β) Η εισήγησις του Αρχ/που Χρυσοστόμου.PATIENT έγραψε: Η άποψή σου ότι δεν συνδέεται το ημερολογιακό με τον Οικουμενισμό δεν βρήκα που την στηρίζεις.
Το Ημερολογιακόν ζήτημα εξητάσθη εν τη Δ' συνεδρία της ΙΣΙ τής 27-12-1923, παρόντων 29 Ιεραρχών, συμπεριλαμβανομένου και του Δημητριάδος Γερμανού. Κατά την συνεδρίαν ταύτην, εισηγούμενος σχετικώς ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος υπέμνησε τας επιστημονικάς ατελείας του εν χρήσει Ιουλιανοϋ Ημερολογίου, ων ένεκα δεν ετηρείτο ουσιαστικώς η περί του χρόνου εορτασμού του Πάσχα διάταξις της Α' Οικουμ. Συνόδου, άτε της εαρινής ισημερίας μετατοπισθείσης και υπολογιζομένης «κατά συνθήκην και ουχί κατά κανονικήν ακρίβειαν». Συνεχίζων ο Αρχιεπ/πος ανεφέρθη εις την δημιουργηθείσαν εν τη ελληνική κοινωνία ανωμαλίαν, ένεκα της χρήσεως δύο ημερολογίων,τονίσας ότι «αν η ελληνική Πολιτεία παρέβλεπε τους πολιτικούς, εμπορικούς, κοινωνικούς λόγους και δεν παρεδέχετο το νέον ημερολόγιον, ουδείς λόγος μεταβολής θα υπήρχε» το αυτό δε θα ίσχυε και εις ήν περίπτωσιν, καθ' υπόθεσιν, το ελληνικόν Κράτος δεν θα ήτο ορθόδοξον, ενώ η επελθούσα μεταβολή, διά της εισαγωγής εις τας κοινωνικάς σχέσεις του Γρηγοριανού Ημερολογίου, εδημιούργησεν μεγάλην σύγχυσιν παρά τώ λαώ, καθιστώσαν αναγκαίαν την προσαρμογήν του εκκλ.ημερολογίου προς το πολιτικόν, κατά το φαινόμενον βεβαίως. Συν επί τούτοις ο Μακαριώτατος υπεγράμμιζε τας εξ απόψεως εορτολογίου δυσμενείς επί του λαού επιδράσεις του διπλού εν χρήσει ημερολογιακού συστήματος, ένεκα του οποίου κατά τας μεγάλας εορτάς παρετηρείτο το φαινόμενον οι μεν να νηστεύωσι και οι δε να πανηγυριζωσι με αποτέλεσμα «ο λαός εκ της ημερολογιακής διαφοράς να απομακρύνηται της Εκκλησίας». Παρακατιών ο Μακ. Πρόεδρος ανεφέρθη εις τήν έναντι του Ημερολογιακού στάσιν των διαφόρων Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ειδικώτερον δ' εις την πείσμονα άρνησιν του Πατριάρχου Αλεξανδρείας, όστις «καίτοι δι' αντιπροσώπου (ήτοι του Μητροπολίτου Λεοντοπόλεως Χριστοφόρου) επείσθη περί της αναποφεύκτου ανάγκης της Εκκλησίας της Ελλάδος περί συνταυτισμού του ημερολογίου, επιμένει μετά του Αντιοχείας εις την σύγκλησιν Οικουμενικής Συνόδου». Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος εμνημόνευσε ακολούθως του Μακ. Ιεροσολύμων, όσrις είχε δηλώσει ότι «εν περιπτώσει συνταυτισμού των ημερολογίων, ουδεμίαν διαμαρτυρίαν θα κάμη, αυτός όμως, διά λόγους προσκυνηματικούς δεν δύναται να μεταβάλη γνώμην». Ειρήσθω δ' ότι την αντίδρασιν των Πατριαρχών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας ο Αρχιεπίσκοπος απέδιδεν εις τον ρώσον Μητροπολίτην Κιέβου Αντώνιον «όστις κατεπολέμησε πάσαν μεταρρύθμισιν ως και την του ημερολογίου τοιαύτην. Πριν όμως ανακινηθή το ζήτημα, ο Πατριάρχης Μόσχας Τύχων έγραψεν εις το Οικουμ. Πατριαρχείον ζητών μεταβολήν, αλλ' οι εν Σερβία ρώσοι Επίσκοποι αντέστησαν (ου μην) αλλά και αι Εκκλησίαι Σερβίας και Ρουμανίας απεφάσισαν την εφαρμογήν, θέλουσιν όμως την από κοινού τοιαύτην»(83). Τελευτών ο Αρχιεπίσκοπος και αποβλέπων, ως είπεν, εις την θρησκευτικήν ενότητα, επρότεινε την εξής μέσην λύσιν(84) ην ο ίδιος εχαρακτήρισε βραδύτερον ως «έργον μεγάλης προνοίας και συνέσεως(85): «Επειδή δυσεπίτευκτος εν γε τω παρόντι φαίνεται η συμφωνία πασών των Εκκλησιών, να ζητηθή μεν αύτη παρά πασών των Εκκλησιών και δη παρά του Οικουμ. Πατριαρχείου, μέχρι δε της επιτεύξεως αυτής να συνταυτισθώσιν αι ημερομηνίαι του ημερολογίου διά της προσθήκης 13 ημερών εις το εκκλησιαστικόν ημερολόγιον,και αι μεν ακίνητοι εορταί να εορτάζωνται κατά τας ωρισμένας ημέρας του εκκλ. ημερολογίου, συμπιπτούσας προς τας του πολιτικού, το δε Πάσχα και αι μετ' αυτού συνδεόμεναι κινηταί εορταί εξακολουθήσωσι τελούμεναι κατά το εκκλ. ημερολόγιον εν ταις αντιστοίχοις ημέραις του πολιτικού»(86). Η πρότασις αύτη, αποχωρίζουσα το εορτολόγιον του Πασχαλιου(87) , και παρά τας εκ του αποχωρισμού τούτου προκυπτούσας λειτουργικάς κυρίως και τυπικολογικάς επιπτώσεις, άτε των κινητών εορτών υφισταμένων εν πολλοίς την επίδρασιν των ακινήτων, συνεδύαζε την εκ των πραγμάτων αδήριτον καταστάσαν ημερομηνιακήν προσαρμογήν του εκκλησιαστικού ημερολογίου προς το πολιτικόν, προς άρσιν της συγχύσεως και ανωμαλίας, ομού μετά της διατηρήσεως αθίκτου και αμεταβλήτου του Πασχαλίου, συνίστα μεν συντηρητικήν διά τας περιστάσεις λύσιν, εκτός όμως των προδιαγεγραμμένων υπό τού Π.Σ. πλαισίων κειμένην. Προφανές τυγχάνει ότι ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος επεδίωκε να παρακάμψη τον, εκ της ασυμφωνίας των δύο Πατριαρχείων, σκόπελον διά της εισηγήσεως της λύσεως ταύτης, ήτις έκειτο εντεύθεν των εν τω Π.Σ. αποφασισθέντων και είχεν επομένως υπέρ αυτής, εκτός των άλλων, και την κάλυψιν του ελάσσονος υπό του μείζονος, κατέλιπε δ' ευρέα περιθώρια δια την οριστικήν ημερολογιακήν μεταρρύθμισιν, ήτις θα ήτο δυνατόν να επέλθη «διά κοινής συμφωνίας πασών των Εκκλησιών» οδηγούσης εις τήν «διαρρύθμισιν αυτού (του ημερολογίου ) κατά τας κανονικάς διατάξεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου»( 88 ). Άλλαις λέξεσιν επεδιώκετο διά προσωρινής λύσεως η αντιμετώπισις της εκ της παραλλήλου υπάρξεως εν ισχύι των δύο ημερολογίων παραχθείσης δυσαρέστου καταστάσεως.
γ) Αι εν τη Ιεραρχία διαμορφωθείσαι απόψεις.
Κατά την επακολουθήσασαν επί Συνόδου ευρυτάτην συζήτησιν αι απόψεις των Ιεραρχών εδιχάσθησαν, των μεν αναφανδόν κηρυχθέντων υπέρ της αμέσου αποδοχής της ως άνω προτάσεως, των δε διατυπωσάντων επιφυλάξεις και φόβους ως προς την σκοπιμότητα του μέτρου, εν όψει μάλιστα των δια-φαινομένων προθέσεων μερίδος του λαού όπως αντιδράση εις μίαν τοιαύτην λύσιν(89). Πολλοί εξ άλλου των Ιεραρχών εζήτησαν μετ' επιμονής να πληροφορηθώσι περί των προθέσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου έναντι του ζητήματος, γεγονός μαρτυρούν ότι αι περί συμφωνίας αυτού προς την ημερολογιακήν μεταβολήν διαβεβαιώσεις του Μακ. Χρυσοστόμου, δεν είχον γίνει ανεπιφυλάκτως δεκταί. Εν τη ονομαστική ψηφοφορία, ήτις επηκολούθησεν, Ιεράρχαι τινές, επισείοντες τόν κίνδυνον σκανδαλισμού και κλονισμού του λαού εκ τυχόν αποφασισθησομένης αλλαγής, κατεφέρθησαν εναντίον της προτάσεως τού Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, ενώ έτεροι, καίπερ αναγνωρίζοντες τον τοιού-τον κίνδυνον,διετύπωσαν την άποψιν ότι «ο κλονισμός δεν πρέπει να μας φο-βίζη, διότι θα μας παρομοιάση με λιμναζον ύδωρ»(90). Υπήρξαν εν τούτοις και οι υποστηρίξαντες, ότι ουδείς τοιούτος κίνδυνος υφίσταται, διαβεβαιώσαντες μάλιστα ότι εν ταις εαυτών Μητροπόλεσιν «ουδείς σκανδαλισθήσεται»(91). Υπό πλείστων εξ άλλου Ιεραρχών προυτάθη όπως, προ πάσης λήψεως απο-φάσεως, εξασφαλισθή η συγκατάθεσις του Οικουμενικού Πατριαρχείου δια την εν ταις Νέαις .Χώραις εισαγωγήν της μεταρρυθμίσεως, επιπροσθέτως δ' ίνα μη η Εκκλησία της Ελλάδος μονομερώς και δίχα συγκαταθέσεως του Οικουμ. Πατριαρχείου χωρούσα εις την αλλαγήν, θεωρηθή τυχόν ως σχισμα-τική, οι δε πιστοί σκανδαλισθώσι.
Κατά το οικείον Πρακτικόν της ΙΣΙ το αποτέλεσμα της ως άνω ψηφοφο-ρίας, ωδήγησεν εις τα κάτωθι συμπεράσματα : «α ) ότι πάντες συμφωνούσιν υπέρ της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου και συνταυτισμού αυ-τού προς το πολιτικόν τοιούτο(92) β) κατά πλειοψηφίαν ότι ουδένα σκανδαλισμόν θα προκαλέση και γ) ότι εφ' όσον εν Ελλάδι υπάρχουσιν Επαρχίαι εξαρτώ-μεναι εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκκλησιαστικώς, δέον να ζητηθή η συγκατάθεσις αυτού ως και διά το κύρος του Οικουμ. Πατριαρχείου»(93). Το υπό στοιχείον α συμπέρασμα βεβαίως δεν ανταποκρίνεται προς την εικόνα, ην δίδουσι τα πρακτικά, διότι ουχί πάντες οι Ιεράρχαι συνεφώνησαν εις την ημε-ρολογιακήν μεταβολήν, πολλοί δ' εξεδήλωσαν ανησυχίας διά τον προτεινόμενον τρόπον εισαγωγής αυτής εις την ζωήν της Εκκλησίας. Το θέμα εξ άλλου της εξασφαλiσεως της συγκαταθέσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ιδία διά τας Ν. Χώρας, και της αποτροπής σκανδαλισμού του λαού, καταλαβόν προέχουσαν θέσιν, υπεσκέλισε πάντα τα λοιπά, της Ιεραρχίας λαβούσης την εξής τελικήν απόφασιν: «Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος λαμ-βάνουσα υπ' όψιν την εκ της διαφοράς του Εκκλησ. Ημερολογίου προς το επικρατήσαν ήδη πολιτικόν τοιούτο προερχομένην σύγχυσιν παρά τω λαώ και την εκ ταύτης θρησκευτικήν βλάβην αυτού, ανταποκρινομένη δε εις την παντα-χόθεν εκδηλουμένην επιθυμίαν, αποφασίζει όπως αφομοιώση το Εκκ
λησιαστι-κόν Ημερολόγιον προς το Πολιτικόν, υπό τον όρον της συμφωνίας του Οικουμ. Πατριαρχείου και δι' άλλους μεν λόγους και διότι εν τω Ελληνικώ Κράτει αι Νέαι Χώραι εξαρτώνται εκκλησιαστικώς εξ αυτού, ανατίθησι δε τω Μακα-ριωτάτω Προέδρω αυτής όπως προς τούτο συνεννοηθή μεθ' όλων των Ορθο-δόξων Εκκλησιών, ιδία, δε του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μεθ' ου η συμ-φωνία έσται απαραίτητος»( 94 ). Προηγουμένως η ΙΣΙ είχε παράσχει την άδειαν αυτής τω Μακαριωτάτω Προέδρω, ίνα ως εκπρόσωπος αυτής μετάσχη τυχόν συγκληθησομένης Πανορθοδόξου Συνόδου προς επίλυσιν του Ημερολογιακού, ης η σύγκλησις επιθανολογείτο, ίδία μετά τας κατά του Π.Σ. γνωστάς αιτιάσεις( 95 ).
Ούτω διά της πρόσθεν αποφάσεως αυτής, η ΙΣΙ απεδέχετο κατ' αρχήν τον ημερομηνιακόν συνταυτισμόν του εκκλησιαστικού προς το πολιτικόν ημερολόγιον, χωρίς να καθορίζη χρόνον ενάρξεως της ισχύος αυτού, εξαρτωμένου εκ τε της «συνεννοήσεως» μετά πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών και της «απαραιτήτου συμφωνίας» του Οικουμενικού Πατριαρχείου(96). Ευνόητον ότι, υπό τον όρον «συνεννόησις» εννοείτο, κυρίως ειπείν, η αγγελία του ληφθέντος μέτρου και η ανταλλαγή απόψεων επ' αυτού, παρακαμπτομένου τοιουτοτρόπως του, ως εκ της εκπεφρασμένης αρνήσεως των Πατριαρχών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, ορθουμένου εμποδίου και της οδού προς εφαρμογήν της ημερολο-γιακής μεταβολής διανοιγομένης πλέον.
Οι παλαιοημερολογίται την λήψιν της τοιαύτης αποφάσεως «κατά διαβολικώτατον - κατ' αυτούς - τρόπον διατυπωθείσης υπό του Αρχιεπ/που Αθηνών» προς εξαπάτησιν της Ιεραρχίας( 97 ), αποδίδουσιν εις τούτον, όστις υπήρξεν «εισηγητής εις την Ιεραρχίαν αυτής και φανατικός και υπερμάχος της μεταβολής κήρυξ» ( 98 ). Και είναι μεν αληθές ότι ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος διεδραμάτισεν αποφασιστικόν ρόλον εις την όλην του ζητήματος τούτου εξέλιξιν, αλλ' εις άπαντα τα συλλογικά όργανα διοικήσεως, η ευθύνη διά την λήψιν αποφάσεων δεν επιρρίπτεται επί του εκάστοτε εισηγητού, οσηνδήποτε βαρύτητα και αν έχη η γνώμη αυτού, αλλ' είναι συλλογική καταμεριζομένη μεταξύ πάντων των απαρτιζόντων το αποφασίζον όργανον μελών. Αι προη-γηθείσαι, εξ άλλου, συνεννοήσεις μετά τε του Οικουμ. Πατριαρχείου και των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών, αφήρουν, κατά τον Μαρωνείας Άνθιμον(99), τον χαρακτήρα της αυθαιρεσίας από του ρόλου, ον διεδραμάτισεν ο βαλλό-μενος Αρχιεπίσκοπος.
Η κυρία βάσις εφ' ης η Ιεραρχία εστήριξε την απόφασιν αυτής υπήρξεν «η πανταχόθεν εκδηλουμένη επιθυμία» μεταβολής του εκκλ. ημερολογίου. Το εrιχείρημα τούτο ζωηρώς αμφισβητούσιν οι κατά της ημερολογιακής αλλαγής τεταγμένοι, καθ' ους ουδέποτε η συνείδησις της Εκκλησίας διετύπωσε την ανάγκην διορθώσεως του ημερολογίου, ως Εκκλησίας ασφαλώς νοουμένης του ευσεβούς κλήρου και λαού, άπαντος δηλονότι του πληρώματος των πιστών ομού μετά των ποιμένων αυτών(100). Τον ισχυρισμόν τούτον αντικρούει η επί-σημος περί του Ημερολογιακού Εισήγησις της Εκκλησίας της Ελλάδος ενώ-πιον της Μεγάλης Συνόδου, δεχομένη ότι «από του τέλους του ιθ' αιώνος είχεν αρχίσει η Εκκλησία να συνειδητοποιή την ανάγκην διορθώσεως του ισχύοντος τότε Ιουλιανού ημερολογίου, διότι είχε πλέον διαπιστωθή ότι τούτο, συν τω χρόνω προϊόντι είχε καταντήσει να σφάλλη τόσον, ώστε η πραγματική εα-ρινή ισημερία να έχη αποστή κατά 13 ημέρας της ως τοιαύτης πιστευομέ-νης»(101). Ανεξαρτήτως όμως τούτου φαίνεται ότι έχεται ποίάς τινος αληθείας η εν απολύτω πως διατυπώσει εκφρασθείσα εν έτει 1935 υπό του θρησκευ-τικού περιοδικού «Οι Τρεις Ιεράρχαι» γνώμη, ότι «αδιαφιλονίκητος άλή-θεια (είναι) ότι ουδεμία απολύτως εγένετο έρευνα περί των διαθέσεων του χριστεπωνύμου πληρώματος, κατ' εξοχήν συντηρητικού, τουλάχιστον εν τω δόγματι της Ορθοδοξίας, αλλ' εχαρακτήρισε τας όλας ενεργείας περί την υπόθεσιν ταύτην μία αδικαιολόγητος σπουδή, η οποία έφερε τα μετέπειτα δυσάρεστα αποτελέσματα»(102).
Εν πάση περιπτώσει η απόφασις αύτη της ΙΣΙ, συμπνιγείσα εντός των αλλεπαλλήλων συζητήσεων περί τού νέου Καταστατικού Νόμου της Εκκλησίας, αποτελούντος άλλωστε και το κύριον και κυριαρχούν εν τη ΙΣΙ ταύτη θέμα, και εν μια και μόνη συνεδριάσει ληφθείσα, έφερεν εν εαυτή, κατόπιν μά-λιστα και των διατυπωθεισών υπό ενίων Ιεραρχών αντιρρήσεων, τα σπέρματα της εκκλησιαστικής ανωμαλίας και διαιρέσεως, πολλώ μάλλον διότι πάντες συνησθάνοντο ότι επρόκειτο περί βεβιασμένης ενεργείας αγνοησάσης την έλλειψιν μακράς και συστηματικής ενημερώσεως και διαφωτίσεως του λαού περί της ουσίας του όλου θέματος(103). Ούτως αφέθη ο λαός να πιστεύη εις την δογματικήν χροιάν του ζητήματος, τούτο δε υπήρξε θανάσιμον σφάλμα της εκκλησιαστικής ηγεσίας, όπερ δεν κατωρθώθη να διορθωθή μετέπειτα, παρ' όλας τας όντως φιλοτίμους και υπερανθρώπους αυτής προσπαθείας. Προφανής εξ άλλου τυγχάνει η διαφοροποίησις της αποφάσεως ταύτης έναντι εκείνης του έτους 1919. Τότε η Ιεραρχία είχεν εξαρτήσει την ημερολογιακήν μεταβολήν εκ της περί ταύτης συμφωνίας των αγίων ορθοδόξων Εκκλησιών και εκ της συντάξεως νέου ακριβεστέρου ημερολογίου. Ενώ η παρούσα, μόνην την συγκατάθεσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου έταξεν ως όρον εκ των ων ουκ άνευ διά την πραγμάτωσιν αυτής(104). Άλλωστε μόνον ούτω θα ηδύνατο να επιτευχθή η μεταβολή αύτη, δεδομένης, ως προελέχθη, της δεδηλωμένης αρνήσεως των δύο Πατριαρχών τουλάχιστον.
Ιστορικη και Κανονικη Θεώρησις του
Παλαιοημερολογητικου Ζητηματος
Κατά τε την Γενεσιν και την Εξελιξιν Αυτου εν Ελλαδι
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών