Περί πίστεως
Δημοσιεύτηκε: Σάβ Νοέμ 18, 2006 9:32 am
Πίστις και διδασκαλία
«Kαι μεϊς" πιστεύουμε γι' αυτό και μιλάμε» (Β' Κορ. 4,13).
Τί λες; Άν δέν πιστεΰης, δεν ομιλείς, άλλα μένεις άφωνος; ναί, λέγει. Χωρίς πίστι δέν μπορώ οΰτε το στόμα μου να ανοίξω, οΰτε να κινήσω την γλώσσα μου, οΰτε να ανοίξω τα χείλη· εγώ ό λογικός στέκομαι άφωνος χωρίς την διδασκαλία της πίστεως. Όπως, δηλαδή δένδρο χωρίς ρίζα δέν δίνει καρπό, έτσι, άν δέν προηγηθή ή βαθειά πίστις δέν μπορεί να προέλθη ό λόγος της διδασκαλίας. Γι' αυτό και λέγει σέ άλλο σημείο:
«Εάν ομολόγησες με το στόμα σου δτι ό Χριστός είναι Κύριος κα\ πιστέψης με την καρδιά σου δτι ό Θεός τον άνέσττισε εκ νεκρών, τότε θα σωθης. Διότι με την κάρδια ο άνθρωπος πιστεύει ό,τι τον όδηγεϊ σε δικαίωσι, με το στόμα δμως ομολογεί δ,τι τον όδτιγεϊ σέ σωτήρια» (Ρωμ. 10,9-10). Τί καλλίτερο θα μπορούσε να ύπαρξη από αυτό το δένδρο, άφοϋ όχι μόνο τα κλαδιά του, αλλά και αύτη ή ρίζα δίνει καρπό· ή ρίζα την δικαίωσι και εκείνα την σωτηρία;
Γι' αύτο λέγει· «πιστευομεν διό και λαλοϋμεν». Διότι όπως τά μέλη πού τρέμουν και είναι παραλυμένα από τά γηρατειά ή βακτηρία, τά στηρίζει μέ ασφάλεια και δεν τά αφήνει νά πέσουν, έτσι και την ψυχή μας πού κλονίζεται και ταλαντεύεται από αδύνατους λογισμούς, την συγκρατεί ή πίστις με μεγαλύτερη ασφάλεια από την βακτηρία.
Και άφοϋ την τόνωση με την δύναμι της δικής της ισχύος, την στηρίζει μέ ακρίβεια και δεν την αφήνει πότε νά άνατραπή. Δέν την αφήνει, διότι διορθώνει τους ασθενείς λογισμούς μέ την σταθερότητα της δικής της αρετής και απομακρύνει το σκοτάδι πού προέρχεται από αυτούς. Την ψυχή, πάλι, πού είναι σάν νά κάθεται σε σπίτι σκοτεινό από τον θόρυβο των λογισμών, την φωτίζει μέ το δικό της φως.
Γι' αυτό, όσοι δέν έχουν πίστι, δέν βρίσκονται σε καλύτερη κατάστασι από αυτούς πού ζουν στο σκοτάδι. Και όπως εκείνοι και σέ τοίχους χτυπούν και συγκρούονται μέ αυτούς πού συναντούν και πέφτουν σέ βάραθρα και γκρεμούς και δέν έχουν καμμιά ωφέλεια άπό τά μάτια, γιατί δέν υπάρχει το φως πού τους οδηγεί νά βλέπουν έτσι και αύτοι πού δέν έχουν πίστι, και μεταξύ τους συγκρούστηκαν και έπεσαν πάνω σέ τοίχους και τέλος καταγκρεμίστηκαν στο βάραθρο τής απώλειας.
Και μάρτυρες των λόγων αυτών είναι όσοι καυχώνται γιά την ελληνική τους σοφία, αύτοι πού καμαρώνουν για τη γενειάδα και τον τρίβωνα και τη βακτηρία. Διότι ύστερα άπό μακρούς και πολλούς αγώνες λόγων δέν είδαν τις πέτρες πού βρίσκονταν μπροστά στα μάτια τους· γιατί αν τις έβλεπαν σάν πέτρες, δέν θά νόμιζαν πώς είναι θεοί. Και μεταξύ τους συγκρούσθηκαν και ώδηγήθηκαν και έπεσαν σε αυτόν τον βαθύτατο γκρεμό της ασεβείας, όχι από άλλη αιτία, άλλα επειδή άνέθεσαν όλα τα δικά τους στους λογισμούς τους. Και αυτό για να δήλωση ό Παύλος έλεγε:
«Με τις σπείρεις τους παρεδόθηκαν σε μάταια πράγματα και σκοτίσθηκε ή ανόητη καρδιά τους. 'Ενώ έλεγαν ότι είναι σοφοί, έγιναν ανόητοι» (Ρωμ. 1,21-22).
"Υστερα αναφέροντας την άπόδειξι για το σκοτάδι και την ανοησία τους πρόσθεσε: «Αντάλλαξαν την λαμπρότητα τοϋ άφθαρτου
Θεοϋ με το ομοίωμα της μορφής φθαρτού άνθρωπου και πτηνών και ερπετών καϊ τετραπόδων» (Ρωμ. 1,23).
«Kαι μεϊς" πιστεύουμε γι' αυτό και μιλάμε» (Β' Κορ. 4,13).
Τί λες; Άν δέν πιστεΰης, δεν ομιλείς, άλλα μένεις άφωνος; ναί, λέγει. Χωρίς πίστι δέν μπορώ οΰτε το στόμα μου να ανοίξω, οΰτε να κινήσω την γλώσσα μου, οΰτε να ανοίξω τα χείλη· εγώ ό λογικός στέκομαι άφωνος χωρίς την διδασκαλία της πίστεως. Όπως, δηλαδή δένδρο χωρίς ρίζα δέν δίνει καρπό, έτσι, άν δέν προηγηθή ή βαθειά πίστις δέν μπορεί να προέλθη ό λόγος της διδασκαλίας. Γι' αυτό και λέγει σέ άλλο σημείο:
«Εάν ομολόγησες με το στόμα σου δτι ό Χριστός είναι Κύριος κα\ πιστέψης με την καρδιά σου δτι ό Θεός τον άνέσττισε εκ νεκρών, τότε θα σωθης. Διότι με την κάρδια ο άνθρωπος πιστεύει ό,τι τον όδηγεϊ σε δικαίωσι, με το στόμα δμως ομολογεί δ,τι τον όδτιγεϊ σέ σωτήρια» (Ρωμ. 10,9-10). Τί καλλίτερο θα μπορούσε να ύπαρξη από αυτό το δένδρο, άφοϋ όχι μόνο τα κλαδιά του, αλλά και αύτη ή ρίζα δίνει καρπό· ή ρίζα την δικαίωσι και εκείνα την σωτηρία;
Γι' αύτο λέγει· «πιστευομεν διό και λαλοϋμεν». Διότι όπως τά μέλη πού τρέμουν και είναι παραλυμένα από τά γηρατειά ή βακτηρία, τά στηρίζει μέ ασφάλεια και δεν τά αφήνει νά πέσουν, έτσι και την ψυχή μας πού κλονίζεται και ταλαντεύεται από αδύνατους λογισμούς, την συγκρατεί ή πίστις με μεγαλύτερη ασφάλεια από την βακτηρία.
Και άφοϋ την τόνωση με την δύναμι της δικής της ισχύος, την στηρίζει μέ ακρίβεια και δεν την αφήνει πότε νά άνατραπή. Δέν την αφήνει, διότι διορθώνει τους ασθενείς λογισμούς μέ την σταθερότητα της δικής της αρετής και απομακρύνει το σκοτάδι πού προέρχεται από αυτούς. Την ψυχή, πάλι, πού είναι σάν νά κάθεται σε σπίτι σκοτεινό από τον θόρυβο των λογισμών, την φωτίζει μέ το δικό της φως.
Γι' αυτό, όσοι δέν έχουν πίστι, δέν βρίσκονται σε καλύτερη κατάστασι από αυτούς πού ζουν στο σκοτάδι. Και όπως εκείνοι και σέ τοίχους χτυπούν και συγκρούονται μέ αυτούς πού συναντούν και πέφτουν σέ βάραθρα και γκρεμούς και δέν έχουν καμμιά ωφέλεια άπό τά μάτια, γιατί δέν υπάρχει το φως πού τους οδηγεί νά βλέπουν έτσι και αύτοι πού δέν έχουν πίστι, και μεταξύ τους συγκρούστηκαν και έπεσαν πάνω σέ τοίχους και τέλος καταγκρεμίστηκαν στο βάραθρο τής απώλειας.
Και μάρτυρες των λόγων αυτών είναι όσοι καυχώνται γιά την ελληνική τους σοφία, αύτοι πού καμαρώνουν για τη γενειάδα και τον τρίβωνα και τη βακτηρία. Διότι ύστερα άπό μακρούς και πολλούς αγώνες λόγων δέν είδαν τις πέτρες πού βρίσκονταν μπροστά στα μάτια τους· γιατί αν τις έβλεπαν σάν πέτρες, δέν θά νόμιζαν πώς είναι θεοί. Και μεταξύ τους συγκρούσθηκαν και ώδηγήθηκαν και έπεσαν σε αυτόν τον βαθύτατο γκρεμό της ασεβείας, όχι από άλλη αιτία, άλλα επειδή άνέθεσαν όλα τα δικά τους στους λογισμούς τους. Και αυτό για να δήλωση ό Παύλος έλεγε:
«Με τις σπείρεις τους παρεδόθηκαν σε μάταια πράγματα και σκοτίσθηκε ή ανόητη καρδιά τους. 'Ενώ έλεγαν ότι είναι σοφοί, έγιναν ανόητοι» (Ρωμ. 1,21-22).
"Υστερα αναφέροντας την άπόδειξι για το σκοτάδι και την ανοησία τους πρόσθεσε: «Αντάλλαξαν την λαμπρότητα τοϋ άφθαρτου
Θεοϋ με το ομοίωμα της μορφής φθαρτού άνθρωπου και πτηνών και ερπετών καϊ τετραπόδων» (Ρωμ. 1,23).