Αποσπ απο το βιβλιο "Ασκησις και θεωρια"
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Ι V. Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΤʼ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Αʼ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο βωμός ούτος (τω αγνώστω θεώ) ανηγέρθη υπό των καλυτέρων εκπροσώπων της ανθρωπίνης σκέψεως, υπό σοφών οι οποίοι έφθασαν τα ύψιστα όρια της γνώσεως. Τα όρια ταύτα παραμένουν απαραβίαστα έως των ημερών ημών δια της φυσικήν νόησιν του ανθρώπου, διότι δεν είναι δυνατόν να φθάση τις εις την γνώσιν του Θεού μέσω της ορθολογιστικής σκέψεως.
Πάντως αι ανθρώπιναι έννοιαι δεν οδηγούν εις την αληθινήν γνώσιν του Θείου Μυστηρίου.
Το Πνεύμα του Θεού παρακολουθεί τον άνθρωπον ταπεινώς και υπομονητικώς εις πάσας τας οδούς της ζωής αυτού, δια να γνωρισθή εις αυτόν, και ούτω να καταστήση αυτόν μέτοχον της Θείας Αυτού αιωνιότητος. Διο και εις }109} εκάστην εποχήν ο άνθρωπος ηδυνήθη να φθάση εν τινι μέτρω εις την γνώσιν του αληθινού Θεού. }110}
Αξιοπαρατήρητος ωσαύτως είναι η εμφάνισις του Θεού εις τον Αβραάμ υπό την μορφήν τριών ανθρώπων, εις τους οποίους ούτος απευθύνεται ως προς έν Όν:
Η Παλαιά Διαθήκη ως παρατηρούμεν εις τους Ψαλμούς και τους Προφήτας, εγνώριζε τον Θείον Λόγον και το Πνεύμα του Θεού: … Ενταύθα όμως δεν ευρίσκομεν την γνώσιν του Θείου Λόγου και του Θείου Πνεύματος ως Υποστάσεων. Ταύτα ενθεωρούνται ως Ενέργειαι. Ο κόσμος της Παλαιάς Διαθήκης ήτο στενώς εγκεκλεισμένος εντός των ορίων του ενός Θεού, νοουμένου υπό την έννοιαν ουχί του χριστιανικού μονοθεϊσμού, αλλά του εξωχριστιανικού ενοθεϊσμού, δηλαδή του Θεού εν μιά Υποστάσει. Θα ήτο δυνατόν να διερωτηθώμεν εάν η έλξις την οποίαν ήσκει επί των Ιουδαίων της Παλαιάς Διαθήκης ο ειδωλολατρικός πολυθεϊσμός δεν θα εξηγείτο δια της συνειδήσεως }111} της στενότητος του ενοθεϊσμού την οποίαν είχον. Αλλʼ η οδός αύτη ήτο εις αυτούς απηγορευμένη υπό του Νόμου και των Προφητών. Ο Μωϋσής εις τον οποίον ο Θεός απεκαλύφθη ως Υπόστασις, «Εγώ ειμι ο Ών», είχεν ο ίδιος συνείδησιν του ατελούς χαρακτήρος της αποκαλύψεως, την οποίαν έλαβε. Διό διεκήρυξεν ότι ο Θεός θα ήγειρε Προφήτην εκ του λαού και ότι Αυτόν θα έπρεπε να ακούουν εις παν ό,τι θα έλεγε. Ούτως οι Ιουδαίοι ανέμενον τον Μεσσίαν-Εμμανουήλ, τον υπεσχημένον και μέλλοντα να αποκαλύψη εις αυτούς πάσαν την περί Θεού αλήθειαν.
… όταν ο άνθρωπος επιδιώκη να φθάση δια της ιδίας αυτού διανοίας εις την γνώσιν της αιωνίου Αληθείας, καταλήγει σχεδόν μοιραίως εις την έννοιαν ενός «μεταφυσικού» Απολύτου, έννοιαν συμφώνως προς την οποίαν η αρχή της Υποστάσεως είναι περιοριστική, είναι φανέρωσις του κεκρυμμένου Θεού, του «Deus absconditus». Η τάσις αύτη προέρχεται νομίζομεν εκ του ότι η ορθολογιστική νόησις είναι απρόσωπος εν τη ιδία αυτής πράξει. Εγκαταλελειμμένη εις εαυτήν και ενεργούσα συμφώνως προς τους ιδίους αυτής νόμους, προσπαθεί να «υπερκεράση» την αρχήν του προσώπου εν τω Όντι, και επί του Θείου επιπέδου και επί του ανθρωπίνου ενώ δια την χριστιανόν η Υπόστασις εν τω }112} Θείω Όντι δεν είναι αρχή περιοριστική αλλά το Αυτό-Όν, Αυτό τούτο το Απόλυτον.
Όταν εξ άλλου δια μιάς βαθείας πνευματικής εμπειρίας, πρυτανεύη εις τον άνθρωπον η συνείδησις ότι η αρχή του προσώπου νομοθετεί όλην την διανοητικήν ύπαρξιν αυτού, τότε αναγνωρίζει ούτος ότι το μεμονωμένως ληφθέν πρόσωπον δεν δύναται να αρκέση εις εαυτό και θα στραφή προς ένα πλουραλισμόν επί του ανθρωπίνου επιπέδου, όστις καταλήγει φυσικώς να αντανακλάται επί του Θείου επιπέδου υπό την «πολυθεϊστικήν» μορφήν. Υπό την σχέσιν ταύτην είναι σημαντικόν ότι ο «μεταφυσικός» μονισμός αφʼ ενός και ο «ειδωλολατρικός» πλουραλισμός αφʼ ετέρου δεν έχουν απομακρυνθή υπό του ανθρώπου μέχρι των ημερών ημών.
Η μεταφυσική έννοια του Όντος είναι ανωτέρα πάσης μορφής πλουραλισμού, καθʼ όσον διαβλέπει πραγματικώς εις την αρχικήν και πρωτογενή Ενότητα. Το πλεονέκτημα του πλουραλισμού υπό την καλυτέραν αυτού άποψιν έγκειται εις την αντίληψιν της «υποστάσεως» ως της βαθυτέρας οντολογικής αρχής εις παν πνευματικόν ον, και της ιδιότητος της σκέψεως και της διανοίας ως μιας των ενεργειών, μιάς των φανερώσεων της προσωπικής ταύτης αρχής. (ΟΜΗΡΟΣ)
Ούτως η εμπειρία του προχριστιανικού κόσμου, μετέχοντος ή μη εις την Αποκάλυψιν της Παλαιάς Διαθήκης, διδάσκει ημάς σαφώς ότι ο άνθρωπος απόλλυται εις τας αβεβαιότητας αυτού και είναι ανίκανος να οδηγηθή εις την αληθινήν γνώσιν του Θεού. Η γνώσις αύτη εδόθη εις την ανθρωπότητα δια της Θείας εν Χριστώ Ιησού Αποκαλύψεως και δια της Καθόδου του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. }113}
«… Οίος ο Πατήρ, τοιούτος και ο Υιός, τοιούτον και το Πνεύμα το άγιον …» (Μέγας Αθανάσιος) }114}
Η Αποκάλυψις αύτη του Τριαδικού Θεού είναι πηγή ακένωτος σοφίας, χαράς και φωτός δια πάντα πιστόν. Φωτίζει πάσας τας εκδηλώσεις της ανθρωπίνης ζωής, λύει πάσας τας αμφιβολίας της διανοίας και της }115} καρδίας, μεταφέρει ημάς εις το άπειρον της αιωνίου Ζωής. Αλλʼ όταν η διάνοια ημών αποσπάται εκ της καρδίας και της πίστεως και διατείνεται ότι προσεγγίζη την Αποκάλυψιν δια των ανηκόντων εις το λογικόν νόμων, τότε η Αποκάλυψις αύτη παρουσιάζεται εις αυτήν ως σειρά τις αλύτων προβλημάτων.
Δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν εν προσωπικόν Όν, το οποίον να είναι εξ αρχής τελεία Ύπαρξις και αιωνίως πεπραγματοποιημένη πραγματικότης, άνευ παρουσίας εις Αυτό της σκιάς ενός γίγνεσθαι, ήτοι έν Όν, εις την ύπαρξιν του οποίου η προσωπική αυτοσυνειδησία να μη προηγήται της υπάρξεως του απολύτου αυτοπροσδιορισμού και εις το οποίον η τελευταία αύτη να προηγήται της πράξεως της πλήρους αυτογνωσίας.
Δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν τοιούτον Όν, το οποίον, ενώ θα είναι απολύτως ελεύθερον εις τον αυτοπροσδιορισμόν αυτού, και συνεχώς ανεξάρτητον παντός προγενεστέρου γεγονότος, εν τούτοις δεν θα αποκλείη την απόλυτον αντικειμενικότητα της Φύσεως ή της Ουσίας Αυτού. Είναι απερινόητον διʼ ημάς, πώς η Ουσία, ήτις είναι Πραγματικότης απόλυτος και αντικειμενική, δεν προτρέχει ούτε καθορίζει κατʼ ουδένα τρόπον τον αυτοπροσδιορισμόν των προσώπων εν τη Αγία Τριάδι.
Είναι διʼ ημάς ασύλληπτον έν Ον προσωπικόν το οποίον ενώ είναι απολύτως έν και απλούν, είναι συνάμα τρισσόν κατά τρόπον ώστε έκαστον των Τριών είναι έν απόλυτον Υποκείμενον, φέρον εν Εαυτώ πάσαν την πληρότητα του Θείου Όντος, τουτέστιν είναι Θεός μοναδικός και τέλειος, δυναμικώς ίσος προς την όλην Τριαδικήν Ενότητα.
Η σκέψις ημών δεν δύναται να συλλάβη την ύπαρξιν }116} τοιούτου Όντος, το οποίον να είναι Τριαδική Ενότης, εν τη οποία ο Γεννήτωρ να μη προηγήται ούτε του Γεννωμένου ούτε του Εκπορευομένου, και όπου η γέννησις και η εκπόρευσις εν ουδενί περιορίζουν την απόλυτον ελευθερίαν του προσωπικού αυτοπροσδιορισμού του Γεννηθέντος και του Εκπορευομένου.
Δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν Όν, εν τω οποίω διακρίνονται Τρία Πρόσωπα εκ μιάς Ουσίας ή Φύσεως, η οποία διακρίνεται από των Ενεργειών, το Όν δε τούτο να είναι εν τούτοις απολύτως απλούν και ασύνθετον.
Είναι απρόσιτον εις την σκέψιν ημών Όν, εν τω οποίω διακρίνομεν ολόκληρον σειράν πράξεων, ως επί παραδείγματι την γέννησιν του Υιού, την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος, πράξεις αυτοπροσδιορισμού και αυτογνωσίας, και το οποίον να είναι συνάμα Όν απολύτως απλούν, έξω πάσης διαδικασίας και πάσης εκτάσεως.
Η διάνοια ημών δεν δύναται να συλλάβη τοιούτον Όν του οποίου η μονασική οντολογική Αρχή, ο Πατήρ, να μη είναι προγενέστερος ούτε του γεννωμένου Υιού ούτε του εκπορευομένου Αγίου Πνεύματος και να μη είναι οντολογικώς ανώτερος τούτων. Και τούτο, έως του σημείου να δυνάμεθα να ομιλώμεν περί του συναϊδίου και της απολύτου ισότητος αυτών εν τη αξία τη δυνάμει και τη Θεότητι, ή κάλλιον ειπείν, περί της ενότητος εν τη αξία ενότητος εν τη αξία τη δυνάμει και τη Θεότητι· περί της μοναδικής αυτών δόξης της μοναδικής αυτών ενεργείας, του μοναδικού θελήματος αυτών, και τούτο έως του σημείου να «απαγορεύη» κατηγορηματικώς εις ημάς το δόγμα την ελάχιστην σκέψιν περί μιας ιεραρχικής δομής· περί δομής υποταγής εις τους κόλπους της }117} Τριάδος.
Ι V. Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΤʼ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Αʼ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο βωμός ούτος (τω αγνώστω θεώ) ανηγέρθη υπό των καλυτέρων εκπροσώπων της ανθρωπίνης σκέψεως, υπό σοφών οι οποίοι έφθασαν τα ύψιστα όρια της γνώσεως. Τα όρια ταύτα παραμένουν απαραβίαστα έως των ημερών ημών δια της φυσικήν νόησιν του ανθρώπου, διότι δεν είναι δυνατόν να φθάση τις εις την γνώσιν του Θεού μέσω της ορθολογιστικής σκέψεως.
Πάντως αι ανθρώπιναι έννοιαι δεν οδηγούν εις την αληθινήν γνώσιν του Θείου Μυστηρίου.
Το Πνεύμα του Θεού παρακολουθεί τον άνθρωπον ταπεινώς και υπομονητικώς εις πάσας τας οδούς της ζωής αυτού, δια να γνωρισθή εις αυτόν, και ούτω να καταστήση αυτόν μέτοχον της Θείας Αυτού αιωνιότητος. Διο και εις }109} εκάστην εποχήν ο άνθρωπος ηδυνήθη να φθάση εν τινι μέτρω εις την γνώσιν του αληθινού Θεού. }110}
Αξιοπαρατήρητος ωσαύτως είναι η εμφάνισις του Θεού εις τον Αβραάμ υπό την μορφήν τριών ανθρώπων, εις τους οποίους ούτος απευθύνεται ως προς έν Όν:
Η Παλαιά Διαθήκη ως παρατηρούμεν εις τους Ψαλμούς και τους Προφήτας, εγνώριζε τον Θείον Λόγον και το Πνεύμα του Θεού: … Ενταύθα όμως δεν ευρίσκομεν την γνώσιν του Θείου Λόγου και του Θείου Πνεύματος ως Υποστάσεων. Ταύτα ενθεωρούνται ως Ενέργειαι. Ο κόσμος της Παλαιάς Διαθήκης ήτο στενώς εγκεκλεισμένος εντός των ορίων του ενός Θεού, νοουμένου υπό την έννοιαν ουχί του χριστιανικού μονοθεϊσμού, αλλά του εξωχριστιανικού ενοθεϊσμού, δηλαδή του Θεού εν μιά Υποστάσει. Θα ήτο δυνατόν να διερωτηθώμεν εάν η έλξις την οποίαν ήσκει επί των Ιουδαίων της Παλαιάς Διαθήκης ο ειδωλολατρικός πολυθεϊσμός δεν θα εξηγείτο δια της συνειδήσεως }111} της στενότητος του ενοθεϊσμού την οποίαν είχον. Αλλʼ η οδός αύτη ήτο εις αυτούς απηγορευμένη υπό του Νόμου και των Προφητών. Ο Μωϋσής εις τον οποίον ο Θεός απεκαλύφθη ως Υπόστασις, «Εγώ ειμι ο Ών», είχεν ο ίδιος συνείδησιν του ατελούς χαρακτήρος της αποκαλύψεως, την οποίαν έλαβε. Διό διεκήρυξεν ότι ο Θεός θα ήγειρε Προφήτην εκ του λαού και ότι Αυτόν θα έπρεπε να ακούουν εις παν ό,τι θα έλεγε. Ούτως οι Ιουδαίοι ανέμενον τον Μεσσίαν-Εμμανουήλ, τον υπεσχημένον και μέλλοντα να αποκαλύψη εις αυτούς πάσαν την περί Θεού αλήθειαν.
… όταν ο άνθρωπος επιδιώκη να φθάση δια της ιδίας αυτού διανοίας εις την γνώσιν της αιωνίου Αληθείας, καταλήγει σχεδόν μοιραίως εις την έννοιαν ενός «μεταφυσικού» Απολύτου, έννοιαν συμφώνως προς την οποίαν η αρχή της Υποστάσεως είναι περιοριστική, είναι φανέρωσις του κεκρυμμένου Θεού, του «Deus absconditus». Η τάσις αύτη προέρχεται νομίζομεν εκ του ότι η ορθολογιστική νόησις είναι απρόσωπος εν τη ιδία αυτής πράξει. Εγκαταλελειμμένη εις εαυτήν και ενεργούσα συμφώνως προς τους ιδίους αυτής νόμους, προσπαθεί να «υπερκεράση» την αρχήν του προσώπου εν τω Όντι, και επί του Θείου επιπέδου και επί του ανθρωπίνου ενώ δια την χριστιανόν η Υπόστασις εν τω }112} Θείω Όντι δεν είναι αρχή περιοριστική αλλά το Αυτό-Όν, Αυτό τούτο το Απόλυτον.
Όταν εξ άλλου δια μιάς βαθείας πνευματικής εμπειρίας, πρυτανεύη εις τον άνθρωπον η συνείδησις ότι η αρχή του προσώπου νομοθετεί όλην την διανοητικήν ύπαρξιν αυτού, τότε αναγνωρίζει ούτος ότι το μεμονωμένως ληφθέν πρόσωπον δεν δύναται να αρκέση εις εαυτό και θα στραφή προς ένα πλουραλισμόν επί του ανθρωπίνου επιπέδου, όστις καταλήγει φυσικώς να αντανακλάται επί του Θείου επιπέδου υπό την «πολυθεϊστικήν» μορφήν. Υπό την σχέσιν ταύτην είναι σημαντικόν ότι ο «μεταφυσικός» μονισμός αφʼ ενός και ο «ειδωλολατρικός» πλουραλισμός αφʼ ετέρου δεν έχουν απομακρυνθή υπό του ανθρώπου μέχρι των ημερών ημών.
Η μεταφυσική έννοια του Όντος είναι ανωτέρα πάσης μορφής πλουραλισμού, καθʼ όσον διαβλέπει πραγματικώς εις την αρχικήν και πρωτογενή Ενότητα. Το πλεονέκτημα του πλουραλισμού υπό την καλυτέραν αυτού άποψιν έγκειται εις την αντίληψιν της «υποστάσεως» ως της βαθυτέρας οντολογικής αρχής εις παν πνευματικόν ον, και της ιδιότητος της σκέψεως και της διανοίας ως μιας των ενεργειών, μιάς των φανερώσεων της προσωπικής ταύτης αρχής. (ΟΜΗΡΟΣ)
Ούτως η εμπειρία του προχριστιανικού κόσμου, μετέχοντος ή μη εις την Αποκάλυψιν της Παλαιάς Διαθήκης, διδάσκει ημάς σαφώς ότι ο άνθρωπος απόλλυται εις τας αβεβαιότητας αυτού και είναι ανίκανος να οδηγηθή εις την αληθινήν γνώσιν του Θεού. Η γνώσις αύτη εδόθη εις την ανθρωπότητα δια της Θείας εν Χριστώ Ιησού Αποκαλύψεως και δια της Καθόδου του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. }113}
«… Οίος ο Πατήρ, τοιούτος και ο Υιός, τοιούτον και το Πνεύμα το άγιον …» (Μέγας Αθανάσιος) }114}
Η Αποκάλυψις αύτη του Τριαδικού Θεού είναι πηγή ακένωτος σοφίας, χαράς και φωτός δια πάντα πιστόν. Φωτίζει πάσας τας εκδηλώσεις της ανθρωπίνης ζωής, λύει πάσας τας αμφιβολίας της διανοίας και της }115} καρδίας, μεταφέρει ημάς εις το άπειρον της αιωνίου Ζωής. Αλλʼ όταν η διάνοια ημών αποσπάται εκ της καρδίας και της πίστεως και διατείνεται ότι προσεγγίζη την Αποκάλυψιν δια των ανηκόντων εις το λογικόν νόμων, τότε η Αποκάλυψις αύτη παρουσιάζεται εις αυτήν ως σειρά τις αλύτων προβλημάτων.
Δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν εν προσωπικόν Όν, το οποίον να είναι εξ αρχής τελεία Ύπαρξις και αιωνίως πεπραγματοποιημένη πραγματικότης, άνευ παρουσίας εις Αυτό της σκιάς ενός γίγνεσθαι, ήτοι έν Όν, εις την ύπαρξιν του οποίου η προσωπική αυτοσυνειδησία να μη προηγήται της υπάρξεως του απολύτου αυτοπροσδιορισμού και εις το οποίον η τελευταία αύτη να προηγήται της πράξεως της πλήρους αυτογνωσίας.
Δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν τοιούτον Όν, το οποίον, ενώ θα είναι απολύτως ελεύθερον εις τον αυτοπροσδιορισμόν αυτού, και συνεχώς ανεξάρτητον παντός προγενεστέρου γεγονότος, εν τούτοις δεν θα αποκλείη την απόλυτον αντικειμενικότητα της Φύσεως ή της Ουσίας Αυτού. Είναι απερινόητον διʼ ημάς, πώς η Ουσία, ήτις είναι Πραγματικότης απόλυτος και αντικειμενική, δεν προτρέχει ούτε καθορίζει κατʼ ουδένα τρόπον τον αυτοπροσδιορισμόν των προσώπων εν τη Αγία Τριάδι.
Είναι διʼ ημάς ασύλληπτον έν Ον προσωπικόν το οποίον ενώ είναι απολύτως έν και απλούν, είναι συνάμα τρισσόν κατά τρόπον ώστε έκαστον των Τριών είναι έν απόλυτον Υποκείμενον, φέρον εν Εαυτώ πάσαν την πληρότητα του Θείου Όντος, τουτέστιν είναι Θεός μοναδικός και τέλειος, δυναμικώς ίσος προς την όλην Τριαδικήν Ενότητα.
Η σκέψις ημών δεν δύναται να συλλάβη την ύπαρξιν }116} τοιούτου Όντος, το οποίον να είναι Τριαδική Ενότης, εν τη οποία ο Γεννήτωρ να μη προηγήται ούτε του Γεννωμένου ούτε του Εκπορευομένου, και όπου η γέννησις και η εκπόρευσις εν ουδενί περιορίζουν την απόλυτον ελευθερίαν του προσωπικού αυτοπροσδιορισμού του Γεννηθέντος και του Εκπορευομένου.
Δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν Όν, εν τω οποίω διακρίνονται Τρία Πρόσωπα εκ μιάς Ουσίας ή Φύσεως, η οποία διακρίνεται από των Ενεργειών, το Όν δε τούτο να είναι εν τούτοις απολύτως απλούν και ασύνθετον.
Είναι απρόσιτον εις την σκέψιν ημών Όν, εν τω οποίω διακρίνομεν ολόκληρον σειράν πράξεων, ως επί παραδείγματι την γέννησιν του Υιού, την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος, πράξεις αυτοπροσδιορισμού και αυτογνωσίας, και το οποίον να είναι συνάμα Όν απολύτως απλούν, έξω πάσης διαδικασίας και πάσης εκτάσεως.
Η διάνοια ημών δεν δύναται να συλλάβη τοιούτον Όν του οποίου η μονασική οντολογική Αρχή, ο Πατήρ, να μη είναι προγενέστερος ούτε του γεννωμένου Υιού ούτε του εκπορευομένου Αγίου Πνεύματος και να μη είναι οντολογικώς ανώτερος τούτων. Και τούτο, έως του σημείου να δυνάμεθα να ομιλώμεν περί του συναϊδίου και της απολύτου ισότητος αυτών εν τη αξία τη δυνάμει και τη Θεότητι, ή κάλλιον ειπείν, περί της ενότητος εν τη αξία ενότητος εν τη αξία τη δυνάμει και τη Θεότητι· περί της μοναδικής αυτών δόξης της μοναδικής αυτών ενεργείας, του μοναδικού θελήματος αυτών, και τούτο έως του σημείου να «απαγορεύη» κατηγορηματικώς εις ημάς το δόγμα την ελάχιστην σκέψιν περί μιας ιεραρχικής δομής· περί δομής υποταγής εις τους κόλπους της }117} Τριάδος.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Ενώπιον του δόγματος τούτου της Εκκλησίας η διάνοια ημών εξίσταται και σιωπά. Τούτο δεν συμφωνεί προς τας κατηγορίας της σκέψεως ημών. … Δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν το δόγμα της Εκκλησίας το οποίον ομιλεί περί μιας Φύσεως, περι του ενός Θελήματος, περί της μιας Ενεργείας της Αγίας Τριάδος, και συνάμα περί δύο φύσεων, περι δύο ενεργειών, περί δύο θελήσεων εν τω Ενί της Τριάδος. }118}
… αφʼ ότου η ύπαρξις μιας πραγματικότητος επιβάλλεται εις ημάς ως γεγονός εμπειρικώς αποδεδειγμένον, καθίσταται αδύνατον να αρνηθώμεν αυτό και η λογική ημών αναγκάζεται να παραδεχθή τούτο.
Τούτο συμβαίνει και δια της δοθείσης εις την Εκκλησίαν Αποκαλύψεως, η οποία ομιλεί εις ημάς περί ενός Γεγονότος: του Είναι του Θεού. Όταν η διάνοια ημών συμμορφούται προς την Αποκάλυψιν, φθάνει κατά το δυνατόν εις την σύλληψιν του έως τότε αγνώστου και ακαταλήπτου. }119}
Η Εκκλησία κατέχει την ιδίαν αυτής «επιστήμην» την της Θεογνωσίας. Και αύτη έχει την οδόν και την μέθοδον αυτής αι οποίαι άγουν εις την γνώσιν ταύτην. Όστις δε θέλει να αποκτήση αυτήν οφείλει να ακολουθήση την υπό της Εκκλησίας χαραχθείσαν οδόν, την οδόν της πίστεως και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού.
Ο Θεός είναι Αγάπη, και δεν είναι δυνατόν να γνωρισθή και να θεωρηθή ει μη δια της αγάπης και εν τη αγάπη, διο και αι εντολαί του Χριστού, αι άγουσαι εις την γνώσιν και την θεωρίαν του Θεού, είναι εντολαί αγάπης. Το Μυστήριον της Τριάδος παραμένει ακατανόητον μέχρι τέλους, διότι υπερβαίνει την δυνατότητα του λόγου και των δυνάμεων της κτιστής ημών φύσεως. Εν τούτοις, καίτοι ακατανόητον και κεκρυμμένον, αποκαλύπτεται συνεχώς εις ημάς κατά τρόπον «υπαρκτικόν» δια της πίστεως και δια της εν τη πίστει ζωής, ως η αστείρευτος πηγή της αιωνίου Ζωής. Η πίστις εισδύουσα εις την γνώσιν των Θείων Μυστηρίων, ουχί δια της χρήσεως της λογικής, αλλά δια της παραμονής εις τας εντολάς του Χριστού: «Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω Εμώ, αληθώς μαθηταί Μου εστε, και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς». }120}
Επί της οδού ταύτης της «παραμονής εις τον λόγον του Χριστού», ο Θεός έρχεται εις υπάντησιν του ανθρώπου, ποιεί παρʼ αυτώ μονήν και δίδει εις αυτόν την αληθινήν περί Αυτού γνώσιν. Τότε δε, παν ό,τι εφαίνετο προηγουμένως λογικώς ακατανόητον, γίνεται φως, το οποίον φωτίζει την άγνοιαν και τας πλάνας ημών και αποκαλύπτει αυτάς εις ημάς ως συνεπείας της αμαρτίας και της πτώσεως ημών. Τότε παρουσιάζονται προ των οφθαλμών ημών η άπειρος πληρότης, η σοφία, το κάλλος και η αλήθεια της Θείας Ζωής, η οποία είναι Αγάπη.
Της υπάρξεως του ανθρώπου προηγείται άλλη ύπαρξις. Αύτη αποτελεί διʼ αυτόν γεγονός αναπόφευκτον, το οποίον περιορίζει, κατά τινα τρόπον έξωθεν, την ελευθερίαν του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τας ικανότητας της φύσεως αυτού κατά την πορείαν μιας αναπτύξεως δια διαδικασίας ή εξελίξεως, η οποία απουσιάζει τελείως εκ του Θείου Όντος. Πρέπει πάντοτε να ενθυμήται τις τούτο, όταν σκέπτηται τον Θεόν, δια να μη πέση εις την πλάνην του ανθρωπομορφισμού. Καίτοι ο άνθρωπος εδημιουργήθη «κατʼ εικόνα Θεού», ανατρέπει την ιεραρχίαν της υπάρξεως, αφʼ ότου αρχίζει να μεταφέρη εις τον Θεόν τα δεδομένα γνώσεως, τα οποία έχει περί εαυτού, «δημιουργών» ούτως ένα Θεόν κατʼ ιδίαν εικόνα και ομοίωσιν. Η οδός της Εκκλησίας είναι αντίστροφος. Δεν δημιουργούμεν τον Θεόν κατʼ εικόνα ημετέραν, αλλά ακολουθούντες τας εντολάς του Χριστού ανακαλύπτομεν εντός ημών τα ιδιώματα της φύσεως ημών, της κτισθείσης κατʼ εικόνα Θεού. (ΑΝΑΛΟΓΙΑ)
Δύο εντολαί του Χριστού φέρουν τον τηρούντα αυτάς }121} άνθρωπον εις την θέωσιν: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου. Αύτη πρώτη εντολή. Και δευτέρα ομοία, αύτη· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Η πρώτη εντολή … Δεν λέγει: «Θα αγαπήσης τον Θεόν σου ως σεαυτόν». Θα ήτο τούτο στοιχείον πανθεϊσμού. Η εντολή αύτη καλεί ημάς να αγαπώμεν τον Θεόν διʼ όλου του είναι ημών. Δια τούτου ακριβώς καθιστά ημάς ικανούς να γνωρίσωμεν ότι ο Θεός είναι Αγάπη, αλλά συνάμα καθιστά φανεράν την «οντολογικήν απόστασιν» μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Καθιστά ημάς ικανούς να μετέχωμεν εις την Θείαν Ζωήν (Ενέργειαν), αλλά δεν αίρει την διαφοράν φύσεως (το ετερούσιον).
Η δευτέρα εντολή: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» δεν τονίζει τόσον τον βαθμόν ή το μέτρον της αγάπης, όσον συντελεί να προβληθή το ομοούσιον του ανθρωπίνου γένους, η οντολογική κοινότης όλης της ανθρωπίνης ημών υπάρξεως. Όταν δε πραγματοποιηθή εις την ζωήν η εντολη αύτη, οδηγεί πάσαν την ανθρωπότητα να καταστή είς μόνος Άνθρωπος. }122}
Η αγάπη μεταφέρει την ύπαρξιν του αγαπώντος προσώπου εις το αγαπώμενον ον και ούτως αφομοιοί την ζωήν του ηγαπημένου. Το πρόσωπον είναι λοιπόν διεισδυτόν υπό της αγάπης. Η απόλυτος τελειότης της αγάπης εις τους κόλπους της Αγίας Τριάδος αποκαλύπτει εις ημάς την τελείαν αμοιβαιότητα της αλληλοπεριχωρήσεως των τριών Προσώπων, εις σημείον ώστε να μη υπάρχη εν Αυτή, ει μη έν μόνον θέλημα, μία μόνη ενέργεια, μία μόνη δύναμις.
Κατʼ εικόνα της Αγάπης ταύτης, η τήρησις της δευτέρας εντολής, «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» αποκαθιστά το ομοούσιον του ανθρωπίνου γένους, το διασπασθέν υπό της αμαρτίας. Πεπραγματοποιημένη εις την εσχάτην αυτής τελειότητα η εντολή αύτη αποδεικνύει ότι ο Άνθρωπος είναι Είς, κατʼ εικόνα της Αγίας Τριάδος: μοναδικός εις την ουσίαν αυτού, πολλαπλούς εις τας υποστάσεις αυτού. Όταν εκάστη ανθρωπίνη υπόστασις, μένουσα εις την πληρότητα }123} της ομοουσίου ενότητος, γίνηται φορεύς της πάσης ανθρωπίνης υπάρξεως, καθίσταται δυναμικώς ίση προς όλην την ανθρωπότητα, κατʼ εικόνα του Χριστού, του τελείου Ανθρώπου, του περιλαμβάνοντος εν Εαυτώ όλον τον Άνθρωπον. }124}
… αφʼ ότου η ύπαρξις μιας πραγματικότητος επιβάλλεται εις ημάς ως γεγονός εμπειρικώς αποδεδειγμένον, καθίσταται αδύνατον να αρνηθώμεν αυτό και η λογική ημών αναγκάζεται να παραδεχθή τούτο.
Τούτο συμβαίνει και δια της δοθείσης εις την Εκκλησίαν Αποκαλύψεως, η οποία ομιλεί εις ημάς περί ενός Γεγονότος: του Είναι του Θεού. Όταν η διάνοια ημών συμμορφούται προς την Αποκάλυψιν, φθάνει κατά το δυνατόν εις την σύλληψιν του έως τότε αγνώστου και ακαταλήπτου. }119}
Η Εκκλησία κατέχει την ιδίαν αυτής «επιστήμην» την της Θεογνωσίας. Και αύτη έχει την οδόν και την μέθοδον αυτής αι οποίαι άγουν εις την γνώσιν ταύτην. Όστις δε θέλει να αποκτήση αυτήν οφείλει να ακολουθήση την υπό της Εκκλησίας χαραχθείσαν οδόν, την οδόν της πίστεως και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού.
Ο Θεός είναι Αγάπη, και δεν είναι δυνατόν να γνωρισθή και να θεωρηθή ει μη δια της αγάπης και εν τη αγάπη, διο και αι εντολαί του Χριστού, αι άγουσαι εις την γνώσιν και την θεωρίαν του Θεού, είναι εντολαί αγάπης. Το Μυστήριον της Τριάδος παραμένει ακατανόητον μέχρι τέλους, διότι υπερβαίνει την δυνατότητα του λόγου και των δυνάμεων της κτιστής ημών φύσεως. Εν τούτοις, καίτοι ακατανόητον και κεκρυμμένον, αποκαλύπτεται συνεχώς εις ημάς κατά τρόπον «υπαρκτικόν» δια της πίστεως και δια της εν τη πίστει ζωής, ως η αστείρευτος πηγή της αιωνίου Ζωής. Η πίστις εισδύουσα εις την γνώσιν των Θείων Μυστηρίων, ουχί δια της χρήσεως της λογικής, αλλά δια της παραμονής εις τας εντολάς του Χριστού: «Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω Εμώ, αληθώς μαθηταί Μου εστε, και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς». }120}
Επί της οδού ταύτης της «παραμονής εις τον λόγον του Χριστού», ο Θεός έρχεται εις υπάντησιν του ανθρώπου, ποιεί παρʼ αυτώ μονήν και δίδει εις αυτόν την αληθινήν περί Αυτού γνώσιν. Τότε δε, παν ό,τι εφαίνετο προηγουμένως λογικώς ακατανόητον, γίνεται φως, το οποίον φωτίζει την άγνοιαν και τας πλάνας ημών και αποκαλύπτει αυτάς εις ημάς ως συνεπείας της αμαρτίας και της πτώσεως ημών. Τότε παρουσιάζονται προ των οφθαλμών ημών η άπειρος πληρότης, η σοφία, το κάλλος και η αλήθεια της Θείας Ζωής, η οποία είναι Αγάπη.
Της υπάρξεως του ανθρώπου προηγείται άλλη ύπαρξις. Αύτη αποτελεί διʼ αυτόν γεγονός αναπόφευκτον, το οποίον περιορίζει, κατά τινα τρόπον έξωθεν, την ελευθερίαν του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τας ικανότητας της φύσεως αυτού κατά την πορείαν μιας αναπτύξεως δια διαδικασίας ή εξελίξεως, η οποία απουσιάζει τελείως εκ του Θείου Όντος. Πρέπει πάντοτε να ενθυμήται τις τούτο, όταν σκέπτηται τον Θεόν, δια να μη πέση εις την πλάνην του ανθρωπομορφισμού. Καίτοι ο άνθρωπος εδημιουργήθη «κατʼ εικόνα Θεού», ανατρέπει την ιεραρχίαν της υπάρξεως, αφʼ ότου αρχίζει να μεταφέρη εις τον Θεόν τα δεδομένα γνώσεως, τα οποία έχει περί εαυτού, «δημιουργών» ούτως ένα Θεόν κατʼ ιδίαν εικόνα και ομοίωσιν. Η οδός της Εκκλησίας είναι αντίστροφος. Δεν δημιουργούμεν τον Θεόν κατʼ εικόνα ημετέραν, αλλά ακολουθούντες τας εντολάς του Χριστού ανακαλύπτομεν εντός ημών τα ιδιώματα της φύσεως ημών, της κτισθείσης κατʼ εικόνα Θεού. (ΑΝΑΛΟΓΙΑ)
Δύο εντολαί του Χριστού φέρουν τον τηρούντα αυτάς }121} άνθρωπον εις την θέωσιν: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου. Αύτη πρώτη εντολή. Και δευτέρα ομοία, αύτη· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Η πρώτη εντολή … Δεν λέγει: «Θα αγαπήσης τον Θεόν σου ως σεαυτόν». Θα ήτο τούτο στοιχείον πανθεϊσμού. Η εντολή αύτη καλεί ημάς να αγαπώμεν τον Θεόν διʼ όλου του είναι ημών. Δια τούτου ακριβώς καθιστά ημάς ικανούς να γνωρίσωμεν ότι ο Θεός είναι Αγάπη, αλλά συνάμα καθιστά φανεράν την «οντολογικήν απόστασιν» μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Καθιστά ημάς ικανούς να μετέχωμεν εις την Θείαν Ζωήν (Ενέργειαν), αλλά δεν αίρει την διαφοράν φύσεως (το ετερούσιον).
Η δευτέρα εντολή: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» δεν τονίζει τόσον τον βαθμόν ή το μέτρον της αγάπης, όσον συντελεί να προβληθή το ομοούσιον του ανθρωπίνου γένους, η οντολογική κοινότης όλης της ανθρωπίνης ημών υπάρξεως. Όταν δε πραγματοποιηθή εις την ζωήν η εντολη αύτη, οδηγεί πάσαν την ανθρωπότητα να καταστή είς μόνος Άνθρωπος. }122}
Η αγάπη μεταφέρει την ύπαρξιν του αγαπώντος προσώπου εις το αγαπώμενον ον και ούτως αφομοιοί την ζωήν του ηγαπημένου. Το πρόσωπον είναι λοιπόν διεισδυτόν υπό της αγάπης. Η απόλυτος τελειότης της αγάπης εις τους κόλπους της Αγίας Τριάδος αποκαλύπτει εις ημάς την τελείαν αμοιβαιότητα της αλληλοπεριχωρήσεως των τριών Προσώπων, εις σημείον ώστε να μη υπάρχη εν Αυτή, ει μη έν μόνον θέλημα, μία μόνη ενέργεια, μία μόνη δύναμις.
Κατʼ εικόνα της Αγάπης ταύτης, η τήρησις της δευτέρας εντολής, «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» αποκαθιστά το ομοούσιον του ανθρωπίνου γένους, το διασπασθέν υπό της αμαρτίας. Πεπραγματοποιημένη εις την εσχάτην αυτής τελειότητα η εντολή αύτη αποδεικνύει ότι ο Άνθρωπος είναι Είς, κατʼ εικόνα της Αγίας Τριάδος: μοναδικός εις την ουσίαν αυτού, πολλαπλούς εις τας υποστάσεις αυτού. Όταν εκάστη ανθρωπίνη υπόστασις, μένουσα εις την πληρότητα }123} της ομοουσίου ενότητος, γίνηται φορεύς της πάσης ανθρωπίνης υπάρξεως, καθίσταται δυναμικώς ίση προς όλην την ανθρωπότητα, κατʼ εικόνα του Χριστού, του τελείου Ανθρώπου, του περιλαμβάνοντος εν Εαυτώ όλον τον Άνθρωπον. }124}
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Βʼ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΓΝΩΣΙΣ
Η ελευθερία επιβάλλει την δυνατότητα ενός ανθρωπίνου αυτοπροσδιορισμού, θετικού ή αρνητικού, έναντι του Θεού. … Προς έναν τοιούτον (θετικόν) αυτοπροσδιορισμόν είναι απαραίτητον να έχη ο άνθρωπος την γνώσιν του Θείου Όντος, της «μορφής» της Υπάρξεως Αυτού, διότι είναι προφανές ότι άπασα η ζωή ημών εξαρτάται εκ της αντιλήψεως ημών περί του Πρωτοτύπου, της Πρώτης Εικόνος. Τούτο δε ισχύει εις τοιούτον σημείον, ώστε πάσα αλλοίωσις της θεωρίας του Θείου Όντος να έχη ως άφευκτον συνέπειαν μίαν αλλοίωσιν της «μορφής» της ιδίας ημών υπάρξεως.
Η ανθρωπίνη διάνοια, κτισθείσα κατʼ εικόνα του Θείου Νοός, φέρει εν ευατή την εικόνα ταύτην, προϋποθέτει αυτήν, αλλά δεν δύναται να διαμορφώση αυτήν τελείως επί μόνης της βάσεως της ιδίας αυτής πείρας. }125} Είναι όντως υποτεταγμένη εις την πορείαν του γίγνεσθαι και του αυτοπροσδιορισμού, εις τρόπον ώστε δεν έχει εισέτι την γνώσιν της Υπάρξεως πλήρως πεπραγματοποιημένης. Το Δόγμα τοποθετεί ημάς ενώπιον του Γεγονότος του Θείου Είναι άνευ λογικών εξηγήσεων. Το Θείον Όν, όν Πρώτον, ουδεμίαν αιτίαν έχει εκτός Εαυτού. Είναι λοιπόν αδύνατον να αναγάγωμεν Αυτό εις τι άλλο. Είναι Τούτο το πρώτον και έσχατον θεμέλιον πάσης ζωής και πάσης γνώσεως. Εις τον πιστεύοντα άνθρωπον το Δόγμα δίδει απάντησιν εις πάσαν αναζήτησιν, εις παν αξίωμα της διανοίας. Το ανθρώπινον πνεύμα έναντι του Δόγματος θα ζητήση εν συνεχεία τας ιδίας αυτού οδούς, δια να αφομοιώση τα δεδομένα της Θείας Αποκαλύψεως και να οικειωθή το περιεχόμενον αυτής. Ενταύθα άρχεται ό,τι καλούμεν «θεολογικήν ανάπτυξιν».
Μακράν του να είναι καρπός διανοητικών ερευνών ή αποτέλεσμα της θεολογικής σκέψεως, το Δόγμα είναι ουσιωδώς η ρηματική έκφρασις μιάς «προφανούς αληθείας». Η αληθινή κατανόησις των δογμάτων της Εκκλησίας είναι δυνατή μόνον, όταν αρνώμεθα να εφαρμόσωμεν τον ιδιάζοντα εις το ανθρώπινον λογικόν τρόπον του σκέπτεσθαι. (ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ) Οι Πατέρες της Εκκλησίας ουδόλως ευρίσκοντο εις διανοητικόν επίπεδον κατώτερον εκείνου της φιλοσοφίας και της επιστήμης της εποχής αυτών – απόδειξις εκθαμβωτική τούτου είναι τα έργα αυτών – διεσκέλιζον δε μετά κυριάρχου κύρους τα σύνορα της τυπικής λογικής. Όταν το πνεύμα του ανθρώπου, δια του ελέγχου της πίστεως, ευρίσκηται, χάρις εις την άνωθεν έμπνευσιν, ενώπιον της προφανούς αληθείας του υπερτάτου Γεγονότος, τότε μία τοιαύτη υπέρβασις φαίνεται φυσική εις αυτό. Μία }126} εμπειρία λοιπόν αυτής της τάξεως κείται εις την βάσιν των δογματικών συνθέσεων.
Μία τοιαύτη άμεσος γνώσις ουδόλως είναι λογικώς αποδεικτή. Είναι προσέτι αδύνατον να «περιγράψωμεν» αυτήν τη βοηθεία εννοιών, δια των οποίων λειτουργεί το ανθρώπινον λογικόν. Και τούτο ουχί μόνον διότι τα πολύ στενά πλαίσια της νοηματικής σκέψεως δεν θα ηδύναντο να περιλάβουν τας θείας πραγματικότητας, αλλά προ παντός διότι η αληθινή γνώσις του Θεού παρέχεται μόνον εντός της υπαρξιακής τάξεως, ήτοι δια της βιωθείσης εμπειρίας όλου του είναι ημών. }127} Δεν υπάρχει ετέρα οδός προς την γνώσιν ταύτην ει μη η οδός της τηρήσεως πάντων όσων ενετείλατο ο Χριστός.
Πας άνθρωπος στρεφόμενος προς τον Θεόν λαμβάνει παρʼ Αυτού οπωσδήποτε μίαν απάντησιν. Εν τούτοις, εάν η εμπειρία της Θείας κοινωνίας δεν είναι αρκετή, ο άνθρωπος αισθάνεται τον πειρασμόν να αναπληρώση το κενόν τούτο δια των ιδίων αυτού δυνάμεων. Ολισθαίνει τότε αναποφεύκτως εις παρεκκλίσεις και καταλήγει εις μείωσιν ή παραμόρφωσιν της Αληθείας, αναμειγνύων το ψευδές μετά του αληθούς. (ΘΟΡΥΒΟΣ)
Η Εκκλησία, ως φύλαξ της πληρότητος της Αποκαλύψεως, δια των δογμάτων αυτής απαγορεύει να υπερβαίνωμεν ωρισμένα όρια. Κλείει την ανθρωπίνην διάνοιαν ως εις μάγγανον, εκ του οποίου δεν είναι εύκολον να αποδεσμευθή τις. (ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ) Δια να πραγματοποιήση τούτο, πρέπει να παύση να κινήται επί του επιπέδου της σκέψεως και να ανέλθη κατακορύφως εις άλλην σφαίραν.
Εις πάσας τας εποχάς η θεολογική ανάπτυξις δεν είχε κατά βάθος άλλο λειτούργημα ει μη να καθιστά τας ακλινείς δογματικάς αληθείας προσιτάς εις τα πνεύματα, «μεταφράζουσα» αυτάς εις γλώσσαν προσηρμοσμένην εις τας ανάγκας των ανθρώπων, δια τους οποίους προωρίζετο. Αλλά – υπογραμμίζομεν τούτο άπαξ έτι – πάσα «προβληματική» καταπίπτει, ευθύς ως ο άνθρωπος φθάση εις άμεσον θεωρίαν του Θεού.
«Εν εκείνη τη ημέρα Εμέ ουκ ερωτήσετε ουδέν». }128}
Η ελευθερία επιβάλλει την δυνατότητα ενός ανθρωπίνου αυτοπροσδιορισμού, θετικού ή αρνητικού, έναντι του Θεού. … Προς έναν τοιούτον (θετικόν) αυτοπροσδιορισμόν είναι απαραίτητον να έχη ο άνθρωπος την γνώσιν του Θείου Όντος, της «μορφής» της Υπάρξεως Αυτού, διότι είναι προφανές ότι άπασα η ζωή ημών εξαρτάται εκ της αντιλήψεως ημών περί του Πρωτοτύπου, της Πρώτης Εικόνος. Τούτο δε ισχύει εις τοιούτον σημείον, ώστε πάσα αλλοίωσις της θεωρίας του Θείου Όντος να έχη ως άφευκτον συνέπειαν μίαν αλλοίωσιν της «μορφής» της ιδίας ημών υπάρξεως.
Η ανθρωπίνη διάνοια, κτισθείσα κατʼ εικόνα του Θείου Νοός, φέρει εν ευατή την εικόνα ταύτην, προϋποθέτει αυτήν, αλλά δεν δύναται να διαμορφώση αυτήν τελείως επί μόνης της βάσεως της ιδίας αυτής πείρας. }125} Είναι όντως υποτεταγμένη εις την πορείαν του γίγνεσθαι και του αυτοπροσδιορισμού, εις τρόπον ώστε δεν έχει εισέτι την γνώσιν της Υπάρξεως πλήρως πεπραγματοποιημένης. Το Δόγμα τοποθετεί ημάς ενώπιον του Γεγονότος του Θείου Είναι άνευ λογικών εξηγήσεων. Το Θείον Όν, όν Πρώτον, ουδεμίαν αιτίαν έχει εκτός Εαυτού. Είναι λοιπόν αδύνατον να αναγάγωμεν Αυτό εις τι άλλο. Είναι Τούτο το πρώτον και έσχατον θεμέλιον πάσης ζωής και πάσης γνώσεως. Εις τον πιστεύοντα άνθρωπον το Δόγμα δίδει απάντησιν εις πάσαν αναζήτησιν, εις παν αξίωμα της διανοίας. Το ανθρώπινον πνεύμα έναντι του Δόγματος θα ζητήση εν συνεχεία τας ιδίας αυτού οδούς, δια να αφομοιώση τα δεδομένα της Θείας Αποκαλύψεως και να οικειωθή το περιεχόμενον αυτής. Ενταύθα άρχεται ό,τι καλούμεν «θεολογικήν ανάπτυξιν».
Μακράν του να είναι καρπός διανοητικών ερευνών ή αποτέλεσμα της θεολογικής σκέψεως, το Δόγμα είναι ουσιωδώς η ρηματική έκφρασις μιάς «προφανούς αληθείας». Η αληθινή κατανόησις των δογμάτων της Εκκλησίας είναι δυνατή μόνον, όταν αρνώμεθα να εφαρμόσωμεν τον ιδιάζοντα εις το ανθρώπινον λογικόν τρόπον του σκέπτεσθαι. (ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ) Οι Πατέρες της Εκκλησίας ουδόλως ευρίσκοντο εις διανοητικόν επίπεδον κατώτερον εκείνου της φιλοσοφίας και της επιστήμης της εποχής αυτών – απόδειξις εκθαμβωτική τούτου είναι τα έργα αυτών – διεσκέλιζον δε μετά κυριάρχου κύρους τα σύνορα της τυπικής λογικής. Όταν το πνεύμα του ανθρώπου, δια του ελέγχου της πίστεως, ευρίσκηται, χάρις εις την άνωθεν έμπνευσιν, ενώπιον της προφανούς αληθείας του υπερτάτου Γεγονότος, τότε μία τοιαύτη υπέρβασις φαίνεται φυσική εις αυτό. Μία }126} εμπειρία λοιπόν αυτής της τάξεως κείται εις την βάσιν των δογματικών συνθέσεων.
Μία τοιαύτη άμεσος γνώσις ουδόλως είναι λογικώς αποδεικτή. Είναι προσέτι αδύνατον να «περιγράψωμεν» αυτήν τη βοηθεία εννοιών, δια των οποίων λειτουργεί το ανθρώπινον λογικόν. Και τούτο ουχί μόνον διότι τα πολύ στενά πλαίσια της νοηματικής σκέψεως δεν θα ηδύναντο να περιλάβουν τας θείας πραγματικότητας, αλλά προ παντός διότι η αληθινή γνώσις του Θεού παρέχεται μόνον εντός της υπαρξιακής τάξεως, ήτοι δια της βιωθείσης εμπειρίας όλου του είναι ημών. }127} Δεν υπάρχει ετέρα οδός προς την γνώσιν ταύτην ει μη η οδός της τηρήσεως πάντων όσων ενετείλατο ο Χριστός.
Πας άνθρωπος στρεφόμενος προς τον Θεόν λαμβάνει παρʼ Αυτού οπωσδήποτε μίαν απάντησιν. Εν τούτοις, εάν η εμπειρία της Θείας κοινωνίας δεν είναι αρκετή, ο άνθρωπος αισθάνεται τον πειρασμόν να αναπληρώση το κενόν τούτο δια των ιδίων αυτού δυνάμεων. Ολισθαίνει τότε αναποφεύκτως εις παρεκκλίσεις και καταλήγει εις μείωσιν ή παραμόρφωσιν της Αληθείας, αναμειγνύων το ψευδές μετά του αληθούς. (ΘΟΡΥΒΟΣ)
Η Εκκλησία, ως φύλαξ της πληρότητος της Αποκαλύψεως, δια των δογμάτων αυτής απαγορεύει να υπερβαίνωμεν ωρισμένα όρια. Κλείει την ανθρωπίνην διάνοιαν ως εις μάγγανον, εκ του οποίου δεν είναι εύκολον να αποδεσμευθή τις. (ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ) Δια να πραγματοποιήση τούτο, πρέπει να παύση να κινήται επί του επιπέδου της σκέψεως και να ανέλθη κατακορύφως εις άλλην σφαίραν.
Εις πάσας τας εποχάς η θεολογική ανάπτυξις δεν είχε κατά βάθος άλλο λειτούργημα ει μη να καθιστά τας ακλινείς δογματικάς αληθείας προσιτάς εις τα πνεύματα, «μεταφράζουσα» αυτάς εις γλώσσαν προσηρμοσμένην εις τας ανάγκας των ανθρώπων, δια τους οποίους προωρίζετο. Αλλά – υπογραμμίζομεν τούτο άπαξ έτι – πάσα «προβληματική» καταπίπτει, ευθύς ως ο άνθρωπος φθάση εις άμεσον θεωρίαν του Θεού.
«Εν εκείνη τη ημέρα Εμέ ουκ ερωτήσετε ουδέν». }128}
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Γʼ ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΚΑΙ ΑΝΤΙΝΟΜΙΑΙ
Τα δόγματα είναι συνθέσεις της πίστεως. Εκφράζονται δια διατυπώσεων άκρως πυκνών και λιτών, αι οποίαι έχουν χαρακτήρα όλως μοναδικόν: Ο πυρήν αυτών περικλείει βαθείαν αντινομίαν, την συνένωσιν δύο καταφάσεων ή αρνήσεων φαινομενικώς ασυμβιβάστων η οποία παρουσιάζεται εις το «καθαρόν λογικόν» ως αντίφασις φθάνουσα μέχρι του παραλόγου.
Η χριστιανική πίστις στηρίζεται αναντιρρήτως εις δύο θεμελιώδη δόγματα: το δόγμα της ομοουσίου και αδιαιρέτου Αγίας Τριάδος και εκείνο των δύο φύσεων και των δύο θελήσεων, Θείας και ανθρωπίνης, εν τη μοναδική Υποστάσει του σαρκωθέντος Λόγου. Το δόγμα προσδιορίζει εις ημάς τρείς «απόψεις» εν τω Θείω Όντι: την Υπόστασιν (ή Πρόσωπον), την Ουσίαν (ή Φύσιν) και την Ενέργειαν (ή Έργον). Υπογραμμίζον την απόλυτον απλότητα, το ασύνθετον του Θείου Όντος το δόγμα βεβαιοί «eo ipso» την ταυτότητα της Υποστάσεως και της Ουσίας αφʼ ενός, και την ταυτότητα }129} ταυτότητα της Ουσίας και της Ενεργείας αφʼ ετέρου. Εν τούτοις η ταυτότης αύτη είναι τοιαύτης φύσεως, ώστε εκάστη των τριών τούτων «απόψεων» παραμένει τουλάχιστον μη αναγώγιμος εις τας άλλας δύο.
Η πρώτη περιεχομένη εις το δόγμα αντινομία είναι η απόλυτος ταυτότης Υποστάσεως και Ουσίας. Ουδεμία «διάστασις» υπάρχει μεταξύ της Υποστάσεως και της Ουσίας. Η ενότης της προσωπικής αυτοσυνειδησίας και της Ουσίας είναι πλήρης. Έξω της Υποστάσεως δεν υπάρχει Ουσία, αλλά ούτε Υπόστασις υπάρχει άνευ Ουσίας. Η Ουσία δεν είναι οντολογικώς προγενεστέρα ούτε βαθυτέρα της Υποστάσεως. Εξ άλλου ούτε η Υπόστασις προηγείται της Ουσίας. Η Υπόστασις και η Ουσία είναι Έν. Μεταξύ Αυτών δεν υπάρχει η ελαχίστη αντίθεσις. Τούτο σαφώς εξεφράσθη δια της δοθείσης εις τον Μωϋσήν αποκαλύψεως: «Εγώ ειμι ο Ών», Άλλως: «Εγώ ειμι το είναι», «ο Ών ειμι Εγώ», Έξω του «Εγώ» τούτου, όπισθεν Αυτού, ουδέν υπάρχει. Μόνον αυτό το «Εγώ» ζη ανάρχως. Εν τω Θείω Είναι δεν υπάρχει ουσία ανυπόστατος· εν τη μια Θεία Ουσία ουδέν απολύτως υπάρχει, το οποίον να μη είναι ενυπόστατον, το οποίον θα ίστατο τρόπον τινά επέκεινα της αυτοσυνειδησίας της Υποστάσεως. Ο Θεός είναι Ζων και Προσωπικός υπό απόλυτον έννοιαν.
Εντός της ενοθεϊστικής και μονοθεϊστικής προοπτικής του Ισλάμ, έτι δε και της Παλαιάς Διαθήκης, η ταυτότης αύτη της Υποστάσεως και της Ουσίας δύναται να νοηθή ως ολοκληρωτική μέχρι του αδιακρίτου. Αλλʼ εντός του Τριαδικού μονοθεϊσμού η ταυτότης αύτη παρουσιάζεται ως άκρα αντινομία, διότι η αρχή της Υποστάσεως, λόγω της Τριαδικής Ενότητος αυτής, δεν είναι δυνατόν να αναχθή εις την Ουσίαν. Το απλούν }130} και έν Όν, η Αγία Τριάς, αποκαλύπτει μίαν ενότητα όλως διαφόρου τάξεως. Υπονοεί συνάμα μίαν ταυτότητα απόλυτον και μίαν διάκρισιν ουχί ολιγώτερον απόλυτον.
Η σκέψις ημών καταλήγει εις το συμπέρασμα ότι η Υπόστασις είναι ο είς «πόλος», η μία άποψις του απλού και ενός Όντος, η ετέρα άποψις του οποίου είναι η Ουσία.
