Η Αγάπη ού περπερεύεται...
Συντονιστές: konstantinoupolitis, Συντονιστές
ΑΓΑΠΗ
ΜΑΤΘ κεφ κβ' στιχ 36 -40
Διδάσκαλέ, ποία εντολή είναι μεγάλη εν τω νόμω;
Και ο Ιησούς είπε προς αυτόν, «Θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου».
Αύτη είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή.
Δευτέρα δε ομοία αυτής, «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.»
Εν ταύταις ταις δύο εντολαίς, όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται.
ΜΑΡΚ κεφ ιβ' στιχ 32-33
Και είπε προς αυτόν ο γραμματεύς, Καλώς, Διδάσκαλε, αληθώς είπας, ότι είναι είς Θεός, και δεν είναι άλλος εκτός αυτού
και το να αγαπά τις αυτόν εξ όλης της καρδίας, και εξ όλης της συνέσεως, και εξ όλης της ψυχής, και εξ όλης της δυνάμεως, και το να αγαπά τον πλησίον ως εαυτόν, είναι πλειότερον πάντων των ολοκαυτωμάτων και των θυσιών.
ΛΟΥΚ κεφ ζ' στιχ 47
Διά τούτο, σοι λέγω, συγκεχωρημέναι είναι αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί διότι ηγάπησε πολύ εις όντινα δε συγχωρείται ολίγον, ολίγον αγαπά.
ΙΩΑΝ κεφ η' στιχ 42
Είπε λοιπόν προς αυτούς ο Ιησούς, Εάν ο Θεός ήτο πατήρ σας, ηθέλετε αγαπά εμέ διότι εγώ εκ του Θεού εξήλθον, και έρχομαι
επειδη δεν ηλθον απ'εμαυτου,αλλ'εκεινος με απεστειλε.
ΙΩΑΝ κεφ ιδ στιχ 21,23-24
Ο έχων τας εντολάς μου και φυλάττων αυτάς, εκείνος είναι ο αγαπών με ο δεν αγαπών με, θέλει αγαπηθή υπό του Πατρός μου
και εγώ θέλω αγαπήσει αυτόν, και θέλω φανερώσει εμαυτόν εις αυτόν.
στιχ 23-24
Απεκρίθη ο Ιησούς και είπε προς αυτόν, Εάν τις με αγαπά, τον λόγον μου θέλει φυλάξει, και ο Πατήρ μου θέλει αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν θέλομεν ελθεί, και εν αυτώ θέλομεν κατοικήσει.
Ο μή αγαπών με τους λόγους μου δεν φυλαττει. Και ο λόγος τον οποίον ακούετε, δεν είναι δικός μου, αλλά του πέμψαντός με Πατρός.
Α' ΠΕΤ κεφ α' στιχ 8
...τον οποίον άν και δεν είδετε, αγαπάτε...
Α' ΙΩΑ κεφ β' στιχ 15
Μη αγαπάτε τον κόσμον μηδέ τα εν τω κόσμω εάν τις αγαπά τον κόσμον, η αγάπη του Πατρός δεν είναι εν αυτώ ...
Α' ΙΩΑ κεφ δ' στιχ 16-21
Και ημείς εγνωρίσαμεν και επιστεύσαμεν την αγάπην, την οποίαν έχει ο Θεός προς ημάς. Ο Θεός είναι αγάπη και όστις μένει εν τη αγάπη, εν τω Θεώ μένει, και ο Θεός εν αυτώ.
Εν τουτω ειναι τελειωμενη η αγαπη μεθ'ημων,δια να εχωμεν παρρησιαν εν τη ημερα της κρισεως διοτι καθως εκεινος ειναι,ουτω και ημεις ειμεθα εν τω κοσμω τουτω.
Φόβος δεν είναι εν τη αγάπη, αλλ'η τελεία αγάπη έξω διώκει τον φόβον διότι ο φόβος έχει κόλασιν και ο φοβούμενος δεν είναι τετελειωμένος εν τη αγάπη.
Ημείς αγαπώμεν αυτόν, διότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς.
Εάν τις είπη, "Οτι αγαπώ τον Θεόν, και μισή τον αδελφόν αυτού, ψεύστης είναι διότι όστις δεν αγαπά τον αδελφόν αυτού τον οποίον είδε, τον Θεόν, τον οποίον δεν είδε, πώς δύναται να αγαπά;
Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ'αυτού, Όστις αγαπά τον Θεόν, να αγαπά και τον αδελφόν αυτού.
Α' ΙΩΑ κεφ ε' στιχ 1-3
Πας οστις πιστευει οτι ο Ιησους ειναι ο Χριστος,εκ του Θεου εγεννηθη και πας οστις αγαπα τον γεννησαντα,αγαπα και τον γεννηθεντα εξ αυτου.
Εκ τούτου γνωρίζομεν ότι αγαπώμεν τα τέκνα του Θεού, όταν τον Θεόν αγαπώμεν, και τας εντολάς αυτού φυλάττωμεν.
Διότι αύτη είναι η αγάπη του Θεού, το να φυλάττωμεν τας εντολάς αυτού και αι εντολαί αυτού βαρείαι δεν είναι.
ΜΑΤΘ κεφ ε' στιχ 43-44
Ηκούσατε ότι ερρέθη, "Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου", και μίσει τον εχθρόν σου.
Εγώ όμως σας λέγω, Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους οίτινες σας καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους οίτινες σας μισούσι, και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων οίτινες σας βλάπτουσι και σας κατατρέχουσι
ΜΑΤΘ κεφ ε' στιχ 46
Διότι εάν αγαπήσετε τους αγαπώντας σας, ποίον μισθόν έχετε; και οι τελώναι δεν κάμνουσι το αυτό;
ΜΑΤΘ κεφ ι' στιχ 37
Οστις αγαπά πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, δεν είναι άξιος εμού και όστις αγαπά υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ, δεν είναι άξιος εμού.
ΜΑΤΘ κεφ κδ' στιχ 12-13
Και επειδή θέλει πληθυνθεί η ανομία, η αγάπη των πολλών θέλει ψυχρανθή.
Ο δε υπομείνας έως τέλους, ούτος θέλει σωθή.
ΙΩΑΝ κεφ ιγ' στιχ 34-35
Εντολή καινήν σας δίδω, Να αγαπάτε αλλήλους καθώς εγώ σας ηγάπησα, και σείς να αγαπάτε αλλήλους.
Εκ τούτου θέλουσι γνωρίσει πάντες ότι είσθε μαθηταί μου, εάν έχητε αγάπην προς αλλήλους.
ΡΩΜ κεφ ιβ' στιχ 9
Η αγάπη ας είναι ανυπόκριτος? αποστρέφεσθε το πονηρόν, προσκολλάσθε εις το αγαθόν.
ΡΩΜ κεφ ιγ' στιχ 8-10
Εις μηδενα μη οφειλετε μηδεν,ειμη το να αγαπατε αλληλους διοτι ο αγαπων τον αλλον εκπληροι τον νομον
Επειδη το "Μη μοιχευσεις,Μη φονευσης,Μη κλεψεις,Μη ψευδομαρτυρησης,Μη επιθυμησεις" και πασα αλλη εντολη,εν τουτω τω λογω συμπεριλαμβανεται,εν τω,"Θελεις αγαπα τον πλησιον σου ως σεαυτον."
Η αγάπη κακόν δεν κάμνει εις τον πλησίον είναι λοιπόν εκπλήρωσις του νόμου νόμου η αγάπη.
Α'ΚΟΡ κεφ η' στιχ 1
...η γνώσις όμως φυσιοί, η δε αγάπη οικοδομεί.
Α'ΚΟΡ κεφ ιγ' στιχ 1-8
Εάν λαλώ τας γλώσσας των ανθρώπων και των αγγέλων, αγάπην δε μή έχω, έγεινα χαλκός ηχών, ή κύμβαλον αλαλάζον.
Και εάν έχω προφητείαν, και εξεύρω πατά τα μυστήρια και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε να μετατοπίζω όρη, αγάπην δε μή έχω, είμαι ουδέν.
Και εάν πάντα τα υπάρχοντά μου διανείμω, και εάν παραδώσω το σώμα μου διά να καυθώ, αγάπην δε μή έχω, ουδέν ωφελούμαι.
Η αγάπη μακροθυμεί, αγαθοποιεί η αγάπη δεν φθονεί η αγάπη δεν αυθαδιάζει, δεν επαίρεται,
δεν ασχημονεί, δεν ζητεί τα εαυτής, δεν παροξύνεται, δεν διαλογίζεται το κακόν
δεν χαίρει εις την αδικίαν, συγχαίρει δε εις την αλήθειαν.
Πάντα ανέχεται, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει.
Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. Τα άλλα όμως, είτε προφητείαι είναι, θέλουσι καταργηθή είτε γλώσσαι, θέλουσι παύσει είτε γνώσις, θέλει καταργηθή
Α'ΚΟΡ κεφ ιγ' στιχ 13
Τώρα δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα? μεγαλητέρα δε τούτων είναι η αγάπη.
Α'ΚΟΡ κεφ ιδ' στιχ 1
Ακολουθείτε την αγάπην και ζητείτε μετά ζήλου τα πνευματικά, μάλλον δε το να προφητεύητε
Α'ΚΟΡ κεφ ις' στιχ 14
Πάντα τα έργα υμών ας γίνονται εν αγάπη.
Β'ΚΟΡ κεφ ε' στιχ 14
Επειδή η αγάπη του Χριστού συσφίγγει ημάς...
ΜΑΤΘ κεφ κβ' στιχ 36 -40
Διδάσκαλέ, ποία εντολή είναι μεγάλη εν τω νόμω;
Και ο Ιησούς είπε προς αυτόν, «Θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου».
Αύτη είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή.
Δευτέρα δε ομοία αυτής, «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.»
Εν ταύταις ταις δύο εντολαίς, όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται.
ΜΑΡΚ κεφ ιβ' στιχ 32-33
Και είπε προς αυτόν ο γραμματεύς, Καλώς, Διδάσκαλε, αληθώς είπας, ότι είναι είς Θεός, και δεν είναι άλλος εκτός αυτού
και το να αγαπά τις αυτόν εξ όλης της καρδίας, και εξ όλης της συνέσεως, και εξ όλης της ψυχής, και εξ όλης της δυνάμεως, και το να αγαπά τον πλησίον ως εαυτόν, είναι πλειότερον πάντων των ολοκαυτωμάτων και των θυσιών.
ΛΟΥΚ κεφ ζ' στιχ 47
Διά τούτο, σοι λέγω, συγκεχωρημέναι είναι αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί διότι ηγάπησε πολύ εις όντινα δε συγχωρείται ολίγον, ολίγον αγαπά.
ΙΩΑΝ κεφ η' στιχ 42
Είπε λοιπόν προς αυτούς ο Ιησούς, Εάν ο Θεός ήτο πατήρ σας, ηθέλετε αγαπά εμέ διότι εγώ εκ του Θεού εξήλθον, και έρχομαι
επειδη δεν ηλθον απ'εμαυτου,αλλ'εκεινος με απεστειλε.
ΙΩΑΝ κεφ ιδ στιχ 21,23-24
Ο έχων τας εντολάς μου και φυλάττων αυτάς, εκείνος είναι ο αγαπών με ο δεν αγαπών με, θέλει αγαπηθή υπό του Πατρός μου
και εγώ θέλω αγαπήσει αυτόν, και θέλω φανερώσει εμαυτόν εις αυτόν.
στιχ 23-24
Απεκρίθη ο Ιησούς και είπε προς αυτόν, Εάν τις με αγαπά, τον λόγον μου θέλει φυλάξει, και ο Πατήρ μου θέλει αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν θέλομεν ελθεί, και εν αυτώ θέλομεν κατοικήσει.
Ο μή αγαπών με τους λόγους μου δεν φυλαττει. Και ο λόγος τον οποίον ακούετε, δεν είναι δικός μου, αλλά του πέμψαντός με Πατρός.
Α' ΠΕΤ κεφ α' στιχ 8
...τον οποίον άν και δεν είδετε, αγαπάτε...
Α' ΙΩΑ κεφ β' στιχ 15
Μη αγαπάτε τον κόσμον μηδέ τα εν τω κόσμω εάν τις αγαπά τον κόσμον, η αγάπη του Πατρός δεν είναι εν αυτώ ...
Α' ΙΩΑ κεφ δ' στιχ 16-21
Και ημείς εγνωρίσαμεν και επιστεύσαμεν την αγάπην, την οποίαν έχει ο Θεός προς ημάς. Ο Θεός είναι αγάπη και όστις μένει εν τη αγάπη, εν τω Θεώ μένει, και ο Θεός εν αυτώ.
Εν τουτω ειναι τελειωμενη η αγαπη μεθ'ημων,δια να εχωμεν παρρησιαν εν τη ημερα της κρισεως διοτι καθως εκεινος ειναι,ουτω και ημεις ειμεθα εν τω κοσμω τουτω.
Φόβος δεν είναι εν τη αγάπη, αλλ'η τελεία αγάπη έξω διώκει τον φόβον διότι ο φόβος έχει κόλασιν και ο φοβούμενος δεν είναι τετελειωμένος εν τη αγάπη.
Ημείς αγαπώμεν αυτόν, διότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς.
Εάν τις είπη, "Οτι αγαπώ τον Θεόν, και μισή τον αδελφόν αυτού, ψεύστης είναι διότι όστις δεν αγαπά τον αδελφόν αυτού τον οποίον είδε, τον Θεόν, τον οποίον δεν είδε, πώς δύναται να αγαπά;
Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ'αυτού, Όστις αγαπά τον Θεόν, να αγαπά και τον αδελφόν αυτού.
Α' ΙΩΑ κεφ ε' στιχ 1-3
Πας οστις πιστευει οτι ο Ιησους ειναι ο Χριστος,εκ του Θεου εγεννηθη και πας οστις αγαπα τον γεννησαντα,αγαπα και τον γεννηθεντα εξ αυτου.
Εκ τούτου γνωρίζομεν ότι αγαπώμεν τα τέκνα του Θεού, όταν τον Θεόν αγαπώμεν, και τας εντολάς αυτού φυλάττωμεν.
Διότι αύτη είναι η αγάπη του Θεού, το να φυλάττωμεν τας εντολάς αυτού και αι εντολαί αυτού βαρείαι δεν είναι.
ΜΑΤΘ κεφ ε' στιχ 43-44
Ηκούσατε ότι ερρέθη, "Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου", και μίσει τον εχθρόν σου.
Εγώ όμως σας λέγω, Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους οίτινες σας καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους οίτινες σας μισούσι, και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων οίτινες σας βλάπτουσι και σας κατατρέχουσι
ΜΑΤΘ κεφ ε' στιχ 46
Διότι εάν αγαπήσετε τους αγαπώντας σας, ποίον μισθόν έχετε; και οι τελώναι δεν κάμνουσι το αυτό;
ΜΑΤΘ κεφ ι' στιχ 37
Οστις αγαπά πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, δεν είναι άξιος εμού και όστις αγαπά υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ, δεν είναι άξιος εμού.
ΜΑΤΘ κεφ κδ' στιχ 12-13
Και επειδή θέλει πληθυνθεί η ανομία, η αγάπη των πολλών θέλει ψυχρανθή.
Ο δε υπομείνας έως τέλους, ούτος θέλει σωθή.
ΙΩΑΝ κεφ ιγ' στιχ 34-35
Εντολή καινήν σας δίδω, Να αγαπάτε αλλήλους καθώς εγώ σας ηγάπησα, και σείς να αγαπάτε αλλήλους.
Εκ τούτου θέλουσι γνωρίσει πάντες ότι είσθε μαθηταί μου, εάν έχητε αγάπην προς αλλήλους.
ΡΩΜ κεφ ιβ' στιχ 9
Η αγάπη ας είναι ανυπόκριτος? αποστρέφεσθε το πονηρόν, προσκολλάσθε εις το αγαθόν.
ΡΩΜ κεφ ιγ' στιχ 8-10
Εις μηδενα μη οφειλετε μηδεν,ειμη το να αγαπατε αλληλους διοτι ο αγαπων τον αλλον εκπληροι τον νομον
Επειδη το "Μη μοιχευσεις,Μη φονευσης,Μη κλεψεις,Μη ψευδομαρτυρησης,Μη επιθυμησεις" και πασα αλλη εντολη,εν τουτω τω λογω συμπεριλαμβανεται,εν τω,"Θελεις αγαπα τον πλησιον σου ως σεαυτον."
Η αγάπη κακόν δεν κάμνει εις τον πλησίον είναι λοιπόν εκπλήρωσις του νόμου νόμου η αγάπη.
Α'ΚΟΡ κεφ η' στιχ 1
...η γνώσις όμως φυσιοί, η δε αγάπη οικοδομεί.
Α'ΚΟΡ κεφ ιγ' στιχ 1-8
Εάν λαλώ τας γλώσσας των ανθρώπων και των αγγέλων, αγάπην δε μή έχω, έγεινα χαλκός ηχών, ή κύμβαλον αλαλάζον.
Και εάν έχω προφητείαν, και εξεύρω πατά τα μυστήρια και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε να μετατοπίζω όρη, αγάπην δε μή έχω, είμαι ουδέν.
Και εάν πάντα τα υπάρχοντά μου διανείμω, και εάν παραδώσω το σώμα μου διά να καυθώ, αγάπην δε μή έχω, ουδέν ωφελούμαι.
Η αγάπη μακροθυμεί, αγαθοποιεί η αγάπη δεν φθονεί η αγάπη δεν αυθαδιάζει, δεν επαίρεται,
δεν ασχημονεί, δεν ζητεί τα εαυτής, δεν παροξύνεται, δεν διαλογίζεται το κακόν
δεν χαίρει εις την αδικίαν, συγχαίρει δε εις την αλήθειαν.
Πάντα ανέχεται, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει.
Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. Τα άλλα όμως, είτε προφητείαι είναι, θέλουσι καταργηθή είτε γλώσσαι, θέλουσι παύσει είτε γνώσις, θέλει καταργηθή
Α'ΚΟΡ κεφ ιγ' στιχ 13
Τώρα δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα? μεγαλητέρα δε τούτων είναι η αγάπη.
Α'ΚΟΡ κεφ ιδ' στιχ 1
Ακολουθείτε την αγάπην και ζητείτε μετά ζήλου τα πνευματικά, μάλλον δε το να προφητεύητε
Α'ΚΟΡ κεφ ις' στιχ 14
Πάντα τα έργα υμών ας γίνονται εν αγάπη.
Β'ΚΟΡ κεφ ε' στιχ 14
Επειδή η αγάπη του Χριστού συσφίγγει ημάς...
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
ΠΙΣΤΗ ΕΛΠΙΔΑ ΑΓΑΠΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΠΑΝΤΩΝ Η ΑΓΑΠΗ ΓΙΑΤΙ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΑΓΑΠΗ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ.
Εγώ όμως την μια την βλέπω σαν ακτίνα, την άλλη σαν φως και την τρίτη σαν ηλιακό δίσκο, και όλες μαζί σας ένα φωτεινό απαύγασμα. Και μια και την αυτή λαμπρότητα.
Η πίστη μπορεί να επιτελέσει τα πάντα.
Η ελπίδα περικυκλώνει με το έλεος του Θεού και δεν καταισχύνει τον ελπίζοντα.
Η αγάπη δεν πέφτει ποτέ από το ύψος της ούτε σταματά από το τρέξιμο της ούτε επιτρέπει σε αυτόν που πλήγωσε με τα βέλη της, να ηρέμηση από την «μακάρια μανία» που του προξένησε.
Η αγάπη ως προς την ποιότητα της είναι ομοιώσεις με τον Θεό, όσο βέβαια είναι δυνατόν στους ανθρώπους.
Ως προς την ενέργεια της μέθη της ψυχής.
Ως προς τις ιδιότητες της, πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.
Η αγάπη χορηγεί την χάρη της προφητείας, η αγάπη παρέχει την δύναμη της θαυματουργίας, η αγάπη είναι η άβυσσος της θείας εκλάμψεως, η αγάπη είναι η πηγή του θεϊκού πυρός.
Η αγάπη είναι η στάση και η εδραίωση των Αγγέλων, η πρόοδος στους αιώνες όλων των εκλεκτών του Θεού.
Η αγάπη κυρίως είναι η απόρριψη κάθε εχθρικής και αντίθετου σκέψεις, εφόσον η « αγάπη ου λογίζεται το κακό» (Α ΚΟΡιγ,5).
Η αγάπη και η απάθεια και η υιοθεσία μόνο στην ονομασία διαφέρουν.
Όπως ταυτίζεται η ενέργεια στο φως, στη φωτιά και στη φλόγα, έτσι να σκέπτεσαι ότι συμβαίνει και σε αυτές.
Όσον πόσο αγάπης λείπει, τόσο πόσο φόβου υπάρχει , γιατί όποιος δεν έχει φόβο ή είναι γεμάτος από αγάπη ή είναι νεκρωμένος ψυχικά.
Εάν το πρόσωπο που αγαπούμε γνήσια, μας μεταβάλλει εξ ολοκλήρου με την παρουσία του κα μας κάνει φαιδρούς και χαρωπούς και χωρίς λύπη, τι δεν θα προξενεί άραγε το πρόσωπο του Δεσπότου, όταν επισκέπτεται μυστικά την καθαρή ψυχή;
Εκείνος που αγαπά τον Κύριο έχει προηγούμενος αγαπήσει τον αδελφό του.
Το δεύτερο οπωσδήποτε είναι απόδειξη του πρώτου.
Η δύναμης της αγάπης είναι η ελπίδα, γιατί περιμένουμε τον μισθό της αγάπης.
Η ελπίδα είναι πλούτος, ενός πλούτου που δεν φαίνεται.
Αυτή φονεύει την απόγνωση
Αυτή είναι η θύρα της αγάπης.
Αυτή εικονίζει μέσα μας τα πράγματα που βρίσκονται μακριά.
Αυτή είναι ανάπαυσις και ανακούφιση από τους κόπους.
Έλλειψη της ελπίδας σημαίνει αφανισμό της αγάπης. Σε αυτήν είναι δεμένοι οι πόνοι, σε αυτήν είναι κρεμασμένοι οι κόποι, αυτήν περικυκλώνει το έλεος του Θεού
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ
Εγώ όμως την μια την βλέπω σαν ακτίνα, την άλλη σαν φως και την τρίτη σαν ηλιακό δίσκο, και όλες μαζί σας ένα φωτεινό απαύγασμα. Και μια και την αυτή λαμπρότητα.
Η πίστη μπορεί να επιτελέσει τα πάντα.
Η ελπίδα περικυκλώνει με το έλεος του Θεού και δεν καταισχύνει τον ελπίζοντα.
Η αγάπη δεν πέφτει ποτέ από το ύψος της ούτε σταματά από το τρέξιμο της ούτε επιτρέπει σε αυτόν που πλήγωσε με τα βέλη της, να ηρέμηση από την «μακάρια μανία» που του προξένησε.
Η αγάπη ως προς την ποιότητα της είναι ομοιώσεις με τον Θεό, όσο βέβαια είναι δυνατόν στους ανθρώπους.
Ως προς την ενέργεια της μέθη της ψυχής.
Ως προς τις ιδιότητες της, πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.
Η αγάπη χορηγεί την χάρη της προφητείας, η αγάπη παρέχει την δύναμη της θαυματουργίας, η αγάπη είναι η άβυσσος της θείας εκλάμψεως, η αγάπη είναι η πηγή του θεϊκού πυρός.
Η αγάπη είναι η στάση και η εδραίωση των Αγγέλων, η πρόοδος στους αιώνες όλων των εκλεκτών του Θεού.
Η αγάπη κυρίως είναι η απόρριψη κάθε εχθρικής και αντίθετου σκέψεις, εφόσον η « αγάπη ου λογίζεται το κακό» (Α ΚΟΡιγ,5).
Η αγάπη και η απάθεια και η υιοθεσία μόνο στην ονομασία διαφέρουν.
Όπως ταυτίζεται η ενέργεια στο φως, στη φωτιά και στη φλόγα, έτσι να σκέπτεσαι ότι συμβαίνει και σε αυτές.
Όσον πόσο αγάπης λείπει, τόσο πόσο φόβου υπάρχει , γιατί όποιος δεν έχει φόβο ή είναι γεμάτος από αγάπη ή είναι νεκρωμένος ψυχικά.
Εάν το πρόσωπο που αγαπούμε γνήσια, μας μεταβάλλει εξ ολοκλήρου με την παρουσία του κα μας κάνει φαιδρούς και χαρωπούς και χωρίς λύπη, τι δεν θα προξενεί άραγε το πρόσωπο του Δεσπότου, όταν επισκέπτεται μυστικά την καθαρή ψυχή;
Εκείνος που αγαπά τον Κύριο έχει προηγούμενος αγαπήσει τον αδελφό του.
Το δεύτερο οπωσδήποτε είναι απόδειξη του πρώτου.
Η δύναμης της αγάπης είναι η ελπίδα, γιατί περιμένουμε τον μισθό της αγάπης.
Η ελπίδα είναι πλούτος, ενός πλούτου που δεν φαίνεται.
Αυτή φονεύει την απόγνωση
Αυτή είναι η θύρα της αγάπης.
Αυτή εικονίζει μέσα μας τα πράγματα που βρίσκονται μακριά.
Αυτή είναι ανάπαυσις και ανακούφιση από τους κόπους.
Έλλειψη της ελπίδας σημαίνει αφανισμό της αγάπης. Σε αυτήν είναι δεμένοι οι πόνοι, σε αυτήν είναι κρεμασμένοι οι κόποι, αυτήν περικυκλώνει το έλεος του Θεού
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
ΠΕΡΙ ΓΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΩΣ
Το στοιχείο της αγάπης
Ένα άλλο στοιχείο βασικό είναι το στοιχείο της αγάπης. Εδώ πάλι δεν πρόκειται για συναίσθημα. Πρέπει μερικές λέξεις διαρκώς να τις επεξηγούμε. Ούτε πρόκειται για μια σχέση η οποία προέρχεται από αναγκαστικότητα, χωρίς ελευθερία. Και προσέξτε, διότι είναι τόσο βαθύ αυτό, ώστε μας ξεφεύγει. Αναγκαστικότητα περιέχουν όλες οι σχέσεις οι οποίες υπαγορεύονται από νόμους, όπως είναι και οι βιολογικοί νόμοι. Ή οι αισθητικοί νόμοι για τον Πλάτωνα, κυρίως για τους αρχαίους Έλληνες, ο έρως ήταν βασικό πράγμα. Τα αναλύει πολύ ωραία αυτά ο Συκουτρής, να διαβάσετε οπωσδήποτε όταν θα έχετε καιρό το Συμπόσιο, την Εισαγωγή του. Κάνει διάκριση μεταξύ αγάπης Χριστιανικής και έρωτος Πλατωνικού. Και αποδεικνύει ότι στον Παλατωνικό έρωτα, η έλξη του καλού, που σημαίνει του ωραίου, είναι ακαταμάχητη. Δεν μπορείς το καλό να μην το αγαπάς, να μην σε έλκει το καλό. Επομένως έχουμε μία αισθητική αναγκαιότητα, που επικρατούσε στον αρχαίο Ελληνισμό. Επίσης μπορεί να έχεις μίαν ηθική αναγκαιότητα. Έναν καλό άνθρωπο δεν μπορεί παρά να τον αγαπάς. Ή μία βιολογική αναγκαιότητα. Όπου υπάρχει αναγκαιότης δεν πρόκειται για αυτό που λέμε εδώ «αγάπη». Και πώς θα αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει αναγκαιότης ή ότι υπάρχει; Πώς θα αποδειχθεί ότι δεν έχω σε μία περίπτωση αυτή την αναγκαιότητα; Όταν είναι δυνατόν να αντιστρέψεις τους όρους, και εδώ είναι που το Ευαγγέλιο ακριβώς έφερε τη μεγάλη επανάσταση. Και λέγει σε μια υποσημείωσή του ο Συκουτρής, η μεγάλη επανάσταση είναι αυτή: Εάν ο Σατανάς ρωτούσε το Θεό: «γιατί αγαπάς τους ανθρώπους, πες μου ένα λόγο, αφού οι άνθρωποι είναι έτσι κι έτσι… βλέπεις τα χάλια τους», θα τον έφερνε λέει σε δύσκολη θέση. Πού να βρεις λόγο να αιτιολογήσεις μια τέτοια αγάπη; Πού να βρεις λόγο να αιτιολογήσεις την αγάπη προς τον αμαρτωλό; Που τα πάντα μα τα πάντα δείχνουν ότι αξίζει για περιφρόνηση όχι για αγάπη. Ακριβώς τότε αποδεικνύεις ότι αγαπάς ελεύθερα. Και δεν αγαπάς διότι πρέπει νʼ αγαπήσεις, αγαπάς διότι ελεύθερα θέλεις νʼ αγαπήσεις. Λοιπόν όλα αυτά τα λέω για να πω, ότι όταν μιλάμε για γνώση που περιέχει την αγάπη, πρέπει να περιέχει και την ελευθερία. Και επομένως μιλάμε για μια αγάπη, η οποία δεν προέρχεται από τέτοιου είδους αναγκαιότητες, οποιασδήποτε μορφής και της πιο λεπτής και της πιο πνευματικής, όπως θα λέγαμε ή ηθικής. Ο Θεός αγαπά ακριβώς κατʼ αυτό τον τρόπο, και αυτό είναι που αποκαλύπτει ο Χριστός. Αποκαλύπτει μιαν Αγάπη του Θεού ελεύθερη σε τέτοιο σημείο που δεν δεσμεύεται από την αμαρτωλότητα του ανθρώπου. Εάν βγάλετε από το Ευαγγέλιο την αγάπη προς τον αμαρτωλό, πέφτει ολόκληρη η ελευθερία της αγάπης του Θεού. Γιατί το νʼ αγαπάς τον δίκαιο και τον καλό είναι σχεδόν αναπόφευκτο. Το νʼ αγαπάς όμως τον αμαρτωλό και να πεθαίνεις για τον αμαρτωλό, όπως κάνει ο Χριστός, αυτό είναι πια τρέλα, ανοησία, ελευθερία όμως.
Το τρίτο στοιχείο που έχει η αγάπη, για την οποία μιλούμε ως γνωστικό μέσο – και προσέξτε, σιγά σιγά φθάνουμε, στο καίριο σημείο – είναι ότι μόνο μέσω ενός πλέγματος σχέσεων μπορείς να γνωρίσεις το Θεό. Εάν δεν υπάρχει αγαπητική σχέση, εάν δεν υπάρχει αγάπη δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς το Θεό. Και εδώ φθάνουμε τώρα σε ένα σημείο θα έλεγα οφθαλμοφανέστατο στην Καινή Διαθήκη: Θα μπορούσαμε να δούμε μερικά χωρία που λένε αυτό το περίεργο, αν και τόσο απλό, ότι εάν δεν αγαπά κανείς, δεν γνωρίζει το Θεό. Ο Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους, η οποία, όπως σας είπα κι άλλη φορά, ασχολείται με το θέμα της γνώσεως και είναι ακριβώς εκπεφρασμένη αυτή η θεματολογία του, καταλήγει, καυχώνται πολλοί ότι έχουν γνώση! Και βέβαια πρέπει να δούμε τώρα τι θα πει να έχεις γνώση. Λέγει ο Παύλος στο κεφ. 8/η΄: «η γνώσις φυσιοί η δε αγάπη οικοδομεί». Και λέει εκεί τη φράση: «ει δε τις δοκεί ειδέναι τι ουδέπω ουδέν έγνωκε καθώς δει γνώναι. Ει δε τις αγαπά τον Θεόν ούτος έγνωσται υπʼ αυτού» ( Α΄ Κορ. 8/η΄ 2 – 4 ).
Προσέξτε αυτό το χωρίο, το οποίο είναι καθαρά γνωσιολογία. «Ει δε τις δοκεί ειδέναι… ουδέν έγνωκε». Πλήρης απουσία γνώσεως. Μετά φθάνει στο σημείο: «Ει δε τις αγαπά τον Θεόν, ούτος έγνωσται υπʼ αυτού». Και στην κριτική έκδοση θα βλέπατε ότι πολλά χειρόγραφα παραλείπουν τη λέξη «τον Θεόν» και είναι ίσως και τα αρχαιότερα. Οπότε φαίνεται μετά καθαρά «ει τις αγαπά, ούτος έγνωσται υπό του Θεού». Δηλαδή η αγάπη είναι προϋπόθεση. Το δε «έγνωσται υπό του Θεού» σημαίνει ότι βασικά, (όπως το λέει αλλού ο Παύλος στην προς Γαλάτας, «γνώντες δε Θεόν» αμέσως όμως διορθώνει τον εαυτόν του και λέγει «μάλλον δε γνωσθέντες υπό Θεού»). Ότι δεν μπορείς να γνωρίσεις το Θεό, εάν δεν γνωσθείς από τον Θεό, διότι δεν έχουμε την ελευθερία, δεν μπορούμε ως κτίσματα να έχουμε την ελευθερία της γνώσεως που έχει ο άκτιστος Θεός.
Λοιπόν ο Θεός πρώτος μας γνωρίζει, μας αποκαλύπτει τον εαυτό του αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει, εάν δεν υπάρχει ως προϋπόθεση η αγάπη. Εάν ο άνθρωπος δεν μπορεί να αγαπήσει, δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό. Και όταν πάμε στην Α΄ Ιωάννου, εκεί πλέον είναι σαφές. Λέει εκεί: «ο μη αγαπών, ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εσίν». ( Α΄ Ιωάννου 4/δ΄ 8 ). Το «ο δε μη αγαπών» έχει μια ειδική σημασία στο κεφάλαιο εκείνο, στην επιστολή αυτή. Σημαίνει τις σχέσεις της κοινότητος, της εκκλησίας. Πρέπει να υπάρχει, να ανήκει κανείς στο πλέγμα αυτών των σχέσεων μέσα στην Εκκλησία. Θα δούμε τι σημασία έχει πλέον η Εκκλησιολογία για τη γνωσιολογία. Πάντως στην Ιωάννη εκεί, είναι σαφές αλλά υπάρχει και κάτι άλλο που επίσης θα πρέπει να το προσέξουμε.
Ευθύς αμέσως που λέει όλα αυτά, τα υπόλοιπα επεξηγούν το τι σημαίνει ότι ο Θεός είναι αγάπη, πράγμα που το έχουμε πολλές φορές παρεξηγήσει. «Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού». «ότι ο Θεός αγάπη εστί» διότι «τον Υιόν αυτού τον Μονογενή απέσταλκε».
Η αγάπη του Θεού δεν είναι ένα συναίσθημα του Θεού, ούτε είναι απόρροια της φύσεως του Θεού, όπως λέμε μερικές φορές ότι «κατά φύσιν αγαπά ο Θεός». Και οι Πατέρες ήταν πάρα πολύ προσεκτικοί και τα ανήρεσαν αυτά. Διότι και οι αρχαίοι Έλληνες και ο Πλάτων έλεγε ότι ο Θεός είναι και αγάπη και εκχυλίζει αγάπη από τη φύση Του. Και το αρνείται ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, το κτυπάει αυτό, διότι δημιουργήθηκαν προβλήματα με τον Ευνόμιο, όπως θα ξέρετε. Κτυπάει ακριβώς αυτήν την ιδέα του Πλάτωνος. Ονομάζει τον «Έλληνα φιλόσοφο» όπως λέγει και τονίζει ότι για μας δεν είναι «έκχυσις κρατήρος» η αγάπη του Θεού. Δεν βγαίνει από τη φύση Του. Η αγάπη του Θεού συνίσταται στο ότι είναι Πατήρ και έχει έναν Υιόν, αυτό που σας έλεγα προηγουμένως. Και αυτόν τον Υιόν «έδωκε ημίν». Η αγάπη του Πατρός είναι ο Υιός, δηλαδή ένα πρόσωπο, μια σχέση προσωπική, η οποία και προσφέρεται πλέον και σε μας ως τρόπος γνώσεως του Θεού. Λοιπόν, το συμπέρασμα είναι ότι η γνώση προέρχεται μόνο από μια αγαπητική σχέση, την οποία ο Θεός ο ίδιος ξεκινά και προσφέρει. Διότι εμείς δεν μπορούμε νʼ αρχίσουμε αυτή τη σχέση, εν ελευθερία.
Και εδώ είναι ένα τεράστιο φιλοσοφικό πρόβλημα, γιατί εμείς ως δημιουργήματα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ελεύθερα τίποτα. Διότι όλα μας είναι δεδομένα. Αυτό θα πει να είσαι δημιούργημα, να είσαι κτιστό, να μην είσαι άκτιστο. Στην πραγματικότητα και η ίδια η ύπαρξή σου είναι δεδομένη. Επομένως έχεις μια αναγκαστικότητα στη γνώση. Δεν μπορείς να γνωρίσεις εν απολύτω ελευθερία. Ο Θεός λοιπόν ο Οποίος είναι ο μόνος ελεύθερος απόλυτα, είναι και ο μόνος που μπορεί νʼ αγαπά ελεύθερα. Γιʼ αυτό, αυτός προσφέρει πρώτος τη γνώση του εαυτού Του. Μας γνωρίζει εν τω Υιώ Του, ως υιούς Του. Αυτό θα πει το «μάλλον δε και γνωσθέντες υπʼ αυτού» που λέει ο Παύλος. Και διʼ αυτού του τρόπου εμείς Τον γνωρίζουμε πλέον ως Πατέρα.
Τελειώνω λοιπόν με το εξής συμπέρασμα: Γνώση του Θεού σημαίνει την ένταξή μας στην αγαπητική σχέση Πατρός και Υιού εν ελευθερία, εν τη ελευθερία μας. Η σχέση αυτή είναι ελεύθερη και δεν είναι υποχρεωτική διότι ο Θεός δεν είναι υποχρεωμένος να μας αγαπά. Το κάνει εν ελευθερία. Ούτε κι εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να Τον αγαπάμε. Και εμείς εν ελευθερία θα μπούμε σʼ αυτή τη σχέση. Η ένταξη λοιπόν μέσα σε μια τέτοια αγαπητική σχέση, εμπεριέχει τη δυνατότητα εδώ και τώρα του οντολογικού ταυτισμού του Θεού, ως υπάρχοντος «εν προσώπω
Ιησού Χριστού». Διότι από τη σχέση αυτή ο Θεός υπάρχει για μας μέχρι τέτοιου οντολογικού σημείου, ώστε εάν εκλείψει, εκλείπει και η ίδια μας η υπόσταση.
Αυτό σημαίνει στην πραγματικότητα, ότι εάν δεν ενταχθούμε στην αγαπητική σχέση, η οποία υπάρχει μεταξύ του Πατρός και του Υιού, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό. Θα Τον γνωρίζουμε κατά χίλιους τρόπους φιλοσοφικούς, παγανιστικούς, μυστικούς, αλλά όχι ως Πατέρα. Που σημαίνει Πατέρα του συγκεκριμένου Υιού, ενός προσώπου, και στη συνέχεια ως Πατέρα μας, λόγω του ταυτισμού μας με το πρόσωπο του Υιού ως πατέρα και δικού μας…
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η αγάπη πρέπει να δημιουργεί το πλέγμα των σχέσεων αυτών, μέσα στο οποίο όλοι όσοι γνωρίζουν τον Θεό ως Πατέρα κατʼ αυτόν τον τρόπο εν Χριστώ, βρίσκονται σε αλληλοεξάρτηση υπαρξιακή μεταξύ τους. Επομένως πρέπει να ανήκεις στην κοινότητα, στο σώμα αυτό που δημιουργεί αυτή η σχέση. Δεν μπορείς να γνωρίζεις το Θεό έξω απʼ αυτό το σώμα, αυτών που Τον γνωρίζουν με τον τρόπο που τον γνωρίζει ο Υιός. Και αυτό σημαίνει ότι μόνο εν τη Εκκλησία γνωρίζεται ο Θεός πλήρως. Έτσι, μʼ αυτό τόνο τον τρόπο. Αλλιώς γνωρίζεται ως άλλο τι, όχι ως ο Πατήρ. Αλλά ο Θεός είναι ο Πατήρ. Έτσι αποκαλύπτεται. Έτσι θέλει να αποκαλύπτεται. Δεν ξέρω τι άλλο είναι. Μπορεί να είναι και πολλά άλλα πράγματα, αλλά επειδή όπως είπα, η γνώση προϋποθέτει ελεύθερη αποκάλυψη, αυτός ο τρόπος ελεύθερα μας αποκαλύπτει το Θεό ως Πατέρα.
Όλα αυτά, για να γίνουν, χρειάζεται μια κάθαρση. Δεν μπορείς να φθάσεις στο σημείο αυτό να γνωρίσεις το Θεό, να τον γνωρίσεις μʼ αυτό τον τρόπο, χωρίς να ξεκαθαρίσεις τις σχέσεις σου γενικά. Διότι όλες οι σχέσεις παρεμβάλλονται στη γνώση. Για να γνωρίσω ακόμη κι αυτό το τραπέζι, παρεμβάλλονται οι σχέσεις που έχω με όλο το φυσικό χώρο, με τα χρώματα, με τα σχήματα, με τα πάντα. Δεν γνωρίζουμε ποτέ αντικείμενα χωρίς αυτήν την ευρύτερη εμπειρική σχέση. Λοιπόν το ίδιο ισχύει και για τη γνώση του Θεού. Ολόκληρη η ύπαρξή μας με όλες τις εμπειρικές μας σχέσεις, είναι μπλεγμένη στη γνώση του Θεού. Γνωρίζω το Θεό με όλες τις σχέσεις μου, με τα πράγματα, με τη φύση, με τις αισθήσεις μου, με τα αντικείμενα. Δεν είναι μια γνώση αυτή που περνάει μόνο από το μυαλό μου, ούτε μόνο από την καρδιά σαν συναισθηματικό κέντρο. Αλλά είναι μια τέτοια ευρύτερη υπαρξιακή γνώση, που εμπεριέχει όλη μου την ταυτότητα. Η δε ταυτότητά μου σχετίζεται με όλες τις σχέσεις που έχω με τα πράγματα, με τα πρόσωπα, με τα αντικείμενα, με τους πάντες. Ιδίως με τις προσωπικές σχέσεις, διότι αυτές επηρεάζουν την ταυτότητά μου. Όλα αυτά λοιπόν πρέπει να περάσουν από ένα φιλτράρισμα, από ένα ξεκαθάρισμα. Να δούμε κατά πόσον αυτά μπορούν να ενταχθούν σʼ αυτή τη σχέση με το Θεό που μας Τον αποκαλύπτει, Τον γνωρίζει σε μας κατʼ αυτό τον τρόπο ο Υιός Του. Εκεί θα δούμε ότι τα πράγματα δεν είναι εύκολα και χρειάζονται πραγματικά κάθαρση. Θα έλεγα ότι η ασκητική προσπάθεια είναι ακριβώς αυτή. Αυτό που λένε κάθαρση από τα πάθη εννοείται ακριβώς ως το ξεκαθάρισμα των υπαρξιακών μας σχέσεων με κάθε τι που είναι εμπεπλεγμένο στην ταυτότητά μας την προσωπική. Και αυτό το ξεκαθάρισμα είναι απαραίτητη προϋπόθεση.
Στο σημείο αυτό αποκτούν μεγίστη σημασία τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που σας ανέφερα και σε προηγούμενο μάθημα: «ου παντός… το περί Θεού φιλοσοφείν» αλλά «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία, και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων». Αλλά δεν πρέπει να διαβάζουμε τους Πατέρες απομονώνοντας τα χωρία. Ο ίδιος ο Άγιος Γρηγόριος σε κάποιον άλλο λόγο του τονίζει αυτό που προσπάθησα να σας αναλύσω διεξοδικά εδώ, ότι δηλαδή η γνώση του Θεού έχει μεν ως προϋπόθεση την κάθαρση, ταυτίζεται όμως τελικά με την αγάπη. Γράφει: «Θεός μεν εστι φως το ακρότατον… όσον αν καθαιρώμεθα, φανταζόμενον. Και όσον αν φαντασθώμεν, αγαπώμενον. Και όσον αν αγαπήσωμεν… νοούμενον».
Έτσι η κάθαρση δεν είναι ο σκοπός. Αυτή καθʼ εαυτήν η άσκηση δεν αποκαλύπτει το Θεό. Ούτε γνωρίζουμε το Θεό αυτομάτως δια της καθάρσεως των παθών. Ο Θεός γνωρίζεται εν τη κοινωνία του σώματος του Υιού Του. Με το να εμπλακούμε στις σχέσεις που δημιουργεί αυτό το σώμα. Τότε ο Θέος αποκαλύπτεται και τότε οι σχέσεις μας με τον Θεό είναι σχέσεις Πατρός και Υιού. Κι έτσι δίνουμε νόημα σʼ αυτό που λέμε, δυστυχώς μόνο με τα λόγια πολλές φορές όταν ρωτούν, τι διαφέρει ένας ασκητής Χριστιανός από ένα γκουρού; Ακούμε την απάντηση: «μα εμείς κάνουμε την άσκηση εν Χριστώ». Τι θα πει «εν Χριστώ»; Δηλαδή μια λέξη λέμε, ένα όνομα, και τελείωσε το θέμα; Όλη η άλλη ιστορία είναι βουδιστική κι από εκεί και πέρα μπαίνει ένα όνομα, ο Χριστός, και τελείωσε η ιστορία. Τι υπαρξιακό αντίκρυσμα έχει ο Χριστός που εισάγουμε σαν ειδοποιό διαφορά; Εάν δεν βάλουμε αυτά τα στοιχεία του σώματος του Χριστού, των σχέσεων που δημιουργεί ο Χριστός εν τη κοινωνία του σώματός του, της Εκκλησίας δηλαδή, δεν μπορούμε να βρούμε την ειδοποιό διαφορά, με – όλα – αυτά. Ένας βουδιστής γνωρίζει το Θεό καθαιρόμενος από τα πάθη με τον ίδιο τρόπο εν τοιαύτη περιπτώσει. Δεν είναι λοιπόν η άσκηση ο τελικός σκοπός. Η γνώση του θεού δεν προέρχεται, δεν εξαρτάται, δεν πραγματοποιείται αυτομάτως με την κάθαρση των παθών. Χρειάζεται το θετικό στοιχείο της εντάξεως στο σώμα μέσα στο οποίο ο Χριστός αποκαλύπτεται σαν κοινωνία πολλών προσώπων, τα οποία με την αγάπη που τα συνδέει βλέπουν το Θεό παρόντα εν Χριστώ. Και επανέρχομαι συνεπώς πάλιν από άλλη οδό πλέον μακράν και κουραστική σε εκείνο, που είπα σε ένα προηγούμενο μάθημα σχετικά με τα δόγματα. Ότι εν τη Εκκλησία και κυρίως εν τη Ευχαριστία ερμηνεύονται τα δόγματα. Και εκεί και μόνον ο Θεός γνωρίζεται κατά τον πληρέστερο τρόπο που έχουμε. Όλες οι άλλες είναι προϋποθέσεις και δεν αρνούμαι τη σημασία τους και τη σπουδαιότητά τους. Αλλά επειδή κινδυνεύουμε να τις κάνουμε αυτοσκοπούς, είμαι υποχρεωμένος να τονίσω ότι δεν είναι αυτοσκοποί.
Η γνώση του Θεού λοιπόν προϋποθέτει, την ελεύθερη εμπλοκή μας στις αγαπητικές σχέσεις που δημιουργεί ο ίδιος ο Θεός με μας εν Χριστώ. Αν ο Θεός αγαπά τον αδελφό μου εν Χριστώ και εγώ μισώ τον αδελφό μου δεν μπορώ να γνωρίσω τον Θεό. Πρέπει την ίδια αγάπη που ο Θεός έχει με τον αδελφό μου, να την έχω και εγώ με τον αδελφό μου. Η γνώση του Θεού περνάει απʼ αυτή την τεθλασμένη οδό, που δεν είναι η κάθετη απλώς μεταξύ της καρδιάς μου και του Θεού, αλλά έχει και την οριζόντια διάσταση. Γιʼ αυτό «ο μη αγαπών, ουκ έγνω τον Θεό, ότι ο Θεός αγάπη εστί».
Πριν κλείσουμε το θέμα της Γνωσιολογίας πρέπει με βάση όσα ήδη είπαμε να ξεκαθαρίσουμε το θέμα του αποφατισμού που θίξαμε πιο πάνω. Με αφορμή τα όσα έγραψε ο LOSSKY στη «Μυστική Θεολογία» του χρησιμοποιώντας κυρίως τους Καππαδόκες Πατέρες και τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, υπερτονίσθηκε τα τελευταία χρόνια η άποψη της αγνωσίας του Θεού. Πράγματι για να αντικρούσουν τους Ευνομιανούς οι Καππαδόκες Πατέρες, υπερτόνισαν την ιδέα ότι ο Θεός δεν γνωρίζεται, όσο και αν τον πληρίασει κανείς. «Καν υπέρ εκείνον (τον Παύλον) γένη… και εγγυτέρω Θεού πλέον απέχει Θεού και της τελείας καταλήψεως ή όσον ημών υπεραίρει του συνθέτου και ταπεινού και κάτω βρίθοντος κράματος» (Γρηγόριος ο Θεολόγος). Αλλά δεν πρέπει να λησμονούνται τα εξής βασικά σημεία:
Α. Η «αγνωσία» του Θεού περιγράφεται από τους Πατέρες ως ακαταληψία ή το ακατάληπτον του Θεού. Δεν πρόκειται συνεπώς για άρνηση κάθε είδους γνώσεως του Θεού (τότε οι λόγοι του Κυρίου «ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν» κλπ δεν θα είχαν νόημα), αλλά περί μιας συγκεκριμένης μορφής γνώσεως, της καταλήψεως, η οποία και είναι αδύνατος. Αυτό το είδος της γνώσεως – το οποίον επέτρεπαν οι Ευνομιανοί – είναι αυτό που αναλύσαμε πιο πάνω ως «γνώση πραγμάτων», και είδαμε πώς και γιατί δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην περίπτωση της γνώσεως του Θεού.
Β. Αυτό που αρνούνται οι Πατέρες είναι η γνώση της φύσεως ή της ουσίας του Θεού, το να γνωρίσει κανείς «την πρώτην τε και ακήρατον φύσιν, και εαυτή, λέγω δη τη Τριάδι γινωσκομένην» (Γρηγόριος ο Θεολόγος). Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι αρνούνται οι Πατέρες το να γίνει λόγος περί Θεού ως Τριάδος. Οι Ευνομιανοί με το να ταυτίζουν την ουσία ή φύση του Θεού με τον Πατέρα δημιουργούσαν τη σύγχυση ότι, αφού μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό ως Πατέρα, άρα μπορούμε να γνωρίσ
ουμε τη φύση του Θεού (αφού θεία ουσία και Πατήρ συμπίπτουν πλήρως εννοιολογικά). Η διάκριση όμως μεταξύ ουσίας και Πατρός, στην οποία επέμειναν οι Καππαδόκες Πατέρες απέκλειε τη σύγχυση αυτή. Έτσι το να λέμε ότι δεν γνωρίζουμε το Θεό ως ουσία δεν συνεπάγεται αυτομάτως και ότι δεν Τον γνωρίζουμε ως Πατέρα (ή ως Τριάδα προσώπων). Και αντίστροφα, το να λέμε ότι γνωρίζουμε το Θεό ως Πατέρα, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι Τον γνωρίζουμε ως ουσία η φύση.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η ανάλυση που κάναμε πιο πάνω είναι σύμφωνη με την πατερική γνωσιολογία: ο Θεός γνωρίζεται μόνον «εν προσώπω» και ως πρόσωπα, και όχι ως φύση ή ουσία. Η Πατερική γραμματεία δεν μας παρέχει βέβαια ανάλυση υπαρξιακή του τι σημαίνει να γνωρίζεις «εν προσώπω» ή ως πρόσωπα. Μας παρέχει όμως τη βασική αρχή ότι υπάρχει ριζική διάκριση ως προς τη γνωσιολογία μεταξύ φύσεως και προσώπου, αφού την μεν φύση του Θεού δεν μπορείς με κανένα τρόπο να την γνωρίσεις, ενώ την προσωπική ύπαρξή Του μπορείς. Συνεπώς ο αποφατισμός ως προς τη φύση του Θεού δεν πρέπει να γενικεύεται σε αποφατισμό και αγνωσία ως προς την προσωπική Του ύπαρξη.
Πέρα από τη γενική αυτή αρχή της διακρίσεως μεταξύ της ουσίας του Θεού που είναι παντελώς ασύλληπτος και της προσωπικής – τριαδικής υπάρξεώς Του, που μας γνωρίζεται δια του Υιού εν Πνεύματι, οι Πατέρες δεν προσφέρεουν, όπως είπαμε, ανάλυση του τι σημαίνει να γνωρίζεις τον Θεόν «εν προσώπω Ιησού Χριστού» και ως Τριάδα προσώπων. Η ανάλυση αυτή δεν χρειάσθηκε να γίνει στην εποχή των Πατέρων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνει ποτέ εις τον αιώνα. Αντίθετα, χρέος της Δογματικής, όπως είπαμε στα πρώτα μαθήματα, είναι να προχωρεί σε ερμηνεία των δογμάτων, αρκεί να μην προδίδει ή διαστρέφει το πνεύμα των Πατέρων. Αυτό έκαμαν και όλοι οι μεγάλοι Πατέρες: ερμηνεύοντας τους προηγουμένους των, βάσει αναγκών της εποχής τους, προέβαιναν σε ανάλυση βασικών όρων.
Μια τέτοια ανάλυση που επέβαλαν ιστορικές ανάγκες σχετικά με το θέμα της Γνωσιολογίας, ήταν στην πατερική εποχή η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στο Θεό. Η διάκριση αυτή που εμφανίζεται αμυδρά στον Μέγα Αθανάσιο και σαφέστερη στους Καππαδόκες Πατέρες, αναπτύσσεται ως γνωστόν εκτενώς από τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Με τον τρόπο αυτόν διατηρείται η Πατερική αρχή του ακαταλήπτου της ουσίας του Θεού και προσφέρεται ως γνωσιολογική βάση η ενέργεια ή ενέργειες του Θεού. Έτσι και πάλι ο αποφατισμός περιορίζεται στην ουσία του Θεού. Τόσο τα πρόσωπα, όσο και οι ενέργειες του Θεού, άκτιστα και τα δύο, μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε το Θεό και να θεολογήσουμε. Αλλά στην περίπτωση αυτή, όπως είδαμε στην ανάλυση που κάναμε, η γνώση δεν μπορεί να νοηθεί ως κατάληψη. Είναι ένα είδος γνώσεως που χρειάζεται ανάλυση προκειμένου να ερμηνευθεί η θέση των Πατέρων. Αυτή την ανάλυση επιχειρήσαμε πιο πάνω.
Το παραπανω έχει γραφεί από σημειώσεις τών παραδόσεων μαθημάτων τού καθηγητού Ι. Δ. Ζηζιούλα (σημερινού Μητροπολίτου Περγάμου και προέδρου τής Ακαδημίας Αθηνών) στο Τμήμα Ποιμαντικής τής Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατά το ακαδημαϊκό έτος 1984 - 85.
oodegr.com
Το στοιχείο της αγάπης
Ένα άλλο στοιχείο βασικό είναι το στοιχείο της αγάπης. Εδώ πάλι δεν πρόκειται για συναίσθημα. Πρέπει μερικές λέξεις διαρκώς να τις επεξηγούμε. Ούτε πρόκειται για μια σχέση η οποία προέρχεται από αναγκαστικότητα, χωρίς ελευθερία. Και προσέξτε, διότι είναι τόσο βαθύ αυτό, ώστε μας ξεφεύγει. Αναγκαστικότητα περιέχουν όλες οι σχέσεις οι οποίες υπαγορεύονται από νόμους, όπως είναι και οι βιολογικοί νόμοι. Ή οι αισθητικοί νόμοι για τον Πλάτωνα, κυρίως για τους αρχαίους Έλληνες, ο έρως ήταν βασικό πράγμα. Τα αναλύει πολύ ωραία αυτά ο Συκουτρής, να διαβάσετε οπωσδήποτε όταν θα έχετε καιρό το Συμπόσιο, την Εισαγωγή του. Κάνει διάκριση μεταξύ αγάπης Χριστιανικής και έρωτος Πλατωνικού. Και αποδεικνύει ότι στον Παλατωνικό έρωτα, η έλξη του καλού, που σημαίνει του ωραίου, είναι ακαταμάχητη. Δεν μπορείς το καλό να μην το αγαπάς, να μην σε έλκει το καλό. Επομένως έχουμε μία αισθητική αναγκαιότητα, που επικρατούσε στον αρχαίο Ελληνισμό. Επίσης μπορεί να έχεις μίαν ηθική αναγκαιότητα. Έναν καλό άνθρωπο δεν μπορεί παρά να τον αγαπάς. Ή μία βιολογική αναγκαιότητα. Όπου υπάρχει αναγκαιότης δεν πρόκειται για αυτό που λέμε εδώ «αγάπη». Και πώς θα αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει αναγκαιότης ή ότι υπάρχει; Πώς θα αποδειχθεί ότι δεν έχω σε μία περίπτωση αυτή την αναγκαιότητα; Όταν είναι δυνατόν να αντιστρέψεις τους όρους, και εδώ είναι που το Ευαγγέλιο ακριβώς έφερε τη μεγάλη επανάσταση. Και λέγει σε μια υποσημείωσή του ο Συκουτρής, η μεγάλη επανάσταση είναι αυτή: Εάν ο Σατανάς ρωτούσε το Θεό: «γιατί αγαπάς τους ανθρώπους, πες μου ένα λόγο, αφού οι άνθρωποι είναι έτσι κι έτσι… βλέπεις τα χάλια τους», θα τον έφερνε λέει σε δύσκολη θέση. Πού να βρεις λόγο να αιτιολογήσεις μια τέτοια αγάπη; Πού να βρεις λόγο να αιτιολογήσεις την αγάπη προς τον αμαρτωλό; Που τα πάντα μα τα πάντα δείχνουν ότι αξίζει για περιφρόνηση όχι για αγάπη. Ακριβώς τότε αποδεικνύεις ότι αγαπάς ελεύθερα. Και δεν αγαπάς διότι πρέπει νʼ αγαπήσεις, αγαπάς διότι ελεύθερα θέλεις νʼ αγαπήσεις. Λοιπόν όλα αυτά τα λέω για να πω, ότι όταν μιλάμε για γνώση που περιέχει την αγάπη, πρέπει να περιέχει και την ελευθερία. Και επομένως μιλάμε για μια αγάπη, η οποία δεν προέρχεται από τέτοιου είδους αναγκαιότητες, οποιασδήποτε μορφής και της πιο λεπτής και της πιο πνευματικής, όπως θα λέγαμε ή ηθικής. Ο Θεός αγαπά ακριβώς κατʼ αυτό τον τρόπο, και αυτό είναι που αποκαλύπτει ο Χριστός. Αποκαλύπτει μιαν Αγάπη του Θεού ελεύθερη σε τέτοιο σημείο που δεν δεσμεύεται από την αμαρτωλότητα του ανθρώπου. Εάν βγάλετε από το Ευαγγέλιο την αγάπη προς τον αμαρτωλό, πέφτει ολόκληρη η ελευθερία της αγάπης του Θεού. Γιατί το νʼ αγαπάς τον δίκαιο και τον καλό είναι σχεδόν αναπόφευκτο. Το νʼ αγαπάς όμως τον αμαρτωλό και να πεθαίνεις για τον αμαρτωλό, όπως κάνει ο Χριστός, αυτό είναι πια τρέλα, ανοησία, ελευθερία όμως.
Το τρίτο στοιχείο που έχει η αγάπη, για την οποία μιλούμε ως γνωστικό μέσο – και προσέξτε, σιγά σιγά φθάνουμε, στο καίριο σημείο – είναι ότι μόνο μέσω ενός πλέγματος σχέσεων μπορείς να γνωρίσεις το Θεό. Εάν δεν υπάρχει αγαπητική σχέση, εάν δεν υπάρχει αγάπη δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς το Θεό. Και εδώ φθάνουμε τώρα σε ένα σημείο θα έλεγα οφθαλμοφανέστατο στην Καινή Διαθήκη: Θα μπορούσαμε να δούμε μερικά χωρία που λένε αυτό το περίεργο, αν και τόσο απλό, ότι εάν δεν αγαπά κανείς, δεν γνωρίζει το Θεό. Ο Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους, η οποία, όπως σας είπα κι άλλη φορά, ασχολείται με το θέμα της γνώσεως και είναι ακριβώς εκπεφρασμένη αυτή η θεματολογία του, καταλήγει, καυχώνται πολλοί ότι έχουν γνώση! Και βέβαια πρέπει να δούμε τώρα τι θα πει να έχεις γνώση. Λέγει ο Παύλος στο κεφ. 8/η΄: «η γνώσις φυσιοί η δε αγάπη οικοδομεί». Και λέει εκεί τη φράση: «ει δε τις δοκεί ειδέναι τι ουδέπω ουδέν έγνωκε καθώς δει γνώναι. Ει δε τις αγαπά τον Θεόν ούτος έγνωσται υπʼ αυτού» ( Α΄ Κορ. 8/η΄ 2 – 4 ).
Προσέξτε αυτό το χωρίο, το οποίο είναι καθαρά γνωσιολογία. «Ει δε τις δοκεί ειδέναι… ουδέν έγνωκε». Πλήρης απουσία γνώσεως. Μετά φθάνει στο σημείο: «Ει δε τις αγαπά τον Θεόν, ούτος έγνωσται υπʼ αυτού». Και στην κριτική έκδοση θα βλέπατε ότι πολλά χειρόγραφα παραλείπουν τη λέξη «τον Θεόν» και είναι ίσως και τα αρχαιότερα. Οπότε φαίνεται μετά καθαρά «ει τις αγαπά, ούτος έγνωσται υπό του Θεού». Δηλαδή η αγάπη είναι προϋπόθεση. Το δε «έγνωσται υπό του Θεού» σημαίνει ότι βασικά, (όπως το λέει αλλού ο Παύλος στην προς Γαλάτας, «γνώντες δε Θεόν» αμέσως όμως διορθώνει τον εαυτόν του και λέγει «μάλλον δε γνωσθέντες υπό Θεού»). Ότι δεν μπορείς να γνωρίσεις το Θεό, εάν δεν γνωσθείς από τον Θεό, διότι δεν έχουμε την ελευθερία, δεν μπορούμε ως κτίσματα να έχουμε την ελευθερία της γνώσεως που έχει ο άκτιστος Θεός.
Λοιπόν ο Θεός πρώτος μας γνωρίζει, μας αποκαλύπτει τον εαυτό του αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει, εάν δεν υπάρχει ως προϋπόθεση η αγάπη. Εάν ο άνθρωπος δεν μπορεί να αγαπήσει, δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό. Και όταν πάμε στην Α΄ Ιωάννου, εκεί πλέον είναι σαφές. Λέει εκεί: «ο μη αγαπών, ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εσίν». ( Α΄ Ιωάννου 4/δ΄ 8 ). Το «ο δε μη αγαπών» έχει μια ειδική σημασία στο κεφάλαιο εκείνο, στην επιστολή αυτή. Σημαίνει τις σχέσεις της κοινότητος, της εκκλησίας. Πρέπει να υπάρχει, να ανήκει κανείς στο πλέγμα αυτών των σχέσεων μέσα στην Εκκλησία. Θα δούμε τι σημασία έχει πλέον η Εκκλησιολογία για τη γνωσιολογία. Πάντως στην Ιωάννη εκεί, είναι σαφές αλλά υπάρχει και κάτι άλλο που επίσης θα πρέπει να το προσέξουμε.
Ευθύς αμέσως που λέει όλα αυτά, τα υπόλοιπα επεξηγούν το τι σημαίνει ότι ο Θεός είναι αγάπη, πράγμα που το έχουμε πολλές φορές παρεξηγήσει. «Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού». «ότι ο Θεός αγάπη εστί» διότι «τον Υιόν αυτού τον Μονογενή απέσταλκε».
Η αγάπη του Θεού δεν είναι ένα συναίσθημα του Θεού, ούτε είναι απόρροια της φύσεως του Θεού, όπως λέμε μερικές φορές ότι «κατά φύσιν αγαπά ο Θεός». Και οι Πατέρες ήταν πάρα πολύ προσεκτικοί και τα ανήρεσαν αυτά. Διότι και οι αρχαίοι Έλληνες και ο Πλάτων έλεγε ότι ο Θεός είναι και αγάπη και εκχυλίζει αγάπη από τη φύση Του. Και το αρνείται ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, το κτυπάει αυτό, διότι δημιουργήθηκαν προβλήματα με τον Ευνόμιο, όπως θα ξέρετε. Κτυπάει ακριβώς αυτήν την ιδέα του Πλάτωνος. Ονομάζει τον «Έλληνα φιλόσοφο» όπως λέγει και τονίζει ότι για μας δεν είναι «έκχυσις κρατήρος» η αγάπη του Θεού. Δεν βγαίνει από τη φύση Του. Η αγάπη του Θεού συνίσταται στο ότι είναι Πατήρ και έχει έναν Υιόν, αυτό που σας έλεγα προηγουμένως. Και αυτόν τον Υιόν «έδωκε ημίν». Η αγάπη του Πατρός είναι ο Υιός, δηλαδή ένα πρόσωπο, μια σχέση προσωπική, η οποία και προσφέρεται πλέον και σε μας ως τρόπος γνώσεως του Θεού. Λοιπόν, το συμπέρασμα είναι ότι η γνώση προέρχεται μόνο από μια αγαπητική σχέση, την οποία ο Θεός ο ίδιος ξεκινά και προσφέρει. Διότι εμείς δεν μπορούμε νʼ αρχίσουμε αυτή τη σχέση, εν ελευθερία.
Και εδώ είναι ένα τεράστιο φιλοσοφικό πρόβλημα, γιατί εμείς ως δημιουργήματα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ελεύθερα τίποτα. Διότι όλα μας είναι δεδομένα. Αυτό θα πει να είσαι δημιούργημα, να είσαι κτιστό, να μην είσαι άκτιστο. Στην πραγματικότητα και η ίδια η ύπαρξή σου είναι δεδομένη. Επομένως έχεις μια αναγκαστικότητα στη γνώση. Δεν μπορείς να γνωρίσεις εν απολύτω ελευθερία. Ο Θεός λοιπόν ο Οποίος είναι ο μόνος ελεύθερος απόλυτα, είναι και ο μόνος που μπορεί νʼ αγαπά ελεύθερα. Γιʼ αυτό, αυτός προσφέρει πρώτος τη γνώση του εαυτού Του. Μας γνωρίζει εν τω Υιώ Του, ως υιούς Του. Αυτό θα πει το «μάλλον δε και γνωσθέντες υπʼ αυτού» που λέει ο Παύλος. Και διʼ αυτού του τρόπου εμείς Τον γνωρίζουμε πλέον ως Πατέρα.
Τελειώνω λοιπόν με το εξής συμπέρασμα: Γνώση του Θεού σημαίνει την ένταξή μας στην αγαπητική σχέση Πατρός και Υιού εν ελευθερία, εν τη ελευθερία μας. Η σχέση αυτή είναι ελεύθερη και δεν είναι υποχρεωτική διότι ο Θεός δεν είναι υποχρεωμένος να μας αγαπά. Το κάνει εν ελευθερία. Ούτε κι εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να Τον αγαπάμε. Και εμείς εν ελευθερία θα μπούμε σʼ αυτή τη σχέση. Η ένταξη λοιπόν μέσα σε μια τέτοια αγαπητική σχέση, εμπεριέχει τη δυνατότητα εδώ και τώρα του οντολογικού ταυτισμού του Θεού, ως υπάρχοντος «εν προσώπω
Ιησού Χριστού». Διότι από τη σχέση αυτή ο Θεός υπάρχει για μας μέχρι τέτοιου οντολογικού σημείου, ώστε εάν εκλείψει, εκλείπει και η ίδια μας η υπόσταση.
Αυτό σημαίνει στην πραγματικότητα, ότι εάν δεν ενταχθούμε στην αγαπητική σχέση, η οποία υπάρχει μεταξύ του Πατρός και του Υιού, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό. Θα Τον γνωρίζουμε κατά χίλιους τρόπους φιλοσοφικούς, παγανιστικούς, μυστικούς, αλλά όχι ως Πατέρα. Που σημαίνει Πατέρα του συγκεκριμένου Υιού, ενός προσώπου, και στη συνέχεια ως Πατέρα μας, λόγω του ταυτισμού μας με το πρόσωπο του Υιού ως πατέρα και δικού μας…
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η αγάπη πρέπει να δημιουργεί το πλέγμα των σχέσεων αυτών, μέσα στο οποίο όλοι όσοι γνωρίζουν τον Θεό ως Πατέρα κατʼ αυτόν τον τρόπο εν Χριστώ, βρίσκονται σε αλληλοεξάρτηση υπαρξιακή μεταξύ τους. Επομένως πρέπει να ανήκεις στην κοινότητα, στο σώμα αυτό που δημιουργεί αυτή η σχέση. Δεν μπορείς να γνωρίζεις το Θεό έξω απʼ αυτό το σώμα, αυτών που Τον γνωρίζουν με τον τρόπο που τον γνωρίζει ο Υιός. Και αυτό σημαίνει ότι μόνο εν τη Εκκλησία γνωρίζεται ο Θεός πλήρως. Έτσι, μʼ αυτό τόνο τον τρόπο. Αλλιώς γνωρίζεται ως άλλο τι, όχι ως ο Πατήρ. Αλλά ο Θεός είναι ο Πατήρ. Έτσι αποκαλύπτεται. Έτσι θέλει να αποκαλύπτεται. Δεν ξέρω τι άλλο είναι. Μπορεί να είναι και πολλά άλλα πράγματα, αλλά επειδή όπως είπα, η γνώση προϋποθέτει ελεύθερη αποκάλυψη, αυτός ο τρόπος ελεύθερα μας αποκαλύπτει το Θεό ως Πατέρα.
Όλα αυτά, για να γίνουν, χρειάζεται μια κάθαρση. Δεν μπορείς να φθάσεις στο σημείο αυτό να γνωρίσεις το Θεό, να τον γνωρίσεις μʼ αυτό τον τρόπο, χωρίς να ξεκαθαρίσεις τις σχέσεις σου γενικά. Διότι όλες οι σχέσεις παρεμβάλλονται στη γνώση. Για να γνωρίσω ακόμη κι αυτό το τραπέζι, παρεμβάλλονται οι σχέσεις που έχω με όλο το φυσικό χώρο, με τα χρώματα, με τα σχήματα, με τα πάντα. Δεν γνωρίζουμε ποτέ αντικείμενα χωρίς αυτήν την ευρύτερη εμπειρική σχέση. Λοιπόν το ίδιο ισχύει και για τη γνώση του Θεού. Ολόκληρη η ύπαρξή μας με όλες τις εμπειρικές μας σχέσεις, είναι μπλεγμένη στη γνώση του Θεού. Γνωρίζω το Θεό με όλες τις σχέσεις μου, με τα πράγματα, με τη φύση, με τις αισθήσεις μου, με τα αντικείμενα. Δεν είναι μια γνώση αυτή που περνάει μόνο από το μυαλό μου, ούτε μόνο από την καρδιά σαν συναισθηματικό κέντρο. Αλλά είναι μια τέτοια ευρύτερη υπαρξιακή γνώση, που εμπεριέχει όλη μου την ταυτότητα. Η δε ταυτότητά μου σχετίζεται με όλες τις σχέσεις που έχω με τα πράγματα, με τα πρόσωπα, με τα αντικείμενα, με τους πάντες. Ιδίως με τις προσωπικές σχέσεις, διότι αυτές επηρεάζουν την ταυτότητά μου. Όλα αυτά λοιπόν πρέπει να περάσουν από ένα φιλτράρισμα, από ένα ξεκαθάρισμα. Να δούμε κατά πόσον αυτά μπορούν να ενταχθούν σʼ αυτή τη σχέση με το Θεό που μας Τον αποκαλύπτει, Τον γνωρίζει σε μας κατʼ αυτό τον τρόπο ο Υιός Του. Εκεί θα δούμε ότι τα πράγματα δεν είναι εύκολα και χρειάζονται πραγματικά κάθαρση. Θα έλεγα ότι η ασκητική προσπάθεια είναι ακριβώς αυτή. Αυτό που λένε κάθαρση από τα πάθη εννοείται ακριβώς ως το ξεκαθάρισμα των υπαρξιακών μας σχέσεων με κάθε τι που είναι εμπεπλεγμένο στην ταυτότητά μας την προσωπική. Και αυτό το ξεκαθάρισμα είναι απαραίτητη προϋπόθεση.
Στο σημείο αυτό αποκτούν μεγίστη σημασία τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που σας ανέφερα και σε προηγούμενο μάθημα: «ου παντός… το περί Θεού φιλοσοφείν» αλλά «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία, και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων». Αλλά δεν πρέπει να διαβάζουμε τους Πατέρες απομονώνοντας τα χωρία. Ο ίδιος ο Άγιος Γρηγόριος σε κάποιον άλλο λόγο του τονίζει αυτό που προσπάθησα να σας αναλύσω διεξοδικά εδώ, ότι δηλαδή η γνώση του Θεού έχει μεν ως προϋπόθεση την κάθαρση, ταυτίζεται όμως τελικά με την αγάπη. Γράφει: «Θεός μεν εστι φως το ακρότατον… όσον αν καθαιρώμεθα, φανταζόμενον. Και όσον αν φαντασθώμεν, αγαπώμενον. Και όσον αν αγαπήσωμεν… νοούμενον».
Έτσι η κάθαρση δεν είναι ο σκοπός. Αυτή καθʼ εαυτήν η άσκηση δεν αποκαλύπτει το Θεό. Ούτε γνωρίζουμε το Θεό αυτομάτως δια της καθάρσεως των παθών. Ο Θεός γνωρίζεται εν τη κοινωνία του σώματος του Υιού Του. Με το να εμπλακούμε στις σχέσεις που δημιουργεί αυτό το σώμα. Τότε ο Θέος αποκαλύπτεται και τότε οι σχέσεις μας με τον Θεό είναι σχέσεις Πατρός και Υιού. Κι έτσι δίνουμε νόημα σʼ αυτό που λέμε, δυστυχώς μόνο με τα λόγια πολλές φορές όταν ρωτούν, τι διαφέρει ένας ασκητής Χριστιανός από ένα γκουρού; Ακούμε την απάντηση: «μα εμείς κάνουμε την άσκηση εν Χριστώ». Τι θα πει «εν Χριστώ»; Δηλαδή μια λέξη λέμε, ένα όνομα, και τελείωσε το θέμα; Όλη η άλλη ιστορία είναι βουδιστική κι από εκεί και πέρα μπαίνει ένα όνομα, ο Χριστός, και τελείωσε η ιστορία. Τι υπαρξιακό αντίκρυσμα έχει ο Χριστός που εισάγουμε σαν ειδοποιό διαφορά; Εάν δεν βάλουμε αυτά τα στοιχεία του σώματος του Χριστού, των σχέσεων που δημιουργεί ο Χριστός εν τη κοινωνία του σώματός του, της Εκκλησίας δηλαδή, δεν μπορούμε να βρούμε την ειδοποιό διαφορά, με – όλα – αυτά. Ένας βουδιστής γνωρίζει το Θεό καθαιρόμενος από τα πάθη με τον ίδιο τρόπο εν τοιαύτη περιπτώσει. Δεν είναι λοιπόν η άσκηση ο τελικός σκοπός. Η γνώση του θεού δεν προέρχεται, δεν εξαρτάται, δεν πραγματοποιείται αυτομάτως με την κάθαρση των παθών. Χρειάζεται το θετικό στοιχείο της εντάξεως στο σώμα μέσα στο οποίο ο Χριστός αποκαλύπτεται σαν κοινωνία πολλών προσώπων, τα οποία με την αγάπη που τα συνδέει βλέπουν το Θεό παρόντα εν Χριστώ. Και επανέρχομαι συνεπώς πάλιν από άλλη οδό πλέον μακράν και κουραστική σε εκείνο, που είπα σε ένα προηγούμενο μάθημα σχετικά με τα δόγματα. Ότι εν τη Εκκλησία και κυρίως εν τη Ευχαριστία ερμηνεύονται τα δόγματα. Και εκεί και μόνον ο Θεός γνωρίζεται κατά τον πληρέστερο τρόπο που έχουμε. Όλες οι άλλες είναι προϋποθέσεις και δεν αρνούμαι τη σημασία τους και τη σπουδαιότητά τους. Αλλά επειδή κινδυνεύουμε να τις κάνουμε αυτοσκοπούς, είμαι υποχρεωμένος να τονίσω ότι δεν είναι αυτοσκοποί.
Η γνώση του Θεού λοιπόν προϋποθέτει, την ελεύθερη εμπλοκή μας στις αγαπητικές σχέσεις που δημιουργεί ο ίδιος ο Θεός με μας εν Χριστώ. Αν ο Θεός αγαπά τον αδελφό μου εν Χριστώ και εγώ μισώ τον αδελφό μου δεν μπορώ να γνωρίσω τον Θεό. Πρέπει την ίδια αγάπη που ο Θεός έχει με τον αδελφό μου, να την έχω και εγώ με τον αδελφό μου. Η γνώση του Θεού περνάει απʼ αυτή την τεθλασμένη οδό, που δεν είναι η κάθετη απλώς μεταξύ της καρδιάς μου και του Θεού, αλλά έχει και την οριζόντια διάσταση. Γιʼ αυτό «ο μη αγαπών, ουκ έγνω τον Θεό, ότι ο Θεός αγάπη εστί».
Πριν κλείσουμε το θέμα της Γνωσιολογίας πρέπει με βάση όσα ήδη είπαμε να ξεκαθαρίσουμε το θέμα του αποφατισμού που θίξαμε πιο πάνω. Με αφορμή τα όσα έγραψε ο LOSSKY στη «Μυστική Θεολογία» του χρησιμοποιώντας κυρίως τους Καππαδόκες Πατέρες και τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, υπερτονίσθηκε τα τελευταία χρόνια η άποψη της αγνωσίας του Θεού. Πράγματι για να αντικρούσουν τους Ευνομιανούς οι Καππαδόκες Πατέρες, υπερτόνισαν την ιδέα ότι ο Θεός δεν γνωρίζεται, όσο και αν τον πληρίασει κανείς. «Καν υπέρ εκείνον (τον Παύλον) γένη… και εγγυτέρω Θεού πλέον απέχει Θεού και της τελείας καταλήψεως ή όσον ημών υπεραίρει του συνθέτου και ταπεινού και κάτω βρίθοντος κράματος» (Γρηγόριος ο Θεολόγος). Αλλά δεν πρέπει να λησμονούνται τα εξής βασικά σημεία:
Α. Η «αγνωσία» του Θεού περιγράφεται από τους Πατέρες ως ακαταληψία ή το ακατάληπτον του Θεού. Δεν πρόκειται συνεπώς για άρνηση κάθε είδους γνώσεως του Θεού (τότε οι λόγοι του Κυρίου «ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν» κλπ δεν θα είχαν νόημα), αλλά περί μιας συγκεκριμένης μορφής γνώσεως, της καταλήψεως, η οποία και είναι αδύνατος. Αυτό το είδος της γνώσεως – το οποίον επέτρεπαν οι Ευνομιανοί – είναι αυτό που αναλύσαμε πιο πάνω ως «γνώση πραγμάτων», και είδαμε πώς και γιατί δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην περίπτωση της γνώσεως του Θεού.
Β. Αυτό που αρνούνται οι Πατέρες είναι η γνώση της φύσεως ή της ουσίας του Θεού, το να γνωρίσει κανείς «την πρώτην τε και ακήρατον φύσιν, και εαυτή, λέγω δη τη Τριάδι γινωσκομένην» (Γρηγόριος ο Θεολόγος). Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι αρνούνται οι Πατέρες το να γίνει λόγος περί Θεού ως Τριάδος. Οι Ευνομιανοί με το να ταυτίζουν την ουσία ή φύση του Θεού με τον Πατέρα δημιουργούσαν τη σύγχυση ότι, αφού μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό ως Πατέρα, άρα μπορούμε να γνωρίσ
ουμε τη φύση του Θεού (αφού θεία ουσία και Πατήρ συμπίπτουν πλήρως εννοιολογικά). Η διάκριση όμως μεταξύ ουσίας και Πατρός, στην οποία επέμειναν οι Καππαδόκες Πατέρες απέκλειε τη σύγχυση αυτή. Έτσι το να λέμε ότι δεν γνωρίζουμε το Θεό ως ουσία δεν συνεπάγεται αυτομάτως και ότι δεν Τον γνωρίζουμε ως Πατέρα (ή ως Τριάδα προσώπων). Και αντίστροφα, το να λέμε ότι γνωρίζουμε το Θεό ως Πατέρα, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι Τον γνωρίζουμε ως ουσία η φύση.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η ανάλυση που κάναμε πιο πάνω είναι σύμφωνη με την πατερική γνωσιολογία: ο Θεός γνωρίζεται μόνον «εν προσώπω» και ως πρόσωπα, και όχι ως φύση ή ουσία. Η Πατερική γραμματεία δεν μας παρέχει βέβαια ανάλυση υπαρξιακή του τι σημαίνει να γνωρίζεις «εν προσώπω» ή ως πρόσωπα. Μας παρέχει όμως τη βασική αρχή ότι υπάρχει ριζική διάκριση ως προς τη γνωσιολογία μεταξύ φύσεως και προσώπου, αφού την μεν φύση του Θεού δεν μπορείς με κανένα τρόπο να την γνωρίσεις, ενώ την προσωπική ύπαρξή Του μπορείς. Συνεπώς ο αποφατισμός ως προς τη φύση του Θεού δεν πρέπει να γενικεύεται σε αποφατισμό και αγνωσία ως προς την προσωπική Του ύπαρξη.
Πέρα από τη γενική αυτή αρχή της διακρίσεως μεταξύ της ουσίας του Θεού που είναι παντελώς ασύλληπτος και της προσωπικής – τριαδικής υπάρξεώς Του, που μας γνωρίζεται δια του Υιού εν Πνεύματι, οι Πατέρες δεν προσφέρεουν, όπως είπαμε, ανάλυση του τι σημαίνει να γνωρίζεις τον Θεόν «εν προσώπω Ιησού Χριστού» και ως Τριάδα προσώπων. Η ανάλυση αυτή δεν χρειάσθηκε να γίνει στην εποχή των Πατέρων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνει ποτέ εις τον αιώνα. Αντίθετα, χρέος της Δογματικής, όπως είπαμε στα πρώτα μαθήματα, είναι να προχωρεί σε ερμηνεία των δογμάτων, αρκεί να μην προδίδει ή διαστρέφει το πνεύμα των Πατέρων. Αυτό έκαμαν και όλοι οι μεγάλοι Πατέρες: ερμηνεύοντας τους προηγουμένους των, βάσει αναγκών της εποχής τους, προέβαιναν σε ανάλυση βασικών όρων.
Μια τέτοια ανάλυση που επέβαλαν ιστορικές ανάγκες σχετικά με το θέμα της Γνωσιολογίας, ήταν στην πατερική εποχή η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στο Θεό. Η διάκριση αυτή που εμφανίζεται αμυδρά στον Μέγα Αθανάσιο και σαφέστερη στους Καππαδόκες Πατέρες, αναπτύσσεται ως γνωστόν εκτενώς από τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Με τον τρόπο αυτόν διατηρείται η Πατερική αρχή του ακαταλήπτου της ουσίας του Θεού και προσφέρεται ως γνωσιολογική βάση η ενέργεια ή ενέργειες του Θεού. Έτσι και πάλι ο αποφατισμός περιορίζεται στην ουσία του Θεού. Τόσο τα πρόσωπα, όσο και οι ενέργειες του Θεού, άκτιστα και τα δύο, μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε το Θεό και να θεολογήσουμε. Αλλά στην περίπτωση αυτή, όπως είδαμε στην ανάλυση που κάναμε, η γνώση δεν μπορεί να νοηθεί ως κατάληψη. Είναι ένα είδος γνώσεως που χρειάζεται ανάλυση προκειμένου να ερμηνευθεί η θέση των Πατέρων. Αυτή την ανάλυση επιχειρήσαμε πιο πάνω.
Το παραπανω έχει γραφεί από σημειώσεις τών παραδόσεων μαθημάτων τού καθηγητού Ι. Δ. Ζηζιούλα (σημερινού Μητροπολίτου Περγάμου και προέδρου τής Ακαδημίας Αθηνών) στο Τμήμα Ποιμαντικής τής Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατά το ακαδημαϊκό έτος 1984 - 85.
oodegr.com
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
Αγάπη και Τριαδικότητα
Άμεσα εξαρτημένο από την υπαρκτική - προσωπική - διάσταση της Αγάπης είναι το δόγμα της τριαδικότητας. Δόγμα δεν σημαίνει «ανεξήγητο», όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, αλλά «θεμελιώδες». Για την ακρίβεια σημαίνει εκλογίκευση του άρρητου, εκλογίκευση που, κάθε φορά, θεμελιώνει το γνωστικό οικοδόμημα.
Ο Θεός ως απόλυτη ουσία αν είχε ένα μόνο πρόσωπο, αυτό ούτε θα μπορούσε να υπάρχει ελεύθερα προς αυτήν και ακολούθως ούτε και να κοινωνεί μαζί της υπαρκτικά μέσω της αγάπης. Αν η υπέρχρονη και μη πεπερασμένη ουσία του Θεού εκδηλωνόταν υπαρκτά μέσω ενός προσώπου, τότε το πρόσωπο αυτό δεν θα μπορούσε να μην την επιλέξει, γιατί θα αυτοκαταργείτο. Αλλά ούτε και να την αγαπά θα μπορούσε, γιατί τότε θα συνυπάρχει μαζί της προαιώνια, άρα θα ταυτιζόταν προς αυτήν, εντέλει, και οντολογικά.
Άλλωστε, με βάση την αριστοτελική λογική, το μοναδικό πρόσωπο του θείου προς τι θα αντιδιαστελλόταν υπαρκτικά, ώστε να αυτοκαθοριστεί, αν «άλλο δέος» είναι η ουσία; Πρόκειται, λοιπόν, για μια αναγκαστική σχέση και όχι για μια σχέση ελευθερίας, δηλαδή αγάπης.
Το πρόβλημα του, υπόδουλου στη Μοίρα Θεού που πριν ήταν πρόβλημα οντολογικό τίθεται εκ νέου, τώρα ως πρόβλημα υπαρκτικό και δεν λύνεται. Η τριαδικότητα, δηλαδή η ύπαρξη τριών προσώπων, που επειδή αυτοκαθορίζονται ετεροκαθοριζόμενα το ένα από το άλλο και επιπλέον ελεύθερα επιλέγουν να αγαπούν, δηλαδή να συνυπάρχουν, δίνοντας υπόσταση στην ίδια θεϊκή ουσία, λύνει το πρόβλημα του δούλου Θεού, το οποίο σε απλό οντολογικό επίπεδο μοιάζει άλυτο.
Η αγάπη, λοιπόν, στη χριστιανική θεολογία και βιοθεωρία δεν είναι ένα απλό συναίσθημα. Είναι υπαρκτική κατηγορία που καθορίζει την ίδια τη σύλληψη και βίωση του Θεού και περαιτέρω την ίδια τη σύλληψη και το βίωμα του ανθρώπου. Αν ο Θεός υπάρχει με τον τρόπο αυτό επειδή αγαπά, ο άνθρωπος, νοείται-πραγματώνεται έτσι και όχι αλλιώς, επειδή αγαπά. Όταν δε συμβαίνει αυτό, τότε ο άνθρωπος αυτοκαταργείται.
Απόσπασμα από το Περιοδικό "Τρίτο Μάτι "Δεκεμβρίου 2004, Νο 128, σελ. 22-26. Άρθρο του Βασίλη Μπακούρου, με τον γενικό τίτλο: "Σοσιαλιστική Κοινωνική Αλληλεγγύη και Χριστιανική Αγάπη".
Αγάπη και ανθρώπινη κοινωνία
Η αγάπη, όπως είδαμε, δεν είναι τόσο μια εσωτερική κατάσταση του ανθρώπινο εγώ, όσο μια εξωτερίκευση από το εγώ προς το «εσύ», τον άλλον. Η εξωτερίκευση αυτή δεν είναι λεκτική έκφραση, αλλά πράξη αγάπης προς τον άλλο, αφού έχει αυτοδικαίως κοινωνικό χαρακτήρα. Αν δεν υπάρχει πράξη, τότε ομοίως δεν υπάρχε ούτε αγάπη, γιατί στην ηθική το «γίγνεσθαι» προηγείται λογικά του «είναι», αφού το πρώτο αποδεικνύει την ύπαρξη του δευτέρου, ενώ το δεύτερο, ακόμη κι αν υφίσταται δεν επιφέρει αλλαγές στο εγώ και το εσύ, αν δεν υλοποιείται. Όποιος, λοιπόν, χριστιανός αγαπά μόνο με λόγια, χωρίς έργα, κατά το Ιωάννη τον Δαμασκηνό, αγαπά όπως ο Εωσφόρος, γιατί και αυτός λέει για την αγάπη αλλά δεν την ποιεί...
Η χριστιανική κοινωνία (Εκκλησία) διαφέρει από τις άλλες, γιατί σε αυτήν κινητήρια κοινωνική δύναμη, συνεκτική της δομής της, είναι η αγάπη -τόσο προς τον Θεό όσο και προς τους ανθρώπους- κατά το πρότυπο της Τριάδας. Τον Θεό ο άνθρωπος τον "ερά", ενώ τον συνάνθρωπο του τον «αγαπά». Προς τον Θεό η αγάπη υλοποιείται με την ευσέβεια, ενώ προς τον συνάνθρωπο με τη φιλανθρωπία (φιλαλληλία, αλληλεγγύη κτλ.).
Γνώμονας του έρωτα προς τον Θεό είναι η επίγνωση της θυσίας, αφού ο άνθρωπος όσα και να προσφέρει στον Θεό παρέχει λίγα σε σύγκριση με αυτά που λαμβάνει.
Γνώμονας της αγάπης προς τον συνάνθρωπο είναι η ισότητα, γιατί χωρίς αυτήν επέρχεται η υποδούλωση. Ισότητα δεν σημαίνει εξομοίωση, γι' αυτό και οι χριστιανοί αναγνωρίζουν την κρατική ιεραρχία, σε αυτήν όμως αναγνωρίζουν λειτουργικό και όχι φυσικό ρόλο.
Αναγνώριση αριστοκρατίας -με όλα τα παρεπόμενα της - συνιστούν για τον χριστιανό παρακμή κοινωνική ή, για την ακρίβεια, δεινή επιβολή του μάταιου στην Ιστορία, που ακριβώς επειδή είναι πεπερασμένο είναι και εωσφορικό.
Επομένως, η αγάπη στην κοινωνική της διάσταση αποτελεί πράξη που επιβεβαιώνει την ισότητα και πρακτικά απευθύνεται σε όλα τα κοινωνικά μέλη της ως ολική ενίσχυση, όμως στοχεύει στη θεραπεία της κοινωνικής ένδειας που συχνότατα εμποδίζει την ισότητα να παράγεται, από την αδικία της ανισοκατανομής του πλούτου.
Αυτή η ανισοκατανομή θεραπεύεται (ή πρέπει να θεραπεύεται) με την αυτόβουλη πράξη του πλουσίου να εξισώσει τον φτωχό με αυτόν, ώστε να είναι ίσοι. Ο καταναγκασμός του πλουσίου να συνεισφέρει στην οικονομική εξίσωση (μέσω της φορολογίας λ.χ.) για τον Χριστιανισμό δεν έχει ηθικό βάρος, γιατί παρά το πρακτικό του αποτέλεσμα δεν οδηγεί στη σωτηρία, δηλαδή στην ένωση του πλουσίου με τον Θεό που πρέπει να αποτελεί πράξη επιλογής, δηλαδή επιβεβαίωση προσωπικής ελευθερίας...
Απόσπασμα από το Περιοδικό "Τρίτο Μάτι "Δεκεμβρίου 2004, Νο 128, σελ. 22-26. Άρθρο του Βασίλη Μπακούρου, με τον γενικό τίτλο: "Σοσιαλιστική Κοινωνική Αλληλεγγύη και Χριστιανική Αγάπη".
oodegr.com
Άμεσα εξαρτημένο από την υπαρκτική - προσωπική - διάσταση της Αγάπης είναι το δόγμα της τριαδικότητας. Δόγμα δεν σημαίνει «ανεξήγητο», όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, αλλά «θεμελιώδες». Για την ακρίβεια σημαίνει εκλογίκευση του άρρητου, εκλογίκευση που, κάθε φορά, θεμελιώνει το γνωστικό οικοδόμημα.
Ο Θεός ως απόλυτη ουσία αν είχε ένα μόνο πρόσωπο, αυτό ούτε θα μπορούσε να υπάρχει ελεύθερα προς αυτήν και ακολούθως ούτε και να κοινωνεί μαζί της υπαρκτικά μέσω της αγάπης. Αν η υπέρχρονη και μη πεπερασμένη ουσία του Θεού εκδηλωνόταν υπαρκτά μέσω ενός προσώπου, τότε το πρόσωπο αυτό δεν θα μπορούσε να μην την επιλέξει, γιατί θα αυτοκαταργείτο. Αλλά ούτε και να την αγαπά θα μπορούσε, γιατί τότε θα συνυπάρχει μαζί της προαιώνια, άρα θα ταυτιζόταν προς αυτήν, εντέλει, και οντολογικά.
Άλλωστε, με βάση την αριστοτελική λογική, το μοναδικό πρόσωπο του θείου προς τι θα αντιδιαστελλόταν υπαρκτικά, ώστε να αυτοκαθοριστεί, αν «άλλο δέος» είναι η ουσία; Πρόκειται, λοιπόν, για μια αναγκαστική σχέση και όχι για μια σχέση ελευθερίας, δηλαδή αγάπης.
Το πρόβλημα του, υπόδουλου στη Μοίρα Θεού που πριν ήταν πρόβλημα οντολογικό τίθεται εκ νέου, τώρα ως πρόβλημα υπαρκτικό και δεν λύνεται. Η τριαδικότητα, δηλαδή η ύπαρξη τριών προσώπων, που επειδή αυτοκαθορίζονται ετεροκαθοριζόμενα το ένα από το άλλο και επιπλέον ελεύθερα επιλέγουν να αγαπούν, δηλαδή να συνυπάρχουν, δίνοντας υπόσταση στην ίδια θεϊκή ουσία, λύνει το πρόβλημα του δούλου Θεού, το οποίο σε απλό οντολογικό επίπεδο μοιάζει άλυτο.
Η αγάπη, λοιπόν, στη χριστιανική θεολογία και βιοθεωρία δεν είναι ένα απλό συναίσθημα. Είναι υπαρκτική κατηγορία που καθορίζει την ίδια τη σύλληψη και βίωση του Θεού και περαιτέρω την ίδια τη σύλληψη και το βίωμα του ανθρώπου. Αν ο Θεός υπάρχει με τον τρόπο αυτό επειδή αγαπά, ο άνθρωπος, νοείται-πραγματώνεται έτσι και όχι αλλιώς, επειδή αγαπά. Όταν δε συμβαίνει αυτό, τότε ο άνθρωπος αυτοκαταργείται.
Απόσπασμα από το Περιοδικό "Τρίτο Μάτι "Δεκεμβρίου 2004, Νο 128, σελ. 22-26. Άρθρο του Βασίλη Μπακούρου, με τον γενικό τίτλο: "Σοσιαλιστική Κοινωνική Αλληλεγγύη και Χριστιανική Αγάπη".
Αγάπη και ανθρώπινη κοινωνία
Η αγάπη, όπως είδαμε, δεν είναι τόσο μια εσωτερική κατάσταση του ανθρώπινο εγώ, όσο μια εξωτερίκευση από το εγώ προς το «εσύ», τον άλλον. Η εξωτερίκευση αυτή δεν είναι λεκτική έκφραση, αλλά πράξη αγάπης προς τον άλλο, αφού έχει αυτοδικαίως κοινωνικό χαρακτήρα. Αν δεν υπάρχει πράξη, τότε ομοίως δεν υπάρχε ούτε αγάπη, γιατί στην ηθική το «γίγνεσθαι» προηγείται λογικά του «είναι», αφού το πρώτο αποδεικνύει την ύπαρξη του δευτέρου, ενώ το δεύτερο, ακόμη κι αν υφίσταται δεν επιφέρει αλλαγές στο εγώ και το εσύ, αν δεν υλοποιείται. Όποιος, λοιπόν, χριστιανός αγαπά μόνο με λόγια, χωρίς έργα, κατά το Ιωάννη τον Δαμασκηνό, αγαπά όπως ο Εωσφόρος, γιατί και αυτός λέει για την αγάπη αλλά δεν την ποιεί...
Η χριστιανική κοινωνία (Εκκλησία) διαφέρει από τις άλλες, γιατί σε αυτήν κινητήρια κοινωνική δύναμη, συνεκτική της δομής της, είναι η αγάπη -τόσο προς τον Θεό όσο και προς τους ανθρώπους- κατά το πρότυπο της Τριάδας. Τον Θεό ο άνθρωπος τον "ερά", ενώ τον συνάνθρωπο του τον «αγαπά». Προς τον Θεό η αγάπη υλοποιείται με την ευσέβεια, ενώ προς τον συνάνθρωπο με τη φιλανθρωπία (φιλαλληλία, αλληλεγγύη κτλ.).
Γνώμονας του έρωτα προς τον Θεό είναι η επίγνωση της θυσίας, αφού ο άνθρωπος όσα και να προσφέρει στον Θεό παρέχει λίγα σε σύγκριση με αυτά που λαμβάνει.
Γνώμονας της αγάπης προς τον συνάνθρωπο είναι η ισότητα, γιατί χωρίς αυτήν επέρχεται η υποδούλωση. Ισότητα δεν σημαίνει εξομοίωση, γι' αυτό και οι χριστιανοί αναγνωρίζουν την κρατική ιεραρχία, σε αυτήν όμως αναγνωρίζουν λειτουργικό και όχι φυσικό ρόλο.
Αναγνώριση αριστοκρατίας -με όλα τα παρεπόμενα της - συνιστούν για τον χριστιανό παρακμή κοινωνική ή, για την ακρίβεια, δεινή επιβολή του μάταιου στην Ιστορία, που ακριβώς επειδή είναι πεπερασμένο είναι και εωσφορικό.
Επομένως, η αγάπη στην κοινωνική της διάσταση αποτελεί πράξη που επιβεβαιώνει την ισότητα και πρακτικά απευθύνεται σε όλα τα κοινωνικά μέλη της ως ολική ενίσχυση, όμως στοχεύει στη θεραπεία της κοινωνικής ένδειας που συχνότατα εμποδίζει την ισότητα να παράγεται, από την αδικία της ανισοκατανομής του πλούτου.
Αυτή η ανισοκατανομή θεραπεύεται (ή πρέπει να θεραπεύεται) με την αυτόβουλη πράξη του πλουσίου να εξισώσει τον φτωχό με αυτόν, ώστε να είναι ίσοι. Ο καταναγκασμός του πλουσίου να συνεισφέρει στην οικονομική εξίσωση (μέσω της φορολογίας λ.χ.) για τον Χριστιανισμό δεν έχει ηθικό βάρος, γιατί παρά το πρακτικό του αποτέλεσμα δεν οδηγεί στη σωτηρία, δηλαδή στην ένωση του πλουσίου με τον Θεό που πρέπει να αποτελεί πράξη επιλογής, δηλαδή επιβεβαίωση προσωπικής ελευθερίας...
Απόσπασμα από το Περιοδικό "Τρίτο Μάτι "Δεκεμβρίου 2004, Νο 128, σελ. 22-26. Άρθρο του Βασίλη Μπακούρου, με τον γενικό τίτλο: "Σοσιαλιστική Κοινωνική Αλληλεγγύη και Χριστιανική Αγάπη".
oodegr.com
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
«Ο άνθρωπος που δίνεται στο Χριστό ξεπερνάει τις δυσκολίες χωρίς να φθείρεται»
Μου είπε ακόμα ο Παππούλης:
«Ο άνθρωπος, που δίνει την καρδιά του στο Χριστό, όπως ο Μοναχός, αυτός γίνεται άλλος άνθρωπος. Ανοίγει ο νους του, γίνεται άλλος άνθρωπος. Ανοίγει ο νους του, γεμίζει με το Χριστό. Ακούεις; Με καταλαβαίνεις; Με το Χριστό. Και όταν ο νους και η καρδιά είναι γεμάτη από το Χριστό, τότε αυτός ο άνθρωπος είναι σοφός, είναι έξυπνος, του τα διδάσκει όλα το Πνεύμα του Θεού.
Η λέξη έξυπνος, όχι με το νόημα που την εννοεί ο κόσμος, δηλαδή να απαντά καθηλώνοντας τους άλλους, ή να κάνει μια δουλειά καλύτερα από τους άλλους, αλλά, να! Πώς να σου το πω;
Σε κάθε δυσκολία που του παρουσιάζεται, δεν τα χάνει, δεν απελπίζεται, αλλά προσφεύγοντας στο Χριστό, που είναι μέσα του, βρίσκει ωραίους και εύκολους τρόπους να την ξεπερνάει, χωρίς να του στοιχίζει, χωρίς να φθείρεται εσωτερικά. Με κατάλαβες, Γεώργιε;»
(Είπε το όνομά μου χωρίς να με έχει ρωτήσει. Ούτε εχθές, όταν με σύστησαν, του το είπαν. Με εντυπωσίασε).
- Κατάλαβα, Γέροντα.
«Ο άνθρωπος που έχει δώσει την καρδιά του στο Χριστό δεν υποφέρει, όσες δυσκολίες και να συμβούν. Χαίρεται, είναι γεμάτος εσωτερική χαρά. Είναι δραστήριος, προσεκτικός. Δεν κάνει λάθη, ζημιές. Το μυαλό, τα χέρια, τα πόδια, όλα κινούνται από τη χάρη του Θεού. Πώς είναι δυνατόν να είναι κουτός;
Βέβαια, υπάρχουν και περιπτώσεις που πρέπει να κάνει τον κουτό, για χάρη του Χριστού».
- Δηλαδή, πώς θα κάνει τον κουτό;
«Όταν σιωπήσει εν γνώσει, με κάποιο εσωτερικό σκοπό, κάνει πώς δεν κατάλαβε, κάνει πως δεν ξέρει, διότι έχει ένα καλό σκοπό.
Αυτά θα του διδάξει σιγά – σιγά το Άγιο Πνεύμα.
Διότι όταν έχουμε μέσα μας το Χριστό, δε ζούμε κανονίζοντας εμείς τον εαυτό μας.
Ζει εν ημί Χριστός, και κανονίζει αυτός τη ζωή μας». [Ά 20 – 2]
«Να αγαπάς τους πειρασμούς»
«Μόνο ένα να προσέξεις», με συμβούλεψε ο Παππούλης.
«Να ξεκαθαρίζεις τις σκέψεις σου, που από την πολλή σου ευαισθησία πιέζεσαι και θλίβεσαι.
Να τις διώχνεις, να μην παραμένουν.
Να αγαπάς τους πειρασμούς που έρχονται και δε θα ταράζεσαι, ούτε θα θλίβεσαι.Να αγαπάς πολύ όλους τους αδελφούς το ίδιο.
Να αγαπάς πολύ το Γέροντα. Ένας Γέροντας, ένας Χριστός.
- Πώς θα αγαπήσω τους πειρασμούς και τις δυσκολίες;
«Είναι μεγάλη ιστορία αυτή. Έχει τους τρόπους της.
Άμα μπει ο Χριστός στην καρδιά, τη γεμίζει με την αγάπη Του.
Τότε δεν υπάρχει μη τούτο, μη εκείνο, μη …
Μόνο αγάπη… Πάνω απʼ όλα η Αγάπη.
Τα μη ήσαν προ Χριστού. Τα κατήργησε ο Χριστός. Έφερε την Αγάπη.
Παράδεισος είναι η ζωή του Χριστού, η υπακοή, η ταπείνωση. [Ά 37-40]
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ»
γ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ
Μου είπε ακόμα ο Παππούλης:
«Ο άνθρωπος, που δίνει την καρδιά του στο Χριστό, όπως ο Μοναχός, αυτός γίνεται άλλος άνθρωπος. Ανοίγει ο νους του, γίνεται άλλος άνθρωπος. Ανοίγει ο νους του, γεμίζει με το Χριστό. Ακούεις; Με καταλαβαίνεις; Με το Χριστό. Και όταν ο νους και η καρδιά είναι γεμάτη από το Χριστό, τότε αυτός ο άνθρωπος είναι σοφός, είναι έξυπνος, του τα διδάσκει όλα το Πνεύμα του Θεού.
Η λέξη έξυπνος, όχι με το νόημα που την εννοεί ο κόσμος, δηλαδή να απαντά καθηλώνοντας τους άλλους, ή να κάνει μια δουλειά καλύτερα από τους άλλους, αλλά, να! Πώς να σου το πω;
Σε κάθε δυσκολία που του παρουσιάζεται, δεν τα χάνει, δεν απελπίζεται, αλλά προσφεύγοντας στο Χριστό, που είναι μέσα του, βρίσκει ωραίους και εύκολους τρόπους να την ξεπερνάει, χωρίς να του στοιχίζει, χωρίς να φθείρεται εσωτερικά. Με κατάλαβες, Γεώργιε;»
(Είπε το όνομά μου χωρίς να με έχει ρωτήσει. Ούτε εχθές, όταν με σύστησαν, του το είπαν. Με εντυπωσίασε).
- Κατάλαβα, Γέροντα.
«Ο άνθρωπος που έχει δώσει την καρδιά του στο Χριστό δεν υποφέρει, όσες δυσκολίες και να συμβούν. Χαίρεται, είναι γεμάτος εσωτερική χαρά. Είναι δραστήριος, προσεκτικός. Δεν κάνει λάθη, ζημιές. Το μυαλό, τα χέρια, τα πόδια, όλα κινούνται από τη χάρη του Θεού. Πώς είναι δυνατόν να είναι κουτός;
Βέβαια, υπάρχουν και περιπτώσεις που πρέπει να κάνει τον κουτό, για χάρη του Χριστού».
- Δηλαδή, πώς θα κάνει τον κουτό;
«Όταν σιωπήσει εν γνώσει, με κάποιο εσωτερικό σκοπό, κάνει πώς δεν κατάλαβε, κάνει πως δεν ξέρει, διότι έχει ένα καλό σκοπό.
Αυτά θα του διδάξει σιγά – σιγά το Άγιο Πνεύμα.
Διότι όταν έχουμε μέσα μας το Χριστό, δε ζούμε κανονίζοντας εμείς τον εαυτό μας.
Ζει εν ημί Χριστός, και κανονίζει αυτός τη ζωή μας». [Ά 20 – 2]
«Να αγαπάς τους πειρασμούς»
«Μόνο ένα να προσέξεις», με συμβούλεψε ο Παππούλης.
«Να ξεκαθαρίζεις τις σκέψεις σου, που από την πολλή σου ευαισθησία πιέζεσαι και θλίβεσαι.
Να τις διώχνεις, να μην παραμένουν.
Να αγαπάς τους πειρασμούς που έρχονται και δε θα ταράζεσαι, ούτε θα θλίβεσαι.Να αγαπάς πολύ όλους τους αδελφούς το ίδιο.
Να αγαπάς πολύ το Γέροντα. Ένας Γέροντας, ένας Χριστός.
- Πώς θα αγαπήσω τους πειρασμούς και τις δυσκολίες;
«Είναι μεγάλη ιστορία αυτή. Έχει τους τρόπους της.
Άμα μπει ο Χριστός στην καρδιά, τη γεμίζει με την αγάπη Του.
Τότε δεν υπάρχει μη τούτο, μη εκείνο, μη …
Μόνο αγάπη… Πάνω απʼ όλα η Αγάπη.
Τα μη ήσαν προ Χριστού. Τα κατήργησε ο Χριστός. Έφερε την Αγάπη.
Παράδεισος είναι η ζωή του Χριστού, η υπακοή, η ταπείνωση. [Ά 37-40]
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ»
γ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
«Είναι η προσφορά της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο»
Είπε ο π. Πορφύριος:
«Η καρδιά μας πρέπει να είναι γεμάτη αγάπη, αγάπη του Θεού.
Αυτή δίδει δύναμη και χάρη στον άνθρωπο. Η γνώση είναι μετά την αγάπη».
«Η εξομολόγηση είναι ένας τρόπος για να έρθει ο άνθρωπος εις τον Θεό.
Είναι προσφορά της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο.
Τίποτε και κανείς δεν μπορεί να στερήσει από τον άνθρωπο αυτή την αγάπη». [Ί 194]
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
«Μόνο έτσι γεμίζει η ψυχή»
«Σήμερα οι άνθρωποι ζητούν να τους αγαπήσουν και γιʼ αυτό αποτυγχάνουν.
Το σωστό είναι να μην ενδιαφέρεσαι αν σε αγαπούν, αλλά αν εσύ αγαπάς τον Χριστό και τους ανθρώπους.
Μόνο έτσι γεμίζει η ψυχή». [Γ 40]
«Αγάπα όλους»
«Δεν πρέπει να κάνεις τον χριστιανικό σου αγώνα με κηρύγματα και αντιδικίες, αλλά με πραγματική μυστική αγάπη. Όταν αντιδικούμε, οι άλλοι αντιδρούν. Όταν τους αγαπάμε, συγκινούνται και τους κερδίζουμε. Όταν αγαπάμε, νομίζουμε ότι προσφέρουμε στους άλλους, ενώ στην πραγματικότητα προσφέρουμε πρώτα στον εαυτό μας. Η αγάπη χρειάζεται θυσίες. Να θυσιάζουμε ταπεινά κάτι δικό μας, που στην πραγματικότητα είναι του Θεού». [Γ40-1]
«Όταν αγαπάς τον Χριστό, αγαπάς όλους»
«Ο Χριστός είναι η Εκκλησία και η Εκκλησία είναι ο Χριστός, που μας έχει προσλάβει όλους στον Εαυτό Του. Όταν αγαπάς τον Χριστό, αγαπάς συγχρόνως όλους τους ανθρώπους, χωρίς να ρωτάς αν οι άνθρωποι είναι άξιοι της αγάπης ή ακόμη αν την αποδεχθούν ή την απορρίψουν. Όταν θέλεις να συναντήσεις τον Χριστό, θα Τον βρεις στο χώρο της Εκκλησίας, γιατί εδώ είναι ενωμένη ολόκληρη η ανθρωπότητα με τον Θεό στο Πρόσωπο του Χριστού. Δεν μπορεί να επικοινωνείς με τον Χριστό και να μην τα έχεις καλά με τους άλλους ανθρώπους».
«Ο Θεός δεν τιμωρεί»
«Όχι, ο Θεός δεν τιμωρεί, ο άνθρωπος αυτοτιμωρείται, απομακρυνόμενος από τον Θεό.
Είναι, ας πούμε: Εδώ νερό, εκεί φωτιά.
Είμαι ελεύθερος να διαλέξω. Βάζω το χέρι μου στο νερό, δροσίζομαι, το βάζω στη φωτιά, καίγομαι». [Γ383π.]
«Η αγάπη προς το Θεό»
Μια άλλη μέρα ερωτώ το Γέροντα πώς πρέπει να είναι η αγάπη μας προς το Θεό και μου λέει:
«Η αγάπη μας προς το Θεό, παιδί μου, πρέπει να είναι πάρα πολύ μεγάλη και χωρίς να υπάρχει καμιά διάσπαση σε άλλα πράγματα. Σου φέρνω σαν παράδειγμα το εξής: Ο άνθρωπος μοιάζει να έχει εντός του μια μπαταρία με ορισμένη ενέργεια. Όταν αυτή την ενέργεια την ξοδεύει σε άλλα διάφορα πράγματα εκτός της αγάπης προς τον Θεό, η ενέργεια που απομένει μέσα του γι΄ Αυτόν είναι ελάχιστη και ίσως πολλές φορές μηδαμινή. Όταν όμως διαθέτουμε όλη μας την ενέργεια προς τον Θεό, τότε η αγάπη μας είναι μεγάλη προς Αυτόν».
«Σου λέω και τούτο το άλλο».
«Ήταν μια φορά μια κοπέλα που είχε ερωτευθεί πάρα πολύ ένα νέο, που τον έλεγαν Νίκο. Αυτή που λες, σηκωνόταν κάθε νύκτα και κρυφά από τους δικούς της, πηδούσε το παράθυρό της και πήγαινε ξυπόλητη μέσα απ΄ τα χωράφια που υπήρχαν αγκάθια για να συναντήσει τον αγαπημένο της ματώνοντας τα πόδια της. Όταν επίσης γύριζε στο σπίτι της και καθόταν μέσα, πάντοτε ο Νίκος της ήταν εδώ, και μου έδειχνε το μέτωπό του. Ό,τι δουλειές και να έκανε, ο Νίκος της εδώ, και μου ξανάδειχνε το μέτωπό του. Έτσι πρέπει και συ, παιδί μου, να δίνεις όλη σου τη δύναμη στο Θεό και ο νους σου να είναι πάντα σ΄ Αυτόν, γιατί έτσι του αρέσει».
[Τζ 108]
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ»
γ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ
Είπε ο π. Πορφύριος:
«Η καρδιά μας πρέπει να είναι γεμάτη αγάπη, αγάπη του Θεού.
Αυτή δίδει δύναμη και χάρη στον άνθρωπο. Η γνώση είναι μετά την αγάπη».
«Η εξομολόγηση είναι ένας τρόπος για να έρθει ο άνθρωπος εις τον Θεό.
Είναι προσφορά της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο.
Τίποτε και κανείς δεν μπορεί να στερήσει από τον άνθρωπο αυτή την αγάπη». [Ί 194]
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
«Μόνο έτσι γεμίζει η ψυχή»
«Σήμερα οι άνθρωποι ζητούν να τους αγαπήσουν και γιʼ αυτό αποτυγχάνουν.
Το σωστό είναι να μην ενδιαφέρεσαι αν σε αγαπούν, αλλά αν εσύ αγαπάς τον Χριστό και τους ανθρώπους.
Μόνο έτσι γεμίζει η ψυχή». [Γ 40]
«Αγάπα όλους»
«Δεν πρέπει να κάνεις τον χριστιανικό σου αγώνα με κηρύγματα και αντιδικίες, αλλά με πραγματική μυστική αγάπη. Όταν αντιδικούμε, οι άλλοι αντιδρούν. Όταν τους αγαπάμε, συγκινούνται και τους κερδίζουμε. Όταν αγαπάμε, νομίζουμε ότι προσφέρουμε στους άλλους, ενώ στην πραγματικότητα προσφέρουμε πρώτα στον εαυτό μας. Η αγάπη χρειάζεται θυσίες. Να θυσιάζουμε ταπεινά κάτι δικό μας, που στην πραγματικότητα είναι του Θεού». [Γ40-1]
«Όταν αγαπάς τον Χριστό, αγαπάς όλους»
«Ο Χριστός είναι η Εκκλησία και η Εκκλησία είναι ο Χριστός, που μας έχει προσλάβει όλους στον Εαυτό Του. Όταν αγαπάς τον Χριστό, αγαπάς συγχρόνως όλους τους ανθρώπους, χωρίς να ρωτάς αν οι άνθρωποι είναι άξιοι της αγάπης ή ακόμη αν την αποδεχθούν ή την απορρίψουν. Όταν θέλεις να συναντήσεις τον Χριστό, θα Τον βρεις στο χώρο της Εκκλησίας, γιατί εδώ είναι ενωμένη ολόκληρη η ανθρωπότητα με τον Θεό στο Πρόσωπο του Χριστού. Δεν μπορεί να επικοινωνείς με τον Χριστό και να μην τα έχεις καλά με τους άλλους ανθρώπους».
«Ο Θεός δεν τιμωρεί»
«Όχι, ο Θεός δεν τιμωρεί, ο άνθρωπος αυτοτιμωρείται, απομακρυνόμενος από τον Θεό.
Είναι, ας πούμε: Εδώ νερό, εκεί φωτιά.
Είμαι ελεύθερος να διαλέξω. Βάζω το χέρι μου στο νερό, δροσίζομαι, το βάζω στη φωτιά, καίγομαι». [Γ383π.]
«Η αγάπη προς το Θεό»
Μια άλλη μέρα ερωτώ το Γέροντα πώς πρέπει να είναι η αγάπη μας προς το Θεό και μου λέει:
«Η αγάπη μας προς το Θεό, παιδί μου, πρέπει να είναι πάρα πολύ μεγάλη και χωρίς να υπάρχει καμιά διάσπαση σε άλλα πράγματα. Σου φέρνω σαν παράδειγμα το εξής: Ο άνθρωπος μοιάζει να έχει εντός του μια μπαταρία με ορισμένη ενέργεια. Όταν αυτή την ενέργεια την ξοδεύει σε άλλα διάφορα πράγματα εκτός της αγάπης προς τον Θεό, η ενέργεια που απομένει μέσα του γι΄ Αυτόν είναι ελάχιστη και ίσως πολλές φορές μηδαμινή. Όταν όμως διαθέτουμε όλη μας την ενέργεια προς τον Θεό, τότε η αγάπη μας είναι μεγάλη προς Αυτόν».
«Σου λέω και τούτο το άλλο».
«Ήταν μια φορά μια κοπέλα που είχε ερωτευθεί πάρα πολύ ένα νέο, που τον έλεγαν Νίκο. Αυτή που λες, σηκωνόταν κάθε νύκτα και κρυφά από τους δικούς της, πηδούσε το παράθυρό της και πήγαινε ξυπόλητη μέσα απ΄ τα χωράφια που υπήρχαν αγκάθια για να συναντήσει τον αγαπημένο της ματώνοντας τα πόδια της. Όταν επίσης γύριζε στο σπίτι της και καθόταν μέσα, πάντοτε ο Νίκος της ήταν εδώ, και μου έδειχνε το μέτωπό του. Ό,τι δουλειές και να έκανε, ο Νίκος της εδώ, και μου ξανάδειχνε το μέτωπό του. Έτσι πρέπει και συ, παιδί μου, να δίνεις όλη σου τη δύναμη στο Θεό και ο νους σου να είναι πάντα σ΄ Αυτόν, γιατί έτσι του αρέσει».
[Τζ 108]
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ»
γ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
«Αγάπη με απλότητα χωρίς φόβο»
Μου έλεγε ο παππούλης πολλές φορές:
«Αγάπη σου συνιστώ να έχεις πάντοτε. Πρώτα αγάπη και μετά όλα τα άλλα».
«Πρέπει ν΄ αγαπάμε εν απλότητι καρδίας, όπως το ίδιο πρέπει και να προσευχόμαστε».
«Δεν θέλω με το φόβο του θανάτου να πλησιάσεις το Θεό. Θέλω με την πολλή αγάπη προς Αυτόν να το κάνεις. Αυτό είναι το ανώτερο, παιδί μου». [Τζ 121]
«Ο Χριστός είναι το παν»
Ο γέροντας Πορφύριος είπε:
«Λοιπόν, ζωή χωρίς Χριστό δεν είναι ζωή. Πάει, τελείωσε.
Αν δε βλέπεις το Χριστό σε όλα σου τα έργα και τις σκέψεις, είσαι χωρίς Χριστό.
Πώς το κατάλαβες; Θυμάμαι κι ένα τραγούδι. «Σύν Χριστώ πανταχού, φόβος ουδαμού».
Το ʼχετε ακούσει; Έ; Το λένε τα παιδιά, δε το θυμάμαι.
Λοιπόν, έτσι πράγματι πρέπει να βλέπομε το Χριστό. Είναι φίλος μας, είναι αδελφός μας, είναι ό,τι καλό και ωραίο.
Είναι το Παν. Αλλά είναι φίλος και το φωνάζει: «Σας έχω φίλους, βρέ, δεν το καταλαβαίνετε; Είμαστε αδέλφια.
Βρε εγώ δεν είμαι… δεν βαστάω την κόλαση στο χέρι, δεν σας φοβερίζω, σας αγαπάω.
Σας θέλω να χαίρεσθε μαζί μου τη ζωή». Κατάλαβες;
Έτσι είναι ο Χριστός. Δεν έχει κατήφεια, ούτε μελαγχολία, ούτε ενδοστρέφεια, που ο άνθρωπος σκέπτεται ή βασανίζεται από διάφορους λογισμούς και διάφορες πιέσεις, που κατά καιρούς στη ζωή του τον τραυμάτισαν.
Ο Χριστός είναι νέα ζωή. Πώς το λέω; Ο Χριστός είναι το Παν. Είναι η χαρά, είναι η ζωή, είναι το φως, το φως το αληθινόν, που κάνει τον άνθρωπο να χαίρεται, να πετάει, να βλέπει όλα, να βλέπει όλους, να πονάει για όλους, να θέλει όλους μαζί του, όλους κοντά στο Χριστό.
Όταν εμείς βρίσκουμε κάποιονε θησαυρό ή ό,τι άλλο, δεν θέλομε να το λέμε πουθενά.
Ο Χριστιανός όμως, όταν βρει το Χριστό, όταν γνωρίσει τον Χριστό, όταν ο Χριστός εγκύψει μέσα στην ψυχούλα του και τον αισθανθεί, θέλει να φωνάζει και να το λέει παντού, θέλει να λέει για το Χριστό, τι είναι ο Χριστός.
Αγαπήσατε το Χριστόν και μηδέν προτιμήστε της αγάπης Αυτού.
Ο Χριστός είναι το πάν, είναι η πηγή της ζωής, είναι το άκρον των εφετών, είναι το Πάν. Όλα στο Χριστό υπάρχουν τα ωραία.
Και μακράν του Χριστού η θλίψις, η μελαγχολία, τα νεύρα, η στεναχώρια, οι αναμνήσεις των τραυμάτων της ζωής, των πιέσεων, των αγωνιωδών, έτσι, ωρών. Όλα, ζούμε εκείνα εκεί της ζωής μας. Και πάμε εδώ και πάμε εκεί, και τίποτα, και πουθενά δεν στεκόμαστε. Όπου βρούμε το Χριστό, ας είναι μια σπηλιά, καθόμαστε εκεί και φοβούμαστε να φύγουμε, να μη χάσουμε το Χριστό. Διαβάστε να ιδείτε. Ασκηταί, που εγνώρισαν το Χριστό, δεν ήθελαν να φύγουν από τη σπηλιά, ούτε βγαίναν έξω να κάνουνε πιο πέρα« θέλαν να είναι εκεί που αισθανόντουσαν το Χριστό μαζί τους. Ο Χριστός είναι το Πάν.
Ο Χριστός είναι η πηγή της ζωής, της χαράς. Το Πάν».
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ»
γ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ
Μου έλεγε ο παππούλης πολλές φορές:
«Αγάπη σου συνιστώ να έχεις πάντοτε. Πρώτα αγάπη και μετά όλα τα άλλα».
«Πρέπει ν΄ αγαπάμε εν απλότητι καρδίας, όπως το ίδιο πρέπει και να προσευχόμαστε».
«Δεν θέλω με το φόβο του θανάτου να πλησιάσεις το Θεό. Θέλω με την πολλή αγάπη προς Αυτόν να το κάνεις. Αυτό είναι το ανώτερο, παιδί μου». [Τζ 121]
«Ο Χριστός είναι το παν»
Ο γέροντας Πορφύριος είπε:
«Λοιπόν, ζωή χωρίς Χριστό δεν είναι ζωή. Πάει, τελείωσε.
Αν δε βλέπεις το Χριστό σε όλα σου τα έργα και τις σκέψεις, είσαι χωρίς Χριστό.
Πώς το κατάλαβες; Θυμάμαι κι ένα τραγούδι. «Σύν Χριστώ πανταχού, φόβος ουδαμού».
Το ʼχετε ακούσει; Έ; Το λένε τα παιδιά, δε το θυμάμαι.
Λοιπόν, έτσι πράγματι πρέπει να βλέπομε το Χριστό. Είναι φίλος μας, είναι αδελφός μας, είναι ό,τι καλό και ωραίο.
Είναι το Παν. Αλλά είναι φίλος και το φωνάζει: «Σας έχω φίλους, βρέ, δεν το καταλαβαίνετε; Είμαστε αδέλφια.
Βρε εγώ δεν είμαι… δεν βαστάω την κόλαση στο χέρι, δεν σας φοβερίζω, σας αγαπάω.
Σας θέλω να χαίρεσθε μαζί μου τη ζωή». Κατάλαβες;
Έτσι είναι ο Χριστός. Δεν έχει κατήφεια, ούτε μελαγχολία, ούτε ενδοστρέφεια, που ο άνθρωπος σκέπτεται ή βασανίζεται από διάφορους λογισμούς και διάφορες πιέσεις, που κατά καιρούς στη ζωή του τον τραυμάτισαν.
Ο Χριστός είναι νέα ζωή. Πώς το λέω; Ο Χριστός είναι το Παν. Είναι η χαρά, είναι η ζωή, είναι το φως, το φως το αληθινόν, που κάνει τον άνθρωπο να χαίρεται, να πετάει, να βλέπει όλα, να βλέπει όλους, να πονάει για όλους, να θέλει όλους μαζί του, όλους κοντά στο Χριστό.
Όταν εμείς βρίσκουμε κάποιονε θησαυρό ή ό,τι άλλο, δεν θέλομε να το λέμε πουθενά.
Ο Χριστιανός όμως, όταν βρει το Χριστό, όταν γνωρίσει τον Χριστό, όταν ο Χριστός εγκύψει μέσα στην ψυχούλα του και τον αισθανθεί, θέλει να φωνάζει και να το λέει παντού, θέλει να λέει για το Χριστό, τι είναι ο Χριστός.
Αγαπήσατε το Χριστόν και μηδέν προτιμήστε της αγάπης Αυτού.
Ο Χριστός είναι το πάν, είναι η πηγή της ζωής, είναι το άκρον των εφετών, είναι το Πάν. Όλα στο Χριστό υπάρχουν τα ωραία.
Και μακράν του Χριστού η θλίψις, η μελαγχολία, τα νεύρα, η στεναχώρια, οι αναμνήσεις των τραυμάτων της ζωής, των πιέσεων, των αγωνιωδών, έτσι, ωρών. Όλα, ζούμε εκείνα εκεί της ζωής μας. Και πάμε εδώ και πάμε εκεί, και τίποτα, και πουθενά δεν στεκόμαστε. Όπου βρούμε το Χριστό, ας είναι μια σπηλιά, καθόμαστε εκεί και φοβούμαστε να φύγουμε, να μη χάσουμε το Χριστό. Διαβάστε να ιδείτε. Ασκηταί, που εγνώρισαν το Χριστό, δεν ήθελαν να φύγουν από τη σπηλιά, ούτε βγαίναν έξω να κάνουνε πιο πέρα« θέλαν να είναι εκεί που αισθανόντουσαν το Χριστό μαζί τους. Ο Χριστός είναι το Πάν.
Ο Χριστός είναι η πηγή της ζωής, της χαράς. Το Πάν».
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ»
γ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
«Πώς μπορούμε Παππούλη μου, να αγαπήσουμε τον Χριστό;»
«Πρέπει παιδί μου, να μην ακολουθούμε τη μέση οδό του Χριστιανού, γιατί αυτή είναι πολύ δύσκολη. Πρέπει να ξεπεράσουμε το στάδιο αυτό και νʼ ανέβουμε ψηλά. Τότε είναι όλα εύκολα. Όταν δεν πέφτουμε σε αμαρτίες τότε είμεθα εκτός της μέσης οδού και είμεθα οι πραγματικοί Χριστιανοί».
- Πώς μπορούμε Παππούλη μου, να αγαπήσουμε τον Χριστό;
«Η αγάπη μας προς τον Χριστό, παιδί μου, πραγματοποιείται ως εξής:
Σηκώνουμε τον εσωτερικό μας εαυτό προς τον Θεό και τον επικαλούμεθα. Βλέποντας όμως τη φύση, τα δένδρα, τα λουλούδια, τα πουλιά, τις μέλισσες, τα άνθη, τη θάλασσα, τα ψάρια, τα άστρα, το φεγγάρι, τον ήλιο, και τα τόσα άλλα υπέροχα δημιουργήματά του, στρέφουμε το νου προς τον Θεόν και δοξάζοντάς Τον μέσα απʼ αυτά, προσπαθούμε να τα καταλάβουμε πόσο ωραία και θαυμάσια είναι και αγωνιζόμαστε να τα αγαπήσουμε. Όταν τα αγαπήσουμε όλα αυτά, τότε η αγάπη μας ανεβαίνει προς τον δημιουργό μας και έτσι πραγματικά και αληθινά Τον αγαπάμε. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αγάπη των δημιουργημάτων, αλλά ακόμη περισσότερη πρέπει να είναι η αγάπη μας προς τον συνάνθρωπό μας. Γιʼ αυτό πρέπει να πραγματοποιούμε επισκέψεις στα Νοσοκομεία, στις Φυλακές, στα Ορφανοτροφεία, στα Γηροκομεία κ.λ.π. και γιʼ αυτό το σκοπό και μόνο θα πρέπει να γίνονται αυτές. Τότε η αγάπη μας είναι ειλικρινής».
31
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ
«Πρέπει παιδί μου, να μην ακολουθούμε τη μέση οδό του Χριστιανού, γιατί αυτή είναι πολύ δύσκολη. Πρέπει να ξεπεράσουμε το στάδιο αυτό και νʼ ανέβουμε ψηλά. Τότε είναι όλα εύκολα. Όταν δεν πέφτουμε σε αμαρτίες τότε είμεθα εκτός της μέσης οδού και είμεθα οι πραγματικοί Χριστιανοί».
- Πώς μπορούμε Παππούλη μου, να αγαπήσουμε τον Χριστό;
«Η αγάπη μας προς τον Χριστό, παιδί μου, πραγματοποιείται ως εξής:
Σηκώνουμε τον εσωτερικό μας εαυτό προς τον Θεό και τον επικαλούμεθα. Βλέποντας όμως τη φύση, τα δένδρα, τα λουλούδια, τα πουλιά, τις μέλισσες, τα άνθη, τη θάλασσα, τα ψάρια, τα άστρα, το φεγγάρι, τον ήλιο, και τα τόσα άλλα υπέροχα δημιουργήματά του, στρέφουμε το νου προς τον Θεόν και δοξάζοντάς Τον μέσα απʼ αυτά, προσπαθούμε να τα καταλάβουμε πόσο ωραία και θαυμάσια είναι και αγωνιζόμαστε να τα αγαπήσουμε. Όταν τα αγαπήσουμε όλα αυτά, τότε η αγάπη μας ανεβαίνει προς τον δημιουργό μας και έτσι πραγματικά και αληθινά Τον αγαπάμε. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αγάπη των δημιουργημάτων, αλλά ακόμη περισσότερη πρέπει να είναι η αγάπη μας προς τον συνάνθρωπό μας. Γιʼ αυτό πρέπει να πραγματοποιούμε επισκέψεις στα Νοσοκομεία, στις Φυλακές, στα Ορφανοτροφεία, στα Γηροκομεία κ.λ.π. και γιʼ αυτό το σκοπό και μόνο θα πρέπει να γίνονται αυτές. Τότε η αγάπη μας είναι ειλικρινής».
31
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
«Να συμπαθείς τον άνθρωπο, τον πληγωμένο από τον κακοποιό»
«Αν κάποια μέρα», άρχισε να μου λέει, «περπατάς ήσυχος στο δρόμο σου και ειδής τον αδελφό σου να προπορεύεται κι αυτός ήσυχα, αλλά σε μια στιγμή αντικρίσεις έναν κακό άνθρωπο, να πετάγεται ξαφνικά από μια πάροδο και με ένα μαχαίρι να ορμά κατεπάνω στον αδελφό σου, να τον κτυπά, να του τραβά τα μαλλιά, αν τον πληγώνει και να τον ρίχνει κάτω ματωμένο, εσύ, μπροστά σʼ αυτό το θέαμα, θα οργισθείς εναντίον του αδελφού σου ή θα τον λυπηθείς;»
Παραξενεύθηκα με την ερώτηση του Γέροντα και τον ρώτησα κι εγώ με τη σειρά μου:
Πώς είναι δυνατόν να οργισθώ εναντίον του πληγωμένου αδελφού μου, που έπεσε θύμα του κακοποιού;
Ούτε καν πέρασε από το νου μου τέτοια σκέψη. Ασφαλώς και θα λυπηθώ και θα προσπαθήσω να τον βοηθήσω όσο μπορώ.
«Ε, λοιπόν» συνέχισε ο Γέροντας, «κάθε άνθρωπος, που σε προσβάλλει, που σε βλάπτει, που σε συκοφαντεί, που σε αδικεί με οποιοδήποτε τρόπο, είναι ένας αδελφός σου, που έπεσε στα χέρια του κακοποιού διαβόλου. Εσύ, όταν αντικρίσεις τον αδελφό σου να σε αδικεί, τι πρέπει να κάνεις; Πρέπει να τον λυπηθείς πολύ, να τον συμπονέσεις και να παρακαλέσεις θερμά και σιωπηλά τον Θεό, να στηρίξει εσένα, στη δύσκολη αυτή ώρα της δοκιμασίας σου, που έπεσε θύμα του ληστού διαβόλου κι ο Θεός θα βοηθήσει κι εσένα και τον αδελφό σου. Διότι, αν δεν το κάνεις αυτό, αν, αντιθέτως, οργισθείς εναντίον του αδελφού σου, αντιτάσσοντας στην επίθεσή του αντεπίθεσή σου, τότε ο διάβολος, που βρίσκεται στο σβέρκο του αδελφού σου, πηδάει και στο δικό σου σβέρκο και σας χορεύει και τους δυο».
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ»
(ΕΝΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΑΙ) - Κ. ΓΙΑΝΝΙΤΣΙΩΤΗ
«Αν κάποια μέρα», άρχισε να μου λέει, «περπατάς ήσυχος στο δρόμο σου και ειδής τον αδελφό σου να προπορεύεται κι αυτός ήσυχα, αλλά σε μια στιγμή αντικρίσεις έναν κακό άνθρωπο, να πετάγεται ξαφνικά από μια πάροδο και με ένα μαχαίρι να ορμά κατεπάνω στον αδελφό σου, να τον κτυπά, να του τραβά τα μαλλιά, αν τον πληγώνει και να τον ρίχνει κάτω ματωμένο, εσύ, μπροστά σʼ αυτό το θέαμα, θα οργισθείς εναντίον του αδελφού σου ή θα τον λυπηθείς;»
Παραξενεύθηκα με την ερώτηση του Γέροντα και τον ρώτησα κι εγώ με τη σειρά μου:
Πώς είναι δυνατόν να οργισθώ εναντίον του πληγωμένου αδελφού μου, που έπεσε θύμα του κακοποιού;
Ούτε καν πέρασε από το νου μου τέτοια σκέψη. Ασφαλώς και θα λυπηθώ και θα προσπαθήσω να τον βοηθήσω όσο μπορώ.
«Ε, λοιπόν» συνέχισε ο Γέροντας, «κάθε άνθρωπος, που σε προσβάλλει, που σε βλάπτει, που σε συκοφαντεί, που σε αδικεί με οποιοδήποτε τρόπο, είναι ένας αδελφός σου, που έπεσε στα χέρια του κακοποιού διαβόλου. Εσύ, όταν αντικρίσεις τον αδελφό σου να σε αδικεί, τι πρέπει να κάνεις; Πρέπει να τον λυπηθείς πολύ, να τον συμπονέσεις και να παρακαλέσεις θερμά και σιωπηλά τον Θεό, να στηρίξει εσένα, στη δύσκολη αυτή ώρα της δοκιμασίας σου, που έπεσε θύμα του ληστού διαβόλου κι ο Θεός θα βοηθήσει κι εσένα και τον αδελφό σου. Διότι, αν δεν το κάνεις αυτό, αν, αντιθέτως, οργισθείς εναντίον του αδελφού σου, αντιτάσσοντας στην επίθεσή του αντεπίθεσή σου, τότε ο διάβολος, που βρίσκεται στο σβέρκο του αδελφού σου, πηδάει και στο δικό σου σβέρκο και σας χορεύει και τους δυο».
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ»
(ΕΝΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΑΙ) - Κ. ΓΙΑΝΝΙΤΣΙΩΤΗ
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
ΛΟΓΟΣ Περί της Αγάπης είς τον Πλησίον
“Με τη σιωπή, την ανοχή και την προσευχή ωφελούμε τον άλλον μυστικά”
“Όταν βλέπουμε τους συνανθρώπους μας να μην αγαπούν τον Θεό, στενοχωρούμαστε. Με τη στενοχώρια δεν κάνουμε απολύτως τίποτε. Ούτε και με τις υποδείξεις. Ούτε αυτό είναι σωστό. Υπάρχει ένα μυστικό, αν το καταλάβουμε, θα βοηθήσουμε.
Το μυστικό είναι η προσευχή μας, η αφοσίωσή μας στον Θεό, ώστε να ενεργήσει η χάρις Του. Εμείς, με την αγάπη μας, με τη λαχτάρα μας στην αγάπη του Θεού, θα προσελκύσουμε την χάρι, ώστε να περιλούσει τους άλλους, που είναι πλησίον μας, να τους ξυπνήσει,
να τους διεγείρει προς τον θείο έρωτα. Ή, μάλλον, ο Θεός θα στείλει την αγάπη Του να τους ξυπνήσει όλους.
Ό,τι εμείς δεν μπορούμε, θα το κάνει η χάρις Του. Με τις προσευχές μας θα κάνουμε όλους άξιους της αγάπης του Θεού.
Να γνωρίζετε και το άλλο. Οι ψυχές οι πεπονημένες, οι ταλαιπωρημένες, που ταλαιπωρούνται από τα πάθη τους, αυτές κερδίζουν πολύ την αγάπη και την χάρι του Θεού. Κάτι τέτοιοι γίνονται άξιοι και πολλές φορές εμείς τους κατηγορούμε.
Θυμηθείτε τον Απόστολο Παύλο, τι λέει: “Ού δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερπερίσσευσεν η χάρις”.
Όταν το θυμάστε αυτό, θα αισθάνεσθε ότι αυτοί είναι πιο άξιοι κι από σας και από μένα. Τους βλέπουμε αδύνατους, αλλά όταν “ανοίξουνε” στον Θεό, γίνονται πλέον όλο αγάπη κι όλο θείο έρωτα. Ενώ είχανε συνηθίσει αλλιώς, τη δύναμη της ψυχής τους τη δίνουν μετά όλη στον Χριστό και γίνονται φωτιά από αγάπη Χριστού. Έτσι λειτουργεί το θαύμα του Θεού μέσα σε τέτοιες ψυχές, που λέμε “πεταμένες”.
Να μην αποθαρρυνόμαστε, ούτε να βιαζόμαστε, ούτε να κρίνουμε από πράγματα επιφανειακά κι εξωτερικά. Αν, για παράδειγμα, βλέπετε μια γυναίκα γυμνή ή άσεμνα ντυμένη, να μη μένετε στο εξωτερικό, αλλά να μπαίνετε στο βάθος, στην ψυχή της. Ίσως είναι πολύ καλή ψυχή κι έχει υπαρξιακές αναζητήσεις, που τις εκδηλώνει με την έξαλλη εμφάνιση. Έχει μέσα της δυναμισμό, έχει τη δύναμη της προβολής, θέλει να ελκύσει τα βλέμματα των άλλων. Από άγνοια, όμως, έχει διαστρέψει τα πράγματα. Σκεφτείτε αυτή να γνωρίσει τον Χριστό. Θα πιστέψει, κι όλη αυτή την ορμή θα την στρέψει στον Χριστό. Θα κάνει το πάν, για να ελκύσει την χάρι του Θεού. Θα γίνει αγία.
Είναι ένα είδος προβολής του εαυτού μας να επιμένουμε να γίνουν οι άλλοι καλοί. Στην πραγματικότητα, θέλουμε εμείς να γίνουμε καλοί κι επειδή δεν μπορούμε, το απαιτούμε απ΄ τους άλλους κι επιμένουμε σ΄ αυτό. Κι ενώ όλα διορθώνονται με την προσευχή, εμείς πολλές φορές στενοχωρούμεθα κι αγανακτούμε και κατακρίνουμε.
Πολλές φορές με την αγωνία μας και τους φόβους μας και την άσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρίς να το θέλουμε και χωρίς
να το καταλαβαίνουμε, κάνουμε κακό στον άλλον, έστω κι αν τον αγαπάμε πάρα πολύ, όπως, παραδείγματος χάριν, η μάνα το παιδί της. Η μάνα μεταδίδει στο παιδί όλο το άγχος της για τη ζωή του, για την υγεία του, για την πρόοδό του, έστω κι αν δεν του μιλάει, έστω κι αν δεν εκδηλώνει αυτό που έχει μέσα της. Αυτή η αγάπη, η φυσική αγάπη δηλαδή, μπορεί κάποτε να βλάψει. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με την αγάπη του Χριστού, που συνδυάζεται με την προσευχή και με την αγιότητα του βίου. Η αγάπη αυτή κάνει άγιο τον άνθρωπο, τον ειρηνεύει, διότι αγάπη είναι ο Θεός.
Η αγάπη να είναι μόνο εν Χριστώ. Για να ωφελήσεις τους άλλους, πρέπει να ζεις μέσα στην αγάπη του Θεού. Αλλιώς δεν μπορείς
να ωφελήσεις τον συνάνθρωπό σου. Δεν πρέπει να βιάζεις τον άλλο. Θα έλθει η ώρα του, θα έλθει η στιγμή, αρκεί να προσεύχεσαι γι αυτόν. Με τη σιωπή, την ανοχή και κυρίως με την προσευχή ωφελούμε τον άλλον μυστικά. Η χάρις του Θεού καθαρίζει
τον ορίζοντα του νου του και τον βεβαιώνει για την αγάπη Του. Εδώ είναι το λεπτό σημείο. Άμα δεχτεί ότι ο Θεός είναι αγάπη, τότε ένα άπλετο φως θα έλθει πάνω του, που δεν το έχει δει ποτέ. Θα βρει έτσι τη σωτηρία”.
“Ν΄ αγωνιζόμαστε να στέλνουμε την αγαθή μας διάθεση”
“Να έχουμε αγάπη, πραότητα, ειρήνη, Έτσι βοηθάμε τον συνάνθρωπό μας, όταν κυριεύεται απ΄ το κακό. Μυστικά ακτινοβολεί το παράδειγμα, όχι μόνο όταν ο άλλος είναι παρών, αλλά κι όταν δεν είναι. Ν΄ αγωνιζόμαστε να στέλνουμε την αγαθή μας διάθεση. Ακόμη και λόγια όταν λέμε για τη ζωή του άλλου, που δεν την εγκρίνουμε, αυτός το καταλαβαίνει και τον απωθούμε. Ενώ αν είμαστε ελεήμονες και τον συγχωρούμε, τον επηρεάζουμε -όπως τον επηρεάζει και το κακό- κι ας μη μας βλέπει.
Να μην αγανακτούμε μ΄ εκείνους που είναι βλάσφημοι, αντίθεοι, διώκτες κ.λ.π. Η αγανάκτηση κάνει κακό. Τα λόγια τους, την κακία τους να μισήσουμε, τον άνθρωπο, όμως, που τα είπε να μην τον μισήσουμε, ούτε ν΄ αγανακτήσουμε εναντίον του.
Να προσευχηθούμε γι αυτόν. Ο χριστιανός έχει αγάπη και ευγένεια και φέρεται ανάλογα.
Όπως ένας ασκητής, χωρίς να τον βλέπει κανείς, ωφελεί τον κόσμο, διότι το κύμα της προσευχής του επηρεάζει τον άλλο, μεταφέρει το Πνεύμα το Άγιον στον κόσμο, έτσι κι εσείς να σκορπάτε την αγάπη σας, χωρίς να περιμένετε ανταπόδοση.
Με την αγάπη, την υπομονή, το μειδίαμα…
Η αγάπη πρέπει να είναι ακραιφνής και μόνο η αγάπη του Θεού είναι η ακραιφνής αγάπη. Στο πρόσωπο που μας κουράζει και μας δυσκολεύει η αγάπη πρέπει να προσφέρεται με απαλό τρόπο, χωρίς ο άλλος να καταλαβαίνει ότι κάνουμε προσπάθεια για να τον αγαπήσουμε. Και να μην πολυεκδηλωνόμαστε εξωτερικά, γιατί τότε τον κάνουμε ν΄ αντιδρά. Η σιωπή σώζει απ΄ όλα τα κακά.
Εγκράτεια της γλώσσης -μέγα πράγμα! Κατά ένα μυστικό τρόπο, η σιωπή ακτινοβολεί στον πλησίον. Να σας διηγηθώ μια ιστορία.
Μια μοναχή, που ήθελε πολύ την τάξη, είπε στον Γέροντά της αγανακτισμένη:
- Η τάδε αδελφή μας αναστατώνει στο μοναστήρι με τις δυσκολίες της και το χαρακτήρα της. Δεν μπορούμε να την υποφέρουμε.
Κι ο Γέροντας απάντησε:
- Εσύ είσαι χειρότερη απ΄ αυτήν.
Η μοναχή στην αρχή αντέδρασε και εξεπλάγη, αλλά μετά τις εξηγήσεις του Γέροντα το κατάλαβε και ευχαριστήθηκε πολύ.
Της είπε, δηλαδή, ο Γέροντας:
- Ενώ εκείνη την κυριεύει το κακό πνεύμα και φέρεται άσχημα, κυριεύει κι εσένα, που είσαι τάχα σε καλύτερη κατάσταση, και σας παίζει και τις δύο. Η αδελφή έρχεται σ΄ αυτή την κατάσταση χωρίς να το θέλει, αλλά κι εσύ με την αντίδρασή σου και την έλλειψη της αγάπης σου κάνεις το ίδιο. Έτσι ούτε κι αυτήν ωφελείς κι εσύ βλάπτεσαι”.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ»
γ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ
“Με τη σιωπή, την ανοχή και την προσευχή ωφελούμε τον άλλον μυστικά”
“Όταν βλέπουμε τους συνανθρώπους μας να μην αγαπούν τον Θεό, στενοχωρούμαστε. Με τη στενοχώρια δεν κάνουμε απολύτως τίποτε. Ούτε και με τις υποδείξεις. Ούτε αυτό είναι σωστό. Υπάρχει ένα μυστικό, αν το καταλάβουμε, θα βοηθήσουμε.
Το μυστικό είναι η προσευχή μας, η αφοσίωσή μας στον Θεό, ώστε να ενεργήσει η χάρις Του. Εμείς, με την αγάπη μας, με τη λαχτάρα μας στην αγάπη του Θεού, θα προσελκύσουμε την χάρι, ώστε να περιλούσει τους άλλους, που είναι πλησίον μας, να τους ξυπνήσει,
να τους διεγείρει προς τον θείο έρωτα. Ή, μάλλον, ο Θεός θα στείλει την αγάπη Του να τους ξυπνήσει όλους.
Ό,τι εμείς δεν μπορούμε, θα το κάνει η χάρις Του. Με τις προσευχές μας θα κάνουμε όλους άξιους της αγάπης του Θεού.
Να γνωρίζετε και το άλλο. Οι ψυχές οι πεπονημένες, οι ταλαιπωρημένες, που ταλαιπωρούνται από τα πάθη τους, αυτές κερδίζουν πολύ την αγάπη και την χάρι του Θεού. Κάτι τέτοιοι γίνονται άξιοι και πολλές φορές εμείς τους κατηγορούμε.
Θυμηθείτε τον Απόστολο Παύλο, τι λέει: “Ού δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερπερίσσευσεν η χάρις”.
Όταν το θυμάστε αυτό, θα αισθάνεσθε ότι αυτοί είναι πιο άξιοι κι από σας και από μένα. Τους βλέπουμε αδύνατους, αλλά όταν “ανοίξουνε” στον Θεό, γίνονται πλέον όλο αγάπη κι όλο θείο έρωτα. Ενώ είχανε συνηθίσει αλλιώς, τη δύναμη της ψυχής τους τη δίνουν μετά όλη στον Χριστό και γίνονται φωτιά από αγάπη Χριστού. Έτσι λειτουργεί το θαύμα του Θεού μέσα σε τέτοιες ψυχές, που λέμε “πεταμένες”.
Να μην αποθαρρυνόμαστε, ούτε να βιαζόμαστε, ούτε να κρίνουμε από πράγματα επιφανειακά κι εξωτερικά. Αν, για παράδειγμα, βλέπετε μια γυναίκα γυμνή ή άσεμνα ντυμένη, να μη μένετε στο εξωτερικό, αλλά να μπαίνετε στο βάθος, στην ψυχή της. Ίσως είναι πολύ καλή ψυχή κι έχει υπαρξιακές αναζητήσεις, που τις εκδηλώνει με την έξαλλη εμφάνιση. Έχει μέσα της δυναμισμό, έχει τη δύναμη της προβολής, θέλει να ελκύσει τα βλέμματα των άλλων. Από άγνοια, όμως, έχει διαστρέψει τα πράγματα. Σκεφτείτε αυτή να γνωρίσει τον Χριστό. Θα πιστέψει, κι όλη αυτή την ορμή θα την στρέψει στον Χριστό. Θα κάνει το πάν, για να ελκύσει την χάρι του Θεού. Θα γίνει αγία.
Είναι ένα είδος προβολής του εαυτού μας να επιμένουμε να γίνουν οι άλλοι καλοί. Στην πραγματικότητα, θέλουμε εμείς να γίνουμε καλοί κι επειδή δεν μπορούμε, το απαιτούμε απ΄ τους άλλους κι επιμένουμε σ΄ αυτό. Κι ενώ όλα διορθώνονται με την προσευχή, εμείς πολλές φορές στενοχωρούμεθα κι αγανακτούμε και κατακρίνουμε.
Πολλές φορές με την αγωνία μας και τους φόβους μας και την άσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρίς να το θέλουμε και χωρίς
να το καταλαβαίνουμε, κάνουμε κακό στον άλλον, έστω κι αν τον αγαπάμε πάρα πολύ, όπως, παραδείγματος χάριν, η μάνα το παιδί της. Η μάνα μεταδίδει στο παιδί όλο το άγχος της για τη ζωή του, για την υγεία του, για την πρόοδό του, έστω κι αν δεν του μιλάει, έστω κι αν δεν εκδηλώνει αυτό που έχει μέσα της. Αυτή η αγάπη, η φυσική αγάπη δηλαδή, μπορεί κάποτε να βλάψει. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με την αγάπη του Χριστού, που συνδυάζεται με την προσευχή και με την αγιότητα του βίου. Η αγάπη αυτή κάνει άγιο τον άνθρωπο, τον ειρηνεύει, διότι αγάπη είναι ο Θεός.
Η αγάπη να είναι μόνο εν Χριστώ. Για να ωφελήσεις τους άλλους, πρέπει να ζεις μέσα στην αγάπη του Θεού. Αλλιώς δεν μπορείς
να ωφελήσεις τον συνάνθρωπό σου. Δεν πρέπει να βιάζεις τον άλλο. Θα έλθει η ώρα του, θα έλθει η στιγμή, αρκεί να προσεύχεσαι γι αυτόν. Με τη σιωπή, την ανοχή και κυρίως με την προσευχή ωφελούμε τον άλλον μυστικά. Η χάρις του Θεού καθαρίζει
τον ορίζοντα του νου του και τον βεβαιώνει για την αγάπη Του. Εδώ είναι το λεπτό σημείο. Άμα δεχτεί ότι ο Θεός είναι αγάπη, τότε ένα άπλετο φως θα έλθει πάνω του, που δεν το έχει δει ποτέ. Θα βρει έτσι τη σωτηρία”.
“Ν΄ αγωνιζόμαστε να στέλνουμε την αγαθή μας διάθεση”
“Να έχουμε αγάπη, πραότητα, ειρήνη, Έτσι βοηθάμε τον συνάνθρωπό μας, όταν κυριεύεται απ΄ το κακό. Μυστικά ακτινοβολεί το παράδειγμα, όχι μόνο όταν ο άλλος είναι παρών, αλλά κι όταν δεν είναι. Ν΄ αγωνιζόμαστε να στέλνουμε την αγαθή μας διάθεση. Ακόμη και λόγια όταν λέμε για τη ζωή του άλλου, που δεν την εγκρίνουμε, αυτός το καταλαβαίνει και τον απωθούμε. Ενώ αν είμαστε ελεήμονες και τον συγχωρούμε, τον επηρεάζουμε -όπως τον επηρεάζει και το κακό- κι ας μη μας βλέπει.
Να μην αγανακτούμε μ΄ εκείνους που είναι βλάσφημοι, αντίθεοι, διώκτες κ.λ.π. Η αγανάκτηση κάνει κακό. Τα λόγια τους, την κακία τους να μισήσουμε, τον άνθρωπο, όμως, που τα είπε να μην τον μισήσουμε, ούτε ν΄ αγανακτήσουμε εναντίον του.
Να προσευχηθούμε γι αυτόν. Ο χριστιανός έχει αγάπη και ευγένεια και φέρεται ανάλογα.
Όπως ένας ασκητής, χωρίς να τον βλέπει κανείς, ωφελεί τον κόσμο, διότι το κύμα της προσευχής του επηρεάζει τον άλλο, μεταφέρει το Πνεύμα το Άγιον στον κόσμο, έτσι κι εσείς να σκορπάτε την αγάπη σας, χωρίς να περιμένετε ανταπόδοση.
Με την αγάπη, την υπομονή, το μειδίαμα…
Η αγάπη πρέπει να είναι ακραιφνής και μόνο η αγάπη του Θεού είναι η ακραιφνής αγάπη. Στο πρόσωπο που μας κουράζει και μας δυσκολεύει η αγάπη πρέπει να προσφέρεται με απαλό τρόπο, χωρίς ο άλλος να καταλαβαίνει ότι κάνουμε προσπάθεια για να τον αγαπήσουμε. Και να μην πολυεκδηλωνόμαστε εξωτερικά, γιατί τότε τον κάνουμε ν΄ αντιδρά. Η σιωπή σώζει απ΄ όλα τα κακά.
Εγκράτεια της γλώσσης -μέγα πράγμα! Κατά ένα μυστικό τρόπο, η σιωπή ακτινοβολεί στον πλησίον. Να σας διηγηθώ μια ιστορία.
Μια μοναχή, που ήθελε πολύ την τάξη, είπε στον Γέροντά της αγανακτισμένη:
- Η τάδε αδελφή μας αναστατώνει στο μοναστήρι με τις δυσκολίες της και το χαρακτήρα της. Δεν μπορούμε να την υποφέρουμε.
Κι ο Γέροντας απάντησε:
- Εσύ είσαι χειρότερη απ΄ αυτήν.
Η μοναχή στην αρχή αντέδρασε και εξεπλάγη, αλλά μετά τις εξηγήσεις του Γέροντα το κατάλαβε και ευχαριστήθηκε πολύ.
Της είπε, δηλαδή, ο Γέροντας:
- Ενώ εκείνη την κυριεύει το κακό πνεύμα και φέρεται άσχημα, κυριεύει κι εσένα, που είσαι τάχα σε καλύτερη κατάσταση, και σας παίζει και τις δύο. Η αδελφή έρχεται σ΄ αυτή την κατάσταση χωρίς να το θέλει, αλλά κι εσύ με την αντίδρασή σου και την έλλειψη της αγάπης σου κάνεις το ίδιο. Έτσι ούτε κι αυτήν ωφελείς κι εσύ βλάπτεσαι”.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ»
γ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό