Σελίδα 2 από 2

Δημοσιεύτηκε: Παρ Μάιος 11, 2007 10:50 am
από kleanthis
ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ
ΚΑΤΑΔΙΩΞΟΝ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟΝ ΣΟΥ ΚΑΙ ΘΕΛΕΙ ΚΑΤΑΔΙΩΧΘΕΙ Ο ΕΧΘΡΟΣ ΑΠΟ ΠΛΗΣΙΟΝ ΣΟΥ.ΕΙΡΗΝΕΥΣΟΝ ΜΕΤΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΕΤΑΙ ΣΟΙ ΕΙΡΗΝΙΚΟΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΓΗ.ΣΠΟΥΔΑΣΟΝ ΝΑ ΕΙΣΕΛΘΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ (ματθ.στ 6) ΚΑΙ ΘΕΛΕΙΣ ΙΔΗ ΤΟ ΤΑΜΕΙΟΝ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ. ΔΙΟΤΙ ΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ.ΚΑΙ ΔΙΑ ΜΙΑΣ ΕΙΣΟΔΟΥ ΣΥΝΧΡΟΝΩΣ ΒΛΕΠΟΝΤΑΙ.ΕΠΕΙΔΗ Η ΚΛΙΜΑΞ ΕΚΕΙΝΗΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΟΣ ΣΟΥ ΚΕΚΡΥΜΜΕΝΗ...![/b][/u]

Δημοσιεύτηκε: Παρ Μάιος 11, 2007 11:10 am
από kleanthis
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΕΡΟΠΑΓΙΤΗΣ
ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΥΚΛΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟ ΕΞΩ ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ ΚΑΙ Η ΕΝΟΕΙΔΗΣ ΣΥΝΕΛΙΞΙΣ ΤΩΝ ΝΟΕΡΩΝ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΝ,Η ΟΠΟΙΑ ΔΩΡΙΖΕΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΤΟ ΑΠΛΑΝΕΣ ΣΑΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΕΙΣ ΕΝΑ ΚΥΚΛΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΦΕΡΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΞΩ ΚΑΙ ΠΡΩΤΑ ΤΗΝ ΣΥΝΑΓΕΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ, ΕΠΕΙΤΑ ΑΦΟΥ ΓΙΝΕΙ ΕΝΟΕΙΔΗΣ, ΤΗΝ ΕΝΩΝΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΕΝΙΑΙΩΣ ΕΝΩΜΕΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΕΤΣΙ ΤΗΝ ΧΕΙΡΑΓΩΓΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΑΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΑΘΟΝ

Δημοσιεύτηκε: Παρ Μάιος 11, 2007 11:35 am
από kleanthis
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ
Ο ΝΟΥΣ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΜΟΛΙΣ ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΝΕΤΑΙ ,ΔΡΑΠΕΤΕΥΕΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΑΥΤΟΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΝΑ ΤΟΝ ΕΠΑΝΑΦΕΡΟΥΝ.ΤΟΥΣ ΔΙΑΦΕΥΓΕΙ ΟΜΩΣ ΚΑΘΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΓΥΜΝΑΣΤΟΙ,ΔΙΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΟΠΑΡΑΤΗΡΗΤΟΣ ΚΑΙ ΕΥΚΙΝΗΤΟΣ ΑΠΟ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ.

Δημοσιεύτηκε: Παρ Μάιος 11, 2007 11:55 am
από kleanthis
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ.
Ο ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ,ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΑΣΙΝ ΤΟΥ ΑΔΑΜ,ΣΥΝΗΘΙΖΕΙ ΝΑ ΕΞΟΜΟΙΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ,ΔΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΩΣ ΔΕΝ ΘΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΠΟΛΥ ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΠΡΟΘΥΜΙΑ ΝΑ ΣΤΡΕΨΕΙ ΤΟΝ ΝΟΥ ΤΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ,ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΗΝ ΚΑΤΕΥΘΕΙΑΝ,ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΚΥΚΛΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑΝΗΣ,ΤΟ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΚΕΙ,ΑΛΛΑ ΝΑ ΤΑ ΣΤΗΡΙΖΕΙ ΟΠΩΣ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΤΟΥ Η ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΜΦΑΛΟ. ΣΥΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΔΗΛΑΔΗ ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΣΑΝ ΣΕ ΚΥΚΛΟ,ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΚΛΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ ΤΟΥ ΠΟΥ ΕΠΙΔΙΩΚΕΙ ΜΕΣΑ ΤΟΥ,ΜΕ ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΑΥΤΟ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΘΑ ΣΤΕΙΛΕΙ ΜΕΣΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΝΟΥ ΠΟΥ ΔΙΑΧΕΕΤΑΙ ΕΞΩ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΑΣΗ.

Δημοσιεύτηκε: Παρ Μάιος 11, 2007 12:08 pm
από kleanthis
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ
ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ ΚΟΠΟΣ ΑΛΛΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΚΡΟΣ ΚΑΙ ΕΥΚΟΛΩΤΑΤΟΣ,ΑΝ ΣΥΓΚΡΙΘΕΙ ΜΕ ΑΥΤΟΝ.ΔΙΑ ΤΟΥΤΟ ΚΑΙ ΠΟΛΛΟΙ ΠΟΥ ΑΦΗΝΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΗΣ ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΤΙΚΗΣ ΑΡΕΤΗΣ, ΔΕΝ ΑΞΙΩΝΟΝΤΑΙ ΝΑ ΦΤΑΣΟΥΝ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ. ΕΚΕΙΝΟΙ ΟΜΩΣ ΠΟΥ ΥΠΟΜΕΝΟΥΝ, ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ,ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΥΠΟΒΑΣΤΑΖΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΗΚΩΝΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΩΘΟΥΝ ΜΕ ΗΔΟΝΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΜΠΡΟΣ,ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΠΙΟ ΒΑΤΗ ΤΗΝ ΔΥΣΒΑΤΗ ΟΔΟ ΚΑΙ ΒΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕΣΑ ΤΟΥΣ ΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ,ΑΣ ΠΟΥΜΕ,ΕΠΙΤΗΔΕΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΝΔΥΝΑΜΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΙΝ ΜΑΣ ΝΑ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΤΑ ΥΠΕΡ ΦΥΣΙΝ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ,ΟΣΟΙ ΥΠΟΜΕΝΟΥΝ ΘΑ ΒΓΑΛΟΥΝ ΦΤΕΡΑ, ΘΑ ΑΝΑΝΕΩΘΕΙ Η ΙΣΧΥΣ ΤΟΥΣ(Ησ.40,31)

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Φεβ 23, 2008 11:31 am
από kleanthis
Κομποσχοίνι στὸ Κελλί, ἀντὶ Ἀκολουθιῶν στὴν Ἐκκλησία;

τοῦ Παναγιώτου Δ. Παπαδημητρίου



«Ἀπατᾷς σαυτόν ἄνθρωπε· εὔξασθαι μὲν γὰρ καὶ ἐπὶ τῆς οἰκίας δυνατόν,

οὕτω δὲ εὔξασθαι ὡς ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀδύνατον»

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, PG 48,725.



«Ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ. Νὰ τὸν κάνουμε μὲ κομποσχοίνι.

Πήγαινε σ’ ἐκεῖνο τὸ δωμάτιο καὶ προσευχήσου μὲ τὴν ‘εὐχή’,

ἕως ὅτου σὲ φωνάξω γιὰ νὰ συνεχίσουμε τὴν συνομιλία»

(Μιὰ βραδυὰ στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους, σ. 105)



«κάμνεις ἑσπερινόν μὲ τὸ κομβοσχοίνι καί, ἀφοῦ τελειώσῃς,
πίνεις ἕναν καφὲ ὡς βοήθημα τῆς ἀγρυπνίας καὶ οὕτως
ἀρχίζεις τὸ ἀπόδειπνον ἡσύχως, ἐν σκοτίᾳ,
χωρὶς φωνήν, λέγων καὶ τοὺς χαιρετισμοὺς
τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου» (α’ κεφάλαιον «Δεκαφώνου Σάλπιγγος»)



«Εἴ τις διδάσκει τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ

εὐκαταφρόνητον εἶναι,
καὶ τὰς ἐν αὐτῷ συνάξεις,

ἀνάθεμα ἔστω»

Κανών Ε’ τῆς ἐν Γάγγρᾳ Τοπικῆς Συνόδου



«Ὅταν δὲ τελειώσῃς ἀκολουθίαν καὶ ὧρες ὁμοῦ καὶ παράκλησιν
μὲ τὸ κομβοσχίνιον, τότε καθίζεις καὶ ξεκουράζεσαι

καὶ κοιμᾶσαι λίγον, ἕως νὰ ξημερώσῃ»

(α’ κεφάλαιον «Δεκαφώνου Σάλπιγγος»)



«Εἴ τις αἰτιῷτο, ὑπερηφάνῳ διαθέσει κεχρημένος
καὶ βδελυσσόμενος τὰς συνάξεις τῶν Μαρτύρων,
ἢ τὰς ἐν αὐτοῖς γινομένας λειτουργίας,

καὶ τὰς μνήμας αὐτῶν, ἀνάθεμα ἔστω»

Κανών Κ’ τῆς ἐν Γάγγρᾳ Τοπικῆς Συνόδου



«Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἡσυχαστὲς περισσότερο ἐξασκοῦνται

σ’ αὐτὸ τὸ εἶδος, ποὺ οἱ Πατέρες μᾶς δίδαξαν καὶ

κάνουν τὸν ὄρθρο καὶ τὸν ἑσπερινὸ μὲ τὸ κομποσχοίνι,

λέγοντας δηλ. τὴν ‘εὐχή’» (Μιὰ βραδυὰ στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους, σ. 50)



«Τεκνία μου ὑποχωρήσατε μικρόν· ἔχω γὰρ δύο παιδία ἐνταῦθα,

πρὸς ἑσπέραν ἐρχόμενα· μήπως ξενισθέντα ἐν ὑμῖν ἀδικήσωσιν ὑμᾶς.

Καὶ ἰδοῦ δύο λέοντες, ἐλθόντες ἐκ τῆς ἐρήμου δρομαῖοι, ἔπεσον

εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ, ὠρυόμενοι· ἐκεῖνοι δὲ πάλιν ἀπὸ τοῦ φόβου

ἔπεσον χαμαί. Ὁ δὲ γέρων, ἐπιθεὶς τὰς χείρας τοῖς θηρίοις, λέγει

πρὸς αὐτά· Τεκνία μου, ἐκ τῆς γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐληλύθασί

τινες πρός με, ἀλλὰ μηδὲν αὐτοὺς βλάψητε.



Καὶ εὐθὺς στραφεὶς πρὸς τοὺς Μοναχούς, λέγει·

Δεῦτε ποιήσωμεν, ἀδελφοί, ἑσπερινὸν ὕμνον»

Μηναῖον Ὀκτωβρίου, κγ’. τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Μακαρίου τοῦ Ρωμαίου·

Στίχοι: Ἔρημον ἠγάπησας οἰκεῖν παμμάκαρ,

Θεῷ ὁμιλεῖν καταμόνας τῷ μόνῳ.





Μὲ πόνο καρδιᾶς βλέπω στὶς μέρες μας, τὴν δημοσίευση βιβλίων τὰ ὁποῖα καταρρίπτουν ἀντικανονικῶς πᾶσα ἔννοια ἐκκλησιαστικῆς Τάξεως, καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ τὴν μοναχικὴ πολιτεία (εὐτυχῶς, ἀπὸ μικρὴ μερίδα αὐτῆς), τῆς ὁποῖας τὸ Τυπικὸν (Ἐκκλησιαστικὲς Ἀκολουθίες) ἀγάπησε τόσο πολὺ ὁ εὐσεβὴς λαὸς ὥστε ἀπὸ τὴν εἰκονομαχία καὶ μετὰ τὸ ἀσπάστηκε ἀπορρίπτοντας σταδιακὰ τὸ Τυπικὸν τῶν «ᾀσματικῶν ἀκολουθιῶν»[1]. Τὸ Τυπικὸν ποὺ ἐν πολλοῖς ἀκολουθοῦμε στὶς Ἐκκλησίες (ἀλλὰ καὶ στὶς Ἱερὲς Μονές) ἐδὼ καὶ περίπου δώδεκα αἰώνες, εἶναι τὸ Τυπικὸν τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα, τὸ ὁποῖο ἐν πολλοῖς ἀναθεώρησε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ποὺ μόνασε ἐκεῖ, καὶ ἐπίσης δέχθηκε εὐεργετικὲς ἐπιδράσεις στὴν Μονὴ Στουδίου στὴν Κωνσταντινούπολη[2].



Ἀκόμη περισσότερο στενοχωριόμαστε ὅταν πηγαίνουμε σὲ ἱερὲς μονὲς (κοινόβια, μετὰ πλήθους κοσμικῶν προσκυνητῶν) καὶ βλέπουμε τοὺς μοναχοὺς νὰ καταλιμπάνουν Ἀκολουθίες ἐπειδὴ τὶς «κάνουν» μὲ τὸ κομποσχοίνι στὰ κελλιά τους. Καὶ βρίσκουν καὶ διαβολικὲς δικαιολογίες νὰ μᾶς δικαιολογηθοῦν...



Τεμπελιάζουν οἱ σημερινοὶ Μοναχοί (μᾶς εἶπε ἅγιος Γέροντας), καὶ βρῆκαν εὐκολότερο νὰ καταλιμπάνουν τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ νὰ κάνουν κομποσχοίνι, παρὰ νὰ κάνουν τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, καὶ κατόπιν νὰ κάνουν κομποσχοίνι ὅση ὥρα θέλουν. Ὁ μακαριστὸς Γέροντάς μου, μέγας Γέρων, οὐδέποτε ἄφηνε τὶς ἀκολουθίες πρωΐ καὶ βράδυ μετὰ καθημερινῆς μάλιστα Θείας Λειτουργίας.



«Δὲν κάνει νὰ καταφρονοῦμε τὶς καθιερωμένες ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες[3].



Ὅσοι γοητεύονται ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, συνήθως παραμελοῦν τὴν καθιερωμένη ἐκκλησιαστικὴ προχευχή, πρωϊνὴ καὶ βραδυνή· καὶ μερικὲς φορές, καὶ τὴν Θεία Λειτουργία.



Τὸ καινούργιο στὰ βιώματα τῆς προσευχῆς καὶ ἡ δύναμή τους, εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ ἄνεση, ἡ εὐχέρεια, κάτι νὰ λένε γιὰ τὸν ἑαυτό τους, κάθε ὥρα καὶ κάθε στιγμή. Ὅμως αὐτὰ τοὺς ὁδηγοῦν σὲ ἕνα ἐπικίνδυνο δίλημμα:



νὰ θέλουν νὰ ὑποκαταστήσουν κάθε ἄλλο εἶδος προσευχῆς μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ·

ἢ νὰ κάνουν τὴν σκέψη: Ἔχει καμμιὰ σημασία, μὲ τὶ λόγια κάνω ἐγὼ τὴν προσευχή μου; Ἂν ἐγὼ μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ φθάνω σὲ μιὰ ἐκπληκτικὴ ἄνοδο, γιατὶ ἐγὼ νὰ πηγαίνω στὴν Ἐκκλησία, ἢ νὰ κάθωμαι στὸ σπίτι νὰ διαβάζω τὶς ἐνδιάτακτε
ς ἀκολουθίες, ἀφοῦ αὐτὲς ποτὲ δὲν φέρνουν στὴν ψυχή μου τέτοια ἐπίδραση[4];



Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ δὲν πρέπει, ποτὲ καὶ μὲ κανένα τρόπο, νὰ ὑποκαθιστᾶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες.



Ἐκεῖνος ποὺ παίρνει τὸν δρόμο νὰ «ἀντικαθιστᾶ», ἔστω καὶ σταδιακά, τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, φεύγει ἀπὸ τὴν κύρια πηγὴ τῆς κάθε ἀληθινῆς κατάστασης προσευχῆς, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἐμπαίζεται ἀπὸ τὸν διάβολο· ποὺ τοῦ ἐμβάλλει τὴν σκέψη ὅτι αὐτὴ ἡ ἀντικατάσταση κάθε ἄλλης προσευχῆς μὲ τὴν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, εἶναι μιὰ ἀντικατάσταση κάτι κατωτέρου μὲ κάτι τὸ ἀνώτερο· γιατὶ τότε ὁ προσευχόμενος πηγαίνει σὰν στραβὸς σὲ πνευματικὸ γκρεμό· ἀφοῦ, ἀποκομμένος στὴν προσευχή του ἀπὸ τὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, βουλιάζει σὲ ἕνα κόσμο προσωπικῶν του προσευχῶν καὶ βιωμάτων, νομίζοντας, ἀπὸ τὴν ἀπροσδόκητα μεγάλη γλύκα ποὺ τοῦ προκαλοῦν γιὰ κάποιο διάστημα, ὅτι πάνω-κάτω φθάνει σὲ νέες ἀποκαλύψεις· ἐνῶ, τότε, πέφτει σὲ πλάνη. Καὶ τότε ἀρχίζει



ἢ νὰ βλέπει μὲ ἔπαρση τὸν ἑαυτό του: σὰν ἐκλεκτὸ τοῦ Θεοῦ· σὲ ἄμεση σχέση μὲ τὸ Θεό· ἔξω καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία· παράλληλα πρὸς τὴν Ἐκκλησία·

ἢ νὰ τὰ χάνει ὅλα μαζὶ καὶ νὰ πέφτει σὲ πλήρη ἀπελπισία.



Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἔνταση τῶν προσωπικῶν συναισθημάτων καὶ βιωμάτων· καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει καὶ νὰ τὴν βλέπωμε καὶ νὰ τὴν ἀξιολογοῦμε ἀλλιῶς.



Ἡ οὐσιαστικὴ συμμετοχή μας στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ Ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἴδρυσε, καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ποὺ τὴν διέπει, εἶναι ἡ κύρια Πηγὴ «Ὕδατος Ζωῆς».



Καὶ σ’ αὐτὴν τὴν Πηγὴ Ὕδατος Ζωῆς προσερχόμαστε, μόνο ὅταν τηροῦμε τὸν ἐκκλησιαστικὸ κανόνα προσευχῆς· καὶ ὅχι ὅταν τὸν ὑποκαθιστοῦμε μὲ κάτι ἄλλο «δικό μας».



Ἡ ζωοποιὸς δύναμη τῶν ἀκολουθιῶν ἔγκειται ὄχι στὴν δύναμη-ἔνταση τῶν βιωμάτων κάποιων προσώπων, ἀλλὰ στὸ ὅτι αὐτὲς εἶναι οἱ προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας - καὶ γι’ αὐτὸ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλει νὰ συμμετέχει σ’ αὐτές. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κόβει κανεὶς τὴν σχέση του μὲ τὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀτιμωρητί, χωρὶς ζημία γιὰ τὴν πνευματική του ζωή· σὰν τάχα νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε κακὸ μὲ τὴν ἀπομόνωσή του· δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ περιορισθῆ σὲ μιὰ καθαρὰ δική του-προσωπική του προσευχή!...»[5].



«Πιστεύω ὅτι στὴν ἐποχή μας κυριαρχεῖ μιὰ φοβερὴ ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση. Ἔχουμε συγκεχυμένες ἰδέες γιὰ τὸ τὶ εἶναι Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό, ἂν ὑπάρχη ἕνα δογματικὸ θέμα, ποὺ πρέπει νὰ ἀπασχολήση σήμερα τὴν Ἐκκλησία εἶναι αὐτὴ ἡ ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση. Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ἔχουμε μιὰ ὑδαρὴ γνώμη γιὰ τὴν Ἐκκλησία»[6].



«Τὴν ἐργασία τῆς προσευχῆς οἱ ἅγιοι πατέρες τὴν ὀνομάζουν «τέχνη».



Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς στὸν κζ’ λόγο του «περὶ ἡσυχίας» λέγει γιὰ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ: «Ἂν τὴν τέχνη αὐτὴ τὴν ἔχεις μάθει καλά, ἀσφαλῶς θὰ καταλάβεις, τὶ σοῦ λέγω».



Καὶ ὁ ἅγιος Ἡσύχιος, πρεσβύτερος Ἱεροσολύμων, λέγει γιὰ τὴν προσευχὴ αὐτή: «Ἡ νήψη εἶναι μιὰ πνευματικὴ τέχνη».



Καὶ ὁ ἅγιος Νικηφόρος ὁ Νηστευτὴς λέγει γιὰ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι εἶναι «τέχνη»· μιὰ τέχνη, ποὺ κάνει τὴν ζωή μας «πολιτεία οὐράνια».



Καὶ ὁ Γέροντας τῆς Μολδαβίας Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ἀφοῦ πρῶτα τονίζει ὅτι οἱ ἅγιοι πατέρες τὴν προσευχὴ τοῦ Ἱησοῦ τὴν χαρακτηρίζουν σὰν «τέχνη πνευματική», δίνει τὴν ἐξῆς ἐξήγηση:



«Ὅπως ποτὲ κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ μάθει τέχνη χωρὶς διδάσκαλο, ἔτσι καὶ προκειμένου γιὰ τὴν νοερὰ ἐργασία τῆς προσευχῆς δὲν θὰ καταστῆ ποτὲ δυνατὸ νὰ τὴν μάθει κανεὶς χωρὶς πεπειραμένο ὁδηγό».



Καὶ προχωρώντας μᾶς ἐπεξηγεῖ, ποία εἶναι ἡ οὐσιώδης διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν συνήθη προσευχή καὶ στὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Λέγει:



«Ὁ κανόνας προσευχῆς, προβλέπεται ἀπὸ τὸ τυπικό. Σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κάτι ποὺ ταιριάζει στὸν Βασιλέα τῶν Οὐρανῶν. Καὶ γι’ αὐτὸ καὶ οἱ κοσμικοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καὶ οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ τὸν ἀναπέμπουν κάθε ἡμέρα στὸν Θεό. Μὲ ἄλλα λόγια ἐπιβάλλεται κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἔχει βιβλία καὶ μπορεῖ νὰ διαβάζει, νὰ κάνει Ἀκολουθία· χωρὶς νὰ χρειάζεται νὰ τοῦ γίνουν γι’ αὐτὸ εἰδικὲς ὑποδείξεις καὶ ἐντολές. Παράλληλα ὅμως ὀφείλει, καὶ μὲ τὸν νοῦ καὶ μὲ τὴν καρδιά του, νὰ ἀναπέμπει στὸν Θεὸ μιὰ μυστικὴ θυσία αἰνέσεως· πού, ὅπως εἴπαμε, εἶναι μιὰ τέχνη πνευματική· δηλαδὴ κάτι, πού, χωρὶς διδασκαλία καὶ ὁδηγό, δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸ νὰ τὸ καταλάβωμε καὶ νὰ τὸ μάθωμε σωστά»»[7].



* * *



Τὸ δυστυχὲς τῆς ὑποθέσεως εἶναι ὅτι ἐνὼ ἡ «ἀκολουθία μετὰ κομβοσχοινίου» ἴσως νὰ θεωρεῖται «ἀνεκτή» γιὰ κατὰ μόνας ἐρημίτες ποὺ ἔχουν ἔλλειψη ἔστω καὶ στοιχειώδους «προσευχηταρίου», ἐμεῖς δὲν ἐγκρί
νουμε πάντως τέτοια πρακτική (λόγῳ τῶν ἱερῶν κανόνων, καὶ τῶν προαναφερθέντων), ἐν τούτοις ἐφαρμόζεται ἀκόμη καὶ σὲ κοινόβια (μιλοῦμε ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία), καὶ μὲ τὴν διαφήμιση τῶν διαφόρων βιβλίων καὶ γεροντάδων, δὲν θὰ ἀργήσει νὰ ...υἱοθετηθεῖ καὶ ἀπὸ τοὺς «φιλακόλουθους» κοσμικοὺς ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς. Ἄλλωστε στὴν Ἀμερικὴ τὸν Ἑσπερινὸ σχεδὸν τὸν ἐγκατέλειψαν, καὶ ὅπως πάει, ὁ Ὄρθρος σὲ λίγο θὰ ἔχει τὴν τύχη τοῦ Ἑσπερινοῦ (δηλαδή, σταδιακὴ προτεσταντοποίησις).



Αὐτὰ τὰ «κρούσματα» παρουσιάστηκαν νωρὶς στὴν ἐκκλησία, ἡ ὁποῖα ἀντέδρασε μετὰ ἱερῶν Κανόνων γιὰ νὰ διορθώσει τὰ κακῶς κείμενα.



Γιὰ παράδειγμα, οἱ Εὐσταθιανοὶ[8] δίδασκαν τὸν λαὸν νὰ φεύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ νὰ καταφρονοῦν τὶς συνάξεις τῶν Χριστιανῶν ποὺ γίνονται στὴν Ἐκκλησία, λέγοντες τάχα, ὅτι εἰς κάθε τόπον μπορεῖ ὁ καθένας νὰ προσεύχεται, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης[9].



Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ συνελθόντες στὴν ἐν Γάγγρᾳ Τοπικὴ Σύνοδο, ἀναθεματίσανε τοὺς ταῦτα πράσσοντας, καὶ διετύπωσαν τὸν Ε’ Κανόνα, οὕτως ὥστε νὰ συμπεριλαμβάνει καὶ ὅσους στὸ μέλλον προσπαθήσουν νὰ πράξουν παρόμοια:



Κανών Ε’ τῆς ἐν Γάγγρᾳ Τοπικῆς Συνόδου:



«Εἴ τις διδάσκοι τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ εὐκαταφρόνητον εἶναι,

καὶ τὰς ἐν αὐτῷ συνάξεις,

ἀνάθεμα ἔστω».



Ἐπίσης στὸν Κ’ Κανόνα λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες:



Κανών Κ’ τῆς ἐν Γάγγρᾳ Τοπικῆς Συνόδου: «Εἴ τις αἰτιῷτο, ὑπερηφάνῳ διαθέσει κεχρημένος καὶ βδελυσσόμενος τὰς συνάξεις τῶν Μαρτύρων, ἢ τὰς ἐν αὐτοῖς γινομένας λειτουργίας, καὶ τὰς μνήμας αὐτῶν, ἀνάθεμα ἔστω».



Καὶ στὸν ΚΑ’ Κανόνα ἐπεξηγοῦνται ἔτι περισσότερο:



«Ταῦτα δὲ γράφομεν, οὐκ ἐκκόπτοντες τοὺς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ

κατὰ τὰς Γραφὰς ἀσκεῖσθαι βουλομένους,

ἀλλὰ τοὺς λαμβάνοντας τὴν ὑπόθεσιν τῆς ἀσκήσεως εἰς ὑπερηφάνειαν,

κατὰ τῶν ἀφελέστερον βιούντων ἐπαιρομένους τε,

καὶ παρὰ τὰς Γραφὰς καὶ τοὺς Ἐκκλησιαστικοὺς Κανόνας

καινισμοὺς εἰσάγοντας [...]»,



ὀλόκληρος δὲ ὁ Κανόνας ἔχει ὡς ἐξῆς:



Κανών ΚΑ’ τῆς ἐν Γάγγρᾳ Τοπικῆς Συνόδου: «Ταῦτα δὲ γράφομεν, οὐκ ἐκκόπτοντες τοὺς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὰς Γραφὰς ἀσκεῖσθαι βουλομένους, ἀλλὰ τοὺς λαμβάνοντας τὴν ὑπόθεσιν τῆς ἀσκήσεως εἰς ὑπερηφάνειαν, κατὰ τῶν ἀφελέστερον βιούντων ἐπαιρομένους τε, καὶ παρὰ τὰς Γραφὰς καὶ τοὺς Ἐκκλησιαστικοὺς Κανόνας καινισμοὺς εἰσάγοντας. Ἡμεῖς τοιγαροῦν καὶ παρθενίαν μετὰ ταπεινοφροσύνης θαυμάζομεν, καὶ ἐγκράτειαν μετὰ σεμνότητος καὶ θεοσεβείας γινομένην ἀποδεχόμεθα, καὶ ἀναχώρησιν τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων μετὰ ταπεινοφροσύνης ἀγάμεθα, καὶ γάμου συνοίκησιν σεμνὴν τιμῶμεν, καὶ πλοῦτον μετὰ δικαιοσύνης καὶ εὐποιίας, οὐκ ἐξουθενοῦμεν, καὶ λιτότητα καὶ εὐτέλειαν ἀμφιασμάτων, δι’ ἐπιμέλειαν μόνον τοῦ σώματος, ἀπερίεργον, ἐπαινοῦμεν, τὰς δὲ ἐκλύτους καὶ τετρυμένας ἐν τῇ ἐσθῆτι περιόδους ἀποστρεφόμεθα, καὶ τοὺς οἴκους τοῦ Θεοῦ τιμῶμεν, καὶ τὰς Συνόδους τὰς ἐπ’ αὐτοῖς, ὡς Ἁγίας καὶ ἐπωφελεῖς ἀσπαζόμεθα, οὐ συγκλείοντες τὴν εὐσέβειαν ἐν τοῖς οἴκοις, ἀλλὰ πάντα τόπον τὸν ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Θεοῦ οἰκοδομηθέντα τιμῶντες, καὶ τὴν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ συνέλευσιν, ὡς ὡφέλειαν τοῦ κοινοῦ, προσιέμεθα, καὶ τὰς καθ’ ὑπερβολὴν εὐποιίας τῶν ἀδελφῶν, τὰς κατὰ τὰς παραδόσεις διὰ τῆς Ἐκκλησίας εἰς τοὺς πτωχοὺς γινομένας, μακαρίζομεν, καὶ πάντα συνελόντως εἰπεῖν, τὰ παραδοθέντα ὑπὸ τῶν θείων Γραφῶν καὶ Ἀποστολικῶν παραδόσεων, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ γίνεσθαι εὐχόμεθα»[10].



Ἂς σημειωθεῖ ὅτι οἱ Κανόνες τῆς ἐν Γάγγρᾳ Τοπικῆς Συνόδου ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ὁρισμένως ἀπὸ τὸν β’ Κανόνα τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ ἀορίστως ἀπὸ τὸν να’ τῆς Δ’ καὶ τὸν α’ τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ διὰ τῆς ἐπικυρώσεως αὐτῆς «Οἰκουμενικὴν τρόπον τινὰ ἀναλαμβάνουσι δύναμιν»[11].



* * *



Ὅσοι δὲν θελήσουν νὰ ὑπακούσουν στοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ νὰ πάψουν νὰ «ἀντικαθιστοῦν»[12] τὶς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, μὲ κομποσχοῖνι στὸ καρεκλάκι τοῦ κελλιοῦ τους (ἢ τοῦ σπιτιοῦ τους), λέγοντας, ὁ Κανόνας λέει «Εἴ τις διδάσκοι τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ εὐκαταφρόνητον εἶναι, καὶ τὰς ἐν αὐτῷ συνάξεις, ἀνάθεμα ἔστω», «ἐμεῖς» ὅμως δὲν διδάσκουμε ὅτι εἶναι εὐκαταφρόνητα, θὰ τοὺς μιλήσουμε ὡς ἐξῆς:



Σύμφωνα μὲ τὸ λεξικό, εὐκαταφρόνητος σημαίνει «ἄξιος καταφρονήσεως». Ἐσεῖς λοιπόν - οἱ καινοτομοῦντες (ἴσως ἐν ἀγνοίᾳ, τὸ ὁποῖο καὶ εὔχομαι) - λέτε «ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ. Νὰ τὸν κάνουμε μὲ κομποσχοίνι». Θεωρεῖστε ὅτι εἶμαι μπροστά σας καὶ σᾶς λέω: «νὰ μὴν τὸν κάνουμε μὲ κομποσχοίνι, ἀλλὰ νὰ τὸν κάνουμε στὴν Ἐκκλησία, τιμώντας τοὺς ἑορταζομένους Ἁγίους». Φυσικά - λόγῳ τῆς καινοτομίας σας - θὰ μοῦ ἀπαντήσετε «ὄχι, πρέπει νὰ τὸν κάνουμε μὲ κομποσχοίνι». Λοιπόν, γιὰ νὰ ἐπιμένετε σὲ κάτι ἔναντι κάτι ἄλλου, αὐτοῦ ποὺ σᾶς λέω (μᾶλλον οἱ Ἅγιοι Πατέρες λένε), αὐτὸ σημαίνει ὅτι περιφρονεῖτε
αὐτὸ ποῦ λέω ἢ ἰσοδύναμα ἔχετε ταπεινὴ γνώμη γιὰ αὐτὸ ποῦ σᾶς λέω[13]. Αὐτὸ λοιπὸν ὀνομάζεται καταφρόνηση αὐτοῦ ποὺ σᾶς λέω.



Μὴ πλανᾶσθε. Μὲ τὴν «ἀντικατάσταση» τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας μὲ κομποσχοῖνι στὸ κελλί σας, διδάσκετε «τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ εὐκαταφρόνητον εἶναι, καὶ τὰς ἐν αὐτῷ συνάξεις», καὶ φοβηθεῖτε τὸ ἀνάθεμα τῶν ἱερῶν Κανόνων. Πολὺ μεγαλύτερο ἔγκλημα ποιεῖτε ὅταν διαδίδετε αὐτὲς τὶς ἀντικανονικὲς μᾶλλον ἀντιεκκλησιαστικὲς πρακτικὲς μέσῳ τῶν βιβλίων, ποὺ εὐχῆς ἔργον θὰ ἦταν νὰ ἀποσύρετε αὐτὲς τὶς ἰδέες ἀπὸ αὐτά.



* * *



Ἂς δοῦμε ἐπίσης ἄλλες μαρτυρίες Ἁγίων, Γερόντων, καὶ ἐκ τῆς παραδόσεως (πέραν τῶν προαναφερθέντων) γιὰ τὸ θέμα μας (τὶς ὁποῖες φυσικὰ δὲν τὶς ἐξαντλοῦμε):





α᾿. Ὁ Προφητάναξ Δαβίδ.



«ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ᾔνεσά Σε», Ψαλμ. ριη’ 164,



«μίαν ᾐτησάμην παρὰ Κυρίου, ταύτην ἐκζητήσω·

τοῦ κατοικεῖν με ἐν οἴκῳ Κυρίου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου», Ψαλμ. κστ’ 4.





β᾿. Μαρτυρία ἐρημίτη Ἁγίου - Ὅσιος Μακάριος ὁ Ρωμαῖος.



«Καὶ εὐθὺς στραφεὶς πρὸς τοὺς Μοναχούς, λέγει·



Δεῦτε ποιήσωμεν, ἀδελφοί, ἑσπερινὸν ὕμνον.



Στίχοι. Ἔρημον ἠγάπησας οἰκεῖν παμμάκαρ, Θεῷ ὁμιλεῖν καταμόνας τῷ μόνῳ», Μηναῖον Ὀκτωβρίου, κγ’.





γ’. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.



«Ἀπατᾷς σαυτόν ἄνθρωπε· εὔξασθαι μὲν γὰρ καὶ ἐπὶ τῆς οἰκίας δυνατόν, οὕτω δὲ εὔξασθαι ὡς ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀδύνατον, ὅπου Πατέρων πλῆθος τοσοῦτον, ὅπου βοὴ πρὸς τὸν Θεὸν ὁμοθυμαδὸν ἀναπέμπεται. Οὐχ οὕτως εἰσακούῃ κατὰ σαυτὸν τὸν Δεσπότην παρακαλῶν, ὡς μετὰ τῶν ἀδελφῶν τῶν σῶν. Ἐνταῦθα γὰρ ἐστί τι πλέον, οἷον ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ συμφωνία, καὶ τῆς ἀγάπης ὁ σύνδεσμος, καὶ αἱ τῶν ἱερέων εὐχαί. Διὰ γὰρ τοῦτο οἱ ἱερεῖς προεστήκασιν, ἵνα αἱ τοῦ πλήθους εὐχαὶ ἀσθενέστεραι οὗσαι[14], τῶν δυνατωτέρων τούτων ἐπιλαβόμεναι, ὁμοῦ συνανέλθωσιν αὐταῖς εἰς τὸν οὐρανόν», PG 48,725.



«Οὕτω καὶ Πέτρος τὸ δεσμωτήριον διέφυγε. Προσευχὴ γὰρ ἦν ἐκτενὴς ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας ὑπὲρ αὐτοῦ γινομένη πρὸς τὸν Θεόν. Εἰ δὲ Πέτρον ὠφέλησε τῆς Ἐκκλησίας ἡ εὐχή, καὶ τὸν στῦλον ἐκεῖνον ἐξέβαλε τοῦ δεσμωτηρίου, πῶς σὺ καταφρονεῖς τῆς δυνάμεως αὐτῆς, εἰπέ μοι, καὶ ποίαν ἔξεις ἀπολογίαν;», PG 48,726.



«Οὐκ ἄνθρωποι μόνοι βοῶσι τὴν φρικωδεστάτην ἐκείνην βοήν, ἀλλὰ καὶ ἄγγελοι προσπίπτουσι τῷ Δεσπότῃ, καὶ ἀρχάγγελοι δέονται. [...] τὸν Δεσπότην παρακαλοῦσιν ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως», PG 48,726.



«Μάθε ψάλλειν, καὶ ὄψει τοῦ πράγματος τὴν ἠδονήν· οἱ ψάλλοντες γὰρ Πνεύματος πληροῦνται Ἁγίου, ὥσπερ οἱ ᾄδοντες τὰς σατανικὰς ᾠδὰς πνεύματος ἀκαθάρτου», PG 62,129[15].





δ’. Ἅγιος Νεῖλος, Τυπικὴ Διάταξις (σ. 86, §μθ’)[16].



«Ἀλλὰ προπάντων παρακαλῶ ὑμᾶς τοὺς πνευματικούς μου πατέρας καὶ ἀδελφούς, ὥστε μή τινα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας ἀπολιμπάνεσθαι, ἢ ἐν ταῖς νυκτεριναῖς καὶ ἡμεριναῖς δοξολογίαις, ἢ ἐν ταῖς συνήθως τελουμέναις ἀγρυπνίαις· ὡς, εἴ περ τις κατὰ ῥᾳθυμίαν καὶ ἀμέλειαν ἀπολειφθείη, καὶ μή δι’ ἀσθένειαν, ἢ καὶ συγγνώμην οἶδεν ἐφέλκεσθαι, ἴστω ὁ τοιοῦτος ὡς, εἴ γε μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν καὶ τρίτην παραίνεσιν ἐπιμείνῃ τῇ ῥᾳθυμίᾳ αὐτοῦ, ἔνδικον ἐντεῦθεν ἕξει τὸ ἐπιτίμιον, τὴν ξηροφαγίαν αὐτὴν καὶ τὸ ὑδροποτεῖν, καθ’ ἣν ἡμέραν ὑπ’ αὐτοῦ τοῦτο πλημμεληθείη, εἴ γε δηλαδὴ οἱ ἕτεροι ἀδελφοὶ ἐσθίουσιν ἔλαιον καὶ πίνουσιν οἶνον· εἰ δὲ γε οὗτοι τῷ τῆς διαίτης σκληρῷ κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν πρόσκεινται, νῆστις ὁ τοιοῦτος διαμενεῖ, ἄχρις ἂν ὁ ἑσπερινὸς ὕμνος δέξηται πέρας· τηνικαῦτα γὰρ συγχωροῦμεν φιλαγάθως τούτῳ τὸ ξηροφαγεῖν».





ε’. Ἐκκλησιαστικὴ Ἰστορία (Στεφανίδου).



«Μεταβολὴ ἐπῆλθε διὰ τοῦ Παχωμίου (+346), ὁ ὁποῖος ἵδρυσε τὸ κοινοβιακὸν σύστημα. [...] Εἰς τοὺς μοναχοὺς ὁ Παχώμιος ἐπέβαλε κοινὴν προσευχὴν ἑκάστην πρωΐαν καὶ ἑσπέραν [...]», σ. 155.



«Ὁ ἐκ Ρώμης πρῴην ὕπατος Στούδιος ἵδρυσεν ἐν Κων]πόλει (463) τὸ φέρον τὸ ὄνομα αὐτοῦ μοναστήριον τῶν Ἀκοιμήτων, τὸ ὁποῖον μετὰ ταῦτα ἀπέβη περίφημον καὶ ἐν τῷ ὁποίῳ κατ’ ἐποχὰς ἔζων ὑπὲρ τοὺς χιλίους μοναχοί. Τὸ ὄνομα «ἀκοίμητοι» ὠφείλετο εἰς τοῦτο, ὅτι ἐν τοῖς μοναστηρίοις τούτοις νύκτα καὶ ἡμέραν ἀκαταπαύστως ἐτελεῖτο θεία λατρεία, χρησιμοποιουμένων ἑκάστοτε ὡρισμένου ἀριθμοῦ μοναχῶν», σ. 163.





στ’. Ὁ Γέροντάς μου.



«αὐτὸ ποὺ κάνουν [σημ. οἱ καινοτούντες μοναχοί] εἶναι καταφρόνηση τῶν Ἁγίων».





ζ’. Μηναῖον.



π.χ. κστ’ Ὀκτωβρίου: «Σήμερον συγκαλεῖται ἡμᾶς, τοῦ Ἀθλοφόρου ἡ παγκόσμιος πανήγυρις. Δεῦτε οὖν φιλέορτοι, φαιδρῶς ἐκτελέσωμεν, τὴν μνήμην αὐτοῦ».





η’. Πρωτοπρ. Στεφ. Κ. Ἀναγνωστόπουλου, Θεία Λειτουργία (2002).



«Ἂς δοῦμε ὅμως καὶ τὸ τέλος ἑνὸς Γέροντος, τοῦ πατρὸς Ἀρσενίου, Ἱερέως καὶ Πνευματικοῦ. [...] Σ’ ἐκείνους, πο&#805
8; δὲν ἄντεχαν τὴν σκληραγωγία τῶν μεγάλων ἀσκητικῶν ἀγώνων του, ἔλεγε περίπου τὰς ἐξῆς: Τέκνα μου ἀγαπητά, γιατὶ ἀνησυχεῖτε; Σὲ τὶ σᾶς ἐξηνάγκασα; Ἐὰν στενοχωρῆσθε ποὺ δουλεύετε πολύ, τότε νὰ κάθεται ὁ καθένας στὸ κελλί του μὲ προσευχὴ πολλὴ καὶ ἡσυχία. Μόνο νὰ μὴν ἀφήνετε τὸν κανόνα σας καὶ τὴν ἀκολουθία στὴν Ἐκκλησία», σ. 282.





θ’. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ τῆς Κλίμακος.



«προσευχὴ γάρ ἐστι, Θεοῦ τυραννὶς εὐσεβής. Τὴν ταύτης ὠφέλειαν, ἐκ τῶν συμβαινόντων δαιμονικῶν ἐμποδίων ἐν τῷ καιρῷ τῶν συνάξεων τεκμαιρόμεθα· τὸν δὲ ταύτης καρπόν, ἐκ τῆς τοῦ ἐχθροῦ ἥττης», Λόγος ΚΗ’, νθ᾿.



«πλὴν ἔτι κἀκεῖνο προσθήσωμεν· ψαλμῳδίας μὴ παρούσης, ἀκηδία οὐ φαίνεται· καὶ κανόνος τελεσθέντος, ὀφθαλμοὶ διηνοίχθησαν», Λόγος ΙΓ’, η’.





* * *



«Τὴν ταύτης ὠφέλειαν [τῆς προσευχῆς], ἐκ τῶν συμβαινόντων δαιμονικῶν ἐμποδίων ἐν τῷ καιρῷ τῶν συνάξεων τεκμαιρόμεθα», εἶπε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, καὶ ἀλλοῦ: «ψαλμῳδίας μὴ παρούσης, ἀκηδία οὐ φαίνεται».



Σᾶς ἔβγαλε λοιπὸν ἡ ἀκηδία ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (ἔστω καὶ ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, ἢ τοῦ Ἑσπερινοῦ, ἢ τῶν Ὠρῶν), καὶ σᾶς παρέλαβε ἡ ὑπερηφάνεια (βλέποντάς σας ζαλισμένους ἀπὸ τὴν ἀκηδία) καὶ σᾶς ἔπεισε ὅτι ποιεῖτε ἔργον θεάρεστον καὶ ψυχοσωτήριον μὲ τὸ νὰ ἀπέχετε ἀπὸ τὶς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ νὰ τὶς ἀντικαθιστᾶτε μὲ κομποσχοίνι.



«Ἀπατᾷς σαυτόν μοναχέ· εὔξασθαι μὲν γὰρ καὶ ἐπὶ τοῦ κελλίου δυνατόν,

οὕτω δὲ εὔξασθαι ὡς ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀδύνατον».



Δὲν ξέρατε λοιπόν, καὶ κάνατε κομποσχοίνι ἀντὶ ἀκολουθιῶν στὴν Ἐκκλησία. Μετανοεῖστε τώρα ποὺ τὸ μάθατε. Νὰ τελεῖτε κατ’ ἀκρίβειαν ὅλες τὶς Ἀκολουθίες τοῦ Τυπικοῦ, καὶ μετὰ κάντε ὅσο κομποσχοῖνι θέλετε.



Τέλος καὶ τῷ Θεῷ Δόξα.





,βστ’ Αὐγούστου β’

Μνήμη τῆς Ἀνακομιδῆς τοῦ Λειψάνου

τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος καὶ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου













--------------------------------------------------------------------------------

[1] βλ. Ἀρχιμ. Εἰρηναίος Δεληδήμος, ΣΥΜΒΟΛΗ, τ. 7, σ. 9, υποσ. 2.

[2] Γρ. Στάθης, Πρακτικά Α’ Ψαλτικού Συνεδρίου, σ. 74-75.

[3] Αὐτὸ λέγεται ἐν προκειμένῳ μὲ ἀφορμὴ τοὺς κακοτομούντας (θέλουμε νὰ πιστεύουμε ἐν ἀγνοίᾳ) μοναχούς, ἀλλὰ ἄπτεται καὶ τῶν ἐκκοσμικευμένων ἱερέων ποὺ ἀφήσανε τὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες (οἱ ὁποῖες δέον ὅπως τελοῦνται νωρὶς τὸ πρωῒ ὥστε νὰ προλάβει ὁ πιστὸς νὰ πάει μετὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ στὴν δουλειά του).

[4] Αὐτὴ ἡ φαινομενικὴ ἐντύπωση δημιουργεῖται, κατὰ τὴν γνώμη μας, λόγω τῆς ἀκηδίας.

[5] Πρωτοϊερέως Βαλεντίνου Σβεντσίτσκι, Μυσταγώγηση στὴν Σωτήρια Προσευχή, ἔκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νικοπόλεως (μετάφραση: + ὁ Νικοπόλεως Μελέτιος), Πρέβεζα 2003, σ. 23-25. Θὰ ἤθελα μὲ τὴν παροῦσα εὐκαιρία νὰ εὐχαριστήσω τὸν Σεβασμιώτατο Νικοπόλεως κ. Μελέτιο ποὺ μοῦ δώρησε τὸ ἐν λόγῳ βιβλίο σὲ ἀνύποπτο χρόνο «μὲ τὴν εὐχὴ νὰ φανεῖ χρήσιμο».

[6] Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἄρνηση Χριστοῦ, Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβαση, τ. 120, σ. 16.

[7] Πρωτοϊερέως Βαλεντίνου Σβεντσίτσκι, Μυσταγώγηση..., σ. 67-68.

[8] Ὁ Ἀρχιμ. Βασ. Κ. Στεφανίδης, στην «Ἐκκλησιαστικὴ Ἰστορία», ἀναφέρει ὡς «Εὐσταθιανοὺς» τοὺς Ὀρθοδόξους τῆς πόλεως τῆς Ἀντιοχείας ὑπὸ τὸν πρεσβύτερο Παυλῖνο, ποὺ ἀπεσχίσθησαν τοῦ Ἀρειανοῦ νέου «ἐπισκόπου» ὅταν καθηρέθη ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος (πρὸ τοῦ 330), βλ. σ. 203. Ἀναφέρει δὲ τοὺς «Εὐσταθιανοὺς» ποὺ ἀφορίστηκαν καὶ ἀναθεματίστηκαν ἀπὸ τὴν ἐν Γάγγρᾳ Σύνοδο, καὶ ὡς «οἱ περὶ τῶν Εὐστάθιον» ὁ ὁποῖος καταγόταν ἐκ Σεβαστείας, βλ. σ. 157-158.

[9] Πηδάλιον, ἐκδ. Παπαδημητρίου, σ. 399.

[10] Πηδάλιον, σ. 404-405. Δὲς καὶ τὴν ἐρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορεῖτου.

[11] Πηδάλιον, σ. 396-397.

[12] Μετὰ τὴν Ἀκολουθία ἢ καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὴν κάνετε ὅσο κομποσχοῖνι θέλετε.

[13] Δεῖτε καὶ Πρωτοϊερέως Βαλεντίνου Σβεντσίτσκι, ὡς προανέφερα.

[14] Ἂς ἐννοήσουν τὸ χωρίον καὶ οἱ ...λειτουργικοὶ ἀναγεννηταὶ προωθούντες τὴν κακοτόμο εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀνάγνωσιν τῶν μυστικῶν εὐχῶν.

[15] Βενεδίκτου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου, Χρυσοστομικὸν Ταμεῖον, ἔκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη - Ἅγιον Ὅρος, 2002.

[16] Ἁγίου Νείλου, Τυπικὴ Διάταξις, ἔκδ. Ἱερᾶς Βασιλικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Μαχαιρᾶ - Κύπρος, 2001.