Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ
Σύμφωνα με μερικούς ερευνητές, οι χριστουγεννιάτικες γενικά δοξασίες και
παραδόσεις, αποτελούν ένα μίγμα από κατάλοιπα της λατρείας του Σατούρνο (μιας
θεότητας που ταυτίζεται με τον Κρόνο) κι άλλων δοξασιών που αναμίχθηκαν με τις
χριστιανικές, για να ξεχαστεί στο πέρασμα των αιώνων η αρχική τους προέλευση.
Το δέντρο, σαν χριστουγεννιάτικο σύμβολο, χρησιμοποιήθηκε μετά τον 8ο αιώνα.
Εκείνος που καθιέρωσε το έλατο σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν, σύμφωνα με
την παράδοση, ο Άγιος Βονιφάτιος, που για να σβήσει την ιερότητα που απέδιδαν
οι ειδωλολάτρες στη δρυ, έβαλε στη θέση του το έλατο, σαν σύμβολο χριστιανικό
και ειδικότερα σαν σύμβολο των Χριστουγέννων.
Φυσικά, στο πέρασμα των αιώνων, το νόημα του χριστουγεννιάτικου δέντρου πήρε
αναρίθμητες μορφές. Κι αρχικά, για να συμβολίσει την ευτυχία που κρύβει για τον
άνθρωπο η γέννηση του Χριστού, άρχισε να γεμίζει το δέντρο-σύμβολο με διάφορα
χρήσιμα είδη- κυρίως φαγώσιμα κι αργότερα ρούχα κι άλλα είδη καθημερινής
χρήσης, συμβολίζοντας έτσι πρακτικά την προσφορά των Θείων Δώρων, για να
εξελιχτεί προοδευτικά σ' ένα απαραίτητο διακοσμητικό είδος της μέρας αυτής, που
αργότερα πήρε και τη θέση της "Δωροθήκης"- του χώρου δηλαδή που σ' αυτόν
τοποθετούσαν οι συγγενείς και φίλοι τα δώρα τους ο ένας για τον άλλο.
Ο Τσαρλς Ντίκενς για την Αγγλία , ο συγγραφέας εκείνης της εποχής, φρόντισε να
ξαναπάρουν τα Χριστούγεννα την παλιά χαρούμενη γιορταστική μορφή τους, όσο
κανένας άλλος. Κι αν σήμερα σ' ολόκληρο τον κόσμο το χριστουγεννιάτικο δέντρο
θυμίζει αυτή τη μέρα, αυτό σίγουρα οφείλεται στον Ντίκενς, που σε διάφορα έργα
του και πιο πολύ ακόμα στις χριστουγεννιάτικες ιστορίες του, το προβάλλει σαν
βασικό χριστουγεννιάτικο σύμβολο.
Στην πατρίδα μας, το χριστουγεννιάτικο δέντρο το έφεραν για πρώτη φορά στην
Αθήνα οι Βαυαροί, και από τότε συνηθίζεται να προτιμάται στις ορεινές περιοχές
αντί του νησιώτικου καθιερωμένου καραβιού.
Έθιμα του τόπου μας
Συντονιστές: konstantinoupolitis, Συντονιστές
- eleimon
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3520
- Εγγραφή: Τρί Νοέμ 11, 2008 6:34 am
- Τοποθεσία: Ελπίδα-Αθήνα
Re: ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ
«Το θάνατο δεν τον φοβάμαι, όχι βέβαια ένεκα των έργων μου, αλλά επειδή πιστεύω στο έλεος του Θεού».
- eleimon
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3520
- Εγγραφή: Τρί Νοέμ 11, 2008 6:34 am
- Τοποθεσία: Ελπίδα-Αθήνα
Re: ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΛΤΣΑΣ[/b]
Υπήρχε κάποτε ένας ευγενικός και καλόκαρδος κύριος όπου η γυναίκα του
είχε πεθάνει από βαριά αρρώστια και τον είχε αφήσει απογοητευμένο με τρεις
κόρες να μεγαλώσει. Μετά που έχασε όλα του τα χρήματα σε ανώφελες και κακές
επενδύσεις, η οικογένειά του χρειάστηκε να μετακομίσει σε μια χωριάτικη καλύβα,
ενώ οι τρεις του κόρες έκαναν μόνες τους το μαγείρεμα, το ράψιμο και το
καθάρισμα του σπιτιού.
Όταν ήρθε ο καιρός να παντρευτούν οι κόρες, ο πατέρας έπεσε σε
μεγαλύτερη κατάθλιψη εφόσον οι κόρες του δεν θα έβρισκαν να παντρευτούν χωρίς
προίκα και χρήματα για να δώσουν στην νέα οικογένεια του συζύγου τους.
Μία νύχτα, μετά που οι κόρες είχαν πλύνει και απλώσει τα ρούχα τους και
τις κάλτσες τους στο τζάκι για να στεγνώσουν, έπεσαν για ύπνο. Ο Άγιος Βασίλης
γνώριζε την απόγνωση και την ατυχία του πατέρα και σταμάτησε στο σπίτι του.
Κοίταξε μέσα από το παράθυρο και είδε ότι η οικογένεια είχε πέσει για ύπνο.
Επίσης παρατήρησε και τις κάλτσες των κοριτσιών που κρέμονταν στο τζάκι. Και
τότε του ήρθε η έμπνευση και αφού πήρε από το πουγκί του τρία μικρότερα πουγκιά
με χρυσό, πήγε και τα πέταξε με προσοχή από την καμινάδα έτσι ώστε να πέσουν
μέσα στις κάλτσες.
Το επόμενο πρωί που ξύπνησαν οι κόρες, βρήκαν για μεγάλη τους έκπληξη
τις κάλτσες τους να περιέχουν χρυσάφι. Έτσι ο ευγενής πατέρας τους θα κατάφερνε
να δει τις κόρες του να ζουν ευτυχισμένες και μια καλή ζωή με αυτό το χρυσό,
και έζησε πολλά πολλά χαρούμενα χρόνια και ο ίδιος.
Τα παιδιά όλου του κόσμου συνέχισαν την παράδοση να κρεμούν κάλτσες τα
Χριστούγεννα στο τζάκι τους με την ελπίδα να τους τις γεμίσει ο Άγιος Βασίλης.
Αυτό το έθιμο κρατά σε πολλές με μερικές παραλλαγές.
Στην Γαλλία τα παιδιά τις βάζουν δίπλα στο τζάκι, ενώ στην Ολλανδία τις
γεμίζουν με άχυρο και καρότα για τα ελαφάκια του Άγιου Βασίλη. Στην Ουγγαρία τα
παιδιά γυαλίζουν τα παπούτσια τους πριν τα βάλουν δίπλα στο τζάκι ή το
παράθυρο. Στην Ιταλία τα παιδιά αφήνουν τα παπούτσια τους έξω κατά τα Θεοφάνια,
για να τα βρει η καλή μάγισσα. Και τέλος, στο Πόρτο Ρίκο τα παιδιά βάζουν κάτω
από τα κρεβάτια τους πρασινάδα και λουλούδια για τις καμήλες των τριών Μάγων.
Υπήρχε κάποτε ένας ευγενικός και καλόκαρδος κύριος όπου η γυναίκα του
είχε πεθάνει από βαριά αρρώστια και τον είχε αφήσει απογοητευμένο με τρεις
κόρες να μεγαλώσει. Μετά που έχασε όλα του τα χρήματα σε ανώφελες και κακές
επενδύσεις, η οικογένειά του χρειάστηκε να μετακομίσει σε μια χωριάτικη καλύβα,
ενώ οι τρεις του κόρες έκαναν μόνες τους το μαγείρεμα, το ράψιμο και το
καθάρισμα του σπιτιού.
Όταν ήρθε ο καιρός να παντρευτούν οι κόρες, ο πατέρας έπεσε σε
μεγαλύτερη κατάθλιψη εφόσον οι κόρες του δεν θα έβρισκαν να παντρευτούν χωρίς
προίκα και χρήματα για να δώσουν στην νέα οικογένεια του συζύγου τους.
Μία νύχτα, μετά που οι κόρες είχαν πλύνει και απλώσει τα ρούχα τους και
τις κάλτσες τους στο τζάκι για να στεγνώσουν, έπεσαν για ύπνο. Ο Άγιος Βασίλης
γνώριζε την απόγνωση και την ατυχία του πατέρα και σταμάτησε στο σπίτι του.
Κοίταξε μέσα από το παράθυρο και είδε ότι η οικογένεια είχε πέσει για ύπνο.
Επίσης παρατήρησε και τις κάλτσες των κοριτσιών που κρέμονταν στο τζάκι. Και
τότε του ήρθε η έμπνευση και αφού πήρε από το πουγκί του τρία μικρότερα πουγκιά
με χρυσό, πήγε και τα πέταξε με προσοχή από την καμινάδα έτσι ώστε να πέσουν
μέσα στις κάλτσες.
