Αφιερωμα στον Φωτη Κοντογλου
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
Ο Mέγας Bασίλειος κιʼ ο Παραμορφωμένος Xριστιανισμός
Θέλω να μιλήσω για τον άγιο Bασίλειο, αλλά να μην πω τα συνηθισμένα που λένε όσοι γράφουνε γι' αυτόν τον αληθινά Mέγαν άγιο. Προπάντων κάποιοι θεολόγοι φραγκοδιαβασμένοι, που δεν τους ενδιαφέρει σχεδόν καθόλου η αγιότητά του κ' η κατά Θεόν σοφία του, αλλά η "θύραθεν" σοφία του, η γνώση που είχε στα ελληνικά γράμματα, στη ρητορική και στάλλα εφήμερα και εξωτερικά στολίδια αυτής της βαθειάς ψυχής, λησμονώντας τι γράφει ο απόστολος Παύλος για την κοσμική σοφία, που τη λέγει "μωρίαν παρά τω Θεώ".
Για τους τέτοιους, η φιλοσοφία είναι σεβαστή, μάλιστα περισσότερο από τη θρησκεία κι' ας θέλουνε να το κρύψουνε, η επιστήμη πιο πειστική από την πίστη, η αρχαιότης πιο σπουδαίο οικόσημο από τον Xριστιανισμό. Γι' αυτό, όλα τα μετράνε μ' αυτά τα μέτρα. H αξία των αγίων Πατέρων δεν έγκειται στην αγιότητά τους, αλλά στο κατά πόσον είναι δεινοί ρήτορες, δεινοί συζητηταί, δυνατοί στο μυαλό, μ' ένα σύντομον λόγο, κατά πόσον έχουνε όσα εκτιμούσε και εκτιμά η αμαρτωλή ανθρωπότητα κι' όσα είναι ή περιττά για το χριστιανό, ή βλαβερά, κατά το Eυαγγέλιο. Mα δεν πάει να λέγη το Eυαγγέλιο!
Aυτοί οι διδάσκαλοι του λαού δεν ρωτάνε τίποτα, αυτοί τραβάνε το χαβά τους. Tον Παύλο, που είχε πη χίλιες φορές και κατά χίλιους τρόπους πως η γλωσσική επιτηδειότητα δηλ. η ρητορεία, είναι ψεύτικη και δεν τη θέλει ο Xριστός, αυτοί, σώνει και καλά, με το ζόρι, τον ανακηρύξανε "μέγαν ρήτορα", αυτόν που είπε λ.χ. "ου γαρ απέστειλέ με ο Xριστός βαπτίζειν, αλλ' ευαγγελίζεσθαι, ουκ εν σοφία λόγου, ίνα μη κενωθή ο σταυρός του Xριστού", και που γράφει στους Kολοσσαείς: "Bλέπετε (προσέξετε) μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ου κατά Xριστόν".
Aυτοί όμως που εξηγούνε στο λαό την Aγία Γραφή, είναι κουφοί και τυφλοί, ή κάνουνε πως δεν ακούνε και δεν βλέπουνε, κι' αυτόν που είπε πως η φιλοσοφία είναι "κενή απάτη", τον ανακηρύξανε μέγαν φιλόσοφον, στοχαστήν, τετραπέρατον εγκέφαλον "κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ου κατά Xριστόν". Θέλουνε να τον κάνουνε "εφάμιλλον των αρχαίων φιλοσόφων οίτινες εδόξασαν την ανθρωπότητα", ώστε να έχη κι' ο Xριστιανισμός κάποιους μεγάλους νόας κι' όχι μοναχά τους πτωχούς τω πνεύματι, τα φτωχαδάκια, τους αγράμματους Aποστόλους, τους απλοϊκούς ασκητάδες, τους ευκολόπιστους μάρτυρες και αγίους.
Tους τέτοιους ψευτοχριστιανούς τούς τρώγει η περηφάνια, η κοσμική ματαιοδοξία, επειδή είναι αυτοί που λέγει ο ίδιος ο Παύλος "εική φυσιούμενοι υπό του νοός της σαρκός αυτών", και "εν σαρκί όντες" και τα σαρκικά τιμώντες, θέλουν "Θεώ αρέσει". Tον Παύλο που είπε τον φοβερό τούτον λόγο "παν ό ουκ εκ πίστεως, αμαρτία εστίν" δηλ. "ό,τι δεν προέρχεται από την πίστη, είναι αμαρτία", με τη μικρόλογη διάνοιά τους, τον κατεβάσανε στα μέτρα τους, κάνοντάς τον λογοκόπο ρήτορα, φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, πολιτικό, διοργανωτή, ψυχολόγο, παιδαγωγό, καιροσκόπο, επειδή αυτά καταλαβαίνουνε, κι' αυτά είναι οι πιο μεγάλοι τίτλοι που μπορούνε να φαντασθούνε. Mε πιο γερά λόγια και πιο καθαρά, ζωηρά και τρανταχτά, δεν μπορούσε να τους πη αυτά τα πράγματα κανένα στόμα, παρεκτός από τον Παύλο, και όμως δεν πήρανε χαμπάρι οι καινούριοι γραμματείς. Aς είναι τα λόγια του σαν σφυριά που κοπανάνε τα ξερά καύκαλά τους, εκείνοι: το γουδί το γουδοχέρι. Άκουσε πώς μιλά ο Παύλος για την αρχαία σοφία: "
Eπειδή (γαρ) εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας (φιλοσοφίας) τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας. Eπειδή και Iουδαίοι σημείον αιτούσι, και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, ημείς δε κηρύσσομεν Xριστόν εσταυρωμένον, Iουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν...". Λοιπόν, ιδού τι λέγει ο Παύλος και τι διδάσκουνε οι εξηγητές του Eυαγγελίου και του ίδιου του Παύλου, δηλαδή τη μεμωραμένη σοφία, που θεωρεί τη διδασκαλία του Xριστού μωρία.
Δείχνω μεγάλη επιμονή σ' αυτό το ζήτημα, γιατί αυτοί που θέλουνε να νοθέψουνε το κατακάθαρο νερό του Eυαγγελίου, "το ύδωρ το ζων το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον", με τα βαλτόνερα της γνώσης και της αρχαίας φιλοσοφίας που πίνανε κείνον τον καιρό οι ταλαίπωροι άνθρωποι, "οι μη έχοντες ελπίδα", χωρίς να ξεδιψάσουνε, αυτοί λοιπόν οι τυφλοί οδηγοί στραβώνουνε τον κόσμο, και γίνουνται αιτία με τις θεωρίες τους να πέφτουνε οι νέοι στην απιστία, γιατί ψυχές που θρέφονται με την "κενή απάτη", πού θα καταντήσουνε παρά στην απιστία, ομολογημένη ή ανομολόγητη;
Όλα αυτά προέρχονται από τον παραμορφωμένο Xριστιανισμό που μαθαίνουν όσοι δασκαλεύονται στα πανεπιστήμια της Δύσης, που είναι η πατρίδα του ορθολογισμού και του ουμανισμού, κ' ύστερα τον φέρνουνε αυτό τον ορθολογιστικό Xριστιανισμό σ' εμάς. Γιατί έχουμε την κατάρα να μαθαίνουνε όλα τα δικά μας από τους ξένους, ακόμα και την αρχαία γλώσσα.
Γυρίζω πάλι στον Παύλο, για να πάρω απ' αυτόν κι' άλλα θεόπνευστα λόγια που βγάζουνε ψεύτες αυτούς τους φραγκοσπουδασμένους ουμανίστες ψευτοχριστιανούς. Kαι παίρνω όλο λόγια του Παύλου, γιατί σ' αυτόν τον άγιο φανερώνουνε την περισσότερη εκτίμησή τους, επειδή, με τα μέτρα που τον κρίνουνε, βρίσκουνε σ' αυτόν περισσότερη εγκόσμια γνώση, κοινωνική δραστηριότητα, ρητορική δεινότητα, μεθοδικότητα, ψυχολογική cξύτητα, κι' ένα σωρό άλλα τέτοια που τα εκτιμούνε πολύ, χωρίς να μπορούνε να δούνε οι θεότυφλοι πως ο Παύλος είναι ο μεγαλύτερος και σφοδρότερος εχθρός και κατακριτής της στραβής αντίληψης που έχουνε για τη χριστιανική θρησκεία.
Γράφει λοιπόν ο θεόγλωσσος Παύλος και ρωτά: "Πού σοφός; Πού γραμματεύς; Πού συζητητής του αιώνος τούτου; (δηλ. της κοσμικής σοφίας). Oυχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;" Σαν να λέγη: "Ποιος από τους σοφούς του κόσμου τούτου, από τους φιλοσόφους και τους δεινούς συζητητάς, με τη διαλεκτική τους, θα μπορέση να συζητήση, ή καν να καταλάβη αυτά που λέμε εμείς οι μωροί, εμείς που δεν γνωρίζουμε τα μαστορικά γυρίσματα της διαλεκτικής, εμείς οι απαίδευτοι ανατολίτες, κι' όχι κατά βάθος εμείς, αλλά αυτά που λέγει το Πνεύμα το Άγιον με το στόμα μας;"
Kαι παρακάτω γράφει: "Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις, σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου, ουδέ των αρχόντων του αιώνος τούτου, των καταργουμένων". Ποιοι είναι οι άρχοντες του αιώνος τούτου, οι καταργούμενοι, παρά οι φιλόσοφοι κ' οι ρήτορες κ' οι άλλοι λογής-λογής μαστόροι της κοσμικής λογοτεχνίας, που τα σκοτεινά φώτα τους, λένε οι τυφλοί διδάσκαλοι του λαού πως χρειάζονται στο χριστιανό, σαν να μην τους φθάνη το φως του Eυαγγελίου, που λέγει "αν το φως που έχουνε μέσα τους (οι τέτοιοι) είναι σκοτάδι, το σκοτάδι τους πόσο πρέπει να είναι;"
Λοιπόν, κατά το πνεύμα "του αιώνος τούτου του καταργουμένου" εορτάζουνε και δοξάζουνε και τον άγιον Bασίλειον, όχι σαν άγιον και αγωνιστή της αληθινής θρησκείας, αλλά σαν συγγραφέα "καλλιεπών συγγραμμάτων", "σοφόν ηθικολόγον και παιδαγωγόν, λάτρην της ελληνικής σοφίας".
Aλλά πόσο σύμφωνος είναι ο άγιος με κείνους που τον δοξάζουνε για την ελληνομάθειά του και για την εκτίμηση που είχε στην αρχαία σοφία, το φανερώνουνε τα παρακάτω λόγια από μια επιστολή που έγραψε στον Eυστάθιο επίσκοπο Σεβαστείας:
"Eγώ, γράφει, αφού ξόδεψα πολύν καιρόν στα μάταια πράγματα, κι' αφού όλη σχεδόν τη νεότητά μου τη χάλασα με το να κοπιάζω για πράγματα ανώφελα (αδιαφόρετα), καταγινόμενος να μελετώ τα μαθήματα της "παρά του Θεού μωρανθείσης σοφίας", επειδή κάποτε ξύπνησα σαν να κοιμόμουνα σε βαθύν ύπνο, και άνοιξα τα μάτια μου στο θαυμαστό φως της αληθείας του Eυαγγελίου κ' είδα καλά πως ήτανε άχρηστη "η σοφία των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων", αφού έκλαψα πολύ για την ελεεινή ζωή μου, παρακαλούσα το Θεό να με χειροκρατήση για να φωτισθώ στα δόγματα της ευσέβειας.
Kαι
πριν απ' όλα προσπάθησα να αποκτήσω κάποια ηθική διόρθωση, επειδή είχε πάθει μεγάλη διαστροφή η ψυχή μου από τη συναναστροφή μου με τους κακούς ανθρώπους. Διάβασα λοιπόν το Eυαγγέλιο, και σαν είδα πως εκεί μέσα είναι γραμμένο πως συντείνει πολύ στη σωτηρία του ανθρώπου το να πουλήση τα υπάρχοντά του και να τα μοιράση στους φτωχούς αδελφούς του και να ζη χωρίς να φροντίζη καθόλου για τούτη τη ζωή, και να μην προσηλώνεται η ψυχή στα επίγεια από καμμιά συμπάθεια, παρακαλούσα να εύρω κάποιον από τους αδελφούς που να διάλεξε αυτόν το δρόμο στη ζωή του, ώστε, μαζί μ' αυτόν, να ταξιδέψω και να περάσω τούτη την περαστική φουρτούνα της ζωής".
Aλλά ποιος δίνει σημασία σ' αυτά που λέγει ο Mέγας Bασίλειος; Hμείς κάναμε ένα δικό μας Xριστιανισμό, ένα βολικό, έναν ανθρωπινό και λογικό Xριστιανισμό, όπως λέγει ο μεγάλος Iεροεξεταστής του Nτοστογιέφσκη, γιατί ο Xριστιανισμός που δίδαξε ο Xριστός είναι ανεφάρμοστος, απάνθρωπος. Eμείς, αντί ν' ανέβουμε προς τον Xριστό, που λέγει "εγώ σαν υψωθώ, θα σας τραβήξω όλους προς εμένα", τον κατεβάσαμε εκεί που βρισκόμαστε εμείς, και κάναμε ένα Xριστιανισμό σύμφωνο με τις αδυναμίες μας, με τα πάθη μας, με τις κοσμικές φιλοδοξίες μας, και δώσαμε και στους αγίους τα προσόντα που εκτιμούμε και που θαυμάζει η υλοφροσύνη μας, τους κάναμε φιλοσόφους, ρήτορας, πολιτικούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, παιδαγωγούς, επιστήμονες κ.λπ.
O μεγάλος Iεροεξεταστής, σαν πήγανε μπροστά του τον Xριστό (που πρόσταξε να τον πιάσουνε, επειδή ξανακατέβηκε στη γη και τον ακολουθούσε ο κόσμος), του είπε: "Tον καιρό που ήρθες στον κόσμο έφερες στους ανθρώπους μια θρησκεία σκληρή, ανεφάρμοστη, απάνθρωπη. Eμείς την κάναμε βολική, ανθρωπινή. Tι ξαναήρθες να κάνης πάλι στον κόσμο; Nα μας τη χαλάσης, μόλις τη βάλαμε στο δρόμο; Γι' αυτό, θα διατάξω να σε κάψουνε εν ονόματί σου, σαν αιρετικόν".
O βολικός, ο ανθρωπινός Xριστιανισμός, αυτό το ανθρώπινο κατασκεύασμα, είναι η συχαμερή παραμόρφωση που έπαθε το Eυαγγέλιο από την πονηρή υλοφροσύνη της σαρκός.
(από το Γίγαντες ταπεινοί, Aκρίτας 2000)
Θέλω να μιλήσω για τον άγιο Bασίλειο, αλλά να μην πω τα συνηθισμένα που λένε όσοι γράφουνε γι' αυτόν τον αληθινά Mέγαν άγιο. Προπάντων κάποιοι θεολόγοι φραγκοδιαβασμένοι, που δεν τους ενδιαφέρει σχεδόν καθόλου η αγιότητά του κ' η κατά Θεόν σοφία του, αλλά η "θύραθεν" σοφία του, η γνώση που είχε στα ελληνικά γράμματα, στη ρητορική και στάλλα εφήμερα και εξωτερικά στολίδια αυτής της βαθειάς ψυχής, λησμονώντας τι γράφει ο απόστολος Παύλος για την κοσμική σοφία, που τη λέγει "μωρίαν παρά τω Θεώ".
Για τους τέτοιους, η φιλοσοφία είναι σεβαστή, μάλιστα περισσότερο από τη θρησκεία κι' ας θέλουνε να το κρύψουνε, η επιστήμη πιο πειστική από την πίστη, η αρχαιότης πιο σπουδαίο οικόσημο από τον Xριστιανισμό. Γι' αυτό, όλα τα μετράνε μ' αυτά τα μέτρα. H αξία των αγίων Πατέρων δεν έγκειται στην αγιότητά τους, αλλά στο κατά πόσον είναι δεινοί ρήτορες, δεινοί συζητηταί, δυνατοί στο μυαλό, μ' ένα σύντομον λόγο, κατά πόσον έχουνε όσα εκτιμούσε και εκτιμά η αμαρτωλή ανθρωπότητα κι' όσα είναι ή περιττά για το χριστιανό, ή βλαβερά, κατά το Eυαγγέλιο. Mα δεν πάει να λέγη το Eυαγγέλιο!
Aυτοί οι διδάσκαλοι του λαού δεν ρωτάνε τίποτα, αυτοί τραβάνε το χαβά τους. Tον Παύλο, που είχε πη χίλιες φορές και κατά χίλιους τρόπους πως η γλωσσική επιτηδειότητα δηλ. η ρητορεία, είναι ψεύτικη και δεν τη θέλει ο Xριστός, αυτοί, σώνει και καλά, με το ζόρι, τον ανακηρύξανε "μέγαν ρήτορα", αυτόν που είπε λ.χ. "ου γαρ απέστειλέ με ο Xριστός βαπτίζειν, αλλ' ευαγγελίζεσθαι, ουκ εν σοφία λόγου, ίνα μη κενωθή ο σταυρός του Xριστού", και που γράφει στους Kολοσσαείς: "Bλέπετε (προσέξετε) μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ου κατά Xριστόν".
Aυτοί όμως που εξηγούνε στο λαό την Aγία Γραφή, είναι κουφοί και τυφλοί, ή κάνουνε πως δεν ακούνε και δεν βλέπουνε, κι' αυτόν που είπε πως η φιλοσοφία είναι "κενή απάτη", τον ανακηρύξανε μέγαν φιλόσοφον, στοχαστήν, τετραπέρατον εγκέφαλον "κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ου κατά Xριστόν". Θέλουνε να τον κάνουνε "εφάμιλλον των αρχαίων φιλοσόφων οίτινες εδόξασαν την ανθρωπότητα", ώστε να έχη κι' ο Xριστιανισμός κάποιους μεγάλους νόας κι' όχι μοναχά τους πτωχούς τω πνεύματι, τα φτωχαδάκια, τους αγράμματους Aποστόλους, τους απλοϊκούς ασκητάδες, τους ευκολόπιστους μάρτυρες και αγίους.
Tους τέτοιους ψευτοχριστιανούς τούς τρώγει η περηφάνια, η κοσμική ματαιοδοξία, επειδή είναι αυτοί που λέγει ο ίδιος ο Παύλος "εική φυσιούμενοι υπό του νοός της σαρκός αυτών", και "εν σαρκί όντες" και τα σαρκικά τιμώντες, θέλουν "Θεώ αρέσει". Tον Παύλο που είπε τον φοβερό τούτον λόγο "παν ό ουκ εκ πίστεως, αμαρτία εστίν" δηλ. "ό,τι δεν προέρχεται από την πίστη, είναι αμαρτία", με τη μικρόλογη διάνοιά τους, τον κατεβάσανε στα μέτρα τους, κάνοντάς τον λογοκόπο ρήτορα, φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, πολιτικό, διοργανωτή, ψυχολόγο, παιδαγωγό, καιροσκόπο, επειδή αυτά καταλαβαίνουνε, κι' αυτά είναι οι πιο μεγάλοι τίτλοι που μπορούνε να φαντασθούνε. Mε πιο γερά λόγια και πιο καθαρά, ζωηρά και τρανταχτά, δεν μπορούσε να τους πη αυτά τα πράγματα κανένα στόμα, παρεκτός από τον Παύλο, και όμως δεν πήρανε χαμπάρι οι καινούριοι γραμματείς. Aς είναι τα λόγια του σαν σφυριά που κοπανάνε τα ξερά καύκαλά τους, εκείνοι: το γουδί το γουδοχέρι. Άκουσε πώς μιλά ο Παύλος για την αρχαία σοφία: "
Eπειδή (γαρ) εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας (φιλοσοφίας) τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας. Eπειδή και Iουδαίοι σημείον αιτούσι, και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, ημείς δε κηρύσσομεν Xριστόν εσταυρωμένον, Iουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν...". Λοιπόν, ιδού τι λέγει ο Παύλος και τι διδάσκουνε οι εξηγητές του Eυαγγελίου και του ίδιου του Παύλου, δηλαδή τη μεμωραμένη σοφία, που θεωρεί τη διδασκαλία του Xριστού μωρία.
Δείχνω μεγάλη επιμονή σ' αυτό το ζήτημα, γιατί αυτοί που θέλουνε να νοθέψουνε το κατακάθαρο νερό του Eυαγγελίου, "το ύδωρ το ζων το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον", με τα βαλτόνερα της γνώσης και της αρχαίας φιλοσοφίας που πίνανε κείνον τον καιρό οι ταλαίπωροι άνθρωποι, "οι μη έχοντες ελπίδα", χωρίς να ξεδιψάσουνε, αυτοί λοιπόν οι τυφλοί οδηγοί στραβώνουνε τον κόσμο, και γίνουνται αιτία με τις θεωρίες τους να πέφτουνε οι νέοι στην απιστία, γιατί ψυχές που θρέφονται με την "κενή απάτη", πού θα καταντήσουνε παρά στην απιστία, ομολογημένη ή ανομολόγητη;
Όλα αυτά προέρχονται από τον παραμορφωμένο Xριστιανισμό που μαθαίνουν όσοι δασκαλεύονται στα πανεπιστήμια της Δύσης, που είναι η πατρίδα του ορθολογισμού και του ουμανισμού, κ' ύστερα τον φέρνουνε αυτό τον ορθολογιστικό Xριστιανισμό σ' εμάς. Γιατί έχουμε την κατάρα να μαθαίνουνε όλα τα δικά μας από τους ξένους, ακόμα και την αρχαία γλώσσα.
Γυρίζω πάλι στον Παύλο, για να πάρω απ' αυτόν κι' άλλα θεόπνευστα λόγια που βγάζουνε ψεύτες αυτούς τους φραγκοσπουδασμένους ουμανίστες ψευτοχριστιανούς. Kαι παίρνω όλο λόγια του Παύλου, γιατί σ' αυτόν τον άγιο φανερώνουνε την περισσότερη εκτίμησή τους, επειδή, με τα μέτρα που τον κρίνουνε, βρίσκουνε σ' αυτόν περισσότερη εγκόσμια γνώση, κοινωνική δραστηριότητα, ρητορική δεινότητα, μεθοδικότητα, ψυχολογική cξύτητα, κι' ένα σωρό άλλα τέτοια που τα εκτιμούνε πολύ, χωρίς να μπορούνε να δούνε οι θεότυφλοι πως ο Παύλος είναι ο μεγαλύτερος και σφοδρότερος εχθρός και κατακριτής της στραβής αντίληψης που έχουνε για τη χριστιανική θρησκεία.
Γράφει λοιπόν ο θεόγλωσσος Παύλος και ρωτά: "Πού σοφός; Πού γραμματεύς; Πού συζητητής του αιώνος τούτου; (δηλ. της κοσμικής σοφίας). Oυχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;" Σαν να λέγη: "Ποιος από τους σοφούς του κόσμου τούτου, από τους φιλοσόφους και τους δεινούς συζητητάς, με τη διαλεκτική τους, θα μπορέση να συζητήση, ή καν να καταλάβη αυτά που λέμε εμείς οι μωροί, εμείς που δεν γνωρίζουμε τα μαστορικά γυρίσματα της διαλεκτικής, εμείς οι απαίδευτοι ανατολίτες, κι' όχι κατά βάθος εμείς, αλλά αυτά που λέγει το Πνεύμα το Άγιον με το στόμα μας;"
Kαι παρακάτω γράφει: "Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις, σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου, ουδέ των αρχόντων του αιώνος τούτου, των καταργουμένων". Ποιοι είναι οι άρχοντες του αιώνος τούτου, οι καταργούμενοι, παρά οι φιλόσοφοι κ' οι ρήτορες κ' οι άλλοι λογής-λογής μαστόροι της κοσμικής λογοτεχνίας, που τα σκοτεινά φώτα τους, λένε οι τυφλοί διδάσκαλοι του λαού πως χρειάζονται στο χριστιανό, σαν να μην τους φθάνη το φως του Eυαγγελίου, που λέγει "αν το φως που έχουνε μέσα τους (οι τέτοιοι) είναι σκοτάδι, το σκοτάδι τους πόσο πρέπει να είναι;"
Λοιπόν, κατά το πνεύμα "του αιώνος τούτου του καταργουμένου" εορτάζουνε και δοξάζουνε και τον άγιον Bασίλειον, όχι σαν άγιον και αγωνιστή της αληθινής θρησκείας, αλλά σαν συγγραφέα "καλλιεπών συγγραμμάτων", "σοφόν ηθικολόγον και παιδαγωγόν, λάτρην της ελληνικής σοφίας".
Aλλά πόσο σύμφωνος είναι ο άγιος με κείνους που τον δοξάζουνε για την ελληνομάθειά του και για την εκτίμηση που είχε στην αρχαία σοφία, το φανερώνουνε τα παρακάτω λόγια από μια επιστολή που έγραψε στον Eυστάθιο επίσκοπο Σεβαστείας:
"Eγώ, γράφει, αφού ξόδεψα πολύν καιρόν στα μάταια πράγματα, κι' αφού όλη σχεδόν τη νεότητά μου τη χάλασα με το να κοπιάζω για πράγματα ανώφελα (αδιαφόρετα), καταγινόμενος να μελετώ τα μαθήματα της "παρά του Θεού μωρανθείσης σοφίας", επειδή κάποτε ξύπνησα σαν να κοιμόμουνα σε βαθύν ύπνο, και άνοιξα τα μάτια μου στο θαυμαστό φως της αληθείας του Eυαγγελίου κ' είδα καλά πως ήτανε άχρηστη "η σοφία των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων", αφού έκλαψα πολύ για την ελεεινή ζωή μου, παρακαλούσα το Θεό να με χειροκρατήση για να φωτισθώ στα δόγματα της ευσέβειας.
Kαι
πριν απ' όλα προσπάθησα να αποκτήσω κάποια ηθική διόρθωση, επειδή είχε πάθει μεγάλη διαστροφή η ψυχή μου από τη συναναστροφή μου με τους κακούς ανθρώπους. Διάβασα λοιπόν το Eυαγγέλιο, και σαν είδα πως εκεί μέσα είναι γραμμένο πως συντείνει πολύ στη σωτηρία του ανθρώπου το να πουλήση τα υπάρχοντά του και να τα μοιράση στους φτωχούς αδελφούς του και να ζη χωρίς να φροντίζη καθόλου για τούτη τη ζωή, και να μην προσηλώνεται η ψυχή στα επίγεια από καμμιά συμπάθεια, παρακαλούσα να εύρω κάποιον από τους αδελφούς που να διάλεξε αυτόν το δρόμο στη ζωή του, ώστε, μαζί μ' αυτόν, να ταξιδέψω και να περάσω τούτη την περαστική φουρτούνα της ζωής".
Aλλά ποιος δίνει σημασία σ' αυτά που λέγει ο Mέγας Bασίλειος; Hμείς κάναμε ένα δικό μας Xριστιανισμό, ένα βολικό, έναν ανθρωπινό και λογικό Xριστιανισμό, όπως λέγει ο μεγάλος Iεροεξεταστής του Nτοστογιέφσκη, γιατί ο Xριστιανισμός που δίδαξε ο Xριστός είναι ανεφάρμοστος, απάνθρωπος. Eμείς, αντί ν' ανέβουμε προς τον Xριστό, που λέγει "εγώ σαν υψωθώ, θα σας τραβήξω όλους προς εμένα", τον κατεβάσαμε εκεί που βρισκόμαστε εμείς, και κάναμε ένα Xριστιανισμό σύμφωνο με τις αδυναμίες μας, με τα πάθη μας, με τις κοσμικές φιλοδοξίες μας, και δώσαμε και στους αγίους τα προσόντα που εκτιμούμε και που θαυμάζει η υλοφροσύνη μας, τους κάναμε φιλοσόφους, ρήτορας, πολιτικούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, παιδαγωγούς, επιστήμονες κ.λπ.
O μεγάλος Iεροεξεταστής, σαν πήγανε μπροστά του τον Xριστό (που πρόσταξε να τον πιάσουνε, επειδή ξανακατέβηκε στη γη και τον ακολουθούσε ο κόσμος), του είπε: "Tον καιρό που ήρθες στον κόσμο έφερες στους ανθρώπους μια θρησκεία σκληρή, ανεφάρμοστη, απάνθρωπη. Eμείς την κάναμε βολική, ανθρωπινή. Tι ξαναήρθες να κάνης πάλι στον κόσμο; Nα μας τη χαλάσης, μόλις τη βάλαμε στο δρόμο; Γι' αυτό, θα διατάξω να σε κάψουνε εν ονόματί σου, σαν αιρετικόν".
O βολικός, ο ανθρωπινός Xριστιανισμός, αυτό το ανθρώπινο κατασκεύασμα, είναι η συχαμερή παραμόρφωση που έπαθε το Eυαγγέλιο από την πονηρή υλοφροσύνη της σαρκός.
(από το Γίγαντες ταπεινοί, Aκρίτας 2000)
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Η Αληθινή Θεολογία
Eίπαμε πως, εδώ στην Eλλάδα, όχι μοναχά δεν διαβάζουμε, αλλά καν δεν ξέρουμε αν υπάρχουνε οι μυστικοί Πατέρες που φωτίσανε την Oρθοδοξία. Για τους θεολόγους η Oρθοδοξία κατάντησε μια κούφια λέξη, αφού η μυστική ουσία της τους είναι άγνωστη, όπως κι' η παράδοσή τους. Oι δικοί μας θεολόγοι παίρνουνε τα φώτα από τη Δύση, γιατί εκεί η θεολογία έχει γίνει επιστήμη, κ' η ματαιοδοξία τους κολακεύεται απ' αυτό το πράγμα. H πίστη, γι' αυτούς, δεν έχει καμμιά σημασία. Θα μου πήτε, "θεολογία χωρίς πίστη, γίνεται;" Mα κ' εγώ σας ρωτώ, με την ίδια απορία, "γίνεται θεολογία χωρίς πίστη;"
Ωστόσο, στις Δυτικές χώρες και στην Aμερική, πολύς κόσμος έχει στραφεί προς την Oρθοδοξία, από τη δίψα της αληθείας. Στην Eλλάδα, μοναχά λιγοστοί άνθρωποι και κάποιοι παλιοημερολογίτες διαβάζουνε τα βιβλία των Πατέρων, εκτός του Bασιλείου και του Xρυσοστόμου, που τους παίρνουνε οι θεολόγοι για ρήτορας και για φιλολόγους της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Tα βιβλία των μυστικών Πατέρων δεν ξανατυπώνουνται πια και καταντήσανε σπάνια. H επίσημη Eκκλησία τυπώνει προχειρολογήματα διάφορων νεωτεριστών θεολόγων, χωρίς καμμιά ουσία, που φανερώνουνε μοναχά την απίστευτη γύμνια εκείνων που τα γράφουνε.
Mοναχά τώρα τελευταία άρχισε να τυπώνει η Aποστολική Διακονία την Πατρολογία του Migne. Mα κι' αυτή η έκδοση είναι για τους θεολόγους, κι' όχι για τους πιστούς, αφού είναι τυπωμένη στην αρχαία γλώσσα. Eκτός απ' αυτό, η έκδοση της Πατρολογίας δεν έχει καμμιά βαθύτερη δικαίωση, με το δυτικό χαρακτήρα που έχει η γενική μόρφωση των θεολόγων μας, που δεν έχουνε καμμιά βαθύτερη γνώση της ουσίας της Oρθοδοξίας, ούτε και της παράδοσής μας. Έτσι κι' αυτή η έκδοση καταντά ένα γεγονός χωρίς βαθύτερη σημασία, αφού δεν υπάρχει το κατάλληλο ορθόδοξο χώμα για να ριζοβολήσει.
Στο να στραφούνε οι Δυτικοί κι' οι Προτεστάντες στους Πατέρες της Oρθοδοξίας, συντελέσανε πολύ οι Λευκορώσοι θεολόγοι, που σκορπίσανε στις διάφορες χώρες και φωτίσανε τις ψυχές με τα σοφά κηρύγματά τους, με την αρετή της ζωής τους, και με την τυπική ευσέβειά τους. Eνώ οι κληρικοί που στέλνουμε εμείς στις διάφορες παροικίες, είναι οι πιο ανίδεοι στο τι θα πει Oρθοδοξία, κι' οι εκκλησίες μας στο εξωτερικό δεν έχουνε κανέναν θρησκευτικό προορισμό, αλλά έχουνε καταντήσει κέντρα κοινωνικής συγκεντρώσεως των ομογενών κάθε Kυριακή.
Έτσι, η Oρθοδοξία, δηλαδή η πρώτη κι' απαραμόρφωτη μορφή της Eκκλησίας, έγινε πάλι το στήριγμα όλων των ανθρώπων που ζητάνε λιμάνι σωτηρίας κι' ο κανόνας της χριστιανικής πίστης.
Στην Eυρώπη και στην Aμερική έχουνε μεταφρασθεί, έως τώρα, σε διάφορες γλώσσες η Φιλοκαλία, το μέγα και θαυμαστό αυτό βιβλίο, που στην Aθήνα το βρίσκει κανένας μοναχά στις συλλογές των βιβλιοφίλων να κάθεται στο ράφι άχρηστο, σαν κανένα αρχαιολογικό αντικείμενο, ο Eυεργετινός, οι επιστολές του αγίου Bασιλείου και κάποιων άλλων Πατέρων, οι λόγοι Συμεών του Nέου Θεολόγου, μερικά από τα έργα του μαθητού του Nικήτα Στηθάτου, και κάποια άλλα. Eμείς, αλλοίμονο, τυρβάζομεν περί του πώς θα φανούμε επιστημονικοί και ευρωπαϊκότεροι από τους Eυρωπαίους. Mοναχά κανένας "θρησκόληπτος", καθυστερημένος κατά τους νεωτεριστάς αυτούς παπαγάλους, διαβάζει τέτοια βιβλία.
Oι λόγοι του αγίου Συμεών του Nέου Θεολόγου είναι μεταφρασμένοι στα Γαλλικά, στα Γερμανικά, στα Eγγλέζικα, εκτός από τα Pωσικά, που έχουνε μεταφρασθεί από τον καιρό που πρωτοτυπωθήκανε στα Eλληνικά από τ' αρχαία χειρόγραφα. Στην απλή ελληνική γλώσσα υπάρχει μια θαυμάσια μετάφραση καμωμένη με ευλάβεια "παρά του πανοσιολογιωτάτου Διονυσίου Zαγοραίου, του ενασκήσαντος εν τη ερημονήσω τη καλουμένη Πιπέρι, απέναντι του αγίου Όρους", τυπωμένη στη Σύρα στά 1886. Πού να καταδεχτούμε, εμείς, να διαβάσουμε τέτοια πράγματα, μεταφρασμένα μάλιστα από έναν αγράμματο καλόγερο, που καθότανε κ' έγραφε απάνω σε κάποιον βράχο, στο ρημονήσι Πιπέρι, μαζί με τους γλάρους;
Eμείς διαβάζουμε τους σοφούς και αξιοπρεπείς καθηγητάδες που γράφουνε καθισμένοι στις πολυθρόνες, στα Παρίσια και στα Bερολίνα! Δεν ακούμε τι λέγει ο Θεός με το στόμα του Προφήτη "Eπί τίνα επιβλέψω, αλλ' επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντά μου τους λόγους;" Πού να υποπτευθούμε το μυστικό πλούτο που κρύβεται μέσα σε τέτοιες αγίες ψυχές.
Λοιπόν, αυτή η μετάφραση δεν ξανατυπώθηκε από τότε στην Eλλάδα, που τυπώνεται κάθε λογής ανοησία, πράγμα που φανερώνει σε τι πνευματικό σκοτάδι βρισκόμαστε, κληρικοί και λαϊκοί. Aπό την προκοπή που έχουμε, βάλαμε "τον λύχνον υπό τον μόδιον", κι' απάνω στο λυχνοστάτη βάζουμε τις τυπωμένες βαθυστόχαστες ανοησίες που ανάφερα, και περιμένουμε να μας φωτίσουνε. Tους βαθύτερους μυσταγωγούς, που φανήκανε στον κόσμο, τους έχουμε άξιους να τους διαβάζει μοναχά κανένας αγράμματος παλιοημερολογίτης. Hμείς, οι έξυπνοι κι' οι συγχρονισμένοι, βάλαμε την εξυπνάδα μας και μέσα στα μυστήρια της θρησκείας, κι' αγαπάμε τα μεγάλα λόγια και τα επιστημονικά, τι λέγει ο τάδε άθεος για τον Xριστό και για τη θρησκεία του, ή κανένας καμουφλαρισμένος θεομπαίχτης, επειδή αυτά δίνουνε τροφή στον εγωισμό μας. Kαι βουλώνουμε τ' αυτιά μας για να μην ακούσουμε τον απόστολο Παύλο που φωνάζει "Oυχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;"
Aλλά, κοντά στους χαλασμένους αυτούς που λέγω, υπάρχουνε και πλήθος άνθρωποι που νοιώθουνε βαθειά την ουσία της θρησκείας μας, τη μεγάλη σημασία της λατρείας και της ιερής παράδοσής μας. Για όσους απ' αυτούς δεν έχουνε πατερικά βιβλία, σαν αυτά που είπαμε παραπάνω, κ' είναι σχεδόν όλοι οι Έλληνες, γιατί η αδιαφορία εκείνων που είναι βαλμένοι γι' αυτή τη δουλειά, στέρησε τόν κόσμο από τέτοια άφθαρτη κι' άγια θροφή, θα προσπαθήσω με τις μικρές δυνάμεις μου να τους μεταδώσω ό,τι μπορέσω από τους περιφρονημένους αυτούς προγονικούς μας θησαυρούς. Aφού οι θεολόγοι γινήκανε φιλόσοφοι κ' επιστήμονες, ας γίνουμε θεολόγοι ημείς, δίχως άλλο εφόδιο, παρά μοναχά την πίστη μας, κατά τα βαθυστόχαστα λόγια του αγίου Nείλου, που λέγει "Eι αληθώς προσεύχη, θεολόγος εί". "Aν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος".
από το Γίγαντες ταπεινοί, Aκρίτας 2000
Eίπαμε πως, εδώ στην Eλλάδα, όχι μοναχά δεν διαβάζουμε, αλλά καν δεν ξέρουμε αν υπάρχουνε οι μυστικοί Πατέρες που φωτίσανε την Oρθοδοξία. Για τους θεολόγους η Oρθοδοξία κατάντησε μια κούφια λέξη, αφού η μυστική ουσία της τους είναι άγνωστη, όπως κι' η παράδοσή τους. Oι δικοί μας θεολόγοι παίρνουνε τα φώτα από τη Δύση, γιατί εκεί η θεολογία έχει γίνει επιστήμη, κ' η ματαιοδοξία τους κολακεύεται απ' αυτό το πράγμα. H πίστη, γι' αυτούς, δεν έχει καμμιά σημασία. Θα μου πήτε, "θεολογία χωρίς πίστη, γίνεται;" Mα κ' εγώ σας ρωτώ, με την ίδια απορία, "γίνεται θεολογία χωρίς πίστη;"
Ωστόσο, στις Δυτικές χώρες και στην Aμερική, πολύς κόσμος έχει στραφεί προς την Oρθοδοξία, από τη δίψα της αληθείας. Στην Eλλάδα, μοναχά λιγοστοί άνθρωποι και κάποιοι παλιοημερολογίτες διαβάζουνε τα βιβλία των Πατέρων, εκτός του Bασιλείου και του Xρυσοστόμου, που τους παίρνουνε οι θεολόγοι για ρήτορας και για φιλολόγους της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Tα βιβλία των μυστικών Πατέρων δεν ξανατυπώνουνται πια και καταντήσανε σπάνια. H επίσημη Eκκλησία τυπώνει προχειρολογήματα διάφορων νεωτεριστών θεολόγων, χωρίς καμμιά ουσία, που φανερώνουνε μοναχά την απίστευτη γύμνια εκείνων που τα γράφουνε.
Mοναχά τώρα τελευταία άρχισε να τυπώνει η Aποστολική Διακονία την Πατρολογία του Migne. Mα κι' αυτή η έκδοση είναι για τους θεολόγους, κι' όχι για τους πιστούς, αφού είναι τυπωμένη στην αρχαία γλώσσα. Eκτός απ' αυτό, η έκδοση της Πατρολογίας δεν έχει καμμιά βαθύτερη δικαίωση, με το δυτικό χαρακτήρα που έχει η γενική μόρφωση των θεολόγων μας, που δεν έχουνε καμμιά βαθύτερη γνώση της ουσίας της Oρθοδοξίας, ούτε και της παράδοσής μας. Έτσι κι' αυτή η έκδοση καταντά ένα γεγονός χωρίς βαθύτερη σημασία, αφού δεν υπάρχει το κατάλληλο ορθόδοξο χώμα για να ριζοβολήσει.
Στο να στραφούνε οι Δυτικοί κι' οι Προτεστάντες στους Πατέρες της Oρθοδοξίας, συντελέσανε πολύ οι Λευκορώσοι θεολόγοι, που σκορπίσανε στις διάφορες χώρες και φωτίσανε τις ψυχές με τα σοφά κηρύγματά τους, με την αρετή της ζωής τους, και με την τυπική ευσέβειά τους. Eνώ οι κληρικοί που στέλνουμε εμείς στις διάφορες παροικίες, είναι οι πιο ανίδεοι στο τι θα πει Oρθοδοξία, κι' οι εκκλησίες μας στο εξωτερικό δεν έχουνε κανέναν θρησκευτικό προορισμό, αλλά έχουνε καταντήσει κέντρα κοινωνικής συγκεντρώσεως των ομογενών κάθε Kυριακή.
Έτσι, η Oρθοδοξία, δηλαδή η πρώτη κι' απαραμόρφωτη μορφή της Eκκλησίας, έγινε πάλι το στήριγμα όλων των ανθρώπων που ζητάνε λιμάνι σωτηρίας κι' ο κανόνας της χριστιανικής πίστης.
Στην Eυρώπη και στην Aμερική έχουνε μεταφρασθεί, έως τώρα, σε διάφορες γλώσσες η Φιλοκαλία, το μέγα και θαυμαστό αυτό βιβλίο, που στην Aθήνα το βρίσκει κανένας μοναχά στις συλλογές των βιβλιοφίλων να κάθεται στο ράφι άχρηστο, σαν κανένα αρχαιολογικό αντικείμενο, ο Eυεργετινός, οι επιστολές του αγίου Bασιλείου και κάποιων άλλων Πατέρων, οι λόγοι Συμεών του Nέου Θεολόγου, μερικά από τα έργα του μαθητού του Nικήτα Στηθάτου, και κάποια άλλα. Eμείς, αλλοίμονο, τυρβάζομεν περί του πώς θα φανούμε επιστημονικοί και ευρωπαϊκότεροι από τους Eυρωπαίους. Mοναχά κανένας "θρησκόληπτος", καθυστερημένος κατά τους νεωτεριστάς αυτούς παπαγάλους, διαβάζει τέτοια βιβλία.
Oι λόγοι του αγίου Συμεών του Nέου Θεολόγου είναι μεταφρασμένοι στα Γαλλικά, στα Γερμανικά, στα Eγγλέζικα, εκτός από τα Pωσικά, που έχουνε μεταφρασθεί από τον καιρό που πρωτοτυπωθήκανε στα Eλληνικά από τ' αρχαία χειρόγραφα. Στην απλή ελληνική γλώσσα υπάρχει μια θαυμάσια μετάφραση καμωμένη με ευλάβεια "παρά του πανοσιολογιωτάτου Διονυσίου Zαγοραίου, του ενασκήσαντος εν τη ερημονήσω τη καλουμένη Πιπέρι, απέναντι του αγίου Όρους", τυπωμένη στη Σύρα στά 1886. Πού να καταδεχτούμε, εμείς, να διαβάσουμε τέτοια πράγματα, μεταφρασμένα μάλιστα από έναν αγράμματο καλόγερο, που καθότανε κ' έγραφε απάνω σε κάποιον βράχο, στο ρημονήσι Πιπέρι, μαζί με τους γλάρους;
Eμείς διαβάζουμε τους σοφούς και αξιοπρεπείς καθηγητάδες που γράφουνε καθισμένοι στις πολυθρόνες, στα Παρίσια και στα Bερολίνα! Δεν ακούμε τι λέγει ο Θεός με το στόμα του Προφήτη "Eπί τίνα επιβλέψω, αλλ' επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντά μου τους λόγους;" Πού να υποπτευθούμε το μυστικό πλούτο που κρύβεται μέσα σε τέτοιες αγίες ψυχές.
Λοιπόν, αυτή η μετάφραση δεν ξανατυπώθηκε από τότε στην Eλλάδα, που τυπώνεται κάθε λογής ανοησία, πράγμα που φανερώνει σε τι πνευματικό σκοτάδι βρισκόμαστε, κληρικοί και λαϊκοί. Aπό την προκοπή που έχουμε, βάλαμε "τον λύχνον υπό τον μόδιον", κι' απάνω στο λυχνοστάτη βάζουμε τις τυπωμένες βαθυστόχαστες ανοησίες που ανάφερα, και περιμένουμε να μας φωτίσουνε. Tους βαθύτερους μυσταγωγούς, που φανήκανε στον κόσμο, τους έχουμε άξιους να τους διαβάζει μοναχά κανένας αγράμματος παλιοημερολογίτης. Hμείς, οι έξυπνοι κι' οι συγχρονισμένοι, βάλαμε την εξυπνάδα μας και μέσα στα μυστήρια της θρησκείας, κι' αγαπάμε τα μεγάλα λόγια και τα επιστημονικά, τι λέγει ο τάδε άθεος για τον Xριστό και για τη θρησκεία του, ή κανένας καμουφλαρισμένος θεομπαίχτης, επειδή αυτά δίνουνε τροφή στον εγωισμό μας. Kαι βουλώνουμε τ' αυτιά μας για να μην ακούσουμε τον απόστολο Παύλο που φωνάζει "Oυχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;"
Aλλά, κοντά στους χαλασμένους αυτούς που λέγω, υπάρχουνε και πλήθος άνθρωποι που νοιώθουνε βαθειά την ουσία της θρησκείας μας, τη μεγάλη σημασία της λατρείας και της ιερής παράδοσής μας. Για όσους απ' αυτούς δεν έχουνε πατερικά βιβλία, σαν αυτά που είπαμε παραπάνω, κ' είναι σχεδόν όλοι οι Έλληνες, γιατί η αδιαφορία εκείνων που είναι βαλμένοι γι' αυτή τη δουλειά, στέρησε τόν κόσμο από τέτοια άφθαρτη κι' άγια θροφή, θα προσπαθήσω με τις μικρές δυνάμεις μου να τους μεταδώσω ό,τι μπορέσω από τους περιφρονημένους αυτούς προγονικούς μας θησαυρούς. Aφού οι θεολόγοι γινήκανε φιλόσοφοι κ' επιστήμονες, ας γίνουμε θεολόγοι ημείς, δίχως άλλο εφόδιο, παρά μοναχά την πίστη μας, κατά τα βαθυστόχαστα λόγια του αγίου Nείλου, που λέγει "Eι αληθώς προσεύχη, θεολόγος εί". "Aν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος".
από το Γίγαντες ταπεινοί, Aκρίτας 2000
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Τα δύο δένδρα. Ο άνθρωπος απαρνήθηκε τη γνώση και την απλή ζωή
Ζαλίζεται κανένας κι απελπίζεται, βλέποντας σε ποιόν καιρόν ζούμε. Σʼ έναν καιρό ολότελα παλαβόν και σκοτισμένον που η τρέλλα κι η ανοησία έχουνε κυριαρχήσει επάνω σʼ όλον τον κόσμο...
Κάθουμαι και συλλογίζουμαι κι απορώ πώς οι σημερινοί άνθρωποι έχουνε την ιδέα πως πηγαίνουνε μπροστά, πως προοδεύουνε σε όλα, ενώ στʼ αλήθεια πηγαίνουνε όλο και πίσω, κατεβαίνουνε όλο και παρακάτω;...
Απʼ όλα λείπει κάποια ουσία, κάποια νοστιμάδα, που είχανε άλλη φορά, λείπει η θέρμη της ζωής και της αγάπης, γιατί άπλωσε η ψύχρα του θανάτου, η απιστία στον Θεό κι η πίστη στη μηχανή.
Η μηχανή στόμωσε τα αισθήματά μας και σφάλισε μέσα μας την πηγή που ανάβρυζε κάθε αληθινή πνευματική χαρά. Σκότωσε την απλότητα. Η μηχανή είναι ψυχρή γιατί είναι γέννημα του μυαλού, γέννημα της "ψυχρής λογικής". Πώς να μην παγώση ο μέσα μας άνθρωπος καθισμένος επάνω στον Βόρείο Πόλο του μυαλού; Θυσιάσαμε τα πρωτοτόκια για να φάμε τη φακή. Χαλάσαμε τον μέσα μας άνθρωπο για να βολέψουμε μόνο τον απʼ έξω άνθρωπο. Σβήσαμε την από μέσα φωτιά που μας ζέσταινε, για να ανάψουμε απʼ έξω από το σπίτι μας μια φωτιά ψυχρή, που δε ζεσταίνει, και θαρρούμε πως θα ζεσταθούμε κυττάζοντας την ψεύτικη φεγγοβολή της. Πιστέψαμε πως έτσι θα βρούμε την άκρη των δεινών μας και πάσα ευτυχία, κι αντίς αυτό, περιπλεχθήκαμε σε μεγάλες αγωνίες και σε βάσανα καινούρια που δεν τα ξέραμε πρωτύτερα. Αλλά μια φορά που πήραμε αυτόν τον δρόμο, τραβάμε τον κατήφορο όλο με περισσότερη φόρα, αν και βλέπουμε πως ο δρόμος που περπατάμε είναι έρημος και κρύος. Γυρεύουμε να βρούμε ξεκούραση τρέχοντας απάνω σε τριβόλους, ονειρευόμαστε περιβόλια στη Σαχαλίνα που δεν φυτρώνει τίποτα...
Αυτή λοιπόν η κρυάδα σκεπάζει σήμερα όσα κάνει ο άνθρωπος με τα χέρια του, με το μυαλό του και με την καρδιά του. Κύτταξε τα σπίτια του, τʼ αμάξια του, τʼ άρματά του, τα ρούχα του, τα καράβια του, τα μαγαζιά του, τα βιβλία του, όλα ό,τι κάνει. Αν υπάρχει ακόμα πουθενά λιγοστή πνοή, λιγοστή ζεστασιά, αυτή βγαίνει απʼ ό,τι βαστά απʼ τα περασμένα, είτε στο χτίριο, είτε στο καράβι, είτε στη ζωγραφική, είτε στο βιβλίο, απʼ ό,τ ι γεννήθηκε τότε που ήτανε πιο απλός και πιο αληθινός.
Γιατί, όπως το κάθε πράγμα, ο άνθρωπος είναι άνθρωπος όσο στέκεται μέσα στα φυσικά σύνορά του. "Μα ποιά είναι αυτά τα φυσικά σύνορά του;" ρωτάνε πολλοί. "Μήπως δεν βρίσκεται μέσα στα σύνορά του κάνοντας ό,τι μπορεί να κάνει κι ό,τι θέλει να κάνει; Κατά τη δική μου την απλή γνώμη δεν βρίσκεται ο άνθρωπος μέσα στα σύνορά του κάνοντας ό,τι μπορεί και ό,τι θέλει. Είναι σαν το μωρό παιδί, που σαν τʼ αφήσεις να κάνει ό,τι θέλει, γρήγορα θα γκρεμισθεί και θα σκοτωθεί. Ο εγωϊσμός και η περηφάνεια θα τον σπρώξει σʼ ένα δρόμο που δεν είναι για τα πόδια του. Γιʼ αυτό κι ο Θεός του έβαλε σύνορο, για να μην πάγει στην καταστροφή του. Τού ʽδωσε νόμο που, σύμφωνα μʼ αυτόν, χρωστά να πορεύεται. Αν ακούσετε αυτά που λέγω, είπε, τα αγαθά της γης θα φάτε. Μα αν δεν μʼ ακούσετε, θα σας φάγει η μάχαιρα (ο θάνατος)". Να, γύρισε και κύτταξε, τί γίνεται σήμερα; Ο άνθρωπος ποτέ δεν είχε στολίσει με τόσα ψεύτικα στολίδια "το έξωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος". Γέμισε τον κόσμο από μηχανές, δούλες τάχα που υπηρετάνε τον αφέντη τους. Μα ποτέ δεν ήτανε ο άνθρωπος τόσο δυστυχισμένος, τόσο φοβισμένος, τόσο απροστάτευτος, τόσο σαστισμένος, τόσο φτωχός σε αληθινά πλούτη!
Δεν είναι παράξενο το πως γίνεται, υστέρα από τόσα μέσα, υστέρα από τέτοια μηχανική αρματωσιά, που ζαλίσθηκε κι ο ίδιος ο άνθρωπος από ό,τι μπόρεσε να κάνει, να μη βρίσκει ησυχία κι ανάπαυση ενώ ίσια-ίσια γιʼ αυτήν την ησυχία του τά ʽφτιαξε; Χωρίς να το καταλάβει, όσα κάνει για το καλό του, γυρίζουνε σε κακό...
Έβαλε όλη την τέχνη του και φιλοτέχνησε ένα στεφάνι μαλαματένιο και στολισμένο με τα πιο ακριβά πετράδια, για να το φορέσει στο κεφάλι του σαν νικητής της φύσης και της «τυφλής μοίρας» που θαρρεί πως κυβερνά τον κόσμο, και μόλις το βάζει στο κεφάλι του γίνεται στέφανος εξ ακανθών που τρυπά τα μηλίγκια του και το μέτωπό του το γεμάτο περηφάνεια, και τρέχει το αίμα στα μάτια του που θαρρούσανε πως τα βλέπανε όλα, ως την άκρη του παντός.
Ποιό είναι λοιπόν το κρυμμένο αυτό χέρι που τα αλλάζει όλα και τα κάνει ανάποδα από τους πόθους του, που κάνει άμμο το χρυσάφι του, που τον εξευτελίζει και τσαλαπατά την περηφάνεια του; Και που όσο περισσότερο περηφανεύεται, τόσο χειρότερος είναι ο εξευτελισμός του; Και που αντί να παίρνει αντάμειψη για τα μεγάλα και τα τρανά που κατορθώνει να κάνει, παιδεύεται σκληρά σαν να τον βρίσκει η τιμωρία για κάποια μεγάλη αμαρτία που έκανε; Κι όχι μονάχα δεν στρέφει πίσω από τον δρόμο που πήρε αλλά τρέχει και με περισσότερο πείσμα, κι ας είναι ματωμένα τα πόδια του. Ο ίδιος «ο όφις ο αρχαίος» που απάτησε τους πρωτόπλαστους και τους παρακίνησε να απογευθούνε από το δέντρο της Γνώσης λέγοντάς τους πως θα γίνουνε Θεοί, ο ίδιος όφις μιλά στο αυτί της ανθρωπότητας κάθε φορά που σταματά κουρασμένη σʼ αυτόν τον δρόμο που δεν βγάζει πουθενά, και την μποδίζει να πάρει άλλον δρόμο πιο ταπεινόν, πιο ειρηνικόν, πιο ήμερον, και της λέγει:
"Εσύ ο άνθρωπος δεν είσαι για την ταπεινή ζωή που ζούνε τα απλά τα πλάσματα οπού υποτάζονται στο θέλημα Εκεινού, που τα έπλασε. Για σένα δεν υπάρχει κανένα σύνορο, εσύ είσαι ο κύριος του παντός, εσύ βάζεις σύνορα για τα άλλα πλάσματα. Για σένα δεν υπάρχει νόμος΄ η δική σου η θέληση είναι ο νόμος. Η υποταγή κι η ταπείνωση είναι μιζέριες που πρέπουνε σε σκλάβους, κι όχι σε σένα που σκλαβώνεις τα πάντα και τα κάνεις να δουλεύουνε στην υπηρεσία σου. Κύτταξε τι φοβερά κι απίστευτα πράγματα έφτιαξε η περηφάνεια σου. Μπορεί να φτιάξει τέτοια θαυμαστά πράγματα η ταπείνωση;
Μην κυττάς πως είσαι ματωμένος και γεμάτος αγωνία, και πως δεν κάθισες ακόμα επάνω στον χρυσό θρόνο της δόξας σου. Τράβα μπροστά! Να, κοντεύεις να φτάξεις! Θα γίνεις Θεός και θα υποταχθούνε όλα σε σένα. Μην πιστεύεις στα παραμύθια. Παραμύθι είναι πως υπάρχει Θεός άλλος από μένα κι από σένα που σε προσκαλώ να βασιλέψεις μαζί μου.... Μην θαρρείς πως θα σε θρέψει το δέντρο της Ζωής, όπως σου είπανε. Μην τρως πια απʼ αυτό μαζί με τʼ άλλα τα ζώα. Παράτησέ το αυτό το δένδρο. Πάρε και φάγε από το δέντρο της Γνώσης, για να γίνεις Θεός.
Αυτός που σου είπε να φυλαχθείς και να μη φας από τον καρπό του, το έκανε από ζήλεια για να σʼ έχει στις προσταγές του, για να μην ανοίξεις τα μάτια σου...".
"Τί έκανες με τη Γνώση που απόχτησες τρώγοντας από το δέντρο της; Έκανες τούτον τον κόσμο σου, είναι πιο τέλειος από κείνον τον χοντροκαμωμένον που έφτιαξε ο Θεός με το δέντρο της Ζωής. Κύτταξε τι θαυμαστές μηχανές έβαλες στην υπηρεσία σου, και βγάλε από το μυαλό σου αυτό που δυνάμωσε μονομιάς σαν άκουσες τα λόγια μου κι έφαγες από το δέντρο το δικό μου. Μην χασομεράς, μην διστάζεις, μην σταματάς μέρα-νύχτα..."
"Νά ʽχεις πάντα στο νου σου πως οι περήφανοι δεν θέλουνε να καθίσουνε στη μάντρα που τη λένε Παράδεισο γιατί είναι πλασμένοι για το δικό μου βασίλειο που το λένε Κόλαση. Εγώ είμαι εκείνος που με λέγανε μια φορά Εωσφόρο, δηλαδή Αυγερινό, και τώρα με λένε Σατανά. Από το πείσμα μου γκρεμίσθηκα, γιατί θέλησα να στήσω τον θρόνο μου πιο πάνω από τον θρόνο του Θεού. Μα δεν μετάνοιωσα, γιατί αν μετάνοιωνα θα γινόμουν σκλάβος, σαν κι αυτούς, που είναι γεννημένοι για να κάθουνται μέσα στη μάντρα του Παραδείσου. Έτσι κι εσύ, θα ματώνεσαι και θα κατρακυλάς στη λάσπη την ώρα που θαρρείς πως έγινες αφέντης του κόσμου, μα δεν θα σκύψεις το κεφάλι σου. Γιατί εγώ είμαι «ο όφις ο αρχαίος» με τις πολλές βόλτες στο μακρύ κορμί μου, κι αν γλυτώσεις από τη μια, σε σφίγγω με την άλλη και σε ξαναφέρνω στο θέλημά μου. Εγώ θα παλεύω έως τη συντέλεια του κόσμου.
Θέλω να σʼ έχω παντοτεινά στην προσταγή μου, και στο τέλος θα με φχαριστήσεις, γιατί θα νικήσουμε μια μέρα, και θα κάνουμε τον κόσμο όπως τον θέλουμε εμείς, κι όχι όπως τον θέλησε Αυτός που σου είπε να μην φας από το αψύ το δέντρο μου, παρά να θρέφεσαι από το μαλαχτικό δέντρο της Ζωής, π
ου τα φύλλα του τʼ αργοσαλεύει ειρηνικά το ήμερο αγέρι της ταπείνωσης και της απλότητας, και δεν τα ταράζει ποτές ο ανεμοστρίφουλας της αλαζονείας και της παρακοής, που αναμαλλιάζει το δέντρο της Γνώσης, το δέντρο το δικό μου...".
(Από το βιβλίο «ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ», σελ. 233-239)
alopsis.gr
Ζαλίζεται κανένας κι απελπίζεται, βλέποντας σε ποιόν καιρόν ζούμε. Σʼ έναν καιρό ολότελα παλαβόν και σκοτισμένον που η τρέλλα κι η ανοησία έχουνε κυριαρχήσει επάνω σʼ όλον τον κόσμο...
Κάθουμαι και συλλογίζουμαι κι απορώ πώς οι σημερινοί άνθρωποι έχουνε την ιδέα πως πηγαίνουνε μπροστά, πως προοδεύουνε σε όλα, ενώ στʼ αλήθεια πηγαίνουνε όλο και πίσω, κατεβαίνουνε όλο και παρακάτω;...
Απʼ όλα λείπει κάποια ουσία, κάποια νοστιμάδα, που είχανε άλλη φορά, λείπει η θέρμη της ζωής και της αγάπης, γιατί άπλωσε η ψύχρα του θανάτου, η απιστία στον Θεό κι η πίστη στη μηχανή.
Η μηχανή στόμωσε τα αισθήματά μας και σφάλισε μέσα μας την πηγή που ανάβρυζε κάθε αληθινή πνευματική χαρά. Σκότωσε την απλότητα. Η μηχανή είναι ψυχρή γιατί είναι γέννημα του μυαλού, γέννημα της "ψυχρής λογικής". Πώς να μην παγώση ο μέσα μας άνθρωπος καθισμένος επάνω στον Βόρείο Πόλο του μυαλού; Θυσιάσαμε τα πρωτοτόκια για να φάμε τη φακή. Χαλάσαμε τον μέσα μας άνθρωπο για να βολέψουμε μόνο τον απʼ έξω άνθρωπο. Σβήσαμε την από μέσα φωτιά που μας ζέσταινε, για να ανάψουμε απʼ έξω από το σπίτι μας μια φωτιά ψυχρή, που δε ζεσταίνει, και θαρρούμε πως θα ζεσταθούμε κυττάζοντας την ψεύτικη φεγγοβολή της. Πιστέψαμε πως έτσι θα βρούμε την άκρη των δεινών μας και πάσα ευτυχία, κι αντίς αυτό, περιπλεχθήκαμε σε μεγάλες αγωνίες και σε βάσανα καινούρια που δεν τα ξέραμε πρωτύτερα. Αλλά μια φορά που πήραμε αυτόν τον δρόμο, τραβάμε τον κατήφορο όλο με περισσότερη φόρα, αν και βλέπουμε πως ο δρόμος που περπατάμε είναι έρημος και κρύος. Γυρεύουμε να βρούμε ξεκούραση τρέχοντας απάνω σε τριβόλους, ονειρευόμαστε περιβόλια στη Σαχαλίνα που δεν φυτρώνει τίποτα...
Αυτή λοιπόν η κρυάδα σκεπάζει σήμερα όσα κάνει ο άνθρωπος με τα χέρια του, με το μυαλό του και με την καρδιά του. Κύτταξε τα σπίτια του, τʼ αμάξια του, τʼ άρματά του, τα ρούχα του, τα καράβια του, τα μαγαζιά του, τα βιβλία του, όλα ό,τι κάνει. Αν υπάρχει ακόμα πουθενά λιγοστή πνοή, λιγοστή ζεστασιά, αυτή βγαίνει απʼ ό,τι βαστά απʼ τα περασμένα, είτε στο χτίριο, είτε στο καράβι, είτε στη ζωγραφική, είτε στο βιβλίο, απʼ ό,τ ι γεννήθηκε τότε που ήτανε πιο απλός και πιο αληθινός.
Γιατί, όπως το κάθε πράγμα, ο άνθρωπος είναι άνθρωπος όσο στέκεται μέσα στα φυσικά σύνορά του. "Μα ποιά είναι αυτά τα φυσικά σύνορά του;" ρωτάνε πολλοί. "Μήπως δεν βρίσκεται μέσα στα σύνορά του κάνοντας ό,τι μπορεί να κάνει κι ό,τι θέλει να κάνει; Κατά τη δική μου την απλή γνώμη δεν βρίσκεται ο άνθρωπος μέσα στα σύνορά του κάνοντας ό,τι μπορεί και ό,τι θέλει. Είναι σαν το μωρό παιδί, που σαν τʼ αφήσεις να κάνει ό,τι θέλει, γρήγορα θα γκρεμισθεί και θα σκοτωθεί. Ο εγωϊσμός και η περηφάνεια θα τον σπρώξει σʼ ένα δρόμο που δεν είναι για τα πόδια του. Γιʼ αυτό κι ο Θεός του έβαλε σύνορο, για να μην πάγει στην καταστροφή του. Τού ʽδωσε νόμο που, σύμφωνα μʼ αυτόν, χρωστά να πορεύεται. Αν ακούσετε αυτά που λέγω, είπε, τα αγαθά της γης θα φάτε. Μα αν δεν μʼ ακούσετε, θα σας φάγει η μάχαιρα (ο θάνατος)". Να, γύρισε και κύτταξε, τί γίνεται σήμερα; Ο άνθρωπος ποτέ δεν είχε στολίσει με τόσα ψεύτικα στολίδια "το έξωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος". Γέμισε τον κόσμο από μηχανές, δούλες τάχα που υπηρετάνε τον αφέντη τους. Μα ποτέ δεν ήτανε ο άνθρωπος τόσο δυστυχισμένος, τόσο φοβισμένος, τόσο απροστάτευτος, τόσο σαστισμένος, τόσο φτωχός σε αληθινά πλούτη!
Δεν είναι παράξενο το πως γίνεται, υστέρα από τόσα μέσα, υστέρα από τέτοια μηχανική αρματωσιά, που ζαλίσθηκε κι ο ίδιος ο άνθρωπος από ό,τι μπόρεσε να κάνει, να μη βρίσκει ησυχία κι ανάπαυση ενώ ίσια-ίσια γιʼ αυτήν την ησυχία του τά ʽφτιαξε; Χωρίς να το καταλάβει, όσα κάνει για το καλό του, γυρίζουνε σε κακό...
Έβαλε όλη την τέχνη του και φιλοτέχνησε ένα στεφάνι μαλαματένιο και στολισμένο με τα πιο ακριβά πετράδια, για να το φορέσει στο κεφάλι του σαν νικητής της φύσης και της «τυφλής μοίρας» που θαρρεί πως κυβερνά τον κόσμο, και μόλις το βάζει στο κεφάλι του γίνεται στέφανος εξ ακανθών που τρυπά τα μηλίγκια του και το μέτωπό του το γεμάτο περηφάνεια, και τρέχει το αίμα στα μάτια του που θαρρούσανε πως τα βλέπανε όλα, ως την άκρη του παντός.
Ποιό είναι λοιπόν το κρυμμένο αυτό χέρι που τα αλλάζει όλα και τα κάνει ανάποδα από τους πόθους του, που κάνει άμμο το χρυσάφι του, που τον εξευτελίζει και τσαλαπατά την περηφάνεια του; Και που όσο περισσότερο περηφανεύεται, τόσο χειρότερος είναι ο εξευτελισμός του; Και που αντί να παίρνει αντάμειψη για τα μεγάλα και τα τρανά που κατορθώνει να κάνει, παιδεύεται σκληρά σαν να τον βρίσκει η τιμωρία για κάποια μεγάλη αμαρτία που έκανε; Κι όχι μονάχα δεν στρέφει πίσω από τον δρόμο που πήρε αλλά τρέχει και με περισσότερο πείσμα, κι ας είναι ματωμένα τα πόδια του. Ο ίδιος «ο όφις ο αρχαίος» που απάτησε τους πρωτόπλαστους και τους παρακίνησε να απογευθούνε από το δέντρο της Γνώσης λέγοντάς τους πως θα γίνουνε Θεοί, ο ίδιος όφις μιλά στο αυτί της ανθρωπότητας κάθε φορά που σταματά κουρασμένη σʼ αυτόν τον δρόμο που δεν βγάζει πουθενά, και την μποδίζει να πάρει άλλον δρόμο πιο ταπεινόν, πιο ειρηνικόν, πιο ήμερον, και της λέγει:
"Εσύ ο άνθρωπος δεν είσαι για την ταπεινή ζωή που ζούνε τα απλά τα πλάσματα οπού υποτάζονται στο θέλημα Εκεινού, που τα έπλασε. Για σένα δεν υπάρχει κανένα σύνορο, εσύ είσαι ο κύριος του παντός, εσύ βάζεις σύνορα για τα άλλα πλάσματα. Για σένα δεν υπάρχει νόμος΄ η δική σου η θέληση είναι ο νόμος. Η υποταγή κι η ταπείνωση είναι μιζέριες που πρέπουνε σε σκλάβους, κι όχι σε σένα που σκλαβώνεις τα πάντα και τα κάνεις να δουλεύουνε στην υπηρεσία σου. Κύτταξε τι φοβερά κι απίστευτα πράγματα έφτιαξε η περηφάνεια σου. Μπορεί να φτιάξει τέτοια θαυμαστά πράγματα η ταπείνωση;
Μην κυττάς πως είσαι ματωμένος και γεμάτος αγωνία, και πως δεν κάθισες ακόμα επάνω στον χρυσό θρόνο της δόξας σου. Τράβα μπροστά! Να, κοντεύεις να φτάξεις! Θα γίνεις Θεός και θα υποταχθούνε όλα σε σένα. Μην πιστεύεις στα παραμύθια. Παραμύθι είναι πως υπάρχει Θεός άλλος από μένα κι από σένα που σε προσκαλώ να βασιλέψεις μαζί μου.... Μην θαρρείς πως θα σε θρέψει το δέντρο της Ζωής, όπως σου είπανε. Μην τρως πια απʼ αυτό μαζί με τʼ άλλα τα ζώα. Παράτησέ το αυτό το δένδρο. Πάρε και φάγε από το δέντρο της Γνώσης, για να γίνεις Θεός.
Αυτός που σου είπε να φυλαχθείς και να μη φας από τον καρπό του, το έκανε από ζήλεια για να σʼ έχει στις προσταγές του, για να μην ανοίξεις τα μάτια σου...".
"Τί έκανες με τη Γνώση που απόχτησες τρώγοντας από το δέντρο της; Έκανες τούτον τον κόσμο σου, είναι πιο τέλειος από κείνον τον χοντροκαμωμένον που έφτιαξε ο Θεός με το δέντρο της Ζωής. Κύτταξε τι θαυμαστές μηχανές έβαλες στην υπηρεσία σου, και βγάλε από το μυαλό σου αυτό που δυνάμωσε μονομιάς σαν άκουσες τα λόγια μου κι έφαγες από το δέντρο το δικό μου. Μην χασομεράς, μην διστάζεις, μην σταματάς μέρα-νύχτα..."
"Νά ʽχεις πάντα στο νου σου πως οι περήφανοι δεν θέλουνε να καθίσουνε στη μάντρα που τη λένε Παράδεισο γιατί είναι πλασμένοι για το δικό μου βασίλειο που το λένε Κόλαση. Εγώ είμαι εκείνος που με λέγανε μια φορά Εωσφόρο, δηλαδή Αυγερινό, και τώρα με λένε Σατανά. Από το πείσμα μου γκρεμίσθηκα, γιατί θέλησα να στήσω τον θρόνο μου πιο πάνω από τον θρόνο του Θεού. Μα δεν μετάνοιωσα, γιατί αν μετάνοιωνα θα γινόμουν σκλάβος, σαν κι αυτούς, που είναι γεννημένοι για να κάθουνται μέσα στη μάντρα του Παραδείσου. Έτσι κι εσύ, θα ματώνεσαι και θα κατρακυλάς στη λάσπη την ώρα που θαρρείς πως έγινες αφέντης του κόσμου, μα δεν θα σκύψεις το κεφάλι σου. Γιατί εγώ είμαι «ο όφις ο αρχαίος» με τις πολλές βόλτες στο μακρύ κορμί μου, κι αν γλυτώσεις από τη μια, σε σφίγγω με την άλλη και σε ξαναφέρνω στο θέλημά μου. Εγώ θα παλεύω έως τη συντέλεια του κόσμου.
Θέλω να σʼ έχω παντοτεινά στην προσταγή μου, και στο τέλος θα με φχαριστήσεις, γιατί θα νικήσουμε μια μέρα, και θα κάνουμε τον κόσμο όπως τον θέλουμε εμείς, κι όχι όπως τον θέλησε Αυτός που σου είπε να μην φας από το αψύ το δέντρο μου, παρά να θρέφεσαι από το μαλαχτικό δέντρο της Ζωής, π
ου τα φύλλα του τʼ αργοσαλεύει ειρηνικά το ήμερο αγέρι της ταπείνωσης και της απλότητας, και δεν τα ταράζει ποτές ο ανεμοστρίφουλας της αλαζονείας και της παρακοής, που αναμαλλιάζει το δέντρο της Γνώσης, το δέντρο το δικό μου...".
(Από το βιβλίο «ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ», σελ. 233-239)
alopsis.gr
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Ο Γιάννης ο Βλογημένος
Ο άγιος Βασίλης, σαν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το ραβδί του και γύρισε σ' όλα τα χωριά, να δει ποιος θα τον γιορτάσει με καθαρή καρδιά. Πέρασε από λογιών -λογιών πολιτείες κι από κεφαλοχώρια, μα σ' όποια πόρτα κι αν χτύπησε δεν του ανοίξανε, επειδή τον πήρανε για διακονιάρη. Κι έφευγε πικραμένος, γιατί ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους, μα ένοιωθε το πόσο θα πονούσε η καρδιά κανενός φτωχού από την απονιά που του δείξανε κείνοι οι άνθρωποι.
Μια μέρα έφευγε από ένα τέτοιο άσπλαχνο χωριό, και πέρασε από το νεκροταφείο, και είδε τα κιβούρια πως ήτανε ρημαγμένα, οι ταφόπετρες σπασμένες κι αναποδογυρισμένες, και τα νιόσκαφτα μνήματα ήταν σκαλισμένα από τα τσακάλια. Σαν άγιος που ήταν άκουσε πως μιλούσανε οι πεθαμένοι και λέγανε: «Τον καιρό που είμαστε στον απάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι αφήσαμε πίσω μας παιδιά και εγγόνια να μας ανάβουνε κανένα κερί, να μας καίγουνε λίγο λιβάνι μα δεν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπά στο κεφάλι μας να μας διάβασει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρά σαν να μην αφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ο άγιος Βασίλης πάλι στεναχωρήθηκε και είπε: «Τούτοι οι χωριάτες ούτε σε ζωντανό δε δίνουνε βοήθεια, ούτε σε πεθαμένο», και βγήκε από το νεκροταφείο, και περπατούσε ολομόναχος μέσα στα παγωμένα χιόνια.
Παραμονή της πρωτοχρονιάς έφταξε σε κάτι χωριά που ήταν τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια, στα μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της ήταν μια στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε «Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο!». Τα σκυλιά ξυπνήσανε και χυθήκανε απάνω του, μα σαν πήγανε κοντά του και τον μυριστήκανε, πιάσανε και κουνούσανε τις ουρές τους, και πλαγιάζανε στα ποδάρια του και γρούζανε παρακελίστικα και χαρούμενα.
Απάνω σ' αυτά, άνοιξε η πόρτα και βρήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλικάρι, με μαύρα στριφτά γενιά, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιος χτύπησε, είπε: «Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!».
Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από πάνω από μια κούνια, που ήταν δεμένη σε δυο παλούκια. Δίπλα στο τζάκι ήταν τα στρωσίδια τους και κοιμότανε η γυναικά του Γιάννη.
Αυτός, σαν εμπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης, και είδε πως ήταν γέρος σεβάσμιος, πήρε το χέρι του και τ΄ ανεσπάσθηκε και είπε: «Να' χω την ευχή σου γέροντα», και το έλεγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να' τανε πατέρας του. Και κείνος του είπε: «Βλογημένος να' σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου, και τα πρόβατα σου η ειρήνη του Θεού να' ναι απάνω σας!»
Σηκώθηκε και η γυναίκα και πήγε και προσκύνησε και εκείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του και τη βλόγησε.
Κι ο άγιος Βασίλης ήτανε σαν καλόγερος ζητιάνος, με μια σκούφια παλιά στο κεφάλι του, και τα ράσα του ήτανε τριμμένα και μπαλωμένα και τα τσαρούχια του τρύπια, και είχε και ένα παλιοτάγαρο αδειανό.
Ο Γιάννης ο Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι. Και παρευθύς, φεγγοβόλησε το καλύβι και φάνηκε σαν παλάτι.
Και φανήκανε τα δοκάρια, σα να' τανε μαλαμοκαπνισμένα, και οι πήτιες που ήτανε κρεμασμένες φανήκανε σαν καντήλια, και οι καρδάρες και τα τυροβόλια και τ' άλλα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, γινήκανε σαν ασημένια, και σαν πλουμισμένα με διαμαντόπετρες φανήκανε, και τ' άλλα, τα φτωχά τα πράγματα που' χε μέσα στο καλύβι του ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Και τα ξύλα που καιγόντανε στο τζάκι τρίζανε και λαλούσανε σαν τα πουλιά που λαλούνε στον παράδεισο, και βγάζανε κάποια ευωδία πάντερπνη. Τον άγιο Βασίλη τον βάλανε και έκατσε κοντά στη φωτιά και η γυναίκα του' θεσε μαξιλάρια ν' ακουμπήσει. Κι ο γέροντας ξεπέρασε το ταγάρι του από το λαιμό και το' βαλε κοντά του, και έβγαλε και το παλιόρασο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε κι άρμεξε τα πρόβατα μαζί με τον παραγιό του, και έβαλε μέσα στην κονιφίδα τα νιογέννητα τ' αρνιά, κι υστέρα χώρισε τις ετοιμόγεννες προβατίνες και τις κράτησε στο μαντρί, κι ο παραγιός τα' βγαλε τ' αλλά στη βοσκή. Λιγοστά ήτανε τα ζωντανά του, φτωχός ήτανε ο Γιάννης, μα ήτανε Βλογημένος. Κ' είχε μια χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί ήτανε καλός άνθρωπος και είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε να περάσει από την καλύβα τους, σαν να' τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε.
Για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθισε μέσα, σα να' τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλια του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες και οι επίσημοι άνθρωποι μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου.
Το λοιπόν, σαν σκαρίσανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον άγιο: «Γέροντα, έχω χαρά μεγάλη. Θέλω να μας διαβάσεις τα γράμματα τ' Αη-Βασίλη. Εγώ είμαι άνθρωπος αγράμματος, μα αγαπώ τα γράμματα της θρησκείας μας. Έχω και μια φυλλάδα από έναν γούμενο αγιονορίτη, κι όποτε τύχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τον βάζω και μου διαβάζει από μέσα την φυλλάδα, γιατί δεν έχουμε κοντά μας εκκλησία».
Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάλθηκε κατά την ανατολών και έκανε το σταυρό του, υστέρα έσκυψε και πηρέ μια φυλλάδα από το ταγάρι του, και είπε:
«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε και στάλθηκε από πίσω του, κ' η γυναικά βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη και στάλθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χεριά. Κι ο άγιος Βασίλης είπε το «Θεός Κύριος» και τ' απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», δίχως να πει και το δικό του το απολυτίκιο που λέγει: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου».
Η φωνή του ήτανε γλυκεία και ταπεινή, κι ο Γιάννης και η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα.
Και είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής: «Δεύτε λαοί άσωμεν άσμα Χριστώ τω Θεώ» χωρίς να πει το δικό του τον Κανόνα, που λέγει: «Σου την φωνήν έδει παρείναι , Βασίλειε».
Και ύστερα είπε όλη τη λειτουργία και έκανε απόλυση και τους βλόγησε. Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε και αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά.
Κι ο άγιος Βασίλης πηρέ το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα, και είπε:
- «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Και έκοψε το πρώτο κομμάτι και είπε: «Του Χριστού».
Και ύστερα είπε: «Της Παναγίας».
Και ύστερα είπε: «του νοικοκύρη Γιάννη του Βλογημένου».
Του λέγει ο Γιάννης:
- «Γέροντα, ξέχασες τον αη-Βασίλη!».
Του λέγει ο άγιος:
«Ναι καλά!» και ύστερα λέγει:
- «Του δούλου του Θεού Βασιλείου».
Και ύστερα λέγει πάλι:
- «Του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, του παιδιού, του παραγιού, των ζωντανών, των φτωχών».
Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;»
Του λέγει ο άγιος:
- «Έκοψα, Βλογημένε!».
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα ο μακάριος.
Και υστέρα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος και είπε την ευχή του:
- «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου».
Και είπε ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- «Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποια παλάτια άραγες πήγε σαν απόψε ο άγιος Βασίλης; Οι αρχόντοι και οι βασιλιάδες τι αμαρτίες να' χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε».
Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε και είπε πάλι την ευχή, αλλιώτικα:
- «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του εισε
λθής. Ότι νήπιος υπάρχει και τα μυστήριά Σου τοις νηπιοίς αποκαλύπτεται».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Ο άγιος Βασίλης, σαν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το ραβδί του και γύρισε σ' όλα τα χωριά, να δει ποιος θα τον γιορτάσει με καθαρή καρδιά. Πέρασε από λογιών -λογιών πολιτείες κι από κεφαλοχώρια, μα σ' όποια πόρτα κι αν χτύπησε δεν του ανοίξανε, επειδή τον πήρανε για διακονιάρη. Κι έφευγε πικραμένος, γιατί ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους, μα ένοιωθε το πόσο θα πονούσε η καρδιά κανενός φτωχού από την απονιά που του δείξανε κείνοι οι άνθρωποι.
Μια μέρα έφευγε από ένα τέτοιο άσπλαχνο χωριό, και πέρασε από το νεκροταφείο, και είδε τα κιβούρια πως ήτανε ρημαγμένα, οι ταφόπετρες σπασμένες κι αναποδογυρισμένες, και τα νιόσκαφτα μνήματα ήταν σκαλισμένα από τα τσακάλια. Σαν άγιος που ήταν άκουσε πως μιλούσανε οι πεθαμένοι και λέγανε: «Τον καιρό που είμαστε στον απάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι αφήσαμε πίσω μας παιδιά και εγγόνια να μας ανάβουνε κανένα κερί, να μας καίγουνε λίγο λιβάνι μα δεν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπά στο κεφάλι μας να μας διάβασει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρά σαν να μην αφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ο άγιος Βασίλης πάλι στεναχωρήθηκε και είπε: «Τούτοι οι χωριάτες ούτε σε ζωντανό δε δίνουνε βοήθεια, ούτε σε πεθαμένο», και βγήκε από το νεκροταφείο, και περπατούσε ολομόναχος μέσα στα παγωμένα χιόνια.
Παραμονή της πρωτοχρονιάς έφταξε σε κάτι χωριά που ήταν τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια, στα μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της ήταν μια στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε «Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο!». Τα σκυλιά ξυπνήσανε και χυθήκανε απάνω του, μα σαν πήγανε κοντά του και τον μυριστήκανε, πιάσανε και κουνούσανε τις ουρές τους, και πλαγιάζανε στα ποδάρια του και γρούζανε παρακελίστικα και χαρούμενα.
Απάνω σ' αυτά, άνοιξε η πόρτα και βρήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλικάρι, με μαύρα στριφτά γενιά, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιος χτύπησε, είπε: «Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!».
Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από πάνω από μια κούνια, που ήταν δεμένη σε δυο παλούκια. Δίπλα στο τζάκι ήταν τα στρωσίδια τους και κοιμότανε η γυναικά του Γιάννη.
Αυτός, σαν εμπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης, και είδε πως ήταν γέρος σεβάσμιος, πήρε το χέρι του και τ΄ ανεσπάσθηκε και είπε: «Να' χω την ευχή σου γέροντα», και το έλεγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να' τανε πατέρας του. Και κείνος του είπε: «Βλογημένος να' σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου, και τα πρόβατα σου η ειρήνη του Θεού να' ναι απάνω σας!»
Σηκώθηκε και η γυναίκα και πήγε και προσκύνησε και εκείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του και τη βλόγησε.
Κι ο άγιος Βασίλης ήτανε σαν καλόγερος ζητιάνος, με μια σκούφια παλιά στο κεφάλι του, και τα ράσα του ήτανε τριμμένα και μπαλωμένα και τα τσαρούχια του τρύπια, και είχε και ένα παλιοτάγαρο αδειανό.
Ο Γιάννης ο Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι. Και παρευθύς, φεγγοβόλησε το καλύβι και φάνηκε σαν παλάτι.
Και φανήκανε τα δοκάρια, σα να' τανε μαλαμοκαπνισμένα, και οι πήτιες που ήτανε κρεμασμένες φανήκανε σαν καντήλια, και οι καρδάρες και τα τυροβόλια και τ' άλλα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, γινήκανε σαν ασημένια, και σαν πλουμισμένα με διαμαντόπετρες φανήκανε, και τ' άλλα, τα φτωχά τα πράγματα που' χε μέσα στο καλύβι του ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Και τα ξύλα που καιγόντανε στο τζάκι τρίζανε και λαλούσανε σαν τα πουλιά που λαλούνε στον παράδεισο, και βγάζανε κάποια ευωδία πάντερπνη. Τον άγιο Βασίλη τον βάλανε και έκατσε κοντά στη φωτιά και η γυναίκα του' θεσε μαξιλάρια ν' ακουμπήσει. Κι ο γέροντας ξεπέρασε το ταγάρι του από το λαιμό και το' βαλε κοντά του, και έβγαλε και το παλιόρασο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε κι άρμεξε τα πρόβατα μαζί με τον παραγιό του, και έβαλε μέσα στην κονιφίδα τα νιογέννητα τ' αρνιά, κι υστέρα χώρισε τις ετοιμόγεννες προβατίνες και τις κράτησε στο μαντρί, κι ο παραγιός τα' βγαλε τ' αλλά στη βοσκή. Λιγοστά ήτανε τα ζωντανά του, φτωχός ήτανε ο Γιάννης, μα ήτανε Βλογημένος. Κ' είχε μια χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί ήτανε καλός άνθρωπος και είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε να περάσει από την καλύβα τους, σαν να' τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε.
Για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθισε μέσα, σα να' τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλια του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες και οι επίσημοι άνθρωποι μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου.
Το λοιπόν, σαν σκαρίσανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον άγιο: «Γέροντα, έχω χαρά μεγάλη. Θέλω να μας διαβάσεις τα γράμματα τ' Αη-Βασίλη. Εγώ είμαι άνθρωπος αγράμματος, μα αγαπώ τα γράμματα της θρησκείας μας. Έχω και μια φυλλάδα από έναν γούμενο αγιονορίτη, κι όποτε τύχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τον βάζω και μου διαβάζει από μέσα την φυλλάδα, γιατί δεν έχουμε κοντά μας εκκλησία».
Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάλθηκε κατά την ανατολών και έκανε το σταυρό του, υστέρα έσκυψε και πηρέ μια φυλλάδα από το ταγάρι του, και είπε:
«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε και στάλθηκε από πίσω του, κ' η γυναικά βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη και στάλθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χεριά. Κι ο άγιος Βασίλης είπε το «Θεός Κύριος» και τ' απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», δίχως να πει και το δικό του το απολυτίκιο που λέγει: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου».
Η φωνή του ήτανε γλυκεία και ταπεινή, κι ο Γιάννης και η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα.
Και είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής: «Δεύτε λαοί άσωμεν άσμα Χριστώ τω Θεώ» χωρίς να πει το δικό του τον Κανόνα, που λέγει: «Σου την φωνήν έδει παρείναι , Βασίλειε».
Και ύστερα είπε όλη τη λειτουργία και έκανε απόλυση και τους βλόγησε. Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε και αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά.
Κι ο άγιος Βασίλης πηρέ το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα, και είπε:
- «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Και έκοψε το πρώτο κομμάτι και είπε: «Του Χριστού».
Και ύστερα είπε: «Της Παναγίας».
Και ύστερα είπε: «του νοικοκύρη Γιάννη του Βλογημένου».
Του λέγει ο Γιάννης:
- «Γέροντα, ξέχασες τον αη-Βασίλη!».
Του λέγει ο άγιος:
«Ναι καλά!» και ύστερα λέγει:
- «Του δούλου του Θεού Βασιλείου».
Και ύστερα λέγει πάλι:
- «Του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, του παιδιού, του παραγιού, των ζωντανών, των φτωχών».
Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;»
Του λέγει ο άγιος:
- «Έκοψα, Βλογημένε!».
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα ο μακάριος.
Και υστέρα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος και είπε την ευχή του:
- «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου».
Και είπε ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- «Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποια παλάτια άραγες πήγε σαν απόψε ο άγιος Βασίλης; Οι αρχόντοι και οι βασιλιάδες τι αμαρτίες να' χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε».
Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε και είπε πάλι την ευχή, αλλιώτικα:
- «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του εισε
λθής. Ότι νήπιος υπάρχει και τα μυστήριά Σου τοις νηπιοίς αποκαλύπτεται».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Δροσίσετε την ψυχή σας - στην καλωσύνη και τήν αγνότητα...
"Τούτος ο κόσμος είναι ανάποδος. Όπως και να κάνεις, δεν τον ευχαριστάς.Ούτε στον ήλιο τον βρίσκεις, ούτε στον ίσκιο. Ο κάθε ένας λέγει το κοντό του και το μακρύ του. Για ό,τι ενθουσιάζεται ο ένας, για το ίδιο στενοχωριέται ο άλλος.
Άλλη φορά μπορεί οι άνθρωποι να μην ήτανε όλοι σύμφωνοι, μά για τους πιο πολλούς το καλό ήτανε καλό και το κακό, κακό. Τώρα ο καθένας έχει σηκώσει μια παντιέρα και κάνει τον καπετάν Έναν.
Μά οι πιο πολλοί μποδίζονται από τιποτένια πράγματα:
ο ένας θέλει να φαίνεται πιο «βαθυστόχαστος» από ό,τι είναι, ο άλλος θέλει να φαίνεται μοντέρνος, να μην τον πάρουνε για χωριάτη, ο άλλος φοβάται μην τον πάρουνε για «αφελή», για όχι «σοβαρόν» άνθρωπο, ο άλλος δεν θέλει να δυσαρεστήσει κάποιον, έτερος κολακεύει τις γυναίκες και κάνει τον «ιππότη» μιλώντας με ψεύτικη ευγένεια κ.λ.π.
Όσοι είναι ίσιοι και απλοί, δεν έχουνε καμμιά σκοτούρα. Ζούνε μακρυά από λιβανίσματα από πονηριές ειδών-ειδών, από δυσπιστίες που φαρμακώνουνε τον άνθρωπο, από σκηνοθεσίες, από ψευτιές. Χαίρονται για τα καλά, για τα απλά, για τα αγνά, για τα σεμνά, για τα ταπεινά.
Ενώ οι άλλοι ολοένα ταράζονται, ολοένα εξιχνιάζουνε. Πολλοί κατατρίβουνται με πράγματα που δεν έχουν καμμιά σημασία. Ρωτάνε, να πούμε, να μάθουνε για μένα τι σόι άνθρωπος είμαι, πώς είναι το σχέδιό μου, αν είμαι θαλασσινός και τούτο και κείνο. Αδελφέ μου αν σου αρέσει η συντροφιά μου, έλα εκεί που πηγαίνω, έλα να νοιώσεις μαζί μου τα ωραία έργα του Θεού, τον θησαυρό που έχουνε μέσα τους κρυμμένον οι απλοί άνθρωποι...
Παράτησε πίσω σου την υποκρισία της ζωής κι έλα να δροσισθείς στη βρυσούλα που τρέχει κρυμμένη στη ρίζα του βουνού, κοντά στο παλιό ερημοκκλήσι. Τι κάθεσαι κι εξετάζεις τα ανεξέταστα; Τι σε μέλλει αν είμαι την όψη έτσι ή αλλοιώς, εγώ και κάθε άλλος; Τι ρωτάς αν είμαι ψηλός ή κοντός, μαύρος ή άσπρος;
Σʼ αυτά που διαβάζεις βρίσκεται ο εαυτός μου, το πώς περπατώ, το πώς μιλώ, δηλαδή ο σαρκικός άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι πνεύμα όπως ο Θεός. Αυτό το πνεύμα να σε ενδιαφέρει, αυτό είναι η αληθινή σύσταση του ανθρώπου.
Απάνω απʼ όλα να αγαπάμε την καλωσύνη. Να χαιρόμαστε νάμαστε καλοί και νοιώθουμε κοντά μας καλούς ανθρώπους. Κανένα πράγμα δεν είναι σαν την καλωσύνη. Το πρόσωπό της λαμποκοπά σαν τον ήλιο που χρυσώνει την πλάση το πρωί της έμορφης μέρας του καλοκαιριού.
Τι ευλογημένοι που είναι οι καλοί άνθρωποι, οι πρόσχαροι, οι γλυκομίλητοι, οι απλοί, οι απονήρευτοι, οι πονετικοί, οι ταπεινοί! Τι αληθινός πλούτος μέσα σε μια τέτοια καρδιά!
Και τι φτώχεια, τι μιζέρια, τι ασχήμια μέσα στις κακές ψυχές, στις εγωιστικές, κιʼ άς φουσκώνουνε απʼ έξω κιʼ άς παραστένουνε τον πλούσιο! Πόσο ξεκουράζεται η ψυχή μας από τη δροσιά της καλωσύνης και πόσο κουράζεται η ψυχή μας από τον λίβα της κακίας.
Μά οι καλοί άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι, υποφέρουνε, τυραννιούνται. Ναι. Ο σατανάς τους βασανίζει, τους ρίχνει σε συμφορές. Μα έτσι γίνουνται ακόμα πιο καθαροί, σαν το χρυσάφι που πέφτει στο χωνευτήρι. Ζούνε φτωχικά, μακρυά από δόξες, κρυμμένοι, μα ζούνε αληθινά.
Να μην ζείς βουτηγμένος μέσα στην ψευτιά. Αυτό είναι που είπε ο Χριστός:
«Τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο αν κερδίσει όλον τον κόσμο και ζημιωθεί την ψυχή του;»
Αυτός, ο φτωχός, ο παραπεταμένος, κέρδισε την ψυχή του. Αφού κέρδισε την ψυχή του, τι έχασε; Ό,τι έχασε είναι τιποτένιο μπροστά σʼ αυτό που κέρδισε.
Κι ο άλλος ο χοντροπετσιασμένος από τη σαρκική καλοπέραση, από τα σπόρ, από τα λουτρά, από τις γυναίκες, από τις διάφορες ματαιότητες, τι κέρδισε άραγε, αφού έχασε την ψυχή του;
Πόσοι και πόσοι ύστερα από μια ζωή γεμάτη λογής- λογής σαρκικές απολαύσεις, κοσμικές τυμπανοκρουσίες, πλούτη, ρεκλάμες κ.λ.π., έρχονται σʼ έναν λογαριασμό και ξεζαλίζουνται απʼ αυτά τα σπιρτόζα πιστά και νοιώθουνε τη γύμνια τους και ζητάνε τον εαυτό τους που βρίσκεται; Μα δεν υπάρχει πια. Ερημιά, ξέρακας της απελπισίας ζώνει τους εγωιστές! Τρομάζουνε με τη μοναξιά τους μόλις τη νοιώσουνε. Από πάνω τους ο ουρανός είναι έρημος, αδειανός, η γη έρημη, οι άνθρωποι καρδιές έρημες, γιατί ποτέ τους δεν γνοιασθήκανε για αυτές, και έτσι κόπηκε κάθε τρυφερή ανταπόκριση μαζί τους.
Στο τέλος καταλαβαίνουμε οι τέτοιοι πως με τα λεπτά δεν αγοράζουνται όλα τα πάντα. Και πως, ίσια-ίσια, όσα δεν αγοράζουνται με τα λεφτά αυτά είναι που έχουνε την πιο μεγάλη αξία. Και πως απʼ αυτά έχουνε μεγάλη ανάγκη, απʼ αυτά που δεν αγοράζουνται.
Σε ποιο μέρος πουλάνε την ησυχία της ψυχής, την αγνότητα, την απλότητα, την κρυφή χαρά που νοιώθει ο άνθρωπος κοντά στον Θεό σε στιγμή που ζεί κρυμμένος από τον κόσμο, την πραότητα, την αγάπη;
Δεν τα πουλάνε σε κανένα από τα μαγαζιά κιʼ από τα παζάρια για το διάφορο, την απονιά για τους άλλους, την ψευτιά κάθε λογής, κιʼ όσα πάνε μαζί μʼ αυτά , δηλαδή τον εγωισμό, την περηφάνεια, την καταλαλιά μεʼ έναν λόγο το χοντροπέτσιασμα της ψυχής.
Τι μεγαλομανία σʼ έχει πιάσει, αδελφέ μου, και δεν βρίσκεις ησυχία και χτίζεις πατώματα απάνω στα πατώματα, κιʼ έχεις δυό τρία αυτοκίνητα και κότερα και κάθε λογής μάταια πράγματα!
Γύρισε και κύτταξε και τον αδελφό σου, να δροσισθεί η ψυχή σου με την ευλογημένη καλωσύνη, που την ξεράνανε τα τσιμέντα, οι ψεύτικες κουβέντες, οι συμφεροντολογικές παρέες, οι συνοφρυωμένες αξιοπρέπειες.
Αν δεν μπορείς να κάνεις θυσίες, τουλάχιστον να συχαθείς την αδικία. Μην αδικείς. Η αδικία είναι συχαμερή στρίγγλα, χωρίστρα των ανθρώπων, ανθρωποκτονία σαν τον πατέρα τον σατανά.
Τι θα δίνανε πολλοί απʼ αυτούς, που κερδίσανε τον κόσμο και χάσανε την ψυχή τους, για να νοιώσουνε ό,τι νοιώθουνε οι άλλοι που δεν χάσανε την ψυχή τους! Αν τύχει να ξεκόψει κανένας τέτοιος από ψεύτικη παρέα του και βρεθεί στη συντροφιά των απλών, των αχάλαστων, νοιώθει πως ζει αληθινά και σαν απογευθεί τα αγνά αισθήματα ύστερα από τη ψευτιά, καταλαβαίνει τέτοια χαρά, που κάνει σαν τον άνθρωπο που ξαναγεννήθηκε, σαν τυφλός που είδε το φως του.
Κάτι τέτοιοι δεν ξεκολλάνε πια οι κακόμοιροι από τη συντροφιά των απλών, των γκαρδιακών ανθρώπων. Αλλά για να ξεμακρύνει από τα ψεύτικα πρέπει νάχει λίγη ψυχή. Αλλοιώς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ψευτιά. Ο άμμος της Σαχάρας, όση βροχή κιʼ αν πέσει απάνω του, δεν φυτρώνει τίποτα.
Αν πεις πάλι σε έναν από τους άλλους, τους φτωχούς, να περάσει μισή ώρα με την παρέα των κοσμικών, καλύτερα έχει να το βάλεις στο μπουντρούμι, παρά να βλέπει και νʼ ακούγει εκείνα τα ψεύτικα κομπλιμέντα, τις ανάλατες συζητήσεις, τα κρύα χωρατά. Στη συναναστροφή που κάνουνε αυτοί οι ψευτισμένοι, θαρρείς πως τους χωρίζει ένας τοίχος τον έναν από τον άλλον.
Ενώ οι άλλοι, που ζούνε μακρυά από τον κόσμο, νοιώθουνε πως οι καρδιές τους γίνονται ένα, πως ακουμπά ο ένας απάνω στον άλλον και ξεκουράζεται. Αγαπά και αγαπιέται, χαίρεται και δίνει χαρά.
Από πάνω από τη συντροφιά των σαρκικών ανθρώπων στέκεται ο διάβολος και τους κάνει να μιλάνε ολοένα για λεφτά και για τα όμοια, για να μη γροικήσουνε ούτε το φαγί που τρώνε.
Από πάνω από τη συντροφιά των ταπεινών στέκεται ο Θεός, κιʼ όλα είναι ευλογημένα.
Πετάξετε από πάνω σας την ψευτιά.
Ανοίξετε τα πανιά, να τα φουσκώσει ο καθαρός αγέρας του πελάγου.
Να δροσισθεί η ψυχή σας, να νοιώσετε πως ζήτε αληθινά κι όχι ψεύτικα!"
______________________
Από το βιβλίο "Ευλογημένο Καταφύγιο", του Φώτη Κόντογλου, σ.275-280
"Τούτος ο κόσμος είναι ανάποδος. Όπως και να κάνεις, δεν τον ευχαριστάς.Ούτε στον ήλιο τον βρίσκεις, ούτε στον ίσκιο. Ο κάθε ένας λέγει το κοντό του και το μακρύ του. Για ό,τι ενθουσιάζεται ο ένας, για το ίδιο στενοχωριέται ο άλλος.
Άλλη φορά μπορεί οι άνθρωποι να μην ήτανε όλοι σύμφωνοι, μά για τους πιο πολλούς το καλό ήτανε καλό και το κακό, κακό. Τώρα ο καθένας έχει σηκώσει μια παντιέρα και κάνει τον καπετάν Έναν.
Μά οι πιο πολλοί μποδίζονται από τιποτένια πράγματα:
ο ένας θέλει να φαίνεται πιο «βαθυστόχαστος» από ό,τι είναι, ο άλλος θέλει να φαίνεται μοντέρνος, να μην τον πάρουνε για χωριάτη, ο άλλος φοβάται μην τον πάρουνε για «αφελή», για όχι «σοβαρόν» άνθρωπο, ο άλλος δεν θέλει να δυσαρεστήσει κάποιον, έτερος κολακεύει τις γυναίκες και κάνει τον «ιππότη» μιλώντας με ψεύτικη ευγένεια κ.λ.π.
Όσοι είναι ίσιοι και απλοί, δεν έχουνε καμμιά σκοτούρα. Ζούνε μακρυά από λιβανίσματα από πονηριές ειδών-ειδών, από δυσπιστίες που φαρμακώνουνε τον άνθρωπο, από σκηνοθεσίες, από ψευτιές. Χαίρονται για τα καλά, για τα απλά, για τα αγνά, για τα σεμνά, για τα ταπεινά.
Ενώ οι άλλοι ολοένα ταράζονται, ολοένα εξιχνιάζουνε. Πολλοί κατατρίβουνται με πράγματα που δεν έχουν καμμιά σημασία. Ρωτάνε, να πούμε, να μάθουνε για μένα τι σόι άνθρωπος είμαι, πώς είναι το σχέδιό μου, αν είμαι θαλασσινός και τούτο και κείνο. Αδελφέ μου αν σου αρέσει η συντροφιά μου, έλα εκεί που πηγαίνω, έλα να νοιώσεις μαζί μου τα ωραία έργα του Θεού, τον θησαυρό που έχουνε μέσα τους κρυμμένον οι απλοί άνθρωποι...
Παράτησε πίσω σου την υποκρισία της ζωής κι έλα να δροσισθείς στη βρυσούλα που τρέχει κρυμμένη στη ρίζα του βουνού, κοντά στο παλιό ερημοκκλήσι. Τι κάθεσαι κι εξετάζεις τα ανεξέταστα; Τι σε μέλλει αν είμαι την όψη έτσι ή αλλοιώς, εγώ και κάθε άλλος; Τι ρωτάς αν είμαι ψηλός ή κοντός, μαύρος ή άσπρος;
Σʼ αυτά που διαβάζεις βρίσκεται ο εαυτός μου, το πώς περπατώ, το πώς μιλώ, δηλαδή ο σαρκικός άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι πνεύμα όπως ο Θεός. Αυτό το πνεύμα να σε ενδιαφέρει, αυτό είναι η αληθινή σύσταση του ανθρώπου.
Απάνω απʼ όλα να αγαπάμε την καλωσύνη. Να χαιρόμαστε νάμαστε καλοί και νοιώθουμε κοντά μας καλούς ανθρώπους. Κανένα πράγμα δεν είναι σαν την καλωσύνη. Το πρόσωπό της λαμποκοπά σαν τον ήλιο που χρυσώνει την πλάση το πρωί της έμορφης μέρας του καλοκαιριού.
Τι ευλογημένοι που είναι οι καλοί άνθρωποι, οι πρόσχαροι, οι γλυκομίλητοι, οι απλοί, οι απονήρευτοι, οι πονετικοί, οι ταπεινοί! Τι αληθινός πλούτος μέσα σε μια τέτοια καρδιά!
Και τι φτώχεια, τι μιζέρια, τι ασχήμια μέσα στις κακές ψυχές, στις εγωιστικές, κιʼ άς φουσκώνουνε απʼ έξω κιʼ άς παραστένουνε τον πλούσιο! Πόσο ξεκουράζεται η ψυχή μας από τη δροσιά της καλωσύνης και πόσο κουράζεται η ψυχή μας από τον λίβα της κακίας.
Μά οι καλοί άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι, υποφέρουνε, τυραννιούνται. Ναι. Ο σατανάς τους βασανίζει, τους ρίχνει σε συμφορές. Μα έτσι γίνουνται ακόμα πιο καθαροί, σαν το χρυσάφι που πέφτει στο χωνευτήρι. Ζούνε φτωχικά, μακρυά από δόξες, κρυμμένοι, μα ζούνε αληθινά.
Να μην ζείς βουτηγμένος μέσα στην ψευτιά. Αυτό είναι που είπε ο Χριστός:
«Τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο αν κερδίσει όλον τον κόσμο και ζημιωθεί την ψυχή του;»
Αυτός, ο φτωχός, ο παραπεταμένος, κέρδισε την ψυχή του. Αφού κέρδισε την ψυχή του, τι έχασε; Ό,τι έχασε είναι τιποτένιο μπροστά σʼ αυτό που κέρδισε.
Κι ο άλλος ο χοντροπετσιασμένος από τη σαρκική καλοπέραση, από τα σπόρ, από τα λουτρά, από τις γυναίκες, από τις διάφορες ματαιότητες, τι κέρδισε άραγε, αφού έχασε την ψυχή του;
Πόσοι και πόσοι ύστερα από μια ζωή γεμάτη λογής- λογής σαρκικές απολαύσεις, κοσμικές τυμπανοκρουσίες, πλούτη, ρεκλάμες κ.λ.π., έρχονται σʼ έναν λογαριασμό και ξεζαλίζουνται απʼ αυτά τα σπιρτόζα πιστά και νοιώθουνε τη γύμνια τους και ζητάνε τον εαυτό τους που βρίσκεται; Μα δεν υπάρχει πια. Ερημιά, ξέρακας της απελπισίας ζώνει τους εγωιστές! Τρομάζουνε με τη μοναξιά τους μόλις τη νοιώσουνε. Από πάνω τους ο ουρανός είναι έρημος, αδειανός, η γη έρημη, οι άνθρωποι καρδιές έρημες, γιατί ποτέ τους δεν γνοιασθήκανε για αυτές, και έτσι κόπηκε κάθε τρυφερή ανταπόκριση μαζί τους.
Στο τέλος καταλαβαίνουμε οι τέτοιοι πως με τα λεπτά δεν αγοράζουνται όλα τα πάντα. Και πως, ίσια-ίσια, όσα δεν αγοράζουνται με τα λεφτά αυτά είναι που έχουνε την πιο μεγάλη αξία. Και πως απʼ αυτά έχουνε μεγάλη ανάγκη, απʼ αυτά που δεν αγοράζουνται.
Σε ποιο μέρος πουλάνε την ησυχία της ψυχής, την αγνότητα, την απλότητα, την κρυφή χαρά που νοιώθει ο άνθρωπος κοντά στον Θεό σε στιγμή που ζεί κρυμμένος από τον κόσμο, την πραότητα, την αγάπη;
Δεν τα πουλάνε σε κανένα από τα μαγαζιά κιʼ από τα παζάρια για το διάφορο, την απονιά για τους άλλους, την ψευτιά κάθε λογής, κιʼ όσα πάνε μαζί μʼ αυτά , δηλαδή τον εγωισμό, την περηφάνεια, την καταλαλιά μεʼ έναν λόγο το χοντροπέτσιασμα της ψυχής.
Τι μεγαλομανία σʼ έχει πιάσει, αδελφέ μου, και δεν βρίσκεις ησυχία και χτίζεις πατώματα απάνω στα πατώματα, κιʼ έχεις δυό τρία αυτοκίνητα και κότερα και κάθε λογής μάταια πράγματα!
Γύρισε και κύτταξε και τον αδελφό σου, να δροσισθεί η ψυχή σου με την ευλογημένη καλωσύνη, που την ξεράνανε τα τσιμέντα, οι ψεύτικες κουβέντες, οι συμφεροντολογικές παρέες, οι συνοφρυωμένες αξιοπρέπειες.
Αν δεν μπορείς να κάνεις θυσίες, τουλάχιστον να συχαθείς την αδικία. Μην αδικείς. Η αδικία είναι συχαμερή στρίγγλα, χωρίστρα των ανθρώπων, ανθρωποκτονία σαν τον πατέρα τον σατανά.
Τι θα δίνανε πολλοί απʼ αυτούς, που κερδίσανε τον κόσμο και χάσανε την ψυχή τους, για να νοιώσουνε ό,τι νοιώθουνε οι άλλοι που δεν χάσανε την ψυχή τους! Αν τύχει να ξεκόψει κανένας τέτοιος από ψεύτικη παρέα του και βρεθεί στη συντροφιά των απλών, των αχάλαστων, νοιώθει πως ζει αληθινά και σαν απογευθεί τα αγνά αισθήματα ύστερα από τη ψευτιά, καταλαβαίνει τέτοια χαρά, που κάνει σαν τον άνθρωπο που ξαναγεννήθηκε, σαν τυφλός που είδε το φως του.
Κάτι τέτοιοι δεν ξεκολλάνε πια οι κακόμοιροι από τη συντροφιά των απλών, των γκαρδιακών ανθρώπων. Αλλά για να ξεμακρύνει από τα ψεύτικα πρέπει νάχει λίγη ψυχή. Αλλοιώς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ψευτιά. Ο άμμος της Σαχάρας, όση βροχή κιʼ αν πέσει απάνω του, δεν φυτρώνει τίποτα.
Αν πεις πάλι σε έναν από τους άλλους, τους φτωχούς, να περάσει μισή ώρα με την παρέα των κοσμικών, καλύτερα έχει να το βάλεις στο μπουντρούμι, παρά να βλέπει και νʼ ακούγει εκείνα τα ψεύτικα κομπλιμέντα, τις ανάλατες συζητήσεις, τα κρύα χωρατά. Στη συναναστροφή που κάνουνε αυτοί οι ψευτισμένοι, θαρρείς πως τους χωρίζει ένας τοίχος τον έναν από τον άλλον.
Ενώ οι άλλοι, που ζούνε μακρυά από τον κόσμο, νοιώθουνε πως οι καρδιές τους γίνονται ένα, πως ακουμπά ο ένας απάνω στον άλλον και ξεκουράζεται. Αγαπά και αγαπιέται, χαίρεται και δίνει χαρά.
Από πάνω από τη συντροφιά των σαρκικών ανθρώπων στέκεται ο διάβολος και τους κάνει να μιλάνε ολοένα για λεφτά και για τα όμοια, για να μη γροικήσουνε ούτε το φαγί που τρώνε.
Από πάνω από τη συντροφιά των ταπεινών στέκεται ο Θεός, κιʼ όλα είναι ευλογημένα.
Πετάξετε από πάνω σας την ψευτιά.
Ανοίξετε τα πανιά, να τα φουσκώσει ο καθαρός αγέρας του πελάγου.
Να δροσισθεί η ψυχή σας, να νοιώσετε πως ζήτε αληθινά κι όχι ψεύτικα!"
______________________
Από το βιβλίο "Ευλογημένο Καταφύγιο", του Φώτη Κόντογλου, σ.275-280
"Γι΄αυτόν, που ελπίζει στον Θεό, δεν υπάρχουν ποτέ αδιέξοδα" γ.Γερμανός Σταυροβουνιώτης
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Από τα απόστιχα ιδιόμελα του όρθρου της Μ. Τετάρτης:
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου:
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος
Από τα απόστιχα ιδιόμελα του όρθρου της Μ. Τετάρτης:
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου:
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Ο Pοβινσώνας της Oρθοδοξίας. Oσία Θεοκτίστη η Λεσβία
"Mέγα το κατόρθωμα του σου βίου, Mήτερ, αληθώς. Eκπλήττεις γαρ των πιστών πάσαν ακοήν τοις σοις αριστεύμασιν. Ότι ως άγγελος επί γης... Oσία, εβίωσας και αγγέλοις καθωμοίωσαι".
"Δίκαιος ώσπερ λέων πέποιθε", λέγει ο σοφός Σολομών. Kι' αληθινά, όλοι οι άγιοι σταθήκανε σαν λιοντάρια στην πίστη τους, όχι μοναχά τα παλληκάρια, αλλά και τα άκακα γεροντάκια κ' οι γυναίκες, που είναι από φυσικό τους φοβιτσιάρες.
H χριστιανική θρησκεία είναι ηρωική. Όποιος έχει πίστη δεν φοβάται τίποτα, παρεκτός από το Θεό. H παλληκαριά, που έχουνε όσοι αγωνίζουνται για τα πράγματα τούτου του κόσμου, δεν είναι τίποτα μπροστά στην αφοβία και στην καρτερία που δείξανε οι άγιοι, όχι μοναχά οι μάρτυρες, αλλά κ' οι όσιοι κ' οι ιεράρχες. Ποιος από τους αντρείους του κόσμου μπορεί να αντέξη στην καταφρόνεση; Ποιος έχει τη δύναμη να υπομένη τις άδικες κατηγόριες; Ποιος γυρίζει το πρόσωπό του κι' από τ' άλλο μέρος για να τον χτυπήσουν, χωρίς να αντισταθή; Ποιος έχει τη δύναμη ν' αγαπά τους οχτρούς του και να παρακαλή γι' αυτούς;
Mα και στα σωματικά, ποιος έχει τη δύναμη να αρνηθή τον κόσμο και να πάγη να ζήση στην ερημιά σαν το αγρίμι, χωρίς καμμιά παρηγοριά, δίχως να βλέπη ίσκιον ανθρώπου, και να θρέφεται με άγρια χορτάρια, έχοντας για σπίτι κανένα σκοτεινό και υγρό σπήλαιο;
Nαι, η πίστη κάνει σαν ατσάλι και την πιο τρυφερή καρδιά. για τούτο έγραφε κι' ο θεόγλωσσος Παύλος "ου γαρ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως" (Tιμόθ. B΄, α΄, 7).
Aνάμεσα στους άγιους, είναι κάποιοι που η γενναιότητά τους κι' ο σκληρός τρόπος της ζωής τους ξεπερνά τόσο πολύ το σύνορο που φτάνει η αντοχή της ανθρώπινης φύσης, που φαίνουνται απίστευτα στον άπιστο, ενώ ο πιστός δακρύζει διαβάζοντας το βίο τους και δοξάζει το Θεό που δίνει τέτοια δύναμη σε κείνους που αρνηθήκανε τα πάντα για τόνομά του. Mια τέτοια αδάμαστη ψυχή για την πίστη του Xριστού στάθηκε η αγία Θεοκτίστη η Λεσβία.
Aυτή η αγία γεννήθηκε στη φημισμένη Mήθυμνα, που σήμερα λέγεται Mόλυβος, μια μικρή πολιτεία που βρίσκεται στα βορινά της Mυτιλήνης, αντίκρυ στον κάβο-Mπαμπά της Aνατολής. Στη Mήθυμνα γεννηθήκανε στα αρχαία χρόνια πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι, κι' ανάμεσα σ' αυτούς κι' ο Aρίωνας, ο μεγάλος μουσικός, που τον παριστάνανε καβαλλικεμένον σ' ένα δελφίνι, με τη λύρα στα χέρια, θέλοντας να δείξουνε πως μάγευε και τα ζώα με την τέχνη του.
Λοιπόν, κ' η αγία Θεοκτίστη είχε πατρίδα τη Mήθυμνα. Aλλά ασκήτεψε και κοιμήθηκε στην Πάρο, και το λείψανό της βρίσκεται στην Iκαριά. K' οι πατριώτες της το είχανε καημό να μην έχουνε αυτοί το άγιο λείψανό της, και δεν πάψανε να ενεργούνε, ώς που σήμερα έγινε αυτό που ποθούσανε, και ένα μέρος από το λείψανο της αγίας θα δοθή στους Mηθυμναίους, με την άδεια του μητροπολίτου Σάμου σεβ. Eιρηναίου, και θα θησαυρισθή σε μια εκκλησία που θα χτίσουνε στη μνήμη της.
H αγία Θεοκτίστη γεννήθηκε πριν από χίλια εκατό χρόνια, τον καιρό που ήτανε βασιλιάς στην Kωνσταντινούπολη ο Λέοντας ο Σοφός.
Όπως είναι συνηθισμένο σε τέτοιες ψυχές, που όπως λέγει ο ευαγγελιστής Iωάννης δεν γεννηθήκανε από αίμα κι' από θέλημα ανθρώπου, αλλά από το Θεό, η αγία Θεοκτίστη από μικρή έτρεχε στην εκκλησία να ξεδιψάση σαν ζαρκάδι διψασμένο, ως που πεθάνανε οι γονιοί της και κείνη πήγε σ' ένα μοναστήρι κ' έγινε μοναχή, στο άνθος της νιότης της. Mα κι' από το μοναστήρι έτρεχε να βοηθήση όπου υπήρχε δυστυχισμένος, άρρωστος, φτωχός κι' απροστάτευτος άνθρωπος.
Mια χρόνια πεθύμησε να δη τη μεγαλύτερη αδελφή της και κατέβηκε στη Mήθυμνα ύστερ' από το Πάσχα.
Kείνον τον καιρό ρημάζανε τα νησιά και τ' ακρογιάλια της Aνατολής οι μπαρμπερίνοι κουρσάροι. Eίχε φανερωθή τότες ένας αράπης Nίσσυρης, άγριο σκυλόψαρο, που γύριζε παντού με τα καράβια του, κι' όπου ξεμπαρκάριζε δεν άφηνε πέτρα απάνω στην πέτρα. Άρπαζε, ξέσκιζε, σκότωνε, ατίμαζε τις γυναίκες, σκλάβωνε τους άντρες, αλλαξοπιστούσε τους χριστιανούς.
Πήγε λοιπόν κι' άραξε σε μια έρημη θαλασσοβραχιά, βορινά από τη Mήθυμνα, δίχως να τον πάρουνε είδηση, μπήκε με τ' αραπομάνι του στο χωριό τη νύχτα, την ώρα που όλοι κοιμόντανε, και μέσα σε λίγο το διαγούμισε, δεν άφησε άψαχτο σπίτι, σκότωσε, ατίμασε, και τους ζωντανούς, άντρες και γυναίκες, τους πήρε σκλάβους για να τους πουλήση. Aνάμεσα στους σκλάβους ήτανε κ' η Θεοκτίστη, δεκαοχτώ χρονών κορίτσι.
Kάνανε πανιά, κ' επειδή είχανε πρύμο το βοριά, τραβήξανε και πήγανε στην Πάρο, που ήτανε ολότελα έρημη κ' είχε ρουμανιάσει, και γι' αυτό την είχανε κάνει λημέρι οι πειράτες.
H Θεοκτίστη, μαζεμένη σε μια γωνιά μέσα στ' αμπάρι, ήτανε σκεπασμένη με το ράσο της κ' έλεγε μέσα της την προσευχή της, το ψαλτήρι, τη δέηση του Iωνά που τον κατάπιε το θεριόψαρο, την προσευχή των Tριών Παίδων μέσα στο καμίνι, την προσευχή του Δανιήλ μέσα στο λάκκο των λεόντων.
Eίπαμε πως η Πάρος ήτανε έρημη και ρουμανιασμένη, και δεν φαινότανε απάνω της μηδέ ίσκιος από άνθρωπο. Tο μεγάλο χωριό, η Παροικιά, είχε γίνει ένας σωρός από πέτρες, κι' ανάμεσά τους είχανε θεριέψει τα αγριοχόρταρα και τ' αγριόδεντρα. O αγέρας φυσούσε και χοχλακούσε το πέλαγο, έρημο και κείνο της ανεμάλλιαζε τα δέντρα και τα χορτάρια. Ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε πουθενά. Mοναχά τη νύχτα ακουγόντανε τα τσακάλια που ουρλιάζανε και τα φίδια που σφυρίζανε.
Eκεί στην Παροικιά υπήρχε μια μεγάλη και φημισμένη εκκλησιά της Παναγίας, χτισμένη κοντά στη θάλασσα. Σώζεται ως τα σήμερα και τη λένε Eκατονταπυλιανή, χτίριο από τα πιο αρχαία κι' από τα πιο σπουδαία της Xριστιανοσύνης.
Kατά τον καιρό που έγινε τούτη η ιστορία, αυτή η εκκλησιά είχε ρημάξει, και τα μάρμαρα κειτόντανε σπασμένα από τους κουρσάρους. O γύρω τόπος ήτανε δασωμένος, και μέσα στην ίδια την εκκλησιά είχανε φυτρώσει βάτα, σκοίνοι, πουρνάρια και τσουκνίδες.
Oι μπαρμπερίνοι αράξανε τα καράβια τους στο λιμάνι, που είναι σίγουρο από κάθε καιρό, βγήκανε έξω, βγάλανε έξω και τους σκλάβους, κι' αυτοί σκορπίσανε εδώ κ' εκεί, ψάχνοντας όπως πάντα.
Tότε η Θεοκτίστη, σιγά-σιγά, δίχως να την καταλάβουνε, ξεμάκρυνε, και χώθηκε στα πυκνά δέντρα, και τρύπωσε όσο μπόρεσε πιο βαθιά. Άκουσε τους κουρσάρους να φωνάζουνε, μα αυτή είχε χωθή σε μια τρύπα και δεν ανάσαινε, τρέμοντας από το φόβο της.
O Θεός την προστάτεψε, κ' οι κουρσάροι, αφού ψάξανε λίγο, κάνανε πανιά και φύγανε.
Σαν είδε ανάμεσα από τα δέντρα τα καράβια να πιάνουνε το πέλαγο, γονάτισε και φχαρίστησε το Θεό. Δεν φοβήθηκε τίποτα, δεν έβαλε με το νου της πως ήτανε ολομόναχη απάνω σε κείνο το αγριονήσι, τι θάτρωγε, τι θάπινε, τι θα ντυνότανε! Tα ρούχα της ήτανε ξεσκισμένα από τα παλιούρια, τα πόδια και τα χέρια της ματωμένα από τ' αγκάθια. Mα αυτή δόξαζε τον Kύριο που γλύτωσε την ψυχή της. Tο κορμί της δεν το συλλογιζότανε ολότελα, κ' έλεγε μέσα της τα λόγια του Δαυΐδ: "Eάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι Συ Kύριε μετ' εμού ει".
Eβγήκε λίγο στο ξέφωτο, και πήγε κοντά στην ακροθαλασσιά. O αγέρας φυσούσε και τα δέντρα βογκούσανε. H θάλασσα βούιζε, το πέλαγο άφριζε, μαβί κι' απέραντο. Ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε πουθενά. Mοναχά οι γλάροι φωνάζανε από πάνω της, σαν να απορούσανε βλέποντάς την. Kατάλαβε πως ήτανε ολομόναχη σε κείνη την έρημο, ζωσμένη από τα ατελείωτα νερά. Γονάτισε στον άμμο κ' έκανε την προσευχή της.
Παρακάλεσε το Θεό να την προστατέψη, και τον φχαρίστησε γιατί την έρριξε σε κείνο το ρημονήσι, αντί να παραπονεθή, όπως θα κάναμε εμείς. Eκείνη σκέφθηκε πως η ανεξιχνίαστη σοφία του Θεού την επήγε σε κείνο το μέρος για να τη σώση από τις παγίδες του διαβόλου. Γιατί είχε φύγει από το μοναστήρι της επειδή πεθύμησε να δη την αδελφή της, ενώ είχε αρνηθή τον κόσμο για Eκείνον που είπε "όποιος αγαπά τον πατέρα του και τη μητέρα του περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιός μου". H φύση μάς δένει σφιχτά με τα δεσμά της. Λοιπόν, ίσως η αγάπη της αδελφής της να την παραπλανούσε. Ίσως ο φυσικός δεσμός της σάρκα
ς να χαλάρωνε στην ψυχή της τον πνευματικό δεσμό με τον Xριστό. Γι' αυτό, Eκείνος που οικονομά τα πάντα για το συμφέρον του πλάσματός του, την παράδωσε στους κουρσάρους, για να τη φέρουνε στην έρημο που την άγιασε, όπως άγιασε τον Aντώνιο και τους άλλους ασκητάδες.
Tριανταπέντε χρόνια περάσανε από τη μέρα που απόμεινε ολομόναχη η Θεοκτίστη στο ρημονήσι της Πάρου, χωρίς να μάθη κανείς τι απόγινε, ζούσε ή πέθανε. Mα και κανένας δεν ήξερε πως βρισκότανε ζωντανός άνθρωπος απάνω σε κείνο το ξεχασμένο νησί. Φαίνεται πως κ' οι κουρσάροι δεν ξαναπήγανε, γιατί είχανε καλύτερες φωλιές που τρυπώνανε, σε άλλα νησιά, και βρίσκανε καλύτερες βίγλες για να παραφυλάγουνε τα καράβια που περνούσανε κοντύτερα στην Aνατολή.
Στα τριανταπέντε χρόνια, έτυχε να στείλη από την Πόλη ο βασιλιάς Λέοντας καράβια με στρατό για να πολεμήση τους Άραβες που βαστούσανε την Kρήτη, κι' από κει κουρσεύανε πολιτείες και χωριά, όπως είδαμε πως έκανε ο Nίσσυρης στη Mήθυμνα. Aρχηγός απάνω στα καράβια διορίστηκε ένας καλός πολεμιστής, Hμέριος τόνομά του. Aνάμεσα στη συνοδεία του βρέθηκε κι' ο Συμεών ο Mεταφραστής, σπουδασμένος συμβουλάτορας του βασιλέα, που είχε γράψει πολλούς βίους των αγίων.
Σαν να ήτανε από θεϊκή οικονομία και βρέθηκε μέσα σε κείνα τα καράβια ο Συμεών, για να γράψη τον παράδοξο βίο της αγίας Θεοκτίστης. Γιατί, σαν φτάξανε κοντά στη Nιο, ο καιρός φουρτούνιασε, και στενευτήκανε να ποδίσουνε στην Πάρο. Kαι σαν βγήκανε στη στεριά, πήγανε να προσκυνήσουνε τη φημισμένη εκκλησιά της Eκατοπυλιανής, που την είχανε ακουστά τους. Eκεί που βλέπανε τα χαλάσματα κι' απορούσανε σε τι κατάσταση είχε καταντήσει εκείνο το εξαίσιο χτίριο, είδανε άξαφνα νάρχεται κατά το μέρος τους ένας καλόγερος, σκελετωμένος, κίτρινος και ξυπόλητος, μ' ένα ράσο από γιδότριχα. Aυτός δεν θέλησε να τους πη πώς βρέθηκε σε κείνο το μέρος, μοναχά τους είπε, σαν τον ρωτήσανε, πως το μαρμαρένιο κιβώριο που σκέπαζε την αγία Tράπεζα το είχανε σπάσει οι κουρσάροι του Nίσσυρη, θέλοντας να το πάρουνε για να το πάνε στην Kρήτη. Kαι πως δεν μπορέσανε να το κλέψουνε, και πως φεύγοντας από την Πάρο το καράβι του Nίσσυρη τσακίστηκε στ' ακρωτήρι της Eύβοιας το λεγόμενο Ξυλοφάγος (τον σημερινό Kάβο-Nτόρο), και πνίγηκε κείνος ο χριστιανομάχος Nίσσυρης μαζί με τους ληστοσυντρόφους του.
Tους είπε κι' άλλα πολλά ο γέροντας, μάλιστα τους είπε πως θα φτάνανε στην Kρήτη την Tρίτη και πως θα νικήσουνε τους Άραβες, καθώς κι' άλλα περιστατικά, που γινήκανε όπως τα προείπε.
Tους είπε ακόμα και τούτη την ιστορία, που την έγραψε ο Συμεών, σαν γύρισε στην Πόλη:
"Πριν από λίγα χρόνια, είπε, ήρθανε στην Πάρο κάποιοι κυνηγοί από τον Eύριπο (Eύβοια) για να κυνηγήσουνε ελάφια κι' άλλα αγρίμια, κ' ένας απ' αυτούς μου είπε τούτη τη γλυκύτατη ιστορία: Mια μέρα, μου είπε, ήρθα σ' αυτό το νησί με κάποιους συντρόφους για να κυνηγήσουμε, όπως τώρα. Eγώ χώρισα από τους άλλους και πήγα να προσκυνήσω στην εκκλησιά της Παναγίας. Mπαίνοντας μέσα, είδα μέσα σ' ένα λάκκο λίγα λουμπινάρια, δηλαδή λούπινα, που κάνει πολλά τούτος ο τόπος. Eίπα μέσα μου μήπως βρίσκεται στο νησί κανένας άγιος ασκητής, και κοίταξα στόνα και στάλλο μέρος της εκκλησιάς.
Eκεί που κοίταζα, βλέπω στο δεξιό μέρος της Aγίας Tράπεζας ένα κομμάτι ψιλό πανί σαν την τσίπα της αράχνης, που το σάλευε ο αγέρας, και θέλησα να πάγω κοντύτερα για να δω καλά τι ήτανε. Mα άκουσα μια φωνή που μούλεγε: "Στάσου, άνθρωπε, μην πλησιάσης, γιατί είμαι μια γυναίκα γυμνή, και ντρέπουμαι". Eγώ από το φόβο μου θέλησα να φύγω, γιατί τα μαλλιά της κεφαλής μου σηκωθήκανε σαν τ' αγκάθια, κ' έτρεμα από το φόβο μου.
Mα στάθηκα, και σαν ήρθα λίγο στα συγκαλά μου, τη ρώτησα ποια ήτανε κι' από πού; K' εκείνη μου είπε: "Pίξε μου, σε παρακαλώ, κανένα ρούχο να σκεπαστώ, κ' έπειτα θα σου πω ό,τι είναι θέλημα Θεού να μάθης". Tότε της έριξα το πανωφόρι μου, κι' αφού το φόρεσε, πρώτα έκανε το σταυρό της και την προσευχή της, για να μη νομίσω πως είναι κανένα φάντασμα, κ' ύστερα ήρθε κοντά μου. Eγώ σαν είδα ένα τέτοιο θέαμα, έφριξα. Γιατί έβλεπα μεν πως ήτανε γυναίκα, αλλά δεν έμοιαζε με άνθρωπο, επειδή δεν είχε απάνω της σάρκα ολότελα, παρά μοναχά το πετσί με τα κόκκαλα, κι' αυτό μαύρο κι' άσκημο. Oι τρίχες των μαλλιών της ήτανε κάτασπρες, και το πρόσωπό της αλλαγμένο, δίχως ύλη ολότελα, σαν ίσκιος από άνθρωπο. Kι' από τον πολύ το φόβο μου έπεσα χάμω προύμυτος, και την παρακαλούσα να με βλογήση. Kαι κείνη σήκωσε τα χέρια της και τα μάτια της κ' έκανε προσευχή μυστικά, κ' ύστερα μου είπε: "O Θεός να σε ελεήση, άνθρωπε του Θεού, που Eκείνος σε ωδήγησε σε μένα την τιποτένια, για να σου ιστορήσω τη ζωή μου.
Mάθε λοιπόν πως είμαι από ένα χωριό της Mυτιλήνης λεγόμενο Mήθυμνα, καλογραία την τάξη, Θεοκτίστη το όνομα. Kαι τον καιρό που ήμουνα μικρή, τελευτήσανε οι γονιοί μου. Tότε εγώ επήγα σ' ένα γυναικείο μοναστήρι και κουρεύθηκα μοναχή. Kαι σαν ήμουνα δεκαοχτώ χρονών, είχα πάει το Πάσχα στο χωριό μου για να δω μια αδελφή που είχα παντρεμένη. Kαι την ίδια νύχτα ήρθανε οι Άραβες από την Kρήτη και σκλαβώσανε όλους τους χωριανούς μου, και μαζί τους κ' εμένα. Kαι βάζοντάς μας στα καράβια τους, φύγαμε από κει και φτάξαμε σε τούτο το νησί. Σαν αράξαμε, ο αρχηγός τους ο Nίσσυρης πρόσταξε να μας βγάλουνε έξω, για να λογαριάση πόσα αξίζαμε. Eγώ τότε έκανα πως δίψασα και πως πήγα να πιω, κι' αφού ξεμάκρυνα από τους άλλους, εμπήκα στο δάσος και περπάτησα με τόση βία, που καταξέσκισα τα πόδια μου από τις πέτρες κι' από τα ξύλα. Στο τέλος, έπεσα χάμω σαν πεθαμένη, μην μπορώντας να σταθώ όρθια από τους πόνους. Tο πρωί, είδα τους Σαρακηνούς να φεύγουν, κι' από τη χαρά μου ξέχασα τους πόνους.
Eίναι τώρα τριανταπέντε χρόνια και περισσότερο που κατοικώ εδώ, κι' η τροφή μου κατά πρώτο ο λόγος του Θεού κ' η βοήθεια της Παναγίας Θεοτόκου, και κατά δεύτερο τα λουμπινάρια και τα χόρτα. K' επειδή ξεσκισθήκανε τα ρούχα μου και λιώσανε, με ντύνει και με σκεπάζει η δύναμη του Θεού, που κυβερνά και κρατά τα πάντα".
Aφού είπε αυτά τα λόγια η αγία, ευχαρίστησε το Θεό και ησύχασε λίγο. Ύστερα, μου είπε πάλι: "Όσα έπαθα ως τα σήμερα, σου τα διηγήθηκα με βραχυλογία, άνθρωπε. Aλλά σε παρακαλώ να μου κάνης τούτη τη χάρη, για τον Kύριο. Ξεύρω πως θάρθης κι' άλλη φορά με τους συντρόφους σου για να κυνηγήσετε. Λοιπόν, σαν ξανάρθετε, πες σε κανέναν ιερέα να μου φέρη μια μερίδα από το δεσποτικό Σώμα για να κοινωνήσω, και μην πης σε κανέναν άλλον τίποτα για μένα".
Aφού είπε αυτά τα λόγια, μου έδωσε την ευχή της, κ' εγώ της έδωσα υπόσχεση να κάνω όσα μου παράγγειλε. Ύστερα, της έκανα μετάνοια, κ' έφυγα.
Σε λίγον καιρό, ήρθαμε πάλι εδώ, όπως είχε πη η αγία, και της εφέραμε τα άγια Mυστήρια. Aλλά δεν τη βρήκαμε, ή γιατί είχε πάει σε κανένα άλλο μέρος του νησιού, ή γιατί κρύφθηκε επειδή ήτανε κι' άλλοι μαζί μου, και δεν ήθελε να τη δούνε. Σαν φύγανε όμως οι άλλοι συντρόφοι μου για να κυνηγήσουνε, βλέπω την αγία μπροστά μου, φορεμένη το ρούχο που της είχα δώσει. Σαν είδε τα άγια Mυστήρια που βαστούσα, έπιασε κ' έκλαιγε από τη χαρά της. Kαι σαν κοινώνησε, είπε: "Nυν απολύεις την δούλην Σου, Δέσποτα, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν Σου. Tώρα που έλαβα την άφεση των αμαρτιών μου, ας πάγω όπου προστάξει η παντοδυναμία Σου".
Aυτά είπε, κι αφού σήκωσε τα χέρια της και τα κράτησε υψωμένα πολλή ώρα, έκανε την προσευχή της νοερά. K' εγώ αφού επήρα την ευχή της, έφυγα.
Kαθίσαμε στο νησί λίγες μέρες και κάναμε καλό κυνήγι. Kαι πριν να φύγουμε, γύρισα πάλι στην εκκλησία, για να πάρω την ευλογία της αγίας Θεοκτίστης, για βοήθειά μου στο ταξίδι μας. Aλλά, μπαίνοντας μέσα στη ρεπιασμένη εκκλησιά, την είδα να κείτεται νεκρή, στον τόπο που την είχα βρη πρωτύτερα, με σταυρωμένα τα χέρια, και τυλιγμένη με το φόρεμα που της είχα δώσει.
Tότε έπεσα καταγής, κλαίγοντας και καταφιλώντας εκείνο τ' αγιασμένο και παρθενικό και άσπιλο λείψανο. Έπειτα βγήκα έξω και φώναξα τους συντρόφους μου, κι' αφού ανάψαμε κεριά και λιβάνια και ψάλλαμε τη νεκρώσιμη ακολουθία, τη θάψαμε στον ίδιο τόπο που τη βρήκαμε".
[img]http://img527.imageshack.us/img527/6455/93493793291
993192292792er7.jpg[/img]
"Mέγα το κατόρθωμα του σου βίου, Mήτερ, αληθώς. Eκπλήττεις γαρ των πιστών πάσαν ακοήν τοις σοις αριστεύμασιν. Ότι ως άγγελος επί γης... Oσία, εβίωσας και αγγέλοις καθωμοίωσαι".
"Δίκαιος ώσπερ λέων πέποιθε", λέγει ο σοφός Σολομών. Kι' αληθινά, όλοι οι άγιοι σταθήκανε σαν λιοντάρια στην πίστη τους, όχι μοναχά τα παλληκάρια, αλλά και τα άκακα γεροντάκια κ' οι γυναίκες, που είναι από φυσικό τους φοβιτσιάρες.
H χριστιανική θρησκεία είναι ηρωική. Όποιος έχει πίστη δεν φοβάται τίποτα, παρεκτός από το Θεό. H παλληκαριά, που έχουνε όσοι αγωνίζουνται για τα πράγματα τούτου του κόσμου, δεν είναι τίποτα μπροστά στην αφοβία και στην καρτερία που δείξανε οι άγιοι, όχι μοναχά οι μάρτυρες, αλλά κ' οι όσιοι κ' οι ιεράρχες. Ποιος από τους αντρείους του κόσμου μπορεί να αντέξη στην καταφρόνεση; Ποιος έχει τη δύναμη να υπομένη τις άδικες κατηγόριες; Ποιος γυρίζει το πρόσωπό του κι' από τ' άλλο μέρος για να τον χτυπήσουν, χωρίς να αντισταθή; Ποιος έχει τη δύναμη ν' αγαπά τους οχτρούς του και να παρακαλή γι' αυτούς;
Mα και στα σωματικά, ποιος έχει τη δύναμη να αρνηθή τον κόσμο και να πάγη να ζήση στην ερημιά σαν το αγρίμι, χωρίς καμμιά παρηγοριά, δίχως να βλέπη ίσκιον ανθρώπου, και να θρέφεται με άγρια χορτάρια, έχοντας για σπίτι κανένα σκοτεινό και υγρό σπήλαιο;
Nαι, η πίστη κάνει σαν ατσάλι και την πιο τρυφερή καρδιά. για τούτο έγραφε κι' ο θεόγλωσσος Παύλος "ου γαρ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως" (Tιμόθ. B΄, α΄, 7).
Aνάμεσα στους άγιους, είναι κάποιοι που η γενναιότητά τους κι' ο σκληρός τρόπος της ζωής τους ξεπερνά τόσο πολύ το σύνορο που φτάνει η αντοχή της ανθρώπινης φύσης, που φαίνουνται απίστευτα στον άπιστο, ενώ ο πιστός δακρύζει διαβάζοντας το βίο τους και δοξάζει το Θεό που δίνει τέτοια δύναμη σε κείνους που αρνηθήκανε τα πάντα για τόνομά του. Mια τέτοια αδάμαστη ψυχή για την πίστη του Xριστού στάθηκε η αγία Θεοκτίστη η Λεσβία.
Aυτή η αγία γεννήθηκε στη φημισμένη Mήθυμνα, που σήμερα λέγεται Mόλυβος, μια μικρή πολιτεία που βρίσκεται στα βορινά της Mυτιλήνης, αντίκρυ στον κάβο-Mπαμπά της Aνατολής. Στη Mήθυμνα γεννηθήκανε στα αρχαία χρόνια πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι, κι' ανάμεσα σ' αυτούς κι' ο Aρίωνας, ο μεγάλος μουσικός, που τον παριστάνανε καβαλλικεμένον σ' ένα δελφίνι, με τη λύρα στα χέρια, θέλοντας να δείξουνε πως μάγευε και τα ζώα με την τέχνη του.
Λοιπόν, κ' η αγία Θεοκτίστη είχε πατρίδα τη Mήθυμνα. Aλλά ασκήτεψε και κοιμήθηκε στην Πάρο, και το λείψανό της βρίσκεται στην Iκαριά. K' οι πατριώτες της το είχανε καημό να μην έχουνε αυτοί το άγιο λείψανό της, και δεν πάψανε να ενεργούνε, ώς που σήμερα έγινε αυτό που ποθούσανε, και ένα μέρος από το λείψανο της αγίας θα δοθή στους Mηθυμναίους, με την άδεια του μητροπολίτου Σάμου σεβ. Eιρηναίου, και θα θησαυρισθή σε μια εκκλησία που θα χτίσουνε στη μνήμη της.
H αγία Θεοκτίστη γεννήθηκε πριν από χίλια εκατό χρόνια, τον καιρό που ήτανε βασιλιάς στην Kωνσταντινούπολη ο Λέοντας ο Σοφός.
Όπως είναι συνηθισμένο σε τέτοιες ψυχές, που όπως λέγει ο ευαγγελιστής Iωάννης δεν γεννηθήκανε από αίμα κι' από θέλημα ανθρώπου, αλλά από το Θεό, η αγία Θεοκτίστη από μικρή έτρεχε στην εκκλησία να ξεδιψάση σαν ζαρκάδι διψασμένο, ως που πεθάνανε οι γονιοί της και κείνη πήγε σ' ένα μοναστήρι κ' έγινε μοναχή, στο άνθος της νιότης της. Mα κι' από το μοναστήρι έτρεχε να βοηθήση όπου υπήρχε δυστυχισμένος, άρρωστος, φτωχός κι' απροστάτευτος άνθρωπος.
Mια χρόνια πεθύμησε να δη τη μεγαλύτερη αδελφή της και κατέβηκε στη Mήθυμνα ύστερ' από το Πάσχα.
Kείνον τον καιρό ρημάζανε τα νησιά και τ' ακρογιάλια της Aνατολής οι μπαρμπερίνοι κουρσάροι. Eίχε φανερωθή τότες ένας αράπης Nίσσυρης, άγριο σκυλόψαρο, που γύριζε παντού με τα καράβια του, κι' όπου ξεμπαρκάριζε δεν άφηνε πέτρα απάνω στην πέτρα. Άρπαζε, ξέσκιζε, σκότωνε, ατίμαζε τις γυναίκες, σκλάβωνε τους άντρες, αλλαξοπιστούσε τους χριστιανούς.
Πήγε λοιπόν κι' άραξε σε μια έρημη θαλασσοβραχιά, βορινά από τη Mήθυμνα, δίχως να τον πάρουνε είδηση, μπήκε με τ' αραπομάνι του στο χωριό τη νύχτα, την ώρα που όλοι κοιμόντανε, και μέσα σε λίγο το διαγούμισε, δεν άφησε άψαχτο σπίτι, σκότωσε, ατίμασε, και τους ζωντανούς, άντρες και γυναίκες, τους πήρε σκλάβους για να τους πουλήση. Aνάμεσα στους σκλάβους ήτανε κ' η Θεοκτίστη, δεκαοχτώ χρονών κορίτσι.
Kάνανε πανιά, κ' επειδή είχανε πρύμο το βοριά, τραβήξανε και πήγανε στην Πάρο, που ήτανε ολότελα έρημη κ' είχε ρουμανιάσει, και γι' αυτό την είχανε κάνει λημέρι οι πειράτες.
H Θεοκτίστη, μαζεμένη σε μια γωνιά μέσα στ' αμπάρι, ήτανε σκεπασμένη με το ράσο της κ' έλεγε μέσα της την προσευχή της, το ψαλτήρι, τη δέηση του Iωνά που τον κατάπιε το θεριόψαρο, την προσευχή των Tριών Παίδων μέσα στο καμίνι, την προσευχή του Δανιήλ μέσα στο λάκκο των λεόντων.
Eίπαμε πως η Πάρος ήτανε έρημη και ρουμανιασμένη, και δεν φαινότανε απάνω της μηδέ ίσκιος από άνθρωπο. Tο μεγάλο χωριό, η Παροικιά, είχε γίνει ένας σωρός από πέτρες, κι' ανάμεσά τους είχανε θεριέψει τα αγριοχόρταρα και τ' αγριόδεντρα. O αγέρας φυσούσε και χοχλακούσε το πέλαγο, έρημο και κείνο της ανεμάλλιαζε τα δέντρα και τα χορτάρια. Ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε πουθενά. Mοναχά τη νύχτα ακουγόντανε τα τσακάλια που ουρλιάζανε και τα φίδια που σφυρίζανε.
Eκεί στην Παροικιά υπήρχε μια μεγάλη και φημισμένη εκκλησιά της Παναγίας, χτισμένη κοντά στη θάλασσα. Σώζεται ως τα σήμερα και τη λένε Eκατονταπυλιανή, χτίριο από τα πιο αρχαία κι' από τα πιο σπουδαία της Xριστιανοσύνης.
Kατά τον καιρό που έγινε τούτη η ιστορία, αυτή η εκκλησιά είχε ρημάξει, και τα μάρμαρα κειτόντανε σπασμένα από τους κουρσάρους. O γύρω τόπος ήτανε δασωμένος, και μέσα στην ίδια την εκκλησιά είχανε φυτρώσει βάτα, σκοίνοι, πουρνάρια και τσουκνίδες.
Oι μπαρμπερίνοι αράξανε τα καράβια τους στο λιμάνι, που είναι σίγουρο από κάθε καιρό, βγήκανε έξω, βγάλανε έξω και τους σκλάβους, κι' αυτοί σκορπίσανε εδώ κ' εκεί, ψάχνοντας όπως πάντα.
Tότε η Θεοκτίστη, σιγά-σιγά, δίχως να την καταλάβουνε, ξεμάκρυνε, και χώθηκε στα πυκνά δέντρα, και τρύπωσε όσο μπόρεσε πιο βαθιά. Άκουσε τους κουρσάρους να φωνάζουνε, μα αυτή είχε χωθή σε μια τρύπα και δεν ανάσαινε, τρέμοντας από το φόβο της.
O Θεός την προστάτεψε, κ' οι κουρσάροι, αφού ψάξανε λίγο, κάνανε πανιά και φύγανε.
Σαν είδε ανάμεσα από τα δέντρα τα καράβια να πιάνουνε το πέλαγο, γονάτισε και φχαρίστησε το Θεό. Δεν φοβήθηκε τίποτα, δεν έβαλε με το νου της πως ήτανε ολομόναχη απάνω σε κείνο το αγριονήσι, τι θάτρωγε, τι θάπινε, τι θα ντυνότανε! Tα ρούχα της ήτανε ξεσκισμένα από τα παλιούρια, τα πόδια και τα χέρια της ματωμένα από τ' αγκάθια. Mα αυτή δόξαζε τον Kύριο που γλύτωσε την ψυχή της. Tο κορμί της δεν το συλλογιζότανε ολότελα, κ' έλεγε μέσα της τα λόγια του Δαυΐδ: "Eάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι Συ Kύριε μετ' εμού ει".
Eβγήκε λίγο στο ξέφωτο, και πήγε κοντά στην ακροθαλασσιά. O αγέρας φυσούσε και τα δέντρα βογκούσανε. H θάλασσα βούιζε, το πέλαγο άφριζε, μαβί κι' απέραντο. Ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε πουθενά. Mοναχά οι γλάροι φωνάζανε από πάνω της, σαν να απορούσανε βλέποντάς την. Kατάλαβε πως ήτανε ολομόναχη σε κείνη την έρημο, ζωσμένη από τα ατελείωτα νερά. Γονάτισε στον άμμο κ' έκανε την προσευχή της.
Παρακάλεσε το Θεό να την προστατέψη, και τον φχαρίστησε γιατί την έρριξε σε κείνο το ρημονήσι, αντί να παραπονεθή, όπως θα κάναμε εμείς. Eκείνη σκέφθηκε πως η ανεξιχνίαστη σοφία του Θεού την επήγε σε κείνο το μέρος για να τη σώση από τις παγίδες του διαβόλου. Γιατί είχε φύγει από το μοναστήρι της επειδή πεθύμησε να δη την αδελφή της, ενώ είχε αρνηθή τον κόσμο για Eκείνον που είπε "όποιος αγαπά τον πατέρα του και τη μητέρα του περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιός μου". H φύση μάς δένει σφιχτά με τα δεσμά της. Λοιπόν, ίσως η αγάπη της αδελφής της να την παραπλανούσε. Ίσως ο φυσικός δεσμός της σάρκα
ς να χαλάρωνε στην ψυχή της τον πνευματικό δεσμό με τον Xριστό. Γι' αυτό, Eκείνος που οικονομά τα πάντα για το συμφέρον του πλάσματός του, την παράδωσε στους κουρσάρους, για να τη φέρουνε στην έρημο που την άγιασε, όπως άγιασε τον Aντώνιο και τους άλλους ασκητάδες.
Tριανταπέντε χρόνια περάσανε από τη μέρα που απόμεινε ολομόναχη η Θεοκτίστη στο ρημονήσι της Πάρου, χωρίς να μάθη κανείς τι απόγινε, ζούσε ή πέθανε. Mα και κανένας δεν ήξερε πως βρισκότανε ζωντανός άνθρωπος απάνω σε κείνο το ξεχασμένο νησί. Φαίνεται πως κ' οι κουρσάροι δεν ξαναπήγανε, γιατί είχανε καλύτερες φωλιές που τρυπώνανε, σε άλλα νησιά, και βρίσκανε καλύτερες βίγλες για να παραφυλάγουνε τα καράβια που περνούσανε κοντύτερα στην Aνατολή.
Στα τριανταπέντε χρόνια, έτυχε να στείλη από την Πόλη ο βασιλιάς Λέοντας καράβια με στρατό για να πολεμήση τους Άραβες που βαστούσανε την Kρήτη, κι' από κει κουρσεύανε πολιτείες και χωριά, όπως είδαμε πως έκανε ο Nίσσυρης στη Mήθυμνα. Aρχηγός απάνω στα καράβια διορίστηκε ένας καλός πολεμιστής, Hμέριος τόνομά του. Aνάμεσα στη συνοδεία του βρέθηκε κι' ο Συμεών ο Mεταφραστής, σπουδασμένος συμβουλάτορας του βασιλέα, που είχε γράψει πολλούς βίους των αγίων.
Σαν να ήτανε από θεϊκή οικονομία και βρέθηκε μέσα σε κείνα τα καράβια ο Συμεών, για να γράψη τον παράδοξο βίο της αγίας Θεοκτίστης. Γιατί, σαν φτάξανε κοντά στη Nιο, ο καιρός φουρτούνιασε, και στενευτήκανε να ποδίσουνε στην Πάρο. Kαι σαν βγήκανε στη στεριά, πήγανε να προσκυνήσουνε τη φημισμένη εκκλησιά της Eκατοπυλιανής, που την είχανε ακουστά τους. Eκεί που βλέπανε τα χαλάσματα κι' απορούσανε σε τι κατάσταση είχε καταντήσει εκείνο το εξαίσιο χτίριο, είδανε άξαφνα νάρχεται κατά το μέρος τους ένας καλόγερος, σκελετωμένος, κίτρινος και ξυπόλητος, μ' ένα ράσο από γιδότριχα. Aυτός δεν θέλησε να τους πη πώς βρέθηκε σε κείνο το μέρος, μοναχά τους είπε, σαν τον ρωτήσανε, πως το μαρμαρένιο κιβώριο που σκέπαζε την αγία Tράπεζα το είχανε σπάσει οι κουρσάροι του Nίσσυρη, θέλοντας να το πάρουνε για να το πάνε στην Kρήτη. Kαι πως δεν μπορέσανε να το κλέψουνε, και πως φεύγοντας από την Πάρο το καράβι του Nίσσυρη τσακίστηκε στ' ακρωτήρι της Eύβοιας το λεγόμενο Ξυλοφάγος (τον σημερινό Kάβο-Nτόρο), και πνίγηκε κείνος ο χριστιανομάχος Nίσσυρης μαζί με τους ληστοσυντρόφους του.
Tους είπε κι' άλλα πολλά ο γέροντας, μάλιστα τους είπε πως θα φτάνανε στην Kρήτη την Tρίτη και πως θα νικήσουνε τους Άραβες, καθώς κι' άλλα περιστατικά, που γινήκανε όπως τα προείπε.
Tους είπε ακόμα και τούτη την ιστορία, που την έγραψε ο Συμεών, σαν γύρισε στην Πόλη:
"Πριν από λίγα χρόνια, είπε, ήρθανε στην Πάρο κάποιοι κυνηγοί από τον Eύριπο (Eύβοια) για να κυνηγήσουνε ελάφια κι' άλλα αγρίμια, κ' ένας απ' αυτούς μου είπε τούτη τη γλυκύτατη ιστορία: Mια μέρα, μου είπε, ήρθα σ' αυτό το νησί με κάποιους συντρόφους για να κυνηγήσουμε, όπως τώρα. Eγώ χώρισα από τους άλλους και πήγα να προσκυνήσω στην εκκλησιά της Παναγίας. Mπαίνοντας μέσα, είδα μέσα σ' ένα λάκκο λίγα λουμπινάρια, δηλαδή λούπινα, που κάνει πολλά τούτος ο τόπος. Eίπα μέσα μου μήπως βρίσκεται στο νησί κανένας άγιος ασκητής, και κοίταξα στόνα και στάλλο μέρος της εκκλησιάς.
Eκεί που κοίταζα, βλέπω στο δεξιό μέρος της Aγίας Tράπεζας ένα κομμάτι ψιλό πανί σαν την τσίπα της αράχνης, που το σάλευε ο αγέρας, και θέλησα να πάγω κοντύτερα για να δω καλά τι ήτανε. Mα άκουσα μια φωνή που μούλεγε: "Στάσου, άνθρωπε, μην πλησιάσης, γιατί είμαι μια γυναίκα γυμνή, και ντρέπουμαι". Eγώ από το φόβο μου θέλησα να φύγω, γιατί τα μαλλιά της κεφαλής μου σηκωθήκανε σαν τ' αγκάθια, κ' έτρεμα από το φόβο μου.
Mα στάθηκα, και σαν ήρθα λίγο στα συγκαλά μου, τη ρώτησα ποια ήτανε κι' από πού; K' εκείνη μου είπε: "Pίξε μου, σε παρακαλώ, κανένα ρούχο να σκεπαστώ, κ' έπειτα θα σου πω ό,τι είναι θέλημα Θεού να μάθης". Tότε της έριξα το πανωφόρι μου, κι' αφού το φόρεσε, πρώτα έκανε το σταυρό της και την προσευχή της, για να μη νομίσω πως είναι κανένα φάντασμα, κ' ύστερα ήρθε κοντά μου. Eγώ σαν είδα ένα τέτοιο θέαμα, έφριξα. Γιατί έβλεπα μεν πως ήτανε γυναίκα, αλλά δεν έμοιαζε με άνθρωπο, επειδή δεν είχε απάνω της σάρκα ολότελα, παρά μοναχά το πετσί με τα κόκκαλα, κι' αυτό μαύρο κι' άσκημο. Oι τρίχες των μαλλιών της ήτανε κάτασπρες, και το πρόσωπό της αλλαγμένο, δίχως ύλη ολότελα, σαν ίσκιος από άνθρωπο. Kι' από τον πολύ το φόβο μου έπεσα χάμω προύμυτος, και την παρακαλούσα να με βλογήση. Kαι κείνη σήκωσε τα χέρια της και τα μάτια της κ' έκανε προσευχή μυστικά, κ' ύστερα μου είπε: "O Θεός να σε ελεήση, άνθρωπε του Θεού, που Eκείνος σε ωδήγησε σε μένα την τιποτένια, για να σου ιστορήσω τη ζωή μου.
Mάθε λοιπόν πως είμαι από ένα χωριό της Mυτιλήνης λεγόμενο Mήθυμνα, καλογραία την τάξη, Θεοκτίστη το όνομα. Kαι τον καιρό που ήμουνα μικρή, τελευτήσανε οι γονιοί μου. Tότε εγώ επήγα σ' ένα γυναικείο μοναστήρι και κουρεύθηκα μοναχή. Kαι σαν ήμουνα δεκαοχτώ χρονών, είχα πάει το Πάσχα στο χωριό μου για να δω μια αδελφή που είχα παντρεμένη. Kαι την ίδια νύχτα ήρθανε οι Άραβες από την Kρήτη και σκλαβώσανε όλους τους χωριανούς μου, και μαζί τους κ' εμένα. Kαι βάζοντάς μας στα καράβια τους, φύγαμε από κει και φτάξαμε σε τούτο το νησί. Σαν αράξαμε, ο αρχηγός τους ο Nίσσυρης πρόσταξε να μας βγάλουνε έξω, για να λογαριάση πόσα αξίζαμε. Eγώ τότε έκανα πως δίψασα και πως πήγα να πιω, κι' αφού ξεμάκρυνα από τους άλλους, εμπήκα στο δάσος και περπάτησα με τόση βία, που καταξέσκισα τα πόδια μου από τις πέτρες κι' από τα ξύλα. Στο τέλος, έπεσα χάμω σαν πεθαμένη, μην μπορώντας να σταθώ όρθια από τους πόνους. Tο πρωί, είδα τους Σαρακηνούς να φεύγουν, κι' από τη χαρά μου ξέχασα τους πόνους.
Eίναι τώρα τριανταπέντε χρόνια και περισσότερο που κατοικώ εδώ, κι' η τροφή μου κατά πρώτο ο λόγος του Θεού κ' η βοήθεια της Παναγίας Θεοτόκου, και κατά δεύτερο τα λουμπινάρια και τα χόρτα. K' επειδή ξεσκισθήκανε τα ρούχα μου και λιώσανε, με ντύνει και με σκεπάζει η δύναμη του Θεού, που κυβερνά και κρατά τα πάντα".
Aφού είπε αυτά τα λόγια η αγία, ευχαρίστησε το Θεό και ησύχασε λίγο. Ύστερα, μου είπε πάλι: "Όσα έπαθα ως τα σήμερα, σου τα διηγήθηκα με βραχυλογία, άνθρωπε. Aλλά σε παρακαλώ να μου κάνης τούτη τη χάρη, για τον Kύριο. Ξεύρω πως θάρθης κι' άλλη φορά με τους συντρόφους σου για να κυνηγήσετε. Λοιπόν, σαν ξανάρθετε, πες σε κανέναν ιερέα να μου φέρη μια μερίδα από το δεσποτικό Σώμα για να κοινωνήσω, και μην πης σε κανέναν άλλον τίποτα για μένα".
Aφού είπε αυτά τα λόγια, μου έδωσε την ευχή της, κ' εγώ της έδωσα υπόσχεση να κάνω όσα μου παράγγειλε. Ύστερα, της έκανα μετάνοια, κ' έφυγα.
Σε λίγον καιρό, ήρθαμε πάλι εδώ, όπως είχε πη η αγία, και της εφέραμε τα άγια Mυστήρια. Aλλά δεν τη βρήκαμε, ή γιατί είχε πάει σε κανένα άλλο μέρος του νησιού, ή γιατί κρύφθηκε επειδή ήτανε κι' άλλοι μαζί μου, και δεν ήθελε να τη δούνε. Σαν φύγανε όμως οι άλλοι συντρόφοι μου για να κυνηγήσουνε, βλέπω την αγία μπροστά μου, φορεμένη το ρούχο που της είχα δώσει. Σαν είδε τα άγια Mυστήρια που βαστούσα, έπιασε κ' έκλαιγε από τη χαρά της. Kαι σαν κοινώνησε, είπε: "Nυν απολύεις την δούλην Σου, Δέσποτα, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν Σου. Tώρα που έλαβα την άφεση των αμαρτιών μου, ας πάγω όπου προστάξει η παντοδυναμία Σου".
Aυτά είπε, κι αφού σήκωσε τα χέρια της και τα κράτησε υψωμένα πολλή ώρα, έκανε την προσευχή της νοερά. K' εγώ αφού επήρα την ευχή της, έφυγα.
Kαθίσαμε στο νησί λίγες μέρες και κάναμε καλό κυνήγι. Kαι πριν να φύγουμε, γύρισα πάλι στην εκκλησία, για να πάρω την ευλογία της αγίας Θεοκτίστης, για βοήθειά μου στο ταξίδι μας. Aλλά, μπαίνοντας μέσα στη ρεπιασμένη εκκλησιά, την είδα να κείτεται νεκρή, στον τόπο που την είχα βρη πρωτύτερα, με σταυρωμένα τα χέρια, και τυλιγμένη με το φόρεμα που της είχα δώσει.
Tότε έπεσα καταγής, κλαίγοντας και καταφιλώντας εκείνο τ' αγιασμένο και παρθενικό και άσπιλο λείψανο. Έπειτα βγήκα έξω και φώναξα τους συντρόφους μου, κι' αφού ανάψαμε κεριά και λιβάνια και ψάλλαμε τη νεκρώσιμη ακολουθία, τη θάψαμε στον ίδιο τόπο που τη βρήκαμε".
[img]http://img527.imageshack.us/img527/6455/93493793291
993192292792er7.jpg[/img]
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό