Σελίδα 1 από 1

Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Κατά Ιουλιανού βασιλέως

Δημοσιεύτηκε: Τρί Δεκ 05, 2006 4:00 pm
από smarios
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικός πρώτος

5. Πρώτον μεν πρέπει να τιμωρηθεί ( Ο Ιουλιανός) με λόγο, διότι κατά τρόπο κακούργο άλλαξε την προσηγορία κατά το δοκούν, σάν ο ελληνικός λόγος να ηταν συνάρτηση της θρησκείας και όχι της γλώσσας, και ένεκα τούτου, σά να είμαστε κλέφτες ξένου αγαθού, μάς απάλλαξε από τους λόγους, όπως θα μπορούσε να μας εμποδίσει και από τις τέχνες, όσες υπάρχουν στους Έλληνες, εάν νόμιζε ότι διαφέρουμε και ως προς αυτό ένεκα της συνωνυμίας. (..)

6. Διότι δεν ήταν ενέργεια ανθρώπου, ο οποίος έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, ούτε για τα υπέρ της θρησκείας δίκαια, ούτε για τους λόγους αυτούς τους ίδιους, το να απαγορεύσει τους δικούς μας λόγους˙ ακριβώς σαν κάποιος, που νομίζει τον εαυτό του ισχυρότερο των αθλητών, να έχει την αξίωση να κηρυχθεί ανώτερος όλων, αφού διατάξει, κανείς από τους γενναίους να μην αγωνιστεί ούτε να κατέλθει στο στίβο. Εάν φοβήθηκες ( Ιουλιανέ) ολοσδιόλου να συμμιχθείς και να έρθεις στα χέρια, με αυτό έδειξες την ήττα σου και έκανες να νικήσω χωρίς να αγωνιστώ εγώ, που αγωνίστηκες να κάνεις να μην αγωνιστώ. (..)

(......)

49. Εδώ δε κάποιο δάκρυ μού έρχεται ανάμικτο με χαρά για όσα θα πω στη συνέχεια, και σα μάχη και σύγκρουση και εξέγερση ποταμού και πελάγους, τα οποία αντιστέκτονται μεταξύ τους και συγκρούονται. Διότι από μεν τα τελευταία καταλαμβάνομαι από ηδονή, ενώ από τα προηγούμενα μού έρχεται το δάκρυ. Όχι μόνο υπέρ των Χριστιανών και του κακού το οποίο τους βρήκε κατά σύμπτωση ή εχαλκεύθη υπό του πονηρού και συνεχωρήθη από το Θεό για αιτίες που γνωρίζει, και πιθανό για την έπαρσή μας η οποία είχε ανάγκη κάθαρσης, αλλά και υπέρ της ψυχής εκείνου και εκείνων που συναρπάστηκαν από αυτόν προς την απώλειά τους.

(.....)

76. Εκείνο μεν λοιπόν και πολύ παιδαριώδες ήταν και κενό και δεν άρμοζε όχι μόνο σε άνδρα βασιλέα, αλλά ούτε και σε κανένα από εκείνους που διαθέτουν μετρίως ισχυρό νού, το ότι επειδή με την αλλαγή του ονόματος νόμισε ότι θα αλλάξει και η διάθεσή μας, ή ότι θα μας κάνει να ντρεπώμαστε, σα να κατηγορούμασταν για κάτι το πολύ αισχρό, καινοτόμησε αμέσως, όσον αφορά στην ονομασία μας, μάς ονόμασε και νομοθέτησε να καλούμαστε Γαλιλαίοι αντί Χριστιανοί, δηλώνοντας εμπράκτως ότι η προσωνυμία του Χριστού είναι πάρα πολύ ένδοξο και πολύτιμο πράγμα, (...) εκτός αν φοβόνταν τη δύναμη της ονομασίας, όπως οι δαίμονες, και γι' αυτό καθιέρωσε άλλο όνομα.

77. Εμείς όμως δε θα μπορούσαμε να γελοιοποιήσουμε τα ονόματά τους. Γιατι δεν υπάρχει τίποτε γελοιότερο το οποίο θα μπορούσαμε να διανοηθούμε από τους φαλλούς και τους ιθυφάλλους και τους μελαμπύγους και τους απύγους και τον τραγόποδα και τον αλαζόνα Πάνα.(...) Γιατί, τί θα μας εμπόδιζε κι εμάς, περιπαίζοντας κατά τον ίδιο τρόπο τον βασιλιά των Ρωμαίων, όπως νόμιζε απατηθείς από τους δαίμονες και ολόκληρης της Οικουμένης, να τον αποκαλούμε Ειδωλιανό και Πισαίο και Αδωναίο και Καυσίταυρο; (....)


(....)
86. Διότι, για να αφήσω τα εναντίον των αγίων οίκων διατάγματα, τα οποία δημοσίως εξετίθεντο και κατ’ ιδίαν εξετελούντο, και την αρπαγή αφιερωμάτων και χρημάτων, που γινόταν, όχι τόσο από ασέβεια όσο από απληστεία, και την αρπαγή ιερών σκευών, τα οποία ατιμάζονταν από βέβηλα χέρια, και τους ιερείς και τους λαϊκούς, οι οποίοι χάριν αυτών εσύροντο και βασανίζονταν, και τους πλήρεις αιμάτων κίονες οι οποίοι περιβάλλονταν και εζώνονταν με τα χέρια εκείνων που μαστιγώνονταν, και τους τοξότες που περιέτρεχαν τις πόλεις και τις χώρες ωμότεροι και με περισσότερο ζήλο από εκείνο που τους διέταζε αυτά (...)

87. Άλλοι μέν από τους εθνικούς λέγεται ότι οδήγησαν στη μέση κοπέλες, άθικτες σχεδόν και από τα μάτια των αντρών και αφού τις απογύμνωσαν από την εσθήτα τους, έπειτα τις έσχισαν και τις χώρισαν σε δύο, άλλοι εθνικοί μεν και με τα ίδια τους τα δόντια έφαγαν και χόρτασαν με τα ωμά σπλάγχνα κατά τρόπο αντάξιο προς τη μανία τους, και μετά από εκείνη τη τροφή πρόσθεσαν και άλλη, την συνηθισμένη και καθιερωμένη˙ άλλοι εθνικοί δε, ενώ ακόμη τα σπλάχνα των κοριτσιών σπαρταρτούσαν, αφού τα ανέμιξαν με τροφή προορισμένη για γουρούνια, για να δημιουργήσουν το θέαμα αυτό να βλέπουν σάρκες να τρώγονται με κριθάς και να σπαράσσονται, τροφή ανάμικτη, η οποία για πρώτη φορά βλέπονταν και ακούγονταν(...)

91. Είναι λοιπόν αυτά γνωρίσματα επιεικείας και ημερότητας ή, αντιθέτως, θράσσους και απανθρωπίας, ας μας πουν αυτοί που θαυμάζουν τον φιλόσοφο βασιλέα. Εγώ μεν νομίζω, ότι κανείς από όλους δεν αμφιβάλλει για την δίκαια και αληθινή απάντηση. Και δεν επρόσθεσα ακόμη ότι ο Μάρκος αυτός [ένας μάρτυρας επί Ιουλιανού] ήταν ένας από εκείνους οι οποίοι έσωσαν τον αχρείο, όταν εξαιτίας του κινδύνευε όλο το έθνος και τον έβγαλαν με απαγωγή. Υπέρ αυτού μόνου ίσως δικαίως υπέφερε αυτά και ήταν άξιος να υποστή περισσότερα, επειδή χωρίς να το θέλει έγινε αίτιος τόσο μεγάλου κακού στην οικουμένη. Λέγουν μάλιστα ότι δια τούτο και ο τότε ύπαρχος (ο οποίος ήταν εθνικός μεν την θρησκεία και μεταξύ των άριστων από εκείνους που επαινούνται και τότε και τώρα), μη υποφέρων τα πολλά βασανιστήρια που υφίστατο ο Μάρκος και την καρτερικότητά του, είπε προς τον Ιουλιανό με θάρρος τα εξής: Δεν ντρεπόμαστε, βασιλιά, να νικώμαστε τόσο πολύ από όλους τους Χριστιανούς, αφού δε μπορέσαμε να καταβάλουμε ούτε ένα γέροντα, ο οποίος υπέμενε όλα τα βασανιστήρια; Και αν το να τον καταβάλουμε αυτόν δεν είναι σπουδαίο, δεν θα ήταν έσχατη συμφωρά να βγούμε ηττημένοι; Αλλά, όπως φαίνεται, με τα ίδια τα πράγματα οι μεν έπαρχοι ντρέπονταν, οι δε βασιλείς καυχώνταν. Από αυτά τί θα μπορούσε να γίνει πιο άθλιο στους δράστες μάλλον παρά σε εκείνους που τα υφίστανται; (..)

92. (..) Ποιος θα μού έδινε το χρόνο και τη γλώσσα του Ηροδότου και του Θουκιδίδη, για να παραδώσω και στο μέλλον την πονηρία του Ιουλιανού και να στηλιτευθούν στους μεταγενέστερους τα όσα έλαβαν χώρα στον καιρό εκείνο; Θα παρασιωπήσω τον ποταμό Ορόντη και τους νυχτερινούς νεκρούς, τους οποίους συγκάλυπτε χάριν του Ιουλιανού, όταν γέμιζε νεκρούς. Θα αντιπαρέλθω και των ανακτόρων τα κοιλώματα τα πολύ μακρινά και εκείνα που βρίσκονται σε λάκκους και φρέατα και διώρυγες, γεμάτα κακούς θησαυρούς και μυστήρια˙ όχι μόνο τα παιδιά και τις κοπέλες που τεμαχίζονταν χάριν ψυχαγωγείας και μαντείας και θυσιών ασυνήθων, αλλά και κείνα που γίνονταν χάριν της ευσέβειας. Ας συγχωρέσουμε αυτά με τα οποία και εκείνος αισχύνονταν, αν νομίζει ότι μετριάζεται κάπως αυτό˙ όμως από το ότι επιχειρούνταν απόκρυψη των τελούμενων γίνεται φανερό ότι το μίασμα δεν ήταν άξιο να έρθει σε δημοσιότητα. Αυτά μεν ήταν των Καισαρέων των δικών μας, οι οποίοι τόσο βασανίστηκαν και βρίστηκαν από αυτόν, ίσως δεν είναι άξιο να κατηγορούμε˙ διότι νόμιζε ότι, επειδή αγανακτούσε δικαίως υπέρ της τύχης, η οποία εν καιρώ ευτυχίας ατύχησε, έφτασε στην ανταπόδοση αυτή˙ πρέπει άλλωστε να συγχωρούμε κατα τι στην κυριαρχούσα αδικία.

93. Αλλά ποιος δε γνωρίζει, ότι όταν κάποιος όχλος εξεμάνη κατά των Χριστιανών και φόνευσαν πολλούς, απέιλησαν και περισσότερους, επειδή ο άρχοντας του έθνους ακολουθώντας μέση οδό μεταξύ των περιστάσεων και του νόμου (διότι τις μεν περιστάσεις νόμιζε ότι πρέπει να υπηρετεί, τους δε νόμους ελαφρώς αισχύνετο), και ένεκα τούτου πολλούς μεν από τους Χριστιανούς απήγαγε, ολίγους απο τους εθνικούς επετίμησε, έπειτα, κατόπιν καταγγελίας, προσαχθείς στον βασιλιά χωρίς τιμές και βιαίως, ανακρίνονταν περί αυτών και προέβαλλε ως δικαιολογία τους νόμους βάσει των οποίων του ανετέθη το δικαίωμα να δικάζει, τελικά όμως τυγχάνοντας επιείκεια καταδικάστηκε σε εξορία; Πόσο σπουδαία και φιλάνθρωπη η απόφαση! Διότι πόσο σπουδαίο είναι, είπε ο δίκαιος και μη διώκων Χριστιανούς δικαστής, εάν ένας εθνικός κατέβαλε δέκα Γαλιλαίους; Αυτά δεν είναι προφανής ωμότητα; Αυτά δεν είναι κήρυξη διωγμού και μάλιστα πολύ πιο εμφανής και φοβερός από τους κηρυσσόμενους δημοσίως; Διότι σε τί διαφέρει να φαίνεσαι ότι ευχαριστείσαι με τους διώκτες των Χριστιανών και να θεωρείς μεγάλο έγκλημα την μέτρια κατά αυτών στάση, από το να προγράφεις απε
ιλές κατά των Χριστιανών; Διότι η θέληση του βασιλιά είναι άγραφος νόμος, ο οποίος υποστηρίζεται από την ισχύ, και μάλιστα πολύ ισχυρότερος από τους γραπτούς, οι οποίοι δεν ενισχύονται από την εξουσία.

94. Όχι, λέγουν όσοι σέβονται τις πράξεις εκείνου και μάς αναπλάττουν το νέα θεό, τον ευχάριστο και φιλάνθρωπο˙ αλλά το ότι δεν διεκήρυξε δημοσίως να διώκωνται οι Χριστιανοί και να υφίστανται όλα όσα φαίνονται εύλογα στους διώκτες, τον απαλλάσει από την κατηγορία της δίωξης. Την Λερναία Υδρα όμως κανείς ποτέ δε την χαρακτήρισε ήμερη, επειδή πρόβαλλε εννιά αντί μιας κεφαλής, ούτε την παταρική Χίμαιρα, επειδή είχε τρια κεφάλια ανόμοια ώστε να είναι περισσότερο φοβερή, ή τον Κέρβερο του άδη επειδή είχε όσες και η Χίμαιρα όμοιες κεφαλές, ή το θαλάσσιο τέρας τη Σκύλλα, επειδή είχε έξι κυκλοτερώς και αποτρόπαια κεφάλια, αν και, όπως λένε, τα άνω μέλη της ήταν αγαθά και φιλάνθρωπα και στην εμφάνιση όχι αηδιαστικά˙ διότι ήταν κόρη με κάποια ομοιότητα προς εμάς, οι από το σώμα της όμως θηριώδεις κεφαλές σκύλου δεν ήταν καθόλου αγαθές, αφού άρπαζαν ολόκληρους στόλους και δε διέφεραν καθόλου σε κίνδυνο από την αντίθετη Χάρυβδη. Ή μήπως εσύ κατηγορείς τα βέλη των τοξοτών και τους λίθους των σφενδονιτών και όχι εκείνους που εκσφενδονίζουν τους λίθους και ρίχνουν τα βέλη; Κατηγορείς ακόμη και τους σκύλους των κυνηγών και τα δηλητήρια των φαρμακέων και τα κέρατα των βοδιών που κερατίζουν και τα νυχια των θηρίων που κατασπαράσσουν, ενώ όσοι χρησιμοποιούν αυτά μένουν έξω και δε συμμετέχουν στην κατηγορία αυτών που αποτολμούν; Πολλή απερισκεψία δείχνουν αυτά και έχουν πράγματι ανάγκη σοφιστή, ο οποίος συνηγορεί στα κακά αυτού, για να συγκαλύψει με τη δύναμη του λόγου την αλήθεια. Αλλά δε μπορεί να αποκρύψει τον εαυτό του, ούτε αν σοφιστεύεται πολλά και μεταχειριστεί κάθε εφεύρεση. Αντιθέτως μάλιστα όσο επιχειρεί να φύγει και να δραπετεύσει, τόσο περισσότερο φωράται από την δικάζουσα αλήθεια και τους πιο συνετούς από αυτά δικαστές να διαπράττει και να αποτολμά αυτά για τα οποία ούτε ο ίδιος θα μπορούσε να συνηγορήσει ότι διαπράττονται δικαίως.(..)

96. Διότι εκείνα που ούτε ο Διοκλητιανός, ο πρώτος ο οποίος προσέβαλε τους Χριστιανούς, ούτε ο Μαξιμιανός, που τον διαδέχθη και τον ξεπέρασε, ανελογίσθη ποτέ, ούτε ο Μαξιμίνος, ο οποίος μετά από εκείνους και περισσότερο από εκείνους διώκτης, αυτά εκείνος τα διενοείτο μεν, όπως βεβαιώνουν όσοι ήταν γνώστες και μάρτυρες των μυστικών του, συνεκρατήθη δε από τη φιλανθρωπία του Θεού και τα δάκρυα των Χριστιανών, τα οποία χύθηκαν άφθονα και από πολλούς. Ήταν δε τα εξής˙ να στερηθούν οι Χριστιανοί κάθε ελευθερία έκφρασης, να αποκλείονται από όλα, συλλόγους, αγορές, πανηγύρεις, ακόμη και αυτών των δικαστηρίων να μη μπορεί να κάνει χρήση εκείνος ο οποίος δε θα θυσίαζε στους βωμούς που βρίσκονταν μπροστά και δεν θα έδινε τόσο μεγάλη αμοιβή για τόσο πράγμα. (...) Αυτής εκείνος διανοούνταν να στερήσει τους Χριστιανούς, ώστε ούτε όταν βασανίζονται να επιτρέπεται να εκδικούνται, ούτε όταν ζημιώνονται οικονομικώς, ούτε όταν πάσχουν ο,τιδήποτε άλλο μικρό ή μεγαλύτερο από όσα απαγορεύονται, να προστατεύονται από τους νόμους˙ αλλά να είναι εξόριστοι και να φονεύονται και σχεδόν να εμποδίζονται να αναπνέουν(..).

97. Και πόσο σοφή ήταν η δικαιολογία του φονιά και προστάτη, του παρανόμου και νομοθέτη. Διότι αρχή του δικού μας νόμου είναι να μην αμυνόμαστε, ούτε να δικαζόμαστε, ούτε να αποκτούμε κάτι, ούτε να θεωρούμε κάτι ότι ανήκει σε μας, αλλά να ζούμε σε άλλο τόπο και να καταφρονούμε τα παρόντα ως μη υπάρχοντα, να μην ανταποδίδουμε κακό ούτε να πράττουμε το κακό, ούτε όταν χτυπώμαστε στη μια παρεία να λυπούμαστε την άλλη, αλλά να στρέφουμε και αυτή σε αυτόν που μας χτυπά και να αποδυώμαστε και το χιτώνα μαζί με το ιμάτιο. Θα προσθέσει ίσως ότι ο νόμος μας επιβάλλει και να προσευχόμαστε υπέρ εκείνων που μας αδικούν και να ευχόμαστε τα κάλλιστα σε όσους μας διώκουν. Πώς να μη τα γνωρίζει αυτά ακριβώς αυτός ο οποίος κάποτε ήταν αναγνώστης των θείων λόγων και είχε αξιωθεί της τιμής να εισέρχεται στο μέγα βήμα και ο οποίος τιμούσε τους μάρτυρες σε ναούς και τεμένη;
(....)
101. Από πού σου ήρθε αυτό, κενώτατε και απληστότατε όλων, να στερήσεις τους Χριστιανούς του δικαιώματος να διδάσκουν; Διότι αυτό δεν ήταν από εκείνα που απειλούνταν, αλλά από τα ήδη νομοθετημένα. Από πού και από ποια αιτία; Ποιος λόγιος Ερμής, όπως θα έλεγες εσύ, σού το έφερε στο νού; Ποιοι Τελχίνες πονηροί και βάσκανοι δαίμονες; (..)

102. Δικοί μας, λέει [ ο Ιουλιανός], είναι οι λόγοι και το δικαίωμα να μιλούμε ελληνικά ανήκει σε μάς, οι οποίοι σεβόμεθα τους θεούς˙ σε σας [ τους Χριστιανούς] ανήκει η απερισκεψία και η αμάθεια˙ και τίποτε περισσότερο από το «πίστεψε» δεν είναι της σοφίας σας. Δε νομίζω ότι θα μας περιγελάσουν γι’ αυτό όσοι από τους δικούς σας ακολουθούν την πυθαγόρεια φιλοσοφία, για τους οποίους το «αυτός έφα» [ = Ο Πυθαγόρας το είπε] αποτελεί το πρώτο και μεγαλύτερο δόγμα και είναι προτιμώτερο από τα Χρυσά έπη ή τα μολύβδινα. Διότι μετά την πρώτη και πολυθρύλητη φιλοσοφία της σιωπής, σε όσους εμυούνταν στα δόγματα εκείνουν, για να ασκηθούν με τη σιωπή στα μέτρα του λόγου, ήταν – λέει- επιτρεπτό ερωτώμενοι επί οποιουδήποτε δόγματος και αποκρινόμενοι, όταν απαιτούνταν λόγος, να μην απαντούν τίποτε άλλο παρά μόνο ό,τι είχε δογματιστεί από τον Πυθαγόρα˙ και λόγος του δόγματος, ήταν ό,τι ανεύθυνο και αβασάνιστον διετύπωσε εκείνος, οπότε καταλήγη στην ίδια σημασία το «αυτός έφα» προς το δικό μας «πίστευσον», με άλλας συλλαβάς και ρήματα, έστω κι αν δεν παύετε να το διακομωδείτε και να το διασύρετε. Διότι ο λόγος σε εμάς θέλει να μη δισπιστούμε σε όσα έχουν λεχθεί από τους θεοφόρους άνδρες, αλλά η αξιοπιστία εκείνων να αποτελεί απόδεικη, η οποία είναι ισχυρότερη από κάθε λογική και αντιλογική δύναμη.

103. Έστω ότι και τούτο από τα δικά μας είναι ευπρόσβλητο˙ πώς όμως θα αποδείξεις εσύ ότι οι λόγοι σου διαφέρουν; Και αν είναι δικοί σου, πώς δεν είναι δυνατό σε μας να μετέχουμε σε αυτούς, σύμφωνα με την νομοθεσία και απερισκεψία σου; Διότι, σε ποιον ανήκει το δικαίωμα να διδάσκει ελληνικά και με ποια σημασία λέγεται και εννοείται αυτό το πράγμα; Για να σου διαχωρίσω τη σημασία του ονόματος [ελληνικά], εσένα που ασχολείσαι με συνωνυμίες, και να σού πω ότι αυτά που δηλώνονται με μία και την αυτή ονομασία είναι διαφορετικά, ή αυτά που λέγονται με διαφορετικές ονομασίες είναι ταυτόσημα, ή με διαφορετικές λέξεις δηλώνονται διαφορετικά πράγματα˙ διότι ή θα ισχυριστείς ότι τούτο είναι αποκλειστικότητα της θρησκείας, ή του έθνους και εκείνων οι οποίοι πρώτοι εφηύραν τη δύναμη της διαλέκτου.
Εαν μεν λοιπόν είναι της θρησκείας, δείξε μου πού και σε ποιους από τους ιερείς ανήκει το προνόμιο να διδάσκουν ελληνικά, όπως ανήκει και το να θυσιάζουν σε ορισμένους δαίμονες˙ διότι δεν θυσιάζουν σε όλους τα ίδια, ούτε σε έναν όλα ούτε κατά τον ίδιο τρόπο, όπως αποφαίνονται οι ιεροφάντες σας και οι τεχνολόγοι των θυσιών. Πού δε, όπως στους Λίνδιους, θεωρείται ευσέβεια η κατάρα του Βουθοίνα και αυτό αποτελεί την τιμή του Θεού, οι προς αυτόν απευθυνόμενες βλασφημίες; Ή στους Τάυρους η δολοφονία των ξένων, ή στους Λάκωνες να χτυπούν τα επί των βωμών σφαγιά, ή στους Φρύγες να κατατέμνωνται θελγόμενοι από αυλούς και καθιστάμενοι άνανδροι [=ευνούχοι] από άλμα, ή σε άλλους η παιδεραστία, ή σε άλλους η πορνεία, ή όσα από τα άλλα ανήκουν στα μυστήρια, για να μην απαριθμώ το καθένα ξεχωριστά, πού λοιπόν η διδασκαλία των ελληνικών αποτελεί προνόμιο κάποιου από τους θεούς ή τους δαίμονες; Αν, και να συνέβαινε αυτό, δεν θα ήταν ακόμη φανερό ότι ήταν ελληνικό, παρά κάποιου από τους θεούς σας ή τους δαίμονες, θα απαντούσε το κοινό, όπως και άλλα πολλά από κοινά έχει καθιερωθεί να θυσιάζονται.

104. Αν δεν ισχυριστείς αυτό, αλλά οικιοποιηθείς τη γλώσσα ως δική σας και ένεκα τούτου μας απομακρύνεις, σα να είναι πατρική σας κληρονομιά, η οποία δεν μας ενδιαφέρει, πρώτον μεν δεν βλέπω ποιος είναι ο λόγος ή πώς θα το προσφέρεις αυτό στους δαίμονες. Διότι, και αν ακόμη συνέβη να είναι ίδιοι αυτοί που μιλούν την ελληνική γλώσσα και αυτοί που ακολουθούν την ελληνική θρησκεία, οι λόγοι δεν είναι της θρησκείας, ώστε φυσιολογικώς να εκβληθούμε εμείς έξω από αυτήν˙ αλλ
ά αυτό φαίνεται και ασυλλόγιστο στους τεχνολόγους σας˙ διότι, και άν ακόμη αμφότερα αναφέρονται στο ίδιο πράγμα, δεν είναι και μεταξύ τους ίδια˙ όπως ούτε αν υποθέσουμε ότι ο χρυσοχόος είναι και ζωγράφος, δεν περιλαμβάνεται η χρυσοχοϊκή στη ζωγραφική ούτε η ζωγραφική στην χρυσοχοϊκή˙ αυτά περιέχουν πολλές φλυαρίες.

105. Έπειτα, θα σε ρωτήσω, φιλέλληνα και φιλόλογε, ποιο από τα δύο, θα μας αποκλείσεις τελείως από τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, ήτη από τα συνήθη και πεζά ρήματα και από την γλώσσα που χρησιμοποιούν οι πολλοί, ή μόνο από τον έντεχνο και υπερέχοντα λόγο, ο οποίος δεν είναι εφικτός στους άλλους παρά μόνο σε εκείνους που διαφέρουν κατά την παίδευση; Διότι αν μας αποκλείσεις μόνον από αυτόν, τότε ποια η αποκλήρωση, αφού το «σμερδαλαίον» [φρικαλέο] και το «κοναβίζειν» [ κροτείν] και το «μων» [μήπως] και το «δήπουθεν» [ασφαλώς] και το «άττα» [τα οποία] και το «αμωσγέπως» [οπωσδήποτε] ανήκουν στην διάλεκτο μόνον, τα άλλα έχουν απορριφθεί στις Κυνοσάργες, όπως παλιότερα εκεί απορρίπτονταν οι νόθοι; Εαν και ο ευτελής λόγος και ακαλλώπιστος ανήκει ωσαύτος στο ελληνίζειν, γιατί δε μας απαγορεύετε και αυτή ακόμα την ελληνική διάλεκτο, οποιαδήποτε κι αν είναι και οποιαδήποτε μορφή συμβαίνει να έχη; Αυτό θα ήταν περισσότερο φιλάνθρωπο από μέρους σας και σύμφωνο προς την τέλεια απαιδευσιά σας.

106. Διότι έτσι είναι, για να σου μιλήσω περί αυτών υψηλότερα και τελειότερα. Εαν μεν υπάρχουν και ορισμένες φωνές θεϊκές, οι οποίες προέρχονται από φωνητικά όργανα και διαδίδονται με τον αέρα και εισέρχονται στις ακοές, ανώτερες από τις δικές μας και ευκρινέστερες, ή αν συνυπάρχουν μεταξύ τους με γυμνές τις έννοιες και τους τύπους, δεν είναι έργο δικό μας να πούμε. H δική μας η άποψη είναι η εξής˙ ούτε η γλώσσα ανήκει μόνο σε εκείνους, που την βρήκαν, αλλά σε όλους οι οποίοι συμμετέχουν σε αυτήν, ούτε καμμιά τέχνη ή ενασχόληση, την οποία θα ήθελες να θυμηθείς˙ αλλά όπως στην τεχνική και μουσική αρμονία ο τόνος κάθε μιας από τις χορδές είναι διαφορετικός, τεντωμένος ή χαλαρωμένος, όλα όμως είναι έργο του ενός εφαρμοστή και τεχνίτη και συμβάλλουν προς ένα κάλλος αρμονίας˙ έτσι και σε αυτά ο τεχνίτης και δημιουργός Λόγος τον καθένα τον έκανε εφευρέτη διαφορετικής μεθόδου και τέχνης, όλα τα έβαλε στο μέσο, στη διάθεση όλων όσοι θέλουν, με την κοινωνικότητα και φιλανθρωπία συνδέων το βίο μας και κάνοντάς τον ημερώτερο.

107. Είναι δικό σου προνόμιο να μιλάς ελληνικά; Πες μου˙ αλλά τί, δεν είναι εφεύρεση των Φοινίκων τα γράμματα˙ ή όπως λέγουν μερικοί των Αιγυπτίων, ή των ακόμα σοφότερων από αυτούς Εβραίων; Είναι δικό σου προνόμιο να αττικίζεις; Το παιχνίδι όμως των πεσσών και η αρίθμηση και ο λογαριασμός με τα δάκτυλα και τα μέτρα και τα σταθμόα και ακόμη πριν από αυτά η τακτική και η πολεμική τέχνη τινός; Δεν είναι των Ευβοέων; Εάν βεβαίως είναι Ευβοεύς ο Παλαμήδης, ο εφευρέτης πολλών πραγμάτων που ένεκα τούτου προκαλούσε τον φθόνο, και μάλιστα δικάστηκε για τη σοφία του και καταδικάστηκε από τους εκστρατεύσαντες κατά της Τροίας; Τί λοιπόν; Αν οι Αιγύπτιοι και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, τους οποίους εμείς επωφελούμαστε για τη μόρφωσή μας, τί δε, αν αυτοί που κατέχουν τη νήσο Εύβοια τα οικειοποιούνται αυτά με τη δικαιολογία ότι τους ενδιαφέρουν, για τις δικές τους υποθέσεις, τι θα κάνουμε, ή ποια δικαιολογια θα προβάλουμε προς αυτούς, παγιδευθέντες με τους δικούς μας νόμους;

108. Δικά σου είναι τα ποιήματα; Ωστε λοιπόν δεν είναι της γριάς εκείνης, η οποία σπρώχθηκε, όπως λέγεται, στον ώμο από καποιον που διήρχετο ορμητικώς και έπειτα βρίζοντας για την τεράστεια ώθιση εξεστόμισε λόγο, ο οποίος άρεσε στον νέο πολύ και αφού τον απέδωσε εμμέτρως με φιλοπονία δημιούργησε τη θαυμάσιά σου ποίηση; Και τα άλλα; Εαν δεν καυχάσαι για τα όπλα, από ποιον έλαβες τα όπλα γενναιότατε; Δεν είναι των Κυκλώπων, από τους οποίους εφευρέθη η κατεργασία του χαλκού; (...)

109. Θέλεις, αφού αφήσω τα άλλα, να ανατρέξω στο κεφάλαιο της μωρίας, είτε της εκ θεού παραφροσύνης σου; Αυτό το να μυείσαι και να μυείς και να θρησκεύεις από πού σου ήρθε; Όχι από τους Θράκες; Και το όνομα ας σε πείσει περί αυτού. Οι θυσίες δεν προέρχονται από τους Χαλδαίους ή από τους Κυπρίους; Η αστρονομία δεν είναι βαβυλωνιακή εφεύρεση, η γεωμετρία αιγυπτιακή και η μαγεία περσική; Η μαντική των ονείρων τίνων είναι; Δεν ακούς ότι είναι των Τελμησέων [=Κάρων]; Η οιωνική τίνων; Όχι άλλων παρά των Φρυγών που πρώτοι περιειργάσθηκαν τη πτήση και τις κινήσεις των πουλιών. Και για να μη μακρηγορώ, από πού διδάχθηκες το καθένα; Δεν εδιδάχθης ένα από τον καθένα˙ όταν όλα αυτά συγκεντρώθηκαν μαζί, αποτέλεσαν ένα μυστήριο δεισιδαιμονίας; Τί λοιπόν; Θα δεχθούμε, αφού όλα περιοριστούν στους πρώτους διδάξαντες και εφευρέτες, ότι δεν έχουμε τίποτα το δικό μας πλην της κακίας και του περί το θείον νεωτερισμού αυτού; (...)
(....)
115. Αυτά λοιπόν έτσι έχουν˙ τί γίνεται στη συνέχεια; Θα παράσχεις στους εθνικούς δήθεν υπαγορευτές θεοφόρων λογίων, όπως θα λέγατε εσείς, και θα εκτυλίξεις βίβλους θεολογικές και ηθικές. Τι είδους βίβλους και τίνων συγγραφέων, για πες μου; Είναι καλό να ψάλλεται σε αυτούς η Θεογονία του Ησίοδου και οι πόλεμοι που περιγράφονται εκεί και οι ταραχές, οι Τιτάνες, οι Γιγαντες με τα φοβερά όνόματα και έργα; Οι δρακοντόποδοί σας, οι κεραυνοφόροι θεοί, οι Κέρβεροι, οι Γοργόνες, η επιδίωξη κάθε κακού˙ αυτά ας προβληθούν στα αυτία από τα καλά του Ησίοδου. Ας προσέλθη και ο Ορφέας με τη κιθάρα και το άσμα που ελκύει τα πάντα και ας αντιχήσουν στον Δία τα μεγάλα και θαυμαστα ρήματα της θεολογίας. (....)

«Αφού είπεν αυτά η θεά ανεσήκωσε τους δύο μηρούς της», δια να μυήσει τους εραστές της, πράγμα που κάνει τώρα με προσχήματα. Μεταξύ αυτών και ο Φάνης και ο Ηρικαπαίος και εκείνος που κατάπινε όλους τους άλλους και έπειτα τους ανέδιδε εις θεούς, για να γίνει πατέρας ανθρώπων και θεών. Αυτά ας ανακυκλούνται στους θαυμαστούς ακροατές της [παγανιστικής] θεολογίας, και έπειτα ας επινοούνται εις αυτούς αλληγορικές ερμηνείες και τερατολογήματα, ο δε λόγος εκπίπτων από τα παρόντα, ας εισχωρεί σε βάραθρα και γκρεμούς θεωρίας η οποία δεν έχει τέρμα.

116. Πού θα βάλεις τον Όμηρο, τον μέγαν των θεών σου κωμωδιογράφο και τραγωδοποιό; Διότι και τα δύο θα τα βρεις στα θαυμαστά ποιήματά του, άλλα μεν άξια συμφοράς και άλλα άξια γέλιων. Διότι πράγματι δε χρειάζεται μικρή προσπάθεια για να δεις αυτό, πώς ο μεν Ωκεανός θα συμφιλιωθεί με την Τηθύ δια της Ήρας, η οποία είναι στολισμένη σα πόρνη. Επειδή είναι επικίνδυνο να σωφρονούν αυτοί καθόλα επί κάποιον χρόνο, ή συμφιλιώνουν την ξερή φύση με την υγρή, αν χρειαστή, για να μη καταστραφεί το σύμπαν με την υπεροχή του ενός εις βάρος του άλλου, ή κάνουν ο,τι δήποτε άλλο φαντάζεσαι ατοπώτερο. (......)

117. Αυτά όλα και περισσότερα από αυτά, τόσο σαφώς και ποικιλοτρόπως συντεθειμένα και καθ’ ολοκληρία έξω από τα καθιερωμένα, ποιος είναι μεταξύ σας τόσο σπουδαίος και μέγας και τω όντι όμοιος με το Δία σε φρόνηση, για να τα παρουσιάσει ευπρεπή με λόγους θεωρίας υψηλότερης των νεφών και ανώτερης από τα δικά μας μέτρα και κατανοήσεως; Αν και, αν μεν αυτά είναι αληθινά, δεν πρέπει να ντρέπονται, αλλά να φιλοτιμούνται να τα μιμηθούν και να πείσουν ότι δεν είναι αισχρά. Και γιατί πρέπει να καταφεύγουν στο μύθο, ως συγκάλλυμα της αισχύνης; Διότι ο μύθος δεν είναι χαρακτηριστικό των θαρραλέων, αλλά των υποχωρούντων. Εάν όμως αυτά είναι ψευδή, πρώτον ας μας επιδείξουν τους σαφείς θεολόγους, για να στρέψουμε προς αυτούς το λόγο. Έπειτα, ας μας πουν πώς δεν είναι ανόητο, με εκείνα, που ως μυθικά αισχύνονται, με τα ίδια, ως αισχρά, να καλλωπίζονται˙ και εκείνα που ήταν δυνατό να διαφεύγουν από τους πολλούς, διότι η παίδευση δεν είναι κτήμα όλων, αυτά να τα εκθέτουν μπροστά σε όλους με ομοιώματα και σχήματα και το χειρότερο, με κάθε χρηματική ζημιά, σε ναούς και βωμούς και σε ιδρύματα και αφιερώματα και σε θυσίες πολύ δαπανηρές, και να θεωρείται ο σεβασμός τους αβλαβής, ενώ η ασέβεια προς αυτά επιζήμια;

118. Εάν πουν ότι αυτά είναι φανταστικά δημιουργήματα και φλυαρίες των ποιητών, οι οποίοι χρησιμοποιούν δύο μέσα για να κάνουν ευχάριστη την ποίηση, το μέτρο και τον μύθο, και οιωνεί καταγλυκαίνουν με αυτά την ακοή, ενώ γι’ αυτού
ς είναι περισσότερο απόρρητο και βαθύτερο το νόημα που υπάρχει μέσα σε αυτά [=στους μύθους], και γίνεται προσιτό στους λίγους από τους πλέον σοφούς, προσέξτε πόσο απλά και δίκαια θα μιλήσω εγώ περί αυτών.
Πρώτον μεν πώς επαινούν τους υβριστές εκείνων που σέβονται και τιμούν σχεδόν ως ισόθεους αυτούς στους οποίους το να μην τιμωρηθούν για την ασέβεια θα ήταν κέρδος αρκετό; Διότι, εάν σε εκείνους οι οποίοι εβλασφήμησαν λίγο και κατ΄ ιδίαν έναν μόνο θεό τους επεβλήθη η ποινή του θανάτου, τί θα έπρεπε να πάθουν εκείνοι [=οι ποιητές] που βλασφήμησαν όλους μαζί τους θεούς και δημοσίως και στρέφουν την ποίηση στα πιο αισχρά και διαιώνισαν την διακωμώδηση επί μακρό χρόνο; Έπειτα αξίζει να εξεταστεί και το εξής: υπάρχουν και σε μας ορισμένοι λόγοι συγκεκαλυμμένοι, δε το αρνούμαι. Αλλά ποιος είναι ο τρόπος της διπλής σημασίας τους και ποια η δύναμη; Ούτε αυτό που φαίνεται είναι απρεπές [όπως στους μύθους], και το κρυπτόμενο νόημα είναι θαυμάσιο και λαμπρότατο σε όσους εισχωρούν στο βάθος, και σαν κάποιο ωραίο και απρόσιτο σώμα καλύπτεται με ευπρεπές ένδυμα. Διότι πρέπει, όπως τουλάχιστον εγώ πιστεύω, των θείων πραγμάτων οι ενδείξεις και υποδηλώσεις ούτε απρεπείς και ανάξιοι των σημαινομένων να είναι, ούτε τέτοιες ώστε, όταν γίνεται λόγος γι’ αυτές οι άνθρωποι να βρίσκονται σε δυσχερή θέση. Αλλά πρέπει ή να έχουν οπωσδήποτε ό,τι καλλίτερο, ή τουλάχιστον, όχι το αισχρότερο, με τρόπο ώστε το μεν να ευχαριστεί τους περισσότερο σοφούς, το δε να μην βλάπτει τους περισσότερους.

119. Σε εσάς όμως τους εθνικούς ούτε το νόημα είναι άξιο εμπιστοσύνης, ενώ κι εκείνο που φαίνεται είναι ολέθριο. Ποια άλλωστε σύνεση υπάρχει στο να οδηγείς προς πόλη μέσω βορβόρου, ή να σπεύδεις να φτάσεις σε όρμο μέσω σκοπέλων και υφάλων; Διότι, τί απ’ όλα θα συμβεί και ποιο θα είναι το τέλος των λόγων; Να φλυαρείς και να ερμηνεύεις αλληγορικά τις ατυχίες και φαντασιοπληξίες σου, να μην υπάρχει κανείς που να πειστεί˙ διότι αυτό που φαίνεται είναι περισσότερο πιθανόν. Ούτε λοιπόν τον ακροατή οφέλησες, και τον θεατή έχασες, αυτόν που προχώρησε πέραν του φαινομένου. Αλλά ο θεωρητικός τόπος αυτών είναι τέτοιας φύσης και τόσο μακριά από αυτά για τα οποία μιλάμε, ώστε να πρέπει προηγουμένως να προσεγγίσει όλα μεταξύ τους και να ενώσει αυτά που ήταν επί μακρό χρόνο χωρισμένα, παρά να τα συνθέση και να τα συναρμολογήσει και να ισχυριστεί ότι είναι έργα του ίδιου ανθρώπου, εννοώ τα μυθολογήματα και τις αλληγορίες.

120. Τι θα μπορούσες να πεις για το ηθικό μέρος αυτών; Από πού και από ποια ορμώμενοι και ποιους λόγους χρησιμοποιούντες, θα μπορέσουν να διαπαιδαγωγήσουν αυτούς στην αρετή και να τους κάνουν άξιους περισσότερων με τις παραινέσεις; (..) Μήπως διηγούμενοι τους πολέμους των θεών και τις εξεγέσεις και τις επαναστάσεις και το πλήθως των ελαττωμάτων, τα οποία και αυτοί έχουν και μεταξύ τους επιδεικνύουν, τόσο ιδιαιτέρως όσο και δημοσίως, και με τα οποία ελαττώματα είναι γεμάτο κάθε σύγγραμμα και ποίημα; Πολύ γρήγορα θα τους μετέβαλαν από ειρηνικούς σε φιλοπόλεμους και αντί σοφών σε παράφρονες, και όχι, αντιθέτως, σε μετρημένους και συνετούς αντί θρασέων και αμόρφωτων, με τα παραδείγματα αυτά. Διότι αυτούς, που είναι δύσκολο και χωρίς εκείνα που τους τραβούν προς το κακό να τους μεταθέσεις από την κακία και να τους μεταφέρεις προς την καλλίτερη μοίρα απο τη χειρότερη, αυτούς ποιος θα μπορούσε να τους πείσει να γίνουν ήμεροι και συγκρατημένοι, αφού χρησιμοποιούν ως οδηγούς και προστάτες των παθών τους τους θεούς, και όπου το κακό θεωρείται τίμιο, καθόσον προίσταται κάποιους από τους θεούς, του οποίου το πάθος τιμάται με βωμούς και θυσίες και απολαύει ελευθερίας υπό την προστασία των νόμων; Διότι αυτό είναι το χειρότερο: ότι εκείνα που τιμωρούνται από τους νόμους, αυτά ως θεϊκά τιμώνται. Τόσο μεγάλο είναι το μέγεθος της αδικίας σας.

121. Δεύτερον, ας προβληθεί προς αυτούς ο σεβασμός και η τιμή των γονιών και ο σεβασμός της πρώτης αιτίας της ύπαξης. Γι’ αυτό και η λογική ας μας προτρέπει και η θεολογία ας μας πείθει. Πώς δε δεν θα μας πείσει ο Κρόνος ο οποίος απέκοψε το μόριο του Ουρανού, για να γίνει άγονος μεταξύ των θεών (...) και ο,τιδήποτε άλλο παρόμοιο προβάλλουν σε αυτούς ως παράδειγμα τιμής των γονιών οι βίβλοι [των μύθων];
Τρίτον, ας προβληθεί προς αυτούς η ανωτερότητα των χρημάτων και το να μη κερδίζουν από παντού, ούτε να εκλαμβάνουν ως εγγύηση ευτυχίας την κακή απόκτηση χρημάτων. Πώς όμως θα σταθεί σε αυτούς ο Κερδώος Ερμής και θα προβληθεί το σακέλλιον, και θα τιμηθεί η κλεπτομανία του θεού και το «να μην καταφεύγουν εις το μαντείο του Φοίβου χωρίς χρήματα», και το ότι δεν υπάρχει τίποτε πολυτιμώτερο από τον οβολόν; Διότι αυτά είναι τα σπουδαία και αξιοσέβαστά τους παραδείγματα.

122. Ακόμη τι; Ας τους διδάξουν την σωφροσύνη και ας τους μυήσουν στην εγκράτεια. Αυτός άλλωστε που θα τους πείσει περί αυτών βρίσκεται κοντά, είναι εκείνος που γίνεται τα πάντα χάριν των γυναικών, ο Ζευς, ο πιο αγαπητός εραστής των νεανιών της Φρυγίας (για να συμποσιάζονται με μεγάλη ευχαρίστηση οι θεοί κερνώμενοι από τα αγαπημένα παιδιά του Δία), και ο Ηρακλής ο Τριέσπερος, ο οποίος κοιμήθηκε με τις πενήντα θυγατέρες του Θεστίου σε μια νύχτα και έκανε τον δέκατο τρίτο αυτόν άθλο, ο οποίος δε γνωρίζω γιατί δεν συνυπολογίζεται μαζί με τους άλλους. Ας κόπτεται για το θυμό ο Άρης, για τη μέθη ο Διόνυσος, για το κατά των ξένων μίσος η Άρτεμη, για την απάτη ο Λοξίας χρησμολόγος τους, για την γαστριμαργία ο Δίας που τρέχει πίσω από τους σπουδαίους Αιθίοπες προς λιπαρό γεύμα, και όλοι όσοι ορμούν προς τις κνίσσες και τις χοές.

123. Πώς όμως όλα αυτά να μπορέσουν να σταθούν δίπλα στα δικά μας; Σε μας μέτρο της φιλίας είναι ο καθένας και το να θέλουμε για τους πλησίον, εκείνα που θέλουμε για τον εαυτό μας [Ματθ. 7, 12], έγκλημα όχι μόνο το να γίνουμε κακοί, αλλά και η μιαρή πρόθεση, η οργή τιμωρείται ως πράξη [ Ματθ. 5, 21] . Σε μας η σωφροσύνη τόσο επιδιώκεται, ώστε και ο οφθαλμός να συγκρατείται. Το φονικό χέρι από τόσο μακριά αποτρέπεται, ώστε και ο θυμός να κατακρίνεται [ Ματθ. 5, 21-22]. Η επιορκία πάλι θεωρείται τόσο τρομερό και μέγα αμάρτημα ώστε μόνο σε μας ο όρκος θεωρείται τελείως απαγορευμένος [Ματθ. 5, 3] (...) Το καλλίτερο από όλα είναι ότι ενώ οι άλλοι τιμωρούν τα αποτελέσματα σύμφωνα με τους νόμους, εμείς κολάζουμε και τις αιτίες, αναστέλλοντας αυτές από πολύ μακριά, σα να είναι ρεύμα πονηρό και δυσκόλως συγκρατούμενο.

124. Πού δε και από ποιους ανθρώπους, πες μου, άκουσες όταν βρίζονται να επαινούν, όταν βλασφημούνται να παρακαλούν, διότι δεν βλάπτει η κακολογία μάλλον αλλά η αλήθεια, όταν διώκονται να υποχωρούν, όταν τους απογυμνώνουν να δίνουν και αυτοί τα υπόλοιπα, όταν τους καταρώνται να προσεύχονται υπέρ αυτών που τους καταρώνται, με μια κουβέντα, να νικούν με την αγαθότητά τους τη θρασύτητα και να κάνουν καλλίτερους τους αδικούντες, από τους όταν υφιστάμεθα δεινά δείχνουμε υπομονή; (....)

Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικός δεύτερος
(....)
36. Δεύτερον δε θέλω να πω λόγο δυσάρεστο και δυσκόλως παραδεκτό στους πολλούς. Διότι συνηθίζει ο άνθρωπος όταν έρθει στην εξουσία να αντιδρά κακώς, όταν μάλιστα συμβεί να είναι δικαίως οργισμένος για όσα υπέφερε, ελάχιστα πείθεται σε λόγο ο οποίος ανακόπτει το θυμό με χαλινούς. είναι όμως άξιος να ακουστεί και να γίνει ευπρόσδεκτος. Ας μη χρησιμοποιήσουμε την ευκαιρία με απληστία, ας μην απολαύσουμε με ηδονή την εξουσία, ας μη γίνουμε πικροί σε εκεινους που μας αδίκησαν, ας μη κάνουμε αυτά τα οποία καταδικάσαμε. Αλλά αφού απολαύσαμε την μεταβολή, όσο για να αποφύγουμε τα δεινά, ας μισησουμε ό,τι έχει σχέση με αντεκδίκηση. Είναι αρκετή η τιμωρία στους μέτριος ο φόβος αυτών τους οποίους είχαν λυπήσει και η προσδοκία ότι θα πάθουν αυτά που τους αξίζουν και να βασανιστούν από τη συνείδησή τους. Διότι εκείνο που φοβάται κανείς ότι θα πάθει, αυτά και παθαίνει, κι αν δεν τα πάθει, τιμωρείται ίσως περισσότερο από τον εαυτό του παρά από τους δράστες. Ας μη θελήσουμε λοιπόν να αναμετρηθούμε στην οργή, ούτε να φανούμε υποδεέστεροι τιμωροί από όσο αξίζουν. Αλλά επειδή δε μπορούμε να εισπράξουμε το παν, ας συγχωρήσουμε το πάν. Ας γίνουμε κατά τούτο ανώτεροι και υψηλότεροι από εκείνους που μας αδίκησαν. Ας δείξουμε τι διδάσκουν σε εκείνους μεν οι
δαίμονες, με τι εκπαιδεύει εμάς ο Χριστός ο οποίος, αν και υπερείχε εκείνων τα οποία έπαθε ενίκησε τελικώς με εκείνα που μπορούσε να κάνει και δεν έκανε. Ενα ευχαριστήριο ας ανταποδώσουμε στο θεό. Ας αυξήσουμε το μυστήριο με αγαθότητα. Σ' αυτό ας εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία.