Σοφία Χοτοκουρίδου, μία λαϊκή ασκήτρια, παράδειγμα για όλους μας.
Η καταγωγή της Σοφίας
Οι ειδήσεις για την Σοφία συγκεντρώθηκαν κυρίως από πρόσωπα που την γνώρισαν κατά την επίγεια ζωή της, τους ελαχίστους συγγενείς της καθώς και από αρκετούς που επισκέπτονταν τότε το μοναστήρι. Μέχρι στιγμής δυστυχώς δεν έχει γραφεί κάτι ιδιαίτερο γι αυτήν την σύγχρονη ασκήτρια, εκτός από ελάχιστες σκόρπιες ειδήσεις σε τοπικές εφημερίδες της περιοχής.
Μετά το 1971 που ανοίχτηκε ο δρόμος η επίσκεψη στο μοναστήρι ήταν ακόμη πιο εύκολη. Μέχρι τότε οι άνθρωποι ξεκινούσαν με τα πόδια από τα γύρω χωριά, συχνά τέσσερις ώρες ποδαρόδρομο, για να προσκυνήσουν την Παναγία και να συμβουλευτούν την ασκήτρια, την Σοφία.
Η Σοφία καταγόταν από τα χωριά της επαρχίας Αρδάσης, στην μητρόπολη Τραπεζούντος του Πόντου. Θυγατέρα του Αμανατίου Σαουλίδη και της Μαρίας, από μικρή στην πατρίδα έτρεχε στις εκκλησίες και τα εξωκλήσια. Ήταν όμορφη, με καστανά μάτια και μακρόστενο πρόσωπο. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά και τα έπλεκε σε πέντε μακριές πλεξούδες. Πολύ καμάρωνε για τα μαλλιά της και ίσως για αυτό αργότερα δεν τα περιποιόταν καθόλου. Σε αρκετά μεγάλη για την εποχή της ηλικία, , την πάντρεψαν οι γονείς της, πιεζόμενοι από άλλα συγγενικά τους πρόσωπα. Οι ίδια ήσαν θεοφοβούμενοι και δεν την πίεζαν στο θέμα αυτό, μάλλον την άφηναν να αποφασίσει ελεύθερα.
Από τον σύντομο γάμο της (1907 – 1914) με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη απόκτησαν ένα τέκνο, το παιδί όμως πέθανε ενώ ο σύζυγος χάθηκε στα στρατόπεδα εργασίας στα βάθη του Πόντου. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν την Σοφία σε βαθιά μετάνοια και σε ασκητική δια βίου αφιέρωση.
Από τον Πόντο λοιπόν, την πατρίδα της, η Σοφία άρχισε την ασκητική της πολιτεία. Μακριά από τους συγγενείς, μόνη στο βουνό. Σε παλαιότερο διωγμό, από τους τσέτες, της παρουσιάζεται καβαλάρης ο Άγιος Γεώργιος και, αφού της φανέρωσε τον επερχόμενο κίνδυνο, της παραγγέλλει να ειδοποιήσει τους χωριανούς για να κρυφτούν. Έτσι έγινε και σώθηκε το χωριό.
Για το ταξίδι της προσφυγιάς, το 1919, προς την πατρίδα Ελλάδα, αναφέρεται η εξής ιστορία.
Είχε μεγάλη θαλασσοταραχή, το καράβι της ομάδας τους κινδύνεψε πολλές φορές να βουλιάξει. Τελικά σώθηκαν. Ο καπετάνιος, κάνοντας τον σταυρό του, είπε : Κάποιον δίκαιο είχατε μαζί σας και σας έσωσε. Όλων τα μάτια τότε έπεσαν στην Σοφία που απομονωμένη σε κάποια γωνιά του πλοίου, δεν σταμάτησε την προσευχή σε όλο το δύσκολο ταξίδι. Η διήγηση αυτή υπάρχει και σε μαγνητοταινία, όπου η ίδια αφηγείται το συμβάν. Λέει :
- Τα κύματα γέμισαν αγγέλους και παρουσιάζεται η Παναγία, «Θα χαθεί ο κόσμος, λέει, γιατί είστε πολλοί αμαρτωλοί».
- Παναγία, εγώ να χαθώ γιατί εγώ είμαι η αμαρτωλή, για να σωθεί ο κόσμος.
Το όνομα του καραβιού ήταν Άγιος Νικόλαος. Όταν έφτασαν επιτέλους στην Ελλάδα, η ίδια η Παναγία της παρουσιάστηκες λέγοντάς της :
- «Να έρθεις στο σπίτι μου». Τότε η Σοφία την ρώτησε.
- «Ποια είσαι και πού είναι το σπίτι σου;»
- «Είμαι στην Κλεισούρα» ήταν η απάντηση.
Τα πρώτα χρόνια της ζωή της στο μοναστήρι, ηγούμενος ήταν ο ιερομόναχος Γρηγόριος Μαγδάλης, παλαιός αγιορείτης, άνθρωπος μεγάλης αρετής. Κοντά του η Σοφία μυήθηκε στην πνευματική ζωή και πάντα μνημόνευε το όνομά του με ιδιαίτερο σεβασμό.
