ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
ΤΟ ΚΑΚΟ, Ο ΠΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.
Στο μεγαλύτερο μυθιστόρημα του Dostoevsky, Οι Αδελφοί Καραμάζοφ, ο Ιβάν προκαλεί τον αδελφό του: «Ας υποθέσουμε ότι δημιουργείς το οικοδόμημα της ανθρώπινης μοίρας με τον αντικειμενικό σκοπό να κάνεις τους ανθρώπους επί τέλους ευτυχισμένους και να τους δώσεις ειρήνη και ανάπαυση. όμως, για να το κάνεις αυτό είναι ανάγκη να βασανίσεις ένα μόνο μικρούλικο μωρό... και να ιδρύσεις το οικοδόμημά σου πάνω στα δάκρυά του. -θα συμφωνούσες ν' αναλάβεις το οικοδόμημα υπ' αυτό τον όρο;» «Όχι, δε θα συμφωνούσα», απαντάει ο Alyosha. Και αν εμείς δεν θα συμφωνούσαμε να το κάνουμε, γιατί, λοιπόν, προφανώς το κάνει ο Θεός;
Ο Somerset Maugham μας λέει, ότι αφότου είχε δει ένα μικρό παιδί ν' αργοπεθαίνει από μηνιγγίτιδα, δεν μπορούσε πια να πιστέψει σ' ένα Θεό αγάπης. Άλλοι έπρεπε να δουν ένα σύζυγο, ή μια σύζυγο, ένα παιδί ή ένα γονιό να καταρρέουν σε μιαν ολοκληρωτική κατάθλιψη: σ' ολόκληρο το βασίλειο του πόνου ίσως δεν υπάρχει τίποτε τόσο τρομερό να δει κανείς, όσο μία ανθρώπινη ύπαρξη με χρόνια μελαγχολία. Ποια είναι η απάντησή μας; Πώς θα μπορέσουμε να συμβιβάσουμε την πίστη σ' ένα Θεό αγάπης, που δημιούργησε όλα τα πράγματα και είδε ότι ήταν «καλά λίαν», με την ύπαρξη του πόνου, της αμαρτίας και του κακού;
Αμέσως πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι δεν είναι δυνατή μια εύκολη απάντηση ή ένας φανερός συμβιβασμός. Ο πόνος και το κακό μας αντιμετωπίζουν ασύμμετρα. Η δυστυχία η δική μας και των άλλων, είναι μία εμπειρία που πρέπει να ζήσουμε και όχι ένα θεωρητικό πρόβλημα που μπορούμε να λύσουμε.
Αν υπάρχει μια εξήγηση είναι σ' ένα επίπεδο βαθύτερο απ' τα λόγια. Η δυστυχία δεν μπορεί να «δικαιωθεί». μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί, να γίνει αποδεκτή -και μέσω αυτής της αποδοχής να μεταμορφωθεί. «Το παράδοξο της δυστυχίας και του κακού», λέει ο Nicolas Berdyaev, «λύνεται με την εμπειρία της ευσπλαχνίας και της αγάπης».
Αλλά ενώ δικαιολογημένα υποπτευόμαστε κάθε εύκολη λύση του «προβλήματος του κακού», μπορούμε να βρούμε στη διήγηση για την πτώση του ανθρώπου που δίνεται στο γ' κεφάλαιο του βιβλίου «Γένεση» -άσχετ' αν αυτό ερμηνευτεί κυριολεκτικά ή συμβολικά- δύο ζωτικά σημεία, που πρέπει να διαβαστούν με προσοχή.
Πρώτον, η αφήγηση στη Γένεση αρχίζει κάνοντας λόγο για τον «όφιν» (Γεν. 3,1), δηλ. το διάβολο -τον πρώτον από τους αγγέλους εκείνους που έφυγαν απ' το Θεό προς την κόλαση του δικού τους θελήματος. Έγινε διπλή πτώση: πρώτα των αγγέλων και ύστερα του ανθρώπου. Για την Ορθοδοξία η πτώση των αγγέλων δεν είναι γραφικό παραμύθι αλλά πνευματική αλήθεια. Πριν από τη δημιουργία του ανθρώπου, είχε ήδη συμβεί ένας χωρισμός στους δρόμους του νοητικού βασιλείου: μερικοί από τους αγγέλους παρέμειναν σταθεροί υπακούοντας στο Θεό, ενώ άλλοι τον αρνήθηκαν. Σχετικά μ' αυτό τον «πόλεμον εν τω ουρανώ» (Αποκ. 12,7) έχουμε μόνον απόκρυφες αναφορές μέσα στη Γραφή. δεν μας λέγεται με λεπτομέρειες τι συνέβη. και ακόμη λιγότερα ξέρουμε για το τι σχέδια έχει ο Θεός για μια δυνατή συμφιλίωση μέσα στο νοητικό βασίλειο, ή πώς (αν όχι καθόλου) ο διάβολος θα μπορούσε τελικά να σωθεί. Ίσως, όπως υπαινίσσεται το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Ιώβ, ο Διάβολος δεν είναι τόσο μαύρος όπως συνήθως τον ζωγραφίζουν. Για μας σ' αυτό εδώ το στάδιο της γήϊνης ύπαρξής μας, ο Διάβολος είναι ο εχθρός. ο Διάβολος όμως έχει επίσης μιαν άμεση σχέση με το Θεό, για την οποία δεν ξέρουμε τίποτε και για την οποία δεν είναι σοφό από μέρους μας να φανταζόμαστε.
Παρ' όλ' αυτά θάπρεπε να σημειωθούν τρία σημεία που μας αφορούν, στις προσπάθειές μας να καταπιαστούμε με το πρόβλημα του πόνου. Πρώτον, εκτός απ' το κακό, για το οποίο εμείς οι άνθρωποι είμαστε προσωπικά υπεύθυνοι, υπάρχουν στο σύμπαν δυνάμεις με τεράστια ισχύ, που η θέλησή τους είναι στραμμένη στο κακό. Αυτές οι δυνάμεις, αν και μη ανθρώπινες, είναι μολαταύτα προσωπικές. Η ύπαρξη τέτοιων δαιμονικών δυνάμεων δεν είναι μια υπόθεση ή ένας μύθος αλλά -για πολλούς από μας, αλλοίμονο!- ένα ζήτημα άμεσης εμπειρίας. Δεύτερο, η ύπαρξη των εκπτώτων πνευματικών δυνάμεων μας βοηθάει να καταλάβουμε γιατί, σε κάποιο χρονικό σημείο προφανώς πριν απ' τη δημιουργία του ανθρώπου, θάπρεπε να επικρατούσε στο φυσικό κόσμο αταξία, φθορά και σκληρότητα. Τρίτο, η ανταρσία των αγγέλων αποδεικνύει πολύ καθαρά ότι το κακό προέρχεται όχι από κάτω αλλ' από πάνω, όχι από την ύλη, αλλ' από το πνεύμα. Το κακό, όπως έχει ήδη τονιστεί, είναι «τίποτε».δεν είναι μια υφιστάμενη ύπαρξη ή ουσία, αλλά μια λανθασμένη στάση απέναντι σ' αυτό που είναι απ' τη φύση του καλό. Η πηγή του κακού βρίσκεται επομένως στην ελεύθερη θέληση των πνευματικών υπάρξεων, που είναι προικισμένες με ηθική εκλογή και που χρησιμοποιούν αυτή τη δύναμη της εκλογής λανθασμένα.
Αυτά σχετικά με το πρώτο σημάδι, τον υπαινιγμό για τον «όφιν». Αλλά (κι αυτό ίσως χρησιμέψει σαν δεύτερο σημάδι) η διήγηση στη Γένεση διασαφηνίζει ότι, αν και ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή μέσα σ' ένα κόσμο ήδη φθαρμένο από την πτώση των αγγέλων, όμως ταυτόχρονα τίποτα δεν ανάγκασε τον άνθρωπο ν' αμαρτήσει. Η Εύα ελκύστηκε από τον «όφιν», αλλά ήταν ελεύθερη ν' αποκρούσει τις προτάσεις του. Το δικό της και του Αδάμ το «προπατορικό αμάρτημα» ήταν μια συνειδητή πράξη ανυπακοής, μία εσκεμμένη απόκρουση της αγάπης του Θεού, μια ελεύθερα διαλεγμένη στροφή από τον Θεό στον εαυτό μας (Γεν. 3: 2,3,11).
Στην κατοχή και άσκηση της ελεύθερης θέλησης του ανθρώπου δεν θα βρούμε καθόλου μια πλήρη εξήγηση αλλά τουλάχιστον την αρχή για μια απάντηση στο πρόβλημά μας. Γιατί ο Θεός άφησε τους αγγέλους και τον άνθρωπο ν' αμαρτήσουν; Γιατί ο Θεός επιτρέπει το κακό και τη δυστυχία; Απαντάμε: Γιατί είναι ένας Θεός αγάπης. Η αγάπη προϋποθέτει μετοχή, και η αγάπη επίσης προϋποθέτει ελευθερία. Σαν μια Τριάς αγάπης ο Θεός επιθύμησε να μοιραστεί τη ζωή του με δημιουργημένα πρόσωπα, φτιαγμένα κατά την εικόνα του, που θα μπορούσαν να του ανταποκριθούν ελεύθερα και εκούσια σε μια σχέση αγάπης. Όπου δεν υπάρχει ελευθερία, δεν μπορεί να υπάρξει αγάπη. Ο καταναγκασμός αποκλείει την αγάπη. όπως συνήθιζε να λέει ο Paul Evdokimov, ο Θεός μπορεί να κάνει το κάθε τι εκτός από το να μας εξαναγκάσει να τον αγαπάμε. Ο Θεός, επομένως -επιθυμώντας να μοιραστεί την αγάπη του- δεν εδημιούργησε ρομπότ που θα τον υπάκουαν μηχανικά, αλλ' αγγέλους και ανθρώπινες υπάρξεις προικισμένες μ' ελεύθερη εκλογή. Και μ' αυτό, για να θέσουμε το ζήτημα με ανθρωπομορφικό τρόπο, ο Θεός ριψοκινδύνεψε: γιατί μαζί μ' αυτό το δώρο της ελευθερίας δόθηκε επίσης και η δυνατότητα της αμαρτίας. Αλλ' αυτός που δεν ριψοκινδυνεύει, δεν αγαπάει. Δίχως ελευθερία δεν θα υπήρχε αμαρτία. Αλλά δίχως ελευθερία ο άνθρωπος δεν θα ήταν κατ' εικόνα Θεού. δίχως ελευθερία ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να επικοινωνήσει με το Θεό με μια σχέση αγάπης...
Από το βιβλίο "Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας
Ο Ορθόδοξος Δρόμος"
Εκδόσεις Επτάλοφος
"Ο Ορθόδοξος δρόμος"-Κάλλιστος Γουέαρ
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 2629
- Εγγραφή: Τρί Μαρ 21, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Γεωργία@Κόρινθος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ
Αν και δημιουργήθηκε για μια κοινωνία με την Αγία Τριάδα, αν και κλήθηκε να προκόψει με αγάπη από τη θεϊκή εικόνα στη θεϊκή ομοιότητα, ο άνθρωπος διάλεξε αντί γι' αυτό ένα μονοπάτι που δεν οδηγούσε ψηλά αλλά χαμηλά. Απέρριψε τη θεϊκή σχέση που είναι η αληθινή του ουσία. Αντί να ενεργήσει σαν μεσάζοντας και σαν ενωτικό κέντρο, δημιούργησε διάσπαση: διάσπαση με τον εαυτό του, διάσπαση μεταξύ του εαυτού του και των άλλων ανθρώπων, διάσπαση μεταξύ αυτού και του φυσικού κόσμου. Ενώ ο Θεός του εμπιστεύθηκε το δώρο της ελευθερίας, αυτός αρνήθηκε συστηματικά την ελευθερία στους συνανθρώπους του. Αν και ευλογήθηκε με τη δύναμη να μεταμορφώνει τον κόσμο και να του χαρίζει καινούργιο νόημα, έκανε κακή χρήση αυτής της δύναμης για να φτιάξει όργανα ασχήμιας και καταστροφής. Οι συνέπειες αυτής της κακής χρήσης, ιδιαίτερα από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, έχουν γίνει τώρα φρικιαστικά φανερές με τη ραγδαία ρύπανση του περιβάλλοντος.
Το «προπατορικό αμάρτημα» του ανθρώπου, η στροφή του από το θεοκεντρισμό στον εγωκεντρισμό, σήμαινε πρώτο και κύριο ότι δεν κοίταζε πια τον κόσμο και τις άλλες ανθρώπινες υπάρξεις μ' έναν ευχαριστιακό τρόπο, σαν ένα μυστήριο επικοινωνίας με το Θεό. Έπαψε να τις θεωρεί ένα δώρο που θ' αντιπροσφερόταν μ' ευγνωμοσύνη στο Δοτήρα και άρχισε να τις μεταχειρίζεται σαν ιδιοκτησία του, από την οποία μπορούσε να επωφελείται, να την εκμεταλλεύεται και να τη ρημάζει. Έτσι δεν έβλεπε πια τ' άλλα πρόσωπα και πράγματα όπως είναι πράγματι μέσα τους και μέσα στο Θεό, αλλά τους έβλεπε μόνον υπό τον όρο της ευχαρίστησης και της ικανοποίησης που θα μπορούσαν να του δώσουν. Και το αποτέλεσμα αυτού ήταν ότι πιάστηκε στο φαύλο κύκλο της δικής του ακολασίας, που γινόταν όλο και πιο αχόρταγη όσο την ικανοποιούσε. Ο κόσμος έπαψε να είναι διάφανος -ένα παράθυρο απ' όπου αντίκριζε το Θεό- κι έγινε σκοτεινός• έπαψε νάναι ζωογόνος κι άρχισε να υπόκειται στη φθορά και στο θάνατο. «Ότι γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. 3,19). Αυτό αληθεύει για τον πεπτωκότα άνθρωπο και για κάθε δημιούργημα, μόλις αποκοπεί από τη μόνη πηγή ζωής, τον ίδιο το Θεό.
Τ' αποτελέσματα της πτώσης του ανθρώπου ήταν και φυσικά και ηθικά. Στο φυσικό επίπεδο οι άνθρωποι άρχισαν να υπόκεινται στον πόνο και στην αρρώστια, στην αδυναμία και στη σωματική αποσύνθεση της γεροντικής ηλικίας. Η χαρά της γυναίκας που φέρνει στον κόσμο μια νέα ζωή αναμίχτηκε με τις ωδίνες του τοκετού (Γεν. 3,16). Τίποτε απ' αυτά δεν ήταν μέρος του αρχικού σχεδίου του Θεού για την ανθρωπότητα. Σα συνέπεια της πτώσης, άντρες και γυναίκες επίσης υπόκεινται στο χωρισμό ψυχής και σώματος με το φυσικό θάνατο. Κι όμως ο φυσικός θάνατος θάπρεπε να ιδωθεί, όχι αρχικά σαν τιμωρία, αλλά σαν ανακουφιστικό, δοσμένο από ένα Θεό που αγαπάει. Μέσα στο έλεός του ο Θεός δεν θέλησε να συνεχίσουν να ζουν οι άνθρωποι απεριόριστα μέσα σ' ένα πεπτωκότα κόσμο, δεμένο για πάντα στο φαύλο κύκλο των δικών τους επινοημάτων, κι έτσι έδωσε ένα τρόπο φυγής. Γιατί ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής αλλά η αρχή της ανανέωσής της. Αποβλέπουμε, περ' από το φυσικό θάνατο, στη μελλοντική επανασύνδεση σώματος και ψυχής στην καθολική ανάσταση την Έσχατην Ημέρα. Χωρίζοντας λοιπόν το σώμα μας και την ψυχή μας στο θάνατο, ο Θεός ενεργεί όπως ο αγγειοπλάστης• όταν το σκεύος πάνω στον τροχό του έχει παραμορφωθεί κι έχει στραβώσει, σπάζει τον πηλό σε κομμάτια για να το φτιάξει πάλι (πρβλ. Ιερ. 18, 1-6). Αυτό τονίζεται στην Ορθόδοξη Ακολουθία της κηδείας:
Ο πάλαι μεν, εκ μη όντων πλάσας με
και εικόνι σου θεία τιμήσας•
παραβάσει εντολής δε, πάλιν με επιστρέψας
εις γην εκ ης ελήφθην,
εις το καθ' ομοίωσιν επανάγαγε
το αρχαίον κάλλος αναμορφώσασθαι.
Στο ηθικό επίπεδο, σαν συνέπεια της πτώσης, οι άνθρωποι απογοητεύονται,πλήττουν, καταθλίβονται. Η δουλειά που προοριζόταν να είναι πηγή χαράς για τον άνθρωπο κι ένα μέσο επικοινωνίας με το Θεό, έπρεπε τώρα να γίνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος απρόθυμα, «εν ιδρώτι του προσώπου σου» (Γεν.3,19). Και δεν ήταν μόνον αυτά. Ο άνθρωπος έχει υποστεί εσωτερικήν αλλοτρίωση• καθώς η θέλησή του αδυνάτισε κι ο ίδιος διασπάστηκε με τον εαυτό του, έγινε ο εχθρός και ο δήμιος του ίδιου του του εαυτού. όπως λέει ο απ. Παύλος, «οίδα γαρ ότι ουκ οικεί εν εμοί, τουτ' έστιν εν τη σαρκί μου, αγαθόν• το γαρ θέλειν παράκειταί μοι, το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ου• ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ' ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω... ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος• τις δε ρύσεται;...» (Ρωμ. 7: 18,19,24). Εδώ ο απ. Παύλος δε λέει μόνον ότι υπάρχει μια σύγκρουση μέσα μας, ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Λέει ότι, πάρα πολύ συχνά, βρίσκουμε τους εαυτούς μας ηθικά παραλυμένους• ειλικρινά επιθυμούμε να διαλέξουμε το καλό, αλλά βρισκόμαστε αιχμαλωτισμένοι σε μια κατάσταση όπου όλες οι επιλογές μας καταλήγουν στο κακό. Και ο καθένας μας ξέρει από προσωπική πείρα τι ακριβώς εννοεί ο απ. Παύλος.
Ο απ. Παύλος όμως είναι προσεκτικός λέγοντας «οίδα γαρ ότι ουκ οικεί εν εμοί, τουτ' έστιν εν τη σαρκί μου, αγαθόν». Η ασκητική μας διαμάχη είναι εναντίον της σάρκας και όχι εναντίον του σώματος. Η «σάρκα» δεν είναι το ίδιο με το «σώμα». Ο όρος «σάρκα», όπως έχει χρησιμοποιηθεί στο κομμάτι που μόλις αναφέρθηκε, σημαίνει ο,τιδήποτε μέσα μας είναι αμαρτωλό και αντίθετο προς το Θεό. Επομένως δεν είναι μόνο το σώμα αλλά και η ψυχή, στον πεπτωκότα άνθρωπο, που έχει γίνει σαρκική και αισθησιακή. Πρέπει να μισούμε τη σάρκα αλλά δεν πρέπει να μισούμε το σώμα που είναι έργο του Θεού και ο ναός του Αγίου Πνεύματος. Η ασκητική αυταπάρνηση είναι λοιπόν ένας αγώνας εναντίον της σάρκας• και όχι εναντίον του σώματος αλλά υπέρ του σώματος. Όπως ο π.Σέργιος Bulgakov συνήθιζε να λέει• «Σκότωσε τη σάρκα για ν' αποκτήσεις ένα σώμα». Ο ασκητισμός δεν είναι η σκλαβιά του εαυτού μας αλλά ο δρόμος για την ελευθερία. Ο άνθρωπος είναι ένα μπερδεμένο δίχτυ από αυτοαντιφάσεις• μόνο με τον ασκητισμό μπορεί να κερδίσει τον αυθορμητισμό.
Ο ασκητισμός, όταν κατανοηθεί έτσι, σαν μια μάχη εναντίον της σάρκας, εναντίον της αμαρτωλής και πεπτωκυίας πλευράς του εαυτού, είναι σαφώς κάτι που ζητείται απ' όλους τους Χριστιανούς και όχι μόνον από τους μοναχούς. Η μοναστική κλήση και η κλήση στο γάμο -η οδός της άρνησης και η οδός της κατάφασης- πρέπει να ιδωθούν σαν παράλληλα και συμπληρωματικά. Ο μοναχός ή η μοναχή δεν είναι ένας δυαλιστής, αλλά, στον ίδιο βαθμό που το κάνει ο Χριστιανός μέσα στο γάμο, προσπαθεί να διακηρύξει την έμφυτη καλοσύν η της υλικής δημιουργίας και του ανθρωπίνου σώματος• και με το ίδιο τεκμήριο, ο έγγαμος Χριστιανός καλείται στον ασκητισμό. Η διαφορά βρίσκεται μόνο στις εξωτερικές συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάγεται ο ασκητικός πόλεμος. Και οι δύο είναι εξ ίσου ασκητικοί και εξ ίσου υλιστές (χρησιμοποιώντας τη λέξη στην αληθινή χριστιανική έννοια). Και οι δύο αρνούνται την αμαρτία και καταφάσκουν τον κόσμο.
Η Ορθόδοξη παράδοση, χωρίς να υποτιμά τ' αποτελέσματα της πτώσης, δεν πιστεύει παρ' όλ' αυτά ότι η πτώση είχε σαν αποτέλεσμα μιαν «ολική διαφθορά», όπως τη βεβαιώνουν οι Καλβινιστές στις πιο απαισιόδοξες στιγμές τους. Η θεϊκή εικόνα μέσα στον άνθρωπο είχε κρυφτεί, αλλά δεν είχεν εξαφανιστεί. Η ελεύθερη εκλογή του έχει περιοριστεί στην εξάσκησή της αλλά δεν έχει καταστραφεί. Έστω και μέσα σ' έναν κόσμο πεπτωκότα ο άνθρωπος διατηρεί ακόμη κάποια γνώση του Θεού και με τη θεία χάρη μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του.
Υπάρχουν πολλοί άγιοι μέσα στις σελίδες της Παλιάς Διαθήκης, άντρες και γυναίκες, όπως ο Αβραάμ και η Σάρρα, ο Ιωσήφ και ο Μωϋσής, ο Ηλίας και ο Ιερεμίας• και έξω από τον εκλεκτό λαό του Ισραήλ υπάρχουν μορφές όπως του Σωκράτη, που όχι μόνο δίδαξαν την αλήθεια αλλά την έζησαν. Όμως παραμένει αληθινό, ότι η ανθρώπινη αμαρτία -το προπατορικό αμάρτημα του Αδάμ, ενωμένο με τις προσωπικές αμαρτίες της κάθε διαδοχικής γενιάς- έχει δημιουργήσει ένα τέτοιο χάσμα ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο, που ο άνθρωπος με τις δικές του προσπάθειες δεν θα μπορούσε να το γεφυρώσει…
Από το βιβλίο "Κάλλ
ιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας
Ο Ορθόδοξος Δρόμος"
Εκδόσεις Επτάλοφος
Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ
Αν και δημιουργήθηκε για μια κοινωνία με την Αγία Τριάδα, αν και κλήθηκε να προκόψει με αγάπη από τη θεϊκή εικόνα στη θεϊκή ομοιότητα, ο άνθρωπος διάλεξε αντί γι' αυτό ένα μονοπάτι που δεν οδηγούσε ψηλά αλλά χαμηλά. Απέρριψε τη θεϊκή σχέση που είναι η αληθινή του ουσία. Αντί να ενεργήσει σαν μεσάζοντας και σαν ενωτικό κέντρο, δημιούργησε διάσπαση: διάσπαση με τον εαυτό του, διάσπαση μεταξύ του εαυτού του και των άλλων ανθρώπων, διάσπαση μεταξύ αυτού και του φυσικού κόσμου. Ενώ ο Θεός του εμπιστεύθηκε το δώρο της ελευθερίας, αυτός αρνήθηκε συστηματικά την ελευθερία στους συνανθρώπους του. Αν και ευλογήθηκε με τη δύναμη να μεταμορφώνει τον κόσμο και να του χαρίζει καινούργιο νόημα, έκανε κακή χρήση αυτής της δύναμης για να φτιάξει όργανα ασχήμιας και καταστροφής. Οι συνέπειες αυτής της κακής χρήσης, ιδιαίτερα από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, έχουν γίνει τώρα φρικιαστικά φανερές με τη ραγδαία ρύπανση του περιβάλλοντος.
Το «προπατορικό αμάρτημα» του ανθρώπου, η στροφή του από το θεοκεντρισμό στον εγωκεντρισμό, σήμαινε πρώτο και κύριο ότι δεν κοίταζε πια τον κόσμο και τις άλλες ανθρώπινες υπάρξεις μ' έναν ευχαριστιακό τρόπο, σαν ένα μυστήριο επικοινωνίας με το Θεό. Έπαψε να τις θεωρεί ένα δώρο που θ' αντιπροσφερόταν μ' ευγνωμοσύνη στο Δοτήρα και άρχισε να τις μεταχειρίζεται σαν ιδιοκτησία του, από την οποία μπορούσε να επωφελείται, να την εκμεταλλεύεται και να τη ρημάζει. Έτσι δεν έβλεπε πια τ' άλλα πρόσωπα και πράγματα όπως είναι πράγματι μέσα τους και μέσα στο Θεό, αλλά τους έβλεπε μόνον υπό τον όρο της ευχαρίστησης και της ικανοποίησης που θα μπορούσαν να του δώσουν. Και το αποτέλεσμα αυτού ήταν ότι πιάστηκε στο φαύλο κύκλο της δικής του ακολασίας, που γινόταν όλο και πιο αχόρταγη όσο την ικανοποιούσε. Ο κόσμος έπαψε να είναι διάφανος -ένα παράθυρο απ' όπου αντίκριζε το Θεό- κι έγινε σκοτεινός• έπαψε νάναι ζωογόνος κι άρχισε να υπόκειται στη φθορά και στο θάνατο. «Ότι γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. 3,19). Αυτό αληθεύει για τον πεπτωκότα άνθρωπο και για κάθε δημιούργημα, μόλις αποκοπεί από τη μόνη πηγή ζωής, τον ίδιο το Θεό.
Τ' αποτελέσματα της πτώσης του ανθρώπου ήταν και φυσικά και ηθικά. Στο φυσικό επίπεδο οι άνθρωποι άρχισαν να υπόκεινται στον πόνο και στην αρρώστια, στην αδυναμία και στη σωματική αποσύνθεση της γεροντικής ηλικίας. Η χαρά της γυναίκας που φέρνει στον κόσμο μια νέα ζωή αναμίχτηκε με τις ωδίνες του τοκετού (Γεν. 3,16). Τίποτε απ' αυτά δεν ήταν μέρος του αρχικού σχεδίου του Θεού για την ανθρωπότητα. Σα συνέπεια της πτώσης, άντρες και γυναίκες επίσης υπόκεινται στο χωρισμό ψυχής και σώματος με το φυσικό θάνατο. Κι όμως ο φυσικός θάνατος θάπρεπε να ιδωθεί, όχι αρχικά σαν τιμωρία, αλλά σαν ανακουφιστικό, δοσμένο από ένα Θεό που αγαπάει. Μέσα στο έλεός του ο Θεός δεν θέλησε να συνεχίσουν να ζουν οι άνθρωποι απεριόριστα μέσα σ' ένα πεπτωκότα κόσμο, δεμένο για πάντα στο φαύλο κύκλο των δικών τους επινοημάτων, κι έτσι έδωσε ένα τρόπο φυγής. Γιατί ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής αλλά η αρχή της ανανέωσής της. Αποβλέπουμε, περ' από το φυσικό θάνατο, στη μελλοντική επανασύνδεση σώματος και ψυχής στην καθολική ανάσταση την Έσχατην Ημέρα. Χωρίζοντας λοιπόν το σώμα μας και την ψυχή μας στο θάνατο, ο Θεός ενεργεί όπως ο αγγειοπλάστης• όταν το σκεύος πάνω στον τροχό του έχει παραμορφωθεί κι έχει στραβώσει, σπάζει τον πηλό σε κομμάτια για να το φτιάξει πάλι (πρβλ. Ιερ. 18, 1-6). Αυτό τονίζεται στην Ορθόδοξη Ακολουθία της κηδείας:
Ο πάλαι μεν, εκ μη όντων πλάσας με
και εικόνι σου θεία τιμήσας•
παραβάσει εντολής δε, πάλιν με επιστρέψας
εις γην εκ ης ελήφθην,
εις το καθ' ομοίωσιν επανάγαγε
το αρχαίον κάλλος αναμορφώσασθαι.
Στο ηθικό επίπεδο, σαν συνέπεια της πτώσης, οι άνθρωποι απογοητεύονται,πλήττουν, καταθλίβονται. Η δουλειά που προοριζόταν να είναι πηγή χαράς για τον άνθρωπο κι ένα μέσο επικοινωνίας με το Θεό, έπρεπε τώρα να γίνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος απρόθυμα, «εν ιδρώτι του προσώπου σου» (Γεν.3,19). Και δεν ήταν μόνον αυτά. Ο άνθρωπος έχει υποστεί εσωτερικήν αλλοτρίωση• καθώς η θέλησή του αδυνάτισε κι ο ίδιος διασπάστηκε με τον εαυτό του, έγινε ο εχθρός και ο δήμιος του ίδιου του του εαυτού. όπως λέει ο απ. Παύλος, «οίδα γαρ ότι ουκ οικεί εν εμοί, τουτ' έστιν εν τη σαρκί μου, αγαθόν• το γαρ θέλειν παράκειταί μοι, το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ου• ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ' ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω... ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος• τις δε ρύσεται;...» (Ρωμ. 7: 18,19,24). Εδώ ο απ. Παύλος δε λέει μόνον ότι υπάρχει μια σύγκρουση μέσα μας, ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Λέει ότι, πάρα πολύ συχνά, βρίσκουμε τους εαυτούς μας ηθικά παραλυμένους• ειλικρινά επιθυμούμε να διαλέξουμε το καλό, αλλά βρισκόμαστε αιχμαλωτισμένοι σε μια κατάσταση όπου όλες οι επιλογές μας καταλήγουν στο κακό. Και ο καθένας μας ξέρει από προσωπική πείρα τι ακριβώς εννοεί ο απ. Παύλος.
Ο απ. Παύλος όμως είναι προσεκτικός λέγοντας «οίδα γαρ ότι ουκ οικεί εν εμοί, τουτ' έστιν εν τη σαρκί μου, αγαθόν». Η ασκητική μας διαμάχη είναι εναντίον της σάρκας και όχι εναντίον του σώματος. Η «σάρκα» δεν είναι το ίδιο με το «σώμα». Ο όρος «σάρκα», όπως έχει χρησιμοποιηθεί στο κομμάτι που μόλις αναφέρθηκε, σημαίνει ο,τιδήποτε μέσα μας είναι αμαρτωλό και αντίθετο προς το Θεό. Επομένως δεν είναι μόνο το σώμα αλλά και η ψυχή, στον πεπτωκότα άνθρωπο, που έχει γίνει σαρκική και αισθησιακή. Πρέπει να μισούμε τη σάρκα αλλά δεν πρέπει να μισούμε το σώμα που είναι έργο του Θεού και ο ναός του Αγίου Πνεύματος. Η ασκητική αυταπάρνηση είναι λοιπόν ένας αγώνας εναντίον της σάρκας• και όχι εναντίον του σώματος αλλά υπέρ του σώματος. Όπως ο π.Σέργιος Bulgakov συνήθιζε να λέει• «Σκότωσε τη σάρκα για ν' αποκτήσεις ένα σώμα». Ο ασκητισμός δεν είναι η σκλαβιά του εαυτού μας αλλά ο δρόμος για την ελευθερία. Ο άνθρωπος είναι ένα μπερδεμένο δίχτυ από αυτοαντιφάσεις• μόνο με τον ασκητισμό μπορεί να κερδίσει τον αυθορμητισμό.
Ο ασκητισμός, όταν κατανοηθεί έτσι, σαν μια μάχη εναντίον της σάρκας, εναντίον της αμαρτωλής και πεπτωκυίας πλευράς του εαυτού, είναι σαφώς κάτι που ζητείται απ' όλους τους Χριστιανούς και όχι μόνον από τους μοναχούς. Η μοναστική κλήση και η κλήση στο γάμο -η οδός της άρνησης και η οδός της κατάφασης- πρέπει να ιδωθούν σαν παράλληλα και συμπληρωματικά. Ο μοναχός ή η μοναχή δεν είναι ένας δυαλιστής, αλλά, στον ίδιο βαθμό που το κάνει ο Χριστιανός μέσα στο γάμο, προσπαθεί να διακηρύξει την έμφυτη καλοσύν η της υλικής δημιουργίας και του ανθρωπίνου σώματος• και με το ίδιο τεκμήριο, ο έγγαμος Χριστιανός καλείται στον ασκητισμό. Η διαφορά βρίσκεται μόνο στις εξωτερικές συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάγεται ο ασκητικός πόλεμος. Και οι δύο είναι εξ ίσου ασκητικοί και εξ ίσου υλιστές (χρησιμοποιώντας τη λέξη στην αληθινή χριστιανική έννοια). Και οι δύο αρνούνται την αμαρτία και καταφάσκουν τον κόσμο.
Η Ορθόδοξη παράδοση, χωρίς να υποτιμά τ' αποτελέσματα της πτώσης, δεν πιστεύει παρ' όλ' αυτά ότι η πτώση είχε σαν αποτέλεσμα μιαν «ολική διαφθορά», όπως τη βεβαιώνουν οι Καλβινιστές στις πιο απαισιόδοξες στιγμές τους. Η θεϊκή εικόνα μέσα στον άνθρωπο είχε κρυφτεί, αλλά δεν είχεν εξαφανιστεί. Η ελεύθερη εκλογή του έχει περιοριστεί στην εξάσκησή της αλλά δεν έχει καταστραφεί. Έστω και μέσα σ' έναν κόσμο πεπτωκότα ο άνθρωπος διατηρεί ακόμη κάποια γνώση του Θεού και με τη θεία χάρη μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του.
Υπάρχουν πολλοί άγιοι μέσα στις σελίδες της Παλιάς Διαθήκης, άντρες και γυναίκες, όπως ο Αβραάμ και η Σάρρα, ο Ιωσήφ και ο Μωϋσής, ο Ηλίας και ο Ιερεμίας• και έξω από τον εκλεκτό λαό του Ισραήλ υπάρχουν μορφές όπως του Σωκράτη, που όχι μόνο δίδαξαν την αλήθεια αλλά την έζησαν. Όμως παραμένει αληθινό, ότι η ανθρώπινη αμαρτία -το προπατορικό αμάρτημα του Αδάμ, ενωμένο με τις προσωπικές αμαρτίες της κάθε διαδοχικής γενιάς- έχει δημιουργήσει ένα τέτοιο χάσμα ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο, που ο άνθρωπος με τις δικές του προσπάθειες δεν θα μπορούσε να το γεφυρώσει…
Από το βιβλίο "Κάλλ
ιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας
Ο Ορθόδοξος Δρόμος"
Εκδόσεις Επτάλοφος
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 2629
- Εγγραφή: Τρί Μαρ 21, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Γεωργία@Κόρινθος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΠΕΦΤΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ
Για την Ορθόδοξη παράδοση, λοιπόν, το προπατορικό αμάρτημα του Αδάμ επηρεάζει το ανθρώπινο γένος ολόκληρο κι έχει συνέπειες και στο φυσικό και στο ηθικό πεδίο. έχει αποτελέσματα όχι μόνο ως προς την αρρώστια και το φυσικό θάνατο, αλλά και ως προς την ηθική αδυναμία και παράλυση. Αλλά μήπως προϋποθέτει επίσης μια κληρονομημένη ενοχή; Εδώ η Ορθοδοξία είναι πιο επιφυλακτική. Το προπατορικό αμάρτημα δεν πρέπει να ερμηνεύεται με νομικούς ή μισο-βιολογικούς όρους, σαν να ήταν κάποιο φυσικό «όνειδος» ενοχής, που μεταβιβάζεται με τη σεξουαλική σχέση. Αυτή η εικόνα, που φυσικά θεωρείται Αυγουστινιακή άποψη, είναι απαράδεκτη στην Ορθοδοξία. Η διδασκαλία του προπατορικού αμαρτήματος εννοεί μάλλον ότι γεννιόμαστε μέσα σ' ένα περιβάλλον όπου είναι εύκολο να κάνεις το κακό και δύσκολο να κάνεις το καλό. εύκολο να πληγώνεις τους άλλους και δύσκολο να γιατρεύεις τις πληγές τους. εύκολο να δημιουργείς υποψίες στους ανθρώπους και δύσκολο να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους. Σημαίνει ότι ο καθένας μας εξαρτάται από την ενότητα του ανθρώπινου γένους ως προς την καθολικά λαθεμένη πράξη και λαθεμένη σκέψη και μετά τη λαθεμένη ύπαρξη. Και σ' αυτή τη συσσώρευση των λαθών εμείς οι ίδιοι έχουμε προσθέσει τις δικές μας επιτηδευμένες αμαρτωλές πράξεις. Το χάσμα όλο και πλαταίνει.
Εδώ, στη συμπαράσταση του ανθρώπινου γένους, είναι που βρίσκουμε μιαν εξήγηση για τη φαινομενική αδικία της διδασκαλίας του προπατορικού αμαρτήματος. Γιατί -ρωτάμε- θάπρεπε να υποφέρει όλο το ανθρώπινο γένος από την πτώση του Αδάμ; Γιατί θάπρεπε να τιμωρηθούν όλοι για την αμαρτία ενός ανθρώπου; Η απάντηση είναι ότι οι άνθρωποι φτιαγμένοι κατά την εικόνα του Τριαδικού Θεού, αλληλοεξαρτώνται και είναι συγκληρονόμοι. Κανείς άνθρωπος δεν είναι ένα νησί. Είμαστε «αλλήλων μέλη» (Εφεσ. 4,25), κι έτσι κάθε πράξη που διαπράττει οποιοδήποτε μέλος του ανθρώπινου γένους, επηρεάζει αναπόφευκτα όλα τ' άλλα μέλη. Ακόμη κι αν δεν είμαστε, με τη στενή έννοια, ένοχοι για τις αμαρτίες των άλλων, κατά κάποιον τρόπο είμαστε πάντοτε ανακατεμένοι.
«Όταν κάποιος πέφτει», διαπιστώνει ο Aleksei Khomiakov, πέφτει μόνος του. αλλά κανείς δεν σώζεται μόνος του». Δεν θα μπορούσε να είχε πει επίσης ότι κανείς δεν πέφτει μόνος του; Ο στάρετς Ζωσιμάς στους Αδελφούς Καραμάζοφ του Dostoevsky πλησιάζει περισσότερο την αλήθεια, όταν λέει ότι ο καθένας μας είναι «υπεύθυνος για τον καθένα και για το κάθε τι»: «Υπάρχει μόνο ένας δρόμος για τη σωτηρία κι αυτός είναι το να καταστήσεις τον εαυτό σου υπεύθυνο για τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων. Μόλις νιώσεις υπεύθυνος για όλη την αμαρτωλότητα, για το κάθε τι και για τον καθένα, θα δεις αμέσως ότι έτσι είναι πράγματι, και ότι εσύ πρέπει να κατηγορηθείς για τον καθένα και για όλα τα πράγματα».
ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ ΠΟΥ ΥΠΟΦΕΡΕΙ
Η αμαρτία μας θλίβει την καρδιά του Θεού; Αυτός υποφέρει όταν εμεις υποφέρουμε; Έχουμε δικαίωμα να πούμε στον άνθρωπο που υποφέρει: «Ο ίδιος ο Θεός, αυτήν εδώ τη στιγμή, υποφέρει ό,τι υποφέρεις κι εσύ, και το ξεπερνά»;
Επιθυμώντας να διαφυλάξουν τη θείαν υπερβατικότητα, οι πρώτοι Πατέρες, Έλληνες και Λατίνοι, επέμειναν στο «απαθές» του Θεού. Αυστηρά ερμηνευόμενο, αυτό σημαίνει ότι ενώ ο ενσαρκωμένος Θεός μπορεί να υποφέρει, ο ίδιος ο Θεός δεν υποφέρει. Χωρίς ν' αρνηθούμε την Πατερική διδασκαλία, δεν θα μπορούσαμε να πούμε κάτι περισσότερο απ' αυτό; Στην Π.Διαθήκη, πολύ πριν από την ενσάρκωση του Χριστού, βρίσκουμε να διατυπώνεται σχετικά με το Θεό: «... και ωλιγώθη η ψυχή αυτού εν κόπω Ισραήλ» (Κριτ. 10,16). Αλλού, στην Π. Διαθήκη, τοποθετούνται λόγια σαν κι αυτά στο στόμα του Θεού. «υιός αγαπητός Εφραίμ εμοί, παιδίον εντρυφών, ότι ανθ' ων οι λόγοι μου εν αυτώ, μνεία μνησθήσομαι αυτού. διά τούτο έσπευσα επ' αυτώ, ελεών ελεήσω αυτόν» (Ιερεμ. 31, 20: 38,20). «Τι σε διαθώμαι, Εφραίμ; υπερασπιώ σου, Ισραήλ, ... μετεστράφη η καρδία μου εν τω αυτώ, συνεταράχθη η μεταμέλειά μου» (Ωσηέ, 11,8). Αν αυτά τ' αποσπάσματα έχουν κάποια έννοια, πρέπει να σημαίνουν ότι ακόμη και πριν από την Ενσάρκωση ο Θεός αναμιγνύεται άμεσα στις δυστυχίες της δημιουργίας του. Η αθλιότητά μας προκαλεί θλίψη στο Θεό. τα δάκρυα του Θεού ενώνονται με τα δάκρυα του ανθρώπου. Ένας κατάλληλος σεβασμός για την αποφατική προσέγγιση θα μας έκανε βέβαια επιφυλακτικούς στο ν' αποδώσουμε ανθρώπινα συναισθήματα στο Θεό με βάναυσο ή κακόγουστο τρόπο. Αλλ' αυτό τουλάχιστον είμαστε υποχρεωμένοι να το βεβαιώσουμε. «Η αγάπη κάνει τις δυστυχίες των άλλων δικές της», διατυπώνει το βιβλίο των πτωχών τω Πνεύματι. Αν αυτό αληθεύει για την ανθρώπινη αγάπη, αληθεύει πολύ περισσότερο για τη θεϊκή αγάπη.
Αφού ο Θεός είναι αγάπη και δημιούργησε τον κόσμο σαν μια πράξη αγάπης -και αφού ο Θεός είναι προσωπικός, και η προσωπικότητα προϋποθέτει μετοχή- ο Θεός δεν παραμένει αδιάφορος στις λύπες αυτού του πεπτωκότος κόσμου. Αν εγώ ως ανθρώπινη ύπαρξη μένω ανεπηρέαστος από την αγωνία ενός άλλου, με ποιαν έννοια τον αγαπώ γνήσια; Σίγουρα λοιπόν ο Θεός ταυτίζεται με τη δημιουργία του στην αγωνία της.
Έχουν πει σωστά ότι υπήρχε ένας σταυρός στην καρδιά του Θεού πριν φυτευτεί ένας άλλος έξω απ' τα Ιεροσόλυμα. κι ενώ τον ξύλινο σταυρό τον έχουν κατεβάσει, ο σταυρός στην καρδιά του Θεού παραμένει ακόμη. Είναι ο σταυρός του πόνου και του θριάμβου, και των δύο μαζί. Κι εκείνοι που μπορούν να το πιστέψουν αυτό θα βρουν ότι η χαρά είναι ανακατεμένη με το ποτήρι της πίκρας τους. Θα μετέχουν, σ' έν' ανθρώπινο επίπεδο, στη θεϊκή εμπειρία του νικηφόρου πάθους…
Από το βιβλίο "Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας
Ο Ορθόδοξος Δρόμος"
Εκδόσεις Επτάλοφος
Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΠΕΦΤΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ
Για την Ορθόδοξη παράδοση, λοιπόν, το προπατορικό αμάρτημα του Αδάμ επηρεάζει το ανθρώπινο γένος ολόκληρο κι έχει συνέπειες και στο φυσικό και στο ηθικό πεδίο. έχει αποτελέσματα όχι μόνο ως προς την αρρώστια και το φυσικό θάνατο, αλλά και ως προς την ηθική αδυναμία και παράλυση. Αλλά μήπως προϋποθέτει επίσης μια κληρονομημένη ενοχή; Εδώ η Ορθοδοξία είναι πιο επιφυλακτική. Το προπατορικό αμάρτημα δεν πρέπει να ερμηνεύεται με νομικούς ή μισο-βιολογικούς όρους, σαν να ήταν κάποιο φυσικό «όνειδος» ενοχής, που μεταβιβάζεται με τη σεξουαλική σχέση. Αυτή η εικόνα, που φυσικά θεωρείται Αυγουστινιακή άποψη, είναι απαράδεκτη στην Ορθοδοξία. Η διδασκαλία του προπατορικού αμαρτήματος εννοεί μάλλον ότι γεννιόμαστε μέσα σ' ένα περιβάλλον όπου είναι εύκολο να κάνεις το κακό και δύσκολο να κάνεις το καλό. εύκολο να πληγώνεις τους άλλους και δύσκολο να γιατρεύεις τις πληγές τους. εύκολο να δημιουργείς υποψίες στους ανθρώπους και δύσκολο να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους. Σημαίνει ότι ο καθένας μας εξαρτάται από την ενότητα του ανθρώπινου γένους ως προς την καθολικά λαθεμένη πράξη και λαθεμένη σκέψη και μετά τη λαθεμένη ύπαρξη. Και σ' αυτή τη συσσώρευση των λαθών εμείς οι ίδιοι έχουμε προσθέσει τις δικές μας επιτηδευμένες αμαρτωλές πράξεις. Το χάσμα όλο και πλαταίνει.
Εδώ, στη συμπαράσταση του ανθρώπινου γένους, είναι που βρίσκουμε μιαν εξήγηση για τη φαινομενική αδικία της διδασκαλίας του προπατορικού αμαρτήματος. Γιατί -ρωτάμε- θάπρεπε να υποφέρει όλο το ανθρώπινο γένος από την πτώση του Αδάμ; Γιατί θάπρεπε να τιμωρηθούν όλοι για την αμαρτία ενός ανθρώπου; Η απάντηση είναι ότι οι άνθρωποι φτιαγμένοι κατά την εικόνα του Τριαδικού Θεού, αλληλοεξαρτώνται και είναι συγκληρονόμοι. Κανείς άνθρωπος δεν είναι ένα νησί. Είμαστε «αλλήλων μέλη» (Εφεσ. 4,25), κι έτσι κάθε πράξη που διαπράττει οποιοδήποτε μέλος του ανθρώπινου γένους, επηρεάζει αναπόφευκτα όλα τ' άλλα μέλη. Ακόμη κι αν δεν είμαστε, με τη στενή έννοια, ένοχοι για τις αμαρτίες των άλλων, κατά κάποιον τρόπο είμαστε πάντοτε ανακατεμένοι.
«Όταν κάποιος πέφτει», διαπιστώνει ο Aleksei Khomiakov, πέφτει μόνος του. αλλά κανείς δεν σώζεται μόνος του». Δεν θα μπορούσε να είχε πει επίσης ότι κανείς δεν πέφτει μόνος του; Ο στάρετς Ζωσιμάς στους Αδελφούς Καραμάζοφ του Dostoevsky πλησιάζει περισσότερο την αλήθεια, όταν λέει ότι ο καθένας μας είναι «υπεύθυνος για τον καθένα και για το κάθε τι»: «Υπάρχει μόνο ένας δρόμος για τη σωτηρία κι αυτός είναι το να καταστήσεις τον εαυτό σου υπεύθυνο για τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων. Μόλις νιώσεις υπεύθυνος για όλη την αμαρτωλότητα, για το κάθε τι και για τον καθένα, θα δεις αμέσως ότι έτσι είναι πράγματι, και ότι εσύ πρέπει να κατηγορηθείς για τον καθένα και για όλα τα πράγματα».
ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ ΠΟΥ ΥΠΟΦΕΡΕΙ
Η αμαρτία μας θλίβει την καρδιά του Θεού; Αυτός υποφέρει όταν εμεις υποφέρουμε; Έχουμε δικαίωμα να πούμε στον άνθρωπο που υποφέρει: «Ο ίδιος ο Θεός, αυτήν εδώ τη στιγμή, υποφέρει ό,τι υποφέρεις κι εσύ, και το ξεπερνά»;
Επιθυμώντας να διαφυλάξουν τη θείαν υπερβατικότητα, οι πρώτοι Πατέρες, Έλληνες και Λατίνοι, επέμειναν στο «απαθές» του Θεού. Αυστηρά ερμηνευόμενο, αυτό σημαίνει ότι ενώ ο ενσαρκωμένος Θεός μπορεί να υποφέρει, ο ίδιος ο Θεός δεν υποφέρει. Χωρίς ν' αρνηθούμε την Πατερική διδασκαλία, δεν θα μπορούσαμε να πούμε κάτι περισσότερο απ' αυτό; Στην Π.Διαθήκη, πολύ πριν από την ενσάρκωση του Χριστού, βρίσκουμε να διατυπώνεται σχετικά με το Θεό: «... και ωλιγώθη η ψυχή αυτού εν κόπω Ισραήλ» (Κριτ. 10,16). Αλλού, στην Π. Διαθήκη, τοποθετούνται λόγια σαν κι αυτά στο στόμα του Θεού. «υιός αγαπητός Εφραίμ εμοί, παιδίον εντρυφών, ότι ανθ' ων οι λόγοι μου εν αυτώ, μνεία μνησθήσομαι αυτού. διά τούτο έσπευσα επ' αυτώ, ελεών ελεήσω αυτόν» (Ιερεμ. 31, 20: 38,20). «Τι σε διαθώμαι, Εφραίμ; υπερασπιώ σου, Ισραήλ, ... μετεστράφη η καρδία μου εν τω αυτώ, συνεταράχθη η μεταμέλειά μου» (Ωσηέ, 11,8). Αν αυτά τ' αποσπάσματα έχουν κάποια έννοια, πρέπει να σημαίνουν ότι ακόμη και πριν από την Ενσάρκωση ο Θεός αναμιγνύεται άμεσα στις δυστυχίες της δημιουργίας του. Η αθλιότητά μας προκαλεί θλίψη στο Θεό. τα δάκρυα του Θεού ενώνονται με τα δάκρυα του ανθρώπου. Ένας κατάλληλος σεβασμός για την αποφατική προσέγγιση θα μας έκανε βέβαια επιφυλακτικούς στο ν' αποδώσουμε ανθρώπινα συναισθήματα στο Θεό με βάναυσο ή κακόγουστο τρόπο. Αλλ' αυτό τουλάχιστον είμαστε υποχρεωμένοι να το βεβαιώσουμε. «Η αγάπη κάνει τις δυστυχίες των άλλων δικές της», διατυπώνει το βιβλίο των πτωχών τω Πνεύματι. Αν αυτό αληθεύει για την ανθρώπινη αγάπη, αληθεύει πολύ περισσότερο για τη θεϊκή αγάπη.
Αφού ο Θεός είναι αγάπη και δημιούργησε τον κόσμο σαν μια πράξη αγάπης -και αφού ο Θεός είναι προσωπικός, και η προσωπικότητα προϋποθέτει μετοχή- ο Θεός δεν παραμένει αδιάφορος στις λύπες αυτού του πεπτωκότος κόσμου. Αν εγώ ως ανθρώπινη ύπαρξη μένω ανεπηρέαστος από την αγωνία ενός άλλου, με ποιαν έννοια τον αγαπώ γνήσια; Σίγουρα λοιπόν ο Θεός ταυτίζεται με τη δημιουργία του στην αγωνία της.
Έχουν πει σωστά ότι υπήρχε ένας σταυρός στην καρδιά του Θεού πριν φυτευτεί ένας άλλος έξω απ' τα Ιεροσόλυμα. κι ενώ τον ξύλινο σταυρό τον έχουν κατεβάσει, ο σταυρός στην καρδιά του Θεού παραμένει ακόμη. Είναι ο σταυρός του πόνου και του θριάμβου, και των δύο μαζί. Κι εκείνοι που μπορούν να το πιστέψουν αυτό θα βρουν ότι η χαρά είναι ανακατεμένη με το ποτήρι της πίκρας τους. Θα μετέχουν, σ' έν' ανθρώπινο επίπεδο, στη θεϊκή εμπειρία του νικηφόρου πάθους…
Από το βιβλίο "Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας
Ο Ορθόδοξος Δρόμος"
Εκδόσεις Επτάλοφος
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 2629
- Εγγραφή: Τρί Μαρ 21, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Γεωργία@Κόρινθος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
«... Θεός ην εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ...» (Β' Κορ. 5,19)
Δίψασε τον Ιησού και θα σε ξεδιψάσει με την αγάπη του. (Άγ. Ισαάκ ο Σύρος)
Ο Αββάς Ισαάκ είπε: «Κάποτε καθόμουνα με τον Αββά Ποιμένα και είδα ότι βρισκόταν σε έκσταση. κι επειδή συνήθιζα να του μιλώ με παρρησία, του έβαλα μετάνοια και τον ρώτησα: «Πες μου, πού ήσουνα;» Κι εκείνος δεν ήθελε να μου πει. Αλλά όταν τον πίεσα, απάντησε: «Οι σκέψεις μου ήταν στην Παρθένο Μαρία, τη Μητέρα του Θεού, που στεκόταν κι έκλαιγε μπροστά στο Σταυρό του Σωτήρα. και θα επιθυμούσα να μπορώ να κλαίω πάντα όσο έκλαιγ' εκείνη τότε». (Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου).
Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΟΔΟ.
Πρός το τέλος της Έρημης Χώρας του ο T.S. Eliot γράφει:
Ποιος ειν' ο τρίτος που πάντα περπατάει δίπλα σου;
Όταν μετρώ, είμαστε μόνο εσύ κι εγώ μαζί.
Μα σαν κοιτάζω μπρος, στον άσπρο δρόμο
είναι πάντα κάποιος που περπατάει δίπλα σου...
Εξηγεί στις σημειώσεις ότι έχει στο νου του την ιστορία που λέγονταν για την εξευρενητική αποστολή του Shackleton στην Ανταρκτική. πώς η ομάδα των εξερευνητών όταν βρισκόταν στο έσχατο σημείο της δυνάμεώς της επανειλημένα ένιωσε ότι υπήρχε έν' ακόμη μέλος που πράγματι μπορούσε να υπολογιστεί μαζί τους. Πολύ πριν απ' τον Shackleton, ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ της Βαβυλώνας είχε μια παρόμοιαν εμπειρία: «ουχί άνδρας τρεις εβάλομεν εις το μέσον του πυρός πεπεδημένους; ... ιδού εγώ ορώ άνδρας τέσσαρας λελυμένους και περιπατούντας εν μέσω του πυρός, και διαφθορά ουκ έστιν εν αυτοίς, και η όρασις του τετάρτου ομοία υιώ Θεού» (Δαν. 3, 24-25).
Τέτοια είναι για μας η έννοια του Ιησού, του Σωτήρα μας. Είν' αυτός που περπατάει πάντα δίπλα μας όταν έχουμε φτάσει στο έσχατο όριο της δύναμής μας, αυτός που βρίσκεται μαζί μας στην αγριάδα του πάγου ή στη λαύρα της φωτιάς. Στον καθένα μας, στην ώρα της πιο μεγάλης μας μοναξιάς ή δοκιμασίας, αυτός ο λόγος λέγεται: Δεν είσαι μόνος.έχεις ένα σύντροφο.
Τελειώσαμε το προηγούμενο κεφάλαιο μιλώντας για την αλλοτρίωση και την εξορία του ανθρώπου. Είδαμε πώς η αμαρτία η προπατορική και η προσωπική έχει δημιουργήσει ένα χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου, που ο άνθρωπος δεν μπορεί να γεφυρώσει με τις δικές του δυνάμεις δίχως βοήθεια. Αποκομένος απ' το Δημιουργό του, χωρισμένος απ' τους συνανθρώπους του, εσωτερικά διασπασμένος, ο πεπτωκώς άνθρωπος δεν είχε τη δύναμη να θεραπεύσει τον εαυτό του. Πού -έτσι ρωτήσαμε- θα μπορούσε να βρεθεί μια γιατριά;
Είδαμε ακόμη πως η Τριάς, σαν Θεός προσωπικής αγάπης, δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορη στη δυστυχία του ανθρώπου αλλά μπήκε μέσα σ' αυτήν. Ως ποιο σημείο έχει φτάσει αυτή η θεϊκή ανάμιξη;
Η απάντηση είναι ότι έχει φτάσει ως το πιο μακρινό δυνατό σημείο. Αφού ο άνθρωπος δεν μπορούσε να έρθει στο Θεό, ο Θεός ήρθε στον άνθρωπο, ταυτίζοντας τον εαυτό του με τον άνθρωπο με τον πιο άμεσο τρόπο. Ο αιώνιος Λόγος και Γιος του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Τριάδος, έγινε αληθινός άνθρωπος, ένας από μας. γιάτρεψε και ζωογόνησε την ανθρώπινη φύση μας παίρνοντάς την όλη μέσα στον εαυτό του. Με τα λόγια του «Πιστεύω»: «Πιστεύω ... και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν... Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού... ομοούσιον τω Πατρί... τον δι' ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών, και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου...» Αυτός λοιπόν είναι ο σύντροφός μας στην παγωνιά και στη φωτιά. ο Κύριος Ιησούς που έλαβε σάρκα από την Παρθένο, ένας από την Τριάδα και συγχρόνως ένας από μας, ο Θεός μας κι 'αδερφός μας.
ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ.
Σε μια προηγούμενη ενότητα ερευνήσαμε την Τριαδική σημασία της Προσευχής του Ιησού, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Ας εξετάσουμε τι έχει να μας πει αυτή η προσευχή για την ενσάρκωση του Ιησού Χριστού και για τη θεραπεία μας απ' αυτόν και μέσα σ' αυτόν.
Υπάρχουν στην Προσευχή του Ιησού δύο «πόλοι» ή δύο ακραία σημεία. «Κύριε...Υιέ του Θεού». η Προσευχή μιλάει πρώτα για τη δόξα του Θεού, διακηρύσσοντας τον Ιησού σαν Κύριο όλης της δημιουργίας και σαν τον αιώνιο Υιό. Έπειτα στο κλείσιμό της η Προσευχή στρέφεται στην καταστασή μας ως αμαρτωλών -αμαρτωλών εξ αιτίας της πτώσης, αμαρτωλών από τις προσωπικές μας πράξεις τις λαθεμένες: «... με τον αμαρτωλόν». Είναι σημαντικό το ότι λέμε «ελέησόν με τον αμαρτωλόν»- σα να ήμουν εγώ ο μοναδικός αμαρτωλός.
Έτσι η προσευχή αρχίζει με λατρεία και τελειώνει με μετάνοια. Ποιος ή τι μπορεί να συμφιλιώσει αυτά τα δύο άκρα της θείας δόξας και της ανθρώπινης αμαρτωλότητας; Υπάρχουν τρεις λέξεις στην Προσευχή που δίνουν την απάντηση.
Η πρώτη είναι «Ιησούς», το προσωπικό όνομα που δόθηκε στο Χριστό μετά την ανθρώπινη γέννησή του από την Παρθένο Μαρία. Αυτό το όνομα έχει την έννοια του Σωτήρα.καθώς είπε ο άγγελος στο θετό πατέρα του Χριστού, τον άγ. Ιωσήφ: «και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν, αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού των αμαρτιών αυτών» (Ματθ. 1, 21).
Η δεύτερη λέξη είναι ο τίτλος «Χριστός», η αντίστοιχη ελληνική απόδοση του «Μεσσίας», που σημαίνει Αυτός που έχει χριστεί από το Άγιο Πνεύμα του Θεού. Για τους Εβραίους της Π. Διαθήκης ο Μεσσίας ήταν ο αναμενόμενος λυτρωτής, ο μελλοντικός βασιλιάς που με τη δύναμη του Πνεύματος θα τους ελευθέρωνε από τους εχθρούς τους.
Η τρίτη λέξη είναι «έλεος», ένας όρος που σημαίνει αγάπη στην πράξη, αγάπη που εργάζεται για να φέρει τη συγχώρεση, την απελευθέρωση, την ολοκλήρωση. Το να έχεις έλεος σημαίνει ν' απαλλάξεις τον άλλο από την ενοχή που δεν μπορεί να εξαλείψει με τις δικές του προσπάθειες. να τον απαλλάξεις από τα χρέη που ο ίδιος δεν μπορεί να πληρώσει. να τον γιατρέψεις από την αρρώστεια, για την οποία δεν μπορεί να βρει αβοήθητος καμμιά γιατριά. Ο όρος «έλεος» σημαίνει ακόμη ότι όλ' αυτά προσφέρονται σαν ένα ελεύθερο δώρο. αυτός που ζητάει έλεος δεν έχει απαιτήσεις απ' τον άλλο, δεν έχει δικαιώματα για να τα επικαλεστεί.
Η προσευχή του Ιησού λοιπόν δείχνει και το πρόβλημα του ανθρώπου και τη λύση του Θεού. Ο Ιησούς είναι ο Σωτήρας, ο κεχρισμένος βασιλιάς, αυτός που έχει το έλεος. Αλλά η προσευχή μας λέει ακόμη κάτι περισσότερο για το πρόσωπο του ίδιου του Ιησού. Προσφωνείται «Κύριος» και «Υιός του Θεού». εδώ η Προσευχή μιλάει για τη θεότητά του, για την υπερβατικότητα και για την αιωνιότητά του. Προσφωνείται όμως εξ ίσου «Ιησούς», δηλ. με το προσωπικό όνομα που η μητέρα του και ο θετός του πατέρας του έδωσαν μετά την ανθρώπινη γέννησή του στη Βηθλεέμ. Έτσι η Προσευχή μιλάει επίσης για την ανθρώπινη φύση του, για την γνήσια πραγματικότητα της ανθρώπινης γέννησής του.
Η Προσευχή του Ιησού είναι επομένως μια κατάφαση της πίστης στον Ιησού Χριστό που είναι και αληθινός Θεός και απόλυτα άνθρωπος. Είναι ο Θεάνθρωπος που μας σώζει από τις αμαρτίες μας, ακριβώς επειδή είναι ταυτόχρονα και Θεός και άνθρωπος. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να έρθει στο Θεό, έτσι ο Θεός ήρθε στον άνθρωπο -κάνοντας τον εαυτό του ανθρώπινο. Μέσα στην «εκστατική» του αγάπη, ο Θεός ενώνεται με τη δημιουργία του πιο στενά από την κάθε δυνατή ένωση, καθώς γίνεται ο ίδιος αυτό που δημιούργησε. Ο Θεός σαν άνθρωπος εκπληρώνει το μεσολαβητικό έργο που ο άνθρωπος απέκρουσε κατά την πτώση. Ο Ιησούς, ο Σωτήρας μας, γεφυρώνει την άβυσσο ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο γιατί είναι ταυτόχρονα και Θεός και άνθρωπος. Όπως λέμε σ' έναν από τους ορθόδοξους ύμνους της παραμονής των Χριστουγέννων, «Ο ουρανός και η γη σήμερον ηνώθησαν, τεχθέντος του Χριστού. Σήμερον Θεός επί γης παραγέγονε, και άνθρωπος εις ουρανούς αναβέβηκε».
Η ενσάρκωση λοιπόν είναι η υπέρτατη πράξη του Θεού για να μας απολυτρώσει και να ξανασυνδέσει την επικοινωνία μας μαζί του. Αλλά τι θα είχε γίνει αν δεν είχε συμβεί ποτέ μια πτώση; Θα είχε διαλέξει ο Θεός να γίνει άνθρωπος ακόμη κι αν ο άνθρωπος δεν είχε αμαρτήσει ποτέ; Θάπρεπε να θεωρηθεί η ενσάρκωση απλώς σαν απάντηση του Θεού στη δύσκολη θέση του πεπτωκότος ανθρώπου, ή είναι κατά κάποιο τρόπο μέρος της αιώνιας πρόθεσης του Θεού; Μήπως θάπρεπε να κοιτάξουμε πίσω από την πτώση και να δούμε την πράξη της ενανθρώπισης του Θεού σαν την εκπλήρωση της αληθινής
μοίρας του ανθρώπου;
Σ' αυτή την υποθετική ερώτηση δεν μπορούμ' εμείς, στην τωρινή μας κατάσταση, να δώσουμε καμιά τελική απάντηση. Αφού ζούμε μέσα στην πτωτική κατάσταση, δεν μπορούμε να φανταστούμε καθαρά ποια θάταν η σχέση του Θεού με το ανθρώπινο γένος αν δεν είχε συμβεί η πτώση. Οι χριστιανοί συγγραφείς έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις, έχουν περιορίσει την εξέταση του θέματος της ενσάρκωσης στο πλαίσιο της πτωτικής κατάστασης του ανθρώπου. Αλλά υπάρχουν μερικοί που ριψοκινδύνεψαν μιαν ευρύτερη θεώρηση, ιδιαίτερα ο άγ. Ισαάκ ο Σύρος και ο άγ. Μάξιμος ο Ομολογητής στην Ανατολή, καθώς και ο Duns Scotus στη Δύση. Η Ενσάρκωση, λέει ο άγ. Ισαάκ, είναι το πιο ευλογημένο και το πιο χαρμόσυνο πράγμα που θα μπορούσε να είχε συμβεί στο ανθρώπινο γένος. Μπορεί λοιπόν νάναι σωστό, το να ορίσουμε σαν αιτία γι' αυτό το χαρμόσυνο γεγονός κάτι που ίσως ποτέ να μη συνέβαινε και που στ' αλήθεια δεν θάπρεπε ποτέ να έχει γίνει έτσι; Βέβαια ο άγ. Ισαάκ πιστεύει, ότι η πρόσληψη της ανθρωπότητάς μας απ' το Θεό πρέπει να κατανοηθεί όχι μόνο σαν μια απάντηση στην αμαρτία του ανθρώπου, αλλά επίσης και κυρίως σαν μια πράξη αγάπης, σαν μια έκφραση της ίδιας της φύσης του Θεού. Ακόμη κι αν η πτώση δεν είχε γίνει, ο Θεός, μέσα στην απεριόριστη, εκστατική του αγάπη θα είχε πάλι διαλέξει να ταυτίσει τον εαυτό του με τη δημιουργία του με το να γίνει άνθρωπος.
Η Ενσαάρκωση του Χριστού, ιδωμένη μ' αυτό τον τρόπο, έχει περισσότερη σημασία από μια αναίρεση της πτώσης ή από μια αποκατάσταση του ανθρώπου στην αρχική του κατάσταση μέσα στον Παράδεισο. Όταν ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αυτό σημαδεύει την αρχή ενός ουσιαστικά νέου σταδίου στην ιστορία του ανθρώπου και όχι μόνο μια επιστροφή στο παρελθόν. Η Ενσσάρκωση ανεβάζει τον άνθρωπο σ' ένα καινούργιο επίπεδο. η τελευταία κατάσταση είναι υψηλότερη από την πρώτη. Μόνο μέσα στον Ιησού Χριστό βλέπουμε ν' αποκαλύπτονται όλες οι δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης μας. μέχρι να γεννηθεί, η αληθινή σημασία της προσωπικότητάς μας μας ήταν κρυμένη. Η γέννηση του Χριστού, όπως λέει ο Μ. Βασίλειος, είναι «η γενέθλια ημέρα όλου του ανθρώπινου γένους». Ο Χριστός είναι ο πρώτος τέλειος άνθρωπος -τέλειος δηλ. όχι μόνο δυναμικά, όπως ήταν ο Αδάμ με την αθωότητά του πριν από την πτώση, αλλά με την έννοια της απόλυτα πραγματοποιημένης «ομοίωσης». Η Ενσάρκωση λοιπόν δεν είναι μόνο ένας τρόπος για ν' απαλειφθούν τα αποτελέσματα του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά είναι ένα ουσιαστικό στάδιο στο ταξίδι του ανθρώπου από τη θεία εικόνα στη θεϊκή εξομοίωση. Η αληθινή εικόνα και ομοίωση του Θεού είναι ο ίδιος ο Χριστός. κι έτσι, από την πρώτη-πρώτη στιγμή της δημιουργίας του ανθρώπου κατ' εικόνα, η Ενσάρκωση του Χριστού, κατά κάποιο τρόπο είχε υπονοηθεί. Η αληθινή αιτία λοιπόν για την Ενσάρκωση δεν βρίσκεται στην αμαρτωλότητα του ανθρώπου αλλά στη μη πεπτωκυία φύση του, στην ύπαρξή του που έγινε σύμφωνα με τη θεϊκή εικόνα και είναι ικανή να ενωθεί με το Θεό.
Από το βιβλίο "Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας
Ο Ορθόδοξος Δρόμος"
Εκδόσεις Επτάλοφος
Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
«... Θεός ην εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ...» (Β' Κορ. 5,19)
Δίψασε τον Ιησού και θα σε ξεδιψάσει με την αγάπη του. (Άγ. Ισαάκ ο Σύρος)
Ο Αββάς Ισαάκ είπε: «Κάποτε καθόμουνα με τον Αββά Ποιμένα και είδα ότι βρισκόταν σε έκσταση. κι επειδή συνήθιζα να του μιλώ με παρρησία, του έβαλα μετάνοια και τον ρώτησα: «Πες μου, πού ήσουνα;» Κι εκείνος δεν ήθελε να μου πει. Αλλά όταν τον πίεσα, απάντησε: «Οι σκέψεις μου ήταν στην Παρθένο Μαρία, τη Μητέρα του Θεού, που στεκόταν κι έκλαιγε μπροστά στο Σταυρό του Σωτήρα. και θα επιθυμούσα να μπορώ να κλαίω πάντα όσο έκλαιγ' εκείνη τότε». (Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου).
Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΟΔΟ.
Πρός το τέλος της Έρημης Χώρας του ο T.S. Eliot γράφει:
Ποιος ειν' ο τρίτος που πάντα περπατάει δίπλα σου;
Όταν μετρώ, είμαστε μόνο εσύ κι εγώ μαζί.
Μα σαν κοιτάζω μπρος, στον άσπρο δρόμο
είναι πάντα κάποιος που περπατάει δίπλα σου...
Εξηγεί στις σημειώσεις ότι έχει στο νου του την ιστορία που λέγονταν για την εξευρενητική αποστολή του Shackleton στην Ανταρκτική. πώς η ομάδα των εξερευνητών όταν βρισκόταν στο έσχατο σημείο της δυνάμεώς της επανειλημένα ένιωσε ότι υπήρχε έν' ακόμη μέλος που πράγματι μπορούσε να υπολογιστεί μαζί τους. Πολύ πριν απ' τον Shackleton, ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ της Βαβυλώνας είχε μια παρόμοιαν εμπειρία: «ουχί άνδρας τρεις εβάλομεν εις το μέσον του πυρός πεπεδημένους; ... ιδού εγώ ορώ άνδρας τέσσαρας λελυμένους και περιπατούντας εν μέσω του πυρός, και διαφθορά ουκ έστιν εν αυτοίς, και η όρασις του τετάρτου ομοία υιώ Θεού» (Δαν. 3, 24-25).
Τέτοια είναι για μας η έννοια του Ιησού, του Σωτήρα μας. Είν' αυτός που περπατάει πάντα δίπλα μας όταν έχουμε φτάσει στο έσχατο όριο της δύναμής μας, αυτός που βρίσκεται μαζί μας στην αγριάδα του πάγου ή στη λαύρα της φωτιάς. Στον καθένα μας, στην ώρα της πιο μεγάλης μας μοναξιάς ή δοκιμασίας, αυτός ο λόγος λέγεται: Δεν είσαι μόνος.έχεις ένα σύντροφο.
Τελειώσαμε το προηγούμενο κεφάλαιο μιλώντας για την αλλοτρίωση και την εξορία του ανθρώπου. Είδαμε πώς η αμαρτία η προπατορική και η προσωπική έχει δημιουργήσει ένα χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου, που ο άνθρωπος δεν μπορεί να γεφυρώσει με τις δικές του δυνάμεις δίχως βοήθεια. Αποκομένος απ' το Δημιουργό του, χωρισμένος απ' τους συνανθρώπους του, εσωτερικά διασπασμένος, ο πεπτωκώς άνθρωπος δεν είχε τη δύναμη να θεραπεύσει τον εαυτό του. Πού -έτσι ρωτήσαμε- θα μπορούσε να βρεθεί μια γιατριά;
Είδαμε ακόμη πως η Τριάς, σαν Θεός προσωπικής αγάπης, δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορη στη δυστυχία του ανθρώπου αλλά μπήκε μέσα σ' αυτήν. Ως ποιο σημείο έχει φτάσει αυτή η θεϊκή ανάμιξη;
Η απάντηση είναι ότι έχει φτάσει ως το πιο μακρινό δυνατό σημείο. Αφού ο άνθρωπος δεν μπορούσε να έρθει στο Θεό, ο Θεός ήρθε στον άνθρωπο, ταυτίζοντας τον εαυτό του με τον άνθρωπο με τον πιο άμεσο τρόπο. Ο αιώνιος Λόγος και Γιος του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Τριάδος, έγινε αληθινός άνθρωπος, ένας από μας. γιάτρεψε και ζωογόνησε την ανθρώπινη φύση μας παίρνοντάς την όλη μέσα στον εαυτό του. Με τα λόγια του «Πιστεύω»: «Πιστεύω ... και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν... Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού... ομοούσιον τω Πατρί... τον δι' ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών, και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου...» Αυτός λοιπόν είναι ο σύντροφός μας στην παγωνιά και στη φωτιά. ο Κύριος Ιησούς που έλαβε σάρκα από την Παρθένο, ένας από την Τριάδα και συγχρόνως ένας από μας, ο Θεός μας κι 'αδερφός μας.
ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ.
Σε μια προηγούμενη ενότητα ερευνήσαμε την Τριαδική σημασία της Προσευχής του Ιησού, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Ας εξετάσουμε τι έχει να μας πει αυτή η προσευχή για την ενσάρκωση του Ιησού Χριστού και για τη θεραπεία μας απ' αυτόν και μέσα σ' αυτόν.
Υπάρχουν στην Προσευχή του Ιησού δύο «πόλοι» ή δύο ακραία σημεία. «Κύριε...Υιέ του Θεού». η Προσευχή μιλάει πρώτα για τη δόξα του Θεού, διακηρύσσοντας τον Ιησού σαν Κύριο όλης της δημιουργίας και σαν τον αιώνιο Υιό. Έπειτα στο κλείσιμό της η Προσευχή στρέφεται στην καταστασή μας ως αμαρτωλών -αμαρτωλών εξ αιτίας της πτώσης, αμαρτωλών από τις προσωπικές μας πράξεις τις λαθεμένες: «... με τον αμαρτωλόν». Είναι σημαντικό το ότι λέμε «ελέησόν με τον αμαρτωλόν»- σα να ήμουν εγώ ο μοναδικός αμαρτωλός.
Έτσι η προσευχή αρχίζει με λατρεία και τελειώνει με μετάνοια. Ποιος ή τι μπορεί να συμφιλιώσει αυτά τα δύο άκρα της θείας δόξας και της ανθρώπινης αμαρτωλότητας; Υπάρχουν τρεις λέξεις στην Προσευχή που δίνουν την απάντηση.
Η πρώτη είναι «Ιησούς», το προσωπικό όνομα που δόθηκε στο Χριστό μετά την ανθρώπινη γέννησή του από την Παρθένο Μαρία. Αυτό το όνομα έχει την έννοια του Σωτήρα.καθώς είπε ο άγγελος στο θετό πατέρα του Χριστού, τον άγ. Ιωσήφ: «και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν, αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού των αμαρτιών αυτών» (Ματθ. 1, 21).
Η δεύτερη λέξη είναι ο τίτλος «Χριστός», η αντίστοιχη ελληνική απόδοση του «Μεσσίας», που σημαίνει Αυτός που έχει χριστεί από το Άγιο Πνεύμα του Θεού. Για τους Εβραίους της Π. Διαθήκης ο Μεσσίας ήταν ο αναμενόμενος λυτρωτής, ο μελλοντικός βασιλιάς που με τη δύναμη του Πνεύματος θα τους ελευθέρωνε από τους εχθρούς τους.
Η τρίτη λέξη είναι «έλεος», ένας όρος που σημαίνει αγάπη στην πράξη, αγάπη που εργάζεται για να φέρει τη συγχώρεση, την απελευθέρωση, την ολοκλήρωση. Το να έχεις έλεος σημαίνει ν' απαλλάξεις τον άλλο από την ενοχή που δεν μπορεί να εξαλείψει με τις δικές του προσπάθειες. να τον απαλλάξεις από τα χρέη που ο ίδιος δεν μπορεί να πληρώσει. να τον γιατρέψεις από την αρρώστεια, για την οποία δεν μπορεί να βρει αβοήθητος καμμιά γιατριά. Ο όρος «έλεος» σημαίνει ακόμη ότι όλ' αυτά προσφέρονται σαν ένα ελεύθερο δώρο. αυτός που ζητάει έλεος δεν έχει απαιτήσεις απ' τον άλλο, δεν έχει δικαιώματα για να τα επικαλεστεί.
Η προσευχή του Ιησού λοιπόν δείχνει και το πρόβλημα του ανθρώπου και τη λύση του Θεού. Ο Ιησούς είναι ο Σωτήρας, ο κεχρισμένος βασιλιάς, αυτός που έχει το έλεος. Αλλά η προσευχή μας λέει ακόμη κάτι περισσότερο για το πρόσωπο του ίδιου του Ιησού. Προσφωνείται «Κύριος» και «Υιός του Θεού». εδώ η Προσευχή μιλάει για τη θεότητά του, για την υπερβατικότητα και για την αιωνιότητά του. Προσφωνείται όμως εξ ίσου «Ιησούς», δηλ. με το προσωπικό όνομα που η μητέρα του και ο θετός του πατέρας του έδωσαν μετά την ανθρώπινη γέννησή του στη Βηθλεέμ. Έτσι η Προσευχή μιλάει επίσης για την ανθρώπινη φύση του, για την γνήσια πραγματικότητα της ανθρώπινης γέννησής του.
Η Προσευχή του Ιησού είναι επομένως μια κατάφαση της πίστης στον Ιησού Χριστό που είναι και αληθινός Θεός και απόλυτα άνθρωπος. Είναι ο Θεάνθρωπος που μας σώζει από τις αμαρτίες μας, ακριβώς επειδή είναι ταυτόχρονα και Θεός και άνθρωπος. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να έρθει στο Θεό, έτσι ο Θεός ήρθε στον άνθρωπο -κάνοντας τον εαυτό του ανθρώπινο. Μέσα στην «εκστατική» του αγάπη, ο Θεός ενώνεται με τη δημιουργία του πιο στενά από την κάθε δυνατή ένωση, καθώς γίνεται ο ίδιος αυτό που δημιούργησε. Ο Θεός σαν άνθρωπος εκπληρώνει το μεσολαβητικό έργο που ο άνθρωπος απέκρουσε κατά την πτώση. Ο Ιησούς, ο Σωτήρας μας, γεφυρώνει την άβυσσο ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο γιατί είναι ταυτόχρονα και Θεός και άνθρωπος. Όπως λέμε σ' έναν από τους ορθόδοξους ύμνους της παραμονής των Χριστουγέννων, «Ο ουρανός και η γη σήμερον ηνώθησαν, τεχθέντος του Χριστού. Σήμερον Θεός επί γης παραγέγονε, και άνθρωπος εις ουρανούς αναβέβηκε».
Η ενσάρκωση λοιπόν είναι η υπέρτατη πράξη του Θεού για να μας απολυτρώσει και να ξανασυνδέσει την επικοινωνία μας μαζί του. Αλλά τι θα είχε γίνει αν δεν είχε συμβεί ποτέ μια πτώση; Θα είχε διαλέξει ο Θεός να γίνει άνθρωπος ακόμη κι αν ο άνθρωπος δεν είχε αμαρτήσει ποτέ; Θάπρεπε να θεωρηθεί η ενσάρκωση απλώς σαν απάντηση του Θεού στη δύσκολη θέση του πεπτωκότος ανθρώπου, ή είναι κατά κάποιο τρόπο μέρος της αιώνιας πρόθεσης του Θεού; Μήπως θάπρεπε να κοιτάξουμε πίσω από την πτώση και να δούμε την πράξη της ενανθρώπισης του Θεού σαν την εκπλήρωση της αληθινής
μοίρας του ανθρώπου;
Σ' αυτή την υποθετική ερώτηση δεν μπορούμ' εμείς, στην τωρινή μας κατάσταση, να δώσουμε καμιά τελική απάντηση. Αφού ζούμε μέσα στην πτωτική κατάσταση, δεν μπορούμε να φανταστούμε καθαρά ποια θάταν η σχέση του Θεού με το ανθρώπινο γένος αν δεν είχε συμβεί η πτώση. Οι χριστιανοί συγγραφείς έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις, έχουν περιορίσει την εξέταση του θέματος της ενσάρκωσης στο πλαίσιο της πτωτικής κατάστασης του ανθρώπου. Αλλά υπάρχουν μερικοί που ριψοκινδύνεψαν μιαν ευρύτερη θεώρηση, ιδιαίτερα ο άγ. Ισαάκ ο Σύρος και ο άγ. Μάξιμος ο Ομολογητής στην Ανατολή, καθώς και ο Duns Scotus στη Δύση. Η Ενσάρκωση, λέει ο άγ. Ισαάκ, είναι το πιο ευλογημένο και το πιο χαρμόσυνο πράγμα που θα μπορούσε να είχε συμβεί στο ανθρώπινο γένος. Μπορεί λοιπόν νάναι σωστό, το να ορίσουμε σαν αιτία γι' αυτό το χαρμόσυνο γεγονός κάτι που ίσως ποτέ να μη συνέβαινε και που στ' αλήθεια δεν θάπρεπε ποτέ να έχει γίνει έτσι; Βέβαια ο άγ. Ισαάκ πιστεύει, ότι η πρόσληψη της ανθρωπότητάς μας απ' το Θεό πρέπει να κατανοηθεί όχι μόνο σαν μια απάντηση στην αμαρτία του ανθρώπου, αλλά επίσης και κυρίως σαν μια πράξη αγάπης, σαν μια έκφραση της ίδιας της φύσης του Θεού. Ακόμη κι αν η πτώση δεν είχε γίνει, ο Θεός, μέσα στην απεριόριστη, εκστατική του αγάπη θα είχε πάλι διαλέξει να ταυτίσει τον εαυτό του με τη δημιουργία του με το να γίνει άνθρωπος.
Η Ενσαάρκωση του Χριστού, ιδωμένη μ' αυτό τον τρόπο, έχει περισσότερη σημασία από μια αναίρεση της πτώσης ή από μια αποκατάσταση του ανθρώπου στην αρχική του κατάσταση μέσα στον Παράδεισο. Όταν ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αυτό σημαδεύει την αρχή ενός ουσιαστικά νέου σταδίου στην ιστορία του ανθρώπου και όχι μόνο μια επιστροφή στο παρελθόν. Η Ενσσάρκωση ανεβάζει τον άνθρωπο σ' ένα καινούργιο επίπεδο. η τελευταία κατάσταση είναι υψηλότερη από την πρώτη. Μόνο μέσα στον Ιησού Χριστό βλέπουμε ν' αποκαλύπτονται όλες οι δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης μας. μέχρι να γεννηθεί, η αληθινή σημασία της προσωπικότητάς μας μας ήταν κρυμένη. Η γέννηση του Χριστού, όπως λέει ο Μ. Βασίλειος, είναι «η γενέθλια ημέρα όλου του ανθρώπινου γένους». Ο Χριστός είναι ο πρώτος τέλειος άνθρωπος -τέλειος δηλ. όχι μόνο δυναμικά, όπως ήταν ο Αδάμ με την αθωότητά του πριν από την πτώση, αλλά με την έννοια της απόλυτα πραγματοποιημένης «ομοίωσης». Η Ενσάρκωση λοιπόν δεν είναι μόνο ένας τρόπος για ν' απαλειφθούν τα αποτελέσματα του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά είναι ένα ουσιαστικό στάδιο στο ταξίδι του ανθρώπου από τη θεία εικόνα στη θεϊκή εξομοίωση. Η αληθινή εικόνα και ομοίωση του Θεού είναι ο ίδιος ο Χριστός. κι έτσι, από την πρώτη-πρώτη στιγμή της δημιουργίας του ανθρώπου κατ' εικόνα, η Ενσάρκωση του Χριστού, κατά κάποιο τρόπο είχε υπονοηθεί. Η αληθινή αιτία λοιπόν για την Ενσάρκωση δεν βρίσκεται στην αμαρτωλότητα του ανθρώπου αλλά στη μη πεπτωκυία φύση του, στην ύπαρξή του που έγινε σύμφωνα με τη θεϊκή εικόνα και είναι ικανή να ενωθεί με το Θεό.
Από το βιβλίο "Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας
Ο Ορθόδοξος Δρόμος"
Εκδόσεις Επτάλοφος
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 2629
- Εγγραφή: Τρί Μαρ 21, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Γεωργία@Κόρινθος
[ Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΑΝ ΝΙΚΗ
Ο θάνατος του Χριστού πάνω στο Σταυρό δεν είναι μια αποτυχία που αποκαταστάθηκε κάπως μετά την Ανάστασή του. Ο ίδιος ο θάνατος πάνω στο Σταυρό είναι μια νίκη. Νίκη τίνος πράγματος; Μόνο μια απάντηση μπορεί να υπάρξει: Η νίκη της οδυνώμενης αγάπης. «Κραταιά ως θάνατος αγάπη...ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην» (Άσμα Ασμ. 8, 6-7). Ο Σταυρός μας δείχνει μιαν αγάπη που είναι δυνατή σαν το θάνατο, μιαν αγάπη ακόμη πιο δυνατή.
Ο άγ. Ιωάννης κάνει την εισαγωγή της διηγήσης του για το Μυστικό Δείπνο και το Πάθος μ' αυτά τα λόγια: «...αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω, εις τέλος ηγάπησεν αυτούς» (Ιω. 13,1). Το ελληνικό κείμενο λέει εις τέλος, που σημαίνει «ως το τέλος», «ως το έσχατο σημείο». Κι αυτή η λέξη τέλος επαναλαμβάνεται αργότερα στην τελευταία κραυγή του Χριστού πάνω στο Σταυρό: «Τετέλεσται» (Ιω. 19,30). Αυτό πρέπει να εννοηθεί όχι σαν κραυγή αυτοεγκατάλειψης ή απόγνωσης, αλλά σαν κραυγή νίκης: Τελείωσε, κατορθώθηκε, εκπληρώθηκε!
Τι εκπληρώθηκε; Απαντάμε: Το έργο της οδυνώμενης αγάπης, η νίκη της αγάπης πάνω στο μίσος. Ο Ιησούς, ο Θεός μας, αγάπησε τους δικούς του ως το έσχατο σημείο. Από αγάπη δημιούργησε τον κόσμο, από αγάπη γεννήθηκε σαν άνθρωπος μέσα σ' αυτό τον κόσμο, από αγάπη πήρε πάνω του τη διασπασμένη ανθρώπινη φύση μας και την έκανε δική του. Από αγάπη ταυτίστηκε μ' όλη μας την απελπισία. Από αγάπη πρόσφερε τον εαυτό του θυσία, διαλέγοντας στη Γεθσημανή να πάει εκούσια προς το Πάθος του: «...την μου τίθημι υπέρ των προβάτων... ουδείς αίρει αυτήν απ' εμού, αλλ' εγώ τίθημι αυτήν απ' εμαυτού» (Ιω. 10: 15,18). Ήταν θεληματική αγάπη κι όχι καταναγκασμός αυτό που έφερε τον Ιησού στο θάνατό του. Στην αγωνία του μέσα στον κήπο και στη Σταύρωσή του οι σκοτεινές δυνάμεις του επιτίθενται μ' όλη τους την ορμή, αλλά δεν μπορούν ν' αλλάξουν τη συμπόνια του σε μίσος• δεν μπορούν να εμποδίσουν την αγάπη του να συνεχίσει να είναι η ίδια. Η αγάπη του δοκιμάζεται ως το έσχατο σημείο, αλλά δεν καταπνίγεται. «Το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιω. 1,5. Στη νίκη του Χριστού πάνω στο Σταυρό θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε τα λόγια που ειπώθηκαν από κάποιο Ρώσο ιερέα, όταν απελευθερώθηκε από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως: «Ο πόνος έχει καταστρέψει τα πάντα. Ένα μόνο πράγμα έχει μείνει σταθερό, η αγάπη».
Ο Σταυρός σαν νίκη μας θέτει το παράδοξο της παντοδυναμίας της αγάπης. Ο Dostoevsky πλησιάζει την αληθινή έννοια της νίκης του Χριστού με μερικά λόγια, που βάζει στο στόμα του στάρετς Ζωσιμά:
Μπροστά σε μερικές σκέψεις ο άνθρωπος στέκεται μπερδεμένος, ιδίως μπροστά στη θέα της ανθρώπινης αμαρτίας, και αναρωτιέται αναρωτιέται αν θα την πολεμήσει με βία ή με ταπεινή αγάπη.
Παντα ν' αποφασίζεις: «Θα την πολεμήσω με ταπεινή αγάπη». Αν αποφασίσεις πάνω σ' αυτό μια για πάντα, μπορείς να κατακτήσεις ολόκληρο τον κόσμο. Η γεμάτη αγάπη ταπείνωση είναι μια τρομερή δύναμη: είναι το πιο δυνατό απ' όλα τα πράγματα και δεν υπάρχει τίποτε άλλο σαν κι αυτή.
Η γεμάτη αγάπη ταπείνωση είναι μια τρομερή δύναμη• όποτε θυσιάζουμε κάτι ή υποφέρουμε όχι μ' αίσθηση επαναστατικής πίκρας, αλλά με τη θέλησή μας και από αγάπη, αυτό μας κάνει πιο δυνατούς κι όχι πιο αδύνατους. Αυτό σημαίνει προπάντων στην περίπτωση του Ιησού Χριστού. «Η αδυναμία του ήταν από δύναμη», λέει ο άγ. Αυγουστίνος. Η δύναμη του Θεού φαίνεται όχι τόσο πολύ μέσα στη δημιουργία του κόσμου ή μέσα στα θαύματά του, όσο στο γεγονός ότι από αγάπη ο Θεός «εκένωσεν εαυτόν» (Φιλ. 2,7), πρόσφερε τον εαυτό του, με γενναιόδωρη αυτοδιάθεση, με τη δική του ελεύθερη εκλογή συγκατανεύοντας να υποφέρει και να πεθάνει. Κι αυτό το άδειασμα του εαυτού είναι συνάμα μία πλήρωση: η κένωση είναι πλήρωση. Ο Θεός δεν είναι ποτέ τόσο δυνατός, όσο όταν βρίσκεται στην έσχατη αδυναμία.
Η αγάπη και το μίσος δεν είναι απλώς υποκειμενικά συναισθήματα που επηρεάζουν το εσωτερικό σύμπαν αυτών που τα αισθάνονται, αλλά είναι και αντικειμενικές δυνάμεις που αλλάζουν τον κόσμο έξω από μας. Αγαπώντας ή μισώντας τον άλλο, τον κάνω, ως ένα σημείο, να γίνει αυτό που εγώ βλέπω μέσα του. Όχι μόνο για τον εαυτό μου, αλλά και για τις ζωές όλων γύρω μου, η αγάπη μου είναι δημιουργική, έτσι όπως το μίσος μου είναι καταστροφικό. Κι αν αυτό αληθεύει για τη δική μου αγάπη, αληθεύει σε ασύγκριτα μεγαλύτερη έκταση για την αγάπη του Χριστού. Η νίκη της γεμάτης πόνο αγάπης του πάνω στο Σταυρό δεν είναι απλώς ένα παράδειγμα για μένα που μου δείχνει τι θα μπορούσα να πετύχω εγώ ο ίδιος αν μπορούσα να τον μιμηθώ με τις δικές μου δυνάμεις. Πολύ περισσότερο απ' αυτό, η πονεμένη του αγάπη έχει πάνω μου ένα δημιουργικό αποτέλεσμα, μεταμορφώνοντας την καρδιά μου και τη θέλησή μου, ελευθερώνοντάς με από τα δεσμά, ολοκληρώνοντάς με, κάνοντας δυνατό για μένα ν' αγαπώ μ' ένα τρόπο που θα ήταν τελείως περ' από τις δυνάμεις μου, αν πρώτα δεν ειχ' αγαπηθεί απ' αυτόν. Γιατί μέσα στην αγάπη ταυτίστηκε μαζί μου• και η νίκη του είναι νίκη μου. Κι έτσι ο θάνατος του Χριστού πάνω στο Σταυρό είναι πράγματι, όπως τον περιγράφει η Λειτουργία του Μ. Βασιλείου, ένας «ζωοποιός θάνατος».
Επομένως η οδύνη του Χριστού και ο θάνατος έχουν αντικειμενική αξία• έκανε για μας κάτι που θάμασταν τελείως ανίκανοι να κάνουμε δίχως αυτόν. Ταυτόχρονα δεν θάπρεπε να λέμε ότι ο Χριστός υπέφερε «αντί για μας», αλλ' ότι υπέφερε για χάρη μας. Ο Υιός του Θεού υπέφερε «έως θανάτου», όχι για ν' απαλλαγουμ' εμείς απ' την οδύνη, αλλά για νάναι η οδύνη μας σαν τη δική του. Ο Χριστός δεν μας προσφέρει ένα δρόμο που παρακάμπτει την οδύνη, αλλά ένα δρόμο μέσα απ' αυτήν• όχι υποκατάσταση, αλλά λυτρωτική συμπόρευση.
Αυτή είναι η αξία του Σταυρού του Χριστού για μας. Αν τη συνδέσουμε με την Ενσάρκωση και τη Μεταμόρφωση που προηγήθηκε, και με την Ανάσταση που την ακολουθεί -γιατί όλ' αυτά είναι αχώριστα μέρη μιας μοναδικής πράξης ή «δράματος»- η Σταύρωση πρέπει να κατανοηθή σαν ύψιστη και τέλεια νίκη, θυσία και πρότυπο. Και σε κάθε περίπτωση η νίκη, η θυσία και το πρότυπο είναι της αγάπης που πάσχει. Έτσι βλέπουμε το Σταυρό:
την τέλεια νίκη της ταπείνωσης που ξέρει ν' αγαπάει πάνω στο μίσος και το φόβο•
την τελεία θυσία ή την εκούσια αυτοπροσφορά της συμπόνιας που ξέρει ν'αγαπάει•
το τέλειο πρότυπο της δημιουργικής δύναμης της αγάπης.
Με τα λόγια της Julian του Norwich:
Θάθελες να μάθεις το νόημα του Κυρίου σου πάνω σ' αυτό το πράγμα; Μάθε το καλά: Η αγάπη ήταν το νόημά του. Ποιος στο έδειξε; Η αγάπη. Τι σου έδειξε εκείνος; Αγάπη. Γιατί στο έδειξε; Από αγάπη. Κρατήσου απ' αυτό και θα μάθεις περισσότερα. Αλλά ποτέ δεν θα ξέρεις ούτε θα μάθεις μέσα σ' αυτό τιποτ' άλλο.
Τότε είπε ο καλός μας Κύριος Ιησούς Χριστός: Είσαι ευχαριστημένος που υπέφερα για σένα; Είπα: Ναί, Κύριέ μου, σ' ευχαριστώ• ναι, Κύριέ μου, ας είσαι ευλογημένος. Τότε είπε ο Ιησούς, ο Κύριος: Αν εσύ είσαι ευχαριστημένος, είμαι κι εγώ ευχαριστημένος: είναι μια χαρά, μια ευδαιμονία, μια ατέλειωτη ικανοποίηση για μένα το ότι κάτι υπέφερα για σένα• κι αν μπορούσα να υποφέρω περισσότερο, θα υπέφερα περισσότερο.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
Επειδή ο Χριστός, ο Θεός μας, είναι αληθινός άνθρωπος, πέθανε μ' ένα πλήρη και γνήσιο ανθρώπινο θάνατο πάνω στο Σταυρό. Αλλά επειδή δεν είναι μόνο αληθινός άνθρωπος αλλά και αληθινός Θεός, επειδή είναι η ίδια η ζωή και η πηγή της ζωής, αυτός ο θάνατος δεν ήταν, και δεν θα μπορούσε να είναι, το τελικό κλείσιμο.
Η ίδια η Σταύρωση είναι μια νίκη• αλλά ενώ τη Μ. Παρασκευή η νίκη είναι κρυμένη, το πρωΐ του Πάσχα διακηρύσσεται. Ο Χριστός ανασταίνεται από τους νεκρούς και με την ανάστασή του μας λυτρώνει από την αγωνία και τον Τρόμο• η νίκη του Σταυρού βεβαιώνεται, η αγάπη φανερώνεται ανοιχτά, ότι είναι πιο δυνατή απ' το μίσος και η ζωή πιο δυνατή απ' το θάνατο. Ο ίδιος ο Θεός πέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς κι έτσι δεν υπάρχει πια θάνατος• ακόμη κι ο θάνατος γέμισε από το Θεό. Αφού ο Χριστός αναστήθηκε, δεν είναι ανάγκη πια να φοβόμαστε καμιά σκοτεινή ή δαιμονική δύναμη μέσα στο σύμπαν. Όπως διακηρύττουμε κάθε χρόνο στην Π
ασχαλινή λειτουργία τα μεσάνυχτα, με λόγια που αποδίδονται στον άγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο:
Μηδείς φοβείσθω θάνατον•
ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος•
Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες•
Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν άγγελοι...
Εδώ, όπως και αλλού, η Ορθοδοξία τονίζει το απόλυτο. Επαναλαμβάνουμε με τον Απ. Παύλο, «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις ημών» (Α' Κορ. 15,14). Πώς θα συνεχίσουμε να είμαστε Χριστιανοί, αν πιστεύουμε ότι ο Χριστιανισμός έχει θεμελιωθεί πάνω σε μια πλάνη; Έτσι, όπως δεν είναι σωστό ν' αντιμετωπίζουμε το Χριστό απλώς σαν ένα προφήτη ή δάσκαλο ηθικής και όχι σαν ενσαρκωμένο Θεό, έτσι δεν είναι αρκετό να ερμηνεύουμε την Ανάσταση, λέγοντας ότι «το πνεύμα» του Χριστού κατά κάποιο τρόπο συνέχισε να ζει ανάμεσα στους μαθητές του. Κάποιος που δεν είναι «Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», που δε νίκησε το θάνατο πεθαίνοντας και ανασταίνοντας τον εαυτό του από τους νεκρούς, δεν μπορεί να είναι η σωτηρία μας και η ελπίδα μας. Εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι υπήρξε αληθινή ανάσταση εκ των νεκρών, με την έννοια ότι το ανθρώπινο σώμα του Χριστού ξαναενώθηκε με την ανθρώπινη ψυχή του και ότι ο τάφος βρέθηκε αδειανός. Για μας τους Ορθόδοξους, όταν ασχολούμεθα με «οικουμενικούς» διαλόγους, μια από τις πιο σημαντικές διαιρέσεις ανάμεσα στους σύγχρονους Χριστιανούς ειν' εκείνη μεταξύ αυτών που δεν πιστεύουν.
«Υμείς δέ εστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. 24,48). Ο αναστημένος Χριστός μας στέλνει μέσα στον κόσμο να μοιραστούμε με άλλους τη «μεγάλη χαρά» της Ανάστασής του. Ο πατήρ Alexander Schmeman γράφει:
Από την αρχή-αρχή ο Χριστιανισμός υπήρξε η διακήρυξη της χαράς, της μόνης δυνατής χαράς πάνω στη γη... Δίχως τη διακήρυξη αυτής της χαράς ο Χριστιανισμός είναι ακατανόητος. Μόνον ως χαρά η Εκκλησία έγινε νικήτρια μέσα στον κόσμο• κι έχασε τον κόσμο όταν έχασε τη χαρά, όταν έπαψε να είναι μάρτυρας αυτής της χαράς. Απ' όλες τις κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών, η πιο τρομερή εκφράστηκε από τον Nietzsche όταν είπε ότι οι Χριστιανοί δεν είχαν χαρά ... «Μη φοβείσθε• ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην» -έτσι αρχίζει το ευαγγέλιο και τελειώνει: «και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης...» (Λουκ. 2,10,24,52). Κι εμείς πρέπει να επανακτήσουμε το μήνυμα της μεγάλης χαράς…]
Από το βιβλίο "Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας
Ο Ορθόδοξος Δρόμος"
Εκδόσεις Επτάλοφος
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΑΝ ΝΙΚΗ
Ο θάνατος του Χριστού πάνω στο Σταυρό δεν είναι μια αποτυχία που αποκαταστάθηκε κάπως μετά την Ανάστασή του. Ο ίδιος ο θάνατος πάνω στο Σταυρό είναι μια νίκη. Νίκη τίνος πράγματος; Μόνο μια απάντηση μπορεί να υπάρξει: Η νίκη της οδυνώμενης αγάπης. «Κραταιά ως θάνατος αγάπη...ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην» (Άσμα Ασμ. 8, 6-7). Ο Σταυρός μας δείχνει μιαν αγάπη που είναι δυνατή σαν το θάνατο, μιαν αγάπη ακόμη πιο δυνατή.
Ο άγ. Ιωάννης κάνει την εισαγωγή της διηγήσης του για το Μυστικό Δείπνο και το Πάθος μ' αυτά τα λόγια: «...αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω, εις τέλος ηγάπησεν αυτούς» (Ιω. 13,1). Το ελληνικό κείμενο λέει εις τέλος, που σημαίνει «ως το τέλος», «ως το έσχατο σημείο». Κι αυτή η λέξη τέλος επαναλαμβάνεται αργότερα στην τελευταία κραυγή του Χριστού πάνω στο Σταυρό: «Τετέλεσται» (Ιω. 19,30). Αυτό πρέπει να εννοηθεί όχι σαν κραυγή αυτοεγκατάλειψης ή απόγνωσης, αλλά σαν κραυγή νίκης: Τελείωσε, κατορθώθηκε, εκπληρώθηκε!
Τι εκπληρώθηκε; Απαντάμε: Το έργο της οδυνώμενης αγάπης, η νίκη της αγάπης πάνω στο μίσος. Ο Ιησούς, ο Θεός μας, αγάπησε τους δικούς του ως το έσχατο σημείο. Από αγάπη δημιούργησε τον κόσμο, από αγάπη γεννήθηκε σαν άνθρωπος μέσα σ' αυτό τον κόσμο, από αγάπη πήρε πάνω του τη διασπασμένη ανθρώπινη φύση μας και την έκανε δική του. Από αγάπη ταυτίστηκε μ' όλη μας την απελπισία. Από αγάπη πρόσφερε τον εαυτό του θυσία, διαλέγοντας στη Γεθσημανή να πάει εκούσια προς το Πάθος του: «...την μου τίθημι υπέρ των προβάτων... ουδείς αίρει αυτήν απ' εμού, αλλ' εγώ τίθημι αυτήν απ' εμαυτού» (Ιω. 10: 15,18). Ήταν θεληματική αγάπη κι όχι καταναγκασμός αυτό που έφερε τον Ιησού στο θάνατό του. Στην αγωνία του μέσα στον κήπο και στη Σταύρωσή του οι σκοτεινές δυνάμεις του επιτίθενται μ' όλη τους την ορμή, αλλά δεν μπορούν ν' αλλάξουν τη συμπόνια του σε μίσος• δεν μπορούν να εμποδίσουν την αγάπη του να συνεχίσει να είναι η ίδια. Η αγάπη του δοκιμάζεται ως το έσχατο σημείο, αλλά δεν καταπνίγεται. «Το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιω. 1,5. Στη νίκη του Χριστού πάνω στο Σταυρό θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε τα λόγια που ειπώθηκαν από κάποιο Ρώσο ιερέα, όταν απελευθερώθηκε από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως: «Ο πόνος έχει καταστρέψει τα πάντα. Ένα μόνο πράγμα έχει μείνει σταθερό, η αγάπη».
Ο Σταυρός σαν νίκη μας θέτει το παράδοξο της παντοδυναμίας της αγάπης. Ο Dostoevsky πλησιάζει την αληθινή έννοια της νίκης του Χριστού με μερικά λόγια, που βάζει στο στόμα του στάρετς Ζωσιμά:
Μπροστά σε μερικές σκέψεις ο άνθρωπος στέκεται μπερδεμένος, ιδίως μπροστά στη θέα της ανθρώπινης αμαρτίας, και αναρωτιέται αναρωτιέται αν θα την πολεμήσει με βία ή με ταπεινή αγάπη.
Παντα ν' αποφασίζεις: «Θα την πολεμήσω με ταπεινή αγάπη». Αν αποφασίσεις πάνω σ' αυτό μια για πάντα, μπορείς να κατακτήσεις ολόκληρο τον κόσμο. Η γεμάτη αγάπη ταπείνωση είναι μια τρομερή δύναμη: είναι το πιο δυνατό απ' όλα τα πράγματα και δεν υπάρχει τίποτε άλλο σαν κι αυτή.
Η γεμάτη αγάπη ταπείνωση είναι μια τρομερή δύναμη• όποτε θυσιάζουμε κάτι ή υποφέρουμε όχι μ' αίσθηση επαναστατικής πίκρας, αλλά με τη θέλησή μας και από αγάπη, αυτό μας κάνει πιο δυνατούς κι όχι πιο αδύνατους. Αυτό σημαίνει προπάντων στην περίπτωση του Ιησού Χριστού. «Η αδυναμία του ήταν από δύναμη», λέει ο άγ. Αυγουστίνος. Η δύναμη του Θεού φαίνεται όχι τόσο πολύ μέσα στη δημιουργία του κόσμου ή μέσα στα θαύματά του, όσο στο γεγονός ότι από αγάπη ο Θεός «εκένωσεν εαυτόν» (Φιλ. 2,7), πρόσφερε τον εαυτό του, με γενναιόδωρη αυτοδιάθεση, με τη δική του ελεύθερη εκλογή συγκατανεύοντας να υποφέρει και να πεθάνει. Κι αυτό το άδειασμα του εαυτού είναι συνάμα μία πλήρωση: η κένωση είναι πλήρωση. Ο Θεός δεν είναι ποτέ τόσο δυνατός, όσο όταν βρίσκεται στην έσχατη αδυναμία.
Η αγάπη και το μίσος δεν είναι απλώς υποκειμενικά συναισθήματα που επηρεάζουν το εσωτερικό σύμπαν αυτών που τα αισθάνονται, αλλά είναι και αντικειμενικές δυνάμεις που αλλάζουν τον κόσμο έξω από μας. Αγαπώντας ή μισώντας τον άλλο, τον κάνω, ως ένα σημείο, να γίνει αυτό που εγώ βλέπω μέσα του. Όχι μόνο για τον εαυτό μου, αλλά και για τις ζωές όλων γύρω μου, η αγάπη μου είναι δημιουργική, έτσι όπως το μίσος μου είναι καταστροφικό. Κι αν αυτό αληθεύει για τη δική μου αγάπη, αληθεύει σε ασύγκριτα μεγαλύτερη έκταση για την αγάπη του Χριστού. Η νίκη της γεμάτης πόνο αγάπης του πάνω στο Σταυρό δεν είναι απλώς ένα παράδειγμα για μένα που μου δείχνει τι θα μπορούσα να πετύχω εγώ ο ίδιος αν μπορούσα να τον μιμηθώ με τις δικές μου δυνάμεις. Πολύ περισσότερο απ' αυτό, η πονεμένη του αγάπη έχει πάνω μου ένα δημιουργικό αποτέλεσμα, μεταμορφώνοντας την καρδιά μου και τη θέλησή μου, ελευθερώνοντάς με από τα δεσμά, ολοκληρώνοντάς με, κάνοντας δυνατό για μένα ν' αγαπώ μ' ένα τρόπο που θα ήταν τελείως περ' από τις δυνάμεις μου, αν πρώτα δεν ειχ' αγαπηθεί απ' αυτόν. Γιατί μέσα στην αγάπη ταυτίστηκε μαζί μου• και η νίκη του είναι νίκη μου. Κι έτσι ο θάνατος του Χριστού πάνω στο Σταυρό είναι πράγματι, όπως τον περιγράφει η Λειτουργία του Μ. Βασιλείου, ένας «ζωοποιός θάνατος».
Επομένως η οδύνη του Χριστού και ο θάνατος έχουν αντικειμενική αξία• έκανε για μας κάτι που θάμασταν τελείως ανίκανοι να κάνουμε δίχως αυτόν. Ταυτόχρονα δεν θάπρεπε να λέμε ότι ο Χριστός υπέφερε «αντί για μας», αλλ' ότι υπέφερε για χάρη μας. Ο Υιός του Θεού υπέφερε «έως θανάτου», όχι για ν' απαλλαγουμ' εμείς απ' την οδύνη, αλλά για νάναι η οδύνη μας σαν τη δική του. Ο Χριστός δεν μας προσφέρει ένα δρόμο που παρακάμπτει την οδύνη, αλλά ένα δρόμο μέσα απ' αυτήν• όχι υποκατάσταση, αλλά λυτρωτική συμπόρευση.
Αυτή είναι η αξία του Σταυρού του Χριστού για μας. Αν τη συνδέσουμε με την Ενσάρκωση και τη Μεταμόρφωση που προηγήθηκε, και με την Ανάσταση που την ακολουθεί -γιατί όλ' αυτά είναι αχώριστα μέρη μιας μοναδικής πράξης ή «δράματος»- η Σταύρωση πρέπει να κατανοηθή σαν ύψιστη και τέλεια νίκη, θυσία και πρότυπο. Και σε κάθε περίπτωση η νίκη, η θυσία και το πρότυπο είναι της αγάπης που πάσχει. Έτσι βλέπουμε το Σταυρό:
την τέλεια νίκη της ταπείνωσης που ξέρει ν' αγαπάει πάνω στο μίσος και το φόβο•
την τελεία θυσία ή την εκούσια αυτοπροσφορά της συμπόνιας που ξέρει ν'αγαπάει•
το τέλειο πρότυπο της δημιουργικής δύναμης της αγάπης.
Με τα λόγια της Julian του Norwich:
Θάθελες να μάθεις το νόημα του Κυρίου σου πάνω σ' αυτό το πράγμα; Μάθε το καλά: Η αγάπη ήταν το νόημά του. Ποιος στο έδειξε; Η αγάπη. Τι σου έδειξε εκείνος; Αγάπη. Γιατί στο έδειξε; Από αγάπη. Κρατήσου απ' αυτό και θα μάθεις περισσότερα. Αλλά ποτέ δεν θα ξέρεις ούτε θα μάθεις μέσα σ' αυτό τιποτ' άλλο.
Τότε είπε ο καλός μας Κύριος Ιησούς Χριστός: Είσαι ευχαριστημένος που υπέφερα για σένα; Είπα: Ναί, Κύριέ μου, σ' ευχαριστώ• ναι, Κύριέ μου, ας είσαι ευλογημένος. Τότε είπε ο Ιησούς, ο Κύριος: Αν εσύ είσαι ευχαριστημένος, είμαι κι εγώ ευχαριστημένος: είναι μια χαρά, μια ευδαιμονία, μια ατέλειωτη ικανοποίηση για μένα το ότι κάτι υπέφερα για σένα• κι αν μπορούσα να υποφέρω περισσότερο, θα υπέφερα περισσότερο.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
Επειδή ο Χριστός, ο Θεός μας, είναι αληθινός άνθρωπος, πέθανε μ' ένα πλήρη και γνήσιο ανθρώπινο θάνατο πάνω στο Σταυρό. Αλλά επειδή δεν είναι μόνο αληθινός άνθρωπος αλλά και αληθινός Θεός, επειδή είναι η ίδια η ζωή και η πηγή της ζωής, αυτός ο θάνατος δεν ήταν, και δεν θα μπορούσε να είναι, το τελικό κλείσιμο.
Η ίδια η Σταύρωση είναι μια νίκη• αλλά ενώ τη Μ. Παρασκευή η νίκη είναι κρυμένη, το πρωΐ του Πάσχα διακηρύσσεται. Ο Χριστός ανασταίνεται από τους νεκρούς και με την ανάστασή του μας λυτρώνει από την αγωνία και τον Τρόμο• η νίκη του Σταυρού βεβαιώνεται, η αγάπη φανερώνεται ανοιχτά, ότι είναι πιο δυνατή απ' το μίσος και η ζωή πιο δυνατή απ' το θάνατο. Ο ίδιος ο Θεός πέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς κι έτσι δεν υπάρχει πια θάνατος• ακόμη κι ο θάνατος γέμισε από το Θεό. Αφού ο Χριστός αναστήθηκε, δεν είναι ανάγκη πια να φοβόμαστε καμιά σκοτεινή ή δαιμονική δύναμη μέσα στο σύμπαν. Όπως διακηρύττουμε κάθε χρόνο στην Π
ασχαλινή λειτουργία τα μεσάνυχτα, με λόγια που αποδίδονται στον άγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο:
Μηδείς φοβείσθω θάνατον•
ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος•
Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες•
Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν άγγελοι...
Εδώ, όπως και αλλού, η Ορθοδοξία τονίζει το απόλυτο. Επαναλαμβάνουμε με τον Απ. Παύλο, «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις ημών» (Α' Κορ. 15,14). Πώς θα συνεχίσουμε να είμαστε Χριστιανοί, αν πιστεύουμε ότι ο Χριστιανισμός έχει θεμελιωθεί πάνω σε μια πλάνη; Έτσι, όπως δεν είναι σωστό ν' αντιμετωπίζουμε το Χριστό απλώς σαν ένα προφήτη ή δάσκαλο ηθικής και όχι σαν ενσαρκωμένο Θεό, έτσι δεν είναι αρκετό να ερμηνεύουμε την Ανάσταση, λέγοντας ότι «το πνεύμα» του Χριστού κατά κάποιο τρόπο συνέχισε να ζει ανάμεσα στους μαθητές του. Κάποιος που δεν είναι «Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», που δε νίκησε το θάνατο πεθαίνοντας και ανασταίνοντας τον εαυτό του από τους νεκρούς, δεν μπορεί να είναι η σωτηρία μας και η ελπίδα μας. Εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι υπήρξε αληθινή ανάσταση εκ των νεκρών, με την έννοια ότι το ανθρώπινο σώμα του Χριστού ξαναενώθηκε με την ανθρώπινη ψυχή του και ότι ο τάφος βρέθηκε αδειανός. Για μας τους Ορθόδοξους, όταν ασχολούμεθα με «οικουμενικούς» διαλόγους, μια από τις πιο σημαντικές διαιρέσεις ανάμεσα στους σύγχρονους Χριστιανούς ειν' εκείνη μεταξύ αυτών που δεν πιστεύουν.
«Υμείς δέ εστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. 24,48). Ο αναστημένος Χριστός μας στέλνει μέσα στον κόσμο να μοιραστούμε με άλλους τη «μεγάλη χαρά» της Ανάστασής του. Ο πατήρ Alexander Schmeman γράφει:
Από την αρχή-αρχή ο Χριστιανισμός υπήρξε η διακήρυξη της χαράς, της μόνης δυνατής χαράς πάνω στη γη... Δίχως τη διακήρυξη αυτής της χαράς ο Χριστιανισμός είναι ακατανόητος. Μόνον ως χαρά η Εκκλησία έγινε νικήτρια μέσα στον κόσμο• κι έχασε τον κόσμο όταν έχασε τη χαρά, όταν έπαψε να είναι μάρτυρας αυτής της χαράς. Απ' όλες τις κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών, η πιο τρομερή εκφράστηκε από τον Nietzsche όταν είπε ότι οι Χριστιανοί δεν είχαν χαρά ... «Μη φοβείσθε• ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην» -έτσι αρχίζει το ευαγγέλιο και τελειώνει: «και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης...» (Λουκ. 2,10,24,52). Κι εμείς πρέπει να επανακτήσουμε το μήνυμα της μεγάλης χαράς…]
Από το βιβλίο "Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας
Ο Ορθόδοξος Δρόμος"
Εκδόσεις Επτάλοφος