Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον
Συντονιστές: konstantinoupolitis, Συντονιστές
Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον
----------ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ----------------
Ο απόστολος καί ευαγγελιστής Ιωάννης υπήρξεν ένας από τούς τέσσαρας αλιείς, τούς οποίους εκάλεσεν ο Κύριος πρώτους εις τό αποστολικόν αξίωμα. Τόσον ο πατήρ του Ζεβεδαίος, όσον καί η μητέρα του Σαλώμη ήσαν άνθρωποι ευσεβείς, πρό πάντων η Σαλώμη, η οποία τήν ευσέβειαν καί την θρησκευτικότητά της τήν μετέδωσε καί εις τά παιδιά της. Δι' αυτό μόλις ο Πρόδρομος Ιωάννης ήρχισε νά κηρύττη εις τήν έρημον, ο Ιωάννης έγινε μαθητής του, μέχρι τής στιγμής κατά τήν οποίαν ο Πρόδρομος έδειξεν εις αυτόν τόν Ιησούν.
Η μητέρα του Σαλώμη εθεωρήθη από μερικούς ότι ήτο αδελφή τής Θεοτόκου, οπότε ο Ιωάννης θά ήτο πρώτος εξάδελφος τού Κυρίου. Δέν φαίνεται όμως πιθανόν νά εγνώριζεν ο Ιωάννης τόν Κύριον πρό τής συστάσεως, τήν οποίαν έκαμεν εις αυτόν ο Πρόδρομος ολίγον μετά τό βάπτισμα τού Ιησού (Ιωάν. α' 35-39)
Όταν ο ευαγγελιστής Ιωάννης έγινε μαθητής τού Κυρίου, απετέλεσε μαζί μέ τόν αδελφόν του Ιάκωβον καί τόν Πέτρον τόν κύκλον τών τριών μαθητών, τούς οποίους επήρε μαζί του ο Κύριος τόσον κατά τήν ανάστασιν τής θυγατρός τού Ιαείρου, όσον καί κατά τήν Μεταμόρφωσιν, καθώς επίσης καί εις τήν αγωνιώδη προσευχήν εις τόν κήπον τής Γεθσημανή. Ο Ιωάννης είναι ο ''μαθητής όν ηγάπα ο Ιησούς''. Διά τόν θερμόν ζήλον καί τήν πολλήν αγάπην, τήν οποίαν εδείκνυε πρός τόν Κύριον ο Ιωάννης, όσον καί ο αδελφός του Ιάκωβος, ωνομάσθησαν από τόν Κύριον ''Βοανεργές'', δηλαδή ''υιοί βροντής''.
Ο Ιωάννης είναι ο μόνος εκ τών δώδεκα μαθητών, ο οποίος παρηκολούθησε τόν Ιησούν μέχρι καί αυτού τού Σταυρού. Είχε δέ καί τήν τιμήν εις αυτόν νά εμπιστευθή ο Κύριος τήν Μητέρα του, όταν τού είπεν ''ιδού η μήτηρ σου'' (Ιωάν. ιθ' 27)
Εξορισθείς από τόν αυτοκράτορα Δομιτιανόν εις τήν νήσον Πάτμον, είδεν εκεί τήν Αποκάλυψιν. Μετά δέ τόν θάνατον τού αποστόλου Παύλου καί τήν καταστροφήν τών Ιεροσολύμων, εγκατεστάθη εις τήν Έφεσον, όπου καί συνέγραψε τό Ευαγγέλιόν του κατά τό 85 έως 95 μ.Χ.
Κατά τόν Ιερώνυμον ο Ιωάννης, όταν έφθασεν εις βαθύ γήρας, επειδή δέν ημπορούσε πλέον νά διδάσκη διά μακρών τούς πίστους, περιωρίζετο να επαναλαμβάνη ''τεκνία, αγαπάτε αλλήλους''.
Ο απόστολος καί ευαγγελιστής Ιωάννης υπήρξεν ένας από τούς τέσσαρας αλιείς, τούς οποίους εκάλεσεν ο Κύριος πρώτους εις τό αποστολικόν αξίωμα. Τόσον ο πατήρ του Ζεβεδαίος, όσον καί η μητέρα του Σαλώμη ήσαν άνθρωποι ευσεβείς, πρό πάντων η Σαλώμη, η οποία τήν ευσέβειαν καί την θρησκευτικότητά της τήν μετέδωσε καί εις τά παιδιά της. Δι' αυτό μόλις ο Πρόδρομος Ιωάννης ήρχισε νά κηρύττη εις τήν έρημον, ο Ιωάννης έγινε μαθητής του, μέχρι τής στιγμής κατά τήν οποίαν ο Πρόδρομος έδειξεν εις αυτόν τόν Ιησούν.
Η μητέρα του Σαλώμη εθεωρήθη από μερικούς ότι ήτο αδελφή τής Θεοτόκου, οπότε ο Ιωάννης θά ήτο πρώτος εξάδελφος τού Κυρίου. Δέν φαίνεται όμως πιθανόν νά εγνώριζεν ο Ιωάννης τόν Κύριον πρό τής συστάσεως, τήν οποίαν έκαμεν εις αυτόν ο Πρόδρομος ολίγον μετά τό βάπτισμα τού Ιησού (Ιωάν. α' 35-39)
Όταν ο ευαγγελιστής Ιωάννης έγινε μαθητής τού Κυρίου, απετέλεσε μαζί μέ τόν αδελφόν του Ιάκωβον καί τόν Πέτρον τόν κύκλον τών τριών μαθητών, τούς οποίους επήρε μαζί του ο Κύριος τόσον κατά τήν ανάστασιν τής θυγατρός τού Ιαείρου, όσον καί κατά τήν Μεταμόρφωσιν, καθώς επίσης καί εις τήν αγωνιώδη προσευχήν εις τόν κήπον τής Γεθσημανή. Ο Ιωάννης είναι ο ''μαθητής όν ηγάπα ο Ιησούς''. Διά τόν θερμόν ζήλον καί τήν πολλήν αγάπην, τήν οποίαν εδείκνυε πρός τόν Κύριον ο Ιωάννης, όσον καί ο αδελφός του Ιάκωβος, ωνομάσθησαν από τόν Κύριον ''Βοανεργές'', δηλαδή ''υιοί βροντής''.
Ο Ιωάννης είναι ο μόνος εκ τών δώδεκα μαθητών, ο οποίος παρηκολούθησε τόν Ιησούν μέχρι καί αυτού τού Σταυρού. Είχε δέ καί τήν τιμήν εις αυτόν νά εμπιστευθή ο Κύριος τήν Μητέρα του, όταν τού είπεν ''ιδού η μήτηρ σου'' (Ιωάν. ιθ' 27)
Εξορισθείς από τόν αυτοκράτορα Δομιτιανόν εις τήν νήσον Πάτμον, είδεν εκεί τήν Αποκάλυψιν. Μετά δέ τόν θάνατον τού αποστόλου Παύλου καί τήν καταστροφήν τών Ιεροσολύμων, εγκατεστάθη εις τήν Έφεσον, όπου καί συνέγραψε τό Ευαγγέλιόν του κατά τό 85 έως 95 μ.Χ.
Κατά τόν Ιερώνυμον ο Ιωάννης, όταν έφθασεν εις βαθύ γήρας, επειδή δέν ημπορούσε πλέον νά διδάσκη διά μακρών τούς πίστους, περιωρίζετο να επαναλαμβάνη ''τεκνία, αγαπάτε αλλήλους''.
Εν αρχή ήν ο Λόγος, καί ο Λόγος ήν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ήν ο Λόγος.
2 Ούτος ήν εν αρχή πρός τόν Θεόν.
3 πάντα δι' αυτού εγένετο, καί χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν.
4 εν αυτώ ζωή ήν, καί η ζωή ήν τό φώς τών ανθρώπων.
5 καί τό φώς εν τή σκοτία φαίνει, καί η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν.
6 Εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ Ιωάννης
7 ούτος ήλθεν εις μαρτυρίαν, ίνα μαρτυρήση περί τού φωτός, ίνα πάντες πιστεύσωσι δι' αυτού.
8 ουκ ήν εκείνος τό φώς, αλλ' ίνα μαρτυρήση περί τού φωτός.
9 Ήν τό φώς τό αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τόν κόσμον.
10 εν τώ κόσμω ήν, καί ο κόσμος δι' αυτού εγένετο, καί ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω.
2 Ούτος ήν εν αρχή πρός τόν Θεόν.
3 πάντα δι' αυτού εγένετο, καί χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν.
4 εν αυτώ ζωή ήν, καί η ζωή ήν τό φώς τών ανθρώπων.
5 καί τό φώς εν τή σκοτία φαίνει, καί η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν.
6 Εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ Ιωάννης
7 ούτος ήλθεν εις μαρτυρίαν, ίνα μαρτυρήση περί τού φωτός, ίνα πάντες πιστεύσωσι δι' αυτού.
8 ουκ ήν εκείνος τό φώς, αλλ' ίνα μαρτυρήση περί τού φωτός.
9 Ήν τό φώς τό αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τόν κόσμον.
10 εν τώ κόσμω ήν, καί ο κόσμος δι' αυτού εγένετο, καί ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω.
11 εις τά ίδια ήλθε, καί οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον.
12 όσοι δέ έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοίς πιστεύουσιν εις τό όνομα αυτού,
13 οι ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ' εκ Θεού εγεννήθησαν.
14 Καί ο Λόγος σάρξ εγένετο καί εσκήνωσεν εν ημίν, καί εθεασάμεθα τήν δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί αληθείας.
15 Ιωάννης μαρτυρεί περί αυτού καί κέκραγε λέγων ούτος ήν όν είπον, ο οπίσω μου ερχόμενος έμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρωτός μου ήν.
16 Καί εκ τού πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, καί χάριν αντί χάριτος
17 ότι ο νόμος διά Μωυσέως εδόθη, η χάρις καί η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο.
18 Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε ο μονογενής υιός ο ών εις τόν κόλπον τού πατρός, εκείνος εξηγήσατο.
12 όσοι δέ έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοίς πιστεύουσιν εις τό όνομα αυτού,
13 οι ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ' εκ Θεού εγεννήθησαν.
14 Καί ο Λόγος σάρξ εγένετο καί εσκήνωσεν εν ημίν, καί εθεασάμεθα τήν δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί αληθείας.
15 Ιωάννης μαρτυρεί περί αυτού καί κέκραγε λέγων ούτος ήν όν είπον, ο οπίσω μου ερχόμενος έμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρωτός μου ήν.
16 Καί εκ τού πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, καί χάριν αντί χάριτος
17 ότι ο νόμος διά Μωυσέως εδόθη, η χάρις καί η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο.
18 Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε ο μονογενής υιός ο ών εις τόν κόλπον τού πατρός, εκείνος εξηγήσατο.
στιχ. 19-37 Μαρτυρίαι τού Ιωάννου περί τού Μεσσίου.
19 Καί αύτη αστίν η μαρτυρία τού Ιωάννου, ότε απέστειλαν οι Ιουδαίοι εξ Ιεροσολύμων ιερείς καί λευίτας ίνα ερωτήσωσιν αυτόν σύ τίς εί;
20 καί ωμολόγησε, καί ουκ ηρνήσατο καί ωμολόγησεν ότι ουκ ειμί εγώ ο Χριστός.
21 καί ηρώτησαν αυτόν τί ούν; Ηλίας εί σύ; καί λέγει ουκ ειμί ο προφήτης εί συ; καί απεκρίθη, ού.
22 είπον ούν αυτώ τίς εί; ίνα απόκρισιν δώμεν τοίς πέμψασιν ημάς τί λέγεις περί σεαυτού;
23 έφη εγώ φωνή βοώντος εν τή ερήμω, ευθύνατε τήν αδόν Κυρίου, καθώς είπεν Ησαίας ο προφήτης.
24 καί οι απεσταλμένοι ήσαν εκ τών Φαρισαίων
25 καί ηρώτησαν αυτόν καί είπον αυτώ τί ούν βαπτίζεις, ει σύ ουκ εί ο Χριστός ούτε Ηλίας ούτε ο προφήτης;
26 απεκρίθη αυτοίς ο Ιωάννης λέγων εγώ βαπτίζω εν ύδατι μέσος δέ υμών έστηκεν όν υμείς ουκ οίδατε.
27 αυτός εστιν ο οπίσω μου ερχόμενος, ός έμπροσθέν μου γέγονεν, ού εγώ ουκ ειμί άξιος ίνα λύσω αυτού τόν ιμάντα τού υποδήματος.
28 Ταύτα εν Βηθανία εγένετο πέραν τού Ιορδάνου, όπου ήν Ιωάννης βαπτίζων.
29 Τή επαύριον βλέπει ο Ιωάννης τόν Ιησούν ερχόμενον πρός αυτόν καί λέγει ίδε ο αμνός τού Θεού ο αίρων τήν αμαρτίαν τού κόσμου.
30 ούτός εστι περί ού εγώ είπον οπίσω μου έρχεται ανήρ ός έμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρώτός μου ήν.
31 καγώ ουκ ήδειν αυτόν, αλλ' ίνα φανερωθή τώ Ισραήλ, διά τούτο ήλθον εγώ εν τώ ύδατι βαπτίζων.
32 καί εμαρτύρησεν Ιωάννης λέγων ότι τεθέαμαι τό Πνεύμα καταβαίνον ως περιστεράν εξ ουρανού, καί έμεινεν επ αυτόν.
33 καγώ ουκ ήδειν αυτόν, αλλ' ο πέμψας με βαπτίζειν εν ύδατι, εκείνός μοι είπεν εφ όν άν ίδης τό Πνεύμα καταβαίνον καί μένον επ' αυτόν, ούτός εστιν ο βαπτίζων εν Πνεύματι Αγίω.
34 καγώ εώρακα καί μεμαρτύρηκα ότι ούτός εστιν ο υιός τού Θεού.
35 Τή επαύριον πάλιν ειστήκει ο Ιωάννης καί εκ τών μαθητών αυτού δύο,
36 καί εμβλέψας τώ Ιησού περιπατούντι λέγει ίδε ο αμνός τού Θεού.
37 καί ήκουσαν αυτού οι δύο μαθηταί λαλούντος, καί ηκολούθησαν τώ Ιησού.
19 Καί αύτη αστίν η μαρτυρία τού Ιωάννου, ότε απέστειλαν οι Ιουδαίοι εξ Ιεροσολύμων ιερείς καί λευίτας ίνα ερωτήσωσιν αυτόν σύ τίς εί;
20 καί ωμολόγησε, καί ουκ ηρνήσατο καί ωμολόγησεν ότι ουκ ειμί εγώ ο Χριστός.
21 καί ηρώτησαν αυτόν τί ούν; Ηλίας εί σύ; καί λέγει ουκ ειμί ο προφήτης εί συ; καί απεκρίθη, ού.
22 είπον ούν αυτώ τίς εί; ίνα απόκρισιν δώμεν τοίς πέμψασιν ημάς τί λέγεις περί σεαυτού;
23 έφη εγώ φωνή βοώντος εν τή ερήμω, ευθύνατε τήν αδόν Κυρίου, καθώς είπεν Ησαίας ο προφήτης.
24 καί οι απεσταλμένοι ήσαν εκ τών Φαρισαίων
25 καί ηρώτησαν αυτόν καί είπον αυτώ τί ούν βαπτίζεις, ει σύ ουκ εί ο Χριστός ούτε Ηλίας ούτε ο προφήτης;
26 απεκρίθη αυτοίς ο Ιωάννης λέγων εγώ βαπτίζω εν ύδατι μέσος δέ υμών έστηκεν όν υμείς ουκ οίδατε.
27 αυτός εστιν ο οπίσω μου ερχόμενος, ός έμπροσθέν μου γέγονεν, ού εγώ ουκ ειμί άξιος ίνα λύσω αυτού τόν ιμάντα τού υποδήματος.
28 Ταύτα εν Βηθανία εγένετο πέραν τού Ιορδάνου, όπου ήν Ιωάννης βαπτίζων.
29 Τή επαύριον βλέπει ο Ιωάννης τόν Ιησούν ερχόμενον πρός αυτόν καί λέγει ίδε ο αμνός τού Θεού ο αίρων τήν αμαρτίαν τού κόσμου.
30 ούτός εστι περί ού εγώ είπον οπίσω μου έρχεται ανήρ ός έμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρώτός μου ήν.
31 καγώ ουκ ήδειν αυτόν, αλλ' ίνα φανερωθή τώ Ισραήλ, διά τούτο ήλθον εγώ εν τώ ύδατι βαπτίζων.
32 καί εμαρτύρησεν Ιωάννης λέγων ότι τεθέαμαι τό Πνεύμα καταβαίνον ως περιστεράν εξ ουρανού, καί έμεινεν επ αυτόν.
33 καγώ ουκ ήδειν αυτόν, αλλ' ο πέμψας με βαπτίζειν εν ύδατι, εκείνός μοι είπεν εφ όν άν ίδης τό Πνεύμα καταβαίνον καί μένον επ' αυτόν, ούτός εστιν ο βαπτίζων εν Πνεύματι Αγίω.
34 καγώ εώρακα καί μεμαρτύρηκα ότι ούτός εστιν ο υιός τού Θεού.
35 Τή επαύριον πάλιν ειστήκει ο Ιωάννης καί εκ τών μαθητών αυτού δύο,
36 καί εμβλέψας τώ Ιησού περιπατούντι λέγει ίδε ο αμνός τού Θεού.
37 καί ήκουσαν αυτού οι δύο μαθηταί λαλούντος, καί ηκολούθησαν τώ Ιησού.
Στιχ. 38-52. Η γνωριμία τών πρώτων μαθητών μέ τόν Κύριον.
38 στραφείς δέ ο Ιησούς καί θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας λέγει αυτοίς
39 τί ζητείτε; οι δέ είπον αυτώ ραββί ό λέγεται ερμηνευόμενον διδάσκαλε πού μένεις;
40 λέγει αυτοίς έρχεσθε καί ίδετε. ήλθον ούν καί είδον πού μένει, καί παρ' αυτώ έμειναν τήν ημέραν εκείνην ώρα ήν ως δεκάτη.
41 ήν Ανδρέας ο αδελφός Σίμωνος Πέτρου είς εκ τών δύο τών ακουσάντων παρά Ιωάννου καί ακολουθησάντων αυτώ.
42 ευρίσκει ούτος πρώτος τόν αδελφόν τόν ίδιον Σίμωνα καί λέγει αυτώ ευρήκαμεν τόν Μεσσίαν ό εστι μεθερμηνευόμενον Χριστός
43 καί ήγαγεν αυτόν πρός τόν Ιησούν εμβλέψας αυτώ ο Ιησούς είπε σύ εί Σίμων ο υιός Ιωνά, σύ κληθήση Κηφάς, ό ερμηνεύεται Πέτρος.
44 Τή επαύριον ηθέλησεν ο Ιησούς εξελθείν εις τήν Γαλιλαίαν καί ευρίσκει Φίλιππον καί λέγει αυτώ ακολούθει μοι.
45 ήν σέ ο Φίλιππος από Βηθσαιδά, εκ τής πόλεως Ανδρέου καί Πέτρου.
46 ευρίσκει Φίλιππος τόν Ναθαναήλ καί λέγει αυτώ όν έγραψε Μωυσής εν τώ νόμω καί οι προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τόν υιόν τού Ιωσήφ τόν από Ναζαρέτ.
47 καί είπεν αυτώ Ναθαναήλ εκ Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθόν είναι; λέγει αυτώ Φίλιππος έρχου καί ίδε.
48 είδεν ο Ιησούς τόν Ναθαναήλ ερχόμενον πρός αυτόν καί λέγει περί αυτού ίδε αληθώς Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ έστι.
49 λέγει αυτώ Ναθαναήλ πόθεν με γινώσκεις; απεκρίθη Ιησούς καί είπεν αυτώ πρό τού σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό τήν συκήν ειδόν σε.
50 απεκρίθη Ναθαναήλ καί λέγει αυτώ ραββί, σύ εί ο υιός τού Θεού, σύ εί ο βασιλεύς τού Ισραήλ.
51 απεκρίθη Ιησούς καί είπεν αυτώ ότι είπόν σοι, ειδόν σε υποκάτω τής συκής, πιστεύεις; μείζω τούτων όψει.
52 καί λέγει αυτώ αμήν αμήν λέγω υμίν, απ' άρτι όψεσθε τόν ουρανόν ανεωγότα, καί τούς αγγέλους τού Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τόν υιόν τού ανθρώπου.
38 στραφείς δέ ο Ιησούς καί θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας λέγει αυτοίς
39 τί ζητείτε; οι δέ είπον αυτώ ραββί ό λέγεται ερμηνευόμενον διδάσκαλε πού μένεις;
40 λέγει αυτοίς έρχεσθε καί ίδετε. ήλθον ούν καί είδον πού μένει, καί παρ' αυτώ έμειναν τήν ημέραν εκείνην ώρα ήν ως δεκάτη.
41 ήν Ανδρέας ο αδελφός Σίμωνος Πέτρου είς εκ τών δύο τών ακουσάντων παρά Ιωάννου καί ακολουθησάντων αυτώ.
42 ευρίσκει ούτος πρώτος τόν αδελφόν τόν ίδιον Σίμωνα καί λέγει αυτώ ευρήκαμεν τόν Μεσσίαν ό εστι μεθερμηνευόμενον Χριστός
43 καί ήγαγεν αυτόν πρός τόν Ιησούν εμβλέψας αυτώ ο Ιησούς είπε σύ εί Σίμων ο υιός Ιωνά, σύ κληθήση Κηφάς, ό ερμηνεύεται Πέτρος.
44 Τή επαύριον ηθέλησεν ο Ιησούς εξελθείν εις τήν Γαλιλαίαν καί ευρίσκει Φίλιππον καί λέγει αυτώ ακολούθει μοι.
45 ήν σέ ο Φίλιππος από Βηθσαιδά, εκ τής πόλεως Ανδρέου καί Πέτρου.
46 ευρίσκει Φίλιππος τόν Ναθαναήλ καί λέγει αυτώ όν έγραψε Μωυσής εν τώ νόμω καί οι προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τόν υιόν τού Ιωσήφ τόν από Ναζαρέτ.
47 καί είπεν αυτώ Ναθαναήλ εκ Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθόν είναι; λέγει αυτώ Φίλιππος έρχου καί ίδε.
48 είδεν ο Ιησούς τόν Ναθαναήλ ερχόμενον πρός αυτόν καί λέγει περί αυτού ίδε αληθώς Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ έστι.
49 λέγει αυτώ Ναθαναήλ πόθεν με γινώσκεις; απεκρίθη Ιησούς καί είπεν αυτώ πρό τού σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό τήν συκήν ειδόν σε.
50 απεκρίθη Ναθαναήλ καί λέγει αυτώ ραββί, σύ εί ο υιός τού Θεού, σύ εί ο βασιλεύς τού Ισραήλ.
51 απεκρίθη Ιησούς καί είπεν αυτώ ότι είπόν σοι, ειδόν σε υποκάτω τής συκής, πιστεύεις; μείζω τούτων όψει.
52 καί λέγει αυτώ αμήν αμήν λέγω υμίν, απ' άρτι όψεσθε τόν ουρανόν ανεωγότα, καί τούς αγγέλους τού Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τόν υιόν τού ανθρώπου.
...............................ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'...................................
Στίχ. 1-11. Το θαύμα εις τήν Κανά
1 Καί τή ημέρα τή τρίτη γάμος εγένετο εν Κανά τής Γαλιλαίας, καί ήν η μήτηρ τού Ιησού εκεί
2 εκλήθη δέ καί ο Ιησούς καί οι μαθηταί αυτού εις τόν γάμον.
3 καί υστερήσαντος οίνου λέγει η μήτηρ τού Ιησού πρός αυτόν οίνον ουκ έχουσι.
4 λέγει αυτή ο Ιησούς τί εμοί καί σοί, γύναι; ούπω ήκει η ώρα μου.
5 λέγει η μήτηρ αυτού τοίς διακόνοις ό,τι άν λέγη υμίν, ποιήσατε.
6 ήσαν δέ εκεί υδρίαι λίθιναι έξ κείμεναι κατά τόν καθαρισμόν τών Ιουδαίων, χωρούσαι ανά μετρητάς δύο ή τρείς.
7 λέγει αυτοίς ο Ιησούς γεμίσατε τάς υδρίας ύδατος. καί εγέμισαν αυτάς έως άνω.
8 καί λέγει αυτοίς αντλήσατε νύν καί φέρετε τώ αρχιτρικλίνω. καί ήνεγκαν.
9 ως δέ εγεύσατο ο αρχιτρίκλινος τό ύδωρ οίνον γεγενημένον καί ουκ ήδει πόθεν εστίν οι δέ διάκονοι ήδεισαν οι ηντληκότες τό ύδωρ φωνεί τόν νυμφίον ο αρχιτρίκλινος
10 καί λέγει αυτώ πάς άνθρωπος πρώτον τόν καλόν οίνον τίθησι, καί όταν μεθυσθώσι, τότε τόν ελάσσω σύ τετήρηκας τόν καλόν οίνον έως άρτι.
11 Ταύτην εποίησε τήν αρχήν τών σημείων ο Ιησούς εν Κανά τής Γαλιλαίας καί εφανέρωσε τήν δόξαν αυτού, καί επίστευσαν εις αυτόν οι μαθηταί αυτού.
Στίχ. 1-11. Το θαύμα εις τήν Κανά
1 Καί τή ημέρα τή τρίτη γάμος εγένετο εν Κανά τής Γαλιλαίας, καί ήν η μήτηρ τού Ιησού εκεί
2 εκλήθη δέ καί ο Ιησούς καί οι μαθηταί αυτού εις τόν γάμον.
3 καί υστερήσαντος οίνου λέγει η μήτηρ τού Ιησού πρός αυτόν οίνον ουκ έχουσι.
4 λέγει αυτή ο Ιησούς τί εμοί καί σοί, γύναι; ούπω ήκει η ώρα μου.
5 λέγει η μήτηρ αυτού τοίς διακόνοις ό,τι άν λέγη υμίν, ποιήσατε.
6 ήσαν δέ εκεί υδρίαι λίθιναι έξ κείμεναι κατά τόν καθαρισμόν τών Ιουδαίων, χωρούσαι ανά μετρητάς δύο ή τρείς.
7 λέγει αυτοίς ο Ιησούς γεμίσατε τάς υδρίας ύδατος. καί εγέμισαν αυτάς έως άνω.
8 καί λέγει αυτοίς αντλήσατε νύν καί φέρετε τώ αρχιτρικλίνω. καί ήνεγκαν.
9 ως δέ εγεύσατο ο αρχιτρίκλινος τό ύδωρ οίνον γεγενημένον καί ουκ ήδει πόθεν εστίν οι δέ διάκονοι ήδεισαν οι ηντληκότες τό ύδωρ φωνεί τόν νυμφίον ο αρχιτρίκλινος
10 καί λέγει αυτώ πάς άνθρωπος πρώτον τόν καλόν οίνον τίθησι, καί όταν μεθυσθώσι, τότε τόν ελάσσω σύ τετήρηκας τόν καλόν οίνον έως άρτι.
11 Ταύτην εποίησε τήν αρχήν τών σημείων ο Ιησούς εν Κανά τής Γαλιλαίας καί εφανέρωσε τήν δόξαν αυτού, καί επίστευσαν εις αυτόν οι μαθηταί αυτού.
Στίχ. 12-25. Εκδίωξις εκ τού ιερού τών εμπορευομένων.
12 Μετά τούτο κατέβη εις Καπερναούμ αυτός καί η μήτηρ αυτού καί οι αδελφοί αυτού καί οι μαθηταί αυτού, καί εκεί έμεινεν ου πολλάς ημέρας.
13 καί εγγύς ήν τό πάρχα τών Ιουδαίων, καί ανέβη εις Ιεροσόλυμα ο Ιησούς.
14 καί εύρεν εν τώ ιερώ τούς πωλούντας βόας καί πρόβατα καί περιστεράς, καί τούς κερματιστάς καθημένους.
15 καί ποιήσας φραγέλλιον εκ σχοινίων πάντας εξέβαλεν εκ τού ιερού, τά τε πρόβατα καί τούς βόας, καί τών κολλυβιστών εξέχεε τό κέρμα καί τάς τραπέζας ανέτρεψε,
16 καί τοίς τάς περιστεράς πωλούσιν είπεν άρατε ταύτα εντεύθεν μή ποιείτε τόν οίκον τού πατρός μου οίκον εμπορίου.
17 εμνήσθησαν δέ οι μαθηταί αυτού ότι γεγραμμένον εστίν, ο ζήλος τού οίκου σου καταφάγεταί με.
18 απεκρίθησαν ούν οι Ιουδαίοι καί είπον αυτώ τί σημείον δεικνύεις ημίν ότι ταύτα ποιείς;
19 απεκρίθη Ιησούς καί είπεν αυτοίς λύσατε τόν ναόν τούτον, καί εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν.
20 είπον ούν οι Ιουδαίοι τεσσαράκοντα καί έξ έτεσιν ωκοδομήθη ο ναός ούτος, καί σύ εν τρισίν ημέραις εγερείς αυτόν;
21 εκείνος δέ έλεγε περί τού ναού τού σώματος αυτού.
22 ότε ούν ηγέρθη εκ νεκρών, εμνήσθησαν οι μαθηταί αυτού ότι τούτο έλεγε, καί επίστευσαν τή γραφή καί τώ λόγω ώ είπεν ο Ιησούς.
23 Ως δέ ήν εν τοίς Ιεροσολύμοις εν τώ πάσχα εν τή εορτή, πολλοί επίστευσαν εις τό όνομα αυτού, θεωρούντες αυτού τά σημεία ά εποίει.
24 αυτός δέ ο Ιησούς ουκ επίστευεν εαυτόν αυτοίς διά τό αυτόν γινώσκειν πάντας,
25 καί ότι ου χρείαν είχεν ίνα τις μαρτυρήση περί τού ανθρώπου αυτός γάρ εγίνωσκε τί ήν εν τώ ανθρώπω.
12 Μετά τούτο κατέβη εις Καπερναούμ αυτός καί η μήτηρ αυτού καί οι αδελφοί αυτού καί οι μαθηταί αυτού, καί εκεί έμεινεν ου πολλάς ημέρας.
13 καί εγγύς ήν τό πάρχα τών Ιουδαίων, καί ανέβη εις Ιεροσόλυμα ο Ιησούς.
14 καί εύρεν εν τώ ιερώ τούς πωλούντας βόας καί πρόβατα καί περιστεράς, καί τούς κερματιστάς καθημένους.
15 καί ποιήσας φραγέλλιον εκ σχοινίων πάντας εξέβαλεν εκ τού ιερού, τά τε πρόβατα καί τούς βόας, καί τών κολλυβιστών εξέχεε τό κέρμα καί τάς τραπέζας ανέτρεψε,
16 καί τοίς τάς περιστεράς πωλούσιν είπεν άρατε ταύτα εντεύθεν μή ποιείτε τόν οίκον τού πατρός μου οίκον εμπορίου.
17 εμνήσθησαν δέ οι μαθηταί αυτού ότι γεγραμμένον εστίν, ο ζήλος τού οίκου σου καταφάγεταί με.
18 απεκρίθησαν ούν οι Ιουδαίοι καί είπον αυτώ τί σημείον δεικνύεις ημίν ότι ταύτα ποιείς;
19 απεκρίθη Ιησούς καί είπεν αυτοίς λύσατε τόν ναόν τούτον, καί εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν.
20 είπον ούν οι Ιουδαίοι τεσσαράκοντα καί έξ έτεσιν ωκοδομήθη ο ναός ούτος, καί σύ εν τρισίν ημέραις εγερείς αυτόν;
21 εκείνος δέ έλεγε περί τού ναού τού σώματος αυτού.
22 ότε ούν ηγέρθη εκ νεκρών, εμνήσθησαν οι μαθηταί αυτού ότι τούτο έλεγε, καί επίστευσαν τή γραφή καί τώ λόγω ώ είπεν ο Ιησούς.
23 Ως δέ ήν εν τοίς Ιεροσολύμοις εν τώ πάσχα εν τή εορτή, πολλοί επίστευσαν εις τό όνομα αυτού, θεωρούντες αυτού τά σημεία ά εποίει.
24 αυτός δέ ο Ιησούς ουκ επίστευεν εαυτόν αυτοίς διά τό αυτόν γινώσκειν πάντας,
25 καί ότι ου χρείαν είχεν ίνα τις μαρτυρήση περί τού ανθρώπου αυτός γάρ εγίνωσκε τί ήν εν τώ ανθρώπω.
----------------------------------ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.-------------------------------
Στίχ. 1-21. Διάλογος τού Κυρίου μέ τόν Νικόδημον.
Ην δέ άνθρωπος εκ τών Φαρισαίων, Νικόδημος όνομα αυτώ, άρχων τών Ιουδαίων.
2 ούτος ήλθε πρός αυτόν νυκτός καί είπεν αυτώ ραββί, οίδαμεν ότι από Θεού ελήλυθας διδάσκαλος ουδείς γάρ ταύτα τά σημεία δύναται ποιείν ά σύ ποιείς, εάν μή ή ο Θεός μετ' αυτού.
3 απεκρίθη Ιησούς καί είπεν αυτώ αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μή τις γεννηθή άνωθεν, ου δύναται ιδείν τήν βασιλείαν τού Θεού.
4 λέγει πρός αυτόν ο Νικόδημος πώς δύναται άνθρωπος γεννηθήναι γέρων ών; μή δύναται εις τήν κοιλίαν τής μητρός αυτού δεύτερον εισελθείν καί γεννηθήναι;
5 απεκρίθη Ιησούς αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μή τις γεννηθή εξ ύδατος καί Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις τήν βασιλείαν τού Θεού.
6 τό γεγεννημένον εκ τής σαρκός σάρξ εστι, καί τό γεγεννημένον εκ τού Πνεύματος πνεύμα εστι.
7 μή θαυμάσης ότι είπόν σοι, δεί υμάς γεννηθήναι άνωθεν.
8 τό πνεύμα όπου θέλει πνεί, καί τήν φωνήν αυτού ακούεις, αλλ' ουκ οίδας πόθεν έρχεται καί πού υπάγει ούτως εστί πάς ο γεγεννημένος εκ τού Πνεύματος.
9 απεκρίθη Νικόδημος καί είπεν αυτώ πώς δύναται ταύτα γενέσθαι;
10 απεκρίθη Ιησούς καί είπεν αυτώ σύ εί ο διδάσκαλος τού Ισραήλ καί ταύτα ου γινώσκεις;
11 αμήν αμήν λέγω σοι ότι ό οίδαμεν λαλούμεν καί ό εωράκαμεν μαρτυρούμεν, καί τήν μαρτυρίαν ημών ου λαμβάνετε.
12 ει τά επίγεια είπον υμίν καί ου πιστεύετε, πώς εάν είπω υμίν τά επουράνια πιστεύσετε;
13 καί ουδείς αναβέβηκεν εις τόν ουρανόν ει μή ο εκ τού ουρανού καταβάς, ο υιός τού ανθρώπου ο ών εν τώ ουρανώ.
14 καί καθώς Μωυσής ύψωσε τόν όφιν εν τή ερήμω, ούτως υψωθήναι δεί τόν υιόν τού ανθρώπου,
15 ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον.
16 ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον.
17 ου γάρ απέστειλεν ο Θεός τόν υιόν αυτού εις τόν κόσμον ίνα κρίνη τόν κόσμον αλλ' ίνα σωθή ο κόσμος δι' αυτού.
18 ο πιστεύων εις αυτόν ου κρίνεται, ο δέ μή πιστεύων ήδη κέκριται, ότι μή πεπίστευκεν εις τό όνομα τού μονογενούς υιού τού Θεού.
19 αύτη δέ εστιν η κρίσις, ότι τό φώς ελήλυθεν εις τόν κόσμον, καί ηγάπησας οι άνθρωποι μάλλον τό σκότος ή τό φώς ήν γάρ πονηρά αυτών τά έργα.
20 πάς γάρ ο φαύλα πράσσων μισεί τό φώς καί ουκ έρχεται πρός τό φώς, ίνα μή ελεγχθή τά έργα αυτού
21 ο δέ ποιών τήν αλήθειαν έρχεται πρός τό φώς, ίνα φανερωθή αυτού τά έργα, ότι εν Θεώ εστιν ειργασμένα.
Στίχ. 1-21. Διάλογος τού Κυρίου μέ τόν Νικόδημον.
Ην δέ άνθρωπος εκ τών Φαρισαίων, Νικόδημος όνομα αυτώ, άρχων τών Ιουδαίων.
2 ούτος ήλθε πρός αυτόν νυκτός καί είπεν αυτώ ραββί, οίδαμεν ότι από Θεού ελήλυθας διδάσκαλος ουδείς γάρ ταύτα τά σημεία δύναται ποιείν ά σύ ποιείς, εάν μή ή ο Θεός μετ' αυτού.
3 απεκρίθη Ιησούς καί είπεν αυτώ αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μή τις γεννηθή άνωθεν, ου δύναται ιδείν τήν βασιλείαν τού Θεού.
4 λέγει πρός αυτόν ο Νικόδημος πώς δύναται άνθρωπος γεννηθήναι γέρων ών; μή δύναται εις τήν κοιλίαν τής μητρός αυτού δεύτερον εισελθείν καί γεννηθήναι;
5 απεκρίθη Ιησούς αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μή τις γεννηθή εξ ύδατος καί Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις τήν βασιλείαν τού Θεού.
6 τό γεγεννημένον εκ τής σαρκός σάρξ εστι, καί τό γεγεννημένον εκ τού Πνεύματος πνεύμα εστι.
7 μή θαυμάσης ότι είπόν σοι, δεί υμάς γεννηθήναι άνωθεν.
8 τό πνεύμα όπου θέλει πνεί, καί τήν φωνήν αυτού ακούεις, αλλ' ουκ οίδας πόθεν έρχεται καί πού υπάγει ούτως εστί πάς ο γεγεννημένος εκ τού Πνεύματος.
9 απεκρίθη Νικόδημος καί είπεν αυτώ πώς δύναται ταύτα γενέσθαι;
10 απεκρίθη Ιησούς καί είπεν αυτώ σύ εί ο διδάσκαλος τού Ισραήλ καί ταύτα ου γινώσκεις;
11 αμήν αμήν λέγω σοι ότι ό οίδαμεν λαλούμεν καί ό εωράκαμεν μαρτυρούμεν, καί τήν μαρτυρίαν ημών ου λαμβάνετε.
12 ει τά επίγεια είπον υμίν καί ου πιστεύετε, πώς εάν είπω υμίν τά επουράνια πιστεύσετε;
13 καί ουδείς αναβέβηκεν εις τόν ουρανόν ει μή ο εκ τού ουρανού καταβάς, ο υιός τού ανθρώπου ο ών εν τώ ουρανώ.
14 καί καθώς Μωυσής ύψωσε τόν όφιν εν τή ερήμω, ούτως υψωθήναι δεί τόν υιόν τού ανθρώπου,
15 ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον.
16 ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιον.
17 ου γάρ απέστειλεν ο Θεός τόν υιόν αυτού εις τόν κόσμον ίνα κρίνη τόν κόσμον αλλ' ίνα σωθή ο κόσμος δι' αυτού.
18 ο πιστεύων εις αυτόν ου κρίνεται, ο δέ μή πιστεύων ήδη κέκριται, ότι μή πεπίστευκεν εις τό όνομα τού μονογενούς υιού τού Θεού.
19 αύτη δέ εστιν η κρίσις, ότι τό φώς ελήλυθεν εις τόν κόσμον, καί ηγάπησας οι άνθρωποι μάλλον τό σκότος ή τό φώς ήν γάρ πονηρά αυτών τά έργα.
20 πάς γάρ ο φαύλα πράσσων μισεί τό φώς καί ουκ έρχεται πρός τό φώς, ίνα μή ελεγχθή τά έργα αυτού
21 ο δέ ποιών τήν αλήθειαν έρχεται πρός τό φώς, ίνα φανερωθή αυτού τά έργα, ότι εν Θεώ εστιν ειργασμένα.
Στίχ. 22-36. Ο Πρόδρομος περί τού Κυρίου.
22 Μετά ταύτα ήλθεν ο Ιησούς καί οι μαθηταί αυτού εις τήν Ιουδαίαν γήν, καί εκεί διέτριβε μετ' αυτών καί εβάπτιζεν.
23 ήν δέ καί Ιωάννης βαπτίζων εν Αινών εγγύς τού Σαλείμ, ότι ύδατα πολλά ήν εκεί, καί παρεγίνοντο καί εβαπτίζοντο
24 ούπω γάρ ήν βεβλημένος εις τήν φυλακήν ο Ιωάννης.
25 Εγένετο ούν ζήτησις εκ τών μαθητών Ιωάννου μετά Ιουδαίου περί καθαρισμού.
26 καί ήλθον πρός τόν Ιωάννην καί είπον αυτώ ραββί, ός ήν ματά σού πέραν τού Ιορδάνου, ώ σύ μεμαρτύρηκας, ίδε ούτος βαπτίζει καί πάντες έρχονται πρός αυτόν.
27 απεκρίθη Ιωάννης καί είπεν ου δύναται άνθρωπος λαμβάνειν ουδέν, εάν μή ή δεδομένον αυτώ εκ τού ουρανού.
28 αυτοί υμείς μοι μαρτυρείτε ότι είπον ουκ ειμί εγώ ο Χριστός, αλλ' ότι απεσταλμένος ειμί έμπροσθεν εκείνου.
29 ο έχων τήν νύμφην νυμφίος εστίν ο δέ φίλος τού νυμφίου, ο εστηκώς καί ακούων αυτού, χαρά χαίρει διά τήν φωνήν τού νυμφίου. αύτη ούν η χαρά η εμή πεπλήρωται.
30 εκείνον δεί αυξάνειν, εμέ δέ ελαττούσθαι.
31 ο άνωθεν ερχόμενος επάνω πάντων εστίν. ο ών εκ τής γής εστι καί εκ τής γής λαλεί ο εκ τού ουρανού ερχόμενος επάνω πάντων εστί,
32 καί ό εώρακε καί ήκουσε, τούτο μαρτυρεί, καί τήν μαρτυρίαν αυτού ουδείς λαμβάνει.
33 ο λαβών αυτού τήν μαρτυρίαν εσφράγισεν ότι ο Θεός αληθής εστιν.
34 όν γάρ απέστειλεν ο Θεός, τά ρήματα τού Θεού λαλεί ου γάρ εκ μέτρου δίδωσιν ο Θεός τό Πνεύμα.
35 ο πατήρ αγαπά τόν υιόν καί πάντα δέδωκεν εν τή χειρί αυτού.
36 ο πιστεύων εις τόν υιόν έχει ζωήν αιώνιον ο δέ απειθών τώ υιώ ουκ όψεται ζωήν, αλλ' η οργή τού Θεού μένει επ' αυτόν.
22 Μετά ταύτα ήλθεν ο Ιησούς καί οι μαθηταί αυτού εις τήν Ιουδαίαν γήν, καί εκεί διέτριβε μετ' αυτών καί εβάπτιζεν.
23 ήν δέ καί Ιωάννης βαπτίζων εν Αινών εγγύς τού Σαλείμ, ότι ύδατα πολλά ήν εκεί, καί παρεγίνοντο καί εβαπτίζοντο
24 ούπω γάρ ήν βεβλημένος εις τήν φυλακήν ο Ιωάννης.
25 Εγένετο ούν ζήτησις εκ τών μαθητών Ιωάννου μετά Ιουδαίου περί καθαρισμού.
26 καί ήλθον πρός τόν Ιωάννην καί είπον αυτώ ραββί, ός ήν ματά σού πέραν τού Ιορδάνου, ώ σύ μεμαρτύρηκας, ίδε ούτος βαπτίζει καί πάντες έρχονται πρός αυτόν.
27 απεκρίθη Ιωάννης καί είπεν ου δύναται άνθρωπος λαμβάνειν ουδέν, εάν μή ή δεδομένον αυτώ εκ τού ουρανού.
28 αυτοί υμείς μοι μαρτυρείτε ότι είπον ουκ ειμί εγώ ο Χριστός, αλλ' ότι απεσταλμένος ειμί έμπροσθεν εκείνου.
29 ο έχων τήν νύμφην νυμφίος εστίν ο δέ φίλος τού νυμφίου, ο εστηκώς καί ακούων αυτού, χαρά χαίρει διά τήν φωνήν τού νυμφίου. αύτη ούν η χαρά η εμή πεπλήρωται.
30 εκείνον δεί αυξάνειν, εμέ δέ ελαττούσθαι.
31 ο άνωθεν ερχόμενος επάνω πάντων εστίν. ο ών εκ τής γής εστι καί εκ τής γής λαλεί ο εκ τού ουρανού ερχόμενος επάνω πάντων εστί,
32 καί ό εώρακε καί ήκουσε, τούτο μαρτυρεί, καί τήν μαρτυρίαν αυτού ουδείς λαμβάνει.
33 ο λαβών αυτού τήν μαρτυρίαν εσφράγισεν ότι ο Θεός αληθής εστιν.
34 όν γάρ απέστειλεν ο Θεός, τά ρήματα τού Θεού λαλεί ου γάρ εκ μέτρου δίδωσιν ο Θεός τό Πνεύμα.
35 ο πατήρ αγαπά τόν υιόν καί πάντα δέδωκεν εν τή χειρί αυτού.
36 ο πιστεύων εις τόν υιόν έχει ζωήν αιώνιον ο δέ απειθών τώ υιώ ουκ όψεται ζωήν, αλλ' η οργή τού Θεού μένει επ' αυτόν.
-------------------------------ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.---------------------------------
Στίχ. 1-38. Ο διάλογος μέ τήν Σαμαρείτιδα.
Ως ούν έγνω ο Κύριος ότι ήκουσαν οι Φαρισαίοι ότι Ιησούς πλείονας μαθητάς ποιεί καί βαπτίζει ή Ιωάννης
2 καίτοιγε Ιησούς αυτός ουκ εβάπτιζεν, αλλ' οι μαθηταί αυτού
3 αφήκε τήν Ιουδαίαν καί απήλθεν εις τήν Γαλιλαίαν.
4 Έδει δέ αυτόν διέρχεσθαι διά τής Σαμαρείας.
5 έρχεται ούν εις πόλιν τής Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τού χωρίου ό έδωκεν Ιακώβ Ιωσήφ τώ υιώ αυτού
6 ήν δέ εκεί πηγή τού Ιακώβ. ο ούν Ιησούς κεκοπιακώς εκ τής οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τή πηγή ώρα ήν ωσεί έκτη.
7 έρχεται γυνή εκ τής Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. λέγει αυτή ο Ιησούς δός μοι πιείν.
8 οι γάρ μαθηταί αυτού απεληλύθεισαν εις τήν πόλιν ίνα τροφάς αγοράσωσι.
9 λέγει ούν αυτώ η γυνή η Σαμαρείτις πώς σύ Ιουσαίος ών παρ' εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; ου γάρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις.
10 απεκρίθη Ιησούς καί είπεν αυτή ει ήδεις τήν δωρεάν τού Θεού, καί τίς εστιν ο λέγων σοι, δός μοι πιείν, σύν άν ήτησας αυτόν, καί έδωκεν άν σοι ύδωρ ζών.
11 λέγει αυτώ η γυνή Κύριε, ούτε άντλημα έχεις, καί τό φρέαρ εστί βαθύ πόθεν ούν έχεις τό ύδωρ τό ζών;
12 μή σύ μείζων εί τού πατρός ημών Ιακώβ, ός έδωκεν ημίν τό φρέαρ, καί αυτός εξ αυτού έπιε καί οι υιοί αυτού καί τά θρέμματα αυτού;
13 απεκρίθη Ιησούς καί είπεν αυτή πάς ο πίνων εκ τού ύδατος τούτου διψήσει πάλιν
14 ός δ' άν πίη εκ τού ύδατος ού εγώ δώσω αυτώ, ου μή διψήση εις τόν αιώνα, αλλά τό ύδωρ ό δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον.
15 λέγει πρός αυτόν η γυνή Κύριε, δός μοι τούτο τό ύδωρ, ίνα μή διψώ μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν.
16 λέγει αυτή ο Ιησούς ύπαγε φώνησον τόν άνδρα σου καί ελθέ ενθάδε.
17 απεκρίθη η γυνή καί είπεν ουκ έχω άνδρα. λέγει αυτή ο Ιησούς καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω
18 πέντε γάρ άνδρας έσχες, καί νύν όν έχεις ουκ έστι σου ανήρ τούτο αληθές είρηκας.
19 λέγει αυτώ η γυνή Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης εί σύ.
20 οι πατέρες ημών εν τώ όρει τούτω προσεκύνησαν καί υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δεί προσκυνείν.
21 λέγει αυτή ο Ιησούς γύναι, πίστευσόν μοι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τώ όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τώ πατρί.
22 υμείς προσκυνείτε ό ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ό οίδαμεν ότι η σωτηρία εκ τών Ιουδαίων εστίν.
23 αλλ' έρχεται ώρα, καί νύν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τώ πατρί εν πνεύματι καί αληθεία καί γάρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί τούς προσκυνούντας αυτόν.
24 πνεύμα ο Θεός, καί τούς προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι καί αληθεία δεί προσκυνείν.
25 λέγει αυτώ η γυνή οίδα ότι Μεσσίας έρχεται ο λεγόμενος Χριστός όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα.
26 λέγει αυτή ο Ιησούς εγώ ειμι, ο λαλών σοι.
27 καί επί τούτω ήλθον οι μαθηταί αυτού, καί εθαύμασαν ότι μετά γυναικός ελάλει ουδείς μέντοι είπε, τί ζητείς ή τί λαλείς μετ' αυτής;
28 Αφήκεν ούν τήν υδρίαν αυτής η γυνή καί απήλθεν εις τήν πόλιν, καί λέγει τοίς ανθρώποις
29 δεύτε ίδετε άνθρωπον ός ειπέ μοι πάντα όσα εποίησα μήτι ούτός εστιν ο Χριστός;
30 εξήλθον ούν εκ τής πόλεως καί ήρχοντο πρός αυτόν.
31 Εν δέ τώ μεταξύ ηρώτων αυτόν οι μαθηταί λέγοντες ραββί, φάγε.
32 ο δέ είπεν αυτοίς εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ήν υμείς ουκ οίδατε.
33 έλεγον ούν οι μαθηταί πρός αλλήλους μή τις ήνεγκεν αυτώ φαγείν;
34 λέγει αυτοίς ο Ιησούς εμόν βρώμά εστιν ίνα ποιώ τό θέλημα τού πέμψαντός με καί τελειώσω αυτού τό έργον.
35 ουχ υμείς λέγετε ότι έτι τετράμηνός εστι καί ο θερισμός έρχεται; ιδού λέγω υμίν, επάρατε τούς οφθαλμούς υμών καί θεάσασθε τάς χώρας, ότι λευκαί εισι πρός θερισμόν ήδη.
36 καί ο θερίζων μισθόν λαμβάνει καί συνάγει καρπόν εις ζωήν αιώνιον, ίνα καί ο σπείρων ομού χαίρη καί ο θερίζων.
37 εν γάρ τούτω ο λόγος εστίν ο αληθινός, ότι άλλος εστίν ο σπείρων καί άλλος ο θερίζων.
38 εγώ απέστειλα υμάς θερίζειν ό ουχ υμείς κεκοπιάκατε άλλοι κεκοπιάκασι, καί υμείς εις τόν κόπον αυτών εισεληλύθατε.
Στίχ. 1-38. Ο διάλογος μέ τήν Σαμαρείτιδα.
Ως ούν έγνω ο Κύριος ότι ήκουσαν οι Φαρισαίοι ότι Ιησούς πλείονας μαθητάς ποιεί καί βαπτίζει ή Ιωάννης
2 καίτοιγε Ιησούς αυτός ουκ εβάπτιζεν, αλλ' οι μαθηταί αυτού
3 αφήκε τήν Ιουδαίαν καί απήλθεν εις τήν Γαλιλαίαν.
4 Έδει δέ αυτόν διέρχεσθαι διά τής Σαμαρείας.
5 έρχεται ούν εις πόλιν τής Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τού χωρίου ό έδωκεν Ιακώβ Ιωσήφ τώ υιώ αυτού
6 ήν δέ εκεί πηγή τού Ιακώβ. ο ούν Ιησούς κεκοπιακώς εκ τής οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τή πηγή ώρα ήν ωσεί έκτη.
7 έρχεται γυνή εκ τής Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. λέγει αυτή ο Ιησούς δός μοι πιείν.
8 οι γάρ μαθηταί αυτού απεληλύθεισαν εις τήν πόλιν ίνα τροφάς αγοράσωσι.
9 λέγει ούν αυτώ η γυνή η Σαμαρείτις πώς σύ Ιουσαίος ών παρ' εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; ου γάρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις.
10 απεκρίθη Ιησούς καί είπεν αυτή ει ήδεις τήν δωρεάν τού Θεού, καί τίς εστιν ο λέγων σοι, δός μοι πιείν, σύν άν ήτησας αυτόν, καί έδωκεν άν σοι ύδωρ ζών.
11 λέγει αυτώ η γυνή Κύριε, ούτε άντλημα έχεις, καί τό φρέαρ εστί βαθύ πόθεν ούν έχεις τό ύδωρ τό ζών;
12 μή σύ μείζων εί τού πατρός ημών Ιακώβ, ός έδωκεν ημίν τό φρέαρ, καί αυτός εξ αυτού έπιε καί οι υιοί αυτού καί τά θρέμματα αυτού;
13 απεκρίθη Ιησούς καί είπεν αυτή πάς ο πίνων εκ τού ύδατος τούτου διψήσει πάλιν
14 ός δ' άν πίη εκ τού ύδατος ού εγώ δώσω αυτώ, ου μή διψήση εις τόν αιώνα, αλλά τό ύδωρ ό δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον.
15 λέγει πρός αυτόν η γυνή Κύριε, δός μοι τούτο τό ύδωρ, ίνα μή διψώ μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν.
16 λέγει αυτή ο Ιησούς ύπαγε φώνησον τόν άνδρα σου καί ελθέ ενθάδε.
17 απεκρίθη η γυνή καί είπεν ουκ έχω άνδρα. λέγει αυτή ο Ιησούς καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω
18 πέντε γάρ άνδρας έσχες, καί νύν όν έχεις ουκ έστι σου ανήρ τούτο αληθές είρηκας.
19 λέγει αυτώ η γυνή Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης εί σύ.
20 οι πατέρες ημών εν τώ όρει τούτω προσεκύνησαν καί υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δεί προσκυνείν.
21 λέγει αυτή ο Ιησούς γύναι, πίστευσόν μοι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τώ όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τώ πατρί.
22 υμείς προσκυνείτε ό ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ό οίδαμεν ότι η σωτηρία εκ τών Ιουδαίων εστίν.
23 αλλ' έρχεται ώρα, καί νύν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τώ πατρί εν πνεύματι καί αληθεία καί γάρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί τούς προσκυνούντας αυτόν.
24 πνεύμα ο Θεός, καί τούς προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι καί αληθεία δεί προσκυνείν.
25 λέγει αυτώ η γυνή οίδα ότι Μεσσίας έρχεται ο λεγόμενος Χριστός όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα.
26 λέγει αυτή ο Ιησούς εγώ ειμι, ο λαλών σοι.
27 καί επί τούτω ήλθον οι μαθηταί αυτού, καί εθαύμασαν ότι μετά γυναικός ελάλει ουδείς μέντοι είπε, τί ζητείς ή τί λαλείς μετ' αυτής;
28 Αφήκεν ούν τήν υδρίαν αυτής η γυνή καί απήλθεν εις τήν πόλιν, καί λέγει τοίς ανθρώποις
29 δεύτε ίδετε άνθρωπον ός ειπέ μοι πάντα όσα εποίησα μήτι ούτός εστιν ο Χριστός;
30 εξήλθον ούν εκ τής πόλεως καί ήρχοντο πρός αυτόν.
31 Εν δέ τώ μεταξύ ηρώτων αυτόν οι μαθηταί λέγοντες ραββί, φάγε.
32 ο δέ είπεν αυτοίς εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ήν υμείς ουκ οίδατε.
33 έλεγον ούν οι μαθηταί πρός αλλήλους μή τις ήνεγκεν αυτώ φαγείν;
34 λέγει αυτοίς ο Ιησούς εμόν βρώμά εστιν ίνα ποιώ τό θέλημα τού πέμψαντός με καί τελειώσω αυτού τό έργον.
35 ουχ υμείς λέγετε ότι έτι τετράμηνός εστι καί ο θερισμός έρχεται; ιδού λέγω υμίν, επάρατε τούς οφθαλμούς υμών καί θεάσασθε τάς χώρας, ότι λευκαί εισι πρός θερισμόν ήδη.
36 καί ο θερίζων μισθόν λαμβάνει καί συνάγει καρπόν εις ζωήν αιώνιον, ίνα καί ο σπείρων ομού χαίρη καί ο θερίζων.
37 εν γάρ τούτω ο λόγος εστίν ο αληθινός, ότι άλλος εστίν ο σπείρων καί άλλος ο θερίζων.
38 εγώ απέστειλα υμάς θερίζειν ό ουχ υμείς κεκοπιάκατε άλλοι κεκοπιάκασι, καί υμείς εις τόν κόπον αυτών εισεληλύθατε.