Τέλος 1ου κεφαλαίου
Η ασκήτρια της Κλεισούρας
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
- costisk
- Συστηματικός Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 170
- Εγγραφή: Σάβ Ιούλ 26, 2008 5:00 am
- Τοποθεσία: Κώστας@Αθήνα
Re: Η ασκήτρια της Κλεισούρας
Στην πλάκα του τζακιού
Η πλάκα του τζακιού, που χρησίμευε και σαν φούρνος για το μαγείρευμα, στην τράπεζα του μοναστηριού, με εντολή της Παναγίας ήταν η μόνιμη κατοικία της Σοφίας.
Γονατιστή όλη νύχτα καθόταν με την πλάτη ακουμπισμένη στον υγρό τοίχο, ζήτημα αν κοιμόταν δύο ώρες. Τότε δεν υπήρχε τζαμαρία και το κρύο με την υγρασία από τα τρεχούμενα νερά ήταν ακόμα πιο τσουχτερό. Το μεγάλο θερμόμετρο, που υπάρχει έξω από την μοναστηριακή πύλη, στην περιοχή της μονής, τον χειμώνα συχνά κατεβαίνει στους –15 βαθμούς. Μερικές φορές είχες στο τζάκι λίγη φωτιά, αλλά όλα ήταν ορθάνοιχτα και η λίγη ζέστη χανόταν. Στο περβάζι του παραθύρου απέναντι από την τοιχογραφία της Παναγίας άναβε πάντα καθαρό κερί.
Εκεί καθόταν, εκεί έτρωγε, εκεί περνούσε τον καιρό της παρακολουθώντας και την πύλη της Μονής. Συχνά χωρίς καμία προηγούμενη ειδοποίηση, αφού τηλέφωνα ή άλλος τρόπος επικοινωνίας δεν υπήρχε, ανέφερε τους προσκυνητές που σε λίγο παρουσιάζονταν, και μάλιστα με το όνομά τους, πριν καν οι άλλοι τους δουν. Και όταν ήθελε κάτι να τους πει, σηκωνόταν από το τζάκι, παρουσιαζόταν απρόσμενα μπροστά τους και τους το φανέρωνε.
Μία φορά είχε έρθει ένα λεωφορείο από τον Κρόκο Κοζάνης. Η Σοφία τους χαιρέτησε όλους με το όνομά τους και συγχρόνως ανέφερε στον καθένα το προσωπικό ή οικογενειακό τους πρόβλημα, ρωτώντας και για όσους έμειναν στο χωριό. Για να την ακούσουν και να την συμβουλευτούν ερχόταν λεωφορεία από την Θεσσαλονίκη, με μαθητάς του π. Λεωνίδα Παρασκευοπούλου, που έγινε και μητροπολίτης.
«Μεγάλον θησαυρό έχετε εσείς εκεί επάνω» έλεγε. Επίσης πήγαιναν ευλαβείς από τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, την Σταυρούπολη, την Κρύα Βρύση, ακόμη και από την Αθήνα.
Τέλος 2ου κεφαλαίου
Η πλάκα του τζακιού, που χρησίμευε και σαν φούρνος για το μαγείρευμα, στην τράπεζα του μοναστηριού, με εντολή της Παναγίας ήταν η μόνιμη κατοικία της Σοφίας.
Γονατιστή όλη νύχτα καθόταν με την πλάτη ακουμπισμένη στον υγρό τοίχο, ζήτημα αν κοιμόταν δύο ώρες. Τότε δεν υπήρχε τζαμαρία και το κρύο με την υγρασία από τα τρεχούμενα νερά ήταν ακόμα πιο τσουχτερό. Το μεγάλο θερμόμετρο, που υπάρχει έξω από την μοναστηριακή πύλη, στην περιοχή της μονής, τον χειμώνα συχνά κατεβαίνει στους –15 βαθμούς. Μερικές φορές είχες στο τζάκι λίγη φωτιά, αλλά όλα ήταν ορθάνοιχτα και η λίγη ζέστη χανόταν. Στο περβάζι του παραθύρου απέναντι από την τοιχογραφία της Παναγίας άναβε πάντα καθαρό κερί.
Εκεί καθόταν, εκεί έτρωγε, εκεί περνούσε τον καιρό της παρακολουθώντας και την πύλη της Μονής. Συχνά χωρίς καμία προηγούμενη ειδοποίηση, αφού τηλέφωνα ή άλλος τρόπος επικοινωνίας δεν υπήρχε, ανέφερε τους προσκυνητές που σε λίγο παρουσιάζονταν, και μάλιστα με το όνομά τους, πριν καν οι άλλοι τους δουν. Και όταν ήθελε κάτι να τους πει, σηκωνόταν από το τζάκι, παρουσιαζόταν απρόσμενα μπροστά τους και τους το φανέρωνε.
Μία φορά είχε έρθει ένα λεωφορείο από τον Κρόκο Κοζάνης. Η Σοφία τους χαιρέτησε όλους με το όνομά τους και συγχρόνως ανέφερε στον καθένα το προσωπικό ή οικογενειακό τους πρόβλημα, ρωτώντας και για όσους έμειναν στο χωριό. Για να την ακούσουν και να την συμβουλευτούν ερχόταν λεωφορεία από την Θεσσαλονίκη, με μαθητάς του π. Λεωνίδα Παρασκευοπούλου, που έγινε και μητροπολίτης.
«Μεγάλον θησαυρό έχετε εσείς εκεί επάνω» έλεγε. Επίσης πήγαιναν ευλαβείς από τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, την Σταυρούπολη, την Κρύα Βρύση, ακόμη και από την Αθήνα.
Τέλος 2ου κεφαλαίου
- costisk
- Συστηματικός Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 170
- Εγγραφή: Σάβ Ιούλ 26, 2008 5:00 am
- Τοποθεσία: Κώστας@Αθήνα
Re: Η ασκήτρια της Κλεισούρας
Ενδυμασία και συμπεριφορά
Τα ρούχα της πάμφτωχα. Εσωτερικά ρούχα ή εσώρουχα δεν είχε. Καμία φορά το καταχείμωνο έριχνε στην πλάτη της μία τρύπια κουβέρτα ή κανένα ποντικοφαγωμένο σάλι. Πάντα ήταν ξυπόλυτη. Σπάνια φορούσε κάτι μάλλινα σκουφούνια,, τρύπια και παλιά, και κάτι παλιοπαντόφλες ή παλιοπάπουτσα. Άλλοτε μάζευε στο τζάκι φύλλα και κλαδιά από τα δέντρα και τρύπωνε μέσα σ΄ αυτά, σαν ποντίκι. Τύχαινε όμως να αρπάξουν φωτιά, και μόλις που πρόφταινε να ξυπνήσει, για να μην καεί ζωντανή. Τότε τα παλιόρουχά της έμεναν για μέρες καμένα, ώσπου να βρεθεί κάποιο καλύτερο. Βλέποντάς την οι προσκυνητές με τα παλιόρουχα μέσα στα κρύα και την υγρασία, της πήγαιναν άλλα, καινούργια και ζεστά. Αλλά αυτή η μακαρία με το ένα χέρι τα δεχόταν και με το άλλο τα σκόρπιζε στους φτωχούς. Καινούργιο ρούχο δεν φόρεσε ούτε κράτησε ποτέ δεύτερη αλλαξιά.
Στο κεφάλι είχε πάντα μαύρη μαντήλα. Τα μαλλιά της, από τον Πόντο ακόμα ούτε τα έλουσε ούτε τα χτένισε και είχαν γίνει σκληρά σαν την ουρά του αλόγου. Από το κεφάλι της έβγαινε ευωδία. Μία φορά προσπάθησε να τα ελευθερώσει κάπως μπροστά στα μάτια, αλλά χρειάστηκε να χρησιμοποιηθεί το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα του μοναστηριού. Αντί όμως για άλλη μυρωδιά, έστω ανθρώπινη, το κεφάλι της έβγαζε ευωδία.
Τα βράδια, καθισμένη στο τζάκι, συνήθως έβαζε όποιον ήξερε ανάγνωση, να της διαβάζει βίους αγίων, από μικρά φυλλαδιάκια, που φύλαγε με προσοχή ανάμεσα στα πράγματά της. Όταν έκανε πολύ κρύο, οι επισκέπτες που την έβλεπαν ξυπόλητη, την παρακαλούσαν να βάλουν κανένα ξύλο στα λίγα κάρβουνα. Τότε αυτή φώναζε ένα μακρόσυρτο, Όχιιιιι, που ακόμα ηχεί στα αυτιά τους και το επαναλαμβάνουν δακρύζοντας.
Στο μοναστήρι ανέβηκε όταν ήταν σαραντατεσσάρων ετών. Για να μη σκανδαλίζει με την ομορφιά της μαύριζε και μουτζούρωνε το ωραίο της πρόσωπο με γάνες και κάπνες από τα καζάνια. Έπιανε τα αναμμένα κάρβουνα με τα χέρια χωρίς μασιά.
Η τροφή της πάντα νηστεία. Κόκκινες πιπεριές ή κανένα πράσο ψημένα στην χόβολη του τζακιού, λίγο τουρσί ντομάτα πράσινη, μουχλιασμένη και σε μέρες αρτύσιμες κανένα παστό ψαράκι. Μαγείρευμα για τον εαυτό της η ίδια δεν μαγείρευε. Μόνον όταν περίμεναν κόσμο, έβαζε τις γυναίκες να βράσουν φασόλια ή κριθαράκι, άλλοτε λαδερό και άλλοτε δίχως λάδι, και το φαγητό, όσο και αν έβαζαν στην κατσαρόλα, έβγαινε τόσες μερίδες όσες ακριβώς χρειαζόταν. Σε όλους τους περαστικούς καις τους προσκυνητάς έψηνε καφέ. Το μπρίκι όμως ποτέ δεν το έπλενε και ήταν σχεδόν κλειστό από τα κατακάθια. Δεν άφηνε σε κανέναν να το πλύνει. Αλλά ούτε και σιχαινόταν κανένας, όσο βρώμικη κι αν φαινόταν.
Τα αγριόχορτα, τα μανιτάρια και τα μούσκλια που μάζευε από τα δέντρα τα έτρωγε σκέτα με μπόλικο αλάτι. Το Σαββάτο και την Κυριακή έβαζε από μία κουταλιά λάδι στο φαγητό της, ό,τι είχε. Άλλες φορές άνοιγε καμία κονσέρβα ψάρι και την έτρωγε ύστερα από μέρες, αφού είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έβαζε φαγητά σε παλιά μπακιρένια σκεύη και τα έτρωγε αφού πρασίνιζαν από την σκουριά, που θα έπρεπε ο θάνατος να είναι ακαριαίος. Έβραζε φύλλα από τα δέντρα και φτέρη. Τα σταφύλια δεν τα καθάριζε από τα μερμήγκια, ούτε πετούσε τις σάπιες ρώγες. Και με όλα αυτά ποτέ δεν πάθαινε τίποτε. Πάντα ήταν ευχαριστημένη και με βαθιά δοξολογική χαρά έλεγε : ευφράνθη η καρδία μου.
...συνεχίζεται
Τα ρούχα της πάμφτωχα. Εσωτερικά ρούχα ή εσώρουχα δεν είχε. Καμία φορά το καταχείμωνο έριχνε στην πλάτη της μία τρύπια κουβέρτα ή κανένα ποντικοφαγωμένο σάλι. Πάντα ήταν ξυπόλυτη. Σπάνια φορούσε κάτι μάλλινα σκουφούνια,, τρύπια και παλιά, και κάτι παλιοπαντόφλες ή παλιοπάπουτσα. Άλλοτε μάζευε στο τζάκι φύλλα και κλαδιά από τα δέντρα και τρύπωνε μέσα σ΄ αυτά, σαν ποντίκι. Τύχαινε όμως να αρπάξουν φωτιά, και μόλις που πρόφταινε να ξυπνήσει, για να μην καεί ζωντανή. Τότε τα παλιόρουχά της έμεναν για μέρες καμένα, ώσπου να βρεθεί κάποιο καλύτερο. Βλέποντάς την οι προσκυνητές με τα παλιόρουχα μέσα στα κρύα και την υγρασία, της πήγαιναν άλλα, καινούργια και ζεστά. Αλλά αυτή η μακαρία με το ένα χέρι τα δεχόταν και με το άλλο τα σκόρπιζε στους φτωχούς. Καινούργιο ρούχο δεν φόρεσε ούτε κράτησε ποτέ δεύτερη αλλαξιά.
Στο κεφάλι είχε πάντα μαύρη μαντήλα. Τα μαλλιά της, από τον Πόντο ακόμα ούτε τα έλουσε ούτε τα χτένισε και είχαν γίνει σκληρά σαν την ουρά του αλόγου. Από το κεφάλι της έβγαινε ευωδία. Μία φορά προσπάθησε να τα ελευθερώσει κάπως μπροστά στα μάτια, αλλά χρειάστηκε να χρησιμοποιηθεί το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα του μοναστηριού. Αντί όμως για άλλη μυρωδιά, έστω ανθρώπινη, το κεφάλι της έβγαζε ευωδία.
Τα βράδια, καθισμένη στο τζάκι, συνήθως έβαζε όποιον ήξερε ανάγνωση, να της διαβάζει βίους αγίων, από μικρά φυλλαδιάκια, που φύλαγε με προσοχή ανάμεσα στα πράγματά της. Όταν έκανε πολύ κρύο, οι επισκέπτες που την έβλεπαν ξυπόλητη, την παρακαλούσαν να βάλουν κανένα ξύλο στα λίγα κάρβουνα. Τότε αυτή φώναζε ένα μακρόσυρτο, Όχιιιιι, που ακόμα ηχεί στα αυτιά τους και το επαναλαμβάνουν δακρύζοντας.
Στο μοναστήρι ανέβηκε όταν ήταν σαραντατεσσάρων ετών. Για να μη σκανδαλίζει με την ομορφιά της μαύριζε και μουτζούρωνε το ωραίο της πρόσωπο με γάνες και κάπνες από τα καζάνια. Έπιανε τα αναμμένα κάρβουνα με τα χέρια χωρίς μασιά.
Η τροφή της πάντα νηστεία. Κόκκινες πιπεριές ή κανένα πράσο ψημένα στην χόβολη του τζακιού, λίγο τουρσί ντομάτα πράσινη, μουχλιασμένη και σε μέρες αρτύσιμες κανένα παστό ψαράκι. Μαγείρευμα για τον εαυτό της η ίδια δεν μαγείρευε. Μόνον όταν περίμεναν κόσμο, έβαζε τις γυναίκες να βράσουν φασόλια ή κριθαράκι, άλλοτε λαδερό και άλλοτε δίχως λάδι, και το φαγητό, όσο και αν έβαζαν στην κατσαρόλα, έβγαινε τόσες μερίδες όσες ακριβώς χρειαζόταν. Σε όλους τους περαστικούς καις τους προσκυνητάς έψηνε καφέ. Το μπρίκι όμως ποτέ δεν το έπλενε και ήταν σχεδόν κλειστό από τα κατακάθια. Δεν άφηνε σε κανέναν να το πλύνει. Αλλά ούτε και σιχαινόταν κανένας, όσο βρώμικη κι αν φαινόταν.
Τα αγριόχορτα, τα μανιτάρια και τα μούσκλια που μάζευε από τα δέντρα τα έτρωγε σκέτα με μπόλικο αλάτι. Το Σαββάτο και την Κυριακή έβαζε από μία κουταλιά λάδι στο φαγητό της, ό,τι είχε. Άλλες φορές άνοιγε καμία κονσέρβα ψάρι και την έτρωγε ύστερα από μέρες, αφού είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έβαζε φαγητά σε παλιά μπακιρένια σκεύη και τα έτρωγε αφού πρασίνιζαν από την σκουριά, που θα έπρεπε ο θάνατος να είναι ακαριαίος. Έβραζε φύλλα από τα δέντρα και φτέρη. Τα σταφύλια δεν τα καθάριζε από τα μερμήγκια, ούτε πετούσε τις σάπιες ρώγες. Και με όλα αυτά ποτέ δεν πάθαινε τίποτε. Πάντα ήταν ευχαριστημένη και με βαθιά δοξολογική χαρά έλεγε : ευφράνθη η καρδία μου.
...συνεχίζεται
- costisk
- Συστηματικός Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 170
- Εγγραφή: Σάβ Ιούλ 26, 2008 5:00 am
- Τοποθεσία: Κώστας@Αθήνα
Re: Η ασκήτρια της Κλεισούρας
Ποτέ δεν πλήγωσε ούτε και στεναχώρησε άνθρωπο. Όταν καταλάβαινε πως κάποιος δυσκολευόταν από τις αμαρτίες που τον τυραννούσαν, περνούσε διακριτικά από δίπλα του. Έλεγε μία - δυο κουβέντες, κάτι σαν σύνθημα, χωρίς να καταλάβουν ή να ακούσουν οι άλλοι και πάλι απομακρυνόταν. Εκείνος καταλάβαινε και την ακολουθούσε. Τότε οι δυο τους καθισμένοι μόνοι απόμερα, ώστε να τους βλέπουν αλλά να μην τους ακούν, χωρίς να φανερώσει την αμαρτία ή το πρόβλημα πρώτα παρηγορούσε κι ύστερα συμβούλευε με ψυχωφέλιμα στοργικά λόγια του Θεού. Άλλες φορές η ίδια έλεγε: αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι.
Ιδιαίτερα νοιαζόταν για τα ανύπαντρα κορίτσια, που τύχαινε να παραστρατήσουν. Τα μάζευε κοντά της και τα νουθετούσε καλύτερα από μάνα. Τα έλεγε να μην ξαναμιλήσουν για την πτώση τους, και φρόντιζε να τα καλοπαντρέψει, δίνοντας τα και προίκα η ίδια από αυτά που άλλο της έδιναν.
"Η Παναία κι θα χάντ’ σας (= δεν θα σας χάσει η Παναγία)" συμπλήρωνε.
Η ίδια ζούσε μέσα στην αθλιότητα και την φτώχεια. Όταν ήταν πολύ δύσκολα κάτω από το τζάκι, πήγαινε στο επάνω πάτωμα, σε ένα κελί, που είχε τον αριθμό 1. Εκεί είχε ριγμένα φύλλα και άχυρα και ξάπλωνε. Αλλά η περιέργεια του κόσμου έψαξε και εκεί, και τι βρήκε; Κάτω από τα άχυρα είχε σουβλερές πέτρες. Στην κατοχή κάτω από τα άχυρα έκρυβε λάδια ή φαγώσιμα , και τα μοίραζε με τον τρόπο της, όπου υπήρχε μεγάλη ανάγκη.
Χρήματα από τα χέρια της πέρασαν πολλά. Τα έπαιρνε και τα έβαζε όπου τύχαινε. Σε θάμνους, κάτω από πέτρες, μέσα σε τρύπες, στα ντουβάρια, στα ξύλα της σκάλας, κάτω από τα κεραμίδια. Μόλις όμως τα χρειαζόταν, αμέσως τα εύρισκε, και τα έδινε όπου έπρεπε.
Είδε πολλά σκάνδαλα από λαϊκούς και ιερείς. Ποτέ κανέναν δεν κατηγόρησε.
«Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός» έλεγε.
Φοιτητές και θρησκευόμενοι νέοι, απλοϊκοί και στρατηγοί, μοναχές και ηγούμενες, υψηλόβαθμοι και ταπεινοί κληρικοί και μοναχοί, ακόμα και από τα Ιεροσόλυμα και την Γαλλία, πήγαιναν να δουν αυτό το σκελετωμένο κορμί, να ακούσουν τα λόγια του Θεού. Μερικοί μάλιστα κρατούσαν και σημειώσεις, από αυτήν που κάποιοι ανόητοι κοντοχωριανοί την έλεγαν στα ποντιακά παλάλα (= τρελή) ή ακόμα και χαζοσοφία και την κορόιδευαν.
Αυτή όλα τα καταλάβαινε, αλλά τίποτα δεν έλεγε. Πάντα γλυκομίλητη και ας ήταν τόσο σοβαρό και βαθυστόχαστο το βλέμμα της. Η θωριά της πολλούς τους τρόμαζε. Αγαπημένη της φράση ήταν: Πολλάν υπομονήν να κάμνετε, πολλάν υπομονήν.
Την έλεγε και την ξανάλεγε αυτή, που η ζωή της ήταν μόνο υπομονή και σκληρός αγώνας για τον Χριστό.
Πολλάν υπομονήν.
Το σώμα της σαν της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, σκελετωμένο, κατάξερο. Πρόσωπο μόνον κόκαλα. Μάτια βαθουλωμένα στις κόγχες. Χέρια ροζιασμένα, καμένα από τις στάχτες και τα κάρβουνα. Δέρμα κατάξηρο, ηλιοψημένο, κίτρινο, σχεδόν άσπρο, δίχως αίμα. Μαλλιά σκληρά, συχνά γεμάτα με αγκάθια ή χορτάρια. Κάποτε η Σοφία ασθένησε βαριά. Διπλώθηκε στη μέση από τον πόνο. Άνοιξε η κοιλιά της από την πάθηση – μάλλον σκωληκοειδίτιδα που έσπασε η κήλη ή κάποιο αναπνευστικό πρόβλημα – και αυτή η μακαρία στούπωνε στην πληγή πανιά και φυτίλια από τις κανδήλες. Άρχιζε να σαπίζει. Μύριζε, αλλά δεν δεχόταν καμία βοήθεια ούτε περιποίηση.
«Θα ΄ρθει η Παναγία να με πάρει τον πόνο. Μου το υποσχέθηκε» έλεγε.
Σε λεωφορείο με ευλαβείς από την Αθήνα, όπως σώζεται σε μαγνητοταινία, διηγείται η ίδια το απίστευτο γεγονός.
«Ήρθε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο, ήταν και άλλοι άγιοι. Είπε ο αρχάγγελος. «Θα σε κόψουμε τώρα» Εγώ είπα «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω και να με κόψεις».
«Δε θα πεθάνεις, είπε, εγχείρησε θα σε κάνουμε, είπε και με άνοιξε».
Τα διηγούνταν αθώα και απλοϊκά, σαν να έγινε το πιο φυσικό πράγμα. Και σήκωνε χωρίς καμία ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμα της για να δείξει την τομή που έκλεισε μόνη της. Αμφιβολία στα λόγια της Σοφίας δεν χωρούσε καμία απολύτως.
Δεν έδινε ποτέ σημασία στις αρρώστιες ή τα τραύματα. Κάποτε οι μαστόροι άλλαζαν τα κεραμίδια της δυτικής πτέρυγας της μονής και η Σοφία πάτησε ένα μεγάλο καρφί, από τα γύφτικα. Κιχ δεν ακούστηκε. Ούτε φωνή ούτε και κλάμα. Και όμως τέτοιος πόνος είναι αβάσταχτος. Το καρφί είχε τρυπήσει το πόδι και είχε βγει από την άλλη μεριά, χωρίς να βγάλει αίμα. Οι εργάτες κατατρόμαξαν, αυτή όμως τους βοήθησε να το χτυπήσουν με το σκεπάρνι από πάνω για να το βγάλουν και συνέχισε σαν να μην έγινε τίποτε.
Τέλος 3ου κεφαλαίου
Ιδιαίτερα νοιαζόταν για τα ανύπαντρα κορίτσια, που τύχαινε να παραστρατήσουν. Τα μάζευε κοντά της και τα νουθετούσε καλύτερα από μάνα. Τα έλεγε να μην ξαναμιλήσουν για την πτώση τους, και φρόντιζε να τα καλοπαντρέψει, δίνοντας τα και προίκα η ίδια από αυτά που άλλο της έδιναν.
"Η Παναία κι θα χάντ’ σας (= δεν θα σας χάσει η Παναγία)" συμπλήρωνε.
Η ίδια ζούσε μέσα στην αθλιότητα και την φτώχεια. Όταν ήταν πολύ δύσκολα κάτω από το τζάκι, πήγαινε στο επάνω πάτωμα, σε ένα κελί, που είχε τον αριθμό 1. Εκεί είχε ριγμένα φύλλα και άχυρα και ξάπλωνε. Αλλά η περιέργεια του κόσμου έψαξε και εκεί, και τι βρήκε; Κάτω από τα άχυρα είχε σουβλερές πέτρες. Στην κατοχή κάτω από τα άχυρα έκρυβε λάδια ή φαγώσιμα , και τα μοίραζε με τον τρόπο της, όπου υπήρχε μεγάλη ανάγκη.
Χρήματα από τα χέρια της πέρασαν πολλά. Τα έπαιρνε και τα έβαζε όπου τύχαινε. Σε θάμνους, κάτω από πέτρες, μέσα σε τρύπες, στα ντουβάρια, στα ξύλα της σκάλας, κάτω από τα κεραμίδια. Μόλις όμως τα χρειαζόταν, αμέσως τα εύρισκε, και τα έδινε όπου έπρεπε.
Είδε πολλά σκάνδαλα από λαϊκούς και ιερείς. Ποτέ κανέναν δεν κατηγόρησε.
«Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός» έλεγε.
Φοιτητές και θρησκευόμενοι νέοι, απλοϊκοί και στρατηγοί, μοναχές και ηγούμενες, υψηλόβαθμοι και ταπεινοί κληρικοί και μοναχοί, ακόμα και από τα Ιεροσόλυμα και την Γαλλία, πήγαιναν να δουν αυτό το σκελετωμένο κορμί, να ακούσουν τα λόγια του Θεού. Μερικοί μάλιστα κρατούσαν και σημειώσεις, από αυτήν που κάποιοι ανόητοι κοντοχωριανοί την έλεγαν στα ποντιακά παλάλα (= τρελή) ή ακόμα και χαζοσοφία και την κορόιδευαν.
Αυτή όλα τα καταλάβαινε, αλλά τίποτα δεν έλεγε. Πάντα γλυκομίλητη και ας ήταν τόσο σοβαρό και βαθυστόχαστο το βλέμμα της. Η θωριά της πολλούς τους τρόμαζε. Αγαπημένη της φράση ήταν: Πολλάν υπομονήν να κάμνετε, πολλάν υπομονήν.
Την έλεγε και την ξανάλεγε αυτή, που η ζωή της ήταν μόνο υπομονή και σκληρός αγώνας για τον Χριστό.
Πολλάν υπομονήν.
Το σώμα της σαν της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, σκελετωμένο, κατάξερο. Πρόσωπο μόνον κόκαλα. Μάτια βαθουλωμένα στις κόγχες. Χέρια ροζιασμένα, καμένα από τις στάχτες και τα κάρβουνα. Δέρμα κατάξηρο, ηλιοψημένο, κίτρινο, σχεδόν άσπρο, δίχως αίμα. Μαλλιά σκληρά, συχνά γεμάτα με αγκάθια ή χορτάρια. Κάποτε η Σοφία ασθένησε βαριά. Διπλώθηκε στη μέση από τον πόνο. Άνοιξε η κοιλιά της από την πάθηση – μάλλον σκωληκοειδίτιδα που έσπασε η κήλη ή κάποιο αναπνευστικό πρόβλημα – και αυτή η μακαρία στούπωνε στην πληγή πανιά και φυτίλια από τις κανδήλες. Άρχιζε να σαπίζει. Μύριζε, αλλά δεν δεχόταν καμία βοήθεια ούτε περιποίηση.
«Θα ΄ρθει η Παναγία να με πάρει τον πόνο. Μου το υποσχέθηκε» έλεγε.
Σε λεωφορείο με ευλαβείς από την Αθήνα, όπως σώζεται σε μαγνητοταινία, διηγείται η ίδια το απίστευτο γεγονός.
«Ήρθε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο, ήταν και άλλοι άγιοι. Είπε ο αρχάγγελος. «Θα σε κόψουμε τώρα» Εγώ είπα «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω και να με κόψεις».
«Δε θα πεθάνεις, είπε, εγχείρησε θα σε κάνουμε, είπε και με άνοιξε».
Τα διηγούνταν αθώα και απλοϊκά, σαν να έγινε το πιο φυσικό πράγμα. Και σήκωνε χωρίς καμία ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμα της για να δείξει την τομή που έκλεισε μόνη της. Αμφιβολία στα λόγια της Σοφίας δεν χωρούσε καμία απολύτως.
Δεν έδινε ποτέ σημασία στις αρρώστιες ή τα τραύματα. Κάποτε οι μαστόροι άλλαζαν τα κεραμίδια της δυτικής πτέρυγας της μονής και η Σοφία πάτησε ένα μεγάλο καρφί, από τα γύφτικα. Κιχ δεν ακούστηκε. Ούτε φωνή ούτε και κλάμα. Και όμως τέτοιος πόνος είναι αβάσταχτος. Το καρφί είχε τρυπήσει το πόδι και είχε βγει από την άλλη μεριά, χωρίς να βγάλει αίμα. Οι εργάτες κατατρόμαξαν, αυτή όμως τους βοήθησε να το χτυπήσουν με το σκεπάρνι από πάνω για να το βγάλουν και συνέχισε σαν να μην έγινε τίποτε.
Τέλος 3ου κεφαλαίου
- dionysisgr
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 4279
- Εγγραφή: Τρί Φεβ 12, 2008 6:00 am
- Τοποθεσία: Νικαια
Re: Η ασκήτρια της Κλεισούρας
Νομιζω costisk, οτι πρεπει να εχει δειξει και καποιο αφιερωμα γιαυτην την αγιασμενη μορφη, η κρατικη τηλεοραση παλαιοτερα, η ΕΤ3 νομιζω, και το οποιο ηταν καταπληκτικο.
Και μαλιστα μου ειχε κανει ιδιαιτερη εντυπωση, μια προφητικη της φραση, οτι "να, παιδακι μου, και αυτα ολα που βλεπεις εδω, σταχτη θα γινουν, και τα μοναστηρια και ολα, αλλα να εχετε θαρρος και πιστη στον Χριστο και την Παναγια, γιατι ολα αυτοι τα κανονιζουν, και τα διαφεντευουν.."
Καπως ετσι τα ειχε πει και μου εχει μεινει στην μνημη, αυτη η "πληροφορια" που ειχε ανωθεν η ασκητικη αυτη μορφη.
Μπραβο σου, costisk, γιαυτο το εκπληκτικο θεμα που εβαλες, και μας ωφελει ολους.
Και μαλιστα μου ειχε κανει ιδιαιτερη εντυπωση, μια προφητικη της φραση, οτι "να, παιδακι μου, και αυτα ολα που βλεπεις εδω, σταχτη θα γινουν, και τα μοναστηρια και ολα, αλλα να εχετε θαρρος και πιστη στον Χριστο και την Παναγια, γιατι ολα αυτοι τα κανονιζουν, και τα διαφεντευουν.."
Καπως ετσι τα ειχε πει και μου εχει μεινει στην μνημη, αυτη η "πληροφορια" που ειχε ανωθεν η ασκητικη αυτη μορφη.
Μπραβο σου, costisk, γιαυτο το εκπληκτικο θεμα που εβαλες, και μας ωφελει ολους.
"ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. ᾿Αμήν."
- costisk
- Συστηματικός Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 170
- Εγγραφή: Σάβ Ιούλ 26, 2008 5:00 am
- Τοποθεσία: Κώστας@Αθήνα
Re: Η ασκήτρια της Κλεισούρας
Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Για να είμαι ειλικρινής την εκπομπή της ΕΤ3 δεν την έχω δει. Είδα τυχαία, ψάχνοντας τα κανάλια, ένα αφιέρωμα στο High, αργά τη νύχτα, που μπορεί και να ήταν η εκπομπή που λες.
Τέλος πάντων έχω κάποια ακόμα στοιχεία και θα τα βάλω και αυτά.
Σε ευχαριστώ και πάλι.
Για να είμαι ειλικρινής την εκπομπή της ΕΤ3 δεν την έχω δει. Είδα τυχαία, ψάχνοντας τα κανάλια, ένα αφιέρωμα στο High, αργά τη νύχτα, που μπορεί και να ήταν η εκπομπή που λες.
Τέλος πάντων έχω κάποια ακόμα στοιχεία και θα τα βάλω και αυτά.
Σε ευχαριστώ και πάλι.
- costisk
- Συστηματικός Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 170
- Εγγραφή: Σάβ Ιούλ 26, 2008 5:00 am
- Τοποθεσία: Κώστας@Αθήνα
Re: Η ασκήτρια της Κλεισούρας
Απολυτίκιον. Ήχος δ΄.
Η αμνάς Σου, Ιησού, Σοφία κράζει γοερώς Σε, Νυμφίε μου, ποθώ, και καρτερώ ασκητικώς εν τη Μονή της Θεόπαιδος και μητρός Σου, και πάσχω δια Σε πόνους και σκώμματα και δέχομαι πληγάς εκ του αλάστορος, αλλά θαρρούσα προσμένω εν τη δεήσει και προσευχή και τοις δάκρυσιν. Όθεν την μνήμην αυτής τελούντες χάριν πλουσίαν δεχόμεθα.
Κοντάκιον. Ήχ. δ΄. Επεφάνης σήμερον.
Της σοφίας γέγονας της Θεϊκής και εν φόβω παμφαές θησαύρισμα, μήτερ Σοφία, μητρικώς τοις σοις ικέταις, μακρόθυμε, πάσι πλουσίας προσφέρουσα χάριτας.
Μεγαλυνάρια.
Σοφισθείσα, μήτερ, πνευματικώς όλον σου τον βίον εν τελεία υπομονή διήλθες, Σοφία, και νυν του σου νυφμίου το κάλλος εποπτεύεις εν ταις παστάσιν αυτού.
Φιλοστόργως, μήτερ, διηνεκώς ύμνεις την Παρθένον ταις παννύχοις σου προσευχαίς, όθεν τοις εν πίστει προστρέχουσι προς ταύτην προσφέρεις τας αιτήσεις, Σοφία, πάντοτε.
Η αμνάς Σου, Ιησού, Σοφία κράζει γοερώς Σε, Νυμφίε μου, ποθώ, και καρτερώ ασκητικώς εν τη Μονή της Θεόπαιδος και μητρός Σου, και πάσχω δια Σε πόνους και σκώμματα και δέχομαι πληγάς εκ του αλάστορος, αλλά θαρρούσα προσμένω εν τη δεήσει και προσευχή και τοις δάκρυσιν. Όθεν την μνήμην αυτής τελούντες χάριν πλουσίαν δεχόμεθα.
Κοντάκιον. Ήχ. δ΄. Επεφάνης σήμερον.
Της σοφίας γέγονας της Θεϊκής και εν φόβω παμφαές θησαύρισμα, μήτερ Σοφία, μητρικώς τοις σοις ικέταις, μακρόθυμε, πάσι πλουσίας προσφέρουσα χάριτας.
Μεγαλυνάρια.
Σοφισθείσα, μήτερ, πνευματικώς όλον σου τον βίον εν τελεία υπομονή διήλθες, Σοφία, και νυν του σου νυφμίου το κάλλος εποπτεύεις εν ταις παστάσιν αυτού.
Φιλοστόργως, μήτερ, διηνεκώς ύμνεις την Παρθένον ταις παννύχοις σου προσευχαίς, όθεν τοις εν πίστει προστρέχουσι προς ταύτην προσφέρεις τας αιτήσεις, Σοφία, πάντοτε.