Σελίδα 17 από 63
Δημοσιεύτηκε: Τετ Δεκ 19, 2007 1:46 pm
από silver
==============================================
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Α) Περί Υπακοής, Παρακοής και Εκκοπής Θελήματος.
15 ) Επιστολή.
Εσείς τέκνα μου, ό,τι παρελάβατε, φροντίσατε να τα φυλάξητε άμεικτα και καθαρά. Προσέξατε να τηρήσητε την όλην τάξιν, καθώς σας την παρέδωκα. Διότι κάθε παράβασις και παρακοή λαμβάνει—κατά τον Απόστολον Παύλον—«ένδικον μισθαποδοσίαν». Φοβηθήτε το κρίμα της παρακοής. Όποιος παρακούει, ομοιάζει με τον εωσφόρον, που αντάρτευσε κατά του Θεού και με τον παρήκοον Αδάμ, που και οι δύο τους εξέπεσαν του Θεού οικτρώς. Ο αββάς Βαρσανούφιος λέγει, ότι όποιος υποτακτικός παρακούει του Γέροντός του, είναι «υιός διαβόλου».
Σας εύχομαι από την καρδιά μου να γίνετε τέλειοι υποτακτικοί, δια να λάμψετε εν μέσω των αγγέλων του Θεού ως άγγελοι, δια να υμνολογήτε, και να εύχεσθε και δι’ εμένα τον ελεεινόν και ανάξιον Γέροντά σας, που διδάσκει, χωρίς να πράττη τίποτε απολύτως από τα διδασκόμενα.
============================================
Δημοσιεύτηκε: Πέμ Δεκ 20, 2007 12:58 pm
από silver
==============================================
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Α) Περί Υπακοής, Παρακοής και Εκκοπής Θελήματος.
16 ) Επιστολή.
Όποιος δεν κάμνει υπακοήν, είναι χαρακτηριστικόν ότι δεν έχει ταπείνωσιν και κρυφά κλέπτεται από υπερηφάνειαν. Και πως είναι δυνατόν η υπερηφάνεια να φέρη ορθήν κρίσιν, και να εκλέξη το συμφέρον της ψυχής; Δια τούτο πρέπει να είμεθα ταπεινοί, όπως επέλθη θεία φώτισις, διότι εις τους ταπεινούς έρχεται η σοφία και η διάκρισις, ενώ οι υπερήφανοι αποκτούν την πονηράν και διεστραμμένην συνείδησιν. Δια τούτο και παρανοούν τα κείμενα της θείας Γραφής και των αγίων Πατέρων, διότι τους λείπει η ταπείνωσις με την αγνήν και φωτισμένην συνείδησιν.
«Άνθρωπος αυτοσύμβουλος πολέμιος εαυτώ». Δηλαδή, όποιος ακούει ό,τι του λέγει ο λογισμός του, και δεν ακούει τας συμβουλάς των ανωτέρων του, εκείνος γίνεται εχθρός ο ίδιος εις τον εαυτόν του. Δια τούτο προσέχετε, παιδιά μου, και μη κάμνετε απολύτως τίποτε, χωρίς την συμβουλήν του Γέροντος, εάν θέλετε επιτυχώς να βαδίσετε τον μοναχικόν δρόμον, διότι, εάν κάμνετε το θέλημά σας, να ηξεύρετε «στραβά» θα βαδίζετε και όσον θα περνά ο καιρός, τόσον και θα ισχυροποιήται το «στράβωμα» και έτσι θα έλθη καιρός που θα θέλετε να «ξεστραβώσετε» και δεν θα μπορήτε.
=============================================
Δημοσιεύτηκε: Παρ Δεκ 21, 2007 11:34 am
από silver
==============================================
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Α) Περί Υπακοής, Παρακοής και Εκκοπής Θελήματος.
17 ) Επιστολή.
Εγώ εύχομαι, όσοι έχετε υπακοήν εις τον Γέροντά σας, να έχετε την ευλογίαν και την χάριν του Αγίου Πνεύματος, να ιδήτε πρόσωπον Θεού, με τους αγγέλους του ουρανού να κατασκηνώσετε αιώνια. Όσοι δε παρακούετε και αντιλογείτε και φιλονικείτε και καταφρονείτε την συνείδησίν σας, ο Θεός να σας ραπίση, δια να συμμορφωθήτε και να συνέλθετε, διότι «εκεί όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος».
Η πολλή πατρική αγάπη, ο πόνος της διορθώσεως και ο πόθος της σωτηρίας σας με αναγκάζει να φερθώ αυστηρά, οσάκις παραστρατούν τινες, διότι, εάν μείνη ανεξέλεγκτον και ατιμώρητον το κακόν, ακολουθεί ευθύνη εις αμφοτέρους, προεστώτας και υποτασσομένους.
==============================================
Δημοσιεύτηκε: Σάβ Δεκ 22, 2007 3:16 am
από silver
==============================================
Λόγος πρώτος
Περί Υπακοής
Και άλλοτε σας έχω διηγηθή, αλλά και για τους νεωτέρους, που δεν έχουν ακούσει, θα ήθελα να αναφερθώ και να σας δώσω κατά κάποιον τρόπον να καταλάβετε το τι είναι υπακοή.
Στα Κατουνάκια ήταν ένας Γέροντας ονόματι Κύριλλος, και είχε έναν υποτακτικό. Ο υποτακτικός αυτός εστενοχωρούσε και ελυπούσε τον Γέροντά του με τις συχνές του παρακοές. Με τον καιρόν ο υποτακτικός αυτός άρχισε να μη νοιώθη καλά από σωματικής απόψεως. Πριν ολοκληρωθή ο δαιμονισμός του, ενεργούσε σαν παράλογος άνθρωπος. Πήγαινε με τους πατέρες τους ιδικούς μας, τον πατέρα Αθανάσιο, τον πατέρα Ιωσήφ και μάζευε λεπτόκαρα, αλλά δεν ημπορούσε. Ο άνθρωπος αυτός μύριζε σαν θειάφι, αυτό το γνωρίζω και από προσωπική μου πείρα. Είχε ανωμάλους λογισμούς μέσα του, από την όψιν του φαινόταν η όλη του κατάστασις. Ερχόταν πότε-πότε και εις τον Γέροντα τον ιδικόν μας, τον Γέροντα Ιωσήφ και έλεγε τους λογισμούς του και τον συμβουλευόταν, αλλά δεν έκαμνε υπακοήν σε τίποτε. Πριν πεθάνη ο Γέροντάς του, ο π. Κύριλλος, του είπε: «παιδί μου, όταν πεθάνω, να με θάψης εδώ». Αυτός όμως, όταν πέθανε ο Γέροντάς του, τον έθαψε αλλού. Οι άλλοι πατέρες τον συμβούλεψαν να μη παρακούση έστω και τώρα, και να κάνη την τελευταίαν επιθυμίαν του Γέροντός του, αλλά αυτός απαντούσε: «Όχι, εγώ θέλω εδώ να τον θάψω». Αφού τον έθαψε, τότε φάνηκε μπροστά του ο διάβολος και του λέγει: « Εγώ ρε σου τα έκανα όλα, εγώ σε έσπρωχνα να στενοχωρής τον Γέροντά σου με τις παρακοές σου», και όπως άνοιξε το στόμα του, μπήκε μέσα του ο διάβολος, έκτοτε έκανε τρέλλες… Όταν έψαλλαν το Χερουβικό κορόϊδευε, έκανε σαν λύκος, σαν θηρίο. Πήρε το τσεκούρι και έσχισε την εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, γύριζε εδώ και εκεί, πότε-πότε ερχόταν στα καλά του.
Μια ημέρα ήταν μεσημέρι, ακούγονται φωνές αλεπούς. Μου λέγει ο πατήρ Ιωσήφ ο Κύπριος: Για κοίτα αναίδεια που έχει η αλεπού, ημέρα μεσημέρι δεν φοβάται και φωνάζει. Του λέγω: Δεν είναι η αλεπού, είναι ο δαιμονισμένος, ο πατήρ Ιωάννης. Δεν πιστεύω, μου ξαναλέγει. Τότε περίμενε και θα ιδής, του λέγω. Και πράγματι, μετά από λίγο, περνάει μπροστά από το σπίτι μας ο πατήρ Ιωάννης! Για να καταλάβετε την υπακοή και επί πλέον και για παραδειγματισμόν, σας τα λέγω όλα αυτά, γιατί θα σας χρησιμεύσουν πολύ στο μέλλον. ( Α' μέρος ).
==============================================
Δημοσιεύτηκε: Κυρ Δεκ 23, 2007 1:35 pm
από silver
===============================================
Λόγος πρώτος
Περί Υπακοής
(Β΄ μέρος )
Μια φορά πάλι, ο πατήρ Ιωάννης, που ήταν στα καλά του, είχε έρθει να ιδή τον Γέροντά μου, τον Γέροντα Ιωσήφ. Κατά την τάξιν που είχαμε εκεί και κατά την εντολήν του Γέροντος, εγώ έπρεπε να φύγω. Μόλις έβλεπα ξένον χανόμουν. Μόλις ήρθε λοιπόν, επήγα στο διπλανό κελλάκι και κάθησα εκεί. Ο Γέρων Ιωσήφ καθόταν σ’ ένα σκαμνάκι, ήρθε ο πατήρ Ιωάννης και κάθησε κοντά του. Εγώ ήξερα από τον Γέροντά μου, ότι αυτός ήταν δαιμονισμένος, γιατί μου έλεγε συχνά ο Γέροντας περί αυτού για νουθεσία και για πείρα. Καθισμένος λοιπόν στο διπλανό κελλί, σκέφθηκα να καθήσω, να ακούσω τι θα ειπή ο πατήρ Ιωάννης και τι θα τον συμβουλεύση ο Γέροντας, από περιέργεια και για να ωφεληθώ. « Γέροντα, άρχισε να λέγη ο πατήρ Ιωάννης, όταν με πιάνη το δαιμόνιο, με σηκώνει επάνω, με χτυπάει, λέγω ασυνάρτητα λόγια, κάνω παράλογα πράγματα και εγώ βρίσκομαι θεατής των όσων κάνει το σώμα μου και όσων λέει στόμα μου! Και είμαι θεατής, και δεν μπορώ να κάνω τίποτε και τα μέλη μου όλα υπακούουν στο διάβολο!».
Όταν ήμασταν στη Ν. Σκήτη, είχαμε πολλές δουλειές και φασαρίες φτιάχνοντας το κελλί. Ο πειρασμός έβαλε τον π…. να με στενοχωρήση δια κάτι. Του έλεγα, «Μη κάνης έτσι, δεν σε συμφέρει». Τέλος πάντων, ο Θεός για να του δώση προσωπική πείρα και να δη ότι δεν πρέπει έτσι να φέρεται, μια ημέρα στο Μεγάλο Απόδειπνο ( ήταν Μ. Τεσσαρακοστή ) εκεί που διάβαζε στο αναλόγιο και εγώ καθόμουν στο Γεροντικό στασίδι, για μια στιγμή σταματάει το διάβασμα, έρχεται μπροστά μου και μου λέγει κατατρομαγμένος:
--Γέροντα, δαιμονίζομαι!
--Γιατί του λέγω;
--Να, απαντά, κάθε δάκτυλό μου γίνεται ίσα με το μπράτσο μου. Το χέρι μου πρήζεται και γίνεται τριπλάσιο, τετραπλάσιο, κατά δαιμονικήν ενέργεια! Χάνομαι, Γέροντα, σταύρωσέ με, θα δαιμονισθώ.
Τότε τον σταυρώνω και του λέγω:
-- Άντε πήγαινε τώρα να διαβάσης το Απόδειπνο και άλλη φορά να προσέχης να μην αντιλογής και να μην έχης διαφορετική γνώμη από του Γέροντος, διότι δεν σε συμφέρει.
Με το σταύρωμα λοιπόν απηλλάγη και συνήλθε, και ήλθε στον εαυτόν του και πήγε τρέμοντας και εδιάβαζε.
==============================================
Δημοσιεύτηκε: Τρί Δεκ 25, 2007 2:41 am
από silver
==============================================
Λόγος πρώτος
Περί Υπακοής
(Γ΄ μέρος )
Τα κατορθώματα του καλού υποτακτικού είναι πολύ σπουδαία. Εκείνοι που υπακούουν και δεν λυπούν τον Γέροντά τους, κατορθώνουν αγγελικά επιτεύγματα. Με την υπακοή παίρνει πολλή χάρι ο υποτακτικός. Ο Απόστολος Παύλος, παρ’ ότι σε Χριστιανούς έκανε την διδαχή, ωστόσο επεσήμανε την βασική εκ των αρετών, την υπακοή στο ότι πρέπει δηλαδή στους Πνευματικούς να δίδουμε χαράν με την πνευματική μας πρόοδο, διότι αυτοί αγρυπνούν, όπως λέγει, υπέρ των ψυχών ημών. Διότι δεν συμφέρει αυτούς τους ανθρώπους που αγωνίζονται δια την ψυχήν μας να τους λυπούμε και να τους στενοχωρούμεν. Όταν δεν βρίσκουμε εις την υπακοήν ωφέλεια ή ανάπαυσι, κάτι δεν πηγαίνει καλά, κάτι μας ξεφεύγει. Το να νουθετήται ο υποτακτικός από τον Γέροντα για κείνο ή το άλλο, ας μη νομίση, ότι είναι απλές συμβουλές. Στην ουσία είναι εντολή, έστω και αν δεν λέγεται έτσι καθαρά-ξεκάθαρα. Φερ’ ειπείν νουθετεί ο Γέροντας και λέγει: «Παιδί μου, κάνε υπακοή, και λέγε την ευχή και διώχνε τους κακούς λογισμούς μόλις έλθουν, γιατί αυτοί όσο στέκουν και κατακάθονται, τόσο και μολύνουν τον τόπο. Αλλά και αν αυτοί φύγουν έπειτα από πολλή ώρα, όμως θα αφήσουν πίσω τους σημάδια και κουσούρια!». Ή άλλο: « Άμα κτυπάη το ξύλον να κατεβαίνης κάτω αμέσως», ή « μέσα στην εκκλησία μη μετακινήσαι εύκολα, αλλά κάνε υπομονή στο στασίδι σου ή σε μία πολλή ανάγκη κάνε την μετακίνησιν». Όταν ο μοναχός δεν υπακούη σ’ ό,τι του λέγει ο Γέροντάς του ως νουθεσίες και προτροπές, βρίσκεται στην παρακοή. Πρέπει έτσι ξεκάθαρα να ειπή: « Εντέλλομαι αυτό και εκείνο», για να φοβηθή και να κάνη υπακοή ο μοναχός; Οι εντολές δίδονται σε ορισμένες περιπτώσεις. Όταν κάποιος έρχεται για να γίνη υποτακτικός, είναι πολύ φανερόν ότι δεν έρχεται για τον ηγούμενον, ούτε για το μοναστήρι έρχεται. Έρχεται καθαρά και ξεκάθαρα για την αγάπη του Χριστού και για τη σωτηρία της ψυχής του. Αλλά επειδή τον Χριστό δεν θα Τον δη για να του κάνη υπακοή, γι’ αυτό ο Χριστός άφησε τον αντιπρόσωπό Του, τον ηγούμενον στο μοναστήρι, για να κάνη την υπακοή που επιθυμεί προς τον Χριστό. Κάθε πνευματικός πατέρας φέρει εικόνα χριστού. Ανάλογα λοιπόν το πώς υπακούει στον πνευματικό του πατέρα, υπακούει και στον Χριστό. Είναι φοβερό αμάρτημα το να ασεβή κανείς σε μια εικόνα του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων. Το λογιζόμεθα, ότι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τούτο. Εκεί είναι μια εικόνα, η οποία παρουσιάζει ένα θείο πρόσωπο, εμείς την προσκυνούμε, την ασπαζόμεθα και η προσκύνησι αναφέρεται σ’ αυτό το ίδιο πρόσωπο. Την ζώσα εικόνα του Χριστού την φέρει ο πνευματικός Πατέρας, στον οποίο εντέλλεται ο υποτακτικός να υπακούη και να τον σέβεται για την αγάπην και μόνον του Χριστού. Όχι για το πρόσωπο του Γέροντος, διότι αυτός ημπορεί να είναι άνθρωπος αμαρτωλός, ημπορεί να είναι και κολασμένος σαν και μένα, αλλ’ η υπακοή έχει άλλη έννοια, αναφέρεται κατ’ ευθείαν στον Χριστό. Και επειδή μας εκάλεσε η αγάπη του Χριστού να έλθουμε εδώ για να αγωνισθούμε και να σώσουμε την ψυχήν μας, πρέπει με κάθε τρόπο να αποκτήσουμε την βασική αυτή αρετή της υπακοής, η οποία έχει και γενικό χαρακτήρα, διότι όταν κανείς ιδή έναν καλό υποτακτικό, αυτός οπωσδήποτε δεν έχει μόνον υπακοή, αλλά εκτός από την υπακοή είναι περιτειχισμένος από πολλές άλλες αρετές και κατορθώματα.
==============================================
Δημοσιεύτηκε: Τετ Δεκ 26, 2007 1:20 am
από silver
===============================================
Λόγος πρώτος
Περί Υπακοής
(Δ΄ μέρος )
Ο Άγιος Γέροντάς μου ακόμη ένα από τα πολλά παραδείγματα που μας έλεγε, για να μας τονώση γύρω από την υπακοή και την πίστι και την αγάπη προς το πρόσωπο του Γέροντος, είναι το εξής που συνέβη στα Κατουνάκια: Ένας υποτακτικός αγαπούσε πολύ τον Γέροντά του, έκανε πολλή υπακοή. Κάποτε είχαν πάει στις Καρυές, ο Γέροντάς του αρρώστησε βαρειά εκεί, ήθελε να επιστρέψη στο κελλί τους. Ο υποτακτικός λοιπόν τον πήρε στους ώμους του και από το βουνό κορυφογραμμή, ώρες περπατώντας, τον έφερε στα Κατουνάκια όπου έμεναν. Αυτός ο μοναχός κατόπιν συνδέθηκε με μια συνοδεία εκεί επάνω στον Άγιο Βασίλειο, στην οποία οι πατέρες κοινωνούσαν χωρίς να νηστεύουν και ήθελε ν’ αφήση τον Γέροντά του και να πάη εκεί να μονάση. Μεγαλόσχημος ων ήθελε να φύγη από τον Γέροντά του και να πάη εκεί.
Ο Γέροντας του έλεγε:
-- Δεν θα πας.
Αυτός απαντούσε:
-- Όχι, εγώ θα πάω.
-- Παιδί μου, του ξαναέλεγε ο Γέροντας, μη πας, Πάσχα έρχεται, κάθησε εδώ να εορτάσωμε μαζί την Ανάστασιν…
-- Όχι, θα πάω, ξαναέλεγε.
Έχασε μια μέρα ο Γέροντας την υπομονή του και του λέγει: « άγγελος πονηρός να σε καταδιώξη». Την επομένη έβγαλε ένα μεγάλο σπυρί στη μύτη, άρχισε να πρήζεται. Τελικά κατέληξε εις τον πατέρα Αρτέμιον, τον πρακτικόν ιατρόν, που έκανε τον Γέροντα Ιωσήφ και εμένα καλά. Του έδειξε το σπυρί, αλλά δεν μπόρεσε να τον θεραπεύση… Σε 3-4 ημέρες το πρήξιμο μεγάλωσε, έσπασε το σπυρί και έτρεχε πύον και πήγαινε προς τον θάνατο. Του έλεγαν οι Πατέρες: « Να συνδιαλλαγής με τον Γέροντά σου δια την αγάπη του Χριστού, να πάρης την ευλογία του μαζί σου, να σε συγχωρήση.» « Όχι» έλεγε! Είχε αγριέψει σαν δαιμονισμένος! Στο τέλος όμως, όταν κόντευε να ξεψυχήση, κτυπούσε το στήθος και έλεγε τις λέξεις: « έχασα, έχασα, έχασα το παιχνίδι της σωτηρίας μου!».
==============================================
Δημοσιεύτηκε: Πέμ Δεκ 27, 2007 2:44 pm
από silver
==============================================
Λόγος πρώτος
Περί Υπακοής
(E΄ μέρος )
Πάμπολλα μας έλεγε ο γέροντά μου, ο Γέρων Ιωσήφ, διότι εγνώριζε πολλούς παλαιούς μοναχούς.
Στα πατερικά είναι γραμμένο για έναν καλό υποτακτικό, ότι ο Γέροντάς του τον νουθετούσε κάθε μέρα μετά το Απόδειπνο. Του έλεγε διάφορες συμβουλές γύρω από την υπακοή και γύρω από το τι ἐπρεπε να κάνη για να σωθή. Μια μέρα εκεί που μιλούσε ο Γέροντάς του τον πήρε ο ύπνος. Τότε άρχισε ο διάβολος και ενοχλούσε τον υποτακτικόν με τους λογισμούς, και του έλεγε: « Φύγε, αφού κοιμήθηκε ο Γέροντας, τώρα τι κάθεσαι; Πήγαινε κι εσύ τώρα να ξεκουρασθής, κουράσθηκες κ.λ.π.». « Πώς να πάω, σκεπτόταν, πρέπει να πάρω την ευλογία του Γέροντος». « Μα τώρα κοιμήθηκε», ξαναέλεγε ο λογισμός. « Δεν πειράζει, θα κάνω υπομονή». Τον πολέμησε 7 φορές για να φύγη και δεν έφυγε.
Μετά από ώρες, όταν κόντευε να φθάση ο καιρός του όρθρου ξύπνησε ο Γέροντας και του λέγει:
-- Δεν έφυγες να πας να ξεκουρασθής;
-- Δεν ημπορούσα, Γέροντα, χωρίς την ευλογίαν σας.
-- Και γιατί δεν με ξύπνησες;
-- Δεν πειράζει, Γέροντα, έκανα υπακοήν, υπομονήν.
-- Καλά, τώρα ας βάλωμε τον Όρθρον και μετά πας μια και καλή και κοιμάσαι.
Όπως και έγινε. Όταν ξανά, μετά τον Όρθρο κοιμήθηκε ο Γέροντας, βλέπει ότι βρέθηκε μέσα σ’ ένα πολύ φωτεινό θάλαμο και εκεί ήτο ένας πολύ λαμπρός θρόνος και επάνω στο κάθισμα του θρόνου επτά στεφάνια με πολλή χάρι. Απορούσε ο Γέροντας και έλεγε: « Ποιός ξέρει, τίνος μεγάλου οσίου και αγίου ανδρός είναι αυτός ο θρόνος! Και τι αγώνες θα έκανε, για να κερδίση αυτά τα στεφάνια!».
Και στεκόμενος έτσι, να, και τον πλησιάζει ένας ιεροπρεπής άνθρωπος και του λέγει:
-- Τι θαυμάζεις, Γέροντα;
-- Να θαυμάζω την λαμπρότητα του θρόνου και σκέπτομαι ότι θα είναι ο Θρόνος κανενός μεγάλου αγίου.
-- Όχι, λέγει, δεν είναι κανενός μεγάλου αγίου. Είναι του υποτακτικού σου.
-- Μα δεν είναι δυνατόν αυτό, λέγει ο Γέροντας. Αυτός είναι ακόμη πολύ μικρός και δεν έχει πολύ καιρό που ήρθε και θρόνος του δόθηκε και στεφάνια πήρε;
-- Και βεβαίως, ο θρόνος του δόθηκε, από τη στιγμή που έβαλε τη μετάνοια της υποταγής και τα επτά στεφάνια τα πήρε απόψε, αντιστεκόμενος στους λογισμούς.
Τέλος πάντων ήλθε στον εαυτό του. Φωνάζει τον υποτακτικό του και του λέγει:
-- Παιδί μου, τι λογισμούς είχες χθες; Λέγει:
-- Δεν είχα τίποτε, Γέροντα, κανένα κακόν λογισμόν δεν είχα, δεν θυμάμαι.
-- Για σκέψου λίγο καλύτερα, πάρτα με τη σειρά τα πράγματα. Και στη συνέχεια, εκεί που ερευνούσε τον εαυτό του, λέγει:
-- Ναι, ναι, Γέροντα, χθες το βράδυ μετά το Απόδειπνο, που σας πήρε ο ύπνος, πολεμήθηκα επτά φορές να σας αφήσω και να πάω να ξεκουραστώ, αλλά αντιστάθηκα και όπως είδατε σας περίμενα.
-- Καλά, παιδί μου, πήγαινε. Και κατάλαβε ο Γέροντας, ότι τα επτά στεφάνια τα κέρδισε χθες το απόγευμα αντιστεκόμενος στους λογισμούς.
==============================================
Δημοσιεύτηκε: Παρ Δεκ 28, 2007 5:02 am
από silver
==============================================
Λόγος δεύτερος
Περί Υπακοής
( A΄ μέρος )
Από το παράδειγμα του Ιησού μας, ο Οποίος τόσο πολύ εταπείνωσε τον εαυτόν Του, διδασκόμεθα το μεγαλείο, που κρύβει μέσα της η υπακοή. Δεν είναι μονάχα υπακοή, όταν υπακούωμε στον Γέροντα, αλλά υπακοή είναι σε κάθε εντολή του Θεού. Εδώ διατάζει ο Γέροντας, αλλά πρωτίστως ο Θεός διατάζει, με τις εντολές Του: «Ποίησον τούτο». Ο άνθρωπος εάν κάνη, υπακοή, κατόπιν ακολουθεί η επικαρπία αυτής της υπακοής. Ο Χριστός εταπείνωσε τον Εαυτόν Του υπακούσας στον Ουράνιο Πατέρα Του. Υπήκουσε σαν άνθρωπος για να διδάξη την υψίστη αρετή της ταπεινώσεως σε μας, διότι άνευ ταπεινώσεως δεν μπορεί να πλησιάση κανείς τον Θεό. Βλέπουμε ότι στον Παράδεισο, όταν ο Αδάμ και η Εύα εκτελούσαν υπακοή και φύλαγαν την εντολή του Θεού, το να μη φάγουν δηλαδή από τον καρπό, που τους απαγορεύθηκε, ήσαν ευτυχισμένοι. Ήσαν βασιλείς, των επί της γης δημιουργημάτων και πάντων εδέσποζαν και ευτυχούσαν και αισθάνονταν και έβλεπαν τον Θεό. Ήταν η πιο μακαρία ζωή που ζούσαν. Είχαν τη σκέπη του Θεού. Κανείς δεν τους ενοχλούσε, κανείς δεν τους κατεδίκαζε. Ήσαν ελεύθεροι να βαδίζουν μέσα στον Παράδεισο χωρίς φόβο, χωρίς έλεγχο συνειδήσεως. Διατί; Διότι δεν είχαν πέσει σε κανένα πταίσμα έναντι του Θεού. Όταν κατόπιν, κάνοντας κακή χρήσι της ελευθερίας των, θέλησαν σαν ελεύθεροι να παραβούν την εντολή, την παρέβησαν και έσφαλαν στον Θεό. Αμέσως μετά το σφάλμα των ξεπήδησε και ο έλεγχος. Αμέσως μετά την πτώσι, η συνείδησις άρχισε να δημιουργή ενοχλήσεις καταθλιπτικές μέσα στις ψυχές των. Είναι φανερό, ότι ο έλεγχος της συνειδήσεως ήταν αποτέλεσμα της παραβάσεως, της αμαρτίας.
Μετά την παράβασι, οι πρωτόπλαστοι βρέθηκαν προ αδιεξόδου. « Ήκουσαν του Θεού περιπατούντος εν τω Παραδείσω, λέγει η Γραφή, και αυτοί εφοβήθησαν και εκρύβησαν»! Προηγουμένως όμως, όταν δεν είχαν πταίσει στο Θεό, γιατί δεν Τον εφοβούντο; Μήπως τότε μόνον περιεπάτησεν ο Θεός στον Παράδεισο; Τότε μόνο τους πλησίασε σαν παραβάτες; Σαν τέκνα που ήσαν γνήσια, δεν τους επισκεπτόταν ο Θεός και δεν περιπατούσε στον Παράδεισο; Δεν Τον εφοβούντο όμως τότε, διότι η συνείδησίς τους δεν είχε κανένα έλεγχο, ήταν πλήρης αναπαύσεως και ειρήνης, οπότε διατελούσαν και αυτοί εν ειρήνη. Λοιπόν « περιπατούντος του Θεού εν τω Παραδείσω εκρύβησαν αμφότεροι, διότι εφοβήθησαν τον Θεόν». Ο Θεός τους λέγει:
-- Αδάμ και Εύα, που είσθε; Που κρυφθήκατες;
Τι θα Του ειπούν του Θεού τώρα;
-- Αδάμ, γιατί κρύφθηκες;
-- Φοβήθηκα, λέγει ο Αδάμ. Άκουσα να περιπατής στον Παράδεισο και φοβήθηκα.
-- Μα γιατί να φοβηθής, τον Πατέρα σου φοβάσαι, τον Δημιουργός σου, τον Ευεργέτη σου; Εμένα που σου έδωσα ολόκληρο Παράδεισο, από απέραντη θεϊκή αγάθη, με φοβάσαι που σε πλησιάζω; Σε πλησιάζει η ευτυχία, η πηγή της ζωή, της χαράς και της ειρήνης και συ φοβάσαι;
-- Ναι, λέγει ο Αδάμ, φοβάμαι, διότι έσφαλα. Αλλά δεν φταίω εγώ, η Εύα, η γυναίκα, την οποία μου έδωκες, αυτή με έσπρωξε, με ώθησε και παρέβηκα την εντολή Σου και έφαγα από τον απαγορευμένο καρπό.
-- Εύα, λέγει ο Θεός, εσύ γιατί τον πλάνεσες τον άνδρα σου, γιατί έφαγες;
-- Δεν φταίω εγώ, λέγει η Εύα. Ο όφις, τον οποίον βέβαια Εσύ δημιούργησες και τον είχαμε εδώ στον παράδεισο, αυτός μου είπε να φάγω, και ότι, αν φάγω από τον καρπό αυτό, θα γίνω ισόθεος και θα γνωρίσω το καλό και το κακό. Βλέπει κανείς αμέσως τον εγωϊσμό και την αντιλογία. Ο εγωϊσμός φέρνει ως αποτέλεσμα στο νου και στην καρδιά την αντιλογία, ξεσηκώνεται εναντίον του Θεού και ρίχνει την ευθύνη εμμέσως στο Θεό. Εφ’ όσον λοιπόν ο Θεός δεν είδε μετάνοια, δεν είδε συγγνώμη, αμέσως διατάζει την εξορία των.
=============================================
Δημοσιεύτηκε: Σάβ Δεκ 29, 2007 4:52 am
από silver
===============================================
Λόγος δεύτερος
Περί Υπακοής
( Β΄ μέρος )
Ο διάλογος αυτός μεταξύ Θεού και Πρωτοπλάστων μας χαρίζει την πολύτιμη συμβουλή και διδασκαλία, ότι ο Θεός, παραβαίνοντας ο άνθρωπος την εντολή Του, δεν τον εγκαταλείπει, δεν τον καταδικάζει αμέσως, αλλά τον πλησιάζει. Μα πως τον πλησιάζει; Δεν Τον ακούει να περπατάη, όπως Τον άκουσε ο Αδάμ! Εγώ, Τον ακούω όμως πολύ έντονα να με ελέγχη και να μου λέγη ότι κακώς έπραξες εδώ, εκεί δεν βάδισες καλά, γιατί το κάνεις αυτό; Φωνάζει δια της συνειδήσεως ο Θεός: « Μετανόησον, άνθρωπος είσαι». Ο άνθρωπος είναι ευάλωτος, πίπτει εύκολα, είναι τρεπτός, είναι αλλοιωτός, είναι επισφαλής. Αυτό το γνωρίζει ο Θεός, διότι Αυτός σε έπλασε, Αυτός σ’ έκανε άνθρωπο. Αλλά σου έδωσε και την χάρι να μετανοήσης, σου παρέχει την δύναμι να σηκωθής. Γιατί δεν το κάνεις αυτό; Όταν όμως σε ελέγξη δια της συνειδήσεως και σε προτρέψη δια των Γραφών να μετανοήσης και δεν το κάνης, τότε αρχίζει η καταδίκη και η τιμωρία. Ας μεταπηδήσουμε τώρα στη δική μας μορφή ζωής. Θα δούμε και εδώ πάλι ότι, όσο ο άνθρωπος ευρίσκεται κάτω από την εφαρμογή της υπακοής, ζη ευτυχισμένα. Δεν τον ελέγχει η συνείδησις, δεν τον ενοχλεί, δεν τον ανησυχεί καθόλου.
Όταν δεν υπακούη καλά, τον ελέγχει η συνείδησις και του λέγει: «Κακώς έπραξες εδώ». Ο εγωϊσμός πάλι φωνάζει: « Όχι». Η συνείδησις ξαναλέγει: « Οφείλεις να μετανοήσης». Και έτσι γίνεται μια ανησυχία, και ένας πόλεμος και δημιουργείται μια κατάστασι ελέγχου στην ψυχή του ανθρώπου.
Στον καλόν υποτακτικόν όμως μια τέτοια κατάστασι ελέγχου και ανησυχίας δεν υπάρχει, αλλά ζη με ειρήνη και γαλήνη και με την χρηστή ελπίδα της μελλοντικής αιωνίου κατά Θεόν αποκαταστάσεως.
Τώρα είμαστε σ’ ένα κοινόβιο. Τούτο διατελεί κάτω από κάποια τάξι και νόμο και κανονισμό και πειθαρχία και νουθεσία και υπακοή. Όταν ο υποτακτικός δεν εφαρμόζει καλά την τάξι, τις νουθεσίες, τις εντολές, τόσο του Θεού, όσο και του Γέροντος έχει ελέγχους μέσα του.
Οι Πατέρες φύλαγαν τόση ακρίβεια στην υπακοή, ώστε ρωτούσαν ακόμη. « Πίνοντας 10 γουλιές νερό καλώς ποιώ;» Τι θέλουν να πουν μ’ αυτή τη διδασκαλία και νουθεσία και προτροπή; Θέλουν να μας διδάξουν πόσο οφείλομε να έχουμε ακριβή υπακοή στις νουθεσίες και παραγγελίες του Γέροντος. Μας λέγουν πάλιν οι Πατέρες, ότι ρεζίλι γινόμαστε, όταν έχουμε εγκαταλείψει γονείς, κόσμο, ελευθερία και κατόπιν θεατριζόμαστε ενώπιον του Θεού, των Αγγέλων, των ανθρώπων και των δαιμόνων, όταν μας βλέπουν να συγκρουόμαστε για ένα βελόνι, για μια κλωστή, για ένα παραμικρό πράγμα. Εμείς υποσχεθήκαμε στον Θεό αυταπάρνησι. Τι θα πη αυταπάρνησι; Αυταπάρνησι θα πη άρνησι των παθών και όλων των θελημάτων μας. Όταν όμως εμείς κάνουμε τα θελήματά μας και χωρίς ευλογία κάνουμε δικές μας αναπαύσεις και εξυπηρετήσεις, άραγε εφαρμόζουμε την υπακοή; Εάν για ένα αργό λόγο θα δώσουμε λόγο στον Θεό, άράγε για ένα ίδιο θέλημα δεν θα δώσουμε; Όταν γίναμε μοναχοί, υποσχεθήκαμε αυταπάρνησι και υπακοή μέχρι θανάτου. Πως όμως θα δικαιολογηθούμε, όταν θα σταθούμε ενώπιον του ταπεινού Ιησού, του άκρως υποτακτικού, όταν θα μας υποδείξη τα τραύματα των ήλων, τη Σταύρωσι; Όταν μας ειπή: «Ιδού Εγώ πόσο υπάκουσα στον Ουράνιο Πατέρα και έκοψα το θέλημά μου, ουχί θέλημα μιας βελόνας, ουχί θέλημα μιας κλωστής, ουχί θέλημα μιας παραμικρής προσταγής, αλλά θέλημα μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού». Εμείς, εάν μας ελέγξουν φερ’ ειπείν για ένα ίδιο θέλημα που κάνομε, αμέσως γινόμαστε άνω κάτω, μέσα μας δημιουργείται πόλεμος. Όταν κάτι προσκρούση στην επιθυμία του ιδίου θελήματός μας, μέσα μας γίνεται μία τεράστια ανατροπή των πάντων. Βλέπομε τον Χριστό μας να δέχεται προσταγή και να λέγη: « Ει δυνατόν να παρέλθη από Εμέ η ώρα αύτη, να παρέλθη το ποτήριον τούτο, να γίνη διαφορετικά η σωτηρία του ανθρώπου». Η απάντησι δε του Πατρός: « Όχι, δια του Σταυρού και του Γολγοθά θα βαδίσης». « Γενηθήτω το θέλημά Σου».
==============================================