Ορθόδοξη διδασκαλία, μαρτυρία των Πατέρων και εκκλησιαστική οικονομία.
Θα ξεκινήσω την απάντησή μου με το θέμα του Filioque, της προσθήκης και «εκ του Υιού» στο Σύμβολο της Νικαίας – Κων/πόλεως.
Αυτή η προσθήκη όπως γνωρίζει ο κάθε πρωτοετής φοιτητής Θεολογίας ήταν μία προσπάθεια της τοπικής εκκλησίας της Ισπανίας να αντιμετωπίσει τον αρειανισμό. Το όλο θέμα έχει τη ρίζα του στη διδασκαλία του ιερού Αυγουστίνου και ιδιαίτερα στις απόψεις που εκφράζει στο έργο De Trinitate.
Επειδή τέθηκε το ερώτημα στα νεότερα χρόνια και επειδή ήδη είχε τεθεί και κατά τον 15ο αιώνα στη σύνοδο της Φλωρεντίας αν το Filioque είναι θεολογούμενο ή είναι αίρεση, η απάντηση είναι ότι εξαρτάται από αυτό και μόνο:
εάν με το Filioque κάνουμε τον Υιό οντολογικά συναίτιο της υπάρξεως του Πνεύματος μαζί με τον Πατέρα. Εάν ερμηνεύσουμε το Filioque με ένα τρόπο που δεν κάνει τον Υιό αίτιο, αλλά διατηρεί αποκλειστικά τον ρόλο του Αιτίου ο Πατέρας, τότε το Filioque μπορεί να θεωρηθεί θεολογούμενο και να γίνει δεκτό. (Βλέπε και αναλυτικότερη θέση του Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα στην προηγούμενη συζήτηση).
Προσοχή, όμως, να γίνει δεκτό ως θεολογούμενο και όχι ως δόγμα της Εκκλησίας. Σε αυτό το σημείο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα και αυτό επιτελείται στο θεολογικό διάλογο. Η δυτική θεολογία οφείλει να ομολογήσει ως μοναδικό αίτιο εκπόρευσης τον Πατέρα και μόνο «οικονομικά» τον Υιό υπό την έννοια της «πέμψεως» δηλαδή της αποστολής. Εκεί στερεώνεται και η γνώμη του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού ότι το Filioque (στην εποχή του) χρησιμοποιείται «κατʼ ορθόδοξον τρόπον» στη δύση.
Εδώ έχουμε δύο βασικές ενέργειες ενθαρρυντικές από μέρους των Ρωμαιοκαθολικών.
Η πρώτη είναι η πράξη της Βʼ Βατικάνειας Συνόδου να παραμερίσει το Filioque στρεφόμενη προς την ορθόδοξη πνευματικότητα. (Βλέπε “Lumen gentium - Constitutio dogmatica de ecclesia”). Η δεύτερη ενέργεια έγκειται και πάλι σε μία σημαντική θεολογική στροφή, η οποία φέρει την υπογραφή του σημερινού Ποντίφικα Βενέδικτου ΙΣΤʼ, τότε Καρδιναλίου Ιωσήφ Ράτσιγκερ.
Ως επικεφαλής της Επιτροπής για το Δόγμα και την Πίστη εξέδωσε στις 6 Αυγούστου του 2000 τη διακήρυξη "DOMINUS IESUS", όπου αναφέρεται το Σύμβολο της Νικαίας – Κων/πόλεως χωρίς την προσθήκη του «εκ του Υιού».
Et in Spiritum Sanctum, Dominum et vivificantem, qui ex Patre procedit, qui cum Patre et Filio simul adoratur et conglorificatur, qui locutus est per prophetas.
Πριν την παράθεση του αυθεντικού κειμένου του Συμβόλου της Πίστεως υπάρχει η εξής διατύπωση:
«Τα θεμελιώδη περιεχόμενα της ομολογίας της Χριστιανικής Πίστεως εκφράζονται ούτως:»
Haec sunt capita fundamentalia quae in professione fidei christianae continentur: “Credo in unum Deum, Patrem omnipotentem, factorem caeli et terrae, omnium visibilium et invisibilium. Et in unum Dominum Iesum Christum, Filium Dei unigenitum, et ex Patre natum ante omnia saecula, Deum de Deo, lumen de lumine, Deum verum de Deo vero, genitum, non factum, consubstantialem Patri : per quem omnia facta sunt; qui propter nos homines et propter nostram salutem descendit de caelis et incarnatus est de Spiritu Sancto ex Maria virgine, et homo factus est, crucifixus etiam pro nobis sub Pontio Pilato, passus et sepultus est, et resurrexit tertia die secundum Scripturas, et ascendit in caelum, sedet ad dexteram Patris, et iterum venturus est cum gloria, iudicare vivos et mortuos : cuius regni non erit finis. Et in Spiritum Sanctum, Dominum et vivificantem, qui ex Patre procedit, qui cum Patre et Filio simul adoratur et conglorificatur, qui locutus est per prophetas. Et unam sanctam catholicam et apostolicam Ecclesiam. Confiteor unum baptisma in remissionem peccatorum. Et exspecto resurrectionem mortuorum, et vitam venturi saeculi”
Τη διακήρυξη υπογράφουν ο Καρδινάλιος Ιωσήφ Ράτσιγκερ και ο Γραμματέας αρχιεπίσκοπος Ταρκίσιο Μπερτόνε.
Αυτό το κείμενο έχει ιδιαίτερη σημασία ακριβώς διότι εξεδόθη από την Επιτροπή για το Δόγμα και την Πίστη, τον κατεξοχήν εκφραστή των δογματικών θέσεων του Βατικανού και επιπλέον διότι υπογράφεται από το σημερινό προκαθήμενο της ρωμαϊκής εκκλησίας.
Τέλος η ορθόδοξη θέση επί του ζητήματος παραμένει σταθερή στα πλαίσια του θεολογικού διαλόγου και εκφράζεται εν συντομία από την άποψη του Γρηγορίου του Παλαμά στο έργο
«Ότι ουχί εκ του Υιού αλλʼ εκ μόνου του Πατρός εκπορεύεται το Πνεύμα το Άγιον». Η παρακάτω θέση του αναφέρεται στην «οικονομική» Αγία Τριάδα:
«Η δε του Πνεύματος πρόοδος διττή διά της θεοπνεύστου κηρύττεται γραφής- προχείται γάρ εκ του Πατρός διά του Υιού, ει δε βούλει και εκ του Υιού, επί πάντας τους αξίους, οις και επαναπαύεται και ενοικεί. Αύτη ουν η κίνησίς τε καί πρόοδος, ει δε βούλει και εκπόρευσις - ουδέ γάρ περί των ονομάτων ζυγομαχούντες άσχημονήσομεν, επεί και Δαβίδ λέγει, «o Θεός εν τω εκπορεύεσθαί σε εν μέσω του λαού σου, εν τω διαβαίνειν σε εν τη ερήμω γη εσείσθη», εκπόρευσιν ενταύθα λέγων την του Πνεύματος έκχυσιν επί πάσαν σάρκα την εις Χριστόν πιστεύσασαν...».
Και ξεκαθαρίζει παρακάτω:
«Συμπαρομαρτείν δε εστί το συνακολουθείν, ως αυτός εκεί φησίν˙ ώστε ουχί εκ του Υιού, αλλά συν τω Υιώ το Πνεύμα εκ Πατρός συνακολουθούσης αδιαστάτως τε και αχρόνως τη γεννήσει της εκπορεύσεως.»
Στο θέμα της ισχύος των μυστηρίων των Ρωμαιοκαθολικών δεν υπάρχει συγκεκριμένη συνοδική απόφαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά εφαρμόζεται το μέτρο της «οικονομίας». Σε αυτό συναρτάται και το θέμα της επισκοπικής ιδιότητας του Ρωμαίου Ποντίφικα από ορθόδοξη έποψη.
Για να μην επεκτεινόμαστε σε όλους τους αιώνες καθʼ ους υφίσταται το Σχίσμα όπου άλλωστε η μόνη σημαντική απόφαση είναι αυτή της Συνόδου του 1484 με την οποία γίνονται αποδεκτοί οι Ρωμαιοκαθολικοί στην Ορθόδοξη Εκκλησία χωρίς επανάληψη του βαπτίσματος αλλά μόνο δια της χρίσεως, θα αναφερθώ σε δύο γεγονότα του 20ου αιώνα.
Το πρώτο έχει να κάνει με την επιστολή του Πατριάρχη Ιωακείμ Γʼ του Μεγαλοπρεπούς προς όλες τις ορθόδοξες τοπικές Εκκλησίες το 1902, όπου ζητούσε την έκφραση της γνώμης τους όσον αφορούσε τη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τα άλλα χριστιανικά σώματα.
Η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας απαντώντας με λεπτομερή επιστολή δήλωσε ότι θεωρούσε την αποστολική διαδοχή στη λατινική εκκλησία ως κανονικά διατηρημένη.
Στην ίδια γραμμή εξακολουθεί να κινείται και σήμερα το Πατριαρχείο Μόσχας και πασών των Ρωσιών καθώς με δήλωση του αντιπροσώπου του στο Π.Σ.Ε. Ηγουμένου Φίλιππου Σιμόνωφ :
Η Εκκλησία είναι ένας οργανισμός που έχει αποστολική διαδοχή. Καταλαβαίνουμε ότι μόνο 3 ομολογίες έχουν πραγματική αποστολική διαδοχή• Η Ορθόδοξη, η Ρωμαιοκαθολική, οι Μονοφυσίτες. Για τους Ορθοδόξους μόνο αυτοί οι οργανισμοί μπορούν να καλούνται εκκλησίες... Έχουν μυστήρια, Ευχαριστία, Βάπτισμα κ.λπ... κάθε μέλος όταν λαμβάνει την Ευχαριστία, όταν λαμβάνει τον Χριστό μέσα του ενώνεται με τον Κύριό μας. Μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε αυτό απόλυτα.
Και βέβαια αυτές οι θέσεις εκφράζονται από μία Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία έχει ιδιαίτερα ψυχρές σχέσεις με το Βατικανό λόγω του προβλήματος της Ουνίας και εξαιτίας αυτού παραμένει ιδιαίτερα φειδωλή σε συναντήσεις ιερωμένων της με το ρωμαιοκαθολικό κλήρο.
Συνυφασμένη με τα παραπάνω είναι και η απόφαση, κατόπιν συμφωνίας Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων στη Ρωσία επί πατριαρχείας Ποιμένος
ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί μπορούσαν σε επείγουσες περιπτώσ
εις να μετέχουν στα μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η Ανατολική Εκκλησία δεν επεδίωξε ποτέ να χειροτονήσει Επίσκοπο Ρώμης ακριβώς διότι πίστευε στην αποστολική διαδοχή και την κανονικότητα των Ποντιφήκων ακόμη και σε καιρούς μεγάλων εντάσεων μεταξύ ανατολής και δύσεως. Αυτό το επιβεβαιώνει η ύστερη του σχίσματος αλληλογραφία μεταξύ των Προκαθημένων.
Πρόσφατα η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως διά του Προκαθημένου της, του Οικουμενικού Πατριάρχη δέχτηκε στην έδρα των Πατριαρχείων τον Επίσκοπο Ρώμης σε «ειρηνική επίσκεψη». Παρά το σχίσμα μεταξύ των τοπικών εκκλησιών η Εκκλησία της Κων/πόλεως ως πρωτόθρονη των Ορθοδόξων Εκκλησιών και εκφράζουσα το σύνολο πνεύμα δρα κατʼ οικονομίαν με βασικό σκοπό την «κοινωνία της αγάπης» ως προπομπού της λειτουργικής κοινωνίας. Σε αυτή την προϋπόθεση εντάσσεται και ο «ασπασμός της αγάπης» μεταξύ των Επισκόπων Νέας και Πρεσβυτέρας Ρώμης. Η κοινωνία τους φτάνει όμως μέχρι το "Αγαπήσωμεν αλλήλους".
Η λειτουργική κοινωνία θα επέλθει, βέβαια, μόνο όταν τελεσφορήσει ο θεολογικός διάλογος και υπάρξουν σαφή σημεία επιστροφής της Εκκλησίας της Ρώμης σε πλήρως ορθόδοξες θέσεις. Στο ενδιάμεσο, όμως, διάστημα η εχθρότητα και η αποξένωση μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Ιεραρχίας όχι μόνο θα έβλαπτε αλλά θα ακύρωνε οποιαδήποτε μορφή διαλόγου. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι όποιες κινήσεις θεολογικής προσέγγισης από πλευράς Ρ/Καθολικών συνέβησαν μετά από τις συναντήσεις που εγκαινίασε ο αοίδιμος Πατριάρχης Αθηναγόρας.
Και είναι επίσης άξιον απορίας το αντιδραστικό πνεύμα ορισμένων εκκλησιαστικών, παρεκκλησιαστικών και εξωεκκλησιαστικών κύκλων σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης με τη Ρ/Καθολική εκκλησία. Ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία παραμένει δογματικά ανυποχώρητη και αντιθέτως οι δυτικοί τείνουν προς τη δική της δογματική αλήθεια τι είναι αυτό που μπορεί να φοβίζει κάποιον;
Ο αείμνηστος π. Δημήτριος Στανιλοάε εκαυχάτο για το ότι η Ορθόδοξη διδασκαλία αποτελεί πλέον για τη δυτική χριστιανοσύνη το κριτήριο της αληθείας. Αλλά πως αυτή η αλήθεια θα επιβληθεί αν δε γνωσθή μέσω του διαλόγου;
Άλλωστε υπάρχουν δεκατέσσερις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες με ισάριθμες Συνόδους και Προκαθημένους, οι οποίες θα διαμαρτύρονταν εάν υπήρχε εκκλησιολογική ή κανονική εκτροπή από πλευράς του Οικουμενικού Θρόνου. Και εδώ ακριβώς έγκειται η βεβαιότητα για την ορθότητα των επιλογών του. Στην αποδοχή τους από τη σύνολη διοίκηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Και κλείνω με την παράθεση των λόγων του
π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ σχετικά με το διάλογο και την Οικουμενική κίνηση.
Αντιλαμβάνομαι την πράξη της συμμετοχής στην οικουμενική κίνηση σαν μια πράξη συμμετοχής σε οικουμενικό διάλογο ή συνέδριο, και θεωρώ μια τέτοια συμμετοχή όχι μόνο επιτρεπτή και δυνατή για όλους τους Ορθοδόξους, αλλά επιπλέον ως άμεση υποχρέωση που προέρχεται από την ίδια την ουσία της Ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας.
Η πίστη στο Χριστό ως Θεό και λυτρωτή ενώνει αληθινά εκείνους που την κατέχουν και την ομολογούν· το κάνει αυτό κατά έναν ψυχολογικό τρόπο, αλλά και βαθύτερα με τρόπο που υπερβαίνει την ψυχολογία και είναι κάτι που δεν μπορεί να κατανοηθεί. Δεν μπορούμε να εκφράσουμε αυτήν την ενότητα με μια ενιαία λογική και επαρκή διατύπωση· αυτό καθαυτό το γεγονός της ενότητας δεν επιδέχεται αμφιβολία και διαμαρτυρία.
Αρχικά πρέπει να τονιστεί ότι η συμμετοχή των Ορθοδόξων στην οικουμενική κίνηση σήμερα δεν είναι, σε γενικές γραμμές, μια επανάσταση στην ιστορία της Ορθοδοξίας, αλλά είναι μια φυσική συνέπεια της σταθερής προσευχής της Εκκλησίας «υπέρ της των πάντων ενώσεως». Αποτελεί μια άλλη προσπάθεια, όπως εκείνη που γινόταν στην εποχή των Πατέρων, για να εφαρμόσουμε την αποστολική πίστη στις νέες ιστορικές καταστάσεις και τις υπαρξιακές απαιτήσεις. Αυτό που είναι από μία άποψη νέο σήμερα, είναι το γεγονός ότι αυτή η προσπάθεια γίνεται από κοινού με άλλους χριστιανούς, με τους οποίους δεν υπάρχει ακόμα πλήρης ενότητα. Σʼ αυτό το σημείο είναι που προκύπτουν οι δυσκολίες, αλλά ακριβώς εδώ υπάρχουν επίσης και πολλά σημεία πραγματικής ελπίδας για την ανάπτυξη κοινωνίας, την κατανόηση και τη συνεργασία.