Το επόμενο πρωί που ξύπνησαν οι κόρες, βρήκαν για μεγάλη τους έκπληξη
τις κάλτσες τους να περιέχουν χρυσάφι. Έτσι ο ευγενής πατέρας τους θα κατάφερνε
να δει τις κόρες του να ζουν ευτυχισμένες και μια καλή ζωή με αυτό το χρυσό,
και έζησε πολλά πολλά χαρούμενα χρόνια και ο ίδιος.
Τα παιδιά όλου του κόσμου συνέχισαν την παράδοση να κρεμούν κάλτσες τα
Χριστούγεννα στο τζάκι τους με την ελπίδα να τους τις γεμίσει ο Άγιος Βασίλης.
Αυτό το έθιμο κρατά σε πολλές με μερικές παραλλαγές.
Στην Γαλλία τα παιδιά τις βάζουν δίπλα στο τζάκι, ενώ στην Ολλανδία τις
γεμίζουν με άχυρο και καρότα για τα ελαφάκια του Άγιου Βασίλη. Στην Ουγγαρία τα
παιδιά γυαλίζουν τα παπούτσια τους πριν τα βάλουν δίπλα στο τζάκι ή το
παράθυρο. Στην Ιταλία τα παιδιά αφήνουν τα παπούτσια τους έξω κατά τα Θεοφάνια,
για να τα βρει η καλή μάγισσα. Και τέλος, στο Πόρτο Ρίκο τα παιδιά βάζουν κάτω
από τα κρεβάτια τους πρασινάδα και λουλούδια για τις καμήλες των τριών Μάγων.
«Το θάνατο δεν τον φοβάμαι, όχι βέβαια ένεκα των έργων μου, αλλά επειδή πιστεύω στο έλεος του Θεού».
- eleimon
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3520
- Εγγραφή: Τρί Νοέμ 11, 2008 6:34 am
- Τοποθεσία: Ελπίδα-Αθήνα
Re: ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ
Η ιστορία της βασιλόπιτας, είναι μια ιστορία που συνέβηκε πριν
από εκατοντάδες χρόνια , πριν από 1500 χρόνια περίπου , στην πόλη Καισαρεία της
Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και
ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του , με αγάπη , κατανόηση και
αλληλοβοήθεια.
Κάποια μέρα όμως , ένας αχόρταγος στρατηγός - τύραννος της
περιοχής , ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας ,
αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει. Ο
Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη.
Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε
αμέσως την Καισαρεία. Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη ,
ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν.
Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς
και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι
άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια , δεν
είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό.
Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο
και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την
πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει. Οι χριστιανοί της Καισαρείας
αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από
τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν , ώστε δίνοντάς τα στο
σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει
από το κακό του. Διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της
πόλης.
Ο Δεσπότης , ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη
του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει
μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το
σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς , με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω
στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και
αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό
στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί
του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του
οι άγγελοι.
Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας. Τότε όμως , ο δεσπότης της , ο
Μέγας Βασίλειος , βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά
στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη , δηλαδή να πάρει ο
καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας
Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους
βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια , όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα
έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν , τα μοίρασε σαν ευλογία
στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η
έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι
έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της.
Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι , η βασιλόπιτα Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη
βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου
Βασιλείου.
Η ιστορία της βασιλόπιτας, είναι μια ιστορία που συνέβηκε πριν
από εκατοντάδες χρόνια , πριν από 1500 χρόνια περίπου , στην πόλη Καισαρεία της
Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και
ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του , με αγάπη , κατανόηση και
αλληλοβοήθεια.
Κάποια μέρα όμως , ένας αχόρταγος στρατηγός - τύραννος της
περιοχής , ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας ,
αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει. Ο
Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη.
Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε
αμέσως την Καισαρεία. Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη ,
ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν.
Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς
και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι
άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια , δεν
είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό.
Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο
και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την
πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει. Οι χριστιανοί της Καισαρείας
αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από
τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν , ώστε δίνοντάς τα στο
σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει
από το κακό του. Διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της
πόλης.
Ο Δεσπότης , ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη
του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει
μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το
σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς , με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω
στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και
αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό
στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί
του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του
οι άγγελοι.
Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας. Τότε όμως , ο δεσπότης της , ο
Μέγας Βασίλειος , βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά
στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη , δηλαδή να πάρει ο
καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας
Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους
βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια , όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα
έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν , τα μοίρασε σαν ευλογία
στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η
έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι
έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της.
Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι , η βασιλόπιτα Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη
βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου
Βασιλείου.
«Το θάνατο δεν τον φοβάμαι, όχι βέβαια ένεκα των έργων μου, αλλά επειδή πιστεύω στο έλεος του Θεού».
- eleimon
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3520
- Εγγραφή: Τρί Νοέμ 11, 2008 6:34 am
- Τοποθεσία: Ελπίδα-Αθήνα
Re: ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΩΝ
Λέγανε οι γιαγιάδες τα παλιά χρόνια στα εγγονάκια τους για να κάθονταν ήσυχα
ότι κάθε νύχτα του Δωδεκαήμερου στους δρόμους του χωριού και στα χαλάσματα
κυκλοφορούσαν οι Καλικάντζαροι.
Μα τι ήταν αυτοί οι καλικάντζαροι;
Όπως λοιπόν έλεγαν οι παλιές γιαγιάδες , ήταν αερικά , ξωτικά.
Τους φαντάζονταν σαν κάτι μαυριδερά , ψηλά και κοκαλιάρικα κακάσχημα όντα, κάτι
μεταξύ ζώου και ανθρώπου και που συνέχεια , όλη την ώρα, χοροπηδούσαν
γκρινιάζοντας, φωνάζοντας και τραγουδώντας.
Όλο το χρόνο βρίσκονταν κάτω από τη γη, στον κάτω κόσμο και ζήλευαν τον απάνω
κόσμο.
Γι΄ αυτό λοιπόν ,άλλοι με πριόνια , άλλοι με τσεκούρια κι άλλοι με μπαλντάδες
έβαζαν όλη τη δύναμή τους να κόψουν τους στύλους, που πάνω σε αυτή στηριζόταν η
γη και να την κάνουνε να βουλιάξει.
Όταν έφτανε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων , από φόβο μη βουλιάξει η
γη και τους πλακώσει , έφευγαν κι ανέβαιναν στον απάνω κόσμο , στη γη , για να
τυραννήσουν τους ανθρώπους που θα έβρισκαν μπροστά τους.
Έτσι λοιπόν οι καλικάντζαροι το Δωδεκαήμερο γύριζαν στους δρόμους , ανέβαιναν
στα κεραμίδια και καμιά φορά , όπως λέγανε, έμπαιναν από την καμινάδα του
τζακιού σε σπίτια που δεν τα είχαν θυμιατίσει οι νοικοκυραίοι τους.
Γι΄ αυτό , για καλό και για κακό , εκείνες τις ημέρες φροντίζανε να φράζουν τις
τρύπες των τζακιών με πανιά. Ακόμα καίγανε λιβάνι σε θυμιατό κοντά στο τζάκι,
γιατί οι καλικάντζαροι δεν άντεχαν αυτή τη μυρωδιά.
Λέγανε κάποιοι ,παλιά , πως μια γυναίκα αφού ετοίμασε τα γλυκά της,
βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε.
Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί όπως λένε: "του Γενάρη το φεγγάρι
παρά λίγο νά ΄ναι μέρα".
Έτρεξε λοιπόν αυτή η γυναίκα και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα
γλυκά για ψήσιμο στο φούρνο. Τα παιδιά σηκώθηκαν πρόθυμα , πήρε το καθένα από
ένα ταψί και ξεκίνησαν για το φούρνο.
Όμως η αυγή αργούσε να έρθει και ξαφνικά μέσα από τα κοντινά στενά ακούστηκαν
αγριοφωνάρες και δυνατά γέλια. Σε ελάχιστο χρόνο ο δρόμος γέμισε με καλικαντζαράκια.
Άρπαξαν τα παιδιά , τους πετάξανε ό,τι κρατούσανε και άρχισαν έναν τρελό χορό
χτυπώντας τα ταψιά και φώναζαν: "-Ω! ... στραβά ταψιά , με τα ψεύτικα ψωμιά , άλλα με τα άσχημα, πηδάτε βρε μπαγάσικα ...".
Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός , εξαντλημένα τα καλικαντζαράκια αφήσανε
τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού κι αρχίσανε να φεύγουν τρέχοντας με
στριγκλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους που ήταν κατακόκκινες σαν
τις γλώσσες της φωτιάς και κουνούσαν τις ουρές τους εδώ κι εκεί...
Όταν ξημέρωσε και βγήκαν οι άνθρωποι να πάνε στις δουλειές τους, βρήκαν στο
δρόμο τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα , χωρίς να έχουνε δυνάμεις για να σηκωθούν.
Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε με αγιασμό και όταν συνήλθαν, διηγήθηκαν τι τους
είχαν κάνει τα καλικαντζαράκια Αυτά λέγανε οι παλιοί για τους καλικάντζαρους κι όλοι φοβόντουσαν να βγουν έξω από τα σπίτια τους πριν ξημερώσει, όλο το Δωδεκαήμερο.
Λέγανε οι γιαγιάδες τα παλιά χρόνια στα εγγονάκια τους για να κάθονταν ήσυχα
ότι κάθε νύχτα του Δωδεκαήμερου στους δρόμους του χωριού και στα χαλάσματα
κυκλοφορούσαν οι Καλικάντζαροι.
Μα τι ήταν αυτοί οι καλικάντζαροι;
Όπως λοιπόν έλεγαν οι παλιές γιαγιάδες , ήταν αερικά , ξωτικά.
Τους φαντάζονταν σαν κάτι μαυριδερά , ψηλά και κοκαλιάρικα κακάσχημα όντα, κάτι
μεταξύ ζώου και ανθρώπου και που συνέχεια , όλη την ώρα, χοροπηδούσαν
γκρινιάζοντας, φωνάζοντας και τραγουδώντας.
Όλο το χρόνο βρίσκονταν κάτω από τη γη, στον κάτω κόσμο και ζήλευαν τον απάνω
κόσμο.
Γι΄ αυτό λοιπόν ,άλλοι με πριόνια , άλλοι με τσεκούρια κι άλλοι με μπαλντάδες
έβαζαν όλη τη δύναμή τους να κόψουν τους στύλους, που πάνω σε αυτή στηριζόταν η
γη και να την κάνουνε να βουλιάξει.
Όταν έφτανε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων , από φόβο μη βουλιάξει η
γη και τους πλακώσει , έφευγαν κι ανέβαιναν στον απάνω κόσμο , στη γη , για να
τυραννήσουν τους ανθρώπους που θα έβρισκαν μπροστά τους.
Έτσι λοιπόν οι καλικάντζαροι το Δωδεκαήμερο γύριζαν στους δρόμους , ανέβαιναν
στα κεραμίδια και καμιά φορά , όπως λέγανε, έμπαιναν από την καμινάδα του
τζακιού σε σπίτια που δεν τα είχαν θυμιατίσει οι νοικοκυραίοι τους.
Γι΄ αυτό , για καλό και για κακό , εκείνες τις ημέρες φροντίζανε να φράζουν τις
τρύπες των τζακιών με πανιά. Ακόμα καίγανε λιβάνι σε θυμιατό κοντά στο τζάκι,
γιατί οι καλικάντζαροι δεν άντεχαν αυτή τη μυρωδιά.
Λέγανε κάποιοι ,παλιά , πως μια γυναίκα αφού ετοίμασε τα γλυκά της,
βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε.
Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί όπως λένε: "του Γενάρη το φεγγάρι
παρά λίγο νά ΄ναι μέρα".
Έτρεξε λοιπόν αυτή η γυναίκα και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα
γλυκά για ψήσιμο στο φούρνο. Τα παιδιά σηκώθηκαν πρόθυμα , πήρε το καθένα από
ένα ταψί και ξεκίνησαν για το φούρνο.
Όμως η αυγή αργούσε να έρθει και ξαφνικά μέσα από τα κοντινά στενά ακούστηκαν
αγριοφωνάρες και δυνατά γέλια. Σε ελάχιστο χρόνο ο δρόμος γέμισε με καλικαντζαράκια.
Άρπαξαν τα παιδιά , τους πετάξανε ό,τι κρατούσανε και άρχισαν έναν τρελό χορό
χτυπώντας τα ταψιά και φώναζαν: "-Ω! ... στραβά ταψιά , με τα ψεύτικα ψωμιά , άλλα με τα άσχημα, πηδάτε βρε μπαγάσικα ...".
Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός , εξαντλημένα τα καλικαντζαράκια αφήσανε
τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού κι αρχίσανε να φεύγουν τρέχοντας με
στριγκλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους που ήταν κατακόκκινες σαν
τις γλώσσες της φωτιάς και κουνούσαν τις ουρές τους εδώ κι εκεί...
Όταν ξημέρωσε και βγήκαν οι άνθρωποι να πάνε στις δουλειές τους, βρήκαν στο
δρόμο τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα , χωρίς να έχουνε δυνάμεις για να σηκωθούν.
Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε με αγιασμό και όταν συνήλθαν, διηγήθηκαν τι τους
είχαν κάνει τα καλικαντζαράκια Αυτά λέγανε οι παλιοί για τους καλικάντζαρους κι όλοι φοβόντουσαν να βγουν έξω από τα σπίτια τους πριν ξημερώσει, όλο το Δωδεκαήμερο.
«Το θάνατο δεν τον φοβάμαι, όχι βέβαια ένεκα των έργων μου, αλλά επειδή πιστεύω στο έλεος του Θεού».