Προς τους αδιάφορους «ορθόδοξους χριστιανούς»

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
nasos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 248
Εγγραφή: Τετ Δεκ 05, 2007 6:00 am

Προς τους αδιάφορους «ορθόδοξους χριστιανούς»

Δημοσίευση από nasos »

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΔΙΑΦΟΡΟΥΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ»

Πού σκέφτονται γήινα, φθαρτά, υλιστικά και φιλάργυρα. Αυτούς που ονομάζει ο Χριστός μας <<ζωντανούς νεκρούς >>.Οι άνθρωποι αυτοί (όπως ο γιατρός, στο κείμενο που ακολουθεί),απορρίπτουν τον παράδεισο την κόλαση, την μετά θάνατον ζωή, την Δευτέρα παρουσία του Κυρίου, την Ουράνια Άφθαρτη ζωή, την αιωνιότητα της ανθρώπινης υπάρξεως και ξεχνούν το θάνατο.


ΖΩΝΤΑΝΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΑΝΔΡΟΣ +ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
(Από το βιβλίο Μυστικά Άνθη, Εκδόσεων Αστέρος)

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΠΙΣΤΟΥΣ ΚΑΙ ΣΕ ΑΠΙΣΤΟΥΣ

Τη Λαμπροδευτέρα το βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πριν να πλαγιάσω για να κοιμηθώ, εβγήκα στο μικρό περιβολάκι πού έχουμε πισ’ από το σπίτι μας, και στάθηκα για λίγο, κοιτάζοντας τον σκοτεινό ουρανό με τ’ άστρα. Σαν να τον έβλεπα πρώτη φορά. Μου φάνηκε πολύ βαθύς, και σαν να ερχότανε από πάνω μια μακρινή ψαλμωδία.<<Υψουτε Κύριον τον θεόν ημων, και προσκυνειτε τω υποποδίω των ποδων αυτου>>.Ένας αγιασμένος γέροντας μου είχε πει μια φορά, πώς κατά τούτες τις ώρες ανοίγουνε τα ουράνια. Ο αγέρας μοσκοβολούσε από τα λουλούδια κι από τα αγιοχόρταρα, που έχουμε φυτέψει. «Πλήρης ουρανός και η γη της δόξης του Κυριου».
Θα στεκόμουνα εκεί πέρα μοναχός ως το ξημέρωμα. Σαν να μην είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό με τη γη . Αλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στο σπίτι και ανησυχήσουνε που έλειπα, και γι’ αυτό μπήκα μέσα και ξάπλωσα.
Δε με είχε θολώσει καλά-καλά ο ύπνος, δεν ξέρω αν ήμουνα ξυπνητός η κοιμισμένος, και βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο με αλλόκοτη όψη. Ήτανε κατακίτρινος, σαν πεθαμένος, μα τα μάτια του ήτανε σαν ανοιχτά και μ’ έβλεπε τρομαγμένος. Το πρόσωπο του ήτανε σαν μάσκα, σαν μούμια, με το πετσί του γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, και κολλημένο στο νεκροκέφαλο με ‘όλα τα βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σαν λαχανιασμένος. Στο’να χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, που δεν κατάλαβα τι ήτανε, και με τα’ άλλο έσφιγγε το στήθος του, λες και πονούσε.
Εκείνο το πλάσμα μ’ έκανε ν’ανατριχιάσω. Το κοίταζα, και μα κοίταζε, δίχως να μιλήσει, σαν να περίμενε να το γνωρίσω. Και στ’ αλήθεια, μ’ ολο που ήτανε τόσο αλλόκοτο, σαν να μου είπε μια φωνή <<είναι ο τάδε!>>.Μόλις άκουσα τη φωνή, τον γνώρισα ποιος ήτανε. Τοτε κι εκείνος αναστέναξε. Μα η φωνή του σαν να ερχότανε από πολύ μακριά, σα να’βγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.
Έβλεπα πως βρισκότανε σε μια μεγάλη αγωνία, κι υπόφερνα κι εγώ μαζί του. Τα χέρια του, τα ποδιά του,τα μάτια του,όλα φανερώνανε πως βασανιζότανε. Απάνω στην απελπισία μου, πήγα κοντά του να τον βοηθήσω, μα εκείνος μου’κανε νόημα με το χέρι του να σταματήσω.
Άρχισε να βογκά, με τέτοιον τρόπο, που πάγωσα. Έπειτα μου λέγει:< Δεν ήρθα με στείλανε. Εγώ ολοένα τρέμω! Βρίσκομαι σε ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσα τον Θεό να με λυπηθεί. Θέλω να πεθάνω, μα δε μπορώ. Αχ! Όσα έλεγες βγήκαν αληθινά. Θυμάσαι λίγες μέρες πρίν πεθάνω, που ήρθες στο σπίτι μου και μιλούσες για θρησκευτικά; Ήτανε και δυο άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σαν κι εμένα.Εκεί που μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε. Σαν έφυγες μου είπανε:Kρίμα,ναχει τέτοιο μυαλό και να πιστεύει στις ανοησίες που πιστεύουνε οι γριές! Μια άλλη μέρα, σου είχα πει, όπως και πολλές άλλες φορές :‘‘Βρε Φω., μάζευε λεφτά,θα πεθάνης στην ψάθα. Βλέπεις εγώ πόσα έχω, και πάλι θέλω κι άλλα’’. Τότε μου είπες: Έχεις κάνει συμβόλαιο με τον χάρο πως θα ζήσεις τόσα χρόνια που θέλεις, για να καλοπεράσεις στα γερατειά σου; »Σου λέγω εγώ: ‘‘Θα δεις πόσο χρονώ θα πάγω! Τώρα είμε εβδομηνταπέντε. Θα περάσω τα εκατό. Έχω εξασφαλίσει τα παιδιά μου, ο γυιος μου βγάζει λεφτά πολλά, την κόρη μου την πάντρεψα μ’ έναν πλούσιον από την Αβησσυνία, εγώ κι η γυναίκα μου έχουμε και παραέχουμε. Όχι σαν κι εσένα, που ακούς αυτά που λένε οι παπάδες ‘‘Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών’’.Τι θα βγάλεις από τα ΄‘χριστιανά τα τέλη’’. Παράδες να’χεις στην τσέπη σου, και μη σε μέλει. Εγώνα δώσο ελεημοσύνη; Και γιατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; Για να τους θρέφω έγω; Αμ βάζουνε εσάς και ταΐζετε τους τεμπέληδες,για να πάτε στον παράδεισο! Ακούς εκεί παράδεισο; Εγώ ξέρεις πως είμαι γυιός παπά, καιτα γνωρίζω καλά αυτά τα κόλπα. Μα να τα πιστεύουνε αυτά οι μικρόμυαλοι. Όχι όμως εσύ,που έχεις τέτοια σπουδή,και να πας χαμένος.Εσυ,όπως πας, θα πεθάνεις πριν από μένα, θα πάρεις και στον λαιμό σου την οικογένεια σου.μα εγω, σου λέγω και σου υπογράφω, σαν γιατρός που είμαι, πώς θα ζήσω εκατόν δέκα χρόνια!…».
Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από εδω κι από εκεί, σαν να ψηνότανε απάνω σε καμία σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρητά από το στόμα του:<<Ax! Oυχ! Ου! Ου! Ου! Χου! Ουχ!».
Ησύχασε για λίγο και ξαναείπε:<<Aυτά έλεγα, μα σε λίγες μέρες πέθανα, κι έχασα το στοίχημα! Τι ταραχή! Τι τρομάρα τράβηξα! Σαστισμένος, μια βούλιαζα και μια ανέβαινα απάνω, και φώναζα: Eλεος! Μα κανένας δεν μ’ άκουγε. Ένα ρεύμα με κλωθογύριζε σαν νάμουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τι τράβηξα ως τα τώρα, και τι τραβώ. Τι αγωνία είναι αυτή! Όλα όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Το κέρδισες το στοίχημα. Εγώ, τότε, που βρισκόμουνα στον κόσμο που ζείς ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει να μιλώ να μ’ ακούνε, να κοροϊδεύω τη θρησκεία, να συζητώ για χεροπιαστά πράγματα. Τώρα όμως βλέπω πως χεροπιαστά είναι εκείνα που τα έλεγα παραμύθια και χαρτοφάναρα. Χεροπιαστή είναι η αγωνία που βρίσκομαι. Αχ! Τούτος θα είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θα είναι ο βρυγμός των οδόντων!».
Απάνω σ’ αυτά, χάθηκε από τα μάτια μου, κι άκουγα μονάχα τα βογκητά του, που και κείνα σβήσανε σιγά-σιγά. Με πήρε λίγο ο ύπνος, μα σε μια στιγμή κατάλαβα να μα σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τα μάτια μου, και τον βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τη φορά ήτανε ακόμη πιο φρικτός και πιο μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα βυζανιάρικο παιδάκι, μ’ ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι, που το κουνούσε από δω κι από κει.
Άνοιξε το στόμα του και μου είπε: «Σε λίγη ώρα θα ξημερώσει και θάρθουνε να με πάρουνε εκείνοι που με στείλανε!». Του λέγω: Ποιοι σε στείλανε;. Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως να καταλάβω τίποτα. Ύστερα μου λέγει: «Εκεί που βρίσκομαι, είναι κι άλλοι πολλοί από κείνους που σε περιπαίζανε για την πίστη σου, και τώρα καταλάβανε πως οι εξυπνάδες δεν περνούνε παραπέρα από το νεκροταφείο. Είναι και κάποιοι άλλοι που τους έκανες καλό, κι αυτοί σε κακολογούσανε. Κι όσο τους συχωρούσες, τόσο αυτοί γινότανε χειρότεροι. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί να τον κάνει η καλοσύνη να χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τον κάνει να νοιώθει τον εαυτό του νικημένων.
Τούτοι βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από μένα, και δε μπορούνε να βγούνε από τη σκοτεινή φυλακή τους για νάρθουνε να σε βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται με τη μάστιγα της αγάπης, όπως είπε ένας άγιος.
Πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος από ότι τον βλέπαμε! Ανάποδος από την έξυπνη αντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πως η εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας ψευτιά και απάτη.
Εσείς που έχετε στην καρδιά σας τον Χριστό, και που για σας ο λόγος του είναι αλήθεια, η μοναχή αλήθεια, εσείς κερδίσατε το μεγάλο στοίχημα, που μπαίνει ανάμεσα στους πιστούς και στους άπιστους, αυτό το στοίχημα πού το έχασα εγώ ο ελεεινός, και χάθηκα, και τρέμω κι αναστενάζω, και δεν βρίσκω ησυχία. Αληθινά στον Άδη γεν υπάρχει ποια μετάνοια. Αλίμονο σε όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τον καιρό που είμαστε απάνω στη γη. Η σάρκα μας είχε μεθύσει, και εμπαίξαμε εκείνους που πιστεύανε στο Θεό και στη μέλλουσα ζωή, κι ο πολύς κόσμος μας χειροκροτούσε. Σας λέγαμε ανόητους, σας κάναμε περίπαιγμα, κι όσο εσείς δεχόσαστε με καλοσύνη τα πειράγματα μας, τόσο μεγάλωνε η δική μας η κακία.
Βλέπω και τώρα πόσο θλιβόσαστε από το φέρσιμο των κακών ανθρώπων, αλλά πώς δεχόσαστε με υπομονή φαρμακερές σαΐτες που βγάζουνε από το στόμα τους, λέγοντας σας υποκριτές, θεομπαίχτες
και λαοπλάνους. Αν βρισκότανε, οι δυστυχείς, στη θέση που βρίσκομαι τώρα, και βλέπανε από δω που βλέπω, θα τρομάζανε για ότι κάνουνε. θέλω να φανερωθώ σε αυτούς και να τους πω να αλλάξουνε δρόμο, μα δεν έχω την άδεια, όπως δεν την είχε κι εκείνος ο πλούσιος και για τούτο παρακαλούσε τον Πατριάρχη Αβραάμ να στείλει τον φτωχό Λάζαρο. Μα και κείνον δεν τον έστειλε, και τούτο, για να γίνουνε ίδια άξιοι της καταδίκης όσοι αμαρτάτουνε, κι άξιοι της σωτηρίας όσοι πορεύονται τη στράτα του Θεού. ‘‘Ο αδικών αδικησάτω έτι, και ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι, και ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι’’».
Μ’ αυτά τα λόγια τον έχασα από μπροστά μου.

«ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω» (Μαρκ. Δ΄,9).
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”