Ό,τι κι αν έκανε η μάνα για το παιδί της αυτό πήγαινε στα χαμένα. Όσες
προσπάθειες κι αν έκανε να το φέρει στο δρόμο του Θεού, ήτανε
άκαρπες. Άσπρο η μάνα,μαύρο ο γιος. Κι όσο έβλεπε να βγαίνουν απ’ τα
χέρια της, με την χάρη του Θεού, παιδιά υπέροχα, έξυπνα, χρήσιμοι
άνθρωποι στην κοινωνία, παιδιά περήφανα που την είχανε δασκάλα, και το
δικό της το μοναδικό παιδί, που του αφοσιώθηκε ολότελα σαν έμεινε
χήρα, να μην αποφασίζει για κάτι, της ερχότανε τρέλλα.
Η παρέα του έβαλε κατά νου να ξεθεμελιώσει και να ρημάξει
κράτος, ηθική, θρησκεία, πατρίδα.Έλα τώρα εσύ μάνα, που γαλουχήθηκες
και γαλούχησες γενεές γενεών με ό,τι ωραιότερο υπάρχει σε ουρανό και
γη, να συμφωνήσεις με το παιδί αυτό. Μέρες, εβδομάδες, μήνες έλειπε
από το σπίτι, χωρίς σημάδια ζωής. Κι’ η μάνα, αχ, αυτή η μάνα! Ποιος
θα γράψει ποτέ τους πόνους, τους μόχθους ,τα δάκρυα αυτών των μανάδων,
που δεν βλέπουν καμιά προκοπή, καμιά λαχτάρα στα παιδιά τους! Οι άλλες
που δικαιώνονται, χορταίνουν τουλάχιστο με τους επαίνους και τα
συχαρίκια των συγγενών. Η μάνα λοιπόν περίμενε. Πάντα περίμενε μια
αλλαγή. Η προσευχή της, το λιβάνι που έκαιγε, το καντηλάκι που άναβε, ήταν όλα, μα όλα γι’ αυτό το παιδί. Όταν ήρθε ο καιρός του να πάει
στρατιώτης, αναθάρρησε η μάνα. Ίσως εδώ βρει τον εαυτό του, είπε.
Αυτός όμως παρουσίασε πιστοποιητικό ψυχιάτρου και πήρε αναβολή.
Και να βλέπει η μάνα τις επιτυχίες των άλλων παιδιών, τα πτυχία ,τις
υποτροφίες και το δικό της παιδί χαμένο στις ιδέες του, τις
μηδενιστικές, τις καταστροφικές,. Κι’ αυτή εκεί, καντήλι και
θυμίαμα, λάδι και δάκρυ. Σημάδια έκανε το πάτωμα. Κάποτε
παρουσιάσθηκε στο σπίτι, γιατί πήρε την απόφαση να πάει
στρατιώτης .»Καλό σημάδι» είπε μέσα της η μάνα.
Πέρασε όλη την θητεία του σε φυλάκιο του Έβρου. Δεν ήρθε να τη δει
ούτε μια φορά. Κι’ η μάνα δεν άφησε το εικονοστάσι χωρίς λάδι και δάκρυ
ούτε ένα βράδυ. Κάποτε απολύθηκε. Μάιο μήνα ήρθε ίσια στο σπίτι.
Χαρούμενος, κεφάτος, σα να μην έλειψε ούτε μια μέρα. Της ζήτησε χρήματα
να πάει λιγες μέρες στη θάλασσα με κάτι φίλους. Του έδωσε αμέσως.
Ένιωθε να παλεύει η μάνα με κάποιον στήθος με στήθος. Κι’ αυτός ο
κάποιος δεν ήταν το παιδί της . Ήταν το πνεύμα του κακού που έπρεπε να
το νικήσει το πνεύμα του Θεού.
Πέρασαν δέκα μέρες κι όλη η παρέα γύρισε. Γύρισαν χαρούμενοι. Είπανε
τα νέα τους, φάγανε, ήπιανε καφέ και τότε ο γιος της της φέρνει ένα
δέμα.
-Μάνα , σου έφερα ένα δώρο. Είπα να μην έρθω με άδεια χέρια αυτή τη
φορά. Άνοιξέ το να δούμε αν σου αρέσει. Δώρο από σένα αγόρι μου και
δεν θα μου αρέσει; Και μόνο που με σκέφτηκες φτάνει. -Άνοιξέ το ,
λοιπόν… Η μάνα παίρνει το δέμα και το ανοίγει . Μόλις αντίκρυσε
το δώρο πάγωσε. Τα δάκρυά της αυλάκωσαν τα μάγουλά της. Ήταν ένα
πανέμορφο καντηλάκι ,σπάνιας τέχνης . -Μάνα,σ’ έβλεπα πρωί και βράδυ να
ανάβεις το καντήλι και ήξερα, ήμουνα βέβαιος πως τόκανες για μένα. Στη
σκέψη μου ,στη θύμησή μου, σ’ έφερνα πάντα μπροστά στο καντηλάκι.
Τίποτε δεν μου ξέφευγε απ’ όσα έκανες , απ’ όσα υπέφερες. Καποιο μέρος
ήθελα νάχω σ’ αυτή σου τη λαχτάρα. Άντε λοιπόν ,σήκω. Έλα μπράβο, βάζω
το καντηλάκι, βάζεις το λάδι και το… δάκρυ!…. Μα σούφερα
ένα ακόμη ακόμη δώρο. Άνοιξέ το!… Πήρε η μάνα το δεύτερο
δώρο, το ανοίγει και τι να δει! Ένα κ α ν τ ή λ ι !
-Κι άλλο παιδάκι μου; Δίδυμα ήτανε; -Αυτό για το σαλόνι. Φωνάξαμε
τον πατέρα Γρηγόριο να κάνει αγιασμό και βρήκε το σαλόνι χωρίς
καντήλι. Ξέρεις πόσο ντροπιάστηκα; Ολόκληρο σαλόνι χωρίς καντήλι ;
Μ ά ν ε ς αγρότισσες, μάνες νησιώτισες, μάνες πολίτισες,
Βορειοηπειρώτισες. Μάνες που τα παιδιά σας γέμισαν την ποδιά σας με
πτυχία, με διπλώματα κι εσείς οι άλλες, που πασχίζετε μαζί με μένα
για νάβρουν τα παιδιά σας μια θέση στον ήλιο… Και σεις που πιστεύετε, και σεις που δεν πιστεύετε, πάρτε το λάδι και το δάκρυ σας κι ελάτε
να ανάψουμε όλες μαζί το κ α ν τ η λ ά κ ι που έφερε ο γιος
μου. Αφήστε όλους αυτούς , που θέλουν τάχα να προστατέψουν τα παιδιά
μας από αρρώστιες κι αρχίζουν να διαφημίζουν στην τηλεόραση
ανομολόγητους τρόπους, ελάτε λέω, να γονατίσουμε και να ζητήσουμε
απ’ τον Θεό να σώσει τα παιδιά μας.
Λάδι και δάκρυ χρειάζονται τα παιδιά μας. Με λάδι και δάκρυ δεν χάνονται ποτέ!
Φανής Μήτσου Θεοδωρίδου
Ζωντανές Ιστορίες
http://istologio.org/?p=4083
Χριστιανικές Ιστορίες
Συντονιστής: Συντονιστές
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 6147
- Εγγραφή: Τετ Μαρ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Γερμανία
- Επικοινωνία:
Λάδι και Δάκρυ Χρειάζονται τα Παιδιά
Ο αληθινός χριστιανός έχει τρία γνωρίσματα:
1. Διαβάζει τον Λόγο του Θεού (Αγία Γραφή).
2. Τον εφαρμόζει στη ζωή του.
3. Φροντίζει να τον διαδίδει για να σώζονται και οι άλλοι και να γίνονται κοινωνοί του θαύματος που έζησε.
1. Διαβάζει τον Λόγο του Θεού (Αγία Γραφή).
2. Τον εφαρμόζει στη ζωή του.
3. Φροντίζει να τον διαδίδει για να σώζονται και οι άλλοι και να γίνονται κοινωνοί του θαύματος που έζησε.
- fotis
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 4712
- Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
- Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ
Re: Χριστιανικές Ιστορίες
ΕΝΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ!!!…… (Συγκινητική ιστορία)
Τυχαία διάβασα στο agioritikovima.gr την ιστορία αυτή και θέλησα να τη μοιραστώ μαζί σας…
Σήμερα έχει γενέθλια ο γιος μου, κλείνει τον πρωτο του χρόνο.
Τέλη Ιουλίου τον βαφτίζουμε.
Σαν πέρισυ και λίγες μέρες πιο πρίν, βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη όπου ζω, με τη γυναίκα ετοιμόγεννη.
Είχε άσχημη κύηση, ήταν το πρώτο μας παιδί, ήμασταν πολύ φοβισμένοι.
Ξαφνικά βαράει τηλέφωνο από Εύβοια.
Ο πατέρας μου.
Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Τον πάνε επειγόντως στην Αθήνα.
“Μην το συζητάς, φύγε τώρα, έχω…
τους δικούς μου” μου είπε η γυναίκα μου και εκείνη τη στιγμή την αγάπησα όσο ποτέ άλλοτε.
Και να’μαι στην Αθήνα.
Τα πράγματα άσχημα.
Και εγώ κλαίγοντας με ένα κινητό στο χέρι, για τον ένα Κώστα που φεύγει και για τον άλλον που έρχεται χωρίς εμένα.
Ο πατέρας μου να χάνεται και η πεθερά μου να με καθησυχάζει πως ο τοκετός είναι φυσιολογικός.
Δεν ήταν έτσι.
Παραλίγο να χάσω και τη γυναίκα μου εκείνη τη μέρα.
Είχε ακατάσχετη αιμορραγία και για μερικές ώρες η ζωή της κρεμόταν από μία κλωστή.
Και ξαφνικά…ανάκαμψη!
Ο πατέρας μου αρχίζει να σταθεροποιείται.
Είμαι τρεις ημέρες άυπνος, τι να κάνω, να μείνω, να φύγω, γιατί η γυναίκα μου δε μου μιλάει στο τηλέφωνο?
(Ηταν υπό την επήρεια μορφίνης, δεν το ήξερα, απαγορεύονται τα κινητά έλεγε η πεθερά μου, δεν είχα ξανακούσει σε μαιευτήριο να μη μιλάει η λεχώνα στο κινητό, τρελάθηκα, κάτι πάθανε, αυτή η το παιδί, με κοροιδευουν, ήμουν σίγουρος).
Εφυγα σφαίρα για Θεσσαλονίκη, άγρυπνος, με το κινητό στο χέρι, “Ολα καλά” , μου λέγανε και από τις δύο πλευρές, δεν πίστευα κανέναν, ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ, ΠΕΘΑΝΑΝ, μόνο αυτό είχα στο μυαλό μου.
Και φυσικά τράκαρα.
Εναν παππού.
Δε χτύπησε, μόνο το αμάξι του σαραβάλιασα.
Και τότε με εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου.
Αρχισα να κλαίω με λυγμούς, “Πάρε τα πάντα του είπα, ταυτότητες, ότι θες, μόνο να μην αργήσω, πρέπει να παω στη Θεσσαλονίκη” ΣΕ ΙΚΕΤΕΥΩ.
Δεν έχω συνααντήσει πιο άγιο άνθρωπο ποτέ μου.
Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και με άφησε να φύγω, πήγαινε αγόρι μου στους δικούς σου και τα χαλάσματα φτιάχνονται, μου είπε.
Και μια κουβέντα: “Ο Θεός είναι Μεγάλος”. Εσείς οι νέοι κοροιδεύετε, αλλά εγω είμαι σε συνεχή επικοινωνία με το Θεό. Και θα προσευχηθώ για σένα, με όλη τη δύναμη της ψυχής μου”.
Εφτασα ένα ράκος.
Και εκεί έμαθα ότι παραλίγο να χάσω Εκείνη και Εκείνο.
Τους πήρα στην αγκαλιά μου και τους έσφιξα σα χαμένος.
Και μετά έμαθα.
Η γυναίκα μου συνήλθε την ίδια ωρα περίπου με τον πατέρα μου.
Σώθηκε η ζωή τους μέσα στα ίδια λεπτά.
Όταν τελείωσαν όλα, αναζήτησα τον παππού.
Δεν απάντησε ποτέ στα επίμονα τηλεφωνήματά μου, ούτε με πήρε ποτέ πίσω.
Οποτε βλέπω παλιό μπλέ BMW σταματάω να δω τον οδηγό η τρέχω σαν τρελός να τον προλάβω.
Μάταια.
Και έχω αρχίσει να πιστεύω πως εκείνη την ώρα, που οι τρεις πολύτιμοι για μένα άνθρωποι χαροπάλευαν, εγώ συνάντησα το Θεό… Και με λυπήθηκε!!!
Υ.Γ:
Τον πατέρα μου τον χάσαμε τελικά μετά από 8 μήνες.
Πρόλαβε όμως και πήρε στην αγκαλιά του τον Κωστάκη. Παίξανε, τον τάισε, πήγανε βόλτα.
Και έφυγε ευτυχισμένος.
Νομίζω πως δε θα πέθαινε πριν ζήσει λίγο με τον Κώστα…
Τυχαία διάβασα στο agioritikovima.gr την ιστορία αυτή και θέλησα να τη μοιραστώ μαζί σας…
Σήμερα έχει γενέθλια ο γιος μου, κλείνει τον πρωτο του χρόνο.
Τέλη Ιουλίου τον βαφτίζουμε.
Σαν πέρισυ και λίγες μέρες πιο πρίν, βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη όπου ζω, με τη γυναίκα ετοιμόγεννη.
Είχε άσχημη κύηση, ήταν το πρώτο μας παιδί, ήμασταν πολύ φοβισμένοι.
Ξαφνικά βαράει τηλέφωνο από Εύβοια.
Ο πατέρας μου.
Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Τον πάνε επειγόντως στην Αθήνα.
“Μην το συζητάς, φύγε τώρα, έχω…
τους δικούς μου” μου είπε η γυναίκα μου και εκείνη τη στιγμή την αγάπησα όσο ποτέ άλλοτε.
Και να’μαι στην Αθήνα.
Τα πράγματα άσχημα.
Και εγώ κλαίγοντας με ένα κινητό στο χέρι, για τον ένα Κώστα που φεύγει και για τον άλλον που έρχεται χωρίς εμένα.
Ο πατέρας μου να χάνεται και η πεθερά μου να με καθησυχάζει πως ο τοκετός είναι φυσιολογικός.
Δεν ήταν έτσι.
Παραλίγο να χάσω και τη γυναίκα μου εκείνη τη μέρα.
Είχε ακατάσχετη αιμορραγία και για μερικές ώρες η ζωή της κρεμόταν από μία κλωστή.
Και ξαφνικά…ανάκαμψη!
Ο πατέρας μου αρχίζει να σταθεροποιείται.
Είμαι τρεις ημέρες άυπνος, τι να κάνω, να μείνω, να φύγω, γιατί η γυναίκα μου δε μου μιλάει στο τηλέφωνο?
(Ηταν υπό την επήρεια μορφίνης, δεν το ήξερα, απαγορεύονται τα κινητά έλεγε η πεθερά μου, δεν είχα ξανακούσει σε μαιευτήριο να μη μιλάει η λεχώνα στο κινητό, τρελάθηκα, κάτι πάθανε, αυτή η το παιδί, με κοροιδευουν, ήμουν σίγουρος).
Εφυγα σφαίρα για Θεσσαλονίκη, άγρυπνος, με το κινητό στο χέρι, “Ολα καλά” , μου λέγανε και από τις δύο πλευρές, δεν πίστευα κανέναν, ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ, ΠΕΘΑΝΑΝ, μόνο αυτό είχα στο μυαλό μου.
Και φυσικά τράκαρα.
Εναν παππού.
Δε χτύπησε, μόνο το αμάξι του σαραβάλιασα.
Και τότε με εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου.
Αρχισα να κλαίω με λυγμούς, “Πάρε τα πάντα του είπα, ταυτότητες, ότι θες, μόνο να μην αργήσω, πρέπει να παω στη Θεσσαλονίκη” ΣΕ ΙΚΕΤΕΥΩ.
Δεν έχω συνααντήσει πιο άγιο άνθρωπο ποτέ μου.
Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και με άφησε να φύγω, πήγαινε αγόρι μου στους δικούς σου και τα χαλάσματα φτιάχνονται, μου είπε.
Και μια κουβέντα: “Ο Θεός είναι Μεγάλος”. Εσείς οι νέοι κοροιδεύετε, αλλά εγω είμαι σε συνεχή επικοινωνία με το Θεό. Και θα προσευχηθώ για σένα, με όλη τη δύναμη της ψυχής μου”.
Εφτασα ένα ράκος.
Και εκεί έμαθα ότι παραλίγο να χάσω Εκείνη και Εκείνο.
Τους πήρα στην αγκαλιά μου και τους έσφιξα σα χαμένος.
Και μετά έμαθα.
Η γυναίκα μου συνήλθε την ίδια ωρα περίπου με τον πατέρα μου.
Σώθηκε η ζωή τους μέσα στα ίδια λεπτά.
Όταν τελείωσαν όλα, αναζήτησα τον παππού.
Δεν απάντησε ποτέ στα επίμονα τηλεφωνήματά μου, ούτε με πήρε ποτέ πίσω.
Οποτε βλέπω παλιό μπλέ BMW σταματάω να δω τον οδηγό η τρέχω σαν τρελός να τον προλάβω.
Μάταια.
Και έχω αρχίσει να πιστεύω πως εκείνη την ώρα, που οι τρεις πολύτιμοι για μένα άνθρωποι χαροπάλευαν, εγώ συνάντησα το Θεό… Και με λυπήθηκε!!!
Υ.Γ:
Τον πατέρα μου τον χάσαμε τελικά μετά από 8 μήνες.
Πρόλαβε όμως και πήρε στην αγκαλιά του τον Κωστάκη. Παίξανε, τον τάισε, πήγανε βόλτα.
Και έφυγε ευτυχισμένος.
Νομίζω πως δε θα πέθαινε πριν ζήσει λίγο με τον Κώστα…
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
- fotis
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 4712
- Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
- Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ
Re: Χριστιανικές Ιστορίες
Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ.
Ό επίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος, ό όποιος έζησε τον Ε μ.Χ. αιώνα, διηγείται πώς μια φορά τον επισκέφθηκε ένας μοναχός, πού ερχόταν από πολύ μακριά. Τον έβαλε να ξεκουρασθή και να φάγη. Όταν έτρωγε ό μοναχός, παρατήρησε ότι χρησιμοποιούσε μόνο το αριστερό του χέρι και ότι το δεξί του ήταν τυλιγμένο με ένα παλιόρασο.
Ό επίσκοπος τον ρώτησε, όχι από περιέργεια άλλα από ενδιαφέρον, γιατί είναι τυλιγμένο το χέρι του και μάλιστα με ένα παλιόρασο τριμμένο, ενώ εφαίνετο από την όλη του ενδυμασία ότι δεν ήταν μοναχός ρακένδυτος. Μάλιστα, θέλησε να το τραβήξει για να δη, όπως υποψιαζόταν, αν υπήρχε κάποια πληγή στο χέρι του μονάχου, αλλά αυτός δεν τον άφησε και το σκέπασε γρήγορα, διότι άρχισε να βγαίνει αφόρητη δυσοσμία.
Κι ό μοναχός διηγήθηκε τα έξης στον επίσκοπο:
-Σεβασμιότατε, εγώ είχα μια μητέρα πολύ όμορφη, πάγκαλη, ή οποία, δυστυχώς, από πολύ νωρίς, άφ ότου χήρεψε, παρεσύρθη στον κακό δρόμο κι έγινε πόρνη. Λόγω δε της μεγάλης ωραιότατος πού είχε, απέκτησε πολύ μεγάλη “πελατεία” και έγινε πολύ πλούσια κι έτσι εγώ μεγάλωνα μέσα στη χλιδή και στα πλούτη.
Όταν όμως μεγάλωσα και άρχισα να καταλαβαίνω τί γίνεται, βδελυσσόμενος αυτήν την κατάσταση της μητέρας μου, απομακρύνθηκα για ένα διάστημα από κοντά της και πήγα σε ένα μοναστήρι.
Πληροφορήθηκα όμως κάποια στιγμή ότι ή μητέρα μου αιφνιδίως πέθανε. Και όλη ή τεράστια εκείνη περιουσία, την οποία είχε κάνει από την αμαρτία, ήταν πλέον δική μου. Πήγα λοιπόν και την περιουσία αυτή την μοίρασα όλη, μέχρι και της τελευταίας δραχμής, στους φτωχούς κι έφυγα για την Έρημο ξανά, προσευχόμενος για τη σωτηρία της μάνας μου. Βέβαια και για τον πατέρα μου, πού όταν είχε κοιμηθή, εγώ ήμουν μωρό.
Πάντα προσευχόμουν όμως στον Θεό, σαν μοναχός πού ήμουν, να με πληροφόρηση εάν οι ελεημοσύνες πού δόθηκαν σε όλα τα τότε γνωστά μοναστήρια, για να προσευχηθούν για την ψυχή της μητέρας μου και να κάνουν πολλά-πολλά σαρανταλείτουργα έπιασαν τόπο. Επήγα λοιπόν στα Ιεροσόλυμα, μετά από έναν χρόνο και διηγήθηκα στον τότε Πατριάρχη το όλο γεγονός. Και εκείνος μου είπε:
–Πολύ καλά έκανες βέβαια και μοίρασες όλη αυτή την τεράστια περιουσία στους φτωχούς και έδωσες στα μοναστήρια για να γίνονται Λειτουργίες στο όνομα της μητέρας σου, αλλά για τις πληροφορίες πού μου ζητάς να μάθεις που βρίσκεται ή ψυχή της μητέρας σου, εγώ δεν είμαι άξιος να σου απαντήσω. Ούτε όμως εδώ στα Ιεροσόλυμα και στα περίχωρα υπάρχει κάποιος προορατικός Γέροντας, πού να μπορεί να σε πληροφόρηση για μια τέτοια μεγάλη αποκάλυψη.
Παίρνοντας λοιπόν την ευχή του Πατριάρχου, πήγα στις Σκήτες της Θηβαΐδος της Αιγύπτου.’ Εκεί πράγματι γνώρισα πατέρας και ασκητής πολλούς, πού μου υπέδειξαν έναν Γέροντα, πολύ βαθιά στην Έρημο, ικανό να με βοηθήσει. Κι έτσι με έναν ντορβά στον ωμό, με λίγο νερό και ψωμί ξεκίνησα οδοιπορώντας για να βρω τον Γέροντα αυτόν.
Μου είπαν οι πατέρες ότι: «στην πρώτη σπηλιά πού θα συνάντησης, εκεί θα τον βρεις».
Και πράγματι, ύστερα από οδοιπορία τριάντα ήμερων βρήκα τη σπηλιά και τον άγιο εκείνο άνθρωπο, ό όποιος βγήκε στην είσοδο της σπηλιάς και με υποδέχθηκε.
Εκεί έπεσα στα πόδια του, του έβαλα μετάνοια, φίλησα τις άκρες των δακτύλων του και με δάκρυα στα μάτια του ανέφερα τη ζωή της μητέρας μου και ποιες ήταν οι ενέργειες μου για τη σωτηρία της ψυχής της, με τις ελεημοσύνες και τα σαρανταλείτουργα πού έκανα.
-Παιδί μου, λέει, αυτό πού ζητάς να μάθεις από μένα, είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο. ‘Αλλά όμως, αφού έκανες τόσο μεγάλο κόπο και τόσο μεγάλη πορεία τριάντα ήμερων για να φθάσης μέχρι εδώ, θα παρακαλέσουμε τον Θεό και οι δύο μαζί, να μας πει που περίπου βρίσκετε ι ή ψυχή της μητέρας σου.
Βγήκε λοιπόν έξω, στην πόρτα της σπηλιάς, πήρε μια πετρούλα κι έκανε έναν κύκλο, ό άγιος ασκητής και μου είπε:
-Σ αυτόν τον κύκλο μέσα έλα και στάσου όρθιος. Και θα μείνεις εδώ όρθιος, χωρίς να καθίσεις, επτά ήμερες. Ούτε θα φας ούτε θα πιεις ούτε θα κουνηθείς!’ Επτά μέρες κι επτά νύχτες όρθιος και ακίνητος διαρκώς θα προσεύχεσαι να ελεήσει ό Θεός να μάς φώτιση και να μάς αποκάλυψη την κατάσταση της ψυχής της μητέρας σου. Θα παρακαλείς τον Θεό συνεχώς με δάκρυα, τα όποια κάθε μέρα θα πρέπει να γίνονται και πιο πολλά. Θα κάνω κι εγώ ακριβώς το ίδιο μέσα στη σπηλιά.
Και πράγματι, λοιπόν, έγινε αυτό, όπως ακριβώς το είπε ό άγιος εκείνος Γέροντας και φημισμένος ασκητής.
Όταν έφθασε λοιπόν ή νύχτα της έβδομης ημέρας, αρπάχθηκε ό νους του μοναχού στον ουρανό και με έκσταση ψυχής είδε τα φοβερά της Βασιλείας του Θεού. Και ότι ό Θεός ένια ι παρών και στην κόλαση και στον παράδεισο. Στον παράδεισο χαίρονται και στην κόλαση πονούν.
Είδε λοιπόν, ας πούμε, στην αριστερή του πλευρά, μία φοβερή λίμνη, έναν βόρβορο γεμάτο ακαθαρσίες, λάσπη και ανυπόφορη δυσωδία. Ένα φοβερό μείγμα, πού έβραζε και κόχλαζε. Μέσα σ αύτη τη φοβερή λίμνη την καιόμενη του πυρός, όπως μας αναφέρει ή Αποκάλυψις, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, είδε να ανεβοκατεβαίνουν οι ψυχές. Πότε να βυθίζονται μέσα σ αυτήν και πότε να ανεβαίνουν ψηλά, να ανέρχονται λίγο σαν να παίρνουν μια αναπνοή και ξανά πάλι μέσα και ξανά πάλι έξω, χωρίς τελειωμό. Είχε την αίσθηση, όπως ακριβώς βράζει κανείς τα φασόλια ή τα ρεβίθια και με τον βρασμό ανεβοκατεβαίνουν αυτά, κατά τον ίδιο τρόπο έβλεπε και τις δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις να ανεβοκατεβαίνουν.
Κάποια στιγμή λοιπόν, ανεγνώρισε και τη μητέρα του, της οποίας είδε το κεφάλι. Ανεγνώρισε κι αυτή τον γυιό της πού εύρίσκετο στην άκρη της λίμνης και φώναξε:
-Παιδί μου, ΕΛΕΟΣ!!! ΒΟΗΘΕΙΑ!!!
Και ξαναβυθίοτηκε πάλι μέσα. Και ξαναβγήκε πάλι, ξαναφάνηκε, μέχρι τη μέση τώρα. Και ξαναφωνάζη πάλι “έλεος! έλεος! βοήθεια! βοήθεια!”
-Παιδί μου, βοήθησε με, βοήθησε με!!! Καίγομαι, πνίγομαι, βασανίζομαι, υποφέρω!…
Και ξανά πάλι βυθίστηκε. Και ξαναβγήκε για τρίτη φορά.
-Και τόσος ήταν ό πόνος μου, λέει ό μοναχός, τόση ήταν ή οδύνη μου και τόση ή λαχτάρα μου, πού την ώρα πού ξαναβυθιζόταν, βούτηξα το χέρι μου μέσα, την άρπαξα από τα μαλλιά και με πολλή βία την τράβηξα έξω.
Και δίπλα μου βλέπω μία ωραιότατη χρυσή κολυμβήθρα. Από κάποιο σημείο της, από ένα βράχο…πού δεν ήταν και βράχος, δεν ξέρω τί ακριβώς ήταν! έτρεχε γάργαρο νερό και γέμιζε αυτήν την κολυμβήθρα, χωρίς να γεμίζει και χωρίς να αδειάζει ποτέ. Και πήρα τη μητέρα μου και την έβαλα μέσα σ’ αυτήν την κολυμβήθρα και πλύθηκε και καθαρίστηκε και έγινε κατάλευκη σαν το χιόνι. Την έβγαλα κατόπιν από την κολυμβήθρα κι εκεί κάποιοι Νέοι, στα ολόλευκα ντυμένοι, έδωσαν λευκά ρούχα, τυλίχτηκε μ’ αυτά και εντάχθηκε μέσα στον χορό των Αγίων.
Κι εκείνη, ανάμεσα στους φωτεινότατους εκείνους Νέους, τούς ολόλαμπρους πού χαίρονταν μέσα στη χαρά της Βασιλείας του Θεού, με ευχαριστούσε συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι πού ξαναήλθα στον εαυτό μου. Και βρέθηκα το πρωί πού τελείωνε ή έβδομη ημέρα, να είμαι έξω εκεί, μέσα στον κύκλο, παρακαλώντας θερμά για την κατάσταση της ψυχής της μητέρας μου και βεβαίως ύστερα να ευγνωμονώ τον Θεό συνεχώς.
Όταν ό άγιος εκείνος ασκητής με ρώτησε:
-Τί είδες, παιδί μου, αυτό το βράδυ; διηγήθηκα όλα αυτά. Και βεβαίως αναλύθηκα σε λυγμούς και σε ευχαριστίες προς τον Θεό και Σωτήρα μας, για την άπειρη ευσπλαχνία
Του πού έβγαλε την ψυχή της μάνας μου από τον Αδη. Το χέρι μου όμως πού βούτηξε μέσα σ’ αυτή την φοβερή κατακαιομένη λίμνη του πυρός, την βρωμερά και δυσώδη και μάλιστα μέχρι τον αγκώνα, ήταν όχι μόνο καμένο -διότι έκαίετο εκείνη ή λίμνη- αλλά και βρωμούσε απαίσια.
–Πάτερ μου, λέω, στον άγιο εκείνο Γέροντα και ασκητή σε παρακαλώ πάρα πολύ, κάνε κάτι και θεράπευσε το χέρι μου.
Κι εκείνος μου είπε:
–Όχι! Μέχρι πού να πεθάνεις, θα το δείχνεις! Είναι ή απόδειξης, για το πόση δύναμη έχει ή Θεία Λειτουργία, τα μνημόσυνα, τα τρισάγια, οι προσευχές με το κομποσκοίνι και οι ελεημοσύνες για έναν κεκοιμημένο. Και σχίζει το ράσο του ό μεγάλος εκείνος ασκητής και Γέροντας και μου λέει:
-Τύλιξε το. Ό τόπος τώρα θα ευωδιάζει. Και για εκείνους πού θα αμφιβάλλουν, θα το ξετυλίγεις για να αποδεικνύεις την αλήθεια της ιστορίας της ψυχής της μητέρας σου.
-Σεβασμιότατε, το τραβήξατε λίγο. Για δείτε το τώρα ολόκληρο! Και ξετύλιξε ολόκληρο το χέρι του. Κι ό δεσπότης δεν άντεξε την “βρώμα” κι έφυγε από το δωμάτιο. Τόσο φοβερή ήταν ή δυσοσμία. Το ράσο όμως εκείνου του κεχαριτωμένου Γέροντος ήταν ράσο αγιασμένο, γι’ αυτό είχε και τόση ευωδία.
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ.
ΠΑΤΗΡ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Ό επίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος, ό όποιος έζησε τον Ε μ.Χ. αιώνα, διηγείται πώς μια φορά τον επισκέφθηκε ένας μοναχός, πού ερχόταν από πολύ μακριά. Τον έβαλε να ξεκουρασθή και να φάγη. Όταν έτρωγε ό μοναχός, παρατήρησε ότι χρησιμοποιούσε μόνο το αριστερό του χέρι και ότι το δεξί του ήταν τυλιγμένο με ένα παλιόρασο.
Ό επίσκοπος τον ρώτησε, όχι από περιέργεια άλλα από ενδιαφέρον, γιατί είναι τυλιγμένο το χέρι του και μάλιστα με ένα παλιόρασο τριμμένο, ενώ εφαίνετο από την όλη του ενδυμασία ότι δεν ήταν μοναχός ρακένδυτος. Μάλιστα, θέλησε να το τραβήξει για να δη, όπως υποψιαζόταν, αν υπήρχε κάποια πληγή στο χέρι του μονάχου, αλλά αυτός δεν τον άφησε και το σκέπασε γρήγορα, διότι άρχισε να βγαίνει αφόρητη δυσοσμία.
Κι ό μοναχός διηγήθηκε τα έξης στον επίσκοπο:
-Σεβασμιότατε, εγώ είχα μια μητέρα πολύ όμορφη, πάγκαλη, ή οποία, δυστυχώς, από πολύ νωρίς, άφ ότου χήρεψε, παρεσύρθη στον κακό δρόμο κι έγινε πόρνη. Λόγω δε της μεγάλης ωραιότατος πού είχε, απέκτησε πολύ μεγάλη “πελατεία” και έγινε πολύ πλούσια κι έτσι εγώ μεγάλωνα μέσα στη χλιδή και στα πλούτη.
Όταν όμως μεγάλωσα και άρχισα να καταλαβαίνω τί γίνεται, βδελυσσόμενος αυτήν την κατάσταση της μητέρας μου, απομακρύνθηκα για ένα διάστημα από κοντά της και πήγα σε ένα μοναστήρι.
Πληροφορήθηκα όμως κάποια στιγμή ότι ή μητέρα μου αιφνιδίως πέθανε. Και όλη ή τεράστια εκείνη περιουσία, την οποία είχε κάνει από την αμαρτία, ήταν πλέον δική μου. Πήγα λοιπόν και την περιουσία αυτή την μοίρασα όλη, μέχρι και της τελευταίας δραχμής, στους φτωχούς κι έφυγα για την Έρημο ξανά, προσευχόμενος για τη σωτηρία της μάνας μου. Βέβαια και για τον πατέρα μου, πού όταν είχε κοιμηθή, εγώ ήμουν μωρό.
Πάντα προσευχόμουν όμως στον Θεό, σαν μοναχός πού ήμουν, να με πληροφόρηση εάν οι ελεημοσύνες πού δόθηκαν σε όλα τα τότε γνωστά μοναστήρια, για να προσευχηθούν για την ψυχή της μητέρας μου και να κάνουν πολλά-πολλά σαρανταλείτουργα έπιασαν τόπο. Επήγα λοιπόν στα Ιεροσόλυμα, μετά από έναν χρόνο και διηγήθηκα στον τότε Πατριάρχη το όλο γεγονός. Και εκείνος μου είπε:
–Πολύ καλά έκανες βέβαια και μοίρασες όλη αυτή την τεράστια περιουσία στους φτωχούς και έδωσες στα μοναστήρια για να γίνονται Λειτουργίες στο όνομα της μητέρας σου, αλλά για τις πληροφορίες πού μου ζητάς να μάθεις που βρίσκεται ή ψυχή της μητέρας σου, εγώ δεν είμαι άξιος να σου απαντήσω. Ούτε όμως εδώ στα Ιεροσόλυμα και στα περίχωρα υπάρχει κάποιος προορατικός Γέροντας, πού να μπορεί να σε πληροφόρηση για μια τέτοια μεγάλη αποκάλυψη.
Παίρνοντας λοιπόν την ευχή του Πατριάρχου, πήγα στις Σκήτες της Θηβαΐδος της Αιγύπτου.’ Εκεί πράγματι γνώρισα πατέρας και ασκητής πολλούς, πού μου υπέδειξαν έναν Γέροντα, πολύ βαθιά στην Έρημο, ικανό να με βοηθήσει. Κι έτσι με έναν ντορβά στον ωμό, με λίγο νερό και ψωμί ξεκίνησα οδοιπορώντας για να βρω τον Γέροντα αυτόν.
Μου είπαν οι πατέρες ότι: «στην πρώτη σπηλιά πού θα συνάντησης, εκεί θα τον βρεις».
Και πράγματι, ύστερα από οδοιπορία τριάντα ήμερων βρήκα τη σπηλιά και τον άγιο εκείνο άνθρωπο, ό όποιος βγήκε στην είσοδο της σπηλιάς και με υποδέχθηκε.
Εκεί έπεσα στα πόδια του, του έβαλα μετάνοια, φίλησα τις άκρες των δακτύλων του και με δάκρυα στα μάτια του ανέφερα τη ζωή της μητέρας μου και ποιες ήταν οι ενέργειες μου για τη σωτηρία της ψυχής της, με τις ελεημοσύνες και τα σαρανταλείτουργα πού έκανα.
-Παιδί μου, λέει, αυτό πού ζητάς να μάθεις από μένα, είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο. ‘Αλλά όμως, αφού έκανες τόσο μεγάλο κόπο και τόσο μεγάλη πορεία τριάντα ήμερων για να φθάσης μέχρι εδώ, θα παρακαλέσουμε τον Θεό και οι δύο μαζί, να μας πει που περίπου βρίσκετε ι ή ψυχή της μητέρας σου.
Βγήκε λοιπόν έξω, στην πόρτα της σπηλιάς, πήρε μια πετρούλα κι έκανε έναν κύκλο, ό άγιος ασκητής και μου είπε:
-Σ αυτόν τον κύκλο μέσα έλα και στάσου όρθιος. Και θα μείνεις εδώ όρθιος, χωρίς να καθίσεις, επτά ήμερες. Ούτε θα φας ούτε θα πιεις ούτε θα κουνηθείς!’ Επτά μέρες κι επτά νύχτες όρθιος και ακίνητος διαρκώς θα προσεύχεσαι να ελεήσει ό Θεός να μάς φώτιση και να μάς αποκάλυψη την κατάσταση της ψυχής της μητέρας σου. Θα παρακαλείς τον Θεό συνεχώς με δάκρυα, τα όποια κάθε μέρα θα πρέπει να γίνονται και πιο πολλά. Θα κάνω κι εγώ ακριβώς το ίδιο μέσα στη σπηλιά.
Και πράγματι, λοιπόν, έγινε αυτό, όπως ακριβώς το είπε ό άγιος εκείνος Γέροντας και φημισμένος ασκητής.
Όταν έφθασε λοιπόν ή νύχτα της έβδομης ημέρας, αρπάχθηκε ό νους του μοναχού στον ουρανό και με έκσταση ψυχής είδε τα φοβερά της Βασιλείας του Θεού. Και ότι ό Θεός ένια ι παρών και στην κόλαση και στον παράδεισο. Στον παράδεισο χαίρονται και στην κόλαση πονούν.
Είδε λοιπόν, ας πούμε, στην αριστερή του πλευρά, μία φοβερή λίμνη, έναν βόρβορο γεμάτο ακαθαρσίες, λάσπη και ανυπόφορη δυσωδία. Ένα φοβερό μείγμα, πού έβραζε και κόχλαζε. Μέσα σ αύτη τη φοβερή λίμνη την καιόμενη του πυρός, όπως μας αναφέρει ή Αποκάλυψις, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, είδε να ανεβοκατεβαίνουν οι ψυχές. Πότε να βυθίζονται μέσα σ αυτήν και πότε να ανεβαίνουν ψηλά, να ανέρχονται λίγο σαν να παίρνουν μια αναπνοή και ξανά πάλι μέσα και ξανά πάλι έξω, χωρίς τελειωμό. Είχε την αίσθηση, όπως ακριβώς βράζει κανείς τα φασόλια ή τα ρεβίθια και με τον βρασμό ανεβοκατεβαίνουν αυτά, κατά τον ίδιο τρόπο έβλεπε και τις δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις να ανεβοκατεβαίνουν.
Κάποια στιγμή λοιπόν, ανεγνώρισε και τη μητέρα του, της οποίας είδε το κεφάλι. Ανεγνώρισε κι αυτή τον γυιό της πού εύρίσκετο στην άκρη της λίμνης και φώναξε:
-Παιδί μου, ΕΛΕΟΣ!!! ΒΟΗΘΕΙΑ!!!
Και ξαναβυθίοτηκε πάλι μέσα. Και ξαναβγήκε πάλι, ξαναφάνηκε, μέχρι τη μέση τώρα. Και ξαναφωνάζη πάλι “έλεος! έλεος! βοήθεια! βοήθεια!”
-Παιδί μου, βοήθησε με, βοήθησε με!!! Καίγομαι, πνίγομαι, βασανίζομαι, υποφέρω!…
Και ξανά πάλι βυθίστηκε. Και ξαναβγήκε για τρίτη φορά.
-Και τόσος ήταν ό πόνος μου, λέει ό μοναχός, τόση ήταν ή οδύνη μου και τόση ή λαχτάρα μου, πού την ώρα πού ξαναβυθιζόταν, βούτηξα το χέρι μου μέσα, την άρπαξα από τα μαλλιά και με πολλή βία την τράβηξα έξω.
Και δίπλα μου βλέπω μία ωραιότατη χρυσή κολυμβήθρα. Από κάποιο σημείο της, από ένα βράχο…πού δεν ήταν και βράχος, δεν ξέρω τί ακριβώς ήταν! έτρεχε γάργαρο νερό και γέμιζε αυτήν την κολυμβήθρα, χωρίς να γεμίζει και χωρίς να αδειάζει ποτέ. Και πήρα τη μητέρα μου και την έβαλα μέσα σ’ αυτήν την κολυμβήθρα και πλύθηκε και καθαρίστηκε και έγινε κατάλευκη σαν το χιόνι. Την έβγαλα κατόπιν από την κολυμβήθρα κι εκεί κάποιοι Νέοι, στα ολόλευκα ντυμένοι, έδωσαν λευκά ρούχα, τυλίχτηκε μ’ αυτά και εντάχθηκε μέσα στον χορό των Αγίων.
Κι εκείνη, ανάμεσα στους φωτεινότατους εκείνους Νέους, τούς ολόλαμπρους πού χαίρονταν μέσα στη χαρά της Βασιλείας του Θεού, με ευχαριστούσε συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι πού ξαναήλθα στον εαυτό μου. Και βρέθηκα το πρωί πού τελείωνε ή έβδομη ημέρα, να είμαι έξω εκεί, μέσα στον κύκλο, παρακαλώντας θερμά για την κατάσταση της ψυχής της μητέρας μου και βεβαίως ύστερα να ευγνωμονώ τον Θεό συνεχώς.
Όταν ό άγιος εκείνος ασκητής με ρώτησε:
-Τί είδες, παιδί μου, αυτό το βράδυ; διηγήθηκα όλα αυτά. Και βεβαίως αναλύθηκα σε λυγμούς και σε ευχαριστίες προς τον Θεό και Σωτήρα μας, για την άπειρη ευσπλαχνία
Του πού έβγαλε την ψυχή της μάνας μου από τον Αδη. Το χέρι μου όμως πού βούτηξε μέσα σ’ αυτή την φοβερή κατακαιομένη λίμνη του πυρός, την βρωμερά και δυσώδη και μάλιστα μέχρι τον αγκώνα, ήταν όχι μόνο καμένο -διότι έκαίετο εκείνη ή λίμνη- αλλά και βρωμούσε απαίσια.
–Πάτερ μου, λέω, στον άγιο εκείνο Γέροντα και ασκητή σε παρακαλώ πάρα πολύ, κάνε κάτι και θεράπευσε το χέρι μου.
Κι εκείνος μου είπε:
–Όχι! Μέχρι πού να πεθάνεις, θα το δείχνεις! Είναι ή απόδειξης, για το πόση δύναμη έχει ή Θεία Λειτουργία, τα μνημόσυνα, τα τρισάγια, οι προσευχές με το κομποσκοίνι και οι ελεημοσύνες για έναν κεκοιμημένο. Και σχίζει το ράσο του ό μεγάλος εκείνος ασκητής και Γέροντας και μου λέει:
-Τύλιξε το. Ό τόπος τώρα θα ευωδιάζει. Και για εκείνους πού θα αμφιβάλλουν, θα το ξετυλίγεις για να αποδεικνύεις την αλήθεια της ιστορίας της ψυχής της μητέρας σου.
-Σεβασμιότατε, το τραβήξατε λίγο. Για δείτε το τώρα ολόκληρο! Και ξετύλιξε ολόκληρο το χέρι του. Κι ό δεσπότης δεν άντεξε την “βρώμα” κι έφυγε από το δωμάτιο. Τόσο φοβερή ήταν ή δυσοσμία. Το ράσο όμως εκείνου του κεχαριτωμένου Γέροντος ήταν ράσο αγιασμένο, γι’ αυτό είχε και τόση ευωδία.
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ.
ΠΑΤΗΡ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
- fotis
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 4712
- Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
- Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ
Re: Χριστιανικές Ιστορίες
Η ΓΙΑΓΙΑ ΚΙ Ο ΧΑΡΟΝΤΑΣ!
Μιά φορά ήταν μιά γριά καί κάθε πρωΐ έβγαινε στός δάσος καί μάζευε ξύλα γιά τή φωτιά της καί χορταράκια, γιά νά φάει. Καθώς εγύριζε μιά μέρα φορτωμένη στόν ώμο τά ξύλα καί στήν ποδιά της τά χόρτα, στό δρόμο συναντάει τόν χάροντα.
-Γειά καί χαρά σου, χάροντα, τοϋ λέει, γιά ποιόν μέ τό καλό;
-Γιά τοϋ λόγου σου θειά, τής λέει ό χάροντας.
Αντε, ετοιμάσου νά σέ πάρω.
-Τώρα, τοϋ λέει, νά πάω σπίτι νά ξεφορτωθώ καί νά ετοιμασθώ. Καί γιά νάχω καλό ρώτημα, σάν πώς θέλεις νά ετοιμασθώ;
- Οπως θέλεις εσύ, άπαντάει ό χάροντας.
Τότε ή γριά πηγαίνει στό σπίτι, άνάβει τό τζάκι καί βάζει νά βράσει τά χόρτα. Υστερα έπιασε νά ζημώσει ψωμιά, έφτιαξε καί κουλούρια γιά συγχώρεση.
Υστερα έστρωσε τραπέζι καί περίμενε νά ψηθοϋν τά ψωμιά.
Τότε παρουσιάσθηκε o χάροντας καί τή ρωτάει:
-Ε, ετοιμάστηκες θειά;
-Περιμένω γιέ μου νά βράσουν τά χόρτα, νά ξεφουρνίσω τό ψωμί καί νά φαμε. Δέν κάθεσαι καί του λόγου σου νά φας μαζί μου;
-Μά δέν μ' έχεις κακία θειά, πού θά σου πάρω τήν ψυχή;
-Μπά, γιατί νά σού΄χω κακία.
Όπου τήν πας τήν ψυχή μου, θάρχομαι κι εγώ μαζί.
-Καί τό κορμάκι σου, που θά τάφήσεις εδώ; ξαναρωτάει ό χάροντας.
- Ε, αυτό είναι δική μου υπόθεση, απαντάει ή γριά. Εγώ θά τό παραδώσω στόν Θεό καί θά μου τό φυλάει. Είδες πού βάζομε σταυρό πάνω απ' τά μνήματα;
'Απάνω στήν ώρα έβρασαν καί τά χόρτα, μύρισε καί τό ψωμί στό φουρνο καί ή γριά κατέβασε τό φαΐ, ξεφούρνισε κι έβαλε στό τραπέζι δυό πιάτα χόρτα καί κάμποσες φέτες ψωμί.
Ό χάροντας όμως φαίνονταν στενοχωρημένος καί δέν ήθελε νά φάει.
Δέν μου κάνει κέφι νά παίρνω ανθρώπους, πού δέν κλαίνε, λέει στή γριά.
Καί δεν μου λές κι εμένα τό λόγο; λέει ή γριά.
Τί σημασία έχει άν κλαίνε ή όχι;
"Οταν κλαίνε καί θρηνουνε, μόνο τότε είναι δικοί μου καί τούς πάω στήν κόλαση. Οταν είναι ευχαριστημένοι καί ήσυχοι, μου τούς παίρνει o Θεός καί τούς πάει ίσια στόν Παράδεισο.
-Γι' αυτό κι έχεις κακό όνομα, του λέει ή γριά. Φάε λίγο νά ζεσταθεί ή ψυχή σου, νά κάνεις τό σταυρό σου, μήπως καί πάψεις νά κολάζεις τόν κόσμο.
Τότε o χάροντας έσκασε απ' τό κακό του, πετιέται επάνω καί φεύγει λέγοντας.
-'Εσένα έτσι κι έτσι χαμένη σ' έχω. Τί κάθομαι καί χασομερώ μαζί σου.
Ετσι έφυγε o χάροντας κι ή γριά ζει ακόμα καί ποιος ξέρει πόσο ακόμα θά ζει καί θά 'ναι καί ευχαριστημένη καί καλόγνωμη.
Οι λέξεις είναι δρόμος ...
και η ενέργεια τους πάει μακριά όσο μακριά μπορεί να πάει η αγάπη σου γι'αυτές !
ΑΠΌ ΤΟ http://www.agioritikovima.gr
Μιά φορά ήταν μιά γριά καί κάθε πρωΐ έβγαινε στός δάσος καί μάζευε ξύλα γιά τή φωτιά της καί χορταράκια, γιά νά φάει. Καθώς εγύριζε μιά μέρα φορτωμένη στόν ώμο τά ξύλα καί στήν ποδιά της τά χόρτα, στό δρόμο συναντάει τόν χάροντα.
-Γειά καί χαρά σου, χάροντα, τοϋ λέει, γιά ποιόν μέ τό καλό;
-Γιά τοϋ λόγου σου θειά, τής λέει ό χάροντας.
Αντε, ετοιμάσου νά σέ πάρω.
-Τώρα, τοϋ λέει, νά πάω σπίτι νά ξεφορτωθώ καί νά ετοιμασθώ. Καί γιά νάχω καλό ρώτημα, σάν πώς θέλεις νά ετοιμασθώ;
- Οπως θέλεις εσύ, άπαντάει ό χάροντας.
Τότε ή γριά πηγαίνει στό σπίτι, άνάβει τό τζάκι καί βάζει νά βράσει τά χόρτα. Υστερα έπιασε νά ζημώσει ψωμιά, έφτιαξε καί κουλούρια γιά συγχώρεση.
Υστερα έστρωσε τραπέζι καί περίμενε νά ψηθοϋν τά ψωμιά.
Τότε παρουσιάσθηκε o χάροντας καί τή ρωτάει:
-Ε, ετοιμάστηκες θειά;
-Περιμένω γιέ μου νά βράσουν τά χόρτα, νά ξεφουρνίσω τό ψωμί καί νά φαμε. Δέν κάθεσαι καί του λόγου σου νά φας μαζί μου;
-Μά δέν μ' έχεις κακία θειά, πού θά σου πάρω τήν ψυχή;
-Μπά, γιατί νά σού΄χω κακία.
Όπου τήν πας τήν ψυχή μου, θάρχομαι κι εγώ μαζί.
-Καί τό κορμάκι σου, που θά τάφήσεις εδώ; ξαναρωτάει ό χάροντας.
- Ε, αυτό είναι δική μου υπόθεση, απαντάει ή γριά. Εγώ θά τό παραδώσω στόν Θεό καί θά μου τό φυλάει. Είδες πού βάζομε σταυρό πάνω απ' τά μνήματα;
'Απάνω στήν ώρα έβρασαν καί τά χόρτα, μύρισε καί τό ψωμί στό φουρνο καί ή γριά κατέβασε τό φαΐ, ξεφούρνισε κι έβαλε στό τραπέζι δυό πιάτα χόρτα καί κάμποσες φέτες ψωμί.
Ό χάροντας όμως φαίνονταν στενοχωρημένος καί δέν ήθελε νά φάει.
Δέν μου κάνει κέφι νά παίρνω ανθρώπους, πού δέν κλαίνε, λέει στή γριά.
Καί δεν μου λές κι εμένα τό λόγο; λέει ή γριά.
Τί σημασία έχει άν κλαίνε ή όχι;
"Οταν κλαίνε καί θρηνουνε, μόνο τότε είναι δικοί μου καί τούς πάω στήν κόλαση. Οταν είναι ευχαριστημένοι καί ήσυχοι, μου τούς παίρνει o Θεός καί τούς πάει ίσια στόν Παράδεισο.
-Γι' αυτό κι έχεις κακό όνομα, του λέει ή γριά. Φάε λίγο νά ζεσταθεί ή ψυχή σου, νά κάνεις τό σταυρό σου, μήπως καί πάψεις νά κολάζεις τόν κόσμο.
Τότε o χάροντας έσκασε απ' τό κακό του, πετιέται επάνω καί φεύγει λέγοντας.
-'Εσένα έτσι κι έτσι χαμένη σ' έχω. Τί κάθομαι καί χασομερώ μαζί σου.
Ετσι έφυγε o χάροντας κι ή γριά ζει ακόμα καί ποιος ξέρει πόσο ακόμα θά ζει καί θά 'ναι καί ευχαριστημένη καί καλόγνωμη.
Οι λέξεις είναι δρόμος ...
και η ενέργεια τους πάει μακριά όσο μακριά μπορεί να πάει η αγάπη σου γι'αυτές !
ΑΠΌ ΤΟ http://www.agioritikovima.gr
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
-
- Συντονιστής
- Δημοσιεύσεις: 3227
- Εγγραφή: Τρί Μάιος 05, 2009 5:25 pm
- Τοποθεσία: Αγγελική@Αθήνα
Re: Χριστιανικές Ιστορίες
Επειδή υπάρχουν 2 παρόμοια θέματα, αυτό που είμαστε με τις "Χριστιανικές Ιστορίες"
και αυτό "Μια διδαχτική Ιστορία!!! (viewtopic.php?f=14&t=11641&hilit)
και κάποιοι ίσως μπερδεύονται, ας κρατάμε εδώ ιστορίες που αναφέρονται σε ΑΛΗΘΙΝΑ περιστατικά συνανθρώπων μας
και ότι άλλο αποτελεί παραβολή, ιστοριούλα, δίδαγμα, παράδειγμα ας δημοσιεύεται στο 2ο θέμα.
Οπότε δεν θα "αλλοιώσουμε" και το ύφος του θέματος που θέλησε ο Δημήτρης να μας βάλει.
(Κάνω την διευκρίνηση γιατί μετέφερα κάποιες δημοσιεύσεις από εδώ στο 2ο θέμα, και ήθελα να γίνει κατανοητή η ενέργειά μου. Ευχαριστώ)
και αυτό "Μια διδαχτική Ιστορία!!! (viewtopic.php?f=14&t=11641&hilit)
και κάποιοι ίσως μπερδεύονται, ας κρατάμε εδώ ιστορίες που αναφέρονται σε ΑΛΗΘΙΝΑ περιστατικά συνανθρώπων μας
και ότι άλλο αποτελεί παραβολή, ιστοριούλα, δίδαγμα, παράδειγμα ας δημοσιεύεται στο 2ο θέμα.
Οπότε δεν θα "αλλοιώσουμε" και το ύφος του θέματος που θέλησε ο Δημήτρης να μας βάλει.
(Κάνω την διευκρίνηση γιατί μετέφερα κάποιες δημοσιεύσεις από εδώ στο 2ο θέμα, και ήθελα να γίνει κατανοητή η ενέργειά μου. Ευχαριστώ)
Φώς στους μοναχούς είναι οι Άγγελοι... και φώς στους κοσμικούς οι Μοναχοί...
- Αναστάσιος
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 1909
- Εγγραφή: Δευ Δεκ 24, 2018 4:18 pm
- Τοποθεσία: Νέα Μάκρη, Ηλιούπολη (για όσο θα σπουδάζω)
Re: Χριστιανικές Ιστορίες
Ένα κομποσχοίνι γλύτωσε μία ψυχή από την κόλαση
Σάββατο, 18 Ιανουαρίου 2020
*Διηγείται ο άγιος Γέρων παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης…απαντώντας σε ερώτηση αν ωφελούν οι προσευχές μας τους άλλους…
-Αφού παιδί μου ενδιαφέρεσαι, να σου πω και κάτι για το κομποσχοίνι πιο φοβερό, γύρω από την ζωή του Γέροντά μου (Ιωσήφ). Ο Γέροντάς μου, είχε στον κόσμο μια ξαδέλφη. Αν και η ζωή της δεν ήταν τόσο καλή, ο Γέροντας όμως την αγαπούσε πολύ.
Κάποτε τον ειδοποίησαν ότι η ξαδέλφη του πέθανε και μάλιστα όχι καλά. Έκαμνε διάφορους μορφασμούς, θεατρινισμούς∙ μιλούσε άσχημα κ.λπ. και σ’ αυτά τα χάλια πάνω ξεψύχησε.
Μόλις το μαθαίνει ο Γέροντας, άρχισε τα κλάματα. Εγώ παραξενεύτηκα· τόση ευαισθησία· να κλαίει τόσον πολύ. Όμως κατάλαβε ο ίδιος τον λογισμό μου και με προλαβαίνει:
–«Εγώ δεν κλαίω παιδί μου που πέθανε αλλά κλαίω γιατί κολάστηκε».
Ωστόσο απ’ εκείνην την ημέρα ο Γέροντας δώστου συνέχεια νηστεία και προσευχή για την ξαδέλφη του. Ύστερα από αρκετές ημέρες, βλέπω τον Γέροντα πολύ χαρούμενο.
-«Τι συμβαίνει Γέροντα;» .
-«Να σου πω παιδί μου. Αφού όλες τις μέρες δεν ησύχασα να προσεύχομαι και να αγρυπνώ με νηστεία και δάκρυα για την ξαδερφούλα μου, σήμερα είδα το εξής ευχάριστο και θαυμαστό όραμα. Ενώ προσευχόμουν βλέπω ζωντανά την ξαδερφούλα μπροστά μου και μου φωνάζει με πολλή αγαλλίαση:
-«Σήμερα είναι η μέρα της σωτηρίας μου. Σήμερα γλύτωσα από την κόλαση. Σήμερα πηγαίνω στον Παράδεισο».
Ξαφνικά την ίδια στιγμή βλέπω τον μακαρίτη τον παπά–Γιώργη μπροστά μου. Αυτός είναι ένας σύγχρονος άγιος. Όταν ήμουν στον κόσμο τον πρόλαβα. Έβαλε στο μυαλό του, ει δυνατόν, να βγάλει όλους τους αμαρτωλούς από την κόλαση.
Κάθε μέρα λειτουργούσε και μνημόνευε χιλιάδες ονόματα. Κατόπιν γυρνούσε τα μνήματα και όλη μέρα διάβαζε τρισάγια και μνημόσυνα στους πεθαμένους. Αφού λοιπόν εν οράματι τον είδα μπροστά μου, τον ακούω και με μεγάλο θαυμασμό μού λέγει:
-«Βρε-βρε ….εγώ μέχρι τώρα νόμιζα ότι οι πεθαμένοι σώζονται μόνο με λειτουργίες και μνημόσυνα. Τώρα όμως είδα και κατάλαβα ότι και με τα κομποσχοίνια σώζονται οι κολασμένοι».
Και ξανά με θαυμασμό:
«Και με τα κομποσκοίνια σώζεται ο κόσμος ….!».
Μ’ αυτό το όραμα πληροφορήθηκα ότι η ξαδερφούλα μου σώθηκε, αλλά μου δείξε ο Θεός και την δύναμιν του κομποσκοινιού ώστε και από την κόλαση να βγάζει ψυχή».
Λέγοντας στον αδελφό συγκινημένος ο Γέροντας αυτά, του έδωσε την ευλογία του και του ευχήθηκε:
-«Άντε στην ευχή μου και κοίταξε να βιαστής όσο μπορείς στην υπακοή και στην ευχή, αν θέλεις και τον εαυτό σου και τους άλλους να βοηθήσεις».
(βιβλίο: Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης. Ιωσήφ Μ.Δ. σελ. 157-158)
Πηγή: Ορθόδοξη Δικτυακή Παρουσία
Σάββατο, 18 Ιανουαρίου 2020
*Διηγείται ο άγιος Γέρων παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης…απαντώντας σε ερώτηση αν ωφελούν οι προσευχές μας τους άλλους…
-Αφού παιδί μου ενδιαφέρεσαι, να σου πω και κάτι για το κομποσχοίνι πιο φοβερό, γύρω από την ζωή του Γέροντά μου (Ιωσήφ). Ο Γέροντάς μου, είχε στον κόσμο μια ξαδέλφη. Αν και η ζωή της δεν ήταν τόσο καλή, ο Γέροντας όμως την αγαπούσε πολύ.
Κάποτε τον ειδοποίησαν ότι η ξαδέλφη του πέθανε και μάλιστα όχι καλά. Έκαμνε διάφορους μορφασμούς, θεατρινισμούς∙ μιλούσε άσχημα κ.λπ. και σ’ αυτά τα χάλια πάνω ξεψύχησε.
Μόλις το μαθαίνει ο Γέροντας, άρχισε τα κλάματα. Εγώ παραξενεύτηκα· τόση ευαισθησία· να κλαίει τόσον πολύ. Όμως κατάλαβε ο ίδιος τον λογισμό μου και με προλαβαίνει:
–«Εγώ δεν κλαίω παιδί μου που πέθανε αλλά κλαίω γιατί κολάστηκε».
Ωστόσο απ’ εκείνην την ημέρα ο Γέροντας δώστου συνέχεια νηστεία και προσευχή για την ξαδέλφη του. Ύστερα από αρκετές ημέρες, βλέπω τον Γέροντα πολύ χαρούμενο.
-«Τι συμβαίνει Γέροντα;» .
-«Να σου πω παιδί μου. Αφού όλες τις μέρες δεν ησύχασα να προσεύχομαι και να αγρυπνώ με νηστεία και δάκρυα για την ξαδερφούλα μου, σήμερα είδα το εξής ευχάριστο και θαυμαστό όραμα. Ενώ προσευχόμουν βλέπω ζωντανά την ξαδερφούλα μπροστά μου και μου φωνάζει με πολλή αγαλλίαση:
-«Σήμερα είναι η μέρα της σωτηρίας μου. Σήμερα γλύτωσα από την κόλαση. Σήμερα πηγαίνω στον Παράδεισο».
Ξαφνικά την ίδια στιγμή βλέπω τον μακαρίτη τον παπά–Γιώργη μπροστά μου. Αυτός είναι ένας σύγχρονος άγιος. Όταν ήμουν στον κόσμο τον πρόλαβα. Έβαλε στο μυαλό του, ει δυνατόν, να βγάλει όλους τους αμαρτωλούς από την κόλαση.
Κάθε μέρα λειτουργούσε και μνημόνευε χιλιάδες ονόματα. Κατόπιν γυρνούσε τα μνήματα και όλη μέρα διάβαζε τρισάγια και μνημόσυνα στους πεθαμένους. Αφού λοιπόν εν οράματι τον είδα μπροστά μου, τον ακούω και με μεγάλο θαυμασμό μού λέγει:
-«Βρε-βρε ….εγώ μέχρι τώρα νόμιζα ότι οι πεθαμένοι σώζονται μόνο με λειτουργίες και μνημόσυνα. Τώρα όμως είδα και κατάλαβα ότι και με τα κομποσχοίνια σώζονται οι κολασμένοι».
Και ξανά με θαυμασμό:
«Και με τα κομποσκοίνια σώζεται ο κόσμος ….!».
Μ’ αυτό το όραμα πληροφορήθηκα ότι η ξαδερφούλα μου σώθηκε, αλλά μου δείξε ο Θεός και την δύναμιν του κομποσκοινιού ώστε και από την κόλαση να βγάζει ψυχή».
Λέγοντας στον αδελφό συγκινημένος ο Γέροντας αυτά, του έδωσε την ευλογία του και του ευχήθηκε:
-«Άντε στην ευχή μου και κοίταξε να βιαστής όσο μπορείς στην υπακοή και στην ευχή, αν θέλεις και τον εαυτό σου και τους άλλους να βοηθήσεις».
(βιβλίο: Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης. Ιωσήφ Μ.Δ. σελ. 157-158)
Πηγή: Ορθόδοξη Δικτυακή Παρουσία
«Εγώ ειμί το φως του κόσμου ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ΄ έξει το φως της ζωής...»