τα ταπεινά μικρά ξωκκλήσια
Δημοσιεύτηκε: Πέμ Οκτ 12, 2006 6:50 pm
απο το blog της φίλης oistros.(http://oistros-reportaz1.blogspot.com/2 ... st_14.html)
Λατρεύω τα μικρά ταπεινά ξωκκλήσια. Ακροβολισμένα καταμεσής του πουθενά.
Λιτά και απέριττα. Ξεχασμένα από τα χρυσοποίκιλτα ράσα και τις μακριές αγιαστούρες. Βωμοί ιερότητας και μοναξιάς. Το κατώφλι τους το προσπερνάς μόνο από τύχη ή από ανάγκη. Λόγοι όμοιοι με τα θρησκευτικά "θέλω" των εκτός συστήματος πιστών. Στα μικρά τους προαύλια συναντάς φύση και Θεό. Απτό. Χυμένο ολόγυρα. Μπλέ του ουρανού, γαλάζιο της θάλασσας, πράσινο των πεύκων, λευκό και μαύρο της ψυχής. Η καμπάνα προσβάσιμη. Πρόθυμη να ακουστεί όταν την χρειάζεσαι. Το παγκάρι χωρίς "κατασκόπους" που να ορίζουν ότι η συνεύρευση με το Θεό τιμάται "0,50 Ευρώ". Και το κερί ακόμη, πολυτέλεια με σύντομη διάρκεια ζωής. Ανάβεις. Σβήνεις. Χωρίς ψαλτικά, στασίδια, βαθειές γονυκλησίες. Όπως το νοιώθεις. Ήσυχα. Βουβά. Μοναχικά. Αύριο που οι περίλαμπροι Ναοί της Παναγιάς θα γεμίσουν πάλι από ορδές πιστών και απίστων, ο νους μου θα τρέχει στα μοναχικά της ξωκκλήσια. Στα πιο αληθινά και εσώτερα προσκυνήματά μας!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Η Παναγία η Γλυκοφιλούσα
Επάνω εις τον βράχον ήτο κτισμένον το παρεκκλήσιον, μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας, λικνιζόμενον από το αειτάραχον και πολύρροιβδον κύμα, ναναριζόμενον από τα άσματα τα οποία ο άνεμος έψαλλε δι' αυτό εις τους σκληρούς βράχους και εις τα ηχώδη άντρα. Οι τέσσαρες τοίχοι ίσταντο ακόμη αρραγείς, πετροθεμελιωμένοι, σώζοντες μικρόν επίχρισμα από παλαιού καιρού περί την μεσημβρινοδυτικήν γωνίαν, χορταριασμένοι και μαυροπράσινοι περί την βορειανατολικήν. Η στέγη, φέρουσα ακόμη ολίγας κεράμους και πλάκας, εστηρίζετο επί δοκού με πολλάς ακτίνας εκ σκληράς καστανέας. Ολόγυρα εις τους τοίχους, υψηλά άνω των υπερθύρων και υπό τα γείσα της στέγης, ωραία μικρά πινάκια παλαιών χρόνων ήσαν εγκολλημένα, σχηματίζοντα μέγαν σταυρόν επί της χιβάδος του ιερού Βήματος προς ανατολάς, μετά υποποδίου εις σχήμα ανεστραμμένου Τ εκ πέντε άλλων πινακίων, και άλλους δύο σταυρούς δεξιόθεν και αριστερόθεν, ύπερθεν των δυο παραθύρων του χορού, και τέταρτον σταυρόν άνωθεν της φλιάς της εισόδου, δυσμόθεν. Και τα ωραία παλαιά πιατάκια ήσαν όλα χρωματιστά, γαλάζια και υποπράσινα και κιτρινωπά και λευκά, με κλαδάκια και με λούλουδα και με ανθρωπάκια και με πουλιά, φιλοκάλως και κομψώς διατεθειμένα, στίλβοντα εις τον ήλιον, χάρμα των οφθαλμών, κειμήλια υψηλά κείμενα, στερεά βαλμένα εις τας κόγχας των, αφελή αναθήματα, λείψανα παλαιών χρόνων, περισώσματα αρπαγών και δηώσεων παντοίων. Και ο απλούς ούτος στολισμός παρείχε μεγάλην χάριν, μεμειγμένην με άρρητον τρυφερόν θέλγητρον, εις το μικρόν βραχοφυτευμένον παρεκκλήσιον, εμπνέων εις τον επισκέπτην μεγάλην επιθυμίαν να διασκελίση το κατώφλιον, να εισέλθη εις τον πενιχρόν ναΐσκον, ν' ανάψη κηρίον, να κάμη τον σταυρόν του, και ν' ασπασθή ευλαβώς την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης, της ζωγραφισμένης παρειάν με παρειάν με το πρόσωπον του υπερθέου και υπερηγαπημένου Βρέφους της.
Λατρεύω τα μικρά ταπεινά ξωκκλήσια. Ακροβολισμένα καταμεσής του πουθενά.
Λιτά και απέριττα. Ξεχασμένα από τα χρυσοποίκιλτα ράσα και τις μακριές αγιαστούρες. Βωμοί ιερότητας και μοναξιάς. Το κατώφλι τους το προσπερνάς μόνο από τύχη ή από ανάγκη. Λόγοι όμοιοι με τα θρησκευτικά "θέλω" των εκτός συστήματος πιστών. Στα μικρά τους προαύλια συναντάς φύση και Θεό. Απτό. Χυμένο ολόγυρα. Μπλέ του ουρανού, γαλάζιο της θάλασσας, πράσινο των πεύκων, λευκό και μαύρο της ψυχής. Η καμπάνα προσβάσιμη. Πρόθυμη να ακουστεί όταν την χρειάζεσαι. Το παγκάρι χωρίς "κατασκόπους" που να ορίζουν ότι η συνεύρευση με το Θεό τιμάται "0,50 Ευρώ". Και το κερί ακόμη, πολυτέλεια με σύντομη διάρκεια ζωής. Ανάβεις. Σβήνεις. Χωρίς ψαλτικά, στασίδια, βαθειές γονυκλησίες. Όπως το νοιώθεις. Ήσυχα. Βουβά. Μοναχικά. Αύριο που οι περίλαμπροι Ναοί της Παναγιάς θα γεμίσουν πάλι από ορδές πιστών και απίστων, ο νους μου θα τρέχει στα μοναχικά της ξωκκλήσια. Στα πιο αληθινά και εσώτερα προσκυνήματά μας!
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Η Παναγία η Γλυκοφιλούσα
Επάνω εις τον βράχον ήτο κτισμένον το παρεκκλήσιον, μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας, λικνιζόμενον από το αειτάραχον και πολύρροιβδον κύμα, ναναριζόμενον από τα άσματα τα οποία ο άνεμος έψαλλε δι' αυτό εις τους σκληρούς βράχους και εις τα ηχώδη άντρα. Οι τέσσαρες τοίχοι ίσταντο ακόμη αρραγείς, πετροθεμελιωμένοι, σώζοντες μικρόν επίχρισμα από παλαιού καιρού περί την μεσημβρινοδυτικήν γωνίαν, χορταριασμένοι και μαυροπράσινοι περί την βορειανατολικήν. Η στέγη, φέρουσα ακόμη ολίγας κεράμους και πλάκας, εστηρίζετο επί δοκού με πολλάς ακτίνας εκ σκληράς καστανέας. Ολόγυρα εις τους τοίχους, υψηλά άνω των υπερθύρων και υπό τα γείσα της στέγης, ωραία μικρά πινάκια παλαιών χρόνων ήσαν εγκολλημένα, σχηματίζοντα μέγαν σταυρόν επί της χιβάδος του ιερού Βήματος προς ανατολάς, μετά υποποδίου εις σχήμα ανεστραμμένου Τ εκ πέντε άλλων πινακίων, και άλλους δύο σταυρούς δεξιόθεν και αριστερόθεν, ύπερθεν των δυο παραθύρων του χορού, και τέταρτον σταυρόν άνωθεν της φλιάς της εισόδου, δυσμόθεν. Και τα ωραία παλαιά πιατάκια ήσαν όλα χρωματιστά, γαλάζια και υποπράσινα και κιτρινωπά και λευκά, με κλαδάκια και με λούλουδα και με ανθρωπάκια και με πουλιά, φιλοκάλως και κομψώς διατεθειμένα, στίλβοντα εις τον ήλιον, χάρμα των οφθαλμών, κειμήλια υψηλά κείμενα, στερεά βαλμένα εις τας κόγχας των, αφελή αναθήματα, λείψανα παλαιών χρόνων, περισώσματα αρπαγών και δηώσεων παντοίων. Και ο απλούς ούτος στολισμός παρείχε μεγάλην χάριν, μεμειγμένην με άρρητον τρυφερόν θέλγητρον, εις το μικρόν βραχοφυτευμένον παρεκκλήσιον, εμπνέων εις τον επισκέπτην μεγάλην επιθυμίαν να διασκελίση το κατώφλιον, να εισέλθη εις τον πενιχρόν ναΐσκον, ν' ανάψη κηρίον, να κάμη τον σταυρόν του, και ν' ασπασθή ευλαβώς την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης, της ζωγραφισμένης παρειάν με παρειάν με το πρόσωπον του υπερθέου και υπερηγαπημένου Βρέφους της.