===============================================
Ομιλία εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον της Α΄ Κυριακής,
ότι η τήρησις των θείων εντολών είναι χορηγός και των επίγειων αγαθών.
Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπ. Αστραχάν και Σταυρουπόλεως
Δύο προστάγματα του Θεού ακούει ο Πέτρος και οι άλλοι μαθηταί του Χριστού που ήσαν μαζί του. «Χαλάσατε (ρίψετε) τα δίκτυα υμών εις άγραν», αυτό είναι το πρώτον· «μη φοβού, από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών» ή όπως λέγουν ο Ματθαίος και ο Μάρκος: «δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων», αυτό είναι το δεύτερον. Οι μαθηταί υπακούοντας προθύμως στο μεν πρώτον είχαν επιτυχίαν, έπιασαν δηλαδή αναρίθμητον πλήθος ιχθύων· υπακούοντας δε ευθύς και στο δεύτερον, έγιναν σύνθρονοι του Ιησού Χριστού· Τούτο αποδεικνύει επαρκώς ότι, όσοι υποτάσσονται στα θεία προστάγματα, όχι μόνο κληρονομούν την αιώνιον Βασιλείαν, αλλά γίνονται ευτυχείς και σε αυτήν την πρόσκαιρον ζωήν. Επειδή όμως ορισμένοι, στοχαζόμενοι ότι το ανθρώπινο γένος από την αμαρτίαν του προπάτορος εξωρίσθη σ΄ αυτήν την γη για να πάσχη πάντοτε και να τιμωρήται, νομίζουν ότι όλοι οι νόμοι και τα προστάγματα του Θεού δεν αποβλέπουν καθόλου στην ειρηνικήν και ευτυχή κατάσταση του ανθρώπου στον κόσμον αυτόν, αλλ΄ αφορούν ειδικώς και μόνον στην ψυχικήν σωτηρία μας, γι΄ αυτό είναι ωφέλιμο να λαλήσωμε σήμερα κατά της πεπλανημένης αυτής γνώμης και να δείξωμε ότι αυτή εναντιώνεται όχι μόνο στην διδασκαλία των Θείων Γραφών και στα ιστορούμενα και βλεπόμενα παραδείγματα, αλλά και σ΄ αυτόν τον ορθόν λόγον.
Είναι αναρίθμητα τα ρητά των θείων Γραφών τα οποία υπόσχονται στους εργάτες των θείων εντολών αμοιβές επουρανίους, συγχρόνως δε και επιγείους. Για να μη σας επιβαρύνω όμως και επεκτείνω τον λόγον πέραν από το μέτρον, σιωπώ τα περί της γης της επαγγελίας και όσα διαλαμβάνουν για την βροχήν την πρώιμον και την όψιμον και την καρποφορίαν της γης και όσα δηλώνουν τον πολλαπλασιασμόν του γένους και τις νίκες κατά των εχθρών και όσα περιέχονται στις ευλογίες του Ιακώβ και του Μωϋσέως και στα βιβλία των αγίων Προφητών. Δύο μόνον θα προβάλλω από την Παλαιάν και δύο από την Καινήν Διαθήκην, ικανά για να πληροφορήσουν κάθε άνθρωπον ο οποίος έχει υγιείς τας φρένας. Το πρώτον από αυτά το ανήγγειλεν ως εκ στόματος Θεού ο μεγαλοφωνότατος Προφήτης Ησαΐας, όταν απεστάλη για να κηρύξη την θείαν απόφασι: «Εάν θέλητε», είπε «και εισακούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε· εάν δε μη θέλητε, μηδέ εισακούσητέ μου, μάχαιρα υμάς κατέδεται· το γαρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα». Το δεύτερον το εκήρυξεν ο άγιος Προφήτης και βασιλεύς Δαυΐδ· αυτός, ομιλώντας για τις ανταποδόσεις οι οποίες δίδονται στον δίκαιον άνθρωπο, τελειώνει τον λόγο φανερώνοντας πρώτον την επίγειον αμοιβή, «μακρότητα ημερών», λέγει «εμπλήσω αυτόν», έπειτα και την επουράνιον «και δείξω αυτώ το σωτήριόν μου».
Ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος ήλθε στον κόσμον όχι «ίνα καταλύση, αλλ΄ ίνα πληρώση τον νόμον», δηλαδή για να διδάξη τα μαθήματα της τελειότητος τα οποία δεν περιέχονται στον νόμον - «ουδέν γαρ τελείωσεν ο νόμος», λόγω της αδυναμίας εκείνων που τον εδέχθησαν -, υπεσχέθη φανερά και όλα τα αγαθά της γης σε όσους δια της δικαιοσύνης και αρετής ζητούν την κληρονομίαν της Βασιλείας του Θεού: «Ζητείτε», είπε, «πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». Ομιλώντας δε περί εκείνων, οι οποίοι για την αγάπην του εγκαταλείπουν υπάρχοντα και συγγενείς, εκήρυξε και αποφασιστικώς εβεβαίωσεν ότι αυτοί λαμβάνουν τις αμοιβές και σ΄ αυτόν τον κόσμον: «Αμήν λέγω υμίν· ουδείς εστίν, ός αφήκεν οικίαν ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, εάν μη λάβη εκατονταπλασίονα νυν εν τω καιρώ τούτω, οικίας και αδελφούς και αδελφάς και μητέρας και τέκνα και αγρούς, μετά διωγμών, και εν τω αιώνι τω ερχομένω ζωήν αιώνιον». Όποιος πιστεύει στον Θεόν και είναι πεπεισμένος ότι τα λόγια των θείων Γραφών είναι λόγια Θεού, εκείνος, ακούοντας αυτά δεν έχει καμμίαν αμφιβολίαν ότι για την υπακοή στα θεία προστάγματα λαμβάνουμε διπλή την μισθαποδοσίαν, επίγειον και ουράνιον, πρόσκαιρον και αιώνιον. Και επειδή τα παραδείγματα αυξάνουν την περί της αληθείας αυτής βεβαιότητα, ούτε αυτά θα παραλείψωμε.
Eάν θέλει η Κυρία Θεοτόκος, θα συνεχισθεί.
===============================================
Ομιλία εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον της Α΄ Κυριακής.
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3145
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
- Επικοινωνία:
===============================================
Ομιλία εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον της Α΄ Κυριακής,
ότι η τήρησις των θείων εντολών είναι χορηγός και των επίγειων αγαθών.
Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπ. Αστραχάν και Σταυρουπόλεως
Προστάσσει ο Θεός τον Αβραάμ λέγοντας: «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου και δεύρο εις γην, ην αν σοι δείξω». Ο Αβραάμ επίστευσε και υπήκουσε στον Θεόν· και ο Θεός έδωσε σ΄ αυτόν πλούτον πολύν· «Άβραμ δε ην πλούσιος σφόδρα κτήνεσι και αργυρίω και χρυσίω»· αυτό είναι αγαθόν επίγειον. Του εχάρισε νίκην κατά των εχθρών μεγάλην· εκτύπησε τέσσαρες βασιλείς «και κατεδίωξεν αυτούς έως Χοβά, η εστίν εν αριστερά Δαμασκού· και απέστρεψε πάσαν την ίππον Σοδόμων· και Λωτ τον αδελφιδούν αυτού απέστρεψε και πάντα τα υπάρχοντα αυτού και τας γυναίκας και τον λαόν»· αυτό είναι αγαθόν επίγειον. Του έδωσεν υιόν από την Σάρρα, την στείρα γυναίκα του και επλήθυνε τους απογόνους του ωσάν τα αστέρια του ουρανού· «ιδού Σάρρα η γυνή σου τέξεταί σοι υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ισαάκ»· «αρίθμησον τους αστέρας, ει δυνήση εξαριθμήσαι αυτούς· και είπεν· ούτως έσται το σπέρμα σου»· αυτά είναι αγαθά επίγεια. Βλέπε τον Ιακώβ· αυτός αναχωρεί από την πατρικήν οικία, χωρίς να έχη τίποτε άλλο εκτός από την ράβδο του· αλλ΄ ανεγείρει στήλην και προσεύχεται και υπόσχεται στον Θεόν το δέκατον όλων των μελλόντων κτημάτων του. Και ο Θεός τού έδωσε βόες και όνους και πρόβατα και υπηρέτες και υπηρέτριες· «ικανούσθω μοι», φθάνει, έλεγε, όταν ευχαριστούσε τον Θεόν, «από πάσης δικαιοσύνης και από πάσης αληθείας, ης εποίησας τω παιδί σου· εν γαρ τη ράβδω μου ταύτη διέβην τον Ιορδάνην τούτον· νυνί δε γέγονα εις δύο παρεμβολάς (κατασκηνώσεις)». Ποίος αμφιβάλλει ότι όλα αυτά είναι αγαθά επίγεια; Βλέπε τον Δαυΐδ, τον άνδρα κατά την καρδίαν του Θεού· αυτόν εξέλεξεν ο Θεός, αυτόν «ανέλαβεν εκ τον ποιμνίων των προβάτων, εξόπισθεν των λοχευομένων έλαβεν αυτόν», και τον έστεψε με το βασιλικόν διάδημα και τον ύψωσε στον θρόνον της βασιλείας του Ισραήλ· και τούτο τι άλλο είναι παρά αγαθόν επίγειον; Περί δε του ότι ο Αβραάμ και ο Ιακώβ και ο Δαυΐδ είναι κληρονόμοι της επουρανίου Βασιλείας ουδείς αμφιβάλλει.
Μετά τα λόγια των θείων Γραφών και τα αληθή παραδείγματα μάς αναγκάζει ο λόγος να πιστεύσωμε ότι το προκείμενον είναι αληθές· διότι εάν ο Θεός δεν χαρίζη τα αγαθά της γης στους φίλους του, οι οποίοι τηρούν τις εντολές του και πράττουν το θέλημά του, τότε σε ποίους τα χαρίζει; στους εχθρούς του; στους παραβάτες των νόμων του και περιφρονητάς του θείου του θελήματος; Όχι· αυτό είναι αδύνατον, επειδή είναι άδικον. Εάν δε ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί απολαμβάνουν τα επίγεια αγαθά, ματαίως λοιπόν ο Θεός εδημιούργησε τόσα άνθη, τόσους καρπούς, τόσα πολυποίκιλα και αμέτρητα κτίσματα· ματαίως έδωσε τόσην σοφία στον νου και τόσες τέχνες στα χέρια του ανθρώπου ώστε να κατασκευάζει τόσα, αναρίθμητα πράγματα, τα οποία προξενούν κάθε άνεσι και τέρψι· αλλά ποίος θα πεισθή ποτέ ότι ο Θεός ο οποίος είναι πάνσοφος και προνοητικώτατος, εδημιούργησε πράγματα άχρηστα και εποίησε τόσα και τοιαύτα κτίσματα ματαίως;
Αληθώς η αμαρτία του προπάτορος μας κατέστησε φθαρτούς και μας εξώρισεν από τον Παράδεισο· αληθώς για την αμαρτία του προπάτορος ο Θεός κατηράσθη την γην και είπεν: «Επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου»· είπεν «εν λύπαις φαγή αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου»· είπεν «Ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι». Ναι, αληθώς· αλλά γιατί αυτά; Είναι φανερόν ότι για την αμαρτίαν. Εάν λοιπόν λείψη η αμαρτία και αντί αυτής έλθη η αρετή, άραγε πάλι και μετά την αρετήν η γη επικατάρατος και λύπαι και άκανθαι και τρίβολοι; Όχι· η αρετή ανεβάζει τον άνθρωπο στην κατάστασι του Προπάτορος, την προπτωτικήν· εκείνη δε η κατάστασις είναι η κατάστασις της ευλογίας, της χαράς και της ανέσεως. Σ΄ αυτήν την κατάστασιν ευρίσκετο ο Δαυΐδ, όταν έπραττε το θέλημα του Θεού· όταν όμως έπραξε την αμαρτίαν, τότε ησθάνθη την κατάραν της γης και τις λύπες και τις άκανθες και τους τριβόλους της· γι΄ αυτό ικετεύοντας μετά δακρύων έλεγεν: «Απόδος μοι (ξαναδώσε μου) την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με». Αυτό το ηγεμονικόν Πνεύμα, το οποίον είχεν ο άνθρωπος πριν από την αμαρτίαν, έρχεται πάλι στην καρδιά του μετά την αρετήν· αυτό τον κάνει ανώτερον από όλα τα γήινα· αυτό τον πείθει να τα θεωρή όλα σαν απορρίμματα «Και ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι», έλεγεν ο άνθρωπος του Θεού, «ίνα Χριστόν κερδήσω». Αυτό το Πνεύμα το ηγεμονικόν έχει την ιδιότητα να στηρίζη τόσον πολύ, ώστε και η κατάρα της γης και οι λύπες και οι άκανθες και οι τρίβολοί της να προξενούν χαράν. «Νυν», έλεγεν ο ίδιος ο άνθρωπος του Θεού Παύλος, τώρα, όταν έφθασα στην τελειότητα της αρετής, «χαίρω εν τοις παθήμασί μου».
Συνεχίζεται.
===============================================
Ομιλία εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον της Α΄ Κυριακής,
ότι η τήρησις των θείων εντολών είναι χορηγός και των επίγειων αγαθών.
Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπ. Αστραχάν και Σταυρουπόλεως
Προστάσσει ο Θεός τον Αβραάμ λέγοντας: «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου και δεύρο εις γην, ην αν σοι δείξω». Ο Αβραάμ επίστευσε και υπήκουσε στον Θεόν· και ο Θεός έδωσε σ΄ αυτόν πλούτον πολύν· «Άβραμ δε ην πλούσιος σφόδρα κτήνεσι και αργυρίω και χρυσίω»· αυτό είναι αγαθόν επίγειον. Του εχάρισε νίκην κατά των εχθρών μεγάλην· εκτύπησε τέσσαρες βασιλείς «και κατεδίωξεν αυτούς έως Χοβά, η εστίν εν αριστερά Δαμασκού· και απέστρεψε πάσαν την ίππον Σοδόμων· και Λωτ τον αδελφιδούν αυτού απέστρεψε και πάντα τα υπάρχοντα αυτού και τας γυναίκας και τον λαόν»· αυτό είναι αγαθόν επίγειον. Του έδωσεν υιόν από την Σάρρα, την στείρα γυναίκα του και επλήθυνε τους απογόνους του ωσάν τα αστέρια του ουρανού· «ιδού Σάρρα η γυνή σου τέξεταί σοι υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ισαάκ»· «αρίθμησον τους αστέρας, ει δυνήση εξαριθμήσαι αυτούς· και είπεν· ούτως έσται το σπέρμα σου»· αυτά είναι αγαθά επίγεια. Βλέπε τον Ιακώβ· αυτός αναχωρεί από την πατρικήν οικία, χωρίς να έχη τίποτε άλλο εκτός από την ράβδο του· αλλ΄ ανεγείρει στήλην και προσεύχεται και υπόσχεται στον Θεόν το δέκατον όλων των μελλόντων κτημάτων του. Και ο Θεός τού έδωσε βόες και όνους και πρόβατα και υπηρέτες και υπηρέτριες· «ικανούσθω μοι», φθάνει, έλεγε, όταν ευχαριστούσε τον Θεόν, «από πάσης δικαιοσύνης και από πάσης αληθείας, ης εποίησας τω παιδί σου· εν γαρ τη ράβδω μου ταύτη διέβην τον Ιορδάνην τούτον· νυνί δε γέγονα εις δύο παρεμβολάς (κατασκηνώσεις)». Ποίος αμφιβάλλει ότι όλα αυτά είναι αγαθά επίγεια; Βλέπε τον Δαυΐδ, τον άνδρα κατά την καρδίαν του Θεού· αυτόν εξέλεξεν ο Θεός, αυτόν «ανέλαβεν εκ τον ποιμνίων των προβάτων, εξόπισθεν των λοχευομένων έλαβεν αυτόν», και τον έστεψε με το βασιλικόν διάδημα και τον ύψωσε στον θρόνον της βασιλείας του Ισραήλ· και τούτο τι άλλο είναι παρά αγαθόν επίγειον; Περί δε του ότι ο Αβραάμ και ο Ιακώβ και ο Δαυΐδ είναι κληρονόμοι της επουρανίου Βασιλείας ουδείς αμφιβάλλει.
Μετά τα λόγια των θείων Γραφών και τα αληθή παραδείγματα μάς αναγκάζει ο λόγος να πιστεύσωμε ότι το προκείμενον είναι αληθές· διότι εάν ο Θεός δεν χαρίζη τα αγαθά της γης στους φίλους του, οι οποίοι τηρούν τις εντολές του και πράττουν το θέλημά του, τότε σε ποίους τα χαρίζει; στους εχθρούς του; στους παραβάτες των νόμων του και περιφρονητάς του θείου του θελήματος; Όχι· αυτό είναι αδύνατον, επειδή είναι άδικον. Εάν δε ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί απολαμβάνουν τα επίγεια αγαθά, ματαίως λοιπόν ο Θεός εδημιούργησε τόσα άνθη, τόσους καρπούς, τόσα πολυποίκιλα και αμέτρητα κτίσματα· ματαίως έδωσε τόσην σοφία στον νου και τόσες τέχνες στα χέρια του ανθρώπου ώστε να κατασκευάζει τόσα, αναρίθμητα πράγματα, τα οποία προξενούν κάθε άνεσι και τέρψι· αλλά ποίος θα πεισθή ποτέ ότι ο Θεός ο οποίος είναι πάνσοφος και προνοητικώτατος, εδημιούργησε πράγματα άχρηστα και εποίησε τόσα και τοιαύτα κτίσματα ματαίως;
Αληθώς η αμαρτία του προπάτορος μας κατέστησε φθαρτούς και μας εξώρισεν από τον Παράδεισο· αληθώς για την αμαρτία του προπάτορος ο Θεός κατηράσθη την γην και είπεν: «Επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου»· είπεν «εν λύπαις φαγή αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου»· είπεν «Ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι». Ναι, αληθώς· αλλά γιατί αυτά; Είναι φανερόν ότι για την αμαρτίαν. Εάν λοιπόν λείψη η αμαρτία και αντί αυτής έλθη η αρετή, άραγε πάλι και μετά την αρετήν η γη επικατάρατος και λύπαι και άκανθαι και τρίβολοι; Όχι· η αρετή ανεβάζει τον άνθρωπο στην κατάστασι του Προπάτορος, την προπτωτικήν· εκείνη δε η κατάστασις είναι η κατάστασις της ευλογίας, της χαράς και της ανέσεως. Σ΄ αυτήν την κατάστασιν ευρίσκετο ο Δαυΐδ, όταν έπραττε το θέλημα του Θεού· όταν όμως έπραξε την αμαρτίαν, τότε ησθάνθη την κατάραν της γης και τις λύπες και τις άκανθες και τους τριβόλους της· γι΄ αυτό ικετεύοντας μετά δακρύων έλεγεν: «Απόδος μοι (ξαναδώσε μου) την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με». Αυτό το ηγεμονικόν Πνεύμα, το οποίον είχεν ο άνθρωπος πριν από την αμαρτίαν, έρχεται πάλι στην καρδιά του μετά την αρετήν· αυτό τον κάνει ανώτερον από όλα τα γήινα· αυτό τον πείθει να τα θεωρή όλα σαν απορρίμματα «Και ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι», έλεγεν ο άνθρωπος του Θεού, «ίνα Χριστόν κερδήσω». Αυτό το Πνεύμα το ηγεμονικόν έχει την ιδιότητα να στηρίζη τόσον πολύ, ώστε και η κατάρα της γης και οι λύπες και οι άκανθες και οι τρίβολοί της να προξενούν χαράν. «Νυν», έλεγεν ο ίδιος ο άνθρωπος του Θεού Παύλος, τώρα, όταν έφθασα στην τελειότητα της αρετής, «χαίρω εν τοις παθήμασί μου».
Συνεχίζεται.
===============================================
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3145
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
- Επικοινωνία:
===============================================
Ομιλία εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον της Α΄ Κυριακής,
ότι η τήρησις των θείων εντολών είναι χορηγός και των επίγειων αγαθών.
Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπ. Αστραχάν και Σταυρουπόλεως
Επειδή λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι φανερόν ότι όποιος θέλει τα αγαθά του κόσμου τούτου, εκείνος πρέπει να περιπατή τον δρόμον της αρετής· ενώ εμείς οι άθλιοι πιστεύουμε και πειθόμεθα ότι τρέχοντας στους κρημνούς της απώλειας, εκεί ευρίσκουμε την απόλαυσι των αγαθών της παρούσης ζωής. Ο πανάγαθος Θεός έδωσε στους ανθρώπους τον νόμον του οδηγόν προς την ευτυχίαν, και τον διεμέρισε σε δέκα εντολές. Λάτρευε, λέγει, και αγάπα μόνον τον αληθινόν Θεόν, και ποτέ να μη προσκυνήσης ούτε να λατρεύσης την κτίσι· εμείς λησμονούμε τον Θεόν και αφιερώνουμε τις καρδιές μας στα κτίσματα, δηλαδή στους αγρούς, στους αμπελώνες, στους κήπους, στα κειμήλια· εμείς προσκυνούμε ως Θεόν τον χρυσό και το αργύριον· Μη ορκίζεσαι, λέγει ο Θεός, στο όνομά μου· εμείς σχεδόν κάθε ώρα και για πράγματα ευτελέστατα κάνουμε όρκους και φυλαττομένους και αθετουμένους, και αληθείς και ψευδείς. Φυλάττε την εορτήν, λέγει ο Θεός· και εμείς τις ημέρες των εορτών όχι μόνον δεν ερχόμεθα στην εκκλησία για να ακούσωμε τον λόγον του Θεού, να ζητήσωμε την συγχώρησι των αμαρτιών μας και να τον δοξολογήσωμε για τις αμέτρητες ευεργεσίες του, όχι μόνον πωλούμε και αγοράζουμε και εργαζόμεθα κατά τις ημέρες των εορτών, αλλά περιμένουμε τις εορτές για να λύσωμε τον χαλινόν της εγκρατείας και της σωφροσύνης και έτσι να εκτελέσωμε κάθε αμαρτίαν. Τίμα τον πατέρα σου, προστάττει ο Θεός, και την μητέρα σου· εμείς δε, επαναστατώντας και εναντίον της ίδιας της φύσεως, παραβλέπουμε τους γονείς μας, έστω και αν έχουν ανάγκην από την βοήθειάν μας· πολλές φορές μάλιστα καταντούμε σε τόσην απανθρωπιάν, ώστε και τους περιφρονούμε. Μη μοιχεύσεις, δίδει εντολήν ο Θεός, μη κλέψης, μη φονεύσης, μη ψευδομαρτυρήσης, μην επιθυμήσης ξένον πράγμα· εμείς όμως μολύνουμε την ξένην κλίνην, και την περιουσίαν των άλλων αρπάζουμε και τα χέρια στο αίμα του αδελφού μας τα βάπτουμε και ψευδομαρτυρούμε, και επιβουλευόμεθα τα ξένα πράγματα. Και παροργίζοντας με αυτό τον τρόπον τον Βασιλέα της δόξης, ελπίζουμε μακρότητα ημερών και πλούτον πολύν και δόξαν μεγαλοπρεπή και τα λοιπά αγαθά της γης· ω πλάνη σατανική!
Και άλλη όμως πλάνη, χειροτέρα από αυτήν κατακυριεύει πολλούς· πιστεύουν πολλοί ότι ο πολιτικός άνθρωπος απολαμβάνει τα αγαθά του κόσμου. Ο πολιτικός, λέγουν, γίνεται στον κόσμον αυτόν ευτυχής. Και γίνομαι πολιτικός, όταν μισώ και υποκρίνομαι ότι αγαπώ· όταν έχω την έχθραν στην καρδιά μου και τα γλυκά και φιλικά λόγια στα χείλη μου· όταν είμαι εχθρός θανατηφόρος και φαίνομαι φίλος ηγαπημένος. Γίνομαι πολιτικός όταν, για να αρέσω στους ανθρώπους, λέγω το πικρόν γλυκύ και το γλυκύ πικρόν· όταν ονομάζω το σκότος φως και το φως σκότος. Όταν με ψεύδος ή δόλον ή με διαφόρους άλλους τρόπους πλανήσω τον αδελφόν μου και επιτύχω τους σκοπούς μου, τότε είμαι πολιτκός· όταν άλλο σκέπτομαι και άλλο λέγω, άλλο θέλω και άλλο ζητώ, τότε είμαι πολιτικός. Ώστε, για να ειπούμε την αλήθειαν φανερά, πολιτικός είναι ο υποκριτής, ο κόλαξ, ο δόλιος, ο ψεύστης, ο πανούργος και ο πονηρός· η δε επιστήμη που καλείται «πολιτική» και τόσον επαινείται από τους ανθρώπους και θαυμάζεται, είναι τέχνη φανερά διαβολική.
Ακολουθεί το τέλος.
===============================================
Ομιλία εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον της Α΄ Κυριακής,
ότι η τήρησις των θείων εντολών είναι χορηγός και των επίγειων αγαθών.
Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπ. Αστραχάν και Σταυρουπόλεως
Επειδή λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι φανερόν ότι όποιος θέλει τα αγαθά του κόσμου τούτου, εκείνος πρέπει να περιπατή τον δρόμον της αρετής· ενώ εμείς οι άθλιοι πιστεύουμε και πειθόμεθα ότι τρέχοντας στους κρημνούς της απώλειας, εκεί ευρίσκουμε την απόλαυσι των αγαθών της παρούσης ζωής. Ο πανάγαθος Θεός έδωσε στους ανθρώπους τον νόμον του οδηγόν προς την ευτυχίαν, και τον διεμέρισε σε δέκα εντολές. Λάτρευε, λέγει, και αγάπα μόνον τον αληθινόν Θεόν, και ποτέ να μη προσκυνήσης ούτε να λατρεύσης την κτίσι· εμείς λησμονούμε τον Θεόν και αφιερώνουμε τις καρδιές μας στα κτίσματα, δηλαδή στους αγρούς, στους αμπελώνες, στους κήπους, στα κειμήλια· εμείς προσκυνούμε ως Θεόν τον χρυσό και το αργύριον· Μη ορκίζεσαι, λέγει ο Θεός, στο όνομά μου· εμείς σχεδόν κάθε ώρα και για πράγματα ευτελέστατα κάνουμε όρκους και φυλαττομένους και αθετουμένους, και αληθείς και ψευδείς. Φυλάττε την εορτήν, λέγει ο Θεός· και εμείς τις ημέρες των εορτών όχι μόνον δεν ερχόμεθα στην εκκλησία για να ακούσωμε τον λόγον του Θεού, να ζητήσωμε την συγχώρησι των αμαρτιών μας και να τον δοξολογήσωμε για τις αμέτρητες ευεργεσίες του, όχι μόνον πωλούμε και αγοράζουμε και εργαζόμεθα κατά τις ημέρες των εορτών, αλλά περιμένουμε τις εορτές για να λύσωμε τον χαλινόν της εγκρατείας και της σωφροσύνης και έτσι να εκτελέσωμε κάθε αμαρτίαν. Τίμα τον πατέρα σου, προστάττει ο Θεός, και την μητέρα σου· εμείς δε, επαναστατώντας και εναντίον της ίδιας της φύσεως, παραβλέπουμε τους γονείς μας, έστω και αν έχουν ανάγκην από την βοήθειάν μας· πολλές φορές μάλιστα καταντούμε σε τόσην απανθρωπιάν, ώστε και τους περιφρονούμε. Μη μοιχεύσεις, δίδει εντολήν ο Θεός, μη κλέψης, μη φονεύσης, μη ψευδομαρτυρήσης, μην επιθυμήσης ξένον πράγμα· εμείς όμως μολύνουμε την ξένην κλίνην, και την περιουσίαν των άλλων αρπάζουμε και τα χέρια στο αίμα του αδελφού μας τα βάπτουμε και ψευδομαρτυρούμε, και επιβουλευόμεθα τα ξένα πράγματα. Και παροργίζοντας με αυτό τον τρόπον τον Βασιλέα της δόξης, ελπίζουμε μακρότητα ημερών και πλούτον πολύν και δόξαν μεγαλοπρεπή και τα λοιπά αγαθά της γης· ω πλάνη σατανική!
Και άλλη όμως πλάνη, χειροτέρα από αυτήν κατακυριεύει πολλούς· πιστεύουν πολλοί ότι ο πολιτικός άνθρωπος απολαμβάνει τα αγαθά του κόσμου. Ο πολιτικός, λέγουν, γίνεται στον κόσμον αυτόν ευτυχής. Και γίνομαι πολιτικός, όταν μισώ και υποκρίνομαι ότι αγαπώ· όταν έχω την έχθραν στην καρδιά μου και τα γλυκά και φιλικά λόγια στα χείλη μου· όταν είμαι εχθρός θανατηφόρος και φαίνομαι φίλος ηγαπημένος. Γίνομαι πολιτικός όταν, για να αρέσω στους ανθρώπους, λέγω το πικρόν γλυκύ και το γλυκύ πικρόν· όταν ονομάζω το σκότος φως και το φως σκότος. Όταν με ψεύδος ή δόλον ή με διαφόρους άλλους τρόπους πλανήσω τον αδελφόν μου και επιτύχω τους σκοπούς μου, τότε είμαι πολιτκός· όταν άλλο σκέπτομαι και άλλο λέγω, άλλο θέλω και άλλο ζητώ, τότε είμαι πολιτικός. Ώστε, για να ειπούμε την αλήθειαν φανερά, πολιτικός είναι ο υποκριτής, ο κόλαξ, ο δόλιος, ο ψεύστης, ο πανούργος και ο πονηρός· η δε επιστήμη που καλείται «πολιτική» και τόσον επαινείται από τους ανθρώπους και θαυμάζεται, είναι τέχνη φανερά διαβολική.
Ακολουθεί το τέλος.
===============================================
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3145
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
- Επικοινωνία:
===============================================
Ομιλία εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον της Α΄ Κυριακής,
ότι η τήρησις των θείων εντολών είναι χορηγός και των επίγειων αγαθών.
Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπ. Αστραχάν και Σταυρουπόλεως
Ακούστε και άλλην, τρίτην πλάνην, χειροτέραν από τις πρώτες· πολλοί πιστεύουν ότι η ακριβής τήρησις του νόμου εμποδίζει την απόλαυσι των επίγειων αγαθών. Πώς ημπορεί, λέγουν, ο ηγεμών ή ο άρχοντας να ευτυχή στην διοίκησι του κράτους του, εάν μερικές φορές δεν καταφεύγη στο ψεύδος και στην αδικίαν, παρακινούμενος από τις περιστάσεις; εάν ο έμπορος αποφεύγη τους όρκους, το ψεύδος, την απάτην, ούτε κερδίζει ούτε πλουτίζει· εάν ο τεχνίτης απέχη από την δολιότητα, γίνεται πτωχός και δυστυχής. «Ο κόσμος» λέγουν, «εν τω πονηρώ κείται»· εάν δεν χρησιμοποιήσης τον δόλον, την απάτην και το ψεύδος, ούτε να πολιτευθής ημπορείς, ούτε να ζήσης· το πνεύμα, ο νους, η επιτηδειότης φέρνουν την ευτυχίαν στην παρούσαν ζωήν, όχι η ακριβής τήρησις του νόμου.
Άνθρωπε πεπλανημένε, πώς δεν καταλαβαίνεις την απάτην σου και τους παραλογισμούς σου; ποίος δίδει εντολή στα νέφη να μη βρέξουν; ποίος βρέχει σε μίαν πόλιν, ενώ σε άλλην δεν βρέχει; ποίος για να συντρίψη «την ύβριν της υπερηφανίας, ποιεί υμίν τον ουρανόν σιδηρούν και την γην υμών ωσεί χαλκήν»; ποίος «εξάγει ανέμους εκ θησαυρών αυτού»; ποίος εξαποστέλλει το πυρ στις πόλεις για να εξαφανισθούν τα θεμέλιά τους; ποίος μεταβάλλει την δύναμι του πυρός σε δρόσον; ποίος σείει «τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν»; ποίος εξουσιάζει τον ήλιον, την σελήνη, τα άστρα, το φως, τα στοιχεία, όλα τα κτίσματα; Ποίος άλλος εκτός από τον Θεόν; Αυτός εποίησε τα πάντα, κάτω από την εξουσίαν του είναι τα σύμπαντα· «ότι εν τη χειρί αυτού τα πέρατα της γης και τα ύψη των ορέων αυτού εισίν· ότι αυτού εστίν η θάλασσα και αυτός εποίησεν αυτήν και την ξηρά αι χείρες αυτού έπλασαν». Αυτός έθεσε νόμους για όλες τις κινήσεις της φύσεως και αυτός μεταβάλλει, όπως θέλει, τις ιδιότητες όλων των πραγμάτων· αυτός «ανοίγει την χείρα αυτού και εμπιπλά παν ζώον ευδοκίας (γεμίζει κάθε τι το ζωντανό με την εύνοιάν του)» · αυτός «θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει, πτωχίζει και πλουτίζει, ταπεινοί και ανυψοί, ανιστά από γης πένητα και από κοπριάς εγείρει πτωχόν καθίσαι μετά δυναστών λαού». Και συ ο σκώληκας της γης με την παράβασι των εντολών παροργίζεις τον Βασιλέα και εξουσιαστήν όλων των ουρανίων και επιγείων, και έπειτα ελπίζεις να απολαύσης τα επίγεια αγαθά του; συ, χρησιμοποιώντας την πολιτικήν σου και πράττοντας με αυτήν τις πανουργίες του διαβόλου παραπικραίνεις τον Παντοκράτορα, και έπειτα πιστεύεις ότι με τον τρόπον αυτόν γίνεσαι ευτυχής; συ με την υπερηφάνεια και τις άλλες αμαρτίες διεγείρεις εναντίον σου την θείαν αγανάκτησι και έπειτα πείθεσαι ότι ο Θεός θα σου δώση τα αγαθά, τα οποία υπεσχέθη σε όσους πράττουν το θέλημα αυτού;
Αλλ΄ εμείς βλέπουμε, λέγετε, ότι ωρισμένοι τηρούν τους νόμους του Θεού και όμως δυστυχούν, ενώ πολλοί τους παραβαίνουν και όμως ζουν ευτυχισμένοι. Για μεν τους πρώτους σας αποκρίνεται ο θείος Απόστολος Παύλος, λέγοντας «τις γαρ οίδεν ανθρώπων τα του ανθρώπου ειμή το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ;» κανείς δεν γνωρίζει τα απόκρυφα του ανθρώπου· αλλά μήπως εκείνος, το οποίον συ νομίζεις δίκαιον και άγιον είναι υποκριτής και ψεύστης, και καθαρίζει, όπως οι Φαρισαίοι, «το έξωθεν του ποτηρίου και του πίνακος (πιάτου), το δε έσωθεν γέμει αρπαγής και αδικίας»; μήπως αυτός είναι άλλος Ιώβ, που δοκιμάζεται από τον Θεόν και με την δοκιμήν μακαρίζεται και ευλογείται τα έσχατα (τα αόρατα) περισσότερον από τα έμπροσθεν (τα ορατά); πράγματι ο Θεός δοκιμάζει τους δικαίους «ως χρυσόν εν χωνευτηρίω» και αυτοί «ολίγα παιδευθέντες, μεγάλα ευεργετηθήσονται». Διότι ο Θεός τους ηύρεν αξίους του εαυτού του και τους στέφει βασιλείς της επουρανίου Ιερουσαλήμ, όπου θα αναλάμψουν ως φωστήρες.
Για δε τους δευτέρους σου αποκρίνεται ο Προφητάναξ λέγοντας· «Μη παραζήλου εν πονηρευομένοις μηδέ ζήλου τους εργαζομένους την ανομίαν» γιατί; «ότι ωσεί χόρτος ταχύ αποξηρανθήσονται και ωσεί λάχανα χλόης ταχύ αποπεσούνται». Ο άδικος πλούτος φθείρεται ταχέως ωσάν τα χόρτα· η ευτυχία η άνομος διασκορπίζεται ωσάν τον καπνόν· σήμερα βλέπεις τον παράνομον να ευτυχή, να υπερυψώνεται σαν τις κέδρους του Λιβάνου και αύριο να εξαφανίζεται από τους οφθαλμούς σου αυτός και όλη η ευτυχία του· τον αναζητείς και ούτε την κατοικίαν του ευρίσκεις. «Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου· και παρήλθον και ιδού ουκ ην και εζήτησα αυτόν, και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού». Παρόμοιες μεταβολές βλέπουμε καθημερινώς· βλέπουμε ωρισμένους να πίπτουν από το ύψος της ευτυχίας στην άβυσσον των δυστυχημάτων· ακούμε δε και την φωνήν του Παντοκράτορος να κηρύσση: «Ο μη συνάγων μετ΄ εμού σκορπίζει» και όμως σαν τυφλοί και κωφοί αποδίδουμε αυτές τις μεταβολές στην τύχη, στις συμπτώσεις, στην κακήν διοίκησι, και πάλιν εξακολουθούμε να παραβαίνωμε τις εντολές του Θεού και να ελπίζωμε στην απόλαυσι των αγαθών αυτού.
Χριστιανοί, για την υπόθεσιν αυτήν ελάλησεν τόσον καθαρά ο Θεός, ώστε κανείς δεν ημπορεί να αμφιβάλλη: Ακούσετε τι λέγει: «Τάδε λέγει Κύριος· ιδού οι δουλεύοντές μοι φάγονται, υμείς δε πεινάσετε· ιδού οι δουλεύοντές μοι πίονται, υμείς δε διψήσετε· ιδού οι δουλεύοντές μοι ευφρανθήσονται, υμείς δε αισχυνθήσεσθε· ιδού οι δουλεύοντες μοι αγαλλιάσονται εν ευφροσύνη, υμείς δε κεκράξατε δια τον πόνον της καρδίας υμών και από συντριβής πνεύματος υμών ολολύξετε». Ποία άλλα λόγια είναι καθαρώτερα ή αποφασιστικώτερα από αυτά; Εάν λοιπόν αμφιβάλλης ότι τα λόγια αυτά είναι λόγια Θεού ή νομίζης ότι ο Θεός υπόσχεται αλλά δεν εκπληρώνει, δεν σου μένει καμία ελπίς· χωρίσου από την ομήγυρι των χριστιανών, φύγε από την Εκκλησίαν, απελπίσου εντελώς. Εάν όμως πιστεύης ότι είναι λόγια Θεού και ότι όσα ο Θεός υπόσχεται τα εκπληρώνει με περισσήν αφθονίαν, άκουσε και τα εξής.
Εάν θέλης πλούτον, εάν επιθυμής τιμήν, εάν ζητής ευτυχίαν, εάν ορέγεσαι τα αγαθά του κόσμου τούτου, πρώτον μεν δούλευε πάντοτε στον Κύριον, δηλαδή φύλασσε με κάθε προσοχήν και επιμέλειαν όλες τις εντολές του και ποτέ να μη παραβής ούτε μίαν· δεύτερον δε όταν βάλης αρχήν σε κάποιον επάγγελμα ή πολιτικόν ή δικαστικόν ή στρατιωτικόν ή ιερατικόν, ή ηγεμονικόν ή στο εμπόριον ή σε κάποιαν τέχνη ή σε οποιοδήποτε άλλον έργο, μην εμπιστευθής ούτε να καυχηθής ούτε στην φρόνησί σου ούτε στην δύναμί σου ούτε στον πλούτο σου· «μη καυχάσθω ο φρόνιμος εν τη φρονήσει αυτού και μη καυχάσθω ο δυνατός εν τη δυνάμει αυτού και μη καυχάσθω ο πλούσιος εν τω πλούτω αυτού»· αλλ΄ έχε όλην την ελπίδα και την πεποίθησίν σου στην φιλανθρωπίαν και το έλεος του Θεού· να καυχηθής για τούτο, για το ότι γνωρίζεις ότι τα πάντα είναι από τον Θεόν και αυτός είναι που δίδει και τα επίγεια και τα επουράνια αγαθά σε όσους τον υπηρετούν: «αλλ΄ ή εν τούτω καυχάσθω καυχώμενος, εν τω συνιείν και γιγνώσκειν τον Κύριον και ποιείν κρίμα και δικαιοσύνην εν μέσω της γής». Να ζητής πάντοτε με όλην σου την ψυχήν και την καρδίαν την Βασιλεία του Θεού και την κατόρθωσι της αρετής του και μη αμφιβάλλης καθόλου ότι, ζητώντας αυτά, απολαμβάνεις και τα επίγεια αγαθά. Σου το υπόσχεται αυτό ο αψευδέστατος Θεός, λέγοντας: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».
Τέλος.
===============================================
Ομιλία εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον της Α΄ Κυριακής,
ότι η τήρησις των θείων εντολών είναι χορηγός και των επίγειων αγαθών.
Νικηφόρου Θεοτόκη, Αρχιεπ. Αστραχάν και Σταυρουπόλεως
Ακούστε και άλλην, τρίτην πλάνην, χειροτέραν από τις πρώτες· πολλοί πιστεύουν ότι η ακριβής τήρησις του νόμου εμποδίζει την απόλαυσι των επίγειων αγαθών. Πώς ημπορεί, λέγουν, ο ηγεμών ή ο άρχοντας να ευτυχή στην διοίκησι του κράτους του, εάν μερικές φορές δεν καταφεύγη στο ψεύδος και στην αδικίαν, παρακινούμενος από τις περιστάσεις; εάν ο έμπορος αποφεύγη τους όρκους, το ψεύδος, την απάτην, ούτε κερδίζει ούτε πλουτίζει· εάν ο τεχνίτης απέχη από την δολιότητα, γίνεται πτωχός και δυστυχής. «Ο κόσμος» λέγουν, «εν τω πονηρώ κείται»· εάν δεν χρησιμοποιήσης τον δόλον, την απάτην και το ψεύδος, ούτε να πολιτευθής ημπορείς, ούτε να ζήσης· το πνεύμα, ο νους, η επιτηδειότης φέρνουν την ευτυχίαν στην παρούσαν ζωήν, όχι η ακριβής τήρησις του νόμου.
Άνθρωπε πεπλανημένε, πώς δεν καταλαβαίνεις την απάτην σου και τους παραλογισμούς σου; ποίος δίδει εντολή στα νέφη να μη βρέξουν; ποίος βρέχει σε μίαν πόλιν, ενώ σε άλλην δεν βρέχει; ποίος για να συντρίψη «την ύβριν της υπερηφανίας, ποιεί υμίν τον ουρανόν σιδηρούν και την γην υμών ωσεί χαλκήν»; ποίος «εξάγει ανέμους εκ θησαυρών αυτού»; ποίος εξαποστέλλει το πυρ στις πόλεις για να εξαφανισθούν τα θεμέλιά τους; ποίος μεταβάλλει την δύναμι του πυρός σε δρόσον; ποίος σείει «τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν»; ποίος εξουσιάζει τον ήλιον, την σελήνη, τα άστρα, το φως, τα στοιχεία, όλα τα κτίσματα; Ποίος άλλος εκτός από τον Θεόν; Αυτός εποίησε τα πάντα, κάτω από την εξουσίαν του είναι τα σύμπαντα· «ότι εν τη χειρί αυτού τα πέρατα της γης και τα ύψη των ορέων αυτού εισίν· ότι αυτού εστίν η θάλασσα και αυτός εποίησεν αυτήν και την ξηρά αι χείρες αυτού έπλασαν». Αυτός έθεσε νόμους για όλες τις κινήσεις της φύσεως και αυτός μεταβάλλει, όπως θέλει, τις ιδιότητες όλων των πραγμάτων· αυτός «ανοίγει την χείρα αυτού και εμπιπλά παν ζώον ευδοκίας (γεμίζει κάθε τι το ζωντανό με την εύνοιάν του)» · αυτός «θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει, πτωχίζει και πλουτίζει, ταπεινοί και ανυψοί, ανιστά από γης πένητα και από κοπριάς εγείρει πτωχόν καθίσαι μετά δυναστών λαού». Και συ ο σκώληκας της γης με την παράβασι των εντολών παροργίζεις τον Βασιλέα και εξουσιαστήν όλων των ουρανίων και επιγείων, και έπειτα ελπίζεις να απολαύσης τα επίγεια αγαθά του; συ, χρησιμοποιώντας την πολιτικήν σου και πράττοντας με αυτήν τις πανουργίες του διαβόλου παραπικραίνεις τον Παντοκράτορα, και έπειτα πιστεύεις ότι με τον τρόπον αυτόν γίνεσαι ευτυχής; συ με την υπερηφάνεια και τις άλλες αμαρτίες διεγείρεις εναντίον σου την θείαν αγανάκτησι και έπειτα πείθεσαι ότι ο Θεός θα σου δώση τα αγαθά, τα οποία υπεσχέθη σε όσους πράττουν το θέλημα αυτού;
Αλλ΄ εμείς βλέπουμε, λέγετε, ότι ωρισμένοι τηρούν τους νόμους του Θεού και όμως δυστυχούν, ενώ πολλοί τους παραβαίνουν και όμως ζουν ευτυχισμένοι. Για μεν τους πρώτους σας αποκρίνεται ο θείος Απόστολος Παύλος, λέγοντας «τις γαρ οίδεν ανθρώπων τα του ανθρώπου ειμή το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ;» κανείς δεν γνωρίζει τα απόκρυφα του ανθρώπου· αλλά μήπως εκείνος, το οποίον συ νομίζεις δίκαιον και άγιον είναι υποκριτής και ψεύστης, και καθαρίζει, όπως οι Φαρισαίοι, «το έξωθεν του ποτηρίου και του πίνακος (πιάτου), το δε έσωθεν γέμει αρπαγής και αδικίας»; μήπως αυτός είναι άλλος Ιώβ, που δοκιμάζεται από τον Θεόν και με την δοκιμήν μακαρίζεται και ευλογείται τα έσχατα (τα αόρατα) περισσότερον από τα έμπροσθεν (τα ορατά); πράγματι ο Θεός δοκιμάζει τους δικαίους «ως χρυσόν εν χωνευτηρίω» και αυτοί «ολίγα παιδευθέντες, μεγάλα ευεργετηθήσονται». Διότι ο Θεός τους ηύρεν αξίους του εαυτού του και τους στέφει βασιλείς της επουρανίου Ιερουσαλήμ, όπου θα αναλάμψουν ως φωστήρες.
Για δε τους δευτέρους σου αποκρίνεται ο Προφητάναξ λέγοντας· «Μη παραζήλου εν πονηρευομένοις μηδέ ζήλου τους εργαζομένους την ανομίαν» γιατί; «ότι ωσεί χόρτος ταχύ αποξηρανθήσονται και ωσεί λάχανα χλόης ταχύ αποπεσούνται». Ο άδικος πλούτος φθείρεται ταχέως ωσάν τα χόρτα· η ευτυχία η άνομος διασκορπίζεται ωσάν τον καπνόν· σήμερα βλέπεις τον παράνομον να ευτυχή, να υπερυψώνεται σαν τις κέδρους του Λιβάνου και αύριο να εξαφανίζεται από τους οφθαλμούς σου αυτός και όλη η ευτυχία του· τον αναζητείς και ούτε την κατοικίαν του ευρίσκεις. «Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου· και παρήλθον και ιδού ουκ ην και εζήτησα αυτόν, και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού». Παρόμοιες μεταβολές βλέπουμε καθημερινώς· βλέπουμε ωρισμένους να πίπτουν από το ύψος της ευτυχίας στην άβυσσον των δυστυχημάτων· ακούμε δε και την φωνήν του Παντοκράτορος να κηρύσση: «Ο μη συνάγων μετ΄ εμού σκορπίζει» και όμως σαν τυφλοί και κωφοί αποδίδουμε αυτές τις μεταβολές στην τύχη, στις συμπτώσεις, στην κακήν διοίκησι, και πάλιν εξακολουθούμε να παραβαίνωμε τις εντολές του Θεού και να ελπίζωμε στην απόλαυσι των αγαθών αυτού.
Χριστιανοί, για την υπόθεσιν αυτήν ελάλησεν τόσον καθαρά ο Θεός, ώστε κανείς δεν ημπορεί να αμφιβάλλη: Ακούσετε τι λέγει: «Τάδε λέγει Κύριος· ιδού οι δουλεύοντές μοι φάγονται, υμείς δε πεινάσετε· ιδού οι δουλεύοντές μοι πίονται, υμείς δε διψήσετε· ιδού οι δουλεύοντές μοι ευφρανθήσονται, υμείς δε αισχυνθήσεσθε· ιδού οι δουλεύοντες μοι αγαλλιάσονται εν ευφροσύνη, υμείς δε κεκράξατε δια τον πόνον της καρδίας υμών και από συντριβής πνεύματος υμών ολολύξετε». Ποία άλλα λόγια είναι καθαρώτερα ή αποφασιστικώτερα από αυτά; Εάν λοιπόν αμφιβάλλης ότι τα λόγια αυτά είναι λόγια Θεού ή νομίζης ότι ο Θεός υπόσχεται αλλά δεν εκπληρώνει, δεν σου μένει καμία ελπίς· χωρίσου από την ομήγυρι των χριστιανών, φύγε από την Εκκλησίαν, απελπίσου εντελώς. Εάν όμως πιστεύης ότι είναι λόγια Θεού και ότι όσα ο Θεός υπόσχεται τα εκπληρώνει με περισσήν αφθονίαν, άκουσε και τα εξής.
Εάν θέλης πλούτον, εάν επιθυμής τιμήν, εάν ζητής ευτυχίαν, εάν ορέγεσαι τα αγαθά του κόσμου τούτου, πρώτον μεν δούλευε πάντοτε στον Κύριον, δηλαδή φύλασσε με κάθε προσοχήν και επιμέλειαν όλες τις εντολές του και ποτέ να μη παραβής ούτε μίαν· δεύτερον δε όταν βάλης αρχήν σε κάποιον επάγγελμα ή πολιτικόν ή δικαστικόν ή στρατιωτικόν ή ιερατικόν, ή ηγεμονικόν ή στο εμπόριον ή σε κάποιαν τέχνη ή σε οποιοδήποτε άλλον έργο, μην εμπιστευθής ούτε να καυχηθής ούτε στην φρόνησί σου ούτε στην δύναμί σου ούτε στον πλούτο σου· «μη καυχάσθω ο φρόνιμος εν τη φρονήσει αυτού και μη καυχάσθω ο δυνατός εν τη δυνάμει αυτού και μη καυχάσθω ο πλούσιος εν τω πλούτω αυτού»· αλλ΄ έχε όλην την ελπίδα και την πεποίθησίν σου στην φιλανθρωπίαν και το έλεος του Θεού· να καυχηθής για τούτο, για το ότι γνωρίζεις ότι τα πάντα είναι από τον Θεόν και αυτός είναι που δίδει και τα επίγεια και τα επουράνια αγαθά σε όσους τον υπηρετούν: «αλλ΄ ή εν τούτω καυχάσθω καυχώμενος, εν τω συνιείν και γιγνώσκειν τον Κύριον και ποιείν κρίμα και δικαιοσύνην εν μέσω της γής». Να ζητής πάντοτε με όλην σου την ψυχήν και την καρδίαν την Βασιλεία του Θεού και την κατόρθωσι της αρετής του και μη αμφιβάλλης καθόλου ότι, ζητώντας αυτά, απολαμβάνεις και τα επίγεια αγαθά. Σου το υπόσχεται αυτό ο αψευδέστατος Θεός, λέγοντας: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».
Τέλος.
===============================================