Το δόγμα, βεβαιούν την απόλυτον ισότητα των Τριών Υποστάσεων, διδάσκει ημάς ούτως, ότι εκάστη Υπόστασις είναι Τέλειος Θεός, διότι φέρει εν Εαυτή όλον το πλήρωμα του Θείου Όντος, κατέχει τούτο κατά τρόπον απόλυτον και είναι, συνεπώς, «δυναμικώς» ίση προς την Τριαδικήν-Ενότητα. Εκ τούτου προκύπτει ότι εκάστη Υπόστασις είναι απολύτως η αυτή προς τας άλλας δύο Υποστάσεις της Αγίας Τριάδος. Και ωσαύτως η τελεία αύτη ταυτότης – «ο εωρακώς Εμέ εώρακε τον Πατέρα» – ουδόλως μειοί την μοναδικότητα εκάστης Υποστάσεως.
Αι Υποστάσεις, ούσαι Πρόσωπα υπό απόλυτον έννοιαν, ουδόλως είναι δυνατόν να αποτελούν αντικείμενον αριθμητικής προσθέσεως 1+1+1=3. Και όμως είναι Τρεις, ουχί δύο ούτε τέσσαρες, ούτε άλλος τις αριθμός. Ευρισκόμεθα ενώπιον ενός καθαρού «Γεγονότος» του Όντος, το οποίον απεκαλύφθη άνωθεν. Πειρώμενοι να συλλάβωμεν την σημασίαν του αριθμού τρία, δυνάμεθα μόνον να είπωμεν ότι αποκλείει πάσαν σχέσιν υπό την έννοιαν μιάς δυαδικής αντιθέσεως, ιδέα η οποία υποβάλλει αναποφεύκτως τον αριθμόν δύο.
Ούτως η Τριάς, θραύουσα τον περιορισμόν του αριθμού δύο, υπερβαίνει πάσαν σχετικότητα. Θα ήτο }131} λοιπόν αδύνατον να νοήσωμεν τας Υποστάσεις μόνον ως «σχέσεις» εις το εσωτερικόν της Θείας Ουσίας. Εν άλλαις λέξεσι, το μυστήριον του αριθμού «Τρία» διαπιστούται ότι έχει την εξίσωσιν αυτού εις το Άπειρον.
Το Θείον Όν, εξ ακεραίου «πεπραγματοποιημένον», τουτέστι μη περιέχον εν Εαυτώ δυνατότητα μη αναπτυχθείσαν, δύναται να ονομασθή «Καθαρά Ενέργεια», η οποία φανεροί πλήρως την Ουσίαν και είναι, συνεπώς, ομοία προς Αυτήν. Αλλά και εν αυτή τη περιπτώσει ωσαύτως, η ταυτότης ουδόλως εξουδετεροί το όλως μη αναγώγιμον της Ουσίας εις Ενέργειαν, ούτε της Ενεργείας εις Ουσίαν. Εν άλλοις λόγοις η Ουσία και η Ενέργεια δεν συγχέονται εις αδιαφοροποίητον ενότητα, αλλά σημαίνουν δύο «απόψεις» διακρινομένας τελείως εις το Θείον Όν.
Η Ουσία είναι απολύτως υπερβατική εν σχέσει προς τον κτισθέντα κόσμον. Είναι εξ ολοκλήρου ακατάληπτος, ανονόμαστος, ακοινώνητος και αμέτοχος δια το κτίσμα. Προκειμένου να τονίσουν την μυστηριώδη αυτήν «άποψιν» του Θείου Όντος, οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν αυτήν Υπερουσιότητα, δια να απομακρύνουν διʼ αυτού του χαρακτηρισμού πάσαν έννοιοποίησιν }132} της Ουσίας.
Δια το κτιστόν όν η «άποψις» αύτη παραμένει αιωνίως κεκρυμμένη εις τας «Θείας αβύσσους». Εάν ήτο δυνατόν να μετέχη το κτίσμα εις την Ουσίαν, τότε οι θεωθέντες Άγιοι θα εισήρχοντο εις το Θείον Όν ως «ομοούσιοι» προς τας Υποστάσεις της Αγίας Τριάδος, Αύτη δε θα μετεμορφούτο εις «τετράδα», «πεντάδα» κλπ., πράγμα το οποίον οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν αποδέχονται.
Όσον αφορά εις την Ενέργειαν, το δόγμα ομιλεί περί αυτής άλλως. Η Ενέργεια είναι δυνατόν να καταστή γνωστή και μεθεκτή. Εισέρχεται εις στενωτάτην ένωσιν μετά του κτισθέντος όντος, χωρίς το άκτιστον να γίνη κτιστόν ή το κτιστόν να γίνη άκτιστον. Τούτο προκύπτει εκ του δόγματος της Συνόδου της Χαλκηδόνος, χάρις εις το οποίον ομολογούμεν εις την μίαν Υπόστασιν του Λόγου «δύο φύσεις» μεθʼ όλων των αντιστοίχων ιδιωμάτων αυτών. Βλέπομεν ότι η τελεία θέωσις, της υπό του Χριστού προσληφθείσης ανθρωπίνης φύσεως, δεν μεταβάλλει αυτήν εις Θείαν Φύσιν. Τούτο δε παραμένει αληθές αιωνίως. Ο Χριστός είναι αιωνίως Είς εν δυσί φύσεσι.
Τα δόγματα είναι συνθέσεις της πίστεως. Εκφράζονται δια διατυπώσεων άκρως πυκνών και λιτών, αι οποίαι έχουν χαρακτήρα όλως μοναδικόν: Ο πυρήν αυτών περικλείει βαθείαν αντινομίαν, την συνένωσιν δύο καταφάσεων ή αρνήσεων φαινομενικώς ασυμβιβάστων η οποία παρουσιάζεται εις το «καθαρόν λογικόν» ως αντίφασις φθάνουσα μέχρι του παραλόγου.
Η χριστιανική πίστις στηρίζεται αναντιρρήτως εις δύο θεμελιώδη δόγματα: το δόγμα της ομοουσίου και αδιαιρέτου Αγίας Τριάδος και εκείνο των δύο φύσεων και των δύο θελήσεων, Θείας και ανθρωπίνης, εν τη μοναδική Υποστάσει του σαρκωθέντος Λόγου. Το δόγμα προσδιορίζει εις ημάς τρείς «απόψεις» εν τω Θείω Όντι: την Υπόστασιν (ή Πρόσωπον), την Ουσίαν (ή Φύσιν) και την Ενέργειαν (ή Έργον). Υπογραμμίζον την απόλυτον απλότητα, το ασύνθετον του Θείου Όντος το δόγμα βεβαιοί «eo ipso» την ταυτότητα της Υποστάσεως και της Ουσίας αφʼ ενός, και την ταυτότητα }129} ταυτότητα της Ουσίας και της Ενεργείας αφʼ ετέρου. Εν τούτοις η ταυτότης αύτη είναι τοιαύτης φύσεως, ώστε εκάστη των τριών τούτων «απόψεων» παραμένει τουλάχιστον μη αναγώγιμος εις τας άλλας δύο.
Η πρώτη περιεχομένη εις το δόγμα αντινομία είναι η απόλυτος ταυτότης Υποστάσεως και Ουσίας. Ουδεμία «διάστασις» υπάρχει μεταξύ της Υποστάσεως και της Ουσίας. Η ενότης της προσωπικής αυτοσυνειδησίας και της Ουσίας είναι πλήρης. Έξω της Υποστάσεως δεν υπάρχει Ουσία, αλλά ούτε Υπόστασις υπάρχει άνευ Ουσίας. Η Ουσία δεν είναι οντολογικώς προγενεστέρα ούτε βαθυτέρα της Υποστάσεως. Εξ άλλου ούτε η Υπόστασις προηγείται της Ουσίας. Η Υπόστασις και η Ουσία είναι Έν. Μεταξύ Αυτών δεν υπάρχει η ελαχίστη αντίθεσις. Τούτο σαφώς εξεφράσθη δια της δοθείσης εις τον Μωϋσήν αποκαλύψεως: «Εγώ ειμι ο Ών», Άλλως: «Εγώ ειμι το είναι», «ο Ών ειμι Εγώ», Έξω του «Εγώ» τούτου, όπισθεν Αυτού, ουδέν υπάρχει. Μόνον αυτό το «Εγώ» ζη ανάρχως. Εν τω Θείω Είναι δεν υπάρχει ουσία ανυπόστατος· εν τη μια Θεία Ουσία ουδέν απολύτως υπάρχει, το οποίον να μη είναι ενυπόστατον, το οποίον θα ίστατο τρόπον τινά επέκεινα της αυτοσυνειδησίας της Υποστάσεως. Ο Θεός είναι Ζων και Προσωπικός υπό απόλυτον έννοιαν.
Εντός της ενοθεϊστικής και μονοθεϊστικής προοπτικής του Ισλάμ, έτι δε και της Παλαιάς Διαθήκης, η ταυτότης αύτη της Υποστάσεως και της Ουσίας δύναται να νοηθή ως ολοκληρωτική μέχρι του αδιακρίτου. Αλλʼ εντός του Τριαδικού μονοθεϊσμού η ταυτότης αύτη παρουσιάζεται ως άκρα αντινομία, διότι η αρχή της Υποστάσεως, λόγω της Τριαδικής Ενότητος αυτής, δεν είναι δυνατόν να αναχθή εις την Ουσίαν. Το απλούν }130} και έν Όν, η Αγία Τριάς, αποκαλύπτει μίαν ενότητα όλως διαφόρου τάξεως. Υπονοεί συνάμα μίαν ταυτότητα απόλυτον και μίαν διάκρισιν ουχί ολιγώτερον απόλυτον.
Η σκέψις ημών καταλήγει εις το συμπέρασμα ότι η Υπόστασις είναι ο είς «πόλος», η μία άποψις του απλού και ενός Όντος, η ετέρα άποψις του οποίου είναι η Ουσία.
Το δόγμα, βεβαιούν την απόλυτον ισότητα των Τριών Υποστάσεων, διδάσκει ημάς ούτως, ότι εκάστη Υπόστασις είναι Τέλειος Θεός, διότι φέρει εν Εαυτή όλον το πλήρωμα του Θείου Όντος, κατέχει τούτο κατά τρόπον απόλυτον και είναι, συνεπώς, «δυναμικώς» ίση προς την Τριαδικήν-Ενότητα. Εκ τούτου προκύπτει ότι εκάστη Υπόστασις είναι απολύτως η αυτή προς τας άλλας δύο Υποστάσεις της Αγίας Τριάδος. Και ωσαύτως η τελεία αύτη ταυτότης – «ο εωρακώς Εμέ εώρακε τον Πατέρα» – ουδόλως μειοί την μοναδικότητα εκάστης Υποστάσεως.
Αι Υποστάσεις, ούσαι Πρόσωπα υπό απόλυτον έννοιαν, ουδόλως είναι δυνατόν να αποτελούν αντικείμενον αριθμητικής προσθέσεως 1+1+1=3. Και όμως είναι Τρεις, ουχί δύο ούτε τέσσαρες, ούτε άλλος τις αριθμός. Ευρισκόμεθα ενώπιον ενός καθαρού «Γεγονότος» του Όντος, το οποίον απεκαλύφθη άνωθεν. Πειρώμενοι να συλλάβωμεν την σημασίαν του αριθμού τρία, δυνάμεθα μόνον να είπωμεν ότι αποκλείει πάσαν σχέσιν υπό την έννοιαν μιάς δυαδικής αντιθέσεως, ιδέα η οποία υποβάλλει αναποφεύκτως τον αριθμόν δύο.
Ούτως η Τριάς, θραύουσα τον περιορισμόν του αριθμού δύο, υπερβαίνει πάσαν σχετικότητα. Θα ήτο }131} λοιπόν αδύνατον να νοήσωμεν τας Υποστάσεις μόνον ως «σχέσεις» εις το εσωτερικόν της Θείας Ουσίας. Εν άλλαις λέξεσι, το μυστήριον του αριθμού «Τρία» διαπιστούται ότι έχει την εξίσωσιν αυτού εις το Άπειρον.
Το Θείον Όν, εξ ακεραίου «πεπραγματοποιημένον», τουτέστι μη περιέχον εν Εαυτώ δυνατότητα μη αναπτυχθείσαν, δύναται να ονομασθή «Καθαρά Ενέργεια», η οποία φανεροί πλήρως την Ουσίαν και είναι, συνεπώς, ομοία προς Αυτήν. Αλλά και εν αυτή τη περιπτώσει ωσαύτως, η ταυτότης ουδόλως εξουδετεροί το όλως μη αναγώγιμον της Ουσίας εις Ενέργειαν, ούτε της Ενεργείας εις Ουσίαν. Εν άλλοις λόγοις η Ουσία και η Ενέργεια δεν συγχέονται εις αδιαφοροποίητον ενότητα, αλλά σημαίνουν δύο «απόψεις» διακρινομένας τελείως εις το Θείον Όν.
Η Ουσία είναι απολύτως υπερβατική εν σχέσει προς τον κτισθέντα κόσμον. Είναι εξ ολοκλήρου ακατάληπτος, ανονόμαστος, ακοινώνητος και αμέτοχος δια το κτίσμα. Προκειμένου να τονίσουν την μυστηριώδη αυτήν «άποψιν» του Θείου Όντος, οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν αυτήν Υπερουσιότητα, δια να απομακρύνουν διʼ αυτού του χαρακτηρισμού πάσαν έννοιοποίησιν }132} της Ουσίας.
Δια το κτιστόν όν η «άποψις» αύτη παραμένει αιωνίως κεκρυμμένη εις τας «Θείας αβύσσους». Εάν ήτο δυνατόν να μετέχη το κτίσμα εις την Ουσίαν, τότε οι θεωθέντες Άγιοι θα εισήρχοντο εις το Θείον Όν ως «ομοούσιοι» προς τας Υποστάσεις της Αγίας Τριάδος, Αύτη δε θα μετεμορφούτο εις «τετράδα», «πεντάδα» κλπ., πράγμα το οποίον οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν αποδέχονται.
Όσον αφορά εις την Ενέργειαν, το δόγμα ομιλεί περί αυτής άλλως. Η Ενέργεια είναι δυνατόν να καταστή γνωστή και μεθεκτή. Εισέρχεται εις στενωτάτην ένωσιν μετά του κτισθέντος όντος, χωρίς το άκτιστον να γίνη κτιστόν ή το κτιστόν να γίνη άκτιστον. Τούτο προκύπτει εκ του δόγματος της Συνόδου της Χαλκηδόνος, χάρις εις το οποίον ομολογούμεν εις την μίαν Υπόστασιν του Λόγου «δύο φύσεις» μεθʼ όλων των αντιστοίχων ιδιωμάτων αυτών. Βλέπομεν ότι η τελεία θέωσις, της υπό του Χριστού προσληφθείσης ανθρωπίνης φύσεως, δεν μεταβάλλει αυτήν εις Θείαν Φύσιν. Τούτο δε παραμένει αληθές αιωνίως. Ο Χριστός είναι αιωνίως Είς εν δυσί φύσεσι.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Τη βοηθεία της Βιβλικής αντιλήψεως περί γνώσεως, θα διευκρινήσωμεν ό,τι ελέχθη ανωτέρω περί του ακαταλήπτου της Ουσίας. Η γνώσις θεωρείται προ παντός ως υπαρξιακή κοινωνία, κοινότης ζωής. Είναι αδύνατον να γνωρίζη τις ό,τι υπερβαίνει κατʼ απόλυτον τρόπον το γνωρίζον υποκείμενον. Γνωρίζω σημαίνει ενσωματώ τι εις την ιδίαν μου ζωήν, καθιστώ το γινωσκόμενον «ενυπάρχον» εις εμέ. Πάσα γνώσις, είναι αληθές, επιβάλλει ήδη στοιχείον τι «ενυπάρξεως», αλλʼ }133} η τελεία γνώσις, συμφώνως προς την προοπτικήν ταύτην, δεν δύναται να νοηθή ει μη ως ενότης εν τη υπάρξει. Εάν είναι αληθές ότι ίδιον της αγάπης είναι να ενοί, τότε οφείλομεν επίσης να είπωμεν ότι το μέτρον της γνώσεως αντιστοιχεί εις το μέτρον της αγάπης. Ούτως εν τη Αγία Τριάδι η απόλυτος Γνώσις και η απόλυτος Αγάπη είναι αι αυταί, χωρίς τούτο να εξουδετεροί την διάκρισιν αυτών.
Εξ επόψεως της αρχής της Υποστάσεως, το Είναι του Θεού διαμένει αιωνίως Άλλο δια τα «κατʼ εικόνα και καθʼ ομοίωσιν» δημιουργηθέντα όντα. Τούτο το εντελώς Άλλο είναι εν τούτοις κατʼ ανεξήγητον τρόπον εγγύς· είναι ο ηγαπημένος ημών Φίλος, αρρήτως αγαπητός εις την καρδίαν ημών. }134}
Εξ επόψεως της Ουσίας το θείον Είναι είναι απολύτως υπερβατικόν δια το κτίσμα.
Εξ επόψεως της Ενεργείας, της Πράξεως της Ζωής, το θείον Είναι εισέρχεται διʼ όλου του πληρώματος αυτού εις πραγματικήν κοινωνίαν μετά του λογικού κτίσματος και καθίσταται εις τα σεσωσμένα όντα ενυπάρχον εν τη κτίσει.
Ως Όν εν Εαυτώ και Ουσία εν Εαυτή, το θείον Είναι εις ουδένα υπόκειται προσδιορισμόν και αποκλείον πάσαν θεογονικήν διαδικασίαν παρουσιάζεται εις τα θεωρούντα Αυτό κτιστά πνεύματα ως Καθαρόν Δεδομένον.
Όν απολύτως πεπραγματοποιημένον, άρα πραγματικότης απόλυτος ή τελεία έκφρασις της Ουσίας, το θείον Είναι αποκλείει την παρουσίαν εν Αυτώ δυνατοτήτων μη πεπραγματοποιημένων και, ως εκ τούτου, δύναται να ορισθή ως Καθαρά Ενέργεια.
Ως Δεδομένον, είναι μεθεκτόν εις το κτίσμα και διαμένει αιωνίως ως Μυστήριον απρόσιτον εις οιανδήποτε προσευχήν, εις οιονδήποτε κτίσμα.
Ως Ενέργεια – Πράξις, Ζωή – είναι κοινωνητή εις άπαν το πλήρωμα Αυτής και εις άπασαν την απειρότητα Αυτής, εις τα «κατʼ εικόνα και καθʼ ομοίωσιν» λογικά όντα.
Ότι δε είναι η θεία Ζωή κοινωνητή εις την ανθρωπίνην φύσιν, εις άπαν το πλήρωμα Αυτής, «ο άνθρωπος Χριστός Ιησούς» καθιστά αυτό εμφανές. Ως Θεάνθρωπος είναι το μέτρον πάντων των πραγμάτων, θείων και ανθρωπίνων, και το μόνον θεμέλιον πάσης κρίσεως. Παν ό,τι ομολογούμεν εν σχέσει προς την ανθρωπότητα του Χριστού είναι η αποκάλυψις του αιωνίου σχεδίου του Θεού Δημιουργού περί }135} του ανθρώπου. Καθʼ όν τρόπον ο Χριστός έφερεν εν τη ανθρωπότητι Αυτού «άπαν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» και «εκάθισε μετά του Πατρός Αυτού εν τω Θρόνω Αυτού», ούτω και έκαστος εξ ημών καλείται υπό της εντολής του Θεού «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστι», να γίνη τέλειος. Εάν δεν είχεν ούτω το πράγμα, η εντολή αύτη δεν θα είχε νόημα.
