Σήμερα είναι :
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3145
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
- Επικοινωνία:
Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23Η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΙΕΖΕΚΙΗΛ.
Ιεζεκιήλ ο Προφήτης ήτο υιός Βουζεί, εκ της γης του Αριρά της ιερατικής, προφητεύσας πλέον των είκοσι δύο (595 – 572) ετών. Αιχμαλωτισθέντων δε των Εβραίων υπό του Ναβουχοδονόσορος και οδηγηθέντων εις την Βαβυλώνα, ωδηγήθη και αυτός μετ’ αυτών. Κατά δε το πέμπτον έτος της αιχμαλωσίας ταύτης ήρχισε να προφητεύη. Αφού δε προεφήτευσε πολλάς προφητείας εις τον λαόν των Ιουδαίων, έδωκε και τούτο το παράδοξον σημείον, ότι προσέχοντες εις τον ποταμόν της Βαβυλώνος τον καλούμενον Χοβάρ, όταν μεν ίδωσιν αυτόν ξηραινόμενον να ελπίζωσιν ότι θα επέλθη κατά της Βαβυλώνος το δρέπανον της ερημώσεως, όταν δε τον ίδωσιν αυξάνοντα τότε να ελπίζωσιν ότι θα επανέλθωσιν εις την Ιερουσαλήμ. Συναθροισθέντων δε ποτε περί αυτόν πολλών Εβραίων, φοβηθέντων μη οι Βαβυλώνιοι εξαναστώσι κατ’ αυτών και τους φονεύσωσιν, ο Προφήτης εσταμάτησε την ροήν του ποταμού, διελθόντες δε οι Εβραίοι ελυτρώθησαν· οι δε Βαβυλώνιοι, τολμήσαντες να καταδιώξωσιν αυτούς, εις αυτόν κατεποντίσθησαν. Ούτος δια προσευχής εχάρισέ ποτε εις τους πεινώντας Εβραίους πλουσίαν τροφήν εξ ιχθύων, εις δε λιποθυμούντας τινάς ζωήν και παρηγορίαν· ούτος, ενώ οι εθνικοί έβλαπτόν ποτε τον Ισραηλιτικόν λαόν, παρουσιάσθη εις τους αρχηγούς των, ποιήσας δε έμπροσθεν αυτών θαύματα, τους εφόβισε και ούτως έπαυσαν βλάπτοντες τον Ισραήλ. Κραυγαζόντων δε των Ισραηλιτών, ότι απώλετο πλέον πάσα ελπίς περί ελευθερίας, ο Προφήτης ούτος δια του θαύματος των νεκρών οστέων, τα οποία είδεν εν οπτασία, έπεισεν αυτούς ότι υπάρχει ελπίς ελευθερίας δια τον Ισραήλ. Ούτος είδε τον τόπον του ναού, καθώς τον είδε και ο Μωυσής, είπε δε ότι πάλιν θέλει κτισθή, καθώς είπε τούτο και ο Δανιήλ. Ούτος ετιμώρησεν εις την Βαβυλώνα την φυλήν του Γαδ, επειδή αυτή εφέρετο μεν ασεβώς προς τον Κύριον, ενομίζετο δε ότι φυλάττει τον νόμον Κυρίου. Πως δε ετιμώρησεν αυτούς; Έκαμε να θανατώσωσιν οι όφεις τα βρέφη και κτήνη αυτών, προείπε δε ότι δι’ αυτούς δεν θέλει επιστρέψει ο λαός του Ισραήλ εις την Ιερουσαλήμ, αλλά θα μένωσιν υπό τους Μήδους, έως ου αφήσωσι την πλάνην και κακίαν των. Δια τούτο και η φυλή αύτη του Γαδ, μη ανεχομένη ταύτα, εθανάτωσε τον μακάριον τούτον Προφήτην, ως εναντιούμενον καθ’ εκάστην και ελέγχοντα αυτήν, προσκυνούσαν τα είδωλα. Έθαψε δε αυτόν ο λαός του Ισραήλ εις τον αγρόν Θουρ, εν τω τάφω του Αρφαξάδ, είναι δε ο τάφος ούτος σπήλαιον διπλούν, ήτοι απόκρυφον με εντός γυρίσματα, τα οποία παρίστων αυτό οιονεί διπλούν. Ήτο δε ο Προφήτης ούτος κατά τον χαρακτήρα του σώματος μακροκέφαλος, σύμμετρος εις το μέγεθος, ξηρός εις το πρόσωπον, και το γένειον έχων δασύ, οξύ και μακρόν. Η προφητεία αυτού, εις 48 κεφάλαια διηρημένη, τάττεται η Τρίτη των μειζόνων Προφητών.
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3145
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
- Επικοινωνία:
Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος ΧΡΙΣΤΙΝΗΣ.
Χριστίνα η χριστώνυμος, πάνσεμνος και καλλιπάρθενος δούλη του Χριστού, έζη κατά τους χρόνους του βασιλέως Σεβήρου εν έτει σ΄ (200) γρννηθείσα εις την Τύρον, πόλιν της Συρίας, από γονείς εις μεν το γένος πλουσίους, εις δε την ψυχήν πένητας, επειδή ήσαν δαιμόνων θεραπευταί και ομότροποι. Ο πατήρ αυτής ήτο στρατηγός, βλέπων δε το αμήχανον κάλλος της κόρης, έκτισε πύργον υψηλόν και πλούσιον, έκλεισε δε εις αυτόν την Χριστίναν με υπηρετρίας πολλάς, δια να την υπηρετούν, της έδωκε δε και είδωλα δια να προσεύχεται εις αυτά, και όσα άλλα πράγματα εχρειάζετο της αφήκε, δια να μη εξέρχεται ποσώς, να την βλέπουν οι άνθρωποι. Και ταύτα μεν ετέλεσεν ο Ουρβανός, ήτοι ο κατά σάρκα πατήρ της Χριστίνης, ο ανόητος. Ο δε Χριστός, ως αγαθός Θεός και σοφώτατος, την εσόφισεν αοράτως, και την ψυχήν αυτής αφανώς εφώτισε με την χάριν του Παναγίου Πνεύματος και προς θεογνωσίαν ωδήγησεν. Ότι ως γνωστική όπου ήτο εκ φύσεως, βλέπουσα τα κάλλη του ουρανού και της γης και της θαλάσσης την ωραιότητα και τα λοιπά του παντοδυνάμου Θεού σοφώτατα και θαυμάσια ποιήματα, διελογίζετο τις να τα έκαμε, επόθει δε να μάθη τον ποιητήν και κυβερνήτην της κτίσεως. Όθεν ο Θεός, ως πανάγαθος και προγνώστης των μελλόντων, γνωρίζων την καλήν της προαίρεσιν, έστειλεν Άγγελον και την εδίδαξεν άπαντα όσα επεθύμει να μάθη, ως και έτερα χρειαζόμενα. Φωτισθείσα λοιπόν η χριστώνυμος υπό του Αγγέλου εσέβετο τον αληθινόν Θεόν, εις προσευχάς και νηστείας επιδιδομένη. Εν μια δε των ημερών ανέβησαν να την ίδουν οι γεννήτορες και χαιρετήσαντες αυτήν την επροσκαλούσαν εις την βδελυράν των θρησκείαν, λέγοντες· «Προσκύνησον, τέκνον μου, τους αθανάτους θεούς, οίτινες σου έδωσαν τόσον κάλλος». Η δε Χριστίνα ποσώς δεν ηθέλησε να τους υπακούση, παρ’ όλας τας κολακείας τας οποίας της είπον και παρ’ όλας τας απειλάς. Ο μεν λοιπόν πατήρ εθυμώθη πολύ και ανεχώρησε, δια να συλλογισθή ποίας θλίψεις και τιμωρίας να της επιβάλη. Η δε μήτηρ έμεινε περίλυπος, φοβουμένη μήπως και την θανατώση ο ανήρ αυτής, ως θυμώδης και απάνθρωπος. Όθεν ήρχισε να την κολακεύη λέγουσα· «Τέκνον μου ποθεινότατον, διατί μου δίδεις τόσην θλίψιν εις την καρδίαν και τόσα βάσανα και δεν υπακούεις εις τον πατέρα σου, να προσκυνήσης τους θεούς μας, να μη σου δώση άσχημον θάνατον»; Η δε απεκρίνατο· «Μη με συμβουλεύης, ω μήτερ, να προτιμήσω το σκότος υπέρ το φως· οι θεοί σας είναι δαιμόνια, ο δε Κύριος τους ουρανούς εποίησεν. Εγώ είμαι δούλη του Χριστού, καθώς και το όνομά του επλούτησα· δια τούτο δεν πείθομαι εις τα απατηλά και θανατηφόρα λόγια σας, να προσκυνήσω αναίσθητα ξόανα». Μετά ταύτα ελθών και πάλιν ο πατήρ της Αγίας την εκολάκευσε λέγων· «Ειπέ μοι κυρία μου, τις ήλθε και σε επλάνησε με τας μαγείας του και προσκυνείς ένα Θεόν, τον οποίον εσταύρωσεν ο Πιλάτος και δεν ηδυνήθη να βοηθήση τον εαυτόν του; Δεν ηξεύρεις, τέκνον μου, ότι σε αγαπώ ως το φως των οφθαλμών μου, αλλά μου δίδεις τόσην θλίψιν και πόνον εις την καρδίαν, και δεν θέλεις να προσκυνήσης τους θεούς, οίτινες σε έκαμαν εις τον κόσμον και με τόσην ωραιότητα σε εστόλισαν, φοβούμαι δε μήπως οργισθούν και σε φονεύσωσιν»; Η δε απεκρίνατο· «Μη με λέγης τέκνον σου, διότι εγώ είμαι θυγάτηρ και δούλη του ουρανίου Θεού, εις τον οποίον προσφέρω θυσίαν αινέσεως· ότι αυτώ πρέπει δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια». Τότε ο πατήρ αυτής, νομίζων ότι δια τον ψευδώνυμον θεόν Δία έλεγεν, είπεν εις αυτήν ο ασύνετος· «Μη προσκυνής μόνον τον ένα θεόν, διότι οργίζονται οι άλλοι και σε καταρώνται». Η δε απεκρίνατο· «Καλώς ελάλησας· να προσκυνήσω λοιπόν με τον προάναρχον Πατέρα και τον Συνάναρχον Υιόν, και Πνεύμα το Πανάγιον, δια να φανερωθή εις όλους, να δοξασθή Τριάς η ομοούσιος, ήτις εδημιούργησε τον ουρανόν, την γην και την θάλασσαν και έπλασε τον άνθρωπον. Αυτήν ευλογώ και προσκυνώ· εις αυτόν τον ένα Θεόν επίστευσα, τον τρισυπόστατον και αιώνιον». Ταύτα ακούσας ο Ουρβανός είπε με προσποιητήν ημερότητα εις την Αγίαν· «Ιδού, τέκνον μου, ομολογείς τους τρεις θεούς· διατί λοιπόν αρνείσαι τους άλλους και δεν προσκυνείς όλους να σε κάμουν μακρόβιον»; Η δε είπεν εις αυτόν· «Μία θεότης υπάρχει, η Αγία Τριάς· μη λοιπόν με βιάζης να προσκυνήσω θεούς αλλοτρίους, ασύνετε· αλλά φέρε μοι δώρα αμίαντα, να προσφέρω εις τον αληθή Θεόν θυσίαν αναίμακτον, όστις με εστράτευσεν εις την αληθινήν στρατιάν του». Ο δε άγνωστος Ουρβανός δεν εγνώρισεν, ότι έλεγε δια τον ένα και μόνον Θεόν, αλλά νομίζων ότι δια τινα ψευδώνυμον έλεγε, κατέβη και της έστειλεν όσα του παρήγγειλεν. Έπειτα πάλιν του εμήνυσεν η Αγία με τας υπηρετρίας της ταύτα· «Απόστειλόν μοι, δέσποτα, χιτώνα άσπιλον και αμόλυντον, να προσφέρω εις τον βασιλέα των αιώνων με καθαράν καρδίαν θυμίαμα άμωμον, δια να μου συγχωρήση τας ανομίας μου». Όταν ενεδύθη το άσπιλον εκείνο φόρεμα η Αγία, ένιψε τας χείρας και το πρόσωπον και εκλείσθη εις το δωμάτιον· έπειτα εθυμίασε τον αληθή Θεόν και προσηύξατο προς αυτόν με δάκρυα λέγουσα· «Ο Θεός ο ουράνιος, ο Δεσπότης και ποιητής του κόσμου, όστις κατεδέχθης να φορέσης σώμα ανθρώπινον και να υπομείνης πάθος εκούσιον δια την σωτηρίαν μας, παρακαλώ την βασιλείαν σου, επάκουσόν μου και μη εγκαταλίπης με, ότι πολλά σοι ήμαρτον, προσκυνούσα εν αγνοία ακάθαρτα είδωλα. Εξάλειψον ως αγαθός και ελεήμων τας ανομίας μου και παράστηθί μοι εις τας τιμωρίας, τας οποίας πρόκειται να λάβω δια την ομολογίαν σου, και δος μοι δύναμιν να νικήσω τους πολεμίους μας, εις δόξαν του φοβερού και Αγίου σου ονόματος». Ταύτα της Αγίας λεγούσης, ήλθεν ουρανόθεν Άγιος Άγγελος και της λέγει· «Χαίροις νύμφη και συνώνυμε του Δεσπότου Χριστού, Χριστίνα αμόλυντε. Επήκουσεν ο Κύριος της δεήσεώς σου· λοιπόν ανδρίζου και κραταιούσθω η καρδία σου, ότι εις τρεις άρχοντας μέλλεις να παρουσιασθής δια να δοξασθή ο Θεός δια σου». Του λέγει η Αγία· «Δος μοι την σφραγίδα του Σωτήρος μου, να μη φοβηθώ τους εχθρούς του». Ο δε Άγγελος έκαμεν ευχήν εις αυτήν, δίδων δε την εν Χριστώ σφραγίδα, την ηυλόγησε και της έδωκε να φάγη άρτον ουράνιον. Η δε Αγία έφαγε και ηυχαρίστησε τον Κύριον. Κατά δε την νύκτα συνέτριψε με την αξίνην τους χρυσούς και αργυρούς θεούς, ήτοι τον Δία, τον Απόλλωνα, την Αφροδίτην και την Άρτεμιν· κατέβη δε από τον πύργον και διεμοίρασε το χρυσίον και το αργύριον εις πτωχούς, είτα πάλιν ανέβη. Το πρωϊ ανήλθεν ο πατήρ αυτής να προσκυνήση τα είδωλα, και δεν τα εύρεν· όθεν θυμωθείς, ηρώτα τας υπηρετρίας τι έγιναν. Αι δε είπον εις αυτόν· «Η θυγάτηρ σου τα συνέτριψε και τα έρριψε κάτω από το παράθυρον». Τότε προστάσσει να κόψουν τας κεφαλάς αυτών, την δε Αγίαν να δείρουν άσπλαγχνα έως να κουρασθούν οι δέροντες. Τότε την εμαστίγωσαν άνδρες δώδεκα τόσον έως ου εκουράσθησαν, και αυτοί μεν έπεσον χαμαί, η δε Αγία με την χάριν του Θεού μάλλον εδυναμώνετο· ονειδίζουσα δε τον πατέρα της έλεγεν· «Άτιμε και αναίσχυντε, εκείνοι όπου με βασανίζουν ητόνησαν, λοιπόν εάν έχουν οι θεοί σας δύναμιν, ας τους δώσουν βοήθειαν». Τότε ο Ουρβανός εθυμώθη διότι τον ύβριζεν, όθεν έδεσεν αυτήν από τον λαιμόν με άλυσον και την εφυλάκισεν. Έπειτα επήγεν εις την οικίαν του και έπεσεν από την λύπην του νήστις. Η δε γυνή του, ως ήκουσε τα βάσανα, τα οποία επέβαλεν εις την Αγίαν, επήγεν εις την φυλακήν κλαίουσα· πίπτουσα δε εις τους πόδας της Μάρτυρος έλεγεν· «Ελέησόν με την μητέρα σου, θύγατερ, και μη μου δώσης θλίψιν μεγαλυτέραν, ότι άλλο τέκνον δεν έχω και σε αγαπώ υπέρμετρα. Λοιπόν, σε παρακαλώ, μη προσκυνής Θεόν αλλότριον, να μη σε φονεύση ο πατήρ σου και τότε θα αποθάνω και εγώ από την θλίψιν μου». Η δε απεκρίνατο· «Μη με καλής θυγατέρα σου, διότι εγώ πατέρα έχω τον Δεσπότην Χριστόν, κατά την επωνυμίαν μου, ο οποίος μου δίδει την δύναμιν να καταπατήσω τους δαίμονας, τους οποίους προσκυνείτε και να λάβω δια την αγάπην του θάνατον». Όταν εγνώρισεν η γυνή το αμετάθετον της γνώμης της θυγατρός της, επέστρεψεν εις τον οίκον της και ανήγγειλε πάντα εις τον άνδρα της. Όστις έστειλε το πρωϊ στρατιώτας, και έφεραν την Αγίαν εις το Πραιτώριον και λέγει· «Λυπούμαι, Χριστίνα, διότι δεν έχω άλλο τέκνον· και δι’ αυτό σε παρακαλώ να προσκυνήσης τα είδωλα, ει δε και παρακούσης έως τέλους δεν θα σε λυπηθώ τελείως, ούτε θα σε ονομάσω θυγατέρα μου, αλλά θα σου δώσω τόσας τιμωρίας έως ότου να αναλύσω τας σάρκας σου». Η δε απεκρίνατο· «Μεγάλην χάριν μου κάμνεις, τύραννε, να μη με έχης πλέον ως τέκνον σου· ότι συ είσαι υιός διαβόλου και των λοιπών δαιμόνων συνήγορος». Τότε οργισθείς ο άσπλαγχνος προσέταξε να την κρεμάσουν και να ξεσχίσουν τας σάρκας της. Η δε έχαιρεν, όταν την εβασάνιζον, και έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ επουράνιε, ότι με ηξίωσας να καθαρισθώ από τον ρύπον της ειδωλολατρίας με ταύτα τα βασανιστήρια». Πολλάκις δε ήρπαζεν ένα τεμάχιον από τας σάρκας της, τας οποίας εξέσχιζαν οι δήμιοι, και το έρριπτεν εις το πρόσωπον του πατρός λέγουσα· «Επεθύμησες να φάγης τας σάρκας μου, κληρονόμε της αιωνίου κολάσεως· λοιπόν φάγε να χορτάσης, αναίσχυντε». Ο δε έλεγεν· «Εάν δεν προσκυνήσης τους θεούς, θέλω σου δώσει άλλα χειρότερα κολαστήρια, από τα οποία δεν δύναται να σε λυτρώνη εκείνος, όστις εσταυρώθη από τους Ιουδαίους, ταλαίπωρε». Του λέγει η Αγία· «Τι βλασφημείς, άνομε; Δεν ηξεύρεις, ότι αυτός ήλθεν από τους ουρανούς, και θεληματικώς εσταυρώθη, δια να μας λυτρώση από την κόλασιν»; Τότε προσέταξεν ο τύραννος να φέρουν ένα τροχόν, εις τον οποίον έδεσαν την Αγίαν· ανάψαντες δε πυρ υποκάτω, έχυναν έλαιον, δια να την βασανίζουν χειρότερα. Η δε Μάρτυς, αναβλέψασα προς τον ουρανόν, έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις βοηθείς τους φοβουμένους σε, μη με εγκαταλίπης την δούλην σου, αλλά δείξον και τώρα εις εμέ τα θαυμάσιά σου, δια να μη χαρή ο ασεβής τύραννος». Τότε διεσκορπίσθη το πυρ και κατέκαυσε θαυμασίως πολλούς Έλληνας. Όθεν εξήλθεν η Αγία από τον τροχόν, την ηρώτα δε πάλιν ο ασύνετος λέγων· «Τις σου έμαθε τοιαύτας μαντείας και δεν δύναται να σε κυριεύση το πυρ»; Τότε πάλιν η Μάρτυς τον ύβρισεν ως μάταιον και ασύνετον. Βλέπων δε ούτος ότι δεν ηδύνατο να την καταβάλη, την εφυλάκισε και δεν της έδωσε να φάγη, δια να αποθάνη από την πείναν σύντομα. Ο δε ουράνιος Πατήρ αυτής, ως φιλόστοργος, δεν την αφήκεν ανεπιμέλητον, αλλ’ απέστειλε τρεις Αγγέλους και της έφεραν τροφήν σωτήριον, το δε σώμα της εθεράπευσαν. Όθεν ηυχαρίστει τον Δεσπότην όλην εκείνην την ημέραν και ηύχετο. Όταν ενύκτωσεν, απέστειλεν ο πατήρ αυτής πέντε δούλους, οίτινες έδεσαν εις τον λαιμόν της μεγάλην πέτραν και την έρριψαν εις το πέλαγος. Οι δε Άγιοι Άγγελοι την εδέχθησαν, και επεριπάτει επάνω του ύδατος χαίρουσα· ότι ο μεν λίθος ελύθη και εβυθίσθη, αυτή δε εδόξαζε τον Κύριον λέγουσα· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ Παντοδύναμε, και παρακαλώ σε κάμε μου και ταύτην την χάριν σήμερον, να λάβω τώρα το άγιον Βάπτισμα εις ταύτα τα ύδατα, εις άφεσιν των αμαρτημάτων μου». Ταύτα ειπούσα, ήλθε φωνή εκ των ουρανών λέγουσα· «Επήκουσά σου την δέησιν». Ομού δε μετά της φωνής ήλθε και νεφέλη φωτεινή, βλέπει δε έμπροσθεν αυτής τον Δεσπότην Χριστόν με βασιλικήν πορφύραν και στέφανον, κύκλω δε αυτού παρίσταντο Άγιοι Άγγελοι, υμνολογούντες με ευωδίαν θυμιαμάτων θαυμάσιον. Ως δε είδεν η Αγία τον Κύριον, εφοβήθη και έπεσε πρηνής. Ο δε Σωτήρ ήγειρεν αυτήν, και της λέγει· «Εγώ είμαι ο Χριστός, Χριστίνα, όστις φωτίζω τους επικαλουμένους με, και ήλθα να σε λυτρώσω από την πλάνην των ειδώλων, καθώς εζήτησας». Τότε την κατέδυσεν εις την θάλασσαν, λέγων· «Βαπτίζω σε, Χριστίνα, εις το όνομα του Πατρός μου και εις εμέ τον Υιόν του, και εις το Πνεύμα το Άγιον». Ταύτα ειπών ο Δεσπότης την παρέδωκεν εις τον αρχιστράτηγον Μιχαήλ, λέγων· «Δώσε εις αυτήν την σφραγίδα μου, κάμε την λαμπροφόρον και οδήγησον εις την ξηράν». Ούτως ο μεν Κύριος επανήλθεν εις τα ουράνια, η δε Αγία ευρέθη αβλαβής εις την πόλιν αυτής, πλησίον εις τον πατρικόν της οίκον. Όταν λοιπόν εξημέρωσεν, είδεν αυτήν προσευχομένην ο τύραννος, και νομίζων ότι δεν την έρριψαν οι δούλοι του εις την θάλασσαν, ήθελε να τους θανατώση ο μάταιος αδίκως. Ομολογήσαντες όμως εκείνοι το θαυμάσιον, ηρώτησεν αυτήν λέγων· «Ειπέ μοι, Χριστίνα, με ποίας μαντείας ενίκησες και την θάλασσαν»; Η δε απεκρίνατο· «Δεν βλέπεις, τετυφλωμένε και ανόητε, ότι έλαβον χάριν από τον Χριστόν μου και εξαναγεννήθην σήμερον»; Τότε προστάσσει να την φυλακίσουν εκ νέου δια να την αποκεφαλίση την επαύριον. Η δε Αγία έκαμεν ευχήν προς τον Χριστόν λέγουσα· «Υιέ του Θεού του ζώντος, όστις με εφώτισας με το λουτρόν της αναγεννήσεως, απόδος του πατρός μου ταύτην την νύκτα κατά τα έργα του· δώσε εις αυτόν τον πρέποντα θάνατον, διότι μελετά να με θανατώση αύριον». Ούτω μεν η Αγία προσηύξατο. Ο δε Κύριος την αίτησίν της επλήρωσε. Όθεν βασανισθείς πολλά την νύκτα εκείνην δικαίως ο άδικος και κακός κακώς απέθανεν. Η δε Μάρτυς έμεινεν ολίγον καιρόν απείραστος, ευχαριστούσα τον Κύριον, ότι ελύτρωσεν αυτήν από τον τύραννον. Μετά τινας ημέρας έγινεν άλλος άρχων εις την αξίαν του πατρός αυτής, Δίων ονομαζόμενος. Όστις αναγνώσας τα υπομνήματα της Μάρτυρος, επρόσταξε να την φέρουν εις το κριτήριον. Βλέπων δε την ωραιότητα του προσώπου της, ήρχισε να την κολακεύη λέγων· «Επάκουσόν μου, τέκνον, και θυσίασον εις τους θεούς, ίνα λυτρωθής από διάφορα κολαστήρια, θα γράψω δε του βασιλέως δια σε, ότι είσαι από γένος βασιλικόν, να σε υπανδρεύση με μεγάλον άρχοντα, να περάσης ζωήν ευφρόσυνον. Εάν όμως μου παρακούσης, θέλω σου δώσει τοιαύτα κολαστήρια, ώστε να μη δυνηθή ο Θεός σου να σε λυτρώση από τας χείρας μου». Η δε Αγία απεκρίνατο λέγουσα· «Ούτε τας απειλάς σου φοβούμαι, ούτε νικώμαι από τας μιαράς κολακείας σου, ότι ο Θεός μου δύναται να με λυτρώση από τας τιμωρίας σου». Τότε προστάσσει να την δείρουν άσπλαγχνα. Υπέμεινε δε η Αγία τας βασάνους καρτερικώς και ενέπαιζε τον τύραννον, ούτω λέγουσα· «Με τοιαύτα μέσα νομίζεις, ότι θα με νικήσης, αδύνατε; Εάν δύνασαι, κόλασόν με χειρότερα, ότι αυτά μοι φαίνονται ως παίγνια».Τότε θυμωθείς ο άρχων προσέταξε και έφεραν σκάφην σιδηράν, εις την οποίαν έβαλαν πίσσαν, ρητίνην και έλαιον· βαλόντες δε πυρ υποκάτω, έρριψαν εντός αυτής την Μάρτυρα, την έβραζαν δε ώραν πολλήν, περιστρέφοντες αυτήν με σιδηράς σούβλας, δια να λύσουν αι σάρκες της. Η δε Μάρτυς υπέμεινε μεγαλοψύχως και ταύτην την φοβεράν βάσανον, ευχαριστούσα τον Κύριον. Τότε ο τύραννος την συνεβούλευσε πάλιν λέγων· «Βλέπεις, Χριστίνα, ότι οι θεοί σε σπλαγχνίζονται και σου ελαφρύνουν την παίδευσιν; Γνώρισον την ευεργεσίαν και θυσίασον εις αυτούς». Του λέγει η πάνσεμνος· «Την δύναμιν του Χριστού μου αναφέρεις εις τους μιαρούς σου θεούς, αφρονέστατε και αναίσθητε; Πως δύνανται να βοηθήσουν τους ζώντας οι τυφλοί και άλαλοι»; Οργισθείς εις ταύτα ο άρχων προσέταξε να ξυρίσουν την κεφαλήν της, να την παιδεύσουν γυμνήν και να την πομπεύσουν εις όλην την πόλιν με καταφρόνησιν· αφού δε έπραξαν καθώς προσετάχθησαν την εφυλάκισαν. Την επομένην έφεραν πάλιν την Αγίαν εις το κριτήριον, και λέγει προς αυτήν ο τύραννος· «Ας υπάγωμεν εις τον ναόν, να προσκυνήσης τον ουράνιον θεόν Απόλλωνα». Η δε απεκρίνατο· «Καλώς είπες, να προσκυνήσω Θεόν τον ουράνιον». Τότε ο άρχων εχάρη, νομίζων ότι το είδωλον είπε να προσκυνήση· την ωδήγησαν λοιπόν εις τον ναόν με τιμήν ανείκαστον. Προσηύξατο τότε η Αγία εις τον αληθή Θεόν, ταύτα λέγουσα· «Κύριε ο Θεός ο ουράνιος, ο ποιητής πάσης της κτίσεως, επάκουσόν μου της δούλης σου και πρόσταξον να μετατοπισθή τούτο το είδωλον, να εξέλθη από τον ναόν τεσσαράκοντα βήματα». Παρευθύς τότε, προς έκπληξιν και θαυμασμόν των ορώντων, εξήλθεν έξω το άψυχον άγαλμα και εστάθη εις τον τόπον, όπου η Μάρτυς προσέταξε. Ταύτα βλέπων ο άρχων και φοβηθείς, έπεσεν ευθύς επί πρόσωπον· είτα πάλιν εσηκώθη έντρομος, και λέγει εις την Μάρτυρα· «Ηδυνήθησαν αι μαγείαι σου να μετατοπίσουν τον μέγαν θεόν Απόλλωνα»; Η δε Αγία ελυπήθη εις την αναισθησίαν του άρχοντος και του λέγει· «Δεν εντρέπεσαι, μωρέ και ανόητε τύραννε, να ονομάζης θεόν την απώλειαν των πολλών Απόλλωνα; Εγώ να τον προστάξω τώρα να απολεσθή ο Απόλλων σου». Τότε λέγει προς το μιαρόν είδωλον· «Σε προστάσσω, εν τω ονόματι του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, να πέσης εις την γην να γίνης συντρίμματα». Παρευθύς τότε επήκουσεν ο ψευδώνυμος θεός εις την Αγίαν και πίπτων συνετρίβη. Οι δε παρόντες, ιδόντες τοιούτον φρικτόν και εξαίσιον θέαμα, εδόξαζον τον Χριστόν ως Θεόν παντοδύναμον, επίστευσαν δε εις αυτόν τρεις χιλιάδες ανθρώπων. Ο δε άρχων από την λύπην του έμεινεν άφωνος και απέθανεν· ο δε συγκάθεδρός του εφυλάκισε την Αγίαν έως να ψηφίσουν έτερον άρχοντα. Μεθ’ ημέρας τινάς έγινεν άλλος άρχων, Ιουλιανός ονόματι, όστις ακούσας δια την Μάρτυρα, προσέταξε να την φέρουν εις το κριτήριον· τούτου δε γενομένου πρώτον εδοκίμασε να την διαστρέψη με κολακείας και απειλάς, αλλά μη δυνηθείς, εξέκαυσεν ημέρας τρεις κάμινον, ρίψαντες δε αυτήν έσω, την αφήκαν ημέρας πέντε, χρίοντες έξωθεν επιμελώς την κάμινον, δια να μη εξέρχεται η θερμότης τελείως. Η δε Μάρτυς έψαλλε με τους Αγίους Αγγέλους έσωθεν, δοξάζουσα και ευχαριστούσα μεγαλοφώνως τον Κύριον. Ακούοντες δε τας φωνάς αυτής οι στρατιώται, οι οποίοι εφύλαττον την κάμινον, εφοβήθησαν και ανήγγειλαν το γενόμενον εις τον άρχοντα. Όθεν εκείνος προσέταξε να ανοίξουν την έκτην ημέραν την κάμινον, εξήλθε δε τότε η Αγία σώα, ώσπερ να ήτο εις λουτρόν. Λέγει τότε προς αυτήν ο τύραννος· «Ειπέ μας, Χριστίνα, και ομολόγησον τας μαντείας σου, ει δε μη σήμερον σου δίδω κακόν θάνατον». Η δε απεκρίνατο· «Δεν σε φοβούμαι ποσώς, λύκε άρπαξ, όθεν κάμε εις εμέ ει τι δύνασαι, ότι έχω τον ουράνιον Θεόν βοηθούντα μοι». Τότε προσέταξε τον επιμελητήν των θηρίων ο θηριόγνωμος και των θηρίων αναισθητότερος να φέρη δύο ασπίδας, δύο εχίδνας και δύο όφεις, ήσαν δε και τα εξ ταύτα φοβερά και θανάσιμα, τα οποία αφήκαν κατά της Αγίας· αλλ’ όχι μόνον δεν την έβλαψαν, μάλιστα και ευσπλαγχνίαν της έδειξαν, διότι αι μεν ασπίδες έλειχον τους πόδας της, οι δε όφεις τον ιδρώτα εσπόγγιζον, ότι δια τον Χριστόν ηγωνίζετο. Ο δε των θηρίων θηριωδέστατος τύραννος εθυμώνετο ταύτα βλέπων, και έλεγε προς τον υπηρέτην των θηρίων να τα ερεθίση να σπαράξουν την Μάρτυρα. Θέλων δε εκείνος να κάμη το προστασσόμενον, ηγριώθησαν ταύτα κατ’ αυτού, του επιμελητού αυτών, και τον εθανάτωσαν. Τότε η Αγία τα μεν θηρία προσέταξε να αναχωρήσουν από την πόλιν, χωρίς να βλάψουν κανένα άνθρωπον, προς τον δοτήρα δε της ζωής εδέετο λέγουσα· «Δέσποτα ζωοδότα, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο εγείρας εκ νεκρών τον Λάζαρον, επάκουσόν μου της δούλης σου και ανάστησον τούτον τον άνθρωπον, δια να δοξασθή το Πανάγιόν σου όνομα, και να πιστεύσουν οι περιεστώτες, ότι συ είσαι μόνος Θεός, ο ποιών θαυμάσια». Τότε ήλθεν από τους ουρανούς φωνή λέγουσα· «Χριστίνα, ευλογημένη δούλη μου, εγώ ο Θεός σου είμαι μετά σου, και ό,τι ζητήσεις να γίνεται». Τότε εσφράγισε τον νεκρόν η Αγία λέγουσα· «Εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού έγειραι». Παρευθύς τότε ανεστήθη ο νεκρός και ηυχαρίστει τον Θεόν και την Μάρτυρα. Ο δε τετυφλωμένος τύραννος, νομίζων μαγείαν το θαυματούργημα, πρόσταξε να κόψουν τους μαστούς της Αγίας ο άσπλαγχνος. Αύτη δε η μακαρία ωνείδιζεν αυτόν λέγουσα: «Ω άπιστε και λιθόκαρδε, δεν βλέπεις ότι ρέει γάλα από τας πληγάς αντί αίματος; Απιστείς εις τόσας θαυματουργίας, άπιστε»; Έπειτα αναβλέψασα προς τον ουρανόν έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ότι με ηξίωσας να πάθω ταύτα δια την αγάπην σου, με τα οποία εκαθαρίσθη ο ρύπος της εμής ψυχής και του σώματος. Ηξεύρω ότι αύριον τελειώνω τον αγώνα μου, ίνα λάβω τον έφθαρτον στέφανον». Τότε την εφυλάκισαν, επήγαν δε εκεί γυναίκες πολλαί και την επαρηγορούσαν, συμπάσχουσαι εις τους πόνους της. Η δε Αγία εδίδαξεν αυτάς, και πολλαί επίστευσαν εις τον Χριστόν δι’ αυτής. Την πρωϊαν της επομένης προσέταξεν ο τύραννος να φέρουν την Αγίαν εις το μέσον, και της λέγει: «Προσκύνησον τους θεούς, ει δ’ άλλως σήμερον θέλω σου δώσει τον πρέποντα θάνατον». Η δε απεκρίνατο: «Σήμερον και συ απόλλυσαι και υπάγεις εις την αιώνιον κόλασιν». Τότε προσέταξεν ο τύραννος να κόψουν την γλώσσαν της. Η δε Αγία προσηύξατο λέγουσα· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ μου, ότι δεν με εγκατέλιπες εκ κοιλίας μητρός μου. Ο θησαυρός πάσης αγαθότητος, επίβλεψον επ’ εμέ, ότι ήλθεν ο καιρός της αναπαύσεώς μου· πρόσταξον όθεν να τελειώσω τον δρόμον εις τούτο το στάδιον». Τότε ήλθε φωνή από τους ουρανούς λέγουσα· «Χριστίνα άμωμε, έχε θάρρος, ότι πολλά υπέμεινας δι’ εμέ, όθεν και πολλή απόλαυσις σε αναμένει, η Βασιλεία των ουρανών ηνέωκται, και οι Άγγελοι σε αναμένουν. Λοιπόν ελθέ να λάβης τον ητοιμασμένον σοι στέφανον». Όταν δε έκοψαν την γλώσσαν της, την επήρεν η Αγία εις την δεξιάν χείρα της και την έρριψεν εις το πρόσωπον του άρχοντος και παρευθύς τον ετύφλωσε, φωνή δε εξήλθεν από το στόμα της Μάρτυρος προς τον τύραννον λέγουσα· «Ιουλιανέ άτιμε, επειδή απέκοψας την γλώσσαν, ήτις ευλογεί τον Κύριον, έχασες και συ το φως σου δικαίως, άδικε». Τότε ο τυφλός προσέταξε δύο στρατιώτας, ομογνώμους αυτού και ομόφρονας, να την θανατώσωσι. Και ο μεν εις την επλήγωσεν εις την καρδίαν, ο δε έτερος εις την πλευράν και ούτως ετελειώθη η Αγία· ο δε τύραννος, πηγαίνων εις τον οίκον του, ήλθεν εις αυτόν οργή από τον Θεόν και απέθανε με μεγάλην βάσανον και τιμωρίαν· βλέπων δε τα θαύματα της Αγίας Μάρτυρος εις συγγενής της επίστευσεν εις τον Χριστόν, και έκτισεν επ’ ονόματι αυτής Εκκλησίαν, εις την οποίαν απέθεσε το τίμιον αυτής και σεβάσμιον λείψανον· ετελειώθη δε η Αγία κατά την εικοστήν τετάρτην (24) του Ιουλίου ημέραν Πέμπτην, εις δόξαν Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος της Ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος. Αμήν.
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3145
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
- Επικοινωνία:
Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) Ιουλίου, η Κοίμησις της Αγίας ΆΝΝΗΣ, μητρός της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.
Άννα, η κατά σάρκα γενομένη προμήτωρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, κατήγετο εκ της φυλής του Δαβίδ, θυγάτηρ Ματθάν του ιερέως και Μαρίας της γυναικός αυτού. Ο Ματθάν ιεράτευε κατά τους χρόνους Κλεοπάτρας και Σαπώρου βασιλέως Περσών, προ του Ηρώδου του υιού Αντιπάτρου, έχων τρεις θυγατέρας, Μαρίαν, Σοβήν και Άνναν, εκ των οποίων η μεν Μαρία υπανδρεύθη εις την Βηθλεέμ και εγέννησε Σαλώμην την μαίαν, η δε Σοβή υπανδρεύθη και αυτή εις την Βηθλεέμ και εγέννησε την Ελισάβετ, η δε Άννα υπανδρεύθη εις την Γαλιλαίαν και εγέννησε Μαρίαν την Θεοτόκον· ώστε η Σαλώμη, η Ελισάβετ και η Θεοτόκος Μαρία είναι θυγατέρες μεν τριών αδελφών, πρώται δε εξαδέλφαι μεταξύ των. Η Αγία Άννα λοιπόν, αφού εγέννησε την Θεοτόκον Μαρίαν, ήτις υπήρξεν η σωτηρία όλου του κόσμου, και αφού απεγαλάκτισεν αυτήν, την αφιέρωσεν εις τον Ναόν του Θεού, ως καθαρόν και άμωμον δώρον, διανύσασα δε την ζωήν της με νηστείας, προσευχάς και ελεημοσύνας προς τους πτωχούς, εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησε. Τελείται δε η αυτής σύναξις και εορτή εις τόπον καλούμενον Δεύτερον.
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΑΝΝΑΝ
«Και απηγγέλη αυτώ λεγόντων· η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω ιδείν σε θέλοντες» (Λουκά η: 20).
Έχεις αληθώς, ω μακαρία δυάς Ιωακείμ και Άννα, και κατ’ εξαίρετον τρόπον και με προνόμιον δικαιότατον, της αθανασίας το πολυέραστον και τιμαλφέστατον θησαύρισμα· έχεις, λέγω, τοιαύτης αθανασίας προνόμιον, και ως κλήρον αναφαίρετον και δικαιότατον απέλαβες εκείνο όπου επεθύμησαν πολλοί, και βασιλείς και σοφοί· αλλά καθώς και ο τρόπος με τον οποίον εζήτησαν τοιαύτης αθανασίας όνομα ήτο καταγέλαστος, τοιουτοτρόπως και αυτοί έμειναν εις όλον το ύστερον παίγνιον εις τους μεταγενεστέρους και γέλως. Και τι άλλο άξιον γέλωτος ωσάν να επιθυμήση τις τοιούτον υπερφυσικόν πράγμα και θείον, το της αθανασίας, με την γλώσσαν ενός πτηνού πολλά αδυνάτου; Καθώς ακούομεν πως έκαμε κάποιος βασιλεύς της Αιγύπτου, όστις δια να κηρυχθή αθάνατος θεός, δεν εύρεν άλλο μέσον, παρά να συνειθίση το όρνεον πρότερον εις το παλάτι τοιαύτην φωνήν, και ύστερον να το πέμψη κήρυκα της ιδικής του αθανασίας· ασθενέστατον το θεμέλιον, και ανεμώλιος η οικοδομή. Έπεσεν εις αυτόν τον έρωτα και ο Καίσαρ, και δια τούτο εσυνείθισε τον ψιττακόν να λέγη· «χαίρε, κλεινέ Καίσαρ», και μαζί με αυτόν και άλλοι πολλοί βασιλείς των Ρωμαίων, αλλά όλους έδειξε το τέλος μικρούς και ανοήτους. Εχώρησεν εις την καρδίαν αυτό το αχώρητον τη κτιστή φύσει της θεότητος όνομα ακόμη και εις τους δοκούντας σοφούς του αιώνος τούτου. Τοιούτος εφάνη ο Εμπεδοκλής, όστις πίπτει μέσα εις τας φλόγας του πυρός, ενταφιάζει εκεί μέσα την ζωήν του, δια να αποκτήση αυτό το πολυέραστον όνομα της θεότητος και αθανασίας. Ταύτης εραστής έγινε και ο μέγας αυτοκράτωρ της γης, εκείνος ο Αλέξανδρος, αλλ’ εφάνη καταγέλαστος· επειδή εις τον ίδιον καιρόν καθ’ ον εδημοσίευεν ότι είναι υιός του Άμμωνος, εκήρυξε τον εαυτόν του νόθον και την μητέρα του μοιχαλίδα. Τοιαύτα τα αποτελέσματα της γηϊνης επιθυμίας, τοιούτος ο κλήρος της σαρκικής ορέξεως· γέλως και εμπαιγμός, όνειδος και αισχύνη. Αλλά σεις, ω μακαρία δυάς Ιωακείμ και Άννα, το ζεύγος το άγιον, δικαιοσύνη λάμποντες και αρετή διαπρέποντες, ελπίδι τη θεία στοιχούντες κατά τα έργα, και την καλήν κληρονομίαν απελαύσατε· θεμέλιον αρραγέστατον τον θείον έρωτα εβάλετε, και την φύλαξιν των νομικών παραγγελμάτων ως ουδείς άλλος είχετε· δια τούτο, κατά τας αρχάς, και το τέλος ελάβετε· άγιον το θεμέλιον, αγία και η οικοδομή· αληθιναί αι αρχαί, και το συμπέρασμα αναμφίβολον· ο σκοπός θείος, και το αποβησόμενον θειότερον· η πραγματεία αγία, και το κέρδος πανάγιον. Όθεν έχεις δίκαιον κλήρον, ω συζυγία τρισόλβιε, το να λέγεσαι Θεοπάτωρ, κλήρον αθανασίας και της κατά χάριν υιοθεσίας, όπερ εφαντάσθησαν βασιλείς και σοφοί, αλλ’ ουδέ της σκιάς αυτού ηξιώθησαν. Αλλά συ, ω μακαρία δυάς, μολονότι και κατά τον νόμον της φύσεως ως άνθρωπος και απέθανες, και δίδει το αίτιον η σοφία του Σειράχ (Κεφ. λ΄)· «ετελεύτησεν αυτού ο πατήρ, και ως ουκ απέθανεν· όμοιον γαρ αυτώ κατέλιπε μετ’ αυτόν». Ετάφης και συ μακαρία δυάς, αλλά μας άφησες στήλην έμψυχον της σης αρετής και ασυγκρίτου αγιότητος την μακαρίαν Παρθένον, τον έμψυχον των χαρισμάτων ωκεανόν, τον λογικόν πολύφωτον ουρανόν και πάσης αθανασίας πηγήν, της ευσπλαγχνίας το άπειρον πέλαγος, την πάγχρυσον στάμνον του ουρανίου μάννα, την ακοίμητον και πολύφωτον λυχνίαν των μετανοούντων, την ακαταίσχυντον ελπίδα των απηλπισμένων, το πανάγιον όρος, εν ω ηυδόκησε κατοικείν ο Θεός· τοιούτον υπόδειγμα της σης αρετής και τελειότητος μας άφησες, ω μακαρία, και της σης αγιότητος. Και τις να μη ομολογήση, ότι συ μόνη έχεις της αθανασίας το προνόμιον; Συ μόνη λάμπεις ως άλλος ήλιος εν μέσω του νοητού στερεώματος, εν μέσω, λέγω, του χορού των άλλων Αγίων, όσοι ηξιώθησαν να ακούσωσιν, «εγώ είπα θεοί εστέ, και υιοί υψίστου πάντες»; Και ας προσέχη καλώς, όστις θέλει να το καταλάβη. Είναι πράγμα ομολογούμενον και γνωστόν τοις πάσιν, ότι πολλοί ακούσαντες τα τρόπαια και τας νίκας του μεγάλου βασιλέως Αλεξάνδρου, επεθύμησαν να ίδωσι τους θησαυρούς του, εκείνα τα ιδικά του θησαυροφυλάκια, και αυτός ο καλός βασιλεύς χωρίς αργοπορίαν δεικνύει τους φίλους του. Και ταύτην την υπόθεσιν, ανθρωποπρεπως ομιλούντες, ανίσως και ήθελε μας αξιώσει το θείον έλεος, να έχωμεν τόσην παρρησίαν και θάρρος προς τον Θεόν, ώστε να είπωμεν, ω Θεέ παντοδύναμε, το ακούομεν και το ομολογούμεν, ότι συ είσαι ο βασιλεύς των βασιλευόντων, συ η αυτοδέσποτος παντοκρατορία, συ ο μονάρχης ουρανού και της γης, σε, του οποίου της βασιλείας ουκ έσται τέλος, παρακαλούμεν, ας έχωμεν τόσην χάριν από σε οι παραμικροί σου και ευτελείς δούλοι, ας μάθωμεν καν με τον λόγον τους θησαυρούς σου, δια να ευφραινώμεθα και να καυχώμεθα προς τους εχθρούς δια τα μεγάλα και ασύγκριτά σου θησαυροφυλάκια. Ηξεύρω πως θέλει αποστραφή το ζήτημά μας, ότι είναι ασυγκρίτως πλέον γαληνότατος και ευπρόσιτος βασιλεύς, υπέρ πάντα βασιλέα χειροτονητόν και φθαρτόν· ακόμη ηξεύρω πως χρυσός και άργυρος, λίθοι διαυγείς και πολύτιμοι έμπροσθεν εις εκείνον είναι ουδέν. Λοιπόν ως μεγαλοπρεπέστατος υπέρ πάντα βασιλέα, θησαυρός θέλει μας δείξει τους φίλους του· και τούτο επειδή και είναι αληθινόν και αναντίρρητον, ανά μέσον εις όλους, Αγγέλους, λέγω, και Αρχαγγέλους, Προφήτας και Πατριάρχας, Αποστόλους και Μάρτυρας, Οσίους και παρθένους, από όλους, λέγω, αυτούς τους πιστούς φίλους και εκλεκτούς του Θεού, ποίους νομίζετε πως θέλει μας δείξει, και έχει δια θησαυρόν; Βέβαια άλλους δεν θέλει μας δείξει, παρά τούτους τους εορταζομένους Ιωακείμ και την Άνναν· και εις τούτο μάρτυρες αξιόπιστοι είναι ο εκ Δαμασκού φωστήρ, και άλλοι πολλοί των Αγίων. Αλλά και από αξίωμα φιλοσοφικόν είναι βέβαιον, όπερ λέγει· «δι’ ο έκαστον τοιούτον, εκείνο μάλλον τοιούτον». Φέρε μου εδώ όλον τον ουρανόν, όλην την Εκκλησίαν των πρωτοτόκων και τους προ νόμου δικαίους, και μετά τον νόμον, όσοι της σκιάς και όσοι της χάριτος, όσοι της Παλαιάς Πατριάρχαι και όσοι της Νέας, όσοι έλαμψαν με προφητικόν χάρισμα και όσοι με αποστολικόν αξίωμα, όσους στολίζει στέφανος μαρτυρίου, και όσους παρθενίας διάδημα, όσους περικλείει η άνω Ιερουσαλήμ, ας έλθουσιν όλοι εδώ να τους ερωτήσω· ειπέτε μοι, ω μακάριοι, πόθεν υμείς εις τον ουρανόν; Τις ήνοιξεν υμίν την θύραν του ουρανού, ην έκλεισεν ο προπάτωρ Αδάμ; Ποίος συνέτριψε τας πύλας του Άδου; Τις έλυσε την παλαιάν καταδίκην την καθ’ ημών; Ποίος γίγας, ποίος μεγαλόψυχος κατέβη εις τα καταχθόνια της γης, και έκαμε τόσην ανδραγαθίαν μεγάλην, ώστε συνέτριψεν εκείνα τα πολυχρόνια δεσμά, και εν ριπή οφθαλμού ηρήμωσεν εκείνα τα βασίλεια, ήρπασε τόσας μυριάδας και ανεβίβασεν εις τον ουρανόν; Ηξεύρω ότι με ένα στόμα θέλουσι μας αποκριθή, ότι από κτίσεως κόσμου παρήλθον τόσαι χιλιάδες χρόνοι, και φως ελεημοσύνης ποτέ δεν ανέτειλε μέσα εις εκείνο το σκότος της θεοπατρικής κληρονομίας, και μετά ταύτα εις τους υστερινούς χρόνους γεννάται ένα χαριτωμένον ανδρόγυνον από το βασιλικόν και άγιον αίμα του Δαυϊδ, και από αυτούς γεννάται καρπός άγιος, από γην αγίαν, μία χαριτωμένη Παρθένος· εκείνης ο Υιός εστάθη εις ημάς της ελευθερίας το αίτιον, απ’ εκεί γνωρίζομεν το παν και της δόξης και της τιμής ταύτης, την οποίαν απολαμβάνομεν. Βλέπεις πως είναι αληθινόν, ότι «δι’ ο έκαστον τοιούτον, εκείνο μάλλον τοιούτον»; Βλέπεις, ότι από το γένος Ιωακείμ και της Άννης προήλθε τούτο το χάρισμα, το να είναι εις τον ουρανόν τόσοι Άγιοι, τόσοι φίλοι Θεού, τόσοι θεοί κατά χάριν; Ακολουθεί λοιπόν ο Ιωακείμ και η Άννα να έχωσι τα πρωτεία ανά μέσον εις τους τόσους αυτούς, να έχωσι το προνόμιον της αθανασίας κατ’ εξαίρετον τρόπον εν μέσω των άλλων. Αλλά τι θέλω εγώ από των φιλοσόφων τα αξιώματα; «Έλαιον αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου». Ας έλθη το φως της αληθείας, ας έλθη η θεόπνευστος φιλοσοφία, ας έλθη το Ευαγγέλιον, και ας το ειπή, ανίσως ο Ιωακείμ και η Άννα δεν πρέπει να λέγωνται θησαυροφυλάκιον του Θεού, των πρωτοτόκων οι ακρέμονες, από τον καρπόν αυτού επιγνώσεσθε αυτούς. Επιθυμείς να ηξεύρης πόσον μεγάλοι Άγιοι είναι ο Ιωακείμ και η Άννα; Μάθε το από τον καρπόν των· αν το κάλλος των τέκνων, τα σπουδαία ήθη των παιδίων, η θεάρεστος και ανεπίληπτος ζωή των θυγατέρων είναι μάρτυρες αξιόπιστοι των γονέων, από την αγιότητα, από την τελειότητα της θυγατρός του Ιωακείμ και της Άννης, γνώρισε ποίος ήτο ο Ιωακείμ και η Άννα. Διηγείται Βαλέριος ο Μάξιμος δια μίαν Ρωμαίαν πλουσίαν, η οποία, όταν επήγε να χαιρετήση μίαν άλλην ευγενή, Κορνηλίαν λεγομένην, ήρχισε να μεγαλορρημονή εις τους πολλούς και διαφόρους θησαυρούς όπου είχε και εκείνη μετά σιωπής ήκουεν, έως ότου ήλθεν η θυγάτηρ της από το σχολείον, η οποία με σεμνοπρέπειαν ευγενικήν και με εν παρθενικόν χαιρέτισμα, ευθύς ως εισήλθε μέσα, επαράστησε τίνος θυγατέρα είναι, και με ποία ευγενικά μαθήματα είναι ποτισμένη· τότε λέγει και η Κορνηλία· ιδού και τα ιδικά μου πλούτη, ούτοι είναι οι ιδικοί μου θησαυροί. Απ’ εδώ γίνεται φανερόν, ότι ανίσως οι ταπεινοί άνθρωποι έχωσι την καλήν παίδευσιν και σωφροσύνην των θυγατέρων των εις τόπον θησαυρού και πλούτου, ποίον καύχημα, ποία δόξα θέλει είσθαι εις τον Ιωακείμ και την Άνναν η ασύγκριτος αγιότης της θυγατρός αυτών; Αντί ποίων θησαυρών του Κροίσου, αντί ποίων ποταμών χρυσορρόων της Λυδίας θέλει είσθαι εις αυτούς το έμψυχον θησαυροφυλάκιον των αρετών, η θυγάτηρ; Ή τίνος άλλου γέννημα είναι εκείνη, την οποίαν είπε κεχαριτωμένην ο Άγγελος; Τίνος άλλου βλαστός εκείνη, ην ωνόμασε μαργαρίτην πολύτιμον του ουρανίοτ βασιλέως ο Μεθόδιος; Τίνος άλλου σπέρμα εκείνη, την οποίαν ωνόμασε καλλονήν πάσης ωραιότητος ο Νεοκαισαρείας Γρηγόριος; Αυτών δεν είναι θυγάτηρ, εκείνη την οποίαν είπεν ο Γερμανός διαυγέστατον στέφανον του ουρανού; Αυτών δεν είναι θυγάτηρ, το θησαυροφυλάκιον των αρετών, ως ωνόμασεν αυτήν ο Δαμασκηνός; Αυτών δεν είναι θυγάτηρ το μέγα θαύμα και ανήκουστον τέρας της παρθενίας, όπερ ωνόμασεν ο Χρυσόστομος; Με αυτών το γάλα δεν ετράφη το παναγιώτατον θέαμα, που είπεν ο Ιγνάτιος ο Μάρτυς; Των σπλάγχνων αυτών μέρος δεν είναι εκείνη η Παρθένος, την οποίαν Μυστήριον του ουρανού και της γης είπεν ο Επιφάνιος; Από τα αίματα αυτών δεν είναι ζυμωμένον εκείνο το θυγάτριον, το οποίον διδασκαλείον των ηθών και εξαίσιον άκουσμα ουρανού και της γης είπεν ο Εφραίμ; Λοιπόν επειδή ο Ιωακείμ και Άννα τοιαύτης θυγατρός εχρημάτισαν γεννήτορες, πως είναι τρόπος να μη τους κηρύττωμεν ενδοξοτέρους και αγιωτέρους πάντων των εν ουρανώ; Λέγουσι πολλοί των Θεολόγων, ότι ο Ιωσήφ ο μνήστωρ της Παρθένου, μολον΄τι ήτο και πρότερον δίκαιος και Άγιος, πλην το ύψος της αγιότητος όπου έφθασε μετά ταύτα, δεν το εγνώρισεν από άλλο αίτιον, παρά από την συναναστροφήν της Αειπαρθένου Μαρίας· γνώμη αύτη αληθινή των Θεολόγων, αλλά και η καθημερινή πείρα το βεβαιώνει. Διότι αν ημείς, σοφοίς ομιλούντες, απολαμβάνωμεν μέρος της σοφίας εκείνων, αν και δεν είναι και το όλον, σπουδαίοις και εναρέτοις ανδράσι συνδιατρίβοντες, αποκτώμεν μέρος της αρετής εκείνων, πόσω μάλλον εκείνος ο Δίκαιος, έχων έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του τόσους πολλούς χρόνους το έμψυχον δοχείον πάσης αγιωσύνης και τελειότητος, δεν θα έλαβε και βοήθειαν και διδασκαλίαν ζωντανήν, δια να φθάση εις βαθμόν της αγιωσύνης και τελειότητος; Και τούτο επειδή και είναι αναμφίβολον, τις δύναται να παραστήση με λόγον, καθώς πρέπει, πόσην τελειότητα, πόσον αγιασμόν, πόσην χάριν, πόσην δόξαν, πόσην μεγαλειότητα, πόσην παρρησίαν, πόσην οικειότητα προς Θεόν επροξένησεν εις τον Ιωακείμ και εις την Άνναν το Θεοδόχον σκήνος ευρισκόμενον τόσους μήνας μέσα εις την κοιλίαν της Αγίας Άννης. Συνάγεται από το Ευαγγέλιον, ότι η Παναγία θυγάτηρ το Ιωακείμ και της Άννης, όταν ήλθεν εις τον οίκον Ζαχαρίου και ησπάσατο την Ελισάβετ, παρευθύς επλήσθη Πνεύματος Αγίου η Ελισάβετ, και όχι μόνον αυτή, αλλά και το βρέφος ο Ιωάννης, το εν τη κοιλία της Ελισάβετ. Όθεν και εσκίρτησε, δείξαν σημείον, ότι και αυτό από τον ασπασμόν της Μαρίας ηγιάσθη, καθώς είναι αληθές· όθεν πόσου αγιασμού, πόσης χάριτος αιτίαν πρέπει να υπολαμβάνωμεν την Θεόνυμφον Νύμφην, ότι θα επροξένησεν εις την Μητέρα αυτής και τον Πατέρα. Τα πλούτη του υιού κοινά θέλουσιν οι νόμοι να είναι και τη μητρί· επειδή λοιπόν του παντοδυνάμου μήτηρ εχρημάτισεν η Παρθένος, παντοδύναμος είναι και αυτή· και τούτο το χάρισμα ανίσως και το έδειξεν εις άλλους πολλούς, καθώς την κηρύττουσι τα πολλά και αναρίθμητα θαύματα της παντοδυναμίας της, πόσω μάλλον είναι βέβαιον να το μετεχειρίσθη εις τον Ιωακείμ και εις την Άνναν, τους γεννήτορας αυτής; Και λοιπόν απ’ εδώ επιχειρώ, αν καθ’ υπόθεσιν η Αγία Άννα και ο σύζυγος αυτής θείος Ιωακείμ δεν είχον αφ’ εαυτού των τόσην δύναμιν, δια να φθάσωσιν εις το αξίωμα όπου υπεθέσαμεν, από την παντοδυναμίαν της θυγατρός εξάπαντος ήθελον έχει αυτό το προνόμιον· ή πως είναι δυνατόν η θυγάτηρ αυτών να είναι υπερτέρα πάσης κτίσεως, και οι γονείς κατώτεροι από άλλους Αγίους; Ποίος ήθελεν αποτολμήσει να ειπή ότι η Παρθένος, αν και υπερτελειοτάτη εις τα άλλα της προτερήματα, πλην εις την αγάπην όπου χρεωστούσι τα τέκνα προς τους γονείς δεν ήτο τόσον τελεία; Και πως είναι δυνατόν να φαντασθή τις τούτο; Ότι ο Ιωσήφ βασιλεύς εις την Αίγυπτον, πλην ηξεύρων, ότι ο πατήρ αυτού Ιακώβ και οι αδελφοί αυτού, δυστυχείς και υστερημένοι των αναγκαίων, κάθηνται εις την γην Χαναάν, δεν υπέφερεν εκείνος να είναι ένδοξος και ο πατήρ καταφρονημένος, αλλ’ έστειλε με πολλήν επιμέλειαν και έφερε τον πατέρα και τους οικογενείς εις την Αίγυπτον, δια να απολαύση ο Ιακώβ της δόξης και του πλούτου του υιού του Ιωσήφ· είναι, λέγω, τούτο δυνατόν να φανή η αγάπη της Παρθένου προς τους προγόνους κατωτέρα από εκείνην όπου έδειξεν ο Ιωσήφ προς τον Ιακώβ; Αδύνατον τούτο, όχι να το πιστεύση τις, αλλ’ ουδέ να το φαντασθή. Ο Δαυϊδ επαινετός και εις τα άλλα του προτερήματα, και μάλιστα δια την αγάπην και επίσκεψιν όπου έδειξεν εις τους γονείς του· όθεν φεύγων την κακίαν του Σαούλ, δεν εφρόντισε τόσον δια την ιδικήν του σωτηρίαν και πώς να αποφύγη τόσα όπλα, όσα εσήκωσεν εναντίον του ο αχάριστος Σαούλ, όσον επεμελήθη την σωτηρίαν του πατρός· και δια τούτο πρώτον αυτόν ως μίαν μεγάλην παρακαταθήκην άφησεν εις τον βασιλέα των Μωαβιτών, και μετά ταύτα επεριπάτει αυτός εις ερήμους και ξένους τόπους, έως ου να ίδη που θέλει σταθή η λύσσα του Σαούλ· τούτο το επαινετόν έργον έκαμεν ο Δαυϊδ, και η απόγονος του Δαυϊδ, η Θεόπαις Μαρία, είναι δυνατόν να μη έδειξε τόσην επίσκεψιν και αγάπην εις τους γονείς, όσην ο προπάτωρ αυτής προφητάναξ Δαυϊδ; Καταβαίνει εις τους οφθαλμούς του γέροντος Τωβίτ ένα σύννεφον μέσα από την κεφαλήν, και του σκεπάζει τους οφθαλμούς και παντάπασι κλέπτει το γλυκύτατον φως αυτών· περιέρχεται ο υιός του, ο νέος Τωβίας, ζητών ιατρικόν των οφθαλμών του πατρός, και δεικνύει τόσην επιμέλειαν, τόσην φροντίδα δια την θεραπείαν του πατρός, ώστε και εις τον καιρόν όπου επεριπάτει δια να εύρη νύμφην από το γένος του, τους πόνους του πατρός δεν ελησμόνησε. Πράγμα δυσκολοπίστευτον εις τους τωρινούς νέους, και ας μοι το είπη όποιος θέλει, ποίος γαμβρός πηγαίνει εις τον οίκον της νύμφης δια να υπανδρευθή, και λησμονεί και την χαράν του γάμου, και την αγάπην της νύμφης, και ενθυμείται μόνον πώς να εύρη ιατρικόν δια την ασθένειαν του πατρός; Τοιαύτην αγάπην εις τον πατέρα άλλος δεν την έδειξε, καθώς υπολαμβάνω, παρά μόνος ο νέος Τωβίας. Αυτός είναι όπου επροτίμησε την αγάπην του πατρός από της νύμφης· δια τούτο και ο μισθαποδότης Θεός πέμπει Άγγελον, τον Ραφαήλ, σύντροφον εις την οδόν και βοηθόν του καλού υιού, και άλλα πολλά τέρατα και σημεία ηυδόκησε να γίνωσι δια μέσου εκείνου του καλού υιού. Τοιαύτην αγάπην έδειξεν ο υιός Τωβίας προς τον πατέρα, και δια τούτο μακαρίζεται από την θείαν Γραφήν. Και λοιπόν η Παρθένος, το δοχείον πάσης μακαριότητος, ήτο τρόπος να βλέπη τους γονείς αυτής εις έλλειψιν τελειότητος, και να μη προφθάση εις την ιδικήν της παντοδυναμίαν; Ήτο τρόπος να φανή η αγάπη της ολιγωτέρα από εκείνην όπου έδειξεν ο υιός Τωβίας προς τον πατέρα; Μη γένοιτο να το είπη τις. Εις όλον το ύστερον κατακυριεύεται η πολύδακρυς Τρωάς από τους Έλληνας, και εις ολίγην ώραν ανάπτει τόσον πυρ, διεγείρεται τόσος θρήνος και κλαυθμός, όπου επαρακίνησεν εις οίκτον και ευσπλαγχνίαν και αυτούς τους ιδίους νικητάς Έλληνας. Όθεν δια κήρυκος προστάζουσι να αρπάξη καθ’ ένας από τους αιχμαλωτισμένους εις τας χείρας ό,τι φανή πλέον τιμιώτερον και αρεστόν εις αυτόν· και ιδού, εξέρχεται από την πόλιν ο Αινείας, μολονότι είχε πολλά άξια τιμής εις τον οίκον του, πλην αφήνων εκείνα όλα, παίρνει των πατρώων θεών τα είδωλα και εξέρχεται. Βλέπουσιν οι Έλληνες τον Αινείαν, και επαινέσαντες την θεοσέβειαν αυτού, τω δίδουσιν άδειαν και δεύτερον να εισέλθη μέσα εις την πόλιν, και να πάρη εκείνο όπερ νομίζει τίμιον. Επιστρέφει εις τον οίκον, και δεν εκτιμά ούτε χρυσόν, ούτε άργυρον, κανένα άλλο αφ’ όσα είναι αγαπητά εις τους πολλούς, αλλά παίρνει εις τους ώμους τον πατέρα Αγχίσην, γηραλέον όντα και αδύνατον δια να ελευθερωθή από την πυρκαϊάν με την ιδικήν του δύναμιν· αυτόν βαστάζων ο Αινείας και εξερχόμενος έξω, έδωσε τόσον θαύμα και έκπληξιν εις τους Έλληνας, ώστε παρεκινήθησαν να τον αφήσωσιν ελεύθερον και εξουσιαστήν και δεσπότην εις όλα του τα υπάρχοντα. Τόσον θεοφιλές πράγμα και επαινετόν, ακόμη και έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς των ειδωλολατρών, η επίσκεψις και βοήθεια των γονέων. Και πως ήτο λοιπόν τρόπος να λείψη τοιούτον θεάρεστον έργον από την Πανάχραντον Δέσποιναν, η οποία όχι μόνον από την άλλην της τελειότητα εγνώριζε πόσην αγάπην και επίσκεψιν πρέπει να έχη εις τους μακαριωτάτους αυτής γονείς Ιωακείμ και Άνναν, αλλά και από το παράδειγμα το ιδικόν της, και από αυτήν την επίσκεψιν και φροντίδα όπου έδειξεν εις αυτήν ο μονογενής της Υιός, ο οποίος και κρεμάμενος επάνω εις τον Σταυρόν, ευρισκόμενος κατά το ανθρώπινον εις τον έσχατον και τελευταίον βαθμόν των πόνων του, δεν ελησμόνησε την Παναγίαν του Μητέρα, αλλ’ αφήνων όλα κατά μέρος, και τους πόνους της κεφαλής που του επροξένει ο ακάνθινος στέφανος, και την δριμυτάτην δίψαν, η οποία τον είχε κυριεύσει, και την πίκραν της χολής και του όξους, με τα οποία ήτο ποτισμένος, και τους εμπτυσμούς, και την εσχάτην αισχύνην, και το όνειδος να στέκεται καρφωμένος εις το ξύλον εν μέσω δύο ληστών ως ληστής, και γυμνόν το παρθενικόν και πανάγιόν του σώμα έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς τόσου πλήθους, όλα αυτά κατεφρόνησε, και μόνην την επίσκεψιν και φροντίδα της Μητρός είχεν, εις ποίον να την εμπιστευθή, ποίον φύλακα και επιστάτην εις την θέσιν αυτού να της δώση. Όθεν εν μέσω του τόσου πελάγους των πόνων και θλίψεων ευρισκόμενος, και εις την τελευταίαν ώραν της ζωής, όταν δεν ήλπιζέ τις να ακούση πλέον φωνήν από το πανάγιον εκείνο στόμα, ανοίγει τα φαρμακευμένα και κατάξηρα από την δίψαν χείλη, και λέγει· «Γύναι, ιδού ο υιός σου»· μη έχεις τόσην λύπην πως απομένεις μόνη και εστερημένη της ιδικής μου προστασίας· ιδού εις τον τόπον εμού άλλος επιστάτης ιδικός σου. Λοιπόν έμαθεν η Παρθένος, καθώς προείπα, και από ταύτην την επίσκεψιν την τελευταίαν του Υιού, πόσην αγάπην εχρεώστει αυτή εις τους γονείς. Και ταύτα λέγω, όχι ότι δεν είμαι βέβαιος, ότι ο θείος Ιωακείμ και Άννα δεν είχον αφ’ εαυτού των την τελειότητα του αγιασμού και της χάριτος, αλλά να δείξω καθ’ υπόθεσιν ότι, και αν ήσαν ελλειπείς, ανεπλήρωσεν η υπερτελειοτάτη Κόρη των προγόνων την έλλειψιν· μολονότι και τούτο παντάπασιν δεν είχα δίκαιον να το είπω, επειδή από τον καρπόν γνωρίζομεν το φυτόν, εκ της λαμπρότητος των τέκνων τους γονείς, από την καθαρότητα της βρύσεως το ύδωρ. Είδε ποτέ από κτίσεως κόσμου ο ήλιος άλλην αγιωτέραν και υπερτελειοτέραν νύμφην έξω από την θυγατέρα του Ιωακείμ και της Άννης; Λοιπόν τοιούτοι τέλειοι και αγιώτατοι ήσαν και οι γονείς, και άξιοι δια να είναι όχι μόνον κληρονόμοι της πολυεράστου μακαριότητος, αλλά και συγγενείς το κατά σάρκα και Προπάτορες του Υιού και Λόγου του Θεού, του ομοουσίου και συνανάρχου Πτρί και Αγίω Πνεύματι. Δεν ηξεύρω ποίος με κατηράσθη σήμερον, να χύνω τόσους ματαίους ιδρώτας, δια να παραστήσω με τόσα λόγια, ότι ο Ιωακείμ και η Άννα έχουσι τα πρωτεία ανάμεσα εις τους εκλεκτούς φίλους του Θεού, και ότι είναι μυστικόν θησαυροφυλάκιον της μακαρίας Τριάδος, η αιτία της ελευθερίας των Προπατόρων, η αφορμή δια να ερημωθή ο Άδης, δια να στολισθή ο ουρανός με τόσα τάγματα Αγίων και Δικαίων· προς τι τόσα λόγια; Τι συμφέρει τόσα επιχειρήματα; Το δι’ ολίγου γινόμενον, μάτην δια πολλού γίνεται· έφθανε να είπω ότι ο Ιωακείμ και η Άννα είναι οι Πρόγονοι του βασιλέως των βασιλευόντων Θεού, του δημιουργού και πλάστου ουρανού και γης· τόσον έφθανε να είπω, και όποιος έχει γνώσιν ας γνωρίση και την αγιότητα και το αξίωμα και την παρρησίαν όπου έχει εις τους ουρανούς αύτη η μακαρία δυάς. Και λοιπόν καιρός είναι τώρα να ερωτήσω εσέ τον ιδικόν μου καλόν ακροατήν, όταν ακούης την ασύγκριτον τιμήν και δόξαν ταύτην των εορταζομένων Αγίων, τάχα τι φαντάζεσαι, πως αυτό το προνόμιον το έχουν από την συγγένειαν του Θεού και όχι εξ έργων δικαιοσύνης; Μη γένοιτο να πέσης εις τοιαύτην βλάσφημον γνώμην· δεν είναι άδικος ο Θεός· «ουκ έστι προσωποληψία παρά τω Θεώ». Αλλ’ ευθύς και δίκαιος, και αποδίδει εκάστω κατά τα έργα αυτού. Δεν εδόξασε τους Προπάτορας ο Θεός δια την συγγένειαν, όχι, αλλά δια τα θεάρεστα αυτών έργα επροτιμήθησαν, από όλην την Οικουμένην, να είναι συγγενείς του Θεού· η αγιότης των έργων τους έδωσε την εκλογήν και την προτίμησιν, και όχι η εκλογή την αγιότητα: «ουδείς στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση»· το ουδείς, καθ’ όλου προσδιορισμός, και περιέχει πάντας, και ξένους και οικείους. Και θέλεις να γνωρίσης καθαρώτερον ταύτην την αλήθειαν; Άφησε την άλλην αγιότητα ταύτης της μακαρίας συζυγίας· έλα εις το όνειδος της στειρώσεως, στάσου εκεί έμπροσθεν εις την θύραν του Ναού όταν απεστράφησαν τα δώρα του Ιωακείμ και της Άννης, βλέπε εκεί την πραότητά των και την υπομονήν και την φύλαξιν του νόμου και την ευλάβειαν και τον φόβον προς τον Θεόν· από βασιλικόν αίμα ούτοι, και όχι από κανένα παραμικρόν, αλλ’ από του Δαυϊδ το προφητικόν και άγιον, και πλούσιοι και γνωστοί εις όλους. Και με όλον τούτο, ούτε ηγανάκτησαν, ούτε εθυμώθησαν εις τόσον όνειδος και καταφρόνησιν όπου τους έκαμαν εις την αποστροφήν των δώρων των, αλλά με ακροτάτην ταπείνωσιν, με ευλάβειαν, χωρίς απειλάς, όπως συνειθίζουσιν οι τωρινοί, ευθύς ως τους εγγίση ο νόμος της Εκκλησίας, χωρίς πάθη εκδικήσεως, εξερχόμενοι από τον Ναόν με δάκρυα πολλά, προστρέχουσιν εις το έλεος του Θεού, να τους δώση την λύσιν της στειρώσεως και του ονειδισμού, ζητούσι την βοήθειαν του Θεού, όχι καθήμενοι και οι δύο εις τον οίκον με τρυφάς και αναπαύσεις, αλλ’ ο Ιωακείμ τρέχει εις το όρος, και η μακαρία Άννα εις τον κήπον της, λαμβάνουσα σύντροφον και πρέσβυν δια να δυσωπήσωσι τον Θεόν, την ερημίαν, την μητέρα της κατανύξεως, τα δάκρυα, το βάλσαμον της ψυχής, την προσευχήν, την νηστείαν· με τοιούτους μεσίτας εζήτησαν την λύσιν της στειρώσεως, με τοιαύτα έγιναν προπάτορες του Υιού του Θεού. Που είσθε όσοι κατεξοδεύετε τα πλούτη εις ιατρούς δια να σας δώσωσι τέκνα; Που είσθε όσοι με φαγοπότια και τροφάς ζητείτε το έλεος του Θεού; Μάθετε από την σήμερον με ποία ιατρικά λύεται η στείρωσις· λάβετε παράδειγμα από τα δάκρυα και τας προσευχάς της Άννης, εις ποίους μεσίτας εισακούει ο Θεός. Και τάχα μόνον ταύτα τα καλά μαθήματα μας δίδει η σημερινή εορτή; όχι· αλλά και άλλα πολλά, τα οποία με στενοχωρεί ο καιρός να τα αφήσω. Και λοιπόν ζητήσατε να μάθετε από άλλους με ποία σπλάγχνα, με ποίαν αγίαν Πίστιν η μακαρία Άννα εχωρίσθη από την θυγατέρα της, ακόμη ούσαν τριών ετών, εχωρίσθη από εκείνην την οποίαν εζήτησε με πολλά δάκρυα και προσευχάς από τον Θεόν, επροτίμησε να φανή αληθινή προς τον Θεόν, να δώση εκείνο όπου του έταξε, παρά την διαδοχήν του γένους της· ας είμαι χωρίς κληρονόμον εγώ, ας απομείνωσι τα πλούτη και τα υπάρχοντά μου εις χείρας άλλων, μόνον ας γίνη εκείνο όπου έταξα εις τον Θεόν. Μάθετε από άλλους, με πόσα καλά ήθη επότισαν την θυγατέρα των, με πόσα άγια παραδείγματα της ιδικής των ζωής, η οποία ηξιώθη να γίνη Μήτηρ Θεού· μάθετε από την σήμερον πόσα ετάξαμεν ημείς εις τον Θεόν, και ουδέν δίδομεν, επειδή αποβλέπομεν περισσότερον εις το κέρδος το ιδικόν μας, παρά εις την τιμήν του Θεού· μάθετε τα αίτια της στειρώσεως των πολλών, πως είναι από την ιδικήν μας αχαριστίαν προς τον Θεόν· και ειπέτε μοι, όσαι στείραι και άτεκνοι, ανίσως και σας δώση ο Θεός τέκνα, με ποίον γάλα ευαγγελικής ζωής έχετε να τα θηλάσσετε; Με ποία μαθήματα χριστιανικά έχετε να τα αναθρέψετε; Έχετε πολλά και καλά· έχετε το γάλα της ανελεημοσύνης και ασπλαγχνίας. Έχετε το γάλα της υπερηφανείας και αλαζονείας· έχετε μαθήματα επαινετά και άξια δια να τα μάθετε· αν είναι θηλυκά, έχετε να τα συνειθίσετε εκ νεότητος με ποία ψιμμύθια να ασχημίζωσι το πρόσωπον, με ποία στολίδια να καταφρονώσι τον νόμον του Θεού· αν είναι αρσενικά, δια να μάθωσι το παράδειγμα της ιδικής σας ζωής, πώς να καταφρονώσι τον νόμον του Θεού· πώς να αρπάζωσι και να αδικώσι, δεν λέγω να πορνεύωσι, να μοιχεύωσιν, αποσιωπώ το να καταλαλώσι και να προδίδωσιν ο ένας τον άλλον, δεν λέγω ότι έχουσι να μάθωσιν από τους γονείς να καταπατώσι τας νηστείας, και μάλιστα Τετράδα και Παρασκευήν όπου είναι νόμος να φυλάττωνται αυταί αι δύο ημέραι, καθώς και της μεγάλης Τεσσαρακοστής· δια τοιαύτα πονηρά μαθήματα να δώση ο Θεός τέκνα δεν ήθελεν είναι άδικος; Ίσως θα έλεγέ τις· λοιπόν αυτοί όπου έχουσι τα τέκνα είναι άγιοι και δίκαιοι, και όσαι είναι στείραι και άκληροι, κακαί και ανευλαβείς; Όχι δεν το λέγω αυτό, ούτε αυτό αληθεύει· ούτε όσοι δεν έχουσιν είναι αμαρτωλοί, αλλά και οι μη έχοντες και οι έχοντες πρέπει πάντοτε να δοξάζωσι περισσότερον λέγοντες· δεδοξασμένον να είναι το όμομά σου, Κύριε, επειδή, ποίαν ευχαριστίαν, ποίαν αγάπην είδες από εμέ το αχάριστον πλάσμα σου δια να μου δώσης τέκνον; Ευχαριστώ σοι, διότι με ηλευθέρωσες και από ταύτην την κόλασιν, διότι αν είχα τέκνον να μάθη την ανευλάβειαν την ιδικήν μου, και την αφοβίαν όπου έχω εις τους νόμους σου, θέλει μοι γίνη βαρυτέρα η κόλασις· και οι έχοντες τα τέκνα, πρέπει περισσότερον να φοβώνται την δικαίαν κρίσιν του Θεού, επειδή «ω πολύ δοθήσεται, πολύ απαιτηθήσεται». Τους εχάρισεν ο Θεός πολλά, και εις ουδέν τον ηυχαρίστησαν, και τι θέλουσι γίνει, όταν έλθη εις κρίσιν να ζητήση λογαριασμόν και δια την ανατροφήν των τέκνων, με ποία καλά παραδείγματα της ζωής τα εσυνείθισαν εις την φύλαξιν των θείων νόμων, και εις όλας τας άλλας αρετάς, όσας έχουν χρέος ο πατήρ και η μήτηρ να διδάξουν τα τέκνα αυτών. Λοιπόν όλοι, και όσοι έχουσι τέκνα και όσοι δεν έχουσι, μετά φόβου και τρόμου ας δοξάζωμεν τον εύσπλαγχνον Πατέρα, και ας ζητήσωμεν μετά συντετριμμένης καρδίας, με δακρύων πολλών ποταμούς, την λύσιν της ψυχικής στειρώσεως και όχι του σώματος· αυτό ας ζητήσωμεν, να μας δώση ψυχικούς καρπούς και όχι σωματικούς, μήπως και έλθη το τέλος και μας εύρη ως την άκαρπον συκήν, μήπως και έλθη ο καλός γεωργός, όστις πολλά εκοπίασε και ίδρωσεν εις ταύτην την αχάριστον και άκαρπον ιδικήν μας ψυχήν, και ζητήση καρπούς μετανοίας, καρπούς ελεημοσύνης, καρπούς της κατά Θεόν αγάπης, και δεν εύρη αυτήν την καρποφορίαν, δια να μη ακούσωμεν και ημείς εκείνην την κατάραν της ακάρπου συκής, «μηκέτι εκ σου καρπός γένηται εις τον αιώνα». Όχι, Χριστέ Βασιλεύ, μη εγκαταλίπης ημάς εις τοιαύτην καταδίκην, αλλά δος ευλογίαν καρποφορίας, λύσον την στείρωσιν της ψυχής, ελευθέρωσον ημάς από το όνειδος της ακαρπίας, αξίωσον ημάς καρπών μετανοίας τη πρεσβεία των δικαίων σου Προπατόρων Ιωακείμ και Άννης, και της Παναχράντου σου Μητρός και Δεσποίνης ημών, ίνα δοξάζηται το Πανάγιόν σου όνομα εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΑΝΝΑΝ
«Και απηγγέλη αυτώ λεγόντων· η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω ιδείν σε θέλοντες» (Λουκά η: 20).
Έχεις αληθώς, ω μακαρία δυάς Ιωακείμ και Άννα, και κατ’ εξαίρετον τρόπον και με προνόμιον δικαιότατον, της αθανασίας το πολυέραστον και τιμαλφέστατον θησαύρισμα· έχεις, λέγω, τοιαύτης αθανασίας προνόμιον, και ως κλήρον αναφαίρετον και δικαιότατον απέλαβες εκείνο όπου επεθύμησαν πολλοί, και βασιλείς και σοφοί· αλλά καθώς και ο τρόπος με τον οποίον εζήτησαν τοιαύτης αθανασίας όνομα ήτο καταγέλαστος, τοιουτοτρόπως και αυτοί έμειναν εις όλον το ύστερον παίγνιον εις τους μεταγενεστέρους και γέλως. Και τι άλλο άξιον γέλωτος ωσάν να επιθυμήση τις τοιούτον υπερφυσικόν πράγμα και θείον, το της αθανασίας, με την γλώσσαν ενός πτηνού πολλά αδυνάτου; Καθώς ακούομεν πως έκαμε κάποιος βασιλεύς της Αιγύπτου, όστις δια να κηρυχθή αθάνατος θεός, δεν εύρεν άλλο μέσον, παρά να συνειθίση το όρνεον πρότερον εις το παλάτι τοιαύτην φωνήν, και ύστερον να το πέμψη κήρυκα της ιδικής του αθανασίας· ασθενέστατον το θεμέλιον, και ανεμώλιος η οικοδομή. Έπεσεν εις αυτόν τον έρωτα και ο Καίσαρ, και δια τούτο εσυνείθισε τον ψιττακόν να λέγη· «χαίρε, κλεινέ Καίσαρ», και μαζί με αυτόν και άλλοι πολλοί βασιλείς των Ρωμαίων, αλλά όλους έδειξε το τέλος μικρούς και ανοήτους. Εχώρησεν εις την καρδίαν αυτό το αχώρητον τη κτιστή φύσει της θεότητος όνομα ακόμη και εις τους δοκούντας σοφούς του αιώνος τούτου. Τοιούτος εφάνη ο Εμπεδοκλής, όστις πίπτει μέσα εις τας φλόγας του πυρός, ενταφιάζει εκεί μέσα την ζωήν του, δια να αποκτήση αυτό το πολυέραστον όνομα της θεότητος και αθανασίας. Ταύτης εραστής έγινε και ο μέγας αυτοκράτωρ της γης, εκείνος ο Αλέξανδρος, αλλ’ εφάνη καταγέλαστος· επειδή εις τον ίδιον καιρόν καθ’ ον εδημοσίευεν ότι είναι υιός του Άμμωνος, εκήρυξε τον εαυτόν του νόθον και την μητέρα του μοιχαλίδα. Τοιαύτα τα αποτελέσματα της γηϊνης επιθυμίας, τοιούτος ο κλήρος της σαρκικής ορέξεως· γέλως και εμπαιγμός, όνειδος και αισχύνη. Αλλά σεις, ω μακαρία δυάς Ιωακείμ και Άννα, το ζεύγος το άγιον, δικαιοσύνη λάμποντες και αρετή διαπρέποντες, ελπίδι τη θεία στοιχούντες κατά τα έργα, και την καλήν κληρονομίαν απελαύσατε· θεμέλιον αρραγέστατον τον θείον έρωτα εβάλετε, και την φύλαξιν των νομικών παραγγελμάτων ως ουδείς άλλος είχετε· δια τούτο, κατά τας αρχάς, και το τέλος ελάβετε· άγιον το θεμέλιον, αγία και η οικοδομή· αληθιναί αι αρχαί, και το συμπέρασμα αναμφίβολον· ο σκοπός θείος, και το αποβησόμενον θειότερον· η πραγματεία αγία, και το κέρδος πανάγιον. Όθεν έχεις δίκαιον κλήρον, ω συζυγία τρισόλβιε, το να λέγεσαι Θεοπάτωρ, κλήρον αθανασίας και της κατά χάριν υιοθεσίας, όπερ εφαντάσθησαν βασιλείς και σοφοί, αλλ’ ουδέ της σκιάς αυτού ηξιώθησαν. Αλλά συ, ω μακαρία δυάς, μολονότι και κατά τον νόμον της φύσεως ως άνθρωπος και απέθανες, και δίδει το αίτιον η σοφία του Σειράχ (Κεφ. λ΄)· «ετελεύτησεν αυτού ο πατήρ, και ως ουκ απέθανεν· όμοιον γαρ αυτώ κατέλιπε μετ’ αυτόν». Ετάφης και συ μακαρία δυάς, αλλά μας άφησες στήλην έμψυχον της σης αρετής και ασυγκρίτου αγιότητος την μακαρίαν Παρθένον, τον έμψυχον των χαρισμάτων ωκεανόν, τον λογικόν πολύφωτον ουρανόν και πάσης αθανασίας πηγήν, της ευσπλαγχνίας το άπειρον πέλαγος, την πάγχρυσον στάμνον του ουρανίου μάννα, την ακοίμητον και πολύφωτον λυχνίαν των μετανοούντων, την ακαταίσχυντον ελπίδα των απηλπισμένων, το πανάγιον όρος, εν ω ηυδόκησε κατοικείν ο Θεός· τοιούτον υπόδειγμα της σης αρετής και τελειότητος μας άφησες, ω μακαρία, και της σης αγιότητος. Και τις να μη ομολογήση, ότι συ μόνη έχεις της αθανασίας το προνόμιον; Συ μόνη λάμπεις ως άλλος ήλιος εν μέσω του νοητού στερεώματος, εν μέσω, λέγω, του χορού των άλλων Αγίων, όσοι ηξιώθησαν να ακούσωσιν, «εγώ είπα θεοί εστέ, και υιοί υψίστου πάντες»; Και ας προσέχη καλώς, όστις θέλει να το καταλάβη. Είναι πράγμα ομολογούμενον και γνωστόν τοις πάσιν, ότι πολλοί ακούσαντες τα τρόπαια και τας νίκας του μεγάλου βασιλέως Αλεξάνδρου, επεθύμησαν να ίδωσι τους θησαυρούς του, εκείνα τα ιδικά του θησαυροφυλάκια, και αυτός ο καλός βασιλεύς χωρίς αργοπορίαν δεικνύει τους φίλους του. Και ταύτην την υπόθεσιν, ανθρωποπρεπως ομιλούντες, ανίσως και ήθελε μας αξιώσει το θείον έλεος, να έχωμεν τόσην παρρησίαν και θάρρος προς τον Θεόν, ώστε να είπωμεν, ω Θεέ παντοδύναμε, το ακούομεν και το ομολογούμεν, ότι συ είσαι ο βασιλεύς των βασιλευόντων, συ η αυτοδέσποτος παντοκρατορία, συ ο μονάρχης ουρανού και της γης, σε, του οποίου της βασιλείας ουκ έσται τέλος, παρακαλούμεν, ας έχωμεν τόσην χάριν από σε οι παραμικροί σου και ευτελείς δούλοι, ας μάθωμεν καν με τον λόγον τους θησαυρούς σου, δια να ευφραινώμεθα και να καυχώμεθα προς τους εχθρούς δια τα μεγάλα και ασύγκριτά σου θησαυροφυλάκια. Ηξεύρω πως θέλει αποστραφή το ζήτημά μας, ότι είναι ασυγκρίτως πλέον γαληνότατος και ευπρόσιτος βασιλεύς, υπέρ πάντα βασιλέα χειροτονητόν και φθαρτόν· ακόμη ηξεύρω πως χρυσός και άργυρος, λίθοι διαυγείς και πολύτιμοι έμπροσθεν εις εκείνον είναι ουδέν. Λοιπόν ως μεγαλοπρεπέστατος υπέρ πάντα βασιλέα, θησαυρός θέλει μας δείξει τους φίλους του· και τούτο επειδή και είναι αληθινόν και αναντίρρητον, ανά μέσον εις όλους, Αγγέλους, λέγω, και Αρχαγγέλους, Προφήτας και Πατριάρχας, Αποστόλους και Μάρτυρας, Οσίους και παρθένους, από όλους, λέγω, αυτούς τους πιστούς φίλους και εκλεκτούς του Θεού, ποίους νομίζετε πως θέλει μας δείξει, και έχει δια θησαυρόν; Βέβαια άλλους δεν θέλει μας δείξει, παρά τούτους τους εορταζομένους Ιωακείμ και την Άνναν· και εις τούτο μάρτυρες αξιόπιστοι είναι ο εκ Δαμασκού φωστήρ, και άλλοι πολλοί των Αγίων. Αλλά και από αξίωμα φιλοσοφικόν είναι βέβαιον, όπερ λέγει· «δι’ ο έκαστον τοιούτον, εκείνο μάλλον τοιούτον». Φέρε μου εδώ όλον τον ουρανόν, όλην την Εκκλησίαν των πρωτοτόκων και τους προ νόμου δικαίους, και μετά τον νόμον, όσοι της σκιάς και όσοι της χάριτος, όσοι της Παλαιάς Πατριάρχαι και όσοι της Νέας, όσοι έλαμψαν με προφητικόν χάρισμα και όσοι με αποστολικόν αξίωμα, όσους στολίζει στέφανος μαρτυρίου, και όσους παρθενίας διάδημα, όσους περικλείει η άνω Ιερουσαλήμ, ας έλθουσιν όλοι εδώ να τους ερωτήσω· ειπέτε μοι, ω μακάριοι, πόθεν υμείς εις τον ουρανόν; Τις ήνοιξεν υμίν την θύραν του ουρανού, ην έκλεισεν ο προπάτωρ Αδάμ; Ποίος συνέτριψε τας πύλας του Άδου; Τις έλυσε την παλαιάν καταδίκην την καθ’ ημών; Ποίος γίγας, ποίος μεγαλόψυχος κατέβη εις τα καταχθόνια της γης, και έκαμε τόσην ανδραγαθίαν μεγάλην, ώστε συνέτριψεν εκείνα τα πολυχρόνια δεσμά, και εν ριπή οφθαλμού ηρήμωσεν εκείνα τα βασίλεια, ήρπασε τόσας μυριάδας και ανεβίβασεν εις τον ουρανόν; Ηξεύρω ότι με ένα στόμα θέλουσι μας αποκριθή, ότι από κτίσεως κόσμου παρήλθον τόσαι χιλιάδες χρόνοι, και φως ελεημοσύνης ποτέ δεν ανέτειλε μέσα εις εκείνο το σκότος της θεοπατρικής κληρονομίας, και μετά ταύτα εις τους υστερινούς χρόνους γεννάται ένα χαριτωμένον ανδρόγυνον από το βασιλικόν και άγιον αίμα του Δαυϊδ, και από αυτούς γεννάται καρπός άγιος, από γην αγίαν, μία χαριτωμένη Παρθένος· εκείνης ο Υιός εστάθη εις ημάς της ελευθερίας το αίτιον, απ’ εκεί γνωρίζομεν το παν και της δόξης και της τιμής ταύτης, την οποίαν απολαμβάνομεν. Βλέπεις πως είναι αληθινόν, ότι «δι’ ο έκαστον τοιούτον, εκείνο μάλλον τοιούτον»; Βλέπεις, ότι από το γένος Ιωακείμ και της Άννης προήλθε τούτο το χάρισμα, το να είναι εις τον ουρανόν τόσοι Άγιοι, τόσοι φίλοι Θεού, τόσοι θεοί κατά χάριν; Ακολουθεί λοιπόν ο Ιωακείμ και η Άννα να έχωσι τα πρωτεία ανά μέσον εις τους τόσους αυτούς, να έχωσι το προνόμιον της αθανασίας κατ’ εξαίρετον τρόπον εν μέσω των άλλων. Αλλά τι θέλω εγώ από των φιλοσόφων τα αξιώματα; «Έλαιον αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου». Ας έλθη το φως της αληθείας, ας έλθη η θεόπνευστος φιλοσοφία, ας έλθη το Ευαγγέλιον, και ας το ειπή, ανίσως ο Ιωακείμ και η Άννα δεν πρέπει να λέγωνται θησαυροφυλάκιον του Θεού, των πρωτοτόκων οι ακρέμονες, από τον καρπόν αυτού επιγνώσεσθε αυτούς. Επιθυμείς να ηξεύρης πόσον μεγάλοι Άγιοι είναι ο Ιωακείμ και η Άννα; Μάθε το από τον καρπόν των· αν το κάλλος των τέκνων, τα σπουδαία ήθη των παιδίων, η θεάρεστος και ανεπίληπτος ζωή των θυγατέρων είναι μάρτυρες αξιόπιστοι των γονέων, από την αγιότητα, από την τελειότητα της θυγατρός του Ιωακείμ και της Άννης, γνώρισε ποίος ήτο ο Ιωακείμ και η Άννα. Διηγείται Βαλέριος ο Μάξιμος δια μίαν Ρωμαίαν πλουσίαν, η οποία, όταν επήγε να χαιρετήση μίαν άλλην ευγενή, Κορνηλίαν λεγομένην, ήρχισε να μεγαλορρημονή εις τους πολλούς και διαφόρους θησαυρούς όπου είχε και εκείνη μετά σιωπής ήκουεν, έως ότου ήλθεν η θυγάτηρ της από το σχολείον, η οποία με σεμνοπρέπειαν ευγενικήν και με εν παρθενικόν χαιρέτισμα, ευθύς ως εισήλθε μέσα, επαράστησε τίνος θυγατέρα είναι, και με ποία ευγενικά μαθήματα είναι ποτισμένη· τότε λέγει και η Κορνηλία· ιδού και τα ιδικά μου πλούτη, ούτοι είναι οι ιδικοί μου θησαυροί. Απ’ εδώ γίνεται φανερόν, ότι ανίσως οι ταπεινοί άνθρωποι έχωσι την καλήν παίδευσιν και σωφροσύνην των θυγατέρων των εις τόπον θησαυρού και πλούτου, ποίον καύχημα, ποία δόξα θέλει είσθαι εις τον Ιωακείμ και την Άνναν η ασύγκριτος αγιότης της θυγατρός αυτών; Αντί ποίων θησαυρών του Κροίσου, αντί ποίων ποταμών χρυσορρόων της Λυδίας θέλει είσθαι εις αυτούς το έμψυχον θησαυροφυλάκιον των αρετών, η θυγάτηρ; Ή τίνος άλλου γέννημα είναι εκείνη, την οποίαν είπε κεχαριτωμένην ο Άγγελος; Τίνος άλλου βλαστός εκείνη, ην ωνόμασε μαργαρίτην πολύτιμον του ουρανίοτ βασιλέως ο Μεθόδιος; Τίνος άλλου σπέρμα εκείνη, την οποίαν ωνόμασε καλλονήν πάσης ωραιότητος ο Νεοκαισαρείας Γρηγόριος; Αυτών δεν είναι θυγάτηρ, εκείνη την οποίαν είπεν ο Γερμανός διαυγέστατον στέφανον του ουρανού; Αυτών δεν είναι θυγάτηρ, το θησαυροφυλάκιον των αρετών, ως ωνόμασεν αυτήν ο Δαμασκηνός; Αυτών δεν είναι θυγάτηρ το μέγα θαύμα και ανήκουστον τέρας της παρθενίας, όπερ ωνόμασεν ο Χρυσόστομος; Με αυτών το γάλα δεν ετράφη το παναγιώτατον θέαμα, που είπεν ο Ιγνάτιος ο Μάρτυς; Των σπλάγχνων αυτών μέρος δεν είναι εκείνη η Παρθένος, την οποίαν Μυστήριον του ουρανού και της γης είπεν ο Επιφάνιος; Από τα αίματα αυτών δεν είναι ζυμωμένον εκείνο το θυγάτριον, το οποίον διδασκαλείον των ηθών και εξαίσιον άκουσμα ουρανού και της γης είπεν ο Εφραίμ; Λοιπόν επειδή ο Ιωακείμ και Άννα τοιαύτης θυγατρός εχρημάτισαν γεννήτορες, πως είναι τρόπος να μη τους κηρύττωμεν ενδοξοτέρους και αγιωτέρους πάντων των εν ουρανώ; Λέγουσι πολλοί των Θεολόγων, ότι ο Ιωσήφ ο μνήστωρ της Παρθένου, μολον΄τι ήτο και πρότερον δίκαιος και Άγιος, πλην το ύψος της αγιότητος όπου έφθασε μετά ταύτα, δεν το εγνώρισεν από άλλο αίτιον, παρά από την συναναστροφήν της Αειπαρθένου Μαρίας· γνώμη αύτη αληθινή των Θεολόγων, αλλά και η καθημερινή πείρα το βεβαιώνει. Διότι αν ημείς, σοφοίς ομιλούντες, απολαμβάνωμεν μέρος της σοφίας εκείνων, αν και δεν είναι και το όλον, σπουδαίοις και εναρέτοις ανδράσι συνδιατρίβοντες, αποκτώμεν μέρος της αρετής εκείνων, πόσω μάλλον εκείνος ο Δίκαιος, έχων έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του τόσους πολλούς χρόνους το έμψυχον δοχείον πάσης αγιωσύνης και τελειότητος, δεν θα έλαβε και βοήθειαν και διδασκαλίαν ζωντανήν, δια να φθάση εις βαθμόν της αγιωσύνης και τελειότητος; Και τούτο επειδή και είναι αναμφίβολον, τις δύναται να παραστήση με λόγον, καθώς πρέπει, πόσην τελειότητα, πόσον αγιασμόν, πόσην χάριν, πόσην δόξαν, πόσην μεγαλειότητα, πόσην παρρησίαν, πόσην οικειότητα προς Θεόν επροξένησεν εις τον Ιωακείμ και εις την Άνναν το Θεοδόχον σκήνος ευρισκόμενον τόσους μήνας μέσα εις την κοιλίαν της Αγίας Άννης. Συνάγεται από το Ευαγγέλιον, ότι η Παναγία θυγάτηρ το Ιωακείμ και της Άννης, όταν ήλθεν εις τον οίκον Ζαχαρίου και ησπάσατο την Ελισάβετ, παρευθύς επλήσθη Πνεύματος Αγίου η Ελισάβετ, και όχι μόνον αυτή, αλλά και το βρέφος ο Ιωάννης, το εν τη κοιλία της Ελισάβετ. Όθεν και εσκίρτησε, δείξαν σημείον, ότι και αυτό από τον ασπασμόν της Μαρίας ηγιάσθη, καθώς είναι αληθές· όθεν πόσου αγιασμού, πόσης χάριτος αιτίαν πρέπει να υπολαμβάνωμεν την Θεόνυμφον Νύμφην, ότι θα επροξένησεν εις την Μητέρα αυτής και τον Πατέρα. Τα πλούτη του υιού κοινά θέλουσιν οι νόμοι να είναι και τη μητρί· επειδή λοιπόν του παντοδυνάμου μήτηρ εχρημάτισεν η Παρθένος, παντοδύναμος είναι και αυτή· και τούτο το χάρισμα ανίσως και το έδειξεν εις άλλους πολλούς, καθώς την κηρύττουσι τα πολλά και αναρίθμητα θαύματα της παντοδυναμίας της, πόσω μάλλον είναι βέβαιον να το μετεχειρίσθη εις τον Ιωακείμ και εις την Άνναν, τους γεννήτορας αυτής; Και λοιπόν απ’ εδώ επιχειρώ, αν καθ’ υπόθεσιν η Αγία Άννα και ο σύζυγος αυτής θείος Ιωακείμ δεν είχον αφ’ εαυτού των τόσην δύναμιν, δια να φθάσωσιν εις το αξίωμα όπου υπεθέσαμεν, από την παντοδυναμίαν της θυγατρός εξάπαντος ήθελον έχει αυτό το προνόμιον· ή πως είναι δυνατόν η θυγάτηρ αυτών να είναι υπερτέρα πάσης κτίσεως, και οι γονείς κατώτεροι από άλλους Αγίους; Ποίος ήθελεν αποτολμήσει να ειπή ότι η Παρθένος, αν και υπερτελειοτάτη εις τα άλλα της προτερήματα, πλην εις την αγάπην όπου χρεωστούσι τα τέκνα προς τους γονείς δεν ήτο τόσον τελεία; Και πως είναι δυνατόν να φαντασθή τις τούτο; Ότι ο Ιωσήφ βασιλεύς εις την Αίγυπτον, πλην ηξεύρων, ότι ο πατήρ αυτού Ιακώβ και οι αδελφοί αυτού, δυστυχείς και υστερημένοι των αναγκαίων, κάθηνται εις την γην Χαναάν, δεν υπέφερεν εκείνος να είναι ένδοξος και ο πατήρ καταφρονημένος, αλλ’ έστειλε με πολλήν επιμέλειαν και έφερε τον πατέρα και τους οικογενείς εις την Αίγυπτον, δια να απολαύση ο Ιακώβ της δόξης και του πλούτου του υιού του Ιωσήφ· είναι, λέγω, τούτο δυνατόν να φανή η αγάπη της Παρθένου προς τους προγόνους κατωτέρα από εκείνην όπου έδειξεν ο Ιωσήφ προς τον Ιακώβ; Αδύνατον τούτο, όχι να το πιστεύση τις, αλλ’ ουδέ να το φαντασθή. Ο Δαυϊδ επαινετός και εις τα άλλα του προτερήματα, και μάλιστα δια την αγάπην και επίσκεψιν όπου έδειξεν εις τους γονείς του· όθεν φεύγων την κακίαν του Σαούλ, δεν εφρόντισε τόσον δια την ιδικήν του σωτηρίαν και πώς να αποφύγη τόσα όπλα, όσα εσήκωσεν εναντίον του ο αχάριστος Σαούλ, όσον επεμελήθη την σωτηρίαν του πατρός· και δια τούτο πρώτον αυτόν ως μίαν μεγάλην παρακαταθήκην άφησεν εις τον βασιλέα των Μωαβιτών, και μετά ταύτα επεριπάτει αυτός εις ερήμους και ξένους τόπους, έως ου να ίδη που θέλει σταθή η λύσσα του Σαούλ· τούτο το επαινετόν έργον έκαμεν ο Δαυϊδ, και η απόγονος του Δαυϊδ, η Θεόπαις Μαρία, είναι δυνατόν να μη έδειξε τόσην επίσκεψιν και αγάπην εις τους γονείς, όσην ο προπάτωρ αυτής προφητάναξ Δαυϊδ; Καταβαίνει εις τους οφθαλμούς του γέροντος Τωβίτ ένα σύννεφον μέσα από την κεφαλήν, και του σκεπάζει τους οφθαλμούς και παντάπασι κλέπτει το γλυκύτατον φως αυτών· περιέρχεται ο υιός του, ο νέος Τωβίας, ζητών ιατρικόν των οφθαλμών του πατρός, και δεικνύει τόσην επιμέλειαν, τόσην φροντίδα δια την θεραπείαν του πατρός, ώστε και εις τον καιρόν όπου επεριπάτει δια να εύρη νύμφην από το γένος του, τους πόνους του πατρός δεν ελησμόνησε. Πράγμα δυσκολοπίστευτον εις τους τωρινούς νέους, και ας μοι το είπη όποιος θέλει, ποίος γαμβρός πηγαίνει εις τον οίκον της νύμφης δια να υπανδρευθή, και λησμονεί και την χαράν του γάμου, και την αγάπην της νύμφης, και ενθυμείται μόνον πώς να εύρη ιατρικόν δια την ασθένειαν του πατρός; Τοιαύτην αγάπην εις τον πατέρα άλλος δεν την έδειξε, καθώς υπολαμβάνω, παρά μόνος ο νέος Τωβίας. Αυτός είναι όπου επροτίμησε την αγάπην του πατρός από της νύμφης· δια τούτο και ο μισθαποδότης Θεός πέμπει Άγγελον, τον Ραφαήλ, σύντροφον εις την οδόν και βοηθόν του καλού υιού, και άλλα πολλά τέρατα και σημεία ηυδόκησε να γίνωσι δια μέσου εκείνου του καλού υιού. Τοιαύτην αγάπην έδειξεν ο υιός Τωβίας προς τον πατέρα, και δια τούτο μακαρίζεται από την θείαν Γραφήν. Και λοιπόν η Παρθένος, το δοχείον πάσης μακαριότητος, ήτο τρόπος να βλέπη τους γονείς αυτής εις έλλειψιν τελειότητος, και να μη προφθάση εις την ιδικήν της παντοδυναμίαν; Ήτο τρόπος να φανή η αγάπη της ολιγωτέρα από εκείνην όπου έδειξεν ο υιός Τωβίας προς τον πατέρα; Μη γένοιτο να το είπη τις. Εις όλον το ύστερον κατακυριεύεται η πολύδακρυς Τρωάς από τους Έλληνας, και εις ολίγην ώραν ανάπτει τόσον πυρ, διεγείρεται τόσος θρήνος και κλαυθμός, όπου επαρακίνησεν εις οίκτον και ευσπλαγχνίαν και αυτούς τους ιδίους νικητάς Έλληνας. Όθεν δια κήρυκος προστάζουσι να αρπάξη καθ’ ένας από τους αιχμαλωτισμένους εις τας χείρας ό,τι φανή πλέον τιμιώτερον και αρεστόν εις αυτόν· και ιδού, εξέρχεται από την πόλιν ο Αινείας, μολονότι είχε πολλά άξια τιμής εις τον οίκον του, πλην αφήνων εκείνα όλα, παίρνει των πατρώων θεών τα είδωλα και εξέρχεται. Βλέπουσιν οι Έλληνες τον Αινείαν, και επαινέσαντες την θεοσέβειαν αυτού, τω δίδουσιν άδειαν και δεύτερον να εισέλθη μέσα εις την πόλιν, και να πάρη εκείνο όπερ νομίζει τίμιον. Επιστρέφει εις τον οίκον, και δεν εκτιμά ούτε χρυσόν, ούτε άργυρον, κανένα άλλο αφ’ όσα είναι αγαπητά εις τους πολλούς, αλλά παίρνει εις τους ώμους τον πατέρα Αγχίσην, γηραλέον όντα και αδύνατον δια να ελευθερωθή από την πυρκαϊάν με την ιδικήν του δύναμιν· αυτόν βαστάζων ο Αινείας και εξερχόμενος έξω, έδωσε τόσον θαύμα και έκπληξιν εις τους Έλληνας, ώστε παρεκινήθησαν να τον αφήσωσιν ελεύθερον και εξουσιαστήν και δεσπότην εις όλα του τα υπάρχοντα. Τόσον θεοφιλές πράγμα και επαινετόν, ακόμη και έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς των ειδωλολατρών, η επίσκεψις και βοήθεια των γονέων. Και πως ήτο λοιπόν τρόπος να λείψη τοιούτον θεάρεστον έργον από την Πανάχραντον Δέσποιναν, η οποία όχι μόνον από την άλλην της τελειότητα εγνώριζε πόσην αγάπην και επίσκεψιν πρέπει να έχη εις τους μακαριωτάτους αυτής γονείς Ιωακείμ και Άνναν, αλλά και από το παράδειγμα το ιδικόν της, και από αυτήν την επίσκεψιν και φροντίδα όπου έδειξεν εις αυτήν ο μονογενής της Υιός, ο οποίος και κρεμάμενος επάνω εις τον Σταυρόν, ευρισκόμενος κατά το ανθρώπινον εις τον έσχατον και τελευταίον βαθμόν των πόνων του, δεν ελησμόνησε την Παναγίαν του Μητέρα, αλλ’ αφήνων όλα κατά μέρος, και τους πόνους της κεφαλής που του επροξένει ο ακάνθινος στέφανος, και την δριμυτάτην δίψαν, η οποία τον είχε κυριεύσει, και την πίκραν της χολής και του όξους, με τα οποία ήτο ποτισμένος, και τους εμπτυσμούς, και την εσχάτην αισχύνην, και το όνειδος να στέκεται καρφωμένος εις το ξύλον εν μέσω δύο ληστών ως ληστής, και γυμνόν το παρθενικόν και πανάγιόν του σώμα έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς τόσου πλήθους, όλα αυτά κατεφρόνησε, και μόνην την επίσκεψιν και φροντίδα της Μητρός είχεν, εις ποίον να την εμπιστευθή, ποίον φύλακα και επιστάτην εις την θέσιν αυτού να της δώση. Όθεν εν μέσω του τόσου πελάγους των πόνων και θλίψεων ευρισκόμενος, και εις την τελευταίαν ώραν της ζωής, όταν δεν ήλπιζέ τις να ακούση πλέον φωνήν από το πανάγιον εκείνο στόμα, ανοίγει τα φαρμακευμένα και κατάξηρα από την δίψαν χείλη, και λέγει· «Γύναι, ιδού ο υιός σου»· μη έχεις τόσην λύπην πως απομένεις μόνη και εστερημένη της ιδικής μου προστασίας· ιδού εις τον τόπον εμού άλλος επιστάτης ιδικός σου. Λοιπόν έμαθεν η Παρθένος, καθώς προείπα, και από ταύτην την επίσκεψιν την τελευταίαν του Υιού, πόσην αγάπην εχρεώστει αυτή εις τους γονείς. Και ταύτα λέγω, όχι ότι δεν είμαι βέβαιος, ότι ο θείος Ιωακείμ και Άννα δεν είχον αφ’ εαυτού των την τελειότητα του αγιασμού και της χάριτος, αλλά να δείξω καθ’ υπόθεσιν ότι, και αν ήσαν ελλειπείς, ανεπλήρωσεν η υπερτελειοτάτη Κόρη των προγόνων την έλλειψιν· μολονότι και τούτο παντάπασιν δεν είχα δίκαιον να το είπω, επειδή από τον καρπόν γνωρίζομεν το φυτόν, εκ της λαμπρότητος των τέκνων τους γονείς, από την καθαρότητα της βρύσεως το ύδωρ. Είδε ποτέ από κτίσεως κόσμου ο ήλιος άλλην αγιωτέραν και υπερτελειοτέραν νύμφην έξω από την θυγατέρα του Ιωακείμ και της Άννης; Λοιπόν τοιούτοι τέλειοι και αγιώτατοι ήσαν και οι γονείς, και άξιοι δια να είναι όχι μόνον κληρονόμοι της πολυεράστου μακαριότητος, αλλά και συγγενείς το κατά σάρκα και Προπάτορες του Υιού και Λόγου του Θεού, του ομοουσίου και συνανάρχου Πτρί και Αγίω Πνεύματι. Δεν ηξεύρω ποίος με κατηράσθη σήμερον, να χύνω τόσους ματαίους ιδρώτας, δια να παραστήσω με τόσα λόγια, ότι ο Ιωακείμ και η Άννα έχουσι τα πρωτεία ανάμεσα εις τους εκλεκτούς φίλους του Θεού, και ότι είναι μυστικόν θησαυροφυλάκιον της μακαρίας Τριάδος, η αιτία της ελευθερίας των Προπατόρων, η αφορμή δια να ερημωθή ο Άδης, δια να στολισθή ο ουρανός με τόσα τάγματα Αγίων και Δικαίων· προς τι τόσα λόγια; Τι συμφέρει τόσα επιχειρήματα; Το δι’ ολίγου γινόμενον, μάτην δια πολλού γίνεται· έφθανε να είπω ότι ο Ιωακείμ και η Άννα είναι οι Πρόγονοι του βασιλέως των βασιλευόντων Θεού, του δημιουργού και πλάστου ουρανού και γης· τόσον έφθανε να είπω, και όποιος έχει γνώσιν ας γνωρίση και την αγιότητα και το αξίωμα και την παρρησίαν όπου έχει εις τους ουρανούς αύτη η μακαρία δυάς. Και λοιπόν καιρός είναι τώρα να ερωτήσω εσέ τον ιδικόν μου καλόν ακροατήν, όταν ακούης την ασύγκριτον τιμήν και δόξαν ταύτην των εορταζομένων Αγίων, τάχα τι φαντάζεσαι, πως αυτό το προνόμιον το έχουν από την συγγένειαν του Θεού και όχι εξ έργων δικαιοσύνης; Μη γένοιτο να πέσης εις τοιαύτην βλάσφημον γνώμην· δεν είναι άδικος ο Θεός· «ουκ έστι προσωποληψία παρά τω Θεώ». Αλλ’ ευθύς και δίκαιος, και αποδίδει εκάστω κατά τα έργα αυτού. Δεν εδόξασε τους Προπάτορας ο Θεός δια την συγγένειαν, όχι, αλλά δια τα θεάρεστα αυτών έργα επροτιμήθησαν, από όλην την Οικουμένην, να είναι συγγενείς του Θεού· η αγιότης των έργων τους έδωσε την εκλογήν και την προτίμησιν, και όχι η εκλογή την αγιότητα: «ουδείς στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση»· το ουδείς, καθ’ όλου προσδιορισμός, και περιέχει πάντας, και ξένους και οικείους. Και θέλεις να γνωρίσης καθαρώτερον ταύτην την αλήθειαν; Άφησε την άλλην αγιότητα ταύτης της μακαρίας συζυγίας· έλα εις το όνειδος της στειρώσεως, στάσου εκεί έμπροσθεν εις την θύραν του Ναού όταν απεστράφησαν τα δώρα του Ιωακείμ και της Άννης, βλέπε εκεί την πραότητά των και την υπομονήν και την φύλαξιν του νόμου και την ευλάβειαν και τον φόβον προς τον Θεόν· από βασιλικόν αίμα ούτοι, και όχι από κανένα παραμικρόν, αλλ’ από του Δαυϊδ το προφητικόν και άγιον, και πλούσιοι και γνωστοί εις όλους. Και με όλον τούτο, ούτε ηγανάκτησαν, ούτε εθυμώθησαν εις τόσον όνειδος και καταφρόνησιν όπου τους έκαμαν εις την αποστροφήν των δώρων των, αλλά με ακροτάτην ταπείνωσιν, με ευλάβειαν, χωρίς απειλάς, όπως συνειθίζουσιν οι τωρινοί, ευθύς ως τους εγγίση ο νόμος της Εκκλησίας, χωρίς πάθη εκδικήσεως, εξερχόμενοι από τον Ναόν με δάκρυα πολλά, προστρέχουσιν εις το έλεος του Θεού, να τους δώση την λύσιν της στειρώσεως και του ονειδισμού, ζητούσι την βοήθειαν του Θεού, όχι καθήμενοι και οι δύο εις τον οίκον με τρυφάς και αναπαύσεις, αλλ’ ο Ιωακείμ τρέχει εις το όρος, και η μακαρία Άννα εις τον κήπον της, λαμβάνουσα σύντροφον και πρέσβυν δια να δυσωπήσωσι τον Θεόν, την ερημίαν, την μητέρα της κατανύξεως, τα δάκρυα, το βάλσαμον της ψυχής, την προσευχήν, την νηστείαν· με τοιούτους μεσίτας εζήτησαν την λύσιν της στειρώσεως, με τοιαύτα έγιναν προπάτορες του Υιού του Θεού. Που είσθε όσοι κατεξοδεύετε τα πλούτη εις ιατρούς δια να σας δώσωσι τέκνα; Που είσθε όσοι με φαγοπότια και τροφάς ζητείτε το έλεος του Θεού; Μάθετε από την σήμερον με ποία ιατρικά λύεται η στείρωσις· λάβετε παράδειγμα από τα δάκρυα και τας προσευχάς της Άννης, εις ποίους μεσίτας εισακούει ο Θεός. Και τάχα μόνον ταύτα τα καλά μαθήματα μας δίδει η σημερινή εορτή; όχι· αλλά και άλλα πολλά, τα οποία με στενοχωρεί ο καιρός να τα αφήσω. Και λοιπόν ζητήσατε να μάθετε από άλλους με ποία σπλάγχνα, με ποίαν αγίαν Πίστιν η μακαρία Άννα εχωρίσθη από την θυγατέρα της, ακόμη ούσαν τριών ετών, εχωρίσθη από εκείνην την οποίαν εζήτησε με πολλά δάκρυα και προσευχάς από τον Θεόν, επροτίμησε να φανή αληθινή προς τον Θεόν, να δώση εκείνο όπου του έταξε, παρά την διαδοχήν του γένους της· ας είμαι χωρίς κληρονόμον εγώ, ας απομείνωσι τα πλούτη και τα υπάρχοντά μου εις χείρας άλλων, μόνον ας γίνη εκείνο όπου έταξα εις τον Θεόν. Μάθετε από άλλους, με πόσα καλά ήθη επότισαν την θυγατέρα των, με πόσα άγια παραδείγματα της ιδικής των ζωής, η οποία ηξιώθη να γίνη Μήτηρ Θεού· μάθετε από την σήμερον πόσα ετάξαμεν ημείς εις τον Θεόν, και ουδέν δίδομεν, επειδή αποβλέπομεν περισσότερον εις το κέρδος το ιδικόν μας, παρά εις την τιμήν του Θεού· μάθετε τα αίτια της στειρώσεως των πολλών, πως είναι από την ιδικήν μας αχαριστίαν προς τον Θεόν· και ειπέτε μοι, όσαι στείραι και άτεκνοι, ανίσως και σας δώση ο Θεός τέκνα, με ποίον γάλα ευαγγελικής ζωής έχετε να τα θηλάσσετε; Με ποία μαθήματα χριστιανικά έχετε να τα αναθρέψετε; Έχετε πολλά και καλά· έχετε το γάλα της ανελεημοσύνης και ασπλαγχνίας. Έχετε το γάλα της υπερηφανείας και αλαζονείας· έχετε μαθήματα επαινετά και άξια δια να τα μάθετε· αν είναι θηλυκά, έχετε να τα συνειθίσετε εκ νεότητος με ποία ψιμμύθια να ασχημίζωσι το πρόσωπον, με ποία στολίδια να καταφρονώσι τον νόμον του Θεού· αν είναι αρσενικά, δια να μάθωσι το παράδειγμα της ιδικής σας ζωής, πώς να καταφρονώσι τον νόμον του Θεού· πώς να αρπάζωσι και να αδικώσι, δεν λέγω να πορνεύωσι, να μοιχεύωσιν, αποσιωπώ το να καταλαλώσι και να προδίδωσιν ο ένας τον άλλον, δεν λέγω ότι έχουσι να μάθωσιν από τους γονείς να καταπατώσι τας νηστείας, και μάλιστα Τετράδα και Παρασκευήν όπου είναι νόμος να φυλάττωνται αυταί αι δύο ημέραι, καθώς και της μεγάλης Τεσσαρακοστής· δια τοιαύτα πονηρά μαθήματα να δώση ο Θεός τέκνα δεν ήθελεν είναι άδικος; Ίσως θα έλεγέ τις· λοιπόν αυτοί όπου έχουσι τα τέκνα είναι άγιοι και δίκαιοι, και όσαι είναι στείραι και άκληροι, κακαί και ανευλαβείς; Όχι δεν το λέγω αυτό, ούτε αυτό αληθεύει· ούτε όσοι δεν έχουσιν είναι αμαρτωλοί, αλλά και οι μη έχοντες και οι έχοντες πρέπει πάντοτε να δοξάζωσι περισσότερον λέγοντες· δεδοξασμένον να είναι το όμομά σου, Κύριε, επειδή, ποίαν ευχαριστίαν, ποίαν αγάπην είδες από εμέ το αχάριστον πλάσμα σου δια να μου δώσης τέκνον; Ευχαριστώ σοι, διότι με ηλευθέρωσες και από ταύτην την κόλασιν, διότι αν είχα τέκνον να μάθη την ανευλάβειαν την ιδικήν μου, και την αφοβίαν όπου έχω εις τους νόμους σου, θέλει μοι γίνη βαρυτέρα η κόλασις· και οι έχοντες τα τέκνα, πρέπει περισσότερον να φοβώνται την δικαίαν κρίσιν του Θεού, επειδή «ω πολύ δοθήσεται, πολύ απαιτηθήσεται». Τους εχάρισεν ο Θεός πολλά, και εις ουδέν τον ηυχαρίστησαν, και τι θέλουσι γίνει, όταν έλθη εις κρίσιν να ζητήση λογαριασμόν και δια την ανατροφήν των τέκνων, με ποία καλά παραδείγματα της ζωής τα εσυνείθισαν εις την φύλαξιν των θείων νόμων, και εις όλας τας άλλας αρετάς, όσας έχουν χρέος ο πατήρ και η μήτηρ να διδάξουν τα τέκνα αυτών. Λοιπόν όλοι, και όσοι έχουσι τέκνα και όσοι δεν έχουσι, μετά φόβου και τρόμου ας δοξάζωμεν τον εύσπλαγχνον Πατέρα, και ας ζητήσωμεν μετά συντετριμμένης καρδίας, με δακρύων πολλών ποταμούς, την λύσιν της ψυχικής στειρώσεως και όχι του σώματος· αυτό ας ζητήσωμεν, να μας δώση ψυχικούς καρπούς και όχι σωματικούς, μήπως και έλθη το τέλος και μας εύρη ως την άκαρπον συκήν, μήπως και έλθη ο καλός γεωργός, όστις πολλά εκοπίασε και ίδρωσεν εις ταύτην την αχάριστον και άκαρπον ιδικήν μας ψυχήν, και ζητήση καρπούς μετανοίας, καρπούς ελεημοσύνης, καρπούς της κατά Θεόν αγάπης, και δεν εύρη αυτήν την καρποφορίαν, δια να μη ακούσωμεν και ημείς εκείνην την κατάραν της ακάρπου συκής, «μηκέτι εκ σου καρπός γένηται εις τον αιώνα». Όχι, Χριστέ Βασιλεύ, μη εγκαταλίπης ημάς εις τοιαύτην καταδίκην, αλλά δος ευλογίαν καρποφορίας, λύσον την στείρωσιν της ψυχής, ελευθέρωσον ημάς από το όνειδος της ακαρπίας, αξίωσον ημάς καρπών μετανοίας τη πρεσβεία των δικαίων σου Προπατόρων Ιωακείμ και Άννης, και της Παναχράντου σου Μητρός και Δεσποίνης ημών, ίνα δοξάζηται το Πανάγιόν σου όνομα εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3145
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
- Επικοινωνία:
Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας ενδόξου και πανευφήμου Οσιομάρτυρος του Χριστού ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ.
Παρασκευή η πανεύφημος Οσιομάρτυς του Χριστού εγεννήθη εν ταις ημέραις του βασιλέως Αδριανού· πατήρ αυτής ήτο ευσεβής τις Ορθόδοξος Χριστιανός, πλούσιος κατά πολλά, Αγάθων λεγόμενος, έχων γυναίκα και αυτήν Χριστιανήν, Πολιτείαν καλουμένην· διέμενον δε εις τι προάστιον της μεγαλοπόλεως Ρώμης. Πλην παρ’ όλας τας καλωσύνας και ελεημοσύνας, τας οποίας είχον, δεν είχον τέκνον, ούτε άρσεν, ούτε θήλυ, και δια τούτο ήσαν πάντοτε λυπημένοι, όπως κάλλιστα γνωρίζουν όσοι έχουν τοιαύτην λύπην. Παρεκάλουν όθεν και οι δύο τον Θεόν να τους δώση τέκνον, ουχί μόνον δια την κληρονομίαν του πολλού πλούτου, τον οποίον είχον, αλλά μάλλον δια την διαδοχήν του γένους αυτών. Ο δε Πανάγαθος Θεός, όστις ποιεί το θέλημα των φοβουμένων αυτών και της δεήσεως αυτών εισακούει, ως λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ, επήκουσε της δεήσεως αυτών. Όθεν μετ’ ολίγας ημέρας συλλαβούσα η Πολιτεία εγέννησε την Αγίαν ταύτην εν τη έκτη ημέρα της εβδομάδος· δια τούτο και όταν εβάπτισαν αυτήν, εκάλεσαν το όναμά της Παρασκευήν. Αύτη εκ πρώτης ηλικίας εδείκνυεν οποία τις θέλει γίνει εις το ύστερον· διότι δεν έπαιζεν ατάκτως, όπως την σήμερον ημέραν τα μωρά κοράσια, ουδέ εις απρεπή παίγνια ησχολείτο, ουδέ ηκούετο αργολογία ή μωρολογία εκ του στόματος αυτής, αλλ’ επαιδεύετο υπό της μητρός αυτής Πολιτείας εις παν έργον θεάρεστον, καθώς πρέπει να παιδεύωσιν αι μητέρες τας θυγατέρας. Εις την ανατροφήν δε και παίδευσιν, την οποίαν είχεν η Αγία, έμαθε και τα ιερά γράμματα· δια τούτο δεν έλειπεν από την Εκκλησίαν, ουδέ την είδε ποτέ άνθρωπος να μη κρατή βιβλίον εις τας χείρας της, παρεκτός μόνον όταν έτρωγεν ή έκαμνεν υπηρεσίαν αναγκαίαν του σώματος. Ηγάπα δε κατά πολλά την παρθενίαν, κατά μίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου, δια τούτο δε όχι μόνον τους οφθαλμούς, οι οποίοι είναι οδός του έρωτος, εφύλαττεν από θεωρίαν ανδρών, αλλά και το στόμα από αισχρολογίαν και την ακοήν από απρεπείς ακροάσεις. Ακούετε, όσαι είσθε παρθένοι, και μάθετε πως πρέπει να παρθενεύετε· διότι, όχι μόνον εκείνη η οποία παρθενεύει κατά το σώμα, εκείνη λέγεται καθολικά παρθένος, αλλ’ εκείνη ήτις είναι και κατά την ψυχήν καθαρά, και δεν έχει εις τον λογισμόν της αισχράς ενθυμήσεις, αυτή είναι η πραγματική παρθένος. Ακούσατε και όσαι έχετε άνδρας, πως λέγει ο Απόστολος Παύλος εις το δεύτερον Κεφάλαιον της προς Τιμόθεον πρώτης επιστολής αυτού. «Μετά αιδούς και σωφροσύνης κοσμείν εαυτάς μη εν πλέγμασιν ή χρυσώ ή μαργαρίταις ή ιματισμώ πολυτελεί, αλλ’ ο πρέπει γυναιξίν επαγγελλομέναις θεοσέβειαν, δι’ έργων αγαθών»· ήτοι να μη χρησιμοποιήτε καλυντικά, ουδέ να στολίζεσθε με χρυσαφικά και με μαργαριτάρια ούτε πολυτελή ενδύματα, αλλά να είσθε τιμημέναι και σώφρονες, καθώς πρέπει εις τας γυναίκας των Χριστιανών, αίτινες θέλουν να αρέσουν εις τον Χριστόν, με έργα αγαθά και όχι με στολίδια. Ακούετε όσαι έχετε θυγατέρας ανυπάνδρους, πως πρέπει να τας παιδεύετε, όχι να γίνεσθε σεις κακόν παράδειγμα εις αυτάς, αλλά να είσθε τύπος και παράδειγμα των θυγατέρων σας προς παν έργον θεάρεστον· διότι, όταν σεις ομιλήτε λόγους, οι οποίοι μολύνουσι τας ψυχάς των απλών παρθένων, όταν δεν αγαπάτε την εργασίαν του οίκου, όταν αντιλέγετε εις τους συζύγους σας, όταν παρακύπτετε συχνάκις εκ των παραθύρων, όταν αγαπάτε τον οίνον, όταν σεις δεν έχετε καμμίαν ευλάβειαν ουδέ κρατήτε την γλώσσαν, πόθεν άλλοθεν θα μάθωσιν αι μικραί κόραι την καλήν συμπεριφοράν αφού δεν εξέρχονται έξω του οίκου; Αλλ’ η Αγία αύτη Παρασκευή δεν ήτο τοιαύτη, ουδέ επαιδεύθη τοιουτοτρόπως υπό της μητρός αυτής, ουδέ είχε την ωραιότητά της και το κάλλος της εις έρωτας νέων ατάκτων, οίτινες περιέρχονται με κυνικήν αναίδειαν, που να ίδωσι καμμίαν κόρην, ουδέ έκυπτεν από τα παράθυρα να αγρεύση τας ψυχάς των ανδρών, αλλά πάντοτε εν έργον είχεν απαραίτητον· το να στολίζη την ψυχήν της με νηστείαν, με εγκράτειαν, με σιωπήν, με προσοχήν, με παρθενίαν, με ελεημοσύνην και με παν έργον θεάρεστον. Πολλοί άρχοντες του καιρού εκείνου επεθύμησαν να την λάβωσι νύμφην εις τους υιούς αυτών, και δια τον πατρικόν της πλούτον και δια την καλλονήν της, το δε περισσότερον δια την σωφροσύνην της, αλλά αυτή αγαπώσα την παρθενίαν και θέλουσα να μείνη καθαρά και αμόλυντος νύμφη του Χριστού δεν ήθελε να ακούση περί υπανδρείας. Ταύτα δε βλέποντες οι γονείς αυτής έχαιρον δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Θεόν, όστις τους εχάρισε τοιούτον τέκνον ευλογημένον. Όταν δε εγένετο η Αγία είκοσι ετών, απέθανον οι γονείς αυτής και έμεινεν ο πολύς πλούτος εκείνος εις τας χείρας της· παρευθύς δε τότε έδειξε την αγαθήν της προαίρεσιν, διότι δεν τον εχρησιμοποίησεν εις αναπαύσεις του σώματος ουδέ εις φαγοπότια και στολίδια· αλλά ακούσασα τον Χριστόν, όστις λέγει εις το δωδέκατον Κεφάλαιον του κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου: «Πωλήσατε τα υπάρχοντα υμών και δότε ελεημοσύνην· ποιήσατε εαυτοίς βαλάντια μη παλαιούμενα, θησαυρόν ανέκλειπτον εν τοις ουρανοίς», εμοίρασεν αυτόν όλον εις τους έχοντας ανάγκην και εις τους πτωχούς υπέρ του ονόματος αυτού. Έπειτα επήγεν εις Μοναστήριον γυναικών, και εφόρεσε το μοναχικόν σχήμα, εκεί δε έκαμε καιρόν ικανόν, εν πάση υποταγή και ταπεινώσει, δουλεύουσα εις τον Θεόν και εις την προεστώσαν του Μοναστηρίου. Αλλ’ επειδή ηγάπα να μαρτυρήση υπέρ του ονόματος του Χριστού, δια τούτο, λαβούσα την ευχήν της Ηγουμένης και των άλλων μοναζουσών ως αγαθόν συνοδοιπόρον, εξήλθε του Μοναστηρίου δια να κηρύξη κατά πάσαν πόλιν και χώραν το όνομα του αληθινού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Την εποχήν εκείνην ήτο βασιλεύς της παλαιάς Ρώμης ο Αντωνίνος ο επιλεγόμενος ευσεβής, όστις ήτο ακόμη τότε ειδωλολάτρης. Ούτος εγένετο βασιλεύς μετά τον Αδριανόν εις τους 140 περίπου χρόνους από της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού. Κηρύττουσα λοιπόν η Αγία, πολλοί των Ελλήνων και Ιουδαίων ακούοντες τους λόγους αυτής επέστρεψαν εις θεογνωσίαν· οι δε Ιουδαίοι οι ευρεθέντες εις μίαν πόλιν, όπου εκήρυττεν η Αγία, φθονερόν γένος ως είναι πάντοτε και εχθρότατον των Χριστιανών, βλέποντες τους Χριστιανούς πληθυνομένους και την θρησκείαν αυτών ατιμαζομένην και υβριζομένην, προσελθόντες εις τον βασιλέα Αντωνίνον διέβαλον την Αγίαν λέγοντες· «Βασιλεύ πολυχρονεμένε, οι μεν άλλοι πάντες πείθονται εις το πρόσταγμα της βασιλείας σου, γυνή δε τις, ονόματι Παρασκευή, κηρύττει τον Ιησούν, τον υιόν της Μαρίας, τον οποίον εσταύρωσαν οι πατέρες ημών ως πλάνον και αντίθεον, και λέγει, ότι αυτός είναι μόνος Θεός αληθινός, οι δε υπό της βασιλείας σου προσκυνούμενοι θεοί είναι ξύλα κωφά και αναίσθητα». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς Αντωνίνος όλος επλήσθη θυμού, και παρευθύς αποστείλας στρατιώτας έφερε την Αγίαν έμπροσθεν αυτού· ως δε είδε την ωραιότητα αυτής, όλως εξεπλάγη και ήρχισε με κολακείας λέγων προς αυτήν· «Ω Παρασκευή, εγώ, μα την δύναμιν των μεγάλων θεών, επαινώ την νεότητά σου, και δια τούτο σε συμβουλεύω να θυσιάσης εις τους θεούς, οι οποίοι σου έδωκαν την ωραιότητα ταύτην· διότι εάν μεν ποιήσης, καθώς σου λέγω, θέλω σου δώσει πολλάς δωρεάς· εάν δε θέλης να σταθής εις το θέλημά σου και να φανής εναντία των ημετέρων προσταγμάτων, ήξευρε, ότι θέλω σε τιμωρήσει με βάσανα, τα οποία και μόνον εξ ακοής και θεωρίας καταπλήττουσι τον άνθρωπον, όχι μάλιστα και να τα πάθη». Τοιαύτα και άλλα περισσότερα έλεγεν ο βασιλεύς κολακεύων την Αγίαν· αλλά αυτή σημειώσασα εις εαυτήν το σημείον του Τιμίου Σταυρού απεκρίθη προς αυτόν· «Μη νομίσης, ω βασιλεύ, ότι με τας τοιαύτας κολακείας ή με τας τοιαύτας απειλάς θέλω αρνηθή εγώ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν, διότι δεν υπάρχει καμμία βάσανος ούτε τιμωρία ούτε παίδευσις, ήτις να με χωρίση από την αγάπην του». Ως ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς διέταξε τους στρατιώτας μετά μεγάλου θυμού να καύσωσι περισσώς μίαν περικεφαλαίαν σιδηράν, έως ου να κοκκινίση και τότε να την βάλωσιν εις την κεφαλήν της Αγίας· αλλά ο Θεός, όστις εφύλαξε ποτε τους τρεις Παίδας εν τη καμίνω και δεν εχωνεύθησαν υπό του πυρός, αυτός και τότε εθαυματούργησεν εις την Αγίαν· διότι ήθελε τις ειπεί, ότι, ως να είχε ψυχράν δρόσον εις την κεφαλήν της, τοιουτοτρόπως ελογίσθη τούτο η Αγία. Πολλοί δε των παρισταμένων Ελλήνων, ιδόντες τούτο το παράδοξον θαύμα, επίστευσαν ευθύς εις τον Χριστόν· τους οποίους ο βασιλεύς διέταξε να θανατώσωσι δια διαφόρων θανάτων· άλλους μεν να αποκεφαλίσουν, άλλους δε να κατακαύσουν, άλλους να πνίξουν εις τον ποταμόν της Ρώμης Τίβεριν, άλλων δε να αφαιρέσουν το δέρμα. Και τούτους μεν τοιουτοτρόπως τους ετιμώρησε, την δε Αγίαν διέταξε να την βάλωσιν εις φυλακήν, έως να συλλογισθή με ποίον τρόπον να βασανίση και να θανατώση αυτήν. Αφού δε η Αγία εκλείσθη εις το δεσμωτήριον, εδέετο μετά δακρύων του Κυρίου λέγουσα· «Φύλαξόν με, Κύριε, εις την αληθινήν πίστιν σου, και λύτρωσαί με εκ των σκανδάλων του εχθρού, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου». Κατά δε το μεσονύκτιον εφάνη εις αυτήν Άγγελος Κυρίου έχων εις τας χείρας Σταυρόν φωτεινόν, και κάλαμον και σπόγγον και στέφανον, και λέγει εις αυτήν· «Χαίροις, Παρασκευή, αθληφόρε του Κυρίου. Μη φοβού τας βασάνους των τυράννων· διότι ο Κύριος ημών, ο οποίος κατεδέξατο να σταυρωθή δια την σωτηρίαν των ανθρώπων και να στεφανωθή με ακάνθινον στέφανον, αυτός μέλλει να είναι βοηθός σου, δια να σε λυτρώση από πάντα πειρασμόν επερχόμενον εις σε». Και ο μεν Άγγελος ταύτα ειπών προς την Αγίαν, και λύσας αυτήν εκ των δεσμών, απήλθεν εις τους ουρανούς· η δε Αγία, ακούσασα τους λόγους του Αγγέλου, διετέλεσε προσευχομένη έως ου εγένετο ημέρα. Το δε πρωϊ διέταξεν ο βασιλεύς να φέρουν την Αγίαν έμπροσθεν αυτού· απελθόντες δε οι στρατιώται να φέρωσι την Αγίαν, ως είδον αυτήν λελυμένην των δεσμών, εξεπλάγησαν· ότε δε παρέστησαν αυτήν, είπεν ο βασιλεύς: «Άραγε, ω Παρασκευή, εσωφρονίσθης από την χθεσινήν τιμωρίαν ή ακόμη επιμένεις εις την αυτήν μωρίαν»; Η δε Αγία απεκρίνατο· «Τι νομίζεις, ασεβέστατε βασιλεύ, με τοιαύτας τιμωρίας να σαλεύσης τον στερρόν πύργον της ψυχής μου; Ευκολώτερον είναι να μαλάξης τον σίδηρον, παρά να μετατρέψης τον αγαθόν μου λογισμόν· ει δε και θέλης, δοκίμασόν με, ίνα ίδης την δύναμιν του Χριστού μου». Ως δε ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς, όλος ηλλοιώθη εκ του θυμού αυτού, και παρευθύς προστάττει τους στρατιώτας να κρεμάσωσι την Αγίαν εκ των τριχών της κεφαλής εις ένα όρθιον ξύλον, έπειτα να λάβωσι λαμπάδας ανημμένας και με εκείνας να κατακαίωσι τας μασχάλας της και τα άλλα μέλη του σώματος. Και όμως η Αγία, ταύτα πάσχουσα, υπέμενεν ανδρείως και τον μεν βασιλέα ύβριζε, τους δε ψευδωνύμους θεούς εμυκτήριζεν. Ως δε είδεν ο βασιλεύς ότι εις ουδέν λογίζεται η Αγία ταύτην την βάσανον, διέταξε πάλιν να βάλωσιν εις ένα μέγαν λέβητα έλαιον και πίσσαν, και να βράσωσι δυνατά, έπειτα να την ρίψωσι μέσα. Τούτου δε γενομένου, ίστατο η Αγία εν μέσω του λέβητος δροσιζομένη και χαίρουσα ωσάν να ήτο εις δροσερόν κήπον. Βλέπων δε τούτο ο βασιλεύς και θαυμάζων εις την μεγάλην θαυματουργίαν εκείνης, προσεγγίσας εις τον λέβητα, είπεν προς την Αγίαν· «Ράντισό με από το έλαιον αυτό, ω Παρασκευή, το οποίον είναι εις τον λέβητα, ίνα ίδω άραγε αληθώς καίει η πίσσα και το έλαιον, ή φαντασία είναι τούτο το οποίον βλέπω εις σε, να μη κατακαίεσαι»; Τότε η γία γεμίσασα τας δύο χείρας της εκ του ελαίου εκείνου και της πίσσης έρριψεν εις το πρόσωπον του βασιλέως, παρευθύς δε ετυφλώθησαν αι κόραι των οφθαλμών αυτού και έκραζε με μεγάλην φωνήν ο βασιλεύς λέγων· «Λυπήσου με, δούλη του αληθινού Θεού, δος μοι το φως των οφθαλμών μου, και πιστεύω εις τον Θεόν, τον οποίον κηρύττεις». Εξελθούσα τότε η Αγία εκ του λέβητος ιάτρευσε τον βασιλέα και σωματικώς και ψυχικώς, βαπτίσασα αυτόν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της μιάς θεότητος. Και ο μεν βασιλεύς Αντωνίνος, με τοιούτον τρόπον πιστεύσας εις τον Χριστόν, απέβαλε την μιαράν θρησκείαν των Ελλήνων· η δε Αγία, εξελθούσα της μεγαλοπόλεως Ρώμης, απήλθεν εις ετέρας πόλεις και χώρας κηρύττουσα το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εισελθούσα δε εις ετέραν πόλιν, εις την οποίαν εβασίλευεν άλλος βασιλεύς, Ασκληπιός λεγόμενος, εκήρυττε και εκεί παρρησία τον λόγον της αληθείας. Τούτο μαθών ο βασιλεύς εκείνος παρέστησεν αυτήν εις το κριτήριον αυτού και λέγει προς αυτήν· «Πόθεν είσαι, ω γύναι, και τις είναι αυτός ο Θεός ο νέος, τον οποίον κηρύττεις»; Η δε Αγία, επικαλεσθείσα το όνομα του Σωτήρος Χριστού και σφραγίσασα εαυτήν δια του τύπου του Τιμίου Σταυρού, απεκρίθη· «Το μεν πόθεν είμαι, ω βασιλεύ, δεν είναι ανάγκη να το μάθης μηδέ ωφέλιμον· ο δε Θεός, τον οποίον κηρύττω, δεν είναι νέος, ως λέγεις, αλλά είναι άναρχος και προαιώνιος, ο οποίος εποίησε τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτοίς, ο οποίος δια την σωτηρίαν των ανθρώπων ήλθεν επί της γης και εσαρκώθη και εσταυρώθη κατά το ανθρώπινον και ανελήφθη και πάλιν μέλλει να έλθη, ίνα κρίνη τον κόσμον άπαντα και αποδώση εις ένα έκαστον κατά τα έργα αυτού. Αυτόν κηρύττω, αυτόν ομολογώ Θεόν αληθινόν· οι δε ιδικοί σου θεοί οι ψευδώνυμοι, οίτινες τον ουρανόν και την γην ουκ εποίησαν, απολεσθήτωσαν, καθώς λέγει και ο Προφήτης Ιερεμίας». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς Ασκληπιός, και ταραχθείς εκ των λόγων της Αγίας, έπεμψεν αυτήν προς τινα δράκοντα εμφωλεύοντα έξω της πόλεως εκείνης, εις τον οποίον έρριπτον τους καταδίκους· δράκων δε, τον οποίον ακούομεν πολλάκις εις τας Γραφάς, είναι μεν κατ’ αρχήν όφις, τρεφόμενος όμως και παλαιούμενος γίνεται μέγας και φοβερός, τότε δε ονομάζεται δράκων. Όταν δε η Αγία επλησίασεν εις τον τόπον εκείνον, όπου κατώκει το θηρίον, ως είδεν αυτήν ο δράκων μεγάλως εβρυχήθη, ανοίξας δε το στόμα αυτού εξέβαλε καπνόν φοβερόν πολύν ως θέλων να την καταπίη. Η δε Αγία σταθείσα πλησίον του δράκοντος είπε· «Θηρίον πονηρότατον, έφθασεν επί σε η οργή του Θεού και ιδού ήγγισεν ο αφανισμός σου, διότι πολλούς αναιτίως κατέφαγες». Ταύτα ειπούσα και το σημείον του Σταυρού ποιήσασα εις εαυτήν ενεφύσησε τον δράκοντα και παρευθύς (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ, ως μεγάλη η χάρις των Αγίων σου!), ο φοβερός δράκων εκείνος μεγάλως συρίξας και εαυτόν περιστρέψας, διερράγη εις δύο. Τούτο το παράδοξον θαύμα ιδών ο βασιλεύς Ασκληπιός και οι συν αυτώ πάντες επίστευσαν εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και εβαπτίσθησαν υπό της Αγίας εις το όνομα της Αγίας και Ζωοποιού Τριάδος. Και ούτοι μεν τοιουτοτρόπως πιστεύσαντες και βαπτισθέντες, έχαιρον δοξάζοντες τον Χριστόν· η δε Αγία εξελθούσα εκείνης της πόλεως απήλθε πάλιν εις ετέρας πόλεις και χώρας, κηρύττουσα τον Χριστόν. Εισελθούσα δε εις άλλην πόλιν, εις την οποίαν εβασίλευεν άλλος βασιλεύς, Ταράσιος λεγόμενος, εκήρυττε και εκεί τον λόγον της αληθείας. Μαθών δε ο βασιλεύς τα περί αυτής, παρέστησεν αυτήν εις το κριτήριον αυτού και λέγει· «Ποίος πονηρός δαίμων σε έφερεν εδώ, γύναι, να υβρίζης μεν τους μεγάλους και αιωνίους θεούς, να κηρύττης δε άγνωστον τινα Θεόν, χθεσινόν και προχθεσινόν, γεννηθέντα προ χρόνων εκατόν πεντήκοντα, εις τας ημέρας του βασιλέως Αυγούστου, τον οποίον εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι ως κακούργον και πλάνον και αντίθεον»; Η Αγία απεκρίθη· «Δεν με έστειλε πονηρός δαίμων εδώ, ω βασιλεύ, να κηρύττω την αλήθειαν, αλλ’ ο Χριστός, ο αληθινός Θεός, εκείνος με άστειλε να τον κηρύττω, άναρχον μεν κατά την θεότητα, χρονικόν δε κατά την σάρκα, τον αυτόν απαθή και παθητόν, αόρατον και ορατόν, άκτιστον και κτιστόν. Το μεν δια την φύσιν της θεότητος, το δε δια την ανθρωπότητα. Τούτον εγώ κηρύττω ως Θεόν προαιώνιον, τούτον μόνον ομολογώ ότι είναι Θεός αληθής και άνθρωπος τέλειος, τα δε είδωλα, τα κωφά και αναίσθητα, τα οποία προσκυνείτε σεις οι άφρονες Έλληνες, εγώ μυκτηρίζω και καταπατώ, διότι τίποτε άλλο δεν είναι ειμή μόνον ξύλα άψυχα και λίθοι αναίσθητοι». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς μεγάλως εθυμώθη, και παρευθύς διέταξε τους στρατιώτας να βάλωσιν εις ένα λέβητα μέγαν, έλαιον, πίσσαν και μόλυβδον και να τα βράσουν περισσώς, έπειτα δε να ρίψουν μέσα την Αγίαν. Τι όμως εθαυματούργησεν ο Θεός, δια τον οποίον έπασχε ταύτα η Αγία; Καθώς έστειλε τότε τον Άγγελον αυτού και εδρόσιζε την βαβυλωνίαν κάμινον, ούτως απέστειλε και την ώραν εκείνην Άγγελον φωτοειδή, ο οποίος κατελθών την μεν φλόγα κατέσβεσε, τα δε εκκαιόμενα εκείνα τρία είδη εποίησε ψυχρότερα ύδατος. Τούτο το θαύμα πολλούς των Ελλήνων επέστρεψεν εις θεογνωσίαν. Αλλ’ ο ασυνείδητος βασιλεύς Ταράσιος, έχων πεπωρωμένην την καρδίαν, είπε πάλιν εις τους στρατιώτας· «συλλάβετε την μιαράν ταύτην και υβρίστριαν των θεών, και τανύσατέ την κατά γης εις τέσσαρα, έπειτα λάβετε νεύρα ωμά βοών και μαστιγώσατέ την ανοικτιρμόνως, έως ου να θυσιάση εις τους μεγάλους θεούς ή να αποθάνη από τας βασάνους». Δεν επρόφθασεν ο βασιλεύς να τελειώση τον λόγον, και παρευθύς εγένετο το πρόσταγμα. Τι δε έκαμεν η Αγία; Εκεί έδειξε την καρτερίαν της, διότι ήθελεν είπει τις ότι άλλος επαιδεύετο, τοιουτοτρόπως εφαίνετο η Αγία όλη χαίρουσα, όλη ευφραινομένη· δύο και τρεις φοράς ηλλάχθησαν οι στρατιώται, και όμως η Αγία ήτο η αυτή, ήθελεν ειπεί τις ότι ευρίσκετο εις ωραίον κήπον, τοσούτον έλαμπε το πρόσωπον αυτής. Ως δε είδε την τοσαύτην επιμονήν της Αγίας ο μιαρός βασιλεύς, εντραπείς από τους περιεστώτας, ότι δεν ηδυνήθη να νικήση μίαν γυναίκα ωσάν εκείνην, διέταξε να την βάλωσιν εις την φυλακήν, εκεί δε να την καρφώσουν τανυστά εις την γην εκ τεσσάρων σημείων. Έπειτα να βάλωσι και μίαν πλάκα μεγάλην εις τα στήθη της και ούτω να κείται τιμωρουμένη έως ου να συλλογισθή με ποίον θάνατον να την τελειώση. Κατά δε την νύκτα εκείνην φαίνεται προς την Αγίαν ο Χριστός μετά πλήθους Αγγέλων και Αρχαγγέλων δορυφορούμενος και λέγει προς αυτήν· «Χαίροις, Παρασκευή καλλιπάρθενε· μη δειλιάσης τας βασάνους, διότι η χάρις μου θέλει είναι μετά σου, να σε λυτρώνη από πάντα πειρασμόν· ακόμη ολίγον υπόμεινον και θέλεις έλθει να συμβασιλεύσης μετ’ εμού αιωνίως». Ταύτα ειπών ο Χριστός και ιασάμενος τας πληγάς αυτής, άμα δε λύσας αυτήν εκ των δεσμών, ανελήφθη εις τους ουρανούς. Κατά δε την επομένην αποστείλας ο βασιλεύς στρατιώτας έφερε την Αγίαν έμπροσθέν αυτού. Ως δε είδεν αυτήν όλην υγιά, μηδέν σημείον έχουσαν των χθεσινών πληγών, εθαύμασε και λέγει εις αυτήν· «Βλέπεις, ω γύναι, πως σε αγαπώσιν οι φιλάνθρωποι και μεγάλοι θεοί; Διότι, δια να λυπηθώσι την ωραιότητά σου, ιάτρευσαν τας πληγάς σου, δια να μη έχης τινά ασχημίαν επάνω σου· μη φανής και συ αχάριστος προς αυτούς, αλλ’ ελθέ μετ’ εμού εις τον ναόν αυτών, ίνα προσκυνήσης αυτούς και λάβης μεγάλας δωρεάς παρά της βασιλείας μου». Απεκρίθη η Αγία· «Δεν μου έδωσαν οι θεοί σου, βασιλεύ, την υγείαν, αλλ’ ο Χριστός μου, ο αληθής Θεός, εις τον οποίον και πιστεύω και λατρεύω· πλην επειδή λέγεις να μεταβώμεν εις τον ναόν των θεών σου, ας υπάγωμεν να ίδωμεν ποίους λέγεις να προσκυνήσω». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς εχάρη, νομίζων ότι μετενόησεν η Αγία, παρευθύς δε διέταξε τους άρχοντάς του και όλον τον λαόν να εισέλθουν εις τον ναόν· οι δε πεπλανημένοι Έλληνες από την χαράν των επολυχρονούσαν τον βασιλέα. Όταν δε εισήλθον όλοι εις τον ναόν και επερίμενον να ίδουν τι θέλει κάμει η Αγία, αύτη εσήκωσε την δεξιάν χείρα της προς το είδωλον του Απόλλωνος και λέγει· «Θέλεις συ, είδωλον άψυχον, να πάρης ως θεός από εμέ θυσίαν»; Και με τον λόγον έκαμε και τον σταυρόν της· το δε δαιμόνιον, το οποίον κατώκει εις το είδωλον, μετά μεγάλης φωνής είπε· «Δεν είμαι εγώ θεός, μηδέ άλλος τις από ημάς, αλλά μόνον αυτός τον οποίον κηρύττεις συ είναι Θεός αληθινός, ημείς δε είμεθα πρότερον Άγγελοι, δια δε την υπερηφάνειάν μας εγίναμεν διάβολοι, και από τότε απατώμεν τους ανθρώπους από τον φθόνον μας και μας προσκυνούν ως θεούς». Η δε Αγία απεκρίθη· «Διατί τότε στέκεσθε αυτού τώρα, όπου είμαι και εγώ η δούλη του αληθινού Θεού»; Πάραυτα δε με την φωνήν της Αγίας βοή και σύγχυσις και θρήνοι ηκούσθησαν από τα είδωλα του βωμού και καταπεσόντα συνετρίβησαν. Τότε οι ιερείς του ναού και άλλοι από το πλήθος του λαού ήρπασαν την Αγίαν από τον βωμόν, και δέροντες και σύροντες έφεραν αυτήν έξω του ναού, και έκραζον προς τον βασιλέα: «Φόνευσον την μιαράν ταύτην και υβρίστριαν των θεών· φόνευσον αυτήν πριν να κρημνίση και τον ναόν και σε, βασιλεύ». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς, και βλέπων ότι δεν δύναται παντελώς ούτε με κολακείας ούτε με απειλάς ούτε με άλλον τινά τρόπον να την επιστρέψη εις την γνώμην του, απεφάσισε κατ’ αυτής τοιαύτην απόφασιν· «Παρασκευήν την υβρίστριαν των θεών, ήτις κατεφρόνησε μεν την ημετέραν ευτυχίαν, κηρύττει δε τον πλάνον Χριστόν ως Θεόν αληθινόν, προστάσσω να οδηγήσετε έξω της πόλεως και να κόψετε την μιαράν της κεφαλήν». Και ο μεν βασιλεύς ταύτα διέταξεν· οι δε στρατιώται, παραλαβόντες την Αγίαν, εξήγαγον έξω της πόλεως ίνα την αποκεφαλίσουν. Ότε δε έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, εζήτησεν η Αγία να την αφήσουν ολίγην ώραν να κάμη την προσευχήν της και την άφησαν. Τότε κλίνασα το γόνατα και τας μεν χείρας υψώσασα εις τον ουρανόν, τον δε νουν προς τον Θεόν, προσευχομένη έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του αθανάτου Πατρός, ο οποίος δια την ιδικήν μας σωτηρίαν κατέβης από τους ουρανούς και ήλθες επί της γης, ευχαριστώ σοι, ότι με ηξίωσας να υπομείνω βάσανα και τιμωρίας δια το Άγιόν σου όνομα· δοξολογώ σε ότι κατηξιώθην να μιμηθώ το πάθος σου· υμνολογώ σε ότι με εδυνάμωσες να μαρτυρήσω δια την αγάπην σου· αξίωσόν με και της Βασιλείας σου· και ως εγώ υπέμεινα τας τιμωρίας δια την αγάπην σου, ούτω και συ, Θεέ μου, δόξασόν με εις την Βασιλείαν σου και παράλαβε την ψυχήν μου την ταπεινήν και ανάπαυσον αυτήν μετά των φρονίμων παρθένων σου, ότι δια να θαρρώ εις την μεγάλην σου δόξαν υπέμεινα τας τιμωρίας και τα βάσανα, και δια να ελπίζω εις την πλουσίαν σου ανταμοιβήν, θέλω να λάβω τον θάνατον· δια τούτο κατάταξόν με εν τω χορώ των Αγίων σου Μαρτύρων· και μνήσθητι, φιλάνθρωπε Κύριε, και των επικαλουμένων το όνομά σου το Άγιον δι’ εμού της δούλης σου εν καιρώ θλίψεως· μνήσθητι των επιτελούντων την μνήμην της εμής τελειώσεως· αντάμειψον αυτούς δια των πλουσίων σου χαρισμάτων· επάκουσον της προσευχής αυτών εν ημέρα δεήσεως, τελείωσον τα προς σωτηρίαν αυτών αιτήματα, ίνα δια τούτων δοξασθή το όνομά σου το Άγιον, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης φωνή ηκούσθη αοράτως, ώσπερ βροντή, λέγουσα· «Επήκουσα της δεήσεώς σου, Παρασκευή, και θέλει γίνει καθώς εζήτησας». Τότε η Αγία μετά χαράς μεγάλης κλίνασα τον αυχένα απετμήθη την κεφαλήν παρά τινος στρατιώτου κατά την προσταγήν του βασιλέως. Και η μεν τιμία και ολόφωτος αυτής ψυχή απήλθε προς τας αιωνίους μονάς, εις την ατελεύτητον χαράν, εις τους χορούς των Αθλοφόρων γυναικών και εις την Βασιλείαν των Ουρανών· το δε σεβάσμιον αυτής λείψανον λαβόντες τινές χριστιανοί, κεκρυμμένοι δια τον φόβον των Ελλήνων, αλείψαντες δια μύρων και αρωμάτων, κατέθεσαν εις επίσημον τόπον δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεόν. Ο δε Θεός θέλων να θαυμαστώση την Αγίαν εποίει άπειρα θαύματα εις τον τάφον αυτής· διότι πολλοί ασθενείς προσερχόμενοι, και χώμα μόνον λαμβάνοντες εκ του τάφου αυτής, ιατρεύοντο· χωλοί ηνωρθώθησαν, πολλοί τυφλοί ανέβλεψαν· πολλοί δαιμονισμένοι ιατρεύθησαν· πολλαί στείραι γυναίκες ετεκνογόνησαν· και άλλα θαυμαστά και παράδοξα σημεία εγίνοντο εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους την πρεσβείαν αυτής, τα οποία εάν θελήση τις να διηγηθή καταλεπτώς, θέλει ομοιάσει εκείνον, όστις βούλεται να μετρήση τα άστρα του ουρανού ή την άμμον της θαλάσσης. Όχι δε μόνον εις τους παλαιούς καιρούς εθαυματούργει η Αγία, αλλά και την σήμερον, ει τις την επικαλεσθή μετά πίστεως, την ευρίσκει έτοιμον βοηθόν εις κάθε του ψυχωφελές ζήτημα. Αυτό είναι το μαρτύριον της Αγίας Παρασκευής, ευλογημένοι χριστιανοί. Ούτως ηγωνίσθη μέχρι θανάτου υπέρ της αγάπης του Χριστού. Και ο Χριστός τοιουτοτρόπως ετίμησεν αυτήν και εις την Βασιλείαν του την ουράνιον, και εις τούτον τον αισθητόν κόσμον, ώστε δεν είναι τόπος, εις τον οποίον να πιστεύουν εις τον Χριστόν και να μη την επαινούν ή να μη έχουν ακουστόν το όνομα αυτής· ης ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς· Αμήν.
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3145
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
- Επικοινωνία:
Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) Ιουλίου, μνήμη του Οσίου ΓΕΡΟΝΤΙΟΥ του συστήσαντος την Σκήτην της Αγίας Άννης, ος δια
Τη ΚΣΤ΄ (26η) Ιουλίου, μνήμη του Οσίου ΓΕΡΟΝΤΙΟΥ του συστήσαντος την Σκήτην της Αγίας Άννης, ος δια προσευχής προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον εξήγαγε το επάνωθεν αυτής αναβλύσαν και μέχριν του νυν σωζόμενον αγίασμα.
Γερόντιος ο Όσιος Πατήρ ημών εχρημάτισεν Ηγούμενος παλαιάς Μονής του Αγίου Όρους καλουμένης των Βουλευτηρίων· αλλ’ επειδή η Μονή αύτη ήτο παράλιος, δια δε τας του καιρού εκείνου ανωμαλίας και τας αλλεπαλλήλους των βαρβάρων επιδρομάς και συνεχείς λεηλατήσεις και ενοχλήσεις, δεν ηδύναντο να μένωσιν εκεί οι Μοναχοί, αφέντες ούτοι την ιδίαν αυτών Μονήν έρημον, διεσπάρησαν ένθεν κακείθεν και τους υψηλοτέρους και κρυφιωτέρους τόπους της Μονής καταλαβόντες, εν σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης αποκρυπτόμενοι όντως διήγον στενήν και τεθλιμμένην ζωήν· το δε Μοναστήριον αυτών, μονωθέν και ερημωθέν και κατ’ ολίγον καταπίπτον, ήλθεν εις παντελή αφανισμόν. Μετά δε πάροδον χρόνων, παυσάσης της επικρατήσεως και κατακυριεύσεως των αλλοφύλων, αποκατεστάθη ολίγον η ειρήνη· όθεν και οι Πατέρες ήρχισαν να συναθροίζωνται πάλιν ουχί εις την παραθαλασσίαν Μονήν αυτών, αλλ’ επί του δρυμού, εκεί ένθα νυν υπάρχει η Σκήτη της Αγίας Άννης, οι μεν εκ των υψηλοτέρων μερών κατερχόμενοι, οι δε και αλλαχόθεν ερχόμενοι. Ήρχοντο δε εις τον τόπον αυτόν αφ’ ενός μεν δια το άφθονον ύδωρ, το οποίον ανέβλυζεν εκεί, αφ’ ετέρου δε δια το νότιον και θερμόν κλίμα της τοποθεσίας, πήξαντες δε εκεί μικράς τινας καλύβας ησύχαζον εις αυτάς εις ελάχιστα πράγματα αρκούμενοι, κατά μίμησιν των πάλαι θεοφόρων και εναρέτων ανδρών. Ο δε Όσιος Γερόντιος, επιθυμών τον ερημικώτερον βίον, έμεινε μεθ’ ετέρου τινός αδελφού υποτακτικού του εις το άνωθεν μέρος της Σκήτης, έκτισε δε εκεί μικρόν ησυχαστήριον μετά Εκκλησίας εις το όνομα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος, η οποία και έως την σήμερον φαίνεται. Είναι δε ο Όσιος Γερόντιος ο πρώτος όστις συνέστησε την ιεράν Σκήτην της Αγίας Άννης. Ο δε προορηθείς υποτακτικός του Οσίου δεινώς πάσχων, πολλάκις δε και δυσφορών, διότι ήτο υποχρεωμένος να κομίζη μακρόθεν και δια μέσου δυσβάτων και ανωφερικών ατραπών το αναγκαιούν δι’ αυτούς ύδωρ, συνεβούλευε τον Γέροντα ίνα και αυτοί κατέλθουν μετά των λοιπών αδελφών. Ο δε θείος Πατήρ μετά παραινέσεως παραμυθών αυτόν έλεγεν· «Έτι μικρόν, αδελφέ, υπόμεινον και μη αποκάμης εργαζόμενος το θεάρεστον αυτό έργον, δια το οποίον θέλεις λάβει πλουσίαν την μισθαποδοσίαν· πλην όμως ας μη παύσωμεν προστρέχοντες εις την ακοίμητον προστάτιδα και μετά Θεόν ελπίδα ημών ακαταίσχυντον Υπεραγίαν Δέσποιναν Θεοτόκον της οποίας κληρουχία τυγχάνει το Όρος τούτο, αύτη δε θέλει οικονομήσει το συμφέρον των μετά πίστεως και πόθου επικαλουμένων αυτήν πιστών δούλων του Κυρίου». Μετά λοιπόν τας προς την πανάχραντον Θεομήτορα εκτενείς αυτών δεήσεις και ικεσίας, νύκτα τινά εφάνη καθ’ ύπνον εις τον Γέροντα η υπεράμωμος Θεοτόκος λέγουσα· «Του λοιπού παύσασθε λυπούμενοι δια την του ύδατος στέρησιν, αποβάλατε την αθυμίαν και την λύπην· απέλθετε ολίγον κάτωθεν του καθίσματος υμών εις τον δείνα τόπον, και αφού σκάψετε ολίγον θέλετε εύρει το ποθούμενον». Την πρωϊαν δηλώσας ο Άγιος Γέρων τα οραθέντα εις τον μαθητήν αυτού, και περιχαρείς γενόμενοι, απήλθον εις τον διορισθέντα τόπον· σκάψαντες δε ολίγον, ω του θαύματος! εύρον, κατά την αψευδή επαγγελίαν, της πάντα, όσα και αν βούληται, δυναμένης Μητρός του παντοδυνάμου Θεού, το ύδωρ αλλόμενον και αναβλύζον, διαυγέστατον τε και γλυκύτατον, πόσιμόν τε και ιαματικώτατον, πιόντες δε εξ εκείνου μεγάλως ηυχαρίστησαν δια την ταχείαν επίσκεψιν και αντίληψιν της υπερενδόξου Θεομήτορος. Μετά δε ημέρας ικανάς, ως ήρχισεν ο υποτακτικός του Οσίου να φυτεύη ολίγα λάχανα κάτωθεν του παραρρέοντος ύδατος και να χρησιμοποιή το ύδωρ αυτό προς πλύσιν ενδυμάτων, παρευθύς το ύδωρ εξέλιπε και η πηγή εξηράνθη. Και οι μεν Όσιοι επί τη παρ’ ελπίδα στερήσει αυτού μεγάλως λυπηθέντες, εδέοντο πολλάκις εκτενώς και μετά δακρύων ικετεύοντες την πανύμνητον Δέσποιναν Θεοτόκον· η δε υπερένδοξος Δέσποινα, φανείσα και πάλιν εν οράματι εις τον Άγιον Γέροντα, είπεν· «Εγώ μεν σας έδωσα το ύδωρ προς πόσιν μόνον και δια τας ανάγκας της ζωοτροφίας, σεις όμως επεδόθητε εις περισπασμούς και χρησιμοποιείτε αυτό εις άλλας περιττάς απασχολήσεις· πλην από του νυν εκτός της πόσεως και της λοιπής ζωοτροφίας μη εις άλλο τούτο μεταχειρισθήτε· απέλθετε λοιπόν πάλιν εις τον πρότερον ίδιον τόπον, και αφού σκάψετε θέλετε εύρει το ζητούμενον». Ούτω λοιπόν κατά τον λόγον της Παναγίας Θεοτόκου ποιήσαντες, εύρον μεν το ύδωρ, όχι όμως ως το πρότερον, εξ επιπολής και επιφανείας, αλλά βαθύτερον έως δύο οργυιάς, ως διασώζεται και οράται μέχρι της σήμερον, όπερ έκτοτε και εις το εξής (και μέχρι σήμερον) μεταχειριζόμενοι οι Όσιοι Πατέρες τιμούν ως αγίασμα. Αλλ’ ω των θαυμασίων της Παντανάσης Υπεραμώμου Μητροπαρθένου Θεοτόκου! Πλέον των τριών σπιθαμών ούτε αυξάνει, ούτε ελαττούται, αλλά διαμένει πάντοτε εις την αυτήν ποσότητα· εάν δε κατά αναγκαιοτάτην χρήσιν εξαντληθή όλον πάλιν αποκαθίσταται εις το ίδιον μέτρον. Και ταύτα μεν περί του δια προσευχής του Οσίου Πατρός ημών Γεροντίου προς την Υπερένδοξον Δέσποιναν και Κυρίαν ημών Θεοτόκον Μαρίαν αναβλύσαντος ύδατος· ο δε Όσιος Γερόντιος εις βαθύ γήρας γενόμενος προς Κύριον εξεδήμησεν.
Γερόντιος ο Όσιος Πατήρ ημών εχρημάτισεν Ηγούμενος παλαιάς Μονής του Αγίου Όρους καλουμένης των Βουλευτηρίων· αλλ’ επειδή η Μονή αύτη ήτο παράλιος, δια δε τας του καιρού εκείνου ανωμαλίας και τας αλλεπαλλήλους των βαρβάρων επιδρομάς και συνεχείς λεηλατήσεις και ενοχλήσεις, δεν ηδύναντο να μένωσιν εκεί οι Μοναχοί, αφέντες ούτοι την ιδίαν αυτών Μονήν έρημον, διεσπάρησαν ένθεν κακείθεν και τους υψηλοτέρους και κρυφιωτέρους τόπους της Μονής καταλαβόντες, εν σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης αποκρυπτόμενοι όντως διήγον στενήν και τεθλιμμένην ζωήν· το δε Μοναστήριον αυτών, μονωθέν και ερημωθέν και κατ’ ολίγον καταπίπτον, ήλθεν εις παντελή αφανισμόν. Μετά δε πάροδον χρόνων, παυσάσης της επικρατήσεως και κατακυριεύσεως των αλλοφύλων, αποκατεστάθη ολίγον η ειρήνη· όθεν και οι Πατέρες ήρχισαν να συναθροίζωνται πάλιν ουχί εις την παραθαλασσίαν Μονήν αυτών, αλλ’ επί του δρυμού, εκεί ένθα νυν υπάρχει η Σκήτη της Αγίας Άννης, οι μεν εκ των υψηλοτέρων μερών κατερχόμενοι, οι δε και αλλαχόθεν ερχόμενοι. Ήρχοντο δε εις τον τόπον αυτόν αφ’ ενός μεν δια το άφθονον ύδωρ, το οποίον ανέβλυζεν εκεί, αφ’ ετέρου δε δια το νότιον και θερμόν κλίμα της τοποθεσίας, πήξαντες δε εκεί μικράς τινας καλύβας ησύχαζον εις αυτάς εις ελάχιστα πράγματα αρκούμενοι, κατά μίμησιν των πάλαι θεοφόρων και εναρέτων ανδρών. Ο δε Όσιος Γερόντιος, επιθυμών τον ερημικώτερον βίον, έμεινε μεθ’ ετέρου τινός αδελφού υποτακτικού του εις το άνωθεν μέρος της Σκήτης, έκτισε δε εκεί μικρόν ησυχαστήριον μετά Εκκλησίας εις το όνομα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος, η οποία και έως την σήμερον φαίνεται. Είναι δε ο Όσιος Γερόντιος ο πρώτος όστις συνέστησε την ιεράν Σκήτην της Αγίας Άννης. Ο δε προορηθείς υποτακτικός του Οσίου δεινώς πάσχων, πολλάκις δε και δυσφορών, διότι ήτο υποχρεωμένος να κομίζη μακρόθεν και δια μέσου δυσβάτων και ανωφερικών ατραπών το αναγκαιούν δι’ αυτούς ύδωρ, συνεβούλευε τον Γέροντα ίνα και αυτοί κατέλθουν μετά των λοιπών αδελφών. Ο δε θείος Πατήρ μετά παραινέσεως παραμυθών αυτόν έλεγεν· «Έτι μικρόν, αδελφέ, υπόμεινον και μη αποκάμης εργαζόμενος το θεάρεστον αυτό έργον, δια το οποίον θέλεις λάβει πλουσίαν την μισθαποδοσίαν· πλην όμως ας μη παύσωμεν προστρέχοντες εις την ακοίμητον προστάτιδα και μετά Θεόν ελπίδα ημών ακαταίσχυντον Υπεραγίαν Δέσποιναν Θεοτόκον της οποίας κληρουχία τυγχάνει το Όρος τούτο, αύτη δε θέλει οικονομήσει το συμφέρον των μετά πίστεως και πόθου επικαλουμένων αυτήν πιστών δούλων του Κυρίου». Μετά λοιπόν τας προς την πανάχραντον Θεομήτορα εκτενείς αυτών δεήσεις και ικεσίας, νύκτα τινά εφάνη καθ’ ύπνον εις τον Γέροντα η υπεράμωμος Θεοτόκος λέγουσα· «Του λοιπού παύσασθε λυπούμενοι δια την του ύδατος στέρησιν, αποβάλατε την αθυμίαν και την λύπην· απέλθετε ολίγον κάτωθεν του καθίσματος υμών εις τον δείνα τόπον, και αφού σκάψετε ολίγον θέλετε εύρει το ποθούμενον». Την πρωϊαν δηλώσας ο Άγιος Γέρων τα οραθέντα εις τον μαθητήν αυτού, και περιχαρείς γενόμενοι, απήλθον εις τον διορισθέντα τόπον· σκάψαντες δε ολίγον, ω του θαύματος! εύρον, κατά την αψευδή επαγγελίαν, της πάντα, όσα και αν βούληται, δυναμένης Μητρός του παντοδυνάμου Θεού, το ύδωρ αλλόμενον και αναβλύζον, διαυγέστατον τε και γλυκύτατον, πόσιμόν τε και ιαματικώτατον, πιόντες δε εξ εκείνου μεγάλως ηυχαρίστησαν δια την ταχείαν επίσκεψιν και αντίληψιν της υπερενδόξου Θεομήτορος. Μετά δε ημέρας ικανάς, ως ήρχισεν ο υποτακτικός του Οσίου να φυτεύη ολίγα λάχανα κάτωθεν του παραρρέοντος ύδατος και να χρησιμοποιή το ύδωρ αυτό προς πλύσιν ενδυμάτων, παρευθύς το ύδωρ εξέλιπε και η πηγή εξηράνθη. Και οι μεν Όσιοι επί τη παρ’ ελπίδα στερήσει αυτού μεγάλως λυπηθέντες, εδέοντο πολλάκις εκτενώς και μετά δακρύων ικετεύοντες την πανύμνητον Δέσποιναν Θεοτόκον· η δε υπερένδοξος Δέσποινα, φανείσα και πάλιν εν οράματι εις τον Άγιον Γέροντα, είπεν· «Εγώ μεν σας έδωσα το ύδωρ προς πόσιν μόνον και δια τας ανάγκας της ζωοτροφίας, σεις όμως επεδόθητε εις περισπασμούς και χρησιμοποιείτε αυτό εις άλλας περιττάς απασχολήσεις· πλην από του νυν εκτός της πόσεως και της λοιπής ζωοτροφίας μη εις άλλο τούτο μεταχειρισθήτε· απέλθετε λοιπόν πάλιν εις τον πρότερον ίδιον τόπον, και αφού σκάψετε θέλετε εύρει το ζητούμενον». Ούτω λοιπόν κατά τον λόγον της Παναγίας Θεοτόκου ποιήσαντες, εύρον μεν το ύδωρ, όχι όμως ως το πρότερον, εξ επιπολής και επιφανείας, αλλά βαθύτερον έως δύο οργυιάς, ως διασώζεται και οράται μέχρι της σήμερον, όπερ έκτοτε και εις το εξής (και μέχρι σήμερον) μεταχειριζόμενοι οι Όσιοι Πατέρες τιμούν ως αγίασμα. Αλλ’ ω των θαυμασίων της Παντανάσης Υπεραμώμου Μητροπαρθένου Θεοτόκου! Πλέον των τριών σπιθαμών ούτε αυξάνει, ούτε ελαττούται, αλλά διαμένει πάντοτε εις την αυτήν ποσότητα· εάν δε κατά αναγκαιοτάτην χρήσιν εξαντληθή όλον πάλιν αποκαθίσταται εις το ίδιον μέτρον. Και ταύτα μεν περί του δια προσευχής του Οσίου Πατρός ημών Γεροντίου προς την Υπερένδοξον Δέσποιναν και Κυρίαν ημών Θεοτόκον Μαρίαν αναβλύσαντος ύδατος· ο δε Όσιος Γερόντιος εις βαθύ γήρας γενόμενος προς Κύριον εξεδήμησεν.
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3145
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
- Επικοινωνία:
Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Νεμάρτυρος ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, του εκ Κασσάνδρας, εν Θεσσαλονίκη μαρ
Τη ΚΗ΄ (28η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Νεμάρτυρος ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, του εκ Κασσάνδρας, εν Θεσσαλονίκη μαρτυρήσαντος κατά το έτος αψοζ΄ (1777) Ιουλίου 28 και αγχόνη τελειωθέντος.
Χριστόδουλος ο νεομάρτυς του Χριστού ήτο από την Κασσάνδραν, από εν χωρίον ονομαζόμενον Βάλτα· μικρός δε έτι ων εις την ηλικίαν ανεχώρησεν από την πατρίδα του και επήγεν εις την Θεσσαλινίκην· εκεί εκμαθών την τέχνην του αμπατζή, ειργάζετο την τέχνην του και πηγαίνων με τους τεχνίτας του εις τα ταξείδια, πάλιν επέστρεφεν εις την Θεσσαλονίκην και εκάθητο. Μεταβάς δε ποτε εις την Χίον ομού με τον συντεχνίτην του, ηγόρασεν από εκεί ένα σταυρόν αζωγράφητον, και διερχόμενος εις την Θεσσαλονίκην επλήρωσε και τον εζωγράφησαν· ήτο δε εις το μέγεθος έως δύο σπιθαμάς· είτα λαμβάνων αυτόν, τον επήγεν εις την Εκκλησίαν του Αγίου Αθανασίου, και τον αφήκεν εκεί, επειδή ήτο φίλος του νεωκόρου της Εκκλησίας εκείνης. Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας ήτο να τουρκεύη ένας Βούλγαρος, τον οποίον, βλέπων ο ευλογημένος Χριστόδουλος, πολλά ελυπήθη η καρδία του δια την απώλειαν της ψυχής του, και απεφάσισεν εις τον λογισμόν του να αποθάνη με το μαρτύριον την εικοστήν έκτην (26) του Ιουλίου. Χωρίς λοιπόν να ειπή εις τινα τον σκοπόν του, κάθεται και γράφει όλα τα αμαρτήματα όσα ως άνθρωπος έπραξεν εις την νεότητά του, και έπειτα λαμβάνει και τον Σταυρόν του και πηγαίνει εις τον πνευματικόν και τον εκράτει εις χείρας του, το δε χαρτίον ανέγνωσεν αυτός και εξωμολογήθη τας αμαρτίας του, μετά δε την εξομολόγησιν επήγεν εις τον φίλον του τον κανδηλανάπτην του Αγίου Αθανασίου. Κατά δε την ερχομένην ημέραν, ήτις ήτο του Αγίου Παντελεήμονος, λέγει ο μάρτυς εις τον κανδηλανάπτην, ότι ελησμόνησε και άλλα αμαρτήματα. Όθεν παακινηθείς υπ’ αυτού επήγεν εις τον πνευματικόν και τα εξωμολογήθη και εκείνα, πάλιν δε επέστεψεν εις τον νεωκόρον και έμεινεν εις αυτόν εκείνην την νύκτα. Το δε πρωϊ, όταν ήλθεν η ώρα της ακολουθίας του όρθρου, ηγέρθη ο μάρτυς πρότερον από τον νεωκόρον· «Ύπαγε, φέρε μου τον Σταυρόν μου». Ο δε λέγει εις αυτόν· «Και τι τον θέλεις»; Ο δε Μάρτυς του λέγει· «Έχω να τον υπάγω εις τον ζωγράφον δια να κάμη ένα άλλον παρόμοιον, να τον δώσω εις ένα άνθρωπον». Ο δε επήγε και τον έφερε. Λαμβάνων δε τον Σταυρόν ο Μάρτυς κατέβη εις το χάνι και έρραπτεν. Όταν δε ήκουσεν ότι εκτύπησαν τα τύμπανα δια την περιτομήν εκείνου του αθλίου Χριστιανού Βουλγάρου, όστις ετούρκευσεν, αφήνει ο ευλογημένος Χριστόδουλος την εργασίαν του, αφαιρεί τα μαχαίρια από την ζώνην του και το μελανοδοχείον του, βγάζει την σεβέταν από την κεφαλήν του, αφήνει την σακκούλαν του και λαμβάνων τον Σταυρόν εις τας χείρας εξήλθε παρρησία εν τη οδώ, και πηγαίνει κατ’ ευθείαν εις το καφενείον, όπου ήτο συνηθροισμένον πλήθος Αγαρηνών, και εμβαίνων με μεγάλην τόλμην μέσα εις το καφενείον, κρατών τον Σταυρόν εις χείρας, λέγει εις εκείνον τον άθλιον αρνησίχριστον· «Αδελφέ, τι έπαθες; Να η πίστις μας, ιδού ο Χριστός όπου εσταυρώθη δια την αγάπην μας, και συ διατί αφήνεις τον Χριστόν τον σωτήρα σου και γίνεσαι Τούρκος»; Εκείνος δε ο μιαρός δεν έδιδεν ακρόασιν εις τους λόγους του, ο δε Μάρτυς επήγε πλησιέστερά του και του έδιδε τον Σταυρόν δια να τον ασπασθή, λέγων εις αυτόν· «Φίλησον, αδελφέ, τον Σταυρόν του Κυρίου μας». Αλλ’ εκείνος ο αποστάτης δεν τον εδέχετο. Οι δε Γενίτσαροι, βλέποντες τούτο, τον εδίωξαν έξω· ο δε Άγιος έλεγεν εις αυτούς· «Εγώ με σας δεν έχω να κάμω τίποτε, αλλά με τούτον τον αδελφόν μου, όστις ζητεί να αρνηθή την πίστιν του»· όθεν δεν εδειλίασεν, ουδέ έφυγεν, αλλά πάλιν επήγαινε πλησίον εις τον αρνησίχριστον εκείνον και τον παρεκίνει να μη γίνη Τούρκος. Τότε ώρμησαν κατ’ επάνω του οι Γενίτσαροι και τον έδειραν ανελεημόνως και τον εκτύπησαν και τραύματα πολλά δια των μαχαιρών εις τον λαιμόν και εις την κεφαλήν του επροξένησαν, τόσον ώστε έτρεχον τα αίματα ως βρύσις· έπειτα τον έδεσαν και τον επήγαν βαστακτόν εις τον αγάν των Γενιτσάρων, κρατούντα και τον σταυρόν εις την χείρα. Την ώραν δε εκείνην τυχαίως διέβαινεν ο μέγας Οικονόμος από την οδόν, και ευθύς ως τον είδεν ο Μάρτυς δεν ενόμισε, πως ήτο δεμένος, αλλ’ όπως ηδύνατο έκαμεν εις αυτόν σχήμα προσκυνήσεως έως εδάφους, δεικνύων με τούτο πόσον πρέπει οι λαϊκοί να τιμώσι τους ιερωμένους· επήγαν λοιπόν τον μάρτυρα εις τον αγάν των Γενιτσάρων και από εκεί τον επήγαν εις τον Μουλάν, ήτοι εις τον κριτήν, ο δε κριτής τον ηρώτησε: «Ποίος σε έστειλε να κάμης τούτο»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Ουδείς άνθρωπος με έστειλεν, αλλ’ ο Χριστός». Ο κριτής του λέγει· «άφες αυτά και γίνου Τούρκος». Ο δε Μάρτυς με μεγάλην ανδρείαν ανταπεκρίθη· «Και συ άφες τον τουρκισμόν και γίνου χριστιανός». Ταύτα ακούσας ο κριτής επρόσταξε και τον έδειραν, δεν έδωκεν όμως και διαταγήν να τον θανατώσουν. Οι δε Γενίτσαροι ιστάμενοι εφώναζον κατά του κριτού, ότι ή να δώση διαταγήν εις αυτούς να τον θανατώσουν, είτε μη, αυτοί θα τον κατακόψουν εντός του δικαστηρίου του· όθεν φοβηθείς ο κριτής παρέδωκε τον Μάρτυρα εις αυτούς, δια να τον υπάγουν εις τον Μουσελίμην· πηγαίνοντες δε αυτόν του έβαλον το σχοινίον εις τον λαιμόν και έσυρον το αρνίον του Χριστού εδώ και εκεί, έως ότου τον επαράστησαν εις τον Μουσελίμην· ο δε Μουσελίμης ηρώτησεν αυτόν δι’ εκείνο όπου ετόλμησε και έκαμε και δια να τον τουρκεύση· ο δε Μάρτυς απεκρίθη τους ιδίους λόγους όπου είπε και εις τον κριτήν· όθεν επρόσταξε και τον έρριψαν κατά γης, και του έδωκαν διακοσίους τέσσαρας ραβδισμούς εις τους πόδας, ώστε η γη εκοκκίνισεν από τα αίματα. Σύροντες έπειτα αυτόν με βίαν τον επήγαιναν δια να τον κρεμάσουν· ο δε Μάρτυς διαβαίνων από την αγοράν όσους Χριστιανούς συνήντα καθ’ οδόν, έλεγε· «Συγχωρήσατέ μοι, αδελφοί, και ο Θεός συγχωρήσοι σας». Όταν δε τον επήγαν εις τον Άγιον Μηνάν, εκεί έμπροσθεν της θύρας τον εκρέμασαν και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον· ύστερον δε τον εξεγύμνωσαν και τον σταυρόν του έβαλαν οπίσω εις την ράχιν του, και ίστατο κρεμασμένος ο αθλητής φορτωμένος με τον τίμιον Σταυρόν καθώς ήτο φορτωμένος δύο ημέρας τον Σταυρόν του ο Δεσπότης μας Χριστός, όταν επήγαινεν εις τον Γολγοθάν. Μετά δε ταύτα έδωκαν οι χριστιανοί εξακόσια γρόσια και επήραν το άγιον λείψανον του Μάρτυρος και το ενεταφίασαν εντίμως. Όσοι δε ευρέθησαν εκεί επήραν χάριν ευλαβείας και αγιασμού από το σχοινίον του Μάρτυρος και από το υποκάμισόν του· όταν δε ησθένουν, εκαπνίζοντο από αυτά, και ιατρεύοντο· ομοίως και όταν άλλοι ησθένουν, τα ελάνβανον και καπνιζόμενοι ή σφραγιζόμενοι με αυτά εγίνοντο υγιείς, εις δόξαν Θεού του δοξάζοντος τους αυτόν αντιδοξάζοντας, ου τω ελέει δια πρεσβειών του Μάρτυρος αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Χριστόδουλος ο νεομάρτυς του Χριστού ήτο από την Κασσάνδραν, από εν χωρίον ονομαζόμενον Βάλτα· μικρός δε έτι ων εις την ηλικίαν ανεχώρησεν από την πατρίδα του και επήγεν εις την Θεσσαλινίκην· εκεί εκμαθών την τέχνην του αμπατζή, ειργάζετο την τέχνην του και πηγαίνων με τους τεχνίτας του εις τα ταξείδια, πάλιν επέστρεφεν εις την Θεσσαλονίκην και εκάθητο. Μεταβάς δε ποτε εις την Χίον ομού με τον συντεχνίτην του, ηγόρασεν από εκεί ένα σταυρόν αζωγράφητον, και διερχόμενος εις την Θεσσαλονίκην επλήρωσε και τον εζωγράφησαν· ήτο δε εις το μέγεθος έως δύο σπιθαμάς· είτα λαμβάνων αυτόν, τον επήγεν εις την Εκκλησίαν του Αγίου Αθανασίου, και τον αφήκεν εκεί, επειδή ήτο φίλος του νεωκόρου της Εκκλησίας εκείνης. Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας ήτο να τουρκεύη ένας Βούλγαρος, τον οποίον, βλέπων ο ευλογημένος Χριστόδουλος, πολλά ελυπήθη η καρδία του δια την απώλειαν της ψυχής του, και απεφάσισεν εις τον λογισμόν του να αποθάνη με το μαρτύριον την εικοστήν έκτην (26) του Ιουλίου. Χωρίς λοιπόν να ειπή εις τινα τον σκοπόν του, κάθεται και γράφει όλα τα αμαρτήματα όσα ως άνθρωπος έπραξεν εις την νεότητά του, και έπειτα λαμβάνει και τον Σταυρόν του και πηγαίνει εις τον πνευματικόν και τον εκράτει εις χείρας του, το δε χαρτίον ανέγνωσεν αυτός και εξωμολογήθη τας αμαρτίας του, μετά δε την εξομολόγησιν επήγεν εις τον φίλον του τον κανδηλανάπτην του Αγίου Αθανασίου. Κατά δε την ερχομένην ημέραν, ήτις ήτο του Αγίου Παντελεήμονος, λέγει ο μάρτυς εις τον κανδηλανάπτην, ότι ελησμόνησε και άλλα αμαρτήματα. Όθεν παακινηθείς υπ’ αυτού επήγεν εις τον πνευματικόν και τα εξωμολογήθη και εκείνα, πάλιν δε επέστεψεν εις τον νεωκόρον και έμεινεν εις αυτόν εκείνην την νύκτα. Το δε πρωϊ, όταν ήλθεν η ώρα της ακολουθίας του όρθρου, ηγέρθη ο μάρτυς πρότερον από τον νεωκόρον· «Ύπαγε, φέρε μου τον Σταυρόν μου». Ο δε λέγει εις αυτόν· «Και τι τον θέλεις»; Ο δε Μάρτυς του λέγει· «Έχω να τον υπάγω εις τον ζωγράφον δια να κάμη ένα άλλον παρόμοιον, να τον δώσω εις ένα άνθρωπον». Ο δε επήγε και τον έφερε. Λαμβάνων δε τον Σταυρόν ο Μάρτυς κατέβη εις το χάνι και έρραπτεν. Όταν δε ήκουσεν ότι εκτύπησαν τα τύμπανα δια την περιτομήν εκείνου του αθλίου Χριστιανού Βουλγάρου, όστις ετούρκευσεν, αφήνει ο ευλογημένος Χριστόδουλος την εργασίαν του, αφαιρεί τα μαχαίρια από την ζώνην του και το μελανοδοχείον του, βγάζει την σεβέταν από την κεφαλήν του, αφήνει την σακκούλαν του και λαμβάνων τον Σταυρόν εις τας χείρας εξήλθε παρρησία εν τη οδώ, και πηγαίνει κατ’ ευθείαν εις το καφενείον, όπου ήτο συνηθροισμένον πλήθος Αγαρηνών, και εμβαίνων με μεγάλην τόλμην μέσα εις το καφενείον, κρατών τον Σταυρόν εις χείρας, λέγει εις εκείνον τον άθλιον αρνησίχριστον· «Αδελφέ, τι έπαθες; Να η πίστις μας, ιδού ο Χριστός όπου εσταυρώθη δια την αγάπην μας, και συ διατί αφήνεις τον Χριστόν τον σωτήρα σου και γίνεσαι Τούρκος»; Εκείνος δε ο μιαρός δεν έδιδεν ακρόασιν εις τους λόγους του, ο δε Μάρτυς επήγε πλησιέστερά του και του έδιδε τον Σταυρόν δια να τον ασπασθή, λέγων εις αυτόν· «Φίλησον, αδελφέ, τον Σταυρόν του Κυρίου μας». Αλλ’ εκείνος ο αποστάτης δεν τον εδέχετο. Οι δε Γενίτσαροι, βλέποντες τούτο, τον εδίωξαν έξω· ο δε Άγιος έλεγεν εις αυτούς· «Εγώ με σας δεν έχω να κάμω τίποτε, αλλά με τούτον τον αδελφόν μου, όστις ζητεί να αρνηθή την πίστιν του»· όθεν δεν εδειλίασεν, ουδέ έφυγεν, αλλά πάλιν επήγαινε πλησίον εις τον αρνησίχριστον εκείνον και τον παρεκίνει να μη γίνη Τούρκος. Τότε ώρμησαν κατ’ επάνω του οι Γενίτσαροι και τον έδειραν ανελεημόνως και τον εκτύπησαν και τραύματα πολλά δια των μαχαιρών εις τον λαιμόν και εις την κεφαλήν του επροξένησαν, τόσον ώστε έτρεχον τα αίματα ως βρύσις· έπειτα τον έδεσαν και τον επήγαν βαστακτόν εις τον αγάν των Γενιτσάρων, κρατούντα και τον σταυρόν εις την χείρα. Την ώραν δε εκείνην τυχαίως διέβαινεν ο μέγας Οικονόμος από την οδόν, και ευθύς ως τον είδεν ο Μάρτυς δεν ενόμισε, πως ήτο δεμένος, αλλ’ όπως ηδύνατο έκαμεν εις αυτόν σχήμα προσκυνήσεως έως εδάφους, δεικνύων με τούτο πόσον πρέπει οι λαϊκοί να τιμώσι τους ιερωμένους· επήγαν λοιπόν τον μάρτυρα εις τον αγάν των Γενιτσάρων και από εκεί τον επήγαν εις τον Μουλάν, ήτοι εις τον κριτήν, ο δε κριτής τον ηρώτησε: «Ποίος σε έστειλε να κάμης τούτο»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Ουδείς άνθρωπος με έστειλεν, αλλ’ ο Χριστός». Ο κριτής του λέγει· «άφες αυτά και γίνου Τούρκος». Ο δε Μάρτυς με μεγάλην ανδρείαν ανταπεκρίθη· «Και συ άφες τον τουρκισμόν και γίνου χριστιανός». Ταύτα ακούσας ο κριτής επρόσταξε και τον έδειραν, δεν έδωκεν όμως και διαταγήν να τον θανατώσουν. Οι δε Γενίτσαροι ιστάμενοι εφώναζον κατά του κριτού, ότι ή να δώση διαταγήν εις αυτούς να τον θανατώσουν, είτε μη, αυτοί θα τον κατακόψουν εντός του δικαστηρίου του· όθεν φοβηθείς ο κριτής παρέδωκε τον Μάρτυρα εις αυτούς, δια να τον υπάγουν εις τον Μουσελίμην· πηγαίνοντες δε αυτόν του έβαλον το σχοινίον εις τον λαιμόν και έσυρον το αρνίον του Χριστού εδώ και εκεί, έως ότου τον επαράστησαν εις τον Μουσελίμην· ο δε Μουσελίμης ηρώτησεν αυτόν δι’ εκείνο όπου ετόλμησε και έκαμε και δια να τον τουρκεύση· ο δε Μάρτυς απεκρίθη τους ιδίους λόγους όπου είπε και εις τον κριτήν· όθεν επρόσταξε και τον έρριψαν κατά γης, και του έδωκαν διακοσίους τέσσαρας ραβδισμούς εις τους πόδας, ώστε η γη εκοκκίνισεν από τα αίματα. Σύροντες έπειτα αυτόν με βίαν τον επήγαιναν δια να τον κρεμάσουν· ο δε Μάρτυς διαβαίνων από την αγοράν όσους Χριστιανούς συνήντα καθ’ οδόν, έλεγε· «Συγχωρήσατέ μοι, αδελφοί, και ο Θεός συγχωρήσοι σας». Όταν δε τον επήγαν εις τον Άγιον Μηνάν, εκεί έμπροσθεν της θύρας τον εκρέμασαν και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον· ύστερον δε τον εξεγύμνωσαν και τον σταυρόν του έβαλαν οπίσω εις την ράχιν του, και ίστατο κρεμασμένος ο αθλητής φορτωμένος με τον τίμιον Σταυρόν καθώς ήτο φορτωμένος δύο ημέρας τον Σταυρόν του ο Δεσπότης μας Χριστός, όταν επήγαινεν εις τον Γολγοθάν. Μετά δε ταύτα έδωκαν οι χριστιανοί εξακόσια γρόσια και επήραν το άγιον λείψανον του Μάρτυρος και το ενεταφίασαν εντίμως. Όσοι δε ευρέθησαν εκεί επήραν χάριν ευλαβείας και αγιασμού από το σχοινίον του Μάρτυρος και από το υποκάμισόν του· όταν δε ησθένουν, εκαπνίζοντο από αυτά, και ιατρεύοντο· ομοίως και όταν άλλοι ησθένουν, τα ελάνβανον και καπνιζόμενοι ή σφραγιζόμενοι με αυτά εγίνοντο υγιείς, εις δόξαν Θεού του δοξάζοντος τους αυτόν αντιδοξάζοντας, ου τω ελέει δια πρεσβειών του Μάρτυρος αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3145
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
- Επικοινωνία:
Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ΄ (29η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ.
Καλλίνικος ο θείος και μέγας Μάρτυς ήτο από την καλήν και εύφορον χώραν των Κιλίκων, εκ νεαράς δε ηλικίας εσέβετο τον αληθή Θεόν, τον Σωτήρα και Ποιητήν απάσης της κτίσεως, τα δε είδωλα ως δόλια ο άδολος προς τον Χριστόν και εύχρηστος νέος εμίσει εξ όλης του της καρδίας και τα επόμπευε, κηρύττων φανερά και μεγαλοφώνως την πλάνην εκείνων και ματαιότητα. Ήτο δε καταπολλά γνωστικός και λόγιος. Όθεν με τα γλυκύτατα και φρόνιμα λόγια του έσυρεν ως άλλη τις σειρήν τους ακροατάς του προς εαυτόν και ως ο μαγνήτης τον σίδηρον, τοιουτοτρόπως προσείλκυεν έκαστον με την ενάρετον και θαυμασίαν ζωήν και πολιτείαν του. Έχων λοιπόν τοιούτον πόθον να φέρη και άλλους πολλούς αχρήστους εις τον Χριστόν ο χρηστότατος, επορεύθη και εις άλλας πόλεις και εκήρυττε παντού την ευσέβειαν. Διαβαίνων λοιπόν από διαφόρους πόλεις και χωρία εδίδασκε το ιερόν Ευαγγέλιον. Φθάσας δε εις Άγκυραν της Γαλατίας, ήτις είναι μεγάλη πόλις και πολυάνθρωπος, εκήρυξε και εκεί την ευσέβειαν· και οι μεν συνετοί και καλόγνωμοι, ακούσαντες την αλήθειαν, ωφελήθησαν, αποδεχθέντες τον σπόρον της πίστεως· οι δε ασύνετοι και κακότροποι, ως γη πετρώδης και άκαρπος, όχι μόνον ουδόλως ετελεσφόρησαν, αλλά και τον διδάσκαλον και ευεργέτην αδίκως οι άδικοι ως δίκαιον τελείως εμίσησαν, εσυκοφάντησαν δε εις τον ηγεμόνα της πόλεως οι άχρηστοι τον φιλόχριστον. Ο δε φιλόχρυσος και μισόχριστος άρχων, όστις ωνομάζετο Σακερδώς, επρόσταξε να τον φέρουν ενώπιόν του και του λέγει με θρασύτητα· «Όλοι θυσιάζουσιν εις τους θεούς, δια να τους έχουν βοήθειαν, οι οποίοι μας δίδουσιν όλα τα καλά και μας ευεργετούν, και μόνον συ τολμάς και τους καταφρονείς, αναιδέστατε· δεν φθάνει δε ότι συ δεν τους προσκυνείς, αλλά και τους άλλους παρακινείς, ίνα βυθίσης τούτους εις την αυτήν πλάνην με τας φλυαρίας σου»; Τότε ο Άγιος, πράος και ταπεινός, απεκρίνατο· «Ως δούλος του Δεσπότου Χριστού, του αληθινού Θεού, όστις είναι η δύναμίς μου, ο πλούτος και το καύχημα, σπουδάζω και αγωνίζομαι πρώτον μεν να φυλάξω τον εαυτόν μου καθαρόν και αμέτοχον από την θανάσιμον βλάβην της ειδωλολατρίας· δεύτερον επιποθώ και κοπιάζω το κατά δύναμιν να επιστρέψω και τους πεπλανημένους από την αγνωσίαν εις την ευσέβειαν· ότι αι άγιαί μας Γραφαί λέγουσιν, ότι όποιος επιστρέψη αμαρτωλόν εις μετάνοιαν και τον καμη με την διδαχήν του να αφήση την πλάνην του, θέλει σώσει και αυτός την ψυχήν του από τον αιώνιον θάνατον. Λοιπόν μακαρία η ώρα να έκαμνες και συ τον λόγον μου, ηγεμών εκλαμπρότατε, να αφήσης την πλάνην σου, να δράμης εις την αλήθειαν· και τότε θέλεις γνωρίσει πόση διαφορά είναι από τον Χριστόν έως αυτά τα κωφά και αναίσθητα είδωλά σας, τα οποία σας οδηγούν εις όλεθρον και απώλειαν». Ταύτα τα ψυχωφελή λόγια η μισόκαλος και φαύλη ψυχή ακούσασα εθυμώθη αμέτρως και βλέπων με άγριον όμμα τον Άγιον, είπεν εις αυτόν· «Θαρρώ ότι επιθυμείς τον θάνατον, κακοθάνατε, δια τούτο φλυαρείς τοιαύτα παιδικά και μάταια λόγια. Αλλά γίνωσκε, ότι αυτά δεν σε ωφελούν τελείως· ούτε τις θέλει δυνηθή να σε λυτρώση από τας χείρας μου, ούτε αυτός τον οποίον ονομάζεις Θεόν και Σωτήρα σου· διότι θα σπαράξω όλα τα μέλη σου και θα σου δώσω τόσα πικρά κολαστήρια, ώστε να γνωρίσης με ταύτα πόσον κακόν είναι η απείθεια και πόσας τιμωρίας λαμβάνουσιν όσοι τους θεούς καταφρονούσι και μυκτηρίζουσι». Τότε ο Άγιος τον εκύτταξε χαρούμενος, λέγων· «Μη αμελήσης, ούτε να αφήσης να παρέλθη καιρός, αλλά ταχέως ετοίμασον όλα σου τα κολαστήρια όργανα, πυρ, ξίφη, τροχούς, στρεβλώσεις και μάστιγας, και ει τινα άλλην συλλογισθής δριμυτέραν βάσανον· ότι αυτά όλα και άλλα περισσότερα και έτι δεινότερα παιδευτήρια επιποθώ δια την αγάπην του Χριστού μου. Τα δε απολαυστικά και τερπνά του βίου τούτου νομίζω σκιάς και όνειρα και μόνον φαντάζομαι τα μετά θάνατον ως αθάνατα όντως και ατελεύτητα. Όθεν άλλο δεν φοβούμαι ειμή μόνον να μη υστερηθώ της αιωνίου εκείνης μακαριότητος και θείας του Χριστού απολαύσεως· αλλά αυτά όλα τα πρόσκαιρα κολαστήρια λογίζομαι ηδονήν και απόλαυσιν δια τον Δεσπότην μου Χριστόν τον αληθή Θεόν και Σωτήρα μου». Τότε ο ηγεμών προστάσσει και τον έδειραν εις όλον το σώμα με ωμά βούνευρα, φωνάζων προς αυτόν ο διαλαλητής και ταύτα λέγων· «Προσκύνησον τους θεούς, Καλλίνικε και επικαλέσου αυτούς να σε λυτρώσουν από ταύτην την βάσανον». Ο δε Άγιος εδέχετο τας πληγάς τόσον άφοβα, ώστε εφαίνετο ότι δεν ήτο εκείνος ο τιμωρούμενος, μόνον δε εις τον Θεόν είχεν υψωμένην όλην του την διάνοιαν και τον ηυχαρίστει, διότι τον ηξίωσε να πάθη ταύτα δια την αγάπην του· όταν δε έβλεπε το σώμα του καταξεσχιζόμενον και κόκκινον από το πλήθος του αίματος, τοσούτον περιεγέλα εκείνους οι οποίοι τον έδερον, ότι δεν ηδύναντο να τον κτυπούν δυνατώτερα, αλλά εκουράζοντο τόσον ταχέως. Ο δε Σακερδώς εξεμάνη και προστάσσει να τον καταξεσχίσουν με σιδηρούς όνυχας άλλοι στρατιώται ωμοί και άγριοι. Οίτινες τόσον τον εξέσχισαν, ώστε δεν αφήκαν κανέν μέλος του σώματος ατιμώρητον. Αλλά ήθελεν ειπεί τις, ότι είχεν φύσιν λιθίνην και όχι σαρκίνην ο αδαμάντινος, διότι ποσώς δεν υπελόγιζε τας δεινάς εκείνας οδύνας, αλλά τον έκαμνεν ο θείος έρως τόσον δυνατόν και εστομωμένον, ως εάν ήτο το σώμα του σιδηρούν ή από άλλο μέταλλον μάλλον ή σάρκινον. Αλλά ταύτα πάντα εγίνοντο δια την υπερβάλλουσαν αγάπην, την οποίαν είχε και τον πόθον προς τον ποθούμενον, όστις τον έκαμνε να μη συλλογίζεται ποσώς τας μάστιγας, αλλά μάλλον περιεγέλα τον τύραννον, ονομάζων αυτόν μωρόν και αδύνατον, επειδή δεν ηδύνατο να νικήση ένα γυμνόν και άοπλον άνθρωπον. Ταύτα ακούων κατησχύνετο ο αναίσχυντος τύραννος· βλέπων δε όλας του τας μηχανουργίας και τας κολάσεις ματαίας ο μάταιος, απηλπίσθη ολότελα, γνωρίσας ότι δεν ηδύνατο να νικήση τον αήττητον αριστέα και ισχυρόν ο ανίσχυρος. Όθεν ήλθεν εις ταύτην την τελευταίαν, δεινήν και πανώδυνον παίδευσιν· προστάξας ο άσπλαγχνος να του βάλουν σιδηρά υποδήματα, τα οποία είχον καρφία έσωθεν αιχμηρά και οξύτατα, παρήγγειλεν εις τους στρατιώτας να τον σύρουν, ίνα περιπατή γρήγορα, έως να τον υπάγουν εις Γάγγραν, φθάνοντες δε εκεί να εκκαύσουν ισχυρώς κάμινον και να τον ρίψουν εντός ούτω ημιπεθαμένον από τους ήλους, και να τον καύσουν τελείως, δια να τον ίδουν οι λοιποί Χριστιανοί, τους οποίους αυτός ο σοφός Καλλίνικος εδίδαξεν εκεί εις την Γάγγραν και τους έφερεν εις την ευσέβειαν, ίνα φοβηθώσι και αυτοί και επιστρέψουν εις την προτέραν πλάνην, προ του να πάθουν τα όμοια. Λαβόντες λοιπόν οι του ασπλάγχνου τυράννου άσπλαγχνοι υπηρέται τον Μάρτυρα, αυτοί μεν ίππευσαν εις τα άλογα, τον δε Άγιον έσυρον με βίαν πολλήν, δια να καρφώνωνται βαθύτερα εις τους πόδας του οι ήλοι, ίνα του προξενούν δριμυτέραν την βάσανον. και τόσον πόνον του έδιδον, ώστε όσοι τον έβλεπον εσυμπονούσαν και εδάκρυζον. Ο δε μακάριος υπέμενε μεγαλοψύχως δοξάζων τον Κύριον, ο οποίος αοράτως τον εδυνάμωνεν, ανακουφίζων τους πόνους του με την θείαν χάριν αυτού και άμαχον βοήθειαν. Όθεν ελπίζων εις τον Κύριον, έτρεχεν όπισθεν των αλόγων, ευχόμενος μετά του Δαβίδ του παμμάκαρος λέγων· «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον, και προσέσχε μοι… Έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου, και κατηύθυνε τα διαβήματά μου… Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι»; Με ταύτα και άλλα παρόμοια επεκαλείτο τον Κύριον. Τρέχοντς δε έκαμαν εξήκοντα μίλια. Ήτο δε εκείνην την ημέραν άμετρος καύσις ηλίου και ο τόπος περισσώς άνυδρος. Οι δε στρατιώται από την πολλήν δίψαν, την οποίαν είχον, εξέβαλον έξω ως σκύλοι τας γλώσσας καταφλεγόμενοι τόσον, ώστε εκινδύνευαν εις θάνατον από την άμετρον εκείνην ταλαιπωρίαν, διότι ήτο ο ήλιος εις τον Λέοντα, ήτοι τον Ιούλιον, κατά τον οποίον γίνονται τα μεγάλα καύματα. Μη δυνάμενοι δε πλέον να τρέχωσιν, έπεσαν εις την γην ως άψυχοι. Όθεν μη έχοντες ποσώς ύδωρ να πίωσιν, έμελλον εις ολίγον να ξεψυχήσουν. Λοιπόν μη ελπίζοντες από άλλον τινά βοήθειαν, έπεσον εις τους πόδας του Μάρτυρος με θερμότατα δάκρυα λέγοντες· «Μη ενθυμηθής τα κακά, τα οποία σου εκάμαμεν, αμνησίκακε Άγιε, αλλά συμπάθησόν μας ως συμπαθέστατος και βοήθησον ημάς εις τοιούτον κίνδυνον· δος μας νερόν να μη αποθάνωμεν από την κακουχίαν οι τάλανες, ότι όλη η φυσική υγρότης ηφανίσθη τελείως και η δύναμίς μας, καθώς βλέπεις, από την άμετρον καύσιν εκλείπει, μας εύρον δε όλα τα δεινά· όθεν εις άλλον τινά δεν ελπίζομεν να μας βοηθήση, ειμή εις τον εαυτόν σου». Ταύτα ακούσας ο Άγιος ελυπήθη τους φονευτάς του, τους πρώην ασυμπαθείς ο συμπαθέστατος πίπτει όθεν δι’ αυτούς εις προσευχήν, δεόμενος του αμνησικάκου Χριστού ο χριστομίμητος λέγων· «Δέσποτα Θεέ παντοδύναμε, σπλαγχνίσου τους ταλαιπώρους ανθρώπους τούτους· καθώς δε ποτέ παραδόξως επρόσταξες την σκληράν πέτραν και εξήλθεν ύδωρ άμετρον, με το οποίον επότισες άπειρον λαόν εις την έρημον, ούτω και τώρα ευδόκησον να εξέλθη ύδωρ ηδύτατον εις τούτον τον άνυδρον τόπον, εις δόξαν του Σου Αγίου Ονόματος, ίνα μη αποθάνουν από την δίψαν οι τάλανες». Ταύτα του Μάρτυρος λέγοντος, ω μεγίστου και θαυμασίου τερατουργήματος! Εξήλθεν από μίαν πέτραν ύδωρ ποτάμιον, ώσπερ να ήτο παλαιόθεν βρύσις μεγάλη και άβυσσος. Το οποίον ύδωρ δεν εξήλθεν μόνον τότε και έπειτα να παύση ως εις έρημον, αλλά αναβλύζει έκτοτε πλήθος πολύ έως την σήμερον. Όθεν όχι μόνον οι στρατιώται εκείνοι ενεπλήσθησαν του ποτίμου εκείνου και γλυκυτάτου νάματος, αλλά και πάντες οι μεταγενέστεροι, οίτινες την ονομάζουν βρύσιν του Καλλινίκου Μάρτυρος. Ούτω δοξάζει ο Κύριος τους αυτόν δοξάζοντας, ανατέλλων επί δικαίους και αδίκους τον ήλιον και τρέφων καλούς και κακούς ο αμνησίκακος· ελυπήθη όθεν ως οικτίρμων και εύσπλαγχνος και εκείνους τους φονείς, οίτινες μετέβαινον ίνα θανατώσουν τον δούλον του. Απολαύσαντες δε ούτοι τοσαύτης ευεργεσίας και αναζήσαντες από την προτέραν ολιγοθυμίαν, εκίνησαν πάλιν την οδόν ως και πρότερον· και ηυλαβούντο μεν τον Άγιον δια την άνωθεν θαυματουργίαν, αλλά πάλιν δια τον φόβον του άρχοντος έλαβον τον Μάρτυρα και επορεύθησαν εις την Γ΄σγγραν κατά το πρόσταγμα. Φθάσαντες δε εκεί εδίστασαν και ημέλουν να τον θανατώσουν, ενθυμούμενοι την πολλήν αυτού αγαθότητα. Αλλ’ εκείνος τους συνεβούλευσε να τελέσουν το προσταχθέν, δια να μη τους θανατώση ο τύραννος, να λυτρωθή δε και εκείνος από τα βάσανα, μεταβαίνων με τον πρόσκαιρον θάνατον εις ζωήν αθάνατον, ίνα βασιλεύη αιώνια, ευφραινόμενος και απολαμβάνων τον ποθούμενον. Ανάψαντες λοιπόν οι υπηρέται την κάμινον, όταν σφοδρώς εκοκκίνισεν, έρριψαν έσω τον Άγιο χαίροντα και αγαλλώμενον. Εδοξολόγει δε τον Θεόν ο Άγιος και τον ηυχαρίστει μεγάλως, ότι τον ενεδυνάμωσε να τελειώση καλώς τον αγώνα της αθλήσεως. Ταύτα λέγων, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις τας αχράντους χείρας του Δεσπότου Χριστού, την εικοστήν ενάτην του Ιουλίου μηνός. Αλλά συ μεν, ω παμμάκαρ Καλλίνικε, καλλώπισμα όντως Μαρτύρων και ηδύτατον εντρύφημα, ούτω καθαρώς πολιτευσάμενος και καλώς αγωνισάμενος, μεταστάς δε από ταύτα τα ρευστά και μάταια, καθαρός εις τον καθαρόν Νυμφίον Χριστόν παρίστασαι, εστολισμένος με πολύτιμον και αμάραντον στέφανον. Ημείς δε ευρισκόμεθα ακόμη εις την μεγάλην τρικυμίαν της νοητής θαλάσσης περιφερόμενοι. Λοιπόν δεόμεθα σου, ενθυμήσου και ημάς, καθώς και ημείς οι ανάξιοι ενθυμούμεθά σε, εορτάζοντες ευλαβώς την ιεράν σου πανήγυριν. Αξίωσον δε ημάς να τελέσωμεν την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν ατάραχα και αναμάρτητα και να περάσωμεν αχείμαστα των πειρασμών την αγρίαν θάλασσαν δια να φθάσωμεν κατευόδιον εις τον αχείμαστον λιμένα της αναπαύσεως, έχοντες κυβερνήτην και οδηγόν, δια πρεσβειών σου, τον Δεσπότην και Σωτήρα Χριστόν. Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν Πατρί και Αγίω Πνεύματι. Αμήν.
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3145
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
- Επικοινωνία:
Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Ιουλίου, μνήμη των Αγίων Αποστόλων ΣΙΛΑ, ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ, ΕΠΑΙΝΕΤΟΥ, ΚΡΗΣΚΕΝΤΟΣ και ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ.
Σίλας, Σιλουανός, Επαινετός, Κρήσκης και Ανδρόνικος οι Άγιοι ήσαν εκ των Εβδομήκοντα Αποστόλων. Και ο μεν Σίλας συνεμόχθησε μετά του Αποστόλου Παύλου, του πονήσαντος υπέρ του κηρύγματος του Ευαγγελίου πλέον των άλλων Αποστόλων, ως ευρίσκεται γεγραμμένον εις τας Πράξεις· «Παύλος δε επιλεξάμενος Σίλαν εξήλθε» (Πράξ. ιε: 40). Μετά παρέλευσιν δε πολλού χρόνου γενόμενος Επίσκοπος Κορίνθου, εβεβαίωνε τας προς Κορινθίους δύο Επιστολάς του Παύλου και τους εν Κορίνθω κατοικούντας προήγαγεν επί τα βελτίω· αφού δε πολύ εκοπίασε και εστήριξεν όλους εις την του Χριστού πίστιν, απήλθε προς Κύριον. Ο δε Άγιος Σιλουανός έγινεν Επίσκοπος Θεσσαλονίκης, και υπέμεινε πολλούς και αλλεπαλλήλους κινδύνους δια τον Χριστιανισμόν, επειδή οι Θεσσαλονικείς ήσαν επιτήδειοι εις τας διαστροφάς και τα σοφίσματα των λόγων· καλώς λοιπόν και αυτός αγωνισάμενος, απήλθε προς τον ποθούμενον Κύριον. Ο δε Άγιος Επαινετός ήτο και αυτός εκ των Εβδομήκοντα, και έγινεν Επίσκοπος Καρθαγένης (τα νυν Τούνεζι)· πολλούς δε πειρασμούς και θλίψεις υποστάς υπό των εκεί Ελλήνων, πολλούς μετέβαλεν από της ειδωλατρίας εις την θεογνωσίαν και ούτως απήλθε προς Κύριον. Αλλά και ο Άγιος Απόστολος Κρήσκης, ων εις εκ των Εβδομήκοντα, τον οποίον αναφέρει ο Παύλος εις την προς Τιμόθεον Επιστολήν λέγων· «Κρήσκης επορεύθη εις Γαλατίαν» (Β΄ Τιμόθ. δ: 10) και γενόμενος Επίσκοπος Χαλκηδόνος, έδειξεν εις πολλούς πεπλανημένους την οδόν της θεογνωσίας, και κατακρίνας εν τη σαρκί αυτού την κατάκριτον αμαρτίαν, και πολλούς ακατακρίτους ποιήσας δια της πίστεως και αρετής, προς Κύριον εξεδήμησεν.
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3145
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
- Επικοινωνία:
Re: Σήμερα είναι :Τη ΛΑ΄ (31η) Ιουλίου, η ανάμνησις των Εγκαινίων του σεβασμίου οίκου της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤ
Τη ΛΑ΄ (31η) Ιουλίου, η ανάμνησις των Εγκαινίων του σεβασμίου οίκου της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤΟΚΟΥ του εν ΒΛΑΧΕΡΝΑΙΣ, ένθα απόκειται η ΑΓΙΑ ΣΟΡΟΣ και προεόρτια του ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, ήτοι η από του βασιλικού παλατίου εξέλευσις του Τιμίου Σταυρού εις την Πόλιν.
Κατά την ημέραν ταύτην επεκράτει συνήθεια να εκφέρηται εκ του παλατίου του βασιλέως το τίμιον ξύλον του Σταυρού, και να προπέμπηται πλησίον της μεγάλης Εκκλησίας· προϋπήντα δε αυτό ο δεύτερος ιερεύς εκ των Κηρουλαρίων, όστις βαστάζων θυμιατόν και θυμιών, πρώτον έφερεν αυτό εις τον μικρόν βαπτιστήρα, όπου εγίνετο αγιασμός εν τω αργυρώ εξαντλητηρίω, έπειτα δε εισήγαγεν αυτό εις το άγιον Βήμα της Μεγάλης Εκκλησίας, της Αγίας Σοφίας. Εκ δε του αγίου Βήματος εξήγον τον Σταυρόν, και περιέφερον εις όλην την Κωνσταντινούπολιν μέχρι της δεκάτης τετάρτης Αυγούστου, ότε προεπέμπετο πάλιν εις το παλάτιον, και απετίθετο εις τον τόπον αυτού υπό των Διαιταρίων και του μεγάλου Παππία. Αύτη δε η εξέλευσις και περίοδος των τιμίων ξύλων του Σταυρού εγίνετο, διότι εις τας πρώτας δεκαπέντε ημέρας του Αυγούστου επιπολάζουσι συνήθως ασθένειαι περισσότεραι ή κατά τους άλλους μήνας· όθεν ο Τίμιος Σταυρός του Κυρίου, περιφερόμενος εις την Πόλιν, ηγίαζε τον αέρα δια της παρουσίας του, και τας οικίας και τας αγυιάς και τας πλατείας, υγείαν παρέχων εις όλους εκείνους, πλησίον των οποίων διήρχετο ή τους οποίους προσήγγιζεν.
Κατά την ημέραν ταύτην επεκράτει συνήθεια να εκφέρηται εκ του παλατίου του βασιλέως το τίμιον ξύλον του Σταυρού, και να προπέμπηται πλησίον της μεγάλης Εκκλησίας· προϋπήντα δε αυτό ο δεύτερος ιερεύς εκ των Κηρουλαρίων, όστις βαστάζων θυμιατόν και θυμιών, πρώτον έφερεν αυτό εις τον μικρόν βαπτιστήρα, όπου εγίνετο αγιασμός εν τω αργυρώ εξαντλητηρίω, έπειτα δε εισήγαγεν αυτό εις το άγιον Βήμα της Μεγάλης Εκκλησίας, της Αγίας Σοφίας. Εκ δε του αγίου Βήματος εξήγον τον Σταυρόν, και περιέφερον εις όλην την Κωνσταντινούπολιν μέχρι της δεκάτης τετάρτης Αυγούστου, ότε προεπέμπετο πάλιν εις το παλάτιον, και απετίθετο εις τον τόπον αυτού υπό των Διαιταρίων και του μεγάλου Παππία. Αύτη δε η εξέλευσις και περίοδος των τιμίων ξύλων του Σταυρού εγίνετο, διότι εις τας πρώτας δεκαπέντε ημέρας του Αυγούστου επιπολάζουσι συνήθως ασθένειαι περισσότεραι ή κατά τους άλλους μήνας· όθεν ο Τίμιος Σταυρός του Κυρίου, περιφερόμενος εις την Πόλιν, ηγίαζε τον αέρα δια της παρουσίας του, και τας οικίας και τας αγυιάς και τας πλατείας, υγείαν παρέχων εις όλους εκείνους, πλησίον των οποίων διήρχετο ή τους οποίους προσήγγιζεν.
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3145
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
- Επικοινωνία:
Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) Αυγούστου, μνήμη των Αγίων επτά Μαρτύρων Μακκαβαίων ΑΒΕΙΜ, ΑΝΤΟΝΙΟΥ, ΓΟΥΡΙΟΥ, ΕΛΕΑΖΑΡΟΥ, Ε
Τη Α΄ (1η) Αυγούστου, μνήμη των Αγίων επτά Μαρτύρων Μακκαβαίων ΑΒΕΙΜ, ΑΝΤΟΝΙΟΥ, ΓΟΥΡΙΟΥ, ΕΛΕΑΖΑΡΟΥ, ΕΥΣΕΒΩΝΑ, ΑΧΕΙΜ και ΜΑΡΚΕΛΟΥ, της μητρός αυτών ΣΟΛΟΜΟΝΗΣ και του διδασκάλου αυτών ΕΛΕΑΖΑΡΟΥ.
Ελεάζαρος ο ευσεβέστατος διδάσκαλος και οι επτά Μακκαβαίοι μαθηταί αυτού Αβείρ, Αντώνιος, Γουρίας, Ελεάζαρος, Ευσεβωνάς, Αχείμ (Εν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται Ευλάλου· εν άλλω δε Συναξαριστή γράφεται Μάρκου.) και Μάρκελλος και η μήτηρ αυτών Σολομονή ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Αντιόχου, υιού Σελεύκου, εν έτει από μεν κτίσεως κόσμου ετκη΄ (5328), προ Χριστού δε ρογ΄ (173). Αναγκασθέντες δε οι Άγιοι ούτοι υπό του βασιλέως Αντιόχου (όστις εξώντωσε και ηχμαλώτισεν άπαν το γένος των Εβραίων) να αρνηθώσι τας συνηθείας και διατάξεις τας παραδεδομένας υπό του νόμου και των προγόνων των, τρώγοντες χοιρινά κρέατα, δεν επείσυησαν εις τούτο, φυλάττοντες την παραγγελίαν του θείου νόμου την λέγουσαν· «Τον υν, ότι διχηλεί οπλήν τούτο, και ονυχίζει όνυχας οπλής, και τούτο ουκ ανάγει μηρυκισμόν, ακάθαρτον τούτο υμίν· από των κρεάτων αυτών ου φάγεσθε και των θνησιμαίων αυτών ουχ άψεσθε, ακάθαρτα ταύτα υμίν» (Λευϊτ. ια: 7- 8 ). Τουτέστι, μη φάγητε τον χοίρον, διότι αυτός έχει μεν τους όνυχας εσχισμένους εις δύο, δεν μηρυκάζει δε, ήτοι δεν αναμασά την τροφήν του· διο εκ των κρεάτων του χοίρου μη φάγητε, και το νεκρόν σώμα αυτού μη εγγίσετε, διότι είναι ακάθαρτα. Τούτου ένεκα του μεν Ελεαζάρου έδεσαν οπίσω τας χείρας, και αφού εμαστίγωσαν αυτόν ισχυρώς, έχυσαν εντός της ρινός του υγρά τινα δυσώδη και δριμέα· είτα έρριψαν αυτόν εις πυράν, εις την οποίαν προσευχηθείς να γίνη το αίμα και ο θάνατός του λύτρωσις και ελευθερία όλου του γένους του, ούτω παρέδωκεν ο αοίδιμος την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Τους δε Αγίους επτά Παίδας έφερεν ενώπιόν του ο τύραννος και ετιμώρησεν αυτούς, έκαστον κατά τους χρόνους της ηλικίας του, με τροχούς, με ακόντια, με πυρ και με άλλα όργανα τιμωρητικά, τα οποία ενεπήγοντο εις τας αρθρώσεις του σώματος. Όθεν οι μακάριοι Παίδες, αποθανόντες εν μέσω των τοιούτων βασάνων, απέδειξαν, ότι ο λογισμός είναι κύριος και αυτοκράτωρ των παθών, και δεν νικάται υπ’ αυτών χωρίς να θέλη· (Ως τούτο αποδεικνύει ο Εβραίος Ιώσηπος εις τον ολόκληρον λόγον ον συνέγραψε περί αυτοκράτορος λογισμού, ός τις άρχεται ούτω: «Φιλοσοφώτατον λόγον επιδεικνύεσθαι μέλλων»)· ούτω δε έλαβον παρά Κυρίου τους στεφάνους της αθλήσεως. Μετά ταύτα η μήτηρ αυτών Σολομονή, βλέπουσα τους επτά υιούς της ανδρείως τελειωθέντας, εχάρη και χωρίς ουδείς να επιθέση χείρα επ’ αυτής, προσήλθε μόνη και ερρίφθη εντός της ανημμένης πυράς, και ούτω παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Τελείται δε η αυτών σύναξις εις τον μαρτυρικόν αυτών Ναόν, τον ευρισκόμενον εις το έμβασμα το λεγόμενον του Δομινίκου και πέραν εις την Ελαίαν. (Σημείωσε, ότι ο μεν Θεολόγος Γρηγόριος ένα εγκωμιαστικόν λόγον πλέκει εις τας μαρτυρικάς κεφαλάς των Αγίων τούτων Μακκαβαίων, ου η αρχή: «Τι δε οι Μακκαβαίοι;» ο δε Χρυσόστομος τρεις λόγους συνέγραψε, περιεχομένους εν τω πέμπτω τόμω της εν Ετώνη εκδόσεως και πεντηκοστώ της εκδόσεως Migne, ων του μεν πρώτου η αρχή: «Ως φαιδρά και περιχαρής ημίν», του δευτέρου: «Άπαντας μεν ουν εγκωμιάσαι», ον και παραθέτομεν ανωτέρω· του δε τρίτου· «Και τοις Μάρτυσιν ορών». Αξιόλογον δε είναι εκείνο, το οποίον γράφει περί αυτών ο ρηθείς Γρηγόριος· «Οι προ των Χριστού παθών μαρτυρήσαντες, τι ποτε δράσειν έμελλον μετά Χριστόν διωκόμενοι, και τον εκείνου υπέρ ημών μιμούμενοι θάνατον. Ει γαρ χωρίς υποδείγματος τοιούτοι και τοσούτοι την αρετήν, πως ουκ αν ώφθησαν γενναιότεροι μετά του υποδείγματος κινδυνεύοντες; Και άμα μυστικός τις και απόρρητος ούτος ο λόγος, σφόδρα πιθανός εμοί γουν και πάσι τοις φιλοθέοις, μηδένα των προ της Χριστού παρουσίας τελειωθέντων δίχα της εις Χριστόν πίστεως τούτου τυχείν· ο γαρ Λόγος επαρρησιάσθη μεν ύστερον καιροίς ιδίοις, εγνωρίσθη δε και πρότερον τοις καθαροίς την διάνοιαν». Σημείωσαι, ότι το λείψανον της Αγίας Σολομονής σώζεται ολόκληρον εν τω Πατριαρχείω της Κωνσταντινουπόλεως. Εις το Μαρτύριον τούτων λόγων συνέγραψεν ο Ιώσηπος, ου η αρχή: «Φιλοσοφώτατον λόγον επιδείκνυσθαι μέλλων». Ευρίσκεται δε εν τη Μεγίστη Λαύρα και έτερος λόγος συντομώτερος προς αυτούς, ου η αρχή· «Ότι των παθών αυτοκράτωρ ο λογισμός»).
Ελεάζαρος ο ευσεβέστατος διδάσκαλος και οι επτά Μακκαβαίοι μαθηταί αυτού Αβείρ, Αντώνιος, Γουρίας, Ελεάζαρος, Ευσεβωνάς, Αχείμ (Εν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται Ευλάλου· εν άλλω δε Συναξαριστή γράφεται Μάρκου.) και Μάρκελλος και η μήτηρ αυτών Σολομονή ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Αντιόχου, υιού Σελεύκου, εν έτει από μεν κτίσεως κόσμου ετκη΄ (5328), προ Χριστού δε ρογ΄ (173). Αναγκασθέντες δε οι Άγιοι ούτοι υπό του βασιλέως Αντιόχου (όστις εξώντωσε και ηχμαλώτισεν άπαν το γένος των Εβραίων) να αρνηθώσι τας συνηθείας και διατάξεις τας παραδεδομένας υπό του νόμου και των προγόνων των, τρώγοντες χοιρινά κρέατα, δεν επείσυησαν εις τούτο, φυλάττοντες την παραγγελίαν του θείου νόμου την λέγουσαν· «Τον υν, ότι διχηλεί οπλήν τούτο, και ονυχίζει όνυχας οπλής, και τούτο ουκ ανάγει μηρυκισμόν, ακάθαρτον τούτο υμίν· από των κρεάτων αυτών ου φάγεσθε και των θνησιμαίων αυτών ουχ άψεσθε, ακάθαρτα ταύτα υμίν» (Λευϊτ. ια: 7- 8 ). Τουτέστι, μη φάγητε τον χοίρον, διότι αυτός έχει μεν τους όνυχας εσχισμένους εις δύο, δεν μηρυκάζει δε, ήτοι δεν αναμασά την τροφήν του· διο εκ των κρεάτων του χοίρου μη φάγητε, και το νεκρόν σώμα αυτού μη εγγίσετε, διότι είναι ακάθαρτα. Τούτου ένεκα του μεν Ελεαζάρου έδεσαν οπίσω τας χείρας, και αφού εμαστίγωσαν αυτόν ισχυρώς, έχυσαν εντός της ρινός του υγρά τινα δυσώδη και δριμέα· είτα έρριψαν αυτόν εις πυράν, εις την οποίαν προσευχηθείς να γίνη το αίμα και ο θάνατός του λύτρωσις και ελευθερία όλου του γένους του, ούτω παρέδωκεν ο αοίδιμος την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Τους δε Αγίους επτά Παίδας έφερεν ενώπιόν του ο τύραννος και ετιμώρησεν αυτούς, έκαστον κατά τους χρόνους της ηλικίας του, με τροχούς, με ακόντια, με πυρ και με άλλα όργανα τιμωρητικά, τα οποία ενεπήγοντο εις τας αρθρώσεις του σώματος. Όθεν οι μακάριοι Παίδες, αποθανόντες εν μέσω των τοιούτων βασάνων, απέδειξαν, ότι ο λογισμός είναι κύριος και αυτοκράτωρ των παθών, και δεν νικάται υπ’ αυτών χωρίς να θέλη· (Ως τούτο αποδεικνύει ο Εβραίος Ιώσηπος εις τον ολόκληρον λόγον ον συνέγραψε περί αυτοκράτορος λογισμού, ός τις άρχεται ούτω: «Φιλοσοφώτατον λόγον επιδεικνύεσθαι μέλλων»)· ούτω δε έλαβον παρά Κυρίου τους στεφάνους της αθλήσεως. Μετά ταύτα η μήτηρ αυτών Σολομονή, βλέπουσα τους επτά υιούς της ανδρείως τελειωθέντας, εχάρη και χωρίς ουδείς να επιθέση χείρα επ’ αυτής, προσήλθε μόνη και ερρίφθη εντός της ανημμένης πυράς, και ούτω παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Τελείται δε η αυτών σύναξις εις τον μαρτυρικόν αυτών Ναόν, τον ευρισκόμενον εις το έμβασμα το λεγόμενον του Δομινίκου και πέραν εις την Ελαίαν. (Σημείωσε, ότι ο μεν Θεολόγος Γρηγόριος ένα εγκωμιαστικόν λόγον πλέκει εις τας μαρτυρικάς κεφαλάς των Αγίων τούτων Μακκαβαίων, ου η αρχή: «Τι δε οι Μακκαβαίοι;» ο δε Χρυσόστομος τρεις λόγους συνέγραψε, περιεχομένους εν τω πέμπτω τόμω της εν Ετώνη εκδόσεως και πεντηκοστώ της εκδόσεως Migne, ων του μεν πρώτου η αρχή: «Ως φαιδρά και περιχαρής ημίν», του δευτέρου: «Άπαντας μεν ουν εγκωμιάσαι», ον και παραθέτομεν ανωτέρω· του δε τρίτου· «Και τοις Μάρτυσιν ορών». Αξιόλογον δε είναι εκείνο, το οποίον γράφει περί αυτών ο ρηθείς Γρηγόριος· «Οι προ των Χριστού παθών μαρτυρήσαντες, τι ποτε δράσειν έμελλον μετά Χριστόν διωκόμενοι, και τον εκείνου υπέρ ημών μιμούμενοι θάνατον. Ει γαρ χωρίς υποδείγματος τοιούτοι και τοσούτοι την αρετήν, πως ουκ αν ώφθησαν γενναιότεροι μετά του υποδείγματος κινδυνεύοντες; Και άμα μυστικός τις και απόρρητος ούτος ο λόγος, σφόδρα πιθανός εμοί γουν και πάσι τοις φιλοθέοις, μηδένα των προ της Χριστού παρουσίας τελειωθέντων δίχα της εις Χριστόν πίστεως τούτου τυχείν· ο γαρ Λόγος επαρρησιάσθη μεν ύστερον καιροίς ιδίοις, εγνωρίσθη δε και πρότερον τοις καθαροίς την διάνοιαν». Σημείωσαι, ότι το λείψανον της Αγίας Σολομονής σώζεται ολόκληρον εν τω Πατριαρχείω της Κωνσταντινουπόλεως. Εις το Μαρτύριον τούτων λόγων συνέγραψεν ο Ιώσηπος, ου η αρχή: «Φιλοσοφώτατον λόγον επιδείκνυσθαι μέλλων». Ευρίσκεται δε εν τη Μεγίστη Λαύρα και έτερος λόγος συντομώτερος προς αυτούς, ου η αρχή· «Ότι των παθών αυτοκράτωρ ο λογισμός»).