Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής για την Κοίμηση της Θεοτόκου
Τώρα μὲ τὴν Χάριν της θὰ ὁμιλήσωμε περὶ τῆς ἐξόδου καὶ τῆς Μεταστάσεως αὐτῆς ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμον εἰς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ της. Εἶναι ὄντως φαιδρὰ καὶ χαρμόσυνος γιὰ τὴν ἀκοὴν τῶν φιλοθέων ἡ τοιαύτη διήγησις.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, εὐδόκησε νὰ μεταθέση τὴν παναγίαν καὶ πανάμωμον μητέρα του ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν εἰς τὴν Βασιλείαν του, προκειμένου νὰ λάβη τὸν ἄφθαρτον στέφανον τῶν ὑπερφυῶν ἀγώνων καὶ ἀρετῶν της, νὰ τὴν τοποθετήση θεομητροπρεπῶς «ἐκ δεξιῶν του, περιβεβλημένην μὲ πορφύραν καὶ πεποικιλμένην ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ» (Ψαλμ. μδ', 12) καὶ νὰ τὴν ἀνακηρύξη Βασίλισσαν πάντων τῶν κτισμάτων, ὁδηγῶν αὐτὴν εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος καὶ ἐγκαθιστῶν εἰς τὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, τῆς ἐγνωστοποίησε ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἔνδοξον αὐτῆς μετάστασιν.
Ἀπέστειλε πάλιν εἰς αὐτὴν τὸν ἀρχάγγελον Γαβριὴλ γιὰ νὰ τῆς ἀναγγείλη τὴν ἔνδοξον ἐκδημίαν της, καθὼς ἄλλοτε τὴν θαυμαστὴν αὐτῆς σύλληψιν.
Τὴν ἐπεσκέφθη λοιπὸν ὁ ἀρχάγγελος καὶ τῆς ἐπέδωσε ἕνα κλάδον φοίνικος, σύμβολον τῆς νίκης, τὸ ὁποῖον εἶχε ἄλλοτε χρησιμοποιήσει ὁ λαὸς ὑποδεχόμενος εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὸν Υἱόν της, τὸν νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ ἐξολοθρευτὴν τοῦ Ἅδου.
Ὁμοίως καὶ τώρα ὁ Γαβριὴλ δίδει αὐτὸν τὸν κλάδον εἰς τὴν Παρθένον, ὡς σύμβολον τῆς νίκης κατὰ πάντων τῶν δεινῶν καὶ τῆς καταλύσεως τοῦ θανάτου, λέγοντας· «Ὁ Κύριος καὶ Υἱός σου σὲ προσκαλεῖ: Ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ ἔλθης πλησίον μου, ὦ καλὴ μῆτερ μου (Ἆσμ. ἀσμ. β', 10 και 13).
Γιὰ τοῦτο μὲ ἀπέστειλε πάλι νὰ σοῦ ἀνακοινώσω, ὦ «εὐλογημένη ἐν γυναιξί», ὅτι σήμερα θὰ εὐφράνης, ὦ Κεχαριτωμένη, τὶς οὐράνιες στρατιὲς μὲ τὴν ἄνοδόν σου καὶ θὰ λαμπρύνης περισσότερον τὶς ψυχὲς τῶν ἁγίων, καθὼς ἔπλησες εὐφροσύνης τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν γῆν. Ἀγάλλου καὶ σὺ μαζί τους καθὼς ἄλλοτε τὸ εἶχες φανερώσει, διότι ἀπὸ τώρα θὰ σὲ μακαρίζουν εἰς τοὺς αἰῶνας ὅλα τὰ λογικὰ κτίσματα, «πᾶσαι αἱ γενεαί». «Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ».
Οἱ προσευχὲς καὶ οἱ ἱκεσίες σου ἀνέβησαν εἰς τὸν οὐρανόν, πρὸς τὸν Υἱόν σου, ὅθεν κατὰ τὸ αἴτημά σου σὲ προστάζει νὰ ἀφήσης τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ νὰ ἀνέλθης εἰς τὰ οὐράνια σκηνώματα γιὰ νὰ εἶσαι αἰωνίως μαζί του, εἰς τὴν ἀληθινὴν καὶ αἰωνίαν ζωήν».
Καθὼς ἤκουσε ἡ ἁγία Θεοτόκος τοὺς λόγους τούτους ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ ἔδωσε εἰς τὸν ἄγγελον τὴν ἰδίαν, ὅπως καὶ παλαιά, ἀπόκρισιν: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι —καὶ τώρα— κατὰ τὸ ρῆμα σου⋅ καὶ ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτῆς ὁ ἄγγελος» (Λουκ. α΄, 38).
Τότε ἡ ὑπερευλογημένη καὶ ἔνδοξος Θεοτόκος Μαρία ἠγέρθη καὶ ἀγαλλομένη ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν γιὰ νὰ ἀπευθύνη πρὸς τὸν Κύριον ἐν ἡσυχίᾳ τὶς εὐχαριστίες καὶ τὰ αἰτήματά της γι’ αὐτὴν τὴν ἰδίαν καὶ γιὰ τὸν κόσμον ὅλον.
Ὅταν ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ προσέφερε τὴν λογικὴν λατρείαν εἰς τὸν Υἱόν της, τὶς δεήσεις καὶ τὶς εὐχαριστίες της. Συνέβη τότε ἕνα μέγα θαῦμα, τὸ ὁποῖον γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ ἠξιώθησαν τῆς τοιαύτης ἐμπειρίας καὶ δι’ αὐτῶν ἔφθασε ἕως ἐμᾶς.
Ἐνῷ, δηλαδή, προσηύχετο καὶ παρακαλοῦσε τὸν Κύριον μέσα εἰς μίαν πραγματικὴν μυσταγωγίαν, ὅλα τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα δένδρα ἔκλιναν πρὸς τὴν γῆν καὶ τὴν προσεκύνησαν. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν ἱκεσίαν καὶ τὴν εὐχαριστίαν της, πλημμυρισμένη ὅλη ἀπὸ Θεὸν ἐπέστρεψε εἰς τὴν Σιών.
Εὐθὺς ἀμέσως ὁ Κύριος ἀπέστειλε ἐπὶ νεφέλης τὸν εὐαγγελιστὴν καὶ Θεολόγον Ἰωάννην, καθ’ ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος εἶχε μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ τὸν ἰδῆ, δεδομένου ὅτι ὁ Κύριος τοὺς εἶχε συνδέσει δι’ υἱοθεσίας. Ἡ ἐξ ὅλων τῶν γυναικῶν ὑπερευλογημένη καθὼς τὸν εἶδε ἐχάρη ἀκόμη περισσότερον καὶ ἐζήτησε νὰ προσευχηθοῦν.
Μετὰ τὴν εὐχὴν ἡ ἁγία καὶ ἀειπάρθενος Βασίλισσα ἀνεκοίνωσε εἰς τὸν Ἰωάννην καὶ εἰς τὶς ἐκεῖ παρευρισκόμενες παρθένους τὸ νέον μήνυμα τοῦ ἀρχαγγέλου ποὺ ἀφοροῦσε τὴν μετάθεσίν της καὶ τοὺς ἔδειξε τὸν κλάδον τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον παρέλαβε ἀπὸ αὐτόν.
Παρήγγειλε νὰ ἑτοιμάσουν τὸν οἶκον της, νὰ ἀνάψουν λαμπάδες καὶ νὰ θυμιάσουν, διότι τὸν εἶχε ἤδη διακοσμήσει ὡς ἄλλον νυμφικὸν θάλαμον εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ὑπεδέχετο τὸν ἀθάνατον Νυμφίον, τὸν παντευλόγητον Υἱόν της, τὸν ὁποῖον προσδοκοῦσε μὲ μίαν ἀκατάσχετον ἐλπίδα. Ὅταν ὅλα ἐτακτοποιήθησαν, ἐγνωστοποίησε εἰς τοὺς συνοδοὺς καὶ τοὺς γνωστούς της τὸ ἐπικείμενον μυστήριον τῆς Μεταστάσεώς της καὶ ἐκεῖνοι ἀμέσως τὴν περιεκύκλωσαν κλαίοντας καὶ θρηνώντας γιὰ τὸν ἀποχωρισμόν τους, καθ’ ὅτι μετὰ Θεὸν αὐτὴν εἶχαν ἐλπίδα καὶ βοήθειαν.
Ἡ ἀδελφή τους ὅμως, ἡ Θεομήτωρ καὶ Βασίλισσα, τοὺς παρηγοροῦσε ἕναν ἕναν χωριστὰ καὶ ὅλους μαζὶ καὶ τοὺς ἀπηύθηνε ἕνα συγκινητικὸν χαιρετισμὸν λέγουσα: «Χαίρετε, τέκνα μου εὐλογημένα καὶ μὴ κάμετε τὴν μετάστασίν μου ἀφορμὴν θρήνου, ἀλλὰ πλησθῆτε ἀγαλλιάσεως, διότι ἔρχεται ἡ αἰώνιος εὐφροσύνη, ὁ Κύριός μου καὶ Υἱός μου καὶ ἡ Χάρις καὶ τὸ ἔλεός του θὰ εἶναι πάντοτε μαζί σας».
Ἐκοίταξε ἔπειτα τὸν εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην καὶ τοῦ εἶπε νὰ δώση τὴν ἐσθῆτα καὶ τὸ μαφόριόν της εἰς τὶς δύο χῆρες οἱ ὁποῖες τὴν ὑπηρετοῦσαν. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς ἐφανέρωσε τὰ μυστήρια τῆς ἐκδημίας της καὶ τῆς ἐπ’ εὐκαιρίᾳ αὐτῆς θείας ἐπισκέψεως, καθὼς καὶ τὴν σημασίαν τοῦ κάθε γεγονότος. Ἔπειτα ἐκανόνισε τὰ τῆς κηδείας καὶ τοὺς παρήγγειλε πὼς νὰ τὴν μυρώσουν καθὼς καὶ ποῦ νὰ θάψουν τὸ πανάσπιλον σῶμα της.
Μετὰ ταῦτα ἡ ἔνδοξος Θεομήτωρ ἀνεκλίθη εἰς ἕνα κράββατον, τὴν κλίνην ἐκείνην τὴν ὁποίαν καθ’ ἑκάστην νύκτα ἔλουζε μὲ τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν της ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Υἱόν της Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν ἐλάμπρυνε μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις αὐτῆς. Κατόπιν ἐζήτησε καὶ πάλιν νὰ ἀνάψουν τὶς λαμπάδες. Οἱ δὲ ἐκεῖ συγκεντρωμένοι πιστοί, αἰσθανόμενοι ὅτι ἐγγίζει ἡ ὥρα τῆς ἐκδημίας τῆς μητρὸς αὐτῶν Παναγίας Παρθένου, ἐξέσπασαν εἰς λυγμούς.
Ἔπεσαν εἰς τὸ ἔδαφος καὶ τὴν ἱκέτευαν νὰ μὴ τοὺς ἀφήση ὀρφανούς. Ἐὰν ὅμως ἦταν ἀναπόφευκτος ἡ ἀναχώρησίς της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, νὰ τοὺς συνοδεύη εἰς τὸ ἑξῆς μὲ τὴν Χάριν καὶ τὶς πρεσβεῖες της. Ἡ ἁγία Θεοτόκος ἤνοιξε τότε τὸ ἀμόλυντον καὶ καθαρώτατον στόμα της καὶ τοὺς εἶπε: «Ἡ εὐδοκία τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου ἐπ’ ἐμέ⋅ «οὗτός μου Θεὸς καὶ δοξάσω αὐτόν⋅ Θεὸς τοῦ Πατρός μου καὶ ὑψώσω αὐτόν» ( Ἐξοδ. ιε΄, 2). Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου, ὁ ὁποῖος κατά σάρκα ἐγεννήθη ἀπὸ ἐμέ, ὅμως πατὴρ αὐτοῦ εἶναι ὁ Θεός, ὁ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ δημιουργός. Γιὰ τοῦτο ποθῶ νὰ πορευθῶ πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος χορηγεῖ εἰς πάντας τὸ εἶναι καὶ τὴν ζωήν.
Παρ’ ὅλον δὲ ποὺ θὰ ὑπάγω ἐκεῖ πλησίον του, δὲν θὰ παύσω νὰ παρακαλῶ καὶ νὰ πρεσβεύω ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ὑπὲρ πάντων τῶν χριστιανῶν καὶ τοῦ κόσμου παντός, οὕτως ὥστε ὁ φιλάνθρωπος Κτίστης, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός του, νὰ εὐσπλαγχνίζεται ὅλους τοὺς πιστούς, νὰ τοὺς ἐνισχύη καὶ νὰ τοὺς καθοδηγῆ εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀληθινῆς ζωῆς· νὰ μεταστρέφη τοὺς ἀπίστους καὶ νὰ τοὺς συμπεριλάβη ὅλους εἰς μίαν ποίμνην ( Ἰωάν., ι΄16), καθ’ ὅτι ὡς καλὸς Ποιμὴν ἔδωσε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων του, γνωρίζει δὲ τὰ ἰδικά του καὶ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ αὐτά».
Καὶ καθὼς ἡ ὑπερευλογημένη μήτηρ τοῦ Χριστοῦ τοιουτοτρόπως ὡμιλοῦσε καὶ συγχρόνως τοὺς εὐλογοῦσε, ἠκούσθη αἴφνης δυνατὴ βροντὴ καὶ ἐνεφανίσθη μία νεφέλη φερομένη ἀπὸ γαλήνιαν αὔρα. Ἀπὸ τὴν μεγαλειώδη αὐτὴν νεφέλην, ἤρχισαν νὰ πίπτουν εἰς τὴν γῆν ὡς σταγόνες μυριπνόου δρόσου οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι μαθηταὶ καὶ Ἀπόστολοι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, συνερχόμενοι «ἐπὶ τὸ αὐτό» ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας. Ἀμέσως ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ Θεολόγος Ἰωάννης, ἀφοῦ τοὺς ὑπεδέχθη καὶ ἤρεμα τοὺς ἐχαιρέτισε, τοὺς ὡδήγησε ἐνώπιον τῆς ὑπεραγίας καὶ μακαρίας Παρθένου.
Δὲν ἦλθαν μόνον οἱ δώδεκα, ἀλλὰ καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς πολυάριθμους μαθητάς των οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιλεγῆ καὶ ἀξιωθῆ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ὅπως μᾶς τὸ δηλώνει ὁ μέγας Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολήν του.
Λέγει, δηλαδή, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος μαζὶ μὲ τὸν Τιμόθεον, τὸν Ἱερόθεον καὶ ἄλλους ὁμοψύχους των ἔφθασαν ἐκεῖ μὲ τοὺς Ἀποστόλους γιὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς Βασιλίσσης. Εἰσῆλθαν, λοιπόν, καὶ παρέστησαν ἐνώπιόν της καὶ τὴν προσεκύνησαν μετὰ δέους καὶ ἄκρας εὐλαβείας. Ἡ δὲ μακαρία καὶ Παναγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἀνήγγειλε τὴν ἀναχώρησίν της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν.
Τοὺς διηγήθη ἐπίσης περὶ τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς κοιμήσεώς της ἐκ μέρους τοῦ ἀρχαγγέλου, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδειξε τὸ ἐπινίκιον σύμβολον τῆς Μεταστάσεώς της, τὸν κλάδον δηλαδὴ τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον τῆς ἔδωσε ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀγγέλων, τοὺς ἐπαρηγόρησε καὶ πάλι τοὺς εὐλόγησε, ἐνισχύουσα καὶ στηρίζουσα αὐτοὺς εἰς τὴν ὁλοκλήρωσιν τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος.
Ἀπεχαιρέτισε τὸν Πέτρον καὶ τὸν Παῦλον καθὼς καὶ ὅλους τοὺς λοιπούς, λέγοντας πρὸς αὐτούς: «Χαίρετε τέκνα, φίλοι καὶ μαθηταὶ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου. Εἶσθε μακάριοι, ποὺ ἔχετε κριθῆ ἄξιοι νὰ γίνετε μαθηταὶ τοῦ εὐλογητοῦ καὶ ἐνδόξου Κυρίου καὶ Δεσπότου, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐνεπιστεύθη τὴν διακονίαν τοιούτων μεγίστων μυστηρίων καὶ σᾶς ἐξέλεξε συμμετόχους τῶν διωγμῶν καὶ τῶν Παθῶν αὐτοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ γίνετε κοινωνοὶ καὶ τῆς δόξης καὶ Βασιλείας του ὅπως σᾶς τὸ ὑπεσχέθη καὶ τὸ οἰκονόμησε ὁ ἴδιος, ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης».
Τοὺς ἐξέθεσε δὲ μίαν τοιαύτην εὐλογημένην διδασκαλίαν ἀνάλογον τοῦ ὕψους τῆς δόξης της καὶ ἀφοῦ ὥρισε τὶς τελευταῖες λεπτομέρειες σχετικῶς μὲ τὴν κηδείαν καὶ τὴν ταφήν της, ὕψωσε τὰ χέρια εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἤρχισε νὰ εὐχαριστῆ τὸν Κύριον ὡς ἑξῆς:
»Εὐλογῶ σε, τὸν Βασιλέα τοῦ παντὸς καὶ μονογενῆ Υἱὸν τοῦ ἀνάρχου Πατρός, τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, διότι εὐδόκησες, εὐαρεστῶν τὸν Πατέρα δι’ ἄφατον φιλανθρωπίαν νὰ σαρκωθῆς ἀπὸ ἐμὲ τὴν δούλην σου μὲ τὴν συνδρομὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
»Εὐλογῶ σε, τὸν χορηγὸν κάθε εὐλογίας καὶ φωτοπάροχον, τὸν αἴτιον παντὸς ἀγαθοῦ καὶ εἰρηνάρχην, ποὺ μᾶς ἐχάρισες τὴν ἐπίγνωσίν σου καὶ τοῦ ἀνάρχου Πατρὸς καὶ τοῦ συναϊδίου καὶ ζωοποιοῦ Πνεύματος.
»Εὐλογῶ σε, γιὰ τὸ ὅτι εὐηρεστήθης νὰ κατοικήσης εἰς τὴν κοιλίαν μου ἀνεκλαλήτως.
»Εὐλογῶ σε, διότι ἠγάπησες τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὑπομείνης πρὸς χάριν μας τὸν Σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασίν σου νὰ ἀναστήσης τὴν φύ- σιν μας ἀπὸ τὰ ἔγκατα τοῦ Ἅδου, νὰ τὴν ἀναβιβάσης εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ τὴν δοξάσης μὲ δόξαν ἀσύλληπτον.
»Εὐλογῶ σε καὶ μεγαλύνω τοὺς λόγους σου, τοὺς ὁποίους μᾶς παρέδωσες ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ καὶ πιστεύω εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν ὅλων τῶν πρὸς ἐμὲ ἐπαγγελιῶν σου».
Ὅταν ἡ ἁγία καὶ ὑπερευλογημένη Θεοτόκος ἐτελείωσε τὸν αἶνον καὶ τὴν προσευχήν της, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, κινούμενοι ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἤρχισαν νὰ ὁμιλοῦν, νὰ ἀνυμνοῦν καὶ νὰ δοξολογοῦν, ὁ καθεὶς ἀναλόγως τῆς ἱκανότητός του καὶ τοῦ θείου φωτισμοῦ.
Ἐγκωμίασαν καὶ ἀνύμνησαν τὴν ἀπροσμέτρητον γενναιοδωρίαν τῆς θείας κυριαρχίας καὶ μὲ τὴν θαυμαστὴν θεολογίαν τους εὔφραναν τὴν καρδίαν τῆς ὑπερενδόξου Θεομήτορος, καθώς μᾶς παρέδωσε ὁ προαναφερθεὶς ἅγιος Διονύσιος εἰς τὸ κεφάλαιον ὅπου καταδεικνύει τὴν δύναμιν τῶν εὐχῶν καὶ τῆς θεολογίας ποὺ ἐξέφρασε πανευλαβῶς ὁ μακάριος Ἱερόθεος [Εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνομάτων: «Τίς ἡ τῆς εὐχῆς δύναμις καὶ περὶ τοῦ μακαρίου Ἱεροθέου καὶ περὶ εὐλαβεί- ας καὶ συγγραφῆς θεολογικῆς», Ρ.G. 3, 681D].
Συγκεκριμένα, εἰς τὸ οἰκεῖον κεφάλαιον τοῦ λόγου του πρὸς τὸν Τιμόθεον, ἀναφέρει περὶ τῆς συναθροίσεως τῶν ἁγίων Ἀποστόλων κατὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, καθὼς καὶ περὶ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον ὁ καθείς, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διετράνωσε διὰ λόγων αἰνέσεως τὴν δόξαν τῆς ἀπειροδυνάμου θείας ἐξουσίας καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εὐδόκησε νὰ κατέλθη εἰς τὴν γῆν χωρὶς νὰ χωρισθῆ ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους καὶ νὰ σαρκωθῆ ἀπὸ τὴν πανάμωμον Παρθένον.
Ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη, ἐπειδὴ ηὗρε τὴν Παναγίαν καὶ ὑπερένδοξον Μαριὰμ ὑπήκοον καὶ ὑψηλοτέραν πάσης τῆς κτίσεως· εὐδόκησε νὰ κατοικήση ἐντός της, ἐνεδύθη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ τοιουτοτρόπως ἠλέησε καὶ ἔσωσε τὸ ἀνθρώπινον γένος μὲ τὴν μεγαλειώδη καὶ ἀνέκφραστον Οἰκονομίαν του καὶ τὸ ἐδόξασε, πλουτίζων αὐτὸ μὲ τὴν Χάριν του ἕνεκα τῆς ἀνυπερβλήτου εὐσπλαγχνίας καὶ μακροθυμίας του.
Μετὰ ταῦτα ἡ ἁγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε γιὰ μίαν ἀκόμη φορὰν καὶ ἡ καρδία της ἐπλήσθη θείας παρηγορίας. Καὶ ἰδού, ἔλαβε χώραν ἡ μεγαλειώδης καὶ θαυμαστὴ ἄφιξις Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ αὐτῆς, συνοδευομένου ἀπὸ ἀναρίθμητες στρατιὲς ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλα τάγματα, Σεραφίμ, Χερουβὶμ καὶ Θρόνους⋅ ὅλοι οἱ ἄγγελοι παρίσταντο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μετὰ φόβου, καθ’ ὅσον «ὅπου βασιλέως παρουσία, καὶ ἡ τάξις παραγίγνεται».
Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἐγνώριζε ὅλα αὐτὰ ἐκ τῶν προτέρων, τὰ προσδοκοῦσε μὲ ἀκράδαντον ἐλπίδα· γιὰ τοῦτο ἔλεγε: «πιστεύω ὅτι ὅλες οἱ πρὸς ἐμὲ ὑποσχέσεις σου θὰ πραγματοποιηθοῦν».
Ἀκολούθως εἶδαν καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐμφανῶς, εἶδαν ἔκπληκτοι τὴν θεϊκήν του δόξαν, ὁ καθεὶς βέβαια ἀναλόγως τῆς δυνατότητος αὐτοῦ. Ἡ παροῦσα ἔλευσις τοῦ Κυρίου ἦταν μεγαλοπρεπεστέρα καὶ φοβερωτέρα τῆς πρώτης, καθ’ ὅτι τώρα ἐνεφανίσθη λαμπρότερος τῆς ἀστραπῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπὶ τοῦ Θαβὼρ Μεταμορφώσεώς του, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ἔδειξε παρὰ τὴν φυσικήν του δόξαν, διότι μετὰ τὴν Ἀνάληψιν ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπρόσιτος καὶ ἀόρατος.
Ἐνώπιον τοιούτου μυστηρίου «οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα, γενόμενοι ὡσεὶ νεκροί» (Ματθ. ιε΄, 6). Τότε ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: «Εἰρήνη ὑμῖν», ὅπως παλαιά, ὅταν «εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (Ἰωάν. κ΄, 21, 19) εἰς τὸν ἴδιον αὐτὸν οἶκον τοῦ Ἰωάννου.
Κάτι παρόμοιον συνέβη καὶ τώρα, εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς μητρὸς τοῦ Ἀναστάντος. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἤκουσαν τὴν γλυκυτάτην καὶ παμπόθητον φωνὴν αὐτοῦ, ἀνεζωογονήθησαν καὶ ἐνισχύθησαν ψυχικῶς καὶ σωματικῶς καὶ ἔμειναν νὰ θεωροῦν μὲ δέος τὸ ὑπέρλαμπρον κάλλος καὶ τὴν Θείαν αἴγλην τοῦ Προσώπου του.
Ὡς ἐκ τούτου, ἡ παναγία καὶ ἄμωμος καὶ εὐλογημένη Θεοτόκος ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς κατηυγάσθη μὲ θείαν φωτοφάνειαν. Ἀλλὰ καὶ ἐκείνη, βλέπουσα μετ’ εὐλάβειας καὶ φόβου τὴν δόξαν καὶ τὴν λαμπρότητα ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ υἱὸς καὶ Βασιλεύς της Ἰησοῦς Χριστός, ἐμεγάλυνε ἀκόμη περισσότερον τὴν θεότητά του καὶ προσηύχετο ὑπὲρ τῶν Ἀποστόλων καὶ πάντων τῶν παρόντων.
Τὶς ὕστατες αὐτὲς στιγμὲς ἐμεσίτευσε ὑπὲρ τῶν ἁπανταχοῦ εὑρισκομένων πιστῶν, παρεκάλεσε ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντὸς καὶ ὑπὲρ πάσης ψυχῆς ἐπικαλουμένης τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, ἐζήτησε δὲ ὅπου μνημονεύονται τὰ δύο αὐτὰ ὀνόματα νὰ ἐκχέεται πλούσια ἡ θεία εὐλογία.
Τότε ἡ ἁγία Παρθένος Μαρία κοιτάζοντας καὶ πάλιν πρὸς τὸν Υἱόν της τὸν ἀντίκρυσε μὲ δόξαν τοιαύτην ὥστε οὐδεμία γλώσσα ἀνθρωπίνη νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ τὴν ἐκφράση. Καὶ εἶπεν: «Εὐλόγησόν με, Κύριε, μὲ τὴν δεξιάν σου καὶ εὐλόγησον ὅλους ὅσους σὲ δοξάζουν καὶ μνημονεύουν τὸ ὄνομά μου κάθε φορὰν ποὺ προσφέρουν εἰς σὲ τὴν προσευχὴν καὶ δέησίν των».
Ὁ Κύριος τότε ἐξέτεινε τὴν δεξιάν του, εὐλόγησε τὴν μητέρα του καὶ τῆς εἶπε: «Μακαρία σύ, ἀγαλλιάσθω ἡ καρδία σου Μαρία, εὐλογημένη ἐν γυναιξί, διότι τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος καὶ ὅλες οἱ δωρεὲς σοῦ ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον· καὶ κάθε ψυχὴ ἡ ὁποία θὰ ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομά μου μετ’ εὐλαβείας δὲν θὰ παραβλεφθῆ ἀλλὰ θὰ εὕρη ἔλεος καὶ παρηγορίαν εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα.
Σὺ δέ, πορεύου ἐν εἰρήνῃ καὶ χαρᾷ εἰς τὰ αἰώνια σκηνώματα, εἰς τοὺς ἀπέραντους θησαυροὺς τοῦ Πατρός μου, γιὰ νὰ θεωρῆς τὴν δόξαν μου καὶ νὰ εὐφραίνεσαι μὲ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ἀμέσως δέ, δι’ ἐντολῆς τοῦ Κυρίου οἱ ἄγγελοι ἤρχισαν νὰ ψάλλουν ἕνα γλυκύτατον ὕμνον μὲ φωνὴν ζωηρὰν καὶ θελκτικωτάτην, ἐνῷ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔκλιναν εὐλαβῶς τὶς κεφαλές των ἐνώπιον τῆς ἁγιοπνευματικῆς μυσταγωγίας καὶ ἀφιέρωσαν μὲ τὴν σειράν τους εἰς τὴν Παρθένον μίαν ὑμνωδίαν ἀγγελομίμητον.
Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ κλίμα ἡ Παναγία μήτηρ τοῦ Κυρίου παρέδωσε τὴν μακαρίαν καὶ ἀμόλυντον ψυχὴν αὐτῆς εἰς τὸν Βασιλέα καὶ υἱόν της καὶ ἐκοιμήθη ὕπνον γλυκὺν καὶ ἐράσμιον. Ὅπως εἰς τὸν ἀπόρρητον τοκετόν της ἐγέννησε ἀνωδύνως τὸν Κύριον Ἰησοῦν, τοιουτοτρόπως ἔμεινε ἀνέπαφος ἀπὸ τοὺς ἐπιθανάτιους πόνους καὶ κατὰ τὴν κοίμησίν της, καθ’ ὅτι ὁ Βασιλεὺς καὶ Δημιουργὸς κάθε κτιστῆς φύσεως, αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ποὺ τότε καὶ τώρα μετέτρεψε τοὺς φυσικοὺς νόμους.
Οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγέλων ὕψωσαν μὲ θαυμασμὸν τὰ ἀόρατα χέρια τους καθὼς διήρχετο ἡ παναγία αὐτῆς ψυχή. Ὁ οἶκος τῆς Σιών, καθὼς καὶ ὅλη ἡ περιοχή, ἐπλήσθη ἀπὸ μίαν ἄρρητον εὐωδίαν.
Ἐπάνω δὲ ἀπὸ τὸ πανάχραντον σῶμα της ἐπλανᾶτο μία φωτεινὴ ὕπαρξις ἀόρατος ἀπὸ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς. Τοιουτοτρόπως ὁ Διδάσκαλος καὶ οἱ μαθηταί, τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, συνώδευσαν ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἁγίαν Παρθένον.
Καὶ ὁ μὲν εὐλογητὸς Κύριος καὶ ἔνδοξος Δεσπότης τοῦ παντὸς εἰσήγαγε τὴν ἁγίαν ψυχὴν τῆς παναχράντου αὐτοῦ μητρὸς εἰς τοὺς οὐρανούς, οἱ δὲ μαθηταὶ ἀπέθεσαν τὸ πανάσπιλον σῶμα της εἰς τὴν γῆν, γιὰ νὰ τὸ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα καὶ κατόπιν νὰ τὸ μεταφέρουν ὅπου θὰ ἐπιθυμοῦσε ἐκείνη· ἀπὸ ἐκεῖ ἔμελλε μετ’ ὀλίγον νὰ μεταστῆ εἰς τὸν Παράδεισον ἢ ὁπουδήποτε ἠθέλησε ὁ υἱὸς καὶ Θεός της.»
Ἀπό τό βιβλίο: Ὁ Βίος τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, Ἱερόν Κελλίον Ἁγίου Νικολάου “Μπουραζέρη”, Ἅγιον Ὄρος, 2010.
Πηγή: http://www.imaik.gr
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής για την Κοίμηση της Θεοτόκου
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
Re: Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής για την Κοίμηση της Θεοτόκο
Συγκλονιστικό!!!
Να σαι καλά Τούλα γιατί είσαι από τους ελάχιστους πλέον που μας εφοδιάζουν με τέτοια πνευματική τροφή. Ο Κύριος να στο ανταποδώσει.
Σκέφτομαι, αν οι μαθητές του Κυρίου ένοιωσαν τέτοιο τρόμο όταν εμφανίστηκε ο Κύριος με τους Αγγέλους γύρω του, πώς θα αντέξουμε εμείς οι τιποτένιοι μπροστά του; Δεν ξέρω...
Να σαι καλά Τούλα γιατί είσαι από τους ελάχιστους πλέον που μας εφοδιάζουν με τέτοια πνευματική τροφή. Ο Κύριος να στο ανταποδώσει.
Σκέφτομαι, αν οι μαθητές του Κυρίου ένοιωσαν τέτοιο τρόμο όταν εμφανίστηκε ο Κύριος με τους Αγγέλους γύρω του, πώς θα αντέξουμε εμείς οι τιποτένιοι μπροστά του; Δεν ξέρω...
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 3145
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
- Επικοινωνία:
Re: Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής για την Κοίμηση της Θεοτόκο
===================================================================================
H Θεοτόκος --- Ως προεγνωσμένον και κρύφιον Μυστήριον της Αγίας Τριάδος=
Ιλιγγιά ο ανθρώπινος νους προ του ασυλλήπτου Θεολογικού Μυστηρίου της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας και ο ανθρώπινος λόγος μένει άφωνος και σιωπών, γιατί αδυνατεί να εκφράση το ασύλληπτο, απερινόητο, άρρητο και ανέκφραστο αυτό μυστήριο της ευσεβείας!...
Γιατί όντως και «ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον· Θεός εφανερώθη εν σαρκί(1)» δια της Θεοτόκου. Γιατί η Παρθένος εγέννησε «εν σαρκί», τον ενυπόστατο Λόγο του Πατρός, την ενυπόστατη Αλήθεια και Ζωή(1α) και έγινε η ουράνιος παστάς του Λόγου, που μέσα Της ετελεσιουργήθη το μέγα Μυστήριο της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως. Γι΄ αυτό ο ιερός Ιωάννης ο Δαμασκηνός θεολογεί: «Δικαίως και αληθώς Θεοτόκον την Αγίαν Μαρίαν ονομάζομεν· τούτο γαρ όνομα, άπαν το μυστήριον της οικονομίας συνίστησιν»(2). Αυτό σημαίνει ότι το Μυστήριο της Θεοτόκου, ως συνιστών και εκφράζον «άπαν το μυστήριον της θείας οικονομίας», είναι «κρύφιον». Γιατί, κατά την έκφρασιν, του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, ο Ιησούς «κρύφιος εστί και μετά την έκφανσιν και εν τη εκφάνσει και εν ουδενί λόγω ή νω το κατ΄ αυτόν εξήκται μυστήριον. Ώστε και νοούμενον άγνωστον μένει και λεγόμενον άρρητον μένει»(3). Το μυστήριο, δηλαδή, της Θεοτόκου, είναι και θα παραμείνη κρύφιο και κεκρυμμένο, γιατί και ο Ιησούς και κατά την σάρκωση και μετά την σάρκωση, παραμένει κρύφιος και κεκρυμμένος και το ανερμήνευτο μυστήριό Του, δεν μπορεί να εξηγηθή, από κανένα νου και από κανένα ανθρώπινο λόγο. Γι΄ αυτό και όταν προσπαθούμε να το εννοήσουμε, παραμένει απερινόητο και άγνωστο και όταν προσπαθούμε να το εκφράσουμε, παραμένει ανέκφραστο!...
Επομένως και το Μυστήριο της Θεοτόκου, ως υπουργήσαν το μέγα και απόκρυφο Μυστήριο της σαρκώσεως του Θείου Λόγου, παραμένει «κρύφιον και κεκρυμμένον» μυστήριον του Αγίου Πνεύματος και ανάγεται, κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, στην «αρχαίαν και αληθινήν βουλήν του Θεού της του Λόγου σαρκώσεως και της ημών Θεώσεως»(4). Γιατί στα ανεξιχνίαστα πελάγη της φιλανθρωπίας της, η της Ζωαρχικής Τριάδος ενότης «προς εαυτήν εκκλησιάσασα τω ενιαίω της γνώμης βουλήματι»(5), κατά την έκφρασιν του Μεγάλου Φωτίου, είχε αποφασίσει προαιωνίως, την σάρκωση του Θείου Λόγου και την θέωση του ανθρώπου(6). Η προαιώνιος αυτή απόφασις και «προωρισμένη βουλή» της Αγίας Τριάδος, για την σάρκωση του Θείου Λόγου, συνυφαίνεται με την προαιωνία πρόγνωση της Τρισυποστάτου Θεότητος, για την αξία της ελευθέρας προαιρέσεως και της προσωπικής αγιότητος της Πανάγνου Παρθένου, να υπηρετήση της ευσεβείας τούτο το μέγα Μυστήριο, θεολογεί ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγων: «Σε προγνούς ο των όλων Θεός αξίαν, ηγάπησε και αγαπήσας προώρισε και επ΄ εσχάτων των χρόνων, εις το είναι παρήγαγε και Θεοτόκον Μητέρα και τιθηνόν του οικείου Υιού και Λόγου ανέδειξε»(7). Ο απειροτέλειος, δηλαδή, Τριαδικός Θεός, προγνωρίσας την αξίαν της αγιότητος της Παρθένου, την ηγάπησε και αγαπήσας Την προώρισε και κατά τους εσχάτους χρόνους Την έφερε στην ύπαρξη και Την ανέδειξε Θεοτόκον και Μητέρα και τροφόν του οικείου Του Υιού και Λόγου. Και η πρόγνωσις αυτή, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή «υπήρχε πάντοτε στην προαιώνια βουλή της Αγίας Τριάδος» ως «προεπινοούμενος τέλειος σκοπός της Δημιουργίας»(8). Γι΄ αυτό ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, θεολογών για το προεγνωσμένο μυστήριο της Θεοτόκου, λέγει ότι «η Παναγία και Ζωαρχική Τριάς έχαιρε και υπερέχαιρε προ του αιώνος, προγινώσκουσα, κατά την θεαρχικήν της ιδέαν την αειπάρθενον Μαριάμ»(9). «Έχαιρε και υπερέχαιρε» η Παναγία Τριάς, γιατί μέσα στην προαιώνια πρόγνωσή Της, έβλεπε την Αειπάρθενο Μαριάμ, ως νέαν Πάναγνη Εύα, που θα ανεδεικνύετο η αγιασμένη συνεργός του Νέου Αδάμ της χάριτος, στην υποστατική ένωση κτιστού και ακτίστου, του πεπερασμένου κτίσματος με τον άπειρο Κτίστη και του πεπτωκότος ανθρώπου με τον «εν υψίστοις Θεόν». Γι΄ αυτό θεολογών ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, για την προαιώνια πρόγνωση και εκλογή της Θεοτόκου, λέγει ότι την Θεοτόκον «προ αιώνων ο Θεός προορίζει και των απ΄ αιώνων εξειλεγμένων εκλέγεται, ίνα ικανή προς τούτο ευρεθή»(10), για να συνεργήση στην πραγμάτωση «του απ΄ αιώνος αποκρύφου και αγνώστου μυστηρίου» της σαρκώσεως του Θείου Λόγου. Αυτό σημαίνει ότι η Θεοτόκος απετέλεσε «το μεθόριον της κτιστής και ακτίστου φύσεως»(11), λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ως τίμιο και αγιασμένο βλάστημα των Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, προσεφέρθη σαν το τελειότερο δώρο της ανθρωπότητος στους γάμους του τεχθέντος Βασιλέως με την Νύμφη Του Εκκλησία. Γι΄ αυτό και ο Ιερός της Εκκλησίας μας υμνογράφος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός, στο τέταρτο Ιδιόμελο του Μεγάλου Εσπερινού των Χριστουγέννων ψάλλει: «Τι σοι προσενέγκωμεν Χριστέ· ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι΄ ημάς; Έκαστον γαρ των υπό Σου γενομένων κτισμάτων την ευχαριστίαν Σοι προσάγει· οι Άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί τον Αστέρα, οι Μάγοι τα δώρα, οι Ποιμένες το θαύμα, η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην, ημείς δε Μητέρα Παρθένον». Η ανθρωπότης προσέφερε προς τον τεχθέντα βασιλέα της κτίσεως το πιο τέλειο και πιο άγιο ευχαριστιακό της δώρο, την Αειπάρθενον Μαριάμ, ως Παναγίαν Μητέρα Του. Γιατί η Παναγία Μητέρα του Κυρίου ήταν ο προεγνωσμένος και ο προετοιμασμένος καρπός της και «απ΄ αυτών, ακόμη, των του Αδάμ παίδων!»(12). Περιγράφων το γενεαλογικό δένδρον του Χριστού από την Παρθένο Μαρία, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, λέγει: «Των μεν του Αδάμ παίδων εκλέγεται παρά Θεού ο Σηθ, διο και εις αυτόν ο Λουκάς γενεαλογών αναφέρει το γένος άπαν, εξ ου το κατά σάρκα Χριστός»(13), «Διο και υιοί Θεού το γένος άπαν εκαλούντο του Σηθ(14), δια το μέλλειν εκ της γενεάς ταύτης υιόν ανθρώπου γενήσεσθαι τον Υιόν του Θεού· επεί και ο Σηθ, ανάστασις, μάλλον δε εξανάστασις ερμηνεύεται, ήτις εστί κυρίως ο Κύριος ζωήν αθάνατον τοις εις αυτόν πιστεύουσιν επαγγελλόμενος τε και χαριζόμενος»(15). Αυτό σημαίνει, λέγει ο θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι το σπέρμα του Σηθ καθαρίζεται υπό του Αγίου Πνεύματος «πολυειδώς άνωθεν των κατά γενεάς αριστίνδην εκλεγομένων»(16). Έτσι το Πνεύμα το άγιον, καθαρίζων από γενεάς εις γενεάν, το σπέρμα των Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, «προωκονόμει δε και την εις το είναι πρόοδον άνωθεν εκλεγόμενον και ανακαθαίρον την του γένους σειράν, και τους μεν αξίους ή αξιολόγων εσομένους πατέρας προσιέμενον, τους δε αναξίους τελείως αποβαλόμενον»(17). Επομένως, θα ήταν αδύνατη η σωτηρία του κόσμου και η θέωσις του ανθρώπου, εάν τις προηγηθείσες γενεές των Προπατόρων της Θεοτόκου, δεν τις αποκάθηρε διαδοχικά το Πνεύμα το Άγιον, για να γεννηθή εκ των Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, το τίμιο βλάστημα σωφροσύνης, αγιότητος και προσευχής, η Πάναγνος Παρθένος Μαρία, που εγέννησε τον Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου. Γιατί η Πάναγνος Μητέρα του σαρκωθέντος Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός ανεδείχθη, λέγει ο θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «μη μόνον μολυσμού σαρκός υπερτέρα, αλλά και μεμολυσμένη λογισμών ανωτέρα»(18). Έτσι κατέστη η μόνη, κατά προαίρεσιν αναμάρτητος από όλους τους ανθρώπους, μολονότι ως θυγάτηρ του Αδάμ και κληρονόμος του προπατορικού αμαρτήματος, είχε την δυνατότητα της κατά «προαίρεσιν αμαρτίας», Εκείνη, ως αγαπώσα τον αληθινό Θεό, «εξ όλης της καρδίας, και εξ όλης της ψυχής, και εξ όλης της διανοίας, και εξ όλης της ισχύος Της»(19), έμεινε από βρέφος, άτρωτος από τα «πεπυρωμένα βέλη του πονηρού» και ακίνητος προς την κατά προαίρεσιν αμαρτίαν. Έτσι η Θεοτόκος, «ενώνοντας αυτεξούσια το πλήρωμα της ψυχικής ενεργείας με την Θεία Ενέργεια, καθήλωσε ανενεργό την μεταπτωτική ροπή προς το παρά φύσιν και κινητοποίησε αυτοπροαίρετα όλες τις ψυχοσωματικές δυνάμεις προς τους λόγους και τρόπους των θείων αρετών», λέγει νεώτερος Αγιορείτης Θεολόγος(19α). Γι΄ αυτό θεολογεί ο Θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι η Θεοτόκος ανεδείχθη η «αληθής εστία και διατριβή Θεού και ιλαστήριον εκείνου (του Μωϋσέως) κρείττον ασυγκρίτως, και θεοπρεπές ταμείον της κορυφαίας ακρότητος των μυστηρίων του Πνεύματος»(20). Γιατί απεκάλυψε στον κόσμο την τελειωτική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και το «αρχαίον κάλλος της ανθρωπίνης φύσεως στην προπτωτική του κατάσταση… η Νέα Εύα είναι ο τελειότερος άνθρωπος, η ένσαρκη εικόνα του Αγίου Πνεύματος. Γι΄ αυτό και δέχεται την μεγίστη Δωρεά Του, να γεννήση εν σαρκί τον ίδιο τον Θεό»(20α). Αυτό σημαίνει ότι ο θείος φωτισμός της Θεοτόκου, άρχισε από την παιδική της ηλικία και διήρκεσε καθ΄ όλη την επίγεια ζωή Της, η δε απέκδυσις εκ της αμαυρώσεως από το Προπατορικό Αμάρτημα, έγινε κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όταν το «Πνεύμα το Άγιον επήλθεν επ΄Αυτήν, κατά τον του Κυρίου Λόγον, ον είπεν Άγγελος, καθαίρον ταύτην και δύναμιν δεικτικήν της του Λόγου Θεότητος παρέχον, άμα δε και γεννητικήν»(21). Γι΄ αυτό ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, παρομοιάζει την Θεοτόκον ως λαμπρόν πνευματικόν ουρανόν, από τον οποίον ανέτειλε ο άδυτος ήλιος της δικαιοσύνης, που την εχαρίτωσε περισσότερο από όλους τους υπό κάτω και υπέρ άνω του φυσικού ουρανού, χαριτωμένους! Γι΄ αυτό και πλήρης θαυμασμού για τον πλούτο των χαρισμάτων Της αναφωνεί: «Τις σου το θεαυγές κάλλος υπογράψοι Θεομήτορ Παρθένε, λόγος; Ου γαρ εστι τα σα λογισμοίς και λόγοις ορίζειν· πάντα γαρ υπερβαίνει και νουν και λόγον. Υμνείν δ΄ όμως, έξεστι σου φιλάνθρωπος προσιεμένης. Συ γαρ χαρίτων απασών χωρίον και πλήρωμα καλοκαγαθίας παντοίας και πίναξ έμψυχος αρετής τε και χρηστότητος πάσης, ως μόνη πάντων ηξιωμένη συλλήβδην των του Πνεύματος χαρισμάτων»(22).
1) Α Τιμοθ. γ: 16
1α) Χρυς. Μοναχού Διονυσιάτου: Θεός Λόγος και ανθρώπινος λόγος.
2) Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού: Έκδ. Ορθ. Πίστεως Γ: 12 56 ΕΠΕ Ι
3) Αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου Προς Γάϊον επιστολή.
4) Μητρ. Αθανασίου Γιέφτιτς: Η περί Θεοτόκου διδασκαλία Αγ. Ι. Δαμασκηνού.
5) Αυτόθι, σελ. 23 και Μ. Φωτίου ομιλία Θ.
6) Αυτόθι σελ. 23.
7) Αγ. Ι. Δαμασκηνού: Λόγος εις το Γενέσιον.
Χρυσοστόμου Μοναχού Διονυσιάτου :Θεός Λόγος και…
9) Αγ. Νικοδήμου : Αόρατος Πόλεμος σελ. 118.
10) Αγ. Γρηγ. Παλαμά ομιλία ΝΒ 8.
11) Αγ. Γρηγ. Παλαμά ΝΓ 37
12) Αγ. Γρηγ. Παλαμά ΝΒ 11
13) Αυτόθι ΝΖ 6
14) Γεν. Δ : 26.
15) Αγ. Γρηγ. Παλαμά ΝΒ 10
16) Αυτόθι ΝΖ 7
17) Αυτόθι ΝΖ 6
18) Αυτόθι ΝΒ 8
19) Μάρκου ιβ: 30
19α) Χρυσοστόμου Μοναχού Διον. : Θεός Λόγος και….
20) Αγ. Γρηγ. Παλαμά ομιλία ΝΓ 20
20α) Χρυσοστόμου Μοναχού: Θεός Λόγος και…
21) Αγ. Ι. Δαμασκηνού: Έκδ. Ορθοδ. Πίστεως Γ 12
22) Αγ. Γρηγ. Παλαμά ομιλία ΝΓ 13.
==============================================================================
H Θεοτόκος --- Ως προεγνωσμένον και κρύφιον Μυστήριον της Αγίας Τριάδος=
Ιλιγγιά ο ανθρώπινος νους προ του ασυλλήπτου Θεολογικού Μυστηρίου της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας και ο ανθρώπινος λόγος μένει άφωνος και σιωπών, γιατί αδυνατεί να εκφράση το ασύλληπτο, απερινόητο, άρρητο και ανέκφραστο αυτό μυστήριο της ευσεβείας!...
Γιατί όντως και «ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον· Θεός εφανερώθη εν σαρκί(1)» δια της Θεοτόκου. Γιατί η Παρθένος εγέννησε «εν σαρκί», τον ενυπόστατο Λόγο του Πατρός, την ενυπόστατη Αλήθεια και Ζωή(1α) και έγινε η ουράνιος παστάς του Λόγου, που μέσα Της ετελεσιουργήθη το μέγα Μυστήριο της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως. Γι΄ αυτό ο ιερός Ιωάννης ο Δαμασκηνός θεολογεί: «Δικαίως και αληθώς Θεοτόκον την Αγίαν Μαρίαν ονομάζομεν· τούτο γαρ όνομα, άπαν το μυστήριον της οικονομίας συνίστησιν»(2). Αυτό σημαίνει ότι το Μυστήριο της Θεοτόκου, ως συνιστών και εκφράζον «άπαν το μυστήριον της θείας οικονομίας», είναι «κρύφιον». Γιατί, κατά την έκφρασιν, του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, ο Ιησούς «κρύφιος εστί και μετά την έκφανσιν και εν τη εκφάνσει και εν ουδενί λόγω ή νω το κατ΄ αυτόν εξήκται μυστήριον. Ώστε και νοούμενον άγνωστον μένει και λεγόμενον άρρητον μένει»(3). Το μυστήριο, δηλαδή, της Θεοτόκου, είναι και θα παραμείνη κρύφιο και κεκρυμμένο, γιατί και ο Ιησούς και κατά την σάρκωση και μετά την σάρκωση, παραμένει κρύφιος και κεκρυμμένος και το ανερμήνευτο μυστήριό Του, δεν μπορεί να εξηγηθή, από κανένα νου και από κανένα ανθρώπινο λόγο. Γι΄ αυτό και όταν προσπαθούμε να το εννοήσουμε, παραμένει απερινόητο και άγνωστο και όταν προσπαθούμε να το εκφράσουμε, παραμένει ανέκφραστο!...
Επομένως και το Μυστήριο της Θεοτόκου, ως υπουργήσαν το μέγα και απόκρυφο Μυστήριο της σαρκώσεως του Θείου Λόγου, παραμένει «κρύφιον και κεκρυμμένον» μυστήριον του Αγίου Πνεύματος και ανάγεται, κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, στην «αρχαίαν και αληθινήν βουλήν του Θεού της του Λόγου σαρκώσεως και της ημών Θεώσεως»(4). Γιατί στα ανεξιχνίαστα πελάγη της φιλανθρωπίας της, η της Ζωαρχικής Τριάδος ενότης «προς εαυτήν εκκλησιάσασα τω ενιαίω της γνώμης βουλήματι»(5), κατά την έκφρασιν του Μεγάλου Φωτίου, είχε αποφασίσει προαιωνίως, την σάρκωση του Θείου Λόγου και την θέωση του ανθρώπου(6). Η προαιώνιος αυτή απόφασις και «προωρισμένη βουλή» της Αγίας Τριάδος, για την σάρκωση του Θείου Λόγου, συνυφαίνεται με την προαιωνία πρόγνωση της Τρισυποστάτου Θεότητος, για την αξία της ελευθέρας προαιρέσεως και της προσωπικής αγιότητος της Πανάγνου Παρθένου, να υπηρετήση της ευσεβείας τούτο το μέγα Μυστήριο, θεολογεί ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγων: «Σε προγνούς ο των όλων Θεός αξίαν, ηγάπησε και αγαπήσας προώρισε και επ΄ εσχάτων των χρόνων, εις το είναι παρήγαγε και Θεοτόκον Μητέρα και τιθηνόν του οικείου Υιού και Λόγου ανέδειξε»(7). Ο απειροτέλειος, δηλαδή, Τριαδικός Θεός, προγνωρίσας την αξίαν της αγιότητος της Παρθένου, την ηγάπησε και αγαπήσας Την προώρισε και κατά τους εσχάτους χρόνους Την έφερε στην ύπαρξη και Την ανέδειξε Θεοτόκον και Μητέρα και τροφόν του οικείου Του Υιού και Λόγου. Και η πρόγνωσις αυτή, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή «υπήρχε πάντοτε στην προαιώνια βουλή της Αγίας Τριάδος» ως «προεπινοούμενος τέλειος σκοπός της Δημιουργίας»(8). Γι΄ αυτό ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, θεολογών για το προεγνωσμένο μυστήριο της Θεοτόκου, λέγει ότι «η Παναγία και Ζωαρχική Τριάς έχαιρε και υπερέχαιρε προ του αιώνος, προγινώσκουσα, κατά την θεαρχικήν της ιδέαν την αειπάρθενον Μαριάμ»(9). «Έχαιρε και υπερέχαιρε» η Παναγία Τριάς, γιατί μέσα στην προαιώνια πρόγνωσή Της, έβλεπε την Αειπάρθενο Μαριάμ, ως νέαν Πάναγνη Εύα, που θα ανεδεικνύετο η αγιασμένη συνεργός του Νέου Αδάμ της χάριτος, στην υποστατική ένωση κτιστού και ακτίστου, του πεπερασμένου κτίσματος με τον άπειρο Κτίστη και του πεπτωκότος ανθρώπου με τον «εν υψίστοις Θεόν». Γι΄ αυτό θεολογών ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, για την προαιώνια πρόγνωση και εκλογή της Θεοτόκου, λέγει ότι την Θεοτόκον «προ αιώνων ο Θεός προορίζει και των απ΄ αιώνων εξειλεγμένων εκλέγεται, ίνα ικανή προς τούτο ευρεθή»(10), για να συνεργήση στην πραγμάτωση «του απ΄ αιώνος αποκρύφου και αγνώστου μυστηρίου» της σαρκώσεως του Θείου Λόγου. Αυτό σημαίνει ότι η Θεοτόκος απετέλεσε «το μεθόριον της κτιστής και ακτίστου φύσεως»(11), λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ως τίμιο και αγιασμένο βλάστημα των Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, προσεφέρθη σαν το τελειότερο δώρο της ανθρωπότητος στους γάμους του τεχθέντος Βασιλέως με την Νύμφη Του Εκκλησία. Γι΄ αυτό και ο Ιερός της Εκκλησίας μας υμνογράφος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός, στο τέταρτο Ιδιόμελο του Μεγάλου Εσπερινού των Χριστουγέννων ψάλλει: «Τι σοι προσενέγκωμεν Χριστέ· ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι΄ ημάς; Έκαστον γαρ των υπό Σου γενομένων κτισμάτων την ευχαριστίαν Σοι προσάγει· οι Άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί τον Αστέρα, οι Μάγοι τα δώρα, οι Ποιμένες το θαύμα, η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην, ημείς δε Μητέρα Παρθένον». Η ανθρωπότης προσέφερε προς τον τεχθέντα βασιλέα της κτίσεως το πιο τέλειο και πιο άγιο ευχαριστιακό της δώρο, την Αειπάρθενον Μαριάμ, ως Παναγίαν Μητέρα Του. Γιατί η Παναγία Μητέρα του Κυρίου ήταν ο προεγνωσμένος και ο προετοιμασμένος καρπός της και «απ΄ αυτών, ακόμη, των του Αδάμ παίδων!»(12). Περιγράφων το γενεαλογικό δένδρον του Χριστού από την Παρθένο Μαρία, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, λέγει: «Των μεν του Αδάμ παίδων εκλέγεται παρά Θεού ο Σηθ, διο και εις αυτόν ο Λουκάς γενεαλογών αναφέρει το γένος άπαν, εξ ου το κατά σάρκα Χριστός»(13), «Διο και υιοί Θεού το γένος άπαν εκαλούντο του Σηθ(14), δια το μέλλειν εκ της γενεάς ταύτης υιόν ανθρώπου γενήσεσθαι τον Υιόν του Θεού· επεί και ο Σηθ, ανάστασις, μάλλον δε εξανάστασις ερμηνεύεται, ήτις εστί κυρίως ο Κύριος ζωήν αθάνατον τοις εις αυτόν πιστεύουσιν επαγγελλόμενος τε και χαριζόμενος»(15). Αυτό σημαίνει, λέγει ο θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι το σπέρμα του Σηθ καθαρίζεται υπό του Αγίου Πνεύματος «πολυειδώς άνωθεν των κατά γενεάς αριστίνδην εκλεγομένων»(16). Έτσι το Πνεύμα το άγιον, καθαρίζων από γενεάς εις γενεάν, το σπέρμα των Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, «προωκονόμει δε και την εις το είναι πρόοδον άνωθεν εκλεγόμενον και ανακαθαίρον την του γένους σειράν, και τους μεν αξίους ή αξιολόγων εσομένους πατέρας προσιέμενον, τους δε αναξίους τελείως αποβαλόμενον»(17). Επομένως, θα ήταν αδύνατη η σωτηρία του κόσμου και η θέωσις του ανθρώπου, εάν τις προηγηθείσες γενεές των Προπατόρων της Θεοτόκου, δεν τις αποκάθηρε διαδοχικά το Πνεύμα το Άγιον, για να γεννηθή εκ των Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, το τίμιο βλάστημα σωφροσύνης, αγιότητος και προσευχής, η Πάναγνος Παρθένος Μαρία, που εγέννησε τον Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου. Γιατί η Πάναγνος Μητέρα του σαρκωθέντος Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός ανεδείχθη, λέγει ο θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «μη μόνον μολυσμού σαρκός υπερτέρα, αλλά και μεμολυσμένη λογισμών ανωτέρα»(18). Έτσι κατέστη η μόνη, κατά προαίρεσιν αναμάρτητος από όλους τους ανθρώπους, μολονότι ως θυγάτηρ του Αδάμ και κληρονόμος του προπατορικού αμαρτήματος, είχε την δυνατότητα της κατά «προαίρεσιν αμαρτίας», Εκείνη, ως αγαπώσα τον αληθινό Θεό, «εξ όλης της καρδίας, και εξ όλης της ψυχής, και εξ όλης της διανοίας, και εξ όλης της ισχύος Της»(19), έμεινε από βρέφος, άτρωτος από τα «πεπυρωμένα βέλη του πονηρού» και ακίνητος προς την κατά προαίρεσιν αμαρτίαν. Έτσι η Θεοτόκος, «ενώνοντας αυτεξούσια το πλήρωμα της ψυχικής ενεργείας με την Θεία Ενέργεια, καθήλωσε ανενεργό την μεταπτωτική ροπή προς το παρά φύσιν και κινητοποίησε αυτοπροαίρετα όλες τις ψυχοσωματικές δυνάμεις προς τους λόγους και τρόπους των θείων αρετών», λέγει νεώτερος Αγιορείτης Θεολόγος(19α). Γι΄ αυτό θεολογεί ο Θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι η Θεοτόκος ανεδείχθη η «αληθής εστία και διατριβή Θεού και ιλαστήριον εκείνου (του Μωϋσέως) κρείττον ασυγκρίτως, και θεοπρεπές ταμείον της κορυφαίας ακρότητος των μυστηρίων του Πνεύματος»(20). Γιατί απεκάλυψε στον κόσμο την τελειωτική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και το «αρχαίον κάλλος της ανθρωπίνης φύσεως στην προπτωτική του κατάσταση… η Νέα Εύα είναι ο τελειότερος άνθρωπος, η ένσαρκη εικόνα του Αγίου Πνεύματος. Γι΄ αυτό και δέχεται την μεγίστη Δωρεά Του, να γεννήση εν σαρκί τον ίδιο τον Θεό»(20α). Αυτό σημαίνει ότι ο θείος φωτισμός της Θεοτόκου, άρχισε από την παιδική της ηλικία και διήρκεσε καθ΄ όλη την επίγεια ζωή Της, η δε απέκδυσις εκ της αμαυρώσεως από το Προπατορικό Αμάρτημα, έγινε κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όταν το «Πνεύμα το Άγιον επήλθεν επ΄Αυτήν, κατά τον του Κυρίου Λόγον, ον είπεν Άγγελος, καθαίρον ταύτην και δύναμιν δεικτικήν της του Λόγου Θεότητος παρέχον, άμα δε και γεννητικήν»(21). Γι΄ αυτό ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, παρομοιάζει την Θεοτόκον ως λαμπρόν πνευματικόν ουρανόν, από τον οποίον ανέτειλε ο άδυτος ήλιος της δικαιοσύνης, που την εχαρίτωσε περισσότερο από όλους τους υπό κάτω και υπέρ άνω του φυσικού ουρανού, χαριτωμένους! Γι΄ αυτό και πλήρης θαυμασμού για τον πλούτο των χαρισμάτων Της αναφωνεί: «Τις σου το θεαυγές κάλλος υπογράψοι Θεομήτορ Παρθένε, λόγος; Ου γαρ εστι τα σα λογισμοίς και λόγοις ορίζειν· πάντα γαρ υπερβαίνει και νουν και λόγον. Υμνείν δ΄ όμως, έξεστι σου φιλάνθρωπος προσιεμένης. Συ γαρ χαρίτων απασών χωρίον και πλήρωμα καλοκαγαθίας παντοίας και πίναξ έμψυχος αρετής τε και χρηστότητος πάσης, ως μόνη πάντων ηξιωμένη συλλήβδην των του Πνεύματος χαρισμάτων»(22).
1) Α Τιμοθ. γ: 16
1α) Χρυς. Μοναχού Διονυσιάτου: Θεός Λόγος και ανθρώπινος λόγος.
2) Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού: Έκδ. Ορθ. Πίστεως Γ: 12 56 ΕΠΕ Ι
3) Αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου Προς Γάϊον επιστολή.
4) Μητρ. Αθανασίου Γιέφτιτς: Η περί Θεοτόκου διδασκαλία Αγ. Ι. Δαμασκηνού.
5) Αυτόθι, σελ. 23 και Μ. Φωτίου ομιλία Θ.
6) Αυτόθι σελ. 23.
7) Αγ. Ι. Δαμασκηνού: Λόγος εις το Γενέσιον.
Χρυσοστόμου Μοναχού Διονυσιάτου :Θεός Λόγος και…
9) Αγ. Νικοδήμου : Αόρατος Πόλεμος σελ. 118.
10) Αγ. Γρηγ. Παλαμά ομιλία ΝΒ 8.
11) Αγ. Γρηγ. Παλαμά ΝΓ 37
12) Αγ. Γρηγ. Παλαμά ΝΒ 11
13) Αυτόθι ΝΖ 6
14) Γεν. Δ : 26.
15) Αγ. Γρηγ. Παλαμά ΝΒ 10
16) Αυτόθι ΝΖ 7
17) Αυτόθι ΝΖ 6
18) Αυτόθι ΝΒ 8
19) Μάρκου ιβ: 30
19α) Χρυσοστόμου Μοναχού Διον. : Θεός Λόγος και….
20) Αγ. Γρηγ. Παλαμά ομιλία ΝΓ 20
20α) Χρυσοστόμου Μοναχού: Θεός Λόγος και…
21) Αγ. Ι. Δαμασκηνού: Έκδ. Ορθοδ. Πίστεως Γ 12
22) Αγ. Γρηγ. Παλαμά ομιλία ΝΓ 13.
==============================================================================