Πρόσωπα φανερά ευτυχισμένα. Ακτινοβολία χαράς. Ανεπιτήδευτη συμπεριφορά, φυσικότητα.
Ήταν τόσο κοντά μας – δικές μας – και συγχρόνως – το ένιωθα – εστραμμένες αλλού.
«Όπου ο θησαυρός τους…»
Δεν ήτανε «παράξενες», «απρόσιτες». Δεν σου προξενούσαν δυσκολία. Δεν αναγκαζόσουν, έστω κι ασυνείδητα, να εκδηλωθείς αλλιώτικα, απʼ ό,τι είσαι και νιώθεις.
Αυτός δεν είναι ο άγιος;
Σε εμπνέει χωρίς να σε φοβίζει.
Σε ανεβάζει μʼ αυτό που είναι. Δεν χρειάζεται να πει «πολλά».
Στα παιδιά δεν έκαναν καμιά υπόδειξη. Καμιά παρατήρηση. Δεν είπαν καμία συμβουλή. Ό,τι είπαν ήταν άγιο και στα μέτρα τους και στη γλώσσα τους.
Μας «διακόνησαν» με αγάπη πηγαία. Λουκούμι, νερό, τραπέζι.
Ξεκούρασαν τη μάνα παίρνοντας τη θέση της.
Έδωσαν στα παιδιά χαρά και ωφέλεια.
Το πιο δυνατό «κήρυγμα», χωρίς κήρυγμα, έγινε στη Μάνδρα. Η αδελφή Ευεργετινή – η βοσκοπούλα – ένας άγγελος ανάμεσα στʼ αρνάκια της. Τους μιλάει, τα φωνάζει με τʼ όνομά τους, τα χαϊδεύει, τα φιλάει. Όταν είναι άρρωστα κοιμάται κι αυτή κοντά τους με την κάπα της. Διαφορετικά, δίπλα, στο κελλάκι της. Στενό, σανιδένιο κρεβάτι με μια κουβέρτα και το εικονοστάσι της. Ο Δαβίδ με τʼ αρνάκια του και τη λύρα του. Ο Άγιος Μόδεστος μʼ ένα μικρό τεμάχιο ιερού λειψάνου. Της χρειάζεται, λέει, γιατί έχει συχνά «θέματα». Άλλο, είναι άρρωστο, άλλο ετοιμόγεννο…
Με τη φλογέρα της παίζει στʼ αρνάκια της «Αγνή Παρθένε Δέσποινα», «Τη Υπερμάχω» κι όταν τους ψάλλει τον «Πολυέλεο», όλα μαζί χοροπηδούν.
Διαβάζει το ψαλτήρι – ένα μικρό, πολύ φθαρμένο ψαλτηράκι – και το αρνάκι στον ώμο της με το ποδαράκι του της γυρίζει τις σελίδες. Όταν κάνει τις μετάνοιές της, όλα στέκονται σούζα κι όταν χάνει το κομποσκοίνι της, φωνάζει τη Βλαχούλα – το σκυλί – κι αυτή το βρίσκει και το φέρνει.
Τα νεογέννητα πήραν τα ονόματα των παιδιών. Ελπίδα, Απόστολος. Το μοσχαράκι, Δημήτρης.
Η Γερόντισσα εμπνέει. Γλυκιά σοβαρότητα. Ήρεμη επιβολή. Κάθησε λίγο μαζί μας. Πολύ λίγα και απλά αλλά προσωπικά πράγματα, έφθασαν για να αισθανθώ ότι «επικοινώνησα».
Πήγαμε μετά στο Απόδειπνο. Ψάλλουν υπέροχα. Η όλη ακολουθία, έτσι όπως τις ένιωσα να τη ζουν αυτές, έδρασε μέσα μου σαν φάρμακο. Κι άφησε κάτι βαθύ. Κι αξέχαστο: Η ατμόσφαιρα της ψυχής μας αξίζει να κανονίζεται όχι τόσο από το ποιοι είμαστε εμείς, όσο από το Ποιος είναι ο Θεός.
Και ότι, αν η αφιέρωση της ψυχής μας σε Κείνον είναι ζωντανή, μπορεί να γίνεται πηγή συνεχούς ανανεώσεως, παρʼ όλες τις καθημερινές φθορές, γιατί αντλεί απʼ το «ύδωρ το ζων».
Φύγαμε φορτωμένοι δώρα. Στα παιδιά καραμέλες, σοκολάτες, σταυρουδάκια κλπ.
Φεύγοντας άκουγα τις φωνούλες τους:
«Τέτοια αγάπη δεν τη φανταζόμουν»
«Χίλια φιλιά στη Γερόντισσα!»
«Πάντως η βοσκοπούλα ήταν το κάτι άλλο!»
«Αγία!»
«Εκ στόματος νηπίων…» η αλήθεια!
Ι.
Θεσσαλονίκη