γενηθήτω Φώς!

Γενικά Πνευματικά Θέματα

Συντονιστές: konstantinoupolitis, Συντονιστές

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
dionysisgr
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4279
Εγγραφή: Τρί Φεβ 12, 2008 6:00 am
Τοποθεσία: Νικαια

γενηθήτω Φώς!

Δημοσίευση από dionysisgr »

Και το Υπερουσιο θελημα εγινε πραξη.

Αιωνες αιωνων, μετεωροι στο κενο, και αχρονα χρονια,
περασαν αναμενοντας, και αωρες στιγμες,
μερες που δεν τις μετρουσε ακομα κανεις,
νυχτες που τις φεραν ανακουστοι λογοι,
να αναπαυουν τα μελλοντα να ζησουν,
αθωες αυτες μακρια απο δολοπλοκιες,
για παντα αχωριστο ζευγαρι με τις μερες,
συμφωνιες μεγαλες εγιναν σιωπηρα,
που δεν θα τις ανετρεπε καμμια δυναμη,
ολα φανηκε να παιρνουν τον δρομο για την υπαρξη,
ησυχα και υπακουα, και χαμογελαστα,
σαν την σειρα μικρων παιδιων που πανε στο σχολειο.

Και ο Ηλιος, στο πρωτο του μεροκαματο,
αγουρος, και αμαθητος ακομα,
απλωσε το φως του, απλοχερα.

Και γλαυκολαμψαν οι Εφτα ουρανοι.
Αγγιξαν την φωτια τα κρυσταλλα.
Ζυμωθηκε η υλη με το καλλος.

Πρωτογεννα ολα σιωπηρα, επαιρναν σχημα, και μορφη, γενος, ειδος, ουσια,
τους διδονταν ιδιωματα και δυναμεις, το ενα μετα το αλλο, γεμιζαν το στερεωμα,
απεμενε να ακουσουν μονο πια, ποιον σκοπο και νοημα ειχαν να περιμενουν.

Μικρη συζητηση πιασαν μεταξυ τους, οι πρωτογνωριστοι Ανεμοι,
προτου να μοιραστουν στις τεσσερις γωνιες του οριζοντα με αμηχανια,
να φυσουν και να ζωογονουν απο οποια μερια τους δοθηκε.

Απαλα και με τη χαρη της ηρεμης παραιτησης,
σηκωσε το μαυρο απεραντο φορεμα της η Αβυσσος,
ν'αναφανουν η θαλασσα, με τα ασπροντυμενα παιδονησια της,
τα αγερωχα βουνα, οι ποταμοι, τα δαση τα πυκνα,
η ομορφια της παρθενας κορης που την λεγανε γης.

Κρατησαν τον αχο της ανασας τους, οι μυριαδες των αγγελων.
Φρικτες αρμονιες γεμισαν τα συμπαντα.
Ηχοι μακρια, πανω και περα απο καθε αντιληψη.

Ποιο ματι να δει τις ατελειωτες σειρες τους, τις ασημοφορεμενες, τις αναπλεες, με θεοκινητη πειθαρχια,
και ποιο ευθυβολο κι απεραντο βλεμμα νοητου γερακιου, να ζυγιασει το αμετρητο πληθος τους,
καθως θα περνα μια γυρα, πανω σ'ολα τα μηκη και τα πλατη της αρτιγεννητης Κτισεως;

Μαρμαιρει η πετρα μερα μεσημερι, λουσμενη στην ηλιαχτιδα χωρις να αντιμιλα,
και ποιος την διεταξε να σκληρυνει τοσο, ωστε αμετρητες σταλες της βροχης να μην της κανουν μια ρυτιδα;
Ασπαιρουν τα χρωματα και οι μυρωδιες, λιβανωτα και αρωματα, πολυ πριν υπαρξει καποιος να τα αφιερωσει.

Βαθυς κι ανεγγιχτος ο ουρανος.
Το ατελειωτο μπλε που ξοδευτηκε,
κανεις ακομα δεν ηταν εκει να το θαυμασει.
Μολις που αναβε σαν πυροφαναρο το φεγγαρι,
δεν ηξερε ακομα καλα καλα, που να σταθει,
αναμεσα στην σιωπη και την απουσια του Ηλιου.

Εντολες ελαβαν, η φωτια, και το νερο, το χωμα και ο αερας,
να κανονιστουν μεταξυ τους στον τοπο τους σαν νοικοκυραιοι.
Κι οπου παει ο ενας να παρει τα πανω του, να ρχεται ο αντιθετος να τον ισορροπει.
Να τον κανει να νιωθει τον εαυτο του οτι ειναι κτιστος κι αδυναμος.

Αιωρουνταν τα πνευματα, κι αποθαυμαζαν, και μιλια δεν αλλαζαν αναμεταξυ τους,
και να τα: "Αγιος! Αγιος! Αγιος! Κυριος Σαββαωθ", να μην παιρνουν ανασα, απο την δοξολογια.

Και δεν υπηρχε ακομα ποδι να τα πατησει,
τα ατελειωτα λειβαδια με τα ζαφειρενια πατωματα των λουλουδιων,
και δεν φανηκε ακομα ενα προσωπο να ιδρωσει στο μετωπο απο τον πρωταφεντη Ηλιο,
και δεν υπηρχε κορμι να βυθιστει στην αρχεγονη μητρα, που την λεγανε πελαγο,
και δεν ακουστηκαν ακομα τα πρωτα γελια των παιδιων,
που λενε οι αγγελοι, γιαυτα οτι ειναι, μακρινα ξαδελφια τους, διχως φτερουγες..

Και δεν υπηρχε ακομα, ενα στομα, να φωναξει τον Ανωνυμο και να πει το αρρητο Ονομα Του.
Να σηκωσει χερια αγαπητικα, να δειξει Αυτον που δεν μπορεις να σημαδεψεις, να αγκαλιασει τον Αϋλο,
και να πει: Ευχαριστω.

Kαι δοθηκε η Πνοη. Μαζι και η Ελευθερια.
Και δοθηκε η Εικονα. Ανταμα με την Ομοιωση.
Και δεν δοθηκε παρα μονο μια εντολη.
Η Αγαπη, η εντολη της Ζωης.
Αγαπησε και κανε οτι θες.
Αν δεν αγαπας, θα μεινεις μονος και θα περπατας χωρις Ζωη.

Κρατουσαν απο τοτε, ολα και ολοι σημειωσεις,
και η αρχεγονη ως και η υστατη μνημη,
θα ειναι εκτοτε χαραγμενη πανω σε καθε μοριο της υλης.

Περασαν καιροι, και γινανε αιωνες.
Η πρωτη χαρα, εγινε πονος και στεναγμος.

Κι'ολο μαζευε πικρες ο ηλιος, και ολο εκαιγε τον αναστεναγμο του,
κι αναθυμοταν την ωρα που εγερνε στην πρωτη δυση του,
ανεμελος χωρις να βλεπει το κακο, να κανει το δικο του.
Και το φεγγαρι, παει καιρος που ειχε χασει το χλωμο χαμογελο του,
και καθε μηνα, εδειχνε κι'αυτο την νοσταλγικη του μελαγχολια
στα βλεμματα που ξενυχτουσαν βλεποντας το, παντα με ενα γιατι..

Τα αθωα στοιχεια, και τα αερικα, οι ασαλευτες δυναμεις,
και τα μακρινα συμπαντα, νιωθανε σαν τα παιδια,
που κουρνιαζουν και μαζευονται στεναχωρημενα,
οταν βλεπουν αδικα και οδυνηρα να αντιμαχονται οι γεννητορες τους.

Γεμιζε αιμα το παλιμψηστο, ψηφιδωτο του κοσμου.
Βασιλεις και Ιερεις προσκυνουσαν ψευτικους θεους.
Θυσια και τροφη εδιναν το δικαιο του ανθρωπου,
και ως αντιδωρο επαιρναν την καταρα των αδυναμων.

Μιλησαν στοματα που ελεγαν την αληθεια. Τα ειπανε προφητικα.
Με εξουσια και ανειπωτη σκληροτητα πυλωνονταν και σιωπουσαν.

Το αρχαιο κακο, που ειχε ποδια και δεν ειχε τοπο, να βαδισει παρα μονο οσο του εδινε το στραβο ανθρωποθελημα,
που ειχε χερια και δεν εδινε αγαπη αλλα επαιρνε ψυχες, ομηρους φθηνοπουλημενους απο την αλαζονεια τους,
που ειχε ματια, αλλα για μονο για να στοχευει και βασκανει οτι αγαθο εβρισκε επι γης, που ειχε νου καταμαυρο και καμμενο,
σαν τα ηφαιστεια που αχνιζαν ντροπη και αμαρτια, και οποιος τα πλησιαζε καιγονταν κι αυτος απο την φονευτρα αγνοια.

Ολα μοιαζανε χαμενα, και ματαια πλασμενα.
Ολα χωρις νοημα και σκοπο, ο θανατος, και ο κυκλος των εποχων,
μια αλυσιδα που δεν εσπαγε ποτε, ουτε απο το πιο δυνατο ξιφος, ουτε απο τα πιο ισχυρα ξορκια και τις ικεσιες.

Και δυναμωνε η αγωνια, και βασιλευε το διδυμο της λυπης, ο θανατος, και ο πονος,
παρανομα εστεμμενοι και οι δυο, συναυτοκρατορες και ποδηγετες των ψυχων,
και η αδικια, με τις αδελφες τις, τις πανασχημες γεροντοκορες την ψευτια, την απατη,
την πλεονεξια την ανομη εξουσια, ολοφερναν χορο ασταματητο.

Ως ποτε; Mεχρι πια αναθεματισμενη ωρα;
Μεχρι πιο στεγνωμενο δακρυ απο την απελπισια;

Σιωπασε πια να περιμενει ο κοσμος.
Και μεσα στην πιο ανυποψιαστη ησυχια,
μεσα στην πιο βαθια ερημο της αντιληψης εγινε το απροσμενο.

Και το Υπερουσιο θελημα εγινε πραξη.
Οχι δευτερη φορα, γιατι ηταν ηδη φανερο, μεσα στην Πρωτη Βουληση.
Ακαταλυτο.

Δεν χρειαστηκε τιποτα αλλο ο Θεος, παρα ενα ναι, και ενα ξημερωμα.

Ενα ξημερωμα.
Αρκουσε ενα ξημερωμα.
Αντε και δυο τρεις ανασες.
Πρωτες αυτες των Προπατορων.
Και επειτα αυτη η μονοκοματη εννιαμηνη ανασα, της υπακουης αγωνιας,
της θεογεννητρας Κορης. Αυτη που εδωσε το ναι!

Και ηρθε η μυριοποθητη στιγμη.
Κι ακουστηκε το Πρωτο κλαμα του Υιου του Πατρος.
Γεννημενος απο τον Αγεννητο, τωρα θα γεννιοταν απο την Παρθενο.

Ω! Κι αν θαυμασαν τοτε οι εννεα ταξεις των ασωματων.
Tοσο εκστατικα, ισα που δεν χασανε το νου τους!
Ω! Και αν ακουστηκε πρωτη φορα τοσο παρηγορο για τον ανθρωπο κλαμα,
και τοσος λυτρωτικος πονος!

Απελπισμενη ηχω, στο πρωτο κλαμα του Υιου,
αντηχησε το υστατο κλαμα του κακου και του θανατου.

Ωσαννα!
Μετα την πρωτη ευδοκια της υπαρξεως,
η πρωτοδευτερη της σωτηριας και της αναπλασεως.

Και αναθυμαμαι εδω, οτι σε εναν ανθρωπο ασημαντο, που ετυχε να γνωριζω,
δοθηκε καποτε ενα δωρο, ατιμητο, ποιος ξερει για ποιο λογο,
στο τελος θα φανει, αν το δικαιωσει,
μια αποκαλυπτικη απειροστιγμη που εμοιαζε με μυριες υπαρξεις μαζι,
με απειρες στιγμες σε μια μονο χαραμαδα του χρονου,
ενα απομεσημερο, θα'ταν τετοιες μερες, αναμονη του αρρητου,
που του χαριστηκε να νιωσει μια ολοτητα,
μια αισθηση πανω απο καθε χωματενια αντιληψη,
μια απεραντοσυνη, που δεν γνωριζε οριζοντα,
και σαν αβυσσος ακαταμετρητη ευσπλαχνιας και αγαπης,
εκεινο το πρωϊνο, εν μεσω της γης, ετσι ερημικα και ησυχα,
αναμνηση και οραση, του τοπου,
του ευλογημενου, οπου το σωτηριον εργον,
υπερ ημων, ειργασατω ο Κυριος.

Και καθε φορα που σκοτεινιαζει ο τοπος και στενευει η αναπνοη,
και το φως της ελπιδας τρεμοπαιζει, και η απογνωση ξεγυμνωνει την απαντοχη μας,
μου λεει αυτος ο ανθρωπος, ομοιος κατα παντα,
με τον πρωτο ανθρωπο που πατησε την γη,
οτι παλι καταφευγει σε αυτην την αναμνηση, σε αυτην την στιγμη,
και λεει, και φαινεται να το λεει ειλικρινα,
παρολο που δεν ηταν εκει στην πρωτη υπαρξη,
πανω που εκφραστηκε το πρωτο Υπερουσιο Θελημα,
πως, ναι, εμοιαζει εκεινο το πρωϊνο στην Βηθλεεμ,
να ειναι αυτο το Πρωτο Θελημα για τον Ανθρωπο.

Να ζησει, να γινει αυτο για το οποιο πλαστηκε απαρχης.
Κτιστο φως, να αντιφεγγιζει μ'αγαπη και ποθο, το ακτιστο Φως, εις τον αιωνα.

Γιαυτο εγενετο το Φως.
Γιαυτο γεννηθηκε και σπαργανωθηκε το Φως.

Για να δουμε με τα ματια τα αληθινα τα πρωτοφανερωτα,
το νοημα και τον σκοπο τον ιερο και τον αγιο,
που ολα εγιναν και ηρθαν στο Ειναι.

Και περα απο ολα οσα γινονται,
και πανω απο ολα οσα θα'ρθουν,
εμεις δεν εχουμε τιποτα αλλο,
ουτε χωμα, ουτε αερα, ουτε νερο, ουτε φωτια,
ουτε ηλιο, πετρα, φεγγαρι, ουρανο,
και θαλασσες δικες μας να κραταμε και να λογαριαζουμε στο χερι.

Ουτε εξουσιες ουτε δυναμεις, ουτε αλλους να διαφεντευουμε. Παρα μονο την γυμνια μας.

Παρα μονο τι;
Παρα μονο το Φως.
Και με το Φως στα γυμνα μας χερια, θα πορευθουμε.

Και αλλη μια φορα θα δοξασουμε ως το τελος,
του Χριστου την Γεννα,
την αρρητη και την κοσμοσωτηρα.

Και θα σηκωσουμε τα ματια και θα πουμε.
Δοξα σοι το Πρωτο Σου το Υπερουσιο θελημα!

Ετη πολλα και ευλογημενα,
σε ολες τις ψυχες που αναπνεουν τον Χριστο,
και που εχουν ματια ακομα,
και που επιμενουν για να βλεπουν το αρτιγεννητο Φως.

Αμην.
"ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. ᾿Αμήν."
toula
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 39660
Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ

Re: γενηθήτω Φώς!

Δημοσίευση από toula »

Πολύ όμορφο !!! Ευχαριστούμε Διονύση !!!

Καλή προετοιμασία για όλους μας για την Μεγάλη Γιορτή των Χριστουγέννων !!!
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Θέματα”