Η Πανορθόδοξος Σύνοδος του 1666 - 7 (Μόσχα) καταδίκασε τις εικόνες της Αγίας Τριάδος και όρισε στό εξής να μη ζωγραφίζονται
Από το δέκατο και ενδέκατο κιόλας αιώνα, τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή, μερικά σχέδια και μινιατούρες σε χειρόγραφα άρχισαν να παριστάνουν το Θεό Πατέρα και την Αγία Τριάδα.
Στην Ανατολή, γιά παράδειγμα, εικόνες του Θεού Πατρός εμφανίζονται σε ελληνικά ευαγγελιστάρια: Κώδικας 587, φύλλο 3b, 34b (1059). Κώδικας 740, φύλλο 3ν, ενδέκατος αιώνας, Μοναστήρι Διονυσίου, Άγιον Όρος. Ομιλίες του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, στη βιβλιοθήκη του Βατικανού (MS. gr. 394, φύλλο 7). Στό χειρόγραφο αυτό φαίνεται ο Θεός Πατήρ καθισμένος, με το Χριστό καθισμένο στην αγκαλιά του και το Άγιο Πνεύμα σαν Περιστέρι στην αγκαλιά του Χριστού. Υπάρχουν κάποιες διαφωνίες εδώ όσον αφορά το περιστέρι. Μερικοί ειδικοί λένε, οτι αυτό που φαίνεται σαν περιστέρι δεν είναι παρά ένα σημάδι καταστροφής σʼ εκείνο το σημείο της εικόνας. Οι ιστορικοί της τέχνης λένε ότι πρώτο το Βυζάντιο επηρέασε τους Δυτικούς ώστε να ζωγραφίσουν εικόνες του Πατρός και της Αγίας Τριάδος. Ορισμένοι αντικρούουν λέγοντας ότι τα “βυζαντινά” πρότυπα της Δύσης δεν ήταν παρά δυτικής προέλευσης “βυζαντινοποιημένες” εικόνες από τη Γαλλία και την Ιταλία. Πάντως οι εικόνες που αναφέρθηκαν στα παραπάνω χειρόγραφα, είναι πραγματικά Βυζαντινής προέλευσης. Οπωσδήποτε όμως, η συνηθισμένη απεικόνιση της Αγίας Τριάδος που χρησιμοποιείται σήμερα προέρχεται από τη Δύση.
Στη Δύση επίσης, σε πολλά χειρόγραφα συναντούμε παρόμοιες μινιατούρες. Οι μινιατούρες οδήγησαν σε μεγαλύτερες παραστάσεις με το Θεό Πατέρα, γιά παράδειγμα η “Δημιουργία” του Μικελλαντζελο στην Καπέλλα Σιξτίνα. Επίσης με την Αγία Τριάδα, όπως “Η στέψη της Παρθένου” του Καρράκι (δέκατος έκτος αιώνας) κ.ά.
Γύρω στον δέκατο έκτο αιώνα, η απεικόνιση της Αγίας Τριάδος (ο γέρος Πατήρ, ο Ιησούς Χριστός και το περιστέρι) διείσδυσε στην ορθόδοξη Ανατολή.
Το 1666, η Πανορθόδοξος Σύνοδος που έγινε στη Μόσχα καταδίκασε και απαγόρευσε ειδικά τις εικόνες της Αγίας Τριάδος, τις απεικονίσεις του Θεού Πατρός με κάθε μορφή, όπως επίσης και εικονίσεις του περιστεριού σε εικόνες άλλες από αυτές των Θεοφανείων. Στη Σύνοδο αυτή παραβρέθηκαν περισσότεροι Πατριάρχες απʼ ότι στην Τρίτη, στην Τέταρτη, στην Έκτη και στην Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο. Οι κυριότερες αποφάσεις είναι οι εξής:
Περί ζωγράφων και εικόνων
Απόφασις ΝΑ΄
Κωλύομεν τάς αχαμνάς και αμαθείς ζωγραφίας ανεπιστημόνων και ματαιοφρόνων ανδρών, και θέλομεν ότι από του νύν κάποιοι οπού εσυνήθισαν αφʼ εαυτών να ζωγραφίζουν αγίας εικόνας, χωρίς καμμίαν μαρτυρίαν και αληθινήν παράδοσιν, π.χ. τον Κύριον Σαβαώθ εις πολυποίκιλα και διάφορα είδη, και ποιάς άλλας συνθέσεις παραξένους, και άλλα τοιαύτα ατοπήματα απρεπή, εμποδίζομεν. Ορίζομεν δε από του νύν την εικόνα του Κυρίου Σαβαώθ πλέον μη ζωγραφίζεσθαι ούτε εικονίζεσθαι, διότι τον Κύριον Σαβαώθ (ήγουν τον Πατέρα) ουδείς είδε ποτέ φανέντα εν σαρκί, αλλά τον Χριστόν μόνον χρωματίζομεν, καθώς εφάνη μετά σαρκός επί γής, και ουχί κατά την Θεότητα, ως ότι εστί και απερίγραπτος ομού και ασχημάτιστος η Θεότης αύτη^ ομοίως και την Παναγίαν Θεοτόκον και τους λοιπούς αγίους και φίλους του Θεού ζωγραφίζεσθαι κατά την σάρκα και το είδος της σαρκός αυτών θέλομεν, κατά τον όρον της αγίας Εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου.
Απόφασις ΝΒ΄
Τον Κύριον Σαβαώθ ήτοι τον Πατέρα, πολιόν και τον μονογενή του Υιόν εις την γαστέρα αυτού, και περιστεράν αναμέσον αυτών ζωγραφίζειν, λίαν απρεπές και ανάρμοστον υπάρχει. Διότι ποίος είδε τον Πατέρα και την Θεότητα; Ο Πατήρ γάρ ουκ έχει σάρκα, και ο Υιός ουχί με σάρκα εγεννήθη εκ Πατρός πρό αιώνων^ εάν και ο Δαβίδ λέγει: εκ γαστρός πρό Εωσφόρου εγέννησά σε: όμως εκείνη η γέννησις ουχί σαρκικώς έχει νοείσθαι, αλλά ρητώς και ακαταλήπτως. Φησί γάρ αυτός η αυτοαλήθεια ο Χριστός, εις το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον: “ουδείς είδε τον Πατέρα ειμή ο Υιός” και ο προφήτης Ησαϊας λέγει εν κεφαλαίω μη΄ “τίνι ομοιώσατε τον Κύριον και τίνι ομοιώματι ομοιώσατε αυτόν; μη εικόνα εποίησε τέκτων, ή χρυσοχόος χωνεύσας χρυσίον περιεχρύσωσεν αυτόν, ομοίωμα κατεσκεύασεν αυτόν;” Και ο θείος Απόστολος Παύλος εις τάς πράξεις λέγει: “γένος ούν υπάρχοντες του Θεού, ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω, χαράγματι τέχνης και ενθυμήσεως ανθρώπου το θείον είναι όμοιον”. Και ο θεολογικώτατος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, εν βιβλίω δʼ περί εικόνων: “Πρός δε τούτοις, φησί, του αοράτου και απεριγράπτου και ασχηματίστου Θεού τις δύναται ποιήσαι μίμημα; Παραφροσύνης τοίνυν άκρας και ασεβείας το σχηματίζειν το Θείον”. Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος ομοιως τούτο κωλύει και απείργει. Διά τούτο εκείνην την προαιώνιον γέννησιν του μονογενούς Υιού εκ του Πατρός μόνον με τον νούν πρέπει να την γροικώμεν^ αλλά ζωγραφίζειν εις εικόνας και τοίχους παντάπασι δεν πρέπει και αδύνατον εστι. Και το άγιον Πνεύμα ουκ έστι φύσει περιστερά, αλλά φύσει Θεός εστι, και τον Θεόν ουδείς είδεν, ως Ιωάννης ο Ευαγγελιστής μας μαρτυρεί. Λοιπόν εάν εις τον Ιορδάνην, εις την βάπτισιν του Χριστού, εφάνη το Άγιον Πνεύμα εν είδει περιστεράς, και διά τούτο μόνον εκεί εις την βάπτισιν πρέπει να ζωγραφίζεται το Άγιον Πνεύμα εν είδει περιστεράς, εις δε άλλο μέρος ο έχων σύνεσιν δεν θέλει ζωγραφίσει το Άγιον Πνεύμα ωσάν περιστεράν, διότι εις το Θαβώριον όρος ωσάν σύννεφον εφάνη, εις δε την Πεντηκοστήν εν είδει πυρίνων γλωσσών και άλλοτε άλλως. Αλλά και Σαβαώθ δεν ονομάζεται μόνον ο Πατήρ, αλλά η Αγία Τριάς κατά τον ουρανομύστην Διονύσιον τον Αρεοπαγίτη: “Σαβαώθ ερμηνεύεται κατά την Ιουδαϊκήν γλώσσαν Κύριος των δυνάμεων”. Ιδού όπου ο Κύριος των δυνάμεων εστίν η Αγία Τριάς ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Όμως εάν και ο προφήτης Δανιήλ λέγει ότι είδε τον παλαιόν των ημερών καθήμενον επί βήματος, και εκείνο όχι τόσον διά τον Πατέρα γροικάται, αλλά και διά τον Υιόν όπου θέλει και εις την δευτέραν αυτού Παρουσίαν να κρίνη πάσας τάς φυλάς και γλώσσας εις εκείνο το φοβερόν κριτήριον. Αλλά και εις την Αποκάλυψιν του Αγίου Ιωάννου έχει να ζωγραφίζεται ο Υιός ως παλιός, διά τάς οράσεις εκείνας τάς σεβασμίας όπου εφάνησαν τω αγίω εις εκείνην την Αποκάλυψιν^ ως ότι εξ ανάγκης να γροικάται ο Υιός. Άλφα διά την άνω γέννησιν, Ωμέγα δε διά την κάτω γέννησιν. Όθεν και ο Άγιος Μάξιμος εις το ζ΄ κεφάλαιον του Αρεοπαγίτου λέγων, ότι παλιός και νέος ο Κύριος ούτω σχολιάζει: “ποτέ μέν πολιός ποτέ δε νέος ο Κύριος γράφεται, ως το Ιησούς Χριστός χθές και σήμερα ο αυτός και εις τους αιώνας. Το γούν σήμερον του χθές νεώτερον”.
Αι υπογραφαί των οικείων χειρών των Μακαριωτάτων Πατριαρχών και πάσης της Ιεράς Συνόδου:
Παϊσιος Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας.
Μακάριος Πατριάρχης Αντιοχείας και πάσης Ανατολής.
Ιωάσαφ Πατριάρχης Μοσχοβίας και πάσης Ρωσίας.
Ο Μητροπολίτης Ικονίου Αθανάσιος.
Ο Τραπεζούντος Μητροπολίτης Θεόφιλος.
Ο Χίου Θεόφιλος.
Ο Σινά Όρους Ανανίας.
Ο Βάρνης Δανιήλ.
Ο Νοβογραδίου Πιτυρούν.
Ο Καζανίου Λαυρέντιος.
Ο Αστραχανίου Ιωσήφ, και οι λοιποί Αρχιερείς και Ιερείς της Συνόδου.
(Κώδιξ Α.Μ. 90 και Κώδ. Νομ. Συναγ. 377-389- Πατριαρχικό τυπογραφείο, 1905, σελ. 127-182).
Οι Πανορθόδοξες Σύνοδοι έχουν ίδιο κύρος με τις Οικουμενικές οι οποίες ονομάστηκαν Οικουμενικές γιατί αντιπροσώπευαν όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες και συγκαλούνταν από τους αυτοκράτορες της Βυζαντινής (Ρωμαϊκής) Αυτοκρατορίας που ονομάζονταν “οικουμένη”. Το κύρος και η ισχύς των αποφάσεων κάθε συνόδου εξαρτώνται από την ορθοδοξία των επισκόπων που συμμετέχουν και από την ομόφωνη συμφωνία τους με την Παράδοση της Εκκλησίας, γιατί αυτή είναι “ο στύλος και το στερέωμα της αληθείας”. (Τιμ. Α΄, γ΄: 15)
Το 1780, η τοπική Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, με πρόεδρο τον Πατριάρχη Σωφρόνιο, αντιμετώπισε κι αυτή το ίδιο πρόβλημα και καταδίκασε και απαγόρευσε την εικόνα της Αγίας Τριάδος με το Θεό Πατέρα σαν γέρο άνδρα: “Αποφαινόμαστε συνοδικ
ώς ότι η ονομαζόμενη εικόνα της Αγίας Τριάδος, ως πρόσφατη επινόηση, είναι ξένη και απαράδεκτη γιά την αποστολική και καθολική ορθόδοξη Εκκλησία. Διαδόθηκε στην ορθόδοξη Εκκλησία από τους Λατίνους”.