παντού το αχώριστο και ομοούσιο της Αγίας Τριάδος, ότι δηλαδή όπου είναι ο Υιός εκεί είναι και ο Πατήρ, και όπου ο Πατήρ εκεί και το Πνεύμα, και όπου το Άγιο Πνεύμα εκεί όλη η τρισυπόστατη Θεότητα, ο ένας Θεός και Πατήρ μαζί με τον Υιό και το Πνεύμα τους ομοουσίους, «αυτός που είναι ευλογητός στους αιώνες, αμήν» (Ρωμαίους 1:25).
Έτσι όταν πιστεύσουμε ολόψυχα και μετανοήσουμε θερμά θα συλλάβουμε όπως ειπώθηκε τον Λόγο του Θεού στις καρδιές μας, καθώς τον συνέλαβεν η Παρθένος, προσφέροντας του κι εμείς τις ψυχές μας παρθενικές και αγνές. Και όπως εκείνη δεν την κατέφλεξε το πυρ της θεότητας, επειδή ήταν αγνή και υπεράμωμη, έτσι ούτε και εμάς μας κατακαίει, όταν του προεφέρουμε τις καρδιές μας αγνές και καθαρές, αλλά γίνεται εντός μας δροσιά από τον ουρανό και πηγή ύδατος και ρείθρον αθάνατης ζωής. Ότι δεχόμαστε και εμείς παρόμοια το άστεκτον πυρ της θεότητας, άκουσε τον Κύριο που το λέει: «Πυρ ήλθα να βάλω στην γη» (κατά Λουκάν 12:49). Τι άλλο εννοεί, παρά το ομοούσιο προς την θεότητά του Πνεύμα, με το οποίο συνεισέρχεται και συνθεωρείται μέσα μας και ο ίδιος ο Υιός μαζί με τον Πατέρα;
Επειδή ο Λόγος του Θεού μια φορά σαρκώθηκε από την Παρθένο και γεννήθηκε από αυτήν σωματικά, ανέκφραστα και υπέρ λόγον και δεν είναι δυνατόν να σαρκωθεί πάλι ή να γεννηθεί σωματικά από τον καθένα από μας, τι προνοεί; Μας μεταδίδει για τροφή εκείνη την άχραντη σάρκα που προσέλαβε από την πανάχραντη Θεοτόκο, κατά την σωματική του γέννηση. Αν την μεταλαμβάνουμε άξια, έχουμε μέσα μας όλον τον σαρκωθέντα Θεό και Κύριό μας Ιησού Χριστό, αυτόν τον Υιό του Θεού και Υιό της Παρθένου τον καθήμενο στα δεξιά του Θεού, ο οποίος λέει: «εκείνος που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα μου και εγώ μέσα του» (κατά Ιωάννη 6:56), χωρίς όμως να προέρχεται ή να γεννιέται σωματικά από εμάς, αλλά ούτε και να μας αποχωρίζεται ποτέ. Διότι εμείς δεν τον αισθανόμαστε σαν σάρκα, αν και βρίσκεται μέσα μας όπως ακριβώς ένα βρέφος, αλλά υπάρχει ασωμάτως σε σώμα, αναμιγνυόμενος ανέκφραστα με την φύση μας και την ουσία μας και θεοποιώντας μας, επειδή γίναμε σύσσωμοι και μ΄ αυτόν δηλαδή σάρκα από την σάρκα του και οστούν από τα οστά του. Αυτό είναι το μεγαλύτερο και φρικτότερο μυστήριο της ανέκφραστης οικονομίας και συγκαταβάσεως του, που δίσταζα να το γράψω και έτρεμα να το επιχειρήσω.
Ο Θεός όμως πάντοτε θέλει να αποκαλύπτεται και να φανερώνεται η αγάπη του σ΄ εμάς, ώστε και εμείς κάποτε κατανοώντας την μεγάλη του αγαθότητα και αισθανόμενοι ντροπή να προθυμοποιηθούμε να τον αγαπήσουμε. Γι΄ αυτό και εγώ παρακινήθηκα από το Άγιο Πνεύμα που φωτίζει τις καρδιές μας και σας φανέρωσα αυτά τα μυστήρια γραπτώς, όχι για να σας αποδείξω ότι ο άνθρωπος είναι όμοιος μ΄ αυτήν που γέννησε τον Κύριο - μη γένοιτο - αυτό είναι αδύνατο. Διότι άλλη είναι η ένσαρκη και άφραστη γέννηση του Θεού Λόγου από την Παρθένο και άλλη που συντελείται σε μας πνευματικώς. Εκείνη γεννώντας ένσαρκο τον Υιό και Λόγο του Θεού απεργάστηκε στην γη το μυστήριο της αναπλάσεως του ανθρωπίνου γένους μας και την σωτηρία όλου του κόσμου, που είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και Θεός, αυτός που ένωσε στον εαυτό του τα διεστώτα και εξάλειψε την αμαρτία του κόσμου. Ενώ αυτή (που συντελείται σε μας) γεννώντας εν Αγίω Πνεύματι τον Λόγο της γνώσεως του Θεού, απεργάζεται ακατάπαυστα στις καρδιές μας το μυστήριο της ανακαινίσεως των ανθρώπινων ψυχών και την κοινωνία και ένωση με τον Θεό Λόγο, αυτήν υπαινίσσεται και το θείο λόγιο: «Δι΄ αυτού συλλάβαμε και εγεννήσαμε με πόνο το πνεύμα της σωτηρίας, το οποίο κυοφορήσαμε πάνω στην γή» ( Ησαϊας 26:18 ).
Λοιπόν δεν σας φανέρωσα αυτά τα μυστήρια για να αποδείξω ότι ο άνθρωπος μπορεί να γεννήσει τον Χριστό κατά τον ίδιο τρόπο που τον γέννησε η Παναγία, αλλά για να φανερωθεί η υπεράπειρη και γνήσια αγάπη του σ΄ εμάς και ότι αν το θέλουμε όλοι μπορούμε να γίνουμε μητέρα και αδελφοί του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, καθώς και ο ίδιος το διακηρύττει: «Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί που ακούνε τον λόγο του Θεού και τον εκτελούν» (κατά Λουκάν 8:21). Έτσι θα γίνουμε ίσοι με τους μαθητές και αποστόλους του, όχι κατά την αξία, ούτε κατά τις περιοδίες και τους κόπους που υπέφεραν, αλλά κατά την χάρη του Θεού και την δωρεά την οποία εξέχεε σ΄ όλους που τον πίστευαν και τον ακολουθούσαν, χωρίς να στραφούν ποτέ πίσω.
Είδες πως όλους εκείνους που ακούνε και πράττουν τον λόγο του τους ανύψωσε στην αξία της μητέρας του και τους αποκαλεί αδελφούς και συγγενείς του; Όμως μόνο εκείνη υπήρξε η κυρίως μητέρα του, επειδή όπως ανέφερα τον γέννησε ανερμηνεύτως και χωρίς άνδρα, ενώ όλοι οι άγιοι τον συλλαμβάνουν και τον κατέχουν κατά χάριν και δωρεάν. Και από μεν την άμωμη μητέρα του δανείστηκε την παναμώμητη σάρκα του και σε αντάλλαγμα της δώρισε την θεότητα - ω τι παράξενη και ασυνήθιστη συναλλαγή - ενώ από τους αγίους δεν παίρνει σάρκα, αλλά αντίθετα αυτός τους μεταδίδει την θεωμένη σάρκα του. Ας εξετάσουμε λοιπόν το βάθος αυτού του μυστηρίου.
Η χάρη του Πνεύματος στον Χριστό, δηλαδή το πυρ της θεότητος, προέρχεται από την θεία του φύση και ουσία. Όμως το σώμα του δεν έχει την ίδια προέλευση, αλλά προέρχεται από την πάναγνη και αγία σάρκα της Θεοτόκου, την οποία προσέλαβε κατά το ιερό λόγιο: «ο Λόγος έγινε σάρκα» (κατά Ιωάννην 1:14). Έκτοτε ο Υιός του Θεού και της αχράντου Παρθένου μεταδίδει στους αγίους, από μεν την φύση και την ουσία του συναίδιου Πατρός του την χάρη του Πνεύματος, δηλαδή την θεότητα, καθώς και μέσω του προφήτη λέγει: «Θα συμβεί τούτο κατά τις έσχατες ημέρες, θα εκχύσω από το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο» (Ιωήλ 3:1), εννοώντας κάθε πιστό, από δε την φύση και ουσία εκείνης που κυρίως και αληθώς τον γέννησε την σάρκα, την οποία έλαβε από αυτή.
Και όπως από την πληρότητά του λάβαμε όλοι εμείς, έτσι ακριβώς μεταλαμβάνουμε από την άμωμη σάρκα της Παναγίας μητέρας του, την οποία και εκείνος προσέλαβε και όπως έγινε υιός και Θεός της ο Χριστός και Θεός μας γενόμενος και αδελφός μας, έτσι ακριβώς και εμείς - ω τι ανέκφραστη φιλανθρωπία - γινόμαστε υιοί της Θεοτόκου μητέρας του και αδελφοί του Χριστού, επειδή χάρη στον υπεράμωμο και υπεράγνωστο γάμο που τελέστηκε μ΄ αυτήν και σ΄ αυτήν γεννήθηκε ο Υιός του Θεού και απ΄ αυτόν πάλι όλοι οι άγιοι. Πράγματι, όπως από την συνουσία και την σπορά του Αδάμ πρώτη η Εύα γέννησε και από εκείνη και μέσω εκείνης γεννήθηκαν όλοι οι άνθρωποι, έτσι και η Θεοτόκος, αφού δέχτηκε αντί σποράς τον Λόγο του Θεού συνέλαβε και γέννησε μόνο τον προ αιώνων μονογενή του Πατρός και μετέπειτα σαρκωθέντα δικό της μονογενή. Και μολονότι η ίδια έπαψε να συλλαμβάνει και να γεννά, ο Υιός της γέννησε και γεννά κ
αθημερινά όσους πιστεύουν σ΄ αυτόν και τηρούν τις άγιες εντολές του. Ασφαλώς έπρεπε η πνευματική μας αναγέννηση και ανάπλαση να γίνει δια του αντρός, δηλαδή του δευτέρου Αδάμ και Θεού, επειδή η γέννησή μας στην φθορά έγινε δια της γυναικός Εύας.
Και πρόσεχε την ακρίβεια του λόγου: ανδρός θνητού και φθαρτού η σπορά φθαρτούς υιούς και θνητούς δια γυναικός γέννησε και γεννά, αθανάτου και αφθάρτου Θεού ο αθάνατος και άφθαρτος Λόγος αθάνατα και άφθαρτα τέκνα γέννησε και διαρκώς γεννά, αφού πρώτα αυτός γενννήθηκε από την Παρθένο εν αγίω Πνεύματι βεβαίως.
Γι΄ αυτό λοιπόν είναι δέσποινα και βασίλισσα και κυρία και μητέρα όλων των αγίων η μητέρα του Θεού, ενώ όλοι οι άγιοι είναι και δούλοι της αφού είναι μητέρα του Θεού και παιδιά της αφού μεταλαμβάνουν από την πανάχραντη σάρκα του Υιού της. Πιστός ο λόγος: η σάρκα του Υιού της είναι σάρκα της Θεοτόκου. Μεταλαμβάνοντας και εμείς απ΄ αυτήν την θεωμένη σάρκα του Κυρίου, ομολογούμε και πιστεύουμε ότι μεταλαμβάνουμε ζωήν αιώνια, εκτός αν αναξίως και εις κατάκριμα μεταλαμβάνουμε.
Πράγματι όλοι οι άγιοι είναι συγγενείς προς την Παναγία μητέρα του Θεού κατά τρεις τρόπους: Πρώτον επειδή προέρχονται από τον ίδιο πηλό μ΄ αυτήν και την ίδια πνοή, δηλαδή την ψυχή. Δεύτερον επειδή έχουν κοινωνία και μετουσία με αυτήν δια της προσλήψεως της σαρκός της από τον Χριστό. Και τρίτον επειδή, λόγω της εν Πνεύματι αγιωσύνης που ενυπάρχει σε αυτούς, καθένας συλλαμβάνει εντός του και κατέχει τον Θεό των όλων, όπως ακριβώς και εκείνη τον είχε εντός της. Διότι αν και τον γέννησε σωματικώς, όμως πάντοτε τον είχε όλον και πνευματικώς μέσα της και εξακολουθεί να τον έχει και τώρα και πάντοτε αχώριστον από αυτήν.
Σ΄ αυτόν πρέπει η δόξα και το κράτος στους αιώνες. Αμήν.
Συμεών ο Νέος Θεολόγος
Για να προσεγγίσουμε την σάρκωση του Λόγου και την απόρρητη γέννησή του από την αειπάρθενο Μαρία και να κατανοήσουμε καλά το μυστήριο της οικονομίας για την σωτηρία του γένους μας το κρυμμένο προ των αιώνων (Εφεσίους 3:9), θα μας βοηθήσει η εξής γνωστή εικόνα:
Κατά την δημιουργία της προμήτορος Εύας ο Θεός πήρε την έμψυχη πλευρά του Αδάμ και την ολοκλήρωσε σε γυναίκα, γι΄ αυτό δεν εμφύσησε σ΄ αυτήν πνοή ζωής καθώς και στον Αδάμ, αλλά το μέρος που έλαβε από την σάρκα του το τελειοποίησε σε ολόκληρο σώμα γυναικός, την δε απαρχή του πνεύματος που έλαβε μαζί με την έμψυχη σάρκα την τελειοποίησε σε ψυχή ζωντανή δημιουργώντας με τα δυό μαζί έναν άλλον άνθρωπο. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο πλαστουργός και κτίστης Θεός πήρε από την Αγία Μαρία έμψυχη σάρκα σαν ζύμη και μικρή απαρχή από το φύραμα της φύσεώς μας - δηλαδή από την ψυχή και το σώμα μαζί - και την ένωσε με την δική του ακατάληπτη και απρόσιτη Θεότητα. Ή μάλλον ένωσε πραγματικά όλη την υπόσταση της Θεότητός του με την δική μας φύση, την έσμιξε άμικτα μ΄ αυτή και την έκανε άγιο ναό του. Έτσι ο ποιητής του Αδάμ έγινε ατρέπτως και αναλλοιώτως τέλειος άνθρωπος.
Όπως ακριβώς λοιπόν από την πλευρά του Αδάμ έπλασε την γυναίκα, έτσι, αφού δανείστηκε την σάρκα από την θυγατέρα του Αδάμ την αειπάρθενο και Θεοτόκο Μαρία και την έλαβε χωρίς σπορά, γεννήθηκε κατά τον ίδιο τρόπο με τον πρωτόπλαστο. Ώστε όπως ακριβώς ο Αδάμ με την παράβαση έγινε η αρχή της γεννήσεως μας στην φθορά και στον θάνατο, έτσι και ο Χριστός και Θεός μας με την εκπλήρωση κάθε δικαιοσύνης έγινε η απαρχή της αναγεννήσεώς μας στην αφθαρσία και την αθανασία. Αυτό εννοεί ο θείος Παύλος όταν λέει: «Ο πρώτος άνθρωπος πλάστηκε από τη γη χοϊκός. Ο δεύτερος άνθρωπος, δηλαδή ο Κύριος, είναι επουράνιος. Ό,τι λογής ήταν ο χοϊκός τέτοιοι είναι και όλοι οι χοϊκοί και ό,τι λογής είναι ο επουράνιος τέτοιοι είναι και όλοι όσοι γίνονται επουράνιοι δι΄ αυτού.» ( Α΄ Κορινθίους 15:47-48 ). Και πάλι: «Η απαρχή είναι ο Χριστός, έπειτα όσοι είναι του Χριστού.» (Α΄ Κορινθίους 15:23).
Επειδή λοιπόν ο Χριστός έγινε τέλειος άνθρωπος κατά την ψυχή και το σώμα, όμοιος με μας σε όλα εκτός από την αμαρτία, μας μεταδίδει την Θεότητά του λόγω της πίστης μας σ΄ αυτόν και μας καθιστά συγγενείς του κατά την φύση και την ουσία της Θεότητάς του. Πρόσεξε το νέο και παράδοξο μυστήριο: Ο Θεός Λόγος έλαβε από μας σάρκα, που δεν είχε εκ φύσεως και έγινε άνθρωπος, που δεν ήταν. Από τότε μεταδίδει στους πιστούς την Θεότητά του - την οποία κανείς από τους αγγέλους ή τους ανθρώπους δεν είχε αποκτήσει - και μ΄ αυτόν τον τρόπο γίνονται θεοί κατά χάρη και θέση, που δεν ήταν. Έτσι χαρίζει σ΄ αυτούς την εξουσία να γίνονται τέκνα Θεού (κατά Ιωάννην 1:12) γι΄ αυτό και έγιναν και πάντοτε θα γίνονται και ποτέ δεν θα πάψουν να γίνονται. Άκουσε και τον θείο Παύλο που παρακινεί σ΄ αυτό: «Όπως φορέσαμε την εικόνα του γήινου, ας φορέσουμε και την εικόνα του επουράνιου.» (Α΄ Κορινθίους 15:49).
Ο Θεός λοιπόν του παντός με την σωματική του παρουσία στην γη ήλθε για να αναπλάσει και να ανακαινίσει τον άνθρωπο και να ευλογήσει όλη την κτίση που επέσυρε επάνω της την κατάρα εξαιτίας του ανθρώπου. Και πρώτα ζωοποίησε την ψυχή που έλαβε και αφθαρτώντας την τήν θέωσε, ενώ το άχραντο σώμα του, αν και το θέωσε, όμως το κρατούσε ακόμη φθαρτό και υλικό. Γιατί το σώμα που τρώει και πίνει, κοπιάζει και ιδρώνει, δένεται και σέρνεται, υψώνεται στον σταυρό και καρφώνεται, είναι βέβαια φθαρτό και υλικό, αφού μάλιστα πέθανε και τοποθετήθηκε νεκρό στο μνημείο. Μετά δε την ανάστασή του συνανέστησε και το σώμα του άφθαρτο, πνευματικό, όλο θείο και άυλο, γι΄ αυτό και δεν συνέτριψε τις σφραγίδες του μνήματος, εισερχόταν δε και εξερχόταν ελεύθερα μέσα από τις κλειστές πόρτες.
Αλλά γιατί μαζί με την ψυχή δεν έκανε αμέσως και το σώμα πνευματικό και άφθαρτο; επειδή και ο Αδάμ τρώγοντας τον απαγορευμένο καρπό ευθύς μεν με την παράβαση πέθανε κατά την ψυχή, ενώ κατά το σώμα ύστερα από πολλά χρόνια. Γι΄ αυτό και ο Χριστός πρώτα ανέστησε και ζωοποίησε την ψυχή που τιμωρήθηκε με το επιτίμιο του θανάτου, έπειτα δε οικονόμησε να απολαύσει και το σώμα την αφθαρσία δια της αναστάσεως, αυτό που δια του θανάτου επέστρεφε στην γη κατά την αρχαία απόφαση. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά κατέβηκε στον άδη ελευθερώνοντας από τα δεσμά τις ψυχές των εκεί φυλακισμένων αγίων και τις κατέταξε σε τόπο αναπαύσεως και ανεσπέτρου φωτός. Τα σώματά τους όμως δεν τα ανέστησε, αλλά τα άφησε στους τάφους μέχρι την κοινή ανάσταση.
Το μυστήριο λοιπόν αυτό που συντελέστηκε για όλο τον κόσμο με την ένσαρκη οικονομία του Χριστού, τούτο το ίδιο γινόταν και σε κάθε άγιο και γίνεται αδιαλείπτως μέχρι σήμερα σε κάθε πιστό. Γιατί λαμβάνοντας το πνεύμα του Δεσπότη και Θεού μας συμμετέχουμε στην θεότητά του, τρώγοντας δε την πανάμωμο σάρκα του γινόμαστε αληθινά και εξ ολοκλήρου σύσσωμοι του Χριστού και συγγενείς του, καθώς και αυτός ο θείος Παύλος βεβαιώνει: «Είμαστε οστούν από τα οστά του και σάρκα από την σάρκα του» (Εφεσίους 5:30) και αλλού: «από τον πλούτο της θεότητός του όλοι εμείς λάβαμε αλλεπάλληλες δωρεές» (κατά Ιωάννην 1:16 και Κολασσαείς 2:9). Έτσι γινόμαστε κατά χάριν όμοιοι με τον φιλάνθρωπο Θεό και Δεσπότη μας ανακαινισμένοι στην ψυχή, άφθαρτοι και αναστημένοι από νεκροί που ήμαστε. Τότε βλέπουμε αυτόν που καταδέχτηκε να γίνει όμοιός μας και βλεπόμαστε απ΄ αυτόν, που μας αξίωσε να γίνουμε όμοιοί του, όπως κάποιος βλέπει από μακριά το πρόσωπο του φίλου του και διαλέγεται μ΄ αυτόν και συνομιλεί και ακούει την φωνή του.
Κατά τον ίδιο τρόπο και οι απ΄ αιώνος άγιοι και οι παλαιοί και οι τωρινοί πνευματικά βλέποντες δεν βλέπουν σχήμα ή είδος ή ομοίωμα, αλλά φως ασχημάτιστο, επειδή και αυτοί είναι φως εκ του φωτός, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος. Όμως αν και φτάνουν σ΄ αυτή την κατάσταση, τα σώματά τους δεν γίνονται αμέσως άφθαρτα και πνευματικά, αλλά όπως ακριβώς το σίδερο που πυρακτώνεται στην φωτιά παίρνει την λαμπρότητά της, όταν όμως απομακρυνθεί απ΄ αυτήν γίνεται πάλι ψυχρό και μαύρο, έτσι ακριβώς και τα σώματα των αγίων: Μετέχοντας και αυτά στο θείο πυρ, δηλαδή στην χάρη του Θεού, αγιάζονται, φλεγόμενα καθαρίζονται, γίνονται διαυγή και πολυτιμότερα από τα άλλα σώματα. Αλλά όταν η ψυχή βγει από το σώμα, αμέσως και αυτά παραδίδονται στην φθορά και διαλύονται σιγά-σιγά. Άλλα όμως διατηρούνται για πολλά χρόνια χωρίς να είναι ούτε εντελώς άφθαρτα ούτε πάλι τελείως φθαρτά, αλλά διασώζουν μέσα τους τα γνωρίσματα και της αφθαρσίας και της φθοράς, ώσπου να φτάσουν στην τέλεια αφθαρσία και να ανακαινιστούν την τελευταία και κοινή ανάσταση των νεκρών. Για ποιό λόγο; Διότι δεν έπρεπε να αναστηθούν και να αφθαρτωθούν τα ανθρώπινα σώματα, πριν από την ανακαίνιση των κτισμάτων, αλλά όπως ακριβώς πρώτα πλάστηκε η φύση άφθαρτη και έπειτα ο άνθρωπος, έτσι πάλι πρώτα η κτίση πρέπει να μεταποιηθεί από την φθορά στην αφθαρσία και μετά μαζί μ΄ αυτήν ν΄ αλλάξουν και να ανακαινιστούν τα φθαρτά σώματα των ανθρώπων, ώστε ο άνθρωπος πνευματικός πια και αθάνατος να κατοικήσει σε τόπο άφθαρτο, αιώνιο και πνευματικό. Και ότι αυτό είναι αλήθεια, άκουσε τον Απόστολο Πέτρο που το βεβαιώνει: «Θα έρθει η ημέρα του Κυρίου σαν κλέπτης την νύχτα και τότε οι ουρανοί θα διαλυθούν από την φωτιά και τα στοιχεία της φύσεως θα καούν και θα λυώσουν» (Β΄ Πέτρου 3:10,12), όχι για να εξαφανιστούν, αλλά για να αναχωνευθούν και να αναστοιχειωθούν σε καλύτερη και αιώνια κατάσταση. Από που γίνεται φανερό αυτό; Από τα λόγια που προσθέτει στην συνέχεια ο Απόστολος: «Καινούριους ουρανούς και καινούρια γη προσδοκούμε κατά την επαγγελία σου» (Β΄ Πέτρου 3:13). Τίνος την επαγγελία; Ασφαλώς του Χριστού πού είπε: «Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα παρέλθουν» (κατά Ματθαίον 24:35). Παρέλευση του ουρανού εννοεί την αλλαγή του, γι΄ αυτό λέει ότι αν και ο ουρανός θα αλλάξει, όμως οι δικοί του λόγοι θα μένουν αναλλοίωτοι και σταθεροί. Αυτό προανήγγειλε και ο προφήτης Δαυίδ: «Σαν μανδύα θα τους τυλίξεις και θα αλλάξουν, εσύ όμως θα παραμείνεις ο ίδιος και τα έτη της ζωής σου δεν θα εκλείψουν» ( Ψαλμοί, 101:27-28 ). Τι θα μπορούσε ν
α γίνει σαφέστερο από αυτά τα λόγια;
Ο Υιός του Θεού και Θεός, αφού εισήλθε στα σπλάχνα της Παναγίας Παρθένου και έλαβε σάρκα απ΄ αυτήν, γεννήθηκε, όπως είπαμε, τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός ασυγχύτως. Τι σημαντικότερο έγινε ποτέ για μας; Όλοι μας πιστεύουμε σ΄ αυτόν τον Υιό του Θεού και Υιό της αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας και γι΄ αυτό δεχόμαστε τον περί αυτού λόγο με εμπιστοσύνη. Αν τον ομολογούμε λοιπόν και μετανοούμε από τα βάθη της ψυχής μας για τις προηγούμενες αμαρτίες μας, τότε ο λόγος της ευσεβείας, τον οποίο δεχόμαστε, γεννιέται μέσα μας σαν σπόρος, όπως ακριβώς ο Λόγος του Πατρός εισήλθε στην γαστέρα της Παρθένου. Θαύμασε το μέγα τούτο και εκπληκτικό μυστήριο και δέξου το με κάθε πληροφορία και πίστη.
Συλλαμβάνουμε λοιπόν αυτόν τον Λόγο όχι σωματικά, όπως τον συνέλαβε η Παρθένος και Θεοτόκος, αλλά πνευματικά μεν πραγματικά όμως. Και έχουμε μέσα στις καρδιές μας αυτόν που τον ίδιο που συνέλαβε και η Αγνή Παρθένος, όπως λέει ο θείος Παύλος: «Ο Θεός που είπε να λάμψει φως μέσα στις καρδιές μας προς φωτισμόν της γνώσεως του Υιού του» (Β΄ Κορινθίους 4:6), σαν να λέει: Αυτός όλος γεννήθηκε αληθινά μέσα μας. Και ότι είναι έτσι το φανερώνει με όσα παραθέτει στην συνέχεια: «Έχουμε δε τον θησαυρόν αυτόν μέσα σε πήλινα σκεύη» (Β΄ Κορινθίους 4:6), ονομάζοντας θησαυρό το Άγιο Πνεύμα. Και σε άλλο σημείο ονομάζει το Πνεύμα Κύριο: «Γιατί το Πνεύμα» λέει «είναι ο Κύριος» (Β΄ Κορινθίους 4:6), ώστε όπου ακούς Υιόν Θεού να εννοείς μαζί και το Πνεύμα και αν πάλι ακούσεις για το Άγιο Πνεύμα να εννοείς μαζί με αυτό και τον Πατέρα, επειδή και γι΄ αυτόν λέει: «Πνεύμα ο Θεός» (κατά Ιωάννη 4:24), διδάσκοντάς σε παντού το αχώριστο και ομοούσιο της Αγίας Τριάδος, ότι δηλαδή όπου είναι ο Υιός εκεί είναι και ο Πατήρ, και όπου ο Πατήρ εκεί και το Πνεύμα, και όπου το Άγιο Πνεύμα εκεί όλη η τρισυπόστατη Θεότητα, ο ένας Θεός και Πατήρ μαζί με τον Υιό και το Πνεύμα τους ομοουσίους, «αυτός που είναι ευλογητός στους αιώνες, αμήν» (Ρωμαίους 1:25).
Έτσι όταν πιστεύσουμε ολόψυχα και μετανοήσουμε θερμά θα συλλάβουμε όπως ειπώθηκε τον Λόγο του Θεού στις καρδιές μας, καθώς τον συνέλαβεν η Παρθένος, προσφέροντας του κι εμείς τις ψυχές μας παρθενικές και αγνές. Και όπως εκείνη δεν την κατέφλεξε το πυρ της θεότητας, επειδή ήταν αγνή και υπεράμωμη, έτσι ούτε και εμάς μας κατακαίει, όταν του προεφέρουμε τις καρδιές μας αγνές και καθαρές, αλλά γίνεται εντός μας δροσιά από τον ουρανό και πηγή ύδατος και ρείθρον αθάνατης ζωής. Ότι δεχόμαστε και εμείς παρόμοια το άστεκτον πυρ της θεότητας, άκουσε τον Κύριο που το λέει: «Πυρ ήλθα να βάλω στην γη» (κατά Λουκάν 12:49). Τι άλλο εννοεί, παρά το ομοούσιο προς την θεότητά του Πνεύμα, με το οποίο συνεισέρχεται και συνθεωρείται μέσα μας και ο ίδιος ο Υιός μαζί με τον Πατέρα;
Επειδή ο Λόγος του Θεού μια φορά σαρκώθηκε από την Παρθένο και γεννήθηκε από αυτήν σωματικά, ανέκφραστα και υπέρ λόγον και δεν είναι δυνατόν να σαρκωθεί πάλι ή να γεννηθεί σωματικά από τον καθένα από μας, τι προνοεί; Μας μεταδίδει για τροφή εκείνη την άχραντη σάρκα που προσέλαβε από την πανάχραντη Θεοτόκο, κατά την σωματική του γέννηση. Αν την μεταλαμβάνουμε άξια, έχουμε μέσα μας όλον τον σαρκωθέντα Θεό και Κύριό μας Ιησού Χριστό, αυτόν τον Υιό του Θεού και Υιό της Παρθένου τον καθήμενο στα δεξιά του Θεού, ο οποίος λέει: «εκείνος που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα μου και εγώ μέσα του» (κατά Ιωάννη 6:56), χωρίς όμως να προέρχεται ή να γεννιέται σωματικά από εμάς, αλλά ούτε και να μας αποχωρίζεται ποτέ. Διότι εμείς δεν τον αισθανόμαστε σαν σάρκα, αν και βρίσκεται μέσα μας όπως ακριβώς ένα βρέφος, αλλά υπάρχει ασωμάτως σε σώμα, αναμιγνυόμενος ανέκφραστα με την φύση μας και την ουσία μας και θεοποιώντας μας, επειδή γίναμε σύσσωμοι και μ΄ αυτόν δηλαδή σάρκα από την σάρκα του και οστούν από τα οστά του. Αυτό είναι το μεγαλύτερο και φρικτότερο μυστήριο της ανέκφραστης οικονομίας και συγκαταβάσεως του, που δίσταζα να το γράψω και έτρεμα να το επιχειρήσω.
Ο Θεός όμως πάντοτε θέλει να αποκαλύπτεται και να φανερώνεται η αγάπη του σ΄ εμάς, ώστε και εμείς κάποτε κατανοώντας την μεγάλη του αγαθότητα και αισθανόμενοι ντροπή να προθυμοποιηθούμε να τον αγαπήσουμε. Γι΄ αυτό και εγώ παρακινήθηκα από το Άγιο Πνεύμα που φωτίζει τις καρδιές μας και σας φανέρωσα αυτά τα μυστήρια γραπτώς, όχι για να σας αποδείξω ότι ο άνθρωπος είναι όμοιος μ΄ αυτήν που γέννησε τον Κύριο - μη γένοιτο - αυτό είναι αδύνατο. Διότι άλλη είναι η ένσαρκη και άφραστη γέννηση του Θεού Λόγου από την Παρθένο και άλλη που συντελείται σε μας πνευματικώς. Εκείνη γεννώντας ένσαρκο τον Υιό και Λόγο του Θεού απεργάστηκε στην γη το μυστήριο της αναπλάσεως του ανθρωπίνου γένους μας και την σωτηρία όλου του κόσμου, που είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και Θεός, αυτός που ένωσε στον εαυτό του τα διεστώτα και εξάλειψε την αμαρτία του κόσμου. Ενώ αυτή (που συντελείται σε μας) γεννώντας εν Αγίω Πνεύματι τον Λόγο της γνώσεως του Θεού, απεργάζεται ακατάπαυστα στις καρδιές μας το μυστήριο της ανακαινίσεως των ανθρώπινων ψυχών και την κοινωνία και ένωση με τον Θεό Λόγο, αυτήν υπαινίσσεται και το θείο λόγιο: «Δι΄ αυτού συλλάβαμε και εγεννήσαμε με πόνο το πνεύμα της σωτηρίας, το οποίο κυοφορήσαμε πάνω στην γή» ( Ησαϊας 26:18 ).
Λοιπόν δεν σας φανέρωσα αυτά τα μυστήρια για να αποδείξω ότι ο άνθρωπος μπορεί να γεννήσει τον Χριστό κατά τον ίδιο τρόπο που τον γέννησε η Παναγία, αλλά για να φανερωθεί η υπεράπειρη και γνήσια αγάπη του σ΄ εμάς και ότι αν το θέλουμε όλοι μπορούμε να γίνουμε μητέρα και αδελφοί του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, καθώς και ο ίδιος το διακηρύττει: «Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί που ακούνε τον λόγο του Θεού και τον εκτελούν» (κατά Λουκάν 8:21). Έτσι θα γίνουμε ίσοι με τους μαθητές και αποστόλους του, όχι κατά την αξία, ούτε κατά τις περιοδίες και τους κόπους που υπέφεραν, αλλά κατά την χάρη του Θεού και την δωρεά την οποία εξέχεε σ΄ όλους που τον πίστευαν και τον ακολουθούσαν, χωρίς να στραφούν ποτέ πίσω.
Είδες πως όλους εκείνους που ακούνε και πράττουν τον λόγο του τους ανύψωσε στην αξία της μητέρας του και τους αποκαλεί αδελφούς και συγγενείς του; Όμως μόνο εκείνη υπήρξε η κυρίως μητέρα του, επειδή όπως ανέφερα τον γέννησε ανερμηνεύτως και χωρίς άνδρα, ενώ όλοι οι άγιοι τον συλλαμβάνουν και τον κατέχουν κατά χάριν και δωρεάν. Και από μεν την άμωμη μητέρα του δανείστηκε την παναμώμητη σάρκα του και σε αντάλλαγμα της δώρισε την θεότητα - ω τι παράξενη και ασυνήθιστη συναλλαγή - ενώ από τους αγίους δεν παίρνει σάρκα, αλλά αντίθετα αυτός τους μεταδίδει την θεωμένη σάρκα του. Ας εξετάσουμε λοιπόν το βάθος αυτού του μυστηρίου.
Η χάρη του Πνεύματος στον Χριστό, δηλαδή το πυρ της θεότητος, προέρχεται από την θεία του φύση και ουσία. Όμως το σώμα του δεν έχει την ίδια προέλευση, αλλά προέρχεται από την πάναγνη και αγία σάρκα της Θεοτόκου, την οποία προσέλαβε κατά το ιερό λόγιο: «ο Λόγος έγινε σάρκα» (κατά Ιωάννην 1:14). Έκτοτε ο Υιός του Θεού και της αχράντου Παρθένου μεταδίδει στους αγίους, από μεν την φύση και την ουσία του συναίδιου Πατρός του την χάρη του Πνεύματος, δηλαδή την θεότητα, καθώς και μέσω του προφήτη λέγει: «Θα συμβεί τούτο κατά τις έσχατες ημέρες, θα εκχύσω από το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο» (Ιωήλ 3:1), εννοώντας κάθε πιστό, από δε την φύση και ουσία εκείνης που κυρίως και αληθώς τον γέννησε την σάρκα, την οποία έλαβε από αυτή.
Και όπως από την πληρότητά του λάβαμε όλοι εμείς, έτσι ακριβώς μεταλαμβάνουμε από την άμωμη σάρκα της Παναγίας μητέρας του, την οποία και εκείνος προσέλαβε και όπως έγινε υιός και Θεός της ο Χριστός και Θεός μας γενόμενος και αδελφός μας, έτσι ακριβώς και εμείς - ω τι ανέκφραστη φιλανθρωπία - γινόμαστε υιοί της Θεοτόκου μητέρας του και αδελφοί του Χριστού, επειδή χάρη στον υπεράμωμο και υπεράγνωστο γάμο που τελέστηκε μ΄ αυτήν και σ΄ αυτήν γεννήθηκε ο Υιός του Θεού και απ΄ αυτόν πάλι όλοι οι άγιοι. Πράγματι, όπως από την συνουσία και την σπορά του Αδάμ πρώτη η Εύα γέννησε και από εκείνη και μέσω εκείνης γεννήθηκαν όλοι οι άνθρωποι, έτσι και η Θεοτόκος, αφού δέχτηκε αντί σποράς τον Λόγο του Θεού συνέλαβε και γέννησε μόνο τον προ αιώνων μονογενή του Πατρός και μετέπειτα σαρκωθέντα δικό της μονογενή. Και μολονότι η ίδια έπαψε να συλλαμβάνει και να γεννά, ο Υιός της γέννησε και γεννά κ
αθημερινά όσους πιστεύουν σ΄ αυτόν και τηρούν τις άγιες εντολές του. Ασφαλώς έπρεπε η πνευματική μας αναγέννηση και ανάπλαση να γίνει δια του αντρός, δηλαδή του δευτέρου Αδάμ και Θεού, επειδή η γέννησή μας στην φθορά έγινε δια της γυναικός Εύας.
Και πρόσεχε την ακρίβεια του λόγου: ανδρός θνητού και φθαρτού η σπορά φθαρτούς υιούς και θνητούς δια γυναικός γέννησε και γεννά, αθανάτου και αφθάρτου Θεού ο αθάνατος και άφθαρτος Λόγος αθάνατα και άφθαρτα τέκνα γέννησε και διαρκώς γεννά, αφού πρώτα αυτός γενννήθηκε από την Παρθένο εν αγίω Πνεύματι βεβαίως.
Γι΄ αυτό λοιπόν είναι δέσποινα και βασίλισσα και κυρία και μητέρα όλων των αγίων η μητέρα του Θεού, ενώ όλοι οι άγιοι είναι και δούλοι της αφού είναι μητέρα του Θεού και παιδιά της αφού μεταλαμβάνουν από την πανάχραντη σάρκα του Υιού της. Πιστός ο λόγος: η σάρκα του Υιού της είναι σάρκα της Θεοτόκου. Μεταλαμβάνοντας και εμείς απ΄ αυτήν την θεωμένη σάρκα του Κυρίου, ομολογούμε και πιστεύουμε ότι μεταλαμβάνουμε ζωήν αιώνια, εκτός αν αναξίως και εις κατάκριμα μεταλαμβάνουμε.
Πράγματι όλοι οι άγιοι είναι συγγενείς προς την Παναγία μητέρα του Θεού κατά τρεις τρόπους: Πρώτον επειδή προέρχονται από τον ίδιο πηλό μ΄ αυτήν και την ίδια πνοή, δηλαδή την ψυχή. Δεύτερον επειδή έχουν κοινωνία και μετουσία με αυτήν δια της προσλήψεως της σαρκός της από τον Χριστό. Και τρίτον επειδή, λόγω της εν Πνεύματι αγιωσύνης που ενυπάρχει σε αυτούς, καθένας συλλαμβάνει εντός του και κατέχει τον Θεό των όλων, όπως ακριβώς και εκείνη τον είχε εντός της. Διότι αν και τον γέννησε σωματικώς, όμως πάντοτε τον είχε όλον και πνευματικώς μέσα της και εξακολουθεί να τον έχει και τώρα και πάντοτε αχώριστον από αυτήν.
Σ΄ αυτόν πρέπει η δόξα και το κράτος στους αιώνες. Αμήν.
Συμεών ο Νέος Θεολόγος
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό