Διάλογος Κυρίου και ψυχής
Δημοσιεύτηκε: Τετ Οκτ 18, 2006 2:44 pm
ΔΙΑΛΟΓΟΣ-ΚΥΡΙΟΥ-ΚΑΙ-ΨΥΧΗΣ
Ομιλεί ο Κύριος:
Άγγελε Άρχων, φέρε το όνομα το γραμμένο που έχω μέσα στο χαρτί καλά σημαδεμένο. Κατέβα κάτω γρήγορα και πάρε την ψυχή του και μην κοιτάς αν κλάψουνε στο σπίτι οι δικοί του. Πάρε την συνοδεία και σαν αετός να φθάσεις και μην καθίσεις πουθενά ούτε να ξαποστάσεις. Κράτα ετούτο το χαρτί σιμά στα δάχτυλα σου και μην φοβάσαι εμπόδια δεν έρχονται μπροστά σου. Σαν ‘άστρο φεύγει ο Άγγελος στην κλίνη κατεβαίνει και την γραμμένη την ψυχή στα γρήγορα την παίρνει.
Ο Άγγελος-Κύριε είναι έτοιμη αυτή η παραγγελία βρίσκεται στον προθάλαμο και έχει αγωνία. –Ο Κύριος-Για φέρε την εδώ κοντά να δώσει απολογία να δούμε αν τα έργα της είχαν για μένα αξία. Ήλθε η ψυχή σαν το πουλί το μισοπληγωμένο όπου το πιάνει ο κυνηγός και τρέμει το καημένο.
Η ψυχή-Κύριε Ήμαρτον ζητώ βλέπω τα κρίματα μου, τώρα τα μετανόησα τα αμαρτήματα μου. Δεν ήξερα αν ήτανε αληθινοί οι λόγοι που έλεγαν οι ιερείς, και όλοι οι θεολόγοι. Δεν ήξερα άλλη ζωή Κύριε πως υπάρχει, γι’ αυτό και με ξεγέλασαν τα τρομερά μου λάθη. Δεν τάξερα στον Ουρανό πως τόσο πλούτο έχει και πως δεν έχει εποχές και ότι ποτέ δεν βρέχει. Δεν το συλλογιζόμουνα, δεν ήλθε στο μυαλό μου, εγώ το πώς θα έβλεπα τον Πλάστη και Θεό μου. Και εκείνοι που δίδασκαν νόμιζα είναι δικά τους, ήξερα πως τα λέγανε για το επάγγελμα τους. Έβλεπα που πηγαίνανε πολλοί στην Εκκλησία, μα έλεγα ότι πηγαίνανε γιατί είχανε αιτία. Πηγαίνανε και στον Παπά να εξομολογηθούνε, μα έλεγα κάτι θα έχουνε μεγάλο να του πούνε. Άλλοι πάλι έκαναν στο σπίτι αγρυπνία δεν ήξερα πως σώζουνε αυτά τα μεγαλεία. Άλλοι έδιναν στους φτωχούς δεν είχα εγώ να δώσω, δεν ήξερα ήταν καλό μα τώρα θα πληρώσω. Και προσευχή δεν έκανα είχα καιρό να κάνω δεν τάξερα ο δύστυχος πως δεν θα προλαμβάνω. Νόμιζα ότι είχα τον καιρό ακόμη για να ζήσω, κι’ εγώ να εξομολογηθώ μα και να κοινωνήσω. Κύριε το μετάνιωσα για τη ζωή που ζούσα και αν στον κόσμο γύριζα και άλλους θα οδηγούσα. Σαν στον κόσμο γύριζα θα φώναζα με πόνο, να έλθουν όλοι οι άνθρωποι στον ιδικό σου δρόμο. Κύριε ως φιλάνθρωπος όπου πονάς τον κόσμο δώσε μου μία άκρη μια γωνιά αυτό ζητάω μόνο. Μία γωνίτσα σαν φωλιά Κύριε από την σκιά σου και πλέον έξω απ’ εδώ να μην ξανακοιτάζω. Μαύρα τέρατα ήλθανε κοντά μου συνοδεία σαν μ’ έφερνε ο Άγγελος εδώ στην Βασιλεία Σου. Κύριε, ως φιλάνθρωπος όπου πονάς τον κόσμο, Δος μου μια άκρη μια γωνιά αυτό ζητάω μόνο. Κύριε εύσπλαχνε και Λυτρωτή λυπήσου με και μένα γιατί δεν έχω έργο καλό να έλθει κοντά σε μένα. Δεν θέλω στον προθάλαμο να πάω να καθίσω είναι οι μαύροι δαίμονες και πως θα τους αντικρίσω. Έρχονται, μπαίνουνε μπροστά κι’ ολόκληροι μαυρίζουν. Κύριε σε παρακαλώ λυπήσου με, τρομάζω και πως θα μπω στα σκοτεινά: Για πάντα αναστενάζω. Ήμαρτον Σωτήρα, Λυτρωτή μου γιατί άρχισε να πνίγεται από τώρα η φωνή μου.
Ο Κύριος---Τώρα δεν είναι πια καιρός, το ήμαρτον σου σβήνει και η παρέα που έκανες εκείνη θα σου μείνει. Δεν με είδες, δεν με γνώρισες, δεν είδες τα χαρτιά μου που γράψανε οι Απόστολοι που ζήσανε κοντά μου; Δεν άκουγες το Πνεύμα μου που ανθρώπους οδηγούσε; Γιατί τον δρόμο αυτόν δεν τον ακολουθούσες; Γιατί και συ δεν έμενες μέσα σ’ αυτούς τους χώρους ν’ ακούσης πως το πνεύμα μου χαρίζει τόσους λόγους; Γιατί δεν είπες ήμαρτον στον κόσμο όταν ζούσες αλλά τους πιστούς χλεύαζες και περιγελούσες; Γιατί δεν προσευχόσουνα τώρα να βρεις κλινάρι ο τόπος όπου μου ζητάς άλλοι τον έχουν πάρει. Που είναι οι πέτρες (οι καλές πράξεις) που έστειλες για αν σου ξεχωρίσω το μέρος για να κάθεσαι τώρα να σου το δωρίσω. Τώρα είναι αδύνατον τόπο να αποκτήσεις γιατί δεν έστειλες υλικά το μέρος να χωρίσεις. Λόγους καλούς δεν έλεγε, το δικό σου στόμα εκείνοι οι λόγοι θα σου έφτιαχναν το αιώνιο σου στρώμα. Που είναι οι ελεημοσύνες σου; Και που ευχαριστίες που οι δοξολογ[ιες σου και που οι λειτουργίες; Που είναι τα έργα τα καλά δεν είναι κανένα εμπρός σου και πως ζητάς να ελεηθείς από τον Κύριο σου; Τα ψεύτικα παράσημα και τα πολλά βραβεία και η πρόσκαιρη αυτή ζωή, σου έστησαν παγίδες. Ενόμηζες τα πλούτη σου κοντά σου πως θαρθούνε δεν έχουν το δικαίωμα αυτά να ακολουθούνε. Δεν είναι δικαστήριο να πληρωθεί, να δώσει να βγάλει δίκη ψεύτικη και να σε αθωώσει. Λεπτά δεν παίρνει ο Δικαστής μα δίκαια δικάζει σύμφωνα με τα έργα σου απόφαση θα βγάλει. Μέσον εδώ δεν εισχωρεί, ψέματα δεν περνάνε μα έρχονται τα έργα σου τα ίδια και μιλάνε. Που είναι οι νηστείες σου να ρθούν και που οι αγρυπνίες; Ήλθες σαν έρημο πουλί με δίχως συνοδείες. Που είναι τα έργα τα καλά ψυχή κατατρεγμένη; Ήλθες με δίχως συνοδούς και τώρα πάς χαμένη. Δεν το ξέρες δεν σβήνουνε εδώ οι αμαρτίες σαν ήσουν κάτω εις την γή ν’ είχες ετοιμασίες. Καλές πράξεις δεν έκανες τις αμαρτίες σου φέρνεις αυτές θα σε τυφλώσουνε στα σκοτεινά να μένεις. Δεν το θέλω καμιά ψυχή να μείνει στο σκοτάδι ήθελα νάνε έρημος και μοναχός ο Άδη. Μα συ μονάχη διάλεξες τον μαύρο αυτόν δρόμο πήγαινε τώρα να περνάς πάντοτε με τον πόνο. Τώρα πήγαινε να βρεις αυτούς που σ’ ακολουθούν θα σε πάν στα κολαστήρια και τόπο θα σου βρουν. Σε μένα δεν πρόσφερες τίποτα να σου φτιάξω και πως μου ζητάς σήμερα εγώ να σε αναπαύσω; Αυτά είπεν ο Κύριος την Άγια Ώρα εκείνη και έφυγε η ψυχή παντοτινά, στα σκοτεινά να μείνει.
Δόξα Σοι , Κύριε, Δόξα Σοι:
Το μεταφέρω σε εσάς όπως το βρήκα—Διά συμμόρφωση και βοήθεια σε άλλους
Ο φίλος σας ο Χάρης
Ομιλεί ο Κύριος:
Άγγελε Άρχων, φέρε το όνομα το γραμμένο που έχω μέσα στο χαρτί καλά σημαδεμένο. Κατέβα κάτω γρήγορα και πάρε την ψυχή του και μην κοιτάς αν κλάψουνε στο σπίτι οι δικοί του. Πάρε την συνοδεία και σαν αετός να φθάσεις και μην καθίσεις πουθενά ούτε να ξαποστάσεις. Κράτα ετούτο το χαρτί σιμά στα δάχτυλα σου και μην φοβάσαι εμπόδια δεν έρχονται μπροστά σου. Σαν ‘άστρο φεύγει ο Άγγελος στην κλίνη κατεβαίνει και την γραμμένη την ψυχή στα γρήγορα την παίρνει.
Ο Άγγελος-Κύριε είναι έτοιμη αυτή η παραγγελία βρίσκεται στον προθάλαμο και έχει αγωνία. –Ο Κύριος-Για φέρε την εδώ κοντά να δώσει απολογία να δούμε αν τα έργα της είχαν για μένα αξία. Ήλθε η ψυχή σαν το πουλί το μισοπληγωμένο όπου το πιάνει ο κυνηγός και τρέμει το καημένο.
Η ψυχή-Κύριε Ήμαρτον ζητώ βλέπω τα κρίματα μου, τώρα τα μετανόησα τα αμαρτήματα μου. Δεν ήξερα αν ήτανε αληθινοί οι λόγοι που έλεγαν οι ιερείς, και όλοι οι θεολόγοι. Δεν ήξερα άλλη ζωή Κύριε πως υπάρχει, γι’ αυτό και με ξεγέλασαν τα τρομερά μου λάθη. Δεν τάξερα στον Ουρανό πως τόσο πλούτο έχει και πως δεν έχει εποχές και ότι ποτέ δεν βρέχει. Δεν το συλλογιζόμουνα, δεν ήλθε στο μυαλό μου, εγώ το πώς θα έβλεπα τον Πλάστη και Θεό μου. Και εκείνοι που δίδασκαν νόμιζα είναι δικά τους, ήξερα πως τα λέγανε για το επάγγελμα τους. Έβλεπα που πηγαίνανε πολλοί στην Εκκλησία, μα έλεγα ότι πηγαίνανε γιατί είχανε αιτία. Πηγαίνανε και στον Παπά να εξομολογηθούνε, μα έλεγα κάτι θα έχουνε μεγάλο να του πούνε. Άλλοι πάλι έκαναν στο σπίτι αγρυπνία δεν ήξερα πως σώζουνε αυτά τα μεγαλεία. Άλλοι έδιναν στους φτωχούς δεν είχα εγώ να δώσω, δεν ήξερα ήταν καλό μα τώρα θα πληρώσω. Και προσευχή δεν έκανα είχα καιρό να κάνω δεν τάξερα ο δύστυχος πως δεν θα προλαμβάνω. Νόμιζα ότι είχα τον καιρό ακόμη για να ζήσω, κι’ εγώ να εξομολογηθώ μα και να κοινωνήσω. Κύριε το μετάνιωσα για τη ζωή που ζούσα και αν στον κόσμο γύριζα και άλλους θα οδηγούσα. Σαν στον κόσμο γύριζα θα φώναζα με πόνο, να έλθουν όλοι οι άνθρωποι στον ιδικό σου δρόμο. Κύριε ως φιλάνθρωπος όπου πονάς τον κόσμο δώσε μου μία άκρη μια γωνιά αυτό ζητάω μόνο. Μία γωνίτσα σαν φωλιά Κύριε από την σκιά σου και πλέον έξω απ’ εδώ να μην ξανακοιτάζω. Μαύρα τέρατα ήλθανε κοντά μου συνοδεία σαν μ’ έφερνε ο Άγγελος εδώ στην Βασιλεία Σου. Κύριε, ως φιλάνθρωπος όπου πονάς τον κόσμο, Δος μου μια άκρη μια γωνιά αυτό ζητάω μόνο. Κύριε εύσπλαχνε και Λυτρωτή λυπήσου με και μένα γιατί δεν έχω έργο καλό να έλθει κοντά σε μένα. Δεν θέλω στον προθάλαμο να πάω να καθίσω είναι οι μαύροι δαίμονες και πως θα τους αντικρίσω. Έρχονται, μπαίνουνε μπροστά κι’ ολόκληροι μαυρίζουν. Κύριε σε παρακαλώ λυπήσου με, τρομάζω και πως θα μπω στα σκοτεινά: Για πάντα αναστενάζω. Ήμαρτον Σωτήρα, Λυτρωτή μου γιατί άρχισε να πνίγεται από τώρα η φωνή μου.
Ο Κύριος---Τώρα δεν είναι πια καιρός, το ήμαρτον σου σβήνει και η παρέα που έκανες εκείνη θα σου μείνει. Δεν με είδες, δεν με γνώρισες, δεν είδες τα χαρτιά μου που γράψανε οι Απόστολοι που ζήσανε κοντά μου; Δεν άκουγες το Πνεύμα μου που ανθρώπους οδηγούσε; Γιατί τον δρόμο αυτόν δεν τον ακολουθούσες; Γιατί και συ δεν έμενες μέσα σ’ αυτούς τους χώρους ν’ ακούσης πως το πνεύμα μου χαρίζει τόσους λόγους; Γιατί δεν είπες ήμαρτον στον κόσμο όταν ζούσες αλλά τους πιστούς χλεύαζες και περιγελούσες; Γιατί δεν προσευχόσουνα τώρα να βρεις κλινάρι ο τόπος όπου μου ζητάς άλλοι τον έχουν πάρει. Που είναι οι πέτρες (οι καλές πράξεις) που έστειλες για αν σου ξεχωρίσω το μέρος για να κάθεσαι τώρα να σου το δωρίσω. Τώρα είναι αδύνατον τόπο να αποκτήσεις γιατί δεν έστειλες υλικά το μέρος να χωρίσεις. Λόγους καλούς δεν έλεγε, το δικό σου στόμα εκείνοι οι λόγοι θα σου έφτιαχναν το αιώνιο σου στρώμα. Που είναι οι ελεημοσύνες σου; Και που ευχαριστίες που οι δοξολογ[ιες σου και που οι λειτουργίες; Που είναι τα έργα τα καλά δεν είναι κανένα εμπρός σου και πως ζητάς να ελεηθείς από τον Κύριο σου; Τα ψεύτικα παράσημα και τα πολλά βραβεία και η πρόσκαιρη αυτή ζωή, σου έστησαν παγίδες. Ενόμηζες τα πλούτη σου κοντά σου πως θαρθούνε δεν έχουν το δικαίωμα αυτά να ακολουθούνε. Δεν είναι δικαστήριο να πληρωθεί, να δώσει να βγάλει δίκη ψεύτικη και να σε αθωώσει. Λεπτά δεν παίρνει ο Δικαστής μα δίκαια δικάζει σύμφωνα με τα έργα σου απόφαση θα βγάλει. Μέσον εδώ δεν εισχωρεί, ψέματα δεν περνάνε μα έρχονται τα έργα σου τα ίδια και μιλάνε. Που είναι οι νηστείες σου να ρθούν και που οι αγρυπνίες; Ήλθες σαν έρημο πουλί με δίχως συνοδείες. Που είναι τα έργα τα καλά ψυχή κατατρεγμένη; Ήλθες με δίχως συνοδούς και τώρα πάς χαμένη. Δεν το ξέρες δεν σβήνουνε εδώ οι αμαρτίες σαν ήσουν κάτω εις την γή ν’ είχες ετοιμασίες. Καλές πράξεις δεν έκανες τις αμαρτίες σου φέρνεις αυτές θα σε τυφλώσουνε στα σκοτεινά να μένεις. Δεν το θέλω καμιά ψυχή να μείνει στο σκοτάδι ήθελα νάνε έρημος και μοναχός ο Άδη. Μα συ μονάχη διάλεξες τον μαύρο αυτόν δρόμο πήγαινε τώρα να περνάς πάντοτε με τον πόνο. Τώρα πήγαινε να βρεις αυτούς που σ’ ακολουθούν θα σε πάν στα κολαστήρια και τόπο θα σου βρουν. Σε μένα δεν πρόσφερες τίποτα να σου φτιάξω και πως μου ζητάς σήμερα εγώ να σε αναπαύσω; Αυτά είπεν ο Κύριος την Άγια Ώρα εκείνη και έφυγε η ψυχή παντοτινά, στα σκοτεινά να μείνει.
Δόξα Σοι , Κύριε, Δόξα Σοι:
Το μεταφέρω σε εσάς όπως το βρήκα—Διά συμμόρφωση και βοήθεια σε άλλους
Ο φίλος σας ο Χάρης