Οι Άγιοι, θεωθέντες μέχρι τέλους υπό της δωρεάς της χάριτος, εισέρχονται εις την αιώνιον ενέργειαν του Θεού εις τοιούτον βαθμόν, ώστε πάντα τα ιδιώματα της θεότητος μεταδίδονται εις αυτούς μέχρι ταυτότητος, διότι εις αυτούς ο Θεός θα είναι «τα πάντα εν πάσι». Μέχρι «ταυτότητος», βεβαίως, μόνον κατά την Ενέργειαν, ήτοι κατά το περιεχόμενον της Ζωής του Ιδίου του Θεού, και κατʼ ουδένα τρόπον κατά την Ουσίαν. Έτι δε, θεωθείς «μέχρι τέλους» ο άνθρωπος, θα παραμείνη διάφορος του Θεού κατά την προέλευσιν αυτού: ο Θεός είναι ο Όν καθʼ Εαυτόν, ο Δημιουργός πάντων των εν ουρανώ και επί γης, ενώ οι άνθρωποι υπάρχουν ως κτίσματα.
Η φράσις «μέχρι ταυτότητος» - βεβαίως μόνον κατά την Ενέργειαν – φαίνεται να φέρη εις την διατύπωσιν περιορισμόν τινα και μείωσιν ή υποβάθμισιν, αλλʼ ουδόλως έχει ούτως. Η δωρεά του Θεού, ήτις παρέχεται εις τους σεσωσμένους εν Χριστώ, είναι τοσούτον μεγαλειώδης – είναι καθʼ εαυτήν άπειρος – ώστε ουδείς ανθρώπινος νους είναι εις θέσιν, εντός των ορίων της γης, να διανοηθή τούτο. Δημιουργών τον άνθρωπον «κατʼ εικόνα και καθʼ ομοιώσιν», ο Θεός επαναλαμβάνει Εαυτόν εν ημίν. Άπαν δε το πλήρωμα της }136} θείας Ζωής – άνευ αρχής ή τέλους – θα καταστή το αναφαίρετον κτήμα των σεσωσμένων. Ο Θεός είναι πανταχού παρών και Παντογνώστης και δια της διαμονής αυτών εν τω Αγίω Πνεύματι, οι άγιοι καθίστανται ωσαύτως πανταχού παρόντες και παντογνώσται. Ο Θεός είναι απόλυτος Αγαθότης και Αγάπη άπειρος περιλαμβάνουσα παν υπαρκτόν και, εν Αγίω Πνεύματι, οι άγιοι ωσαύτως περιβάλλουν δια της αγάπης αυτών άπαν το σύμπαν, τον κόσμον άπαντα. Η Ενέργεια του Θείου Είναι είναι άναρχος· κατʼ αναλογίαν της μετοχής αυτών εις την ενέργειαν ταύτην οι θεωθέντες καθίστανται και ούτοι άναρχοι. Ο Θεός είναι Φως και εν Αυτώ ουκ έστι σκοτία ουδεμία και δαι της διαμονής Αυτού εν τοις αγίοις, απεργάζεται αυτούς «καθαρόν φως». Το θείον Όν είναι Καθαρά Πραγματικότης και οι εισερχόμενοι «εις το εσώτερον του καταπετάσματος» εκ μιάς κατʼ αρχήν δυνάμει καταστάσεως πραγματοποιούνται μέχρι τέλους και καθίστανται οι ίδιοι ωσαύτως «καθαρά πραγματικότης». }137}
Εξ επόψεως της αρχής της Υποστάσεως, το Είναι του Θεού διαμένει αιωνίως Άλλο δια τα «κατʼ εικόνα και καθʼ ομοίωσιν» δημιουργηθέντα όντα. Τούτο το εντελώς Άλλο είναι εν τούτοις κατʼ ανεξήγητον τρόπον εγγύς· είναι ο ηγαπημένος ημών Φίλος, αρρήτως αγαπητός εις την καρδίαν ημών. }134}
Εξ επόψεως της Ουσίας το θείον Είναι είναι απολύτως υπερβατικόν δια το κτίσμα.
Εξ επόψεως της Ενεργείας, της Πράξεως της Ζωής, το θείον Είναι εισέρχεται διʼ όλου του πληρώματος αυτού εις πραγματικήν κοινωνίαν μετά του λογικού κτίσματος και καθίσταται εις τα σεσωσμένα όντα ενυπάρχον εν τη κτίσει.
Ως Όν εν Εαυτώ και Ουσία εν Εαυτή, το θείον Είναι εις ουδένα υπόκειται προσδιορισμόν και αποκλείον πάσαν θεογονικήν διαδικασίαν παρουσιάζεται εις τα θεωρούντα Αυτό κτιστά πνεύματα ως Καθαρόν Δεδομένον.
Όν απολύτως πεπραγματοποιημένον, άρα πραγματικότης απόλυτος ή τελεία έκφρασις της Ουσίας, το θείον Είναι αποκλείει την παρουσίαν εν Αυτώ δυνατοτήτων μη πεπραγματοποιημένων και, ως εκ τούτου, δύναται να ορισθή ως Καθαρά Ενέργεια.
Ως Δεδομένον, είναι μεθεκτόν εις το κτίσμα και διαμένει αιωνίως ως Μυστήριον απρόσιτον εις οιανδήποτε προσευχήν, εις οιονδήποτε κτίσμα.
Ως Ενέργεια – Πράξις, Ζωή – είναι κοινωνητή εις άπαν το πλήρωμα Αυτής και εις άπασαν την απειρότητα Αυτής, εις τα «κατʼ εικόνα και καθʼ ομοίωσιν» λογικά όντα.
Ότι δε είναι η θεία Ζωή κοινωνητή εις την ανθρωπίνην φύσιν, εις άπαν το πλήρωμα Αυτής, «ο άνθρωπος Χριστός Ιησούς» καθιστά αυτό εμφανές. Ως Θεάνθρωπος είναι το μέτρον πάντων των πραγμάτων, θείων και ανθρωπίνων, και το μόνον θεμέλιον πάσης κρίσεως. Παν ό,τι ομολογούμεν εν σχέσει προς την ανθρωπότητα του Χριστού είναι η αποκάλυψις του αιωνίου σχεδίου του Θεού Δημιουργού περί }135} του ανθρώπου. Καθʼ όν τρόπον ο Χριστός έφερεν εν τη ανθρωπότητι Αυτού «άπαν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» και «εκάθισε μετά του Πατρός Αυτού εν τω Θρόνω Αυτού», ούτω και έκαστος εξ ημών καλείται υπό της εντολής του Θεού «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστι», να γίνη τέλειος. Εάν δεν είχεν ούτω το πράγμα, η εντολή αύτη δεν θα είχε νόημα.
Οι Άγιοι, θεωθέντες μέχρι τέλους υπό της δωρεάς της χάριτος, εισέρχονται εις την αιώνιον ενέργειαν του Θεού εις τοιούτον βαθμόν, ώστε πάντα τα ιδιώματα της θεότητος μεταδίδονται εις αυτούς μέχρι ταυτότητος, διότι εις αυτούς ο Θεός θα είναι «τα πάντα εν πάσι». Μέχρι «ταυτότητος», βεβαίως, μόνον κατά την Ενέργειαν, ήτοι κατά το περιεχόμενον της Ζωής του Ιδίου του Θεού, και κατʼ ουδένα τρόπον κατά την Ουσίαν. Έτι δε, θεωθείς «μέχρι τέλους» ο άνθρωπος, θα παραμείνη διάφορος του Θεού κατά την προέλευσιν αυτού: ο Θεός είναι ο Όν καθʼ Εαυτόν, ο Δημιουργός πάντων των εν ουρανώ και επί γης, ενώ οι άνθρωποι υπάρχουν ως κτίσματα.
Η φράσις «μέχρι ταυτότητος» - βεβαίως μόνον κατά την Ενέργειαν – φαίνεται να φέρη εις την διατύπωσιν περιορισμόν τινα και μείωσιν ή υποβάθμισιν, αλλʼ ουδόλως έχει ούτως. Η δωρεά του Θεού, ήτις παρέχεται εις τους σεσωσμένους εν Χριστώ, είναι τοσούτον μεγαλειώδης – είναι καθʼ εαυτήν άπειρος – ώστε ουδείς ανθρώπινος νους είναι εις θέσιν, εντός των ορίων της γης, να διανοηθή τούτο. Δημιουργών τον άνθρωπον «κατʼ εικόνα και καθʼ ομοιώσιν», ο Θεός επαναλαμβάνει Εαυτόν εν ημίν. Άπαν δε το πλήρωμα της }136} θείας Ζωής – άνευ αρχής ή τέλους – θα καταστή το αναφαίρετον κτήμα των σεσωσμένων. Ο Θεός είναι πανταχού παρών και Παντογνώστης και δια της διαμονής αυτών εν τω Αγίω Πνεύματι, οι άγιοι καθίστανται ωσαύτως πανταχού παρόντες και παντογνώσται. Ο Θεός είναι απόλυτος Αγαθότης και Αγάπη άπειρος περιλαμβάνουσα παν υπαρκτόν και, εν Αγίω Πνεύματι, οι άγιοι ωσαύτως περιβάλλουν δια της αγάπης αυτών άπαν το σύμπαν, τον κόσμον άπαντα. Η Ενέργεια του Θείου Είναι είναι άναρχος· κατʼ αναλογίαν της μετοχής αυτών εις την ενέργειαν ταύτην οι θεωθέντες καθίστανται και ούτοι άναρχοι. Ο Θεός είναι Φως και εν Αυτώ ουκ έστι σκοτία ουδεμία και δαι της διαμονής Αυτού εν τοις αγίοις, απεργάζεται αυτούς «καθαρόν φως». Το θείον Όν είναι Καθαρά Πραγματικότης και οι εισερχόμενοι «εις το εσώτερον του καταπετάσματος» εκ μιάς κατʼ αρχήν δυνάμει καταστάσεως πραγματοποιούνται μέχρι τέλους και καθίστανται οι ίδιοι ωσαύτως «καθαρά πραγματικότης». }137}
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Δʼ ΘΕΩΣΙΣ
… εν τω αναστάντι Χριστώ ουδεμία υπάρχει πλέον μετά την Ανάληψιν «δυαδικότης», «ίχνη» της οποίας παρατηρούμεν εις τον επίγειον βίον Αυτού, και τούτο έως τέλους.
Εντός των ορίων της επιγείου ζωής η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού, καίτοι ήτο υποστατικώς ηνωμένη μετά του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, εμφανίζεται εισέτι ως «τελειοποιήσιμος». Πριν εκπληρωθή το παν η ανθρωπίνη φύσις Αυτού ευρίσκετο εις την κατάστασιν της «προκοπής», }138} υφίστατο πειρασμούς και έφθανε μέχρις αγωνίας. «Διαίρεσίς τις» ήτο λοιπόν παρούσα εν Αυτώ, οφειλομένη εις το ασύμμετρον των δύο φύσεων. Μετά την Ανάληψιν εξαφανίζεται το ασύμμετρον τούτο και ο Χριστός-Άνθρωπος καθίσταται ίσος προς τον Θεόν, «καθεσθείς εν δεξιά του Πατρός», ουχί βεβαίως κατά την Ουσίαν, αλλά κατά την Ενέργειαν. Σιωπώμεν σκοπίμως περί της υποστατικής «απόψεως», διότι ο αΐδιος και άκτιστος Λόγος είχε παραμείνει τοιούτος και μετά την Ενανθρώπησιν.
Ο Χριστός είναι ο ακλόνητος θεμέλιος και το έσχατον κριτήριον της ανθρωπολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Ό,τι ομολογούμεν περί της ανθρωπότητος του Χριστού είναι η ένδειξις της αιωνίου Θείας προνοίας δια τον άνθρωπον εν γένει. Το γεγονός ότι εν τω Χριστώ-Ανθρώπω η Υπόστασις ήτο Θεός, ουδόλως μειοί την δυνατότητα να ακολουθώμεν το παράδειγμα Αυτού ημείς οι άνθρωποι, προς τους οποίους «ώφειλε κατά πάντα ομοιωθήναι».
Εάν είναι αληθές ότι ο Χριστός είναι ο «Υιός του ανθρώπου», ομοούσιος μεθʼ ημών, έπεται ότι παν ό,τι εξεπλήρωσεν εν τη επιγείω ζωή Αυτού πρέπει να είναι ωσαύτως εφικτόν εις τους λοιπούς «υιούς των ανθρώπων». Εάν παραδεχώμεθα Αυτόν ως μέτρον πάντων των πραγμάτων, πρέπει ωσαύτως να παραδεχθώμεν ότι αυτό το οποίον βεβαιούμεν περί της ανθρωπότητος του Χριστού-Ανθρώπου, εκπροσωπεί το πλήρωμα των δυνατοτήτων της ανθρωπίνης φύσεως εν γένει. Εάν ομολογώμεν την πλήρη και τελείαν θέωσιν Αυτού, οφείλομεν να ελπίζωμεν τον αυτόν βαθμόν θεώσεως δια τους Αγίους εις τον μέλλοντα αιώνα. Εάν δεν είχον ούτω }140} τα πράγματα, δεν θα έδιδεν ο Χριστός εις ημάς την εντολήν να είμεθα τέλειοι, «ώσπερ ο Πατήρ ημών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν».
Τούτο σημαίνει ότι οι μετέχοντες εις την αιώνιον Ζωήν καθίστανται ωσαύτως αιώνιοι, ουχί μόνον υπό την έννοιαν της απεριορίστου παρατάσεως της ζωής αυτών, αλλά και υπό την έννοιαν ότι γίνονται άναρχοι. Εν τούτοις δεν πρέπει να εκλάβωμεν την άναρχον }140} ταύτην ζωήν ως μεταμόρφωσιν της κτιστής φύσεως εις Θείαν Ουσίαν, αλλʼ ως κοινωνίαν μετά της αϊδίου Ενεργείας του Θεού, κοινωνίαν μη αίρουσαν το αδιάβατον σύνορον μεταξύ της Ουσίας του Κτίστου και της ουσίας του κτίσματος. }141}
Ας ενθυμηθώμεν ότι ο Θεός, θέλων να καταδείξη εις τους κληρονόμους της επαγγελίας Αυτού το αναλλοίωτον του Σχεδίου Αυτού, εδεσμεύθη διʼ όρκου, ίνα ενθαρρυνθώμεν να αρπάσωμεν μετά δυνάμεως την ελπίδα η οποία προσεφέρθη εις ημάς. Εν αυτή έχομεν οιονεί μίαν άγκυραν της ψυχής ημών βεβαίαν όσον και στερεάν, διεισδύοντες δια του καταπετάσματος εκεί όπου εισήλθε διʼ ημάς ως πρόδρομος ο Ιησούς, γενόμενος εις τον αιώνα Αρχιερεύς κατά την τάξιν Μελχισεδέκ.
Ο Αβραάμ επειδή δεν αμφέβαλλεν ήτο μέγας κατά την δοθείσαν εις αυτόν υπό του Θεού επαγγελίαν, }143}
«Πας άνθρωπος όστις ενέκρωσε τα γήϊνα πάθη αυτού και έσβυσε τελείως εν εαυτώ ό,τι η Γραφή ονομάζει “σαρκικήν σοφίαν” και απέρριψε πάσαν αγάπην προς αυτήν, διότι αύτη μερίζει την προς μόνον τον Θεόν οφειλομένην αγάπην ημών και καθιστά αυτήν }144} εστερημένην της πληρότητος αυτής, είς τοιούτος άνθρωπος λοιπόν δύναται να είπη μετά του Παύλου: “Τις ημάς χωρίση από της αγάπης του Θεού (την Θείαν Χάριν);” … Γίνεται δε ούτος απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, κατʼ εικόνα του Μεγάλου Μελχισεδέκ». (άγιος Μάξιμος, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τομ. Βʼ, σ. 181)
Εν τω ανθρώπω τούτω η γνώσις τουτέστιν η γνώσις του Θεού μεταβάλλεται εις ενέργειαν, και η ενέργεια αυτού είναι όλως διαπεποτισμένη εκ της γνώσεως του Θεού. Μόνον ο τοιούτος εύρε την οδόν της αληθινής γνώσεως. Όστις όμως δεν έχει εκ των δύο τούτων ει μη το έν – ή την μη εζωοποιημένην υπό της γνώσεως ενέργειαν ή την μη τεθείσαν εις πράξιν δια της ενεργείας γνώσιν – ωκοδήμησεν είδωλον και δεν εύρε την αληθινήν οδόν. Ο Θεός είναι ο Πατήρ μόνον εκείνων, οι οποίοι μαρτυρούν δια της ιδίας ζωής την Άνωθεν γέννησιν αυτών. Διότι ο Θεός ουδόλως δοξάζεται δια λόγων μόνον. }145}
«… Ο θείος Μελχισεδέκ, αποβαλών εκ της θεωρίας αυτού παν ό,τι δεν είναι Θεός και παν ό,τι έχει τέλος ή όριον, και υψών την διάνοιαν αυτού προς το άναρχον και ατελεύτητον Φως του Θεού Πατρός, λαμβάνει παρʼ Αυτού δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος νέαν γέννησιν και φέρει εν εαυτώ πραγματικήν και πλήρη ομοίωσιν προς τον Θεόν. Πάσα γέννησις ταυτίζει το γεννώμενον προς τον γεννώντα» (άγιος Μάξιμος)
Εάν λοιπόν τηρώμεν την εντολήν του Χριστού να }146} αγαπώμεν τον Θεόν εξ όλης της καρδίας ημών, εξ όλης της διανοίας ημών και εξ όλης της ισχύος ημών, τότε η αγάπη αύτη ενοί τοσούτον στενώς τον νουν ημών μετά του Πρώτου Νοός του Επουρανίου Πατρός, ώστε ο νους ημών γίνεται και αυτός άνευ αρχής, εναγκαλιζόμενος άπασαν την κτίσιν, το σύμπαν όλον, εις μίαν μόναδικήν πράξιν άνευ εκτάσεως, άνευ διαρκείας και άνευ ορίων.
… εν τω αναστάντι Χριστώ ουδεμία υπάρχει πλέον μετά την Ανάληψιν «δυαδικότης», «ίχνη» της οποίας παρατηρούμεν εις τον επίγειον βίον Αυτού, και τούτο έως τέλους.
Εντός των ορίων της επιγείου ζωής η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού, καίτοι ήτο υποστατικώς ηνωμένη μετά του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, εμφανίζεται εισέτι ως «τελειοποιήσιμος». Πριν εκπληρωθή το παν η ανθρωπίνη φύσις Αυτού ευρίσκετο εις την κατάστασιν της «προκοπής», }138} υφίστατο πειρασμούς και έφθανε μέχρις αγωνίας. «Διαίρεσίς τις» ήτο λοιπόν παρούσα εν Αυτώ, οφειλομένη εις το ασύμμετρον των δύο φύσεων. Μετά την Ανάληψιν εξαφανίζεται το ασύμμετρον τούτο και ο Χριστός-Άνθρωπος καθίσταται ίσος προς τον Θεόν, «καθεσθείς εν δεξιά του Πατρός», ουχί βεβαίως κατά την Ουσίαν, αλλά κατά την Ενέργειαν. Σιωπώμεν σκοπίμως περί της υποστατικής «απόψεως», διότι ο αΐδιος και άκτιστος Λόγος είχε παραμείνει τοιούτος και μετά την Ενανθρώπησιν.
Ο Χριστός είναι ο ακλόνητος θεμέλιος και το έσχατον κριτήριον της ανθρωπολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Ό,τι ομολογούμεν περί της ανθρωπότητος του Χριστού είναι η ένδειξις της αιωνίου Θείας προνοίας δια τον άνθρωπον εν γένει. Το γεγονός ότι εν τω Χριστώ-Ανθρώπω η Υπόστασις ήτο Θεός, ουδόλως μειοί την δυνατότητα να ακολουθώμεν το παράδειγμα Αυτού ημείς οι άνθρωποι, προς τους οποίους «ώφειλε κατά πάντα ομοιωθήναι».
Εάν είναι αληθές ότι ο Χριστός είναι ο «Υιός του ανθρώπου», ομοούσιος μεθʼ ημών, έπεται ότι παν ό,τι εξεπλήρωσεν εν τη επιγείω ζωή Αυτού πρέπει να είναι ωσαύτως εφικτόν εις τους λοιπούς «υιούς των ανθρώπων». Εάν παραδεχώμεθα Αυτόν ως μέτρον πάντων των πραγμάτων, πρέπει ωσαύτως να παραδεχθώμεν ότι αυτό το οποίον βεβαιούμεν περί της ανθρωπότητος του Χριστού-Ανθρώπου, εκπροσωπεί το πλήρωμα των δυνατοτήτων της ανθρωπίνης φύσεως εν γένει. Εάν ομολογώμεν την πλήρη και τελείαν θέωσιν Αυτού, οφείλομεν να ελπίζωμεν τον αυτόν βαθμόν θεώσεως δια τους Αγίους εις τον μέλλοντα αιώνα. Εάν δεν είχον ούτω }140} τα πράγματα, δεν θα έδιδεν ο Χριστός εις ημάς την εντολήν να είμεθα τέλειοι, «ώσπερ ο Πατήρ ημών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν».
Τούτο σημαίνει ότι οι μετέχοντες εις την αιώνιον Ζωήν καθίστανται ωσαύτως αιώνιοι, ουχί μόνον υπό την έννοιαν της απεριορίστου παρατάσεως της ζωής αυτών, αλλά και υπό την έννοιαν ότι γίνονται άναρχοι. Εν τούτοις δεν πρέπει να εκλάβωμεν την άναρχον }140} ταύτην ζωήν ως μεταμόρφωσιν της κτιστής φύσεως εις Θείαν Ουσίαν, αλλʼ ως κοινωνίαν μετά της αϊδίου Ενεργείας του Θεού, κοινωνίαν μη αίρουσαν το αδιάβατον σύνορον μεταξύ της Ουσίας του Κτίστου και της ουσίας του κτίσματος. }141}
Ας ενθυμηθώμεν ότι ο Θεός, θέλων να καταδείξη εις τους κληρονόμους της επαγγελίας Αυτού το αναλλοίωτον του Σχεδίου Αυτού, εδεσμεύθη διʼ όρκου, ίνα ενθαρρυνθώμεν να αρπάσωμεν μετά δυνάμεως την ελπίδα η οποία προσεφέρθη εις ημάς. Εν αυτή έχομεν οιονεί μίαν άγκυραν της ψυχής ημών βεβαίαν όσον και στερεάν, διεισδύοντες δια του καταπετάσματος εκεί όπου εισήλθε διʼ ημάς ως πρόδρομος ο Ιησούς, γενόμενος εις τον αιώνα Αρχιερεύς κατά την τάξιν Μελχισεδέκ.
Ο Αβραάμ επειδή δεν αμφέβαλλεν ήτο μέγας κατά την δοθείσαν εις αυτόν υπό του Θεού επαγγελίαν, }143}
«Πας άνθρωπος όστις ενέκρωσε τα γήϊνα πάθη αυτού και έσβυσε τελείως εν εαυτώ ό,τι η Γραφή ονομάζει “σαρκικήν σοφίαν” και απέρριψε πάσαν αγάπην προς αυτήν, διότι αύτη μερίζει την προς μόνον τον Θεόν οφειλομένην αγάπην ημών και καθιστά αυτήν }144} εστερημένην της πληρότητος αυτής, είς τοιούτος άνθρωπος λοιπόν δύναται να είπη μετά του Παύλου: “Τις ημάς χωρίση από της αγάπης του Θεού (την Θείαν Χάριν);” … Γίνεται δε ούτος απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, κατʼ εικόνα του Μεγάλου Μελχισεδέκ». (άγιος Μάξιμος, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τομ. Βʼ, σ. 181)
Εν τω ανθρώπω τούτω η γνώσις τουτέστιν η γνώσις του Θεού μεταβάλλεται εις ενέργειαν, και η ενέργεια αυτού είναι όλως διαπεποτισμένη εκ της γνώσεως του Θεού. Μόνον ο τοιούτος εύρε την οδόν της αληθινής γνώσεως. Όστις όμως δεν έχει εκ των δύο τούτων ει μη το έν – ή την μη εζωοποιημένην υπό της γνώσεως ενέργειαν ή την μη τεθείσαν εις πράξιν δια της ενεργείας γνώσιν – ωκοδήμησεν είδωλον και δεν εύρε την αληθινήν οδόν. Ο Θεός είναι ο Πατήρ μόνον εκείνων, οι οποίοι μαρτυρούν δια της ιδίας ζωής την Άνωθεν γέννησιν αυτών. Διότι ο Θεός ουδόλως δοξάζεται δια λόγων μόνον. }145}
«… Ο θείος Μελχισεδέκ, αποβαλών εκ της θεωρίας αυτού παν ό,τι δεν είναι Θεός και παν ό,τι έχει τέλος ή όριον, και υψών την διάνοιαν αυτού προς το άναρχον και ατελεύτητον Φως του Θεού Πατρός, λαμβάνει παρʼ Αυτού δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος νέαν γέννησιν και φέρει εν εαυτώ πραγματικήν και πλήρη ομοίωσιν προς τον Θεόν. Πάσα γέννησις ταυτίζει το γεννώμενον προς τον γεννώντα» (άγιος Μάξιμος)
Εάν λοιπόν τηρώμεν την εντολήν του Χριστού να }146} αγαπώμεν τον Θεόν εξ όλης της καρδίας ημών, εξ όλης της διανοίας ημών και εξ όλης της ισχύος ημών, τότε η αγάπη αύτη ενοί τοσούτον στενώς τον νουν ημών μετά του Πρώτου Νοός του Επουρανίου Πατρός, ώστε ο νους ημών γίνεται και αυτός άνευ αρχής, εναγκαλιζόμενος άπασαν την κτίσιν, το σύμπαν όλον, εις μίαν μόναδικήν πράξιν άνευ εκτάσεως, άνευ διαρκείας και άνευ ορίων.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Δια της ενώσεως του πνεύματος ημών μετά του Θεού πραγματοποιείται εις το ακέραιον εν ημίν η περί ημών σκέψις του Κτίστου. Πραγματοποιείται τότε τοσούτον πλήρως, ώστε δεν υφίσταται πλέον εις την ζωήν ημών δυνατότης μη αναπτυχθείσα ήδη, δύναμις μη πραγματοποιηθείσα ήδη: Η ζωή ημών καθίσταται «καθαρά ενέργεια», καθʼ ομοίωσιν του Θεού. … Ουδείς άνθρωπος είναι αληθές, επιτυγχάνει την πλήρη πραγματοποίησιν της κλήσεως ταύτης εντός των ορίων της επιγείου ζωής. Ενταύθα ευρίσκεται η αρχή αυτής. Η κλήσις αύτη πραγματοποιείται εν τη πληρότητι αυτής μετά την έξοδον ημών εκ του κόσμου τούτου. }147}
Ο Χριστός είναι ως είς Υιός επί κεφαλής του οίκου Αυτού και ο οίκος Αυτού είμεθα ημείς, αρκεί να τηρώμεν μετά σταθερότητος και έως τέλους αυτήν την εμπιστοσύνην και αυτήν την ελπίδα, ήτις είναι η δόξα ημών. }148}
Εν τω Θεώ οι Άγιοι καθίστανται, κατά το υπόδειγμα του Χριστού, πανταχού παρόντες, παντοδύναμοι, παντογνώσται. Εν τω Θεώ ο άνθρωπος είναι θεός και μετέχει εις παν ό,τι ο Θεός ενεργεί. Ζη την αυτήν Ζωήν μετά του Θεού, καθίσταται τέλειος ως Αυτός ο Θεός. }150}
Ομολογούντες την θέωσιν της ανθρωπίνης φύσεως δια της σαρκώσεως του Λόγου, δεν πρέπει να παραθεωρώμεν ότι εν τη περιπτώσει του Χριστού πρόκειται περί της υποστατικής θεώσεως. }151}
Εάν εν τη περί Χριστού-Ανθρώπου αντιλήψει ημών εξαίρωμεν την «ριζικήν διαφοράν» μεταξύ Αυτού και ημών, αλλοιούμεν ούτως όλην την ανθρωπολογίαν ημών. Εν τη Σαρκώσει η κένωσις του Χριστού θέτει ημάς ενώπιον ενός εκπληκτικού γεγονότος: Αφʼ ενός }152} από της στιγμής καθʼ ήν προσέλαβε την φύσιν ημών η θέωσις αυτής της τελευταίας είχεν ήδη επιτελεσθή, ως λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός· αφʼ ετέρου, πολλά χωρία της Γραφής δεικνύουν εις ημάς ότι ο Χριστός-Άνθρωπος απέφευγε παν ό,τι παρουσιάζει τον χαρακτήρα της «αυτοθεώσεως». … Η αυτή «άποψις» αντικατοπτρίζεται εις την λειτουργικήν ημών πράξιν. Δεν θεωρούνται καθαγιαστικοί αυτοί ούτοι οι λόγοι του Χριστού, «λάβετε φάγετε, τούτό εστι το σώμα Μου», διότι τούτο θα είχε τον χαρακτήρα «αυτοθεώσεως», αλλʼ οι λόγοι ούτοι συνοδεύονται υπό της επικλήσεως, δια της οποίας ζητούμεν παρά του Πατρός να στείλη το Πνεύμα το Άγιον, δυνάμει του Οποίου πραγματοποιείται η μεταβολή του άρτου και του οίνου εις Σώμα και Αίμα Χριστού. (FILIOQUE)
Ο Χριστός, Όστις υπήρξε κατά πάντα όμοιος προς ημάς, υπεγράμμιζεν ο ίδιος μετʼ επιμονής την ανθρωπότητα Αυτού και ηρέσκετο να καλήται Υιός του Ανθρώπου. Προκύπτει σαφώς εκ των συμφραζομένων του Ευαγγελίου ότι ο Χριστός δεν εχρησιμοποίει τον προσδιορισμόν αυτόν ως ίδιον Όνομα Αυτού }153} αλλʼ ως κοινόν τι όνομα διʼ όλους τους ανθρώπους.
Η εντολή του Χριστού, «έσεσθε τέλειοι ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστι», πρέπει να ερμηνευθή … υπό βαθυτέραν οντολογικήν έννοιαν, ως η μαρτυρία της δυνατότητος να καταστήσωμεν πραγματικότητα την προσπάθειαν ταύτην κατά το παράδειγμα του Χριστού-Ανθρώπου, Όστις εξεπλήρωσε την εντολήν ταύτην, «Εγώ τας εντολάς του Πατρός Μου τετήρηκα», και εκάθισεν εν δεξιά του Πατρός, }154} γλώσσαν της Γραφής δηλοί την ισότητα.
Η συνήθεια καθιστά ημάς απροσέκτους και σχεδόν αναισθήτους εις τους λόγους της Αγίας Γραφής και καθιστά ημάς ανικάνους να βλέπωμεν τας πραγματικάς αυτών διαστάσεις. Αι ουσιώδεις θέσεις (στιγμαί) της Θείας Αποκαλύψεως διέρχονται συχνάκις απαρατήρητοι, καίτοι αποτελούν όντως την απάντησιν εις τους βαθυτέρους πόθους ημών, διότι είναι αι πλέον σύμφυτοι προς την ανθρωπίνην ύπαρξιν.
Ίσως τα κείμενα της Αγίας Γραφής και τα έργα των Πατέρων, τα οποία εμνημονεύσαμεν και τα οποία ομιλούν περί της ταυτότητος και της ισότητος του ανθρώπου προς τον Θεόν, ταράσσουν την συνείδησιν πολλών χριστιανών. Αλλά, δια να είπωμεν την αλήθειαν, η ταραχή αύτη δεν είναι ει μη η ένδειξις ότι ούτοι, εν τη «ψυχολογική» αυτών αντιλήψει περί ταπεινοφροσύνης, δεν έχουν συλλάβει το αληθές περιεχόμενον της Αποκαλύψεως. Κατʼ αυτήν, η διαφορά μεταξύ Θεού και ανθρώπου δεν θα υφίσταται εις τον αιώνα, ει μη εν αναφορά προς την Ουσίαν και ουδόλως προς την δόξαν και το περιεχόμενον της Θείας ζωής. (ΑΝΤΙ-ΟΥΣΙΟΚΡΑΤΙΑ)
Όταν μειώσωμεν τας διαστάσεις της Θείας Αποκαλύψεως περί του ανθρωπίνου είναι, αποκλείομεν την δυνατότητα να φθάσωμεν την αληθινήν μετάνοιαν. Εκλαμβάνοντες εαυτούς μόνον ως ασθενή όντα οι άνθρωποι επιτρέπουν και συγχωρούν εις εαυτούς πλήθος παραβάσεων. Θεωρούντες εαυτούς ως όντα κατώτερα του Χριστού – τούτο δε ας μη φανή παράδοξον – αρνούνται οι άνθρωποι εν τη πραγματικότητι να ακολουθήσουν Αυτόν εις τον Γολγοθάν. Η υποτίμησις εν τη }155} συνειδήσει ημών του Σχεδίου του Δημιουργού περί του ανθρώπου δεν είναι απόδειξις ταπεινοφροσύνης, αλλά πλάνη και μάλιστα αμαρτία μεγάλη. Πρέπει να έχωμεν το θάρρος να φθάσωμεν εις το περιεχόμενον της θείας Αποκαλύψεως «ανακεκαλυμμένω προσώπω» και, «την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι, την αυτήν εικόνα μεταμορφούσθαι από δόξης εις δόξαν καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος».
Εάν επί του ασκητικού επιπέδου η ταπεινοφροσύνη συνίσταται εις το να θεωρή τις εαυτόν ως χείριστον πάντων, επί του θεολογικού επιπέδου η θεία ταπεινοφροσύνη είναι η αγάπη, η οποία δίδεται ανεπιφυλάκτως εξ ολοκλήρου. Η πρώτη ενέχει στοιχείον συγκρίσεως, τουτέστιν είναι εισέτι σχετική. Η δευτέρα είναι εκτός πάσης συγκρίσεως, άρα είναι απόλυτος. Την τελευταίαν ταύτην εντέλλεται εις ημάς ο Χριστός να μάθωμεν απʼ Αυτού, όταν λέγη: «Μάθετε απʼ Εμού, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία».
Η επί τοσούτους αιώνας πείρα της εν Χριστώ ζωής αποδεικνύει ότι ο Θεός συμπεριφέρεται προς ημάς ως προς ίσους Αυτού, μη επιτρέπων ποτέ εις Εαυτόν να επιβληθή δια της βίας. … Εάν αντιλαμβανώμεθα την σωτηρίαν ως θέωσιν, δεν πρέπει ποτέ να διαφεύγη ημών ότι η θέωσις εξαρτάται εκ της συμπεριφοράς ημών επί της γης. Και εάν αύτη δεν είναι ομοία προς την του Χριστού, πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να γίνη όμοιος προς τον Χριστόν εις την αιωνιότητα, απλώς μεταβαίνων δια του θανάτου εις το υπερπέραν;
Κατά την διδασκαλίαν των Πατέρων ο άνθρωπος }156} ακριβώς κατά το μέτρον της ομοιώσεως αυτού προς τον «εν σαρκί φανέντα Θεόν» καθίσταται όμοιος προς τον Θεόν εν τω αιωνίω είναι Αυτού.
«Ο εωρακώς Εμέ εώρακε τον Πατέρα». Αλλά εκ του ειρμού των λόγων και ερειδόμενοι επί άλλων χωρίων της Γραφής δυνάμεθα ασφαλώς να συμπεράνωμεν ότι όστις είδε τον Χριστόν είδε και εαυτόν οποίος πρέπει να είναι συμφώνως προς το αιώνιον Σχέδιον του Πατρός, }157}
Ο Χριστός είναι ως είς Υιός επί κεφαλής του οίκου Αυτού και ο οίκος Αυτού είμεθα ημείς, αρκεί να τηρώμεν μετά σταθερότητος και έως τέλους αυτήν την εμπιστοσύνην και αυτήν την ελπίδα, ήτις είναι η δόξα ημών. }148}
Εν τω Θεώ οι Άγιοι καθίστανται, κατά το υπόδειγμα του Χριστού, πανταχού παρόντες, παντοδύναμοι, παντογνώσται. Εν τω Θεώ ο άνθρωπος είναι θεός και μετέχει εις παν ό,τι ο Θεός ενεργεί. Ζη την αυτήν Ζωήν μετά του Θεού, καθίσταται τέλειος ως Αυτός ο Θεός. }150}
Ομολογούντες την θέωσιν της ανθρωπίνης φύσεως δια της σαρκώσεως του Λόγου, δεν πρέπει να παραθεωρώμεν ότι εν τη περιπτώσει του Χριστού πρόκειται περί της υποστατικής θεώσεως. }151}
Εάν εν τη περί Χριστού-Ανθρώπου αντιλήψει ημών εξαίρωμεν την «ριζικήν διαφοράν» μεταξύ Αυτού και ημών, αλλοιούμεν ούτως όλην την ανθρωπολογίαν ημών. Εν τη Σαρκώσει η κένωσις του Χριστού θέτει ημάς ενώπιον ενός εκπληκτικού γεγονότος: Αφʼ ενός }152} από της στιγμής καθʼ ήν προσέλαβε την φύσιν ημών η θέωσις αυτής της τελευταίας είχεν ήδη επιτελεσθή, ως λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός· αφʼ ετέρου, πολλά χωρία της Γραφής δεικνύουν εις ημάς ότι ο Χριστός-Άνθρωπος απέφευγε παν ό,τι παρουσιάζει τον χαρακτήρα της «αυτοθεώσεως». … Η αυτή «άποψις» αντικατοπτρίζεται εις την λειτουργικήν ημών πράξιν. Δεν θεωρούνται καθαγιαστικοί αυτοί ούτοι οι λόγοι του Χριστού, «λάβετε φάγετε, τούτό εστι το σώμα Μου», διότι τούτο θα είχε τον χαρακτήρα «αυτοθεώσεως», αλλʼ οι λόγοι ούτοι συνοδεύονται υπό της επικλήσεως, δια της οποίας ζητούμεν παρά του Πατρός να στείλη το Πνεύμα το Άγιον, δυνάμει του Οποίου πραγματοποιείται η μεταβολή του άρτου και του οίνου εις Σώμα και Αίμα Χριστού. (FILIOQUE)
Ο Χριστός, Όστις υπήρξε κατά πάντα όμοιος προς ημάς, υπεγράμμιζεν ο ίδιος μετʼ επιμονής την ανθρωπότητα Αυτού και ηρέσκετο να καλήται Υιός του Ανθρώπου. Προκύπτει σαφώς εκ των συμφραζομένων του Ευαγγελίου ότι ο Χριστός δεν εχρησιμοποίει τον προσδιορισμόν αυτόν ως ίδιον Όνομα Αυτού }153} αλλʼ ως κοινόν τι όνομα διʼ όλους τους ανθρώπους.
Η εντολή του Χριστού, «έσεσθε τέλειοι ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστι», πρέπει να ερμηνευθή … υπό βαθυτέραν οντολογικήν έννοιαν, ως η μαρτυρία της δυνατότητος να καταστήσωμεν πραγματικότητα την προσπάθειαν ταύτην κατά το παράδειγμα του Χριστού-Ανθρώπου, Όστις εξεπλήρωσε την εντολήν ταύτην, «Εγώ τας εντολάς του Πατρός Μου τετήρηκα», και εκάθισεν εν δεξιά του Πατρός, }154} γλώσσαν της Γραφής δηλοί την ισότητα.
Η συνήθεια καθιστά ημάς απροσέκτους και σχεδόν αναισθήτους εις τους λόγους της Αγίας Γραφής και καθιστά ημάς ανικάνους να βλέπωμεν τας πραγματικάς αυτών διαστάσεις. Αι ουσιώδεις θέσεις (στιγμαί) της Θείας Αποκαλύψεως διέρχονται συχνάκις απαρατήρητοι, καίτοι αποτελούν όντως την απάντησιν εις τους βαθυτέρους πόθους ημών, διότι είναι αι πλέον σύμφυτοι προς την ανθρωπίνην ύπαρξιν.
Ίσως τα κείμενα της Αγίας Γραφής και τα έργα των Πατέρων, τα οποία εμνημονεύσαμεν και τα οποία ομιλούν περί της ταυτότητος και της ισότητος του ανθρώπου προς τον Θεόν, ταράσσουν την συνείδησιν πολλών χριστιανών. Αλλά, δια να είπωμεν την αλήθειαν, η ταραχή αύτη δεν είναι ει μη η ένδειξις ότι ούτοι, εν τη «ψυχολογική» αυτών αντιλήψει περί ταπεινοφροσύνης, δεν έχουν συλλάβει το αληθές περιεχόμενον της Αποκαλύψεως. Κατʼ αυτήν, η διαφορά μεταξύ Θεού και ανθρώπου δεν θα υφίσταται εις τον αιώνα, ει μη εν αναφορά προς την Ουσίαν και ουδόλως προς την δόξαν και το περιεχόμενον της Θείας ζωής. (ΑΝΤΙ-ΟΥΣΙΟΚΡΑΤΙΑ)
Όταν μειώσωμεν τας διαστάσεις της Θείας Αποκαλύψεως περί του ανθρωπίνου είναι, αποκλείομεν την δυνατότητα να φθάσωμεν την αληθινήν μετάνοιαν. Εκλαμβάνοντες εαυτούς μόνον ως ασθενή όντα οι άνθρωποι επιτρέπουν και συγχωρούν εις εαυτούς πλήθος παραβάσεων. Θεωρούντες εαυτούς ως όντα κατώτερα του Χριστού – τούτο δε ας μη φανή παράδοξον – αρνούνται οι άνθρωποι εν τη πραγματικότητι να ακολουθήσουν Αυτόν εις τον Γολγοθάν. Η υποτίμησις εν τη }155} συνειδήσει ημών του Σχεδίου του Δημιουργού περί του ανθρώπου δεν είναι απόδειξις ταπεινοφροσύνης, αλλά πλάνη και μάλιστα αμαρτία μεγάλη. Πρέπει να έχωμεν το θάρρος να φθάσωμεν εις το περιεχόμενον της θείας Αποκαλύψεως «ανακεκαλυμμένω προσώπω» και, «την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι, την αυτήν εικόνα μεταμορφούσθαι από δόξης εις δόξαν καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος».
Εάν επί του ασκητικού επιπέδου η ταπεινοφροσύνη συνίσταται εις το να θεωρή τις εαυτόν ως χείριστον πάντων, επί του θεολογικού επιπέδου η θεία ταπεινοφροσύνη είναι η αγάπη, η οποία δίδεται ανεπιφυλάκτως εξ ολοκλήρου. Η πρώτη ενέχει στοιχείον συγκρίσεως, τουτέστιν είναι εισέτι σχετική. Η δευτέρα είναι εκτός πάσης συγκρίσεως, άρα είναι απόλυτος. Την τελευταίαν ταύτην εντέλλεται εις ημάς ο Χριστός να μάθωμεν απʼ Αυτού, όταν λέγη: «Μάθετε απʼ Εμού, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία».
Η επί τοσούτους αιώνας πείρα της εν Χριστώ ζωής αποδεικνύει ότι ο Θεός συμπεριφέρεται προς ημάς ως προς ίσους Αυτού, μη επιτρέπων ποτέ εις Εαυτόν να επιβληθή δια της βίας. … Εάν αντιλαμβανώμεθα την σωτηρίαν ως θέωσιν, δεν πρέπει ποτέ να διαφεύγη ημών ότι η θέωσις εξαρτάται εκ της συμπεριφοράς ημών επί της γης. Και εάν αύτη δεν είναι ομοία προς την του Χριστού, πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να γίνη όμοιος προς τον Χριστόν εις την αιωνιότητα, απλώς μεταβαίνων δια του θανάτου εις το υπερπέραν;
Κατά την διδασκαλίαν των Πατέρων ο άνθρωπος }156} ακριβώς κατά το μέτρον της ομοιώσεως αυτού προς τον «εν σαρκί φανέντα Θεόν» καθίσταται όμοιος προς τον Θεόν εν τω αιωνίω είναι Αυτού.
«Ο εωρακώς Εμέ εώρακε τον Πατέρα». Αλλά εκ του ειρμού των λόγων και ερειδόμενοι επί άλλων χωρίων της Γραφής δυνάμεθα ασφαλώς να συμπεράνωμεν ότι όστις είδε τον Χριστόν είδε και εαυτόν οποίος πρέπει να είναι συμφώνως προς το αιώνιον Σχέδιον του Πατρός, }157}
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Εʼ Η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ
Αι αναλογίαι αύται είναι λίαν ανίσχυροι να αποδώσουν ό,τι οφείλει }158} να εκφρασθή, διότι εν τη θεία Τριαδική Ενότητι ο Λόγος και το Πνεύμα ουδόλως είναι ενέργειαι του Πατρός-Νου, αλλά Υποστάσεις. Δια του αυτού τρόπου ωσαύτως πρέπει να νοηθή η εικών του Θεού εν τω ανθρώπω, τουτέστιν ότι η ανθρωπότης, παραμένουσα μία εν τη ουσία αυτής, σημαίνει πληθύν υποστάσεων, εκάστη των οποίων οφείλει τελικώς να περιλάβη πάσαν την πληρότητα του Θεανδρικού Όντος και να παρουσιασθή ουχί ως έν μέρος μόνον της φύσεως, αλλʼ ως η όλη πληρότης του ανθρωπίνου όντος, να πραγματωθή, εν άλλοις λόγοις, ο παγκόσμιος άνθρωπος. Τούτο δε πραγματοποιείται πλήρως μόνον εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας.
Ως εν τω το Θείω Είναι, εν τω Οποίω διακρίνομεν τρεις «απόψεις», το Πρόσωπον, την Ουσίαν και την Ενέργειαν, ούτω βλέπομεν και εν τη Εκκλησία τα πρόσωπα, την φύσιν και τας πράξεις, τα οποία, εις την εσχάτην τελείωσιν του ανθρωπίνου όντος, οφείλουν να ταυτισθούν. Ως εν τη Αγία Τριάδι εκάστη Υπόστασις είναι φορεύς της απολύτου πληρότητος του θείου Είναι, ούτω και εν τη ανθρωπίνη ημών υπάρξει εκάστη υπόστασις οφείλει εν τη υπερτάτη τελειώσει αυτής να καταστή φορεύς πάσης της θεανδρικής πληρότητος, όρος απαραίτητος της κατʼ εικόνα της Αγίας }159} Τριάδος ενότητος. Διότι, εάν η ταύτισις δεν είναι πλήρης, η ενότης θα παραμείνη και αύτη ωσαύτως ατελής. }160}
Η πραγματοποίησις της κατʼ εικόνα της Αγίας Τριάδος ενότητος ταύτης συνδέεται μυχίως προς την χριστιανικήν ημών ανθρωπολογίαν. Επιλανθανόμενοι του τι είναι ο άνθρωπος, υπό ποίαν έννοιαν και εν τίνι μέτρω είναι κατʼ εικόνα και καθʼ ομοίωσιν Θεού, δεν δυνάμεθα να λύσωμεν το πρόβλημα της ενότητος ημών. Είναι εν τούοις αναγκαίον διʼ ημάς να πιστεύωμεν ότι εν τω αιωνίω Σχεδίω του Πατρός έχομεν προορισθή δια το πλήρωμα της τελειότητος. }161}
… εις την κτίσιν ταύτην ο Αδάμ δεν ονομάζεται, ως πράττει τούτο εν συνεχεία η ιστορία. Το δοθέν εις τον κτισθέντα άνθρωπον όνομα δεν είναι ο «τάδε» ή ο «δείνα», αλλά ο καθολικός άνθρωπος. Επομένως δια της γενικής δηλώσεως της φύσεως αγόμεθα να υποθέσωμέν τι το παρόμοιον, τουτέστιν ότι δια της Θείας προγνώσεως και δυνάμεως περιλαμβάνεται πάσα η ανθρωπότης εν τη πρώτη ταύτη συστάσει … }162}
Πρέπει να λάβωμεν υπʼ όψιν προ παντός ότι αγνοούμεν το ανθρώπινον πρόσωπον, την ανθρωπίνην υπόστασιν εις την πραγματικήν αυτής έκφρασιν, καθαράν εκ παντός φυρμού. Ό,τι ονομάζομεν κοινώς «πρόσωπα», «προσωπικόν», υποδηλοί μάλλον τα άτομα, το ατομικόν. Έχομεν συνηθίσει να θεωρώμεν τους όρους τούτους – πρόσωπον και άτομον – σχεδόν συνωνύμους … Αλλʼ υπό τινα άποψιν, άτομον και πρόσωπον έχουν αντίθετον σημασίαν» (Lossky). Εφʼ όσον αι ανθρώπιναι υποστάσεις δεν υπερβαίνουν τα συμφυή αυτών όρια επί του ατομικού επιπέδου, μένουν ανίκανοι να πραγματοποιήσουν την καθολικήν τελείωσιν, περί της οποίας ομιλεί ο Άγιος Γρηγόριος και να φέρουν όντως εν εαυτοίς όλην την πληρότητα του Όντος. Αι μη καθολικαί υποστάσεις, ήτοι τα «ανθρώπινα άτομα», δεν θα φθάσουν εις τας μεταξύ αυτών σχέσεις μετά των ομοίων αυτών εις την πλήρη και καθολικήν ενότητα, αλλά θα παραμείνουν εν μέρει ηνωμέναι, εις τα όρια των ικανοτήτων αυτών. (ΥΠΑΚΟΗ) }165}
Αι αναλογίαι αύται είναι λίαν ανίσχυροι να αποδώσουν ό,τι οφείλει }158} να εκφρασθή, διότι εν τη θεία Τριαδική Ενότητι ο Λόγος και το Πνεύμα ουδόλως είναι ενέργειαι του Πατρός-Νου, αλλά Υποστάσεις. Δια του αυτού τρόπου ωσαύτως πρέπει να νοηθή η εικών του Θεού εν τω ανθρώπω, τουτέστιν ότι η ανθρωπότης, παραμένουσα μία εν τη ουσία αυτής, σημαίνει πληθύν υποστάσεων, εκάστη των οποίων οφείλει τελικώς να περιλάβη πάσαν την πληρότητα του Θεανδρικού Όντος και να παρουσιασθή ουχί ως έν μέρος μόνον της φύσεως, αλλʼ ως η όλη πληρότης του ανθρωπίνου όντος, να πραγματωθή, εν άλλοις λόγοις, ο παγκόσμιος άνθρωπος. Τούτο δε πραγματοποιείται πλήρως μόνον εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας.
Ως εν τω το Θείω Είναι, εν τω Οποίω διακρίνομεν τρεις «απόψεις», το Πρόσωπον, την Ουσίαν και την Ενέργειαν, ούτω βλέπομεν και εν τη Εκκλησία τα πρόσωπα, την φύσιν και τας πράξεις, τα οποία, εις την εσχάτην τελείωσιν του ανθρωπίνου όντος, οφείλουν να ταυτισθούν. Ως εν τη Αγία Τριάδι εκάστη Υπόστασις είναι φορεύς της απολύτου πληρότητος του θείου Είναι, ούτω και εν τη ανθρωπίνη ημών υπάρξει εκάστη υπόστασις οφείλει εν τη υπερτάτη τελειώσει αυτής να καταστή φορεύς πάσης της θεανδρικής πληρότητος, όρος απαραίτητος της κατʼ εικόνα της Αγίας }159} Τριάδος ενότητος. Διότι, εάν η ταύτισις δεν είναι πλήρης, η ενότης θα παραμείνη και αύτη ωσαύτως ατελής. }160}
Η πραγματοποίησις της κατʼ εικόνα της Αγίας Τριάδος ενότητος ταύτης συνδέεται μυχίως προς την χριστιανικήν ημών ανθρωπολογίαν. Επιλανθανόμενοι του τι είναι ο άνθρωπος, υπό ποίαν έννοιαν και εν τίνι μέτρω είναι κατʼ εικόνα και καθʼ ομοίωσιν Θεού, δεν δυνάμεθα να λύσωμεν το πρόβλημα της ενότητος ημών. Είναι εν τούοις αναγκαίον διʼ ημάς να πιστεύωμεν ότι εν τω αιωνίω Σχεδίω του Πατρός έχομεν προορισθή δια το πλήρωμα της τελειότητος. }161}
… εις την κτίσιν ταύτην ο Αδάμ δεν ονομάζεται, ως πράττει τούτο εν συνεχεία η ιστορία. Το δοθέν εις τον κτισθέντα άνθρωπον όνομα δεν είναι ο «τάδε» ή ο «δείνα», αλλά ο καθολικός άνθρωπος. Επομένως δια της γενικής δηλώσεως της φύσεως αγόμεθα να υποθέσωμέν τι το παρόμοιον, τουτέστιν ότι δια της Θείας προγνώσεως και δυνάμεως περιλαμβάνεται πάσα η ανθρωπότης εν τη πρώτη ταύτη συστάσει … }162}
Πρέπει να λάβωμεν υπʼ όψιν προ παντός ότι αγνοούμεν το ανθρώπινον πρόσωπον, την ανθρωπίνην υπόστασιν εις την πραγματικήν αυτής έκφρασιν, καθαράν εκ παντός φυρμού. Ό,τι ονομάζομεν κοινώς «πρόσωπα», «προσωπικόν», υποδηλοί μάλλον τα άτομα, το ατομικόν. Έχομεν συνηθίσει να θεωρώμεν τους όρους τούτους – πρόσωπον και άτομον – σχεδόν συνωνύμους … Αλλʼ υπό τινα άποψιν, άτομον και πρόσωπον έχουν αντίθετον σημασίαν» (Lossky). Εφʼ όσον αι ανθρώπιναι υποστάσεις δεν υπερβαίνουν τα συμφυή αυτών όρια επί του ατομικού επιπέδου, μένουν ανίκανοι να πραγματοποιήσουν την καθολικήν τελείωσιν, περί της οποίας ομιλεί ο Άγιος Γρηγόριος και να φέρουν όντως εν εαυτοίς όλην την πληρότητα του Όντος. Αι μη καθολικαί υποστάσεις, ήτοι τα «ανθρώπινα άτομα», δεν θα φθάσουν εις τας μεταξύ αυτών σχέσεις μετά των ομοίων αυτών εις την πλήρη και καθολικήν ενότητα, αλλά θα παραμείνουν εν μέρει ηνωμέναι, εις τα όρια των ικανοτήτων αυτών. (ΥΠΑΚΟΗ) }165}
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
V. ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΒΩΡΙΟΥ ΦΩΤΟΣ
Και ούτω (με το Βάπτισμα και το Χρίσμα) κατέστημεν σκήνωμα του Θεού του Υψίστου, τα δε σώματα ημών ναός του Αγίου Πνεύματος.
Και ιδού, παρά ταύτα, είμεθα πτωχοί των πνεύματι. Εντός των ορίων της γης υπάρχει ακόρεστος πείνα και άσβεστος δίψα Θεογνωσίας, διότι ο αγών ημών είναι να φθάσωμεν τον Άφθαστον, να ίδωμεν τον Αόρατον, να }172} γνωρίσωμεν τον επέκεινα πάσης γνώσεως. Η ορμή αύτη αυξάνει ακαταπαύστως εις έκαστον άνθρωπον, όταν το Φως της Θεότητος ευδοκήση να καταυγάση αυτόν, έστω και δια τινος αμυδράς προσεγγίσεως Αυτού, διότι τότε εις τους νοερούς ημών οφθαλμούς αποκαλύπτεται εν ποία αβύσσω διαμένομεν. Η όρασις αύτη καταπλήττει όλον τον άνθρωπον, και τότε η ψυχή αυτού δεν γνωρίζει ανάπαυσιν και δεν δύναται να εύρη αυτήν, μέχρις ότου ελευθερωθή πλήρως από του περικρατούντος αυτήν σκότους, μέχρις ότου το Φως τούτο πληθυνθή εν τη ψυχή και ενωθή μετʼ αυτής τοσούτον ώστε Φως και ψυχή να γίνουν έν, προκαταγγέλον την θέωσιν ημών εν τη Θεία δόξη.
Εις τοιαύτας ώρας μαρτυρικής παραμονής εν τοις ορίοις μεταξύ του έλκοντος προς εαυτό Απροσίτου Φωτός της Θεότητος και της απειλητικής αβύσσου του σκότους … ενδυναμωθώμεν δια της κραταιάς ελπίδος εις Εκείνον, Όστις δια της παλάμης Αυτού βαστάζει ακόπως πάσαν την κτίσιν. Ενθυμηθώμεν ότι εν τη ζωή ημών πρέπει να επαναληφθή ομοιοτρόπως παν ό,τι ετελέσθη εν τη ζωή του Υιού του Ανθρώπου, δια }173} να ελευθερωθώμεν από παντός φόβου και ολιγοψυχίας. Η οδός είναι κοινή εις πάντας ημάς κατά τον λόγον Αυτού του Χριστού: «Εγώ ειμι η οδός»· ως εκ τούτου δεν είναι και μοναδική, διότι «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ει μη διʼ Εμού». }174}
… εν αληθεία κατέστη όμοιος προς ημάς άνθρωπος και εν τη σαρκί ημών εφανερώσε την Θείαν τελειότητα, υπολιμπάνων Εαυτόν υπογραμμόν διʼ ημάς, τον οποίον πολλοί προφήται και δίκαιοι «επεθύμησαν ιδείν». Τούτο δε οφείλομεν νυν να πραγματοποιήσωμεν ημείς, έκαστος εν τη ζωή αυτού, ώστε δια της ομοιώσεως προς τον Χριστόν, κατά την εικόνα της επιγείου ζωής Αυτού, να καταστώμεν όμοιοι Αυτώ και κατά την εικόνα της Θείας υπάρξεως.
Παρακαλώ υμάς, όπως μη ολιγοψυχήσωμεν ακούοντες τους λόγους της διδαχής ταύτης … αύτη είναι η ορθόδοξος πίστις }175} και η ασάλευτος ελπίς, η οποία δεν θα καταισχυνθή, διότι θεμέλιον αυτής είναι η αψευδής μαρτυρία του Κυρίου. Και εάν νόθος ταπείνωσις θελήση να ονομάση τούτο υπέρμετρον παρρησίαν ή εισέτι και μωρίαν, τότε μνησθώμεν του Αποστόλου Παύλου, όστις αποκόπτων αφʼ ενός μεν την ολιγοψυχίαν, αφʼ ετέρου δε την παράλογον υπερηφανίαν του σαρκικού φρονήματος, λέγει ότι «ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας», απορρίπτων την σύνεσιν των συνετών, και μεταβάλλων εις μωρίαν την σοφίαν του κόσμου τούτου. Καθʼ εκάστην ημέραν η πείρα της ανθρωπότητος δεικνύει σταθερώς εις ημάς ότι οι «σοφοί και συνετοί» του αιώνος τούτου δεν δύνανται να ακολουθήσουν τον Χριστόν ούτε εις το Θαβώρ, ούτε εις τον Γολγοθάν, ούτε εις το όρος των Ελαιών. Ούτως αγαπητοί δεύτε, και δια της δυνάμεως της πίστεως αναβώμεν εις το «όρος Κυρίου», σταθώμεν αοράτως εν τη πόλει του Ζώντος Θεού, και μετάρσιοι τω πνεύματι ίδωμεν την άυλον Θεότητα του Πατρός και του Πνεύματος εν τω Μονογενεί Υιώ απαστράπτουσαν. Αναβώμεν ουχί μετά υπερηφάνου παρρησίας, αλλά μετά φόβου και τρόμου, ως ανάξιοι της αναβάσεως και οράσεως ταύτης, εν τούτοις όμως, μετʼ ελπίδος ότι και «ημίν τοις αμαρτωλοίς», κατά την άμετρον αγαθότητα του Ουρανίου Πατρός, «θα λάμψη το αΐδιον Φως» της Θεότητος, η άστεκτος λάμψις του οποίου έρριψε πρηνείς επί του Θαβώρ τους εκλεκτούς Αποστόλους. }176}
Αλλʼ ημέραν τινά, κατόπιν εκτενούς, κατά την διάρκειαν πολλών μηνών, διαπύρου προσευχής συνοδευομένης υπό βαθείας λύπης δια την αθλιότητα αυτού, το φως τούτο κατέβη ιλαρώς επʼ αυτόν και παρέμεινε μετʼ αυτού τρεις ημέρας. Κατʼ αυτάς τας ημέρας ησθάνετο εαυτόν εναργώς εκτός θανάτου. Η χαρά της εκ νεκρών αναστάσεως επλήρου τότε την ψυχήν αυτού. Εσωτερικώς ωνόμαζε το φως εκείνο «πρωΐαν αναστάσεως», διότι ήτο τούτο ιλαρόν, ως εαρινή πρωΐα. Κατʼ εκείνον τον καιρόν έζη ούτος μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι διήγον τον συνήθη εις πάντας κοπιώδη βίον. Μετά πάροδον ετών εκ του γεγονότος τούτου, ότι ούτος ήτο ήδη μοναχός, και αργότερον λειτουργός, πολλάκις συνέβαινεν η προσευχή αυτού να μεταβάλληται εις θεωρίαν φωτός, ούτως ώστε να μη αισθάνηται τότε ούτε το σώμα αυτού, ούτε τον περιβάλλοντα αυτόν υλικόν κόσμον.
Το φως τούτο φανερούται ως καθαρά άνωθεν ευδοκία. Έρχεται κατʼ αρχήν απροσδοκήτως, ήτοι όταν η }178} ψυχή ουδόλως λογίζηται περί αυτού ότι θα έλθη, ή εισέτι ότι υπάρχει. Άγνωστον έως τότε, φέρει δια της ελεύσεως αυτού, εις την ψυχήν γλυκείαν απορίαν, και κατάπληκτος αύτη αγνοεί εισέτι περί του τις ή τι εφανερώθη εις αυτήν, αλλʼ αισθάνεται εαυτήν κατʼ εκείνην την ώραν ως δέσμιον, όστις εξάγεται εκ του ζοφερού σκότους της φυλακής προς τας απεράντους εκτάσεις, τας φωτιζομένας υπό του ηλίου.
Έλεγεν ωσαύτως ο ανήρ ούτος: «Καίτοι το Θείον Φως μένει πάντοτε κατά την φύσιν αυτού αναλλοίωτον, όμως αι ενέργειαι αυτού, τουτέστιν εκείνο το οποίον γεννά εν τω ανθρώπω, ποικίλλουν. Ενίοτε προσλαμβάνεται ως αίσθησις ιλαράς αγάπης Χριστού· ενίοτε ως συμπαράστασις Θείας Δυνάμεως· άλλοτε ως ανεκλάλητός τις κίνησις της αιωνίου ζωής εντός του ανθρώπου· και άλλοτε πάλιν ως φως συνέσεως ή υπερνοητή νοερά όρασις του Θεού. Άμετρος όμως είναι η αγαθότης του Κυρίου και συμβαίνει ώστε η αγάπη Αυτού να εκχέηται έτι αφθονώτερον. Τότε το Θείον Φως πληροί όλον τον άνθρωπον, ούτως ώστε και αυτός γίνεται όμοιος προς το φως· και τότε εκείνο το οποίον βλέπει, είναι αδύνατον να κληθή άλλως πως, ει μη φως – καίτοι το Φως τούτο κατά την φύσιν αυτού είναι εντελώς διάφορον του φωτός του ορατού ηλίου». }179}
… τοσούτον εξηφάνισε τας παραστάσεις αυτών εκ των παρερχομένων μορφών του κόσμου τούτου, ώστε ούτοι και Αυτόν τον Χριστόν δεν έβλεπον πλέον κατά σάρκα. Εισαχθέντες δια του Αγίου Πνεύματος εις την θεωρίαν της απεριγράπτου Θεότητος του Ιησού Χριστού, ήκουσαν ούτοι κατʼ εκείνην την ώραν της αΰλου και απροσίτου φωνής του Πατρός: }182}
Μεγίστη και υψηλή υπήρξεν η όρασις των Αποστόλων επί του όρους της Μεταμορφώσεως, εν τούτοις, ουχί εισέτι τελεία, διότι τότε δεν ήσαν έτι ικανοί να δεχθούν άπαν το πλήρωμα και την τελειότητα του εμφανισθέντος εις αυτούς Φωτός, … «καθώς ηδύναντο» «καθώς εχώρουν».
Μεγίστη και υψηλή υπήρξεν η όρασις των Αποστόλων, αλλά τότε εισέτι ατελώς αφωμοιώθη υπʼ αυτών και δια τούτο παρέμειναν δυναταί εκείναι αι ταλαντεύσεις, τας οποίας υπέστησαν ούτοι κατά τας ημέρας του Γολγοθά· και μόνον βραδύτερον ο Πέτρος αναφέρεται εις αυτήν ως εις μαρτυρίαν της αληθείας.
Ατελής ήτο εισέτι η όρασις των Αποστόλων επί του Θαβώρ, και εν τούτοις ήτο τοσούτον μεγάλη και γνησία η θεωρία της «υπερουσίου ευπρεπείας» και του «προαιωνίου κεκρυμμένου μυστηρίου», ώστε ούτε η όρασις του Μωϋσέως επί του Σινά, ούτε η ομοία αυτής του Ηλία επί Χωρήβ, έφθασαν το ύψος και την τελειότητα αυτής, την οποίαν παρατηρούμεν εις τους λόγους της εκκλησιαστικής ωδής: }183}
… διαλογιζόμενος εν εαυτώ: «Δεν έχω αυτήν την τύχην». …
V. ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΒΩΡΙΟΥ ΦΩΤΟΣ
Και ούτω (με το Βάπτισμα και το Χρίσμα) κατέστημεν σκήνωμα του Θεού του Υψίστου, τα δε σώματα ημών ναός του Αγίου Πνεύματος.
Και ιδού, παρά ταύτα, είμεθα πτωχοί των πνεύματι. Εντός των ορίων της γης υπάρχει ακόρεστος πείνα και άσβεστος δίψα Θεογνωσίας, διότι ο αγών ημών είναι να φθάσωμεν τον Άφθαστον, να ίδωμεν τον Αόρατον, να }172} γνωρίσωμεν τον επέκεινα πάσης γνώσεως. Η ορμή αύτη αυξάνει ακαταπαύστως εις έκαστον άνθρωπον, όταν το Φως της Θεότητος ευδοκήση να καταυγάση αυτόν, έστω και δια τινος αμυδράς προσεγγίσεως Αυτού, διότι τότε εις τους νοερούς ημών οφθαλμούς αποκαλύπτεται εν ποία αβύσσω διαμένομεν. Η όρασις αύτη καταπλήττει όλον τον άνθρωπον, και τότε η ψυχή αυτού δεν γνωρίζει ανάπαυσιν και δεν δύναται να εύρη αυτήν, μέχρις ότου ελευθερωθή πλήρως από του περικρατούντος αυτήν σκότους, μέχρις ότου το Φως τούτο πληθυνθή εν τη ψυχή και ενωθή μετʼ αυτής τοσούτον ώστε Φως και ψυχή να γίνουν έν, προκαταγγέλον την θέωσιν ημών εν τη Θεία δόξη.
Εις τοιαύτας ώρας μαρτυρικής παραμονής εν τοις ορίοις μεταξύ του έλκοντος προς εαυτό Απροσίτου Φωτός της Θεότητος και της απειλητικής αβύσσου του σκότους … ενδυναμωθώμεν δια της κραταιάς ελπίδος εις Εκείνον, Όστις δια της παλάμης Αυτού βαστάζει ακόπως πάσαν την κτίσιν. Ενθυμηθώμεν ότι εν τη ζωή ημών πρέπει να επαναληφθή ομοιοτρόπως παν ό,τι ετελέσθη εν τη ζωή του Υιού του Ανθρώπου, δια }173} να ελευθερωθώμεν από παντός φόβου και ολιγοψυχίας. Η οδός είναι κοινή εις πάντας ημάς κατά τον λόγον Αυτού του Χριστού: «Εγώ ειμι η οδός»· ως εκ τούτου δεν είναι και μοναδική, διότι «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ει μη διʼ Εμού». }174}
… εν αληθεία κατέστη όμοιος προς ημάς άνθρωπος και εν τη σαρκί ημών εφανερώσε την Θείαν τελειότητα, υπολιμπάνων Εαυτόν υπογραμμόν διʼ ημάς, τον οποίον πολλοί προφήται και δίκαιοι «επεθύμησαν ιδείν». Τούτο δε οφείλομεν νυν να πραγματοποιήσωμεν ημείς, έκαστος εν τη ζωή αυτού, ώστε δια της ομοιώσεως προς τον Χριστόν, κατά την εικόνα της επιγείου ζωής Αυτού, να καταστώμεν όμοιοι Αυτώ και κατά την εικόνα της Θείας υπάρξεως.
Παρακαλώ υμάς, όπως μη ολιγοψυχήσωμεν ακούοντες τους λόγους της διδαχής ταύτης … αύτη είναι η ορθόδοξος πίστις }175} και η ασάλευτος ελπίς, η οποία δεν θα καταισχυνθή, διότι θεμέλιον αυτής είναι η αψευδής μαρτυρία του Κυρίου. Και εάν νόθος ταπείνωσις θελήση να ονομάση τούτο υπέρμετρον παρρησίαν ή εισέτι και μωρίαν, τότε μνησθώμεν του Αποστόλου Παύλου, όστις αποκόπτων αφʼ ενός μεν την ολιγοψυχίαν, αφʼ ετέρου δε την παράλογον υπερηφανίαν του σαρκικού φρονήματος, λέγει ότι «ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας», απορρίπτων την σύνεσιν των συνετών, και μεταβάλλων εις μωρίαν την σοφίαν του κόσμου τούτου. Καθʼ εκάστην ημέραν η πείρα της ανθρωπότητος δεικνύει σταθερώς εις ημάς ότι οι «σοφοί και συνετοί» του αιώνος τούτου δεν δύνανται να ακολουθήσουν τον Χριστόν ούτε εις το Θαβώρ, ούτε εις τον Γολγοθάν, ούτε εις το όρος των Ελαιών. Ούτως αγαπητοί δεύτε, και δια της δυνάμεως της πίστεως αναβώμεν εις το «όρος Κυρίου», σταθώμεν αοράτως εν τη πόλει του Ζώντος Θεού, και μετάρσιοι τω πνεύματι ίδωμεν την άυλον Θεότητα του Πατρός και του Πνεύματος εν τω Μονογενεί Υιώ απαστράπτουσαν. Αναβώμεν ουχί μετά υπερηφάνου παρρησίας, αλλά μετά φόβου και τρόμου, ως ανάξιοι της αναβάσεως και οράσεως ταύτης, εν τούτοις όμως, μετʼ ελπίδος ότι και «ημίν τοις αμαρτωλοίς», κατά την άμετρον αγαθότητα του Ουρανίου Πατρός, «θα λάμψη το αΐδιον Φως» της Θεότητος, η άστεκτος λάμψις του οποίου έρριψε πρηνείς επί του Θαβώρ τους εκλεκτούς Αποστόλους. }176}
Αλλʼ ημέραν τινά, κατόπιν εκτενούς, κατά την διάρκειαν πολλών μηνών, διαπύρου προσευχής συνοδευομένης υπό βαθείας λύπης δια την αθλιότητα αυτού, το φως τούτο κατέβη ιλαρώς επʼ αυτόν και παρέμεινε μετʼ αυτού τρεις ημέρας. Κατʼ αυτάς τας ημέρας ησθάνετο εαυτόν εναργώς εκτός θανάτου. Η χαρά της εκ νεκρών αναστάσεως επλήρου τότε την ψυχήν αυτού. Εσωτερικώς ωνόμαζε το φως εκείνο «πρωΐαν αναστάσεως», διότι ήτο τούτο ιλαρόν, ως εαρινή πρωΐα. Κατʼ εκείνον τον καιρόν έζη ούτος μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι διήγον τον συνήθη εις πάντας κοπιώδη βίον. Μετά πάροδον ετών εκ του γεγονότος τούτου, ότι ούτος ήτο ήδη μοναχός, και αργότερον λειτουργός, πολλάκις συνέβαινεν η προσευχή αυτού να μεταβάλληται εις θεωρίαν φωτός, ούτως ώστε να μη αισθάνηται τότε ούτε το σώμα αυτού, ούτε τον περιβάλλοντα αυτόν υλικόν κόσμον.
Το φως τούτο φανερούται ως καθαρά άνωθεν ευδοκία. Έρχεται κατʼ αρχήν απροσδοκήτως, ήτοι όταν η }178} ψυχή ουδόλως λογίζηται περί αυτού ότι θα έλθη, ή εισέτι ότι υπάρχει. Άγνωστον έως τότε, φέρει δια της ελεύσεως αυτού, εις την ψυχήν γλυκείαν απορίαν, και κατάπληκτος αύτη αγνοεί εισέτι περί του τις ή τι εφανερώθη εις αυτήν, αλλʼ αισθάνεται εαυτήν κατʼ εκείνην την ώραν ως δέσμιον, όστις εξάγεται εκ του ζοφερού σκότους της φυλακής προς τας απεράντους εκτάσεις, τας φωτιζομένας υπό του ηλίου.
Έλεγεν ωσαύτως ο ανήρ ούτος: «Καίτοι το Θείον Φως μένει πάντοτε κατά την φύσιν αυτού αναλλοίωτον, όμως αι ενέργειαι αυτού, τουτέστιν εκείνο το οποίον γεννά εν τω ανθρώπω, ποικίλλουν. Ενίοτε προσλαμβάνεται ως αίσθησις ιλαράς αγάπης Χριστού· ενίοτε ως συμπαράστασις Θείας Δυνάμεως· άλλοτε ως ανεκλάλητός τις κίνησις της αιωνίου ζωής εντός του ανθρώπου· και άλλοτε πάλιν ως φως συνέσεως ή υπερνοητή νοερά όρασις του Θεού. Άμετρος όμως είναι η αγαθότης του Κυρίου και συμβαίνει ώστε η αγάπη Αυτού να εκχέηται έτι αφθονώτερον. Τότε το Θείον Φως πληροί όλον τον άνθρωπον, ούτως ώστε και αυτός γίνεται όμοιος προς το φως· και τότε εκείνο το οποίον βλέπει, είναι αδύνατον να κληθή άλλως πως, ει μη φως – καίτοι το Φως τούτο κατά την φύσιν αυτού είναι εντελώς διάφορον του φωτός του ορατού ηλίου». }179}
… τοσούτον εξηφάνισε τας παραστάσεις αυτών εκ των παρερχομένων μορφών του κόσμου τούτου, ώστε ούτοι και Αυτόν τον Χριστόν δεν έβλεπον πλέον κατά σάρκα. Εισαχθέντες δια του Αγίου Πνεύματος εις την θεωρίαν της απεριγράπτου Θεότητος του Ιησού Χριστού, ήκουσαν ούτοι κατʼ εκείνην την ώραν της αΰλου και απροσίτου φωνής του Πατρός: }182}
Μεγίστη και υψηλή υπήρξεν η όρασις των Αποστόλων επί του όρους της Μεταμορφώσεως, εν τούτοις, ουχί εισέτι τελεία, διότι τότε δεν ήσαν έτι ικανοί να δεχθούν άπαν το πλήρωμα και την τελειότητα του εμφανισθέντος εις αυτούς Φωτός, … «καθώς ηδύναντο» «καθώς εχώρουν».
Μεγίστη και υψηλή υπήρξεν η όρασις των Αποστόλων, αλλά τότε εισέτι ατελώς αφωμοιώθη υπʼ αυτών και δια τούτο παρέμειναν δυναταί εκείναι αι ταλαντεύσεις, τας οποίας υπέστησαν ούτοι κατά τας ημέρας του Γολγοθά· και μόνον βραδύτερον ο Πέτρος αναφέρεται εις αυτήν ως εις μαρτυρίαν της αληθείας.
Ατελής ήτο εισέτι η όρασις των Αποστόλων επί του Θαβώρ, και εν τούτοις ήτο τοσούτον μεγάλη και γνησία η θεωρία της «υπερουσίου ευπρεπείας» και του «προαιωνίου κεκρυμμένου μυστηρίου», ώστε ούτε η όρασις του Μωϋσέως επί του Σινά, ούτε η ομοία αυτής του Ηλία επί Χωρήβ, έφθασαν το ύψος και την τελειότητα αυτής, την οποίαν παρατηρούμεν εις τους λόγους της εκκλησιαστικής ωδής: }183}
… διαλογιζόμενος εν εαυτώ: «Δεν έχω αυτήν την τύχην». …
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό