Tα τελώνια
Δημοσιεύτηκε: Παρ Νοέμ 17, 2006 3:05 pm
Τα Τελώνια
Τί είναι τά τελώνια.
Ή ονομασία τους.
Πώς νά κατανοήσουμε τά τελώνια
Σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας μας, ή ψυχή κατά τήν έξοδο της από τό σώμα, άλλα καί προηγουμένως, όταν ετοιμάζεται νά έξέλθη άπό τό σώμα, αισθάνεται τήν παρουσία τών δαιμόνων, πού λέγονται τελώνια καί διακατέχεται άπό φόβο, επειδή θά διέλθη διά τών τελωνίων.
Ό χαρακτηρισμός αυτός ώς τελωνισμός είναι είλημμένος άπό τους τελώνες της εποχής εκείνης. Τελώνες στην άζ)χαία εποχή ό-νομάζονταν εκείνοι πού αγόραζαν τους δημοσίους φόρους από τό Κράτος καί στην συνέχεια τους εισέπρατταν από τόν Λαό. Χωρίζονταν σέ δυό τάξεις. Τους «δημοσιώνας ή δε-κατευτάς», πού ήταν ή ισχύς της εξουσίας, καί τους δασμολόγους. Οι πρώτοι ήταν οι γενικοί δημόσιοι εισπράκτορες, πού είχαν αγοράσει τους φόρους άπό την Πολιτεία, ενώ οι δεύτεροι ήταν OL έμμισθοι υπηρέτες τών πρώτων, πού εισέπρατταν τους φόρους άπό τό Λαό καί τους έδιναν στους δημοσιώνες. Οι δα-σμολόγοι ήταν άδικοι άφοϋ εισέπρατταν φόρους περισσότερους άπό όσους έπρεπε νά αποδώσουν στους κυρίους τους. Γι' αυτό καί είχαν πολλή κακή φήμη στίς αρχαίες κοινωνίες. Οι τελώνες, στην προσπάθεια τους νά εισπράξουν όσο τό δυνατόν περισσότερους φόρους, επινοούσαν διαφόρους τρόπους, δηλαδή, παραμόνευαν σέ στενούς δρόμους καί συ-νελάμβαναν τους περαστικούς, εξαναγκάζοντας τους νά δώσουν τά οφειλόμενα. Πρόκειται γιά μία σκηνή πολύ δυσάρεστη καί μισητή στους ανθρώπους της εποχής εκείνης.
Αυτήν ακριβώς τή γνώριμη καί μισητή εικόνα χρησιμοποιούν οι Πατέρες, γιά νά καταλάβουν OL άνθρωποι σέ τί συνίσταται τόφοβερό μυστήριο του θανάτου. Ό άγιος Μακάριος ό Αιγύπτιος θά πή πολύ χαρακτηριστικά: «'Όπως ακριβώς κάνουν οι τελώνες πού κάθονται στους στενούς δρόμους και συλλαμβάνουν όσους περνούν και τους απειλούν, έτσι κάνουν και οι δαίμονες, προσέχουν δηλαδή και προσπαθούν να συλλάβουν τις ψυχές, όταν έξέρχωνται άπό το σώμα! Και αν οι ψυχές δεν έχουν άπαλλαγτ) εντελώς άπό τήν αμαρτία, δεν μπορούν να εισέλθουν στις μονές τού ουρανού και νά συναντήσουν τον Κύριο τους, διότι οδηγούνται προς τά κάτω άπό τους εναέριους δαίμονες».
Βέβαια, ή εικόνα των τελωνίων ανήκει στην πραγματικότητα τής εποχής εκείνης. 'Όμως ή διδασκαλία ότι οί δαίμονες κατά τήν έξοδο τής ψυχής προσπαθούν νά καταλάβουν τήν ψυχή τού άνθρωπου, αναφέρεται σέ πολλά κείμενα τής Αγίας Γραφής καί των Πατέρων τής Εκκλησίας.
Ή πιό λεπτομερής άπό όλες τίς συζητήσεις των πρώτων Πατέρων τής Εκκλησίας, σχετικά με τή διδασκαλία περί τών έναερίων τελωνίων, εκτίθεται στην ομιλία γιά τήν άνα-χώρησι τής ψυχής άπό τόν άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας (444 μ.Χ.). σα άμαρτάνομε με την αίσθησι αύτη. Τό δε τελώνιο «της αφής (δι') όσα δι' αφής χειρών πονηρά καί χαλεπά έπράχθησαν». Κατόπιν ό θείος Κύριλλος ομιλεί και γιά τά υπόλοιπα τελώνια, τά όποια εξετάζουν την ψυχήν γιά τις μισητές στον Θεό καί μιαρές αμαρτίες, όπως π.χ. τοϋ «φθόνου καί ζήλου, κενοδοξίας τέ καί ύπερηφανίας, πικρίας καί οργής, όξυ-χολίας τέ καί θυμού» κ.λ.π. Ώστε κατά τόν φιλόθεο ιεράρχη κάθε «πάθος ψυχής» καί κάθε αμάρτημα της έχει τους ιδικούς του «τελώνας καί φορολόγους». Παραλλήλως όμως καί «οι άγιοι άγγελοι» δέν εγκαταλείπουν τή ψυχή στά πονηρά τελώνια. Κατά τήν ώρα τοϋ τελωνισμού της «προσφέρουσι καί αυτοί» αναλόγως «τά αγαθά» έργα της. Μάλιστα οί άγιες αγγελικές δυνάμεις απαριθμούν κατά «πρόσωπον των ακαθάρτων πνευμάτων» τις αγαθοεργίες τής ψυχής, τίς όποιες έπραξε «διά λόγων, καί έργων, καί λογισμών, καί εννοιών». 'Εάν ή ψυχή ευρέθη ότι έζησεν «εύσεβώς καί θεαρέστως», παραλαμβάνεται άπό τους αγαθούς αγγέλους καί «πορεύεται εις έ-κείνην τήν άνεκλάλητον χαράν» τής μακάριας καί αιωνίου ζωής. Έάν όμως ευρέθη ότι έζησεν «εν αμέλεια καί ασωτία», ακούει «τήνδεινοτάτην εκείνη ν ,φωνήν- «άρθήτω ό ασεβής, Ινα μή ϊδη τήν δόξαν Κυρίου» (Ήσ, 26,10). Τότε, οι άγιοι άγγελοι τοϋ θεοϋ εγκαταλείπουν με βαθειά λύπη τήν ψυχή καί «ηας>α-λαμβάνουσιν αυτήν οί Αιθίοπες εκείνοι δαίμονες».
Τόν τελωνισμό των ψυχών υπενθυμίζει καί ή αγία μας Εκκλησία σε διάφορες προσευχές. Ή κατανυκτική ευχή τοϋ Αποδείπνου προς τήν Κυρία των Αγγέλων λέγει: ΆσπιΑε... Θεοτόκε, «πάρεσό μοι ως ελεήμων»· όχι μόνον στην παρούσα ζωή, άλλα «καί έν τω καιρώ της εξόδου μου (τοϋ θανάτου) τήν άθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα (φροντίζουσα), καί τάς σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής άπελαύνουσα» (άποδιώκουσα μακρυά άπό τήν ψυχή μου). Σε μία ευχή τού Μεσονυκτίκού τού Σαββάτου προς τόν Σωτήρα (τήν Ευχή τού αγίου Ευστρατίου) δεόμεθα: «'Ίλεως γενού μοι, Δέσποτα», και άς μή ιδη «ή ψυχή μου τήν ζοφεράν καί σκοτεινή ν όψιν τών πονηρών δαιμόνων»· άλλα άς τήν παραλάβουν «άγγελοι φαιδροί καί φωτεινοί». Σε άλλο πάλι ύμνο ίκετεύομε τήν Κεχαριτωμένη Θεοτόκο· «έν ώρα με τή φοβερά τού θανάτου, έλευθέρωσον, κατηγορούντων δαιμόνων φρικτης αποφασεως.
Τί είναι τά τελώνια.
Ή ονομασία τους.
Πώς νά κατανοήσουμε τά τελώνια
Σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας μας, ή ψυχή κατά τήν έξοδο της από τό σώμα, άλλα καί προηγουμένως, όταν ετοιμάζεται νά έξέλθη άπό τό σώμα, αισθάνεται τήν παρουσία τών δαιμόνων, πού λέγονται τελώνια καί διακατέχεται άπό φόβο, επειδή θά διέλθη διά τών τελωνίων.
Ό χαρακτηρισμός αυτός ώς τελωνισμός είναι είλημμένος άπό τους τελώνες της εποχής εκείνης. Τελώνες στην άζ)χαία εποχή ό-νομάζονταν εκείνοι πού αγόραζαν τους δημοσίους φόρους από τό Κράτος καί στην συνέχεια τους εισέπρατταν από τόν Λαό. Χωρίζονταν σέ δυό τάξεις. Τους «δημοσιώνας ή δε-κατευτάς», πού ήταν ή ισχύς της εξουσίας, καί τους δασμολόγους. Οι πρώτοι ήταν οι γενικοί δημόσιοι εισπράκτορες, πού είχαν αγοράσει τους φόρους άπό την Πολιτεία, ενώ οι δεύτεροι ήταν OL έμμισθοι υπηρέτες τών πρώτων, πού εισέπρατταν τους φόρους άπό τό Λαό καί τους έδιναν στους δημοσιώνες. Οι δα-σμολόγοι ήταν άδικοι άφοϋ εισέπρατταν φόρους περισσότερους άπό όσους έπρεπε νά αποδώσουν στους κυρίους τους. Γι' αυτό καί είχαν πολλή κακή φήμη στίς αρχαίες κοινωνίες. Οι τελώνες, στην προσπάθεια τους νά εισπράξουν όσο τό δυνατόν περισσότερους φόρους, επινοούσαν διαφόρους τρόπους, δηλαδή, παραμόνευαν σέ στενούς δρόμους καί συ-νελάμβαναν τους περαστικούς, εξαναγκάζοντας τους νά δώσουν τά οφειλόμενα. Πρόκειται γιά μία σκηνή πολύ δυσάρεστη καί μισητή στους ανθρώπους της εποχής εκείνης.
Αυτήν ακριβώς τή γνώριμη καί μισητή εικόνα χρησιμοποιούν οι Πατέρες, γιά νά καταλάβουν OL άνθρωποι σέ τί συνίσταται τόφοβερό μυστήριο του θανάτου. Ό άγιος Μακάριος ό Αιγύπτιος θά πή πολύ χαρακτηριστικά: «'Όπως ακριβώς κάνουν οι τελώνες πού κάθονται στους στενούς δρόμους και συλλαμβάνουν όσους περνούν και τους απειλούν, έτσι κάνουν και οι δαίμονες, προσέχουν δηλαδή και προσπαθούν να συλλάβουν τις ψυχές, όταν έξέρχωνται άπό το σώμα! Και αν οι ψυχές δεν έχουν άπαλλαγτ) εντελώς άπό τήν αμαρτία, δεν μπορούν να εισέλθουν στις μονές τού ουρανού και νά συναντήσουν τον Κύριο τους, διότι οδηγούνται προς τά κάτω άπό τους εναέριους δαίμονες».
Βέβαια, ή εικόνα των τελωνίων ανήκει στην πραγματικότητα τής εποχής εκείνης. 'Όμως ή διδασκαλία ότι οί δαίμονες κατά τήν έξοδο τής ψυχής προσπαθούν νά καταλάβουν τήν ψυχή τού άνθρωπου, αναφέρεται σέ πολλά κείμενα τής Αγίας Γραφής καί των Πατέρων τής Εκκλησίας.
Ή πιό λεπτομερής άπό όλες τίς συζητήσεις των πρώτων Πατέρων τής Εκκλησίας, σχετικά με τή διδασκαλία περί τών έναερίων τελωνίων, εκτίθεται στην ομιλία γιά τήν άνα-χώρησι τής ψυχής άπό τόν άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας (444 μ.Χ.). σα άμαρτάνομε με την αίσθησι αύτη. Τό δε τελώνιο «της αφής (δι') όσα δι' αφής χειρών πονηρά καί χαλεπά έπράχθησαν». Κατόπιν ό θείος Κύριλλος ομιλεί και γιά τά υπόλοιπα τελώνια, τά όποια εξετάζουν την ψυχήν γιά τις μισητές στον Θεό καί μιαρές αμαρτίες, όπως π.χ. τοϋ «φθόνου καί ζήλου, κενοδοξίας τέ καί ύπερηφανίας, πικρίας καί οργής, όξυ-χολίας τέ καί θυμού» κ.λ.π. Ώστε κατά τόν φιλόθεο ιεράρχη κάθε «πάθος ψυχής» καί κάθε αμάρτημα της έχει τους ιδικούς του «τελώνας καί φορολόγους». Παραλλήλως όμως καί «οι άγιοι άγγελοι» δέν εγκαταλείπουν τή ψυχή στά πονηρά τελώνια. Κατά τήν ώρα τοϋ τελωνισμού της «προσφέρουσι καί αυτοί» αναλόγως «τά αγαθά» έργα της. Μάλιστα οί άγιες αγγελικές δυνάμεις απαριθμούν κατά «πρόσωπον των ακαθάρτων πνευμάτων» τις αγαθοεργίες τής ψυχής, τίς όποιες έπραξε «διά λόγων, καί έργων, καί λογισμών, καί εννοιών». 'Εάν ή ψυχή ευρέθη ότι έζησεν «εύσεβώς καί θεαρέστως», παραλαμβάνεται άπό τους αγαθούς αγγέλους καί «πορεύεται εις έ-κείνην τήν άνεκλάλητον χαράν» τής μακάριας καί αιωνίου ζωής. Έάν όμως ευρέθη ότι έζησεν «εν αμέλεια καί ασωτία», ακούει «τήνδεινοτάτην εκείνη ν ,φωνήν- «άρθήτω ό ασεβής, Ινα μή ϊδη τήν δόξαν Κυρίου» (Ήσ, 26,10). Τότε, οι άγιοι άγγελοι τοϋ θεοϋ εγκαταλείπουν με βαθειά λύπη τήν ψυχή καί «ηας>α-λαμβάνουσιν αυτήν οί Αιθίοπες εκείνοι δαίμονες».
Τόν τελωνισμό των ψυχών υπενθυμίζει καί ή αγία μας Εκκλησία σε διάφορες προσευχές. Ή κατανυκτική ευχή τοϋ Αποδείπνου προς τήν Κυρία των Αγγέλων λέγει: ΆσπιΑε... Θεοτόκε, «πάρεσό μοι ως ελεήμων»· όχι μόνον στην παρούσα ζωή, άλλα «καί έν τω καιρώ της εξόδου μου (τοϋ θανάτου) τήν άθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα (φροντίζουσα), καί τάς σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής άπελαύνουσα» (άποδιώκουσα μακρυά άπό τήν ψυχή μου). Σε μία ευχή τού Μεσονυκτίκού τού Σαββάτου προς τόν Σωτήρα (τήν Ευχή τού αγίου Ευστρατίου) δεόμεθα: «'Ίλεως γενού μοι, Δέσποτα», και άς μή ιδη «ή ψυχή μου τήν ζοφεράν καί σκοτεινή ν όψιν τών πονηρών δαιμόνων»· άλλα άς τήν παραλάβουν «άγγελοι φαιδροί καί φωτεινοί». Σε άλλο πάλι ύμνο ίκετεύομε τήν Κεχαριτωμένη Θεοτόκο· «έν ώρα με τή φοβερά τού θανάτου, έλευθέρωσον, κατηγορούντων δαιμόνων φρικτης αποφασεως.