Συνέντευξη για τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη
του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
στον δημοσιογράφο Γεώργιο Ν. Παπαθανασόπουλο
Η συνέντευξη δόθηκε λίγες μέρες μετά τον θάνατο του π. Ιωάννη Ρωμανίδη και δημοσιεύθηκε στον ΤΥΠΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ στις 2 Δεκεμβρίου 2001
1. Ερώτηση:
Σεβασμιώτατε, προσφάτως εκοιμήθη ο Πρωτοπρεσβύτερος και Καθηγητής Πανεπιστημίου π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Σείς ήσασταν κοντά του και γνωρίζετε στην σκέψη του. Μπορείτε να μάς πείτε τα βασικά στοιχεία αυτής του της σκέψης;
Απάντηση:
Πράγματι αξιώθηκα από τον Θεό να τον γνωρίσω κατʼ αρχάς από τα κείμενά του, ύστερα από τις προφορικές του ομιλίες και στην συνέχεια με την προσωπική επικοινωνία πού είχα μαζί του, ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια πού μετά από αίτησή του τον συγκατέλεξα στο ιερατικό δυναμικό της Ιεράς Μητροπόλεως μου, αφού έλαβε το απολυτήριό του από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής. Θά μείνη ανεξίτηλο στην μνήμη μου όταν πήγαμε μαζί να διδάξουμε σε ένα σεμινάριο στο Βαγκούβερ του Καναδά, και κάναμε για τρείς ημέρες από εννέα ωριαίες ομιλίες ο καθένας μας, εναλλάξ. Από τότε συνδέθηκα περισσότερο, τον αγαπούσα πολύ και καταλάβαινα την αγάπη του στο πρόσωπό μου.
Ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης ήταν ένας διαπρεπής και σημαντικός θεολόγος του αιώνα μας. Αυτό φαίνεται στα κεντρικά σημεία της διδασκαλίας του. Θά ήθελα να υπογραμμίσω τα σημαντικότερα σημεία της διδασκαλίας του, όπως εγώ τα έχω αντιληφθή.
Άρχιζε την θεολογία του από την πτώση του ανθρώπου και ανέλυε τί ήταν η πτώση και ποιές ήταν οι συνέπειές της. Στήν συνέχεια προσδιόριζε το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού, καθώς επίσης προχωρούσε και στην μέθεξη αυτού του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως πού επιτυγχάνεται με την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νοός και τον δοξασμό. Συνεχώς τόνιζε ότι η θεολογία είναι ένας κύκλος και δεν διασπάται.
Έπειτα, σημαντικό σημείο της διδασκαλίας του ήταν η εκκλησιολογία, το τί ακριβώς είναι η Εκκλησία και πώς η Εκκλησία οδηγεί τον άνθρωπο από τον σκοτασμό του νοός στον φωτισμό και την θέωση. Ο αείμνηστος π. Ιωάννης τόνιζε ότι η εκκλησιολογία έχει δύο όψεις, την θετική, πού είναι η αγάπη, η ενότητα και η κοινωνία με τον Χριστό, η λεγόμενη Χριστολογία, και την αρνητική πού είναι ο πόλεμος εναντίον του σατανά και των σκοτεινών δυνάμεων. Καί κατά τον βαθμό πού πολεμά κανείς τον διάβολο αποκτά γνώση της θετικής όψεως της Εκκλησίας, ενώνεται με τον Χριστό.
Απόρροια όλων αυτών των θέσεων και επειδή ο ίδιος ήταν ιστορικός, αφού σπούδασε ιστορία στα Πανεπιστήμια του άήίvήίd και του Yale, ερεύνησε και διεπίστωσε ότι όλη αυτή η θεολογία, πού είχε συνέπεια στον πολιτισμό της ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλοιώθηκε από τούς Φράγκους και έτσι δημιουργήθηκε ο λεγόμενος δυτικός πολιτισμός. Γιά τον λόγο αυτό μιλούσε συνεχώς για την Ρωμηοσύνη, την οποία δεν ενέτασσε σε εθνικιστικά πλαίσια, αλλά σε οικουμενικά, αφού το πνεύμα της Ρωμησύνης είναι η μετατροπή της ιδιοτελούς αγάπης σε ανιδιοτελή αγάπη, πού ελευθερώνει τον άνθρωπο από οποιαδήποτε μορφή φιλαυτίας. Σέ μιά ομιλία του έλεγε: «Γιά μάς το Βυζάντιο και η Κωνσταντινούπολη είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και όλη αυτή η παράδοση η πατερική πού εμείς την καταλαβαίνουμε ως ενιαία με κέντρο την νοερά προσευχή, την φώτιση, την θέωση».
Η μεγάλη προσφορά του π. Ιωάννη Ρωμανίδη είναι ότι μάς έδωσε ερμηνευτικά κλειδιά για την κατανόηση της ορθόδοξης θεολογίας.
2. Ερώτηση:
Ποιά θα χαρακτηρίζατε τα σημαντικότερα έργα του και πόσο συνέβαλαν αυτά στην σύγχρονη θεολογική σκέψη;
Απάντηση:
Μερικά από τα έργα του εκδόθηκαν και εκυκλοφόρησαν στην ελληνική γλώσσα, πολλά κείμενά του όμως εγράφησαν και κυκλοφορούν στην αγγλική γλώσσα.
Όσον αφορά το πρώτο σκέλος της ερωτήσεώς σας, θεωρώ ότι τα σημαντικότερα έργα του αειμνήστου π. Ιωάννη Ρωμανίδη είναι το «Προπατορικό αμάρτημα», η «Δογματική» του, η εισαγωγή στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στο βιβλίο «Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας», η «Ρωμηοσύνη» και πάρα πολλά άρθρα του –κορυφαίο κατά την γνώμη μου είναι «ο κριτικός έλεγχος των εφαρμογών της θεολογίας»– τα οποία διακρίνονται για την πρωτοτυπία, αλλά και την παραδοσιακότητά τους.
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ερωτήματός σας, θα ήθελα να τονίσω ότι πράγματι η θεολογική σκέψη του αειμνήστου π. Ιωάννη Ρωμανίδη επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την σύγχρονη θεολογική σκέψη στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα τον κόσμο. Μπορώ να ισχυρισθώ ότι η επίδρασή του φάνηκε έκδηλα περισσότερο στούς Αμερικανούς, οι οποίοι επηρεάσθηκαν πάρα πολύ και έγιναν Χριστιανοί Ορθόδοξοι συνειδητά. Σέ τρία σημεία βοήθησε την σύγχρονη θεολογική σκέψη.
Πρώτον στην κριτική εναντίον της μεταφυσικής και του σχολαστικισμού, τον οποίον εγνώριζε πάρα πολύ καλά, αφού είχε μελετήσει επισταμένως τον Θωμά τον Ακινάτη. Επανειλημμένως τόνιζε ότι οι άγιοι Πατέρες δεν ήταν φιλόσοφοι και στοχαστές, η θεολογία δεν συνδέεται με την μεταφυσική και την φιλοσοφία. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να ενταχθή το γεγονός ότι ανέτρεψε την φεουδαλιστική θεωρία των Φράγκων περί της ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης. Η διατριβή του δημιούργησε μεγάλες διαμάχες στούς κύκλους της θεολογικής Σχολής Αθηνών κατά την δεκαετία του ʼ50.
Δεύτερον κτύπησε πολύ δυνατά την ηθικιστική αντίληψη περί της πνευματικής ζωής και τόνισε ότι στην θεολογία των Πατέρων δεν υπάρχει ηθική, αλλά ασκητική. Σέ μιά προφορική του ομιλία έλεγε: «Η Ορθόδοξη θεολογία δεν έχει ηθική, έχει ασκητική. Τό βίωμα της θεολογίας δεν είναι η αρετή, η ηθική. Τό βίωμα της αρετής και της ηθικής είναι και των φιλοσόφων... Σήμερα πολλές φορές οι κομμουνισταί έχουν πολύ ανωτέρα ηθική, σε πολλά θέματα από τούς καπιταλιστάς». Καί στην συνέχεια τόνιζε ότι η ορθόδοξη θεολογία διακρίνεται από την ασκητική πού οδηγεί τον άνθρωπο στην θέωση, στον δοξασμό.
Τρίτον, τόνιζε επανειλημμένως ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι ένα κοινωνικό και ηθικό σύστημα, αλλά πνευματικό Νοσοκομείο πού θεραπεύει τον άνθρωπο από την φιλαυτία και την ευδαιμονία. Καί βέβαια οι Κληρικοί είναι οι θεραπευτές πού θεραπεύουν την νοσούσα προσωπικότητα του ανθρώπου. Όταν ο άνθρωπος θεραπεύεται, τότε αυτό έχει συνέπεια στην όλη του ζωή και αναστροφή του.
3. Ερώτηση:
Ο π. Ιωάννης συμμετείχε κατʼ επανάληψη σε θεολογικούς διαλόγους με ετεροδόξους. Πώς εκτιμούσε τούς διαλόγους αυτούς;
Απάντηση:
Συμμετείχε σε πολλούς διαλόγους της Εκκλησίας με ετεροδόξους και αλλοδόξους, όπως με τούς Λουθηρανούς, τούς Αγγλικανούς, τούς Μονοφυσίτας, τούς Παπικούς, τούς Εβραίους, συμμετείχε ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας μας στις Συνελεύσεις του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, κλπ. Επίσης, παρευρέθηκε στην Β' Βατικάνειο Σύνοδο ως Παρατηρητής εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πάντοτε κατέθετε στην Ιερά Σύνοδο τις εκθέσεις του, πού είναι μνημεία θεολογίας, ορθοδόξου ευαισθησίας, αγωνιστικότητος, γνώσεως των πραγμάτων, σοβαρότητος και πόνου. Κάποτε πρέπει να γίνη αποτίμηση όλων αυτών των κειμένων. Από όσα κατάλαβα από τις συζητήσεις πού είχα μαζί του, ενετόπιζε τρία σημεία για τούς θεολογικούς διαλόγους.
Πρώτον ότι η Εκκλησία μας πρέπει να δώση μεγάλη βαρύτητα στούς θεολογικούς διαλόγους και να αποστέλλονται Κληρικοί και Θεολόγοι πού θα γνωρίζουν πολύ καλά τόσο την ορθόδοξη θεολογία όσο και την δυτική θεολογία, ώστε να μή αισθάνονται μειονεκτικά έναντι των ξένων. Η συμμετοχή της Εκκλησίας στούς διαλόγους, όπως έλεγε, είναι ο καθρέπτης της.
Δεύτερον, τόνιζε ότι κατά την διάρκεια των διαλόγων πρέπει να στηριζόμαστε στην θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας και των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, όπως την ερμηνεύει η Ορθόδοξη Εκκλησία και όχι όπως παρερμηνεύθηκε από τούς Φράγκους και τούς σχολαστικούς θεολόγους, πού στηρίχθηκαν στον ιερό Αυγουστίνο, ο οποίος επειδή δεν εγνώριζε την ελληνική γλώσσα, δεν παρακολουθούσε την όλη θεολογική διεργασία πού γινόταν στην εποχή του. Η βάση της ορθοδόξου θεολογίας είναι η περί της
καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως διδασκαλία των αγίων Πατέρων.
Τρίτον. Τόν τελευταίο καιρό εξέφραζε μιά απογοήτευση για τον τρόπο πού διεξάγονταν οι διάλογοι, και επειδή μερικοί υποτιμούσαν τις θεολογικές του θέσεις. Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι, επηρεασμένοι από διαφόρους παράγοντας, δεν καταλάβαιναν πλήρως την θεολογία του αειμνήστου π. Ιωάννη. Αυτός, όπως μού είπε κάποιος, γεννήθηκε σε λάθος εποχή, γιατί εξέφραζε την θεολογία του Δ' αιώνος, την θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων, με αποτέλεσμα η εποχή μας, εν πολλοίς, με την διαφορετική νοοτροπία, να μή τον αποδεχθή. Τόν δέχονται όμως όσοι έχουν εμπειρική γνώση της θεολογίας.
4. Ερώτηση:
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τον διάλογο της Εκκλησίας με την «νεωτερική» ή την «μετανεωτερική» εποχή. Η Ορθοδοξία κατά την σκέψη του π. Ρωμανίδη πώς πορεύεται έναντι των ανθρωπίνων κοινωνικών και πνευματικών εξελίξεων;
Απάντηση:
Πράγματι, γίνεται λόγος στην εποχή μας για τον διάλογο της Εκκλησίας με πολλά ρεύματα, μεταξύ των οποίων και την νεωτερικότητα και την μετανεωτερικότητα. Βεβαίως, γνωρίζουμε ότι η σχολαστική θεολογία της Δύσεως πού απομακρύνθηκε από την ησυχαστική θεολογία της ορθοδόξου Εκκλησίας δημιούργησε τεράστια προβλήματα στην Δύση, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν, ως αντίδραση, πολλά ρεύματα και κινήματα, όπως η μεταρρύθμιση, η αναγέννηση, ο διαφωτισμός, ο ρωμαντισμός, η νεωτερικότητα και η μετανεωτερικότητα. Σέ μιά προφορική ομιλία έλεγε ο π. Ιωάννης:
«Σήμερα, η προπαγάνδα λέγει για την γαλλική επανάσταση: ήταν όλοι άθεοι. Αυτό δεν είναι σωστό. Βέβαια, ήταν εναντίον του Χριστιανισμού. Καί, βέβαια, αν κανείς περνούσε από τον Χριστιανισμό των Φράγκων, βέβαια θα ήταν άθεος. Γιατί οι Φράγκοι χρησιμοποιούσαν την Εκκλησία για να καταδυναστεύουν αυτόν τον λαό και να τον έχουν δούλο τους, με τον φόβο της κολάσεως και του καθαρτηρίου πυρός».
Έχοντας αυτά υπʼ όψη του, τόνιζε ότι πρέπει να εμμένουμε στην πατερική παράδοση και την σταθερή υποδομή των Πατέρων των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, πού είναι η ορθόδοξη ησυχία και η εμπειρική γνώση του Θεού, πράγμα το οποίο έχει ανάγκη και ο δυτικός άνθρωπος. Η ποιμαντική της Εκκλησίας δεν μπορεί να εξαντληθή σε μιά ενημέρωση για τα ρεύματα αυτά, αλλά να εντοπίζεται στην θεραπεία του ανθρώπου, ώστε από τον σκοτασμό του νοός, πού συνδέεται με την φιλαυτία και την ευδαιμονία, και δημιουργεί εθνοφυλετισμούς, ρατσισμούς, άδικα κοινωνικά συστήματα, στοχασμούς, φαντασίες, θρησκευτικούς φανατισμούς, να οδηγηθή ο άνθρωπος στον φωτισμό του νοός και την θέωση, πού συνδέεται με την φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία. Τόνιζε ότι η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία, αλλά Εκκλησία και ότι ο Χριστός ήλθε για να μάς θεραπεύση από την ασθένεια της θρησκείας.
Γιά να διαπιστώσετε το πώς αντιμετώπιζε τα σύγχρονα αυτά ρεύματα ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης θα μού επιτρέψετε να σάς διαβάσω ένα συμπέρασμα από ένα σημαντικό κείμενό του με τίτλο «η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δέ Ορθοδοξία η θεραπεία της». Μετά την ανάλυση του θέματος κατέληγε:
«Ο Φραγκο-Λατινικός και ο Δυτικός Πολιτισμός και το Ισλάμ είναι κυριαρχημένα από την νόσον της θρησκείας και της αναζητούσης την ευδαιμονίαν ιδιοτελείας. Αυτή ακριβώς η αρρώστεια ευρίσκεται εις το θεμέλιον όλων των προσωπικών και κοινωνικών νοσημάτων. Παραμένουσα πάντα ανεξέλεγκτος, οδηγεί αυτομάτως εις συγκρούσεις συμφερόντων εις όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και εις την ιδιοτελή εκμετάλλευσιν των ανθρώπων και του περιβάλλοντος υπό των συναθρώπων των. Η σύγχρονος τεχνολογία και επιστήμη υπετάγησαν εις την εξυπηρέτησιν της αρρωστίας αυτής, ως εκφράζεται εις την καταναλωτικήν οικονομίαν, η οποία διαβρώνει τάς κοινωνικάς δομάς και ωθεί εις την εκμετάλλευσιν των φυσικών πόρων πέραν των υποφερτών ορίων».
Καί στην συνέχεια υπεγράμμιζε ότι η μόνη λύση ελευθερώσεως του ανθρώπου «είναι η συλλογική αυτο-επιβολή μιάς ασκητικής εγκράτειας» και κατέληγε:
«Τό ότι, 1) ο πόθος διά την ευδαιμονίαν είναι η αρρώστια της ανθρωπότητος, την οποίαν προωθούν σχεδόν όλες αι θρησκείαι, και το ότι, 2) η θεραπεία της είναι η κάθαρσις και ο φωτισμός της καρδίας και ο δοξασμός, είναι δύο αλήθειαι της αποκαλύψεως πού θα ʼκαμε καλά ο κόσμος να μήν αγνοεί».
Καί βεβαίως έλεγε: «Η Εκκλησία των αποστόλων και των πατέρων δεν ησχολείτο με τον Θεόν μέσω στοχασμών και αφηρημένων σκέψεων περί Αυτού», αλλά «η μόνη απασχόλησις των προφητών, αποστόλων και πατέρων» ήταν η θεραπεία των «ιδιωτών» και η μύησή τους στον φωτισμό της καρδιάς και την θέωση.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης υπήρξε ένας μεγάλος θεολόγος του εικοστού αιώνος. Καππαδόκης αυτός, μεγάλωσε στον Νέο Κόσμο, στην Αμερική, έμαθε πολύ καλά την σχολαστική θεολογία από δυτικούς, και την ορθόδοξη θεολογία από ασκητικούς - ησυχαστικούς Πατέρας και δίδαξε στην Ανατολή (Συρία, Λίβανο) στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, όπου και εκοιμήθη. Τόν τελευταίο καιρό ζούσε εν μονώσει στην Αθήνα, ως ανατολίτης, αξιοπρεπής και κατανυκτικός, με τις βραδυνές προσευχές μέσα στο ιλαρό φώς των κεριών πού άναβε στο δωμάτιό του, και κοιμήθηκε ως ξένος και Ρωμηός στην Αθήνα και μάλιστα στην οδό Αθηνάς, μπροστά στα σκαλοπάτια μιάς μικρής Εκκλησίας, της αγίας Κυριακής, πού πιστεύω ότι απετέλεσε την σκάλα του Ιακώβ για να τον οδηγήση στο Κυριακό Δείπνο του ακτίστου και αχειροποιήτου Ναού, για τον κόπο πού κατέβαλε, για την θεολογία πού δίδαξε, και για το άνοιγμα ενός άλλου παραθύρου στο οποία μάς οδήγησε και αισθανθήκαμε το οξυγόνο, τον αέρα και το άρωμα της ορθόδοξης θεολογίας.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2001