Η μεσήλικη γυναίκα με τα γκριζόμαυρα μαλλιά δέχτηκε τις λεπτές, γεμάτες στοργή περιποιήσεις της νύφης της. Ένα βαθύ «Σʼ ευχαριστώ, Θεέ μου,» βγήκε απʼ το στόμα της άλλη μια φορά.
Θυμήθηκε του γιου το λόγο, του πάτερ Ηλία, του πνευματικού της τη συμβουλή: «Δε θα σταθώ εμπόδιο στο βαθύ σου πόθο να πας στην αγαπημένη σου πατρίδα. Μα θʼ αντέξεις κυρα-Άννα να τα ζήσεις όλα εκείνα πάλι;».
Άντεξε αλήθεια το κουραστικό ταξίδι Αθήνα-Πόντος. Άντεξε κι όταν έφθασε στη δική της πατρίδα, την Τραπεζούντα.
Πρωί την άλλη μέρα ξεχώρισε από τους άλλους. Πήρε μόνη, βιαστική τα γνωστά σοκάκια, τʼ ανηφορικά, που την έφεραν σʼ ένα από τα τελευταία σπίτια, το δικό τους, που περίμενε να το δει κι αυτό σωριασμένο, ερείπιο. Ναι, άντεξε, όταν το είδε ολόρθο, φρεσκοβαμμένο, ίδιο θαρρείς, όπως τότε? Και δίπλα, του Οσμάν, του καλού Τούρκου γείτονα το σπίτι?
Κάθησε σʼ ένα κοτρώνι απέναντι και το κοίταζε νοσταλγικά κι οι θύμησες, η μια πίσω απʼ την άλλη ξυπνούσαν ολοζώντανες και τα μάτια έτρεχαν? έτρεχαν. Σαν από μακριά, σαν απʼ το παρελθόν έφθασαν τα λόγια του ψηλού άνδρα, που της μιλούσε τούρκικα: «Από πού είσαι; Θέλεις τίποτε; Δεν έρχεσαι στην αυλή μας να πιεις ένα ποτήρι νερό? να βοηθήσουμε, αν χάθηκες;»?
Άβουλα, πειθαρχικά τον ακολούθησε, χωρίς η ίδια να ξέρει γιατί.
Θεέ μου! Πού βρίσκεται; Στο σπίτι της νιόπαντρη? με το μωρό της στην αγκαλιά? σʼ αυτό το ίδιο κιόσκι το ολάνθιστο! Ο καημός κι ο πόνος μιας ζωής ξέσπασε σʼ ένα βουβό, ατέλειωτο κλάμα.
Ρούφηξε το δροσερό νερό. Έπειτα πήρε ο θάρρος και τον ρώτησε, ποιος είναι, πως βρέθηκε δικό του το πατρικό της σπίτι.
Άργησε λίγο κείνος να μιλήσει.
- Είμαι μικρανήψι του Οσμάν? Μου έδωσε τʼ όνομά του? Το πήρε κείνος το σπίτι σας? πόνεσε πολύ τότε? Μου το χάρισε?
Σε λίγο, σαν να πήρε μια απόφαση ρώτησε:
- Πόσες μέρες θα μείνετε εδώ, κυρία;
- Τρεις, γιε μου? Πες δύο. Τη μια προσκύνημα στη Σουμελιώτισσα?
- Τότε θα μείνεις μαζί μας, αυτές τις μέρες εδώ στο σπιτικό σου το παλιό? Έτσι θα ʼκανε κι ο Οσμάν, αν ζούσε?
Άντεξε κι είπε το «ναι» μʼ όλο το φόβο των γνωστών της στο ξενοδοχείο. Το δεύτερο απόγευμα την πήγαν σʼ όλες τις γειτονιές, σʼ όλες τις εκκλησιές τους, άλλες μουσεία κι άλλες τζαμιά ή ερείπια? Την ανέβασαν ψηλά σʼ ένα ύψωμα να δει, όπως είπε ο Οσμάν, όλη την Τραπεζούντα, τη Μαύρη Θάλασσα πέρα-πέρα? Ω, ματωμένες θύμησες, όταν έφτασε! Να, εδώ, σʼ αυτή τη βρυσούλα, ζήτησε ?την ώρα που μπουλούκια τούς μετέφεραν στην εξορία βίαια χέρια? να κατέβει, να βρέξει τα χείλη του τρίχρονου παιδιού της, που ψηνόταν στον πυρετό? Εδώ ?φρικτή εικόνα και σκηνή? που τη ζει ολοζώντανη, άρπαξαν τα χέρια του Τούρκου οδηγού το βρέφος και το πέταξαν κάτω στη βαθιά χαράδρα. Οι άρρωστοι και μάλιστα τα παιδιά ήταν εμπόδιο στην πορεία των απίστων γκιαούρηδων. Τρελή από πόνο ρίχτηκε κι αυτή να το σώσει ή να πεθάνει μαζί του? Την συγκράτησαν τα στιβαρά χέρια τʼ αδελφού? Πατέρας και μάνα, φίλοι κι όλοι οι άλλοι την θερμοπαρακαλούσαν να μη τους πάρει στο λαιμό της όλους?
Από κει και πέρα νεκρή, ζωντανή, χωρίς φωνή και λέξη άλλη, συνέχισε την μαρτυρική πορεία. Ούτε η χαρά, που βρήκε τον άνδρα της που είχε φύγει στα βουνά να γλιτώσει τη σφαγή των Τούρκων, ούτε η θαυμαστή σωτηρία τους κι ο ερχομός τους στην Ελλάδα, ούτε η χαρά του καινούργιου παιδιού έσβησαν εκείνη τη φωτιά. Κοίταζε βουβή, αμίλητη τούτο το γκρεμό, που άταφο έμεινε του παιδιού της το κορμί?
Τα στοργικά χέρια του Οσμάν την κράτησαν να μη πέσει κάτω λιπόθυμη?
Αυτή η στοργή κάποιου Τούρκου άγνωστου, κάποια λόγια του τελευταία την ώρα, που τη χαιρετούσε στο αυτοκίνητο έρχονται τούτη την ώρα, που ζει τόσο έντονα πάλι το ταξίδι της στη μακρινή προγονική γη? «Αυτό το βαλιτσάκι έχει κάποια μικρά δικά μας δώρα. Δεν θα σου κάνουν έλεγχο, έδωσα οδηγίες? Θα τʼ ανοίξεις μόνο, όταν θα πας στο σπίτι σου? όταν θα είσαι μόνη. Θα σε περιμένουμε πάλι, μαζί με το γιο σου»?
Τι έσπρωξε την κ. Άννα, πριν ανοίξει τις δικές της βαλίτσες να θέλει να δει τα δώρα του Οσμάν;
Άντεξε άλλη μια φορά σʼ όσα είδε? Τα στέφανα του γάμου της, στην ίδια θήκη, που τα είχε τότε στο εικονοστάσι της? Την επίχρυση Παναγιά, δώρο της πεθεράς της στο γάμο της? το απολυτήριο του άνδρα της από το «Φροντιστήριο» Τραπεζούντας? ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από γιορτές και πανηγύρια?
Δεν πρόλαβε να τʼ ανοίξει? Κάποιο γράμμα στο βάθος της βαλίτσας τράβηξε την προσευχή της. Το πήρε με τρεμάμενα χέρια? διάβασε? «Μάνα, μάνα μου? άφησε να βγει τούτη η γλυκιά λέξη, που τόσες φορές την έπνιγα εδώ? Είμαι το χαμένο παιδί σου ο Χρήστος. Ο Θεός με κράτησε πάνω στα φυλλωμένα κλαριά και μʼ έσωσε ο πιστός σας φίλος Οσμάν, που ήρθε από πίσω σας για λίγο? Για όλους ήμουν το παιδί του? Όταν θα έκλεινε τα μάτια, μου φανέρωσε ποιος είμαι? Είχα παντρευτεί, είχα παιδιά, είχα προκόψει στη δουλειά μου. Αντέδρασα. Δεν είπα σε κανένα τίποτε? Όταν ήρθες στο σπίτι μου και βεβαιώθηκα ?γιʼ αυτό σε πήγα ως το γκρεμό? η καρδιά μου λύγισε. Ήθελα να πέσω στην αγκαλιά σου, μα νίκησε η λογική. Θα έπαιρνα στο λαιμό μου γυναίκα και παιδιά? Αυτά που σου στέλνω τα είχε φυλαγμένα ο Οσμάν, που είχε μάθει πως ζείτε? και σας περίμενε? Κράτησα μόνο το παλιό βιβλίο του παππού Χρήστου? που διάβαζε? Το ξέρουμε όλοι στο σπίτι και παίρνουμε δύναμη? Μάνα, να με συγχωρέσεις κι εσύ κι ο αδελφός μου?
Για σένα Χρήστος?».
Θανάσιμη κραυγή βγήκε από το στόμα της πληγωμένης μάνας: «Χριστέ μου, Παναγιά μου, ο γιο μου ζει? Τούρκος και μας αρνιέται?».
Τα τελευταία λόγια τα είπε πεσμένη στα στοργικά χέρια του γιατρού γιου της, που ερχόταν με λαχτάρα να την καλωσορίσει. Προσπάθησε να την βοηθήσει κι αυτός και η γυναίκα του, να την ξαναφέρει στη ζωή. Μάταιες προσπάθειες. Κάποια στιγμή της έκλεισε τα μάτια, πήρε το γράμμα, που έπεσε από το χέρι της? Το διάβασε, έριξε μια ματιά στʼ αντικείμενα που ένα-ένα ήταν γύρω της. Έδωσε το γράμμα στη γυναίκα του, της είπε ένα πονεμένο: «Αυτό δεν τʼ άντεξε!» κι έπεσε πάνω στο άψυχο σώμα να κλάψει το δράμα μιας Πρόσφυγας μάνας?
Ύστερα από μέρες, κάποιος, που ήταν μαζί στο προσκυνηματικό ταξίδι τού ψιθύρισε: «Γιατρέ, ούτε εκείνος άντεξε? Ο Περικλής, που έμεινε λίγες μέρες περισσότερο στην Τραπεζούντα, είδε τον Τούρκο Οσμάν, που φιλοξένησε και συνόδεψε τη μητέρα σου στʼ αυτοκίνητο, να πέφτει ξερός, μόλις εκείνο ξεκίνησε. Όλοι μιλούσαν για το απρόσμενο. Πάνω του φορούσε ένα σταυρό που έγραφε ελληνικά «Χρήστος». Το συζητούσαν όλοι εκεί. Ήταν ικανός στη δουλειά του, του είχαν όλοι εμπιστοσύνη? Κάποιοι «δικοί μας», «κρυφοί Χριστιανοί» τον έκλαψαν πολύ?
Στάθηκε λίγο σκεπτικός ο γιατρός. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Τον άκουσε ο άλλος να σιγοψιθυρίζει:
«Ίσως, μάνα, τον συνάντησες? ?το γιο σου στον ουρανό? με το σταυρό στο χέρι? ίσως μάνα?».
* Περιοδικό Προς την Νίκην, Νοέμβριος 2002
** Μία προφορική διήγηση πριν από 35 χρόνια με ιστορίες προσφυγιάς
του Ζέφυρου Πρωινού