Κάθε φορά που ο Θεός με φέρνει στα μονοπάτια του Αγίου Όρους, θεωρώ τον εαυτό μου ευλογημένο. Είναι μια εμπειρία πραγματικά μοναδική, τόσο για τον πρωτόπειρο προσκυνητή όσο και για αυτόν που επισκέπτεται το Όρος για δεύτερη, τρίτη ή και πολλοστή φορά. Γνωρίζω βεβαίως πως δεν "κομίζω γλαύκα εις Αθήνας" με τα λόγια μου αυτά, αλλά πραγματικά δε γνωρίζω άλλο τρόπο να περιγράψω περιεκτικότερα τα συναισθήματα που κατακλύζουν τον κάθε προσκυνητή που περιηγείται τις Ιερές Μονές του.
Η πρώτη μου επαφή με τον τόπο τούτο, έγινε μέσω ενός λευκώματος που έφερε ο πατέρας μου έπειτα από προσκύνημα στη Σκήτη της Αγίας Άννας πολλά χρόνια πριν. Το λεύκωμα αυτό υπήρχε στη βιβλιοθήκη για αρκετό χρονικό διάστημα πριν ξεκινήσω το ξεφύλλισμά του και αφορμή για αυτό υπήρξε η προοπτική μιας προσκυνηματικής εκδρομής με το κατηχητικό σχολείο της περιοχής μου.
Ξεκινώντας λοιπόν την ανάγνωση του λευκώματος διαπίστωσα πως τόσα χρόνια αγνοούσα την ύπαρξη μιας ξεχωριστής γωνιάς της πατρίδας μας, όπου η φυσική ομορφιά έδενε σε έναν απίστευτο συνδυασμό με την αρχιτεκτονική, την ιστορία και τη λατρεία του Ορθόδοξου Χριστιανισμού. Και να φανταστεί κανείς πως δεν ακόμα ζήσει την εμπειρία μιας επίσκεψης σε κείνα τα ιερά χώματα. Άρχισα το σχεδιασμό μέσα στο μυαλό μου διαδρομών από μοναστήρι σε μοναστήρι και από προσκύνημα σε προσκύνημα. Οι μέρες που θα είχαμε στη διάθεσή μας φαινόντουσαν ελάχιστες μπροστά στον πλούτο των εμπειριών και των εικόνων που μας περίμεναν. Αργότερα θα μου γινόταν μάθημα πως όταν επισκέπτεται κανείς το Άγιον Όρος (και γενικά πρέπει να είναι κανόνας στη ζωή μας αυτό), είναι καλό να μην κάνει μακροχρόνιους σχεδιασμούς. Η Θεία πρόνοια θα φέρει τα πράγματα κάθε φορά όπως χρειάζεται.
Έφτασε λοιπόν η ώρα για την πραγματοποίηση της πρώτης μου επίσκεψης. Έχω αχνά στη μνήμη μου το πώς ξεκινήσαμε (σχεδόν το έχω ξεχάσει) από τον τόπο μου με την υπόλοιπη παρέα για τον πολυπόθητο προορισμό. Ίσως γιατί οι εικόνες που ακολούθησαν, ήταν πολύ πιο έντονες. Αυτό που χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη μου όμως, είναι οι πρώτες εικόνες από τα κτίρια στις ακτές της χερσονήσου του Άθω όπως αυτές φαινόντουσαν από το καραβάκι που μας οδηγούσε από την Ουρανούπολη στη Δάφνη. Ακόμα πιο έντονα όμως θυμάμαι τη διαδρομή που κάναμε ανεβασμένοι στην καρότσα ενός παλιού φορτηγού προκειμένου να πάμε από τη Δάφνη στην κοντινή Σιμωνόπετρα όπου και θα διανυκτερεύαμε το πρώτο βράδυ. Το ξεχωριστό σε αυτή την επίσκεψη είχε να κάνει με το γεγονός ότι την επόμενη μέρα η συγκεκριμένη Μονή είχε την πανήγυρή της. Πολύς κόσμος είχε κατακλύσει το μοναστήρι, μοναχοί από όλο το Όρος, κληρικοί και πάρα πολλοί λαϊκοί. Από την ολονυχτία δε θυμάμαι πολλά πράγματα. Μου είχε κάνει όμως ιδιαίτερη εντύπωση η κατάνυξη της όλης εμπειρίας. Η θέα από το μπαλκόνι στο αρχονταρίκι απλά μοναδική αν και εμείς θα διανυκτερεύαμε σε ένα από τα υπόγεια του μοναστηριού καθώς ο κόσμος ήταν πάρα πολύς. Στην είσοδο του μοναστηριού μου έμεινε χαραγμένη η εικόνα ενός μοναχού που είχε έρθει από κάποιο κελλί για να πουλήσει κομποσχοίνια και θυμίαμα. Εκεί μας έκανε και μια μικρή κατήχηση για το θέμα της περιέργειας. Η τράπεζα υπερπλήρης και το φαγητό φρέσκο ψάρι και ψαρόσουπα. Αυτή ήταν και η μοναδική φορά που έφαγα ψάρι στο Όρος.
Την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε και πάλι με το φορτηγό για τη Δάφνη και από εκεί με ένα παλιό και σκονισμένο λεωφορείο για τις Καρυές. Ένα γραφικό χωριό βγαλμένο από το χρόνο με το πανδοχείο του, τα μπακάλικά του, τα βιβλιοπωλεία του, το φούρνο του και λάμπες πετρελαίου ακόμη και τότε στους δρόμους. Χαρακτηριστική εικόνα η βρύση στα δεξιά για να ξεδιψούν οι προσκυνητές με το κάγκελο και το τσίγκινο κύπελλο. Μετά από μια μικρή περιήγηση και το προσκύνημα στο ναό του Πρωτάτου με τις εντυπωσιακές αγιογραφίες του Μανουήλ Πανσέληνου και το Άξιον Εστί κατηφορίσαμε στο μονοπάτι που βγάζει στο Κουτλουμούσι. Αν και το μοναστήρι εκείνη την περίοδο δε δεχόταν επισκέπτες λόγω εργασιών εμάς μας δέχτηκαν αγόγγυστα. Τακτοποιηθήκαμε στο δωμάτιό μας και πήραμε και πάλι το μονοπάτι που οδηγούσε από απʼ τη Μονή, στην Παναγούδα το κάθισμα του Πατρός Παϊσίου. Φτάσαμε εκεί έπειτα από λίγο περπάτημα κατά τη μία το μεσημέρι. Απʼ έξω περίμεναν πολλοί προσκυνητές προκειμένου να δουν το Γέροντα, αρκετοί μάλιστα από νωρίς το πρωί αλλά ο Γέροντας εξαιτίας της ασθένειας που τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν εμφανιζόταν τακτικά. Για καλή μας τύχη μετά από είκοσι περίπου λεπτά φάνηκε στο κατώφλι υποβασταζόμενος από κάποιον υποτακτικό. Μας πλησίασε και μας μίλησε για την ελάχιστη προσπάθεια που πρέπει να κάνουμε εμείς οι Χριστιανοί που ζούμε στον έξω του Όρους κόσμο προκειμένου να μπούμε στη Βασιλεία των Ουρανών, καθώς οι πειρασμοί για μας είναι περισσότεροι και το γεγονός ότι θα κριθούμε με επιείκεια την ώρα της κρίσης.
Συνεχίζεται…
Εικόνες και εμπειρίες
Συντονιστής: Συντονιστές
Εικόνες και εμπειρίες
Κώστας
Στην επιστροφή στο Κουτλουμούσι καθήσαμε στη βρύση απέναντι από την είσοδο του μοναστηριού για να ξαποστάσουμε και να δροσιστούμε. Το απόγευμα είχαμε συζητήσεις με μοναχούς και λαϊκούς καθισμένοι στα σκολοπάτια της σκάλας αριστερά από την είσοδο και συνεχίσαμε με εξομολόγηση μέχρι αργά τη νύχτα σε ένα από τα παρεκκλήσια του μοναστηριού. Την άλλη μέρα είχαμε σκοπό να κατηφορίσουμε με τα πόδια μέχρι την ακτή της Ιβήρων από όπου, όπως μας πληροφόρησε κάποιος προσκυνητής στο Κουτλουμούσι, περνούσε το καραβάκι για Ιερισσό το οποίο και θα παίρναμε για να μεταβούμε στο Βατοπαίδι. Ενδιάμεσα θα είχαμε την ευκαιρία να προσκυνήσουμε και στη Μονή των Ιβήρων.
Πήραμε στην αρχή το μονοπάτι κάτω από το Κουτλουμούσι και κατά λάθος φτάσαμε στη Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος. Εκεί συναντήσαμε ένα γέροντα ο οποίος μας έστειλε να πάμε από τον αμαξιτό δρόμο (τη "δημοσιά" όπως μας είπε) για να μην χαθούμε. Κατηφορίσαμε λοιπόν τη "δημοσιά" και φτάσαμε στην Ιβήρων μετά από μιάμιση ώρα. Το μοναστήρι ήταν υπό διάλυση. Ήταν πολύ μικρό το διάστημα που είχε επανδρωθεί με τη Σταυρονικητιανή αδερφότητα και που στην πορεία των ετών αργότερα άλλαξε όλη τη μορφή της Μονής προς το καλύτερο. Στο αρχονταρίκι συναντήσαμε τον Πατέρα Ιάκωβο όπου μας πληροφόρησε ότι το καραβάκι δεν περνάει κάθε μέρα λόγω καιρού και ότι στην Ιβήρων δε θα μπορούσαμε να φιλοξενηθούμε καθώς ήταν αρχή του μοναστηριού να φιλοξενεί μόνο έπειτα από ειδοποίηση από την προηγούμενη μέρα. Με πήρε λοιπόν και με οδήγησε στο Συνοδικό όπου υπήρχε τηλέφωνο για να επικοινωνήσουμε με το λιμεναρχείο Ιερισσού για να διαπιστώσουμε ότι τελικά δε θα είχε δρομολόγιο το καράβι για κείνη τη μέρα. Εκεί εντυπωσιάστηκα από τους πίνακες που ήταν αναρτημένοι στους τοίχους που απεικόνιζαν από βασιλιάδες και τσάρους μέχρι πολεμικά πλοία του περασμένου αιώνα. Με έβγαλε και σε μια ξύλινη βεραντούλα από όπου μπορούσε κανείς να αγναντέψει το πέλαγος και αριστερά και δεξιά να δει τους πύργους της Μονής Σταυρονικήτα και του αρσανά της Καρακάλου αντίστοιχα.
Η απογοήτευσή μας που τελικά δε θα φτάναμε εκείνη τη μέρα στο Βατοπαίδι ήταν πολύ μεγάλη μιας και το περιμέναμε πως και πως. Μας αποζημίωσε όμως με μια καταπληκτική ξενάγηση στο καθολικό της μονής ο Πατέρας Ιάκωβος. Στη συνέχεια μας ζητήθηκε να τους βοηθήσουμε στην παρασκευή του φαγητού μέχρι να έρθει το μεσημεριανό λεωφορείο για Καρυές προκειμένου να επιστρέψουμε στο Κουτλουμούσι για διανυκτέρευση. Η συνεισφορά μας λοιπόν αυτή είχε να κάνει με το καθάρισμα και τον τεμαχισμό κάποιων τελάρων με κρεμύδια. Δε θα ξεχάσω ποτέ το κλάμα που έριξα κατά τη διαδικασία αυτή. Δεν υποπτευθήκαμε ότι αποτελούσε μέρος δοκιμασίας προκειμένου να δουν εάν αξίζαμε τη φιλοξενία τους. Μετά το τέλος της "δοκιμασίας" και την ώρα που ετοιμαζόμασταν να ξεκινήσουμε για τον αρσανά ώστε να προλάβουμε το λεωφορείο, μας ανακοινώθηκε από τον Πατέρα Πρόδρομο και τον Πατέρα Ιάκωβο ότι είχαμε επάξια "κερδίσει" τη διανυκτέρευσή μας εκεί, πράγμα που δεχτήκαμε με πολύ μεγάλη χαρά αφού κατά τη διάρκεια της παραμονής μας είχαμε "ερωτευτεί" το συγκεκριμένο μοναστήρι. Ακολούθησε η Τράπεζα και το απόγευμα μια ξενάγηση στο εντυπωσιακότατο σκευοφυλάκιο και βιβλιοθήκη της Μονής που τότε στεγαζόταν στο ισόγειο κτίσμα δεξιά από την Τράπεζα καθώς και στα υπόγεια του μοναστηριού με τα μεγάλα βαρέλια. Το βράδυ κάποιος μοναχός της αδελφότητας μας έκανε κατήχηση στο αρχονταρίκι κλείνοντας και ψυχικά ωφέλιμα την περιπετειώδη μέρα μας.
Συνεχίζεται...
Πήραμε στην αρχή το μονοπάτι κάτω από το Κουτλουμούσι και κατά λάθος φτάσαμε στη Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος. Εκεί συναντήσαμε ένα γέροντα ο οποίος μας έστειλε να πάμε από τον αμαξιτό δρόμο (τη "δημοσιά" όπως μας είπε) για να μην χαθούμε. Κατηφορίσαμε λοιπόν τη "δημοσιά" και φτάσαμε στην Ιβήρων μετά από μιάμιση ώρα. Το μοναστήρι ήταν υπό διάλυση. Ήταν πολύ μικρό το διάστημα που είχε επανδρωθεί με τη Σταυρονικητιανή αδερφότητα και που στην πορεία των ετών αργότερα άλλαξε όλη τη μορφή της Μονής προς το καλύτερο. Στο αρχονταρίκι συναντήσαμε τον Πατέρα Ιάκωβο όπου μας πληροφόρησε ότι το καραβάκι δεν περνάει κάθε μέρα λόγω καιρού και ότι στην Ιβήρων δε θα μπορούσαμε να φιλοξενηθούμε καθώς ήταν αρχή του μοναστηριού να φιλοξενεί μόνο έπειτα από ειδοποίηση από την προηγούμενη μέρα. Με πήρε λοιπόν και με οδήγησε στο Συνοδικό όπου υπήρχε τηλέφωνο για να επικοινωνήσουμε με το λιμεναρχείο Ιερισσού για να διαπιστώσουμε ότι τελικά δε θα είχε δρομολόγιο το καράβι για κείνη τη μέρα. Εκεί εντυπωσιάστηκα από τους πίνακες που ήταν αναρτημένοι στους τοίχους που απεικόνιζαν από βασιλιάδες και τσάρους μέχρι πολεμικά πλοία του περασμένου αιώνα. Με έβγαλε και σε μια ξύλινη βεραντούλα από όπου μπορούσε κανείς να αγναντέψει το πέλαγος και αριστερά και δεξιά να δει τους πύργους της Μονής Σταυρονικήτα και του αρσανά της Καρακάλου αντίστοιχα.
Η απογοήτευσή μας που τελικά δε θα φτάναμε εκείνη τη μέρα στο Βατοπαίδι ήταν πολύ μεγάλη μιας και το περιμέναμε πως και πως. Μας αποζημίωσε όμως με μια καταπληκτική ξενάγηση στο καθολικό της μονής ο Πατέρας Ιάκωβος. Στη συνέχεια μας ζητήθηκε να τους βοηθήσουμε στην παρασκευή του φαγητού μέχρι να έρθει το μεσημεριανό λεωφορείο για Καρυές προκειμένου να επιστρέψουμε στο Κουτλουμούσι για διανυκτέρευση. Η συνεισφορά μας λοιπόν αυτή είχε να κάνει με το καθάρισμα και τον τεμαχισμό κάποιων τελάρων με κρεμύδια. Δε θα ξεχάσω ποτέ το κλάμα που έριξα κατά τη διαδικασία αυτή. Δεν υποπτευθήκαμε ότι αποτελούσε μέρος δοκιμασίας προκειμένου να δουν εάν αξίζαμε τη φιλοξενία τους. Μετά το τέλος της "δοκιμασίας" και την ώρα που ετοιμαζόμασταν να ξεκινήσουμε για τον αρσανά ώστε να προλάβουμε το λεωφορείο, μας ανακοινώθηκε από τον Πατέρα Πρόδρομο και τον Πατέρα Ιάκωβο ότι είχαμε επάξια "κερδίσει" τη διανυκτέρευσή μας εκεί, πράγμα που δεχτήκαμε με πολύ μεγάλη χαρά αφού κατά τη διάρκεια της παραμονής μας είχαμε "ερωτευτεί" το συγκεκριμένο μοναστήρι. Ακολούθησε η Τράπεζα και το απόγευμα μια ξενάγηση στο εντυπωσιακότατο σκευοφυλάκιο και βιβλιοθήκη της Μονής που τότε στεγαζόταν στο ισόγειο κτίσμα δεξιά από την Τράπεζα καθώς και στα υπόγεια του μοναστηριού με τα μεγάλα βαρέλια. Το βράδυ κάποιος μοναχός της αδελφότητας μας έκανε κατήχηση στο αρχονταρίκι κλείνοντας και ψυχικά ωφέλιμα την περιπετειώδη μέρα μας.
Συνεχίζεται...
Κώστας
Τελικά ούτε την επόμενη μέρα είχε καράβι για το Βατοπαίδι. Οπότε αναγκαστικά πήραμε το λεωφορείο για Καρυές και από εκεί πήραμε το μονοπάτι δίπλα από τη Σκήτη του Αγίου Ανδρέα για να φτάσουμε με τα πόδια στον προορισμό μας. Η διαδρομή εύκολη και βατή. Απόλαυση στα μάτια μας και το μυαλό μας η φύση. Περνούσαμε μέσα από δάσος και η εναλλαγή παραστάσεων ήταν συγκλονιστική. Κάποια στιγμή στα δεξιά μας κάτω στη θάλασσα αντικρύσαμε τη Μονή Παντοκράτορος και λίγο πιό κάτω τη Βογορόδιτσα. Η επιλογή μας να πάμε με τα πόδια από το μονοπάτι είχε ανταμοιφθεί 100%.
Μετά από 3 ώρες και 30 λεπτά περίπου φτάσαμε στον πολυπόθητο προορισμό μας. Το θέαμα ήταν πράγματι εντυπωσιακό. Περνώντας το διαβατικό και μπαίνοντας στον αύλιο χώρο της Μονής ήρθαμε αντιμέτωποι με τα αρχιτεκτονικά πονήματα πολλών αιώνων. Το μυαλό μας ταξίδευε πίσω στο χρόνο. Η πραγματικά τεράστια αυλή του μοναστηριού με τις πολυόροφες πτέρυγες έμοιαζε με γειτονιά βγαλμένη από το Βυζάντιο. Κατάκοποι καθώς είμασταν από την πεζοπορία τόσων ωρών ανεβήκαμε τις σκάλες που οδηγούσαν στο αρχονταρίκι πιέζοντας το σώμα μας λίγο ακόμα. Εκεί μας περίμενε η παραδοσιακή ρακή, το λουκουμάκι και δροσερό νερό για να ξεδιψάσουμε. Φιλοξενηθήκαμε στο παλιό νοσοκομείο του μοναστηριού. Εντύπωση μας έκανε η περίτεχνη χτιστή ξυλόσομπα σε έναν από τους τοίχους.
Το απόγευμα μετά το Απόδειπνο μαζευτήκαμε όλοι οι προσκυνητές και μας μίλησε ο Ηγούμενος της Μονής, σε μια πολύ εντυπωσιακή αίθουσα με δύο θρόνους και χαλιά που θα μπορούσες να τη χαρακτηρίσει κανείς "βασιλική". Ακολούθησε ξενάγηση και προσκύνημα στα ιερά λείψανα και τη Ζώνη της Θεοτόκου. Έπειτα καθήσαμε στη βεράντα που βρισκόταν στο τέρμα του διαδρόμου αριστερά από το αρχονταρίκι και πάνω από το διαβατικό μαζί με τους υπόλοιπους της παρέας και ανταλλάσαμε τις εντυπώσεις μας. Σε εκείνο το σημείο πρόσεξα σε έναν από τους τοίχους δεξιά της βεράντας να αχνοφαίνεται κάτω από το πορφυρό χρώμα το σύμβολο του Κομφουκιανισμού, το γνωστό Γιν Γιαν. Είχε ξαναμπογιατιστεί βέβαια αλλά φαινόταν κάτω από μια επίμονη ματιά. Μου έκανε τρομερή εντύπωση και ρωτώντας έμαθα ότι κάποιοι εργάτες το είχαν φτιάξει τη δεκαετία του '70 υπό την άγνοια των λίγων και ηλικιωμένων μοναχών που είχανε μείνει τότε στο μοναστήρι. Απίστευτο θράσος.
Την άλλη μέρα πήραμε το καράβι από τον αρσανά της Μονής με κατεύθυνση το Χελανδάρι. Προτιμήσαμε να κατεβούμε πρώτα στην Εσφιγμένου για να προσκυνήσουμε και κει τα ιερά λείψανα και να επισκεφτούμε το μοναστήρι και έπειτα να μεταβούμε με τα πόδια στη Σέρβικη Μονή. Τα πράγματα εκεί ήταν όπως μας τα είχαν περιγράψει άλλοι προσκυνητές. Εικόνα ερήμωσης και εγκατάλειψης. Ένας ζηλωτής μοναχός μας έκανε μια μικρή ξενάγηση και αφού προσκυνήσαμε, άρχισε τον προσυλητισμό. Τι μας είπε ότι ο επίσκοπός μας ήταν μασώνος, τι ότι ο Πατριάρχης ήταν αιρετικός, εμείς κλείσαμε τα αυτιά μας τον ευχαριστήσαμε για τη φιλοξενία και αναχωρήσαμε για το Χελανδάρι.
Συνεχίζεται...
Μετά από 3 ώρες και 30 λεπτά περίπου φτάσαμε στον πολυπόθητο προορισμό μας. Το θέαμα ήταν πράγματι εντυπωσιακό. Περνώντας το διαβατικό και μπαίνοντας στον αύλιο χώρο της Μονής ήρθαμε αντιμέτωποι με τα αρχιτεκτονικά πονήματα πολλών αιώνων. Το μυαλό μας ταξίδευε πίσω στο χρόνο. Η πραγματικά τεράστια αυλή του μοναστηριού με τις πολυόροφες πτέρυγες έμοιαζε με γειτονιά βγαλμένη από το Βυζάντιο. Κατάκοποι καθώς είμασταν από την πεζοπορία τόσων ωρών ανεβήκαμε τις σκάλες που οδηγούσαν στο αρχονταρίκι πιέζοντας το σώμα μας λίγο ακόμα. Εκεί μας περίμενε η παραδοσιακή ρακή, το λουκουμάκι και δροσερό νερό για να ξεδιψάσουμε. Φιλοξενηθήκαμε στο παλιό νοσοκομείο του μοναστηριού. Εντύπωση μας έκανε η περίτεχνη χτιστή ξυλόσομπα σε έναν από τους τοίχους.
Το απόγευμα μετά το Απόδειπνο μαζευτήκαμε όλοι οι προσκυνητές και μας μίλησε ο Ηγούμενος της Μονής, σε μια πολύ εντυπωσιακή αίθουσα με δύο θρόνους και χαλιά που θα μπορούσες να τη χαρακτηρίσει κανείς "βασιλική". Ακολούθησε ξενάγηση και προσκύνημα στα ιερά λείψανα και τη Ζώνη της Θεοτόκου. Έπειτα καθήσαμε στη βεράντα που βρισκόταν στο τέρμα του διαδρόμου αριστερά από το αρχονταρίκι και πάνω από το διαβατικό μαζί με τους υπόλοιπους της παρέας και ανταλλάσαμε τις εντυπώσεις μας. Σε εκείνο το σημείο πρόσεξα σε έναν από τους τοίχους δεξιά της βεράντας να αχνοφαίνεται κάτω από το πορφυρό χρώμα το σύμβολο του Κομφουκιανισμού, το γνωστό Γιν Γιαν. Είχε ξαναμπογιατιστεί βέβαια αλλά φαινόταν κάτω από μια επίμονη ματιά. Μου έκανε τρομερή εντύπωση και ρωτώντας έμαθα ότι κάποιοι εργάτες το είχαν φτιάξει τη δεκαετία του '70 υπό την άγνοια των λίγων και ηλικιωμένων μοναχών που είχανε μείνει τότε στο μοναστήρι. Απίστευτο θράσος.
Την άλλη μέρα πήραμε το καράβι από τον αρσανά της Μονής με κατεύθυνση το Χελανδάρι. Προτιμήσαμε να κατεβούμε πρώτα στην Εσφιγμένου για να προσκυνήσουμε και κει τα ιερά λείψανα και να επισκεφτούμε το μοναστήρι και έπειτα να μεταβούμε με τα πόδια στη Σέρβικη Μονή. Τα πράγματα εκεί ήταν όπως μας τα είχαν περιγράψει άλλοι προσκυνητές. Εικόνα ερήμωσης και εγκατάλειψης. Ένας ζηλωτής μοναχός μας έκανε μια μικρή ξενάγηση και αφού προσκυνήσαμε, άρχισε τον προσυλητισμό. Τι μας είπε ότι ο επίσκοπός μας ήταν μασώνος, τι ότι ο Πατριάρχης ήταν αιρετικός, εμείς κλείσαμε τα αυτιά μας τον ευχαριστήσαμε για τη φιλοξενία και αναχωρήσαμε για το Χελανδάρι.
Συνεχίζεται...
Κώστας
Περπατήσαμε για καμιά ώρα πάνω στο χωματόδρομο. Το τοπίο είχε αλλάξει πολύ σε σχέση με αυτό της προηγούμενης. Δεξιά και αριστερά κατακίτρινα χωράφια θερισμένα. Μόλις στρίψαμε σε ένα λόφο αντικρύσαμε το Χελανδάρι, ένα επιβλητικό καστρομονάστηρο με τους πύργους του και τα σαχνισιά του. Οργιώδης βλάστηση γύρω γύρω και σε επιλεγμένα σημεία σπαρμένα και οργωμένα κομμάτια γης. Μια εικόνα λες και είχε βγει από παραμύθι. Μπαίνοντας στο Μοναστήρι από το επιβλητικό διαβατικό του αντικρύσαμε την ευρύχωρη αυλή με το καθολικό στο βάθος και τα δύο χαρακτηριστικά πανύψηλα κυπαρίσσια. Ακριβώς απέναντί μας το αρχονταρίκι. Ανεβήκαμε τα σκαλοπάτια και φτάσαμε στην αίθουσα υποδοχής. Πολύ περιποιημένα και καθαρά τα πάντα. Κάπου σε ένα τοίχο διέκρινα και μια φωτογραφία του τέως βασιλιά μας Κωνσταντίνου με τη σύζυγό του. Μου έκανε εντύπωση γιατί δεν περίμενα να το δω αυτό σε Σέρβικο Μοναστήρι. Ένας λαϊκός με έντονα σημάδια στο πρόσωπο από κάποιο τραύμα του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας μας φίλεψε και με σπασμένα Αγγλικά μας οδήγησε στα δωμάτιά μας.
Το απόγευμα ακολούθησε ξενάγηση και προσκύνημα στα ιερά λείψανα από κάποιον Σέρβο κοντούλη ιερομόναχο που μιλούσε αψεγάδιαστα Ελληνικά. Εντυπωσιακή η εφέστια εικόνα της Μονής, η Παναγία η Τριχερούσα, εικόνα αμφιπρόσωπη αφού από την πίσω πλευρά υπήρχε αγιογραφία κάποιου άλλου Αγίου. Εντυπωσιακό και το αρχαίο κλήμα που είχε τις ρίζες του στους τάφους των Αγίων Σάββα και Συμεών, κτιτόρων της Μονής. Το κλήμα αυτό βγαζει λίγα σταφύλια κάθε χρόνο και τα οποία λειτουργούν με τρόπο θαυματουργικό κατά της ατεκνίας.
Αργότερα μας ζητήθηκε να βοηθήσουμε τους μοναχούς στην παρασκευή πελτέ από την παραγωγή ντομάτας που είχε το Μοναστήρι. Βρεθήκαν και κάποιοι λαϊκοί Σέρβοι οι οποίοι βγάλανε και μια παραδοσιακή λύρα και ξεκίνησαν να τραγουδάνε δημοτικά τραγούδια της πατρίδας τους. Υπήρχε έντονο στην ατμόσφαιρα το εθνικό συναίσθημα, φορτισμένο και από τον πρόσφατο πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Δε μου είχε τύχει να συναντήσω σε μοναστήρι τραγούδια και χορούς άλλη φορά.
Την άλλη μέρα ήταν και η μέρα της αναχώρησής μας από το Όρος. Ξεκινήσαμε για τον αρσανά της Μονής με τα πόδια από όπου θα παίρναμε το καραβάκι για Ιερισσό. Λίγο μετά τη διασταύρωση με την Εσφιγμένου συναντήσαμε και τον πύργο του κράλη Μιλούτιν να στέκει αγέρωχος μεσ' στην ερημιά του τοπίου. Λίγο μετά φτάσαμε και στον αρσανά. Με θέα το πέλαγος, στο βάθος αριστερά διακρινόταν το κάστρο του Αγίου Βασιλείου, παλιά σκήτη της Μονής Χελανδαρίου, εγκατελειμένο σήμερα. Περιμέναμε κάμποση ώρα για το καράβι και όλη αυτήν την ώρα μας κρατούσε συντροφιά μια γκρίζα γάτα που μας είχε ακολουθήσει από το Μοναστήρι. Όταν κάποια στιγμή έφτασε το καράβι (μάλλον μεγάλο καΐκι θα το χαρακτήριζα παρά καράβι) ανεβήκαμε όλοι με βαριά καρδιά, καθώς συνειδητοποιούσαμε ότι το περιπετειώδες προσκύνημα έφτανε στο τέλος του. Λίγο η κούραση, λίγο το κούνημα της θάλασσας με βοήθησαν στο να αποκοιμηθώ και δεν κατάλαβα πότε φτάσαμε στην Ιερισσό.
Το προσκύνημα αυτό έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1992 και αυτά που μείνανε έντονα χαραγμένα στη μνήμη μου από την πρώτη μου επίσκεψη ήταν η συνάντηση με τον Πατέρα Παΐσιο, η κατάνυξη στη Θεία Λειτουργία αλλά και οι λάμπες πετρελαίου στα δωμάτια των μοναστηριών. Ήταν πράγματι ένα ταξίδι στο χώρο και το χρόνο και αν και από τότε έχω επισκεφτεί το Άγιον Όρος αρκετές φορές, πάντοτε θα το θυμάμαι με νοσταλγία καθώς ό Θεός με ευλόγησε και πρόλαβα να δω και να ακούσω πράγματα που κάθε χρόνο είτε λιγοστεύουν είτε εκλείπουν.
Το απόγευμα ακολούθησε ξενάγηση και προσκύνημα στα ιερά λείψανα από κάποιον Σέρβο κοντούλη ιερομόναχο που μιλούσε αψεγάδιαστα Ελληνικά. Εντυπωσιακή η εφέστια εικόνα της Μονής, η Παναγία η Τριχερούσα, εικόνα αμφιπρόσωπη αφού από την πίσω πλευρά υπήρχε αγιογραφία κάποιου άλλου Αγίου. Εντυπωσιακό και το αρχαίο κλήμα που είχε τις ρίζες του στους τάφους των Αγίων Σάββα και Συμεών, κτιτόρων της Μονής. Το κλήμα αυτό βγαζει λίγα σταφύλια κάθε χρόνο και τα οποία λειτουργούν με τρόπο θαυματουργικό κατά της ατεκνίας.
Αργότερα μας ζητήθηκε να βοηθήσουμε τους μοναχούς στην παρασκευή πελτέ από την παραγωγή ντομάτας που είχε το Μοναστήρι. Βρεθήκαν και κάποιοι λαϊκοί Σέρβοι οι οποίοι βγάλανε και μια παραδοσιακή λύρα και ξεκίνησαν να τραγουδάνε δημοτικά τραγούδια της πατρίδας τους. Υπήρχε έντονο στην ατμόσφαιρα το εθνικό συναίσθημα, φορτισμένο και από τον πρόσφατο πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Δε μου είχε τύχει να συναντήσω σε μοναστήρι τραγούδια και χορούς άλλη φορά.
Την άλλη μέρα ήταν και η μέρα της αναχώρησής μας από το Όρος. Ξεκινήσαμε για τον αρσανά της Μονής με τα πόδια από όπου θα παίρναμε το καραβάκι για Ιερισσό. Λίγο μετά τη διασταύρωση με την Εσφιγμένου συναντήσαμε και τον πύργο του κράλη Μιλούτιν να στέκει αγέρωχος μεσ' στην ερημιά του τοπίου. Λίγο μετά φτάσαμε και στον αρσανά. Με θέα το πέλαγος, στο βάθος αριστερά διακρινόταν το κάστρο του Αγίου Βασιλείου, παλιά σκήτη της Μονής Χελανδαρίου, εγκατελειμένο σήμερα. Περιμέναμε κάμποση ώρα για το καράβι και όλη αυτήν την ώρα μας κρατούσε συντροφιά μια γκρίζα γάτα που μας είχε ακολουθήσει από το Μοναστήρι. Όταν κάποια στιγμή έφτασε το καράβι (μάλλον μεγάλο καΐκι θα το χαρακτήριζα παρά καράβι) ανεβήκαμε όλοι με βαριά καρδιά, καθώς συνειδητοποιούσαμε ότι το περιπετειώδες προσκύνημα έφτανε στο τέλος του. Λίγο η κούραση, λίγο το κούνημα της θάλασσας με βοήθησαν στο να αποκοιμηθώ και δεν κατάλαβα πότε φτάσαμε στην Ιερισσό.
Το προσκύνημα αυτό έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1992 και αυτά που μείνανε έντονα χαραγμένα στη μνήμη μου από την πρώτη μου επίσκεψη ήταν η συνάντηση με τον Πατέρα Παΐσιο, η κατάνυξη στη Θεία Λειτουργία αλλά και οι λάμπες πετρελαίου στα δωμάτια των μοναστηριών. Ήταν πράγματι ένα ταξίδι στο χώρο και το χρόνο και αν και από τότε έχω επισκεφτεί το Άγιον Όρος αρκετές φορές, πάντοτε θα το θυμάμαι με νοσταλγία καθώς ό Θεός με ευλόγησε και πρόλαβα να δω και να ακούσω πράγματα που κάθε χρόνο είτε λιγοστεύουν είτε εκλείπουν.
Κώστας