Δημοσιεύτηκε: Παρ Σεπ 19, 2008 7:28 pm
Λ Ο Γ Ο Σ Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Σ
Π ε ρ ί υ π α κ ο ή ς
(Διά την μακαρίαν και αείμνηστον υπακοήν)
ΠΡΟΧΩΡΩΝΤΑΣ προς τά εμπρός ο λόγος έφθασε ομαλά και κανονικά στους πύκτας και αθλητάς του Χριστού. Διότι όπως πρίν από τον καρπό αναφαίνεται το άνθος, έτσι και πρίν από την υπακοή προηγείται η ξενιτεία, είτε του σώματος είτε του θελήματος. Με τις δύο αυτές αρετές, ωσάν με χρυσές πτέρυγες ανέρχεται άκοπα στον ουρανό η οσία ψυχή. Ίσως μάλιστα γι΄αυτό κάποιος πνευματοφόρος άνθρωπος να έψαλλε: «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσείς περιστεράς, και πετασθήσομαι» -με την πράξι- «και καταπαύσω»- με την θεωρία και την ταπείνωσι; (Ψαλμ. νδ΄ 7).
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
3. Υπακοή είναι η τελεία απάρνησις της ψυχής μας, η οποία φανερώνεται καθαρά με τα έργα του σώματος. Ή και το αντίθετο: Υπακοή είναι νέκρωσις των μελών του σώματος, ενώ ο νους είναι ζωντανός. Υπακοή σημαίνει ενέργεια χωρίς εξέτασι, θάνατος εκούσιος, ζωή χωρίς περιέργεια, αμεριμνία για κάθε σωματικό κίνδυνο, αμεριμνία για το τι θα απολογηθής στον Θεόν, να μη φοβήσαι τον θάνατο, να ταξειδεύης στην θάλασσα χωρίς κίνδυνο, να οδοιπορής στην ξηρά ξέγνοιαστα σαν να κοιμάσαι.
4. Υπακοή σημαίνει ενταφιασμός της ιδικής μας θελήσεως και ανάστασις της ταπεινώσεως. Δεν αντιλέγει ο νεκρός ούτε ξεχωρίζει τα καλά από εκείνα πού του φαίνονται ως πονηρά. Διότι ο Γέροντάς του, πού του εθανάτωσε με τρόπο θεάρεστο την ψυχή, αυτός θα δώση λόγο για όλα. Υπακοή σημαίνει να αποθέσωμε την ιδική μας διάκρισι στην πλούσια διάκρισι του Γέροντος.
5. Η αρχή της νεκρώσεως και κάποιου μέλους του σώματος και κάποιου θελήματος της ψυχής φέρνει πόνο. Στο μέσον της νεκρώσεως, άλλοτε αισθανόμεθα πόνο και άλλοτε όχι. Και στο τέλος επέρχεται παύσις και αναισθησία του πόνου. Τότε μόνο φαίνεται να πονή και να υποφέρη ο ζωντανός αυτός νεκρός και μακαρίτης, όταν βλέπη πώς κάνει το θέλημά του. Και τούτο, διότι φοβείται το βάρος του πταίσματός του.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
7. Όταν πρόκειται να κλίνωμε τον αυχένα μας στον Κύριον, και να εμπιστευθούμε τον εαυτόν μας σε άλλον, με λογισμό ταπεινοφροσύνης και με κύριο σκοπό να εξασφαλίσωμε την σωτηρία μας, πρίν από την είσοδό μας στην ζωή της υπακοής, αν τυχόν διαθέτωμε κάποια πονηρία και σύνεσι, ας εξετάσωμε ερευνητικά και -ας το πώ έτσι- ας δοκιμάσωμε τον κυβερνήτη. Για να μην πέσωμε σε ναύτη αντί σε κυβερνήτη, σε ασθενή αντί σε ιατρό, σε εμπαθή αντί σε απαθή, σε πέλαγος αντί σε λιμάνι, και έτσι προξενήσωμε στον εαυτό μας βέβαιο ναυάγιο.Μετά την είσοδό μας όμως στο στάδιο της ευσεβείας και της υποταγής, ποτέ πλέον και σε τίποτε απολύτως ας μη εξετάζωμε τον καλό αγωνοθέτη μας, έστω και αν παρατηρήσωμε σ΄αυτόν, σαν σε άνθρωπο, μερικά μικρά ίσως σφάλματα. Διότι διαφορετικά τίποτε δεν ωφελούμεθα από την υποταγή, εάν τον εξετάζωμε και τον κρίνωμε.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
10. Οι πατέρες ωνόμασαν την ψαλμωδία όπλο, την προσευχή τείχος, τα καθαρά δάκρυα λουτρό, ενώ την μακαρία υπακοή την εχαρακτήρισαν ως μαρτύριο. Χωρίς αυτήν, κανείς από τους εμπαθείς δεν θα κατορθώση να ιδή τον Κύριον.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
14. Φθάνοντας κάποτε σ΄ ένα Κοινόβιο παρηκολούθησα μία φοβερή και εκπληκτική κρίσι ενός καλού κριτού και ποιμένος. Ενώ ευρισκόμουν εκεί, έτυχε να έλθη για μοναχός κάποιος πού ήταν προηγουμένως ληστής. Αυτόν λοιπόν ο άριστος εκείνος ιατρός και ποιμήν διέταξε να απολαύση επί επτά ημέρες κάθε ανάπαυσι, και μόνη απασχόλησι να έχη το να παρατηρή την ζωή και την τάξι της Μονής.
Μετά δε την εβδόμη ημέρα τον εκάλεσε ιδιαιτέρως ο ποιμήν και τον ερώτησε αν του άρεσε να συγκατοικήση μαζί τους. Όταν δε τον είδε να συγκατατίθεται με όλη του την ειλικρίνεια, τον ερώτησε πάλι τι αμαρτήματα διέπραξε στον κόσμο. Αφού λοιπόν τον είδε να τα εξομολογήται την ίδια στιγμή και με προθυμία όλα, για να τον δοκιμάση του είπε πάλι: «Θέλω όλα αυτά να τα φανερώσης εμπρός σε όλη την αδελφότητα». Και εκείνος έχοντας μισήσει ολωσδιόλου την αμαρτία του και περιφρονώντας κάθε εντροπή του το υποσχέθηκα αδίστακτα. «Και αν θέλης ακόμη, του λέγει, τα εξομολογούμαι και στο κέντρο της Αλεξανδρείας».
Ύστερα απ΄αυτό, ο Ποιμήν συναθροίζει στο Κυριακό όλα τα (λογικά του) πρόβατα, διακόσια τριάκοντα τον αριθμό. Και ενώ ετελείτο η θεία Λειτουργία -ήταν ημέρα Κυριακή- μετά την ανάγνωσι του Ευαγγελίου, δίδει εντολή και οδηγείται προς τον Ναό ο αθώος πλέον εκείνος κατάδικος.
Τον έσυραν μερικοί αδελφοί κτυπώντας τον ελαφρά, με τα χέρια δεμένα πίσω, φορώντας τρίχινο σάκκο και έχοντας ριγμένη στάχτη στο κεφάλι του. Και μόνη η θέα του δυστυχισμένου αυτού εδημιούργησε κατάπληξι σε όλους, ώστε αμέσως να ξεσπάσουν σε δάκρυα και ολολυγμούς, εφ΄όσον κανείς δεν εγνώριζε τι ακριβώς συνέβαινε. Έπειτα μόλις επλησίασε στην πύλη της Εκκλησίας, η ιερά εκείνη κεφαλή, ο φιλάνθρωπος κριτής, του εφώναξε με δυνατή φωνή: «Στάσου! Είσαι ανάξιος να εισέλθης εδώ μέσα».
Εκείνος τότε εταράχθηκε από την φωνή του Ποιμένος πού την άκουσε από το Ιερό. (Όπως αργότερα μας εβεβαίωνε με όρκους, του εφάνηκε ότι άκουσε βροντή και όχι φωνή ανθρώπου). Πέφτει αμέσως έντρομος με το πρόσωπο στην γη, συγκλονισμένος ολόκληρος από τον φόβο. Ενώ δε εκείτετο κάτω και έβρεχε το χώμα με τα δάκρυά του, εκείνος ο θαυμάσιος ιατρός, ο οποίος μεταχειριζόταν τα πάντα για την σωτηρία του, και συγχρόνως έδιδε σε όλους ένα υπόδειγμα σωτηρίας και αληθινής ταπεινώσεως, τον προστάζει να ειπή εμπρός σε όλους όλα τα αμαρτήματά του ένα-ένα ξεχωριστά.
Τότε αυτός άρχισε να εξομολογήται με τρόμο όλα του τα αμαρτήματα ένα-ένα λέγοντας πράγματα που εξένιζαν κάθε ανθρώπινη ακοή. Όχι μόνο σαρκικά αμαρτήματα παρά φύσιν, κατά φύσιν, με ανθρώπους, με ζώα, αλλά ακόμη και μαγείες και φόνους και άλλα, τα οποία δεν πρέπει ούτε να ακούση ούτε να γράψη κανείς. Έπειτα από την εξομολόγησι αυτή, προστάζει ο Ποιμήν να καρή αμέσως μοναχός και να συγκαταριθμηθή στους αδελφούς.
15. Εγώ τότε εθαύμασα την σοφία του Οσίου εκείνου και τον ερώτησα ιδιαιτέρως, για ποιο λόγο προέβη στην παράδοξη αυτή ενέργεια. Εκείνος δε πού ήταν πράγματι ιατρός ψυχών, μου απήντησε ότι το έκανε αυτό για δύο λόγους:
«Πρώτον, χάριν αυτού του ιδίου, ώστε με την εντροπή της παρούσης εξομολογήσεως να τον απαλλάξω από την μέλλουσα εντροπή – πράγμα που ασφαλώς έγινε. Διότι, αδελφέ μου Ιωάννη, δεν εσηκώθηκε από το έδαφος, μέχρις ότου επέτυχε την άφεσι όλων των αμαρτιών του. Και μην αμφιβάλλης γι΄αυτό, διότι κάποιος από τους αδελφούς πού παρευρίσκονταν εκεί πήρε θάρρος και μου είπε: «Έβλεπα την ώρα εκείνη κάποιον φοβερό και επιβλητικό άνδρα πού κρατούσε στα χέρια του ένα χαρτί γραμμένο και ένα κοντύλι από καλάμι. Και κάθε φορά πού ο ριγμένος στο έδαφος εξωμολογείτο μία αμαρτία του, εκείνος με το κοντύλι την διέγραφε». Αυτό είναι π
ολύ φυσικό, σύμφωνα και με τα λόγια (του Δαβίδ): «Είπα, εξαγορεύσω κατ΄εμού την ανομίαν μου τώ Κυρίω, και σύ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου» (Ψαλμ. λα΄ 5). Δεύτερον, το έκανα αυτό, επειδή έχω μερικούς αδελφούς με ανεξομολόγητες αμαρτίες. Και με το παράδειγμα αυτό τους παρακινώ και εκείνους στην εξομολόγησι, χωρίς την οποία κανείς δεν θα επιτύχη την άφεσι των αμαρτιών του».
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
30. Δεν θα παραλείψω να στολίσω το στεφάνι του λόγου και με τούτο το σμαράγδι: Άνοιξα μία φορά συζήτησι περί ησυχαστικής ζωής με μερικούς από τους ηρωϊκούς εκείνους γέροντες. Και αυτοί με χαμογελαστό πρόσωπο και ιλαρό ύφος μου απήντησαν: «Εμείς, πάτερ Ιωάννη, σαν υλικοί που είμαστε, κάνουμε και μία ζωή υλικώτερη. Διότι έχομε την γνώμη, πώς ανάλογος προς την αδυναμία μας, πρέπει να είναι και ο πόλεμος πού θα διεξάγωμε. Συλλογισθήκαμε, ότι είναι καλύτερο να παλεύωμε με ανθρώπους, οι οποίοι άλλοτε είναι αγριεμένοι και άλλοτε μετανοούν, παρά με τους δαίμονας, οι οποίοι πάντοτε οπλίζονται εναντίον μας γεμάτοι μανία».
31. Ένας άλλος πάλι από τους αειμνήστους εκείνους, ο οποίος έτρεφε απέναντί μου πολλήν κατά Θεόν αγάπη και οικειότητα, μου είπε κάποτε φιλικά:
» Τοποθέτησε αυστηρούς και άγρυπνους φρουρούς στην πύλη της καρδιάς σου. Συγκράτησε μέσα στο σώμα τον ασυγκράτητο νου πού περισπάται (από τις μέριμνες του Κοινοβίου). Εξάσκησε την «νοεράν ησυχίαν», ενώ τα μέλη του σώματος κινούνται συνεχώς (στα διάφορα διακονήματα) -πράγμα πού είναι το πιο παράδοξο απ΄όλα. Γίνε «απτόητος ψυχή» μέσα στους θορύβους (της κοινοβιακής ζωής).
» Χαλίνωσε την γλώσσα σου πού ορμά με πάθος στην αντιλογία. Πάλευε ενάντια στην δέσποινα, (την κοιλία δηλαδή), «εβδομηκοντάκις επτά» κάθε ημέρα. Κάρφωσε επάνω στο ξύλο της ψυχής σου σαν σε άλλο σταυρό το αμόνι, τον νου σου δηλαδή, ούτως ώστε όταν σφυροκοπήται συνεχώς και εμπαίζεται και υβρίζεται και χλευάζεται, να μη βλάπτεται καθόλου, αλλά να παραμένη τελείως καθαρός, άθικτος και αλύγιστος. Ξεντύσου το ιδικό σου θέλημα σαν ρούχο εντροπής και γυμνός προχώρει στο στάδιο του μοναχικού αγώνος –πράγμα πού σπάνια συναντάται. Φόρεσε τον θώρακα της πίστεως προς τον αγωνοθέτη, (τον Γέροντα), θώρακα πού δεν καταστρέφεται και δεν πληγώνεται από την απιστία και την αμφιβολία.
» Περιόρισε με το χαλινάρι της αγνότητος την αφή που πηδά εμπρός σου ασυγκράτητη. Χαλίνωσε τους οφθαλμούς πού θέλουν κάθε στιγμή να περιεργάζωνται το παράστημα και το κάλλος των σωμάτων, με την σκέψι του θανάτου. Φίμωσε και κλείσε στην μέριμνα του εαυτού του τον περίεργο νου και εμπόδισέ τον από το να θέλη να κατακρίνη ως αμελή τον αδελφό, και δείχνε χωρίς να το δείχνης κάθε αγάπη και συμπάθεια προς τον πλησίον σου.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
34. Το να θαυμάζη κανείς τους κόπους των Αγίων είναι καλό. Το να ζηλεύη να τους μιμηθή είναι σωτήριο. Αλλά το να θέλη διά μιάς να τους μιμηθή είναι παράλογο και ακατόρθωτο.
35. Όταν μας δαγκώνουν οι έλεγχοι και οι επιπλήξεις των άλλων, ας ενθυμούμεθα τα αμαρτήματά μας. Μέχρις ότου ο Κύριος, πού βλέπει την αγωνιστικότητα των βιαστών του, σβήση τα αμαρτήματά μας και μεταβάλη σε χαρά την οδύνη της καρδιάς μας. Διότι όπως λέγει και ο Ψαλμωδός: «Όσο μεγάλες ήταν οι οδύνες στην καρδιά μου, τόσο δυνατές υπήρξαν και οι παρηγορίες σου, οι οποίες στην κατάλληλη ώρα εύφραναν την ψυχή μου» (Ψαλμ. 93, 19).
36. Ας μη λησμονούμε εκείνον πού έλεγε προς τον Κύριον: «Πόσες θλίψεις μου έδειξες! Θλίψεις πολλές και κακές! Δεν με εγκατέλειψες όμως, αλλά με επεσκέφθηκες με στοργή και με εζωογόνησες και με ανύψωσες και πάλι μετά την πτώσι μου από τα βάθη της γης όπου είχα πέσει» (Ψαλμ. ο΄ 20).
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
38. Όποιος αποκρούει τον έλεγχο, είτε δίκαιο είτε άδικο, αυτός αρνήθηκε την σωτηρία του. Ενώ εκείνος πού τον δέχεται, είτε με δυσκολία είτε χωρίς δυσκολία, αυτός γρήγορα θα επιτύχη την άφεσι των πταισμάτων του.
39. Δείχνε νοερώς ενώπιον του Θεού την ειλικρινή πίστι και αγάπη πού τρέφεις προς τον πνευματικό σου Πατέρα και ο Θεός με μυστικό τρόπο θα τον πληροφορήση, ώστε και εκείνος να τρέφη απέναντί σου ανάλογη εύνοια και οικειότητα.
Όποιος φανερώνει (στον Γέροντά του) τον όφι πού κρύπτεται μέσα του, αποδεικνύει ότι έχει δυνατή και αληθινή πίστι (προς αυτόν). Όποιος όμως τον αποκρύπτει, αυτός περιπλανάται ακόμη σε δύσβατα μέρη.
40. Εάν κάποιος επιθυμή να διαπιστώση την πραγματική φιλαδελφία και αγάπη πού έχει, ας το βεβαιωθή με το εξής: Να παρατηρήση εάν πενθή για τα σφάλματα του αδελφού του και εάν αγάλλεται για την πρόοδο και τα χαρίσματά του.
41. Εκείνος πού στις συζητήσεις επιθυμεί να επιβάλλη την γνώμη του, η οποία μπορεί να είναι και ορθή, ας γνωρίζη ότι νοσεί από την νόσο του διαβόλου, (δηλαδή από την υπερηφάνεια). Και εάν μέν αυτό γίνεται στις συζητήσεις με ίσους, ίσως να θεραπευθή κάποτε με την επίπληξι των μεγαλυτέρων. Εάν όμως με μεγαλυτέρους ή πιο σοφούς, τότε το πάθος του είναι ανθρωπίνως αθεράπευτο.
42. Αυτός που δεν υποχωρεί στα λόγια, είναι φανερό πώς δεν υποχωρεί και στα έργα. Διότι «ο έν ολίγω άπιστος, και έν πολλώ άπιστος έστι» (Λουκ. ις΄ 10) και ανένδοτος και μάταια κοπιάζει και από την ευλογημένη υποταγή τίποτε δεν κερδίζει, παρά μόνο ενοχή.
43. Αυτός που απέκτησε τελείως καθαρά συνείδησι στο θέμα της υποταγής στον Γέροντα, δεν φοβείται τον θάνατο, αλλά τον περιμένει κάθε ημέρα σαν ύπνο ή καλύτερα σαν ζωή. Και τούτο, επειδή είναι βέβαιος ότι κατά την ώρα εκείνη του θανάτου όχι αυτός, αλλ΄ ο Γέροντάς του θα δώση λόγο για τα έργα του.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
46. Την ψυχή που συνηθίζει να εξομολογήται, η σκέψις της εξομολογήσεως την συγκρατεί σαν χαλινάρι και δεν την αφίνει να αμαρτήση. Αντιθέτως τις αμαρτίες πού δεν σκέπτεται κανείς να τις εξομολογηθή, συνεχώς σαν σε σκοτάδι τις διαπράττει άφοβα.
47. Όταν, στην απουσία του Γέροντος, τον φανταζώμεθα σαν να παρευρίσκεται ανάμεσά μας, και αποφεύγωμε κάθε συζήτησι ή λόγο ή φαγητό ή ύπνο ή ό,τι δήποτε άλλο από εκείνα πού γνωρίζομε ότι τον δυσαρεστούν, τότε εξασκούμε αληθινά ανόθευτη υπακοή. Οι νόθοι μαθηταί χαίρονται για την απουσία του διδασκάλου, ενώ οι γνήσιοι την θεωρούν ζημία τους.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
53. Χρειάζεται μερικές φορές να θολώση και να αναταραχθή και να εξαγριωθή η θάλασσα (της ψυχής), για να εκβρασθούν πάλι στην ξηρά ο βούρκος και η σαπρία και τα χορτάρια, πού οι ποταμοί των παθών κατέβασαν μέσα της. Εάν παρατη
ρήσωμε, θα ιδούμε ότι μετά από την αναταραχή αυτής της θαλάσσης επικρατεί βαθειά γαλήνη.
54. Αυτός πού άλλοτε υπακούει και άλλοτε παρακούει στον πνευματικό του Πατέρα ομοιάζει με άνθρωπο πού βάζει στους οφθαλμούς του άλλοτε κολλύριο και άλλοτε ασβέστη. (Ποίον το όφελος;). Διότι «εάν ένας κτίζη -όπως λέγει η Γραφή- και ένας γκρεμίζη, τι καλό προκύπτει παρά μόνο κόπο»; (Σοφ. Σειρ. λδ΄ 23).
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
56. Ξεγύμνωσε, ξεγύμνωσε το τραύμα σου στον ιατρό. Μη εντραπής, αλλά λέγε: «Ιδικό μου, πάτερ, είναι το τραύμα, ιδική μου η πληγή! Η ιδική μου ραθυμία το προξένησε και όχι κάτι άλλο. Κανείς άλλος δεν είναι αίτιος της αμαρτίας μου, ούτε άνθρωπος ούτε διάβολος ούτε σώμα ούτε άλλο τίποτε, παρά μόνο η αμέλειά μου». Την ώρα πού εξομολογείσαι να είσαι και στην συμπεριφορά και στην όψι και στον λογισμό σκυφτός σαν κατάδικος, και αν μπορής βρέχε με δάκρυα τα πόδια του πνευματικού ιατρού και δικαστού σαν να είναι του Χριστού.
57. Εάν όλα εξαρτώνται από την συνήθεια, τότε οπωσδήποτε και τα καλά. Και η καλή συνήθεια έχει περισσότερη δύναμι, διότι δέχεται την ισχυρή συμπαράσταση του Θεού. Δεν θα κοπιάσης, υιέ μου, πολλά έτη για να αντικρύσης μέσα σου την μακαρία ανάπαυσι, εάν από την αρχή παραδώσης ολόψυχα τον εαυτό σου στις ατιμίες.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
64. Εκείνο το πλοίο πού με έμπειρο κυβερνήτη συνήντησε ναυάγιο, χωρίς κυβερνήτη οπωσδήποτε θα εχάνετο. Σ΄αυτό ποιος άραγε θα διανοηθή να φέρη αντιρρήσεις;
65. Από την υπακοή γεννάται η ταπείνωσις. Από την ταπείνωσι η απάθεια, αφού, όπως λέγει και ο Ψαλμωδός, «έν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύρος και ελυτρώσατο ημάς έκ των εχθρών ημών» (Ψαλμ. ρλε΄ 23-24). Συνεπώς τίποτε δεν εμποδίζει να ειπούμε ότι από την υπακοή γεννάται η απάθεια, η οποία απάθεια προξενεί την τελεία ταπείνωσι. Όπως από τον Μωϋσή αρχίζει ο Νόμος, έτσι από την ταπείνωσι αρχίζει να δημιουργήται η απάθεια. Και όπως η Θεοτόκος Μαρία, η θυγατέρα της συναγωγής, ετελειοποίησε την συναγωγή, έτσι και η απάθεια, η θυγατέρα της ταπεινώσεως, ετελειοποίησε την ταπείνωσι.
66. Αξίζουν κάθε τιμωρία από τον Θεόν οι άρρωστοι πού εγνώρισαν την ικανότητα του ιατρού και ωφελήθηκαν από αυτόν, και έπειτα, πρίν τελειώση η θεραπεία, τον εγκατέλειψαν και εδιάλεξαν άλλον.
67. Μη φεύγης από τα χέρια εκείνου πού σε προσέφερε στον Κύριον. Και σε ολόκληρη την ζωή σου κανέναν άλλο να μη σεβασθής όπως αυτόν.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
71. Η συνείδησίς σου ας είναι ο καθρέπτης της υπακοής σου, και αυτό είναι αρκετό.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
73. Ας προφυλάττωμε τον εαυτό μας με κάθε προσοχή και επαγρύπνησι. Διότι το λιμάνι πού είναι γεμάτο με πλοία, συνήθως τά συντρίβει με ευκολία, και μάλιστα εάν έχουν κρυφές φθορές από το σαράκι του θυμού.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
75. Με όλη μας την προσοχή ας σταθούμε άγρυπνοι και προσεκτικοί για να διακρίνωμε το πότε και πώς πρέπει να προτιμάται το διακόνημα από την προσευχή, διότι αυτό δεν επιτρέπεται να γίνεται πάντοτε. «Πρόσεχε σεαυτώ» (Δευτ. ιε΄ 9), όταν ευρίσκεσαι με άλλους αδελφούς και μη βιάζεσαι να φανής σε κανένα πράγμα δικαιότερος και καλύτερος από αυτούς. Διότι έτσι διαπράττεις δύο κακά: Εκείνους τους προσβάλλεις με τον ψεύτικο και επιφανειακό ζήλο σου, και στον εαυτό σου δημιουργείς οπωσδήποτε υψηλοφροσύνη.
76. Εργάζου με ζήλο στο εσωτερικό της ψυχής σου, χωρίς να το δείχνης καθόλου εξωτερικά, ούτε με το ύφος και τις κινήσεις ούτε με λόγο ούτε με κάποια νύξι. Και τούτο βεβαίως, εφ΄όσον έχεις παύσει να εξουδενώνης τον πλησίον σου. Εάν όμως είσαι επιρρεπής σ΄αυτό, τότε γίνε όμοιος με τους αδελφούς σου (χωρίς δηλαδή ιδιαίτερη εσωτερική εργασία), και όχι ανόμοιος με την οίηση (πού σου προξενεί η εσωτερική σου εργασία).
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
78. Δεν αποδεικνυόμαστε υπομονητικοί, όταν υποφέρωμε γενναία τους εξευτελισμούς του Γέροντος, αλλά όταν μας καταφρονή και μας υβρίζη ο οιοσδήποτε άνθρωπος. Διότι τον πνευματικό μας πατέρα τον υπομένομε και από σεβασμό και από υποχρέωσι.
79. Πίνε πρόθυμα τον εξευτελισμό από κάθε άνθρωπο σαν να είναι «ύδωρ ζωής». Να νομίζης ότι θέλει να σε ποτίση με φάρμακο καθαρτικό της λαγνείας. Διότι τότε θα προβάλη στην ψυχή σου αγνότης αναφαίρετη και το φως του Θεού δεν θα λείψη από την καρδιά σου.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
83. Ολίγη φωτιά έχει την δύναμι να μαλακώση πολύ κερί. Και πολλές φορές μία μικρή ατιμία πού γευθήκαμε, όλη την αγριότητα της καρδιάς και την αναισθησία και την πώρωσι αμέσως την κατεπράϋνε και την κατεγλύκανε και την εξαφάνισε.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
85. Μην ασκής την «άλογον σιωπήν» και δημιουργής έτσι ταραχή και πικρία στους άλλους. Ούτε να είσαι νωθρός στους τρόπους και στο βάδισμά σου, την στιγμή πού σε προστάζουν να δείξης προθυμία και ενεργητικότητα. Διότι έτσι καταντάς χειρότερος από τους μανιακούς και τους ταραχοποιούς
86. Όπως λέγει και ο Ιώβ, είδα τέτοια φαινόμενα πολλές φορές (πρβλ. Ιώβ ιγ΄1): Ψυχές δηλαδή πού διακρίνονταν για φυσική νωθρότητα ή ακόμη και για φυσική «σβελτάδα», οι οποίες επαινέθηκαν ως δήθεν ειρηνικές ή δραστήριες και αμέσως συγκινήθηκαν και υπερηφανεύθηκαν. Βλέποντας αυτό εθαύμασα για τις πολυποίκιλες μορφές της κακίας!
………………………………………………………&
#8230;………………………………………………………………………….
100. Ας έχωμε, αγαπητοί, ως υπόδειγμα τελείας υποταγής τον υδράργυρο, ο οποίος και όταν κυλιέται κάτω απ΄όλα, μένει εντελώς άθικτος από ακαθαρσίες. Οι επιμελείς μοναχοί ας προσέχουν ιδιαίτερα τον εαυτό τους, μήπως κατακρίνοντας τους αμελείς, καταδικασθούν περισσότερο από αυτούς. Εάν ο Λώτ ανεδείχθη δίκαιος, νομίζω πώς οφείλεται στο ότι, ενώ ζούσε ανάμεσα σε τόσο αμαρτωλούς, δεν φάνηκε ποτέ να τους κατακρίνη.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
105. Από την υπακοή γεννάται η ταπείνωσις, όπως άλλωστε το είπαμε προηγουμένως. Από την ταπείνωσι γεννάται η διάκρισις. Περί αυτού ομιλεί πολύ έξοχα και βαθυστόχαστα και ο μέγας Κασσιανός στον λόγο του «περί διακρίσεως». Από την διάκρισι γεννάται η δ ι ό ρ α σ ι ς και από αυτήν η π ρ ό ο ρ α σ ι ς.
Ποιος άραγε δεν θα θελήση να τρέξη στον ωραίο αυτό δρόμο της υπακοής, βλέποντας ετοιμασμένα εμπρός του τόσο σπουδαία αγαθά! Για την μεγάλη αυτή αρετή έλεγε και ο εκλεκτός εκείνος ψαλμωδός: «Ετοίμασες, ώ Θεέ, από καλωσύνη την παρουσία σου μέσα στην καρδιά του πτωχού υποτακτικού» (πρβλ. Ψαλμ. ξζ΄ 11).
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
115. Είδα μικρά παιδιά αθώα και εκλεκτά πού επήγαν στο σχολείο για σοφία και μόρφωσι και ωφέλεια, και δυστυχώς σε τίποτε δεν επρόκοψαν, παρά μόνο στην σκληρότητα και πονηρία και κακία εξ αιτίας της συναναστροφής με τους άλλους μαθητάς! Όποιος έχει νού, ας εννοήση τι θέλω να ειπώ.
Είναι αδύνατον αυτοί πού επιδίδονται ολόψυχα στην εκμάθησι μιας τέχνης, να μη προοδεύουν ημέρα με την ημέρα. Άλλοι αντιλαμβάνονται την πρόοδό τους. Σε άλλους όμως προς ωφέλειάν τους δεν επιτρέπει ο Θεός να την γνωρίζουν.
116. Ο καλός έμπορος μετρά κάθε βράδυ το κέρδος ή την ζημία της ημέρας. Και δεν μπορεί να έχει ακριβή γνώσι του πράγματος, εάν δεν κρατά κάθε τόσο σημειώσεις. Η εξέτασις της κάθε ώρας παρουσιάζει έτοιμο τον λογαριασμό της ημέρας.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
122. Ανάλογα με τα πάθη πού υπάρχουν μέσα μας, πρέπει να κοιτάξωμε και να εκλέξωμε τους Γέροντες, όπου θα υποταγούμε.
Δηλαδή: Αν είσαι επιρρεπής στην λαγνεία, διάλεξε ως γυμναστή σου έναν ασκητικό και αυστηρότατο στην νηστεία Γέροντα. Μη διαλέξης κανέναν σπουδαίο και θαυματουργό, ο οποίος όμως φιλοξενεί πρόθυμα και στρώνει τραπέζι στον καθένα. Εάν πάλι είσαι υψαύχην (υπερήφανος), διάλεξε Γέροντα απότομο και ανυποχώρητο, και όχι κανέναν πράο και φιλεύσπλαχνο.
123. Ας μη ζητούμε Γέροντες προγνωστικούς και προορατικούς, αλλά πρό πάντων και οπωσδήποτε ταπεινούς και κατάλληλους για την θεραπεία των ασθενειών μας – πράγματα πού θα φαίνωνται και από τον τρόπο της ζωής τους και από τον τόπο και την κατάστασι της ασκήσεώς τους.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
129. Εκείνος που τρέχει να φθάση την απάθεια και τον Θεόν, κάθε ημέρα πού δεν συνέβη να τον κακολογήσουν, σκέπτεται ότι ζημιώθηκε πολύ.
130. Όπως τα δένδρα πού σείονται από τους ανέμους ρίχνουν βαθειές ρίζες, έτσι και όσοι ζούν σε υπακοή αποκτούν δυνατές και ακλόνητες ψυχές.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
132. Μείνατε σταθεροί, μείνατε σταθεροί, και πάλι σας λέγω, μείνατε σταθεροί στον δρόμο πού τρέχετε, αδελφοί μου αθληταί. Και ας ηχούν στα αυτιά σας τα λόγια εκείνου του σοφού πού τονίζουν για σας: «Ο Κύριος τους εδοκίμασε σαν χρυσάφι στο χωνευτήριο, ή καλύτερα στο Κοινόβιο, και σαν ολοκαύτωμα θυσίας τους δέχθηκε στους κόλπους του» (πρβλ. Σοφ. Σολομ. γ΄ 6).
Βαθμίς ισάριθμη με τους Ευαγγελιστάς. Σύ, αθλητά, πού έφθασες σ΄αυτήν, μείνε σταθερός και τρέχε χωρίς φόβο.
Π ε ρ ί υ π α κ ο ή ς
(Διά την μακαρίαν και αείμνηστον υπακοήν)
ΠΡΟΧΩΡΩΝΤΑΣ προς τά εμπρός ο λόγος έφθασε ομαλά και κανονικά στους πύκτας και αθλητάς του Χριστού. Διότι όπως πρίν από τον καρπό αναφαίνεται το άνθος, έτσι και πρίν από την υπακοή προηγείται η ξενιτεία, είτε του σώματος είτε του θελήματος. Με τις δύο αυτές αρετές, ωσάν με χρυσές πτέρυγες ανέρχεται άκοπα στον ουρανό η οσία ψυχή. Ίσως μάλιστα γι΄αυτό κάποιος πνευματοφόρος άνθρωπος να έψαλλε: «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσείς περιστεράς, και πετασθήσομαι» -με την πράξι- «και καταπαύσω»- με την θεωρία και την ταπείνωσι; (Ψαλμ. νδ΄ 7).
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
3. Υπακοή είναι η τελεία απάρνησις της ψυχής μας, η οποία φανερώνεται καθαρά με τα έργα του σώματος. Ή και το αντίθετο: Υπακοή είναι νέκρωσις των μελών του σώματος, ενώ ο νους είναι ζωντανός. Υπακοή σημαίνει ενέργεια χωρίς εξέτασι, θάνατος εκούσιος, ζωή χωρίς περιέργεια, αμεριμνία για κάθε σωματικό κίνδυνο, αμεριμνία για το τι θα απολογηθής στον Θεόν, να μη φοβήσαι τον θάνατο, να ταξειδεύης στην θάλασσα χωρίς κίνδυνο, να οδοιπορής στην ξηρά ξέγνοιαστα σαν να κοιμάσαι.
4. Υπακοή σημαίνει ενταφιασμός της ιδικής μας θελήσεως και ανάστασις της ταπεινώσεως. Δεν αντιλέγει ο νεκρός ούτε ξεχωρίζει τα καλά από εκείνα πού του φαίνονται ως πονηρά. Διότι ο Γέροντάς του, πού του εθανάτωσε με τρόπο θεάρεστο την ψυχή, αυτός θα δώση λόγο για όλα. Υπακοή σημαίνει να αποθέσωμε την ιδική μας διάκρισι στην πλούσια διάκρισι του Γέροντος.
5. Η αρχή της νεκρώσεως και κάποιου μέλους του σώματος και κάποιου θελήματος της ψυχής φέρνει πόνο. Στο μέσον της νεκρώσεως, άλλοτε αισθανόμεθα πόνο και άλλοτε όχι. Και στο τέλος επέρχεται παύσις και αναισθησία του πόνου. Τότε μόνο φαίνεται να πονή και να υποφέρη ο ζωντανός αυτός νεκρός και μακαρίτης, όταν βλέπη πώς κάνει το θέλημά του. Και τούτο, διότι φοβείται το βάρος του πταίσματός του.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
7. Όταν πρόκειται να κλίνωμε τον αυχένα μας στον Κύριον, και να εμπιστευθούμε τον εαυτόν μας σε άλλον, με λογισμό ταπεινοφροσύνης και με κύριο σκοπό να εξασφαλίσωμε την σωτηρία μας, πρίν από την είσοδό μας στην ζωή της υπακοής, αν τυχόν διαθέτωμε κάποια πονηρία και σύνεσι, ας εξετάσωμε ερευνητικά και -ας το πώ έτσι- ας δοκιμάσωμε τον κυβερνήτη. Για να μην πέσωμε σε ναύτη αντί σε κυβερνήτη, σε ασθενή αντί σε ιατρό, σε εμπαθή αντί σε απαθή, σε πέλαγος αντί σε λιμάνι, και έτσι προξενήσωμε στον εαυτό μας βέβαιο ναυάγιο.Μετά την είσοδό μας όμως στο στάδιο της ευσεβείας και της υποταγής, ποτέ πλέον και σε τίποτε απολύτως ας μη εξετάζωμε τον καλό αγωνοθέτη μας, έστω και αν παρατηρήσωμε σ΄αυτόν, σαν σε άνθρωπο, μερικά μικρά ίσως σφάλματα. Διότι διαφορετικά τίποτε δεν ωφελούμεθα από την υποταγή, εάν τον εξετάζωμε και τον κρίνωμε.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
10. Οι πατέρες ωνόμασαν την ψαλμωδία όπλο, την προσευχή τείχος, τα καθαρά δάκρυα λουτρό, ενώ την μακαρία υπακοή την εχαρακτήρισαν ως μαρτύριο. Χωρίς αυτήν, κανείς από τους εμπαθείς δεν θα κατορθώση να ιδή τον Κύριον.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
14. Φθάνοντας κάποτε σ΄ ένα Κοινόβιο παρηκολούθησα μία φοβερή και εκπληκτική κρίσι ενός καλού κριτού και ποιμένος. Ενώ ευρισκόμουν εκεί, έτυχε να έλθη για μοναχός κάποιος πού ήταν προηγουμένως ληστής. Αυτόν λοιπόν ο άριστος εκείνος ιατρός και ποιμήν διέταξε να απολαύση επί επτά ημέρες κάθε ανάπαυσι, και μόνη απασχόλησι να έχη το να παρατηρή την ζωή και την τάξι της Μονής.
Μετά δε την εβδόμη ημέρα τον εκάλεσε ιδιαιτέρως ο ποιμήν και τον ερώτησε αν του άρεσε να συγκατοικήση μαζί τους. Όταν δε τον είδε να συγκατατίθεται με όλη του την ειλικρίνεια, τον ερώτησε πάλι τι αμαρτήματα διέπραξε στον κόσμο. Αφού λοιπόν τον είδε να τα εξομολογήται την ίδια στιγμή και με προθυμία όλα, για να τον δοκιμάση του είπε πάλι: «Θέλω όλα αυτά να τα φανερώσης εμπρός σε όλη την αδελφότητα». Και εκείνος έχοντας μισήσει ολωσδιόλου την αμαρτία του και περιφρονώντας κάθε εντροπή του το υποσχέθηκα αδίστακτα. «Και αν θέλης ακόμη, του λέγει, τα εξομολογούμαι και στο κέντρο της Αλεξανδρείας».
Ύστερα απ΄αυτό, ο Ποιμήν συναθροίζει στο Κυριακό όλα τα (λογικά του) πρόβατα, διακόσια τριάκοντα τον αριθμό. Και ενώ ετελείτο η θεία Λειτουργία -ήταν ημέρα Κυριακή- μετά την ανάγνωσι του Ευαγγελίου, δίδει εντολή και οδηγείται προς τον Ναό ο αθώος πλέον εκείνος κατάδικος.
Τον έσυραν μερικοί αδελφοί κτυπώντας τον ελαφρά, με τα χέρια δεμένα πίσω, φορώντας τρίχινο σάκκο και έχοντας ριγμένη στάχτη στο κεφάλι του. Και μόνη η θέα του δυστυχισμένου αυτού εδημιούργησε κατάπληξι σε όλους, ώστε αμέσως να ξεσπάσουν σε δάκρυα και ολολυγμούς, εφ΄όσον κανείς δεν εγνώριζε τι ακριβώς συνέβαινε. Έπειτα μόλις επλησίασε στην πύλη της Εκκλησίας, η ιερά εκείνη κεφαλή, ο φιλάνθρωπος κριτής, του εφώναξε με δυνατή φωνή: «Στάσου! Είσαι ανάξιος να εισέλθης εδώ μέσα».
Εκείνος τότε εταράχθηκε από την φωνή του Ποιμένος πού την άκουσε από το Ιερό. (Όπως αργότερα μας εβεβαίωνε με όρκους, του εφάνηκε ότι άκουσε βροντή και όχι φωνή ανθρώπου). Πέφτει αμέσως έντρομος με το πρόσωπο στην γη, συγκλονισμένος ολόκληρος από τον φόβο. Ενώ δε εκείτετο κάτω και έβρεχε το χώμα με τα δάκρυά του, εκείνος ο θαυμάσιος ιατρός, ο οποίος μεταχειριζόταν τα πάντα για την σωτηρία του, και συγχρόνως έδιδε σε όλους ένα υπόδειγμα σωτηρίας και αληθινής ταπεινώσεως, τον προστάζει να ειπή εμπρός σε όλους όλα τα αμαρτήματά του ένα-ένα ξεχωριστά.
Τότε αυτός άρχισε να εξομολογήται με τρόμο όλα του τα αμαρτήματα ένα-ένα λέγοντας πράγματα που εξένιζαν κάθε ανθρώπινη ακοή. Όχι μόνο σαρκικά αμαρτήματα παρά φύσιν, κατά φύσιν, με ανθρώπους, με ζώα, αλλά ακόμη και μαγείες και φόνους και άλλα, τα οποία δεν πρέπει ούτε να ακούση ούτε να γράψη κανείς. Έπειτα από την εξομολόγησι αυτή, προστάζει ο Ποιμήν να καρή αμέσως μοναχός και να συγκαταριθμηθή στους αδελφούς.
15. Εγώ τότε εθαύμασα την σοφία του Οσίου εκείνου και τον ερώτησα ιδιαιτέρως, για ποιο λόγο προέβη στην παράδοξη αυτή ενέργεια. Εκείνος δε πού ήταν πράγματι ιατρός ψυχών, μου απήντησε ότι το έκανε αυτό για δύο λόγους:
«Πρώτον, χάριν αυτού του ιδίου, ώστε με την εντροπή της παρούσης εξομολογήσεως να τον απαλλάξω από την μέλλουσα εντροπή – πράγμα που ασφαλώς έγινε. Διότι, αδελφέ μου Ιωάννη, δεν εσηκώθηκε από το έδαφος, μέχρις ότου επέτυχε την άφεσι όλων των αμαρτιών του. Και μην αμφιβάλλης γι΄αυτό, διότι κάποιος από τους αδελφούς πού παρευρίσκονταν εκεί πήρε θάρρος και μου είπε: «Έβλεπα την ώρα εκείνη κάποιον φοβερό και επιβλητικό άνδρα πού κρατούσε στα χέρια του ένα χαρτί γραμμένο και ένα κοντύλι από καλάμι. Και κάθε φορά πού ο ριγμένος στο έδαφος εξωμολογείτο μία αμαρτία του, εκείνος με το κοντύλι την διέγραφε». Αυτό είναι π
ολύ φυσικό, σύμφωνα και με τα λόγια (του Δαβίδ): «Είπα, εξαγορεύσω κατ΄εμού την ανομίαν μου τώ Κυρίω, και σύ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου» (Ψαλμ. λα΄ 5). Δεύτερον, το έκανα αυτό, επειδή έχω μερικούς αδελφούς με ανεξομολόγητες αμαρτίες. Και με το παράδειγμα αυτό τους παρακινώ και εκείνους στην εξομολόγησι, χωρίς την οποία κανείς δεν θα επιτύχη την άφεσι των αμαρτιών του».
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
30. Δεν θα παραλείψω να στολίσω το στεφάνι του λόγου και με τούτο το σμαράγδι: Άνοιξα μία φορά συζήτησι περί ησυχαστικής ζωής με μερικούς από τους ηρωϊκούς εκείνους γέροντες. Και αυτοί με χαμογελαστό πρόσωπο και ιλαρό ύφος μου απήντησαν: «Εμείς, πάτερ Ιωάννη, σαν υλικοί που είμαστε, κάνουμε και μία ζωή υλικώτερη. Διότι έχομε την γνώμη, πώς ανάλογος προς την αδυναμία μας, πρέπει να είναι και ο πόλεμος πού θα διεξάγωμε. Συλλογισθήκαμε, ότι είναι καλύτερο να παλεύωμε με ανθρώπους, οι οποίοι άλλοτε είναι αγριεμένοι και άλλοτε μετανοούν, παρά με τους δαίμονας, οι οποίοι πάντοτε οπλίζονται εναντίον μας γεμάτοι μανία».
31. Ένας άλλος πάλι από τους αειμνήστους εκείνους, ο οποίος έτρεφε απέναντί μου πολλήν κατά Θεόν αγάπη και οικειότητα, μου είπε κάποτε φιλικά:
» Τοποθέτησε αυστηρούς και άγρυπνους φρουρούς στην πύλη της καρδιάς σου. Συγκράτησε μέσα στο σώμα τον ασυγκράτητο νου πού περισπάται (από τις μέριμνες του Κοινοβίου). Εξάσκησε την «νοεράν ησυχίαν», ενώ τα μέλη του σώματος κινούνται συνεχώς (στα διάφορα διακονήματα) -πράγμα πού είναι το πιο παράδοξο απ΄όλα. Γίνε «απτόητος ψυχή» μέσα στους θορύβους (της κοινοβιακής ζωής).
» Χαλίνωσε την γλώσσα σου πού ορμά με πάθος στην αντιλογία. Πάλευε ενάντια στην δέσποινα, (την κοιλία δηλαδή), «εβδομηκοντάκις επτά» κάθε ημέρα. Κάρφωσε επάνω στο ξύλο της ψυχής σου σαν σε άλλο σταυρό το αμόνι, τον νου σου δηλαδή, ούτως ώστε όταν σφυροκοπήται συνεχώς και εμπαίζεται και υβρίζεται και χλευάζεται, να μη βλάπτεται καθόλου, αλλά να παραμένη τελείως καθαρός, άθικτος και αλύγιστος. Ξεντύσου το ιδικό σου θέλημα σαν ρούχο εντροπής και γυμνός προχώρει στο στάδιο του μοναχικού αγώνος –πράγμα πού σπάνια συναντάται. Φόρεσε τον θώρακα της πίστεως προς τον αγωνοθέτη, (τον Γέροντα), θώρακα πού δεν καταστρέφεται και δεν πληγώνεται από την απιστία και την αμφιβολία.
» Περιόρισε με το χαλινάρι της αγνότητος την αφή που πηδά εμπρός σου ασυγκράτητη. Χαλίνωσε τους οφθαλμούς πού θέλουν κάθε στιγμή να περιεργάζωνται το παράστημα και το κάλλος των σωμάτων, με την σκέψι του θανάτου. Φίμωσε και κλείσε στην μέριμνα του εαυτού του τον περίεργο νου και εμπόδισέ τον από το να θέλη να κατακρίνη ως αμελή τον αδελφό, και δείχνε χωρίς να το δείχνης κάθε αγάπη και συμπάθεια προς τον πλησίον σου.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
34. Το να θαυμάζη κανείς τους κόπους των Αγίων είναι καλό. Το να ζηλεύη να τους μιμηθή είναι σωτήριο. Αλλά το να θέλη διά μιάς να τους μιμηθή είναι παράλογο και ακατόρθωτο.
35. Όταν μας δαγκώνουν οι έλεγχοι και οι επιπλήξεις των άλλων, ας ενθυμούμεθα τα αμαρτήματά μας. Μέχρις ότου ο Κύριος, πού βλέπει την αγωνιστικότητα των βιαστών του, σβήση τα αμαρτήματά μας και μεταβάλη σε χαρά την οδύνη της καρδιάς μας. Διότι όπως λέγει και ο Ψαλμωδός: «Όσο μεγάλες ήταν οι οδύνες στην καρδιά μου, τόσο δυνατές υπήρξαν και οι παρηγορίες σου, οι οποίες στην κατάλληλη ώρα εύφραναν την ψυχή μου» (Ψαλμ. 93, 19).
36. Ας μη λησμονούμε εκείνον πού έλεγε προς τον Κύριον: «Πόσες θλίψεις μου έδειξες! Θλίψεις πολλές και κακές! Δεν με εγκατέλειψες όμως, αλλά με επεσκέφθηκες με στοργή και με εζωογόνησες και με ανύψωσες και πάλι μετά την πτώσι μου από τα βάθη της γης όπου είχα πέσει» (Ψαλμ. ο΄ 20).
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
38. Όποιος αποκρούει τον έλεγχο, είτε δίκαιο είτε άδικο, αυτός αρνήθηκε την σωτηρία του. Ενώ εκείνος πού τον δέχεται, είτε με δυσκολία είτε χωρίς δυσκολία, αυτός γρήγορα θα επιτύχη την άφεσι των πταισμάτων του.
39. Δείχνε νοερώς ενώπιον του Θεού την ειλικρινή πίστι και αγάπη πού τρέφεις προς τον πνευματικό σου Πατέρα και ο Θεός με μυστικό τρόπο θα τον πληροφορήση, ώστε και εκείνος να τρέφη απέναντί σου ανάλογη εύνοια και οικειότητα.
Όποιος φανερώνει (στον Γέροντά του) τον όφι πού κρύπτεται μέσα του, αποδεικνύει ότι έχει δυνατή και αληθινή πίστι (προς αυτόν). Όποιος όμως τον αποκρύπτει, αυτός περιπλανάται ακόμη σε δύσβατα μέρη.
40. Εάν κάποιος επιθυμή να διαπιστώση την πραγματική φιλαδελφία και αγάπη πού έχει, ας το βεβαιωθή με το εξής: Να παρατηρήση εάν πενθή για τα σφάλματα του αδελφού του και εάν αγάλλεται για την πρόοδο και τα χαρίσματά του.
41. Εκείνος πού στις συζητήσεις επιθυμεί να επιβάλλη την γνώμη του, η οποία μπορεί να είναι και ορθή, ας γνωρίζη ότι νοσεί από την νόσο του διαβόλου, (δηλαδή από την υπερηφάνεια). Και εάν μέν αυτό γίνεται στις συζητήσεις με ίσους, ίσως να θεραπευθή κάποτε με την επίπληξι των μεγαλυτέρων. Εάν όμως με μεγαλυτέρους ή πιο σοφούς, τότε το πάθος του είναι ανθρωπίνως αθεράπευτο.
42. Αυτός που δεν υποχωρεί στα λόγια, είναι φανερό πώς δεν υποχωρεί και στα έργα. Διότι «ο έν ολίγω άπιστος, και έν πολλώ άπιστος έστι» (Λουκ. ις΄ 10) και ανένδοτος και μάταια κοπιάζει και από την ευλογημένη υποταγή τίποτε δεν κερδίζει, παρά μόνο ενοχή.
43. Αυτός που απέκτησε τελείως καθαρά συνείδησι στο θέμα της υποταγής στον Γέροντα, δεν φοβείται τον θάνατο, αλλά τον περιμένει κάθε ημέρα σαν ύπνο ή καλύτερα σαν ζωή. Και τούτο, επειδή είναι βέβαιος ότι κατά την ώρα εκείνη του θανάτου όχι αυτός, αλλ΄ ο Γέροντάς του θα δώση λόγο για τα έργα του.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
46. Την ψυχή που συνηθίζει να εξομολογήται, η σκέψις της εξομολογήσεως την συγκρατεί σαν χαλινάρι και δεν την αφίνει να αμαρτήση. Αντιθέτως τις αμαρτίες πού δεν σκέπτεται κανείς να τις εξομολογηθή, συνεχώς σαν σε σκοτάδι τις διαπράττει άφοβα.
47. Όταν, στην απουσία του Γέροντος, τον φανταζώμεθα σαν να παρευρίσκεται ανάμεσά μας, και αποφεύγωμε κάθε συζήτησι ή λόγο ή φαγητό ή ύπνο ή ό,τι δήποτε άλλο από εκείνα πού γνωρίζομε ότι τον δυσαρεστούν, τότε εξασκούμε αληθινά ανόθευτη υπακοή. Οι νόθοι μαθηταί χαίρονται για την απουσία του διδασκάλου, ενώ οι γνήσιοι την θεωρούν ζημία τους.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
53. Χρειάζεται μερικές φορές να θολώση και να αναταραχθή και να εξαγριωθή η θάλασσα (της ψυχής), για να εκβρασθούν πάλι στην ξηρά ο βούρκος και η σαπρία και τα χορτάρια, πού οι ποταμοί των παθών κατέβασαν μέσα της. Εάν παρατη
ρήσωμε, θα ιδούμε ότι μετά από την αναταραχή αυτής της θαλάσσης επικρατεί βαθειά γαλήνη.
54. Αυτός πού άλλοτε υπακούει και άλλοτε παρακούει στον πνευματικό του Πατέρα ομοιάζει με άνθρωπο πού βάζει στους οφθαλμούς του άλλοτε κολλύριο και άλλοτε ασβέστη. (Ποίον το όφελος;). Διότι «εάν ένας κτίζη -όπως λέγει η Γραφή- και ένας γκρεμίζη, τι καλό προκύπτει παρά μόνο κόπο»; (Σοφ. Σειρ. λδ΄ 23).
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
56. Ξεγύμνωσε, ξεγύμνωσε το τραύμα σου στον ιατρό. Μη εντραπής, αλλά λέγε: «Ιδικό μου, πάτερ, είναι το τραύμα, ιδική μου η πληγή! Η ιδική μου ραθυμία το προξένησε και όχι κάτι άλλο. Κανείς άλλος δεν είναι αίτιος της αμαρτίας μου, ούτε άνθρωπος ούτε διάβολος ούτε σώμα ούτε άλλο τίποτε, παρά μόνο η αμέλειά μου». Την ώρα πού εξομολογείσαι να είσαι και στην συμπεριφορά και στην όψι και στον λογισμό σκυφτός σαν κατάδικος, και αν μπορής βρέχε με δάκρυα τα πόδια του πνευματικού ιατρού και δικαστού σαν να είναι του Χριστού.
57. Εάν όλα εξαρτώνται από την συνήθεια, τότε οπωσδήποτε και τα καλά. Και η καλή συνήθεια έχει περισσότερη δύναμι, διότι δέχεται την ισχυρή συμπαράσταση του Θεού. Δεν θα κοπιάσης, υιέ μου, πολλά έτη για να αντικρύσης μέσα σου την μακαρία ανάπαυσι, εάν από την αρχή παραδώσης ολόψυχα τον εαυτό σου στις ατιμίες.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
64. Εκείνο το πλοίο πού με έμπειρο κυβερνήτη συνήντησε ναυάγιο, χωρίς κυβερνήτη οπωσδήποτε θα εχάνετο. Σ΄αυτό ποιος άραγε θα διανοηθή να φέρη αντιρρήσεις;
65. Από την υπακοή γεννάται η ταπείνωσις. Από την ταπείνωσι η απάθεια, αφού, όπως λέγει και ο Ψαλμωδός, «έν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύρος και ελυτρώσατο ημάς έκ των εχθρών ημών» (Ψαλμ. ρλε΄ 23-24). Συνεπώς τίποτε δεν εμποδίζει να ειπούμε ότι από την υπακοή γεννάται η απάθεια, η οποία απάθεια προξενεί την τελεία ταπείνωσι. Όπως από τον Μωϋσή αρχίζει ο Νόμος, έτσι από την ταπείνωσι αρχίζει να δημιουργήται η απάθεια. Και όπως η Θεοτόκος Μαρία, η θυγατέρα της συναγωγής, ετελειοποίησε την συναγωγή, έτσι και η απάθεια, η θυγατέρα της ταπεινώσεως, ετελειοποίησε την ταπείνωσι.
66. Αξίζουν κάθε τιμωρία από τον Θεόν οι άρρωστοι πού εγνώρισαν την ικανότητα του ιατρού και ωφελήθηκαν από αυτόν, και έπειτα, πρίν τελειώση η θεραπεία, τον εγκατέλειψαν και εδιάλεξαν άλλον.
67. Μη φεύγης από τα χέρια εκείνου πού σε προσέφερε στον Κύριον. Και σε ολόκληρη την ζωή σου κανέναν άλλο να μη σεβασθής όπως αυτόν.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
71. Η συνείδησίς σου ας είναι ο καθρέπτης της υπακοής σου, και αυτό είναι αρκετό.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
73. Ας προφυλάττωμε τον εαυτό μας με κάθε προσοχή και επαγρύπνησι. Διότι το λιμάνι πού είναι γεμάτο με πλοία, συνήθως τά συντρίβει με ευκολία, και μάλιστα εάν έχουν κρυφές φθορές από το σαράκι του θυμού.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
75. Με όλη μας την προσοχή ας σταθούμε άγρυπνοι και προσεκτικοί για να διακρίνωμε το πότε και πώς πρέπει να προτιμάται το διακόνημα από την προσευχή, διότι αυτό δεν επιτρέπεται να γίνεται πάντοτε. «Πρόσεχε σεαυτώ» (Δευτ. ιε΄ 9), όταν ευρίσκεσαι με άλλους αδελφούς και μη βιάζεσαι να φανής σε κανένα πράγμα δικαιότερος και καλύτερος από αυτούς. Διότι έτσι διαπράττεις δύο κακά: Εκείνους τους προσβάλλεις με τον ψεύτικο και επιφανειακό ζήλο σου, και στον εαυτό σου δημιουργείς οπωσδήποτε υψηλοφροσύνη.
76. Εργάζου με ζήλο στο εσωτερικό της ψυχής σου, χωρίς να το δείχνης καθόλου εξωτερικά, ούτε με το ύφος και τις κινήσεις ούτε με λόγο ούτε με κάποια νύξι. Και τούτο βεβαίως, εφ΄όσον έχεις παύσει να εξουδενώνης τον πλησίον σου. Εάν όμως είσαι επιρρεπής σ΄αυτό, τότε γίνε όμοιος με τους αδελφούς σου (χωρίς δηλαδή ιδιαίτερη εσωτερική εργασία), και όχι ανόμοιος με την οίηση (πού σου προξενεί η εσωτερική σου εργασία).
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
78. Δεν αποδεικνυόμαστε υπομονητικοί, όταν υποφέρωμε γενναία τους εξευτελισμούς του Γέροντος, αλλά όταν μας καταφρονή και μας υβρίζη ο οιοσδήποτε άνθρωπος. Διότι τον πνευματικό μας πατέρα τον υπομένομε και από σεβασμό και από υποχρέωσι.
79. Πίνε πρόθυμα τον εξευτελισμό από κάθε άνθρωπο σαν να είναι «ύδωρ ζωής». Να νομίζης ότι θέλει να σε ποτίση με φάρμακο καθαρτικό της λαγνείας. Διότι τότε θα προβάλη στην ψυχή σου αγνότης αναφαίρετη και το φως του Θεού δεν θα λείψη από την καρδιά σου.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
83. Ολίγη φωτιά έχει την δύναμι να μαλακώση πολύ κερί. Και πολλές φορές μία μικρή ατιμία πού γευθήκαμε, όλη την αγριότητα της καρδιάς και την αναισθησία και την πώρωσι αμέσως την κατεπράϋνε και την κατεγλύκανε και την εξαφάνισε.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
85. Μην ασκής την «άλογον σιωπήν» και δημιουργής έτσι ταραχή και πικρία στους άλλους. Ούτε να είσαι νωθρός στους τρόπους και στο βάδισμά σου, την στιγμή πού σε προστάζουν να δείξης προθυμία και ενεργητικότητα. Διότι έτσι καταντάς χειρότερος από τους μανιακούς και τους ταραχοποιούς
86. Όπως λέγει και ο Ιώβ, είδα τέτοια φαινόμενα πολλές φορές (πρβλ. Ιώβ ιγ΄1): Ψυχές δηλαδή πού διακρίνονταν για φυσική νωθρότητα ή ακόμη και για φυσική «σβελτάδα», οι οποίες επαινέθηκαν ως δήθεν ειρηνικές ή δραστήριες και αμέσως συγκινήθηκαν και υπερηφανεύθηκαν. Βλέποντας αυτό εθαύμασα για τις πολυποίκιλες μορφές της κακίας!
………………………………………………………&
#8230;………………………………………………………………………….
100. Ας έχωμε, αγαπητοί, ως υπόδειγμα τελείας υποταγής τον υδράργυρο, ο οποίος και όταν κυλιέται κάτω απ΄όλα, μένει εντελώς άθικτος από ακαθαρσίες. Οι επιμελείς μοναχοί ας προσέχουν ιδιαίτερα τον εαυτό τους, μήπως κατακρίνοντας τους αμελείς, καταδικασθούν περισσότερο από αυτούς. Εάν ο Λώτ ανεδείχθη δίκαιος, νομίζω πώς οφείλεται στο ότι, ενώ ζούσε ανάμεσα σε τόσο αμαρτωλούς, δεν φάνηκε ποτέ να τους κατακρίνη.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
105. Από την υπακοή γεννάται η ταπείνωσις, όπως άλλωστε το είπαμε προηγουμένως. Από την ταπείνωσι γεννάται η διάκρισις. Περί αυτού ομιλεί πολύ έξοχα και βαθυστόχαστα και ο μέγας Κασσιανός στον λόγο του «περί διακρίσεως». Από την διάκρισι γεννάται η δ ι ό ρ α σ ι ς και από αυτήν η π ρ ό ο ρ α σ ι ς.
Ποιος άραγε δεν θα θελήση να τρέξη στον ωραίο αυτό δρόμο της υπακοής, βλέποντας ετοιμασμένα εμπρός του τόσο σπουδαία αγαθά! Για την μεγάλη αυτή αρετή έλεγε και ο εκλεκτός εκείνος ψαλμωδός: «Ετοίμασες, ώ Θεέ, από καλωσύνη την παρουσία σου μέσα στην καρδιά του πτωχού υποτακτικού» (πρβλ. Ψαλμ. ξζ΄ 11).
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
115. Είδα μικρά παιδιά αθώα και εκλεκτά πού επήγαν στο σχολείο για σοφία και μόρφωσι και ωφέλεια, και δυστυχώς σε τίποτε δεν επρόκοψαν, παρά μόνο στην σκληρότητα και πονηρία και κακία εξ αιτίας της συναναστροφής με τους άλλους μαθητάς! Όποιος έχει νού, ας εννοήση τι θέλω να ειπώ.
Είναι αδύνατον αυτοί πού επιδίδονται ολόψυχα στην εκμάθησι μιας τέχνης, να μη προοδεύουν ημέρα με την ημέρα. Άλλοι αντιλαμβάνονται την πρόοδό τους. Σε άλλους όμως προς ωφέλειάν τους δεν επιτρέπει ο Θεός να την γνωρίζουν.
116. Ο καλός έμπορος μετρά κάθε βράδυ το κέρδος ή την ζημία της ημέρας. Και δεν μπορεί να έχει ακριβή γνώσι του πράγματος, εάν δεν κρατά κάθε τόσο σημειώσεις. Η εξέτασις της κάθε ώρας παρουσιάζει έτοιμο τον λογαριασμό της ημέρας.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
122. Ανάλογα με τα πάθη πού υπάρχουν μέσα μας, πρέπει να κοιτάξωμε και να εκλέξωμε τους Γέροντες, όπου θα υποταγούμε.
Δηλαδή: Αν είσαι επιρρεπής στην λαγνεία, διάλεξε ως γυμναστή σου έναν ασκητικό και αυστηρότατο στην νηστεία Γέροντα. Μη διαλέξης κανέναν σπουδαίο και θαυματουργό, ο οποίος όμως φιλοξενεί πρόθυμα και στρώνει τραπέζι στον καθένα. Εάν πάλι είσαι υψαύχην (υπερήφανος), διάλεξε Γέροντα απότομο και ανυποχώρητο, και όχι κανέναν πράο και φιλεύσπλαχνο.
123. Ας μη ζητούμε Γέροντες προγνωστικούς και προορατικούς, αλλά πρό πάντων και οπωσδήποτε ταπεινούς και κατάλληλους για την θεραπεία των ασθενειών μας – πράγματα πού θα φαίνωνται και από τον τρόπο της ζωής τους και από τον τόπο και την κατάστασι της ασκήσεώς τους.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
129. Εκείνος που τρέχει να φθάση την απάθεια και τον Θεόν, κάθε ημέρα πού δεν συνέβη να τον κακολογήσουν, σκέπτεται ότι ζημιώθηκε πολύ.
130. Όπως τα δένδρα πού σείονται από τους ανέμους ρίχνουν βαθειές ρίζες, έτσι και όσοι ζούν σε υπακοή αποκτούν δυνατές και ακλόνητες ψυχές.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
132. Μείνατε σταθεροί, μείνατε σταθεροί, και πάλι σας λέγω, μείνατε σταθεροί στον δρόμο πού τρέχετε, αδελφοί μου αθληταί. Και ας ηχούν στα αυτιά σας τα λόγια εκείνου του σοφού πού τονίζουν για σας: «Ο Κύριος τους εδοκίμασε σαν χρυσάφι στο χωνευτήριο, ή καλύτερα στο Κοινόβιο, και σαν ολοκαύτωμα θυσίας τους δέχθηκε στους κόλπους του» (πρβλ. Σοφ. Σολομ. γ΄ 6).
Βαθμίς ισάριθμη με τους Ευαγγελιστάς. Σύ, αθλητά, πού έφθασες σ΄αυτήν, μείνε σταθερός και τρέχε χωρίς φόβο.