Μικραί ιστορίες με μεγάλη έννοια

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
omirosx
Βασικός Αποστολέας
Βασικός Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 112
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 10, 2008 5:00 am

Μικραί ιστορίες με μεγάλη έννοια

Δημοσίευση από omirosx »

ΜΙΚΡΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΕΝΝΟΙΑ
Κάποιος Γέρων άγιος από τους ασκητάς είχε παρρησίαν προς τον Θεόν,και ο Θεός έκαμε το θέλημα του, καθώς λέγει ο Προφήτης Δαυϊδ. Θελημάτων φοβουμένων αυτόν ποιήσει, και της δεήσεως αυτών εισακούσεται. Λοιπόν ο άγιος αββάς ούτος μίαν φοράν έλεγε δεόμενος προς τον Θεόν, δίδαξον με, τις είναι η Κρίσης αύτη;
Ότι βλέπω ο δούλος σου, ποτέ μεν άνδρας δικαίους και ευλαβείς, και ευρίσκονται εις πενίαν και δυστυχίαν ποτέ πάλιν αδίκους και αμαρτωλούς, και είναι εις πλούτον και ανάπαυσιν, και πολλοί δίκαιοι και ευλαβείς αδικούνται και βασανίζονται αδίκως,πολλοί δε άδικοι και άξιοι θανάτου αμαρτωλοί και παράνομοι ζώσι και ευπορούσι.
\
Ταύτα προσευχόμενος ο αββάς και δεόμενος του Θεού, να του αποκαλύψη το μυστήριον, ήκουσε φωνήν όπου του έλεγε, μη ζητείς εκείνα, τα οποία δεν φθάνει ο νους σου και η δύναμης της γνώσεως σου,μηδέ να ερευνάς τα απόκρυφα, διότι τα κρίματα του Θεού, ήτοι αι κρίσεις του Θεού, εκείνα όπου κρίνει και κάμνει, είναι άβυσσος και βάθος μέγα και πολύ

Πλήν επειδή εζήτησας να μάθης, κατέβα εις τον εις τον κόσμον, και κάθισε εις ένα μέρος, και πρόσεχε εις εκείνα όπου θέλεις δει, δια να καταλάβεις από την δοκιμή ταύτην την μικράν, μικρόν μέρος των κριμάτών του Θεού, και να γνωρίσεις πως είναι ανεξερεύνητος και ανεξεχνίαστος η προνοητική των πάντων του Θεού διακυβέρνησις.

Λοιπόν ο Γέρων, ως ήκουσε ταύτην την φωνήν, κατέβη μετά σπουδής εις τον κόσμον, και υπήγεν εις τον δρόμον πλατύν, όπου απερνούσσαν πολλοί, και εις ένα μέρος ήτον ένα λιβάδι και μία βρύση νερό καθαρό , ήτο δε εκεί και εις ένα δένδρον το οποίον είχε την ρίζα κρυφή, και μέσα εις την ρίζα του δένδρου εμβήκεν ο αββάς και εκρύυθη, και έβαλε εμπρός του από τα τσακίσματα του δένδρου, και εσκεπάσθη, και αφήκεν ολίγην τρύπα να βλέπει τα γενόμενα.

Λοιπόν είδε, και επέρνα ένας άνθρωπος πλούσιος, και ωσάν είδε τον δροσερόν εκείνον και χλοηφόρον κάμπο του λιβαδιού, και την γλυκόψυχρον και καθαρωτάτην βρύσιν, ωρέχθη να πεζεύση, διότι ήτον καύμα να αναπαυθε, και κατέβη από το άλογο του, και εκάθησε να φάγει ψωμί.

Όμως εκεί που ανεπαύετο, του εφάνη να ευγάλη το πουγγί όπου είχε σιμά του με εκατόν φλωριά να τα ιδή και να τα μετρίση, και αφού τα εμέτρησε, ηθέλησε πάλιν να τα βάλη εις τον τόπον όπου τα είχε.

Και από μίαν διπλωμάδα του φορέματος του ελανθάσθη, και θαρώντας πως τα έβαλε μέσα, εκείνα έπεσαν έξω, επάνω εις την γήν. Λοιπόν αφού έφαγε, και έπιε, και εκοιμήθη, και εσηκώθη, και έκαβαλ’ικευσε το άλογο του και εδιάβη, αφίνων τα φλωριά εκεί. Και διαβαίνων άλλος οδοιπόρος, υπήγε προς την βρύσιν να πίει νερόν, και ευρήκε τα φλωριά και τα επήρε και εδιάβη,

και δεν υπήγεν εις τον ίσιον δρόμο, αλλά έπιασε τόπους αβάτους από αμπέλια και χωράφια, και έγινε άφαντος. Λοιπόν ήλθε έτερος πεζοπόρος φορτωμένος και κουρασμένος και εκάθισεν εις την βρύσιν εκείνη να αναπαυθή και να παρηγορήση την δίψα του, και εύγαλε το καυκίοον του και το εγέμισε νερό, και έβαλε και ένα παξιμάδι μέσα να βραχή, και καθεζόμενος και αναπαυόμενος έτρωγε. Καθιζόμενος λοιπόν τοιουτοτρόπως ο πτωχός εκείνος, και τρώγων την ταπεινή εκείνη και πτωχικήν τροφή, την ώρα εκείνη εστράφη ο καβαλάρης εκείνος όπου άφηκεν εκεί τα φλωριά, και είχε μεγάλη σπουδήν τρέχων, έχων τα ομμμάτια του άγρια και ματωμένα,

και το πρόσωπο αυτού αλλιώτικο, και ήλθε κατεπάνω του πτωχού εκείνου, λέγων μετά θυμού, γρήγορα να μου δώσεις τα φλωριά όπου ευρήκες εδώ δε πτωχός εκείνος έλεγε με όρκους μεγάλους, πως δεν είδε τοιούτον πράγμα. Αυτός δε όπου τα έχασε θυμωμένος ων ως άγριον λεοντάρι,άρχισε να τον δέρνη και να τον κτυπά κατάκεφαλής με την βίτζαν του λουρίου του αλόγου,

και ο πτωχός εκείνος ώμνυε, πως δεν έχει τίποτε,, θυμωθείς περισσοτερον ο καβαλάρης εκείνος, εύγαλε το πελατίκι του, και έκρουσε τον πτωχόν εκείνον εις τον μέλιγκα και τον εθανάτωσε. Λοιπόν κατέβη από τα το άλογο, και ηρεύνησε όλα τα ρούχα και τα σακούλια του πεζοδρόμου εκείνου, και επειδή τίποτε δεν εύρε, εδιάβη λυπημένος πολύ,.

Ο δε ασκητικώτατος Γέρων εκείνος έβλεπεν αυτά όλα μέσα από την κουφάλα του δένδρου, και εξεπλήττετο και εθαύμαζε, και ελυπείτο πολύ, και έκλαιε δια τον άδικο φόνο όπου είδε, και εσφάζετο η καρδία του, και μετά δακρύων δεόμενος προς Κύριον, έλεγε, Κύριε τις είναι η βουλή σου αύτη; Γνώρησε μου του αμαρτωλού, πως υπομένει η αγαθότης σου; Άλλος τα έχασε, και έτερος τα ευρήκε και άλλος αδίκως να φονευθή;

Λοιπόν ταύτα δεομένου του Γέροντος, κατέβη Άγγελος Κυρίου διδάσκων και σαφηνίζω αυτώ τα πράγματα όπου είδε, και είπε προς αυτόν, μη λυπείσαι, Γέρων, μηδέ να σου κακοφαίνεται, και να νομίζεις ότι τάχα χωρίς θέλημα Θεού γίνονται ταύτα, διότι ταύτα με θέλημα Θεού γίνονται, αλλά κατά παραχώρισην, αλλά δια παίδευσιν, και άλλα δια οικονομίαν.

Διότι αυτός όπου έχασε τα φλωριά, είναι γείτονας εκείνου όπου τα ευρήκε, και εκείνος όπου τα ευρήκεν, είχεν ένα περιβόλιον, αξίας φλωρίων εκατόν, αυτός δε ο πλούσιος ήτον πλεονέκτης και το επήρε δυναστικώς μόνον δια πεντήκοντα φλωρία, ο δε πτωχός εκείνος, μη έχων τι ποιήσαι, παρακάλεσε τον Θεόν να κάμει την εκδίκησιν,
δια τούτο ωκονόμησεν ο Θεός εις τοιούτον τρόπον, και του τα έδωκε διπλά, αντί τα πεντήκοντα, εκατόν, τα οποία έχασεν ο πλεονέκτης, όπου επήρε το περιβό΄λιον των εκατόν φλωρίων δια πεντήκοντα, εκείνος δε ο άνθρωπος ο κουρασμένος, όπου δεν ευρήκε τίποτα και εφονεύθη αδίκως, είχε κάμε μίαν φοράν φόνον, όμως δια να έχη έργα χριστιανικά και Θεάρεστα,

θέλων ο Θεός να τον σώση και να το καθαρίσει από την αμαρτία του φόνου όπου έκαμε ¨η θεληματικώς, ¨η σατανικώς δια τούτο ωκονόμησε, και εφονεύθη αδίκως και παραλόγως, δια να σωθεί η ψυχή αυτού.

Αυτός δε ο πλεονέκτης ΄όπου έχασε τα φλωριά, και έκαμε τον φόνον, έμελλε να κολασθεί από την πλεονεξία του και την φιλαργυρία του και διά τούτο τον αφήκεν ο Θεός, και έπεσεν εις το αμάρτημα του φόνου, δια να πονέση η ψυχή του τη φανερήν αμαρτία, να ζητήση μετάνοιαν. Και ιδού από την αφορμήν ταύτην αφίνει τον κόσμο και τα του κόσμου, και υπάγει να γένη καλόγηρος να σώσει την ψυχήν του. Λοιπόν πήγαινε εις το κελλί σου, και μη πολυξετάζεις τας κρίσεις του Θεού, διότι ο Θεός ταις κάμει δικαίως, και καθώς ηξεύρει, και εσύ νομίζεις ότι γίνονται αδίκως. Γίνωσκε λοιπόν ότι και άλλα πολλά γίνονται εις τον κόσμον με θέλημα Θεού, δια αφορμαίς, όπου δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι, και πρέπει να λέγει καθ’ ένας Δίκαιος εί Κύριε, και ευθείαι αι κκρίσεις σου. Αμήν
giorgospet
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 250
Εγγραφή: Παρ Αύγ 01, 2008 5:00 am
Τοποθεσία: ΓΙΩΡΓΟΣ @ ΡΕΘΥΜΝΟ

Δημοσίευση από giorgospet »

Πολύ ωραία ιστορία, μας συνετίζει και εμάς που λέμε συχνα : ''μα γιατί Θεέ μου συμβαίνει αυτό;;;''
-Για να έρθεις στην κατάσταση που να μην μπορείς να χωρέσεις την χαρά, ούτε να την εκφράσεις, χρειάζεται να προσέξεις τρία πράγματα :
• να κινείσαι απλά,
• να μην ασχολείσαι με τους άλλους,
• να λες την ευχή.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”